Εκσυγχρονισμένα κονσερβοκούτια (για την “επιστήμη” των Καλύβα/Μαραντζίδη)

 

 

Εκσυγχρονισμένα κονσερβοκούτια

 

Εξήντα χρόνια μετά το έπος του Μακρυγιάννη, μια δράκα επιστήμονες δίνουν ξανά τη μάχη εναντίον της “κόκκινης τρομοκρατίας”. Πεδίο της μάχης, η ιστοριογραφία και οι μνήμες της δεκαετίας του ’40.

Τελικά, η ζωή επιφυλάσσει πολλές εκπλήξεις. Οταν πριν από 14 μήνες γράφαμε για την αναδυόμενη “νέα ιστοριογραφία” (“Οι ταγματασφαλίτες δικαιώνονται“, ‘Κ.Ε’ 26.10.03), ήταν αδύνατο να φανταστούμε τη δημοσιότητα που θα έπαιρνε αυτή η συζήτηση μέσα στο 2004. Και μάλιστα, με πρωτοβουλία των ίδιων των αρχιτεκτόνων αυτής της κίνησης.

Το καθοριστικό βήμα σημειώθηκε στις 20.3.04, με τη δημοσίευση στα “Νέα” ενός προγραμματικού κειμένου, με τίτλο “Νέες τάσεις στη μελέτη του Εμφυλίου” και την υπογραφή δυο πανεπιστημιακών -του Στάθη Καλύβα, καθηγητή πολιτικής επιστήμης στο Γέιλ, και του Νίκου Μαραντζίδη, επίκουρου καθηγητή πολιτικής επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.

Εξαγγέλλοντας την “απομάκρυνση” της έρευνας από τις “επιστημονικά στείρες ανησυχίες” που κυριάρχησαν μέχρι σήμερα, οι δυο επιστήμονες παρέθεσαν ένα δεκάλογο με τις θέσεις που, κατά τη γνώμη τους, συμπυκνώνουν τις “σύγχρονες μεθόδους”, τη “φρέσκια ματιά” και τα “νέα πορίσματα” της ιστοριογραφικής σχολής που φιλοδοξούν να εκπροσωπήσουν.

Οκτώ από αυτές τις “θέσεις” (όπως η “αποφόρτιση κι αποστασιοποίηση” του ερευνητή, η “αποφυγή ηρωοποίησης ή δαιμονοποίησης” και το “ξεπέρασμα απλουστευτικών εννοιολογικών σχημάτων”) δεν είναι, ωστόσο, παρά αυτονόητες -και γενικά παραδεκτές- αρχές που (οφείλουν να) διέπουν οποιαδήποτε μελέτη στο χώρο των κοινωνικών επιστημών.

Η ουσία της “νέας ιστοριογραφίας” συμπυκνώνεται, αντίθετα, σε δυο από τα προτεινόμενα “σημεία”, που αποτυπώνουν και την πολιτική στράτευσή της:

1. Μετάθεση της έναρξης του Εμφυλίου από το 1946 (συγκρότηση του ΔΣΕ) στο 1943 (πρώτες συγκρούσεις ανάμεσα στον ΕΛΑΣ, τις εθνικόφρονες αντιστασιακές ή ημιδωσιλογικές οργανώσεις και τα Τάγματα Ασφαλείας). Πρόκειται για την ίδια ακριβώς περιοδολόγηση που επέβαλλε ώς τη Μεταπολίτευση η επίσημη κρατική ιδεολογία, με κεντρικό ερμηνευτικό άξονα τη διαχρονική προσπάθεια του ΚΚΕ να καταλάβει δια της βίας την εξουσία σε τρεις συνεχόμενους “γύρους” (Κατοχή, Δεκεμβριανά, “Συμμοριτοπόλεμος”). Περιοδολόγηση που, όχι μόνο υποτιμά τη σημασία της ξένης στρατιωτικής κατοχής στις εξελίξεις της περιόδου, αλλά ταυτίζει εντελώς ανόμοια μεταξύ τους πράγματα: ούτε το εαμικό μπλοκ μετείχε στο σύνολό του στο “δεύτερο αντάρτικο” του 1946-49 (χαρακτηριστική η διαφοροποίηση του πληθυσμού των αστικών κέντρων), ούτε οι διαπλεκόμενοι αντιεαμικοί σχηματισμοί της Κατοχής μπορούν να συγκριθούν με την ευρύτητα, τη συνοχή και την αποφασιστικότητα του κυβερνητικού συνασπισμού της περιόδου του Εμφυλίου.

2. Προβολή της “ερυθράς βίας” του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ σαν το κλειδί για την ερμηνεία “του φαινομένου της συνεργασίας με τις κατοχικές αρχές” και -κυρίως- του ένοπλου δωσιλογισμού. Η εκσυγχρονισμένη αυτή αναβίωση της θεωρίας του “κονσερβοκουτιού” συνοδεύεται από την ταυτόχρονη “αποπολιτικοποίηση” της αντιεαμικής βίας, η οποία δικαιολογείται σαν το άθροισμα προσωπικών στρατηγικών κι αντεκδικήσεων, χωρίς αιτιώδη σύνδεσμο με τις κεντρικές επιλογές του “κράτους των εθνικοφρόνων”.

Οπως ήταν αναμενόμενο, την πανηγυρική αυτή διακήρυξη ακολούθησε έντονη δημόσια συζήτηση από τις στήλες τόσο των “Νέων” όσο και άλλων εντύπων (“Βιβλιοθήκη”, “Θεσσαλονίκη”, “Μακεδονία”, “Αυγή”, “Ριζοσπάστης”, “Εθνική Αντίσταση”, “Πριν”), με συμμετοχή ιστορικών, ανθρωπολόγων, πολιτικών επιστημόνων και άλλων ερευνητών.

Δεν είναι φυσικά δυνατό να αναπαραγάγουμε εδώ όλη αυτή τη συζήτηση, μεγάλο μέρος της οποίας είναι άλλωστε προσβάσιμο στις αντίστοιχες ιστοσελίδες. Θα περιοριστούμε, λοιπόν, στα βασικά κείμενα των πρωταγωνιστών της “νέας ιστοριογραφίας”: το άρθρο του Καλύβα με τον εύγλωττο τίτλο “Κόκκινος τρόμος: η αριστερή βία στη διάρκεια της Κατοχής” (2000), και το βιβλίο του Μαραντζίδη “Γιασασίν Μιλλέτ” (2001).

Δάσκαλε που δίδασκες

Ενα βασικό στοιχείο της επιχειρηματολογίας των Καλύβα και Μαραντζίδη αφορά τη μεθοδολογία: η ιστορία της δεκαετίας του ’40 πρέπει να ξαναγραφτεί με βάση “λεπτομερείς τοπικές έρευνες, νομό-νομό”, πριν επιχειρηθεί η διατύπωση οποιασδήποτε ερμηνείας. Αλλιώς, “οι βεβιασμένες ερμηνείες είναι δείγμα προχειρότητας” (“Τα Νέα” 16.10.04). Σε αντίθεση προς την προϋπάρχουσα βιβλιοπαραγωγή, η δική τους δουλειά -ισχυρίζονται- “αποφεύγει τα μεγαλόπνοα ερμηνευτικά ανοίγματα, όταν αυτά δεν στηρίζονται σε λεπτομερή και πλήρη τεκμηρίωση” (“Τα Νέα” 20.3.04).

Μέχρι σήμερα, ο μεν Καλύβας έχει μελετήσει 57 χωριά της Αργολίδας και μια επαρχία του νομού Πέλλας (Αλμωπία), ο δε Μαραντζίδης μια περιορισμένη γλωσσοπολιτισμική κοινότητα (τους τουρκόφωνους Πόντιους της Μακεδονίας) που το 1940 αριθμούσε κάπου 40.000 άτομα. Με βάση τη μεθοδολογία που οι ίδιοι προτείνουν, θα περίμενε κανείς από μέρους τους μια στοιχειώδη αυτοσυγκράτηση όσον αφορά τις γενικεύσεις. Πόσο μάλλον αφού η έρευνα του Καλύβα στην Αργολίδα, σύμφωνα με τα δικά του λόγια, επιβεβαίωσε το προτεινόμενο (πριν από την έναρξή της) ερμηνευτικό “μοντέλο” σε ποσοστό μόλις 70%, ενώ αυτή της Αλμωπίας παρήγαγε εντελώς διαφορετικά αποτελέσματα.

Κι όμως, στο τελικό κείμενό τους στα “Νέα” (16.10.04), οι δυο καθηγητές δεν παραλείπουν να προβάλουν ένα καθολικό ερμηνευτικό σχήμα για τις αιτίες, την ανάπτυξη και την περιοδολόγηση της “εμφύλιας βίας” σε όλη την ελληνική επικράτεια, τόσο στα κατοχικά όσο και στα μετακατοχικά χρόνια!

Για την υπέρβαση του τοπικού, επιστρατεύεται η επιλεκτική προσφυγή σε παραδείγματα από τη “διεθνή εμπειρία”, τα οποία αντλούνται από πολύ διαφορετικούς κοινωνικούς σχηματισμούς, πολιτικά καθεστώτα και ιστορικές συγκυρίες. Οι μέθοδοι της σταλινικής NKVD για την αποκατάσταση της σοβιετικής κρατικής εξουσίας στη Δυτική Ουκρανία θεωρούνται πχ από τον Καλύβα σαν ένα αξιόπιστο εργαλείο για την εξήγηση των “αυθαιρεσιών” της “εαμικής τρομοκρατίας” στην κατοχική Πελοπόννησο (σ.149 & 159)!

Σοβαρά προβλήματα τεκμηρίωσης θέτει, τέλος, η επιλογή μιας βολικής βιβλιογραφίας. Για τη συνωμοτική λειτουργία των παράνομων μηχανισμών του ΚΚΕ το 1943, λχ, αξιόπιστη “πηγή” θεωρούνται από τον Καλύβα τα πρακτικά των δικών του Εμφυλίου (σ.158) ή οι εκθέσεις του βρετανού πράκτορα Ταβερναράκη (σ.157), παρόλο που ο τελευταίος δεν μπορεί να ξεχωρίσει ούτε τι είναι το ΕΑΜ και τι ο ΕΛΑΣ!

Η κολοκυθιά των αριθμών

Παρά τον ισχυρισμό των Καλύβα και Μαραντζίδη ότι η “νέα ιστοριογραφία” “έπαψε να ενδιαφέρεται για ερωτήματα τύπου ‘ποιος έχει μεγαλύτερο μερίδιο ευθύνης για το ξέσπασμα του Εμφυλίου'” (“Τα Νέα” 20.3.04), σπονδυλική στήλη της δουλειάς τους είναι η επίρριψη αυτής ακριβώς της ευθύνης στην εαμική πλευρά.

Ο Καλύβας ξεκινά λχ τον “Κόκκινο τρόμο” με μια σαφή διακήρυξη προθέσεων: “Αυτό το κεφάλαιο αποσκοπεί στην αμφισβήτηση μιας από τις κεντρικές, για την ακρίβεια ηγεμονικές, προσλήψεις στη μελέτη του ελληνικού εμφυλίου πολέμου: ότι η Αριστερά υπήρξε το κύριο θύμα της βίας” (σ.142). Η βία του ΕΑΜ, ισχυρίζεται, υπήρξε πρωτογενής ενώ αυτή των κατοχικών δυνάμεων δευτερογενής -και κατ’ επέκταση αμυντική: “Φαινομενικά αυτονόητες περιπτώσεις γερμανικής τρομοκρατίας ή δεξιάς ‘λευκής’ τρομοκρατίας, μπορεί να οδηγήσουν σε παραπλανητικές ερμηνείες, αν αποσυνδεθούν από την κόκκινη τρομοκρατία και δεν τοποθετηθούν στην πλήρη σειρά των γεγονότων όπου ανήκουν” (σ.143-4).

Ο συγγραφέας υπογραμμίζει ότι “η πρώτη συστηματική εκστρατεία δολοφονιών πολιτών στην Αργολίδα οργανώθηκε από το ΕΑΜ -όχι τις αρχές κατοχής” (σ.147) και στη συνεχεία επεκτείνει το εύρημά του αυτό σε “όλη την Πελοπόννησο” και “πιθανότατα σε όλη τη χώρα”. Γενίκευση που βασίζει σε δυο, όλες κι όλες, πηγές: μια αναφορά βρετανού πράκτορα και μια (μεταπολεμική) έκθεση του αμερικανού πρεσβευτή στην Αθήνα!

Ενδιαφέρουσα αποδεικνύεται η μελέτη των αριθμών που προβάλλει ο Καλύβας για να στηρίξει τη θεωρία του. Για να τεκμηριώσει τον ισχυρισμό ότι στην Πελοπόννησο “η κόκκινη βία ήταν αντίστοιχη ή ακόμα και ξεπέρασε τη μαύρη βία”, καταμετρά τα θύματα σε 57 χωριά της Αργολίδας κατά τον τελευταίο χρόνο της Κατοχής και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το ΕΑΜ σκότωσε 368 άτομα ενώ οι Γερμανοί και οι ταγματασφαλίτες μόνο 308 -αναλογία 54,6% έναντι 45,4%.

Για την ιστορία ας σημειωθεί, πάντως, ότι δεν είναι η πρώτη φορά που επιχειρείται παρόμοια καταγραφή. Εδώ και 40 ολόκληρα χρόνια, ο απολογητής των ταγματασφαλιτών (και νομάρχης της ΕΡΕ) Κοσμάς Αντωνόπουλος είχε δημοσιεύσει τις δικές του λίστες, παραθέτοντας μάλιστα και τα ονόματα των θυμάτων. Σύμφωνα με τη δική του καταμέτρηση, στην Αργοναυπλία εκτελέστηκαν συνολικά 559 άτομα από τις κατοχικές δυνάμεις και 514 από το ΕΑΜ, αναλογία αντίστροφη από αυτήν του Καλύβα (“Εθνική Αντίστασις 1941-1944”, Αθήναι 1964, σ. 885-993, 1019-1114 & 1776).

Ο Μαραντζίδης απ’ την πλευρά του, αποφεύγει να παραθέσει συγκεντρωτικά νούμερα. Το ισοζύγιο στο βιβλίο του καθορίζεται από την έκταση που δίνεται στις αντίστοιχες βιαιότητες: μιάμιση μόλις σελίδα για τα πεπραγμένα των ταγματασφαλιτών, έναντι 22 για όσα υπέστησαν αυτοί από τον ΕΛΑΣ. Διατυπώνεται μάλιστα ο ισχυρισμός ότι τα τάγματα “περιορίστηκαν σε αμυντικό αγώνα” και πως “δεν είναι συχνοί οι φόνοι άμαχου πληθυσμού” από μέρους τους (σ.167 & 171). Αγνοείται έτσι συνειδητά η συμμετοχή τους σε ολοκαυτώματα χωριών όπως η Ερμακιά ή η Κατράνιτσα, με τη σφαγή (ή το κάψιμο ζωντανών) εκατοντάδων πολιτών.

Ποιοι Γερμανοί;

Οι δυο καθηγητές σπεύδουν ν’ αποφανθούν ότι “οι πιο πολύνεκρες μάχες στη διάρκεια της κατοχής δεν έγιναν ανάμεσα σε Ελληνες και ξένους αλλά αποκλειστικά μεταξύ Ελλήνων” (“Τα Νέα” 20.3.04). Σε βιβλιοκριτική που δημοσίευσε για το “Γιασασίν Μιλλέτ” στο “Βήμα” (6.1.2002), ο Καλύβας μας διαβεβαιώνει επίσης ότι στον “εμφύλιο” του 1943-44 “οι Γερμανοί είναι απλοί κομπάρσοι, όταν δεν είναι τελείως απόντες”.

Αυτή η διαπίστωση έρχεται σε χτυπητή αντίθεση με τα ίδια τα γραφόμενά τους. Είναι προφανές λχ ότι η εκδίωξη του ΕΛΑΣ από την Ανατολική Αργολίδα το Μάιο του 1944 οφειλόταν στην εισβολή 5.000 Γερμανών κι όχι στους 100-200 άνδρες του τοπικού Τάγματος Ασφαλείας. Η απόλυτη εξάρτηση των ταγματασφαλιτών από τη Βέρμαχτ επιβεβαιώνεται, άλλωστε, από το ταχύτατο σάρωμά τους από τον ΕΛΑΣ μόλις αποχώρησαν τα κατοχικά στρατεύματα.

Η υποτίμηση του γερμανικού παράγοντα είναι ιδιαίτερα χτυπητή στο χειρισμό που επιφυλάσσει ο Μαραντζίδης στις πηγές του.

Υποστηρίζει λχ ότι οι τουρκόφωνες ποντιακές κοινότητες συνεργάστηκαν με τους Γερμανούς “ιδίως μετά τη διάλυση της ΠΑΟ, τον Ιανουάριο του 1944”, ως αποτέλεσμα της βίας που άσκησε εναντίον τους ο ΕΛΑΣ (σ.166).

Σύμφωνα ωστόσο με μια δημοσιευμένη έκθεση του γερμανικού Α2, το χωριό Κούκος της Κατερίνης και η εκεί “εθνική συμμορία” του Κιτσά Μπατζάκ είχαν ήδη από το 1942 επαφές με τις γερμανικές υπηρεσίες που, πεισμένες για την “απολύτως γερμανόφιλον στάσιν” τους, διέταξαν τη Βέρμαχτ να αποφύγει κάθε έρευνα εκεί κατά τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του 1943. Η επίσημη συνεργασία του Κιτσά Μπατζάκ με τους Γερμανούς ξεκίνησε τον επόμενο Ιούλιο, ένα μήνα πριν από την πανηγυρική προσχώρησή του στην ΠΑΟ -και, οπωσδήποτε, πολύ πριν αναμετρηθεί με τον ΕΛΑΣ (Π. Ενεπεκίδης “Η ελληνική Αντίστασις”, Αθήνα 1964, σ.44-5).

Το ίδιο έγγραφο περιέχει αναλυτικά στοιχεία για τη συνεργασία των κυριότερων τουρκόφωνων κοινοτήτων με τους ναζί. Παρά την αυτονόητη σημασία του, ο Μαραντζίδης αποφεύγει να το χρησιμοποιήσει -μολονότι το βιβλίο του Ενεπεκίδη αποτελεί βασική πηγή του. Προφανώς, κάτι τέτοιο θα τον υποχρέωνε να αντιμετωπίσει κριτικά τους ισχυρισμούς των “πληροφορητών” του, στις προφορικές αφηγήσεις των οποίων στηρίζει μεγάλο μέρος της θεωρίας του.

“Καλή” και “κακή” βία

Εντυπωσιακή είναι η δικαιολόγηση από τον Καλύβα της παράδοσης εαμικών στελεχών στους Γερμανούς από “τους” χωρικούς (σ.152 & 154). Υιοθετεί μάλιστα με ενθουσιασμό την έκφραση “επανάσταση” που οι “πληροφορητές” του χρησιμοποίησαν για να περιγράψουν τη συνεργασία τους με τα SS (σ.154).

Αποκαλυπτική είναι άλλωστε η ορολογία του “Κόκκινου τρόμου”: 29 φόνοι από τον ΕΛΑΣ μέσα σ’ ένα τετράμηνο θεωρούνται “συστηματική εκστρατεία εκτελέσεων πολιτών”, και μάλιστα “ιδιαίτερα σοκαριστική” (σ.148-9), 40 εκτελέσεις από Γερμανούς και ταγματασφαλίτες τον Μάιο του 1944 δεν συνιστούν παρά “επιλεκτικές ενέργειες αντιποίνων” -και όχι “περιπτώσεις τυφλής βίας από μέρους των κατακτητών εναντίον αθώων πολιτών”, όπως θα νόμιζε “κάποιος εξωτερικός παρατηρητής” (σ.151-2).

Γενικότερα, η βία των κατακτητών αποδίδεται με άχρωμους όρους: “τουφεκισμός”, “φόνος”, “αντίποινα”, “επιδρομές”, “τιμωρία” ή “ενέργειες”. Στην περίπτωση μιας τυπικής εκκαθαριστικής επιχείρησης, που καταλήγει στο φόνο ενός τοπικού καθοδηγητή του ΕΑΜ, ο συγγραφέας μένει με την απορία: “Αδυνατώ να βρω το σκεπτικό που υπαγόρευσε αυτή την επιδρομή” (σ.183). Οι φόνοι που διέπραξε ο ΕΛΑΣ ζωγραφίζονται, αντίθετα, με έντονα χρώματα: “τους εκτέλεσαν κόβοντας το λαιμό τους” (σ.153), “έσφαξαν κι έριξαν τα πτώματα σ’ ένα πηγάδι”, “σφαγιασμός ολόκληρων οικογενειών” (σ.154)… Η λέξη “τρομοκρατία”, χρησιμοποιείται σχεδόν αποκλειστικά για τις πράξεις της εαμικής πλευράς.

Ακόμη και στην περίπτωση ενός καταδότη που, για να εκδικηθεί την κοπέλα που τον απέρριψε, έφερε τους Ιταλούς στο χωριό για να συλλάβουν τα αδέρφια της που έκρυβαν όπλα, ο Καλύβας μας διαβεβαιώνει ότι “μπορεί να ήταν παλιάνθρωπος, αλλά δεν ήταν προδότης” (σ.172) -οπότε η μεταγενέστερη δίωξή του από το ΕΑΜ ταξινομείται κι αυτή σαν “κόκκινη τρομοκρατία”. Τον τελικό απολογισμό της βεντέτας που άνοιξε μ’ αυτή την κατάδοση, προσφέρουν τα λόγια κάποιου ανώνυμου χωρικού: “Ολα ξεκίνησαν μεταξύ Βασίλως και Βασίλη. Αυτοί δημιούργησαν το κακό” (σ.175). Περίεργη αλήθεια εξίσωση: ένας χαφιές εξίσου “υπεύθυνος” με την κοπέλα που δεν τον γούσταρε και η οποία, αφού μαστιγώθηκε γυμνή από τους Ιταλούς, αργότερα κακοποιήθηκε (και “πιθανόν βιάστηκε”) από τον “συνένοχό” της!

Σοβαρότερη αποδεικνύεται η παραγνώριση των πραγματικών διλημμάτων που αντιμετώπιζε η Αντίσταση. Τα “εγκλήματα” του ΕΛΑΣ θεωρούνται προϊόντα ενός “απόκοσμα γραφειοκρατικού” μηχανισμού, εγγενούς χαρακτηριστικού του κομμουνιστικού κινήματος, κι όχι ακρότητες υπαγορευμένες από τη γενικευμένη ανασφάλεια που γεννούσαν οι συνθήκες διεξαγωγής του αγώνα.

Κι όμως, η σύγκριση με τα πεπραγμένα άλλων αντιστασιακών οργανώσεων θα αποδεικνυόταν εδώ αποκαλυπτική.

Οι εθνικόφρονες λχ αντιστασιακοί της αθηναϊκής ΠΕΑΝ, όταν εντόπισαν το διπλό πράκτορα που τους είχε καταδώσει στη Γκεστάπο τον παρέσυραν σε ψεύτικο ραντεβού και τον έπεισαν να ομολογήσει, με την υπόσχεση ότι θα τον στείλουν στη Μ. Ανατολή. Στη συνέχεια τον εκτέλεσαν επιτόπου, θρυματίζοντας το κεφάλι του μ’ ένα σφυρί (Π. Μιχαηλίδης, “Αγαθουπόλεως 7”, Αθήνα 1991, σ.139, και Αντ. Μυτιληναίος, “Μαρτύρων πορεία”, Αθήνα 1997, σ.127).

Εξίσου εύγλωττη είναι μια παρατήρηση του Εντι Μάγερς. Πριν από το Γοργοπόταμο, γράφει στα απομνημονεύματά του, ένας ελασίτης καπετάνιος αφόπλισε, έδειρε κι άφησε ελεύθερους τους χωροφύλακες που έστειλαν οι Ιταλοί να επιτάξουν τις πατάτες των χωρικών. Ο βρετανός ταξίαρχος σχολιάζει λακωνικά: “Θα ήταν καλύτερα αν τους είχε σκοτώσει και θάψει τα πτώματά τους μέσα στο δάσος” (“Η ελληνική περιπλοκή”, Αθήνα 1975, σ.60).

Η ολόλευκη τρομοκρατία

Μετά το ξέπλυμα των ταγματασφαλιτών, η “νέα ιστοριογραφία” φροντίζει να απαλλάξει το επίσημο κράτος από κάθε ευθύνη για τη “λευκή τρομοκρατία” του 1945-46, που έσπρωξε το ΚΚΕ να ξαναπάρει τα όπλα. “Μετά τη Βάρκιζα”, γράφουν οι Καλύβας και Μαραντζίδης, “η σύγκρουση θα αποκτήσει ξανά τον περιφερειακό χαρακτήρα της. Το κεντρικό κράτος αδυνατεί να ελέγξει την περιφέρεια, όπου εμφανίζεται κατά κύριο λόγο η δράση των οργανώσεων της άκρας δεξιάς” (“Τα Νέα” 16.10.04).

Το επιχείρημα δεν είναι καθόλου πρωτότυπο. Πρόκειται για πάγια δικαιολογία των κυβερνώντων της εποχής, την οποία αναπαρήγαγε η μετεμφυλιακή εθνικόφρων ιστοριογραφία. Επιχειρηματολογία η οποία διαψεύδεται, ωστόσο, από τα ίδια τα γεγονότα.

Η ανάπτυξη της “λευκής τρομοκρατίας” στην Πελοπόννησο ή την Κοζάνη θα μπορούσε ίσως να αποδοθεί εν μέρει στην κληρονομιά των ενδοελληνικών συγκρούσεων της Κατοχής. Αντίστοιχη παρακρατική δραστηριότητα σημειώθηκε ωστόσο στο μεγαλύτερο μέρος της χώρας. Ακόμη και στη Θεσσαλία, όπου οι ταγματασφαλίτες του ΕΑΣΑΔ υπήρξαν εντελώς περιθωριακό φαινόμενο, ή στο νομό Χανίων, όπου τα θύματα του τοπικού “Τάγματος Ασφαλείας” από την “κόκκινη βία” ανέρχονται στο φοβερό αριθμό των …τριών!

Οσο για την “απουσία” του κράτους το 1945-46, αποκαλυπτικά είναι τα δημοσιευμένα αρχεία του ΓΕΣ. Εκεί διαβάζουμε αναφορές των κατά τόπους στρατιωτικών διοικητών, όπου περιγράφεται όχι μόνο η αμείλικτη καταδίωξη των εαμιτών αλλά και το στήσιμο των κατά τόπους “εθνικιστικών οργανώσεων” για τη διεξαγωγή του αντικομμουνιστικού αγώνα. Είναι δυνατόν να μιλάμε σοβαρά για “απώλεια ελέγχου” του “κεντρικού κράτους” Εκτός αν υποθέσουμε ότι δυο καθηγητές πολιτικής επιστήμης περιορίζουν το “κεντρικό κράτος” στα μέλη του υπουργικού συμβουλίου, βγάζοντας απέξω το στρατό, δηλαδή τον πιο ενιαίο, ιεραρχικά οργανωμένο και πολιτικά συμπαγή κρατικό μηχανισμό της περιόδου…

Η “ξεχασμένη” Αλμωπία

Ας συνοψίσουμε: βάση της “νέας ιστοριογραφίας” αποτελεί η καθαρά αντιεπιστημονική (και συχνά διαστρεβλωμένη) προβολή επιλεκτικών υποδειγμάτων από τις πιο βολικές για το εγχείρημα περιοχές της ελλαδικής επικράτειας: την Αργολίδα (περιοχή χωρίς την παραμικρή παράδοση αριστερού ή κοινωνικού κινήματος, όπου στις τελευταίες προπολεμικές εκλογές οι βασιλόφρονες συγκέντρωσαν 71,3% και το ΚΚΕ μόλις 0,75%) και τις τουρκόφωνες ποντιακές κοινότητες της Μακεδονίας (που από έναν ταγματασφαλίτη καπετάνιο τους χαρακτηρίζονται ως “υποανάπτυκτες” από την άποψη του “εν γένει πολιτισμού των κατοίκων”).

Εντελώς διαφορετικά υπήρξαν τα αποτελέσματα της δεύτερης έρευνας του Καλύβα, στην επαρχία Αλμωπίας. Σύμφωνα με ανακοίνωσή του στο συνέδριο της Αμερικανικής Ενωσης Πολιτικής Επιστήμης (2001), εκεί οι εκτελέσεις πολιτών από τον ΕΛΑΣ “παρέμειναν περιορισμένες (το πολύ 30-40)”, ενώ τα κατοχικά στρατεύματα σκότωσαν κάπου 80 κατοίκους. Το κυριότερο, “ο κόσμος δεν θυμάται αυτή την περίοδο ως εμφύλιο πόλεμο” (σ.29).

Στοιχειώδες επιστημονικό ήθος θα απαιτούσε τα πορίσματα από την Αλμωπία να αντιπαραβάλλονται με (και να σχετικοποιούν) αυτά της Αργολίδας. Αμ δε! Προτείνοντας ένα σχέδιο εισήγησης στο πρόσφατο συνέδριο της Σαμοθράκης, με θέμα “θεωρητικές και εμπειρικές προϋποθέσεις ηθικής αξιολόγησης” του δωσιλογισμού “με αφορμή μια τοπική εμπειρική έρευνα”, ο Καλύβας εξακολουθεί στις αρχές του 2004 να περιορίζει τη μελέτη του “στη βορειοδυτική Πελοπόννησο”. Αν και, στο τελικό κείμενο, βρήκε βολικότερο να ασχοληθεί -ξανά- με τη Δυτική Ουκρανία…

Η διόρθωση των “ιδρυτικών μύθων”

……Σε τελική ανάλυση, επίδικο αντικείμενό του δεν είναι τόσο η πολιτική αποκατάσταση του ένοπλου δωσιλογισμού, όσο η πολιτική απονομιμοποίηση της εαμικής αντίστασης -κι όχι μόνο αυτής. Η μονομερής ενασχόληση με τη “βία”, ως αυτόνομη εννοιολογική κατηγορία ιδωμένη έξω και πέρα από τις κοινωνίες και τις πολιτικές συγκυρίες που την παράγουν, είναι από μόνη της ένας τρόπος άσκησης πολιτικής, προσαρμοσμένος μάλιστα στο κλίμα της μεταψυχροπολεμικής Νέας Τάξης. Δεν είναι καθόλου τυχαία η σύνδεση της δουλειάς του Καλύβα με τους “αντιτρομοκρατικούς” σχεδιασμούς, ούτε η συμμετοχή του τελευταίου σε κλειστό συνέδριο με θέμα την αντιμετώπιση των “μη κρατικών” ένοπλων σχηματισμών.

Για το πολιτικό περιεχόμενο της κίνησης, αποκαλυπτική υπήρξε άλλωστε η παρέμβαση του επίκουρου καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, Δημήτρη Καιρίδη: αφού καταγγείλει τους “ιδρυτικούς μύθους” της Μεταπολίτευσης για την “ελληνική αντίσταση κατά του γερμανού κατακτητή” και την “ξενοκίνητη χούντα” σαν μια από τις βασικές αιτίες της “σημαντικής απόκλισης της ελληνικής κοινής γνώμης από την ευρωπαϊκή σε κρίσιμα διεθνή ζητήματα”, ο υποστηρικτής των Καλύβα και Μαραντζίδη ξεκαθαρίζει πως “η επιτυχία του αναθεωρητικού εγχειρήματος στα κομβικά σημεία του μεταπολιτευτικού ιστοριογραφικού-ιδεολογικού λόγου, όπως είναι η εθνική αντίσταση, ο εμφύλιος πόλεμος, η φύση του ‘κηδεμονευόμενου’ κοινοβουλευτισμού και, στη συνέχεια, της χούντας, αποτελεί προϋπόθεση για τη χειραφέτηση της δημοκρατία μας” (“Τα Νέα” 21.8.04). Μετά τους ταγματασφαλίτες, ώρα να αποκατασταθεί και ο αδελφός Παττακός…

Εξίσου σαφείς ήταν οι Καλύβας και Μαραντζίδης όταν, στο “κλείσιμο” του δημόσιου διαλόγου δεν παρέλειψαν να υπενθυμίσουν σε κάθε ενδιαφερόμενο τα υλικά εφόδια που διαθέτει το εγχείρημα: “Ας μην ξεχνάμε πως κεντρικό κριτήριο εγκυρότητας αποτελούν οι δημοσιεύσεις σε επιστημονικά περιοδικά και εκδοτικούς οίκους όπου ισχύουν αυστηροί κανόνες επιλογής. Και από την άποψη αυτή, άλλοι υστερούν και όχι εμείς” (“Τα Νέα” 16.10.04). Ποιος θα τολμήσει να φέρει αντιρρήσεις, από τη στιγμή που η έμμεση ιδιωτικοποίηση των ΑΕΙ μετατρέπει το “networking” σε όρο επιβίωσης για τους ερευνητές;

Παράλληλα με την πανηγυρική εξαγγελία του “νέου ρεύματος” στο εσωτερικό, είχαμε άλλωστε την αυτοπαρουσίασή του και στο διεθνές κοινό -με τη μορφή ενός κειμένου που υπογράφεται από τον Μαραντζίδη και τον υποψήφιο διδάκτορα Γιώργο Αντωνίου και δημοσιεύθηκε, σε ελαφρά διαφορετικές εκδοχές, στα περιοδικά Columbia Journal of Historiography (2003) και Journal of Peace Research (2004).

Εκεί, μετά την καταγγελία της “φετιχοποίησης των γραπτών ντοκουμέντων” σαν ένα σοβαρό “μεθοδολογικό πρόβλημα” της ώς τώρα ιστοριογραφίας, και τη διαβεβαίωση ότι η νέα σχολή “αναμένεται να αντιστρέψει σταδιακά τη συνολική εικόνα του πολέμου” που έχει επικρατήσει μετά τη Μεταπολίτευση, η ανάλυση ολοκληρώνεται με την περιγραφή των δυσκολιών και των αναγκών του κινήματος: “Η περαιτέρω διάχυση αυτής της προσέγγισης περιορίζεται από την έλλειψη επικοινωνίας μεταξύ διαφόρων επιστημονικών ειδικοτήτων, τα περιορισμένα κονδύλια που είναι διαθέσιμα για μικτά ερευνητικά προγράμματα, την απουσία πρόσβασης σε διάφορες πηγές και τον κατακερματισμό των ερευνητών του εμφυλίου πολέμου και των αντίστοιχων ερευνητικών προγραμμάτων τους”.

Δώστε και σώστε…
 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ

Stathis Kalyvas “Red Terror: Leftist Violence during the Occupation”, σε Mark Mazower (ed.) “After the war was over” (Princeton University Press, Πρίνστον 2000, σ.142-83). Το βασικό κείμενο αναφοράς της “νέας ιστοριογραφίας”. Οι παραπομπές και τα αποσπάσματα του παρόντος “Ιού” προέρχονται από την αρχική έκδοση, καθώς η ελληνική μετάφραση (Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2004) αποδεικνύεται πολλαπλά προβληματική.

Stathis Kalyvas, “Ethnicity and Civil War violence”, ανακοίνωση στο συνέδριο της Αμερικανικής Ενωσης Πολιτικής Επιστήμης (2001). Μια σπάνια αναφορά στα αποτελέσματα της “θαμένης” έρευνας του συγγραφέα στην Αλμωπία.

Νίκος Μαραντζίδης, “Γιασασίν Μιλλέτ” (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2001). Η πολιτική συμπεριφορά των τουρκόφωνων ποντιακών κοινοτήτων της Μακεδονίας, από την ανταλλαγή πληθυσμών μέχρι σήμερα. Πρωτότυπη και συχνά ενδιαφέρουσα διαπραγμάτευση, εστιασμένη όμως στη δικαιολόγηση της συνεργασίας της συγκεκριμένης γλωσσοπολιτισμικής ομάδας με τους ναζί.

Ηλίας Παπαδημητρίου, “Απάντηση” (Αλήθεια, Αθήνα 2004). Αυτοβιογραφία ενός από τους αγωνιστές του ΕΑΜ που παρελαύνουν στον “Κόκκινο τρόμο” του Καλύβα. Πολύ προβληματική, ωστόσο, η εισαγωγή του Κ. Κάππου.

Κώστας Βούλγαρης, “Η παρτίδα” (Βιβλιόραμα, Αθήνα 2004). Απολαυστικός σχολιασμός της “νέας ιστοριογραφίας”, μέσα από “ένα παιχνίδι λογοτεχνίας και ιστορίας” με θέμα (αλλά και αντιγραφή των μεθόδων) της “Ορθοκωστάς”.

Τάσος Κωστόπουλος, “Η αυτολογοκριμένη μνήμη. Τα Τάγματα Ασφαλείας και η μεταπολεμική εθνικοφροσύνη” (Φιλίστωρ, Αθήνα 2004, υπό έκδοση). Η μεταπολεμική αντιμετώπιση των ταγματασφαλιτών και της ιστορίας τους από τους νικητές του Εμφυλίου.

 

 

 

Πηγή: http://www.iospress.gr/ios2004/ios20041205b.htm

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *