Για την πολιτική οργάνωση των κομμουνιστών στην Ιστορία

 

H μελέτη του Urlich Huar με τίτλο: «Για την πολιτική οργάνωση των κομμουνιστών στην Ιστορία και στη σημερινή εποχή» από το τεύχος 2/2000 του γερμανικό περιοδικό «Βάϊσενζεερ Μπλέτερ» (Weissenseer Blatter), δημοσιεύτηκε σε συνέχειες στην ΚΟΜΕΠ το 2001-2002. 

 

(Α΄ μέρος)

 

 

ΤΟ ΚΟΜΜΑ ΤΩΝ ΙΣΟΠΕΔΩΤΩΝ

 

 

Η ύπαρξη ουτοπικών – κομμουνιστικών ιδεών, μπορεί να αποδειχτεί μέχρι μέσα στην Αρχαιότητα. Υπήρχαν αυθόρμητοι, χαλαροί σύλλογοι ουτοπικών-κομμουνιστικών κοινοτήτων στην Αρχαιότητα ή κινήματα «αιρετικών» στον πρώιμο Μεσαίωνα, σύνδεσμοι καλφάδων σε γερμανικές πόλεις που οργανώνονταν στα λεγόμενα «καπηλειά», μαχητικές και ένοπλες οργανώσεις ανθρακωρύχων προς το τέλος του Μεσαίωνα, κομμουνιστικές οργανώσεις στο Τάμπορ και σε άλλες πόλεις της Βοημίας, αλλά δεν υπήρχαν ακόμα πολιτικά κόμματα με τη σύγχρονη έννοια και ως εκ τούτου ούτε κομμουνιστικά κόμματα.

Βεβαίως, η έννοια κόμμα χρησιμοποιήθηκε αρκετά νωρίς, επίσης, για τάξεις, κοινωνικά στρώματα, ρεύματα μέσα σε επαναστατικά κινήματα. Ετσι και ο Μαρξ κατανοούσε στα πρώτα του συγγράμματα, όπως στην «Εισαγωγή» της Φιλοσοφίας του Δικαίου του Χέγκελ (τέλος του 1843), την τάξη του προλεταριάτου ως «κόμμα»[1].

Το κόμμα σαν πολιτική οργάνωση μιας τάξης ή τμήματος τάξης είναι το προϊόν των ταξικών αγώνων στο προτσές της διαμόρφωσης της καπιταλιστικής κοινωνίας*. Δημιουργήθηκε στις αντιφεουδαρχικές αστικές επαναστάσεις στη μεταβατική εποχή από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό, στην Ευρώπη. Με αυτή την έννοια είναι προϊόν της ευρωπαϊκής ιστορίας.

Οι αντιφεουδαρχικές δυνάμεις στις αστικές επαναστάσεις ήταν ταξικά ετερογενείς. Ηταν από μεγαλοκτηματίες καπιταλιστικού οικονομικού χαρακτήρα, χρηματιστές και εμπορικούς καπιταλιστές μέχρι μικρομεσαίους ιδιοκτήτες και μισθωτούς εργάτες στη γεωργία, στις βιοτεχνίες και στις μανουφακτούρες των πόλεων, το πρώτο προλεταριάτο της σύγχρονης αστικής τάξης. Η ταξική διαφοροποίηση πραγματοποιήθηκε στην πορεία της επανάστασης και παρήγαγε γι’ αυτό και πολιτικά διαφορετικά κόμματα.

Η διεθνής ιστοριογραφία αναφέρει ομόφωνα σαν πρώτο επαναστατικό – δημοκρατικό κόμμα στην παγκόσμια ιστορία το Κόμμα των Ισοπεδωτών (1647-48) στην αγγλική αστική επανάσταση (1640-1649). Ο ιδρυτής του ήταν ο Τζον Λίλμπορν (John Lilborne ή Lilburn).Το κόμμα αυτό είχε τα «αρχηγεία» του (θα λέγαμε σήμερα Προεδρείο ή Κεντρική Επιτροπή) σε μια ταβέρνα στο Λονδίνο, την Whalebone Tavern. Η ηγεσία των Ισοπεδωτών, δηλαδή οι Λίλμπορν, Τόμας Πρινς (Thomas Prince), Σέμουελ Τσίντλεϊ (Samuel Chidley) και άλλοι, συναντιόνταν εκεί σχεδόν κάθε νύχτα, αν δε βρίσκονταν φυλακή, τη συνηθισμένη μοίρα ηγετών επαναστατικών κομμάτων.

Το κόμμα είχε εγγεγραμμένα μέλη, τα οποία πλήρωναν εβδομαδιαίως μια συνδρομή αντίστοιχη με το εισόδημά τους – ανάμεσα στις 2 ½ πένες έως μισή κορώνα. Ηταν οργανωμένα σύμφωνα με την εδαφική αρχή. Δηλαδή τότε, με βάση εκκλησιαστικές ενορίες και συνοικίες της πόλης, πρώτα στο Λονδίνο, αλλά βαθμιαία και σε άλλες πόλεις στον περίγυρο του Λονδίνου.

Η δομή του Κόμματος ήταν ιεραρχική από τα πάνω προς τα κάτω, αφ’ ενός μεν γιατί χωρίς δημιουργία μιας ηγεσίας, χωρίς ιδεολόγους και οργανωτές δεν υπάρχει Κόμμα, αφ’ ετέρου δε λόγω του τρόπου εκλογής από τα κάτω προς τα πάνω. Τα μέλη των τοπικών ομάδων, η «κομματική βάση», εξέλεγαν απεσταλμένους στις «άμεσες επιτροπές». Αυτές με τη σειρά τους εξέλεγαν δώδεκα (12) εντεταλμένους -την κυριολεκτική «κομματική ηγεσία»- που καθόριζαν την πολιτική του Κόμματος, τη στρατηγική και την τακτική του.

Από το 1648, οι Ισοπεδωτές ξεκίνησαν την έκδοση μιας περιοδικής εφημερίδας, «Ο Μετριοπαθής», που μπορεί να συγκριθεί με το ρόλο ενός «κεντρικού οργάνου» των σημερινών πολιτικών κομμάτων. Η γραπτή προπαγάνδα είχε έναν αξιοσημείωτο όγκο. Οι Ισοπεδωτές διέθεταν δικά τους πιεστήρια. Μερικά από τα προϊόντα τους έφτασαν τιράζ έως 10.000.

Μια από τις ιδιαιτερότητες των Ισοπεδωτών που απόρρεε από τον Εμφύλιο πόλεμο ήταν το ότι είχαν δικές τους οργανώσεις και στον επαναστατικό στρατό του Κρόμγουελ, οι αγκιτάτορες των οποίων -που τους έλεγαν και πράκτορες- έπαιζαν σημαντικό ρόλο.

Στο πρόγραμμά τους, «Μια συμφωνία του Λαού» -ένα είδος «Κοινωνικού Συμβολαίου»- καθώς και στο «Η υπόθεση του στρατού» υπέβαλαν τις ιδέες τους σχετικά με ένα πολιτικό Σύνταγμα, να διαλυθεί η μεγάλη γαιοκτησία. Ελειπαν, ωστόσο, οι υποδείξεις τους για τη διανομή της στους ακτήμονες. Η προγραμματική τους προσέγγιση άγγιζε μεν τη μεγάλη ιδιοκτησία, αλλά άφηνε ανέγγιχτη την ατομική ιδιοκτησία των μικρών και μεσαίων αστών.

Ενδιαφέρον έχει η διδασκαλία περί του Συντάγματος. Για πρώτη φορά στην ιστορία, διακηρύσσεται η ιδέα της λαϊκής κυριαρχίας. Το ανώτατο κρατικό όργανο είναι η Κάτω Βουλή, ως νομοθετική και εκτελεστική εξουσία ταυτόχρονα. Κανένα άλλο όργανο, καμία Ανω Βουλή, κανένας βασιλιάς ή Ανώτατο Δικαστήριο δεν μπορούσαν να το ελέγχουν ή να το διαλύσουν. Η μεταγενέστερη ιδέα του «διαχωρισμού των εξουσιών» (Μοντεσκιέ) θα φαινόταν στους Ισοπεδωτές πιθανά παράλογη.

Το «Κοινωνικό Συμβόλαιό» τους απαιτούσε το γενικό και ίσο εκλογικό δικαίωμα, εξαιρουμένων, ωστόσο, όσων ήταν αποδέκτες υπηρετικών αμοιβών, μισθών και ελεημοσύνης. Για πρώτη φορά, οι Ισοπεδωτές πρόβλεπαν εντολές των ψηφοφόρων προς τους βουλευτές, καθώς και δυνατότητες για δημοψήφισμα.

Μέσα στους κόλπους των Ισοπεδωτών διαμορφώθηκε μια πτέρυγα με κομμουνιστικό προσανατολισμό οι «αληθινοί Ισοπεδωτές» που τους έλεγαν και «σκαφτιάδες». Αντιπροσώπευαν το προζύμι του προλεταριάτου της υπαίθρου και της βιομηχανίας που βρισκόταν σε πόλεις. Το προλεταριάτο της υπαίθρου πλειοψηφούσε. Ο αντικειμενικός λόγος γι’ αυτό ήταν ότι ο καπιταλισμός στην Αγγλία αναπτύχθηκε πρώτα στον αγροτικό τομέα. Οι πιο σημαντικοί ηγέτες των «αληθινών Ισοπεδωτών» ήταν ο Γκέρραρντ ΟυAνστανλεϋ (Gerrard Winstanley) και ο κύριος Εβεραρντ (Everard) γνωστός και σαν «προφήτης». Στα συγγράμματά τους, «Η Δήλωση και ο Κανόνας των Ισοπεδωτών της Αγγλίας» του Εβεραρντ και «Ο Νόμος της Ελευθερίας» του ΟυAνστανλεϋ, επιτέθηκαν πρώτ’ απ’ όλα στην ιδιοκτησία της γης και του εδάφους, την κύρια μορφή της ατομικής ιδιοκτησίας στην Αγγλία του 17ου αιώνα. Ηθελαν να περάσουν τη γη και το έδαφος στην κοινοκτημοσύνη. Τα πράγματα δεν έμειναν απλώς σε προγραμματικές απαιτήσεις.

Σε μερικούς Νομούς, οι αληθινοί Ισοπεδωτές κατέλαβαν πρώτα ακαλλιέργητα χωράφια και άρχισαν να τα δουλεύουν σαν κοινότητα. Μπορεί κανείς να χαρακτηρίσει τα συγγράμματα και τις οργανώσεις τους σαν αγροτικο-κομμουνιστικές. Είναι φανερό ότι η σκέψη και η δράση των αληθινών Ισοπεδωτών επηρεάστηκαν από τις ιδέες του Ουάικλιφ (Wycliff, 1320-1384) των Ταμποριτών της Βοημίας, καθώς και του Τζον Μπολς (John Balls) από τον αγγλικό πόλεμο των Χωρικών του 14ου αιώνα. Ο ΟυAνστανλεϋ απαιτούσε το καθολικό εκλογικό δικαίωμα για όλο το λαό, με έμφαση ιδιαίτερα στους ακτήμονες και με αυτόν τον τρόπο αναιρούσε τους περιορισμούς του «Κοινωνικού Συμβολαίου» του Λίλμπορν. Και οι διορισμένοι σε δημόσια υπηρεσία έπρεπε να εκλέγονται. Απαίτησε τη γενική υποχρεωτική εργασία και εκπαίδευση[2].

Οι Εβεραρντ και ΟυAνστανλεϋ υιοθέτησαν με τις απαιτήσεις τους ιδέες οι οποίες δεν μπορούσαν ακόμα να υλοποιηθούν στο 17ο αιώνα, αλλά τις οποίες μπόρεσαν να αξιοποιήσουν οι Χαρτιστές του 19ου αιώνα στην Αγγλία. Η απαίτηση ενός καθολικού εκλογικού δικαιώματος, χωρίς κριτήριο ιδιοκτησίας ή άλλους περιορισμούς, είναι πράγμα ανεκτίμητο από άποψη πολιτικής εμβέλειας. Κατά τον Μαρξ, η αναίρεση του φορολογικού κριτηρίου για το ενεργητικό και παθητικό εκλογικό δικαίωμα αποτελεί την «πολιτική ακύρωση» της ατομικής ιδιοκτησίας. «Το τιμοκρατικό κριτήριο είναι η τελευταία πολιτική μορφή αναγνώρισης της ατομικής ιδιοκτησίας»[3]. Μπορούμε να συμφωνήσουμε με τον Γκέρχαρντ Σίλφερτ (Gerhard Schilfert) που χαρακτηρίζει την αντίληψη του ΟυAνστανλεϋ ως «προ-επιστημονική»[4].

Εχει ενδιαφέρον το ότι το πρώτο κόμμα της παγκόσμιας ιστορίας γεννήθηκε σαν «αριστερό» κόμμα, όπως θα λέγαμε σήμερα, και ότι μέσα στους κόλπους αυτού του «αριστερού» κόμματος διαμορφώθηκε με τους «αληθινούς Ισοπεδωτές» ένα είδος «Κομμουνιστικής Πλατφόρμας», την οποία μπορούμε να θεωρήσουμε σαν εμβρυακό πρόδρομο των μετέπειτα Κομμουνιστικών Κομμάτων.

 

 

ΤΟ «ΠΡΩΤΟ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΟ ΚΟΜΜΑ ΜΕ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΔΡΑΣΗ»

 

 

Οι πρώτες, μόνο ανεπαρκώς οργανωμένες εξεγέρσεις των εξαθλιωμένων αγροτών και εργατών μπορούν να διαπιστωθούν στις παραμονές της Γαλλικής Επανάστασης. Δεν υπήρχαν ακόμα μεγάλες και ισχυρές προλεταριακές οργανώσεις. Ο εδαφικός και τοπικός κατακερματισμός της χώρας, οι αυστηροί κανόνες για τους εργάτες της μανουφακτούρας, οι μισθοί πείνας και ο αναλφαβητισμός εμπόδιζαν τη δημιουργία μόνιμων οργανώσεων. Επίσης, έλειπαν ακόμα οι υλικές προϋποθέσεις για κάτι τέτιο: η σύγχρονη μηχανική μεγάλη παραγωγή, η συγκέντρωση βιομηχανικών εργατών σε εργοστάσια και πόλεις. Δεν υπήρχε ακόμη οργανωμένη δύναμη ενάντια στο βασιλικό μηχανισμό εξουσίας, ο οποίος κατάστελλε βάναυσα όλες τις δραστηριότητες των προλεταρίων ενάντια στους αστούς εκμεταλλευτές τους, προς το συμφέρον των ιδιοκτητών. Οι οργανωτές απεργιών απειλούνταν με τη θανατική ποινή ή τα κάτεργα. Ενα Διάταγμα του 1781 απαγόρευε στους εργάτες να συνεννοούνται μεταξύ τους[5]. Σε αυτό δεν είχε αλλάξει τίποτα ακόμα το ξέσπασμα της Επανάστασης με την έφοδο στη Βαστίλλη στις 14 Ιουλίου 1789.

Με τον περιβόητο «Νόμο Λε Σαπελιέ» (Le Chapelier) -πήρε το όνομα εκείνου που τον υπέβαλε- που αποφασίστηκε στις 14 Ιουνίου 1791 από τη Νομοθετική Συνέλευση, η απεργία έγινε πλέον ποινικό αδίκημα. Τα συνδικάτα θεωρούνταν παράνομα. Ο νόμος κατά της απεργίας ίσχυε μέχρι το 1864, η απαγόρευση των συνδικάτων μέχρι το 1884 στη Γαλλία[6]. Η αντιαπεργιακή αυτή νομοθεσία ήταν ένας από τους λόγους που οι κομμουνιστικές οργανώσεις δεν μπορούσαν παρά να σχηματίζονται σε μυστικές κοινότητες, μέχρι μετά από τα μέσα του 19ου αιώνα, μέχρι τον κύκλο των ευρωπαϊκών επαναστάσεων του 1848-1850.

Ομως, αυτή η αστική ταξική δικαιοσύνη δεν μπόρεσε να εμποδίσει την εμφάνιση και ανάπτυξη αυτών των οργανώσεων σαν πολιτική αντανάκλαση του ταξικού ανταγωνισμού ανάμεσα στην αστική τάξη που κατακτούσε την εξουσία στην περίοδο της Γαλλικής Επανάστασης και του προ-προλεταριάτου που εξελισσόταν σε σύγχρονο βιομηχανικό προλεταριάτο. Αποτελεί μια από τις ιδιότητες του ιστορικού προτσές ότι οι αναλφάβητες, εκμεταλλευόμενες, ακτήμονες πληβειακές μάζες υιοθετούν ιδέες προοδευτικών στοχαστών, μετατρέπουν τις ιδέες αυτές σε πράξη και τις κάνουν έτσι «υλική δύναμη».

Ετσι, οι πληβειακές μάζες, οι Αβράκωτοι της Γαλλικής Επανάστασης, πήραν τις ιδέες του μικροαστικού εξισωτισμού του Ρουσό (Rousseau) και τις ερμήνευσαν με τη δική τους έννοια σε «αριστερό εξισωτισμό», ο οποίος περιλάμβανε το αίτημα της ριζικής αγροτικής μεταρρύθμισης με απαλλοτρίωση χωρίς αποζημίωση των αριστοκρατικών, εκκλησιαστικών και βασιλικών αγαθών, καθώς και της παράδοσης της γης σε φτωχούς αγρότες και αγροτικούς εργάτες. Πολιτικά, ο «αριστερός εξισωτισμός» εννοούσε την εφαρμογή μιας άμεσης δημοκρατίας, της αδιαμεσολάβητης άσκησης της εξουσίας από το λαό[7].

Στη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης, οι Αβράκωτοι έκαναν σημαντικές προόδους – παρ’ όλες τις απαγορεύσεις – στην οργάνωτική τους δραστηριότητα.

Η αστική τάξη, οι μικροαστοί, ιδίως οι διανοούμενοί τους, ίδρυσαν λέσχες και λαϊκές κοινότητες. Αυτές, όμως, έμειναν κλειστές για τη μάζα των προλετάριων. Οι ακτήμονες και οι γυναίκες δημιούργησαν μια πολιτική στέγη στη Λέσχη των Κορδελιέρων (Cordeliers). Στον «Κοινωνικό Κύκλο», την πιο πολυσύχναστη λαϊκή κοινότητα, οι ακτήμονες βρήκαν «ένα πρώτο εργαστήριο κοινωνικών σκέψεων»[8]. Πάνω από 5.000 προλετάριοι έπαιρναν μέρος στις συνελεύσεις του. Οι πολιτικές Λέσχες και οι Λαϊκές κοινότητες είχαν κλαδικές οργανώσεις σε όλες τις πόλεις της επαρχίας και στις συνοικίες των πόλεων. Ηταν τόποι πολιτικής μόρφωσης των προλεταρίων. Εκεί αισθάνονταν τη δύναμη της οργανωμένης δράσης. Εκεί μάθαιναν μεθόδους πάλης και -και αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία- απόκτησαν τη γνώση ότι πρέπει να επιβάλεις τα κοινωνικά συμφέροντα με πολιτικά μέσα. Εκεί μάζεψαν τις πρώτες τακτικές εμπειρίες τους.

Η προετοιμασία για την οργάνωση του προλεταριάτου ήταν η εξέγερσή του την 10 Αυγούστου του 1792, για τη διάσωση της Επανάστασης, η οποία απειλούνταν από έξω από τα φεουδαρχικά στρατεύματα επέμβασης και από μέσα από την όλο και πιο ανοιχτή αντεπανάσταση. Η μεγαλοαστική τάξη προσπάθησε στο Κοινοβούλιο και στην κυβέρνηση να συνδιαλλαγεί με την εσωτερική και εξωτερική αντεπανάσταση για να στραγγαλίσει την ίδια την Επανάσταση, εφόσον πίστευε ότι είχε εξασφαλισμένα τα συμφέροντα της. Στρατιωτικοί σύνδεσμοι εθελοντών των επαρχιών που τους είχαν καλέσει για να υπερασπιστούν στα μέτωπα την πατρίδα που κινδύνευε, συνδέθηκαν με τους προλετάριους των προαστίων του Παρισιού και σχημάτισαν μια μυστική Κεντρική Επιτροπή[9].

Τα παρισινά τμήματα μετατράπηκαν σε αποφασιστικές οργανώσεις άσκησης εξουσίας. Ηταν συνελεύσεις συνοικιών της πόλης, που αρχικά είχαν δημιουργηθεί σαν εκλογικές περιφέρειες για να γίνονται εκλογικές συνελεύσεις. Οι προλετάριοι των παρισινών προαστίων μετέτρεψαν τα τμήματα αυτά στα πρώτα κέντρα άσκησης πολιτικής δράσης, δίπλα στη νομοθετική συνέλευση, στην οποία η αστική τάξη είχε την εξουσία. Θα μπορούσε κανείς να χαρακτηρίσει αυτή τη φάση σαν πρώτη μορφή μιας «διπλής κυριαρχίας».

Στο Δημαρχείο του Παρισιού, οι προλετάριοι ίδρυσαν το δικό τους γραφείο ανταπόκρισης, κατάργησαν τη διάκριση ανάμεσα στους ενεργητικούς και τους παθητικούς πολίτες, αρνήθηκαν να αναγνωρίσουν το βασιλιά. Η Επιτροπή Εξέγερσης, που σχηματίστηκε από τα τμήματα, έλεγχε το στρατό, την Εθνική Φρουρά και την Αστυνομία, δηλαδή τα κυριότερα όργανα καταστολής της κυβέρνησης.

Η ίδια η εξέγερση και η οργανωμένη προετοιμασία της, έδωσαν στους μαχόμενους προλετάριους σημαντικές εμπειρίες ταξικής πάλης. Μια από τις κυριότερες εμπειρίες ήταν η κατανόηση της δύναμης μιας πειθαρχημένης δράσης για ένα καθαρά καθορισμένο στόχο πάλης. Στα τμήματα, οι προλετάριοι έφεραν δικές τους μορφές οργάνωσης της άσκησης εξουσίας, αρχές του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού, τις πρώτες μορφές της λειτουργίας μιας λαϊκής δημοκρατικής τάξης, έναν ανώτερο τύπο δημοκρατίας σε σύγκριση με την αστική αντιπροσωπευτική δημοκρατία. Η Λαϊκή Δημοκρατική τάξη εμφανίζεται ξανά με το ιδανικό της «κόκκινης δημοκρατίας» των μεταγενέστερων κομμουνιστών και αναζωογονείται και πάλι από τους κομμουνάρους του 1871[10].

Στους ακροαριστερούς, που διαμορφώθηκαν στη Γαλλική Επανάσταση, ανήκαν κοντά στους Εμπερτιστές και οι Λυσσασμένοι (καμιά φορά τους έλεγαν και «Δαιμονισμένους»), οι οποίοι έφτασαν στο αποκορύφωμα της σημασίας τους το 1793[11].

Ανάμεσα στους ηγέτες τους ήταν οι Ζακ Ρου (Jacqoues Roux), Ζαν Βαλέ (Jean Valet), Τεοφίλ Λεκλέρκ (Theophile Leclerc), Πιέρ Ντολιβιέ (Pierre Dolivier), Πετιζάν (Petitjean), και Ταμπουρό ντε Μοντινιί (Taboureau de Montigny). Οι Χαίπνερ και Ζάιντελ-Χαίπνερ (Seidel – Hoppner) έβλεπαν στους Λυσσασμένους τον «εμβρυακό πυρήνα ενός πληβειακού κόμματος». Οχι βέβαια Κόμμα με τη σημερινή έννοια, «αλλά ωστόσο την επερχόμενη προαναγγελία ενός τέτιου κόμματος»[12].

Οι Λυσσασμένοι αντιπροσώπευαν εκείνα τα στρώματα των Αβράκωτων, η κοινωνική κατάσταση των οποίων δε βελτιώθηκε με την Επανάσταση, αλλά αντιθέτως χειροτέρεψε.

Η ανεργία, οι μισθοί πείνας, οι κερδοσκοπικές τιμές για ψωμί και άλλα τρόφιμα προκάλεσαν την οργή ενάντια στους πλούσιους κερδοσκόπους και τοκογλύφους, οι οποίοι κέρδισαν αμέτρητα πλούτη με τον πόλεμο και εκθέτανε ξεδιάντροπα και προκλητικά τον πλούτο τους. Σε ορισμένες περιπτώσεις, τα πράγματα έφτασαν μέχρι και σε εφόδους στα μαγαζιά, ιδιαίτερα στα αρτοποιεία. Παρ’ όλες τις διαφορές και τις διαφωνίες ανάμεσα στους Εμπερτιστές και τους Λυσσασμένους, από τη μια, και ανάμεσα στους ηγέτες των Λυσσασμένων, από την άλλη, υπήρχαν και τα κοινά σημεία στα αιτήματά τους για ανώτατο όριο τιμών για τα τρόφιμα, για κατάσχεση των αποθεμάτων σιταριού, για κρατικό έλεγχο του εμπορίου σιταριού, για υποστήριξη των φτωχών και των οικογενειών των εθελοντών, οι οποίοι πάλευαν στα επαναστατικά στρατεύματα στα μέτωπα.

Απαίτησαν θανατική ποινή για τους τοκογλύφους και τους κερδοσκόπους, πρέσβευαν ανοικτά και πολύ αποφασιστικά την επαναστατική τρομοκρατία ενάντια στους αντεπαναστάτες και τους απατεώνες που λήστευαν το λαό. Οι πλούσιοι αστοί έπρεπε να πληρώνουν ειδικούς φόρους. Στην πρότασή τους για έναν αγροτικό νόμο, απαίτησαν τη διανομή της γης προς όφελος των φτωχών αγροτών. Οι Λυσσασμένοι έβλεπαν τους πλούσιους αστούς σαν κύριο εχθρό. Τα αιτήματά τους ξεπερνούσαν κατά πολύ τους αριστερούς Ιακωβίνους γύρω από το Ροβεσπιέρο, αλλά με τη δραστηριότητά τους έσπρωχναν τους τελευταίους σε πράξεις που δεν ήταν πια προς το συμφέρον των Ιακωβίνων. Ο Ρου (Roux), στο «Μανιφέστο των Λυσσασμένων» την 25 Ιουνίου του 1793, έβαλε το δικαίωμα της ύπαρξης πιο ψηλά από το δικαίωμα στην ιδιοκτησία. Απ’ ό,τι ξέρω, ήταν η πρώτη φορά στην ιστορία που στα κοινωνικά δικαιώματα δόθηκε προτεραιότητα σε σχέση με την ατομική ιδιοκτησία, που τα κοινωνικά δικαιώματα υψώθηκαν και θεωρήθηκαν πια ανθρώπινα δικαιώματα.

Στην ουσία της, η προπαγάνδα των Λυσσασμένων κατάληγε σε μια κοινωνική επανάσταση, η οποία αμφισβήτησε την αστική ατομική ιδιοκτησία. Από την άρνηση της φεουδαρχικής ιδιοκτησίας ως την κατάργηση και της καπιταλιστικής ατομικής ιδιοκτησίας υπήρχε μόνο ένα μικρό βήμα στο πεδίο της νοητικής αφαίρεσης[13].

Η ιστορική προσφορά των Λυσσασμένων σε σχέση με την οργάνωση του προλεταριάτου συνίστατο στην αναγνώριση του γεγονότος, ότι ο εργαζόμενος λαός έπρεπε να κατακτήσει την πολιτική εξουσία, ότι έχει ανάγκη την εξουσία για να εγκαθιδρύσει μια τάξη στην οποία έχει παραμεριστεί η κυριαρχία των ανθρώπων πάνω στους ανθρώπους και στην προσπάθεια να κάνουν τις διαπιστώσεις τους πράξη.

Ο Ζακ Ρου (Jacques Roux) στράφηκε αποφασιστικά ενάντια στον κατακερματισμό της εξουσίας. Ηταν ένας από τους πρώιμους αντιπροσώπους μιας ισχυρής, συγκεντρωτικής προλεταριακής κρατικής εξουσίας. Οσο η Επανάσταση απειλείτο από την εσωτερική και εξωτερική αντεπανάσταση, οι Ιακωβίνοι αναγκάσθηκαν να ικανοποιήσουν μερικά αιτήματα των Λυσσασμένων. Μόλις έπαψαν να χρειάζονται πια την υποστήριξη των Λυσσασμένων, στράφηκαν εναντίον των τελευταίων και με αυτό τον τρόπο φανερώθηκαν τα αστικά ταξικά τους πλαίσια. Οι Ιακωβίνοι ανέπτυξαν με όλα τα διαθέσιμα μέσα μια εκστρατεία συκοφάντησης ενάντια στους Λυσσασμένους και ιδιαίτερα ενάντια στον Ζακ Ρου. Ο Ροβεσπιέρος χαρακτήρισε το Ρου «πράκτορα της αντεπανάστασης». Επομένως, οι εκστρατείες συκοφάντησης, η «απονομιμοποίηση» επαναστατικών οργανώσεων και των αρχηγών τους υπήρχαν ήδη σε κείνη την εποχή.

Μετά από την πτώση των Ιακωβίνων, η θερμιδοριανή αστική τάξη γιόρτασε με τρελό ξεφάντωμα, ενώ στις συνοικίες των φτωχών επικρατούσε η πείνα. Νεαροί, βουτυρόπαιδα που ανήκαν στην κυρίαρχη μεγαλοαστική τάξη, η «χρυσή νεολαία», κυνηγούσαν τους οπαδούς των Ιακωβίνων. Μπορούσαν να χτυπήσουν μέχρι θανάτου τους επαναστάτες ανοικτά στους δρόμους, χωρίς να τιμωρηθούν. Η αντεπανάσταση λυσσομανούσε. Παραμερίστηκαν τα δημοκρατικά δικαιώματα και οι ελευθερίες που είχε αποκτήσει ο λαός. Καταργήθηκε το καθολικό εκλογικό δικαίωμα και παλινορθώθηκε το εκλογικό δικαίωμα με τιμοκρατικό κριτήριο. Οι «συναθροίσεις» και η συλλογική υποβολή αιτημάτων απαγορεύτηκαν. Η ελευθερία έκφρασης και τύπου περιορίστηκε ή καταργήθηκε. Οι ταξικές αντιθέσεις είχαν οξυνθεί εξαιρετικά, ο ταξικός ανταγωνισμός έγινε εμπειρικά αισθητός, αντιληπτός και δεν μπορούσε πια να συγκαλυφθεί με πολιτικές φράσεις.

Στα κρατητήρια της αντεπανάστασης, σχηματίστηκε γύρω από τον Φρανσουά Νοέλ Μπαμπέφ (Francois Noel Babeuf), που τον έλεγαν και Γράκχο, ο πυρήνας μιας ηγετικής ομάδας, η «συνομωσία των Ισων», ενός «Μυστικού Διευθυντηρίου Δημόσιας Σωτηρίας», το πρώτο «Κομμουνιστικό Κόμμα με πραγματική δράση». Στην ηγετική ομάδα ανήκαν οι Φιλίππο Μισέλ Μπουοναρότι (Filippo Michele Buonarotti), Ωγκυσταίν Νταρτέ (Augustin Darthe), Σαρλ Ζερμαίν (Charles Germain). Ο Μαρξ περιέγραψε την ίδρυση του Κόμματος των Μπαμπουβιστών ως εξής: «Την πρώτη εμφάνιση ενός Κομμουνιστικού Κόμματος με πραγματική δράση βρίσκουμε μέσα στους κόλπους της αστικής επανάστασης, τις στιγμές που έχει παραμεριστεί η συνταγματική μοναρχία. Οι πιο συνεπείς Ρεπουμπλικανοί, στην Αγγλία οι Νίβελλερ, στη Γαλλία οι Μπαμπέφ, Μπουοναρόττι, κλπ. είναι οι πρώτοι που έχουν προκηρύξει αυτά τα «κοινωνικά ζητήματα». Η «Συνομωσία του Μπαμπέφ», γραμμένη από το φίλο και σύντροφό του Μπουοναρόττι, δείχνει πως αυτοί οι Ρεπουμπλικανοί άντλησαν από την ιστορική «κίνηση» τη γνώση, ότι με τον παραμερισμό του κοινωνικού ζητήματος της μοναρχίας και της δημοκρατίας δεν έχει λυθεί ακόμα κανένα «κοινωνικό ζήτημα» με την έννοια του προλεταριάτου»[14].

Σκοπός του Κόμματος ήταν να πάει την Επανάσταση πιο πέρα από το στενό αστικό της πλαίσιο. Ηταν η ίδρυση μιας κομμουνιστικής κοινωνίας. Οι Μπαμπουβιστές ήξεραν ότι ο κομμουνιστικός στόχος δεν μπορούσε να πραγματοποιηθεί με μιας. Σαν πρώτο στόχο, προσανατολίστηκαν στην αποκατάσταση του δημοκρατικού Συντάγματος του 1793. Για να πετύχουν τον στόχο τους, επιδίωξαν ένα είδος «λαϊκό μέτωπο» με αριστερούς Ιακωβίνους, Λυσσασμένους και Εμπερτιστές οι οποίοι εξακολουθούσαν όλοι τους να διαθέτουν επιρροή στις μάζες.

Οι Μπαμπουβιστές ήδη ξεχώρισαν ανάμεσα σε ένα μίνιμουμ και ένα μάξιμουμ πρόγραμμα. Το μίνιμουμ πρόγραμμα δεν ήταν ακόμα κομμουνιστικό. Περιλάμβανε δημοκρατικά και κοινωνικά αιτήματα για τα οποία νόμιζαν ότι μπορούσαν να κερδίσουν πλειοψηφίες: Δωρεάν παροχή ψωμιού και ρούχων από τα δημόσια αποθέματα, στέγαση των φτωχών στις βίλες των πλουσίων, επιστροφή των περιουσιακών τους στοιχείων από τα ενεχυροδανειστήρια, γενικός λαϊκός εξοπλισμός, απαγόρευση δημοσίευσης για όλους τους εχθρούς της νέας αυτής τάξης, κατάσχεση όλων των αγαθών των μεταναστών και εχθρών του λαού, κρατικό μονοπώλιο του εξωτερικού εμπορίου, εφαρμογή της υποχρέωσης να δουλεύουν όλοι όσοι είναι ικανοί για εργασία, κατάργηση του προνομίου της μόρφωσης[15].

Σαν βάση για το μάξιμουμ πρόγραμμα, έπρεπε να χρησιμεύσουν τα «λαϊκά αγαθά» τα οποία θα δημιουργούνταν από τα χωράφια των εκκλησιών και των μεταναστών, που δεν είχαν ακόμα πουληθεί, καθώς και από την ιδιοκτησία των εχθρών του λαού. Οι μικρές αγροτικές και βιοτεχνικές επιχειρήσεις θα συνέχιζαν ακόμα να υπάρχουν για ένα διάστημα. «Η οριστική αναίρεση της ατομικής ιδιοκτησίας πρέπει να πραγματοποιηθεί σιγά-σιγά, στη διάρκεια μιας μακρύτερης μεταβατικής περιόδου, με τη βοήθεια μιας σειράς από φορολογικά-πολιτικά και κληρονομικά-νομικά μέτρα»[16].

Είναι φανερό ότι οι Μπαμπουβιστές ήδη είχαν συλλάβει μια μακρύτερη μεταβατική περίοδο από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό και, μάλιστα, σε μια εποχή, όπου ο καπιταλισμός βρισκόταν ακόμα σε μια ανοδική φάση της ανάπτυξής του. Ενδιαφέρον έχει ότι οι Μπαμπουβιστές ήδη είχαν προβλέψει ένα «οικονομικό διάταγμα», το οποίο υπάρχει σαν σχέδιο. Σύμφωνα με αυτό, οι Μπαμπουβιστές πρόβλεπαν ήδη μια «κεντρική διεύθυνση και σχεδιασμό της παραγωγής, καθώς και καταμερισμό του εργατικού δυναμικού»[17].

Ο Μπουοναρόττι έγραφε για το οικονομικό αυτό διάταγμα: «Οπως είναι γνωστό, η ίδρυση μιας μεγάλης, εντελώς εθνικής κοινότητας αγαθών ήταν ο τελικός στόχος όλων των προσπαθειών της Επιτροπής Εξέγερσης. Παρ’ όλα αυτά, επιφυλασσόταν να τη διατάξει αμέσως μετά από τη νίκη και να αναγκάσει τους αντίπαλους να συμμετάσχουν. Η κάθε ατομική άσκηση βίας, η κάθε αλλαγή που δεν θα είχε διαταχθεί με το νόμο, θα απαγορευόταν και θα τιμωρούνταν. Η Επιτροπή είχε τη γνώμη ότι ο νομοθέτης έπρεπε να πράττει με τέτιο τρόπο, ώστε ο λαός στο σύνολό του να απαιτήσει τελικά από ανάγκη και συμφέρον να εξοστρακίσει την ιδιοκτησία»[18].

Δε χωράει αμφιβολία ότι η υπόδειξη να μην παραπλανηθεί κανείς και να απομακρυνθεί από τους επαναστατικούς στόχους από τις «εξυπνάδες και τις υπερβολές» των «όμορφων πνευμάτων» είναι αξιοσημείωτη[19]. Είναι φανερό ότι οι Μπαμπουβιστές είχαν στην εποχή τους ήδη κάποιες εμπειρίες με τέτιους λογοτέχνες και καλλιτέχνες οι οποίοι βρίσκονταν υπεράνω πεζών πραγμάτων όπως η παραγωγή, η διανομή, η οικοδόμηση κατοικιών, η λαϊκή μόρφωση, η περίθαλψη κλπ. και που εμπόδιζαν με ψευδαίσθητες ιδέες την επίλυση επειγόντων κοινωνικών καθηκόντων διευκολύνοντας την αποσυνθετική δραστηριότητα της αντεπανάστασης.

Οι Μπαμπουβιστές, εξαναγκασμένοι να δουλεύουν στην παρανομία, εξαιτίας των κατασταλτικών διώξεων, ανέπτυξαν μεθόδους και αρχές της κομματικής δουλιάς κάτω από παράνομες συνθήκες. «Το κίνημα είναι οργανωμένο σε μικρές ομάδες, που δεν γνωρίζονται μεταξύ τους, ώστε η ενδεχόμενη ανακάλυψή τους δεν μπορεί να θέσει σε κίνδυνο την όλη οργάνωση. Σε όλες τις συνοικίες της πόλης, δουλεύουν οι δάσκαλοι των ομάδων. Μέσω διασυνδέσεων, κρατάνε επαφή με τη μυστική Κεντρική Επιτροπή. Διαδίδουν προπαγανδιστικό υλικό και ενημερώνουν την Κεντρική Επιτροπή για τις διαθέσεις των εργαζόμενων μαζών και για τον αριθμό των μελών και των δυνάμει συναγωνιστών. Η Κεντρική Επιτροπή συνεδριάζει σε σπίτια. Ενα από τα μέλη της φροντίζει για την ογκώδη αλληλογραφία με τους οπαδούς στα τμήματα και στις βόρειες συνοικίες»[20].

Το απόσπασμα αυτό θα μπορούσε να βρίσκεται και στο «Τι να κάνουμε;» του Λένιν. Ηταν πολλές και διάφορες οι μορφές της προφορικής και της γραπτής προπαγάνδας. «Τραγουδάνε, κάνουν προπαγάνδα σε καφενεία, σε δημόσιους τόπους και στις ουρές στα μαγαζιά τροφίμων, διαδίδουν προκηρύξεις, φέιγ βολάν και κολλάνε αφίσες… Στο πρώτο μισό του Απρίλη (1796) εμφανίζεται το ένα φέιγ βολάν μετά το άλλο. Ανάμεσα στις 9 και 11 Απριλίου 1796 οι εργάτες του Παρισιού διαβάζουν στους τοίχους πολυάριθμα τοιχοκολλημένα χαρτιά με τα 15 προγραμματικά άρθρα της «Ανάλυσης της Διδασκαλίας του Μπαμπέφ», την οποία πιθανόν, συνέταξε ο Μπουοναρότι και που προκαλούν αρκετό σάλο ώστε να τυπωθούν από μερικές εφημερίδες σαν «δείγμα θρασύτητας»[21]. Η αντιδραστική μπουρζουαζία απειλεί με θανατική ποινή «καθένα που προπαγανδίζει προφορικά ή γραπτά τη διάλυση της κυβέρνησης και της Εθνικής Αντιπροσωπείας, το Σύνταγμα του 1793 ή οποιαδήποτε μορφή διανομής της ιδιοκτησίας». Αυτό ίσχυε και για τυπογράφους, διανομείς ή πωλητές συγγραμμάτων και αφισοκολλητές[22].

Το Κόμμα των Μπαμπουβιστών είναι στην παγκόσμια ιστορία η πρώτη απόπειρα σύνδεσης της Κομμουνιστικής θεωρίας με την πράξη, η πρώτη προσπάθεια να χρησιμοποιηθεί η θεωρία σαν όπλο στον πρακτικό ταξικό αγώνα, «σαν βία που επαναστατικοποιεί τις μάζες». Αυτό της επιτρέπει «μια νέα, διαλεκτική σχέση θεωρίας και πράξης. Βέβαια, και ο κομμουνισμός των αριστερών Διαφωτιστών ήθελε να αλλάξει τον κόσμο, αλλά υπόταξε την πράξη στη θεωρία και προσπαθούσε να διαπλάσει τον κόσμο σύμφωνα με τα σχέδιά του μέσω της διαφώτισης, της διαπαιδαγώγησης και της έκκλησης στη λογική. Η κομμουνιστική θεωρία του Μπαμπέφ, αντιθέτως υφίσταται κάθαρση με το βάπτισμα του πυρός του πληβειακού κινήματος στην Επανάσταση». Ούτε ο Μπαμπέφ, άλλωστε, δεν μπορούσε ακόμα να συμπεράνει την ιστορική κίνηση από τους οικονομικούς νόμους της καπιταλιστικής κοινωνίας[23].

Η Γαλλική Επανάσταση είχε φτάσει με το επαναστατικό κίνημα του Κοινωνικού Κύκλου και τους Μπαμπουβιστές, στην πρώτη της κορύφωση, είχε παραγάγει την κομμουνιστική ιδέα. «Η ιδέα αυτή με συνέπεια επεξεργασμένη είναι η ιδέα της νέας παγκόσμιας κατάστασης». Οι ιδέες όμως, δεν μπορούν να διαπράξουν τίποτα. «Για να υλοποιηθούν οι ιδέες χρειάζονται οι άνθρωποι, οι οποίοι προσφέρουν μια πρακτική δύναμη»[24]. Για να υλοποιηθεί η κομμουνιστική ιδέα, χρειάζεται οργάνωση, χρειάζεται επαναστατικό κόμμα. Η αθάνατη προσφορά του Μπαμπέφ και των φίλων και συναγωνιστών του, είναι το ότι δημιούργησαν αυτό το Κόμμα στην εμβρυακή, προ-επιστημονική μορφή του, και ας έχουν ηττηθεί «για μια στιγμή», από την άποψη της παγκόσμιας ιστορίας.

 

 

Ο «ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΘΝΙΚΟΥ ΧΑΡΤΗ» ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΜΑΖΙΚΟ ΠΡΟΛΕΤΑΡΙΑΚΟ ΚΟΜΜΑ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

 

 

Αυτό το Κόμμα θα μπορούσε να είχε δημιουργηθεί μονάχα στην Αγγλία. Στη χώρα αυτή αναπτύχθηκε στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα η σύγχρονη μεγάλη βιομηχανία. Κατασκευάσανε σιδηρόδρομους, αναπτύχθηκε η βιομηχανία άνθρακα και χάλυβα, κατασκευάσανε μηχανές και εργαλεία. Συντελέστηκε μια δεύτερη βιομηχανική επανάσταση. Συγκεντρώθηκαν μάζες εργατών στις πόλεις και στις μεγάλες επιχειρήσεις. Απέναντι στην πολιτικά συνειδητή αναδυόμενη πλούσια και βιομηχανική αστική τάξη η μαζική εξαθλίωση του προλεταριάτου, όπως το περιγράφει ο Φρ. Ενγκελς στο έργο του «Η κατάσταση της εργατικής τάξης στην Αγγλία» και όπως το διαβάζουμε στις αναφορές των επιθεωρητών των εργοστασίων στον πρώτο τόμο του «Κεφαλαίου» του Κ. Μαρξ, που παρατίθενται εκτενώς. Η κατάσταση στα εργοστάσια, στα ανθρακορυχεία και στις προλεταριακές συνοικίες των μεγάλων πόλεων βρήκαν τη θεωρητική τους αντανάκλαση στην έννοια «καπιταλισμός του Μάντσεστερ». Αν η Αγγλία ήταν η χώρα, στην οποία ο καπιταλισμός για πρώτη φορά δημιουργήθηκε στην κατ’ εξοχήν «καθαρή» μορφή του, ήταν και η χώρα των πρώτων μεγάλων ταξικών μαχών στην «καθαρή μορφή» τους ανάμεσα στην αστική τάξη και το προλεταριάτο. Ταξικές μάχες, στις οποίες η αστική τάξη έριχνε ένοπλες δυνάμεις, εν μέρει διαστάσεων ενός στρατού, ενάντια στους διαδηλωτές και απεργούς εργάτες.

Αν οι Ισοπεδωτές και η Κοινωνία των Ισων είχαν δημιουργηθεί στις αστικές αντιφεουδαρχικές επαναστάσεις, οι προλεταριακές μαζικές οργανώσεις δημιουργήθηκαν στην ταξική πάλη ενάντια στην αστική τάξη.

Κατά το τέλος της δεκαετίας του ’20, αρχές δεκαετίας του ’30 του 19ου αιώνα, δημιουργήθηκαν τα πρώτα συνδικάτα στο Ηνωμένο Βασίλειο (περιλαμβάνει: Αγγλία, Σκωτία, Ιρλανδία. Από ‘δω και πέρα χρησιμοποιούμε τα αρχικά ΗΒ)[25].

Το 1829 οι εργάτες των βαμβακοκλωστηρίων της Αγγλίας, Σκωτίας και Ιρλανδίας ίδρυσαν ένα συνδικάτο στα πλαίσια του ΗΒ, τη Μεγάλη Γενική Ενωση του Ηνωμένου Βασιλείου. Αρχηγός της ήταν ο Τζον Ντόχερτι (John Doherty) από το Λάνκασαϊρ (Lancashire), ένας ηγέτης των εργατών με πείρα στην οργάνωση νόμιμων και παράνομων συνδικάτων. Το 1830, ο Ντόχερτι προσπάθησε με επιτυχία να ιδρύσει ένα συνδικάτο για τους εργάτες όλων των βιομηχανικών κλάδων στο ΗΒ, τον «Εθνικό Σύνδεσμο για την Προστασία της Εργασίας». Ο Σύνδεσμος αυτός μεγάλωσε με γρήγορους ρυθμούς, έφτασε τα 100.000 μέλη και έβγαζε μια εβδομαδιαία εφημερίδα με τιράζ 3.000 αντίτυπα. Δεν πρέπει να κρίνουμε τους αριθμούς αυτούς κυκλοφορίας με βάση τα σημερινά κριτήρια. Παίρνοντας υπόψη τον πληθυσμό τότε και το γεγονός ότι λίγοι μονάχα εργάτες ήξεραν να διαβάζουν, τα 3.000 αντίτυπα ήταν σχετικά ψηλό τιράζ, που, ωστόσο, ξεπεράστηκε σύντομα από άλλες εφημερίδες εργατικών οργανώσεων στις δεκαετίες του ’30 και ’40.

Ο Σύνδεσμος αυτός των συνδικάτων που ίδρυσε ο Ντόχερτι, είχε μικρή ζωή. Ομως, όλο και δημιουργούνταν νέα συνδικάτα. Η εργατική δύναμη σαν εμπόρευμα, όπως όλα τα άλλα, υπόκειται στον καπιταλισμό στο νόμο του ανταγωνισμού. Ο ανταγωνισμός ανάμεσα στους ίδιους τους εργάτες τίναξε ξανά και ξανά στον αέρα τις οργανώσεις τους. Σε τελευταία ανάλυση, όμως, οι εργάτες είχαν ένα κοινό συμφέρον απέναντι στους καπιταλιστές, δηλαδή να κρατήσουν το μισθό τους. Αυτό το κοινό συμφέρον τους ένωσε σε μια κοινή σκέψη της αντίστασης, τους πίεζε στο να συνασπιστούν. Ο συνασπισμός αυτός είχε «διπλό σκοπό»: από τη μια, να καταργήσει τον ανταγωνισμό μεταξύ των εργατών και, από την άλλη, να προβάλει αντίσταση στους καπιταλιστές.

Ετσι, διαμορφώθηκαν οι συνεταιρισμοί στο βαθμό που οι καπιταλιστές από την πλευρά τους ενώνονταν για να σπάσουν την αντίσταση των εργατών. Τελικά, «απέναντι στο κεφάλαιο, που συνεχώς ενώνεται,… η διατήρηση των (εργατικών μ.τ.φ.) συνεταιρισμών γίνεται όλο και πιο αναγκαία, ως συνεταιρισμών των μισθωτών… Στον αγώνα αυτό -έναν πραγματικό εμφύλιο πόλεμο- ενώνονται και αναπτύσσονται όλα τα στοιχεία για μια ερχόμενη μάχη. Ο συνασπισμός, όταν φτάσει σε αυτό το σημείο, παίρνει πολιτικό χαρακτήρα»[26].

Οι εργάτες είχαν καταλάβει ότι ο οικονομικός ταξικός αγώνας ενάντια στο κεφάλαιο δεν αρκούσε για να τους προστατέψει από νέες μορφές καταπίεσης και αυξανόμενης εκμετάλλευσης. Χρειάστηκε πολιτική δράση γι’ αυτό Δεν είχαν δείξει οι καπιταλιστές, τι μπορείς να καταφέρεις με τη βοήθεια της κοινοβουλευτικής εξουσίας; Η απάντηση έμοιαζε απλή: Να κερδίσεις ψήφους για τους αντιπροσώπους της εργατικής τάξης, να εκμεταλλευτείς την κοινοβουλευτική δύναμη προς το συμφέρον της εργατικής τάξης. Για να γίνει αυτό, όμως, οι αρχηγοί των εργατών έπρεπε πρώτα να μπουν στο Κοινοβούλιο.

Ετσι δημιουργήθηκε το κίνημα για το γενικό εκλογικό δικαίωμα με μυστική ψηφοφορία, ένα αίτημα το οποίο ήδη είχαν προβάλει οι «αληθινοί» Ισοπεδωτές. Η κυβέρνηση απαγόρευε τα κινήματα για το εκλογικό δικαίωμα των εργατών, σαν «παράνομα και επικίνδυνα για τη δημόσια τάξη». Εστειλε 800 αστυνομικούς για να κάνουν έφοδο σε ένα μαζικό συλλαλητήριο εργατών που είχαν αγνοήσει την απαγόρευση κοντά στο Κινγκς Κρος (Kings’ Cross) στις 13 ΜαAου 1833. Στην αψιμαχία που προκλήθηκε από την αστυνομία, οι εργάτες σκότωσαν έναν αστυνομικό. Στη δίκη που έστησε η κυβέρνηση ενάντια στους κατηγορούμενους εργάτες, οι ένορκοι αθώωσαν τους εργάτες. Η κυβέρνηση υπέστη μια αισθητή πολιτική ήττα.

Οι ταξικοί αγώνες γύρω από κοινοβουλευτική μεταρρύθμιση έφτασαν σε ένα νέο, ανώτερο στάδιο στο κίνημα για ένα «Λαϊκό Χάρτη» (Λαϊκό Σύνταγμα) που έδωσε στο κίνημα και το όνομα, δηλαδή Χαρτιστές, με το οποίο μπήκε στην ιστορία. Το 1837, οι συμμετέχοντες σε μια συνέλευση του «Συνδέσμου των εργατών του Λονδίνου» ενέκριναν μια αίτηση που περιλάμβανε έξι σημεία σαν βάση ενός Λαϊκού Συντάγματος και που δημοσιεύτηκαν την Ανοιξη του 1838:

1.Γενικό εκλογικό δικαίωμα για όλους τους άντρες από το 21ο έτος της ηλικίας τους. Στο πρώτο σχέδιο του Χάρτη, είχε προβλεφτεί και το εκλογικό δικαίωμα των γυναικών, το οποίο σβήστηκε πάλι στη διάρκεια της συζήτησης. Δεν είχε φτάσει μέχρι εκεί η χειραφέτηση των γυναικών, ούτε στο νεαρό εργατικό κίνημα[27].

2,Μυστική ψηφοφορία (εφαρμόστηκε το 1872).

3.Πληρωμή επιδομάτων στους βουλευτές για να υπάρχει η δυνατότητα συμμετοχής ως βουλευτών στο Κοινοβούλιο και των απόρων εργατών (εφαρμόστηκε το 1911).

4.Κατάργηση του κριτηρίου έγγειας ιδιοκτησίας για τους βουλευτές. Μέχρι τώρα ήταν εκλέξιμοι μόνο εκείνοι οι βουλευτές, που είχαν γαίες αξίας 300 λιρών (πολύ ψηλό ποσό εκείνη την εποχή. Μπορούμε να το συγκρίνουμε με 4.000 χρυσά Μάρκα, περίπου, στη γερμανική Αυτοκρατορία). (Το 1918 καταργήθηκε κάθε κριτήριο ιδιοκτησίας στο αγγλικό εκλογικό Δίκαιο).

5.Καταμερισμός σε όμοιες εκλογικές περιφέρειες. Υπήρχαν εκλογικές περιφέρειες με ελάχιστους μονάχα κατοίκους ή και καθόλου, εκτός από τον ιδιοκτήτη της γης. Ηταν τα λεγόμενα «Rotten Boroughs» («σάπιες περιφέρειες»), που ωστόσο, μπορούσαν να εκλέξουν τον ίδιο αριθμό βουλευτών με τις πολυπληθείς συνοικίες της πόλης, ιδιαίτερα εκείνες στις οποίες βρίσκονταν συνωστισμένοι οι προλετάριοι. Υπήρχαν «εκλογικές περιφέρειες» οι οποίες βρίσκονταν στο πάτο της θάλασσας εξαιτίας της μετακίνησης των ακτών.

Ο ιδιοκτήτης της γης έκανε, την ημέρα των εκλογών, μια βόλτα με τη βάρκα για να ανταποκριθεί στο «εκλογικό καθήκον» του. (Το αίτημα αυτό έγινε διαδοχικά πράξη από το 1885 μέχρι το 1915).

6.Ετήσιες βουλευτικές εκλογές. (Αυτό το φανερά μη-ρεαλιστικό αίτημα δεν μπόρεσε να πραγματοποιηθεί).

 

«Αυτά τα έξι σημεία» έγραφε ο νεαρός Φρίντριχ Ενγκελς το 1845, «που περιορίζονται όλα στη σύνθεση της Κάτω Βουλής, μπορεί να μοιάζουν αθώα, αλλά, ωστόσο, αρκούν για να συντρίψουν το αγγλικό Σύνταγμα με τη βασίλισσα και την Ανω Βουλή μαζί»[28]. Αν και οι δύο θεσμοί ήταν εκείνη την εποχή «μόνο φαινομενικά υπαρκτοί», όμως η αστική τάξη «ενδιαφερόταν για την φαινομενική διατήρησή τους». Ο Αγγλος Χαρτιστής, κατά τον Ενγκελς, ήταν κάτι «περισσότερο από σκέτο Ρεπουμπλικανό» και η δημοκρατία του δεν ήταν «μονάχα σκέτα πολιτική»[29].

Ο Ενγκελς παραθέτει έναν Μεθοδιστή κληρικό και κοινωνικό μεταρρυθμιστή, τον Τζότζεφ Ρέινερ Στέφενς (Joseph Rayner Stephens) ο οποίος είπε το 1838 στο μαζεμένο λαό του Μάντσεστερ, ότι δεν χρειάζεται να φοβάται τις ξιφολόγχες και τα κανόνια των καταπιεστών του και τους έδωσε μια, για έναν κληρικό, πολύ περίεργη συμβουλή: «…Χρειάζεστε μονάχα να πάρετε μερικά σπίρτα και ένα μάτσο άχυρο που είναι ποτισμένο με πίσσα και θα δούμε τι θα κάνει η κυβέρνηση με τις εκατοντάδες χιλιάδες στρατιώτες της ενάντια σε αυτό το όπλο, εφόσον χρησιμοποιηθεί θαρραλέα».

Σε μια άλλη διαδήλωση στο Μάντσεστερ, ο Στέφενς δήλωσε μπροστά σε 200.000 συμμετέχοντες: «Το κίνημα των Χαρτιστών, αγαπητοί φίλοι, δεν είναι κανένα πολιτικό ζήτημα με θέμα, πώς θα αποκτήσετε το εκλογικό δικαίωμα κλπ. Το κίνημα των Χαρτιστών είναι ζήτημα μαχαιριού και πηρουνιού. Ο Χάρτης πάει να πει: καλό σπίτι, να τρως και να πίνεις καλά, καλή ζωή και λίγες ώρες εργασίας»[30]. Φυσικά, θα ήταν μονόπλευρο και από άποψη περιεχομένου λάθος να περιορίσει κανείς το κίνημα των Χαρτιστών στο κοινωνικό ζήτημα.

Ομως, ο υπερτονισμός του κοινωνικού περιεχομένου του κινήματος των Χαρτιστών -κατανοητός στην εποχή του- μας δείχνει καθαρά, ότι οι Χαρτιστές δεν προωθούσαν αφηρημένα πολιτικά αιτήματα, δεν προωθούσαν απλώς έτσι το γενικό εκλογικό δικαίωμα, αλλά το προωθούσαν σαν πολιτικό μέσο για την πραγματοποίηση κοινωνικών, ιδιαίτερα οικονομικών αιτημάτων.

Ο χωρισμός αυτός του κοινωνικού περιεχομένου από την πολιτική του μορφή δεν ήταν, ούτε στην ήπειρο, σπάνιο φαινόμενο στους ιδεολόγους των μυστικών κομμουνιστικών κοινοτήτων μέχρι μέσα στη δεκαετία του ’40. Η πλειοψηφία των εργατών κατανοούσαν την πολιτική απλώς και μόνο εντελώς σαν κάτι τι το αστικό. Περιόριζαν την πολιτική εντελώς εμπειρικά σε δολοπλοκίες, μάχες για την εξουσία, καριεριστικές μηχανορραφίες για υπουργικές καρέκλες, διαφθορά, εκλογική απάτη, αγορά ψήφων, μια μέθοδο αξιότιμων πολιτικών στις εκλογικές μάχες, που ήταν διαδομένη ιδιαίτερα στο ΗΒ. Κατανοούσαν συχνά έτσι και απόρριπταν την πολιτική και τις πολιτικές μάχες με αυτή την έννοια, επειδή οι κοινωνικές συνθήκες παρέμειναν ανέγγιχτες από τις πολιτικές αλλαγές.

Ετσι, Ο Σαρλ Φουριέ (Charles Fourier), ένας από τους σημαντικότερους ουτοπιστές σοσιαλιστές, είχε ζήσει 14 διαφορετικές μορφές κυβέρνησης, από την απόλυτη μοναρχία μέχρι τη μοναρχία του Ιούλη. Και τι είχε αλλάξει για το λαό; Τίποτα!! Που είναι το περίεργο, όταν ο λαός απορρίπτει την πολιτική σαν κακό; Στο γαλλικό εργατικό κομμουνισμό, μπορεί κανείς να διακρίνει δύο κατευθύνσεις: αυτή του Ετιέν Καμπέ (Etienne Cabet), ο οποίος πρέσβευε τον πολιτικό αγώνα για την κατάκτηση της εξουσίας, αλλά που με συνέπεια αρνούνταν την κοινωνική επανάσταση, αφού πίστευε ότι όποιος έχει την πολιτική εξουσία θα μπορούσε να φέρει την κομμουνιστική κοινωνία μέσω μεταρρυθμίσεων. Συνεπείς ήταν οι αντιπρόσωποι της επαναστατικής κατεύθυνσης του γαλλικού εργατικού κομμουνισμού, από τους οποίους οι πιο γνωστοί ήταν ο Αουγκίστ Μπλανκί (Auguste Blanqui), Τεοντόρ Ντεζαμί (Theodore Dezamy) και Ζαν Σαραβαί (Jean Charavay). Ηταν πρέσβεις της ιδέας της επαναστατικής δικτατορίας παρόμοια με τον Μπαμπέφ.

Η επανάσταση, πάντως, έπρεπε να διεξαχθεί από μια μειοψηφία επαναστατών. Τέτιες αντιλήψεις είχε και ο Βίλχελμ Βάϊτλινγκ (Wilhelm Weitling), ο πιο γνωστός Γερμανός ουτοπιστής κομμουνιστής. Μερικοί αντιπρόσωποι του ουτοπικού εργατικού κομμουνισμού ήταν κοντά στην ιδέα της ενότητας των πολιτικών και κοινωνικών επαναστατικών ανατροπών. Στους τελευταίους, ανήκαν ακριβώς οι Χαρτιστές, οι πιο σημαντικοί αντιπρόσωποι των οποίων ήταν οι Τζορτζ Τζούλιαν Χάρνεϊ (George Julian Harney) και ΟυAλιαμ Τζονς (William Jones)[31].

Το κίνημα των Χαρτιστών ήταν ένα σημαντικό βήμα μπροστά στην εξέλιξη της αγγλικής εργατικής τάξης, από μια τάξη «καθεαυτή» σε μια τάξη «για τον εαυτό της». Ο Ενγκελς περιέγραψε αυτή τη διαδικασία της εξέλιξης: «Το κίνημα των Χαρτιστών είναι η συμπυκνωμένη μορφή της αντιπολίτευσης κατά της αστικής τάξης. Στις διαδικασίες και στις συνελεύσεις, η αντιπολίτευση πάντα έμεινε μεμονωμένη. Ηταν εργάτες ή τμήματα εργατών που πάλευαν μόνα τους ενάντια σε επί μέρους αστούς. Οταν ο αγώνας γινόταν γενικός αυτό δεν οφειλόταν σε καμιά πρόθεση των εργατών και όταν αυτό γινόταν με πρόθεση, τότε ήταν η πρόθεση του κινήματος των Χαρτιστών πίσω από αυτή. Στο κίνημα των Χαρτιστών, όμως, η εργατική τάξη στο σύνολό της ξεσηκώνεται ενάντια στην αστική τάξη και επιτίθεται πρώτα-πρώτα στην πολιτική εξουσία των αστών, στον νομικό τοίχο με τον οποίο αυτοί περιτριγύριζαν τον εαυτό τους»[32].

Ούτε, όμως, στο κίνημα των Χαρτιστών η ηγεσία δεν ήταν ομογενής. Εκτός από την «αριστερή» πτέρυγα γύρω από τους Χάρνεϊ, Τζονς και Μπροντέρ Ο’ Μπράϊαν (Bronterre O’ Brien) υπήρχε και μια «δεξιά» πτέρυγα, καθώς και αυτοί που αντιπροσώπευαν διάφορες αποχρώσεις ανάμεσα στις δύο πτέρυγες. Ιδιαίτερα στο Λονδίνο, οι εκπρόσωποι της «δεξιάς» πτέρυγας είχαν σημαντική επίδραση. Οι αντιπαραθέσεις ανάμεσα στους εκπροσώπους των διαφόρων κατευθύνσεων καθυστερούσαν ή και εμπόδιζαν τη διεξαγωγή μαζικής δράσης, εξαιρουμένων των αιτήσεων προς το Κοινοβούλιο.

Στο Βόρειο τμήμα της Αγγλίας, ιδιαίτερα στις περιοχές της εξορυκτικής βιομηχανίας, κυριαρχούσαν οι «αριστεροί» αρχηγοί. Τον Ιούλιο του 1839, υποβλήθηκε το Σχέδιο ενός «Λαϊκού Χάρτη» στο Κοινοβούλιο, σαν αίτηση. Η αίτηση ήταν υπογεγραμμένη από 1.200.000 ανθρώπους. Δηλαδή, από περισσότερους από το σύνολο των πολιτών με εκλογικό δικαίωμα στο ΗΒ, που ήταν 839.000. Η κυβέρνηση απάντησε στην αίτηση με βάναυση αστυνομική βία ενάντια στις εργατικές συνελεύσεις στο Μπέρμινγκαμ (Birmingham), με απαγόρευση των συνελεύσεων και με συλλήψεις εργατικών αρχηγών και αγκιτατόρων.

Επειτα, χιλιάδες εργάτες των ανθρακορυχείων και του μετάλλου στη Ν. Ουαλία εξοπλίστηκαν με όπλα αυτοσχέδια και παρέλασαν προς το Νιούπορτ (Newport) για να απελευθερώσουν τους φυλακισμένους ηγέτες τους. Η κυβέρνηση έστειλε μονάδες του στρατού ενάντια στους εργάτες. Δέκα εργάτες σκοτώθηκαν και πάνω από 50 τραυματίστηκαν. Οι ηγέτες της διαδήλωσης εκτοπίστηκαν και οι περισσότεροι αρχηγοί των Χαρτιστών σε όλο το ΗΒ συνελήφθησαν.

Οταν, το 1840, αποφυλακίστηκαν οι αρχηγοί των Χαρτιστών, το κίνημα αυτό αναπτερώθηκε εκ νέου. Οι αρχηγοί της «αριστερής» πτέρυγας κυριαρχούσαν. Ετσι, τον Ιούλιο του 1840, δημιουργήθηκε ο «Εθνικός Συνεταιρισμός του Χάρτη», το πρώτο μαζικό προλεταριακό κόμμα στην παγκόσμια ιστορία με μια εκλεγμένη Κεντρική Επιτροπή (Εκτελεστική Επιτροπή), 40.000 μέλη οργανωμένα σε 400 τοπικά τμήματα/κύκλους, που πλήρωναν τακτικές συνδρομές. Εβγαζαν μια εφημερίδα σαν κεντρικό όργανο «Ο Πολικός Αστέρας».

Οι Χαρτιστές, με την ίδρυση ενός κόμματος, είχαν δημιουργήσει πια μια οργάνωση με την οποία μπορούσαν να ανεβάσουν την ταξική πάλη σε ένα νέο, ανώτερο στάδιο. Η ιστορική σημασία συνίσταται στο γεγονός ότι οι Χαρτιστές είχαν αναγνωρίσει, ότι χωρίς επαναστατικό κόμμα της εργατικής τάξης δεν μπορεί να υπάρξει πολιτικός ταξικός αγώνας, ούτε προλεταριακή επανάσταση, ότι η εργατική τάξη χωρίς καθοδήγηση από το Κόμμα της, δεν μπορεί να κάνει κοινωνικές προόδους διαρκείας.

Το Κόμμα των Χαρτιστών προετοίμασε μια δεύτερη αίτηση προς το Κοινοβούλιο, αυτή τη φορά και με οικονομικές απαιτήσεις πέρα από τις πολιτικές: υψηλότεροι μισθοί, λιγότερες ώρες δουλιάς. Με τη δεύτερη αυτή αίτηση το Κόμμα προκάλεσε μια μαζική εξόρμηση: 3.315.000 εργαζόμενοι υπέγραψαν την αίτηση. Στις διαδηλώσεις, οι εργάτες έριχναν αγωνιστικά συνθήματα: «Ειρηνικά, αν γίνεται. Με τη βία, αν είναι ανάγκη».

Το Μάη του 1842, πραγματοποιήθηκε ένα κύμα από απεργίες στις Βόρειες βιομηχανικές περιοχές της Αγγλίας. Τα αιτήματα δεν ήταν μόνο οικονομικά, αλλά και πολιτικά. Οι συνελεύσεις απεργών εργατών σε μια συνδιάσκεψη συνδικάτων στο Μάντσεστερ αποφάσισαν ένα ψήφισμα με το οποίο απαίτησαν να μη δουλέψει καθόλου κανείς μέχρι ο Λαϊκός Χάρτης να γίνει νόμος της χώρας. Στο Λάνκασαϊρ (Lancashire), έγινε μια γενική απεργία, μια δυνάμει επαναστατική κατάσταση, που, ωστόσο, λόγω της διάσπασης της ηγεσίας δεν μπόρεσε να αξιοποιηθεί. Αντιπρόσωποι της «δεξιάς» πτέρυγας στην ηγεσία – ανάμεσά τους ο δημοφιλής και ευφραδής Ιρλανδός ομιλητής Φέργκας Ο’ Κόννορ (Feargus O’ Connor), ο οποίος είχε διάφορες ταλαντεύσεις – εναντιώθηκαν στις μαζικές δράσεις της εργατικής τάξης, ιδιαίτερα στη γενική απεργία. Ετσι, η κυβέρνηση μπόρεσε να τσακίσει την απεργία με τα στρατεύματά της. Επειδή οι απεργοί του Λάνκασαϊρ δεν υποστηρίχτηκαν από τους εργάτες της Ν. Αγγλίας, αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στη δουλιά κάτω από δυσμενέστερους όρους.

Οι «δεξιοί» αρχηγοί των Χαρτιστών στρέφονταν όλο και περισσότερο στον τρεϊντγιουνισμό, περιορίζοντας τις δραστηριότητές τους στα οικονομικά αιτήματα. Βρήκαν μια κοινωνική βάση στον όλο και αυξανόμενο αριθμό εξειδικευμένων εργατών, οι οποίοι αυξάνονταν στο βαθμό που αναπτυσσόταν ραγδαίως η βιομηχανία με περίπλοκες τεχνικές, που δεν μπορούσε να λειτουργήσει χωρίς εκπαιδευμένους εργάτες με ειδικότητα. Οι εργάτες αυτοί έπαιρναν ανώτερο μισθό, αφού το κόστος παραγωγής της εξειδικευμένης εργατικής δύναμης μπαίνει στην αξία της εργατικής δύναμης και ο μισθός, κατά μέσο όρο, αντιστοιχεί σε αυτή την αξία. Προστίθεται ο βαθμός οργάνωσης των συνδικάτων τον οποίο οι καπιταλιστές πρέπει να λάβουν υπόψη στη μισθολογική τους πολιτική. Ετσι, οι οργανώσεις των εξειδικευμένων εργατών μπορούσαν να επιβάλουν στους καπιταλιστές ένα ανώτερο επίπεδο μισθών.

Με αυτό τον τρόπο, ήταν δοσμένες πια οι αντικειμενικές προϋποθέσεις για τη διάσπαση της εργατικής τάξης. Συχνά, τα συνδικάτα των ειδικευμένων εργατών αρνήθηκαν να δεχτούν ανειδίκευτους εργάτες. Εφτασε η ώρα των ρεφορμιστών Η ληστεία των αποικιών από την αγγλική μεγαλοαστική τάξη της επέτρεψε να χρησιμοποιήσει ένα μέρος των παραπανίσιων κερδών της για την αναβάθμιση ενός τμήματος της εργατικής τάξης. Ετσι, το ΗΒ, αναπτύχθηκε μια εργατική αριστοκρατία, η οποία ζούσε σε σχετικά ασφαλισμένες μικροαστικές συνθήκες, απομακρύνθηκε από τις επαναστατικές ιδέες του Χαρτισμού και μετατράπηκε σε κοινωνικό στήριγμα της αστικής τάξης στο εργατικό κίνημα.

Ωστόσο, το 1848, το Κόμμα των Χαρτιστών οργάνωσε ακόμα μια φορά μια μεγάλη πολιτική δράση. Μια τελευταία αίτηση για το Λαϊκό Χάρτη συγκέντρωσε 2 εκατομμύρια υπογραφές. Η κυβέρνηση, με το πρόσχημα ότι επίκειτο μια επαναστατική κατάσταση, συγκέντρωσε στο Λονδίνο στρατεύματα: 100.000 άντρες (!) με πυροβολικό (!) και έναν ακόμα μεγαλύτερο αριθμό ειδικών μονάδων της αστυνομίας. Ηταν μια στρατιά μεγαλύτερη από αυτή που χρησιμοποίησε ο Ουέλινγκτον (Wellington) στη μάχη του Βατερλώ ενάντια στο Ναπολέοντα το 1815. Το Κοινοβούλιο απέρριψε την αίτηση – ήταν μια «ελεύθερη δημοκρατική απόφαση βούλησης», θα μπορούσαμε να πούμε σήμερα – και πολλοί αρχηγοί των Χαρτιστών συνελήφθησαν κατόπιν «δημοκρατικής συναινέσεως». Η κλασική αγγλική κοινοβουλευτική δημοκρατία έδειξε εκ νέου όλο το κάλλος της.

Τρεις δεκαετίες αργότερα, ο Φρ. Ενγκελς έγραψε στο «The Labour Standard» (Το Λάβαρο της Εργασίας), τεύχος 5, της 4ης Ιουνίου 1881: «Ετσι, η εργατική τάξη της Μεγάλης Βρετανίας πάλεψε χρόνια με πάθος και ακόμα με τη χρήση βίας για το Λαϊκό Χάρτη, που έπρεπε να της δώσει αυτή την πολιτική εξουσία. Ηττήθηκε, αλλά ο αγώνας είχε κάνει τέτια εντύπωση στη νικηφόρα μεσαία τάξη, ώστε από τότε κιόλας ήταν ευτυχής που εξαγόρασε μια πιο παρατεταμένη ανακωχή με το τίμημα όλο και νέων παραχωρήσεων στους εργαζόμενους»[33]. Κατά το Λένιν, η Αγγλία έδοσε «στον κόσμο το πρώτο ευρύ, πράγματι μαζικό, πολιτικά καθαρό προλεταριακό-επαναστατικό κίνημα, το Χαρτισμό…»[34], που από πολλές απόψεις ήταν μια προετοιμασία του μαρξισμού, ήταν η «προτελευταία λέξη πριν από το μαρξισμό»[35].

 

Σημειώσεις

 

[1] Βλ. Auguste Cornu: Karl Marx und Friedrich Engels, Leben und Werk, 1818-1844 (Κ. Μαρξ και Φρ. Ενγκελς, Βίος και Εργα, 1818-1844), τ. 1, γερμανική έκδοση, Βερολίνο 1954, σελ. 490.

* Σημείωση μ.τ.φ: Ισως εδώ απαιτείται μια διευκρίνιση. Το φαινόμενο της εμφάνισης κομμάτων γενικά, δηλαδή πολιτικών μερίδων που, κάτω από την «πρόσοψη» διαφόρων πολιτικών συνθημάτων, προωθούν διάφορα κοινωνικά συμφέροντα, δεν είναι καθόλου καινούργιο. Είναι σύμφυτο με την ταξική κοινωνία. Ιχνη της βρίσκουμε στα Ομηρικά Επη. Υπαρξη «κομμάτων» – έντονα μάλιστα, τοπικιστικών και συνδεδεμένων με σαφή κοινωνικοοικονομικά συμφέροντα της εποχής – έχουμε στην εποχή του Πεισίστρατου. Στην κατοπινή Αθήνα, έχουμε το πολύ γνωστό παράδειγμα των «ολιγαρχικών», και των «δημοκρατικών» αλλά, αργότερα, στην εποχή της συνδιαλλαγής και της ρήξης με τους «Λακεδαιμονίους» και, ακόμη περισσότερο, τους οπαδούς του μεθοδικού πολέμου φθοράς (Περικλής) και τους οπαδούς ενός αμέσου ολοκληρωτικού πολέμου. Κόμμα που παρουσιάζει έντονα στοιχεία που το προσεγγίζουν στη σημερινή έννοια του όρου (ευρύτεροι πολιτικά δεσμοί μαζικής επιρροής, πιο διαμορφωμένη οργάνωση, σαφέστερο πρόγραμμα) υπήρξαν οι περιβόητοι δημαγωγοί (= αρχηγοί του λαού), μια ισχυρή παράταξη, που εμφανίζεται στην τελευταία φάση του Πελοποννησιακού Πολέμου με κύριο άξονα την απόκρουση κάθε ιδέας διακοπής του. Ανάλογα φαινόμενα έχουμε και στη Σπάρτη. Σε όλη τη μετέπειτα ιστορία το κομματικό φαινόμενο υπό τη γενική του έννοια, εμφανίζεται με τη μια ή την άλλη μορφή. Αναντίρρητα, στις συνθήκες του καπιταλισμού, το φαινόμενο, που συνεχίζεται, παρουσιάζει σοβαρές και βαθειές αλλαγές. Οπότε εμφανίζονται και τα κόμματα με τη σύγχρονη έννοια, όπως τα αναφέρει ο Ούλριχ Χούαρ.

[2] Βλ. A. L. Morton: Freedom in arms. A selection of Leveller writings. (Η ελευθερία στα όπλα. Μια επιλογή κειμένων των Ισοπεδωτών). Seven Seas Book 1975. Αγγλική έκδοση, σ. 30 κ.ο.κ., 50 κ.ο.κ, 227 κ.ο.κ., 261 κ.ο.κ, 343 κ.ο.κ.. Gerhard Schilfert: Die Englische Revolution 1640-1649. (Η αγγλική επανάσταση 1640-1649), γερμανική έκδοση, Βερολίνο 1989, σελ. 138 κ.ο.κ., 178 κ.ο.κ..

[3] Karl Marx: Zur Judenfrage (Για το εβραϊκό ζήτημα), στο MEW, τόμος 1, σελ. 354 (γερμανική έκδοση). Η υπογράμμιση είναι του Μαρξ.

[4] Gerhard Schilfert: Die Englische Revolytion 1640-1649. (Η αγγλική επανάσταση 1640-1649), γερμανική έκδοση, Βερολίνο 1989, σελ. 184.

[5] Joachim Hoppner/Waltraud Seidel – Hoppner: Von Babeuf bis Blanqui. (Από τον Μπαμπέφ στον Μπλανκί). Γερμανική έκδοση, τ. 1, Εισαγωγή, Βερολίνο, 1975, σελ. 26.

[6] Joachim Hoppner / Waltraud Seidel – Hoppner: Von Babeuf bis Blanqui. (Από τον Μπαμπέφ στον Μπλανκί). Γερμανική έκδοση, τ. 1, Εισαγωγή, Βερολίνο, 1975, σελ. 33.

[7] Joachim Hoppner / Waltraud Seidel – Hoppner: Von Babeuf bis Blanqui. (Από τον Μπαμπέφ στον Μπλανκί). Γερμανική έκδοση, τ. 1, Εισαγωγή, Βερολίνο, 1975, σελ. 28.

[8] Joachim Hoppner / Waltraud Seidel – Hoppner: Von Babeuf bis Blanqui. (Από τον Μπαμπέφ στον Μπλανκί). Γερμανική έκδοση, τ. 1, Εισαγωγή, Βερολίνο, 1975, σελ. 34.

[9] Joachim Hoppner / Waltraud Seidel – Hoppner: Von Babeuf bis Blanqui. (Από τον Μπαμπέφ στον Μπλανκί). Γερμανική έκδοση, τ. 1, Εισαγωγή, Βερολίνο, 1975, σελ. 34.

[10] Joachim Hoppner / Waltraud Seidel – Hoppner: Von Babeuf bis Blanqui. (Από τον Μπαμπέφ στον Μπλανκί). Γερμανική έκδοση, τ. 1, Εισαγωγή, Βερολίνο, 1975, σελ. 51.

[11] Joachim Hoppner / Waltraud Seidel – Hoppner: Von Babeuf bis Blanqui. (Από τον Μπαμπέφ στον Μπλανκί). Γερμανική έκδοση, τ. 1, Εισαγωγή, Βερολίνο, 1975, σελ. 60-74 (Για τους Λυσσασμένους). Bend Jeschonek: Revolution in Frankreich 1789-1799. (Επανάσταση στη Γαλλία 1789-1799). Ein Lexikon (Ένα Λεξικό). Γερμανική έκδοση. Βερολίνο 1989, σελ. 132 κλπ.

[12] Joachim Hoppner / Waltraud Seidel – Hoppner: Von Babeuf bis Blanqui. (Από τον Μπαμπέφ στον Μπλανκί). Γερμανική έκδοση, τ. 1, Εισαγωγή, Βερολίνο, 1975, σελ. 56.

[13] Μανιφέστο των Λυσσασμένων. Στο: Joachim Hoppner / Waltraud Seidel – Hoppner: Von Babeuf bis Blanqui. (Από τον Μπαμπέφ στον Μπλανκί). Γερμανική έκδοση, τ. 2, Texte (Κείμενα), Βερολίνο, 1975, σελ. 7-18.

[14] Κ. Μαρξ: Die moraliserende kritik und die kritisierende moral. (Η ηθικολογική κριτική και η κριτική ηθική). Στο: MEW (γερμανική έκδοση) τ. 4, σελ. 341. Οι υπογραμμίσεις είναι του Μαρξ.

[15] Joachim Hoppner / Waltraud Seidel – Hoppner: Von Babeuf bis Blanqui. (Από τον Μπαμπέφ στον Μπλανκί). Γερμανική έκδοση, Μέρος Ι, Βερολίνο, 1975, σελ. 81.

[16] Joachim Hoppner / Waltraud Seidel – Hoppner: Von Babeuf bis Blanqui. (Από τον Μπαμπέφ στον Μπλανκί). Γερμανική έκδοση, Μέρος Ι, Βερολίνο, 1975, σελ. 81.

[17] Σχέδιο ενός οικονομικού Διατάγματος (απόσπασμα). Στο: Joachim Hoppner / Waltraud Seidel – Hoppner: Von Babeuf bis Blanqui. (Από τον Μπαμπέφ στον Μπλανκί). Γερμανική έκδοση, Μέρος ΙΙ, Βερολίνο, 1975, σελ. 101 κ.ο.κ..

[18] Joachim Hoppner / Waltraud Seidel – Hoppner: Von Babeuf bis Blanqui. (Από τον Μπαμπέφ στον Μπλανκί). Γερμανική έκδοση, Μέρος ΙΙ, Βερολίνο, 1975, σελ. 556.

[19] Joachim Hoppner / Waltraud Seidel – Hoppner: Von Babeuf bis Blanqui. (Από τον Μπαμπέφ στον Μπλανκί). Γερμανική έκδοση, Μέρος ΙΙ, Βερολίνο, 1975, σελ. 557.

[20] Joachim Hoppner / Waltraud Seidel – Hoppner: Von Babeuf bis Blanqui. (Από τον Μπαμπέφ στον Μπλανκί). Γερμανική έκδοση, Μέρος Ι, Βερολίνο, 1975, σελ. 81 κ.ο.κ..

[21] Joachim Hoppner / Waltraud Seidel – Hoppner: Von Babeuf bis Blanqui. (Από τον Μπαμπέφ στον Μπλανκί). Γερμανική έκδοση, Μέρος Ι, Βερολίνο, 1975, σελ. 82 και Μέρος ΙΙ, σελ. 92 κ.ο.κ..

[22] Joachim Hoppner / Waltraud Seidel – Hoppner: Von Babeuf bis Blanqui. (Από τον Μπαμπέφ στον Μπλανκί). Γερμανική έκδοση, Μέρος Ι, Βερολίνο, 1975, σελ. 82.

[23] Joachim Hoppner / Waltraud Seidel – Hoppner: Von Babeuf bis Blanqui. (Από τον Μπαμπέφ στον Μπλανκί). Γερμανική έκδοση, Μέρος Ι, Βερολίνο, 1975, σελ. 86.

[24] Karl Marx-Freidrich Engels: Die Heilige Familie (Η Αγία οικογένεια). Στο: MEW τ. 2, σελ. 126. Γερμανική έκδοση. Οι υπογραμμίσεις υπάρχουν στο πρωτότυπο.

[25] Για την ιστορία του κινήματος των Χαρτιστών θα δείτε στον Dave Morgan: A short history of the British People. (Μια σύντομη ιστορία του βρετανικού λαού). Revised Edition (αναθεωρημένη έκδοση). Εκδόσεις: Veb Verlag Enzyklopadie Leipzig. Εκτη, μη τροποποιημένη, έκδοση, 1981, σελ. 53-64.

[26] Karl Marx: Das Elend Der Philosophy (Η αθλιότητα της Φιλοσοφίας). Στο: MEW τ. 4, σελ. 180, γερμανική έκδοση.

[27] M. Hovell: The Chartist Movement. (Το κίνημα των Χαρτιστών), Μάντσεστερ 1943, σελ. 70 (αγγλική έκδοση). Παράθεση κατά Μόργκαν, σελ. 58.

[28] Friedrich Engels: Die lage der arbeitenden Klasse in England (Η κατάσταση της εργατικής τάξης στην Αγγλία). Στο: MEW, τ. 2. 445 (γερμανική έκδοση).

[29] Friedrich Engels: Die lage der arbeitenden Klasse in England (Η κατάσταση της εργατικής τάξης στην Αγγλία). Στο: MEW, τ. 2. 445 (γερμανική έκδοση).

[30] Friedrich Engels: Die lage der arbeitenden Klasse in England (Η κατάσταση της εργατικής τάξης στην Αγγλία). Στο: MEW, τ. 2. 445 (γερμανική έκδοση).

[31] Joachim Hoppner / Waltraud Seidel – Hoppner: Von Babeuf bis Blanqui. (Από τον Μπαμπέφ στον Μπλανκί). Γερμανική έκδοση, τ. 1, Βερολίνο, 1975, σελ. 204 κ.ο.κ., 298 κ.ο.κ., 316 κ.ο.κ.. Auguste Cornu: Karl Marx und Friedrich Engels, Leben und Werk, 1818-1844 (Κ. Μαρξ και Φρ. Ενγκελς, Βίος και Εργα, 1818-1844), τ. 2, γερμανική έκδοση, Βερολίνο 1962, σελ. 12 κ.ο.κ., και 34.

[32] Friedrich Engels: Die lage der arbeitenden klasse in England, (Η κατάσταση της εργατικής τάξης στην Αγγλία), γερμανική έκδοση, σελ. 444.

[33] Friedrich Engels: Die trade-unions. (Τα τρεϊντγιούνιονς). Στο: MEW, γερμανική έκδοση, τ. 19, σελ. 258.

[34] W. I. Lenin: Die dritte Internationale und ihr Platz in der Gerchichte. (Η Τρίτη Διεθνής και η θέση της στην ιστορία). Στο: Εργα, (γερμανική έκδοση), τ. 29, σελ. 298.

[35] W. I. Lenin: Uber Kompromisse. (Για τους συμβιβασμούς). Στο: Εργα, τ. 30, σελ. 485.

 

 

Β΄ μέρος

 

 

 

Η ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΑΠΟ ΤΟ 1836 ΩΣ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ 19ου ΑΙΩΝΑ

 

 

Τις τομές αυτές τις είχε βάλει ο Φρίντριχ Ενγκελς στο σύγγραμμά του «Για την ιστορία της Ενωσης των Κομμουνιστών», που έχει χρονολογία 8 Οκτωβρίου 1885[1].

Η περίοδος αυτή αγκαλιάζει τη διαμόρφωση, τη δημιουργία και τη δράση της Ενωσης των κομμουνιστών, καθώς και τη διάλυσή της μετά τη Δίκη των Κομμουνιστών της Κολωνίας στις 17 Νοέμβρη 1852. Ο Ενγκελς έγραφε, το 1885, ότι «…οι θεωρητικές αρχές του «Κομμουνιστικού Μανιφέστου», που τις έγραφε στη σημαία της η Ενωση των Κομμουνιστών το 1847, αποτελούν σήμερα τον πιο γερό διεθνή δεσμό όλου του προλεταριακού κινήματος της Ευρώπης και της Αμερικής»[2]. Και σήμερα μπορούμε να προσθέσουμε και της Ασίας και της Αφρικής.

Η ίδρυση της Ενωσης των Κομμουνιστών, καθώς και η δημοσίευση του «Μανιφέστου του Κομμουνιστικού Κόμματος» το Φεβρουάριο του 1848, αποτέλεσε μια, ιστορικά, νέα ποιότητα στην οργάνωση των κομμουνιστών, όχι μόνο στη Γερμανία, αλλά και διεθνώς. Είχε περάσει πια η εποχή των μυστικών ενώσεων με την συνωμοτική τακτική τους. Οι κομμουνιστές εμφανίστηκαν για πρώτη φορά δημόσια στην περίοδο των ευρωπαϊκών επαναστάσεων 1848-1850.

Για πρώτη φορά, μετά από την ανατροπή της Ιουλιανής Μοναρχίας, στη διάρκεια της Επανάστασης του Φλεβάρη, μετείχαν στην προσωρινή κυβέρνηση δύο αντιπρόσωποι του προλεταριάτου και, μάλιστα, ο ένας ήταν γνήσιος προλετάριος, ο εργάτης Αλμπέρ.

Σωστά το «Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος» χαρακτηρίζεται ληξιαρχική πράξη γέννησης του επιστημονικού σοσιαλισμού. Από πολλές πλευρές μπορούμε να χαρακτηρίσουμε την Ενωση των Κομμουνιστών ληξιαρχική πράξη γέννησης του μαρξιστικού-λενινιστικού κόμματος. Αφού η έννοια «ληξιαρχική πράξη» υποδηλώνει τη γέννηση ενός παιδιού, ενός νεογέννητου, ενός βρέφους. Χωρίς αμφιβολία, ένα νεογέννητο παιδί είναι άνθρωπος, αλλά, ωστόσο, «νεογέννητος». Δηλαδή, με κανέναν τρόπο δεν είναι νοητικά και σωματικά ώριμος, ολοκληρωμένος άνθρωπος. Το «Μανιφέστο» και η Ενωση αποτελούν ένα ενιαίο σύνολο. Το «Μανιφέστο» είναι του Κομμουνιστικού Κόμματος.

Ομως, το Μανιφέστο ήταν πρώτα μια λαμπρή, επιστημονικά θεμελιωμένη υπόθεση. Η υλιστική αντίληψη της ιστορίας υπήρχε, μέχρι το καλοκαίρι του 1845, μονάχα σε «κύριες γραμμές», δηλαδή δεν ήταν ακόμα πλήρης, δεν ήταν επεξεργασμένη.

Ο Μαρξ και ο Ενγκελς επισήμαναν ήδη με έμφαση στο «Μανιφέστο» την αναγκαιότητα να καθοδηγείται η εργατική τάξη από το επαναστατικό κόμμα, αλλά μόνο με την ανακάλυψη του νόμου της υπεραξίας και την αποκάλυψη του φετιχισμού του κεφαλαίου αποδείχτηκε η νομοτέλεια αυτής της αναγκαιότητας.

Ο Λένιν επισήμανε ότι «Αυτή καθεαυτή η ιδέα του υλισμού στην κοινωνιολογία ήταν κιόλας μεγαλοφυής ιδέα», μέχρι τη επεξεργασία του «Κεφαλαίου» του Μαρξ. «Εννοείται ότι εκείνη τη στιγμή, δεν ήταν παρά μια όμως μια υπόθεση, που για πρώτη φορά δημιουργούσε τη δυνατότητα για ένα αυστηρά επιστημονικό αντίκρυσμα των ιστορικών και κοινωνικών προβλημάτων»[3]. Με την επεξεργασία του «Κεφαλαίου» από το Μαρξ, ο σοσιαλισμός απέκτησε την ολόπλευρη και σε βάθος οικονομική θεμελίωσή του. Και αυτό έπρεπε να αντανακλάται και στην εξέλιξη του κόμματος.

Η Ενωση των Κομμουνιστών προέκυψε από την Ενωση των Δικαίων και αυτή με τη σειρά της από την Ενωση των Προγραμμένων. Η Ενωση των Προγραμμένων με έδρα το Παρίσι, το τοτινό επαναστατικό κέντρο της Ευρώπης, ιδρύθηκε από μικροαστούς δημοκράτες διανοούμενους και καλφάδες της χειροτεχνίας και καθοδηγιόταν από τους διανοούμενους. Οι προλετάριοι καλφάδες αντιπροσώπευαν ουτοπικές σοσιαλιστικές και κομμουνιστικές απόψεις. Κατέληξαν στη σημαντική διαπίστωση ότι η οργανωτική ενότητα με τους μικροαστούς δημοκράτες τους εμπόδιζε στο να αναλάβουν προλεταριακά συμφέροντα.

Το αποτέλεσμα αυτής της διαπίστωσης ήταν ο οργανωτικός διαχωρισμός των προλετάριων από τους μικροαστούς δημοκράτες, ο σχηματισμός μιας δικής τους «Ενωσης των Δικαίων», «μια ένωση μισή προπαγανδιστική, μισή συνωμοσία». Το 1838 απέκτησε δικό της Καταστατικό που ήδη εμπεριείχε στοιχεία δημοκρατικού συγκεντρωτισμού: συγκεντρωτική δομή οργάνωσης, ετήσια επανεκλογή όλων των αρχών της Ενωσης, συζήτηση για το Καταστατικό, καθήκοντα και υποχρεώσεις των μελών, καθοδήγηση στους δήμους.

Στενά συνδεδεμένοι με την «Εταιρία των Εποχών», που είχε ιδρυθεί από το Μπλανκί, και έχοντας πάρει μέρος στην Παρισινή εξέγερση του 1839 που είχε κατασταλεί, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι δεν μπορούσαν να επιβάλουν τα προλεταριακά συμφέροντα μέσω της τακτικής της εξέγερσης μειονοτήτων. Ο Μαρξ και ο Ενγκελς είχαν σχέση με την Ενωση των Δικαίων για να διαδίδουν τις απόψεις τους στα μέλη. Την άνοιξη του 1847, τα ηγετικά στελέχη της Ενωσης κάλεσαν το Μαρξ και τον Ενγκελς να προσχωρήσουν, να αναπτύξουν τον κριτικό τους κομμουνισμό σε ένα Μανιφέστο και να τους βοηθήσουν να μετατρέψουν το πεπαλαιωμένο τους Καταστατικό σε ένα νέο οργανωτικό Καταστατικό, που να ανταποκρίνεται στις αλλαγμένες συνθήκες της εποχής. Το καλοκαίρι του 1847, στο πρώτο Συνέδριο της Ενωσης των Κομμουνιστών, το νέο Καταστατικό έγινε δεκτό.

Στο τέλος της ίδιας χρονιάς, το δεύτερο Συνέδριο της Ενωσης ανέθεσε στους Μαρξ-Ενγκελς τη σύνταξη του «Μανιφέστου» το οποίο δημοσιεύτηκε στο Λονδίνο το Φλεβάρη του 1848.

Η Ενωση των Κομμουνιστών ήταν και γερμανικό και διεθνές Κόμμα ταυτόχρονα. Τα μέλη ήταν Γερμανοί, Σκανδιναβοί, Ολλανδοί, Ούγγροι, Τσέχοι, Νοτιοσλάβοι, Ρώσοι και Αλσατοί. Οπως μας αναφέρει ο Ενγκελς, ακόμα ένας ένστολος Αγγλος αξιωματούχος της φρουράς έπαιρνε μέρος στις συνελεύσεις της Ενωσης στο Λονδίνο ως «τακτικός θαμώνας»[4].

Στην Ενωση, μιλούσαν είκοσι διαφορετικές γλώσσες. Η «γλώσσα συναναστροφής» ήταν η γερμανική. Ο πυρήνας της Ενωσης ήταν οι ράπτες, προπαντός οι Γερμανοί. Στο Παρίσι, τα γερμανικά ήταν η κυρίαρχη γλώσσα στον τομέα της ραπτικής. Ο Ενγκελς αναφέρει ένα Νορβηγό ράπτη, που, μετά από δεκαοχτώ μήνες διαμονής στο Παρίσι, δεν ήξερε ούτε λέξη γαλλικά, είχε μάθει όμως θαυμάσια τα γερμανικά[5].

Τα μέλη της Ενωσης ήταν σχεδόν αποκλειστικά χειρώνακτες. Οι περιπλανώμενοι καλφάδες, από τη μια μεριά, ήταν «φορείς» κομμουνιστικών ιδεών και οργανώσεων. Εμαθαν στη Γαλλία, Αγγλία και Ελβετία τις σοσιαλιστικές και κομμουνιστικές ιδέες του γαλλικού ουτοπικού σοσιαλισμού και του αγγλικού χαρτισμού, και διέδωσαν τις ιδέες του εργατικού κομμουνισμού του Βίλχελμ Βάιτλινγκ (Wilhelm Weitling) και έπειτα των Μαρξ-Ενγκελς. Από την άλλη μεριά, οι χειρώνακτες ήταν ακόμα εγκλωβισμένοι σε μια «μάζα κληρονομημένων συντεχνιακών αντιλήψεων». Η μεγάλη βιομηχανία μηχανών ήταν ακόμα υπό ανάπτυξη και μαζί της και οι σύγχρονοι βιομηχανικοί εργάτες.

Από τη μια μεριά, οι εκμεταλλευτές αυτών των χειρωνακτών ήταν οι ίδιοι ακόμα μικροεργοδότες, και από την άλλη μεριά, όλοι έλπιζαν να γίνουν τελικά επίσης μικροεργοδότες. «Είναι προς πολύ μεγάλη τιμή τους», έγραφε ο Ενγκελς, «ότι αυτοί, που δεν ήταν τότε ακόμα ολοκληρωμένοι προλετάριοι, αλλά μονάχα ένα εξάρτημα της μικροαστικής τάξης που βρισκόταν στο μεταβατικό στάδιό του προς το σύγχρονο προλεταριάτο, που δεν βρισκόταν ακόμα σε άμεση αντίθεση με την αστική τάξη, δηλαδή με το μεγάλο κεφάλαιο – ότι αυτοί οι βιοτέχνες ήταν σε θέση να αντιληφθούν προκαταβολικά με το ένστικτό τους τη μελλοντική τους εξέλιξη και να συγκροτηθούν, αν και όχι εντελώς συνειδητά ακόμα, σε ένα προλεταριακό κόμμα.

Ηταν, επίσης αναπόφευκτο το γεγονός, ότι σκόνταφταν κάθε στιγμή πάνω στις παλιές προκαταλήψεις, που είχαν σαν βιοτέχνες, κάθε φορά που επρόκειτο να γίνει συγκεκριμένη κριτική της υπάρχουσας κοινωνίας, δηλαδή κάθε φορά που επρόκειτο να αναλυθούν τα οικονομικά γεγονότα. Και δεν πιστεύω, ότι τότε σ’ όλη την Ενωση υπήρχε έστω και ένας άνθρωπος, που να είχε διαβάσει ποτέ ένα οικονομολογικό σύγγραμμα. Αλλά αυτό δεν ήταν μεγάλο κακό. Η «ισότητα», η «αδελφότητα» και η «δικαιοσύνη» βοηθούσαν προσωρινά να ξεπερνούν κάθε θεωρητική δυσκολία»[6].

Ο χαρακτηρισμός αυτός των μελών της Ενωσης των Δικαίων ισχύει και για την Ενωση των Κομμουνιστών. Οι ιδέες του «Μανιφέστου» δεν έγιναν θεωρητικό κτήμα των μελών δύο βδομάδες κιόλας μετά από τη δημοσίευσή του. Και όμως: χωρίς θεωρία δεν μπορούσε να σχηματιστεί κόμμα σε επιστημονική βάση. Χωρίς την επεξεργασία της υλιστικής αντίληψης της ιστορίας, έστω πρώτα σε «κύριες γραμμές», δεν μπορούσε να υπάρχει ούτε «Μανιφέστο» ούτε κομμουνιστικό κόμμα.

Ο Ενγκελς έγραφε: «Αυτή η ανακάλυψη που ανάτρεψε την ιστορική επιστήμη, που όπως βλέπουμε είναι στην ουσία έργο του Μαρξ -και που μόνο μια πολύ μικρή συμμετοχή σε αυτή μπορώ να καταλογήσω στον εαυτό μου- είχε άμεση σημασία για το εργατικό κίνημα της εποχής εκείνης. Ο κομμουνισμός των Γάλλων και των Γερμανών, ο χαρτισμός των Αγγλων φαίνονταν τώρα πια όχι σαν κάτι το τυχαίο, σαν κάτι το οποίο θα μπορούσε επίσης και να μην υπάρχει… Και ο κομμουνισμός δε σημαίνει στο εξής: να εκκολάπτουμε με τη φαντασία ένα όσο το δυνατό πιο τέλειο κοινωνικό ιδεώδες, αλλά: να κατανοήσουμε τη φύση, τις συνθήκες και τους γενικούς σκοπούς – που απορρέουν από αυτές τις συνθήκες – της πάλης που διεξάγει το προλεταριάτο»[7].

Οι βασικές ιδέες του «Καταστατικού της Ενωσης των Κομμουνιστών» – στη σύνταξη του οποίου έλαβαν μέρος οι Μαρξ και Ενγκελς – εμπεριείχαν γενικές αρχές οι οποίες και σήμερα εξακολουθούν να είναι δεσμευτικές για ένα κομμουνιστικό κόμμα.

Στο πρώτο Συνέδριο της Ενωσης, τον Ιούνιο του 1847, τις επεξεργάστηκαν, έπειτα τέθηκαν για σχεδόν έξι μήνες στη διάθεση των μελών της Ενωσης για συζήτηση και, τελικά, έγιναν δεκτές στο δεύτερο Συνέδριο της Ενωσης, στις 8 Δεκεμβρίου του 1847, κατόπιν και άλλης ακόμα διαβούλευσης.

Σύμφωνα με το άρθρο 1 του «Καταστατικού», «…ο στόχος της Ενωσης… είναι η ανατροπή της αστικής τάξης, η κυριαρχία του προλεταριάτου, η αναίρεση της παλαιάς αστικής κοινωνίας της στηριγμένης σε ταξικές αντιθέσεις, καθώς και η εγκαθίδρυση μιας νέας κοινωνίας χωρίς τάξεις και ατομική ιδιοκτησία».

Στο άρθρο 2, καθορίζονταν οι όροι για συμμετοχή των μελών. Ανάμεσα στους επτά όρους, αναφέρονταν ένας «ανάλογος τρόπος ζωής και δράσης», «επαναστατική ενέργεια και ζήλος στην προπαγάνδα», «αποδοχή του κομμουνισμού» και «υποταγή στις αποφάσεις της Ενωσης».

Στα άρθρα 6-36, περιλαμβάνονταν: Η διαρθρωτική οργάνωση της Ενωσης, η διαίρεση με βάση τους δήμους και περιφέρειες, οι αρμοδιότητες των κεντρικών αρχών, η σχέση ανάμεσα στα μέλη και την καθοδήγηση σύμφωνα με τις αρχές του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού. Σημαντική είναι η εξής πρόταση του άρθρου 27: «Αν στις κεντρικές αρχές η συζήτηση για ορισμένα ζητήματα φαίνεται να έχει γενικό και άμεσο ενδιαφέρον, τότε οφείλουν να καλέσουν όλη την Ενωση σε συζήτηση γι’ αυτά». Η φράση αυτή αφορούσε κυρίως τα βασικά ζητήματα στρατηγικής και τακτικής της Ενωσης. Η συγκεκριμένη εφαρμογή στις περιφέρειες και στις κοινότητες πραγματοποιόταν ανάλογα με τις τοπικές συνθήκες. Σε περίπτωση που παραβιάζονταν οι όροι της ιδιότητας του μέλους, τα άρθρα 37-40 πρόβλεπαν ακόμα και τον αποκλεισμό, για τον οποίο, οριστικά, «μόνο το Συνέδριο» μπορούσε να αποφασίσει.

Τα άρθρα 41 και 42 πρόβλεπαν μέτρα για την προστασία του Κόμματος από υπονομευτές. Οι αρχές των περιφερειών έκριναν τα αδικήματα κατά της Ενωσης και όφειλαν να φροντίσουν για την εκτέλεση των καταδικαστικών αποφάσεων. Τα ύποπτα υποκείμενα έπρεπε να τα παρακολουθούν και να τα εξουδετερώνουν.

Στα άρθρα 43-49, ρυθμίζονταν τα οικονομικά της Ενωσης. Το Συνέδριο καθόριζε για κάθε χώρα το ύψος της συνδρομής των μελών[8].

Ο Λένιν, αργότερα, σύνδεσε κατά τρόπο ουσιαστικό την κομματική του θεωρία με τα βασικά αποφθέγματα του Καταστατικού της Ενωσης του 1847: Αναγνώριση του προγράμματος, ενεργητική συμμετοχή σε μια οργάνωση βάσης του Κόμματος, τακτική συνδρομή, αιρετότητα όλων των επαγγελματικών στελεχών, υποταγή στις αποφάσεις των εκλεγμένων κομματικών ηγεσιών, λογοδοσία από όλους, το Συνέδριο σαν ανώτατο κομματικό όργανο, δημοκρατικός συγκεντρωτισμός.

Μετά την ήττα της Επανάστασης, η Ενωση βρέθηκε πάλι αναγκασμένη να δουλεύει παράνομα, να περάσει σε συνωμοτικές μεθόδους κομματικής δραστηριότητας, διότι οι επαναστατικές οργανώσεις καταπιέζονταν ανελέητα. Ο Μαρξ και ο Ενγκελς, στην «προσφώνηση της Κεντρικής Αρχής προς την Ενωση» του Μάρτη 1850, προτάθηκαν να κάνουν κάποιες σημαντικές διευκρινίσεις για την κομματική θεωρία σε σχέση με την επαναδιοργάνωση της Ενωσης. Οι απόψεις που υπήρχαν στο «Μανιφέστο», έλεγαν, αποδείχτηκαν σωστές στην Επανάσταση. Ταυτόχρονα, όμως, χαλάρωσε η οργάνωση της Ενωσης, ενώ το δημοκρατικό κόμμα των μικροαστών στερεώθηκε. Γι’ αυτό το εργατικό κόμμα περνούσε όλο και περισσότερο στην επίδραση των μικροαστών δημοκρατών.

Σε αρκετά σημεία της προσφώνησής τους, ο Μαρξ και ο Ενγκελς τόνισαν την ανάγκη της αυτοτέλειας του εργατικού κόμματος και καθόρισαν πεντακάθαρα τη «σχέση του επαναστατικού εργατικού κόμματος προς τη μικροαστική δημοκρατία» – προς εκείνους τους «ρεπουμπλικάνους μικροαστούς που αυτοαποκαλούνται τώρα κόκκινοι και σοσιαλδημοκράτες» – «Πάει μαζί της ενάντια στην ομάδα που το επαναστατικό εργατικό κόμμα επιδιώκει την ανατροπή της, αντιτάσσεται στη μικροαστική δημοκρατία σε όλα εκείνα με τα οποία η μικροαστική δημοκρατία θέλει να στεριώσει τη θέση της»[9].

Γιατί, «οι δημοκράτες μικροαστοί, που καθόλου δε θέλουν να ανατρέψουν ολόκληρη την κοινωνία προς το συμφέρον των επαναστατών προλετάριων, επιδιώκουν μια αλλαγή των κοινωνικών συνθηκών, έτσι που η κοινωνία που υπάρχει να τους γίνει όσο το δυνατό πιο υποφερτή και βολική…». Για τους εργάτες, είναι «πριν απ’ όλα βέβαιο ότι πρόκειται να παραμείνουν μισθωτοί εργάτες, όπως και πριν, μόνο που οι δημοκράτες μικροαστοί εύχονται στους εργάτες καλύτερο μισθό και μια πιο ασφαλισμένη ζωή και ελπίζουν να το πετύχουν αυτό με τη μερική απασχόλησή τους από το κράτος, και με μέτρα φιλανθρωπίας, με δυο λόγια, ελπίζουν να εξαγοράσουν τους εργάτες με λίγο-πολύ σκεπασμένες ελεημοσύνες και να σπάσουν την επαναστατική τους δύναμη, κάνοντας προσωρινά υποφερτή την κατάστασή τους»[10].

Ο Μαρξ και ο Ενγκελς σκιαγράφησαν σε συγκεντρωμένη μορφή την αντίληψή τους σχετικά με τη μονιμότητα της επανάστασης την οποία συνέχισε ο Λένιν αργότερα κάτω από ιμπεριαλιστικές προϋποθέσεις και τη διευκρίνισε περαιτέρω στην εργασία του: «Δύο τακτικές της σοσιαλδημοκρατίας στη δημοκρατική επανάσταση». Η σκέψη αυτή της μονιμότητας της επανάστασης εξακολουθεί να έχει σημασία και σήμερα – μετά την ήττα του ευρωπαϊκού σοσιαλισμού – για την ανάπτυξη μιας επαναστατικής στρατηγικής. «Ενώ οι δημοκράτες μικροαστοί θέλουν να αποτελειώσουν την επανάσταση όσο το δυνατό πιο γρήγορα και με την πραγματοποίηση το πολύ-πολύ των παραπάνω διεκδικήσεων, συμφέρον δικό μας και καθήκον δικό μας είναι να κάνουμε την επανάσταση διαρκή, ώσπου όλες οι λίγο-πολύ ιδιοχτήτριες τάξεις να ’χουν απωθηθεί από την εξουσία, ώσπου να έχει κατακτηθεί η κρατική εξουσία από το προλεταριάτο, και ώσπου η συνένωση των προλετάριων, όχι μονάχα σε μία χώρα, αλλά σε όλες τις κυρίαρχες χώρες του κόσμου, να έχει προχωρήσει τόσο, που να ’χει σταματήσει ο συναγωνισμός ανάμεσα στους προλετάριους αυτών των χωρών και ώσπου να συγκεντρωθούν στα χέρια των προλετάριων τουλάχιστον οι αποφασιστικές παραγωγικές δυνάμεις. Εμείς δεν μπορεί να αποβλέπουμε στην αλλαγή της ατομικής ιδιοκτησίας, αλλά μονάχα στην εκμηδένισή της, δεν μπορεί να αποβλέπουμε στην απόκρυψη των ταξικών αντιθέσεων, μα στην κατάργηση των τάξεων, δεν μπορεί να αποβλέπουμε στην καλυτέρευση της σημερινής κοινωνίας, μα στην ίδρυση μιας νέας κοινωνίας»[11].

Το εργατικό κόμμα δε θα «εξυπηρετήσει σαν χορωδία κλακαδόρων» τους αστούς δημοκράτες. Η Ενωση όφειλε να επιδιώξει να «δημιουργήσουν, πλάι στους επίσημους δημοκράτες, μια ανεξάρτητη μυστική και ανοιχτή οργάνωση του εργατικού κόμματος. Πρέπει ακόμα την κάθε κοινότητα να την μετατρέψουν σε κέντρο και πυρήνα εργατικών ενώσεων, όπου η θέση και τα συμφέροντα του προλεταριάτου θα συζητιούνται ανεξάρτητα από τις αστικές επιδράσεις»[12].

Ο Μαρξ και ο Ενγκελς βλέπουν τη δυνατότητα του κοινού αγώνα με τους μικροαστούς δημοκράτες να υπάρχει και χωρίς να ενωθούν μαζί τους. Ομως, βλέπουν και τα όρια και τους κινδύνους αυτού του κοινού αγώνα και, μάλιστα, με μια καθαρότητα, λες και οι κομμουνιστές δεν είχαν μπροστά τους ακόμα τη χαμένη επανάσταση των 1918/’19, αλλά ήδη την είχαν πίσω τους: «Για την περίπτωση της πάλης ενάντια σ’ έναν κοινό αντίπαλο δε χρειάζεται καμιά ιδιαίτερη συνένωση. Οταν χρειαστεί να καταπολεμηθεί άμεσα ένας τέτιος αντίπαλος, συμπίπτουν τα συμφέροντα και των δυό κομμάτων για τη στιγμή αυτή, κι όπως γινόταν ως τώρα θ’ αποκατασταθεί και στο μέλλον αυτή η σύνδεση που είναι υπολογισμένη μονάχα για τη στιγμή αυτή.

Είναι αυτονόητο ότι στις μελλοντικές αιματηρές συγκρούσεις, καθώς και σ’ όλες τις προηγούμενες,κυρίως οι εργάτες θα υποχρεωθούν να καταχτήσουν τη νίκη με το θάρρος τους, με την αποφασιστικότητά τους και με την αυτοθυσία τους. Και όπως γινόταν ως τα τώρα, και στον αγώνα αυτόν οι μικροαστοί σα μάζα θα φερθούν για όσο μπορεί μεγαλύτερο χρονικό διάστημα διστακτικά, αναποφάσιστα, παθητικά, για να σφετεριστούν ύστερα, μόλις θάχει κριθεί ο αγώνας, τη νίκη, για να ζητήσουν από τους εργάτες να ησυχάσουν και να γυρίσουν στα σπίτια τους, στη δουλιά τους, για να προλάβουν τις λεγόμενες ακρότητες και για ν’ αποκλείσουν το προλεταριάτο από τους καρπούς της νίκης».

Και το ΕΣΚΓ (Ενιαίο Σοσιαλιστικό Κόμμα Γερμανίας), μετά από την κοινή νίκη πάνω στο φασισμό το 1945 και προειδοποιημένο από την ήττα των κομμουνιστών μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, πιθανόν να έλαβε υπόψη την εξής συμβουλή των Μαρξ-Ενγκελς: «Δεν είναι στο χέρι των εργατών να εμποδίσουν τους μικροαστούς δημοκράτες να το κάνουν αυτό, είναι όμως στο χέρι τους να τους δυσκολέψουν την επικράτηση πάνω στο ένοπλο προλεταριάτο και να τους υπαγορεύσουν τέτιους όρους, που η κυριαρχία των αστών δημοκρατών να περικλείνει από τα πριν το σπέρμα του αφανισμού της και να διευκολύνει σημαντικά τον παραμερισμό της κυριαρχίας των αστών δημοκρατών από την κυριαρχία του προλεταριάτου»[13].

Στην «προσφώνηση», εμπεριέχεται και η ιδέα μιας «διπλής κυριαρχίας» μετά από μια δημοκρατική επανάσταση. Οι προλετάριοι «πρέπει πλάι στις νέες επίσημες κυβερνήσεις, να εγκαθιστούν ταυτόχρονα δικές τους επαναστατικές εργατικές κυβερνήσεις, είτε με τη μορφή κοινοτικών διοικήσεων, κοινοτικών συμβουλίων, είτε με τη μορφή εργατικών λεσχών ή εργατικών επιτροπών…». Εννοείται ότι «…οι εργάτες πρέπει να είναι οπλισμένοι και οργανωμένοι»[14]. «Μα οι ίδιοι θα συντελέσουν περισσότερο απ’ όλα στην τελική νίκη τους, όταν ξεκαθαρίσουν στον εαυτό τους τα ταξικά τους συμφέροντα, όταν πάρουν την αυτοτελή κομματική τους θέση όσο μπορεί πιο γρήγορα, όταν δεν παρασυρθούν ούτε στιγμή από τα υποκριτικά λόγια των δημοκρατών μικροαστών και όταν δεν ξεφύγουν από το δρόμο της ανεξάρτητης οργάνωσης του κόμματος του προλεταριάτου. Η πολεμική τους κραυγή πρέπει να είναι: Διαρκής επανάσταση»[15].

Στο «Μανιφέστο» και στο «Καταστατικό» της Ενωσης, ο Μαρξ και ο Ενγκελς έδοσαν προσανατολισμό για την εγκαθίδρυση της «κυριαρχίας του προλεταριάτου». Στο σύγγραμμά του: «Οι ταξικοί αγώνες στη Γαλλία από το 1848 μέχρι το 1850», ο Μαρξ αξιολόγησε την ήττα της εξέγερσης του Ιούνη των εργατών του Παρισιού που προκλήθηκε από την αστική τάξη. «… η ήττα του έπεισε το παρισινό προλεταριάτο για την αλήθεια ότι και η πιο παραμικρή καλυτέρευση της κατάστασής του παραμένει ουτοπία μέσα στα πλαίσια της αστικής δημοκρατίας, μια ουτοπία που γίνεται έγκλημα μόλις θελήσει να γίνει πραγματικότητα. Στη θέση των διεκδικήσεων που ήταν υπερβολικές στη μορφή, μικρόπρεπες και μάλιστα αστικές στο περιεχόμενο, και που ήθελε να τις αποσπάσει από τη δημοκρατία του Φλεβάρη, μπήκε το θαρραλέο επαναστατικό μαχητικό σύνθημα: «Ανατροπή της αστικής τάξης! Δικτατορία της εργατικής τάξης»[16].

Επομένως, η κατηγορία του επιστημονικού σοσιαλισμού, η «δικτατορία του προλεταριάτου», που τόσο πολλοί αμφισβητούν σήμερα, ήταν η θεωρητική αντανάκλαση των εμπειριών του παρισινού προλεταριάτου με τον ταξικό αγώνα! Ο Μαρξ και ο Ενγκελς επέμειναν στη θεωρία αυτή μέχρι το τέλος της ζωής τους. Η «δικτατορία του προλεταριάτου» δεν αποκλείει τη δημοκρατία αλλά τονίζει τον ταξικό της χαρακτήρα. Αυτό ήταν σαφές μέχρι το 1852. Επεξεργάστηκαν περαιτέρω τις θεωρητικές αντανακλάσεις της πείρας των ταξικών αγώνων της επαναστατικής περιόδου 1848-1850 στα επόμενα χρόνια, ιδιαίτερα στην Παρισινή Κομμούνα.

 

 

Η ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΑΠΟ ΤΟ 1852 ΣΤΟ 1895

 

 

Πρόκειται για την περίοδο της πλήρους διαμόρφωσης του καπιταλισμού του ελεύθερου ανταγωνισμού σε διεθνές επίπεδο, της διαμόρφωσης του σύγχρονου βιομηχανικού προλεταριάτου, των προλεταριακών μαζικών οργανώσεων, της ίδρυσης και της ανάπτυξης κομμουνιστικών κομμάτων, που ονομάζονταν εκείνη την εποχή σοσιαλδημοκρατικά, καθώς και η εμπέδωση του μαρξισμού στο διεθνές εργατικό κίνημα.

Παρ’ όλη τη βίαιη καταστολή των αστικών δημοκρατικών επαναστάσεων στην Ευρώπη, δεν μπόρεσαν οι παλαιές φεουδαρχικές αντιδραστικές δυνάμεις να συνεχίσουν να κυβερνούν με τον παλαιό τρόπο.

Στη Γαλλία, δημιουργήθηκε ο Βοναπαρτισμός σαν τρόπος κυριαρχίας με τη μορφή της δεύτερης αυτοκρατορίας κάτω από την οποία μπόρεσε ο καπιταλισμός να αναπτυχθεί. Στην Πρωσία, σαν πιο ισχυρό κράτος της Γερμανίας, σχηματίστηκε από την αστική τάξη και τους μεγάλους γαιοκτήμονες ένας συνασπισμός των εκμεταλλευτών κάτω από την αιγίδα του Μπίσμαρκ, μια μορφή ειδική και ιδιαίτερα ωραία του πρωσογερμανικού Βοναπαρτισμού. Εκείνη την εποχή, στη Γερμανία, η αστική τάξη εξελίχθηκε σε οικονομικά πιο ισχυρή, αλλά μαζί της μεγάλωσε και ο αντίπαλος με τη μορφή του σύγχρονου βιομηχανικού προλεταριάτου και, έτσι, η βασική αντίθεση μισθωτής εργασίας – κεφαλαίου έγινε η βασική αντίθεση και ιστορική κινητήρια δύναμη και αυτό όχι μόνο στη Γερμανία.

Στις δεκαετίες ’50 και ’60, η βιομηχανική επανάσταση στη Γερμανία μπήκε στην αποφασιστική της φάση. Δημιουργήθηκαν νέα εργοστάσια. Στη βιομηχανία μετάλλου, μπήκαν ο τόρνος, τα τρυπάνια, η ατμόσφυρα και, στη βιομηχανία υφασμάτων, οι κλωθομηχανές και μηχανικά αργαλειά. Η δεκαετία του ‘50 ήταν η δεκαετία της πιο γρήγορης αύξησης της βιομηχανικής παραγωγής στη Γερμανία. Η Γερμανία εξελίχθηκε το 19ο αιώνα από αγροτική σε βιομηχανική χώρα.

Ο πληθυσμός της Πρωσίας αυξήθηκε από το 1849 μέχρι το 1861 κατά 13% και ο αριθμός των απασχολημένων στη βιομηχανία και στη χειροτεχνία κατά 21%. Ο αριθμός των βιομηχανικών εργατών στη μεταλλουργία σιδήρου υπερδιπλασιάστηκε και, στις κατασκευές μηχανών, συρμών και στα ανθρακωρυχεία, τριπλασιάστηκε.

Μαζί με τη συγκέντρωση κεφαλαίου και παραγωγής, προχώρησε και η συγκέντρωση εργατών στις μεγαλοεπιχειρήσεις. Ο αριθμός των εργατών στα εργοστάσια μηχανών ανερχόταν στη δεκαετία του ’50, 33 έως 66 κατά μέσο όρο, στα ανθρακωρυχεία 60 έως 148. Ο Κρουπ στην Εσση και ο Στουμ στο Ζάαρ απασχολούσαν στις επιχειρήσεις τους ήδη πάνω από 1000 εργάτες.

Τους εργάτες τους εκμεταλλεύονταν ανελέητα. Οι ώρες εργασίες ανέρχονταν σε 12 έως 14. Οι κοινωνικές ασφαλίσεις εκείνη την εποχή ήταν ακόμα ξένες λέξεις. Στη δεκαετία του ’50, η εκτατική μορφή της εκμετάλλευσης ήταν ακόμα η επικρατέστερη, αλλά, στη δεκαετία του ’60, επιβαλλόταν όλο και περισσότερο η εντατική εκμετάλλευση. Κάτω από τις συνθήκες αυτές, οι αντικειμενικές προϋποθέσεις για την εμφάνιση και την ανάπτυξη επαναστατικών εργατικών κομμάτων σαν μαζικών κομμάτων ήταν δοσμένες πια στις καπιταλιστικά πιο αναπτυγμένες χώρες.

Η διαμόρφωση και η ανάπτυξη πολιτικών οργανώσεων της εργατικής τάξης, ιδίως του κόμματός της, εξαρτιόταν από την ανάπτυξη της ταξικής τους συνείδησης. Η πολιτική ταξική συνείδηση δεν μπόρεσε – και δεν μπορεί – να δημιουργηθεί αυθόρμητα. Ακριβώς κάτω από αυτό το πρίσμα, η θεωρητική δημιουργία των Μαρξ -Ενγκελς εκείνη την εποχή έχει μια θεμελιακά δημιουργική δύναμη για το προτσές της διαμόρφωσης κομμάτων. Ο επιστημονικός σοσιαλισμός, που επεξεργάστηκαν ο Μαρξ και ο Ενγκελς, ήταν η θεωρητική έκφραση του επαναστατικού εργατικού κινήματος. Η σύνδεση του επιστημονικού σοσιαλισμού -του μαρξισμού, όπως λέμε σήμερα- με το αυθόρμητο εργατικό κίνημα ήταν το κύριο συστατικό μέρος της δουλιάς των Μαρξ – Ενγκελς μέχρι το θάνατό τους. Ο διαχωρισμός της θεωρίας του Μαρξ που ξανά και ξανά επιχειρείται από την αστική ιστοριογραφία ιδιαίτερα της πολιτικής οικονομίας του, από το εργατικό κίνημα, η μετατροπή του Μαρξ σε συμπαθητικό μικροαστό οικονομολόγο που μπορεί κανείς στην ανάγκη να τον παραθέτει, αποτελεί μέχρι σήμερα μια συνηθισμένη νόθευση, είναι η «αποεπαναστατικοποίησή» του. Ετσι, μαθαίνουμε ότι η διδασκαλία του Μαρξ για την ταξική πάλη ήταν μια «πλάνη».

Από την εποχή του Μαρξ και του Ενγκελς, η θεωρητική ανάπτυξη δε συντελείται δίπλα στο κομμουνιστικό κόμμα, αλλά είναι προϊόν της ίδιας της κομματικής δραστηριότητας, των κομματικών ιδεολόγων. Αυτό δεν αποκλείει το γεγονός επιστήμονες που δεν ήταν ή δεν είναι μέλη του κόμματος να έχουν συμβάλει ή να μπορούν να συμβάλλουν επίσης αξιόλογα στη θεωρία του επιστημονικού σοσιαλισμού.

Ωστόσο, και αυτή η θεωρητική συμβολή που την επεξεργάστηκαν έξω από το Κόμμα, δε νοείται χωρίς να συσχετιστούν με το Κόμμα. Το ότι αυτό συνέβαινε, προκύπτει από ένα γράμμα του Μαρξ στο Βάιντεμαγιερ (Weydemeyer) στον οποίο γράφει ότι, από τη δίκη της Κολωνίας κατά των κομμουνιστών (1852), είχε «αποσυρθεί τελείως στο δωμάτιό του για να μελετήσει» και ότι έλπιζε να επιτύχει «μια επιστημονική νίκη του Κόμματός μας»[17].

Ο Μαρξ με την επεξεργασία του «Κεφαλαίου» στις δεκαετίες του ’50 και ’60 πέτυχε μια απαράμιλλη νίκη του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος, που δεν μπόρεσαν μέχρι σήμερα όλοι οι αντεπαναστάτες μαζί να την ακυρώσουν.

Οι εργάτες στα εργοστάσια ήταν ως επί το πλείστον εργάτες της πρώτης γενιάς. Η πλειοψηφία προερχόταν από την ύπαιθρο, εν μέρει ήταν κατεστραμμένοι μικροαστοί χειρώνακτες που δεν μπόρεσαν να ανταγωνιστούν τη μηχανική παραγωγή. Ετσι, η ταξική συνείδηση δεν ήταν και πολύ αναπτυγμένη στις αρχές της δεκαετίας του ’50. Οι εργάτες σε μια συνεχή πάλη ενάντια στους καπιταλιστές επιχειρηματίες, οργανώθηκαν αυθόρμητα σε συνδικαλιστικούς συνδέσμους οι οποίοι πρώτα ήταν πολύ χαλαροί και δεν πρέπει να μπερδευτούν με τα μεταγενέστερα ισχυρά συνδικάτα. Και μετά από τη διάλυση της Ενωσης των Κομμουνιστών, η πλειοψηφία των μελών παρέμειναν κομμουνιστές και ασχολούνταν με μυστική πολιτική προπαγάνδα.

Οι σύνδεσμοι των καλφάδων, οι εργατικές ενώσεις, οι κοινότητες των ταμείων βοήθειας και εργατικών συλλόγων, αποτέλεσαν μορφές οργάνωσης. Γνωρίζουμε στη δεκαετία του ’50, οκτακόσιους (800) τοπικούς εργατικούς συλλόγους. Από το 1852 μέχρι το 1859 πραγματοποιήθηκαν πάνω από 100 απεργίες, τα σχολεία της ταξικής πάλης. Ωστόσο, οι προλετάριοι καλφάδες εξακολούθησαν να παίζουν πρωτοποριακό ρόλο. Διέθεταν τη μεγαλύτερη αγωνιστική πείρα από τα χρόνια της επανάστασης. Στις αρχές της δεκαετίας του ’60, δημιουργήθηκαν στη Γερμανία οι πρώτες νέες πανεθνικές συνδικαλιστικές ενώσεις. Και πάλι ήταν οι καλφάδες, όπως ο Καλφάς – τσαγκάρης Ιούλιους Φάλταϊχ (Julius Vahlteich) και ο παρασκευαστής πούρων Φρίντριχ Βίλχελμ Φρίτζε (Friedrich Wilhelm Fritzche) που πήραν την πρωτοβουλία. Ενώ, στις αρχές της δεκαετίας του ’60, υπήρχαν 50, οι ενώσεις εργατών το 1865 είχαν ξεπεράσει τις 100. Καθοδηγητές τους ήταν φιλελεύθεροι και δημοκράτες διανοούμενοι.

Η επίδραση του διεθνούς εργατικού κινήματος προώθησε την ανάπτυξη της συνείδησης, καθώς και τη διαμόρφωση προλεταριακών πολιτικών οργανώσεων ανάμεσα στους Γερμανούς εργάτες. Το καλοκαίρι του 1862, αστοί δημοκράτες έδωσαν σε μια εργατική αντιπροσωπεία τη δυνατότητα να επισκεφτεί την παγκόσμια έκθεση του Λονδίνου. Τα μέλη της αντιπροσωπείας αξιοποίησαν τη διαμονή τους στο Λονδίνο για επαφές με αντιπροσώπους του αγγλικού εργατικού κινήματος και επισκέφθηκαν εκεί τη θρυλική Κομμουνιστική Ενωση Εργατών, που ιδρύθηκε από τους Μαρξ – Ενγκελς. Επομένως, και οι παγκόσμιες εκθέσεις μπορούν να είναι άκρως χρήσιμες.

Οπως και σε άλλες καπιταλιστικά αναπτυγμένες χώρες, ωρίμασε ανάμεσα στους Γερμανούς εργάτες σιγά-σιγά η διαπίστωση ότι χρειάζονται ένα δικό τους πολιτικό κόμμα. Δεν ήταν τίποτα το καινούργιο, άλλωστε. Φαίνεται να είναι μια διαδικασία που συνεχώς επαναλαμβάνεται στην παγκόσμια ιστορία το ότι κάποιες γνώσεις, σε περιόδους ήττας, χάνονται, ξεχνιούνται ή ακόμη θεωρούνται υποτιθέμενη «αιτία» για την ήττα, ως «λαθεμένες», για να ανακαλυφθούν εκ «νέου», όταν οι ταξικοί αγώνες πάρουν νέα άνοδο. Η πρωτοβουλία για σχηματισμό κόμματος ξεκίνησε από την Ενωση Εργατών της Λειψίας, η οποία κάλεσε – με μια επιστολή το Νοέμβρη 1862 – σε ένα Πανγερμανικό Συνέδριο εργατών στη Λειψία για το έτος 1863, με την προϋπόθεση «ότι η Υψηλή Βασιλική Σαξονική Κρατική Κυβέρνηση θα παρατείνει την άδεια που έχει δοθεί για το Νοέμβριο, και για αυτό το μεταγενέστερο χρόνο»[18]. Η Υψηλή Βασιλική Σαξονική Κρατική Κυβέρνηση ευγενέστατα παραχώρησε την άδεια.

Στις 23 Μαΐου 1863, ιδρύθηκε η Γενική Γερμανική Ενωση Εργατών (ADAV) στη Λειψία. Μεταξύ των αντιπροσώπων ήταν ο Ιούλιους Φάλταϊχ και ο Φρίντριχ Βίλχελμ Φρίτζε. Ο Φερντινάντ Λασσάλ (Ferdinand Lassale) εκλέχθηκε για 5 χρόνια πρόεδρος της ADAV και ο Φάλταϊχ γραμματέας. Ο Λασσάλ συμμετείχε με τρόπο ουσιαστικό στην ίδρυση της ADAV, όμως η πρωτοβουλία ξεκινούσε από τους εργάτες. Με την ίδρυση της ADAV συντελέστηκε ο οργανωτικός διαχωρισμός του εργατικού κινήματος από τα αστικά κόμματα. Εκεί βρισκόταν η ιστορική της σημασία, καθώς επίσης η αξία της.

Ηταν σωστό ότι ο Λασσάλ προσανατόλισε την εργατική τάξη στον πολιτικό αγώνα για την επιβολή κοινωνικών απαιτήσεων, καθώς και για την απόκτηση του γενικού εκλογικού δικαιώματος. Το σοβαρό ιστορικό του λάθος συνίστατο στο ότι περιόριζε τον αγώνα της εργατικής τάξης στην απόκτηση του γενικού εκλογικού δικαιώματος, έβλεπε στο γενικό εκλογικό δικαίωμα, δηλαδή στον αστικό κοινοβουλευτισμό, την πανάκεια για τη χειραφέτηση της εργατικής τάξης, αρνούνταν τον οικονομικό ταξικό αγώνα με βάση το «σιδερένιο νόμο των αμοιβών», που είχε εφεύρει ο ίδιος, την ταξική πάλη για την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας, καθώς και την αναγκαιότητα της εγκαθίδρυσης της δικτατορίας του προλεταριάτου, γι’ αυτό, όμως, εγκαθίδρυσε την προσωπική του δικτατορία στην ADAV.

Εκεί μέσα φάνηκε το παράδοξο, που παρουσιάζεται συχνά στην ιστορία του διεθνούς εργατικού κινήματος: Πολιτική πρόοδος μέσω της διαμόρφωσης μιας αυτοτελούς οργάνωσης υπό τη μορφή ενός πολιτικού κόμματος με μικροαστικό-ρεφορμιστικό πρόγραμμα που μπορεί να υιοθετήσει μέχρι και αντιδραστικά χαρακτηριστικά. Αυτή η διφορούμενη στάση του Λασσάλ έγινε φανερή στη γνωστή «Ανοικτή Απάντηση» προς την ΚΕ για τη σύγκληση του Εργατικού Συνεδρίου της 1ης Μαρτίου του 1863 που προαναφέραμε: «Η τάξη των εργατών οφείλει να συνταχθεί ως αυτοτελές πολιτικό κόμμα και να κάνει το γενικό, ίσο και άμεσο εκλογικό δικαίωμα βασικό σύνθημα και λάβαρο αυτού του κόμματος. Μόνο η αντιπροσώπευση της εργατικής τάξης στα νομοθετικά σώματα της Γερμανίας μπορεί να ικανοποιήσει τα νόμιμα συμφέροντά της από πολιτική άποψη. Το πρόγραμμα του εργατικού κόμματος είναι και πρέπει να είναι από πολιτική άποψη το άνοιγμα μιας ειρηνικής και έννομης ζύμωσης γι’ αυτό το στόχο με όλα τα έννομα μέσα».

Η οικονομική επιχειρηματολογία του Λασσάλ πάει ακόμα πιο πίσω από αυτή των κλασικών Αγγλων οικονομολόγων. «Η αναίρεση του κέρδους των επιχειρηματιών με τον πιο ειρηνικό, νόμιμο και απλό τρόπο, δηλαδή με το να οργανώνεται η εργατική τάξη σαν επιχειρηματίας του εαυτού της μέσω εθελοντικών συνεταιρισμών…». Ηταν, έλεγε, «καθήκον του κράτους, ακόμα και χρέος του να προσφέρει στους εργάτες τα μέσα και τη δυνατότητα να αυτοοργανωθούν και να αυτοσυνεταιριστούν…».

Μόνο μέσω του γενικού και άμεσου εκλογικού δικαιώματος θα μπορούσε το κράτος να υποκινηθεί για κάτι τέτιο. Το τελευταίο ήταν, κατά το Λασσάλ, «όχι μόνο η πολιτική, αλλά και η κοινωνική του βασική αρχή … Είναι το μόνο μέσο για τη βελτίωση της υλικής κατάστασης της εργατικής τάξης»[19].

Επομένως, ο Λασσάλ δεν ήθελε την επαναστατική αναίρεση της καπιταλιστικής κοινωνίας, της καπιταλιστικής ατομικής ιδιοκτησίας, ως ιστορικά τελευταίας μορφής της ατομικής ιδιοκτησίας, ούτε την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας από την εργατική τάξη, αλλά τη «βελτίωση της υλικής της κατάστασης». Συνεπώς, ήταν ένα ρεφορμιστικό πρόγραμμα με αδύνατη οικονομική επιχειρηματολογία στο βαθμό που μπορούμε να χαρακτηρίσουμε επιχειρηματολογία την έκθεση ιδεών του. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός, ότι σημερινοί σοσιαλδημοκράτες ιστορικοί θεωρούν αρχή του εργατικού κινήματος την ίδρυση της ADAV και οι κομμουνιστές ιστορικοί την ίδρυση της Ενωσης των Κομμουνιστών και τη δημοσίευση του Μανιφέστου του Κομμουνιστικού Κόμματος. Και οι δύο ιδρύσεις αυτές καθορίζουν την αρχή δύο ρευμάτων στο γερμανικό και το διεθνές εργατικό κίνημα: του επαναστατικού-προλεταριακού και του μικροαστικού-ρεφορμιστικού, που επρόκειτο να γίνουν τα δύο κύρια ρεύματα του διεθνούς εργατικού κινήματος.

 

Σημειώσεις

 

 

1] Φρ. Ενγκελς: «Για την ιστορία της Ενωσης των Κομμουνιστών». «Διαλεχτά Εργα», Μαρξ-Ενγκελς, τ. ΙΙ, σελ. 390. Στο MEW 21/206-224 (γερμανική έκδοση).

[2] Φρ. Ενγκελς: «Για την ιστορία της Ενωσης των Κομμουνιστών». «Διαλεχτά Εργα», Μαρξ-Ενγκελς, τ. ΙΙ, σελ. 390. Στο MEW 21/206-224 (γερμανική έκδοση).

[3] Β. Ι. Λένιν: «Τι είναι “οι φίλοι του λαού” και πώς πολεμούν τους Σοσιαλδημοκράτες;». Απαντα. Εκδοση «Σύγχρονη Εποχή», τόμος Ι, σελ. 135-136. (Γερμανική έκδοση, Διαλεχτά Εργα, 1/129).

[4] Φρ. Ενγκελς: «Για την ιστορία της Ενωσης των κομμουνιστών». «Διαλεχτά Εργα», Μαρξ-Ενγκελς, τ. ΙΙ, έκδ. ΚΕ του ΚΚΕ, 1951, σελ. 395. (Γερμανική έκδοση, στο MEW 21, σελ.210).

[5] Φρ. Ενγκελς: «Για την ιστορία της Ενωσης των κομμουνιστών». «Διαλεχτά Εργα», Μαρξ-Ενγκελς, τ. ΙΙ, έκδο. ΚΕ του ΚΚΕ, 1951, σελ. 395. (Γερμανική έκδοση, στο MEW 21, σελ. 209).

[6] Φρ. Ενγκελς: «Για την ιστορία της Ενωσης των κομμουνιστών». «Διαλεχτά Εργα», Μαρξ-Ενγκελς, τ.ΙΙ, έκδ. ΚΕ του ΚΚΕ, 1951, σελ. 396-397. (Γερμανική έκδοση, στο MEW 21, σελ. 211).

[7] Φρ. Ενγκελς: «Για την ιστορία της Ενωσης των κομμουνιστών». «Διαλεχτά Εργα», Μαρξ-Ενγκελς, τ. ΙΙ, έκδ. ΚΕ του ΚΚΕ, 1951, σελ. 397-398. (Γερμανική έκδοση, στο MEW 21, σελ. 212).

[8] «Καταστατικό της Ενωσης των Κομμουνιστών». (Γερμανική έκδοση MEW 4/596-601).

[9] Κ. Μαρξ-Φρ. Ενγκελς: Διαλεχτά Εργα. «Προσφώνηση της Κεντρικής Επιτροπής στην Ενωση των Κομμουνιστών το Μάρτη του 1850», τόμος Ι, έκδ. ΚΕ του ΚΚΕ, 1951, σελ. 112. (Γερμανική έκδοση, MEW, 7/246 κλπ.).

[10] Κ. Μαρξ-Φρ. Ενγκελς: Διαλεχτά Εργα. «Προσφώνηση της Κεντρικής Επιτροπής στην Ενωση των Κομμουνιστών το Μάρτη του 1850», τόμος Ι, έκδ. ΚΕ του ΚΚΕ, 1951, σελ. 113. (Γερμανική έκδοση, MEW, 7/247 κλπ.).

[11] Κ. Μαρξ-Φρ. Ενγκελς: Διαλεχτά Εργα. «Προσφώνηση της Κεντρικής Επιτροπής στην Ενωση των Κομμουνιστών το Μάρτη του 1850», τόμος Ι, έκδ. ΚΕ του ΚΚΕ, 1951, σελ. 114. (Γερμανική έκδοση, MEW, 7/247 κλπ.). Δεν πρέπει να συγχέουμε την ιδέα του Μαρξ για τη «μονιμότητα της επανάστασης» με τη «θεωρία της μονιμότητας» του Τρότσκι. Ο Τρότσκι ξεκινούσε από την άποψη ότι ο σοσιαλισμός δεν μπορούσε να νικήσει στη Σοβιετική Ρωσία, σε μια χώρα δηλαδή και, μάλιστα, σε μια καθυστερημένη ακόμα χώρα. Γι’ αυτό, ο Κόκκινος Στρατός έπρεπε να εισαγάγει την επανάσταση στις άλλες χώρες, να ωθήσει με το μαστίγιο την «παγκόσμια επανάσταση» με στρατιωτικά μέσα. Η «θεωρία της μονιμότητας» αυτή εμπεριέχει τη βίαια εξαγωγή της επανάστασης και αποτελεί ρήξη με τη μαρξιστική – λενινιστική θεωρία της επανάστασης.

[12] Κ. Μαρξ-Φρ. Ενγκελς: Διαλεχτά Εργα. «Προσφώνηση της Κεντρικής Επιτροπής στην Ενωση των Κομμουνιστών το Μάρτη του 1850», τόμος Ι, έκδ. ΚΕ του ΚΚΕ, 1951, σελ. 115. (Γερμανική έκδοση, MEW, 7/248).

[13] Κ. Μαρξ-Φρ. Ενγκελς: Διαλεχτά Εργα. «Προσφώνηση της Κεντρικής Επιτροπής στην Ενωση των Κομμουνιστών το Μάρτη του 1850», τόμος Ι, έκδ. ΚΕ του ΚΚΕ, 1951, σελ. 116. (Γερμανική έκδοση, MEW, 7/249).

[14] Κ. Μαρξ-Φρ. Ενγκελς: Διαλεχτά Εργα. «Προσφώνηση της Κεντρικής Επιτροπής στην Ενωση των Κομμουνιστών το Μάρτη του 1850», τόμος Ι, έκδ. ΚΕ του ΚΚΕ, 1951, σελ. 116-117. (Γερμανική έκδοση, MEW, 7/250).

[15] Κ. Μαρξ-Φρ. Ενγκελς: Διαλεχτά Εργα. «Προσφώνηση της Κεντρικής Επιτροπής στην Ενωση των Κομμουνιστών το Μάρτη του 1850», τόμος Ι, έκδ. ΚΕ του ΚΚΕ, σελ. 121-122. (Γερμανική έκδοση, MEW, 7/254).

[16] Καρλ Μαρξ: «Οι ταξικοί αγώνες στη Γαλλία 1848 -1850». Μαρξ-Ενγκελς: Διαλεχτά Εργα, τόμος Ι, έκδ. ΚΕ του ΚΚΕ, 1951, σελ. 178. (Γερμανική έκδοση, MEW 7/33).

[17] Ο Μαρξ και ο Ιόσεφ Βάιντεμαγιερ στο Μιλγουόκι (Milwaukee), 1 Φεβρουαρίου 1859. Στο MEW 29/572 κ.ο.κ. (γερμανική έκδοση).

[18] Εκκληση του Νοέμβρη 1862 της ΚΕ της Λειψίας για να διακηρυχθεί μια πανγερμανική εργατική μέρα. Η παράθεση είναι από την Ιστορία του Γερμανικού Εργατικού Κινήματος σε 8 τόμους, τ. Ι, Βερολίνο 1966, σελ. 552.

[19] Από την «Ανοικτή Απάντηση» του Φ. Λασσάλ προς την ΚΕ για τη σύγκληση ενός Πανγερμανικού Εργατικού Συνεδρίου στη Λειψία της 1ης Μαρτίου 1863, σελ. 554 κ.ο.κ.

 

 

(Γ΄ μέρος)

 

 

ΟΙ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΕΣ ΣΤΗΝ ΑΜΕΡΙΚΗ

 

 

Οι ουτοπικές κομμουνιστικές ιδέες έφτασαν στη Β. Αμερική ήδη από τις αρχές του 19ου αιώνα. Ο Ρόμπερτ Οουεν (Robert Owen) ήρθε το 1824 στις ΗΠΑ και ίδρυσε στη Νιου Χάρμονι (Ινδιάνα) και σε κάποια άλλα μέρη συνεταιρισμούς.

Μετά από κάποιες αρχικές επιτυχίες οι κοινότητες αυτές καταστράφηκαν μέχρι το 1828. Οπαδοί του, αλλά και ο Φουριέ (Fourier), ίδρυσαν επίσης συνεταιρισμούς, που ούτε αυτοί μπόρεσαν να σταθούν. Οπαδοί του Καμπέ (Cabet) και του Βίλχελμ Βάϊτλινγκ (Wilhelm Weitling) πήραν παρόμοιες πρωτοβουλίες. Ο τελευταίος πειραματιζόταν με την ίδρυση μιας «τράπεζας ανταλλαγής επαγγελμάτων». Οι εργάτες έπρεπε να λαμβάνουν πιστοποιητικά της πλήρους αξίας του εργασιακού τους προϊόντος και με αυτό τον τρόπο πίστευε ότι θα μπορούσε να αναιρέσει τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής.Τέτιες ουτοπικές αντιλήψεις διατηρήθηκαν στις ΗΠΑ μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα, δεν απόκτησαν όμως ιστορική επίδραση[1].

Ηδη από τη δεκαετία ’20 του 19ου αιώνα, σημειώθηκαν στις ΗΠΑ ιδρύσεις συνδικάτων και κομμάτων. Από το 1818 μέχρι και το 1834, υπήρχαν 61 τοπικά εργατικά κόμματα περίπου, με 50 εργατικές εφημερίδες οι οποίες, όμως, είχαν σύντομη ζωή[2].

Αυτό θα άλλαζε μετά από την περίοδο των ευρωπαϊκών επαναστάσεων. Η δίωξη κομμουνιστών, σοσιαλιστών και επαναστατών δημοκρατών από την αντίδραση, μετά από τη βίαιη καταστολή της επανάστασης, οδήγησε στη μετανάστευση πρώην μελών της Ενωσης των Κομμουνιστών προς την Αμερική. Εκεί διέδοσαν τις ιδέες τους και ίδρυσαν οργανώσεις.

Ο πιο σπουδαίος ανάμεσά τους ήταν ο Ιόζεφ Βάϊντεμαγιερ (Joseph Weydemeyer, 1818-1866). Ηταν προσωπικός φίλος των Μαρξ-Ενγκελς, αρχηγός του Κύκλου Φρανκφούρτης (Μάιν) της Ενωσης των Κομμουνιστών, συμμετείχε στην Επανάσταση του 1848/’49 στη Γερμανία και μετανάστευσε το 1851 στις ΗΠΑ. Ο Βάϊντεμαγιερ έβαλε το θεμέλιο για τη διάδοση του μαρξισμού στις ΗΠΑ. Το 1852, ίδρυσε το πρώτο μαρξιστικό περιοδικό των ΗΠΑ. Αλλοι διαπρεπείς κομμουνιστές ήταν: ο Φρίντριχ Αντολφ Ζόργκε (Friedrich Adolf Sorge, 1828-1906), στενός φίλος των Μαρξ-Ενγκελς, συμμετείχε στην εξέγερση της Βάδη-Παλατινάτο (Baden-Pfalz) του 1849, μετανάστευσε στις ΗΠΑ το 1852, συνιδρυτής της «Κομμουνιστικής Λέσχης» (Communist Club), που ιδρύθηκε στις 25 Οκτωβρίου 1858, και της οποίας ήταν ο πραγματικός αρχηγός και οργανωτής.

Ο Αμπραάμ Ιακόμπι (Abraham Jacobi, 1830-1919) άσκησε, ως μέλος της Ενωσης των Κομμουνιστών, κάποια ηγετική δραστηριότητα στην Κολονία, Ντίσελντορφ και Βερολίνο, ήταν κατηγορούμενος στη Δίκη των Κομμουνιστών της Κολονίας του 1852, αθωώθηκε, αλλά παρέμεινε κρατούμενος λόγω «προσβολής της Αυτού Μεγαλειότητος» – ένα ιδιαίτερα απεχθές έγκλημα! – μετανάστευσε το 1853 πρώτα στην Αγγλία, από εκεί στις ΗΠΑ και διέδοσε μαρξιστικές ιδέες στον Τύπο.

Στην ίδρυση της «Κομμουνιστικής Λέσχης», όπως και στην ίδρυση των συνδικάτων συμμετείχαν κυρίως Γερμανοί εργάτες. Γερμανοί κομμουνιστές έκαναν μια έκκληση το Μάρτη του 1852 για τη δημιουργία ενός ενιαίου συνδικάτου και ίδρυσαν την Αμερικανική Ενωση Εργασίας (American Labor Union). Επαιξαν εξέχοντα ρόλο στον αμερικανικό Εμφύλιο πόλεμο του 1861-1865. Δεκάδες χιλιάδες ευρωπαίοι προλετάριοι πήγαν στα υπερατλαντικά μέρη και έφεραν μαζί τους «μια στρατιωτική πείρα» από την περίοδο των ευρωπαϊκών επαναστάσεων, η οποία επηρέαζε την οργάνωση του Στρατού της Ενωσης[3]. Και ανάμεσα σε αυτούς τους Ευρωπαίους προλετάριους οι Γερμανοί κομμουνιστές καταλάμβαναν λαμπρή θέση. Ο Βάϊντεμαγιερ, ως πρώην αξιωματικός του πυροβολικού, έλαβε μέρος στον εμφύλιο πόλεμο σαν συνταγματάρχης στο στρατό της Ενωσης.

Ο κομμουνιστής Ρόμπερτ Ρόζα (Robert Rosa), ταγματάρχης, ο Φριτς Ιακόμπι (Fritj Jacobi), κομμουνιστής και αντισυνταγματάρχης, έπεσαν στο Φρέντερικςμπουργκ (FredericksBurg). Ο Αμπραάμ Ιακόμπι (βλ. παραπάνω) υπηρέτησε σαν νεοσύλλεκτος στο στρατό της Ενωσης και ο Αουγκουστ Βίλλιχ (August Willich, 1810-1878, αντισυνταγματάρχης του πρωσικού στρατού, παραιτήθηκε από την υπηρεσία λόγω της πολιτικής του πεποίθησης) μέλος της Ενωσης των Κομμουνιστών, αρχηγός ενός ελεύθερου σώματος στην εξέγερση της Baden Pfalts (Βάδη-Πλατινάτο) του 1849 – ο επιλοχίας του πυροβολικού Φρίντριχ Ενγκελς υπηρετούσε στο ίδιο ελεύθερο σώμα σαν υπασπιστής του Βίλλιχ. Βέβαια, μαζί με το Σάπερ (Schaper) δημιούργησε, στη διάσπαση της Ενωσης, μια «υπερεπαναστατική» ομάδα, μετανάστευσε όμως το 1853 στις ΗΠΑ και έλαβε μέρος στον Εμφύλιο πόλεμο σαν ταξίαρχος του στρατού της Ενωσης.

Γερμανοί κομμουνιστές συνέβαλαν σημαντικά στη νίκη της Ενωσης, δηλαδή της τότε «ανώτερης μορφής αυτοκυβέρνησης του λαού», πάνω στην κοινωνία των δουλοκτητών των Αποσχιστών, δηλαδή «την κατώτερη και πιο επαίσχυντη μορφή υποδούλωσης «ανθρώπων»[4]. Από την άποψη της παγκόσμιας ιστορίας, οι αυτοκρατορικοί νικητές της περιόδου των ευρωπαϊκών επαναστάσεων ηττήθηκαν μαζί με τους δουλοκτήτες στη μάχη του Γκέτισμπουργκ (Gettysburg, 1-3 Ιουλίου 1863). Στην ήττα αυτή συνέβαλαν σημαντικά οι Γερμανοί δημοκράτες επαναστάστες. Το Γκέτισμπουργκ για το Ράσταττ!

 

 

Η ΔΙΕΘΝΗΣ ΕΝΩΣΗ ΕΡΓΑΤΩΝ (ΔΕΕ) 28 Σεπτεμβρίου 1864 – 15 Ιουλίου 1876

 

 

Η Ενωση των Κομμουνιστών ήταν η εμβρυακή μορφή μιας διεθνούς οργάνωσης της εργατικής τάξης, αλλά με τη ΔΕΕ έγινε και ιστορική πραγματικότητα. Ο Μαρξ ίδρυσε τη ΔΕΕ και ήταν και αρχηγός της. Ο Φρίντριχ Ενγκελς στον επιτάφιο λόγο του το Μάρτη του 1883, αναφέρθηκε σαφέστατα σε αυτό: «Οσο ακριβή του ήταν η επιστήμη, δεν την εκπλήρωσε ωστόσο τελείως… Διότι ήταν ένας πραγματικός επαναστάτης, όπως χαρακτήρισε και τον εαυτό του. Ο αγώνας για την απελευθέρωση της τάξης των μισθωτών εργατών από τα δεσμά του σύγχρονου καπιταλιστικού συστήματος παραγωγής ήταν η αληθινή του αποστολή. Και ποτέ δεν υπήρξε πιο δραστήριος αγωνιστής από αυτόν. Το επιστέγασμα αυτού του μέρους της δημιουργίας του είναι η ίδρυση της Διεθνούς Ενωσης Εργατών, της οποίας τέλεσε αναγνωρισμένος ηγέτης της από το 1864 μέχρι και το 1872…»[5].

Οι ημερομηνίες – αμερικανικός Εμφύλιος πόλεμος 1861-1865, ίδρυση της ΔΕΕ (Διεθνούς Ενωσης Εργατών) το 1864, δημοσίευση του πρώτου τόμου του έργου «Το Κεφάλαιο» το 1867 – ίσως τυχαία βρίσκονται τόσο κοντά η μία στην άλλη, αλλά από άποψη περιεχομένου αποτελούν μια ενότητα θεωρητικής ανάπτυξης, ταξικού αγώνα του διεθνούς προλεταριάτου και αγώνα ενάντια στο ρατσισμό σαν μορφή εμφάνισης αποικιακών απελευθερωτικών επαναστάσεων. Η αγγλική εργατική τάξη αναγνώρισε τη σχέση ανάμεσα στην πάλη για τη χειραφέτησή της και την πάλη της Ενωσης ενάντια στους δουλοκτήτες στο Νότο των ΗΠΑ, όταν με τις θυσίες της εμπόδισε την άρχουσα τάξη στην Αγγλία να επέμβει στο πλευρό των αποσχιστών στον Εμφύλιο πόλεμο. «Η εργασία με λευκό δέρμα δεν μπορεί να χειραφετηθεί εκεί, που η εργασία με μαύρο δέρμα είναι σταμπαρισμένη»[6].

Το επαναστατικό εργατικό κίνημα με την επέμβαση του ευρωπαϊκού προλεταριάτου στον αμερικανικό Εμφύλιο πόλεμο, έγινε πράγματι διεθνές εργατικό κίνημα. Η ίδρυση της ΔΕΕ ήταν η πολιτική του συγκεκριμενοποίηση. Με την ανακάλυψη της θεωρίας της υπεραξίας, την επαλήθευση της υλιστικής αντίληψης της ιστορίας και την εφαρμογή της, ως επιστημονική μέθοδο, η πρακτική ταξική πάλη της εργατικής τάξης ανέβηκε σε μια ιστορικά ανώτερη βαθμίδα. Η ΔΕΕ ήταν η οργανωτική μορφή της σύνδεσης του επιστημονικού σοσιαλισμού με το διεθνές εργατικό κίνημα.

Οι εργάτες της Ευρώπης, έγραφε ο Μαρξ σε ένα χαιρετισμό – που τον σύνταξε ο ίδιος – του Κεντρικού Συμβούλιου της ΔΕΕ προς τον Πρόεδρο Αβραάμ Λίνκολν, το Νοέμβρη του 1864, ένοιωθαν «ενστικτωδώς ότι οι τύχες της τάξης τους κρέμονταν στην αστερόεσσα». Οι εργάτες της Ευρώπης «ακόμα και πριν προειδοποιηθούν, λόγω του ότι ανώτερες τάξεις πήραν φανατικά το μέρος της ομοσπονδοποιημένης αριστοκρατίας, κατάλαβαν αμέσως ότι η εξέγερση των δουλοκτητών θα έκρουε τον κώδωνα για μια γενική σταυροφορία των ιδιοκτητών ενάντια στους εργάτες και ότι για τους άντρες της εργασίας, πέρα από τις ελπίδες τους για το μέλλον, διακυβεύονταν και οι περασμένες τους κατακτήσεις σε αυτόν τον γιγάντιο αγώνα από την άλλη μεριά του ωκεανού…

Οι εργάτες της Ευρώπης είναι βαθύτατα πεπεισμένοι ότι, όπως και ο αμερικανικός πόλεμος για την ανεξαρτησία εγκαινίασε μια νέα εποχή ανάπτυξης της εξουσίας για τη μεσαία τάξη, έτσι ο αμερικανικός πόλεμος ενάντια στη δουλεία θα εγκαινίαζε μια νέα εποχή ανάπτυξης της εξουσίας για την εργατική τάξη. Εβλεπαν σαν σύμβολο της ερχόμενης εποχής το γεγονός ότι στον Αβραάμ Λίνκολν, το σιδερένιο γυιο της εργατικής τάξης με το δυνατό νου, έπεσε ο λαχνός να οδηγήσει την πατρίδα του στον απαράμιλλο αγώνα για την απελευθέρωση μιας υποδουλωμένης φυλής, καθώς και για το μετασχηματισμό του κοινωνικού κόσμου»[7].

Ο αμερικανικός Εμφύλιος πόλεμος και η ίδρυση της ΔΕΕ (Διεθνούς Ενωσης Εργατών), ήταν αναμφισβήτητα τομές στην παγκόσμια ιστορία που συγκρίνονται, από άποψη επιπτώσεών τους στο 19ο αιώνα, με τις επιπτώσεις της Οκτωβριανής και της Κινεζικής Επανάστασης στον 20ό αιώνα (και 21ο;) αιώνα.

Με τον αμερικανικό Εμφύλιο και την ίδρυση της ΔΕΕ, αναπτύχθηκε μια αντικειμενική, αμοιβαία συνάρτηση ανάμεσα στα εθνικά απελευθερωτικά κινήματα, αποικιακά καταπιεσμένων λαών και τον αγώνα για χειραφέτηση της εργατικής τάξης, μια αλληλεξάρτηση ανάμεσα στο εργατικό επαναστατικό κίνημα και τα εθνικά απελευθερωτικά κινήματα. Η στάση απέναντι στα εθνικά απελευθερωτικά κινήματα είχε μπει από εκείνη την εποχή στα προγράμματα του διεθνούς εργατικού κινήματος και έγινε κριτήριο για την επαναστατική πολιτική των εργατικών κομμάτων.

Ο Μαρξ, στην Ιδρυτική Διακήρυξη της ΔΕΕ, υπόδειξε στην εργατική τάξη να υιοθετήσει μια συνεπή διεθνιστική στάση απέναντι στον απελευθερωτικό αγώνα των καταπιεσμένων λαών. «Αν η χειραφέτηση της εργατικής τάξης απαιτεί την αδελφική συνεργασία των εργατών διαφόρων εθνών, πως θα μπορέσουν να εκπληρώσουν αυτή τη μεγάλη αποστολή με μια εξωτερική πολιτική που επιδιώκει εγκληματικά σχέδια, που παίζει με τις εθνικές προκαταλήψεις και που κατασπαταλά σε ληστρικούς πολέμους το αίμα και τον πλούτο του λαού;».

Η εργατική τάξη έχει, έλεγε, το καθήκον «να διεισδύει στα μυστικά της διεθνούς πολιτικής, να επιτηρεί τις διπλωματικές πράξεις των αντίστοιχων κυβερνήσεών της, αν παρουσιαστεί ανάγκη να αντιδρά σ’ αυτές, με κάθε δυνατό μέσο και όταν είναι ανίκανη να τις αποτρέπει, να ενώνεται για ταυτόχρονες καταγγελίες και για να επιβάλλει τους απλούς νόμους της ηθικής και της δικαιοσύνης, που θα έπρεπε να διέπουν τις αμοιβαίες σχέσεις των χωριστών ατόμων, σαν υπέρτατους νόμους των σχέσεων ανάμεσα στα έθνη.

Ο αγώνας για μια τέτια εξωτερική πολιτική αποτελεί ένα μέρος του γενικού αγώνα για τη χειραφέτηση της εργατικής τάξης»[8].

Στην «Ιδρυτική Διακήρυξη», καθώς και στο «Καταστατικό και Κανονισμό της Διεθνούς Ενωσης Εργατών» – και στα δύο ντοκουμένα των οποίων η επεξεργασία έγινε κάτω από την ευθύνη του Μαρξ – επαναλαμβάνονται τα βασικά γνωρίσματα από το «Μανιφέστο» και το «Καταστατικό της Ενωσης των Κομμουνιστών»: Ο μεγάλος τελικός σκοπός είναι η οικονομική χειραφέτηση της εργατικής τάξης στον οποίο πρέπει να υποταχθεί σαν μέσο κάθε πολιτικό κίνημα. «Το μεγάλο χρέος τώρα της εργατικής τάξης» είναι να κατακτήσει την πολιτική εξουσία. Η εργατική τάξη διαθέτει ένα στοιχείο της επιτυχίας: τον αριθμό. «Οι αριθμοί, όμως, μετράνε μονάχα, όταν ο συνδυασμός τους ενώνει και η γνώση τους καθοδηγεί».

Ξανά υπογραμμίζεται η αναγκαιότητα το επαναστατικό κόμμα να καθοδηγεί την τάξη. Ο διεθνισμός, στο διεθνές επίπεδο, τονίζεται ακόμα περισσότερο μετά από τις εμπειρίες των ταξικών αγώνων, σύμφωνα με τον οποίο «η χειραφέτηση των εργατών δεν είναι ούτε τοπικό, ούτε εθνικό αλλά ένα κοινωνικό καθήκον που αγκαλιάζει όλες τις χώρες στις οποίες υπάρχει η σύγχρονη κοινωνία και που η λύση του εξαρτάται από την πραχτική και θεωρητική συνεργασία των πιο προχωρημένων χωρών…». Η αλήθεια, η δικαιοσύνη και η ηθικότητα σαν κανόνες συμπεριφοράς των κοινωνιών και των ατομικών μελών της Ενωσης απέναντι σε «όλους τους ανθρώπους, άσχετα από το χρώμα της επιδερμίδας τους, από την πίστη ή την εθνικότητα»[9]. «Η οργανωτική διάρθρωση δομείται στη βάση των αρχών του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού».

Η ΔΕΕ δεν ήταν καθόλου μια ιδεολογικά ενιαία οργάνωση. Στη σύνθεσή της από ατομικά μέλη, τμήματα και συνδεδεμένες οργανώσεις, όπως τα συνδικάτα, οι κοινότητες, τα κόμματα και άλλα, υπήρχαν διαφορετικά ρεύματα. Ηταν οι Προυντονιστές, που ονειρεύονταν μια κοινωνία δικαίως διανεμημένης μικροϊδιοκτησίας, που απόρριπταν την επαναστατική ταξική πάλη και που δρούσαν ακόμα και ενάντια στον απεργιακό αγώνα της εργατικής τάξης. Οι αντιπρόσωποι του ADAV έβλεπαν στο γενικό εκλογικό δικαίωμα την πανάκεια για τον παραμερισμό όλων των κοινωνικών δεινών. Ο μεγαλύτερος κίνδυνος για τη ΔΕΕ προερχόταν από τους Μπακουνιστές.

Ο Μιχαήλ Αλεξάντροβιτς Μπακούνιν (1814-1876), Ρώσος ιδεολόγος και δημοσιολόγος του αναρχισμού και του πανσλαβισμού, συμμετείχε στην Επανάσταση του 1848/’49 στη Γερμανία, μπήκε το 1868 στη ΔΕΕ σαν άσπονδος εχθρός του Μαρξ και του επιστημονικού σοσιαλισμού, δημιούργησε για λογαριασμό του ένα ειδικό εργαλείο διάλυσης, τη «Διεθνή Συμμαχία της σοσιαλιστικής Δημοκρατίας» με στόχο να γίνει αυτή μια «Διεθνής» μέσα στην ίδια τη ΔΕΕ για να τον τινάξει στον αέρα από μέσα[10]. Στο τέλος της δεκαετίας του ’60, ξεκίνησε μια αποσυνθετική δραστηριότητα με τη διάδοση της αναρχικής του αντίληψης περί «αποχής της εργατικής τάξης από την πολιτική».

Ιδιαίτερα στις ρωμανικές χώρες, στις οποίες ο καπιταλισμός δεν ήταν πολύ αναπτυγμένος και το εργατικό κίνημα βρισκόταν ακόμα στις αρχές της πολιτικής του διαμόρφωσης, η αντίληψη αυτή είχε καταστρεπτικές επιπτώσεις. Ξεκινώντας από μια υποκειμενική ιδεαλιστική βασική αντίληψη, ιδίως από μια αφηρημένη, ανιστορική και βουλησιαρχική αντίληψη για την ιστορία, ο Μπακούνιν έβλεπε στο κράτος και όχι στο κεφάλαιο τον κύριο εχθρό της εργατικής τάξης. «Το κράτος», έλεγε, «έχει δημιουργήσει το κεφάλαιο, ο κεφαλαιοκράτης είναι κάτοχος του κεφαλαίου του μόνον ελέω κράτους. Επειδή λοιπόν το κράτος είναι το κυριότερο κακό, θα πρέπει πριν απ’ όλα να καταργήσουμε το κράτος και τότε το κεφάλαιο μονάχο του θα πάει στο διάβολο». Ενώ εμείς αντίθετα λέμε: «Καταργήστε το κεφάλαιο, την ιδιοποίηση όλων των μέσων παραγωγής από λίγους και τότε το κράτος πέφτει μονάχο του».

Η διαφορά είναι ουσιαστική: «Η κατάργηση του κράτους χωρίς προηγούμενη κοινωνική ανατροπή, είναι ανοησία – η κατάργηση του κεφαλαίου ε ί ν α ι ακριβώς η κοινωνική ανατροπή και κλείνει μέσα της μια μεταβολή ολόκληρου του τρόπου παραγωγής. Τώρα όμως, μια που για το Μπακούνιν το κράτος είναι το βασικό κακό, δεν επιτρέπεται να κάνουμε τίποτα που μπορεί να συγκρατήσει στη ζωή στο κράτος, δηλαδή οποιοδήποτε κράτος, δημοκρατία μοναρχία ή ό,τι άλλο. Γι’ αυτό λοιπόν πλέρια αποχή από κάθε πολιτική. Το να κάνεις μια πολιτική πράξη, ιδιαίτερα όμως το να παίρνεις μέρος σε εκλογές, θα ήταν προδοσία των αρχών σου. Πρέπει να κάνουμε προπαγάνδα, να βρίζουμε το κράτος, να οργανωνόμαστε, κι όταν θα έχουμε με το μέρος μας ό λ ο υ ς τους εργάτες, δηλαδή την πλειοψηφία, τότε καθαιρούμε όλες τις αρχές, καταργούμε το κράτος και βάζουμε στη θέση του την οργάνωση της Διεθνούς, χωρίς αρχηγούς και χωρίς αρχές, αλλά με πλήρη αυτονομία. Αυτή τη διαδικασία ο Μπακούνιν την αποκάλεσε «κοινωνική εκκαθάριση»[11].

Οι μέθοδοι της «κοινωνικής εκκαθάρισης» είναι το στιλέτο, το πιστόλι, το σχοινί, η γενική καταστροφή, ατομικοί φόνοι, μαζικοί φόνοι. Καταρτίζονται κατάλογοι επικήρυξης με μια ακριβή απαρίθμηση των «κατηγοριών» των μελών της κοινωνίας που προορίζονταν για άμεση ή κατοπινή εξόντωση, καθώς και αυτών που έπρεπε να τους κερδίσουν αμέσως ή αυτών που έπρεπε πιο μετά να αναδιαπαιδαγωγηθούν. Αυτές τις συνταγές μπορούμε να τις αντλήσουμε από την «Κατήχηση της Επανάστασης» που είχε συντάξει το 1869. Ο ληστής ήταν για τον Μπακούνιν το αρχέτυπο του επαναστάτη.

Η «θεωρία της αποχής» του Μπακούνιν δεν ήταν καθόλου καινούργια. Στα παιδικά χρόνια του εργατικού κινήματος, βρίσκουμε την ιστορική προέλευση της πολιτικής αδιαφορίας μέσα στα αιρετικά κινήματα. Το αιρετικό κίνημα αποκλείει αναγκαστικά τη συμμετοχή στην πολιτική δραστηριότητα. Ομως, η «πολιτική αποχή» είναι αδύνατη για την εργατική τάξη. Με το να οργανώνεται πολιτικά -με οποιαδήποτε μορφή- κάνει ήδη πολιτική. Για τον επαναστατικό αγώνα της εργατικής τάξης για την κοινωνική της απελευθέρωση, οι πολιτικές ελευθερίες είναι ουσιώδεις, ιδιαίτερα η ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι, του συνέρχεσθαι και του Τύπου και δεν μπορεί να μείνει αδιάφορη προς αυτές. Η θέση κατά την οποία η πολιτική δραστηριότητα θα σήμαινε αναγνώριση του υπαρκτού κράτους ήταν τελείως ανόητη. Αναλόγως, μια απεργία για το μισθό θα σήμαινε αναγνώριση του καπιταλιστικού συστήματος μισθών.

Η πολιτική καταπίεση εκ μέρους των εκμεταλλευτριών τάξεων για να εξασφαλίσουν την κοινωνική τους κυριαρχία, αναγκάζει τους εργάτες να ανακατευτούν στην πολιτική. Η πολιτική εξουσία στα χέρια του προλεταριάτου είναι το μόνο μέσο για την κατάργηση των τάξεων. «Ωστόσο, η επανάσταση είναι η ανώτατη πολιτική πράξη και όσοι τη θέλουν πρέπει επίσης να θέλουν τα μέσα για την επίτευξή της, δηλαδή την πολιτική δράση, που προετοιμάζει το έδαφος για την επανάσταση…»[12].

Οι Μπακουνιστές απόδειξαν και στην πράξη ότι η θεωρία τους δε στεκόταν με τίποτα. Στην ισπανική Επανάσταση από το 1868 μέχρι το 1874 (η πέμπτη επανάσταση στην Ισπανία), στην οποία οι εργάτες ακολούθησαν τις συστάσεις των Μπακουνιστών, υπέστησαν μια φοβερή ήττα. Ο Ενγκελς στο σύγγραμμά του: «Οι Μπακουνιστές στη Δουλειά», περιέγραψε τη συμπεριφορά των Μακουνιστών σε αυτή την Επανάσταση: Πρώτα, οι Μπακουνιστές έδρασαν ενάντια στη δική τους θέση, σύμφωνα με την οποία δεν επιτρέπεται η συμμετοχή σε κυβέρνηση, ούτε σε μια επαναστατική κυβέρνηση.

Στο Αλκόϊ, σχημάτισαν μια «επιτροπή ευημερίας», δηλαδή μια «επαναστατική» κυβέρνηση, αλλά δεν ήξεραν τι να κάνουν την κυριαρχία τους. Δεν πρόβαλαν αντίσταση ενάντια σε μερικούς λόχους στρατιωτών της αντεπανάστασης όταν αυτοί ξεναπήραν την πόλη, παρ’ όλο το γεγονός ότι μπορούν να στηριχτούν σε 5.000 ένοπλους εργάτες, σύμφωνα με τις δικές τους δηλώσεις. Επίσης, οι Μπακουνιστές μετείχαν σε όλες τις επαναστατικές κυβερνήσεις των πόλεων της Ανδαλουσίας, παρ’ όλο που μερικούς μήνες πριν, στην Κόρντομπα, είχαν διακηρύξει την εγκαθίδρυση επαναστατικών κυβερνήσεων ως προδοσία και απάτη των εργατών. Οι Μπακουνιστές αποδείχθηκαν εντελώς ανίκανοι να οργανώσουν τον αγώνα των Ισπανών εργατών και τους οδήγησαν σε μια ήττα που θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί.

Ενα λαμπρό δείγμα «επαναστατικής» δραστηριότητας έδοσαν οι Μπακουνιστές στην Καρταχένα, υποκινώντας την εκεί επαναστατική κυβέρνηση να αφήσει ελεύθερους 1.800 κατάδικους των κάτεργων, «τους χειρότερους ληστές και δολοφόνους της Ισπανίας», για να ενισχύσουν τις γραμμές των μαχητών για την ελευθερία. Αυτό οδήγησε στην πλήρη απώλεια του ηθικού και στην παράλυση των υπερασπιστών και επέτρεψε την υποταγή της πόλης στα αντεπαναστατικά στρατεύματα[13]. Οι Μπακουνιστές είχαν οδηγήσει την από πριν καλά οργανωμένη και πολυάριθμη ισπανική Διεθνή στην έμπρακτη διάλυσή της.

Χρόνια αργότερα, ο Ενγκελς εξέφρασε σημαντικές περαιτέρω σκέψεις στην αντιπαράθεση με τον αναρχισμό, σε μια επιστολή του στο Φίλιπ φον Πάτεν (Philip von Patten) της 18ης Απρίλη 1883. Σύμφωνα με τις απόψεις των αναρχικών «η προλεταριακή επανάσταση θα έπρεπε να ξεκινήσει με την κατάργηση της πολιτικής οργάνωσης του κράτους. Ομως, η μοναδική οργάνωση που βρίσκει έτοιμη μπροστά του το νικηφόρο προλεταριάτο, είναι ακριβώς το κράτος»[14].

Το κράτος μπορεί να χρειαστεί αλλαγές πριν μπορέσει να εκπληρώσει τις νέες του λειτουργίες, αλλά το να καταστρέψεις το κράτος θα σήμαινε να καταστρέψεις «το μοναδικό οργανισμό, μέσω του οποίου το νικηφόρο προλεταριάτο μπορεί να επιβάλει τη μόλις κατακτημένη εξουσία του, να κουμαντάρει τον καπιταλιστικό του αντίπαλο» και να κάνει τις αναγκαίες οικονομικές μεταρρυθμίσεις. Χωρίς την κρατική δύναμη η νίκη της εργατικής τάξης δεν μπορούσε παρά να τελειώσει με ήττα και μαζική σφαγή, παρόμοια με την ήττα της Παρισινής Κομμούνας[15].

Με την πρώτη ματιά, θα μπορούσε να μοιάζει σαν να διορθώνει ο Ενγκελς τη θέση του Μαρξ σχετικά με το «τσάκισμα» του παλαιού κρατικού μηχανισμού. Πρώτα, πρέπει να ξεχωρίσουμε ανάμεσα στην αναρχική θέση της «κατάργησης» ή της «καταστροφής» του κράτους και το «τσάκισμα» του παλαιού κρατικού μηχανισμού». Το τελευταίο έχει σχέση με τα όργανα καταστολής του παλαιού αστικού κρατικού οργανισμού και όχι με το κράτος σαν ολικό οργανισμό, προπαντός όχι με τα διοικητικά του όργανα και τις αναγκαίες λειτουργίες που πρέπει να αποσπαστούν από την παλαιά κυρίαρχη τάξη.

Ο Ενγκελς μετά από την Παρισινή Κομμούνα, την «πολιτική μορφή που επιτέλους αποκαλύφθηκε και στην οποία μπορεί να συντελεστεί η οικονομική χειραφέτηση του προλεταριάτου», διευκρίνισε τη σκέψη ότι το νικηφόρο προλεταριάτο πρέπει να αναλάβει τον παλαιό καθοδηγητικό μηχανισμό, να τον μετατρέψει, να τον αλλάξει προς το συμφέρον του, για να οδηγήσει τη νέα σοσιαλιστική κοινωνία. Χωρίς την ανάληψη – και μετατροπή – του παλαιού καθοδηγητικού μηχανισμού δεν μπορεί να εξασφαλιστεί η πολιτική εξουσία του προλεταριάτου. Αυτή τη σκέψη τη συνέχισε ο Λένιν μετά από την Οκτωβριανή Επανάσταση με την οικοδόμηση της σοβιετικής εξουσίας* .

Η πολιτική δράση της εργατικής τάξης δε νοείται χωρίς οργάνωση. Αλλά η οργάνωση απαιτεί καθοδήγηση και μαζί με αυτή κάποια αρχή. Αυτό σημαίνει ταυτόχρονα υποταγή, από την άλλη πλευρά. Δεν υπάρχει κοινή δράση, δεν υπάρχει συνεργασία χωρίς μια βούληση καθοδηγητική, χωρίς αρχή[16]. Οι Μπακουνιστές αμφισβήτησαν αυτές τις βασικές αρχές, οι οποίοι αντιπαράθεσαν την αυτονομία των ομάδων και των ατόμων στην αρχή των καθοδηγητικών κομματικών επιτροπών και κομματικών αρχηγών του προλεταριάτου. Οπως έβλεπαν αφηρημένα το κράτος οι Μπακουνιστές, έτσι έβλεπαν και τις αρχές σαν κάτι που είναι βασικά «κακό». Ο αγώνας κατά των Μπακουνιστών απαίτησε πολύ χρόνο και πολλές δυνάμεις από το Μαρξ και τον Ενγκελς, που αφαιρέθηκαν από το χρόνο για την επιστημονική δουλιά.

Εξαιτίας των αυξανόμενων διώξεων της ΔΕΕ (Διεθνούς Ενωσης Εργατών) εκ μέρους της διεθνούς αντίδρασης, μετά από την Παρισινή Κομμούνα, καθώς και της διασπαστικής δραστηριότητας των Μπακουνιστών, το Συνέδριο της Χάγης αποφάσισε το 1872 να μεταφέρει την έδρα του Γενικού Συμβουλίου στη Νέα Υόρκη.

Οι μέχρι τότε μορφές οργάνωσης δεν ανταποκρίνονταν πια στη νέα φάση ανάπτυξης του εργατικού κινήματος, στην οποία η ίδρυση εργατικών κομμάτων στη βάση του επιστημονικού σοσιαλισμού – σήμερα θα λέγαμε στη βάση του μαρξισμού – έγινε αποφασιστικό καθήκον σε κάθε χώρα. Η συνδιάσκεψη της ΔΕΕ στη Φιλαδέλφεια διακήρυξε, στις 15 Ιουλίου 1876, επίσημα τη διάλυσή της. Είχε συμπληρώσει το ιστορικό της καθήκον, τη διάδοση δηλαδή του επιστημονικού σοσιαλισμού στο διεθνές εργατικό κίνημα σαν θεωρητικής και ιδεολογικής προϋπόθεσης για τη δημιουργία εθνικών επαναστατικών κομμάτων της εργατικής τάξης.

 

 

ΟΙ «ΑΪΖΕΝΑΧΕΡ»

 

 

Το «Σοσιαλδημοκρατικό Γερμανικό Εργατικό Κόμμα» (SDAP) που ονομάστηκε και «Αϊζεναχερ» από τον τόπο ίδρυσής του, ιδρύθηκε στις 7 Αυγούστου από τους Αουγκουστ Μπέμπελ (August Bebel) και Βίλχελμ Λίμπκνεχτ (Wilhelm Liebknecht) μετά από μακρόχρονες συζητήσεις μέσα στο γερμανικό εργατικό κίνημα και ήταν παιδί της Διεθνούς Ενωσης Εργατών (ΔΕΕ). Ηταν το πρώτο σοσιαλιστικό εργατικό κόμμα που οργανώθηκε στα πλαίσια μιας χώρας, με πρόγραμμα στην ουσία του βασισμένο στον επιστημονικό σοσιαλισμό. Διακήρυξε τον εαυτό του ως γερμανικό κλάδο της ΔΕΕ.

Το SDAP ήταν επίσης μια πρακτική πολιτική συγκεκριμενοποίηση της πολιτικής οικονομίας της εργατικής τάξης, που την επεξεργάστηκε ο Μαρξ στο έργο του «Το Κεφάλαιο». Οι πιο προχωρημένοι Γερμανοί εργάτες ήταν οι πρώτοι που γνωρίστηκαν με την οικονομική θεωρία του Μαρξ. Το Συνέδριο της Διεθνούς Ενωσης Εργατών (11 Σεπτεμβρίου 1868 στις Βρυξέλλες) υιοθέτησε ένα ψήφισμα σχετικά με τη σημασία του «Κεφαλαίου» του Μαρξ, στο οποίο, οι Γερμανοί απεσταλμένοι σύστησαν «στους εργάτες όλων των χωρών το έργο του Καρλ Μαρξ «Το Κεφάλαιο», το οποίο δημοσιεύτηκε τον περασμένο χρόνο» και τους συνέστησαν θερμά «να καταβάλουν προσπάθειες να παροτρυνθεί η μετάφραση αυτού του σημαντικού έργου στις γλώσσες στις οποίες δεν έχει ακόμα μεταφραστεί»[17].

Ο Μαρξ στον επίλογό του, στη δεύτερη έκδοση του «Κεφαλαίου» της 24 Ιανουαρίου 1873, παρατήρησε: «Η καλύτερη αμοιβή για την εργασία μου είναι η κατανόηση που βρήκε γρήγορα «Το Κεφάλαιο» σε πλατιούς κύκλους της γερμανικής εργατικής τάξης. Ενας άνθρωπος, που στα οικονομικά ζητήματα αντιπροσωπεύει την αστική άποψη, ο εργοστασιάρχης της Βιέννης κ. Μάγερ, σε μια μπροσούρα του που τη δημοσίευσε στο διάστημα του γαλλογερμανικού πολέμου, έδειξε πολύ πετυχημένα, ότι το μεγάλο θεωρητικό αίσθημα που θεωρούνταν γερμανικό κληρονομικό αγαθό, το έχουν χάσει τελείως οι λεγόμενες μορφωμένες τάξεις της Γερμανίας, ενώ, αντίθετα, ξαναγενιέται στην εργατική της τάξη»[18].

Ενώ στη Διεθνή Ενωση Εργατών η αντιπαράθεση με τους Μπακουνιστές αποτελούσε το κύριο περιεχόμενο στην πάλη για την εφαρμογή του επιστημονικού σοσιαλισμού στο διεθνές εργατικό κίνημα, στη διαδικασία ίδρυσης των «Αϊζεναχερ» και μετά ήταν η αντιπαράθεση με τους Λασαλικούς στο γερμανικό εργατικό κίνημα, η οποία φυσικά είχε και επιπτώσεις για το διεθνές εργατικό κίνημα, όπου το γερμανικό κόμμα καταλάμβανε εξέχουσα θέση.

Μετά από το θάνατο του Λασάλ (1864), ο Γιόχαν Μπάπτιστ φον Σβάϊτσερ (Johann Baptist von Schweitzer, 1834-1875) κατόρθωσε, κατόπιν κάποιων εσωκομματικών διενέξεων στον ADAV, να καταλάβει την προεδρία και να εγκαθιδρύσει τη δικτατορία του. Εβαλε τροχοπέδη στην προσχώρηση του ADAV στη Διεθνή Ενωση Εργατών, διεξήγαγε μια κακιά, ύπουλη πάλη ενάντια στους Αϊζεναχερ και προπαγάνδιζε ανάμεσα στους εργάτες τη λασαλική «θεωρία» ακόμα και μετά από τη δημοσίευση του «Κεφαλαίου».

Οι σχέσεις του με το Μπίσμαρκ αποδείχτηκαν και αυτές οδήγησαν το 1872 στον αποκλεισμό του από τον ADAV. Σημαντικά τμήματα των Γερμανών εργατών βρίσκονταν ακόμα και την εποχή της ίδρυσης των Αϊζενάχερ κάτω από την επίδραση του λασαλισμού. Ο ADAV είχε το καλοκαίρι του 1868, 7.500 μέλη περίπου.

Ο Αουγκουστ Μπέμπελ, στο βιβλίο του «Από τη ζωή μου», στο Δεύτερο Μέρος, αφιέρωσε ολόκληρο κεφάλαιο 137 σελίδων στις ενέργειες του Σβάϊτσερ. Από αυτό, παραθέτουμε εδώ ένα απόσπασμα για να χαρακτηριστεί η προσωπικότητά του μετά από το θάνατό του: «Με το θάνατο του Σβάϊτσερ, έφυγε από την πολιτική ζωή μια προσωπικότητα, που, αν διέθετε, μαζί με τις άλλες ιδιότητές της, και την εντελώς απαραίτητη για τον αρχηγό ενός εργατικού κόμματος ιδιότητα, της ανιδιοτέλειας, ειλικρίνειας και πλήρους αφοσίωσης στην υπόθεση, θα παρέμενε αναμφισβήτητα μέχρι και το τέλος της ζωής του ο πρώτος ηγέτης του Κόμματος … Μπορεί κανείς να λυπηθεί για αυτά τα μεγάλα ελαττώματα στην προσωπικότητά του, αλλά δεν πρέπει να τα παραβλέπει. Κάτω από τις τοτινές συνθήκες, θα ήταν ο πλέον κατάλληλος άνθρωπος. Θα ήταν αδύνατο να υπήρχαν τόσο πολλά χρόνια σκληρών αγώνων, στα οποία σπαταλήθηκαν και σκορπίστηκαν άσκοπα χρόνος, δυνάμεις, υγεία και χρήματα προς χαρά των κοινών αντιπάλων και αυτό πάλι εμπόδισε αναρίθμητες δυνάμεις να προσχωρήσουν στο κίνημα. Ο σπόρος που έσπειρε ο Σβάϊτσερ απέφερε έπειτα και άλλους καρπούς. Βεβαίως, ήξερε να μεταδίδει στις μάζες τις ιδέες του σοσιαλισμού με σπάνια σαφήνεια και ζωντάνια. Αυτή ήταν η προσφορά του και η δραστηριότητα αυτή δεν ερχόταν σε αντίθεση με το διφορούμενο πολιτικό ρόλο που έπαιξε. Πολιτικά, όμως, έσπειρε όλεθρο, μεγάλωσε το φανατισμό και προσπάθησε να διατηρήσει μέσω του «μήλου της έριδος» μια διάσπαση διαρκείας και μαζί της την αποδυνάμωση του εργατικού κινήματος»[19].

Το απόφθεγμα του Μπέμπελ σύμφωνα με το οποίο ο Σβάϊτσερ ήξερε να μεταδίδει στις μάζες τις «ιδέες του σοσιαλισμού με σπάνια σαφήνεια….», δείχνει ότι ο ίδιος ο Μπέμπελ δεν ήταν ακόμα εντελώς απαλλαγμένος από τη λασαλική φρασεολογία, όπως θα το δείξουμε ακόμα στο πρόγραμμα των Αϊζενάχερ.

«Ο πραγματικός σκοπός της δραστηριότητας του Σβάϊτσερ – ο κύριος στόχος κατά το Μπίσμαρκ – ήταν να δημιουργήσει ένα πολιτικά βολικό για την κυβέρνηση εργατικό κίνημα …. Δεν χωράει την παραμικρή αμφιβολία ότι ο Σβάϊτσερ υπηρετούσε τον Μπίσμαρκ. Το ότι δε γνωρίζουμε τα ποσά που έπαιρνε για το ρόλο του δεν αποδείχνει τίποτα. Τέτια πράγματα δεν τα συμφωνούν ανοικτά και είναι σίγουρο ότι στην περίπτωση ενός ανθρώπου σαν το Σβάϊτσερ, δεν είχαν σχέση ούτε οι υφιστάμενοι υπάλληλοι. Είμαι πεπεισμένος ότι ούτε ο αρχηγός της αστυνομίας του Βερολίνου ήξερε περισσότερα»[20].

Ομως, «για το ρόλο του Σβάϊτσερ ήταν και απόλυτη ανάγκη να μπορούσε να δένει και λύνει ελεύθερα και ανεξάρτητα, κατά το δοκούν, στην οργάνωση της οποίας ήταν επικεφαλής. Σε αυτό το ρόλο ανήκε και η δικτατορία. Η δικτατορία, που τον έθετε έξω από κάθε έλεγχο, που του επέτρεπε να δρα εντελώς κατά τη δική του βούληση, χωρίς να χρειαζόταν να μυήσει άλλους στις μηχανορραφίες του ή να πρέπει να αποσπάσει τη συγκατάθεσή τους. Αυτό θα ήταν ο θάνατος της δικτατορίας και θα καθιστούσε αδύνατο το ρόλο του… Και αφού ο Λασάλ, σαν συνέπεια της δικτατορολαγνείας του, είχε δημιουργήσει μια οργάνωση, η οποία παραχωρούσε δικτατορική εξουσία στον αρχηγό, έπρεπε να κάνουν αυτή την οργάνωση μυγιάγγιχτη και να χαρακτηρίσουν τις επιθέσεις που γίνονταν σε αυτήν ένα είδος κρατικό έγκλημα. Η απόλυτη εξουσία του Προέδρου έπρεπε να μείνει ανέγγιχτη. Γι’ αυτό το σκοπό, έπρεπε να χρησιμεύουν επίσης η σταθερή λασαλική λατρεία, καθώς και η λατρεία της οργάνωσής του, μια λατρεία για την οποία κρυφογελάει ο κυνικός, μεγαλώνοντας ακόμα την περιφρόνησή του απέναντι σε αυτούς που παρασύρονταν από αυτήν»[21].

Το Κόμμα των Αϊζεναχερ συνέχισε τις παραδόσεις της Ενωσης των Κομμουνιστών. Ο Ενγκελς έγραφε το 1891, ότι από την ημέρα που δημοσιεύτηκε «Το Κεφάλαιο» του Μαρξ, «χρονολογείται η παρακμή του χαρακτηριστικού λασαλισμού. Οι απόψεις του «Κεφαλαίου» όλο και περισσότερο γίνονταν κοινό κτήμα όλων των Γερμανών σοσιαλιστών και των λασαλικών όχι λιγότερο από τους άλλους. Πολλές φορές ολόκληρες ομάδες λασαλικών πέρασαν, με παντιέρες να κυματίζουν και μουσικές, στο νέο Κόμμα των «Αϊζεναχερ». Αυτή η τάση δυνάμωνε συνεχώς, μέχρι που σύντομα προέκυψαν ανοιχτές εχθροπραξίες ανάμεσα σ΄ αυτό και τους λασαλικούς και πολεμούσε ο ένας τον άλλο με ιδιαίτερη βιαιότητα, ακόμα και με ρόπαλα, ακριβώς τη στιγμή που δεν υπήρχε πια κανένα πραγματικό σημείο διαμάχης ανάμεσα στους αντιμαχόμενους, όταν οι αρχές, τα επιχειρήματα και ακόμα και τα μέσα της πάλης του ενός συνέπιπταν μ’ εκείνα του άλλου σ΄ όλα τα ουσιαστικά σημεία»[22].

Είναι φανερό, ότι οι κομματικές συνελεύσεις ήταν πολύ ζωηρές και χωρίς ίχνος ανίας. Αφού μια επαναστατική θεωρία δεν μπορεί να επιβληθεί από μόνη της και χρειάστηκαν σκληροί αγώνες για να γίνει κοινό πνευματικό κτήμα μέσα στο κομμουνιστικό κόμμα, πόσο μάλλον στην εργατική τάξη για να γίνει πραγματικά «υλική δύναμη».

Η βασική ιδέα του «Μανιφέστου», οι οργανωτικές αρχές του Καταστατικού της Ενωσης των Κομμουνιστών – ο δημοκρατικός συγκεντρωτισμός – καθώς και το Καταστατικό της Διεθνούς Ενωσης Εργατών (ΔΕΕ) κατοχυρώθηκαν στο πρόγραμμα των Αϊζεναχερ. Μέσα σε αυτό, αναδείχνεται η συνέχεια της πολιτικής μεταφοράς του επαναστατικού επιστημονικού σοσιαλισμού από την πρώτη δημοσίευση το 1847/’48, μέσω της δημοσίευσης του πρώτου τόμου του «Κεφαλαίου» το Σεπτέμβρη του 1867, μέχρι το ιδρυτικό Συνέδριο του SDAP (Σοσιαλδημοκρατικό Γερμανικό Εργατικό Κόμμα) τον Αύγουστο του 1869.

Ωστόσο, κάτι το λασαλικό υπήρχε ακόμα στο πρόγραμμα. Σωστά έδοσε προσανατολισμό προς την ίδρυση της λαϊκής Δημοκρατίας, στο «λαϊκό κράτος». Δεν το αντιλήφθηκε, όμως, σαν μεταβατική φάση στο δρόμο προς το σοσιαλισμό, αλλά έβλεπε στο «λαϊκό κράτος» την κρατική οργάνωση με την οποία μπορούσε να ξεκινήσει η οικοδόμηση του σοσιαλισμού. Φυσικά, οι Αϊζενάχερ δεν μπόρεσαν να περιλάβουν στο πρόγραμμά τους τη δικτατορία του προλεταριάτου κάτω από τους υπαρκτούς νόμους του συνεταιρίζεσθαι στην Πρωσία, που ήταν, από το 1871, μέρος της γερμανικής αυτοκρατορίας. Ομως, η «ιδέα του λαϊκού κράτους» ήταν εσφαλμένη και άκρως ατυχής λύση-υποκατάστατο, που απασχόλησε το Κόμμα αρκετά συχνά μετά, ώσπου να ξετρυπώσει ξανά -100 χρόνια αργότερα- στο «πρόγραμμα» του Χρουστσιόφ σαν «κράτος όλου του λαού», συμβάλλοντας σημαντικά στο θεωρητικό αφοπλισμό του παγκόσμιου Κομμουνιστικού κινήματος.

 

 

ΓΙΑ ΤΟ ΕΝΟΠΟΙΗΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΣΤΗ ΓΚΟΤΑ ΣΤΙΣ 22-27 ΜΑΪΟΥ 1875

 

 

Μετά από μακρόχρονες συζητήσεις – αντιπαραθέσεις ανάμεσα σε Αϊζενάχερ και Λασαλικούς, τα δύο κόμματα ενώθηκαν, τελικά, το Μάη του 1875 στο «Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Γερμανίας». Απ’ ό,τι ξέρω, ήταν η πρώτη φορά στην παγκόσμια ιστορία που ενώθηκε ένα ρεφορμιστικό με ένα επαναστατικό εργατικό κόμμα. Η ενοποίηση αυτή αποτέλεσε μεν μια πρόοδο, η οποία έθεσε τέρμα στην αδελφική διαμάχη μέσα στο γερμανικό εργατικό κίνημα, αλλά, όμως, στο πρόγραμμα που υιοθέτησε το Συνέδριο φάνηκαν έντονα κατάλοιπα της οπορτουνιστικής αντίληψης των Λασαλικών.

Οι κριτικές του Μαρξ στο γράμμα του στο Βίλχελμ Μπράκε (Wilhelm Bracke) την 5η Μαΐου 1875 αναφέρονταν στο σχέδιο του Προγράμματος για το οποίο έλαβαν γνώση μόλις μέσω των δημοσιευμάτων στο «Φόλκσταατ» (Volksstaat, Λαϊκό κράτος) και στο «Νόϊεν Ζοσιαλντεμοκράτ» (Neuen Social-Demokrat», Νέος Σοσιαλδημοκράτης), αφού ο Βίλχελμ Λίμπκνεχτ δεν τους είχε αποστείλει το σχέδιο.

Ο Λίμπκνεχτ ήξερε τα γράμματα του Μαρξ και του Ενγκελς, καθώς και τις «Σημειώσεις». Δεν τα διέδοσε, όμως, στο Συνέδριο για να συζητηθούν. Ο Λίμπκνεχτ νόμιζε ότι το Πρόγραμμα ήταν ένα «πρόγραμμα συμβιβασμού», το οποίο θάπρεπε να λάβει υπόψη τα ρεύματα στο Κόμμα. Η μετέπειτα ιστορική εξέλιξη έδειξε ότι οι ιδεολογικοί συμβιβασμοί καταλήγουν σε βάρος των επαναστατικών δυνάμεων, ανοίγουν τις πόρτες για τον οπορτουνισμό στο Κόμμα και, στο τέλος, το καταστρέφουν.

Παρ’ όλες τις κάποιες απαλύνσεις στο εγκεκριμένο πρόγραμμα σε σχέση με το σχέδιο που επέκριναν οι Μαρξ-Ενγκελς, περιλήφθηκαν, όπως και πριν, οι λασαλικές θέσεις για το «σιδερένιο νόμο του μισθού», καθώς και άλλες θέσεις με μικροαστικές οικονομικές αντιλήψεις, όπως η θέση ότι, απέναντι στην εργατική τάξη, όλες οι άλλες τάξεις δεν είναι παρά μια αντιδραστική μάζα. Οπως και το αίτημα ενός «ελεύθερου κράτους» που πρέπει να αποκτηθεί με όλα τα «νόμιμα μέσα» και άλλες φράσεις.

Το πρόγραμμα αποτέλεσε ένα βήμα πίσω σε σχέση με το πρόγραμμα του Αϊζεναχ. Πριν από την Γκότα, το προλεταριακό-επαναστατικό και το μικροαστικό-ρεφορμιστικό ρεύμα μέσα στο εργατικό κίνημα ήταν οργανωτικά χωρισμένα σε δύο Κόμματα. Τώρα είχαν «ενωθεί» μέσα σε μια κομματική οργάνωση. Κατά το τέλος του 19ου αιώνα, θα φαινόταν ότι κάτι τέτιο με το χρόνο, δεν μπορεί να κρατηθεί. Οι επαναστατικές και οι οπορτουνιστικές θεωρίες και ιδεολογίες δεν είναι συμβατές. Ο Μαρξ και ο Ενγκελς το είχαν συνειδητοποιήσει αυτό. Οπως έγραφε ο Ενγκελς στο Μπέμπελ, «οι άνθρωποί μας, που θεωρητικά είναι εκατό φορές ανώτεροι από τους λασαλικούς ηγέτες – υστερούν απ’ αυτούς άλλο τόσο σε πολιτική πονηριά. Για μια ακόμα φορά, οι μη έντιμοι εξαπάτησαν φρικτά τους «έντιμους»[23]. Ο Μπέμπελ, δημοσίευσε αυτό το γράμμα μόλις το 1911 στα απομνημονεύματά του[24].

Ο Μαρξ έγραφε στον Μπράκε ότι: «Κάθε βήμα του πραγματικού κινήματος είναι πιο σπουδαίο από μια δωδεκάδα προγράμματα. Αν, λοιπόν, δεν μπορούσαν να πάνε πιο πέρα από το πρόγραμμα του Αϊζεναχ – και οι περιστάσεις δεν το επέτρεπαν αυτό – τότε θάπρεπε απλώς να κλείσουν μια συμφωνία δράσης ενάντια στον κοινό εχθρό. Οταν όμως, κάνουν προγράμματα αρχών (αντί να αναβάλουν το ζήτημα αυτό ωσότου μια μακρόχρονη κοινή δράση θα το προετοίμαζε) τότε βάζουν μπροστά σ’ όλον τον κόσμο ορόσημα που μ’ αυτά μετριέται το ύψος του κομματικού κινήματος»[25]. «Ξέρουν πόσο ικανοποιεί τους εργάτες και μόνο το γεγονός της ενότητας, όμως γελιούνται αν νομίζουν πως τούτη η στιγμιαία επιτυχία δεν εξαγοράστηκε πάρα πολύ ακριβά»[26].

Μόνο τον Ιανουάριο του 1891 ο Ενγκελς δημοσίευσε τις «Σημειώσεις» του Μαρξ ενάντια στις αντιστάσεις οπορτουνιστικών μελών του κομματικού προεδρείου, για να επηρεάσει τη σύνταξη ενός νέου κομματικού προγράμματος στο επικείμενο Συνέδριο της Ερφούρτης. Το ότι ο Μαρξ και ο Ενγκελς δεν είχαν δημοσιεύσει νωρίτερα τα κριτήριά τους σχετικά με το σχέδιο προγράμματος, οφειλόταν σε πρώτη ανάλυση στο γεγονός ότι η πλειοψηφία των εργατών – Ω! θαύμα! – ερμήνευε το πρόγραμμα επαναστατικά και δεν επηρεαζόταν από αυτό αρνητικά στον αγώνα τους, ιδιαίτερα από το 1876 κάτω από τις συνθήκες του «έκτακτου νόμου ενάντια στις γενικά επικίνδυνες επιδιώξεις της σοσιαλδημοκρατίας» του Μπίσμαρκ.

 

Σημειώσεις

 

Τρίτο μέρος μελέτης με τίτλο: «Για την πολιτική οργάνωση των κομμουνιστών στην Ιστορία και στη σημερινή εποχή», που δημοσιεύεται σε συνέχειες, από το τεύχος 2/2000, στο γερμανικό περιοδικό «Βάϊσενζεερ Μπλέτερ» (Weissenseer Blatter).

 

[1] Βλ. Ουΐλλιαμ Φόστερ (William Ζ. Foster): «Ιστορία του Κομμουνιστικού Κόμματος των ΗΠΑ», Βερολίνο 1956, σελ. 19.

[2] Στο ίδιο, σελ. 15.

[3] Καρλ Μαρξ-Φρ. Ενγκελς: «Ο Αμερικανικός Εμφύλιος Πόλεμος». Στο MEW 15/488.

[4] Καρλ Μαρξ: «Οι «Τάϊμς» του Λονδίνου για τους πρίγκιπες της Ορλεάνης στην Αμερική». Στο MEW 15/327.

[5] Φρίντριχ Ενγκελς: «Σχέδιο επιταφίου προσφώνησης για τον Καρλ Μαρξ». Στο MEW 19/333 κ.ο.κ.

[6] MEW, Τ. 23, σελ. 318.

[7] Καρλ Μαρξ: «Στον Αβραάμ Λίνκολν, Πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής». Στο MEW, 16/18 κ.ο.κ.

[8] Καρλ Μαρξ: «Ιδρυτική Διακήρυξη της Διεθνούς Ενωσης Εργατών». «Διαλεχτά Εργα», Μαρξ-Ενγκελς, τομ. Ι, έκδοση ΚΕ του ΚΚΕ, 1951, σελ. 450-151.(Γερμανικά, MEW 16/13).

[9] Καρλ Μαρξ: «Γενικό Καταστατικό της Διεθνούς Ενωσης Εργατών», (όπως έγινε δεκτό στη συνεδρίαση του Συνεδρίου της Γενεύης την 5ην Σεπτεμβρίου 1866). «Διαλεχτά Εργα», Μαρξ-Ενγκελς, τόμ Ι, έκδοση ΚΕ του ΚΚΕ 1951, σελ. 452-453. (Γερμανικά, MEW 16/520-523).

[10] Βλ. Καρλ Μαρξ-Φρ. Ενγκελς: «Οι δήθεν διασπάσεις στη Διεθνή». Στο MEW, 18/11.

[11] Βλ. Καρλ Μαρξ-Φρ. Ενγκελς: «Μια συνωμοσία κατά της Διεθνούς Ενωσης Εργατών». Στο MEW 18/327-471. Καρλ Μαρξ: «Σύνοψη του βιβλίου του Μπακούνιν «Κρατισμός και Αναρχία». Στο ίδιο, σελ. 599-642. «Ο Ενγκελς στο Θεόδωρο Κούνο, 24 Ιανουαρίου 1872». Διαλεχτά Εργα, τ.ομ. ΙΙ, σελ. 548-549. (Στο MEW 33/388 κ.ο.κ.).

[12] Φρίντριχ Ενγκελς: «Σχετικά με την πολιτική δράση της εργατικής τάξης». Κ. Μαρξ-Φρ. Ενγκελς: «Για το ρεφορμισμό», έκδοση «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα 1992, σελ. 66-67. (Γερμανικά MEW 17/415).

[13] Βλ. Φρίντριχ Ενγκελς: «Οι Μπακουνιστές στη Δουλειά. Υπόμνημα για την εξέγερση στην Ισπανία το καλοκαίρι του 1873». Στο MEW 18/476-493.

[14] MEW 36/11.

[15] Στο ίδιο, σελ. 11 κ.ο.κ.

 

* Σημ. ΚΟΜΕΠ: Ο Λένιν στο πιο σημαντικό έργο του για το ζήτημα του κράτους, το «Κράτος και Επανάσταση» (έκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 37 και 50) αναφέρει: «Η σκέψη του Μαρξ συνίσταται στο ό,τι η εργατική τάξη πρέπει να συντρίψει, να τσακίσει την «έτοιμη κρατική μηχανή» και να μην περιοριστεί στην απλή κατάληψή της». Και «Ενας έξυπνος γερμανός σοσιαλδημοκράτης της όγδοης δεκαετίας του περασμένου αιώνα ονόμασε το ταχυδρομείο πρότυπο σοσιαλιστικού νοικοκυριού. Αυτό είναι πολύ σωστό. Σήμερα το ταχυδρομείο είναι νοικοκυριό, οργανωμένο σύμφωνα με τον τύπο του κρατικο-καπιταλιστικού μονοπωλίου. Ο ιμπεριαλισμός μετατρέπει βαθμιαία όλα τα τράστ σε οργανώσεις αυτού του τύπου. Πάνω από τους «απλούς» εργαζόμενους, που ξεθεώνονται στη δουλιά και πεινάνε, στέκει εδώ η ίδια αστική γραφειοκρατία. Εδώ όμως είναι ήδη έτοιμος ο μηχανισμός της κοινωνικής διαχείρισης. Ας ανατρέψουμε τους καπιταλιστές, ας συντρίψουμε με το σιδερένιο χέρι των ένοπλων εργατών, την αντίσταση αυτών των εκμεταλλευτών, ας τσακίσουμε τη γραφειοκρατική μηχανή του σύγχρονου κράτους – και μπροστά μας θα προβάλει ένας απαλλαγμένος από «παράσιτα» μηχανισμός με υψηλό τεχνικό εξοπλισμό, ένας μηχανισμός, που θα μπορούν θαυμάσια να τον βάλουν σε κίνηση οι ίδιοι οι ενωμένοι εργάτες, μισθώνοντας τεχνικούς, επιστάτες, λογιστές και αμείβοντας τη δουλιά όλων αυτών, όπως και όλων γενικά των «δημοσίων» υπαλλήλων με μισθό εργάτη. Αυτό είναι ένα συγκεκριμένο, πρακτικό, άμεσα πραγματοποιήσιμο καθήκον σχετικά με όλα τα τραστ, καθήκον που λυτρώνει τους εργαζόμενους από την εκμετάλλευση και παίρνει υπόψη την πείρα που εγκαινίασε ήδη πρακτικά (ιδίως στον τομέα της οικοδόμησης του κράτους) η Κομμούνα.

[16] Βλ. τον «Ενγκελς στον Λαφάργκ στις 30.12.1871». MEW 33/365 κ.ο.κ.

[17] GDA/1, σελ. 570 κ.ο.κ.

[18] Καρλ Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», τόμ. Ι, εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή» 1978, σελ. 19. (Γερμανικά, MEW 23/19).

[19] August Bebel: «Από τη ζωή μου». Δεύτερο Μέρος. Στουτγάρδη 1911, σελ. 131.

[20] Στο ίδιο, σελ. 132. (Η υπογράμμιση υπάρχει στο πρωτότυπο).

[21] Στο ίδιο, σελ. 132, κ.ο.κ. (Η υπογράμμιση υπάρχει στο πρωτότυπο).

[22] Φρ. Ενγκελς: «Ο σοσιαλισμός στη Γερμανία». Καρλ Μαρξ-Φρ. Ενγκελς: «Για το ρεφορμισμό», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή». Αθήνα 1992, σελ. 203-204. (Στο MEW 22/249).

[23] Φρ. Ενγκελς: (Γράμμα στον Μπέμπελ). Λονδίνο 18/28 Μάρτη 1875. «Διαλεχτά Εργα», Μαρξ-Ενγκελς, τόμ. ΙΙ, έκδοση ΚΕ του ΚΚΕ 1951, σελ. 31. (Γερμανικά, MEW 19/4).

[24] Αουγκουστ Μπέμπελ: «Από τη ζωή μου», σελ. 318-324.

[25] Καρλ Μαρξ: (Γράμμα στον Μπράκε). Λονδίνο, 5 Μάη 1875. «Διαλεχτά Εργα», Μαρξ-Ενγκελς, τόμ. ΙΙ, έκδοση ΚΕ του ΚΚΕ 1951, σελ. 5. (Γερμανικά, MEW 19/13 κ.ο.κ).

[26] Καρλ Μαρξ: (Γράμμα στον Μπράκε). Λονδίνο, 5 Μάη 1875. «Διαλεχτά Εργα» Μαρξ-Ενγκες, τόμ. ΙΙ, έκδοση ΚΕ του ΚΚΕ 1951, σελ. 5. (Γερμανικά, MEW 19/14).

 

 

(Δ΄ μέρος)

 

 

 

ΤΑ «ΤΡΙΑ ΑΣΤΕΡΙΑ ΤΗΣ ΖΥΡΙΧΗΣ»

 

 

Εννοούνται οι Καρλ Χέχμπεργκ (Karl Hοchberg), Εντουαρντ Μπέρνσταϊν (Eduard Bernstein) και Καρλ Αουγκουστ Σραμ (Karl August Schramm), οι οποίοι είχαν δημοσιεύσει ένα άρθρο με τρία αστεράκια στα «Χρονικά για κοινωνικές επιστήμες και κοινωνική πολιτική», 1ο έτος, 1ο μισό, Ζυρίχη – Ομπερστρας 1879. Σε αυτό το άρθρο έκαναν έκκληση να εγκαταλειφθεί ο προλεταριακός χαρακτήρας του Κόμματος και η προλεταριακή ταξική πάλη.

Με την ανακοίνωση του «Νόμου για τους σοσιαλιστές» ήδη, τρία χρόνια μετά από το «συμβιβασμό» της Γκότα, φάνηκαν οι συνέπειες: Αύξηση του οπορτουνισμού στο κομματικό προεδρείο και στην ομάδα του στο Ράιχσταγκ. Η απάντηση του κομματικού προεδρείου και της ομάδας του Ράιχσταγκ στον «Εκτακτο Νόμο» του Μπίσμαρκ του Οκτώβρη 1878 ήταν η απόφαση να αυτοδιαλυθεί το Κόμμα. Εκαναν έκκληση σε όλες τις τοπικές κομματικές οργανώσεις να πάρουν τις αντίστοιχες αποφάσεις. Ο Μπέμπελ και οι επαναστάτες εργάτες πρόβαλαν επιτροπές υποστήριξης και ξεκίνησαν τον παράνομο αγώνα ενάντια στην βοναπαρτιστική δικτατορία του Μπίσμαρκ.

Η συμπεριφορά αυτή των επαναστατών εργατών απέναντι στην κομματική ηγεσία δείχνει ότι ακόμα και η κομματική πειθαρχία έχει τα όριά της. Αν μια κομματική ηγεσία παραιτηθεί από το προλεταριακό περιεχόμενο, τον ταξικό χαρακτήρα του κόμματος και ξεπέφτει σε οπορτουνιστικές επιδιώξεις γλοιώδους προσέγγισης με τη μπουρζουαζία, τότε είναι χρέος των συντρόφων με ταξική συνείδηση να αντισταθούν μέσα στο κόμμα. Η σοσιαλδημοκρατία είχε πετύχει, μετά από το 1875, σημαντικές επιτυχίες στις εκλογικές μάχες. Με τεράστιες προσπάθειες και πολλές θυσίες, απόκτησαν ψηλό βαθμό ελευθερίας Τύπου, συνεταιρίζεσθαι και συνέρχεσθαι.

Ο Ενγκελς έγραφε το Μάρτη του 1879: «Ωστόσο, αυτή η νόμιμη κινητοποίηση οδήγησε μερικούς στο να πιστέψουν ότι δε χρειαζόταν να γίνει τίποτα περισσότερο για την κατάκτηση της τελικής νίκης του προλεταριάτου. Σε μια χώρα τόσο φτωχή σε επαναστατικές παραδόσεις, όσο η Γερμανία, αυτό θα μπορούσε να γίνει επικίνδυνο. Ευτυχώς, η βάναυση δράση του Μπίσμαρκ και η δειλία της γερμανικής αστικής τάξης που τον υποστηρίζει, άλλαξαν τα πράγματα. Οι Γερμανοί εργάτες είχαν δοκιμάσει το πόσο αξίζουν οι συνταγματικές ελευθερίες, όταν το προλεταριάτο αποφασίζει να τις πάρει στα σοβαρά και να τις χρησιμοποιήσει για να καταπολεμήσει την καπιταλιστική κυριαρχία. Αν υπήρχαν ακόμα κάποιες ψευδαισθήσεις σχετικά μ’ αυτό το θέμα, ο φίλος Μπίσμαρκ τις διέλυσε βίαια….»[1].

Ο οπορτουνισμός πήρε τη «θεωρητικά» επεξεργασμένη μορφή του από τους τρεις της Ζυρίχης στο ως άνω αναφερόμενο άρθρο. Αυτό αποτέλεσε αφορμή για τους Μαρξ-Ενγκελς να πάρουν θέση ως προς τον οπορτουνισμό αυτό σε μια «εγκύκλιο επιστολή» στους Μπέμπελ, Λίμπκνεχτ, Μπράκε και άλλους την 17/18 Σεπτέμβρη 1879.

Οι «τρεις αστέρες» είχαν απευθύνει μια έκκληση στο Κόμμα να παραιτηθεί από το μονόπλευρο χαρακτήρα σαν εργατικό κόμμα και να ανοιχτεί προς όλους τους ειλικρινείς δημοκράτες. Στην κορυφή του Κόμματος, έπρεπε «να παρελαύνουν οι ανεξάρτητοι αντιπρόσωποι της επιστήμης και όλοι οι άντρες που διέπονται από αληθινή αγάπη για τον άνθρωπο». Επρεπε να παραιτηθεί το Κόμμα από τη «μονόπλευρη πάλη των συμφερόντων των βιομηχανικών εργατών», γιατί αυτό απότρεπε τους πολίτες. Αν το κόμμα εγκατέλειπε το μονόπλευρο προλεταριακό χαρακτήρα του και θα «ανοιγόταν» αντίστοιχα, τότε θα έρχονταν και «πολυάριθμοι οπαδοί από τους κύκλους των μορφωμένων και ιδιοκτητριών τάξεων. Αυτούς, όμως, έπρεπε πρώτα να τους κερδίσουν …». Ο γερμανικός σοσιαλισμός, έγραφαν, «έδωσε πάρα πολλή σημασία στο να κερδίσει τις μάζες και παρέλειψε να κάνει ενεργή προπαγάνδα στα … ανώτερα στρώματα της κοινωνίας».

Οι «τρεις αστέρες» βεβαίωσαν ότι δεν ήθελαν να εγκαταλειφθούν το Κόμμα και το Πρόγραμμα, αλλά είχαν τη γνώμη,…. «για πολλά χρόνια ακόμα έχουμε να κάνουμε αρκετή δουλιά, αν θέλουμε να στρέψουμε όλες τις δυνάμεις μας, όλη την ενέργειά μας στην επίτευξη ορισμένων, κοντινών στόχων οι οποίοι πρέπει να επιτευχθούν κάτω από όλες τις συνθήκες, προτού σκεφτούμε την πραγματοποίηση περαιτέρω επιδιώξεων».

Το γεγονός ότι οι Αϊζενάχερ ήταν το 1871 κατά τρόπο διεθνιστικό και αλληλέγγυο με το μέρος των Παρισινών Κομμουνάρων, είχε ως μειονέκτημα «ότι απομάκρυνε από μας πολλούς συμπαθούντες και γενικά μεγάλωσε το μίσος της αστικής τάξης ενάντιά μας και ακόμα, το Κόμμα δεν είναι εντελώς ανεύθυνο για τη θέσπιση του Νόμου του Οκτώβρη γιατί μεγάλωσε άσκοπα το μίσος της αστικής τάξης»[2].

Αν διαβάσεις σήμερα αυτά τα αποφθέγματα των τριών της Ζυρίχης, θα μπορούσες να νομίζεις ότι πάρθηκαν από τις αντιλήψεις σημερινών ηγετών του PDS (Κόμματος του Δημοκρατικού Σοσιαλισμού). Βάλτε μονάχα στη θέση της «Παρισινής Κομμούνας» τη ΓΛΔ ή, ακόμα χειρότερα, το Μίλκε (Mielke) ή το Στάλιν και τότε για πολλά πρωτοπαλίκαρα άλλων, αυτοαποκαλούμενων κομμουνιστικών κομμάτων, που αισθάνονται υποχρεωμένοι στη «νέα σκέψη», αυτές οι εκφράσεις θα ήταν παρμένες από την καρδιά τους.

Σημαντικότερα από την κριτική αυτή στα οπορτουνιστικά αυτά αποφθέγματα είναι τα κριτήρια που παρουσίασαν ο Μαρξ και ο Ενγκελς στην Εγκύκλιο Επιστολή τους, σχετικά με την είσοδο αστών διανοουμένων στο Κόμμα.

 

Ανάμεσα σε άλλα είναι και τα εξής:

 

«Πρώτο, τα άτομα αυτά για να ωφελήσουν το προλεταριακό κίνημα, πρέπει να φέρουν μαζί τους πραγματικά στοιχεία μόρφωσης…

Δεύτερο. … να μην κουβαλάνε μαζί τους υπολείμματα από αστικές, μικροαστικές κλπ. προλήψεις, αλλά να αφομοιώσουν χωρίς περιστροφές τον προλεταριακό τρόπο αντίληψης. Οι κύριοι όμως αυτοί … είναι πέρα για πέρα φορτωμένοι με αστικές και μικροαστικές αντιλήψεις. Σε μια χώρα τόσο μικροαστική σαν τη Γερμανία, οι αντιλήψεις αυτές έχουν βέβαια τη δικαίωσή τους. Αλλά μονάχα έξω από το σοσιαλδημοκρατικό εργατικό κόμμα. Αν οι κύριοι αυτοί συγκροτηθούν σαν σοσιαλδημοκρατικό μικροαστικό κόμμα, τότε είναι απόλυτα μες στο δίκιο τους. Θα μπορούσε κανείς τότε να διαπραγματεύεται και, ανάλογα με τις περιστάσεις, να συνασπίζεται μαζί τους κλπ. Μέσα, όμως, σε ένα εργατικό κόμμα, είναι νόθο στοιχείο.

Αν υπάρχουν λόγοι να τους ανεχόμαστε, για την ώρα, εκεί μέσα, έχουμε την υποχρέωση μόνο να τους ανεχόμαστε, να μην τους επιτρέπουμε, όμως, καμιά επιρροή στη καθοδήγηση του κόμματος, να έχουμε πάντα συνείδηση ότι η ρήξη μαζί τους είναι μόνο ζήτημα χρόνου» [3].

Με την έννοια αυτή το ΚΟΔΗΣΟ (PDS) μπορεί να θεωρείται κάλλιστα σοσιαλιστικό μικροαστικό κόμμα. Αν όμως περιέρχεται η ηγεσία ενός κομμουνιστικού κόμματος στα χέρια τέτιων ανθρώπων με τις αστικές ή μικροαστικές προκαταλήψεις και συμπεριφορές, «τότε το κόμμα απλώς θα ευνουχιστεί και η προλεταριακή κόψη θα πάψει πια να υπάρχει»[4].

Ο Μαρξ και ο Ενγκελς έκλεισαν την Εγκύκλιο Επιστολή τους με την υπόδειξη ότι «μας είναι αδύνατο να πηγαίνουμε μαζί με ανθρώπους που θέλουν να ξεγράψουν αυτόν τον ταξικό αγώνα από το κίνημα… Αν το νέο κομματικό όργανο πάρει μια στάση που ν’ ανταποκρίνεται στα φρονήματα αυτών των κυρίων, αν είναι αστικό και όχι προλεταριακό, τότε σε μας δεν μένει τίποτα άλλο, όσο και αν θα μας πονούσε αυτό, παρά να ταχθούμε δημόσια ενάντιά του και να διακόψουμε την αλληλεγγύη που είχαμε ως τώρα, αντιπροσωπεύοντας το γερμανικό κόμμα στο εξωτερικό»[5].

Η εγκύκλιος επιστολή είχε συνταχθεί σαν εσωτερικό κομματικό έντυπο και δε δημοσιεύτηκε από τους Μαρξ -Ενγκελς. Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1931 στο περιοδικό «Η Κομμουνιστική Διεθνής».

Ηταν φανερό ότι η επιστολή αυτή είχε επηρεάσει εκείνη την εποχή τον Εντουαρντ Μπέρνσταϊν (1850-1932). Σαν συντάκτης της εφημερίδας «Ο σοσιαλδημοκράτης» από το 1881 ως το 1890, έδωσε στην εφημερίδα προλεταριακό-επαναστατικό χαρακτήρα, αλλά και σαν συντάκτης του Προγράμματος της Ερφούρτης έκανε καλή δουλιά. Μόνο μετά το θάνατο του Ενγκελς, μετατράπηκε οριστικά σε ανοιχτό αναθεωρητή του μαρξισμού.

Η πάλη ενάντια στον οπορτουνισμό δεν είχε τελειώσει, πάντως, με την εγκύκλιο επιστολή. Μετά την πτώση του «Νόμου περί Σοσιαλιστών», οι οπορτουνιστές εμφανίζονταν πάλι ανοιχτά. Ενας, από τα φερέφωνα του οπορτουνισμού, ήταν ο Γκέοργκ Χάινριχ φον Φόλμαρ (Georg Heinrich von Vollmar, 1850-1855), πρώην αξιωματικός της Βαυαρίας, έπειτα σοσιαλδημοκράτης, δημοσιολόγος και συντάκτης, μέλος του Ράιχσταγκ (1881-1887 και 1890-1918).

Ο Φόλμαρ έκανε ανενεργούς τους προγραμματικούς στόχους της σοσιαλδημοκρατίας, κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας από την εργατική τάξη σαν μέσο για την άρση της καπιταλιστικής ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής και αποχωρίστηκε επίσημα από την προλεταριακή ταξική πάλη, στην ομιλία του σε μια κομματική συνέλευση στο καφενείο «Ελντοράντο» στο Μόναχο την 1η Ιούνη 1881, που έγινε γνωστή ως «Ομιλία του Ελντοράντο». Ηθελε «να κάνει την προσπάθεια… αν μπορεί να σταθεί μια επαρκής υπεράσπιση των συμφερόντων και των επιδιώξεων του εργαζόμενου λαού πάνω στο έδαφος του επανακτημένου κοινού δικαίου. Αν αυτή η δοκιμή και αυτή η προσπάθεια πετύχουν, τότε κανένας δε θα χαρεί γι’ αυτό περισσότερο απ’ ό,τι εμείς οι σοσιαλδημοκράτες… Οπου συναντούμε καλή βούληση, όπου βλέπουμε φιλεργατικές επιδιώξεις θα είμαστε οι πρώτοι να τις αναγνωρίσουμε, να τις υποστηρίξουμε και να τις αναπτύξουμε…». «Ανοιχτό το χέρι προς την καλή βούληση, γροθιά στην κακή!».

Σε ό,τι αφορά την εξωτερική πολιτική της γερμανικής αυτοκρατορίας, είχε τη γνώμη ότι «η συμμαχία ανάμεσα στη Γερμανία, την Αυστροουγγαρία και την Ιταλία έτεινε αναμφισβήτητα προς τη διατήρηση της ειρήνης και γι’ αυτό ήταν κάτι το σχετικά καλό». Γι’ αυτό το λόγο, έπρεπε κανείς να «υπερασπιστεί τη συμμαχία αυτή των τριών». Είναι φανερό ότι, με αυτό το απόφθεγμα, άρχισε η εξέλιξή του σε σοβινιστική κατεύθυνση η οποία βρήκε λογικά, στη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, την πλήρη έκφρασή της στο σοσιαλσοβινισμό.

Ο Φόλμαρ πρόβαλε πέντε κοινωνικοπολιτικά αιτήματα τα οποία, όμως, είχαν αποσυνδεθεί πλήρως από τον προγραμματικό στόχο της σοσιαλδημοκρατίας, δηλαδή να βάλουν τον καπιταλισμό στην άκρη. Αυτό το στόχο είχε «τοποθετήσει στο ασημένιο σκρίνιο, σαν ένα είδος οικογενειακού κειμηλίου» όπως είπε ο Πάουλ Ζίνγκερ (Paul Singer).

 

Ο Φόλμαρ, λοιπόν, είχε διατυπώσει τα αιτήματά του:

1.Συνέχιση της εργασιακής προστασίας. 2. Απόκτηση ενός πραγματικού δικαιώματος του συνεταιρίζεσθαι. 3. Αποχή από κάθε κρατική ανάμιξη προς όφελος της μιας πλευράς. 4. Νομοθεσία για τη βιομηχανική «πάλη» (εννοούσε τα τραστ, τα συνδικάτα τα οποία δημιουργήθηκαν στις αρχές της δεκαετίας του ’90). 5. Αρση των τελών επί των τροφίμων.

Πέρα από τις απατηλές αντιλήψεις για το μιλιταριστικό αστυνομικό κράτος, που έχει γαρνιριστεί με κοινοβουλευτικά γνωρίσματα, όλες αυτές οι διεκδικήσεις επρόκειτο να πραγματοποιηθούν μέσω της καλόβολης συνεννόησης με τους καπιταλιστές, χωρίς ταξική πάλη[6].

Στο Συνέδριο της Ερφούρτης (14-20 Οκτώβρη 1891), ο Φόλμαρ, αποκρούστηκε από τους Μπέμπελ, Λίμπκνεχτ, Ζινγκερ και άλλους συντρόφους, οι οποίοι υπερασπίστηκαν τη βασική ουσία της σοσιαλδημοκρατικής πολιτικής: Κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας σαν προϋπόθεση για την εγκαθίδρυση της σοσιαλιστικής κοινωνίας. Ωστόσο, παρέλειψαν να αποκλείσουν το Φόλμαρ και τους οπαδούς του από το Κόμμα. Και αυτή η παράλειψη πήρε αργότερα πικρή εκδίκηση[7].

 

 

ΓΙΑ ΤΟ «ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΤΗΣ ΕΡΦΟΥΡΤΗΣ»

 

 

Το Συνέδριο της Ερφούρτης είναι ένα από τα πιο σημαντικά συνέδρια της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας, που είχε επιπτώσεις για το διεθνές εργατικό κίνημα. Το ίδιο ισχύει για το «Πρόγραμμα της Ερφούρτης», που αποφασίστηκε στο Συνέδριο και πήρε το όνομα του τόπου του Συνεδρίου.

Το πρόγραμμα αυτό έπαιξε κάποιο ρόλο στην επεξεργασία από το Λένιν του Προγράμματος του Σοσιαλδημοκρατικού Εργατικού Κόμματος Ρωσίας (ΣΔΕΚΡ) και το 1946, αποτέλεσε ένα από τα θεωρητικά θεμέλια για την ίδρυση του Ενιαίου Σοσιαλιστικού Κόμματος της Γερμανίας (ΕΣΚΓ).

Ο Κάουτσκι επεξεργάστηκε το πρώτο μέρος του Προγράμματος το οποίο εμπεριείχε τις σοσιαλιστικές βάσεις και στόχους. Ο Μπέρνσταϊν επεξεργάστηκε το δεύτερο μέρος, το οποίο εμπεριείχε τα άμεσα πολιτικά αιτήματα του Κόμματος. Ο Ενγκελς πήρε ενεργό μέρος στην επεξεργασία του Προγράμματος. Ιδιαίτερα το σχέδιο για το δεύτερο μέρος του προγράμματος εμπεριείχε σημαντικές αδυναμίες τις οποίες επισήμανε ο Ενγκελς στην κριτική του σχεδίου[8].

Οπως έγραφε ο Ενγκελς στον Κάουτσκι, είχε σκοπό να γράψει το Σχέδιο Προγράμματος, ήδη, για το λόγο ότι «…βρήκε την ευκαιρία να ριχτεί ανελέητα στον ειρηνόφιλο οπορτουνισμό του «Φόρβετς» (Vorwarts, Εμπρός) και στο χαζοχαρούμενο, σεμνότυφο, «σιγανό πέρασμα» στη σοσιαλιστική «κοινωνία» της παλαιάς βρωμοδουλιάς»[9].

Ο Ενγκελς, σε ένα γράμμα του στον Μπέμπελ, έκανε, με αφορμή τη Φολμαριάδα, «μερικές υποδείξεις», αντλώντας από τις εμπειρίες του τις οποίες συγκέντρωσε στην πάλη του με τέτιους ανθρώπους, δηλαδή πώς να συναναστραφεί κανείς με έναν πονηρό ραδιούργο, όπως ήταν ο Φόλμαρ. Θα σκιαγραφήσουμε σύντομα τις υποδείξεις αυτές, επειδή και σήμερα μπορούν να είναι χρήσιμες:

Πρώτον, «αυτοί οι άνθρωποι πάνω απ’ όλα στρέφουν τις προσπάθειές τους στο να μας εμφανίσουν ότι έχουμε τυπικά άδικο, και αυτό είναι κάτι που πρέπει ν’ αποφευχθεί. Αλλιώς θα αρπαχτούν απ’ αυτό το δευτερεύον θέμα για να συσκοτίσουν το κύριο θέμα, όπου αισθάνονται την αδυναμία τους. Γι’ αυτό προσοχή στις εκφράσεις, δημόσιες καθώς και ιδιωτικές…».

«Δεύτερον, μιας και κύριος στόχος τους είναι να συσκοτίσουν το βασικό ζήτημα, θα πρέπει ν’ αποφύγει κανείς κάθε αφορμή για κάτι τέτιο – όλα τα δευτερεύοντα θέματα που αυτοί ανακινούν πρέπει ν’ αντιμετωπίζονται όσο γίνεται πιο σύντομα και ολοκληρωμένα, έτσι ώστε να τους βγαίνουν από τη μέση μια για πάντα. Εμείς, όμως, πρέπει κατά το δυνατό ν’ αποφεύγουμε κάθε παράκαμψη και δευτερεύον ζήτημα, που τυχόν θα παρουσιαστεί, όσο ελκυστικά κι αν φαίνονται…».

«Το τρίτο σημείο συνάγεται από το πρώτο και το δεύτερο: η καλύτερη τακτική ενάντια σ’ αυτούς τους ανθρώπους είναι η καθαρή άμυνα μέχρι να μπουν ολοκληρωτικά στη μάχη, και τότε σύντομα καταιγιστικά πυρά πυροβολικού και αποφασιστική έφοδος με τις ξιφολόγχες» … «Οποτεδήποτε ξεφύγαμε απ’ αυτούς τους κανόνες στον αγώνα ενάντια στους μπακουνιστές, στους προυντονιστές, τους Γερμανούς καθηγητές και παρόμοιους φωστήρες, έπρεπε να πληρώσουμε γι’ αυτό…»[10]. Να που ξύπνησε μέσα στο γέρο πια Ενγκελς ο πρώην βασιλικός – Πρώσος επιλοχίας.

Το Πρόγραμμα της Ερφούρτης περιλάμβανε ένα μέγιστο (μάξιμουμ) και ένα ελάχιστο (μίνιμουμ) πρόγραμμα.

Το πρώτο προσανατολιζόταν στους τελικούς στόχους, το δεύτερο στα τρέχοντα καθήκοντα. Το μάξιμουμ πρόγραμμα στηριζόταν στην πολιτική οικονομία της εργατικής τάξης, όπως τη θεμελίωσε ο Μαρξ στο κύριο έργο του. Από αυτήν, συμπεραίνονται οι οικονομικοί και πολιτικοί στόχοι του Κόμματος: «Μόνον εφόσον η καπιταλιστική ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής – γη και έδαφος, ορυχεία και ανθρακωρυχεία, πρώτες ύλες, εργαλεία, μηχανές, μέσα μεταφοράς – μετατραπεί σε κοινωνική ιδιοκτησία και η εμπορευματική παραγωγή μετατραπεί σε σοσιαλιστική, δηλαδή μια παραγωγή που γίνεται από την κοινωνία και για την κοινωνία, μόνο τότε η μεγάλη επιχείρηση και η όλο και αυξανόμενη ικανότητα απόδοσης της κοινωνικής εργασίας μπορεί, από πηγή εξαθλίωσης και καταπίεσης για τις μέχρι τώρα εκμεταλλευόμενες τάξεις, να γίνει πηγή της ανώτατης ευημερίας και ολόπλευρης αρμονικής ολοκλήρωσης»[11].

Σε αυτό το στόχο, εμπεριέχεται ήδη, σε εμβρυακή μορφή, ο βασικός οικονομικός νόμος του σοσιαλισμού. Πρέπει να τονίσουμε ξανά και ξανά, ότι πρόκειται για τελικούς στόχους, που δεν πραγματοποιούνται σε δύο εβδομάδες μετά από την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας και ότι η έννοια «τελικός στόχος» δεν πρέπει να κατανοηθεί σαν φιλοσοφική -γιατί δεν υπάρχει «τελικός στόχος»- αλλά σαν πολιτικό αγωνιστικό καθήκον. Σίγουρα, οι συντάκτες του προγράμματος, συμπεριλαμβανομένου του Ενγκελς, δεν είχαν συνειδητοποιήσει ακόμα, πριν από 110 χρόνια, ότι η πραγματοποίηση αυτού του οικονομικού τελικού στόχου θα απαιτούσε μια ολόκληρη ιστορική εποχή.

Το Πρόγραμμα τονίζει ότι η κοινωνική αυτή ανατροπή μπορεί να είναι μόνο το έργο της εργατικής τάξης, «διότι όλες οι άλλες τάξεις, παρ’ όλες τις διενέξεις μεταξύ τους για τα συμφέροντα, βασίζονται στην ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής και έχουν για κοινό τους στόχο τη διατήρηση των βάσεων της σημερινής κοινωνίας»[12].

Ο αγώνας της εργατικής τάξης είναι αναγκαίως, πολιτικός αγώνας. Χωρίς πολιτικά δικαιώματα, δεν μπορεί να διεξαγάγει οικονομικούς αγώνες. «Δεν μπορεί να επιφέρει το πέρασμα των μέσων παραγωγής στην ιδιοκτησία της κοινωνίας στο σύνολό της, χωρίς να έχει πρώτα αποκτήσει την πολιτική εξουσία»[13].

Στους συλλογισμούς αυτούς, έγινε σαφής η διαλεκτική του πρωταρχικού της πολιτικής σε σχέση με την οικονομία, καθώς και της οικονομικής καθοριστικότητας του ιστορικού προτσές, σε αυτή την περίπτωση, δηλαδή του επαναστατικού αγώνα της εργατικής τάξης». «Το καθήκον του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος είναι να καταστήσει τον αγώνα αυτό της εργατικής τάξης συνειδητό και ενιαίο και να του δείξει το φυσικά αναγκαίο στόχο του»[14]. Με αυτόν τον τρόπο, εκφράστηκε με σαφήνεια και η αναγκαιότητα, η ταξική πάλη να καθοδηγηθεί από το Κόμμα.

Τελικά, το μάξιμουμ πρόγραμμα δίνει τον προσανατολισμό στον προλεταριακό διεθνισμό, τον οποίο αιτιολογεί στη βάση των όμοιων συμφερόντων της εργατικής τάξης σε όλες τις χώρες με καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, με επέκταση της παγκόσμιας κυκλοφορίας και παραγωγή για την παγκόσμια αγορά. «Η απελευθέρωση της εργατικής τάξης είναι, επομένως, ένα έργο στο οποίο συμμετέχουν στον ίδιο βαθμό οι εργάτες όλων των πολιτισμένων χωρών»[15].

Τελικά έρχεται η υπόδειξη ότι το Κόμμα δεν παλεύει μονάχα ενάντια στην εκμετάλλευση και την καταπίεση των μισθωτών εργατών, αλλά «ενάντια σε κάθε είδος εκμετάλλευσης και καταπίεσης που στρέφεται κατά μιας τάξης, ενός κόμματος, ενός φύλου ή μιας φυλής»[16].

Το μίνιμουμ πρόγραμμα εμπεριείχε σε δέκα σημεία δημοκρατικά αιτήματα τα οποία από άποψη περιεχομένου ξεπερνούσαν το στενό αστικό ορίζοντα, καθώς και αιτήματα για την προστασία της εργατικής τάξης σε πέντε σημεία, τα οποία από σημερινή σκοπιά έχουν μόνο ιστορική σημασία για εκείνη την εποχή. Ομως, στο μέρος αυτό του προγράμματος η κριτική του Ενγκελς στο Σχέδιο Προγράμματος λήφθηκε μονάχα εν μέρει υπόψη. Πρέπει να το επισημάνουμε αυτό, γιατί η κριτική του Ενγκελς έχει βασική σημασία.

Τα πολιτικά αιτήματα του προγράμματος εμπεριείχαν ένα μεγάλο λάθος: «Αυτό, που έπρεπε να είχε ειπωθεί, δεν εμπεριέχεται»… Ο Ενγκελς εννοούσε κάποια υπόδειξη στην πάλη για τη Δημοκρατία: «…Αυτή η λήθη για τα μεγάλα, κύρια, βασικά σημεία υπέρ των στιγμιαίων καθημερινών ενδιαφερόντων, αυτή η πάλη και η επιδίωξη για την επιτυχία της στιγμής, χωρίς να λαμβάνει υπόψη τις μετέπειτα συνέπειες, αυτή η εγκατάλειψη του μέλλοντος για το παρόν του μπορεί να έχει «έντιμες» προθέσεις, αλλά είναι και παραμένει οπορτουνισμός και ο «έντιμος» οπορτουνισμός είναι ίσως ο πιο επικίνδυνος απ’ όλους»… «Εάν κάτι είναι βέβαιο, είναι ότι το Κόμμα μας και η εργατική τάξη μπορεί να έλθουν στην εξουσία μόνο με τη μορφή ενός δημοκρατικού πολιτεύματος. Αυτή είναι ακριβώς η ιδιαίτερη μορφή της δικτατορίας του προλεταριάτου…»[17]. Αν , λόγω των νόμων περί συνεταιρίζεσθαι, δεν μπορούσε να περιληφθεί στο Πρόγραμμα το αίτημα της Δημοκρατίας, θα έπρεπε να παραφραστεί. Θα μπορούσε κανείς το πολύ-πολύ να παρακάμψει τη Δημοκρατία. Κατά την άποψή μου, ωστόσο, εκείνο που έπρεπε και μπορεί να μπει είναι το αίτημα της συγκέντρωσης όλης της πολιτικής εξουσίας στα χέρια της λαϊκής αντιπροσωπείας»[18].

 

 

ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΔΡΥΣΗ ΤΗΣ 2ης ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΜΕΧΡΙ ΤΟ ΓΥΡΙΣΜΑ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ

 

 

Από τις 14 έως τις 20 Ιούλη 1889, πραγματοποιήθηκε το ιδρυτικό Συνέδριο της Β΄ Διεθνούς στο Παρίσι, 100 χρόνια μετά από την Εφοδο στη Βαστίλη με την οποία ξεκίνησε η Μεγάλη Γαλλική Επανάσταση.

Στο συνέδριο αυτό έλαβαν μέρος περίπου 400 αντιπρόσωποι από την Αργεντινή, το Βέλγιο, τη Βουλγαρία, τη Δανία, τη Γερμανία, την Αγγλία, τη Φινλανδία, τη Γαλλία, την Ολλανδία, την Ιταλία, τη Νορβηγία, την Αυστρία, την Πολωνία, τη Ρουμανία, τη Ρωσία, τη Σουηδία, την Ελβετία, την Ισπανία, την Ουγγαρία και τις ΗΠΑ. Και μόνο από αυτό μπορεί κανείς να καταλάβει τη διεθνή διεύρυνση του εργατικού κινήματος. Μέχρι το τέλος του αιώνα προστέθηκαν ακόμα κόμματα από την Αυστραλία και την Ιρλανδία, έφτασε ο μαρξισμός μέσω της Ιαπωνίας και στην Κίνα, μέσω της Γαλλίας στην Ινδοκίνα.

Ο Φρίντριχ Ενγκελς συνέβαλε σημαντικά στην πραγματοποίηση, τη διοργάνωση και τις αποφάσεις του Συνεδρίου. Ασκούσε μεγάλη επίδραση με τα άρθρα του σε εφημερίδες του εργατικού κινήματος, με συζητήσεις και αλληλογραφίες με αρχηγούς σοσιαλιστές διαφόρων χωρών. Τα γράμματά του αυτής της περιόδου, αλλά και μετά από το Συνέδριο μέχρι το θάνατό του (δυστυχώς δεν έχουν δημοσιευτεί μέχρι τώρα πλήρως στα MEGA και στα MEW) αποτελούν ανεξάντλητη πηγή για τη διερεύνηση της διεθνούς του επιρροής. Οφειλόταν κυρίως στη δική του δραστηριότητα ότι μετά το θάνατό του δεν μπορούσαν να επιβληθούν στη Β΄ Διεθνή ούτε αριστερά-αναρχικά ρεύματα ούτε ο δεξιός οπορτουνισμός.

Ετσι, το 1889, το παράλληλο Συνέδριο που οργανώθηκε από τα αγγλικά τρεϊντγιούνιον και τους Γάλλους ποσιμπιλιστές και που αποσκοπούσε τη διάσπαση, κατέληξε σε φιάσκο. Στο ιδρυτικό Συνέδριο δεν αντιπροσωπεύονταν μονάχα μαρξιστές, αλλά και αναρχικοί και δεξιοί οπορτουνιστές. Και οι ποσιμπιλιστές, μετά από την αποτυχία του παράλληλου Συνεδρίου τους έλαβαν επίσης μέρος στο ιδρυτικό Συνέδριο. Οι μαρξιστές, όμως, ήταν η καθοριστική δύναμη στο Συνέδριο κάτι το οποίο βρήκε την αντανάκλασή του στις αποφάσεις και δεν υπήρχε Ενωση μαρξιστών με αναρχικούς ή δεξιούς οπορτουνιστές. Ο μαρξισμός είχε επιβληθεί σαν θεωρία και ιδεολογία στο διεθνές εργατικό κίνημα…

Οχι μόνο το γερμανικό κόμμα, που έπρεπε να διεξαγάγει μια αδιάκοπη πάλη ενάντια στον πρωσικό-γερμανικό μιλιταρισμό, αλλά και τα άλλα κόμματα μπορούσαν να είχαν μαζέψει εμπειρίες στον αγώνα κατά των στρατιωτικών, παρ’ όλο που στην Αγγλία και τις ΗΠΑ -σε αντίθεση με την Πρωσία-Γερμανία- δεν υπήρχε ακόμα μιλιταρισμός. Αυτός άρχισε να αναπτύσσεται μόλις μετά από το γύρισμα του αιώνα.

Το Συνέδριο πήρε τη σημαντική απόφαση να καταργηθούν οι μόνιμοι στρατοί (όπου υπήρχαν) και να εισαχθεί ο γενικός λαϊκός εξοπλισμός, που σαν επαναστατικό αίτημα του εργατικού κινήματος στην πάλη κατά του μιλιταρισμού δεν πρέπει να μπερδευτεί με τη γενική υποχρεωτική θητεία.

Το αίτημα αυτό που το πρόβαλαν ο Μαρξ και ο Ενγκελς στα επαναστατικά χρόνια 1848/’49, είχε νόημα μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα. Πραγματοποιήθηκε από το Λένιν με την ίδρυση του Κόκκινου Στρατού, σαν στρατού εργατών-αγροτών κάτω από ιμπεριαλιστικές συνθήκες.

Προς το τέλος του 19ου αιώνα με την ανάπτυξη σύγχρονων οπλικών συστημάτων μαζικής καταστροφής άρχισε να διαγράφεται στον ορίζοντα ο κίνδυνος μιας νέας ποιότητας μελλοντικών πολέμων, που οι επιπτώσεις τους θα ξεπερνούσαν πολλαπλάσια όλους τους μέχρι τότε πολέμους. Γι’ αυτό, το ζήτημα Ειρήνης απόκτησε ένα ποιοτικά νέο περιεχόμενο[19]. Οι αντιπρόσωποι του Συνεδρίου διακήρυξαν με ένα ψήφισμα την ειρήνη απαραίτητη προϋπόθεση κάθε εργατικής χειραφέτησης.

Νέα ήταν τα αιτήματα σχετικά με μια διεθνή νομοθεσία εργατικής προστασίας, ιδιαίτερα σχετικά με το οχτάωρο, την απαγόρευση της παιδικής εργασίας, μέτρα για τον περιορισμό της εκμετάλλευσης γυναικών και νέων ανθρώπων. Αιτήματα, δηλαδή, που μέχρι σήμερα δεν έχουν επιβληθεί ακόμα σε διεθνές επίπεδο. Σκεφτείτε όχι μόνο την πολυαναφερόμενη παιδική εργασία στην Ινδία, αλλά και τη λιγότερο ηχηρά αναφερόμενη αύξηση της παιδικής φτώχειας στα ψηλά αναπτυγμένα ιμπεριαλιστικά κράτη.

Η απόφαση του Συνεδρίου να πάνε την 1η Μάη του 1890 σε όλες τις πόλεις με ανακοινώσεις για το οχτάωρο, έγινε η ληξιαρχική πράξη γεννήσεως της «Πρωτομαγιάς», σαν μέρα αγώνα του διεθνούς εργατικού κινήματος. Σαν στόχο του αγώνα το Συνέδριο καθόρισε, σύμφωνα με το»Μανιφέστο» και τον εναρκτήριο λόγο του Διεθνούς Συνδέσμου Εργατών, την εγκαθίδρυση της σοσιαλιστικής κοινωνίας και την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας από την εργατική τάξη σαν προϋπόθεση για την κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής.

Μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα τα σοσιαλιστικά κόμματα της Ευρώπης και Β. Αμερικής μετρούσαν 300.000 μέλη, περίπου. Τέσσερα (4) εκατομμύρια εργάτες περίπου ήταν συνδικαλισμένοι και 4 1/2 εκατομμύρια περίπου ήταν οι ψηφοφόροι σοσιαλιστικών κομμάτων. Μέχρι το 1895 σχεδόν όλη η δραστηριότητα της Β΄ Διεθνούς περνούσε από τα χέρια του Ενγκελς, ο οποίος με γράμματα και συζητήσεις συνεργαζόταν ακούραστος με αρχηγούς κομμάτων και εν μέρει συντόνιζε τη δραστηριότητά τους. Το 1900 και με απόφαση του παρισινού Συνεδρίου της Β΄ Διεθνούς, ιδρύθηκε ένα «Διεθνές Σοσιαλιστικό Γραφείο» με έδρα στις Βρυξέλλες καθώς και μια «Διακοινοβουλευτική Επιτροπή» υφιστάμενη του Γραφείου.

Στις αρχές της δεκαετίας του ’90 οι μαρξιστές έπρεπε να συγκεντρωθούν για την πάλη ενάντια στους αντιπροσώπους του αναρχισμού, ιδίως της ατομικής τρομοκρατίας, οι οποίοι αποσπούσαν με την «άμεση δράση» τους από την οργανωμένη ταξική πάλη. Στη Γερμανία ο Ενγκελς έπρεπε να διεξαγάγει αυτή την πάλη ενάντια στους λεγόμενους «Νέους», ένα ημι-αναρχικό ρεύμα μέσα στη σοσιαλδημοκρατία. Οπως και ο Μπακούνιν, θεωρούσαν τις πολιτικές σχέσεις ρίζα όλων των κακών. Εξαπόλυαν σφοδρές επιθέσεις κατά της κομματικής ηγεσίας, ιδίως κατά της δόκιμης κοινοβουλευτικής τακτικής του Κόμματος, που την αντιπροσώπευε ο Μπέμπελ. Σαν να μην έφτανε αυτό θεώρησαν ότι μπορούσαν σε όλα αυτά να επικαλούνται τον Ενγκελς σαν κύριο μάρτυρα.

Ο Ενγκελς έγραφε: «Αν θα μπορούσα ακόμα να έτρεφα τις παραμικρές αμφιβολίες σχετικά με το χαρακτήρα της νεότερης εξέγερσης λογοτεχνών και φοιτητών στο δικό μας γερμανικό κόμμα, αυτές δεν μπορούσαν παρά να εξαφανιστούν μπροστά στην κορυφαία ξεδιαντροπιά της προσπάθειά τους να με καταστήσουν αλληλέγγυο για τα σκιρτήματα εκείνων των κυρίων»[20].

Ο Μπρούνο Βίλε (Bruno Wille) ένα από τα φερέφωνα των «Νέων» διακήρυξε «ο κοινοβουλευτισμός διαφθείρει… τις μάζες, αλλά και βουλευτές…», και πρόσθεσε: «…δεν μπορούμε να περιμένουμε από τον κοινοβουλευτισμό μια λύση ή έστω κάποια βελτίωση των συνθηκών μας»[21].

Ο Ενγκελς έβρισκε στα θεωρητικά «προϊόντα» των «Νέων», …έναν σπασμωδικά στρεβλωμένο «μαρξισμό», που χαρακτηριζόταν αφενός μεν από μια ισχυρή παρανόηση της θεώρησης την οποία ισχυρίζονταν ότι την αντιπροσώπευαν, αφετέρου από μια χοντρή άγνοια σε ό,τι αφορά τα εκάστοτε αποφασιστικά ιστορικά γεγονότα, τρίτον από τη συνείδηση της δικής τους αμέτρητης ανωτερότητας, τόσο χαρακτηριστικής προς όφελος των Γερμανών λογοτεχνών. Ο Μαρξ πρόβλεπε ακόμα και αυτούς τους νεαρούς, όταν έλεγε για το «μαρξισμό», όπως μαινόταν κατά το τέλος της δεκαετίας του ’70 ανάμεσα σε ορισμένους Γάλλους: «Tout ce que je sais, c’ est que moi, je ne suis pas marxiste» – «αυτό που ξέρω είναι ότι εγώ δεν είμαι «μαρξιστής»[22].

Οι «Νέοι» ολοφάνερα δεν ήταν σε θέση να ξεχωρίζουν ανάμεσα στην επαναστατική κοινοβουλευτική τακτική και τα φαινόμενα πραγματικού οπορτουνιστικού εκφυλισμού μέσα στη σοσιαλδημοκρατική κοινοβουλευτική ομάδα. Τους εμπόδιζε η υποκειμενική ιδεαλιστική τους βασική θέση, καθώς και η βασική τους αναρχική θέση.

Η κοινοβουλευτική ομάδα και ο οπορτουνισμός είναι δύο τελείως διαφορετικά πράγματα, που δεν πρέπει να ταυτιστούν. Ο οπορτουνισμός μπορεί να διαλύσει μια κοινοβουλευτική ομάδα, αλλά και την κομματική ηγεσία. Δεν μπορούμε, όμως, από αυτό να εξαγάγουμε το συμπέρασμα ότι πρέπει να παραιτηθούμε από την κοινοβουλευτική αντιπροσώπευση ή την κομματική καθοδήγηση. Πρέπει να πολεμηθεί ο οπορτουνισμός σαν αστική ιδεολογία στο εργατικό κίνημα, αλλά ο αναγκαίος αυτός αγώνας δεν μπορεί να οδηγήσει στο να παραιτηθούμε από την καθοδήγηση ή την κοινοβουλευτική αντιπροσώπευση του Κόμματος -ή και από τα δύο- αυτό θα ήταν σαν να διαλύαμε το Κόμμα. Ο Λένιν στις αρχές της δεκαετίας του ’20, αναγκάστηκε να αντιμετωπίσει άλλη μια φορά παρόμοια φαινόμενα.

Προς το τέλος του 19ου αιώνα ολοκληρώνεται η προοδευτική φάση στην ανάπτυξη του διεθνούς εργατικού κινήματος, με την επικράτηση του μαρξισμού μέσα σε αυτό. Με το πέρασμα στον ιμπεριαλισμό γύρω στα 1900 άρχισε μια νέα εποχή.

Η Β΄ Διεθνής δεν το κατάφερε πια να ανταποκριθεί στους νέους όρους και στα νέα καθήκοντα που βρίσκονταν μπροστά στο εργατικό κίνημα. Στη διάρκεια της πάλης των μαρξιστών ενάντια στον αναρχισμό, η πάλη ενάντια στο δεξιό οπορτουνισμό μπήκε στο παρασκήνιο, κάτι το οποίο διευκόλυνε την ολέθρια δραστηριότητα των οπορτουνιστών για την καταστροφή της Β΄ Διεθνούς.

 

Σημειώσεις

 

 

[1] Φρ. Ενγκελς: «Ο έκτακτος Νόμος ενάντια στους σοσιαλιστές στη Γερμανία – Η κατάσταση στη Ρωσία». Καρλ Μαρξ-Φρ. Ενγκελς: «Για το ρεφορμισμό». Εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα 1992, σελ. 159-160. («Οι Πληβείοι», τεύχος 12, την 30ή Μάρτη 1879). (Στο MEW 19/148).

[2] Οι παραθέσεις πάρθηκαν από τους Μαρξ-Ενγκελς: «Εγκύκλιο Γράμμα στους Μπέμπελ, Λίμπκνεχτ, Μπράκε και άλλους. Το Μανιφέστο των τριών της Ζυρίχης». «Διαλεχτά Εργα», Μαρξ-Ενγκελς, τόμ. ΙΙ, έκδοση ΚΕ του ΚΚΕ 1951, σελ. 566. (Γερμανικά, MEW 19/159-163).

[3] Μαρξ-Ενγκελς: «Εγκύκλιο Γράμμα στους Μπέμπελ, Λίμπκνεχτ, Μπράκε και άλλους. Το Μανιφέστο των τριών της Ζυρίχης». «Διαλεχτά Εργα», Μαρξ-Ενγκελς, τόμ. ΙΙ, έκδοση ΚΕ του ΚΚΕ 1951, σελ. 568. (Γερμανικά, MEW 19/164).

[4] Μαρξ-Ενγκελς: «Εγκύκλιο Γράμμα στους Μπέμπελ, Λίμπκνεχτ, Μπράκε και άλλους. Το Μανιφέστο των τριών της Ζυρίχης». «Διαλεχτά Εργα», Μαρξ-Ενγκελς, τόμ. ΙΙ, έκδοση ΚΕ του ΚΚΕ 1951, σελ. 568. (Γερμανικά, MEW 19/164).

[5]Μαρξ-Ενγκελς: «Εγκύκλιο Γράμμα στους Μπέμπελ, Λίμπκνεχτ, Μπράκε και άλλους. Το Μανιφέστο των τριών της Ζυρίχης». «Διαλεχτά Εργα», Μαρξ-Ενγκελς, τόμ. ΙΙ, έκδοση ΚΕ του ΚΚΕ 1951, σελ. 569. (Γερμανικά, MEW 19/166).

[6] Βλ. την ομιλία του Γκέοργκι φον Φόλμαρ στη δημόσια κομματική συνέλευση στο Ελντοράντο του Μονάχου – την 1η Ιούνη 1891. Στο GDA/1, σελ. 646-648.

[7] Αποσπάσματα από τις ομιλίες των Μπέμπελ, Ζίνγκερ και Λίμπκνεχτ, σελ. 648-653.

[8] Φρ. Ενγκελς: «Κριτική στο σχέδιο του Σοσιαλδημοκρατικού Προγράμματος του 1891». Καρλ Μαρξ-Φρ. Ενγκελς: «Για το Ρεφορμισμό», έκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 195. (Στο MEW 22/225-240) «Το πρόγραμμα που αποφασίστηκε στο Συνέδριο», στο «Επαναστατικά γερμανικά κομματικά προγράμματα». Βερολίνο 1964, σελ. 82-86.

[9] «Ο Ενγκελς στον Κάουτσκι στη Στουτγάρδη (Ryde, 29 Ιούνη 1891)». Καρλ Μαρξ-Φρ. Ενγκελς: «Για το ρεφορμισμό». Εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή». Αθήνα 1992, σελ.333-334. (Στο MEW 38/407-408 κ.ο.κ.).

[10] «Ο Ενγκελς στον Μπέμπελ στο Βερολίνο. Λονδίνο 23 Ιούλη 1892». Καρλ Μαρξ-Φρ. Ενγκελς: «Για το ρεφορμισμό». Εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή». Αθήνα 1992, σελ. 333-334. (Στο MEW 38/407 κ.ο.κ.).

[11] «Επαναστατικά γερμανικά προγράμματα», σελ. 83.

[12] «Επαναστατικά γερμανικά προγράμματα», σελ. 83.

[13] Στο ίδιο.

[14] Στο ίδιο, σελ. 84.

[15] Στο ίδιο.

[16] Στο ίδιο.

[17] Φρ. Ενγκελς: «Κριτική στο σχέδιο του Σοσιαλδημοκρατικού Προγράμματος του 1891», σελ. 233, 234, 235. Καρλ Μαρξ-Φρ. Ενγκελς: «Για το ρεφορμισμό». Εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή». Αθήνα 1992, σελ. 197-198.

[18] Στο ίδιο, σελ. 235. (Η υπογράμμιση υπάρχει στο πρωτότυπο).

[19] Βλ. Φρ. Ενγκελς γι΄ αυτό το ζήτημα: «Η Ευρώπη μπορεί να αφοπλιστεί;». Στο MEW 22/369-399.

[20] Φρ. Ενγκελς: «Απάντηση στη σύνταξη της «Εφημερίδας των Εργατών της Σαξονίας». Στο MEW 22/68.

[21] Παράθεση από τον Ντίτερ Χάγιερ/Βέρνερ Τσάνερλ (Dieter Heyer/Werner Tschannerl): «Για τη διαλεκτική της πολιτικής, της οικονομίας και της ιδεολογίας στο ιστορικό προτσές. Η επίκαιρη σημασία της κριτικής του Φρ. Ενγκελς στις κοσμοθεωρητικές βάσεις του «αριστερού» οπορτουνισμού των «Νέων». Στο: «Συμβουλές στη μελέτη των μαρξιστικών-λενινιστικών βάσεων». Τεύχος 3, Λειψία 1983, σελ. 83.

[22] Φρ. Ενγκελς: «Απάντηση στη σύνταξη, α.α.Ο.S, 69. (Η υπογράμμιση υπάρχει στο πρωτότυπο).

 

 

 

(Ε΄ μέρος)

 

 

 

ΟΙ ΝΕΕΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΠΑΛΗΣ ΓΥΡΩ ΣΤΑ 1900

 

 

Με τον 20ό αιώνα, ξεκίνησε η εποχή των ιμπεριαλιστικών πολέμων και προλεταριακών επαναστάσεων: Ο ισπανοαμερικανικός πόλεμος του 1898, ο οποίος χαρακτηρίζεται ως πρώτος ιμπεριαλιστικός πόλεμος, ο ρωσοϊαπωνικός πόλεμος του 1904-5, οι Βαλκανικοί πόλεμοι του 1912-13, ξέσπασμα του Α΄ παγκοσμίου πολέμου το 1914, αγροτικές εξεγέρσεις στις αποικίες και ημιαποικίες, που έπαιρναν το χαρακτήρα απελευθερωτικών πολέμων, η εξέγερση των Μπόξερς (Yihetuan) στην Κίνα 1895-1901 (Ο λόγος των Ούνων του Γερμανού Αυτοκράτορα Βίλχελμ Β΄), ο πόλεμος των Μπόερς στη Νότιο Αφρική 1899-1902, η εξέγερση των Χερέρο και Νάμα κάτω από την ηγεσία του θρυλικού Χέντρικ Βίτμποϊ (Hendrick Witbooi) το 1904 στη «γερμανική νοτιοδυτική Αφρική» τη σημερινή Ναμίμπια. (Μετά από την εκστρατεία εξόντωσης των γερμανικών αποικιοκρατικών δυνάμεων, τα κατάλοιπα των Χερέρο διώχθηκαν στην έρημο χωρίς νερό. Μόνο 15.000 από τους 80.000 Χερέρο επέζησαν από την εκστρατεία εξόντωσης).

Το 1906 μια μεγάλη εξέγερση των Ζουλού, υπό τον Μπαμπάτα στη Νότιο Αφρική, οι κρίσεις του Μαρόκο το 1906 και 1911, η δημοκρατική επανάσταση στην Κίνα το 1911-1913, η δημοκρατική επανάσταση στη Ρωσία του 1905, το Φλεβάρη του 1917 και έπειτα η Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917. Αυτή η καθόλου πλήρης απαρίθμηση επαναστατικών κινήσεων και ιμπεριαλιστικών πολέμων καθιστά σαφές ότι τα επαναστατικά κόμματα της εργατικής τάξης έπρεπε να εξετάσουν την οργανωτική τους δομή και να την προσαρμόσουν στις νέες συνθήκες.

Η κατάσταση αυτή εξηγεί γιατί το οργανωτικό ζήτημα καταλάμβανε στο Λένιν μια ανώτερη θέση απ’ ό,τι στους Μαρξ-Ενγκελς. Στον 19ο αιώνα, έπρεπε να συνδεθεί ο επιστημονικός σοσιαλισμός με το εργατικό κίνημα, να ιδρυθούν κομμουνιστικά κόμματα (από τη δεκαετία του ‘70 ονομάζονταν σοσιαλδημοκρατικά κόμματα) στις χώρες στις οποίες ο καπιταλισμός είχε προχωρήσει πιο πολύ, να ενωθεί το διεθνές εργατικό κίνημα. Καθήκον ήταν να προετοιμαστεί η εργατική τάξη στην προλεταριακή επανάσταση. Η σοσιαλιστική επανάσταση δεν ήταν ακόμα στην ημερήσια διάταξη.

Οι νέες συνθήκες πάλης μπορούν να σκιαγραφηθούν σύντομα με τα πέντε χαρακτηριστικά γνωρίσματα του ιμπεριαλισμού, όπως τα διατύπωσε ο Λένιν…

Το προλεταριάτο, με τη δημιουργία του ιμπεριαλισμού, έφτασε τις παραμονές της επανάστασής του. Γι’ αυτό το σκοπό η εργατική τάξη (όχι μόνο στη Ρωσία, αλλά σε όλα τα αναπτυγμένα ιμπεριαλιστικά κράτη) χρειάστηκε ένα κόμμα, το οποίο θα αντεπεξερχόταν στο ύψος των καθηκόντων μιας σοσιαλιστικής επανάστασης. Η δημιουργία τέτιων κομμάτων είχε ευθύς εξ αρχής διεθνή χαρακτήρα και δεν ήταν ειδικό ρωσικό καθήκον. Ωστόσο, στους μπολσεβίκους και, σε σημαντικό βαθμό, στην προσωπικότητα του Λένιν οφείλεται ότι ίδρυσαν πρώτοι ένα τέτιο Κόμμα.

 

 

Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΚΟΜΜΑΤΟΣ ΝΕΟΥ ΤΥΠΟΥ

 

 

Σε ό,τι αφορά την επεξεργασία της κομματικής θεωρίας του Λένιν, αναφέρονται συνήθως – και από αριστερούς – δύο από τα έργα του, το «Τι να κάνουμε;» (1902) και το «Ενα βήμα μπρος, δύο βήματα πίσω» (1904). Σωστό στο βαθμό που και στα δύο έργα εμπεριέχονται βασικά πράγματα σχετικά με το κομματικό ζήτημα. Ωστόσο, δεν μπορεί η κομματική θεωρία του Λένιν να περιοριστεί σε αυτά τα δύο έργα του. Και στα δύο θα ψάξεις μάταια να βρεις τον όρο «Κόμμα Νέου Τύπου». Δεν τον περιλαμβάνουν ακόμα. Μπορούμε να διακρίνουμε δύο στάδια στην επεξεργασία της κομματικής του θεωρίας, το πρώτο από το 1902 μέχρι την κατάρρευση της Β΄ Διεθνούς το 1914 και το δεύτερο από το 1914 μέχρι το θάνατό του το 1924.

Στο πρώτο στάδιο, ο Λένιν ασχολήθηκε κυρίως με την υπεράσπιση του μαρξισμού σαν θεωρία και με την κομματική αντίληψη του Μαρξ ενάντια στον αναθεωρητισμό, που ανέβαινε γύρω στα 1900. Αλλά, πρώτα, πρέπει να τονίσουμε το εξής: Δεν πρόκειται με κανέναν τρόπο για ένα «ειδικό ρωσικό», αλλά για ένα διεθνές πρόβλημα. Ο Λένιν, σε όλα τα έργα του, επισήμανε τακτικά τι ήταν διεθνής υπόθεση και τι ήταν ρωσική υπόθεση, καθώς και το γεγονός ότι πρέπει να διακρίνουμε ανάμεσα στις τυπικά ρωσικές και τις γενικές, διεθνείς συνθήκες…

Στο έργο του «Τι να κάνουμε; Τα φλέγοντα ζητήματα του κινήματός μας»[1] , ο Λένιν αντιπαρατέθηκε στον αναθεωρητισμό του Μπερστάιν. Και αυτό είχε καθολική σημασία. Δεν ήταν μονάχα η «οικοδόμηση μιας πανρωσικής οργάνωσης ικανής για τη μάχη», που ενδιέφερε τον Λένιν, αλλά ταυτόχρονα τον ενδιέφερε το τσάκισμα της «νέας» κατεύθυνσης στην κομματική θεωρία μέσα στη διεθνή σοσιαλδημοκρατία, το τσάκισμα του μπερνσταϊνισμού, που επεκτεινόταν γύρω στα 1900[2]. Η αντιπαράθεσή του με τους Δυτικοευρωπαίους και τους Ρώσους μπερσταϊνικούς (τους οικονομιστές) φαίνεται διάχυτα στις 194 σελίδες του έργου αυτού. Δεν ήταν μονάχα η υπεράσπιση της κομματικής θεωρίας του Μαρξ, αλλά ταυτόχρονα και οι νέοι τόνοι, σαν συνέχειά της, στο οργανωτικό ζήτημα που είχαν σημασία. Το βασικό πρόβλημα στο «Τι να κάνουμε;» ήταν ο χαρακτήρας του Κόμματος, δηλαδή αν ήταν «Κόμμα της κοινωνικής επανάστασης» ή «δημοκρατικό Κόμμα της κοινωνικής μεταρρύθμισης».

Αυτό το ζήτημα ήταν διεθνές και εξακολούθησε στα επόμενα εκατό χρόνια να αποτελεί αντικείμενο της αντιπαράθεσης ανάμεσα στον επαναστατικό μαρξισμό-λενινισμό και την αστική-αναθεωρητική ιδεολογία στο διεθνές εργατικό κίνημα. Η επίθεση που έγινε στο επαναστατικό Κόμμα – και μαζί του και στην κομματική θεωρία του Μαρξ – γινόταν κάτω από το σύνθημα της «ελευθερίας της κριτικής». Δηλαδή της «ελευθερίας» να μετατρέψουν το επαναστατικό κόμμα σε μικροαστικό ρεφορμιστικό κόμμα, να εισαγάγουν αστικές ιδέες και αστικά στοιχεία στο σοσιαλισμό[3]. Η «ελευθερία κριτικής» δε σημαίνει «την αντικατάσταση μιας θεωρίας από μια άλλη, αλλά την ελευθερία απέναντι σε κάθε ολοκληρωμένη και βαθιά μελετημένη θεωρία, σημαίνει εκλεκτικισμό και έλλειψη αρχών»[4].

Ο Λένιν επανήλθε στην «ελευθερία της κριτικής» αρκετές φορές σε άλλες εργασίες του, όπως στο σύγγραμμα «Σχετικά με την ομάδα των «Βπεριοντοφικών»», τον Αύγουστο 1910. Εκεί, απαντάει στο αίτημα ενός συντρόφου, «να εξασφαλιστεί, στα μέλη του κόμματος, πλήρης ελευθερία της επαναστατικής και φιλοσοφικής σκέψης τους»[5]. «Το σύνθημα αυτό είναι πέρα για πέρα οπορτουνιστικό. Σε όλες τις χώρες, ένα τέτιο σύνθημα το έριχναν μέσα από τις γραμμές των σοσιαλιστικών κομμάτων μόνο οι οπορτουνιστές και στην πράξη δε σήμαινε τίποτε, παρά «ελευθερία» διαφθοράς της εργατικής τάξης από την αστική ιδεολογία. «Ελευθερία σκέψης» (διάβαζε: ελευθερία τύπου, λόγου, συνείδησης) ζητάμε από το κράτος (και όχι από το κόμμα), καθώς και την ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι. Αλλά το κόμμα του προλεταριάτου είναι μια ελεύθερη ένωση, που ιδρύθηκε για τον αγώνα ενάντια στις «σκέψεις» (διάβαζε: ενάντια στην ιδεολογία) της αστικής τάξης, για την υπεράσπιση και εφαρμογή μιας ορισμένης κοσμοθεωρίας και, συγκεκριμένα, της μαρξιστικής»[6]…

Ο Λένιν δεν έβλεπε ποτέ τον ηγετικό ρόλο του Κόμματος αφηρημένα, σαν εκ των προτέρων δοσμένο, αλλά σαν κάθε φορά συγκεκριμένο μέσα από τη σύνδεση του αυθόρμητου εργατικού κινήματος με το σοσιαλισμό. Η σοσιαλιστική συνείδηση δεν μπορεί να δημιουργηθεί αυθόρμητα στο εργατικό κίνημα, αλλά πρέπει να εισαχθεί απ’ έξω σε αυτό και, μάλιστα, για το λόγο ότι η μάζα των εργατών, εγκλωβισμένη στις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής, οι οποίες καθορίζουν τη ζωή της, βρίσκεται κάτω από την επίδραση της αστικής ιδεολογίας. Ετσι, οι ιδέες της κυρίαρχης τάξης είναι αυθόρμητες και οι κυρίαρχες μέσα στις λαϊκές μάζες, συμπεριλαμβανομένης και της εργατικής τάξης.

Αυτό ισχύει, ακόμα περισσότερο, σήμερα, που οι μεγάλοι μεγιστάνες των μέσων κυριαρχούν σχεδόν αποκλειστικά στα σύγχρονα μέσα δημοσίευσης. Η εργατική τάξη μόνη της δεν πάει πιο πέρα από το συνδικαλιστικό αγώνα για κοινωνικές και οικονομικές μεταρρυθμίσεις. Μόνη της, αυθόρμητα, δεν μπορεί να διεξαγάγει τον πολιτικό ταξικό αγώνα μέχρι την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας. Χωρίς πολιτική-ιδεολογική καθοδήγηση του Κόμματος, δεν υπάρχει επαναστατικό εργατικό κίνημα. Η αστική τάξη έχει απόλυτα συνειδητοποιήσει αυτό το γεγονός. Γι’ αυτό το λόγο, στρέφει τον αγώνα της με όλα κάθε φορά τα απαιτούμενα μέσα -συμπεριλαμβανομένης της μαζικής σφαγής- ενάντια στο επαναστατικό κόμμα, όπως έχει αποδειχθεί επαρκώς ιστορικά. Το επαναστατικό κόμμα είναι η μόνη οργάνωση, που μπορεί, σε καιρούς κρίσης, να γίνει επικίνδυνη για την εξουσία και την κυριαρχία του κεφαλαίου.

Ο ρόλος του Κόμματος σαν πρωτοπορία πρέπει να κατακτηθεί και να κρατηθεί. Δεν αρκεί, σύμφωνα με το Λένιν, «να αυτοαποκαλούμαστε «εμπροσθοφυλακή»». Πρέπει να «δρούμε κατά τέτιο τρόπο, ώστε όλα τα άλλα τμήματα να μας βλέπουν και να αναγκάζονται ν’ αναγνωρίσουν, ότι βαδίζουμε στην πρωτοπορία». Οι εκπρόσωποι των άλλων τμημάτων δεν είναι τόσο «κουτοί» ώστε «να παίρνουν τα λόγια μας τοις μετρητοίς, όταν λέμε ότι είμαστε η «εμπροσθοφυλακή»»[7]…

Στο 2ο Συνέδριο του ΣΔΕΚΡ (Ιούλιος-Αύγουστος 1903) το οργανωτικό ζήτημα, το Καταστατικό του κόμματος, ο δημοκρατικός συγκεντρωτισμός βρέθηκαν στο επίκεντρο των συζητήσεων. Προβλήματα, που η απάντησή τους έχει, επίσης, γενική σημασία. Οι διαφωνίες ανάμεσα στο προλεταριακό επαναστατικό (μπολσεβίκοι) και το διανοητικό-οπορτουνιστικό ρεύμα (μενσεβίκοι), οι οποίες βγήκαν στο Συνέδριο αυτό στην επιφάνεια, αφορούσαν κυρίως οργανωτικά ζητήματα, με πυρήνα το ζήτημα του συγκεντρωτισμού.

Κάτω από αυτό το πρίσμα, συζητήθηκε και το ζήτημα της πρώτης παραγράφου του Καταστατικού, δηλαδή το ζήτημα του μέλους του κόμματος. Το επίμαχο θέμα ήταν αν το μέλος έπρεπε να δρα με τη προσωπική του συμμετοχή σε μια κομματική οργάνωση και μάλιστα κάτω από τον έλεγχό της (Λένιν) ή θα έπρεπε «να δουλεύει δραστήρια για την πραγματοποίηση των σκοπών κάτω από τον έλεγχο και την καθοδήγηση των οργάνων του κόμματος» (Μάρτοφ, ως ένας από τους αντιπροσώπους της οπορτουνιστικής πτέρυγας)[8]. Το θέμα ήταν, δηλαδή, η κατανόηση της κομματικής πειθαρχίας.

Η διαφωνία αυτή δεν έμοιαζε και «τόσο ουσιώδης», όμως «κάθε μικρή διαφωνία μπορεί να γίνει μεγάλη … μπορεί να αποκτήσει τεράστια σημασία, αν αποτελέσει αφετηρία στροφής» γιατί τότε μπορεί να οδηγήσει «το κόμμα στη διάσπαση»[9].

Κατά τη διατύπωση του Μάρτοφ «ο κάθε απεργός», ο κάθε μαθητής γυμνασίου, ο κάθε καθηγητής, που θα δρούσε υπό την «καθοδήγηση» μιας κομματικής οργάνωσης ή, που θα την «υποστήριζε τακτικά», μπορούσε να χαρακτηριστεί κομματικό μέλος, συνεπώς να αποφύγει την κομματική πειθαρχία. Η διατύπωση του Μάρτοφ, πράγματι, θα «εξυπηρετήσει τα συμφέροντα της αστικής διανόησης που σκιάζεται την προλεταριακή πειθαρχία και οργάνωση. Κανένας δεν θα τολμήσει να αρνηθεί ότι εκείνο που χαρακτηρίζει τη διανόηση, σαν ιδιαίτερο στρώμα των σύγχρονων κεφαλαιοκρατικών κοινωνιών, είναι ίσα-ίσα ο ατομικισμός και η ανικανότητα για πειθαρχία και οργάνωση … και η ιδιότητα αυτή της διανόησης συνδέεται αδιάρηχτα με το συνηθισμένο τρόπο ζωής της, με τον τρόπο που βγάζει το ψωμί της, που συγγενεύει πολύ, πάρα πολύ, με τους όρους ζωής των μικροαστών (δουλιά κατ’ άτομο ή κατά πολύ μικρές ομάδες κτλ.). Τέλος, δεν είναι τυχαίο και το γεγονός ότι ίσα-ίσα οι υπερασπιστές της διατύπωσης του Μάρτοφ υποχρεώθηκαν να προβάλουν τα παραδείγματα των καθηγητών και των γυμνασιοπαίδων! … για το άρθρο 1 … οι οπαδοί του αστικο-διανοουμενίστικου ατομικισμού ήρθαν σε σύγκρουση με τους οπαδούς της προλεταριακής οργάνωσης και πειθαρχίας»[10].

Αν συγκρίνει κανείς τις συζητήσεις του Λένιν και του Μάρτοφ για την πρώτη παράγραφο του Καταστατικού με τα σχετικά άρθρα της «Ενωσης των Κομμουνιστών» του 1847[11], τότε γίνεται σαφές, ποιος συνετέλεσε τη «ρήξη» με το μαρξισμό στην κομματική θεωρία. Δεν ήταν ο Λένιν, αλλά ο Μάρτοφ…

 

 

ΓΙΑ ΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΣΤΑΔΙΟ

 

 

Με το ξέσπασμα του Α΄ παγκοσμίου πολέμου και την κατάρρευση της Β΄ Διεθνούς, επειδή τα διαλυμένα από τον οπορτουνισμό σοσιαλδημοκρατικά κόμματα έδωσαν τη συγκατάθεσή τους για τις πολεμικές πιστώσεις και υποστήριζαν ανοιχτά τις ιμπεριαλιστικές κυβερνήσεις στους εγκληματικούς τους πολεμικούς στόχους, οι επαναστατικές δυνάμεις στα κόμματα αυτά βρέθηκαν μπροστά σε νέα καθήκοντα.

Οι οπορτουνιστές ηγέτες των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων έβαλαν στην άκρη τα -δεσμευτικά για τα κόμματα- ψηφίσματα των Συνεδρίων της Β΄ Διεθνούς της Στουτγάρδης (Αύγουστος 1907) και της Βασιλείας (Νοέμβρης 1912). Μετατράπηκαν σε «σοσιαλσοβινιστές», οι οποίοι πέρασαν με τα όλα τους στο πλευρό της αντίστοιχης αστικής τάξης τους. Το μόνο κόμμα που τήρησε τα ψηφίσματα ήταν οι Μπολσεβίκοι, οι οποίοι έριξαν το σύνθημα να μετατραπεί ο ιμπεριαλιστικός ληστρικός και κατακτητικός πόλεμος σ’ έναν εμφύλιο για την ανατροπή της καπιταλιστικής ταξικής κυριαρχίας, όπως ήταν το αίτημα του ψηφίσματος του Συνεδρίου της Στουτγάρδης και όπως επιβεβαιώθηκε στο Συνέδριο της Βασιλείας.

Σύμφωνα με τα ψηφίσματα αυτά, «οι εργαζόμενες τάξεις και οι κοινοβουλευτικές αντιπροσωπίες τους στις χώρες που συμμετείχαν, ήταν υποχρεωμένες … να δώσουν τα πάντα … για να εμποδίσουν το ξέσπασμα του πολέμου … Αν, παρ’ όλα αυτά, ο πόλεμος θα ξεσπούσε, είναι χρέος να δουλέψουν για το γρήγορο τερματισμό του και να προσπαθήσουν με όλες τους τις δυνάμεις να εκμεταλλευτούν την από τον πόλεμο δημιουργημένη οικονομική και πολιτική κρίση για να εξεγείρουν το λαό και, με αυτόν τον τρόπο, να επισπεύσουν τον παραμερισμό της καπιταλιστικής ταξικής κυριαρχίας»[12].

Με το πέρασμα των ηγεσιών των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων, ιδιαίτερα της Γερμανίας, της Γαλλίας και της Αγγλίας στις θέσεις της ιμπεριαλιστικής μπουρζουαζίας, επισφραγίστηκε πια η τύχη αυτών των κομμάτων: έπαψαν να είναι προλεταριακά, διεθνιστικά, επαναστατικά κόμματα. Ηταν η στιγμή που εμφανίζεται για πρώτη φορά στα γραπτά του Λένιν, η έννοια ενός τέτιου νέου τύπου κόμματος και μάλιστα για πρώτη φορά –απ’ ό,τι ξέρω- στο άρθρο του «Και τώρα;» (Για τα καθήκοντα των εργατικών κομμάτων απέναντι στον οπορτουνισμό και το σοσιαλσοβινισμό) του Γενάρη 1915: «Ο τύπος των σοσιαλιστικών κομμάτων της εποχής της ΙΙης Διεθνούς ήταν: ένα κόμμα που ανεχόταν στις γραμμές του τον οπορτουνισμό, έναν οπορτουνισμό που συσσωρευόταν ολοένα και περισσότερο στις δεκαετίες της «ειρηνικής» περιόδου, που όμως διατηρούνταν μυστικός, προσαρμοζόταν στους επαναστάτες εργάτες, δανειζόταν από αυτούς τη μαρξιστική ορολογία και απέφευγε κάθε σαφή διαχωρισμό αρχών. Ο τύπος αυτός έφαγε το ψωμί του»[13].

Επίσης ο Λένιν προέβλεπε ότι μετά το τέλος του πολέμου -που το θεωρούσε, άλλωστε, δυνατό ήδη το 1916- αυτοί οι οπορτουνιστές, «όλοι τους αυτοί … θα ταχθούν με το μέρος της αστικής τάξης, που οπωσδήποτε θα βρει κάποιο πρόσχημα για να απαγορέψει να γίνει λόγος για ταξικό μίσος και ταξική πάλη…»[14]. Στο σύγγραμμά του «Η χρεοκοπία της ΙΙης Διεθνούς» του Ιούνη 1915 εξετάζει πρώτα, πώς έγινε και κατάρρευσαν τα παλαιά κόμματα και έπειτα προχωρεί στη δημιουργία μιας «νέας οργάνωσης». Αυτό έχει ενδιαφέρον από μεθοδολογική άποψη, αλλά και από άποψη αιτιολόγησης της αναγκαιότητας ενός κόμματος νέου τύπου. Οι αιτίες δεν πρέπει να αναζητηθούν στην προσωπική βιογραφία των τάδε ή δείνα αυθεντιών, αλλά στις σχέσεις του ιδεολογικού-πολιτικού περιεχομένου του σοσιαλσοβινισμού με προγενέστερα ρεύματα στο σοσιαλισμό, του σημερινού διαχωρισμού των σοσιαλιστών σε αντίπαλους και υπερασπιστές του σοσιαλσοβινισμού προς τους προγενέστερους, ιστορικά, διαχωρισμούς[15].

Ολοι συμφωνούν ότι ο οπορτουνισμός δεν είναι ούτε τυχαίος ούτε αμαρτία ούτε παραπάτημα ούτε προδοσία επιμέρους προσώπων, αλλά το κοινωνικό προϊόν μιας ολόκληρης ιστορικής εποχής… Ο οπορτουνισμός εκτράφηκε από το Λεγκαλισμό…

Δυο πράγματα είναι αξιοσημείωτα σε αυτές τις εξηγήσεις:

 

1.Από άποψη περιεχομένου, το «νέο» Κόμμα -το Κόμμα Νέου Τύπου- προσδιορίζεται ως κόμμα απαλλαγμένο από οπορτουνισμό, ως επαναστατικό ταξικό κόμμα, το οποίο δημιουργείται στην πάλη ενάντια στο οπορτουνιστικό κομματικό προεδρείο, σπάζοντας την κομματική πειθαρχία. Και με αυτό το Κόμμα Νέου Τύπου γύρισε πάλι στο Μαρξ και τον Ενγκελς. Η αποκατάσταση της κομματικής θεωρίας του Μαρξ σημαίνει, επομένως, κόμμα «παλαιού» τύπου. Συνεπώς, δεν μπορεί να γίνεται λόγος για «ρήξη» με την κομματική θεωρία του Μαρξ.

2.Ο Λένιν σκιαγραφεί το πρώτο μέρος, τα πρώτα βήματα των επαναστατών στη Γερμανία στη δημιουργία του Κόμματος Νέου Τύπου. Στη Γερμανία, παρακαλώ! Το Κόμμα Νέου Τύπου, επομένως, δεν ήταν μονάχα ρωσικό κόμμα, όχι απλώς τύπος κόμματος που ανταποκρινόταν στις ιδιαίτερες ρωσικές συνθήκες, αλλά ο τύπος του κόμματος που -σε συνέχεια της αντίληψης του Μαρξ περί κόμματος- ανταποκρινόταν στις νέες συνθήκες του ιμπεριαλισμού και που είχε βάλει την προλεταριακή επανάσταση στην ημερήσια διάταξη σαν μοναδικό διέξοδο από την καταστροφή. Η αντίληψη του Λένιν για το Κόμμα Νέου Τύπου είχε καθολική σημασία.

Ο Λένιν, στις «Σημειώσεις ενός δημοσιολόγου» του, του Φλεβάρη 1922, έγραφε σχετικά με τα ευρωπαϊκά κόμματα, ότι «ο μετασχηματισμός ενός ευρωπαϊκού κόμματος κοινοβουλευτικού, κόμματος παλιού τύπου, που στην ουσία είναι ρεφορμιστικό, πασαλειμένο μόνο με λίγη επαναστατική μπογιά, ο μετασχηματισμός ενός τέτιου κόμματος σε κόμμα νέου τύπου, σε ένα κόμμα πραγματικά επαναστατικό, πραγματικά κομμουνιστικό, είναι πολύ δύσκολο πράγμα». Και προειδοποίησε αμέσως: «Αν οι κομμουνιστές της Ευρώπης δεν χρησιμοποιούν γι’ αυτή τη ριζική, την εσωτερική τους βαθιά αλλαγή όλης της οργάνωσης και όλης της δουλιάς των κομμάτων τους, το χρονικό διάστημα (το πολύ σύντομο ίσως) που μεσολαβεί ανάμεσα στις περιόδους της εξαιρετικής όξυνσης των επαναστατικών συγκρούσεων, που πέρασαν πολλές καπιταλιστικές χώρες της Ευρώπης και της Αμερικής το 1921 και στις αρχές του 1922, θα κάνουν ένα πολύ μεγάλο έγκλημα»[16].

Ο Λένιν προσδιόρισε το περιεχόμενο του Κόμματος Νέου Τύπου στη γνωστή του πολεμική «Η προλεταριακή επανάσταση και ο αποστάτης Κάουτσκι» με την έννοια «μπολσεβικισμός». Ο μπολσεβικισμός είχε γίνει παγκόσμιος μπολσεβικισμός, είχε «δώσει την ιδέα, τη θεωρία, το πρόγραμμα και την τακτική, που ξεχωρίζουν συγκεκριμένα και πρακτικά από το σοσιαλσοβινισμό και το σοσιαλπασιφισμό». Ο μπολσεβικισμός «επέφερε τη χαριστική βολή» στην παλαιά, σαπισμένη Διεθνή, δημιούργησε τα ιδεολογικά και τακτικά θεμέλια της Γ΄ Διεθνούς, «η οποία λαμβάνει υπόψη και τις κατακτήσεις της ειρηνικής περιόδου, αλλά και τις εμπειρίες της εποχής των επαναστάσεων, που ήδη έχει αρχίσει».

Ο μπολσεβικισμός μετάφρασε την ιδέα της «δικτατορίας του προλεταριάτου» από τα λατινικά, πρώτα στα ρώσικα, έπειτα σε όλες τις γλώσσες του κόσμου και έδειξε με το παράδειγμα της σοβιετικής εξουσίας, ότι οι εργάτες και οι φτωχοί αγρότες ακόμα σε μια καθυστερημένη χώρα ήταν σε θέση να κρατήσουν την εξουσία ενάντια στη ρωσική αστική τάξη, που είχε την υποστήριξη όλου του κόσμου και να δημιουργήσει μια δημοκρατία ανώτερη και ευρύτερη από όλες τις προηγούμενες δημοκρατίες του κόσμου, δηλαδή να καταπιαστεί με την οικοδόμηση του σοσιαλισμού.

Ο μπολσεβικισμός, έλεγε ο Λένιν, έχει προωθήσει τόσο πολύ την ανάπτυξη της προλεταριακής επανάστασης στην Ευρώπη και στην Αμερική, όσο δεν το κατάφερε μέχρι τότε κανένα, μα κανένα κόμμα σε καμιά χώρα. Εδειξε το σωστό δρόμο για να σωθούν οι άνθρωποι από τον τρόμο του πολέμου και του ιμπεριαλισμού, έτσι ώστε να είναι κατάλληλος σαν παράδειγμα τακτικής για όλους[17].

Κι εδώ, ο Λένιν τονίζει τον καθολικό χαρακτήρα του μπολσεβικισμού, του μπολσεβίκικου κόμματος, του Κόμματος Νέου Τύπου. Δεν είναι καθόλου περίεργο που η διεθνής αστική τάξη και οι ρεφορμιστικές καταβολάδες της στο εργατικό κίνημα διεξήγαγαν και διεξάγουν υστερικές καμπάνιες ακριβώς ενάντια στο Κόμμα Νέου Τύπου. Κάνει εντύπωση, όμως, όταν μέσα σε κομμουνιστικά κόμματα εμφανίζονται θεωρητικοί, που πιστεύουν ότι οφείλουν να συμμετάσχουν στην αντικομμουνιστική χορωδία και να καταδικάσουν το Κόμμα Νέου Τύπου και όταν, στα κομματικά προεδρεία, τέτιες συμπεριφορές γίνονται ανεχτές. Σε συνάρτηση με όλα αυτά έχουμε και την αλλαγή του ονόματος του Κόμματος από ΣΔΕΚΡ σε Κομμουνιστικό Κόμμα Ρωσίας (Μπολσεβίκοι), μετέπειτα ΚΚΣΕ.

Θέμα ήταν να γίνει μια οριοθέτηση, ένας διαχωρισμός από τα παλαιά «επίσημα σοσιαλιστικά κόμματα», που είχαν γίνει εμπόδιο πια «για το επαναστατικό σοσιαλιστικό εργατικό κίνημα»[18]. Ακολούθησαν το γερμανικό, αλλά και τα άλλα ευρωπαϊκά, αμερικανικά, ασιατικά και αφρικανικά κόμματα, μερικά από τα οποία ιδρύθηκαν μόλις μετά από την Οκτωβριανή Επανάσταση. Σε μερικές χώρες, δεν υπήρχαν καν εργατικά κόμματα πριν από την Οκτωβριανή Επανάσταση, επομένως ούτε οπορτουνιστικά. Αυτά, ευθύς εξ’ αρχής ονομάζονταν κομμουνιστικό κόμμα. Τα ρεφορμιστικά κόμματα δημιουργήθηκαν με την ενεργό «βοήθεια» ξένων δυνάμεων, προπαντός αντιπροσώπων της Β΄ Διεθνούς, στην Ασία και στην Αφρική αρκετά μετά[19]…

Ο Λένιν, στο 2ο Συνέδριο της ΚΔ (Ιούλης-Αύγουστος 1920), αντιπαρατέθηκε με όσους χρησιμοποιούν το επιχείρημα, ότι η δικτατορία του προλεταριάτου είναι τάχα κάτι το διαφορετικό από τη δικτατορία μιας «οργανωμένης και ταξικά συνειδητής μειοψηφίας». Τέτιες αντιλήψεις κυκλοφορούσαν πολύ ανάμεσα στους «αριστερούς» κομμουνιστές, όπως «δικτατορία των μαζών» στη θέση της «δικτατορίας των ηγετών» κλπ. Κάτω από τις συνθήκες του καπιταλισμού, ήταν η απάντηση του Λένιν, τα πολιτικά κόμματα της εργατικής τάξης μπορούν να περιλαμβάνουν τη μειοψηφία της τάξης μονάχα. Παρομοίως, οι πραγματικά ταξικά συνειδητοί εργάτες δεν αποτελούν σε κάθε καπιταλιστική κοινωνία παρά μονάχα τη μειοψηφία όλων των εργατών. Από αυτή την κατάσταση των πραγμάτων ακριβώς, προκύπτει ότι «μόνο η συνειδητή αυτή μειοψηφία μπορεί να καθοδηγήσει τις πλατιές εργατικές μάζες και να τις τραβήξει πίσω της»[20].

Σε γράμμα του προς τους Γερμανούς κομμουνιστές, στις 14 Αυγούστου 1921, ο Λένιν επισημαίνει, ότι το ζήτημα της κατάκτησης της πλειοψηφίας δεν πρέπει να κατανοηθεί τυπικά, δεν πρέπει να κατανοηθεί με την έννοια της μικροαστικής «δημοκρατίας» των ρεφορμιστών. Σαν παράδειγμα παρέπεμψε στα γεγονότα της Ρώμης, τον Ιούλη 1921, όταν όλο το προλεταριάτο, «ακολούθησε τους κομμουνιστές ενάντια στους φασίστες, και το ρεφορμιστικό προλεταριάτο των συνδικάτων και το κεντριστικό του Κόμματος του Σεράτι, αυτό ήταν η κατάκτηση της πλειοψηφίας της εργατικής τάξης με το μέρος μας»[21].

Δεν ήταν καθόλου ακόμα η «αποφασιστική πλειοψηφία», αλλά μονάχα μια «μερική, παροδική μόνο, τοπική κατάκτηση, ωστόσο μια κατάκτηση της πλειοψηφίας».

Μπορεί να υπάρχουν τέτιες πλειοψηφίες. Το ζήτημα ήταν να «την προετοιμάζουμε πιο σοβαρά και πιο επισταμένα, ας μη χάσουμε καμμιά σοβαρή ευκαιρία όταν η αστική τάξη αναγκάζει το προλεταριάτο να ξεσηκωθεί για αγώνα, ας μάθουμε να καθορίζουμε σωστά τις στιγμές όταν οι μάζες του προλεταριάτου δεν μπορούν να μην ξεσηκωθούν μαζί μας»[22].

Στο Λένιν ανήκει η προσφορά ότι ήταν ο ιδρυτής του Κόμματος Νέου Τύπου, του μαρξιστικού-λενινιστικού κόμματος. Με την ίδρυση της 3ης Κομμουνιστικής Διεθνούς (Μάρτης 1919), η κομματική θεωρία του Λένιν έγινε η κύρια ιδέα στην ίδρυση κομμουνιστικών και εργατικών κομμάτων. Η έννοια «κύρια ιδέα» αφορά το γενικής ισχύος αξίωμα ενός κομμουνιστικού κόμματος, το οποίο ήδη οι Μαρξ-Ενγκελς είχαν επεξεργαστεί: Προλεταριακός χαρακτήρας, διεθνισμός, καθοδήγηση εκ μέρους της εργατικής τάξης, σύνδεση της θεωρίας του επιστημονικού σοσιαλισμού με το αυθόρμητο εργατικό κίνημα, κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας από την εργατική τάξη, εγκαθίδρυση της δικτατορίας του προλεταριάτου σαν πολιτική προϋπόθεση για την αναίρεση της ατομικής ιδιοκτησίας πάνω στα μέσα παραγωγής και κυκλοφορίας, κατάργηση της ταξικής διαίρεσης της κοινωνίας, σχεδιασμένη διεύθυνση της παραγωγής και της κατανομής προς όφελος των εργαζομένων με σκοπό την ικανοποίηση των υλικών και πολιτιστικών τους αναγκών σε όλο και ανώτερο επίπεδο, καθώς και τη δημιουργία προϋποθέσεων για την ολόπλευρη προσωπικότητα, ο δημοκρατικός συγκεντρωτισμός σαν οργανωτική αρχή, εγκαθίδρυση της σοσιαλιστικής και κομμουνιστικής κοινωνίας.

Αυτά τα αξιώματα διαμορφώνουν τα κριτήρια του Κόμματος Νέου Τύπου, δηλαδή της αποκατάστασης του κόμματος του Μαρξ στην πάλη ενάντια στο ρεβιζιονισμό κάτω από τις νέες συνθήκες αγώνα στον ιμπεριαλισμό. Τα νέα στοιχεία στο Λένιν αφορούσαν την οργανωτική δομή του Κόμματος, την έμφαση της αναγκαιότητας να καταπολεμηθεί ο ρεβιζιονισμός όχι μόνο στη θεωρία αλλά και στο οργανωτικό ζήτημα.

Το καινούργιο ήταν ότι η ταξική πάλη έπρεπε να διεξαχθεί πια όχι μόνο προς τα έξω αλλά και μέσα στο Κόμμα ενάντια στο ρεβιζιονισμό στη θεωρία και στην οργάνωση. Η εξαιρετική οξύτητα της ταξικής πάλης κάτω από συνθήκες ιμπεριαλισμού μπορεί να οδηγήσει κατά καιρούς σε υπερτόνωση του συγκεντρωτισμού, σε ιδιαίτερα αυστηρές μορφές κομματικής πειθαρχίας. Αυτή ήταν η περίπτωση στη Ρωσία. Αλλά και σε άλλες χώρες -στην Κίνα και σε άλλες ημιαποικιακές χώρες καθώς και σε αποικίες- θα μπορούσε να ήταν αναγκαία τέτια ή παρόμοια μέτρα. Δεν αποτελούν αξίωμα γενικής ισχύος, αλλά εμφανίζονται παντού, εκεί όπου οξύνονται οι ταξικοί αγώνες, ιδιαίτερα σε επαναστατικές καταστάσεις ή κάτω από συνθήκες μιας φασιστικής δικτατορίας.

Νέο φαινόμενο στην οργανωτική δομή ήταν οι κλαδικές κομματικές οργανώσεις δίπλα στις εδαφικές. Με τη δημιουργία των κλαδικών έγινε η σύνδεση κόμματος με την τάξη, κομμουνιστών και εργατοϋπαλλήλων στο χώρο εργασίας.

Οι κλαδικές κομματικές οργανώσεις καταλάμβαναν θέση-κλειδί στην άσκηση του ηγετικού ρόλου του Κόμματος. Η εφαρμογή του αξιώματος του Κόμματος Νέου Τύπου έγινε κάτω από τις εκάστοτε συγκεκριμένες εθνικές συνθήκες, στις οποίες δούλευαν τα κόμματα και αυτές ήταν πάρα πολύ διαφορετικές στην Κίνα, στην Ινδία, Ν. Αφρική, Κούβα, Βραζιλία, ΗΠΑ, Γερμανία, Σαουδική Αραβία ή στις Μολούκες. Οι αρχές του Κόμματος Νέου Τύπου δεν μπορούσαν ποτέ -ούτε την εποχή που ο Στάλιν είχε την ηγεσία του ΚΚΣΕ ασκώντας σημαντική επίδραση στην ΚΔ- να εφαρμοστούν σαν καλούπι με την έννοια της σκέτης απομίμησης. Προσέξτε: ο Στάλιν ήταν θεωρητικά πολύ καταρτισμένος ώστε να απαιτήσει ή να επιζητήσει να υλοποιηθούν στην πράξη τέτιες ανοησίες.

Για να αποσαφηνιστεί ένα από τα προβλήματα, επισημαίνουμε την ίδρυση ή την ανάπτυξη κομμάτων σε ισλαμικές χώρες ή σε χώρες με έναν ως επί το πλείστον καθολικό πληθυσμό. Το να ζητήσεις από κομματικά μέλη ή υποψήφια μέλη σε τέτιες χώρες να αναγνωρίσουν τη μαρξιστική-λενινιστική φιλοσοφία και να παραιτηθούν από την πίστη τους θα ήταν σαν να είχες παραιτηθεί από την ίδια την ίδρυση κομμουνιστικών κομμάτων. Ο Λένιν, όσον αφορά τους όρους αποδοχής μελών εκ μέρους του ΚΚ Ρωσίας (μπ) στις κεντρικές ασιατικές χώρες, είχε απορρίψει με έμφαση μια τέτια «απαίτηση», σαν επιζήμια.

Επομένως, όποιος ψάχνει στην ιστορία των κομμάτων νέου τύπου λάθη, καταχρήσεις εξουσίας, σκάνδαλα κλπ., θα βρει αρκετά για τα οποία μπορεί να ανησυχήσει. Ομως, όλες αυτές οι ζημιές, καυγάδες, διενέξεις και σκάνδαλα δεν αλλάζουν τίποτα στις ιστορικά σημαντικές αποδόσεις των κομμάτων νέου τύπου. Χωρίς αυτά τα κόμματα, δε θα υπήρχαν ούτε Σοβιετική Ενωση ούτε Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας ούτε σοσιαλιστική Κούβα ούτε ΓΛΔ ούτε παγκόσμιο σοσιαλιστικό σύστημα ούτε κατάρρευση του κλασικού αποικιοκρατικού συστήματος και ούτε θα μπορούσαν να είχαν επιτευχθεί στην καπιταλιστική ΟΔΓ κοινωνικές και δημοκρατικές πρόοδοι, οι οποίες τώρα με την καταστροφή του ευρωπαϊκού σοσιαλισμού καταργούνται με ζήλο.

Χωρίς τον αγώνα γεμάτο θυσίες εκατομμυρίων κομμουνιστών οργανωμένων σε κόμματα νέου τύπου σε όλο τον κόσμο, οι οποίοι επένδυσαν τη ζωή και την υγεία τους, δε θα υπήρχε το τεράστιο αυτό βήμα προόδου της ανθρωπότητας. Για πρώτη φορά, δημιουργήθηκε ένα παγκόσμιο σύστημα, στο οποίο καταργήθηκε η ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής και κυκλοφορίας, έγιναν τα πρώτα βήματα -έγιναν, δεν ολοκληρώθηκαν!- στην εγκαθίδρυση ενός σοσιαλιστικού κοινωνικού συστήματος με σχεδιασμένη διεύθυνση και αποδείχθηκε εμπειρικά: ο σοσιαλισμός είναι εφικτός. Είναι δυνατό να υπάρχει ένας κόσμος χωρίς ατομικούς ιδιοκτήτες, χωρίς καπιταλιστικά κονσέρν, τράπεζες, μεγαλοκτηματίες. Και μάλιστα, ακόμα και στα πρώτα, ανολοκλήρωτα ακόμα, με λάθη και ελλείψεις κοινωνικά και δημοκρατικά του επιτεύγματα, ήταν κατά πολύ ανώτερο από το καπιταλιστικό σύστημα.

Ο Βάλτερ Ούλμπριχτ είπε το 1968 στη συνδιάσκεψη για τη ζωτικότητα των διδαγμάτων του Μαρξ, ότι το πέρασμα των πιο σημαντικών μέσων παραγωγής σε λαϊκή ιδιοκτησία σήμανε απλά την αρχή της οικοδόμησης του σοσιαλισμού. Μίλησε για εμβρυακή κατάσταση του οικονομικού συστήματος του σοσιαλισμού.

Οι κομμουνιστές ήταν οι πρώτοι, που κήρυξαν τον πόλεμο στο φασισμό σαν την ως τώρα ανώτερη μορφή βαρβαρικής άσκησης εξουσίας του ιμπεριαλιστικού συστήματος. Οι κομμουνιστές είχαν τα περισσότερα θύματα, πλήρωσαν το μεγαλύτερο φόρο αίματος στον αντιφασιστικό αντιστασιακό αγώνα, κάτι το οποίο θα ήθελαν σήμερα να ξεχαστεί. Τι είναι τα λάθη μπροστά σε αυτά τα παγκόσμια ιστορικά κατορθώματα; Οι κομμουνιστές μισούνται, συκοφαντούνται, κυνηγιούνται και ακόμα και εκτελούνται από ολόκληρο τον αστικό κόσμο, όχι εξαιτίας των λαθών τους, αλλά εξαιτίας αυτών των κατορθωμάτων (διότι έδειξαν, έστω μόνο προσωρινά πρώτα στην Ευρώπη, ότι μια κοινωνία χωρίς καπιταλιστική ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής και κυκλοφορίας μπορεί να υπάρχει). Εξαιτίας των παγκοσμίων ιστορικών κατορθωμάτων τους το μίσος, οι συκοφαντίες και οι διαστρεβλώσεις χτυπάνε το Κόμμα Νέου Τύπου και μαζί του τους πιο σημαντικούς ηγέτες τους, όπως είναι οι Λένιν, Στάλιν, Μάο, Ταίλμαν, Πικ, Ούλμπριχτ, Κάστρο και, όπου δεν μπορούν να κάνουν τους νεκρούς να πεθάνουν, οι κληρονόμοι των δολοφονιών τους -και αυτό είναι ακόμα πιο ανέντιμο- τους «απονευρώνουν» και τους «εντάσσουν» σαν κύριους μάρτυρες στην αστική ιδεολογική μηχανή ενάντια στην κομματική θεωρία του Λένιν, όπως τη Ρόζα Λούξεμπουργκ !

Ας αντιστρέψουμε το ερώτημα: ποιο μενσεβίκικο ή παρόμοιο κόμμα «δημοκρατικών σοσιαλιστών» έχει καταφέρει σε οποιαδήποτε γωνιά του κόσμου οτιδήποτε για την αναίρεση της καπιταλιστικής κοινωνίας ή το έχει προσπαθήσει τουλάχιστον; Που έκαναν τα σοσιαλδημοκρατικά ή σοσιαλιστικά κόμματα, όπου ανέλαβαν κυβερνήσεις- στη Γερμανία, Αγγλία, Γαλλία, Ιταλία, Ισπανία, Πορτογαλία -έστω ένα βήμα στην κατεύθυνση του σοσιαλισμού; Εκαναν, όμως, τα πάντα για να σταθεροποιήσουν τις καπιταλιστικές σχέσεις εξουσίας και ιδιοκτησίας σε καιρούς κρίσης και να αποτρέψουν τις μάζες από αποφασιστικές αγωνιστικές κινητοποιήσεις.

Αν η αστική τάξη και οι ιδεολόγοι της συκοφαντούν τα κόμματα νέου τύπου, είναι κατανοητό αυτό, διότι μόνο τέτια κόμματα μπορούν να γίνουν επικίνδυνα για την ταξική τους κυριαρχία στην επόμενη μεγάλη κρίση. Η αστική τάξη αποδείχνει με αυτό ότι έχει ταξική συνείδηση. Παραμένει, όμως, ακατανόητο(23), πώς θεωρητικοί και ιστορικοί μέσα σε κομμουνιστικά κόμματα μπορούν να φτάσουν στο σημείο να ισχυριστούν, ότι δεν αποδείχθηκε σωστή η κομματική θεωρία του Λένιν: ότι το Κόμμα Νέου Τύπου είναι η «αιτία» της ήττας του ευρωπαϊκού σοσιαλισμού. Διότι μάλλον το αντίστροφο συμβαίνει: Η ήττα του ευρωπαϊκού σοσιαλισμού άρχισε με την καταστροφή των κομμάτων νέου τύπου από το ρεβιζιονισμό, που όλο εξαπλωνόταν. Φυσικά, το ότι μπόρεσε να επιβληθεί σε πολλά κόμματα οφείλεται σε αντικειμενικά αίτια, που πρέπει να αναζητηθούν στις εσωτερικές και εξωτερικές κοινωνικές συνθήκες. Αυτό, όμως, είναι ένα θέμα ξεχωριστό, που δεν έχει κλείσει καθόλου ακόμα.

Οταν ο Χόμπσμπαουμ λέει, ότι «μπορούμε να είμαστε σίγουροι», ότι η τρίτη χιλιετία «θα σφραγιστεί» από την Οκτωβριανή Επανάσταση και ο Μπάρινγκ πιστεύει, ότι αυτό, που «άρχισε με το Λένιν… δεν έχει λήξει καθόλου ακόμα», ίσως οι δυο τους να έχουν δίκιο -παρ’ όλες τις αντίθετες θέσεις τους- ακόμα και εφόσον δεν πρόκειται αμέσως για μια ολόκληρη χιλιετία, αλλά πρώτα για τον 21ο αιώνα, που βρίσκεται μπροστά μας. Μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι το παγκόσμιο κομμουνιστικό κίνημα θα αναπτερωθεί εκ νέου.

Και είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι μια τέτια ανάκαμψη μπορεί να γίνει κάτω από την ηγεσία ενός μενσεβίκικου, ενός οπορτουνιστικού κόμματος διανοουμένων που αποτελείται από λογοτεχνικά ωραία πνεύματα.

Μια νέα ανάκαμψη του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος θα είναι δυνατή μονάχα σε συνθήκες σκληρών ταξικών αγώνων κάτω από την ηγεσία ενός επαναστατικού, ενός μαρξιστικού-λενινιστικού κόμματος, ενός κόμματος νέου τύπου. Το ότι αυτό το κόμμα θα περάσει από βαθμιαίες, ποσοτικές αλλαγές μέσα στη μαρξιστική-λενινιστική του ποιότητα ανάλογα με τις νέες συνθήκες αγώνα του 21ου αιώνα, είναι πιθανό, αλλά να πιθανολογείς σχετικά με αυτό, ωστόσο, είναι τόλμημα μοχθηρό. Από τα αξιώματα ενός επαναστατικού κόμματος, όπως τα επεξεργάστηκαν ήδη ο Μαρξ και ο Ενγκελς και τα ανάπτυξε παραπέρα ο Λένιν, δεν μπορούμε να αφαιρέσουμε τμήματα, χωρίς να παραιτηθούμε από τον επαναστατικό χαρακτήρα του και να ξεπέσουμε σε μικροαστικό, ρεφορμιστικό κόμμα με σοσιαλιστική ετικέτα.

 

Quo Vadis? (πού πας;) Επαναστατικό αγωνιστικό κόμμα ή κόμμα κοινωνικών μεταρρυθμίσεων; Μπροστά μας πάλι σήμερα το ερώτημα, όπως πριν από 100 χρόνια. Δεν υπάρχει «τρίτος» τύπος ανάμεσα σε αυτούς τους δύο.

 

Ο 21ος αιώνας θα δείξει τι θα αποφασίσουν εκείνοι που δρουν στα κομμουνιστικά και εργατικά κόμματα.

 

 

Σημειώσεις

 

[1] Β. Ι. Λένιν: «Τι να κάνουμε; Τα φλέγοντα ζητήματα του κινήματός μας». Απαντα, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», τ. 6, σελ. 1-193. Η γερμανική μετάφραση κυκλοφόρησε το Μάρτη από τις εκδόσεις Ντιτς στη Στουτγάρδη.

[2] Β. Ι. Λένιν: «Τι να κάνουμε; Τα φλέγοντα ζητήματα του κινήματός μας». Απαντα, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», τ. 6, σελ. 1-193.

[3] Β. Ι. Λένιν: «Τι να κάνουμε; Τα φλέγοντα ζητήματα του κινήματός μας». Απαντα, εκδ. Εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», τ. 6, σελ. 9.

[4] Β. Ι. Λένιν: «Τι να κάνουμε; Τα φλέγοντα ζητήματα του κινήματός μας». Απαντα, εκδ. Εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», τ. 6, σελ. 23.

[5] Β. Ι. Λένιν: «Σχετικά με την ομάδα των «βπεριοντοφικών». Απαντα, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», τ. 19, σελ. 321.

[6] Β. Ι. Λένιν: «Σχετικά με την ομάδα των «βπεριοντοφικών». Απαντα, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», τ. 19, σελ. 321. Η υπογράμμιση υπάρχει στο πρωτότυπο.

[7] Β. Ι. Λένιν: «Τι να κάνουμε; Τα φλέγοντα ζητήματα του κινήματός μας». Απαντα, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», τ. 6, σελ. 85.

[8] Β. Ι. Λένιν: «Ενα βήμα μπρος, δυο βήματα πίσω». Απαντα, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», τ. 8, σελ. 232.

[9] Β. Ι. Λένιν: «Ενα βήμα μπρος, δυο βήματα πίσω». Απαντα, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», τ. 8, σελ. 245. Η υπογράμμιση υπάρχει στο πρωτότυπο.

[10] Β. Ι. Λένιν: «Ενα βήμα μπρος, δυο βήματα πίσω». Απαντα, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», τ. 8, σελ. 259-260.

[11] Κ. Μαρξ – Φρ. Ενγκελς: «Καταστατικό της Ενωσης των Κομμουνιστών». Εργα, γερμανική έκδοση, τ. 4, σελ. 596 -601.

[12] Ψήφισμα του Διεθνούς Συνεδρίου των Σοσιαλιστών στη Στουτγάρδη στο σημείο της ημερήσιας διάταξης, «Ο μιλιταρισμός και οι διεθνείς συγκρούσεις», που έγινε δεκτό στις 24 Αυγούστου 1907. Η παράθεση είναι από την «Ιστορία του γερμανικού εργατικού κινήματος», τ. 2, σελ. 370. Βερολίνο 1966 (γερμανική έκδοση). Οι υπογραμμίσεις είναι του συγγραφέα.

[13] Β. Ι. Λένιν, «Και τώρα;». Απαντα, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», τ. 26, σελ. 112.

[14] Β. Ι. Λένιν, «Και τώρα;». Απαντα, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», τ. 26, σελ. 112.

[15] Β. Ι. Λένιν «Η χρεοκοπία της ΙΙης Διεθνούς». Απαντα, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», τ. 26, σελ. 211 κ.ε.

[16] Β. Ι. Λένιν: «Σημειώσεις ενός δημοσιολόγου». Απαντα, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», τ. 44, σελ. 421.

[17] Β. Ι. Λένιν: «Η προλεταριακή επανάσταση και ο αποστάτης Κάουτσκι». Απαντα, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», τ. 37, σελ. 306-307.

[18] Β. Ι. Λένιν: «Σχέδιο Προγράμματος του ΚΚΡ (μπ)». Απαντα, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», τ. 38, σελ. 107-108.

[19] Επειδή αυτό το θέμα είναι ξεχωριστό, πρέπει να περιοριστώ εδώ στην απλή αναφορά της κατάστασης των πραγμάτων.

[20] Β. Ι. Λένιν: «Λόγος για το ρόλο του Κομμουνιστικού Κόμματος. 23 του Ιούλη». Απαντα, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», τ. 41, σελ. 236.

[21] Β. Ι. Λένιν: «Γράμμα προς τους Γερμανούς κομμουνιστές». Απαντα, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», τ. 44, σελ. 98.

[22] Β. Ι. Λένιν: «Γράμμα προς τους Γερμανούς κομμουνιστές». Απαντα, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», τ. 44, σελ. 99.

23. Βλ. Χ. Μάγκερ: «Μόνο ένα κόμμα σύμφωνα με το μοντέλο του Στάλιν;» Στο: «Τετράδια Ιστορίας της ΛΔΓ», 51. Βερολίνο 1998, σελ. 1 και 59 (στα γερμανικά).

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *