Για το δημοψήφισμα του 2015

Eπειδή, μέρες που είναι, έχουν ξεκινήσει οι συζητήσεις για το δημοψήφισμα του 2015, αντι  για αποτίμηση, δημοσιεύουμε ξανά κείμενο του ιστολογίου απο εκείνη την περίοδο….

 

 

 

Το «Όχι» του λαού , δεν ανήκει στην κυβέρνηση

 

 

γράφει ο Χρήστος Μιάμης

 

 

Η διενέργεια του δημοψηφίσματος –αν και όπως αυτό πραγματοποιηθεί- , επιτελεί ένα διττό σκοπό. Αφενός λειτουργεί ως διαπραγματευτικό όπλο στην διάθεση της κυβέρνησης απέναντι στους δανειστές, αφετέρου λειτουργεί πρακτικά ως δυναμική διαδικασία διαχωρισμού της ελληνικής κοινωνίας ανάμεσα σε εκείνους που ταυτίζονται πλήρως με το νεοφιλελεύθερο ευρωπαϊκό μοντέλο και σε αυτούς που το αμφισβητούν, είτε σε επιμέρους στοιχεία του, είτε ολοκληρωτικά, επιδιώκοντας την έξοδο από την ΕΕ και την ΟΝΕ.

Το κυρίαρχο μέλημα της κυβέρνησης είναι να διατηρήσει την αντιπαράθεση που αντικειμενικά προκύπτει, εντός του κανονιστικού πλαισίου που τίθεται από το καπιταλιστικό κοινωνικό και οικονομικό μοντέλο. Ακριβώς για αυτό, η αντίθεση που προτάσσεται ως κυρίαρχη, είναι αυτή ανάμεσα στον νεοφιλελευθερισμό και στην ήπια σοσιαλδημοκρατική -ωστόσο καπιταλιστική- προσαρμογή, σε μια απονενοημένη απόπειρα αναβίωσης ενός καπιταλισμού με κοινωνικό πρόσωπο, ως οιονεί επίκληση του δυτικού μοντέλου κράτους πρόνοιας. Η προταγματική αποδοχή αυτής της αντίθεσης ως κυρίαρχης, είναι που νοηματοδοτεί σε επίπεδο περιεχομένου, την φόρμα του δημοψηφίσματος που προτείνεται, και το οποίο επιλέγεται, να τοποθετηθεί αυστηρά εντός του πεδίου που ορίζεται από την αποδοχή τόσο της ΕΕ, όσο και της ΟΝΕ.

Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, ούτε θέλει ούτε είναι σε θέση να εκφράσει ένα καθολικό αντικαπιταλιστικό πρόταγμα, που ορίζεται από την κάθετη αντίθεση και ρήξη με την ΕΕ και την ΟΝΕ, ως μηχανισμώνκαπιταλιστικής ολοκλήρωσης, που σε εθνικό και διεθνικό επίπεδο εντείνουν με ρυθμούς γεωμετρικούς, τους όρους εκμετάλλευσης του κόσμου της εργασίας. Μια παραδοχή, που αντλεί την εγκυρότητά της, από την μορφή έκφρασης του ερωτήματος του δημοψηφίσματος, που η κυβέρνηση θέτει, και το οποίο αποτελεί, το ακροτελεύτιο όριο αντιπαράθεσης του ΣΥΡΙΖΑ και των συμμάχων του, με την νεοφιλελεύθερη εκδοχή καπιταλιστικού μοντέλου, που κυριαρχεί εντός του ευρωπαϊκού πλαισίου.

Επιπλέον, η κυβερνητική απόφαση διενέργειας του δημοψηφίσματος, δεν αποτελεί έκφραση δημοκρατικής ευαισθησίας, ούτε προϊόν γενναιοδωρίας προς τον χειμαζόμενο λαό. Αντίθετα αποτελεί αναγκαστική επιλογή, που προκύπτει ως απόρροια της αδυναμίας της κυβέρνησης να υποταχθεί πλήρως στις επιταγές των δανειστών, αλλά και ως αποτέλεσμα της πλειοψηφικής λαϊκής απαίτησης τερματισμού των μνημονίων. Πρόκειται για μια εξίσωση, που δεν λύνεται και δεν θα λυθεί, με όρους κοινά επωφελείς και για τους εργαζόμενους και για τις καπιταλιστικές ελίτ, εγχώριες και ευρωπαϊκές.

Ωστόσο η αναγκαστική υιοθέτηση, από την κυβέρνηση της επιλογής του δημοψηφίσματος, αποτελεί ταυτόχρονα μια σημαντική στιγμή στα πλαίσια του πενταετούς ταξικού κοινωνικού πολέμου που διενεργείται στους κόλπους της ελληνικής κοινωνίας, και ο οποίος έντεχνα αποκρύβεται -και από την παρούσα κυβέρνηση- υπό το μανδύα ενός αριστερόστροφου εθνικισμού, που αποπειράται να συγκολλήσει τα διαμετρικά αντίθετα ταξικά συμφέροντα, διολισθαίνοντας στο επίπεδο, μια ψευδούς εθνικής ενότητας.

Σε κάθε περίπτωση ωστόσο, η προοπτική της πραγματοποίησης του δημοψηφίσματος, δημιουργεί ένα πεδίο δυναμικής ταξικής αντιπαράθεσης, που δεν μπορεί να αγνοηθεί από την αριστερά, καθώς δίνει την δυνατότητα να αναδυθούν -όχι με ευκολία- αλλά με σχετικά αυτοτελή τρόπο τα εργατικά και λαϊκά συμφέροντα που δεν ταυτίζονται ούτε με τα συμφέροντα του εγχώριου αστικού πολιτικού κατεστημένου, ούτε με τις επιδιώξεις των κυρίαρχων καπιταλιστικών τάξεων στην Ευρώπη.

Από αυτή την οπτική, υπάρχει μια δισυπόστατη πρακτική που αφορά στην ελληνική αριστερά και η οποία από διαφορετικούς δρόμους και με διαφορετικές προθέσεις, αφαιρεί την δυνατότητα εμφάνισης με όρους ανεξαρτησίας από την αστική πολιτική και την κυβερνητική στρατηγική, ενός εργατικού επαναστατικού ρεύματος που να θέτει στο κέντρο της πολιτικής αντιπαράθεσης το κοινωνικό ζήτημα γυμνό και απαγκιστρωμένο, από κάθε εκφορά αστικής διαχείρισης με όποιο πρόσημο, και αν αυτή εμφανίζεται.

Η πρώτη πρακτική αφορά στην επιλογή του «άκυρου» στο δημοψήφισμα, η οποία εκφράζεται από το ΚΚΕ, ως αποτέλεσμα μιας πολιτικά ορθής ανάλυσης που καταλήγει σε μια προβληματική τακτική επιλογή, δεδομένου ότι αφαιρεί την δυνατότητα όσμωσης των αντικαπιταλιστικών, αντί ΕΕδυνάμεων, με εκείνα τα κομμάτια της εργατικής τάξης και του λαού, που ακόμη δεν έχουν διαβεί το Ρουβίκωνα της συνολικής ρήξης με το όλο του καπιταλιστικού ευρωπαϊκού πλαισίου. Ενώ ταυτόχρονα, δεν δίνει την δυνατότητα πρακτικής καταγραφής της καθολικής αντίθεσης με την ΕΕ και την ΟΝΕ, που μπορεί να δράσει πολλαπλασιαστικά αναβαθμίζοντας ποιοτικά την ταξική αντιπαράθεση με το εγχώριο και ευρωπαϊκό αστικό προσωπικό, -της οποίας το δημοψήφισμα- είναι μόνο μια στιγμή, αλλά μια στιγμή, σημαντική.

Η δεύτερη πρακτική σχετίζεται, με την επιλογή του » Όχι « , η οποία προκύπτει ως αποτέλεσμα στοίχισης με το βασικό κυβερνητικό αντί-νεοφιλελεύθερο διακύβευμα, που στην πραγματικότητα απορροφά, διυλίζει και υποτάσσει την καθολική ρήξη με την ΕΕ και την ΟΝΕ, κάτω από τις σημαίες της κυβερνητικής στρατηγικής που εξαντλείται στην υπογραφή ενός ηπιότερου μνημονίου. Κυρίαρχος εκφραστής αυτής της πρακτικής είναι η ΑΝΤΑΡΣΥΑ που λειτούργησε συμπληρωματικά προς τον ΣΥΡΙΖΑ τόσο προεκλογικά όσο και μετά τις εκλογές, έστω και αν όψιμα προσπαθεί να διαχωρισθεί, χωρίς επιτυχία ωστόσο.

Καθώς ο ουσιαστικός διαχωρισμός με την σοσιαλδημοκρατία είναι αποτέλεσμα διαρκούς πρακτικής αντιπαράθεσης πολιτικής , ιδεολογικής και κοινωνικής, υπό την αδιαπραγμάτευτη σημαία των εργατικών συμφερόντων, που είναι ασύμπτωτα με κάθε εκφορά συναίνεσης στον σχεδιασμό των καπιταλιστικών ελίτ, ανεξάρτητα με το πολιτικό προσωπικό που κάθε φορά τον εκφράζει, και ανεξάρτητα από τον βαθμό έκφρασης αυτού. Πρόκειται, για μια εκδοχή αριστεράς που αδυνατεί να απεγκλωβιστεί από την παγίδα της σοσιαλδημοκρατίας, στην οποία εισήλθε οικειοθελώς ως αποτέλεσμα της θέσης, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ, μπορεί να αποτελέσει πυροδότη και μέσο μιας μεταβατικής διαδικασίας προς τον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό. Ωστόσο η πραγματικότητα είναι αδυσώπητη. Καθώς ο ΣΥΡΙΖΑ, όπως και κάθε σοσιαλδημοκρατική εκδοχή, αποσαθρώνεται υπό την ηγεμονία της νεοφιλελεύθερης κυριαρχίας, καθώς δεν αμφισβητεί τα γενεσιουργά καπιταλιστικά στοιχεία, που την εκβάλουν, ως κυρίαρχη καπιταλιστική εκδοχή, συμπαρασύροντας έλλογα, κάθε μορφή συγκοινωνούντων δοχείων.

Ανεξάρτητα ωστόσο, από τους σχεδιασμούς και τις προθέσεις της κυβέρνησης, κανείς δεν μπορεί να αποφύγει την πραγματικότητα. Δεδομένου, ότι η διαδικασία του δημοψηφίσματος, έχει αναδείξει τις εγκάρσιες ταξικές διαφορές της ελληνικής κοινωνίας, που φορτίζονται αναφορικά με την θέση απέναντι στην ΕΕ και στην ΟΝΕ, με αποτέλεσμα να έχει πρακτικά ξεπεραστεί το στατικό κυβερνητικό ερώτημα περί αποδοχής ή μη της πρότασης των δανειστών, καθώς το καθοριστικό δίπολο αφορά στην άρνηση ή στην αποδοχή του ευρωπαϊκού καπιταλιστικού μοντέλου.

Ένα δίπολο που τίθεται, από την ίδια την πορεία της ταξικής αντιπαράθεσης. Από την μία όχθη,οι άνεργοι, οι φτωχοί, οι απλήρωτοι εργαζόμενοι, οι εργαζόμενοι που επιβιώνουν στα όρια της εξαθλίωσης, ενώ στην άλλη όχθη, βρίσκεται η αστική τάξη, το αστικό πολιτικό προσωπικό, οι «Μένουμε Ευρώπη», ο εσμός των καπιταλιστικών ελίτ που συναρτούν την διαιώνιση της κυριαρχίας τους, από την παραμονή της χώρας στην ΕΕ και στην ΟΝΕ.

Σε αυτό το πλαίσιο, η επιλογή του » Όχι » , είναι επιλογή ταύτισης με εκείνο το κομμάτι του λαού και της εργατικής τάξης, που έχει αποφασίσει -με κάθε κόστος- να αντιπαρατεθεί με την ΕΕ, κατανοώντας πλήρως ότι δεν θα είναι μια αναίμακτη αντιπαράθεση. Καθώς η πλειοψηφία του λαού που τάσσεται ενάντια στους σχεδιασμούς της ΕΕ, συνυπολογίζει την πιθανότητα ενδεχόμενης εξόδου από την ΕΕ και την ΟΝΕ, ως αποτέλεσμα της μη υποχώρησης στις επιταγές των δανειστών. Μια στάση ρεαλισμού, που βρίσκεται στον αντίποδα των κυβερνητικών αυταπατών που συνεχίζει να επικαλείται τον ευρωπαϊκό διαφωτισμό και την ευρωπαϊκή αλληλεγγύη, εκτιμώντας ταυτόχρονα ότι μπορεί να εκβιάσει τους εκβιαστές.

Δίπλα στον ελληνικό λαό που επιλέγει να αρνηθεί τις προτάσεις των δανειστών, μόνος σύμμαχος είναι το αγωνιζόμενο κομμάτι της εργατικής τάξης, τα αντικαπιταλιστικά κινήματα, οι συνειδητές κομμουνιστικές δυνάμεις που οφείλουν, να ισχυροποιήσουν το «Όχι» του αγωνιζόμενου λαού, να το μπολιάσουν με την προοπτική της συνολικής ρήξης με την ΕΕ, να συμβάλλουν στο να μετουσιωθεί σε διαρκής ρηξικέλευθη άρνηση του καπιταλιστικού μονόδρομου, που οδηγεί τον λαό στην εξαθλίωση και στην δυστυχία.

Ταυτόχρονα, το «Όχι» πρέπει να παραμείνει «Όχι», σε κάθε περίπτωση. Είτε αν η κυβέρνηση φέρει μια νέα συμφωνία και καλέσει σε υπερψήφιση στο δημοψήφισμα, είτε αν το δημοψήφισμα αποσυρθεί και μια νέα συμφωνία τεθεί σε ψήφιση στην βουλή.

Η δυνατότητα όσμωσης, της λαϊκής άρνησης και ανυπακοής με την συνολική, συνειδητή και διαρκή άρνηση του καπιταλιστικού κανιβαλισμού, οικοδομείται σε κάθε καμπή της ταξικής πάλης. Μια τέτοια είναι και η πορεία προς το δημοψήφισμα. Το «Όχι» του λαού δεν θα συνυπολογιστεί με την συγκυριακή άρνηση της κυβέρνησης, αν δεν της εκχωρηθεί, και αν δεν γίνει βορά στους τακτικισμούς του κυβερνητικού επιτελείου.

Επιπλέον η απουσία οργανωμένου, πλειοψηφικού, υπαρκτού στους χώρους δουλειάς, στους χώρους εκπαίδευσης , στα αστικά κέντρα και στην περιφέρεια αντικαπιταλιστικού, αντί – ΕΕ, κοινωνικού και πολιτικού εργατικού ρεύματος, καθιστά ακόμη περισσότερο, στρατηγικό πολιτικό λάθος τη μη ταύτιση με το «Όχι», του αγωνιζόμενου λαού.

Η άρνηση του λαού και των εργαζόμενων δεν μπορεί να χαριστεί στην κυβέρνηση, δεν μπορεί να αφεθεί στην κυβερνητική διαχείριση, που στοχεύει στην συναίνεση και στην υποταγή με φαλκιδευμένο αριστερό πρόσημο.

Το «Όχι» στο δημοψήφισμα λοιπόν , είναι ταυτόχρονα εν δυνάμει άρνηση της ΕΕ και της ΟΝΕ.

Το «Όχι» , του λαού δεν ανήκει στην κυβέρνηση.

Ότι ανήκει στον λαό, δεν ανήκει στην κυβέρνηση

Αρκεί να μην της εκχωρηθεί, είτε συνειδητά, είτε ασυνείδητα.

Καθώς η ιστορία, θυμάται αποτελέσματα, και ξεχνά τις προθέσεις. Ακόμη και τις πιο έντιμες. Κυρίως τις πιο έντιμες.

 

 

 

 

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *