“Η κατάληψη της Τριπολιτσάς”

 

“Η κατάληψη της Τριπολιτσάς”

 

 

 

…….στις 23 Σεπτέμβρη του 1821, έγινε η άλωση της πόλης από τους εξεγερμένους . Επικεφαλής της συγκεκριμένης επιχείρησης ήταν ο Θ. Κολοκοτρώνης που μετά την μάχη πήρε το παρατσούκλι «Λάφυρας». Η πολιορκία της Τρίπολης έγινε κάτω από κωμικοτραγικές συνθήκες με μυστικές συνεννοήσεις, προδοσίες, σκανδαλώδεις αγοραπωλησίες, από τη μια πολιορκούσαν κι από την άλλη πουλούσαν στη μαύρη αγορά τρόφιμα στους πολιορκημένους. Από τη μια πολεμούσαν με τους Οθωμανούς κι από την άλλη μεταξύ τους, για τα λάφυρα, τα οποία, προκειμένου να τα αποκτήσουν, έσφαξαν αδιακρίτως τον οθωμανικό, εβραϊκό και αλβανικό πληθυσμό της πόλης. Πλιατσικολόγησαν τα πάντα, μέχρι και τα σκουριασμένα καρφιά στους τοίχους.

Η Τριπολιτσά ήταν η μεγαλύτερη πόλη τής νότιας Ελλάδας. Με πληθυσμό περίπου 35.000 Τούρκους, Αλβανούς και Εβραίους ήταν η έδρα τής τουρκικής ηγεσίας στην περιοχή της Πελοποννήσου, η οποία φιλοξενούσε πολλούς Οθωμανούς αξιωματούχους. Ήταν εφοδιασμένη με πολλά όπλα, αλλά και πολλά χρήματα. Περιβαλλόταν από ένα πρωτόγονο πέτρινο τείχος που ήταν και η μόνη οχύρωση της πόλης.  Ο διοικητής τής πόλης Μουσταφά, διέθετε τότε μια δύναμη 9-10.000 ανδρών, αλλά γνώριζε, ότι ήταν απομονωμένος. Τα παραλιακά οχυρά ήταν πολύ μακρυά και δεν μπορούσε να περιμένει την υποστήριξη των τουρκικών δυνάμεων, που κινούνταν στην κεντρική και βόρεια Ελλάδα.

Στις αρχές του Ιουνίου 1821 άρχισαν να συγκεντρώνονται σιγά-σιγά χιλιάδες χριστιανοί αγρότες, που άφησαν τα χωριά τους, για να πάρουν μέρος στο διαφαινόμενο πλιάτσικο Ο πλούτος τής πόλης ήταν τεράστιος για τα δεδομένα τους. Θα μπορούσε, σύμφωνα με τον Υψηλάντη, να τροφοδοτήσει το δημόσιο ταμείο όπως επίσης και έναν τακτικό στρατό που είχαν ανάγκη για να κερδίσουν τον πόλεμο. Ο χριστιανικός πληθυσμός της Τρίπολης είχε εγκαταλείψει την πόλη και είχε ενωθεί με του πολιορκητές. Η πολιορκία τής Τριπολιτσάς ελάχιστα είχε να κάνει με μάχες. Ύστερα από αρκετούς μήνες, στα μέσα Σεπτεμβρίου, η πόλη ήταν ήδη σε κακά χάλια. Είχε ήδη υποταχθεί στην πείνα, τη δίψα και την αρρώστεια. Εκατοντάδες πέθαιναν κάθε μέρα. Οι δρόμοι και τα σπίτια είχαν γεμίσει με άταφα πτώματα σε αποσύνθεση.

Τις παραμονές της 23ης Σεπτεμβρίου του 1821, ο αρχηγός των ελλήνων Υψηλάντης γνωρίζοντας τι θα επακολουθήσει και θέλοντας να μην χρεωθεί στα μάτια της Ευρώπης την ευθύνη του μακελειού, αναχωρεί με ένα μικρό σώμα για να παρακολουθήσει από τις ακτές τις κινήσεις μια Τουρκικής ναυτικής μοίρας.  Η ηγεσία της πόλης ξεκίνησε τις διαπραγματεύσεις για τους όρους παράδοσης της πόλης. Οι οπλαρχηγοί των πολιορκητών, υπόσχονται χωριστά στις αρχοντικές οικογένειες των Τούρκων και των Εβραίων προστασία με αντάλλαγμα τις περιουσίες τους. Ο Κολοκοτρώνης πουλάει χωριστή συμφωνία – άδεια διαφυγής στους τουρκαλβανούς στρατιώτες του Ελμάζ Μπέη, έναντι θησαυρού αξίας τεσσάρων εκατομμυρίων γροσίων, που του παραδίδεται σε 13 κιβώτια. Η Μπουμπουλίνα μπαίνει στην πόλη και μαζεύει τα κοσμήματα από τις απελπισμένες Τουρκάλες αρχόντισσες.

Ο Γάλλος αξιωματικός Μαξίμ Ρεϋμπό που παίρνει μέρος στην πολιορκία σαν αρχηγός του πυροβολικού, γράφει για  όσα συμβαίνουν αυτές τις τελευταίες μέρες:

Τότε άρχισαν εκείνες οι επαίσχυντες συναλλαγές, που μέσα σε λίγες μέρες φόρτωσαν με αμύθητα πλούτη την Μπουμπουλίνα, τον Κολοκοτρώνη, τον Μαυρομιχάλη και άλλους…Τρέμοντας οι Τούρκοι και οι Εβραίοι για τη ζωή τους και τη ζωή των δικών τους, έτρεχαν να εξαγοράσουν με τεράστια ποσά ένα καταφύγιο στο τσαντίρι των εχθρών τους. Τα παζάρια γίνονταν την ημέρα αλλά το τίμημα του αίματος καταβαλλόταν τη νύχτα. Από το σούρουπο ως την αυγή, υποζύγια φορτωμένα με ασήμι και πολύτιμα αντικείμενα έβγαιναν από την πόλη και τραβούσαν για τις τέντες των καπεταναίων.

Η αποφράδα ημέρα ξημερώνει την Παρασκευή 23 Σεπτεμβρίου 1821. Η αντίσταση της πόλης καταρρέει σε μια μικρή επίθεση και οι πολιορκητές σαν πεινασμένοι λύκοι ξεχύνονται στην πόλη. Ξεκινούσε μια από τις πιο αποτρόπαιες σφαγές της δυτικής ιστορίας. ”Επί τρεις ημέρες οι Έλληνες σφαγιάζουν τους αμάχους Τούρκους και Εβραίους, τις γυναίκες, τα παιδιά και τα βρέφη (αφού προηγουμένως βίασαν, βασάνισαν, εκπαραθύρωσαν, κάψανε, έλιωσαν κεφάλια μωρών σε τοίχους – δηλαδή: κάνανε το «ιερό χρέος τους» σύμφωνα με τα ελληνικά σχολικά βιβλία)”. Ο Κολοκοτρώνης έγραφε: «το ασκέρι όπου ήτον μέσα το ελληνικό έκοβε και εσκότωνε από Παρασκευή έως Κυριάκη, γυναίκες, παιδιά και άντρες, 32.000, μια ώρα ολόγυρα της Τριπολιτσάς…»

513-navarino

Οι εξεγερμένοι μη χορταίνοντας από τους βιασμούς, το αίμα των χιλιάδων θυμάτων, το πλιάτσικο των πάντων (ακόμα και των σκουριασμένων καρφιών από τους τοίχους) και την αιχμαλωσία όμορφων παιδιών προς δουλεμπορία, καταφεύγουν στα ισλαμικά και ιουδαϊκά νεκροταφεία, για να ανοίξουν τους τάφους και να πετάξουν έξω τους σκελετούς. Μετά αρχίζουν να χτυπιούνται μεταξύ τους, για να πάρει ο ένας τα λάφυρα από τον άλλο. Στο τέλος οι αρχηγοί κάνουν ταμείο. Ο Κολοκοτρώνης αναγνωρίζεται ικανότερος, έχοντας συγκεντρώσει σαράντα εκατομμύρια γρόσια γι’ αυτό και λαμβάνει το παρατσούκλι “λαφύρας”. Ο Γιατράκος, με μια σκηνή λάφυρα, υπολείπεται του Πετρόμπεη που άρπαξε δύο εκατομμύρια γρόσια, ενώ αποστέλλει στη Μάνη δύο καμήλες και είκοσι μουλάρια φορτίο. Η δε Μπουμπουλίνα, βάζει στο κεμέρι της τέσσερα εκατομμύρια γρόσια.

 

 

Κάτι σαν επίλογος

 

 

Στις μέρες μας η επίσημη εθνική αφήγηση, αλλά και η σιωπή μεγάλου μέρους της αριστεράς έχει θάψει την γενοκτονία της Τριπολιτσάς στην λήθη. Η διαστρέβλωση των γεγονότων την περίοδο της αστικής επανάστασης του 21, η κατασκευή της ελληνικής ταυτότητας και ο μύθος των ελλήνων ηρώων έχει αγκαλιάσει τον πληθυσμό αυτής της χώρας. Για μας όμως η ανασύσταση ενός ανταγωνιστικού κινήματος απέναντι στον καπιταλισμό δεν θα γίνει δίχως την αποδόμηση της κυρίαρχης αφήγησης της ελληνικής ιστορίας, αλλά εν τέλη και της ίδιας της εθνικής ταυτότητας. Αυτός είναι και ο λόγος που θα συνεχίσουμε να δημοσιεύουμε τα κακώς κείμενα της ελληνικής ιστορίας κόντρα στην επίσημη ιστοριογραφία της ελληνικής ιδεολογικής μηχανής. Πάντα με ένα αντικειμενικό πνεύμα. Για την μάχη της Τριπολιτσάς χρησιμοποιήσαμε αποσπάσματα από το βιβλίο του Δημήτρη Λιθοξόου «Σύμμικτος Λαός» (σελ 24-26) που εκδόθηκε από τις εκδόσεις Μπατάβια στην Θεσσαλονίκη το 2005. Πολλά επίσης στοιχεία και αφηγήσεις σχετικά μπορείτε να βρείτε και στους δύο τόμους του βιβλίου του Κυριάκου Σιμόπουλου, “Πως είδαν οι ξένοι την Ελλάδα του ’21” που εκδόθηκε στην Αθήνα το 1979.

 

 

 

Πηγή: https://theshadesmag.wordpress.com/2016/09/23/hkatalipsitistripolitsas/

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *