Διαλεκτική της ήττας και κομφορμιστικός μαρξισμός

Διαλεκτική της ήττας και κομφορμιστικός μαρξισμός

 

…….Η ιστορία δεν παρέχει επιστροφές χρημάτων, εγγυήσεις ή εξασφάλιση. Η κακή εκτίμηση της επιτυχημένης επανάστασης ή της επανάστασης εν τω γίγνεσθαι, ο πρόωρος εορτασμός, το λάθος ή η εκτροπή της αποτελούν την ουσία της ανθρώπινης εμπειρίας στην ιστορία.

Συνεπώς η κατηγορία πως έχει γίνει ένα λάθος ή έχει διορθωθεί καθυστερημένα, είναι άστοχη- υποθέτει μια θέση έξω απ’ την ιστορία, όπου δεν υπάρχουν επιλογές, αποτυχίες, λάθη ή επιτυχίες. Η κατηγορία υπονοεί πως είναι προτιμότερο να μη διαλέγεις και αποτραβιέται στην κουρασμένη σοφία ότι η ιστορία είναι φούμαρα και ματαιοδοξία- ή κρύβεται πίσω από την ακαδημαϊκή σοφία, που αντιμετωπίζει πάρα πολύ επιφυλακτικά το σκέπτεσθαι και το κρίνειν.

Αν αυτό είναι αληθές, είναι και ανεπαρκές. Η απάντηση αυτή γλιστρά σε μια στάση c’ est la vie [έτσι είν’ η ζωή], που δικαιολογεί αδιακρίτως όλες τις θεωρίες και στρατεύσεις. Δεν είναι αμαρτία να κάνεις λάθος, αλλά δεν είναι αρετή να κάνεις συστηματικά λάθος. Αυτό ακριβώς το ζήτημα εγείρει ο ορθόδοξος μαρξισμός. Η ιστορία συναρμολογείται από μια σειρά διακριτών μηχανισμών- αν ένας σπάσει, ένας άλλος είναι πάντα διαθέσιμος. Η προσέγγιση αυτή είναι άτρωτη από την κριτική, επειδή μετατοπίζει συνεχώς το αντικείμενό της: πέρυσι, μαοϊσμός- φέτος, το κίνημα των φυλακών- του χρόνου, η εργατική τάξη.

Ένα ήσσονος σημασίας παράδειγμα είναι ο Σαρλ Μπετελέμ, ένας αξιοσέβαστος γάλλος μαρξιστής, που παραιτήθηκε (τον Μάη του 1977) από την Ένωση Γαλλο-κινέζικης Φιλίας, σε ένδειξη διακοπής των δεσμών του με τη μετα-μαοϊκή Κίνα4. Επί πολλά χρόνια επαινούσε με ενθουσιασμό την Πολιτιστική επανάσταση και τον μαοϊσμό. Τώρα πιστεύει ότι η εκστρατεία εναντίον της «συμμορίας των τεσσάρων» ξεκίνησε ένα «μεγάλο άλμα προς τα πίσω». Η ευκολία με την οποία ακυρώνονται οι πρόοδοι της Πολιτιστικής επανάστασης του Μάο δείχνει στον Μπετελέμ ότι οι σπόροι της αναστροφής είχαν φυτευτεί παλαιότερα. Κάτι θα πρέπει να πήγε στραβά στην Πολιτιστική επανάσταση, που έδωσε τη δυνατότητα να παραμεριστεί τόσο γρήγορα η Πολιτιστική επανάσταση.

Πράγματι, μας λέει ο Μπετελέμ, «όταν κοιτάζουμε πίσω και αναλύουμε το τι συνέβη από το 1964-65, μπορούμε να πούμε ότι αυτή η αλλαγή στον συσχετισμό δυνάμεων ήταν ήδη εμφανής τους πρώτους μήνες του 1967». Προχωρεί και αναφέρει ορισμένα γνωρίσματα της αλλαγής αυτής: εισαγωγή του εξαναγκασμού, αποθάρρυνση της μαζικής συμμετοχής, άνοδος του σεχταρισμού κτλ.5 Αυτά μπορεί να είναι όμορφα κι ωραία, αλλά γιατί τα μαθαίνουμε μόνο τώρα; Η απάντηση είναι προφανής: Αν και ο Μπετελέμ λέει άτι η αλλαγή ήταν «ήδη εμφανής» το 1967, άργησε να γίνει εμφανής σ’ αυτόν (και σε πολλούς άλλους) επί άλλα δέκα χρόνια.

 Στο έργο του Πολιτιστική επανάσταση και βιομηχανική οργάνωση στην Κίνα (1973) είχε γράψει πως είχαν ξεπεραστεί επιτυχώς τα αίτια στα οποία αποδίδει τώρα το «μεγάλο άλμα προς τα πίσω». Είχε γράψει τότε ότι, «μέσα από συζητήσεις και αγώνες στους οποίους ενεπλάκησαν εκατομμύρια εργάτες και μεγάλοι τομείς του πληθυσμού, ένας νέος δρόμος ανοίχτηκε στον αγώνα για τον σοσιαλισμό… Αποτελεί ένα αποφασιστικό και διαρκές επίτευγμα, εξ ίσου αποφασιστικό και διαρκές όπως οποιαδήποτε επιστημονική ή κοινωνική εμπειρία που ανακαλύπτει νέες διαδικασίες ή νέους αντικειμενικούς νόμους»6.

Δεν ήταν αυτή η πρώτη φορά που ο Μπετελέμ αναγνώρισε διαρκή επιστημονικά επιτεύγματα που αποδείχθηκε πως δεν ήταν διαρκή ούτε επιστημονικά ούτε επιτεύγματα. Ανέλυσε ανεπιτυχώς τη Ρωσική επανάσταση και τη μετάβαση από τον καπιταλισμό στον σοσιαλισμό. Στα μέσα της δεκαετίας του 1960 ο Μπετελέμ υποστήριξε τις απόψεις του Στάλιν για τον νόμο της αξίας σε μια σοσιαλιστική κοινωνία ενάντια στον Τσε Γκεβάρα7. Η απάντηση του Τσε απέρριψε τη μηχανιστική και αντιδιαλεκτική προσέγγιση του Μπετελέμ8.

Αρκετά χρόνια αργότερα (1969) ο Μπετελέμ ήρθε σε σύγκρουση με τον Πωλ Σουήζυ για το ίδιο ζήτημα9. Το 1974 ο Μπετελέμ παραδέχθηκε πως τα γραπτά του της περιόδου 1962-1967 για τη μετάβαση από τον καπιταλισμό στον σοσιαλισμό ήταν «μη ικανοποιητικά». Το πρόβλημα ήταν ότι μέχρι το 1956 είχε πάρει τη Σοβιετική Ένωση ως «πρότυπο» για την επανάσταση. Αλλά το πρόβλημα επέζησε για άλλα δέκα χρόνια. Μόνο τα «μαθήματα» από την κινέζικη Πολιτιστική επανάσταση τον «παρακίνησαν» να «τροποποιήσει πολύ σοβαρά τους όρους της ανάλυσής» του 10. Οπότε ο Μπετελέμ ξεκίνησε μια μείζονα εκ νέου αποτίμηση της Ρωσικής επανάστασης (Οί ταξικοί αγώνες στην Ε.Σ.Σ.Δ., 1974).

Εδώ ανακύπτουν δύο επιπλέον προβλήματα. Η σοβαρή τροποποίηση της αποτίμησης της Ρωσίας δεν είναι πολύ σοβαρή11. Ο Μπετελέμ επαναλαμβάνει την οιονεί επίσημη κινέζικη θέση (του παρελθόντος;) για τη Ρωσική επανάσταση. Και τώρα που η Πολιτιστική επανάσταση έχει αποδειχθεί  λειψή, πιθανόν θα χρειαστεί να την αποτιμήσει εκ νέου. Συνεπώς, η εκ νέου αποτίμηση της Ρωσικής επανάστασης πιθανόν θα πρέπει ν’ αποτιμηθεί εκ νέου, και πάει λέγοντα ς 12.

Μας κάνει αυτό να αισθανόμαστε χαιρεκακία; Να στέκεις αμέτοχος έξω απ’ τον καβγά δεν δείχνει αρετή: αγοράζει την αγνότητα με αντίτιμο την κριτική σκέψη και τη στράτευση. Να μπαίνεις στον καβγά σημαίνει αναπόφευκτα να κάνεις λάθη, ενίοτε σοβαρά. «Δεν υπάρχουν αθώοι στην πολιτική»13. Αλλά δεν είναι όλοι εξ ίσου ένοχοι. Διακρίσεις μπορούν και πρέπει να γίνονται. Οι πολιτικοί διανοούμενοι που διαρκώς κυνηγούν επιτυχημένες επαναστάσεις προδίδουν το ήθος τους: κυνηγούν την επιτυχία.

Το ζήτημα είναι όχι τα κουσούρια ενός ατόμου, αλλά ένα στυλ και μια μέθοδος που παραμορφώνει τον μαρξισμό. Η επιτυχία περιφέρεται προς πώληση ώσπου φθείρεται, και μετά ξαναπεριφέρεται προς πώληση με νέα μορφή. Την κάθε στιγμή, η επιτυχία εμφανίζεται σαν κάτι παραπάνω από πειστική- τα γεγονότα είναι με το μέρος της, ενώ οι κριτικοί έχουν στη διάθεσή τους μόνο θεωρίες και προβάλλουν ενστάσεις.

Η Ρωσική, η Κινέζικη και η Κουβανέζικη επανάσταση κλείνουν το στόμα των κριτικών με την ύπαρξη και την επιτυχία τους. Το κείμενο του Ντεμπραί Επανάσταση μέσα στην επανάσταση (1967) ενθουσιώδους προέβαλε το κουβανέζικο πρότυπο επανάστασης για όλη τη νότιο Αμερική. Δέκα χρόνια μετά, ο ενθουσιασμός καταλάγιασε, επιτυχίες δεν υπήρχαν. Ο Gerard Chailland ανέλυσε πρόσφατα τη θεωρία του Ντεμπραί στο κείμενό του “Guerilla Inflation: The Foco Theory as a Theory for Failure“14. Ο ίδιος ο Ντεμπραί δεν διαφωνεί μ’ αυτή την κρίση- χαρακτηρίζει τώρα το πόνημά του «βιβλίο της στιγμής»15.

Ένα μέρος αυτού μπορεί να (και έχει) χαρακτηριστεί «Τριτοκοσμισμός», η επιδίωξη και η προώθηση επαναστάσεων στον Τρίτο κόσμο από βορειο-αμερικανούς και δυτικο-ευρωπαίους διανοούμενους. Εν τούτοις, το στυλ έχει λειτουργήσει εξ ίσου αποτελεσματικά και ολέθρια μέσα στα βιομηχανικά έθνη. Το κίνημα των μαύρων, το αντάρτικο πόλεων, το κίνημα των φυλακισμένων, των γυναικών, των νέων, των εθνικών μειονοτήτων και της εργατικής τάξης έχουν όλα για ένα διάστημα μυθοποιηθεί.

 Ένα από τα όχι μικρότερα κακά του ορθόδοξου μαρξισμού είναι τ’ απάνεμα αποθάρρυνσης και κυνισμού που αφήνει. Οι ελπίδες που μονίμως φουντώνουν και ματαιώνονται πληρώνονται ακριβά. Αν οι πιο επιφανείς εκφραστές του μπορούν ν’ αλλάζουν στόχο χωρίς ν’ αποσυντονίζονται, άλλοι δυσκολεύονται περισσότερο. Ποιος μπορεί να πιστεύει αρχικά στην Ε.Σ.Σ.Δ., μετά στην Κίνα, μετά στη Βόρειο Κορέα, μετά στην Αλβανία; Ή αρχικά στην εργατική τάξη, μετά στο φοιτητικό κίνημα, μετά στο κίνημα των μαύρων, μετά στον Τρίτο κόσμο και μετά πάλι στην εργατική τάξη;

Οι στρατευμένοι απομακρύνονται. Ο παλιός αντικομουνιστικός «Θεός που απέτυχε» γίνεται οι κουρασμένοι «θεοί που απέτυχαν». Για πολλούς μαρξιστές, μια παλιά ρουτίνα έχει ξαναγυαλιστεί για να λογοδοτεί για τα διαρκή λάθη: η αυτοκριτική. Ο Αλτουσέρ την έχει εξελίξει σε καλή τέχνη και σε αποδοτική στρατηγική μάρκετινγκ. Ως τέχνη απαλλάσσει καθαρά από τα λάθη του παρελθόντος, κάνει χώρο για καινούργια λάθη και υπονοεί ότι οι κριτικοί είναι κακεντρεχείς και μοχθηροί που μιλάνε και ξαναμιλάνε για το παρελθόν.

Ποιος θέλει ν’ ασκεί κριτική σ’ εκείνους που ασκούν κριτική στον εαυτό τους; Ως εμπορική στρατηγική λανσάρεται από τους μηχανικούς της προγραμματισμένης απαρχαίωσης της σκέψης· κάθε θεωρητική καινοτομία κατασκευάζεται από ελαττωματικά εξαρτήματα, σχεδιασμένα να χαλάσουν και ν’ αντικατασταθούν. Ο διανοούμενος μετατρέπεται σε μόνιμο αγοραστή βιβλίων, που είναι υποχρεωμένος ν’ αγοράσει το πιο πρόσφατο για ν’ αντικαταστήσει το αμέσως προηγούμενο.

Ο Αλτουσέρ όχι μόνον επινόησε τη «θεωρητική πρακτική», αλλά πρωτοστάτησε και στην κακή εφαρμογή της. Πρώτα υποστήριξε ότι ο Μαρξ έκοψε οριστικά τους δεσμούς του με τον Χέγκελ. Έπειτα από μερικά χρόνια ομολόγησε: «Οφείλω να παραδεχθώ πως παρουσίασα πάρα πολύ απότομα αυτή τη θέση»16. Μετά, παραδέχθηκε ότι στην έννοια «επιστημολογική ρήξη» του Μαρξ, «έκανα δύο λάθη»· δεν ήταν ούτε επιστημολογική ούτε ρήξη17. Έσφαλε και στο Διαβάζοντας το Κεφάλαιο, όταν αποκάλεσε τη φιλοσοφία «μια θεωρία θεωρητικής πρακτικής». Αυτό το λάθος δεν ήταν απλώς «αμφισημαντότητα της ορολογίας, αλλά ήταν λάθος στην καθαυτό σύλληψη»18. Επίσης, εσφαλμένα συμπέρανε ότι «η φιλοσοφία είναι επιστήμη», και έχει ένα «αντικείμενο» και «ιστορία». Αργότερα ανακάλυψε ότι «η φιλοσοφία δεν είναι επιστήμη» και «δεν έχει αντικείμενο ούτε ιστορία»19. Θυμήθηκε, παρεμπιπτόντως, και ότι ξέχασε την ταξική πάλη στο Για τον Μαρξ και στο Διαβάζοντας το Κεφάλαιο. «Αυτό είναι ασφαλώς το μεγαλύτερο λάθος που έκανα»20.

Ο παραπάνω κατάλογος, αν είναι τίμιος, δεν είναι αξιοζήλευτος δεν είναι ούτε εξαντλητικός21. Επιπλέον, αυτό που ο Ράιχ είπε για τον Φρόυντ -ακόμη και όταν έσφαλλε, είχε δίκιο- μπορούμε να το πούμε αντιστρόφως για τον Αλτουσέρ: ακόμη και όταν έχει δίκιο, σφάλλει. Ο Αλτουσέρ αντιπροσωπεύει έναν μαρξισμό που πάντα σφάλλει, ή έχει δίκιο πολύ κατόπιν εορτής. Για να εξηγήσει τους πολλούς εσφαλμένους υπολογισμούς του, καταφεύγει σ’ ένα άλλοθι υπεράνω κριτικής: στην ιστορία.

Δεν αντιλαμβάνεται την ειρωνεία: ο Αλτουσέρ και οι οπαδοί του πολεμούν να σφάξουν τον επικίνδυνο δράκοντα του ιστορικισμού. Ο ιστορικισμός απειλεί την αυτονομία, την αυστηρότητα, την αντικειμενικότητα και εν τέλει την επιτυχία του μαρξισμού. Για τον Αλτουσέρ, ο ιστορικισμός βρομίζει με χεγκελιανά βρομόνερα την επιστήμη του μαρξισμού22. Εν τούτοις, ο Αλτουσέρ δικαιολογεί όλα του τα λάθη ισχυριζόμενος πως έγιναν σε συγκεκριμένο χρόνο και χώρο, σαν να μπορούσε να υπάρχει αμφιβολία περί αυτού.

Στο γλωσσικό ιδίωμα του Αλτουσέρ η «συγκυρία» («η ακριβής ισορροπία δυνάμεων … την οποιαδήποτε δεδομένη στιγμή»23) είναι η γενική δικαιολογία για τα λάθη. Το φετίχ ν’ αναφέρουν τον ακριβή χρόνο που έγραψαν κάτι, ξανάγραψαν και διόρθωσαν τα χειρόγραφά τους χαρακτηρίζει όλους τους αλτουσεριανούς.

 Αυτό δίνει την επίφαση της ακριβολογίας, ενώ προαναγγέλλει μια αναθεώρηση της θεωρίας, όταν αλλάξει η «συγκυρία». Ο Νίκος Πουλαντζάς κλείνει μελοδραματικά το βιβλίο του Φασισμός και δικτατορία: «Με δεδομένο τον στόχο αυτού του βιβλίου, προτιμώ ν’ αναγράψω τη χρονολογία που το ολοκλήρωσα. Παρίσι, Ιούλιος 1970»24. «Για να καταλάβουμε αυτά τα δοκίμια», μας λέει ο Αλτουσέρ στην εισαγωγή του βιβλίου του Για τον Μαρξ, «και για να τα κρίνουμε, είναι ουσιαστικό να συνειδητοποιήσουμε πως συνελήφθησαν, γράφηκαν και δημοσιεύθηκαν … σε μια ιδιαίτερη ιδεολογική και θεωρητική συγκυρία»25.

Ή υποδεικνύει ότι η «εξαιρετική κατάσταση» στην οποία γράφηκε το δοκίμιό του για τον Λακάν εξηγεί γιατί πρέπει «είτε να διορθωθεί είτε να επεκταθεί»26. Το κακό δεν είναι η προσφυγή στην ιστορία- μάλλον η ιστορία γίνεται η ασφαλιστική δικλίδα για τις διαρκείς αγωγές για θεωρητική κακοπραξία. Η θεωρία ή ο θεωρητικός δεν σφάλλουν ποτέ και ποτέ δεν αναθεωρούνται- για όλα φταίει η ιστορική διαδικασία – η συγκυρία. Έτσι αποκτά ανοσία ο ορθόδοξος μαρξισμός. Αν κάνει πάντα λάθος ή έρχεται πολύ κατόπιν εορτής, φταίει κάποιος άλλος…..Ο Αλτουσέρ ονειρεύεται πως ηγείται της θεωρητικής παρέλασης, ενώ εμφανίζεται πολλά χρόνια αφ’ ότου τον έχει προσπεράσει η παρέλαση.

Αν η επιτυχία χρειάζεται εκ νέου εξονυχιστική έρευνα, το ίδιο χρειάζεται και η αποτυχία. Ούτε η επιτυχία ούτε η αποτυχία μπορούν να γίνουν αποδεκτές σαν σκέτο γεγονός. Η επιτυχία ή η απουσία της είναι μόνον ένας παράγοντας για την αξιολόγηση μιας πολιτικής. Δεν καταδικάζουμε τους συνεργάτες του ναζισμού επειδή τάχθηκαν με την πλευρά των ηττημένων- ούτε και καταδικάζουμε τους Ισπανούς νομιμόφρονες δημοκρατικούς επειδή ηττήθηκαν.

Η ιστορία της εναντίω σης στον ορθόδοξο μαρξισμό -συμβουλιακός κομουνισμός, «αριστερός» κομουνισμός, ρεύματα διαφωνούντων κτλ.- είναι αναμφίβολα μια ιστορία αποτυχιών. Εν τούτοις, αυτό δεν την καθιστά λιγότερο πολύτιμη. Η αποτυχία δεν αποδεικνύει τίποτε, εκτός από το ποιος είναι ο ηττημένος. Αυτό συχνά το ξεχνούμε. Σε κανέναν δεν αρέσουν οι ηττημένοι. Η ιστορία της επανάστασης παρουσιάζεται συνήθως σαν μια σειρά από νίκες, που την διαστίζουν ορισμένες αναποδιές και ήττες.

Σπάνια συναντούμε εντιμότητα σαν του Μαρξ, που έγραψε μετά τις επαναστάσεις του 1848: «Με εξαίρεση λίγα μικρά κεφάλαια, όλα τα σημαντικά μέρη των χρονικών της επανάστασης από το 1848 έως το 1849 έχουν τίτλο: Ήττα της επανάστασης!»28. Συνοψίζοντας την ενδιάμεση περίοδο κάπου δεκαπέντε χρόνια αργότερα έγραψε: «Αν, λοιπόν, δεν υπήρξε αλληλεγγύη στη δράση της εργατικής τάξης της Βρετανίας και της ηπειρωτικής Ευρώπης, υπήρξε, οπωσδήποτε, μια αλληλεγγύη στην ήττα»29. Τα ίδια ζητήματα της επιτυχίας και της αποτυχίας έχουν βγει στην επιφάνεια και έξω από τον μαρξισμό, αν και όχι με την ίδια μορφή……

 

 

 

4.Charles Bettelheim, “Letter of Resignation” και “The Great Leap Backward”, Monthly Review, XXX/3 (July-August, 1978), σ. 9-13, 37-130. Βλ. τις απαντήσεις, ιδίως του Arthur MacEwan, “Comments on China since Mao”, Monthly Review, XXXI/1 (May, 1979), σ. 44-118.

5.Bettelheim, “The Great Leap Backward”, σ. 38, 98.

6.C. Bettelheim, Cultural Revolution and Industrial Organization in China (New York, 1974), σ. 9-10. To βιβλίο «στηρίζεται κυρίως σε υλικό που συνέλεξα κατά τη διαμονή μου στην Κίνα τον Αύγουστο και Σεπτέμβριο του 1971» (σ. 7).

7.C. Bettelheim, “Formes et methodes de la planification socialiste et niveau de developpement des forces productives” (1964), La Transition vers T economie socialiste (Paris, 1968), σ. 129-152.

8.Ernesto “Che” Guevara, “La planificacion socialista, su significado” (1964), El sociatismo y el hombre nuevo (Mexico City, 1977), σ. 386-395. Μια σύντομη κριτική του Τσε στον Μπετελέμ μπορούμε να βρούμε στο Michael Lowy, The Marxism of Che Guevara (New York, 1973).

9.C. Bettelheim, “On the Transition between Capitalism and Socialism,” με μια απάντηση του Paul Sweezy, Monthly Review, XX/10 (March, 1969), σ. 1-19. To κείμενο αυτό περιλαμβάνεται στο Bettelheim – Sweezy, On the Transition to Socialism (New York, 1971).

10.C. Bettelheim, Class Struggles in the USSR: First Period: 1917-1923 (New York, 1976), σ. 15, 10 [ελλ. μτφ.: Οι ταξικοί αγώνες στην Ε.Σ.Σ.Δ.].

11.Για μια εξαιρετική ανάλυση, βλ. Ralph Miliband, “Bettelheim and the Soviet Experience”, New Left Review, 91 (May-June, 1975), σ. 57-66. Πρβλ. τη βιβλιοκρισία της Carmen J. Sirianni στο Socialist Review, 36 (Nov.-Dee, 1977), σ. 143-160.

12.Για μια άλλη διαμάχη στην οποία έλαβε μέρος ο Μπετελέμ και στην οποία επιδεικνύει την αριστοτεχνική του γνώση της αλτουσεριανής γλώσσας, βλ. “Preface to the French Edition by Charles Bettelheim,” στο Arghiri Emmanuel, Unequal Exchange (New York, 1972). σ. 343-356 [ελλ. μτφ.: Αργύρη Εμμανουήλ, Η άνιση ανταλλαγή],

13.Maurice Merleau-Ponty, Humanism and Terror (Boston, 1969), σ. xxxiii [ελλ. μτφ.: Ανθρωπισμός και τρομοκρατία].

14.Gerard Chailland, Revolution in the Third World (New York, 1978), σ. 39-50.

15.Βλ. τα αυτοκριτικά σχόλια του Debray στο κείμενό του A Critique of Arms, Vol. 1 (New York, 1977), σ. 225.

16.Louis Althusser, Lenin and Philosophy (New York, 1971), σ. 93 [ελλ. μτφ.: Ο Λένιν και η φιλοσοφία],

17.L. Althusser, Essays in Self-Criticism (London, 1976), σ. 71.

18.L. Althusser – Etienne Balibar, Reading Capital (New York, 1970), σ. 8 [ελλ. μτφ.: Διαβάζοντας το Κεφάλαιο].

19Althusser, Essays, σ. 68.

20.Ibid., σ. 146.

21.Αν και υπερασπιστές της πίστης υποστηρίζουν ότι «η βορειοαμερικανική αντίσταση στο έργο του Αλτουσέρ είναι … ιδεολογική» (Terry Eagleton, απάντηση σε βιβλιοκρισία του έργου του Marxism and Literary Criticism, στο Clio VII, 1978, 323), οι Αμερικάνοι, όπως και οι Αγγλοι και οι Γάλλοι, έχουν γράψει διεισδυτικές κριτικές. Ιδιαίτερη κατηγορία αποτελεί το άγριο και εξαίρετο βιβλίο του Ε. Ρ. Thompson The Poverty of Theory (London, 1978), που έπεσε στα χέρια μου κατά τα τελευταία στάδια της συγγραφής του βιβλίου μου και γι’ αυτό δεν μπόρεσα να το μελετήσω και να το χρησιμοποιήσω.

Ο Brian Singer εξετάζει θαυμάσια το ζήτημα στη βιβλιοκρισία του για το βιβλίο του Ranciere La Lecon d’Althusser στο Teios, 25 (Fall, 1975), σ. 224-233. Άλλες κριτικές: Paul Piccone, “Structuralist Marxism?” Radical America, III/5 (Sept., 1969), Richard P. Appelbaum, “Born Again Functionalism? A Reconsideration of Althusser’s Structuralism”, Insurgent Sociologist, IX/1 (Summer, 1979), σ. 18-33, Raymond Aron, D’une Sainte Famine a I’autre (Paris, 1969), Pierre Vilar, “Marxist History, a History in the Making: Towards a Dialogue with Althusser”, New Left Review, 80 (1973), σ. 65-106, Norma Geras, “Althusser’s Marxism”, New Left Review, 71 (1972), σ. 57-86, Alex Callinicos, Althusser’s Marxism (London, 1976) και το κείμενο του Tom Good στο Teios, 30 (Winter, 1976), σ. 226-230, καθώς και της Miriam Glucksmann, Structuralist Analysis in Contemporary Social Thought (London, 1974).

22.Βλ. το κεφάλαιο «Ο μαρξισμός δεν είναι ιστορικισμός» στο Διαβάζοντας το Κεφάλαιο (αγγλ. έκδ. σ. 119-144).

23.Από το γλωσσάριο του βιβλίου For Marx (New York, 1970) με «διορθώσεις και παρεμβολές» του Αλτουσέρ, σ. 250, 257.

24.Nicos Poulantzas, Fascism and Dictatorship (London, 1974), σ. 359 [ελλ. έκδ.: Φασισμός και δικτατορία]. Για μια καλή κριτική αξιολόγηση, βλ. Anson G. Rabinbach, “Poulantzas and the Problem of Fascism”, New German Critique, 8 (1976), σ. 157-170. Πρβλ. Martin Plaut, “The Problem of Positivism in the Work of Nicos Poulantzas”, Teios, 36 (Summer, 1978), σ. 159-167, Salvador Giner – Juan Salcedo, “The Ideological Practice of Nicos Poulantzas”, Archives europeennes de sociologie, XVII (1976), σ. 344-365, Amy Bridges, “Nicos Poulantzas and the Marxist Theory of the State”, Politics and Society, IV (1974), σ. 161-192, Simon Clarke, “Marxism, Sociology and Poulantzas’ Theory of the State”, Capital and Class, 2 (Summer, 1977), σ. 1-31.

25.Althusser, For Marx, σ. 9. Πρβλ. “Note to the English Edition”, στο Althusser – Balibar, Reading Capital, σ. 8.

26.Althusser, Lenin and Philosophy, σ. 189.

27.Althusser, Essays, σ. 36.

28.K. Marx, Class Struggles in France 1848-1850 (New York, 1964), σ. 33 [ελλ. έκδ.: Ταξικοί αγώνες στη Γαλλία].

29. Κ. Marx, “Inaugural Address of the International Working Men’s Association”(1864), First International and After, επιμ. D. Fernbach (New York, 1974), σ. 78.

 

 

 

 

 

Απόσπασμα από το βιβλίο του Russell Jacoby, Η Διαλεκτική της ήττας (1980), εκδόσεις Νησίδες σ.σ. 21-27. 

 

 

 

 

 

 

 

3 σχόλια

  1. Praxis Review Απάντηση

    To τμήμα του κειμένου για τον Αλτουσέρ και τον Πουλαντζά (και άλλους) που άλλαζαν πρωταρχικές θέσεις, αρχές και τοποθετήσεις κάθε λίγο και λιγάκι με το επιχείρημα της “συγκυρίας” και της αυτοκριτικής στην..αυτοκριτική που είχε γίνει πριν, αποτυπώνει πολύ χαρακτηριστικά την γενικότερη κατάσταση που επικρατεί διαχρονικά σε μεγάλο μέρος των διανοούμενων. Τους συγκεκριμένους ο συγγραφέας τους αποκαλεί…. “ορθόδοξους” αφού τότε είχαν απήχηση στην Δυτική Ευρώπη.

    Η ιστορία και η εμπειρία της σοσιαλδημοκρατίας του ΣΥΡΙΖΑ και της στάσης όλης της αριστερής διανόησης που τον περιτριγυρίζει (ή το έκανε στο πολύ πρόσφατο παρελθόν) είναι το πιο πρόσφατο τοπικό παράδειγμα…..

    “Οι πολιτικοί διανοούμενοι που διαρκώς κυνηγούν επιτυχημένες επαναστάσεις προδίδουν το ήθος τους: κυνηγούν την επιτυχία.”

  2. Left G700 Απάντηση

    Φίλοι τού Praxis Review,

    Δεν έχω διαβάσει το βιβλίο (δεν το ήξερα καν). Η ανάρτησή σας με έβαλε σε πειρασμό να το αγοράσω. Ωστόσο, για την ώρα, μου δημιουργήθηκε ένα ερώτημα. Το διατυπώνω όχι ακριβώς ως ερώτηση που περιμένει απάντηση, αλλά ως μια φωναχτή σκέψη που θα μπορούσε, ενδεχομένως, να ξετυλίξει ένα γαϊτανάκι άλλων σκέψεων από άλλους:

    Γράφει ο Jacoby προς το τέλος τού αποσπάσματος:

    Αν η επιτυχία χρειάζεται εκ νέου εξονυχιστική έρευνα, το ίδιο χρειάζεται και η αποτυχία. Ούτε η επιτυχία ούτε η αποτυχία μπορούν να γίνουν αποδεκτές σαν σκέτο γεγονός. Η επιτυχία ή η απουσία της είναι μόνον ένας παράγοντας για την αξιολόγηση μιας πολιτικής. Δεν καταδικάζουμε τους συνεργάτες του ναζισμού επειδή τάχθηκαν με την πλευρά των ηττημένων –ούτε και καταδικάζουμε τους Ισπανούς νομιμόφρονες δημοκρατικούς επειδή ηττήθηκαν.

    Η ιστορία της εναντίωσης στον ορθόδοξο μαρξισμό –συμβουλιακός κομουνισμός, «αριστερός» κομουνισμός, ρεύματα διαφωνούντων κτλ.– είναι αναμφίβολα μια ιστορία αποτυχιών. Εν τούτοις, αυτό δεν την καθιστά λιγότερο πολύτιμη. Η αποτυχία δεν αποδεικνύει τίποτε, εκτός από το ποιος είναι ο ηττημένος. Αυτό συχνά το ξεχνούμε. Σε κανέναν δεν αρέσουν οι ηττημένοι. Η ιστορία της επανάστασης παρουσιάζεται συνήθως σαν μια σειρά από νίκες, που την διαστίζουν ορισμένες αναποδιές και ήττες.

    Ωραία όλα αυτά και δύσκολα μπορεί να διαφωνήσει κανείς, πράγμα που κάνει ακόμα πιο δύσπεπτο το γεγονός ότι πάρα πολλοί και επί πάρα πολύ από την Αριστερά θεώρησαν την επιτυχία/αποτυχία ως απόλυτο αξιολογικό κριτήριο. Ωστόσο, μπαίνει το εξής ζήτημα:

    Φαίνεται ότι ο Jacoby μιλάει για τον ορθόδοξο μαρξισμό ως εκείνος να αντιπροσώπευε στο μυαλό του την επιτυχία την εποχή που έγραψε το βιβλίο (1980). Αποφεύγοντας τον πειρασμό να πω ότι, όσο σοφός κι αν είναι, η διορατικότητα μάλλον δεν πρέπει να του περίσσευε τότε (διάολε! μιλάμε για μόλις δέκα χρονάκια πριν από την κατάρρευση των πρωτοσοσιαλιστικών καθεστώτων!) διερωτώμαι πόσο πιο περίπλοκα κάνει τα πράγματα το γεγονός ότι τώρα πια ξέρουμε πως δεν έχουμε να κάνουμε με μια επιτυχία και μια αποτυχία, αλλά με δύο αποτυχίες: τόσο τού ορθόδοξου μαρξισμού, που η Ιστορία έδειξε ότι οι όποιες επιτυχίες του ήταν προσωρινές, όσο και των διαφόρων ρευμάτων και τάσεων του Δυτικού μαρξισμού.

    Τα λέμε

  3. Praxis Review Απάντηση

    Πράγματι, το καλύτερο είναι να διαβαστεί το ίδιο το βιβλίο.

    Ο Jacoby κάνει μια ενδιαφέρουσα ιστορική αναδρομή και ανάλυση μιας σειράς ρευμάτων στο κομμουνιστικό κίνημα που “ηττήθηκαν” διαχρονικά. Δείχνει ότι η ιστορία-και κριτική τους -είναι το ίδιο πολύτιμη και χρήσιμη με την ιστορία των “νικητών”. Είναι μια ενδιαφέρουσα προσέγγιση όσο και αν ο ίδιος ο συγραφέας κινείται μέσα στους περιορισμούς των ρευμάτων που άσκησαν κριτική στην Σ.Ένωση μεταπολεμικά.

    Αυτές οι “αιρετικές” απόψεις, διατυπώθηκαν το 1980, σε μια περίοδο που κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει τι θα ακολουθούσε δέκα χρόνια μετά. Και απέκτησαν νέο νόημα και επικαιρότητα. Και μάλιστα με διπλό τρόπο: Γιατί, εξαιτίας της κατάρρευσης του υπαρκτού, αποδείχθηκε ότι το αξιολογικό κριτήριο της “επιτυχίας” δεν ήταν-από μόνο του- ο μόνος δρόμος για την ιστορική ερμηνεία του κομμουνιστικού κινήματος . Και γιατί το ζήτημα αυτό έγινε επίκαιρο με την καπιταλιστική επίθεση μετά το 90 και την επικράτηση της ιδεολογίας των καπιταλιστικών μονόδρομων (στο όνομα της “αποτυχίας” του υπαρκτού).

    Η ειρωνεία της ιστορίας είναι ότι τα επιχειρήματα της “επιτυχίας” που χρησιμοποιήθηκαν μέσα στο κομμουνιστικό κίνημα στράφηκαν τελικά ενάντια σε όλες τις εκδοχές του από τους καπιταλιστές μετά το 90…..

    Από αυτήν την άποψη η διορατικότητα των απόψεων του Jacoby, σε αυτό το θέμα, είναι εντυπωσιακή.

    Καλή συνέχεια

Γράψτε απάντηση στο Praxis Review Ακύρωση απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *