Απομυθοποίηση της ιδεολογίας της αγοράς

 

Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο τρίτο τεύχος της έντυπης έκδοσης, με νέο πρόλογο του συγγραφέα. Τον ευχαριστούμε και απο εδώ για το κείμενο.

 

Απομυθοποίηση της ιδεολογίας της αγοράς

 

Το κείμενο που ακολουθεί προσπαθεί πολιτικά και θεωρητικά να αντιμετωπίσει την πλαστή, μεταφυσική αντίληψη που ταυτίζει μονοδιάστατα τον καπιταλισμό με την αγορά ανακηρύσσοντας αυτήν ως το καθοριστικό του στοιχείο, ενώ ταυτόχρονα ονομάζει σοσιαλισμό τη μη ύπαρξη αγοράς, μη κατανοώντας ότι δεν είναι η διαμεσολαβητική λειτουργία της αγοράς που καθορίζει την πραγμάτωση της σοσιαλιστικά σχεδιασμένης οικονομίας, αλλά η απουσία της δυνατότητας ύπαρξης κέρδους που μπορεί να οικειοποιηθεί κανείς σε ιδιωτικό επίπεδο. Στο κείμενο που ακολουθεί γίνεται απόπειρα να ξεκαθαριστεί η εν λόγω σύγχυση, που οδηγεί σε εσφαλμένα και ανακριβή, τόσο πολιτικά όσο κυρίως οικονομικά, συμπεράσματα για τη φύση και τη λειτουργία της σοσιαλιστικά κεντρικά σχεδιασμένης οικονομίας και της διαφοράς της από την καπιταλιστική οικονομία και τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής εν γένει.

Γιώργος Σταμάτης

3/3/2013

H προεπιστημονική αντίληψη ταυτίζει, πρώτον, τη σοσιαλιστική οικονομία με τον συστημικό κρατικό ή, γενικότερα, τον κοινωνικό προγραμματισμό της παραγωγής και την απουσία αγοράς και δεύτερον, την καπιταλιστική οικονομία με την ύπαρξη της αγοράς και την απουσία συστηματικού ή, γενικότερα, κοινωνικού προγραμματισμού της παραγωγής. Είναι ασφαλώς ορθό ότι τη μεν σοσιαλιστική οικονομία τη χαρακτηρίζει κυρίως ο συστηματικός κρατικός ή, γενικότερα, κοινωνικός προγραμματισμός της παραγωγής, τη δε καπιταλιστική οικονομία κυρίως η απουσία του τελευταίου. Ωστόσο, η ταύτιση αφενός της σοσιαλιστικής οικονομίας με την απουσία αγοράς και αφετέρου της καπιταλιστικής οικονομίας με την ύπαρξη αγοράς είναι λανθασμένη. Αλλά όχι απλώς λανθασμένη.

Η ταύτιση της σοσιαλιστικής οικονομίας με την απουσία αγοράς αποτέλεσε, στο πρόσφατο παρελθόν, ένα αριστερίστικο ιδεολόγημα που στράφηκε κατά των σοσιαλιστικών οικονομιών, ενώ η ταύτιση της καπιταλιστικής οικονομίας με την ύπαρξη της αγοράς ένα επιχείρημα που χρησιμοποιήθηκε υπέρ της σοσιαλιστικής οικονομίας. Καθένας θα θυμάται βέβαια παλιότερους ακραιφνείς κομμουνιστές, αυτοανακηρυχθέντες μαοϊστές και γενικώς αυτόκλητους θεματοφύλακες του απολύτως ορθού δόγματος, να ισχυρίζονται ότι οι σοσιαλιστικές οικονομίες ήσαν όχι σοσιαλιστικές, αλλά κρατικοκαπιταλιστικές και εντέλει νέτα-σκέτα καπιταλιστικές, επειδή δεν είχαν από την πρώτη στιγμή της ύπαρξής τους καταργήσει τις εμπορευματικές σχέσεις, δηλ. την αγορά και ιδίως την αγορά εργασίας.

Αλλά και μόνη η ταύτιση του καπιταλισμού με την απλή εμπορευματική παραγωγή, δηλ. με την αγορά εν γένει, με την αγορά χωρίς περαιτέρω προσδιορισμούς, όπως π.χ. από τον πολύ Μπροντέλ, δεν είναι καθόλου αθώα.Σε συνδυασμό μάλιστα με το ιδεολόγημα ότι η σοσιαλιστική οικονομία οφείλει, για να είναι σοσιαλιστική, να λειτουργεί χωρίς αγορά, συνιστά το –συχνά ως αυτονόητα μη αναφερόμενο– υπόβαθρο της σημερινής νομιμοποίησης του καπιταλισμού δια της εξύμνησης της αγοράς. Διότι η αγορά κατέχει όχι μόνον, όπως θα δούμε στη συνέχεια, την αλήθεια, αλλά και στη συνείδηση του κόσμου σημαντικότατες λειτουργίες. Διαμεσολαβεί στον κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας και στην καλύτερη δυνατή κάλυψη των –ικανών βεβαίως προς αντίστοιχη πληρωμή μόνον–αναγκών και επιθυμιών των μελών της κοινωνίας.Καθιστά εντέλει δυνατή την κοινωνική παραγωγή – όχι μόνον στις καπιταλιστικές, αλλά όπως θα δούμε, και στις σοσιαλιστικές οικονομίες.

Το ιδεολόγημα της απουσίας αγοράς στον γνήσιο σοσιαλισμό και της ύπαρξης αγοράς στον οποιοδήποτε –ακόμη και στον πιο ανηλεή και βάρβαρο– καπιταλισμό, αφενός στρέφει την ψευδώς ισχυριζόμενη απουσία των προαναφερθέντων σημαντικότατων λειτουργιών της αγοράς στον σοσιαλισμό κατά του οποιουδήποτε σοσιαλισμού είναι δυνατόν να υπάρξει και να ρίξει ρίζες και να αναπτυχθεί και αφετέρου, πιστώνει τον εξίσου ψευδή ισχυρισμό, ότι η αγορά υπάρχει μόνον στον καπιταλισμό, τον καπιταλισμό – και μόνον αυτόν– με τις προαναφερθείσες σημαντικές λειτουργίες της αγοράς εν γένει και έτσι τον νομιμοποιεί στη συνείδηση του κόσμου. Διότι η αγορά εν γένει, δηλ. η αγορά που δεν συνοδεύεται και από την ιδιωτική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής και δεν συμπεριλαμβάνει και την αγορά εργασίας, δεν βρωμάει εκμετάλλευση των μισθωτών εργαζόμενων, αλλά ευωδιάζει πραγματοποίηση ίσων δυνατοτήτων μέσω της ανταλλαγής ισοδυνάμων. Η ταύτιση της αγοράς εν γένει με τον καπιταλισμό τον νομιμοποιεί στη συνείδηση των εκμεταλλευομένων [2], και αντιστρόφως: η ίδια αυτή ταύτιση της ύπαρξης της αγοράς, και δη της αγοράς εργασίας, με τον καπιταλισμό συκοφαντεί ως καπιταλισμό τον σοσιαλισμό,στον οποίο, όπως θα δούμε, υπάρχει –τουλάχιστον αρχικά– κατ’ ανάγκην και αγορά εργασίας.

Στην επιστημονική αντίκρουση και κατάρριψη αυτού του διττού – αριστερίστικου– αντισοσιαλιστικού και συγχρόνως νεοφιλελεύθερου – φιλοκαπιταλιστικού– ιδεολογήματος αποσκοπούν τα όσα ακολουθούν.

***

Το ζεύγος των εννοιών της αγοράς και του κρατικού προγραμματισμού της παραγωγής προσφέρεται ως αφετηρία για την ανάλυση των διαφορών μεταξύ της οικονομίας των καπιταλιστικών και αυτής των σοσιαλιστικών χωρών. Ο λόγος είναι ότι η αγορά και ο κρατικός προγραμματισμός αποτελούν δύο διαφορετικούς τρόπους διαμεσολάβησης του κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας και της παραγωγής, από τους οποίους ο μεν πρώτος είναι χαρακτηριστικός κατά κύριο λόγο για την οικονομία των καπιταλιστικών, ο δε δεύτερος αποκλειστικά γι’ αυτήν των σοσιαλιστικών χωρών.

Τι σημαίνει όμως κοινωνικός καταμερισμός της εργασίας και τι τρόπος διαμεσολάβησής του; Ο κοινωνικός καταμερισμός της εργασίας είναι ένα πλέγμα σχέσεων μεταξύ του συνόλου των παραγωγών (=μονάδων παραγωγής) και των άμεσων παραγωγών (= εργαζομένων)[3], το οποίο συγκροτεί αυτούς τους παραγωγούς από οικονομική άποψη σε κοινωνία, δηλ. σε οικονομία. Αυτό το πλέγμα σχέσεων περιγράφεται συνήθως ως το σύνολο εκείνων των σχέσεων οι οποίες συνίστανται στο ότι κανένας δεν παράγει ό,τι παράγει για να ικανοποιήσει δικές του, αλλά ξένες ανάγκες και επιθυμίες. Η περιγραφή αυτή είναι εξαιρετικά ελλιπής. Διότι αγνοεί όχι μόνον τις σχέσεις μεταξύ παραγωγών και άμεσων παραγωγών, αλλά επίσης και τη σημαντικότερη ακριβώς όψη του παραπάνω πλέγματος σχέσεων, η οποία συνίσταται στο ότι κανένας παραγωγός και κανένας άμεσος παραγωγός ενός οικονομικά συγκροτημένου σε κοινωνία συνόλου παραγωγών και άμεσων παραγωγών, δηλαδή ενός συνόλου παραγωγών και άμεσων παραγωγών που παράγει υπό συνθήκες κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας και της παραγωγής, δεν είναι δυνατόν να παράγει ό,τι παράγει αν και καθένας από τους υπόλοιπους δεν παράγει ό,τι παράγει. Και αυτό είναι έτσι, διότι μερικά ή όλα όσα παράγουν οι άλλοι και όχι αυτός ο ίδιος είναι, άμεσα ή έμμεσα, απολύτως αναγκαία για την παραγωγή των όσων παράγει αυτός ο ίδιος.

Ο παραγωγός ψωμιού π.χ. χρειάζεται για την παραγωγή του προϊόντος του άμεσα, μεταξύ άλλων, εργασιακή δύναμη καθώς επίσης μηχανές, αλεύρι και ηλεκτρική ενέργεια, που δεν παράγει αυτός ο ίδιος κι έμμεσα, πρώτον, όλα όσα χρειάζονται άμεσα οι φυσικοί φορείς της εργασιακής δύναμης καθώς και οι παραγωγοί των μηχανών του αλευριού και της ηλεκτρικής ενέργειας, τα οποία χρησιμοποιεί για να παράγουν οι μεν πρώτοι εργασιακή δύναμη, ο δε δεύτεροι τις μηχανές, το αλεύρι και την ηλεκτρική ενέργεια, και δεύτερον, όλα όσα χρειάζονται άμεσα οι παραγωγοί των αγαθών, τα οποία χρησιμοποιούν οι φυσικοί φορείς της εργασιακής δύναμης για να την αναπαράγουν, και οι παραγωγοί όλων των προϊόντων που χρησιμοποιούν άμεσα οι παραγωγοί των μηχανών, του αλευριού και της ηλεκτρικής ενέργειας για να παράγουν αυτές τις μηχανές, αυτό το αλεύρι και αυτήν την ηλεκτρική ενέργεια, κ.ο.κ.

Ο παραγωγός ψωμιού χρειάζεται λοιπόν, για να παράγει ψωμί άμεσα και έμμεσα, έναν εξαιρετικά μεγάλο αριθμό προϊόντων που δεν τα παράγει ο ίδιος, αλλά άλλοι παραγωγοί. Έτσι στη διαδικασία παραγωγής ψωμιού δεν συνδυάζεται απλώς η εργασία παραγωγής ψωμιού με ορισμένα μέσα παραγωγής, ορισμένες πρώτες ύλες κλπ., αλλά έμμεσα η εργασία παραγωγής ψωμιού συνδυάζεται με ένα εξαιρετικά μεγάλο αριθμό άλλων εργασιών, οι οποίες απαιτούνται άμεσα και έμμεσα για την παραγωγή των μέσων παραγωγής, πρώτων υλών κλπ., που χρησιμοποιούνται άμεσα στην παραγωγή ψωμιού. Γι’ αυτό και αυτό που συνήθως ονομάζουμε κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας είναι στην πραγματικότητα κυρίως κοινωνικός συνδυασμός της εργασίας (Χότζινς, Μαρξ). Αυτός είναι ο κοινωνικός συνδυασμός της εργασίας που εννοείται παρακάτω, όταν γίνεται λόγος για κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας.

Πώς όμως αποκτά κάθε παραγωγός όλα όσα χρειάζεται άμεσα για την παραγωγή του προϊόντος του και δεν τα παράγει όμως αυτός ο ίδιος, αλλά άλλοι παραγωγοί; Το ερώτημα αυτό θέτει το ζήτημα της διαμεσολάβησης του κοινωνικού καταμερισμού και συνδυασμού της εργασίας και της παραγωγής.

Κατ’ αρχάς, καθαρώς θεωρητικά, είναι δυνατόν ο κοινωνικός καταμερισμός της εργασίας να μην διαμεσολαβείται, αλλά να είναι άμεση και συνειδητή πράξη της κοινότητας των άμεσων παραγωγών: η κοινότητα των άμεσων παραγωγών (άμεσα ή μέσω συλλογικών οργάνων της) διαπιστώνει και ιεραρχεί τις ανάγκες και επιθυμίες που θέλει και μπορεί να ικανοποιήσει με την παραγωγή αγαθών, και κατανέμει αντιστοίχως τους φυσικούς πόρους, τα μέσα παραγωγής και την εργασιακή δύναμη που διαθέτει στις επιμέρους μονάδες, καθορίζοντας ταυτοχρόνως και την κατανομή του συνολικού προϊόντος κάθε μονάδας παραγωγής και την εργασιακή δύναμη που διαθέτει στις επιμέρους μονάδες. Καθορίζει ταυτοχρόνως και την κατανομή του συνολικού προϊόντος κάθε μονάδας παραγωγής στις επιμέρους χρήσεις, καθορίζει δηλ. ποιο μέρος αυτού του προϊόντος και σε ποιων μονάδων παραγωγής τη διαδικασία εισέρχετα εκ νέου, ποιο μέρος και ποιες μονάδες παραγωγής επισωρεύονται ως μέσα παραγωγής, ποιο μέρος και από ποιους καταναλώνεται.

Εδώ το δικαίωμα διάθεσης, τόσο της εργασιακής δύναμης, των δεδομένων μέσων παραγωγής και των φυσικών πόρων όσο και του συνολικού προϊόντος, κατέχει αποκλειστικά και μόνον η κοινότητα των άμεσων παραγωγών. Ούτε ο μεμονωμένος άμεσος παραγωγός μπορεί να διαθέσει κατά βούλησιν την εργασιακή του δύναμη ούτε η μεμονωμένη μονάδα παραγωγής μπορεί να χρησιμοποιήσει κατά βούλησιν τα μέσα παραγωγής, τους φυσικούς πόρους και την εργασιακή δύναμη που τίθενται στη διάθεσή της και τα αγαθά που παράγει.Ο μεμονωμένος άμεσος παραγωγός και η μεμονωμένη μονάδα παραγωγής εξαρτώνται, όσον αφορά τις λειτουργίες τους στην κοινωνική διαδικασία παραγωγής, άμεσα από τις αποφάσεις της κοινότητας των άμεσων παραγωγών. Εδώ, που, όσον αφορά την κοινωνική παραγωγή, δεν υφίσταται κανενός είδους αυτονομία του μεμονωμένου άμεσου παραγωγού και της μεμονωμένης μονάδας παραγωγής απέναντι στην κοινότητα των άμεσων παραγωγών, δεν τίθεται ζήτημα διαμεσολάβησης του κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας, διότι αυτός οργανώνεται άμεσα και συνειδητά από την κοινότητα των άμεσων παραγωγών. Σε μια κοινωνία «ελευθέρων συνεταιρισμένων παραγωγών» (Μαρξ) σαν την παραπάνω, δεν τίθεται λοιπόν ζήτημα διαμεσολάβησης του κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας.

Το ζήτημα της διαμεσολάβησης προκύπτει μόνον όταν οι άμεσοι παραγωγοί και οι μονάδες παραγωγής είναι αυτόνομα και συνεπώς μεταξύ τους ανεξάρτητα υποκείμενα, όταν δηλ. έχουν οι μεν πρώτοι το δικαίωμα της κατά βούλησιν διάθεσης της εργασιακής τους δύναμης, οι δε δεύτερες το δικαίωμα της κατά βούλησιν διάθεσης τόσο των μέσων όσο και των αποτελεσμάτων της παραγωγής τους.

Ας φανταστούμε ένα σύνολο παραγωγών, οι οποίοι είναι ιδιοκτήτες των μέσων και των αποτελεσμάτων της παραγωγής τους και δεν χρησιμοποιούν ξένη, αλλά μόνον την ίδια τη δική τους εργασιακή δύναμη και παράγουν, φυσικά, υπό συνθήκες κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας. Ως ιδιοκτήτες των μέσων και των αποτελεσμάτων της παραγωγής τους είναι αυτόνομοι και αμοιβαία ανεξάρτητοι. Πώς διαμεσολαβείται εδώ ο κοινωνικός καταμερισμός της εργασίας; Πώς αποκτά ο παραγωγός ψωμιού το αλεύρι που χρειάζεται για την παραγωγή του, το οποίο δεν παράγει αυτός ο ίδιος αλλά άλλοι παραγωγοί; Από αυτούς τους άλλους παραγωγούς, δίνοντάς τους ένα ανταλλακτικό ισοδύναμο.Εδώ τα προϊόντα της εργασίας γίνονται τα εμπορεύματα, τα οποία ανταλλάσσονται άμεσα με χρήμα ως το γενικό ανταλλακτικό ισοδύναμο και έτσι έμμεσα και μεταξύ τους.Η παραγωγή είναι εμπορευματική παραγωγή. Εδώ, ο κοινωνικός καταμερισμός της εργασίας διαμεσολαβείται από την ανταλλαγή των προϊόντων της εργασίας ως εμπορευμάτων, δηλ. από τις σχέσεις ανταλλαγής μεταξύ των εμπορευματοπαραγωγών.

Το πλέγμα αυτών των σχέσεων ανταλλαγής είναι αυτό που ονομάζουμε συνήθως αγορά. Η διαμεσολάβηση του κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας από την αγορά σημαίνει ότι η αγορά επιτελεί πίσω από της πλάτες των παραγωγών ό,τι επιτελούσε στην προηγούμενη περίπτωση των «ελευθέρων συνεταιρισμένων παραγωγών» συνειδητά και άμεσα η κοινότητα των άμεσων παραγωγών: τη διαπίστωση και ιεράρχηση των προς ικανοποίηση αναγκών και επιθυμιών, την κατανομή των φυσικών πόρων, των μέσων παραγωγής και της εργασιακής δύναμης και, τέλος, την κατανομή του συνολικού προϊόντος στους επιμέρους παραγωγούς. Εδώ προφανώς κάθε παραγωγός συμμετέχει στο συνολικό καθαρό προϊόν κατ’ αναλογίαν της εργασιακής δύναμης που ξόδεψε αυτός ο ίδιος. Και κανείς δεν κερδίζει μα ούτε χάνει με την ανταλλαγή, όχι επειδή το μέτρο της ισοδυναμίας των ανταλλασσομένων προϊόντων είναι, όπως αναφέραμε, η εργασιακή δύναμη που ξοδεύτηκε για την παραγωγή τους, αλλά, όπως μπορεί εύκολα να δείξει κανείς, απλώς και μόνον επειδή η ανταλλαγή είναι πάντα (και ανεξάρτητα φυσικά από το μέτρο της ισοδυναμίας των ανταλλασσομένων προϊόντων της εργασίας) ανταλλαγή ισοδυνάμων. Η ανταλλαγή είναι λοιπόν ανταλλαγή ισοδυνάμων, ακόμη και όταν το μέτρο ισοδυναμίας δεν είναι η εργασιακή δύναμη που ξοδεύτηκε για την παραγωγή των ανταλλασσομένων ειδών, αλλά ένα οποιοδήποτε ποσοτικό ομοιογενές χαρακτηριστικό τους, π.χ. το βάρος ή ο όγκος τους, και ως τέτοια δεν συνεπάγεται για κανέναν από τους ανταλλάσσοντες κέρδη ή ζημίες

Αν όμως αυτό είναι η αγορά, τότε τι έχουν εναντίον της οι αριστεροί, οι σοσιαλιστές και κομμουνιστές; Απολύτως τίποτα. Η εσφαλμένη εντύπωση ότι οι κομμουνιστές στρέφονται κατά της αγοράς δημιουργείται μόνον σε όσους ταυτίζουν τον καπιταλισμό με την αγορά εν γένει και εκλαμβάνουν έτσι την κριτική των κομμουνιστών στον καπιταλισμό ως κριτική στην αγορά εν γένει. Το ότι η ταύτιση του καπιταλισμού με την αγορά εν γένει είναι εσφαλμένη και οδηγεί σε περαιτέρω εσφαλμένες αντιλήψεις θα προκύψει άμεσα από την ακόλουθη πραγμάτευση του ζητήματος της διαμεσολάβησης του κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας στον καπιταλισμό.

Όπως στην οικονομία των απλών εμπορευματοπαραγωγών που μόλις περιγράψαμε, έτσι και στον καπιταλισμό, οι μεμονωμένοι παραγωγοί είναι ιδιοκτήτες των μέσων και των αποτελεσμάτων παραγωγής τους και συνεπώς κι εδώ ο κοινωνικός καταμερισμός της εργασίας διαμεσολαβείται καταρχήν από την αγορά, δηλ. από την ανταλλαγή των προϊόντων της εργασίας ως εμπορευμάτων μέσω του χρήματος. Καίτοι εδώ το μέτρο της ισοδυναμίας των ανταλλασσομένων εμπορευμάτων είναι διαφορετικό απ’ αυτό της προηγούμενης περίπτωσης, κάθε παραγωγός παίρνει από το συνολικό κοινωνικό καθαρά προϊόν, όπως και στην προηγούμενη περίπτωση, ό,τι παρήγαγε αυτός ο ίδιος.

Ωστόσο υπάρχει μια θεμελιώδης διαφορά. Στην οικονομία των απλών εμπορευματικών παραγωγών κάθε φυσικός φορέας εργασιακής δύναμης, δηλ. κάθε άμεσος παραγωγός (=εργαζόμενος) ήταν και παραγωγός, ήταν δηλ. και ιδιοκτήτης μέσων παραγωγής τα οποία χρησιμοποιούσε ο ίδιος για να παράγει προϊόντα που ανήκαν σ’ αυτόν τον ίδιο, και, αντιστρόφως, κάθε παραγωγός χρησιμοποιούσε μόνον τη δική του, όχι ξένη, εργασιακή δύναμη για να παράγει ό,τι παρήγαγε. Στον καπιταλισμό συμβαίνει ακριβώς το αντίστροφο: οι φυσικοί φορείς της εργασιακής δύναμης, οι άμεσοι δηλ. παραγωγοί, (=εργαζόμενοι), δεν είναι ιδιοκτήτες μέσων παραγωγής, δεν είναι δηλ. παραγωγοί και, αντιστρόφως, οι παραγωγοί, δηλ. οι ιδιοκτήτες των μέσων παραγωγής, δεν χρησιμοποιούν αποκλειστικά και μόνον τη δική τους, αλλά μόνον ξένη (ή κυρίως ξένη) εργασιακή δύναμη. Πώς αποκτούν οι τελευταίοι την εργασιακή δύναμη που ξοδεύουν στις διαδικασίες παραγωγής τους, αφού αυτή ως ξένη εργασιακή δύναμη ανήκει σε άλλους, στους φυσικούς κατόχους της που δεν κατέχουν μέσα παραγωγής; Μέσω ανταλλαγής, δηλ. αγοράζοντάς την.

Στον καπιταλισμό λοιπόν, όπου ένα μέρος των φυσικών πόρων της εργασιακής δύναμης, οι άμεσοι παραγωγοί, έχει αποκλειστεί τελείως από την ιδιοκτησία μέσων παραγωγής, δηλ. από την ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής των προς το ζην αναγκαίων, γίνεται και η εργασιακή δύναμη εμπόρευμα, επειδή οι άμοιροι μέσων παραγωγής φυσικοί φορείς της, αφού, αποκλεισμένοι όπως είναι από τα μέσα παραγωγής δεν μπορούν να παράγουν τα μέσα διαβίωσής τους, είναι αναγκασμένοι να την πουλούν στους παραγωγούς-ιδιοκτήτες μέσων παραγωγής αντί αντιτίμου, με το οποίο αγοράζουν μετά τα προς το ζην. Το αντίτιμο που παίρνουν όμως οι άμεσοι παραγωγοί από τους παραγωγούς ιδιοκτήτες μέσων παραγωγής για μια ορισμένη ποσότητα εργασιακής δύναμης είναι συστηματικά μικρότερο γι’ αυτούς. Η διαφορά αποτελεί το κέρδος. Έτσι η καπιταλιστική παραγωγή δεν είναι απλώς παραγωγή χρήσιμων πραγμάτων, όπως η παραγωγή των ελεύθερα συνεταιρισμένων παραγωγών αλλά και παραγωγή εμπορευμάτων· και δεν είναι απλώς παραγωγή εμπορευμάτων, χρησίμων για άλλους πραγμάτων, όπως η παραγωγή των απλών εμπορευματοπαραγωγών, αλλά και παραγωγή κέρδους. Σκοπός της είναι η παραγωγή κέρδους. Μόνον που οι καπιταλιστές για να παράγουν εμπορεύματα πρέπει να παράγουν χρήσιμα για άλλους πράγματα. Το κέρδος, το οποίο, όπως είδαμε, παράγεται στη διαδικασία παραγωγής, πραγματοποιείται απλώς με την ανταλλαγή. Η ανταλλαγή διαμεσολαβεί απλώς την πραγματοποίησή του.

Πώς διαμεσολαβείται λοιπόν ο κοινωνικός καταμερισμός της εργασίας στον καπιταλισμό; Από την αγορά βέβαια. Μόνον που εδώ η αγορά δεν διαμεσολαβεί, όπως στην κοινωνία των απλών εμπορευματοπαραγωγών, απλώς τον κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας, αλλά και την πραγματοποίηση του κέρδους, δηλ. την πραγματοποίηση της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης ξένης εργασιακής δύναμης.

Σε τι όμως βασίζεται η εκμετάλλευση και το κέρδος; Όχι βέβαια στην αγορά. Κι ούτε επίσης στην ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής εν γένει. Διότι στην κοινωνία των απλών εμπορευματοπαραγωγών, ενώ υπάρχουν και τα δύο αυτά στοιχεία, δεν υπάρχουν εκμετάλλευση και κέρδος. Η εκμετάλλευση και το κέρδος βασίζονται, πρώτον, σε εκείνην την ιδιωτική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής η οποία αποκλείει ένα μέρος των μελών της κοινωνίας από την ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής μετατρέποντας την εργασιακή δύναμη των αποκλεισθέντων σε εμπόρευμα, και δεύτερον, στην δι’ ίδιον λογαριασμό χρήση αυτής της εργασιακής δύναμης από τους ιδιωτικούς ιδιοκτήτες των μέσων παραγωγής που την αγοράζουν.

Οι κομμουνιστές δεν ταυτίζουν λοιπόν τον καπιταλισμό με την αγορά. Και δεν στρέφονται κατά της αγοράς, αλλά κατά της εκμετάλλευσης και του κέρδους και συνεπώς κατά της χρήσης της εργασιακής δύναμης των αποκλεισθέντων από τα μέσα παραγωγής άμεσων παραγωγών από τους ιδιωτικούς ιδιοκτήτες των μέσων παραγωγής. Κατά της αγοράς, ως εάν κατά του καπιταλισμού, στρέφονταν τον περασμένο αιώνα οι προυντονιστές και ορισμένοι άλλοι σοσιαλιστές και τις τελευταίες δεκαετίες μόνον ορισμένοι ριζοσπάστες μικροαστικοί αριστεριστές.

Στις σοσιαλιστικές χώρες υπάρχει (αν παραβλέψουμε ορισμένα μικρότερης ή μεγαλύτερης σημασίας κατάλοιπα ιδιωτικής ή συνεταιριστικής ιδιοκτησίας σε μέσα παραγωγής) μόνον κρατική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής. Η κρατική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής δίνει στο κράτος τη δυνατότητα να προγραμματίζει την κοινωνική παραγωγή. Οι επιμέρους όμως διαδικασίες παραγωγής οργανώνονται και διεκπεραιώνονται από σχετικά αυτόνομους, απέναντι στο κράτος, και αμοιβαία ανεξάρτητους παραγωγούς (=επιχειρήσεις). Η σχετική αυτονομία των επιχειρήσεων σημαίνει ότι αυτές διαθέτουν ελεύθερα, στα πλαίσια του κρατικού προγραμματισμού, τα μέσα και τα αποτελέσματα της παραγωγής τους. Η αμοιβαία ανεξαρτησία τους σημαίνει ότι κάθε επιχείρηση διαθέτει ανεξάρτητα από τις υπόλοιπες τα μέσα και τα αποτελέσματα της παραγωγής της. Φέρεται δηλ. απέναντι στις άλλες επιχειρήσεις (αλλά και στους άμεσους παραγωγούς) ως ιδιοκτήτης των μέσων και των αποτελεσμάτων της παραγωγής της.

Ανεξάρτητοι από το κράτος, από τις επιχειρήσεις, αλλά και μεταξύ τους είναι και οι άμεσοι παραγωγοί. Κάθε άμεσος παραγωγός φέρεται απέναντι στο κράτος και στις επιχειρήσεις ως ιδιοκτήτης της εργασιακής του δύναμης.

Το ζήτημα που προκύπτει εδώ είναι το εξής: Πώς, δεδομένου του κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας και της αμοιβαίας ανεξαρτησίας των μεμονωμένων επιχειρήσεων και των μεμονωμένων άμεσων παραγωγών, αποκτά κάθε επιχείρηση από τις άλλες επιχειρήσεις και από τους άμεσους παραγωγούς ό,τι χρειάζεται για την παραγωγή της αλλά δεν παράγει η ίδια, δηλ. αφενός μέσα παραγωγής, πρώτες ύλες, βοηθητικές ύλες κλπ. και αφετέρου εργασιακή δύναμη, και κάθε άμεσος παραγωγός όλα όσα χρειάζεται για την αναπαραγωγή της εργασιακής του δύναμης αλλά δεν παράγει ο ίδιος, αφού δεν κατέχει μέσα παραγωγής δηλ. τα μέσα διαβίωσής του, από τις επιχειρήσεις που τα παράγουν; Μέσω της ανταλλαγής. Τα παραγόμενα αγαθά καθώς και η εργασιακή δύναμη ανταλλάσσονται μέσω του χρήματος ως εμπορεύματα. Έτσι ο κοινωνικός καταμερισμός της εργασίας διαμεσολαβείται στις σοσιαλιστικές χώρες από την αγορά. Όχι όμως μόνον από την αγορά, αλλά –κυρίως– από τον κρατικό προγραμματισμό της παραγωγής.

Ο κρατικός προγραμματισμός δεν είναι όμως η μόνη διαφορά αυτής της διαμεσολάβησης του κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας στον σοσιαλισμό. Ή, μάλλον, ακριβέστερα: η διαφορά που συνίσταται στην ύπαρξη του κρατικού προγραμματισμού και στην προϋπόθεσή του, την κρατική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, συνεπάγεται ότι, καίτοι στις σοσιαλιστικές χώρες η εργασιακή δύναμη είναι εμπόρευμα, η αγορά και η χρησιμοποίησή της δεν γίνεται από ιδιώτες με σκοπό την παραγωγή κέρδους, αλλά από κρατικές επιχειρήσεις, ο σκοπός της παραγωγής των οποίων συνίσταται στην εκτέλεση του κρατικού οικονομικού πλάνου. Επειδή όμως οι μισθοί των εργαζομένων μιας επιχείρησης είναι χαμηλότεροι από το καθαρό προϊόν που παράγει αυτή η επιχείρηση, κάθε επιχείρηση παράγει ένα ίσο με τη διαφορά αυτών των δύο μεγεθών πλεόνασμα, το λεγόμενο «καθαρό εισόδημα» της επιχείρησης.

Το «καθαρό εισόδημα» δεν έχει όμως τίποτα κοινό με το κέρδος της καπιταλιστικής επιχείρησης. Το «καθαρό εισόδημα» δεν το ιδιοποιούνται, όπως το κέρδος, ιδιώτες και τελικά ούτε αυτές οι ίδιες οι κρατικές επιχειρήσεις. Επειδή οι επιχειρήσεις αυτές δεν είναι ιδιωτικές, δηλ. αυτόνομες απέναντι στο κράτος και ανεξάρτητες από αυτό, αλλά κρατικές, δηλ. σχετικά μόνον αυτόνομες απέναντι στο κράτος και εξαρτημένες απ’ αυτό, δεν διαθέτουν ελεύθερα, αλλά όπως ορίζει το κράτος το «καθαρό εισόδημα» τους. Το σημαντικό είναι πάντως ότι δεν το ιδιοποιούνται ιδιώτες.

Ποια είναι όμως εδώ η σχέση μεταξύ πλάνου και αγοράς; Η σχέση αυτή δεν είναι σε καμία περίπτωση, όπως συχνά λέγεται, μια αντίθεση, με την έννοια ότι περισσότερο πλάνο και λιγότερη αγορά σημαίνει σοσιαλισμό ενώ, αντιθέτως, περισσότερη αγορά και λιγότερο πλάνο σημαίνει καπιταλισμό, αλλά είναι μια σχέση διαλεκτικής ενότητας. Η αγορά είναι προϋπόθεση της εκτέλεσης του πλάνου.

Όρος ύπαρξης της αγοράς είναι βέβαια η ύπαρξη απέναντι στο κράτος σχετικά αυτόνομων και αμοιβαία ανεξάρτητων παραγωγών, καθώς επίσης και η ύπαρξη ανεξάρτητων από το κράτος και τις επιχειρήσεις άμεσων παραγωγών. Γιατί όμως το κράτος επιτρέπει τη σχετική αυτονομία και ανεξαρτησία των άμεσων παραγωγών; Διότι δεν είναι σε θέση να προγραμματίσει το ίδιο πλήρως την παραγωγή και να εκτελέσει το ίδιο ικανοποιητικά ένα τέτοιο πρόγραμμα, δηλ. να προγραμματίσει, να οργανώσει και να διεκπεραιώσει τον κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας. Αυτό που είναι σε θέση να κάνει, και πράγματι κάνει, είναι να προγραμματίζει σφαιρικά (και μάλιστα με αναφορά κυρίως σε χρηματικά και όχι αποκλειστικά σε υλικά μεγέθη) την κοινωνική παραγωγή και να αφήνει τον προγραμματισμό της παραγωγής στο επίπεδο των συγκεκριμένων διαδικασιών παραγωγής στις επιχειρήσεις και τη διαμεσολάβηση των σχέσεων μεταξύ των επιχειρήσεων, αλλά και των σχέσεων μεταξύ επιχειρήσεων και εργαζομένων στην αγορά. Η αγορά είναι λοιπόν αναγκαία προϋπόθεση της εκτελεσιμότητας του κρατικού οικονομικού πλάνου. Πλάνα που δεν λαμβάνουν υπόψη τους όρους της εκτελεσιμότητάς τους δεν είναι πραγματοποιήσιμα. Όροι ύπαρξης της ίδιας αγοράς είναι όμως η σχετική αυτονομία και ανεξαρτησία των επιχειρήσεων και των άμεσων παραγωγών.

Σημειώσεις

1 Αυτό το κείμενο βασίζεται στο άρθρο «Τι απομένει από τον υπαρκτό σοσιαλισμό;», στο: Γ. Σταμάτης, Κείμενα οικονομικής θεωρίας και πολιτικής (Αθήνα: Κριτική, 1992), τ. 1, σ. 349-362.

2 Και φυσικά αυτόν που την ισχυρίζεται από τη ρετσινιά ότι θεωρεί τον καπιταλισμό εκμεταλλευτική κοινωνία.

3 Η διάκριση μεταξύ παραγωγών (=μονάδων παραγωγής) και άμεσων παραγωγών ( = άμεσοι παραγωγοί) δεν είναι χωρίς νόημα. Καίτοι οι εργαζόμενοι (= άμεσοι παραγωγοί) είναι εκείνοι που παράγουν όλα τα αγαθά, δεν είναι παραγωγοί αυτών των αγαθών, διότι (εκτός και αν είναι ιδιοκτήτες των μέσων και των αποτελεσμάτων της παραγωγής τους) δεν τα παράγουν για δικό τους λογαριασμό. Το μόνο αγαθό το οποίο παράγουν για δικό τους είναι η εργασιακή τους δύναμη – αλλά και αυτό μόνον στις περιπτώσεις που δεν είναι μόνον φυσικοί φορείς, αλλά και ιδιοκτήτες της εργασιακής τους δύναμης, δηλ. στις περιπτώσεις που είναι «ελεύθερα» πρόσωπα, τουτέστιν ούτε δούλοι ούτε δουλοπάροικοι.

4 Και εδώ θα πρέπει να αναζητήσει κανείς την απάντηση, γιατί οι σοσιαλιστικές χώρες –με εξαίρεση εκείνη απ’ αυτές που βρισκόταν εξαρχής στη δυσχερέστερη θέση, την Κούβα– κατέρρευσαν ως χάρτινος πύργος στην οικονομική, στρατιωτική, ιδεολογική, προπαγανδιστική κλπ. πίεση (η σειρά της παράθεσης είναι τυχαία, διότι καμία απ’ αυτές τις πιέσεις δεν υπήρξε σημαντική) των καπιταλιστικών χωρών. Μια πρώτη απάντηση είναι ίσως η εξής: Οι πολιτικοί, στρατιωτικοί, διοικητικοί κλπ. γραφειοκράτες, οι διάφοροι Γκορμπατσόφ δηλ. και Σια, δεν θεωρούσαν τις χώρες τους «δικές τους» χώρες, δεν θεωρούσαν την εξουσία τους «δική τους» εξουσία. Αλλά θεωρούσαν εαυτούς, ορθώς, ως ό,τι αυτοί πράγματι ήσαν, δηλ. γραφειοκράτες, τουτέστιν διαχειριστές της οποίας δεδομένης εξουσίας. Έτσι ο Γιέλτσιν, ως γραφειοκράτης, ασκούσε εξουσία από το Πολιτικό Γραφείο του Κομμουνιστικού Κόμματος στην τότε Σοβιετική Ένωση και πέτυχε να ασκεί και μετά εξουσία ως Πρόεδρος της Ομοσπονδίας των Δημοκρατιών της Ρωσίας. Οι μόνοι που θα μπορούσαν να υπερασπίσουν τις σοσιαλιστικές χώρες θα ήσαν οι εργαζόμενοι αυτών των χωρών εάν συμμετείχαν στη διακυβέρνησή τους, διότι τότε –αυτοί και μόνοι– θα θεωρούσαν ότι ο τρόπος οργάνωσης της κοινωνίας των χωρών τους είναι ο «δικός τους» και ως εκ τούτου άξιος υπεράσπισης.

 

 

3 σχόλια

  1. Κώστας Απάντηση

    Εντοπίζω ένα πρόβλημα στο κείμενο:
    Έστω ότι η δημόσια/κοινωνική Επιχείρηση πωλεί το τελικό προϊόν της, αντί χρηματικών μονάδων, με τις οποίες αγοράζει πάγια, α’ ύλες κλπ.
    Στο τέλος της “χρήσης” (για να το θέσω λογιστικά), έχει ένα κέρδος.
    Και χρησιμοποιεί αυτό το κέρδος για επενδύσεις. Καλά ως εδώ;

    1) Ποιος μπορεί να ελέγξει αν, μέσα στις “επενδύσεις” υπάρχει ένα γήπεδο μπάσκετ, μια πισίνα, μια κάβα ποτών… για την ικανοποίηση των στελεχών και των εργαζομένων??
    Μόνο μια κεντρικά ελεγχόμενη Αρχή => Άρα, ΔΕΝ υπάρχει σοσιαλισμός χωρίς Κράτος!
    Ακόμη και στη Γιουγκοσλαβία, όπου έγιναν πειράματα “φιλελευθεροποίησης”, οι ιδιώτες ΔΕΝ ήλεγχαν σοβαρές εταιρίες, παρά μόνο ψιλικατζίδικα και βουλκανιζατέρ.

    2) Έστω ότι όλοι παίρνουν τα ίδια (ή παρόμοια χρήματα), και οι δαπάνες της εταιρίας ελέγχονται άρτια, ώστε να μην μπορεί ν’ ανεβάζει το βιοτικό επίπεδο των ανθρώπων της εις βάρος των υπολοίπων.
    Έστω, όμως, ότι (συνεχίζει να) λειτουργεί αυτόνομα απ’ το Κράτος, κι όχι ενσωματωμένη στον κεντρικό σχεδιασμό.
    Ποιος μας εγγυάται ότι δεν θα προσλάβει 3πλάσιο προσωπικό απ’ όσο χρειάζεται (πχ συζύγους και παιδιά των στελεχών), μοιράζοντας την κερδοφορία της, νομότυπα??
    Εν ολίγοις, η εταιρία λειτουργεί “σοσιαλιστικά”, αλλά δίνει δωράκια σε οικογένειες ημετέρων, εν είδει μισθού. Πλουτίζει κάποιους (αργόσχολους), εις βάρος της κοινωνίας. Κι αυτό ισούται με την άκοπη πρόσοδο από νοίκια, μερίσματα κλπ…

    Πού θέλω να καταλήξω: ΔΕΝ υπάρχει μη-κρατική, σοσιαλιστική οικονομία!

    Υπάρχει μόνο κομμουνισμός (υπαρκτός σοσιαλισμός, τύπου ΕΣΣΔ) και αστική δημοκρατία, με Αγορά.
    Στη δεύτερη περίπτωση, οι αριστερές πολιτικές αναδιανομής ΔΕΝ σχετίζονται με την κατοχή μέσων παραγωγής απ’ το Κράτος, ή την παραμονή τους στο Κράτος. Γιατί, πολύ απλά, έχουμε αλλάξει φάση (Για να το κάνω πιο λιανά: Ο Τσίπρας, ο Σημίτης και ο Σαμαράς μπορούν να κάνουν ίδιου τύπου ιδιωτικοποιήσεις, χωρίς να είναι όλοι τους δεξιοί/ Γιατί, οι ιδιωτικοποιήσεις είναι πολιτικώς ΑΔΙΑΦΟΡΕΣ στην αστική δημοκρατία).

    Τέλος, για τον Προυντόν (δεν ξέρω για “προυντονιστές”):
    Ήταν ξεκάθαρα υπέρ της ελεύθερης οικονομίας, προσδίδοντας ορισμένα χαρακτηριστικά: Όχι εκμετάλλευση της εργασίας κάποιου από τρίτους, όχι άκοπη πρόσοδο, όχι ιδιοκτησία κλπ…

    Αυτό που γράφεις, είναι το ΑΝΤΙΘΕΤΟ απ’ αυτό που ξέρω για τον Προυντόν.

    Κώστας Α.

  2. Praxis Review Απάντηση

    Γειά χαρά,

    Το κείμενο του Σταμάτη έχει σαν βασικό στόχο να δείξει, όπως το ξεκαθαρίζει απο την αρχή, ότι η ταύτιση του Καπιταλισμού με την ύπαρξη αγοράς (γενικά και αόριστα) και της μεταβατικής κοινωνίας μετά την εγκαθίδρυση της εργατικής εξουσίας (η αλλιώς του Σοσιαλισμού) με την ανυπαρξία αγοράς είναι λαθεμένη.

    Το αν πείθουν τα επιχειρήματα είναι, προφανώς, στην κρίση του αναγνώστη.

    Όσοι απο την συντακτική ασχοληθήκαμε λίγο παραπάνω με το κείμενο, ανήκουμε στην πλευρά αυτών που έχουν πειστεί. Και αυτό γιατί: Οι σχέσεις ανταλλαγής στην οικονομία, στην εμπορευματική τους μορφή, δεν καταργούνται με την μία μόλις αναλάβει η εργατική εξουσία αλλά το αντίθετο: η επικράτηση και κυριαρχία των κομμουνιστικών σχέσεων είναι το κριτήριο με το οποίο αυτές οι σχέσεις θα μετατοπιστούν προς την αναίρεση τους, δηλαδή την κατάργηση της κυριαρχίας της ανταλλακτικής αξίας πάνω στην αξία χρήσης.

    Η ύπαρξη λοιπόν εμπορευματικών σχέσεων την επομένη της εργατικής εξουσίας και για μια περίοδο έχει αντικειμενικό χαρακτήρα, όπως η ύπαρξη του κράτους και άλλων χαρακτηριστικών.

    Όμως εδώ (όπως και για το κράτος) δεν πρόκειται απλά για μεταφορά των σχέσεων αυτών στην νέα περίοδο με τους κομμουνιστές στην εξουσία αλλά για μετάβαση που περιλαμβάνει την καταστροφή σημαντικών τμημάτων τους (π.χ χρηματοικονομικές σχέσεις, καταστροφή των εμπορευματικών σχέσων στα μέσα παραγωγής, στην ενέργεια, στο νερό, στα καύσιμα κλπ), την ενσωμάτωση άλλων στο νέο σύστημα (μικροπαραγωγοί, αγρότες κλπ) και κυρίως την δημιουργία νέων σχέσων, κομμουνιστικής κατεύθυνσης, μέσα στην εργατική τάξη.

    Με άλλα λόγια είναι ρηχή η κριτική στην ΕΣΣΔ ότι επέτρεψε την ύπαρξη εμπορευματικής αγοράς (γενικά και αόριστα). Αυτή υπήρχε έτσι και αλλιώς, ακόμα και την περίοδο πριν τον σταδιακό εκφυλισμό της Ρωσικής επανάστασης. Ούτε είναι αλήθεια (και εδώ έχει επίσης δίκιο ο Σταμάτης) ότι αυτές οι σχέσεις ήταν καπιταλιστικές, αφού δεν υπήρχε ούτε ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, ούτε η εργασιακή δύναμη ήταν «ελεύθερο» εμπόρευμα στην αγορά. Το Σοβιετικό Σύνταγμα (και όχι κάποια κυβερνητική η υπουργική απόφαση) ήταν το πρώτο Σύνταγμα στον κόσμο που υποχρέωνε το κράτος να έχει δουλειά για όλους.

    Το πρόβλημα ήταν ότι στην διαδικασία της μετάβασης σταδιακά επικράτησε, στο γενικό επίπεδο της οικονομίας, η επικράτηση της ανταλλακτικής αξίας πάνω στην αξία χρήσης, μέσα απο πολύπλοκες διαδικασίες που ήταν και επίδικο ταξικής πάλης. Οι εμπορευματικές σχέσεις σταδιακά γύρισαν προς τα πίσω, σε καπιταλιστικές μορφές, αντι να μετασχηματιστούν σε σχεσεις ανταλλαγής προιόντων (και όχι εμπορευμάτων). Το γιατί και πώς ξεπερνάει το σχόλιο εδώ. Δές, για αρχή, και το σημαντικό κείμενο του Stalin που ανεβάσαμε για το πού πήγαινε το πράγμα.

    Συμπερασματικά, η ταύτιση του Καπιταλισμού με την «αγορά» (που έτσι περιλαμβάνει ακόμα και την μικροεμπορευματική αγορά η ακόμα και την ανταλλακτική οικονομία γενικά) και της εργατικής εξουσίας με την απόλυτη ανυπαρξία αγοράς, δηλαδή με τα κρατικά δελτία και τα κουπόνια, δεν ανταποκρίνεται ούτε στην ιστορική εμπειρία της Σοβιετικής Ενωσης, ούτε στην ανάγκη να αξιοποιηθεί αυτή η εμπειρία και να γίνουν βήματα μπροστά.

    Δεν είναι ακριβής η παρατήρηση ότι ο Σταμάτης υπερασπίζεται την «μη κρατική οικονομία»

    Στο κείμενο γράφει:

    «Έτσι ο κοινωνικός καταμερισμός της εργασίας διαμεσολαβείται στις σοσιαλιστικές χώρες από την αγορά. Όχι όμως μόνον από την αγορά, αλλά –κυρίως– από τον κρατικό προγραμματισμό της παραγωγής. Ο κρατικός προγραμματισμός δεν είναι όμως η μόνη διαφορά αυτής της διαμεσολάβησης του κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας στον σοσιαλισμό. Ή, μάλλον, ακριβέστερα: η διαφορά που συνίσταται στην ύπαρξη του κρατικού προγραμματισμού και στην προϋπόθεσή του, την κρατική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, συνεπάγεται ότι, καίτοι στις σοσιαλιστικές χώρες η εργασιακή δύναμη είναι εμπόρευμα, η αγορά και η χρησιμοποίησή της δεν γίνεται από ιδιώτες με σκοπό την παραγωγή κέρδους, αλλά από κρατικές επιχειρήσεις, ο σκοπός της παραγωγής των οποίων συνίσταται στην εκτέλεση του κρατικού οικονομικού πλάνου».

    Που βρίσκεται η «μη κρατική οικονομία»; Πουθενά. Προσπαθεί αντίθετα να θέσει το θέμα της σοσιαλιστικής μορφής της διαλεκτικής σχεδίου-αγοράς, που έχει, όπως γράψαμε πιο πάνω, αντικειμενικό χαρακτήρα για την μεταβατική περίοδο.

    Δες αν έχεις την δυνατότητα και το άρθρο στο οποίο παραπέμπει το «τί απέμεινε απο τον υπαρκτό σοσιαλισμό;» και κυρίως το εξαιρετικό βιβλίο «Σχέδιο και αγορά στις Σοσιαλιστικές οικονομίες» (Κριτική) στο οποίο έχει και παραδείγματα απο την ΕΣΣΔ, τους κλασικούς κ.ο.κ. Θα ανεβάσουμε και απο εδώ μέρη αυτών των κειμένων τους επόμενους μήνες.

    Τα παραδείγματα που λές για τις επιχειρήσεις είναι ολόσωστα, συμφωνούμε και αυτά έγιναν και στην ΕΣΣΔ, ειδικά την τελευταία περίοδο.

    Όμως όπως σε μια κρατική επιχείρηση ο διευθυντής θα πείραζε τον απολογισμό του πλάνου, δωροδοκώντας (η τρομοκρατώντας) τους απο κάτω υπαλλήλους για να έχει πρόσβαση σε κάθε λογής «υπηρεσίες» και αγαθά, το ίδιο ακριβώς ενδεχομένως θα έκανε και ο διευθυντής στην κρατική υπηρεσία, με άλλο τρόπο. Δεν είναι δηλαδή θέμα μηχανισμού, αλλά συνολικά θεσμών ελέγχου και συμμετοχής της εργατικής τάξης που θα την προστατεύουν ακόμα και απο το κράτος της για να μην έχουμε τα ίδια.

    Τέλος, δεν είναι αλήθεια ότι στην ΕΣΣΔ είχαμε κάποιον «Κομμουνισμό» (επειδή γράφεις κομμουνισμός (υπαρκτός σοσιαλισμός, τύπου ΕΣΣΔ)».

    Αν Κομμουνισμό εννοούμε την κοινωνία των «ελεύθερα συνεταιρισμένων παραγωγών, την κατάργηση του κράτους και την αντικατάσταση του απο την «διαχείρηση των πραγμάτων», την κατάργηση της πολιτικής, της τέχνης κλπ, ως ξεχωριστής δραστηριότητας κ.ο.κ,όπως την εννοεί ο Μάρξ και όλοι οι κλασικοί του Μαρξισμού.

    Είχαμε μια ηρωική απόπειρα μετάβασης μέσα απο την εγκαθίδρυση της εργατικής εξουσίας το 1917, που τελικά πισωγύρισε στον Καπιταλισμό.

    Για τον Προυντόν θα ανεβάσουμε μέχρι το βράδυ ένα κείμενο απο την αλληλογραφία του Μάρξ

  3. Praxis Review Απάντηση

    Και φυσικά θα προσπαθήσουμε να έχουμε σύντομα και άλλα κείμενα για παρόμοια θέματα γιατί το ζήτημα είναι κρίσιμο και επηρεάζει πολλές φορές περισσότερο απο όσο νομίζουμε (για την σημερινή φυσιογνωμία και κατεύθυνση του εργατικού κινήματος).

Γράψτε απάντηση στο Praxis Review Ακύρωση απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *