“Δουλειά ή Μισθοί”

workorwages

 γράφει ο Κώστας Λίλας

«Δουλειά ή Μισθοί» ήταν το κεντρικό σύνθημα του Κομμουνιστικού Κόμματος των ΗΠΑ (CPUSA) και των Συμβουλίων Ανέργων στις κρίσιμες εργατικές μάχες των πρώτων χρόνων της Μεγάλης Ύφεσης. Το φαινομενικά παράδοξο σύνθημα είχε την εξής απλή και ταυτόχρονα διαυγή ταξική λογική: Αν οι εργάτες στερούνται βίαια τη δουλειά, παρά τη θέλησή τους και ενάντια στις ανάγκες τους, τότε το κράτος και το κεφάλαιο οφείλουν να καλύπτουν πλήρως αυτές τις ανάγκες για όσο διαρκεί το πέρασμά τους στην ανεργία. Συμπύκνωνε το βασικό διεκδικητικό τρίπτυχο των Συμβουλίων Ανέργων για την καταβολή πλήρους μισθού σε όλους για όλη την περίοδο της ανεργίας, με το βάρος αποκλειστικά στο κεφάλαιο και το κράτος του και τον πλήρη έλεγχο της διαδικασίας στα χέρια των ανεξάρτητα οργανωμένων εργατών.

Οι συνθήκες

Η δεκαετία του ‘20 ήταν για τις ΗΠΑ η αποθέωση της «εποχής της τρέλας», της φαινομενικής γενικευμένης ευημερίας, του τέλους των ταξικών αντιπαραθέσεων, του θριάμβου των δυνάμεων της αγοράς και της ζωτικότητας του «αμερικάνικου ατομισμού». Η συνεχής και συχνά αλματώδης άνοδος του χρηματιστηρίου ήταν στο επίκεντρο του φαντασιακού των απεριόριστων δυνατοτήτων κοινωνικής ανόδου. Τα συνδικάτα της AFL, της επίσημης εθνικής εργατικής ομοσπονδίας, συνεργάζονταν με «υπευθυνότητα» για την αύξηση της παραγωγικότητας και την εντατικοποίηση της δουλειάς των μελών τους, επένδυαν τα χρήματά τους σε τραπεζικά προϊόντα και στο χρηματιστήριο. Ο ίδιος ο πρόεδρος της AFLκαλούσε τους εργάτες να επενδύσουν στο χρηματιστήριο, να διεκδικήσουν με αυτόν τον τρόπο το μερίδιο τους από τον παραγόμενο πλούτο του αμερικάνικου οικονομικού θαύματος. Το Νοέμβρη του 1928, ο Χούβερ εκλεγόταν πρόεδρος των ΗΠΑ με την υπόσχεση ότι θα έβαζε «ένα κοτόπουλο σε κάθε κατσαρόλα και δύο αυτοκίνητα σε κάθε γκαράζ».

Η κατάρρευση του χρηματιστηρίου της Νέας Υόρκης στα τέλη του Οκτώβρη του ’29 ήταν η συμβολική έναρξη της κρίσης που σάρωσε όλο το οικοδόμημα του θαύματος της προηγούμενης δεκαετίας, μαζί και τις κοινωνικές συμμαχίες του κεφαλαίου και το πλαίσιο της ισχυρής ιδεολογικής και πολιτικής ηγεμονίας του πάνω στην αμερικάνικη εργατική τάξη. Οι επιπτώσεις στην απασχόληση ήταν άμεσες και κατακλυσμιαίες. Με τις επίσημες και μη εκτιμήσεις να ποικίλουν, φαίνεται ότι η ανεργία εκτινάχθηκε από το 1,5 εκατομμύριο ανέργους πριν την κρίση, σε 4-5 εκατομμύρια σε λίγους μόνο μήνες, σε περίπου 8 εκατομμύρια το 1931 και 12,5 εκατομμύρια το 1932.

Για όλους όσους πετιούνταν στην ανεργία, το «αμερικάνικο θαύμα» δεν προέβλεπε απολύτως τίποτα σε εθνικό επίπεδο. Το μόνο που υπήρχε ήταν σκόρπιες και πενιχρές υποδομές πρόνοιας σε πολιτειακό και δημοτικό επίπεδο, ιδιωτικά φιλανθρωπικά ιδρύματα και η ελεημοσύνη των εκκλησιαστικών οργανώσεων. Την διατήρηση αυτού ακριβώς του πλαισίου υπερασπίστηκε με πάθος η κυβέρνηση του Χούβερ, αποκλείοντας κάθε ενδεχόμενο μέτρων ανακούφισης των ανέργων σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Αντίθετα έδωσε δύο δις δολάρια στους βιομήχανους και τις τράπεζες μέσω του Οργανισμού Χρηματοδότησης της Ανασυγκρότησης, στήριξε πολιτικά τις περικοπές στους μισθούς και τη μερική απασχόληση, χρησιμοποίησε την αστυνομία, την εθνοφρουρά και το στρατό για να αντιμετωπίσει τους άνεργους εργάτες.

Τα συνδικάτα της AFL συνεργάστηκαν πλήρως και δέχτηκαν αδιαμαρτύρητα τις περικοπές των μισθών και την μερική απασχόληση, τις απολύσεις και τη μαζική ανεργία. Κατήγγειλαν μάλιστα το αίτημα για ομοσπονδιακά μέτρα κατά της ανεργίας ως «κίνητρο για την αεργία», «εξευτελισμό του εργαζόμενου ανθρώπου» και «εμπόδιο για την πρόοδο». Όχι μόνο δεν έπαιρναν καμία πρωτοβουλία για την οργάνωση και την υπεράσπιση των ανέργων αλλά τους διέγραφαν μαζικά από τα σωματεία όταν πεινώντας αδυνατούσαν να πληρώσουν τις συνδρομές τους.

Εκατομμύρια αμερικανών εργατών οδηγήθηκαν βίαια και απότομα στην απόλυτη φτώχεια. Εκατοντάδες χιλιάδες έμεναν άστεγοι κάθε χρόνο, στρατιές περιπλανώμενων ανέργων αναζητούσαν δουλειά οπουδήποτε, δημιουργούσαν στις παρυφές των αμερικανικών πόλεων τις νέες παραγκουπόλεις τους, γνωστές τιμητικά προς τον Πρόεδρο και ως Hoovervilles. Η πείνα σάρωνε, μόνο στη Νέα Υόρκη καταγράφηκαν 95 θάνατοι από ασιτία το 1930 και αυτό αφορούσε μόνο όσους έφτασαν μέχρι τα νοσοκομεία της πόλης.

Η δράση

Τα Συμβούλια Ανέργων γεννήθηκαν, με πολιτική πρωτοβουλία του ΚΚ των ΗΠΑ, ακριβώς σε αυτές τις συνθήκες, οργανώνοντας και πολλαπλασιάζοντας τις πρώτες αυθόρμητες αντιστάσεις και διεκδικήσεις, επιχειρώντας να τις πολιτικοποιήσουν, να τις ενοποιήσουν γύρω από ένα πρόγραμμα για τα δικαιώματα των ανέργων και των εργαζόμενων εργατών στις ΗΠΑ.

Η μαζική δράση σε τοπικό επίπεδο επικεντρωνόταν κυρίως στους θεσμούς από τους οποίους προέρχονταν ή μπορούσαν να προέλθουν οι όποιες παροχές προς τους ανέργους. Τα τοπικά γραφεία της πρόνοιας, οι δήμοι, οι πολιτειακές αρχές. Η μέθοδος ήταν η μαζική και μαχητική απαίτηση άμεσων μέτρων, είτε για μεμονωμένες περιπτώσεις, είτε για άμεσα αιτήματα των ανέργων της περιοχής-πόλης-πολιτείας κλπ. Οι καταλήψεις γραφείων της πρόνοιας από τα Συμβούλια μέχρι να δοθούν χρήματα, τρόφιμα ή επιδόματα ενοικίου ήταν σύντομα κομμάτι της καθημερινότητας για πολλές εργατικές γειτονιές. Το ίδιο και οι μαζικές κινητοποιήσεις στα δημαρχεία. Τον Ιανουάριο του 1931, 5.000 άνεργοι, λευκοί και αφροαμερικανοί, περικύκλωσαν το δημαρχείο του Σαιντ Λούις και επέβαλαν την ψήφιση δύο τοπικών νόμων για μέτρα υπέρ των ανέργων. Τον Φεβρουάριο, 3.000 άνεργοι επιχείρησαν να καταλάβουν το δημαρχείο του Κλήβελαντ με αντίστοιχα αιτήματα και συγκρούστηκαν με την αστυνομία. Τον Ιούνιο του ’32 οι δημοτικές αρχές της Ατλάντα επιχείρησαν να κόψουν τις παροχές από 23.000 οικογένειες και ταυτόχρονα συνέλαβαν εκατοντάδες άστεγους πρώην αγρεργάτες για να τους στείλουν πίσω στην ύπαιθρο. 1.500 άνεργοι πολιόρκησαν το δικαστήριο της πόλης και πέτυχαν να απελευθερωθούν όσοι είχαν συλληφθεί και να ανακληθούν οι περικοπές.

Σημαντική πλευρά της τοπικής δράσης των Συμβουλίων ήταν οι κινητοποιήσεις για την αποτροπή των εξώσεων, ζήτημα που είχε αποκτήσει δραματικές διαστάσεις για τους ανέργους. Δεκάδες ή και εκατοντάδες άνεργοι κινητοποιούνταν αστραπιαία για να απωθήσουν την αστυνομία και τα συνεργεία που τη συνόδευαν για την εκκένωση σπιτιών. Συχνά οι συγκρούσεις ήταν σκληρές, ακόμη και φονικές, οι συλλήψεις και οι ξυλοδαρμοί καθημερινοί. Την άνοιξη του ’31 στο Ντητρόιτ 100 αστυνομικοί επιστρατεύτηκαν για να καταφέρουν να φέρουν σε πέρας την έξωση μιας εργατικής οικογένειας από την Πολωνία. Τον Αύγουστο του ’31 η αστυνομία δολοφόνησε στο Σικάγο τρεις αφροαμερικανούς σε μία αντίστοιχη σύγκρουση με τους ανέργους και μετά την κλιμάκωση που ακολούθησε, ο δήμαρχος διέταξε την παύση των εξώσεων. Στη Νέα Υόρκη οι Μπόγιερ και Μοράις στο Labor’sUntoldStory, υπολογίζουν ότι εκδόθηκαν για το 1932 185.794 εντολές έξωσεις και τα Συμβούλια Ανέργων κατάφεραν να αποτρέψουν 77.000 από αυτές. Το «τρέξε να βρεις τους Κόκκινους» ήταν οι πρώτες λέξεις που ακούγονταν όταν κατέφτανε η αστυνομία με τους μεταφορείς, ειδικά στο Μπρονξ και το Χάρλεμ.

Στο ίδιο πνεύμα, εμφανίζονται και ομάδες των Συμβουλίων επιφορτισμένες με την επανασύνδεση του ρεύματος και του αερίου σε οικογένειες ανέργων που αδυνατούσαν να πληρώσουν, επιτροπές συγκέντρωσης τροφίμων ή και οργανωμένες από τα Συμβούλια «κουζίνες σούπας» (soupkitchens) για την κάλυψη εν μέρει έστω των άμεσων αναγκών. Την ίδια στιγμή βέβαια που ενσωμάτωναν κάποιες πρακτικές αλληλοβοήθειας στην καθημερινή δράση των Συμβουλίων, είχαν κατηγορηματικά καταγγελτική στάση απέναντι στα κινήματα αυτοβοήθειας και ανταλλαγής προϊόντων, υπηρεσιών ή χρόνου που εμφανίζονταν με ιδιαίτερη απήχηση σε κάποιες περιοχές (π.χ. στο Σηάτλ). Χαρακτήριζαν τα κινήματα αυτά «κινήματα αυτο-λιμοκτονίας», τάσεις που εγκλωβίζουν την εργατική τάξη στο εσωτερικό μοίρασμα της φτώχειας της και ταυτόχρονα τελείως αναποτελεσματικά, στο βαθμό που ήταν αδύνατο χωρίς τους πόρους που σφετεριζόταν το κεφάλαιο να συντηρηθούν πραγματικά, ακόμη και στο όριο της επιβίωσης, τα εκατομμύρια των ανέργων.

Η πρώτη πανεθνική και πιο ολοκληρωμένα πολιτική εμφάνιση των Συμβουλίων ήταν οι κινητοποιήσεις για την Παγκόσμια Ημέρα Διαμαρτυρίας κατά της Ανεργίας που κύρηξε η Κομμουνιστική Διεθνής για τις 6 Μάρτη του 1930. Στις ΗΠΑ, η κινητοποίηση οργανώθηκε από την TUUL(την πανεθνική εργατική ομοσπονδία που ελεγχόταν πολιτικά από το ΚΚ) και τοπικά από τα συνδικάτα της και τα Συμβούλια Ανέργων. Τα κεντρικά συνθήματα ήταν «Δουλειά ή Μισθοί» και «Μην Λιμοκτονείς – Πάλεψε» και κεντρική διεκδίκηση η άμεση καθιέρωση καταβολής κανονικών μισθών από το κράτος και τους εργοδότες για την περίοδο της ανεργίας. Η τρομοκρατία και η επιστράτευση της κοκκινοφοβίας τις αμέσως προηγούμενες μέρες πήρε στον τύπο διαστάσεις υστερίας. Στη Νέα Υόρκη ο αρχηγός της αστυνομίας έδωσε στη δημοσιότητα ένα γράμμα που αποκάλυπτε ότι η Μόσχα είχε δώσει εντολές για την καταστροφή σειράς δημόσιων κτιρίων και τη δολοφονία του Προέδρου, του δήμαρχου και του Ροκφέλερ την ημέρα της κινητοποίησης. Ο Μ. Γουόλ, ανιπρόεδρος της AFL, δήλωσε ότι οι κινητοποιήσεις είναι κομμουνιστική συνομωσία και χρηματοδοτούνται απ’ ευθείας από τη Μόσχα με 1,25 εκατομμύρια δολάρια. Παρά την προπαγάνδα και το ακραίο κλίμα τρομοκρατίας, οι συγκεντρώσεις ξεπέρασαν τις προσδοκίες και των ίδιων των οργανωτών. 110.000 στη Νέα Υόρκη, 100.000 στο Ντητρόιτ, 50.000 στο Σικάγο, 50.000 στο Πίτσμπουργκ, 40.000 στο Μιλγουόκι κλπ. Συνολικά περίπου 1.250.000 εργάτες συμμετείχαν στις συγκεντρώσεις και σε πολλές περιπτώσεις αναγκάστηκαν να αμυνθούν απέναντι στις βίαιες επιθέσεις της αστυνομίας.

Οι διαδηλώσεις της 6ης Μάρτη ήταν μια σημαντική επίδειξη δύναμης των Συμβουλίων, έβαλαν το ζήτημα της ανεργίας στο επίκεντρο της δημόσιας συζήτησης και έθεσαν τις βάσεις για τη συγκρότηση του Πανεθνικού Συμβουλίου Ανέργων τον Ιούλιο του 1930, σε συνέδριο που συγκέντρωσε 1320 εκλεγμένους αντιπροσώπους. Αποτέλεσαν από την άλλη μεριά και το πρώτο καμπανάκι για τον πολιτικό κίνδυνο που μπορούσε να αποτελέσει η μαζική κινητοποίηση των ανέργων και η διευρυνόμενη πολιτική επιρροή του ΚΚ. Τον Ιούνιο του 1930 συγκροτήθηκε η «Ειδική Επιτροπή για την Διερεύνηση των Κομμουνιστικών Δραστηριοτήτων στις ΗΠΑ» θεσμικός προκάτοχος της διαβόητης «Επιτροπής Αντιαμερικάνικων Ενεργειών» που θα ιδρυόταν το 1938.

Δεύτερο σημαντικό βήμα, όχι τόσο στη μαζική εμφάνιση, όσο στην πολιτικοποίηση του κινήματος των ανέργων ήταν η πανεθνική Πορεία κατά της Πείνας στην Ουάσινγκτον που διοργανώθηκε για τις 7 Δεκέμβρη του 1931, ημέρα της εκκίνησης της νέας περιόδου των κοινοβουλευτικών εργασιών. Η οργάνωσή της πραγματοποιήθηκε από εκατοντάδες συσκέψεις με τη συμμετοχή των Συμβουλίων Ανέργων, εκπροσώπων συνδικάτων, τοπικών οργανώσεων μειονοτήτων ή μετώπων γύρω από ειδικά ζητήματα κλπ. Από αυτές προέκυψε ένα ενιαίο πολιτικό-διεκδικητικό πλαίσιο με βάση κυρίως ένα αντίστοιχο πρόγραμμα που κατέθεσε το ΚΚ και περιελάμβανε την καθιέρωση καταβολής πλήρους μισθού στους ανέργους, μείωση των ωρών εργασίας χωρίς μείωση των μισθών, απαγόρευση των εξώσεων, δωρεάν παροχής ρεύματος, νερού στους ανέργους, αναγνώριση της Σοβιετικής Ένωσης κ.α. (αναλυτικά παρακάτω). Οι συσκέψεις εξέλεξαν αντιπροσώπους για την Πορεία και σχεδίασαν πλαίσια τοπικών προπαρασκευαστικών κινητοποιήσεων και αντίστοιχων Πορειών κατά της Πείνας σε κοινοβούλια πολιτειών με το ίδιο πολιτικό-διεκδικητικό πλαίσιο.

Η Πορεία κατά της Πείνας στην Ουάσιγκτον αποτελούνταν από 1.800 εκλεγμένους αντιπροσώπους και οργανωμένες ομάδες μεταφοράς, σίτισης και αυτοάμυνας καθώς και φυσικά την απαραίτητη από την εποχή της IWWμπάντα (ο συμβολικός της ρόλος έμελλε να είναι σημαντικός). Το κλίμα τρομοκρατίας που στήθηκε ήταν αντίστοιχο με τις διαδηλώσεις του Μάρτη του ’30, δεν έλειψαν και οι επιθέσεις της αστυνομίας και παρακρατικών όπως η φασιστική Αμερικάνικη Λεγεώνα στον δρόμο προς την Ουάσιγκτον. Στην πρωτεύουσα τους περίμεναν διπλάσιες από τους ίδιους οπλισμένες αστυνομικές δυνάμεις και τρεις λόχοι πεζοναυτών. Τους απαγορεύτηκε η χρήση πικετών ή πανώ που να κάνουν κριτική στον Πρόεδρο και την κυβέρνηση, σύσσωμοι οι βουλευτές, οι γερουσιαστές και ο Χούβερ αρνήθηκαν να τους συναντήσουν, τη διακύρηξή τους την επέδωσαν σε αξιωματούχους της αστυνομίας. Μπροστά στα σκαλιά του Καπιτώλιου, η μπάντα άρχισε να παίζει και 1800 εκλεγμένοι αντιπρόσωποι χιλιάδων ανέργων και εργαζόμενων εργατών τραγούδησαν τη Διεθνή σε μια σκηνή που επανέρχεται επίμονα με συγκίνηση ή φρίκη σε μαρτυρίες και κείμενα καί από τις δύο όχθες της ταξικής πάλης.

Ένα απότοκο των προπαρασκευαστικών κινητοποιήσεων για την Πορεία κατά της Πείνας με ιδιαίτερη πολιτική σημασία είναι η πορεία του Μαρτίου του 1932 στο εργοστάσιο της Φορντ στο Ντίαρμπορν (πόλη-προάστιο του Ντιτρόιτ). Στο Ντιτρόιτ, το 40% των ανέργων ήταν απολυμένοι εργάτες της Φορντ, η οποία έλεγχε πλήρως το Ντίαρμπορν ως φέουδο και χρησιμοποιούσε την αστυνομία του και έναν ιδιωτικό στρατό από μπράβους για να εμποδίσει τη δράση των συνδικάτων. Η πορεία κλήθηκε από το σωματείο των εργαζόμενων στην αυτοκινητοβιομηχανία (AWU) και το Συμβούλιο Ανέργων και έθετε αιτήματα άμεσης και μαχητικής ενότητας ανέργων και εργαζόμενων και διεκδίκησης απευθείας από την εργοδοσία:

  • Επαναπρόσληψη όλων των απολυμένων εργατών της Φορντ
  • Άμεση πληρωμή 50% του μισθού στους άνεργους εργάτες
  • Μείωση της δουλειάς σε εφτά ώρες την ημέρα χωρίς μείωση των μισθών
  • Μείωση των ρυθμών εργασίας
  • Καμία διάκριση σε βάρος των αφροαμερικανών εργαζομένων ως προς τους μισθούς, τα επιδόματα κλπ.
  • Δωρεάν περίθαλψη στο νοσοκομείο της Φορντ για όλους τους εργάτες της (καί τους απολυμένους) και τις οικογένειές τους
  • Κατάργηση της ιδιωτικής αστυνομίας
  • Πληρωμή από τη Φορντ των ενοικίων, υποθηκών, φόρων κατοικίας των απολυμένων
  • Πλήρεις μισθούς για τους εργαζόμενους με μερική απασχόληση
  • Αναγνώριση στους εργάτες του δικαιώματος της οργάνωσης

Η ίδια η πορεία θα έμενε στην ιστορία κυρίως για τη βιαιότητα με την οποία αντιμετωπίστηκε. Οι διαδηλωτές υπολογίζονταν σε 3.000–5.000 και ήρθαν αντιμέτωποι με την απαγόρευση της αστυνομίας του Ντίαρμπορν (του Φορντ δηλαδή) να μπουν στην πόλη, να προσεγγίσουν το εργοστάσιο και να παρουσιάσουν τις απαιτήσεις τους. Αφού έσπασαν τις γραμμές της αστυνομίας έφτασαν στην Πύλη 3 του εργοστασίου. Εκεί οι αστυνομικοί άρχισαν να πυροβολούν στο πλήθος δολοφονώντας τέσσερις διαδηλωτές και τραυματίζοντας δεκάδες.

Τα αποτελέσματα όλης αυτής της τοπικής και πανεθνικής κοινωνικής και πολιτικής δράσης τα πρώτα δύσκολα χρόνια της κρίσης ανέδειξαν τα Συμβούλια Ανέργων σε κύριο κέντρο οργάνωσης και έκφρασης της ριζοσπαστικοποίησης των αμερικάνων εργατών και τους έδωσαν νέα αυτοπεποίθηση με τα άμεσα και χειροπιαστά αποτελέσματα που παρήγαγαν. Έστω και με τη μορφή έκτακτων μέτρων, και όχι με τη μορφή μόνιμων θεσμών υπό εργατικό έλεγχο όπως διεκδικούσαν, επέβαλαν τη λήψη μέτρων ανακούφισης των ανέργων σε δημοτικό και πολιτειακό επίπεδο, την παροχή επιδομάτων, την κάλυψη ενοικίων και ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, την παροχή τροφής και στέγης κλπ. Η κλιμάκωση της δράσης τους γινόταν αντιληπτή ως σοβαρή και άμεση απειλή από τις τοπικές αρχές των πόλεων. Ο δήμαρχος του Σικάγο ζητούσε επιτακτικά από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση να στείλει 150 εκατομμύρια δολάρια για μέτρα για τους ανέργους τώρα ή να προετοιμαστεί να στείλει τον ομοσπονδιακό στρατό αργότερα. Τον Φεβρουάριο του 1931, ο δήμαρχος της Φιλαδέλφεια καλούσε τους αστούς της πόλης να δώσουν χρήματα για προγράμματα για τους ανέργους, «για τη δική τους ασφάλεια».

Ταυτόχρονα αυξανόταν η πίεση προς την ομοσπονδιακή κυβέρνηση για ένα εθνικό σχέδιο ασφάλισης των ανέργων. Πλήθος επιτροπών, συμβουλίων, συνεδρίων αναζητούσαν δρόμους για την ανακοπή της εργατικής ριζοσπαστικοποίησης και την ενσωμάτωση των αιτημάτων για μέτρα για τους ανέργους σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Το νέο μοντέλο διαχείρισης της κρίσης υπό τον Ρούσβελτ και την πολιτική του NewDeal από το 1933 και μετά ενσωμάτωνε μια σειρά από τακτικές υποχωρήσεις της αμερικάνικης αστικής τάξης και την προσπάθεια να τις ενσωματώσει σε ένα νέο μοντέλο ανάπτυξης και κερδοφορίας. Σε αυτά τα πλαίσια, για πρώτη φορά στην ιστορία των ΗΠΑ θεσμοθετήθηκαν μηχανισμοί και μέτρα στήριξης των ανέργων σε εθνικό-ομοσπονδιακό επίπεδο.

Από το σημείο αυτό και μετά, δύο σημαντικές αλλαγές καθορίζουν τη δράση και το ρόλο των Συμβουλίων Ανέργων.

Κατά πρώτο, το κέντρο βάρους της δράσης τους μετατοπίζεται σε μεγάλο βαθμό, συχνά από κοινού με τα αντίστοιχα συνδικάτα, στην οργάνωση των εργαζόμενων στα νέα προγράμματα δημόσιων έργων που απορροφούν σημαντικό, αν και όχι επαρκές, μέρος των ανέργων και κατά δεύτερον στην διαρκή πολιτική πίεση για τη συνέχιση, την επέκταση αλλά και τη διαχείριση της πρόνοιας τόσο σε τοπικό επίπεδο όσο και κεντρικά απέναντι στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση. Και οι δύο αυτές πλευρές της δράσης τους αποτέλεσαν και κεντρικό στοιχείο συγκρότησης της Συμμαχίας των Εργατών της Αμερικής (WAA) που δημιουργήθηκε με την ενοποίηση του Εθνικού Συμβουλίου Ανέργων με οργανώσεις ανέργων των Σοσιαλιστών και του Εργατικού Κόμματος της Αμερικής, στα πλαίσια και της πολιτικής του Λαϊκού Μετώπου.

Κατά δεύτερο, αποκτούν πλέον κυρίως συμπληρωματικό ρόλο στο ανερχόμενο κύμα απεργιών που εγκαινιάζεται το 1933 και κορυφώνεται από το 1935 και μετά. Τον πρώτο ρόλο έχουν τώρα τα συνδικάτα που διαφοροποιούνται από την γραμμή της ηγεσίας της AFL, τα συνδικάτα της TUUL και από το 1935 και μετά η Επιτροπή για την Βιομηχανική Οργάνωση (CIO). Σε όλη τη διάρκεια του παρατεταμένου απεργιακού αναβρασμού, τα Συμβούλια ενίσχυαν μαζικά τις απεργιακές γραμμές, δούλευαν ανάμεσα στους ανέργους ενάντια στην απεργοσπασία και με σημαντικά αποτελέσματα. Στην μεγάλη απεργία των εργατών της αυτοκινητοβιομηχανίας Auto-Liteστο Τολίντο το 1934, η μαζική παρουσία ανέργων στις απεργιακές γραμμές είχε καθοριστική σημασία για τη ολοήμερη μάχη σώμα με σώμα πρώτα με την αστυνομία και μετά με την Εθνοφρουρά έξω από το εργοστάσιο και τον συμβιβασμό της εργοδοσίας. Στην ιστορική απεργία, την ίδια περίοδο, των φορτοεκφορτωτών και των ναυτεργατών στο Σαν Φρανσίσκο, που εξελίχθηκε σε γενική απεργία που παρέλυσε το μεγαλύτερο μέρος της δυτικής ακτής, στελέχη των Συμβουλίων Ανέργων φυλακίστηκαν για τη δράση τους και τη δουλειά τους μεταξύ των ανέργων για την αποτροπή της απεργοσπασίας.

Το πρόγραμμα

Για το ΚΚΗΠΑ, πολιτικό κέντρο καθοριστικής σημασίας για την οργάνωση και την πολιτική κατεύθυνση των Συμβουλίων Ανέργων, η μαζική ανεργία την περίοδο της κρίσης δεν ήταν μια συγκυριακή έκτακτη κατάσταση, μια ατυχής παραφωνία στην κανονικότητα του αμερικάνικου καπιταλισμού. Ήταν μια νέα συνθήκη που επιχειρούσε τώρα να φορτώσει στην εργατική τάξη το βάρος της κρίσης και ταυτόχρονα να θεμελιώσει μακροπρόθεσμα ένα νέο ταξικό συσχετισμό μειώνοντας σημαντικά το μερίδιο των αμερικανών εργατών στον παραγόμενο πλούτο, υποτιμώντας δραστικά την αξία της εργασίας και υπονομεύοντας την εργατική δυνατότητα για οργάνωση, αντίσταση και διεκδίκηση. Από αυτή τη σκοπιά ερμήνευε και την πολιτική Χούβερ, της εγκατάλειψης στην πείνα εκατομμυρίων εργατών, την άρνηση οποιασδήποτε παροχής προς τους ανέργους, την πολιτική στήριξη των περικοπών στους μισθούς και τα εργατικά δικαιώματα.

Για τους ίδιους λόγους, αναδείκνυε την πάλη για τα δικαιώματα των ανέργων ως καθοριστική πλευρά της ταξικής πάλης μαζί με την πάλη για την οργάνωση των εργατών στο εργοστάσιο. Την αντιλαμβανόταν ως πάλη για την διεύρυνση του μεριδίου της εργατικής τάξης στον παραγόμενο πλούτο, ως πάλη για την ανατίμηση της εργασίας, ως πάλη για την ενίσχυση της αυτοπεποίθησης και της ικανότητας της εργατικής τάξης να οργανώνεται, να παλεύει και να νικά καί μέσα στην κρίση, χωρίς αυταπάτες για το σύστημα στο οποίο ζει. Από αυτήν την προσέγγιση προέκυπτε και το τρίπτυχο που αποτελούσε τον διεκδικητικό πυρήνα της πρότασής του για την ανεργία. Την θεσμοθέτηση ενός μόνιμου συστήματος πληρωμής πλήρους μισθού στους ανέργους χωρίς προϋποθέσεις για όλη την περίοδο της ανεργίας, της χρηματοδότησης αυτού του συστήματος αποκλειστικά από τα κέρδη του κεφαλαίου και το κράτος και όχι από τους μισθούς των εργαζόμενων, τη διαχείριση αυτού του συστήματος αποκλειστικά από τις εργατικές οργανώσεις.

Σε αυτή την κατεύθυνση, επιχειρούσε να ενοποιήσει γύρω από αυτόν τον πυρήνα ένα συνολικό πλαίσιο διεκδικήσεων για τους ανέργους που να μπορεί να συνδέσει την πολιτική διεκδίκηση, την επαναστατική δράση και την άμεση καθημερινή κάλυψη των στοιχειωδών αναγκών. Χαρακτηριστικό δείγμα αυτής της προσπάθειας αποτελεί το διεκδικητικό πλαίσιο της Πορείας κατά της Πείνας στην Ουάσιγκτον το Δεκέμβρη του 1931:

  • Ασφάλιση κατά της ανεργίας για όλους τους ανέργους, με το βάρος στους εργοδότες και το κράτος, εξασφαλίζοντας σε κάθε εργάτη πλήρη μισθό όταν μένει άνεργος για οποιοδήποτε λόγο, και διαχείριση του συστήματος αυτού από ανεξάρτητες, τοπικά οργανωμένες ενώσεις των εργατών
  • Άμεση εφ’ άπαξ καταβολή ποσού προνοιακού χαρακτήρα για όλους τους ανέργους, με προσαύξηση για κάθε προστατευόμενο μέλος
  • Μείωση του χρόνου εργασίας: 7ωρο χωρίς μείωση των αποδοχών, 6ωρο για τους εργάτες των ορυχείων και τα επικίνδυνα επαγγέλματα, κατάργηση της παιδικής εργασίας κάτω από τα 14 και μέριμνα για επαγγελματική εκπαίδευση με την υποστήριξη του κράτους, 4ωρη εργασία για τους νέους εργάτες μέχρι τα 16 και 6ωρη μέχρι τα 20
  • Απαγόρευση των εξώσεων σε βάρος ανέργων. Δωρεάν ενοίκια, αέριο, ρεύμα, νερό για τους ανέργους από το κράτος. Διανομή δωρεάν γάλακτος για τα παιδιά των ανέργων
  • Αποτροπή των σχεδίων του Χούβερ για απασχόληση σε δημόσια έργα στα πλαίσια πολεμικών προετοιμασιών που θα λειτουργήσουν ως μοχλοί μείωσης των μισθών και επιβολής υποχρεωτικής εργασίας. Απαιτούμε την εγκαθίδρυση προγράμματος οικοδόμησης εργατικών κατοικιών, νοσοκομείων και μαιευτηρίων για τους εργάτες. Η εργασία στο πρόγραμμα αυτό να αμοίβεται στο ύψος που κατοχυρώνει το αντίστοιχο συνδικάτο και σύμφωνα με την 7ωρη εργάσιμη μέρα
  • Απαγόρεση της υποχρεωτικής εργασίας και κάθε μορφής σχετικού εξαναγκασμού σε σχέση με την ασφάλιση κατά της ανεργίας και τα μέτρα ανακούφισης
  • Αναγνώριση και ανάπτυξη εμπορικών σχέσεων με τη Σοβιετική Ένωση

Στο ίδιο πνεύμα, το ΚΚ προσπαθούσε να ανταποκριθεί στην αναγκαιότητα της κοινωνικής και πολιτικής ενότητας των ανέργων και των εργαζόμενων εργατών. Σε αυτήν την κατεύθυνση επέμενε στην βαθύτερη πολιτική ενότητα κατά πρώτο στις διεκδικήσεις και κατά δεύτερο στην αντίληψη για τις επαναστατικές δυνατότητες που δημιοργούνται την περίοδο της καπιταλιστικής κρίσης, την προοπτική συνολικής επαναστατικής-κομμουνιστικής εξόδου από την κρίση.

Σε ό,τι αφορά το πρώτο, στοιχείο ενότητας είναι η ενιαία διεκδίκηση, συνδικάτων και Συμβουλίων Ανέργων, για την αποτροπή των περικοπών στους μισθούς, το 7ωρο και το πενθήμερο, την υπεράσπιση του δικαιώματος στην εργασία με την επιβολή επαναπρόσληψης των ανέργων, την ανατροπή του μόνιμου εκβιασμού της φτώχειας και της εξαθλίωσης με τη θεσμοθέτηση της ασφάλισης κατά της ανεργίας και των μόνιμων μέτρων στήριξης των ανέργων σε βάρος των κερδών του κεφαλαίου. Και στο πλαίσιο αυτό, η πορεία του ’32 στο εργοστάσιο της Φορντ, πολύ μεγάλης πολιτικής σημασίας στιγμιότυπο του συγκεκριμένου κινήματος κατά τη γνώμη του γράφοντος τουλάχιστον, έδειχνε τόσο σε επίπεδο πρακτικής όσο και σε επίπεδο περιεχομένου τη δυνατότητα της εργατικής τάξης να ολοκληρώσει με τον πλέον συγκεκριμένο και άμεσο τρόπο μια τέτοια πολιτική κατεύθυνση.

Η προσπάθεια πολιτικής και κοινωνικής ενότητας επιχειρήθηκε άλλωστε να έχει και οργανωτική διάσταση. Η κατεύθυνση ήταν πάντα η ενότητα γύρω από τα εργατικά συνδικάτα. Τα Συμβούλια Ανέργων, αν και δεν αποτελούσαν παραρτήματα των συνδικάτων και δεν εντάσσονταν επίσημα στην TUUL, οργάνωναν τα μέλη τους όχι μόνο σε τοπική βάση αλλά όπου αυτό γινόταν δυνατό και σε βιομηχανική βάση. Σταθερά επιδίωκαν την ένταξη των μελών τους στα αντίστοιχα συνδικάτα του κλάδου, τουλάχιστον σε όσα οργάνωναν τους ανέργους (κυρίως της TUULδηλαδή μέχρι το ’32). Έδιναν πάντα ιδιαίτερο βάρος στην ενεργή και μάχιμη στήριξη των εργατικών κινητοποιήσεων και απεργιών (πολιτικά και πρακτικά). Τα ερωτήματα που τελικά οι αμερικάνοι κομμουνιστές μέσα από τα Συμβούλια Ανέργων και την TUULεπιχειρούσαν να απαντήσουν δεν ήταν ποιος οργανώνει τους ανέργους και ποιος τους εργαζόμενους, για ποιο πράγμα παλεύουν οι μεν και για ποιο οι δε, αλλά για το ποιες οργανωτικές μορφές και ποιο πλαίσιο πάλης μπορεί να οργανώσει, να ενώσει και να πολιτικοποιήσει τον αναδυόμενο εργατικό ριζοσπαστισμό σε συνθήκες καλπάζουσας καπιταλιστικής κρίσης και άνευ όρων συνθηκολόγησης του εργατικού συνδικαλισμού.

Ο τρόπος που επιχείρησαν να απαντήσουν τόσο πρακτικά όσο και πολιτικά, η μαζική μαχητική διεκδικητική δράση για το κάθε τί από τα κάτω ως τμήμα της εργατικής καθημερινότητας, η ανεξάρτητη εργατική ενότητα εργαζόμενων και άνεργων με ξεκάθαρη την εχθρότητα προς το κεφάλαιο και την κυβέρνηση, η ευέλικτη αντιμετώπιση του ζητήματος της οργανωτικής μορφής με κριτήριο το τί συμβάλλει στην οργάνωση του εργατικών αγώνων και λειτουργεί ενωτικά για την εργατική τάξη, η δημιουργία ενός πλαισίου πλήρους ταξικής αδιαφορίας για την καπιταλιστική ανάπτυξη (δεν βρίσκει κανείς ούτε λέξη από τις αυταπάτες της «ανάκαμψης της οικονομίας» και της «επιστροφής στην ευημερία» στα κείμενα του ΚΚ ή των Συμβουλίων Ανέργων της εποχής) αλλά αντίστροφα ανοιχτής συζήτησης και πάλης για την κατάργηση της εκμετάλλευσης και του κέρδους, όλα αυτά αποτελούν μάλλον τις σημαντικότερες παρακαταθήκες τους για το δικό τους μέλλον, ενδεχομένως και για το δικό μας παρόν. Γιατί πέρα από τους κινδύνους για καρικατούρες, εύκολα άλματα στο χρόνο και υπερβολές γύρω από τις ιστορικές αναλογίες, είναι σίγουρο ότι η εμπειρία του χθες μπορεί να φωτίσει με νέο τρόπο τα ερωτήματα του σήμερα και το παρελθόν διεκδικεί πάντα το ρόλο του ως μια ανεξάντλητη πυριτιδαποθήκη.     

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *