Για την σχέση Οικονομίας και Πολιτικής

Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ΚΟΜΕΠ: 2001 Τεύχος 2

ΓΙΑ ΤΗ ΣΧΕΣΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ

 

 

του Γιώργου Πολυμερίδη

 

 

Πολύ συζήτηση γίνεται στις μέρες μας για τη σχέση οικονομίας-πολιτικής. Με όπλο διάφορα ιδεολογήματα που αναπτύσσονται γύρω από το θέμα από τους ιδεολογικούς και πολιτικούς εκφραστές της αστικής τάξης επιχειρείται ο εγκλωβισμός της εργατικής συνείδησης, η χειραγώγηση και η καθυπόταξη στην αστική ιδεολογία και πολιτική. Οι κομμουνιστές και οι κομμουνίστριες έχουν τα δικά τους ισχυρότατα επιστημονικά όπλα στην ιδεολογικοπολιτική πάλη που είναι ιδιαίτερα σκληρή.

Η διαλεκτική αντίληψη για την αλληλεξάρτηση και τον αλληλοκαθορισμό της πολιτικής και της οικονομίας, ανήκει ανάμεσα στις σπουδαιότερες αρχές του μαρξισμού-λενινισμού. Η θέση αυτή πηγάζει από τις ίδιες τις βάσεις της κοσμοθεωρίας μας, η οποία αναγνωρίζει τον καθοριστικό ρόλο του οικονομικού συστήματος στην εξέλιξη της κοινωνίας και ταυτόχρονα, την ενεργό επίδραση της πολιτικής στην οικονομία.

Από την εμφάνιση του μαρξισμού ως σήμερα το πρόβλημα της αμοιβαίας σχέσης πολιτικής και οικονομίας ήταν και θα είναι αντικείμενο έντονης πάλης του μαρξισμού-λενινισμού ενάντια στην αστική ιδεολογία, στο ρεφορμισμό και τον αναρχισμό, ενάντια στο δεξιό και τον «αριστερό» αναθεωρητισμό. Η απολυτοποίηση της μιας είτε της άλλης πλευράς και ακόμα περισσότερο η αντιπαράθεσή τους έρχεται σε αντίθεση και ρήξη με το πνεύμα και το γράμμα της κοσμοθεωρίας μας.

Το πιο συνθετικό χαρακτηρισμό της οικονομίας και του καθοριστικού της ρόλου στην ανάπτυξη της ανθρώπινης κοινωνίας, τον έδωσε ο Μαρξ στον Πρόλογο του έργου «Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας». Ο χαρακτηρισμός αυτός είναι μια ολοκληρωμένη διατύπωση των βασικών θέσεων του διαλεκτικού υλισμού, που τις επεκτείνει ως στην ανθρώπινη κοινωνία και στην ιστορία της.

«Στην κοινωνική παραγωγή της ζωής τους -γράφει ο Μαρξ- οι άνθρωποι έρχονται σε καθορισμένες, αναγκαίες, ανεξάρτητες από τη θέλησή τους σχέσεις – σε σχέσεις παραγωγής που αντιστοιχούν σε μια καθορισμένη βαθμίδα ανάπτυξης των υλικών παραγωγικών τους δυνάμεων.

Το σύνολο αυτών των σχέσεων παραγωγής αποτελεί την οικονομική διάρθρωση της κοινωνίας, την πραγματική βάση που πάνω της υψώνεται ένα νομικό και πολιτικό εποικοδόμημα και στην οποία αντιστοιχούν καθορισμένες μορφές κοινωνικής συνείδησης»[1].

Το περιεχόμενο της έννοιας της πολιτικής περιλαμβάνει το σύνολο των σχέσεων μεταξύ των τάξεων και κοινωνικών στρωμάτων σε σχέση με την κρατική εξουσία, το σύνολο των σχέσεων ανάμεσα στα έθνη και στα κράτη. Η πολιτική πραγματοποιείται δια μέσου της δραστηριότητας των πολιτικών κομμάτων και κρατικών θεσμών, τα οποία δημιουργούνται ως όργανα για την επίτευξη των καθορισμένων πολιτικών ιδεών και αντιλήψεων που εκφράζουν τα βασικά συμφέροντα των αντίστοιχων τάξεων και κοινωνικών ομάδων. Ο Λένιν αναφέρει ότι «η πολιτική είναι σχέση ανάμεσα στις τάξεις»[2]. Οπως επίσης είναι και «η συμμετοχή στις υποθέσεις του κράτους, η κατεύθυνση του κράτους, ο καθορισμός των μορφών, των καθηκόντων, του περιεχομένου της δραστηριότητας του κράτους»[3].

Ο Β. Ι. Λένιν παρατηρεί ότι ο Κ. Μαρξ με τη θεμελιακή του ιδέα για το φυσικό-ιστορικό προτσές εξέλιξης των κοινωνικο-οικονομικών σχηματισμών ξεχώρισε τις σχέσεις παραγωγής, σαν βασικές, πρωταρχικές, καθοριστικές για όλες τις υπόλοιπες σχέσεις[4] και αναφέρεται στη σχέση πολιτικής και οικονομίας ως εξής:

«Η πολιτική είναι συμπυκνωμένη έκφραση της οικονομίας»[5]. Αυτό σημαίνει ότι στη βάση της πολιτικής βρίσκονται τα οικονομικά συμφέροντα της αντίστοιχης τάξης είτε κοινωνικής ομάδας. Και επειδή τα οικονομικά συμφέροντα είναι έκφραση των σχέσεων παραγωγής, αυτές καθορίζουν το χαρακτήρα και όλων των άλλων κοινωνικών σχέσεων και ιδιαίτερα των πολιτικών σχέσεων.

H θεμελίωση της πολιτικής από την οικονομία αποκτά τη δύναμη αντικειμενικού νόμου της κοινωνικής εξέλιξης. Ασφαλώς και η πολιτική δεν είναι καθόλου παθητική έκφραση των αντικειμενικών οικονομικών συνθηκών, των οικονομικών συμφερόντων της κυρίαρχης τάξης. Η πολιτική επενεργεί σε πολλές πλευρές της κοινωνικής ανάπτυξης και πρώτα απ’ όλα στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και των σχέσεων παραγωγής. Ο χαρακτήρας αυτής της επενέργειας, η κοινωνική κατεύθυνση και οι διαστάσεις της πολιτικής καθορίζονται εξ ολοκλήρου από το κοινωνικο-οικονομικό σύστημα, από τις αντικειμενικές νομοτέλειες της ανάπτυξής του. Στην πολιτική επιδρούν επίσης, οι συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες της ανάπτυξης της δοσμένης κοινωνίας, ο συσχετισμός των ταξικών δυνάμεων, ο βαθμός όξυνσης των κοινωνικών αντιθέσεων και της ταξικής πάλης στο εσωτερικό και στο διεθνή στίβο. Από τη στιγμή, που η πολιτική γεννιέται από οικονομικά αίτια, αντεπιδρά και αυτή πάνω στο περιβάλλον της και πάνω στα ίδια της τα αίτια.

Ο Φ. Ενγκελς, αναλύοντας αυτό το ρόλο της πολιτικής γράφει:

«Η επίδραση της κρατικής εξουσίας πάνω στην οικονομική ανάπτυξη μπορεί να είναι τριών ειδών: μπορεί να ενεργεί στην ίδια κατεύθυνση, τότε τα πράγματα πάνε πιο γρήγορα, μπορεί να πηγαίνει ενάντια, τότε στην εποχή μας σε κάθε μεγάλο λαό η αντεπίδραση αυτή χρεοκοπεί ύστερα από ορισμένο χρονικό διάστημα ή, ακόμα, μπορεί να αποκόψει ορισμένες κατευθύνσεις της οικονομικής ανάπτυξης και να τις υπαγορεύει άλλες – αυτή η περίπτωση ανάγεται τελικά σε μια από τις δύο προηγούμενες.

Είναι όμως φανερό ότι στις περιπτώσεις ΙΙ και ΙΙΙ η πολιτική εξουσία μπορεί να κάνει μεγάλη ζημιά στην οικονομική ανάπτυξη και να προκαλέσει μαζική σπατάλη δύναμης και υλικού»[6].

 

 

ΣΟΣΙΑΛΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΕΣ ΛΑΘΡΟΧΕΙΡΙΕΣ

 

 

Η αστική πολιτική σκέψη αντιλαμβάνεται την πολιτική γενικά ξεκομμένη κατά κάποιο τρόπο από την οικονομία, από τη φυσική της βάση. Οι αστοί επιστήμονες, στο ίδιο πάντα πνεύμα, προσπαθούν να παρουσιάσουν το κράτος τους σαν μια «υπερταξική» οργάνωση και οντότητα, και τους στόχους της αστικής πολιτικής ως «εθνικούς στόχους» (π.χ. η ΟΝΕ, κλπ.), ως έκφραση των συμφερόντων του συνόλου των ανθρώπων στην κοινωνία. Αγνοώντας και περιφρονώντας έτσι εντελώς την ίδια την αντικειμενική πραγματικότητα.

Η καπιταλιστική κοινωνία, που βρίσκεται στην κρατικο-μονοπωλιακή βαθμίδα ανάπτυξής της, αποτελείται από ανταγωνιστικές τάξεις οι οποίες έχουν ριζικά αντίθετα συμφέροντα. Δεν έχουν και δεν μπορούν να έχουν κοινά συμφέροντα, συνεπώς, δεν μπορεί να υπάρχει και μια ενιαία για όλες αυτές τις τάξεις πολιτική. Ωστόσο πολύ συζήτηση γίνεται για κρίση που διέπει την πολιτική γενικά.

Οι αστικές δυνάμεις και στη χώρα μας θεώρησαν ότι, με την ανατροπή των σοσιαλιστικών καθεστώτων στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη και στην πρώην ΕΣΣΔ, ξεμπέρδεψαν μια για πάντα με το σοσιαλισμό. «Το πιο σημαντικό γεγονός στη σύγχρονη ιστορία των ιδεών είναι ο θάνατος του σοσιαλιστικού ονείρου… ο σοσιαλισμός είναι νεκρός, από μια άποψη διανοητικά χρεοκοπημένος, ηθικά μακαρίτης»[7]. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες γεννήθηκε η θεωρία του «τέλους της ιδεολογίας και της πολιτικής», της κατάργησης της «πάλης των τάξεων»[8].

Στην εισήγηση του Εκτελεστικού Γραφείου του ΠΑΣΟΚ με θέμα «Ιδεολογικές και Πολιτικές θέσεις για τον προσυνεδριακό διάλογο» που παρουσιάσθηκε στην 6η Σύνοδο της ΚΕ στο Εθνικό Συμβούλιο, γίνεται λόγος για κρίση της αξιοπιστίας της πολιτικής, των πολιτικών, των κομμάτων και των θεσμών, της αστικής αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Στο κείμενο αυτό υπογραμμίζεται ότι:

«Η πολιτική από καθολική δύναμη κίνησης των κοινωνιών άρχισε, μέσα σε μια μακροχρόνια κρίση, να περιθωριοποιείται, να γίνεται εξαρτημένη και «ένοχη» να υποβαθμίζεται σε επαγγελματική τάξη.

Πολλοί έσπευσαν να προεξοφλήσουν το ίδιο το τέλος της, καθώς, κάτω από συνθήκες επιβολής της οικονομίας πάνω στην πολιτική και την κοινωνία φάνηκε να χάνει την πιο δημιουργική πνοή της, την αυτονομία της.

Η αναγέννηση της πολιτικής δεν μπορεί παρά να συνδέεται με την επαναφορά του συλλογικού και ριζοσπαστικού της χαρακτήρα.

Απέναντι στο καθεστώς, με τη θεωρητική και πραγματική έννοια του όρου, των οικονομικών συμφερόντων, των παντοδύναμων μέσων επικοινωνίας, της διαπλοκής χρήματος και εξουσιών που συνιστά μια νέα πραγματικότητα. Αλλά και απέναντι στο παραδοσιακό καθεστώς των πελατειακών σχέσεων, των μεταπρατών, των διαμεσολαβήσεων, της παντοδύναμης γραφειοκρατίας. Η πολιτική πρέπει να αναζητήσει τώρα ξανά τον αυτόνομο και ολοκληρωμένο της ρόλο»[9]. Οι υπογραμμίσεις είναι του Γ. Πολυμερίδη).

Σε αυτή τη θέση του ΠΑΣΟΚ έχουμε μια κλασσική περίπτωση απόλυτης αυτονόμησης της πολιτικής από την οικονομική της βάση και της αντιπαράθεσής της στην οικονομία. Η απολυτοποίηση μιας από τις πλευρές της διαλεκτικής ενότητας των αντιθέτων, ο διαχωρισμός και η αντιπαράθεση της πολιτικής στην οικονομία και το αντίστροφο, είναι λάθος και οδηγεί στη συγκάλυψη του ταξικού χαρακτήρα της πολιτικής. Η πολιτική εκφράζει τα ταξικά συμφέροντα που γεννιόνται στο πεδίο της οικονομίας και καθόλου δεν αντιπαρατίθεται η πολιτική στην οικονομία και αντίστροφα, παρόλο που κάποιες φορές οι πολιτικοί εκφραστές του κεφαλαίου, γενικεύοντας για λογαριασμό της κυρίαρχης τάξης και εξετάζοντας τα πράγματα σφαιρικά και στρατηγικά, «στενοχωρούν» τη μια ή την άλλη μερίδα καπιταλιστών.

Αυτό που απαξιώθηκε είναι η σοσιαλδημοκρατική πολιτική διαχείρισης του συστήματος, περιορίστηκαν εξαιρετικά οι δυνατότητες κοινωνικών ελιγμών. Αλλά και η νεοφιλελεύθερη διαχείριση προκαλεί την όλο και μεγαλύτερη αγανάκτηση των εργαζομένων, αυξάνει για την άρχουσα τάξη τον κίνδυνο της ανάπτυξης της ταξικής πάλης. Η εξέλιξη αυτή εμφανίζεται από τις σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις που υιοθέτησαν τη νεοφιλελεύθερη διαχείριση, ως επιβολή της οικονομίας επί της πολιτικής και συνοδεύεται από «αναζητήσεις» στο πεδίο της οικονομικής πολιτικής. Οι αναζητήσεις της σοσιαλδημοκρατίας αποσκοπούν στο να βρεθεί το πιο κατάλληλο «μείγμα» οικονομικής πολιτικής, ώστε να συγκρατηθεί κάπως το βιοτικό επίπεδο των πιο εξαθλιωμένων λαϊκών στρωμάτων και η «κάθοδος» των υπολοίπων να γίνεται πιο ελεγχόμενα, για να βρίσκει έδαφος η πολιτική της «συναίνεσης», της ταξικής συνεργασίας.

Στα πλαίσια αυτά τον τελευταίο καιρό το χαρτί της «πολιτικής ρύθμισης» της αγοράς σε εθνικό και διεθνές επίπεδο ήρθε και πάλι στο προσκήνιο. Γενικά το πρόβλημα – κλειδί «να ρυθμίζεις την παγκοσμιοποίηση και να παγκοσμιοποιείς τη ρύθμιση» προέκυψε από τη Σύνοδο Κορυφής του Συμβουλίου της Σοσιαλιστικής Διεθνούς στη Γενεύη, στις 23-24.11.1998. Το συμπέρασμα αυτής της Συνόδου, ούτε λίγο, ούτε πολύ, ήταν ότι το όλο ζήτημα δεν είναι η βαθιά ταξική πολιτική με τις διάφορες μορφές διαχείρισης, που υπηρετεί τα συμφέροντα της χρηματιστικής ολιγαρχίας, την αναπαραγωγή του καπιταλιστικού συστήματος, που γεννά τις οικονομικές κρίσεις «υπερπαραγωγής», τη φτώχεια, την πείνα, την ανεργία, την εξαθλίωση εκατομμυρίων ανθρώπων στον κόσμο κ.ά. Κύριος υπαίτιος, ισχυρίζονται, είναι η απορρύθμιση του καπιταλισμού από την αγορά. Για τους διάφορους εκσυγχρονιστές και ανανεωτές το κύριο ζήτημα είναι η επιστροφή της πολιτικής στην οικονομία διαμέσου της πολιτικής παρέμβασης και της ρύθμισης της αγοράς. Λες και η αγορά είναι μια εξωτερική και ξένη δύναμη προς την καπιταλιστική οικονομία και κοινωνία.

Ποιος δεν ξέρει, ότι δεν υπάρχει ούτε μια Σύνοδος Κορυφής και ούτε μια απόφαση της Ευρωπαϊκής Ενωσης και των Ελληνικών κυβερνήσεων, που να μην αφορά άμεσα είτε έμμεσα στα προβλήματα της οικονομίας, τις σχέσεις εργασίας – κεφαλαίου (βλ. «Λευκή Βίβλος» κτλ.). Το σύνολο των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων προωθείται με πολιτικές αποφάσεις. Συνεπώς όλα τα περί «ρύθμισης» της οικονομίας με την «επιστροφή της πολιτικής στα θέματα της αγοράς» δεν ευσταθούν. Η πολιτική που εκφράζει τα συμφέροντα της κυρίαρχης τάξης, ποτέ δεν ήταν απούσα από τη σφαίρα της οικονομίας. Απεναντίας. Σήμερα η πολιτική ασχολείται και επιδρά ακόμα περισσότερο στην οικονομία.

Ο σημερινός πρωθυπουργός και πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ κ. Σημίτης, μιλώντας στο 4ο Συνέδριο του κόμματός του, μεταξύ των άλλων, τόνισε και τα εξής: «Υπάρχει πράγματι η Ελλάδα της «αρπαχτής», των ρουσφετιών, της συναλλαγής και διαφθοράς, η κοινωνία των «κολλητών» εναντίον της κοινωνίας των πολιτών. Από αυτή την Ελλάδα πηγάζει η προσπάθεια χειραγώγησης και ευτελισμού της πολιτικής και των πολιτικών. Εδώ εκφράζεται ένα μεγάλο κομμάτι της αφερεγγυότητας των κομμάτων και της πολιτικής»[10].

Τα πολιτικά κόμματα και οι οικονομικοί «παράγοντες» που στηρίζουν το καπιταλιστικό σύστημα είναι γέννημά του. Με την έννοια αυτή η διαπλοκή των οικονομικών συμφερόντων, του χρήματος και των εξουσιών, δε συνιστούν καθόλου μια «νέα πραγματικότητα», όπως ισχυρίζεται το ΠΑΣΟΚ. Σαν συμπτώματα της σήψης του καπιταλιστικού κοινωνικο-οικονομικού σχηματισμού υπήρχαν και πριν. Οντας όμως έκφραση της βαθιάς ουσίας και της ωμής πραγματικότητας του σύγχρονου ιμπεριαλισμού, εμφανίζονται σήμερα σε μεγαλύτερο βαθμό και έκταση.

 

 

ΕΞΟΥΣΙΑ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

 

 

Η πολιτική για τα συμφέροντα της εργατικής τάξης στις συνθήκες του καπιταλισμού εκφράζεται στις πολιτικές ιδέες και στην επαναστατική δραστηριότητα του κομμουνιστικού κόμματος, και αποβλέπει στην κατάργηση του αστικού κράτους και την εγκαθίδρυση της δικτατορίας του προλεταριάτου. Στην πάλη για την κατάργηση του αστικού κρατικού μηχανισμού το μαρξιστικο-λενινιστικό κόμμα είναι ο πολιτικός καθοδηγητής και οργανωτής της πολιτικής δράσης της εργατικής τάξης και των άλλων εργαζομένων.

Η πρώτη πράξη της κάθε κοινωνικής επανάστασης είναι η κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας από την επαναστατική τάξη. Η πράξη αυτή δεν είναι καθόλου τυχαία. Το βασικό ζήτημα κάθε κοινωνικής επανάστασης είναι το ζήτημα της εξουσίας. «Το πέρασμα της κρατικής εξουσίας από τα χέρια μιας τάξης στα χέρια μιας άλλης -γράφει ο Β. Ι. Λένιν- είναι το πρώτο, το κύριο, το βασικό γνώρισμα της επανάστασης, τόσο με την αυστηρά επιστημονική, όσο και με την πρακτικά – πολιτική σημασία αυτής της έννοιας»[11]. Απλά αυτό σημαίνει, ότι το επαναστατικό πέρασμα από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό δεν μπορεί να προχωρήσει με επιτυχία στην πραγματοποίηση των σοσιαλιστικών μετασχηματισμών, στη σοσιαλιστική εθνικοποίηση των βασικών μέσων παραγωγής στη βιομηχανία, στις μεταφορές, στις τράπεζες, στο εμπόριο και στη σοσιαλιστική συνεταιριστικοποίηση της αγροτικής οικονομίας, συνεπώς και στη δημιουργία των βάσεων της σοσιαλιστικής οικονομίας, χωρίς την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας από την εργατική τάξη και τους συμμάχους της, χωρίς την εγκαθίδρυση του κράτους της δικτατορίας του προλεταριάτου. Εδώ φαίνεται καθαρά ο πρωτεύοντας ρόλος της πολιτικής έναντι της οικονομίας. Αλλά και η πολιτική δεν είναι κρεμάμενη στον αέρα, δεν είναι ξεκάρφωτη και τυχαία. Η πολιτική δεν μπορεί και δεν είναι εντελώς ανεξάρτητη από την οικονομική της βάση, από την οικονομία από την οποία απορρέει και, σε τελευταία ανάλυση, καθορίζεται. Στην προκειμένη περίπτωση εκδηλώνεται ο καθοριστικός ρόλος της οικονομίας έναντι της πολιτικής με το ότι στην οικονομία θεμελιώνονται τα ταξικά συμφέροντα και δημιουργούνται οι υλικές προϋποθέσεις της επανάστασης.

Η μη σωστή κατανόηση της διαλεκτικής σχέσης μεταξύ της οικονομίας και της πολιτικής εμποδίζει την ολόπλευρη κατανόηση των εξελίξεων στο σύγχρονο καπιταλισμό. Για παράδειγμα, η επιθετικότητα του ιμπεριαλισμού σε όλους τους τομείς ερμηνεύεται αποκλειστικά από την αλλαγή του συσχετισμού των δυνάμεων χωρίς να παίρνονται υπόψη οι εξελίξεις στην οικονομία, οι αυξανόμενες δυσκολίες που αντιμετωπίζει στην αναπαραγωγή του το συνολικό κοινωνικό κεφάλαιο, σε σχέση με τη μεταπολεμική «χρυσή» 25ετία. Χωρίς τη λενινιστική κατανόηση της οικονομικής και πολιτικής ουσίας του ιμπεριαλισμού σαν ανώτατο και τελευταίο στάδιο του καπιταλισμού, δεν μπορεί να είναι επιτυχής και η ταξική πάλη για την αλλαγή του. «Αν δεν κατανοηθούν οι οικονομικές ρίζες αυτού του φαινομένου, αν δεν εκτιμηθεί η πολιτική και κοινωνική του σημασία, δεν μπορεί να γίνει ούτε βήμα στον τομέα της λύσης των πρακτικών καθηκόντων του κομμουνιστικού κινήματος»[12]. Λόγου χάρη, αν αποσπάσουμε σήμερα την πολιτική της χρηματιστικής ολιγαρχίας, από τα οικονομικά φαινόμενα τότε χάνουμε από το οπτικό μας πεδίο τους οικονομικούς στόχους της καπιταλιστικής Ευρωπαϊκής Ενωσης, οι οποίοι συμπυκνώνονται στη Συνθήκη του Μάαστριχτ για την Οικονομική και Νομισματική Ενωση, και σαν τέτοιοι εξασφαλίζουν την αύξηση της εκμετάλλευσης των εργαζομένων και των μονοπωλιακών κερδών. Αν αποσπάμε την ιμπεριαλιστική πολιτική από την οικονομική βάση του μονοπωλιακού καπιταλισμού, τότε το ζήτημα της ενδιάμεσης και εξαρτημένης θέσης της χώρας μας στο ιμπεριαλιστικό σύστημα αποσυνδέεται από την κοινωνικο-οικονομική βάση του, τη θέση του Προγράμματος του 15ου Συνεδρίου που λέει ότι: «Ο ελληνικός καπιταλισμός βρίσκεται στο τελευταίο στάδιο ανάπτυξής του, στην κρατικομονοπωλιακή του βαθμίδα»[13]. Ο κίνδυνος της απόσπασης και τη αντιπαράθεσης της αντιιμπεριαλιστικής πάλης στην αντικαπιταλιστική, να εννοούνται ως δυο διαφορετικά πράγματα, είναι υπαρκτός.

Οπως υπογραμμίζεται και στην Απόφαση του 16ου Συνεδρίου «Για το ΑΑΔΜ»: «Σήμερα ο αντιιμπεριαλιστικός αντιμονοπωλιακός αγώνας συνδέεται περισσότερο και εντάσσεται οργανικά στον αγώνα κατά του καπιταλισμού, αφού από τη φύση του περικλείει ρήξης που υπονομεύουν τα θεμέλια της καπιταλιστικής κοινωνίας, όπου κυριαρχούν τα μονοπώλια»[14].

 

 

Η ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΘΕΜΕΛΙΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ

 

 

Η γνώση των αντικειμενικών νόμων γενικά και των οικονομικών νόμων ιδιαίτερα είναι εκείνη η δύναμη που επιτρέπει στην εργατική τάξη και τα κόμματά της να δει τις τάσεις και την πορεία εξέλιξης της καπιταλιστικής κοινωνίας και να θεμελιώσει επιστημονικά την επαναστατική στρατηγική και τακτική της. Η βάση και το στέρεο βάθρο γι’ αυτό είναι η διδασκαλία του Κ. Μαρξ για την υπεραξία, το μέσο ποσοστό κέρδους και την τιμή παραγωγής, που έχουν εξαιρετικά μεγάλη σημασία για την πάλη της εργατικής τάξης.

Συγκεκριμένα ο Μαρξ και ο Ενγκελς απέδειξαν επιστημονικά, πως οι μισθωτοί εργάτες με την απλήρωτη εργασία τους πλουτίζουν τις διάφορες ομάδες των εκμεταλλευτών, της αστικής τάξης στο σύνολό της. Γι’ αυτό όλοι αυτοί ενδιαφέρονται για το δυνάμωμα της εκμετάλλευσης του προλεταριάτου. Τους εργάτες δεν τους εκμεταλλεύονται μόνο οι καπιταλιστές, στις επιχειρήσεις των οποίων εργάζονται, αλλά ολόκληρη η αστική τάξη. Αυτό απλά για τους εργάτες σημαίνει ότι δεν πρέπει να περιορίζονται σε ένα αγώνα μόνο κατά των ξεχωριστών καπιταλιστών.

Στις κοινές ενέργειες των εκμεταλλευτών επιβάλλεται να αντιπαραταχθεί το ενιαίο μέτωπο της εργατικής τάξης και όλων των εργαζομένων. Στην προκειμένη περίπτωση έχουμε θεμελίωση των πολιτικών και οικονομικών βάσεων του ενιαίου μετώπου της εργατικής τάξης. «Ο κεφαλαιοκράτης -γράφει ο Μαρξ- που παράγει την υπεραξία, δηλ. που απομυζά άμεσα από τους εργάτες απλήρωτη εργασία και την παγιώνει σε εμπόρευμα, είναι μεν ο πρώτος που ιδιοποιείται αυτή την υπεραξία, δεν είναι όμως καθόλου ο τελευταίος ιδιοκτήτης»[15]. Και αλλού, μιλώντας για το μέσο ποσοστό κέρδους: «Εχουμε λοιπόν εδώ τη μαθηματικά ακριβή απόδειξη, γιατί οι κεφαλαιοκράτες που τόσο στο συναγωνισμό μεταξύ τους αποδείχνονται ψευταδέλφια που αλληλοτρώγονται, αποτελούν αληθινή μασονική αδελφότητα έναντι στο σύνολο της εργατικής τάξης»[16].

Η επιστημονικά θεμελιωμένη από την κοσμοθεωρία μας αντικατάσταση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής από το σοσιαλιστικό τρόπο παραγωγής απορρέει από τις νομοτέλειες εξέλιξης του ίδιου του καπιταλισμού: «Η κυριαρχία του καπιταλισμού -γράφει ο Λένιν- υποσκάπτεται όχι επειδή κάποιος θέλει να «αρπάξει» την εξουσία. Η «αρπαγή» της εξουσίας θα ήταν παραλογισμός. Θα ήταν αδύνατο να βάλει κανείς τέρμα στην κυριαρχία του καπιταλισμού, αν δεν οδηγούσε σε αυτό όλη η οικονομική ανάπτυξη των καπιταλιστικών χωρών… Καμιά δύναμη δεν θα γκρέμιζε τον καπιταλισμό, αν δεν τον είχε διαβρώσει και υποσκάψει η ιστορία»[17]. «Εμείς εκτιμούμε τον κομμουνισμό μόνο τότε, όταν είναι θεμελιωμένος οικονομικά»[18].

Η ιστορική τάση της καπιταλιστικής συσσώρευσης είναι τέτοια, που από την στιγμή από την οποία ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής στέκεται γερά στα δικά του πόδια, από εκείνη την στιγμή η κοινωνικοποίηση της παραγωγής αποχτά νέα μορφή και προβάλλει αντικειμενικά η μετατροπή των μέσων παραγωγής σε κοινά μέσα παραγωγής. Από τη στιγμή αυτή παίρνει νέα μορφή και η διαδικασία της απαλλοτρίωσης των ατομικών ιδιοκτητών: Τώρα πια δεν πρόκειται για την απαλλοτρίωση των μικροπαραγωγών που διευθύνουν μόνοι το νοικοκυριό τους, αλλά για τους καπιταλιστές, οι οποίοι εκμεταλλεύονται ταυτόχρονα πολλούς μισθωτούς εργάτες.

«Η απαλλοτρίωση αυτή -γράφει ο Μαρξ- συντελείται με το παιχνίδι των εσωτερικών νόμων της ίδιας της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής με τη συγκεντροποίηση των κεφαλαίων. Κάθε κεφαλαιοκράτης σκοτώνει πολλούς άλλους κεφαλαιοκράτες.

Χέρι-χέρι με αυτή τη συγκεντροποίηση, δηλ. με την απαλλοτρίωση πολλών κεφαλαιοκρατών από λίγους, αναπτύσσεται σε διαρκώς αυξανόμενη κλίμακα η συνεργατική μορφή του προτσές της εργασίας, η συνειδητή τεχνική εφαρμογή της επιστήμης, η σχεδιασμένη εκμετάλλευση της γης, η μετατροπή των μέσων εργασίας σε μέσα εργασίας που μπορούν να χρησιμοποιηθούν μονάχα από κοινού, η οικονομία σε όλα τα μέσα παραγωγής με τη χρησιμοποίησή τους σαν μέσων παραγωγής συνδυασμένης κοινωνικής εργασίας, η περιπλοκή όλων των λαών στο δίχτυ της παγκόσμιας αγοράς και μαζί με αυτό ο διεθνής χαρακτήρας του κεφαλαιοκρατικού καθεστώτος.

Μαζί με τη διαρκή ελάττωση του αριθμού των μεγιστάνων του κεφαλαίου, που σφετερίζονται και μονοπωλούν όλα τα οφέλη αυτού του προτσές μετατροπής, αυξάνει η μάζα της αθλιότητας, της καταπίεσης, της υποδούλωσης, του εκφυλισμού, της εκμετάλλευσης, αλλά αυξάνει μαζί και η αγανάκτηση της εργατικής τάξης, που διαρκώς πληθαίνει και που διαπαιδαγωγείται, συνενώνεται και οργανώνεται από αυτό τον ίδιο το μηχανισμό του κεφαλαιοκρατικού προτσές παραγωγής. Το μονοπώλιο του κεφαλαίου μετατρέπεται σε δεσμά του τρόπου παραγωγής που άνθισε μαζί του και κάτω από αυτό. Η συγκεντροποίηση των μέσων παραγωγής και η κοινωνικοποίηση της εργασίας φτάνουν σε ένα σημείο, όπου δε συμβιβάζονται με το κεφαλαιοκρατικό τους περίβλημα. Το περίβλημα αυτό σπάει. Σημαίνει το τέλος της κεφαλαιοκρατικής ατομικής ιδιοκτησίας. Οι απαλλοτριωτές απαλλοτριώνονται»[19] .

Πάνω σε αυτές τις θεωρητικές αρχές στηρίχτηκε και θεμελιώθηκε το Πρόγραμμα του Κόμματος και η πολιτική για το αντιιμπεριαλιστικό αντιμονοπωλιακό δημοκρατικό μέτωπο πάλης που επεξεργάστηκε το 15ο Συνέδριο και βάθυνε παραπέρα το 16ο Συνέδριο.

Στο Πρόγραμμα του ΚΚΕ αναφέρονται τα εξής: «Το αντιιμπεριαλιστικό – αντιμονοπωλιακό μέτωπο πάλης εκφράζει αντικειμενικά μια ευρύτερη κοινωνική βάση, τα συμφέροντα της μεγάλης πλειοψηφίας του λαού, που δέχεται τις συνέπειες από τη δράση των πολυεθνικών και από τη συμμετοχή της χώρας στους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς: Τα συμφέροντα της εργατικής τάξης, της εργαζόμενης αγροτιάς, των μεσαίων στρωμάτων της πόλης, των κοινωνικών κινημάτων που αγωνίζονται για τα δημοκρατικά δικαιώματα, για την απόκρουση των ιμπεριαλιστικών σχεδίων σε βάρος των λαών και της ειρήνης, συσπειρώνει τους εργαζόμενους στον τομέα του πολιτισμού και της επιστήμης, που αντιστέκονται στην υποκουλτούρα, στην εμπορευματοποίηση και στη χειραγώγηση»[20].

«Το μήνυμα του 16ου Συνεδρίου του ΚΚΕ είναι ότι δεν υπάρχουν αδιέξοδα στην πολιτική και κοινωνική ζωή του τόπου. Υπάρχει λύση. Είναι ο δρόμος του Μετώπου, της συγκέντρωσης δυνάμεων στην πάλη για τη λαϊκή εξουσία και τη λαϊκή οικονομία», τονίζει η Απόφαση του 16ου Συνεδρίου.

Συνοψίζοντας μπορούμε να πούμε, ότι η μαρξιστικο-λενινιστική θεωρία εξοπλίζει την εργατική τάξη και το κόμμα της με τη γνώση των νόμων της κοινωνικής εξέλιξης, δίνει τη δυνατότητα να λύνονται σωστά και με επιτυχία όλα τα φλέγοντα προβλήματα της ταξικής πάλης στις σύγχρονες συνθήκες. Ειδικά, η μεγάλη οργανωτική και κινητοποιητική δύναμη της μαρξιστικής πολιτικής οικονομίας συνίσταται στο ότι αποκάλυψε τους οικονομικούς νόμους της κοινωνικής εξέλιξης και απόδειξε επιστημονικά το αναπόφευκτο της επαναστατικής μετατροπής της καπιταλιστικής κοινωνίας σε σοσιαλιστική.

Η στενή διαλεκτική σχέση θεωρίας και πράξης, η αξιοποίηση της επιστημονικής γνώσης για το στόχο της αλλαγής του κόσμου και της τελειοποίησής του είναι ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα της κοσμοθεωρίας μας. Ο Κ. Μαρξ, διαχωρίζοντας τη θέση του από τον υλισμό του Φοϋερμπαχ, γράφει: «Οι φιλόσοφοι μονάχα εξηγούσαν με διάφορους τρόπους τον κόσμο, το ζήτημα όμως είναι να τον αλλάξουμε»[21].

Η πολιτική οικονομία διδάσκει ότι ο σύγχρονος κρατικομονοπωλιακός καπιταλισμός εξάντλησε ιστορικά τον εαυτό του και μετατράπηκε σε αντιδραστική δύναμη που εμποδίζει την προοδευτική κοινωνική εξέλιξη. Το νομοτελειακό προτσές της κοινωνικής εξέλιξης, ανεξάρτητα από τα όποια ζιγκ-ζαγκ της ιστορίας, οδηγεί στην αντικατάσταση του καπιταλισμού από το σοσιαλισμό με την ίδια ακριβώς αναγκαιότητα, όπως ύστερα από τη νύχτα ακολουθεί η ημέρα.

Ωστόσο η νίκη του σοσιαλισμού δεν έρχεται από μόνη της, αυτόματα. Μπορεί να κατακτηθεί μόνο με την επαναστατική πάλη των εργαζομένων μαζών, που καθοδηγούνται από την εργατική τάξη και το κόμμα της, που έχει μια επιστημονικά τεκμηριωμένη στρατηγική και τακτική.

 

 

Ο Γιώργος Πολυμερίδης είναι μέλος της Ιδεολογικής Επιτροπής της ΚΕ του ΚΚΕ.

 

 

[1] Β. Ι. Λένιν: «Καρλ Μαρξ». Απαντα, τ. 26, σελ. 56.

[2] Β. Ι. Λένιν: «Το X Συνέδριο του ΚΚΡ (μπ) 8-16 του Μάρτη 1921». Απαντα, τ. 43, σελ. 72.

[3] Β. Ι. Λένιν: Σχέδιο του άρθρου «Για το ζήτημα του ρόλου του κράτους». Απαντα, τ. 33, σελ. 340.

[4] Β. Ι. Λένιν: «Τι είναι οι φίλοι του λαού». Απαντα, τ. 1, σελ. 134.

[5] Β. Ι. Λένιν: «Ακόμη μια φορά για τα Συνδικάτα». Απαντα, τ. 42, σελ. 278.

[6] Κ. Μαρξ -Φρ. Ενγκελς: «Διαλεκτά Εργα», τ. 2, σελ. 579.

[7] George Gilder: «Πλούτος και φτώχεια», εκδ. «Ροές», 1999, σελ. 15.

[8] Οπως ο πρώην υπουργός της ΝΔ, κ. Κ. Λάσκαρης στην πρώτη κυβέρνηση της μεταπολίτευσης του 1974, πριν μερικές δεκαετίες είχε «καταργήσει» την πάλη των τάξεων, έτσι και ο πρωθυπουργός κ. Σημίτης ανακοίνωσε μεταξύ των άλλων, την «εξαφάνιση» της ταξικής πάλης, από το Βερολίνο, όπου πραγματοποιήθηκε η Διάσκεψη των ηγετών της «Κεντροαριστεράς». Κατά τη διάρκεια συνέντευξης τύπου, που έδωσε ο Κ. Σημίτης τόνισε ότι: «Εχει έρθει το τέλος των δογματισμών, των λύσεων οι οποίες βασίζονται σε μια μόνη ερμηνεία ή σε ένα μόνο ερμηνευτικό κανόνα, όπως πάλη των τάξεων». (Η υπογράμμιση είναι δική μου – Γ.Π.). «Ριζοσπάστης», 3.6.2000.

[9] «Εξόρμηση», 14.04.1996.

[10] «Εξπρές», 28.06.1996.

[11] Β. Ι. Λένιν: «Γράμματα για την τακτική». Απαντα, τ. 31, σελ. 133.

[12] Β. Ι. Λένιν: «Πρόλογος στη Γαλλική και τη Γερμανική Εκδοση. Ο ιμπεριαλισμός ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού». Απαντα, τ. 27, σελ. 314.

[13] Πρόγραμμα του ΚΚΕ, Αθήνα 1996, σελ. 19.

[14] Απόφαση του 16ου Συνεδρίου «Για το ΑΑΔΜ», ΚΟΜΕΠ, τ. 1.2001, σελ. 19.

[15] Κ. Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», τ. 1, σελ. 584.

[16] Κ. Μαρξ: «Το Κεφάλαιο, τ. 3, σελ. 250.

[17] Β. Ι. Λένιν: «Πόλεμος και επανάσταση». Απαντα, τ. 32, σελ. 98.

[18] Β. Ι. Λένιν: «Το VIII Συνέδριο του ΚΚΡ (μπ), 18-23 του Μάρτη 1919». Απαντα, τ. 38, σελ. 179.

[19] Κ. Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», τ. 1, σελ. 787.

[20] Πρόγραμμα του ΚΚΕ. Αθήνα, 1996, σελ. 30.

[21] Κ. Μαρξ: «Θέσεις για τον Φοϋερμπαχ». «Διαλεκτά Εργα», τ. 2, σελ. 470.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *