Η Κοινή Γνώμη δεν Υπάρχει

Η Κοινή Γνώμη δεν Υπάρχει

 

 

Το κείμενο παρουσιάστηκε στο Noroit (Arras) τον Ιανουάριο του 1972. Δημοσιεύθηκε στους Les temps modernes (Μοντέρνοι Καιροί) 318, Ιανουάριος 1973, σσ. 1292 – 1309 και περιλαμβάνεται στο Questions de Sociologie (Ζητήματα Κοινωνιολογίας) Παρίσι, Editions de Minuit, 1984, σσ 222-235 .

 

 

Θα ήθελα πρώτα να ξεκαθαρίσω πως πρόθεσή μου δεν είναι να καταγγείλω κατά τρόπο μηχανικό και εύκολο τις δημοσκοπήσεις, αλλά να προβώ σε μια αυστηρή ανάλυση του τρόπου που δουλεύουν και των λειτουργιών που επιτελούν. Πράγμα που υποβάλλει σε αμφισβήτηση τα τρία αιτήματα που εξυπακούονται και εμπλέκονται. Κάθε δημοσκόπηση υποθέτει ότι ο όλος ο κόσμος μπορεί να έχει μια γνώμη ή, με άλλα λόγια, υποθέτει ότι η παραγωγή μιας γνώμης είναι προσιτή σε όλους.

Διακινδυνεύοντας να προσκρούσω σε ένα αφελώς δημοκρατικό αίσθημα, θα αντικρούσω αυτό το πρώτο αίτημα.

Δεύτερο αίτημα: υποθέτουμε ότι όλες οι απόψεις είναι ισάξιες. Νομίζω ότι μπορεί να αποδειχθεί πως δεν είναι καθόλου έτσι και πως το να συσσωρεύονται απόψεις που δεν έχουν καθόλου την ίδια πραγματική ισχύ, οδηγεί στην παραγωγή τεχνουργημάτων στερημένων νοήματος.

Τρίτο εξυπακουόμενο αίτημα: μέσα στο απλό γεγονός του να θέτεις σε όλους την ίδια ερώτηση βρίσκεται εμπλεγμένη η υπόθεση ότι υπάρχει συναίνεση πάνω στα προβλήματα, ή, αλλιώς ειπωμένο, ότι υπάρχει μια συμφωνία σχετικά με τις ερωτήσεις που αξίζουν να τεθούν.

Αυτά τα τρία αιτήματα επάγονται, μου φαίνεται, μια σειρά από στρεβλώσεις που παρατηρούνται ακόμα και όταν πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις μεθοδολογικής αυστηρότητας στη συλλογή και στην ανάλυση των δεδομένων.

Πολύ συχνά απευθύνονται στις δημοσκοπήσεις εγκλήσεις τεχνικές. Για παράδειγμα, τίθεται υπό αμφισβήτηση η αντιπροσωπευτικότητα των δειγμάτων. Νομίζω ότι με τη σημερινή κατάσταση των μέσων που χρησιμοποιούνται από τα γραφεία παραγωγής των δημοσκοπήσεων, η ένσταση δεν είναι καθόλου βάσιμη. Εγκαλούνται επίσης ότι θέτουν προκατειλημμένες ερωτήσεις ή μάλλον ότι κάνουν τις ερωτήσεις προκατειλημμένες μέσα από τη διατύπωσή τους: αυτό είναι ήδη αληθέστερο και συμβαίνει συχνά να υποβάλλεται η απάντηση μέσω του τρόπου που τίθεται η ερώτηση.

Έτσι, για παράδειγμα, παραβιάζοντας τον στοιχειώδη κανόνα κατασκευής ενός ερωτηματολογίου ο οποίος απαιτεί να «αφήνονται οι πιθανότητες» σε όλες τις δυνατές απαντήσεις, συχνά παραλείπουν, από τις ερωτήσεις ή από τις προτεινόμενες απαντήσεις επιλογής, μια από τις δυνατές εκδοχές ή ακόμα προτείνουν πολλές φορές την ίδια εκδοχή υπό διαφορετικές διατυπώσεις. Υπάρχουν όλα τα είδη της μεροληψίας αυτού του τύπου και θα ήταν ενδιαφέρον να αναρωτηθεί κανείς για τις κοινωνικές συνθήκες εμφάνισης αυτών των μεροληψιών. Επί το πλείστον εξαρτώνται από τις συνθήκες κάτω από τις οποίες εργάζονται οι άνθρωποι που παράγουν τα ερωτηματολόγια. Αλλά εξαρτώνται κυρίως από το γεγονός ότι οι προβληματικές που επεξεργάζονται τα ινστιτούτα δημοσκοπήσεων γνώμης υποτάσσονται σε ένα συγκεκριμένο τύπο ζήτησης.

Έτσι, επιχειρώντας την ανάλυση μιας μεγάλης εθνικής έρευνας για την γνώμη των Γάλλων σχετικά με το εκπαιδευτικό σύστημα, καταγράψαμε, από τα αρχεία ενός αριθμού μελετητικών γραφείων, όλες τις ερωτήσεις που αφορούσαν την εκπαίδευση. Είδαμε ότι περισσότερες από διακόσιες ερωτήσεις σχετικά με το εκπαιδευτικό σύστημα έχουν τεθεί από το Μάιο του 1968, έναντι λιγότερο από είκοσι μεταξύ 1960 και 1968. Αυτό σημαίνει ότι οι προβληματικές που επιβάλλονται σε αυτό το είδος του οργανισμού συνδέονται βαθιά με την συγκυρία και κυριαρχούνται από έναν ορισμένο τύπο κοινωνικής ζήτησης. Το ζήτημα της εκπαίδευσης για παράδειγμα, δεν μπορεί να τεθεί από ένα ινστιτούτο κοινής γνώμης, παρά όταν γίνεται πολιτικό πρόβλημα. Βλέπουμε αμέσως τη διαφορά που χωρίζει αυτά τα ινστιτούτα από τα ακαδημαϊκά ερευνητικά κέντρα τα οποία παράγουν την προβληματική τους, αν όχι εν αιθρία, πάντως σε κάθε περίπτωση, με μια πολύ μεγαλύτερη απόσταση από την ευθεία και άμεση κοινωνική ζήτηση.

Μια συνοπτική στατιστική ανάλυση των τεθέντων ερωτήσεων μας έδειξε ότι η συντριπτική πλειοψηφία τους ήταν άμεσα συνδεδεμένες με τις πολιτικές ανησυχίες του «πολιτικού προσωπικού». Αν απόψε διασκεδάζαμε παίζοντας τα «μικρά χαρτάκια» και αν σας έλεγα να γράψετε σε αυτά τις πέντε ερωτήσεις που σας φαίνονται οι πιο καθ’ ύλην σημαντικές στη διδασκαλία , θα προέκυπτε σίγουρα ένας πολύ διαφορετικός κατάλογος από αυτόν που προκύπτει από την αποδελτίωση των ερωτήσεων που πράγματι ετέθησαν στις δημοσκοπήσεις γνώμης. Η ερώτηση: «Πρέπει να εισαγάγουμε την πολιτική στα λύκεια; »(ή παραλλαγές της) τέθηκε πολύ συχνά, ενώ η ερώτηση:«Πρέπει να αλλάξουμε τα προγράμματα; » ή « Πρέπει να αλλάξουμε τον τρόπο μετάδοσης του περιεχομένου;» έχει πολύ σπάνια τεθεί. Παρομοίως και: «Πρέπει να εναλλάσσονται οι διδάσκοντες;». Τόσες ερωτήσεις που είναι πολύ σημαντικές, τουλάχιστον κάτω από μια διαφορετική προοπτική.

Οι προβληματικές που προτείνονται από τις δημοσκοπήσεις γνώμης υποτάσσονται σε πολιτικά συμφέροντα, και αυτό υπαγορεύει πολύ έντονα τόσο την σημασία των απαντήσεων όσο και τη σημασία που αποδίδεται στη δημοσίευση των αποτελεσμάτων. Η δημοσκόπηση γνώμης είναι στην παρούσα κατάσταση, ένα όργανο πολιτικής δράσης· και η πιο σημαντική λειτουργία της συνίσταται ίσως στο να επιβάλει την ψευδαίσθηση ότι υπάρχει μια κοινή γνώμη ως καθαρά αθροιστική σύνοψη των ατομικών γνωμών· να επιβάλει την ιδέα ότι υπάρχει κατιτί που θα ήταν σάμπως ο μέσος όρος των γνωμών ή η μέση γνώμη. Η «κοινή γνώμη», η οποία διαλαλείται στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων με τη μορφή ποσοστών (60% των Γάλλων υποστηρίζουν …), αυτή η κοινή γνώμη είναι ένα απλό και καθαρό τεχνούργημα, η λειτουργία του οποίου είναι να κρύβει το γεγονός ότι η κατάσταση της γνώμης σε μια δεδομένη στιγμή του χρόνου είναι ένα σύστημα ισχύων, τάσεων, και ότι τίποτα δεν είναι πιο ανεπαρκές, για να αναπαραστήσει την κατάσταση της γνώμης, από ένα ποσοστό.

Γνωρίζουμε ότι οποιαδήποτε άσκηση ισχύος συνοδεύεται από ένα λόγο που στοχεύει να νομιμοποιήσει την ισχύ αυτού που την ασκεί· μπορούμε ακόμη να πούμε ότι το προσίδιο κάθε σχέσης ισχύος είναι να μην έχει όλη της την ισχύ παρά στο μέτρο μπορεί να συγκαλύπτεται ως τέτοια. Με λίγα λόγια και απλά μιλώντας, ο πολιτικός είναι αυτός που λέει: «ο Θεός είναι μαζί μας». Το ισοδύναμο του «ο Θεός είναι μαζί μας» σήμερα είναι το «η κοινή γνώμη είναι μαζί μας». Τέτοιο είναι το θεμελιώδες αποτέλεσμα της έρευνας γνώμης: να συγκροτήσει την ιδέα ότι υπάρχει μια ομόφωνη κοινή γνώμη και επομένως να νομιμοποιήσει μια πολιτική και να ενισχύσει τις σχέσεις ισχύος που την υποστηρίζουν ή την καθιστούν δυνατή.

Έχοντας πει στην αρχή αυτό που ήθελα να πω στο τέλος, θα προσπαθήσω να δείξω εν τάχει ποιες είναι οι διαδικασίες με τις οποίες παράγεται αυτό το αποτέλεσμα συναίνεσης. Η πρώτη διαδικασία, η οποία έχει ως αφετηρία το αίτημα σύμφωνα με το οποίο ο καθένας πρέπει να έχει μια γνώμη, συνίσταται στο να αγνοούνται οι μη-απαντήσεις. Για παράδειγμα, ρωτάτε τους ανθρώπους: «Υποστηρίζετε την κυβέρνηση Pompidoui;». Καταγράφετε 30% μη-απαντήσεις, 20% ναι, 50% όχι. Μπορείτε να πείτε: το μέρος των ανθρώπων που διάκεινται δυσμενώς είναι μεγαλύτερο από το μέρος των ανθρώπων που διάκεινται ευνοϊκά και επιπλέον υπάρχει το υπόλοιπο του 30%. Μπορείτε επίσης να υπολογίσετε εκ νέου τα ποσοστά υπέρ και κατά εξαιρουμένων των μη-απαντήσεων. Αυτή η απλή επιλογή είναι μια θεωρητική λειτουργία καταπληκτικής σημασίας πάνω στην οποία θα ήθελα να σκεφτώ μαζί σας.

Το να εξαλείψουμε τις μη-απαντήσεις σημαίνει να κάνουμε αυτό που γίνεται και σε μια εκλογική διαδικασία όπου υπάρχουν λευκά ή άκυρα ψηφοδέλτια· σημαίνει να επιβάλλεται στην έρευνα γνώμης, η υπονοούμενη φιλοσοφία της εκλογικής έρευνας. Αν κοιτάξουμε από πιο κοντά, παρατηρούμε ότι το ποσοστό των μη-απαντήσεων είναι γενικά υψηλότερο μεταξύ των γυναικών από των ανδρών, ότι η διαφορά μεταξύ γυναικών και ανδρών είναι τόσο μεγαλύτερη όσο τα προβλήματα που τίθενται είναι πιο αμιγώς πολιτικής τάξεως. Μια άλλη παρατήρηση: όσο περισσότερο μία ερώτηση σχετίζεται με προβλήματα της μάθησης, της γνώσης, τόσο μεγαλύτερη είναι η απόσταση ανάμεσα στα ποσοστά των μη-απαντήσεων των πιο μορφωμένων από αυτά των λιγότερο μορφωμένων.

Αντίστροφα, όταν οι ερωτήσεις αφορούν ηθικά θέματα, οι διακυμάνσεις των μη-απαντήσεων κατά μορφωτικό επίπεδο είναι ασθενείς (παράδειγμα: «Πρέπει να είμαστε αυστηροί με τα παιδιά;»). Άλλη παρατήρηση: όσο περισσότερο μια ερώτηση θέτει συγκρουσιακά προβλήματα, αναφέρεται σε έναν κόμπο αντιφάσεων (ας πούμε μια ερώτηση σχετικά με την κατάσταση στην Τσεχοσλοβακία για τους ανθρώπους που ψηφίζουν Κομμουνιστικό Κόμμα) όσο περισσότερο μια ερώτηση είναι γεννήτρια εντάσεων για μια συγκεκριμένη κατηγορία, τόσο συχνότερες είναι οι μη-απαντήσεις μέσα στην κατηγορία αυτή. Κατά συνέπεια, η απλή στατιστική ανάλυση των μη-απαντήσεων, μας παρέχει πληροφορίες σχετικά με το τι σημαίνει η ερώτηση όπως επίσης και σχετικά με την υπό εξέταση κατηγορία, με την τελευταία να ορίζεται τόσο από την πιθανότητα που της έχει αποδοθεί να έχει γνώμη όσο και από την δεσμευμένη πιθανότητα ii να έχει θετική ή αρνητική γνώμη.

Η επιστημονική ανάλυση των δημοσκοπήσεων γνώμης δείχνει ότι δεν υπάρχει πρακτικά πρόβλημα-για-όλους, δεν υπάρχει ερώτηση που να μην επανερμηνεύεται σε συνάρτηση με τα συμφέροντα των ανθρώπων στους οποίους τίθεται, έτσι που η πρώτη επιταγή θα ήταν να αναρωτηθούμε σε ποια ερώτηση θεώρησαν ότι απαντούν οι διάφορες κατηγορίες των αποκριθέντων. Μία από τις πιο κακοήθεις επιπτώσεις της δημοσκόπησης γνώμης συνίσταται ακριβώς στο να βάζει τους ανθρώπους να απαντήσουν σε ερωτήσεις που οι ίδιοι δεν έχουν θέσει στον εαυτό τους. Σκεφτείτε για παράδειγμα ερωτήσεις που περιστρέφονται γύρω από ζητήματα ηθικής συμπεριφοράς, σχετικά με τη αυστηρότητα των γονέων, τη σχέση μεταξύ δασκάλου – μαθητή, χειραγωγητική ή μη διδασκαλία κλπ. Προβλήματα που ναι μεν γίνονται τόσο περισσότερο αντιληπτά ως ηθικά, όσο κατεβαίνουμε την κοινωνική ιεραρχία, αλλά τα οποία μπορεί να είναι πολιτικά προβλήματα για τις ανώτερες τάξεις: μια από τις επιπτώσεις της έρευνας συνίσταται στη μετατροπή των ηθικών απαντήσεων σε πολιτικές απαντήσεις, ως απλό επακόλουθο της επιβολής μιας προβληματικής.

Πράγματι, υπάρχουν πολλές αρχές από τις οποίες μπορούμε να παραγάγουμε μια απάντηση. Πρώτα-πρώτα, υπάρχει αυτό που θα μπορούσε να ονομαστεί πολιτική ικανότητα σε αναφορά προς έναν ορισμό της πολιτικής που να είναι τόσο αυθαίρετος όσο και νόμιμος, δηλαδή, κυρίαρχος και συγκεκαλυμμένος ως τέτοιος. Αυτή η πολιτική ικανότητα δεν είναι καθολικά διαδεδομένη. Ποικίλλει περίπου όπως το επίπεδο της εκπαίδευσης. Με άλλα λόγια, η πιθανότητα να έχει κανείς άποψη για όλα τα ζητήματα που αφορούν πολιτική γνώση είναι αρκετά συγκρίσιμη με την πιθανότητα να πάει στο μουσείο. Παρατηρούνται φανταστικές αποκλίσεις: εκεί όπου ο δείνα φοιτητής στρατευμένος σε μια αριστερή κίνηση, αντιλαμβάνεται δεκαπέντε διακρίσεις στα αριστερά του PSUiii, για το μέσο στέλεχος δεν υπάρχει τίποτα. Από όλο το πολιτικό φάσμα (άκρα αριστερά, αριστερά, κεντρο-αριστερά, κέντρο, κέντρο-δεξιά, δεξιά, άκρα δεξιά, κλπ.) που οι έρευνες «πολιτικής επιστήμης» χρησιμοποιούν ως αυτονόητο, ορισμένες κοινωνικές κατηγορίες χρησιμοποιούν εντατικά μια μικρή γωνιά της άκρας αριστεράς, άλλες χρησιμοποιούν μόνο το κέντρο, άλλες χρησιμοποιούν το σύνολο της κλίμακας.

Τελικά, οι εκλογές είναι η συναγωγή τελείως διαφορετικών διαστημάτων· προσθέτουν ανθρώπους που μετρούν σε εκατοστά με ανθρώπους που μετρούν σε χιλιόμετρα ή καλύτερα, ανθρώπους που διαβαθμίζουν από 0 έως 20 με ανθρώπους που διαβαθμίζουν από το 9 μέχρι το 11. Η πολιτική ικανότητα μετριέται μεταξύ άλλων και με το βαθμό της λεπτότητας της αντίληψης (τα ίδια και στην αισθητική, όπου μερικοί μπορούν να διακρίνουν πέντε ή έξι διαδοχικούς τρόπους ενός και μόνου ζωγράφου).

Η σύγκριση αυτή μπορεί να προωθηθεί περαιτέρω. Στο ζήτημα της αισθητικής αντίληψης, υπάρχει πρώτα μια προκαταρκτική προϋπόθεση: πρέπει οι άνθρωποι να σκέφτονται το έργο τέχνης ως έργο τέχνης, ύστερα, αφού γίνει αντιληπτό ως έργο τέχνης, είναι απαραίτητο να διαθέτουν κατηγορίες της αντίληψης για να την χτίσουν να την δομήσουν κλπ. Ας υποθέσουμε μια ερώτηση διατυπωμένη έτσι: «Υποστηρίζετε τη χειραγωγούμενη ή τη μη χειραγωγούμενη εκπαίδευση;» Για κάποιους, αυτή η ερώτηση μπορεί να συγκροτείται ως πολιτική, ενσωματώνοντας μέσα σε μια συστηματική άποψη της κοινωνίας την αναπαράσταση των σχέσεων γονέα-παιδιού. Για άλλους, είναι καθαρό ζήτημα ηθικής συμπεριφοράς.

Έτσι, το ερωτηματολόγιο που επεξεργαστήκαμε και μέσα στο οποίο ρωτάμε τους ανθρώπους, αν, για αυτούς, είναι πολιτική ή όχι να απεργούν, να έχουν μακριά μαλλιά, να συμμετέχουν σε ποπ φεστιβάλ, κλπ.., αποκαλύπτει πολύ μεγάλες διακυμάνσεις ανάλογα με τις κοινωνικές τάξεις. Η πρώτη προϋπόθεση για να απαντήσει κανείς επαρκώς σε μια πολιτική ερώτηση συνίσταται στο να είναι σε θέση να την συγκροτήσει ως πολιτική. Η δεύτερη, αφού την συγκρότησε ως πολιτική, συνίσταται στο να είναι σε θέση να της εφαρμόσει καθαρά πολιτικές κατηγορίες που μπορεί να είναι περισσότερο ή λιγότερο επαρκείς, περισσότερο ή λιγότερο εκλεπτυσμένες, κλπ..Αυτές είναι οι ειδικές συνθήκες παραγωγής των απόψεων, αυτές οι οποίες η έρευνα γνώμης υποθέτει ότι πληρούνται καθολικά και ομοιόμορφα από το πρώτο αίτημα, ότι δηλαδή ο όλος ο κόσμος μπορεί να παραγάγει μια γνώμη.

Δεύτερη αρχή από την οποία οι άνθρωποι μπορούν να παράγουν μια γνώμη, είναι αυτό που εγώ αποκαλώ το «ήθος της τάξης» (για να μην πω «ηθική της τάξης»), δηλαδή ένα σύστημα αρρήτων υπονοούμενων αξιών που οι άνθρωποι έχουν εσωτερικεύσει από την παιδική τους ηλικία και με αφετηρία το οποίο παράγουν απαντήσεις σε πολύ διαφορετικά προβλήματα. Οι απόψεις που μπορούν οι άνθρωποι να ανταλλάσσουν μετά τη λήξη ενός ποδοσφαιρικού αγώνα μεταξύ του Roubaix και της Valenciennes χρωστούν ένα μεγάλο μέρος της συνοχής τους, της λογική τους, στο ήθος της τάξης. Ένα σωρό απαντήσεις που θεωρούνται πολιτικές απαντήσεις, παράγονται στην πραγματικότητα από το ήθος της τάξης και με μιας μπορούν να επενδύσουν μια αρκετά διαφορετική σημασία όταν ερμηνεύονται στο πολιτικό πεδίο.

Εδώ, πρέπει να αναφερθώ σε μια κοινωνιολογική παράδοση, διαδεδομένη, ιδίως μεταξύ ορισμένων κοινωνιολόγων της πολιτικής στις Ηνωμένες Πολιτείες, που μιλούν πολύ κοινά για έναν συντηρητισμό και έναν αυταρχισμό των λαϊκών τάξεων. Αυτές οι θέσεις θεμελιώνονται στη διεθνή σύγκριση ερευνών ή εκλογών, που τείνουν να δείχνουν ότι κάθε φορά που ερωτώνται οι λαϊκές τάξεις σε κάποια χώρα, για θέματα που αφορούν τις σχέσεις κύρους, την ατομική ελευθερία, την ελευθερία του Τύπου, κλπ., δίνουν απαντήσεις πιο «αυταρχικές» από τις άλλες τάξεις, εξ ου και συμπεραίνουν ότι υπάρχει παγκοσμίως μια σύγκρουση μεταξύ των δημοκρατικών αξιών (στον συγγραφέα που έχω στο μυαλό μου, το Lipset, είναι Αμερικανικές δημοκρατικές αξίες) και των εσωτερικευμένων από τις λαϊκές τάξεις αξιών, αυταρχικού και καταπιεστικού τύπου. Από εκεί αντλούν ένα είδος εσχατολογικού οράματος: ας ανεβάσουμε το βιοτικό επίπεδο, ας ανεβάσουμε το επίπεδο εκπαίδευσης και, δεδομένου ότι η ροπή προς την καταπίεση, τον αυταρχισμό, κ.λπ., συνδέεται με τα χαμηλά εισοδήματα, τα χαμηλά επίπεδα εκπαίδευσης, κλπ.., θα παραγάγουμε με αυτόν τον τρόπο καλούς πολίτες της αμερικανικής δημοκρατίας. Με την δική μου έννοια αυτό που βρίσκεται υπό συζήτηση είναι η σημασία των απαντήσεων σε ορισμένες ερωτήσεις. Ας υποθέσουμε ένα σύνολο ερωτήσεων του ακόλουθου τύπου:

Είστε υπέρ της ισότητας των φύλων; Είστε υπέρ της σεξουαλικής ελευθερίας των συζύγων; Είστε υπέρ της μη-καταπιεστικής εκπαίδευσης; Εσείς συμφωνείτε με τη νέα κοινωνία; κλπ.. Ας υποθέσουμε κι ένα άλλο σύνολο ερωτήσεων όπως: Θα πρέπει οι καθηγητές να κατέβουν σε απεργία, όταν η κατάστασή τους απειλείται; Οι εκπαιδευτικοί πρέπει να είναι αλληλέγγυοι με τους άλλους δημόσιους λειτουργούς κατά τη διάρκεια των κοινωνικών συγκρούσεων; κλπ.. Αυτά τα δύο σύνολα ερωτήσεων δίνουν απαντήσεις αυστηρά αντίστροφης δομής υπό την οπτική της αναφοράς τους στις κοινωνικές τάξεις: το πρώτο σύνολο ερωτήσεων, που αφορά έναν ορισμένο τύπο νεωτερισμού στις κοινωνικές σχέσεις, στη συμβολική μορφή των κοινωνικών σχέσεων, υποκινεί απαντήσεις τόσο πιο ευνοϊκές όσο ανεβαίνουμε στην κοινωνική ιεραρχία και στην ιεραρχία του μορφωτικού επιπέδου. Αντιστρόφως, τα ζητήματα που σχετίζονται με πραγματικές μεταβολές των σχέσεων εξουσίας μεταξύ των τάξεων υποκινούν απαντήσεις όλο και πιο δυσμενείς όσο ανεβαίνουμε την κοινωνική ιεραρχία.

Εν ολίγοις, η πρόταση «Οι λαϊκές τάξεις είναι καταπιεστικές» δεν είναι ούτε αληθής, ούτε ψευδής. Είναι αληθής, στο μέτρο που, μπροστά σε ένα ολόκληρο σύνολο προβλημάτων που άπτονται των οικογενειακών ηθών (morale domestique), των σχέσεων μεταξύ των γενεών και μεταξύ των φύλων, οι λαϊκές τάξεις έχουν την τάση να δείχνονται πολύ πιο αυστηρών ηθών από όσο οι άλλες κοινωνικές τάξεις. Αντίθετα, στα θέματα πολιτικής δομής, τα οποία διακυβεύουν τη διατήρηση ή το μετασχηματισμό της κοινωνικής ευταξίας, και όχι πια μόνο τη διατήρηση ή το μετασχηματισμό των τρόπων σχέσης μεταξύ ατόμων, οι λαϊκές τάξεις είναι πολύ πιο ευνοϊκές στον νεωτερισμό, δηλαδή, στο μετασχηματισμό των κοινωνικών δομών. Βλέπετε πώς, ορισμένα από τα προβλήματα που τέθηκαν το Μάιο του 1968, συχνά κακώς τοποθετημένα, στη σύγκρουση μεταξύ του Κομμουνιστικού Κόμματος και των αριστεριστών, αφορούν πολύ άμεσα στο κεντρικό πρόβλημα που προσπάθησα να θέσω απόψε, αυτό της φύσης των απαντήσεων, δηλαδή, της αρχής από την οποία παράγονται. Η αντιπαράθεση που έκανα ανάμεσα σε αυτές τις δύο ομάδες ερωτήσεων ανατρέχει πράγματι πίσω στη διαμάχη ανάμεσα σε δύο αρχές παραγωγής απόψεων: μια αρχή καθαρά πολιτική και μία ηθική αρχή, το πρόβλημα του συντηρητισμού των λαϊκών τάξεων είναι το προϊόν της άγνοιας αυτής της διάκρισης.

Η επιβολή προβληματικής, επίδραση που ασκείται από κάθε δημοσκόπηση γνώμης και κάθε πολιτικό ερώτημα (αρχίζοντας από το εκλογικό), οφείλεται στο γεγονός ότι οι ερωτήσεις που περιλαμβάνει μια έρευνα γνώμης δεν είναι ερωτήσεις που τίθενται πραγματικά σε όλους τους ερωτώμενους και ότι οι απαντήσεις δεν ερμηνεύονται σε συνάρτηση με την προβληματική αναφορικά με την οποία οι διάφορες κατηγορίες των ερωτηθέντων έχουν πράγματι απαντήσει. Έτσι, την κυρίαρχη προβληματική, της οποίας μια εικόνα παρέχει ο κατάλογος των ερωτήσεων που τέθηκαν εδώ και δύο χρόνια από τα ινστιτούτα δημοσκοπήσεων, δηλαδή την προβληματική που αφορά κυρίως τους ανθρώπους που κατέχουν την εξουσία και οι οποίοι επιθυμούν να είναι ενημερωμένοι για τα μέσα οργάνωσης της πολιτικής τους δράσης, οι διάφορες κοινωνικές τάξεις την θέτουν υπό έλεγχο με πολύ άνισο τρόπο. Και, το σημαντικότερο, αυτές οι κοινωνικές τάξεις είναι λίγο πολύ ικανές να παραγάγουν μία αντι-προβληματική.

Με ευκαιρία την τηλεοπτική αντιπαράθεση μεταξύ Servan-Schreiber και Giscard d’Estaing, ένα ινστιτούτο δημοσκοπήσεων γνώμης είχε θέσει ερωτήσεις όπως: «Η σχολική επιτυχία εξαρτάται από τα χαρίσματα, την ευφυΐα, την εργασία, την αξία;» Οι συλλεχθείσες απαντήσεις προσφέρουν πραγματικά πληροφορία (εν αγνοία εκείνων που τις παρήγαγαν) για το βαθμό στον οποίο οι διάφορες κοινωνικές τάξεις έχουν συνείδηση των νόμων της κληρονομικής μετάδοσης του πολιτιστικού κεφαλαίου: η προσκόλληση στον μύθο του χαρίσματος και της ανόδου μέσα από το σχολείο, της σχολικής δικαιοσύνης, της ισότητας στην κατανομή των θέσεων με βάση τους τίτλους, κλπ., είναι πολύ ισχυρή στις λαϊκές τάξεις. Η αντι-προβληματική μπορεί να υπάρχει για κάποιους διανοούμενους, αλλά δεν έχει καμία κοινωνική ισχύ, κι ας έχει υιοθετηθεί από έναν αριθμό κομμάτων και ομάδων. Η επιστημονική αλήθεια υπόκειται στους ίδιους νόμους διάχυσης όπως και η ιδεολογία. Μια επιστημονική πρόταση είναι σαν μια παπική βούλα για τον έλεγχο των γεννήσεων, κηρύττει μόνο για τους πιστούς.

Προσαρτούμε την ιδέα της αντικειμενικότητας σε μια έρευνα γνώμης με το να θέσουμε την ερώτηση υπό τους πιο ουδέτερους όρους ώστε να δώσει όλες τις ευκαιρίες σε όλες τις απαντήσεις. Στην πραγματικότητα, η δημοσκόπηση γνώμης θα ήταν πιθανότατα πλησιέστερη σε αυτό που συμβαίνει στην πραγματικότητα εάν, παραβιάζοντας εντελώς τους κανόνες της «αντικειμενικότητας», δίνονταν στους ανθρώπους τα μέσα για να τοποθετηθούν όπως πραγματικά τοποθετούνται στην πραγματική πρακτική, δηλαδή σε σχέση με τις ήδη διαμορφωμένες απόψεις, εάν, αντί να λέει, για παράδειγμα, «Υπάρχουν άνθρωποι υπέρ του ελέγχου των γεννήσεων, άλλοι είναι κατά· εσείς;… » διατυπωνόταν μια σειρά διεξοδικών τοποθετήσεων των ομάδων που είναι εντεταλμένες να συγκροτούν τις γνώμες και να τις διανέμουν, με τέτοιο τρόπο ώστε οι άνθρωποι να μπορούν να τοποθετηθούν εν αναφορά με τις ήδη συγκροτημένες απαντήσεις. Μιλάμε κοινώς για «λήψεις θέσης». Υπάρχουν θέσεις που έχουν ήδη προβλεφθεί και τις παίρνουμε. Όμως δεν τις παίρνουμε στην τύχη. Παίρνουμε τις θέσεις που είμαστε προδιατεθειμένοι να πάρουμε σε συνάρτηση με τη θέση που καταλαμβάνουμε σε ένα συγκεκριμένο πεδίο. Μια αυστηρή ανάλυση στοχεύει να εξηγήσει τις σχέσεις μεταξύ της δομής των θέσεων που παίρνουμε και της δομής του πεδίου των θέσεων που αντικειμενικά καταλαμβάνουμε.

Αν οι δημοσκοπήσεις γνώμης αποδεικνύονται ανεπαρκείς για να αδράξουν τις δυνητικές καταστάσεις της γνώμης και ακριβέστερα τις κινήσεις της γνώμης, είναι γιατί, μεταξύ άλλων λόγων, η κατάσταση μέσα στην οποία συλλαμβάνουν τις γνώμες είναι τελείως τεχνητή. Σε καταστάσεις όπου συγκροτείται η γνώμη, ιδιαίτερα σε καταστάσεις κρίσης, οι άνθρωποι βρίσκονται μπροστά σε συγκροτημένες γνώμες, γνώμες που υποστηρίζονται από ομάδες, έτσι ώστε η επιλογή μεταξύ γνωμών είναι πολύ προφανώς η επιλογή μεταξύ των ομάδων. Αυτή είναι η αρχή του αποτελέσματος της πολιτικοποίησης το οποίο παράγει η κρίση: πρέπει να επιλέξεις ανάμεσα σε ομάδες που αυτοπροσδιορίζονται πολιτικά και να προσδιορίζεις όλο και περισσότερο τις λήψεις θέσεων σε συνάρτηση με αρχές προδήλως πολιτικές.

Στην πραγματικότητα, αυτό που μου φαίνεται σημαντικό, είναι ότι η δημοσκόπηση γνώμης μεταχειρίζεται την κοινή γνώμη ως ένα απλό άθροισμα ατομικών γνωμών, που συλλέγονται μέσα σε μια κατάσταση που κατά βάθος είναι εκείνη του εκλογικού παραβάν, όπου το άτομο θα εκφράσει λαθραία μέσα στην απομόνωση μια απομονωμένη γνώμη. Σε πραγματικές συνθήκες, οι απόψεις είναι δυνάμεις και οι σχέσεις των γνωμών είναι συγκρούσεις ισχύος μεταξύ των ομάδων.

Ένας άλλος νόμος ανακύπτει από τις αναλύσεις αυτές: έχουμε τόσες περισσότερες γνώμες για ένα πρόβλημα, όσο περισσότερο ενδιαφερόμενοι είμαστε για αυτό το πρόβλημα, δηλαδή όσο περισσότερο συμφέρον έχουμε σε αυτό το πρόβλημα. Για παράδειγμα, προκειμένου για το εκπαιδευτικό σύστημα, το ποσοστό των απαντήσεων είναι πολύ στενά συνδεδεμένο με το βαθμό της εγγύτητας προς το εκπαιδευτικό σύστημα, και η πιθανότητα να έχουμε γνώμη μεταβάλλεται σε συνάρτηση με την πιθανότητα να έχουμε εξουσία πάνω από αυτό για το οποίο γνωμοδοτούμε. Η γνώμη που παρουσιάζεται ως τέτοια, αυθόρμητα, είναι η γνώμη των ανθρώπων των οποίων η γνώμη βαραίνει, όπως λένε. Αν ένας υπουργός εθνικής Παιδείας δρούσε σε συνάρτηση με μια δημοσκόπηση γνώμης (ή τουλάχιστον με μια επιφανειακή ανάγνωση της έρευνας), δεν θα έκανε αυτό που κάνει όταν δρα πραγματικά ως πολιτικός, δηλαδή, με βάση τα τηλεφωνήματα που δέχεται, την επίσκεψη του τάδε συνδικαλιστή, του δείνα πρύτανη, κλπ.. Στην πραγματικότητα, δρα με βάση εκείνες τις πραγματικά συγκροτημένες δυνάμεις γνώμης που δεν συρρέουν στην αντίληψή του παρά στο μέτρο που έχουν ισχύ και που έχουν ισχύ, επειδή είναι κινητοποιημένες.

Προκειμένου να προβλεφτεί τι θα απογίνει το Πανεπιστήμιο στα επόμενα δέκα χρόνια, νομίζω ότι η κινητοποιημένη γνώμη συνιστά την καλύτερη βάση. Ωστόσο, το γεγονός, που μαρτυρούν οι μη-απαντήσεις, ότι οι διαθέσεις ορισμένων κατηγοριών δεν φτάνουν την κατάσταση της γνώμης, δηλαδή, συγκροτημένου λόγου που διεκδικεί συνεκτικότητα, διεκδικεί να ακουστεί, να επιβληθεί κλπ., δεν θα πρέπει να μας κάνει να συμπεράνουμε ότι, σε καταστάσεις κρίσης, οι άνθρωποι που δεν είχαν γνώμη θα επιλέξουν στην τύχη: εάν το πρόβλημα είναι πολιτικά συγκροτημένο γι’ αυτούς (τα προβλήματα μισθών, ποσοστού εργασίας για τους εργάτες), θα επιλέξουν με όρους πολιτικής ικανότητας· εάν πρόκειται για ένα πρόβλημα που είτε δεν είναι πολιτικά συγκροτημένο γι’ αυτούς (καταπιεστικότητα στις σχέσεις στο εσωτερικό της επιχείρησης) είτε είναι υπό συγκρότηση, θα καθοδηγηθούν από το βαθιά ασυνείδητο σύστημα διαθέσεων που προσανατολίζει τις επιλογές τους στα πιο διαφορετικά πεδία, από την αισθητική ή τον αθλητισμό μέχρι τις οικονομικές προτιμήσεις. Η παραδοσιακή δημοσκόπηση γνώμης αγνοεί τόσο τις ομάδες πίεσης όσο και τις δυνητικές διαθέσεις που μπορεί να μην εκφραστούν με τη μορφή δήλου λόγου. Γι’ αυτό και δεν είναι σε θέση να παραγάγει την παραμικρή εύλογη πρόβλεψη για το τι θα συνέβαινε σε κατάσταση κρίσης.

Ας υποθέσουμε ένα πρόβλημα, όπως εκείνο του εκπαιδευτικού συστήματος. Μπορούμε να ρωτήσουμε: «Ποια είναι η γνώμη σας για την πολιτική του Edgar Faureiv;» Είναι μια ερώτηση πολύ κοντινή σε μια εκλογή έρευνα, με την έννοια ότι είναι η νύχτα όπου όλες οι αγελάδες είναι μαύρες: όλος ο κόσμος συμφωνεί πάνω – κάτω, χωρίς να γνωρίζει σε τι. Γνωρίζουμε τι σήμαινε η ομόφωνη ψήφιση του νόμου Faure στην Εθνοσυνέλευση. Στη συνέχεια να ρωτήσουμε: «Υποστηρίζετε την εισαγωγή της πολιτικής στα λύκεια;» Εδώ, παρατηρούμε ένα πολύ σαφές χάσμα.

Παρομοίως όταν ρωτάμε: «Οι καθηγητές μπορούν να απεργήσουν;» Σε αυτή την περίπτωση, τα μέλη των λαϊκών τάξεων, με μια μεταφορά της πολιτικής τους ικανότητας, ξέρουν τι ν’ απαντήσουν. Μπορούμε ακόμα να ρωτήσουμε: «Πρέπει να αλλάξουν τα προγράμματα; Υποστηρίζετε τον συνεχή έλεγχο; Υποστηρίζετε την εισδοχή των γονέων των μαθητών στους συλλόγους των εκπαιδευτικών; Υποστηρίζετε την κατάργηση της agrégationv; κλπ» Κάτω από την ερώτηση «Είστε υπέρ του Edgar Faure;» υπήρχαν όλα αυτά τα ερωτήματα και οι άνθρωποι έλαβαν θέση με μιας σε ένα σύνολο προβλημάτων που ένα καλό ερωτηματολόγιο δεν θα μπορούσε να θέσει παρά μέσω εξήντα τουλάχιστον ερωτήσεων για τις οποίες θα παρατηρούσαμε διακυμάνσεις προς πάσα κατεύθυνση. Σε μία περίπτωση οι γνώμες θα ήταν θετικά συνδεδεμένες με τη θέση στην κοινωνική ιεραρχία, σε μια άλλη αρνητικά, σε ορισμένες περιπτώσεις πολύ ισχυρά, σε άλλες περιπτώσεις ασθενώς ή καθόλου.

Αρκεί να σκεφτούμε ότι η εκλογική διαδικασία αντιπροσωπεύει το όριο μιας ερώτησης όπως η «Είστε υπέρ του Edgar Faure;» για να καταλάβουμε ότι οι ειδικοί της πολιτικής κοινωνιολογίας θα μπορούσαν να σημειώσουν πως η σχέση που συνήθως παρατηρείται, σχεδόν σε όλες τις περιοχές της κοινωνικής πρακτικής, μεταξύ της κοινωνικής τάξης και των πρακτικών ή των γνωμών, είναι πολύ ασθενής όταν πρόκειται για εκλογικά φαινόμενα, σε τέτοιο βαθμό που ορισμένοι δεν διστάζουν να καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει καμία σχέση ανάμεσα στην κοινωνική τάξη και το γεγονός της ψήφου στην δεξιά ή στην αριστερά.

Αν κρατήσετε κατά νου ότι μια εκλογική διαδικασία θέτει σε μία μόνη συγκρητική ερώτηση αυτό που δεν θα μπορούσαμε εύλογα να προσποριστούμε παρά με διακόσιες ερωτήσεις, ότι οι μεν μετράνε σε εκατοστά και οι άλλοι σε χιλιόμετρα, ότι η στρατηγική των υποψηφίων συνίσταται στο να το θέτουν παραπειστικά τις ερωτήσεις και να ποντάρουν το μέγιστο στην απόκρυψη των χασμάτων για να κερδίσουν τις φωνές που επιπλέουν και τόσες άλλες επιπτώσεις , θα συμπεράνετε ότι πρέπει ίσως να θέσουμε αντιστρόφως το παραδοσιακή ερώτημα για τη σχέση μεταξύ της ψήφου και της κοινωνικής τάξης και να αναρωτηθούμε πώς γίνεται και διαπιστώνουμε παρόλα αυτά μια σχέση, έστω ασθενή. Να αναρωτηθούμε σχετικά με τη λειτουργία του εκλογικού συστήματος, ενός οργάνου το οποίο, με την ίδια του τη λογική, τείνει να μειώσει συγκρούσεις και χάσματα. Το σίγουρο είναι πως μελετώντας τη λειτουργία της δημοσκόπησης γνώμης, μπορούμε να πάρουμε μια ιδέα του τρόπου με τον οποίο λειτουργεί αυτό το ιδιαίτερο είδος δημοσκόπησης γνώμης που είναι η εκλογική διαδικασία και το αποτέλεσμα που παράγει.

Εν συντομία, ήθελα πραγματικά να πω ότι η κοινή γνώμη δεν υπάρχει, υπό την μορφή εν πάση περιπτώσει που ισχυρίζονται όσοι έχουν συμφέρον να βεβαιώνουν την ύπαρξή της. Είπα ότι υπήρχαν από τη μια μεριά γνώμες συγκροτημένες, κινητοποιημένες , ομάδες πίεσης κινητοποιημένες γύρω από ένα σύστημα συμφερόντων ρητώς διατυπωμένων, και από την άλλη μεριά, διαθέσεις οι οποίες, εξ ορισμού, είναι δεν είναι γνώμες, αν εννοούμε με αυτό, όπως έχω κάνει σε όλη αυτή την ανάλυση, κάτι που μπορεί να διαμορφωθεί σε λόγο με κάποιες αξιώσεις συνοχής. Αυτός ο ορισμός της γνώμης δεν είναι η γνώμη μου για τη γνώμη. Είναι απλά η ρητή διατύπωση του ορισμού που εφαρμόζουν οι δημοσκοπήσεις γνώμης ζητώντας από τους ανθρώπους να λάβουν θέση πάνω σε διατυπωμένες γνώμες και παράγοντας από αυτό, με απλή στατιστική συναγωγή γνωμών που παράγονται έτσι, αυτό το τεχνούργημα που είναι η κοινή γνώμη. Απλά λέω ότι η κοινή γνώμη, με την έννοια την σιωπηρά αποδεκτή από εκείνους που κάνουν δημοσκοπήσεις γνώμης ή από εκείνους που χρησιμοποιούν τα αποτελέσματά τους, απλά λέω ότι αυτή εδώ η γνώμη δεν υπάρχει.

 

 

Μετάφραση: Παραναγνώστης

 

 

Σημειώσεις του Μεταφραστή

 

 

 

i Georges Jean Raymond Pompidou (1911 – 1974) Γκωλικός πολιτικός, μακρόβιος πρωθυπουργός της 5ης Γαλλικής Δημοκρατίας (1962 – 1968) και πρόεδρός της, από το 1969 μέχρι το θάνατό του το 1974. Βρέθηκε επικεφαλής της κυβέρνησης που κατέστειλε την εξέγερση του 1968 απομονώνοντας τους φοιτητές από τους εργάτες με το κόλπο της Συνδιάσκεψης της Grenelle όπου η ελεγχόμενη από το ΚΚΓ CGT κάθισε στο τραπέζι με την κυβέρνηση και την εργοδοσία για να να αποτρέψουν την εξάπλωση της φοιτητικής εξέγερσης στα εργοστάσια.

Η συμφωνία της Grenelle στις 27 Μαΐου 1968 προέβλεπε αύξηση 35% στον κατώτατο μισθό και 10% πραγματική αύξηση του μέσου μισθού. Η βάση απέρριψε τη συμφωνία αλλά η ζημιά είχε γίνει και στις 30 Μαΐου 1968 ο De Gaulle επιστρέφοντας από το Baden-Baden και έχοντας εξασφαλίσει, για κάθε ενδεχόμενο, την στρατιωτική υποστήριξη του στρατηγού Jacques Massu, διοικητή των Γαλλικών δυνάμεων στη Γερμανία, διοργανώνει μεγάλο συλλαλητήριο στα Ηλύσια Πεδία και διαλύει το κοινοβούλιο. Στις εκλογές της 30ης Ιουνίου, όπου το κόμμα του UDR σαρώνει: 293 από τις 378 έδρες! Ο Μάης του 1968 είχε τελειώσει!

ii Η πιθανότητα να έχει κάποιος που επιλέγεται τυχαία θετική (ή αρνητική) γνώμη υπό την προϋπόθεση ότι περιλαμβάνεται σε αυτούς που έχουν κάποια γνώμη

iii Parti Sosialiste Unifié, Ενοποιημένο Σοσιαλιστικό Κόμμα. Ιδρύθηκε το 1960 από σοσιαλιστές αντιαποικιακών αντιλήψεων, τροτσκιστές και διαφωνούντες του ΚΚΓ. Το Μάη του 1968 υποστήριξε τους εξεγερμένους φοιτητές και τα αυτοδιαχειριστικά εγχειρήματα των εργοστασίων. Με την «αποκατάσταση της τάξης», τον Ιούνιο του 68 βρέθηκε εκτός κοινοβουλίου. Στο 7ο Συνέδριό του το 1971 στη Lille η κίνηση του Rocard (που το 1974 θα μεταπηδήσει στο κόμμα του Mitterrand) πήρε 53%, οι τροτσκιστές 14% και οι μαοϊκοί 12%. Μετά από αλλεπάλληλες διασπάσεις το PSU διαλύθηκε επισήμως το 1990.

iv Edgar Faure (1908 – 1988), πολιτικός του Ριζοσπαστικού κόμματος, του «επίσημου» κόμματος της αστικής τάξης κατά το μεσοπόλεμο. Στα πρώτα χρόνια της 5ης Γαλλικής Δημοκρατίας ο Faure υπήρξε γεφυροποιός ανάμεσα στο κεντροδεξιό πια Ριζοσπαστικό κόμμα και στους Γκωλικούς. Τον Ιούνιο του 1968 του ανατέθηκε το καυτό υπουργείο παιδείας και τον Νοέμβριο του ιδίου χρόνου κατέθεσε προς ψήφιση τον νόμο πλαίσιο για τα Πανεπιστήμια που πήρε το όνομά του.

Ο νόμος Faure ενσωμάτωνε κάποιες διεκδικήσεις του Μάη του 1968, με τον τρόπο βέβαια που τις καταλάβαινε ο Faure, όπως η συμμετοχή στη διοίκηση των πανεπιστημίων όλων των εμπλεκομένων, των φοιτητών συμπεριλαμβανομένων, και η διευκόλυνση των μετεγγραφών μεταξύ επιστημονικών πεδίων. Μετέθεσε επίσης κατά 2 χρόνια την διδασκαλία των Λατινικών στα λύκεια. Αυτό μαζί με την οργάνωση βελτιωμένων φοιτητικών εστιατορίων ήταν το καρώτο που ακολούθησε την καταστολή του Μάη.

Αξιοσημείωτη είναι η αναλογία με το 1936. Τότε είχαμε κοινοβουλευτική στήριξη του σταλινικού ΚΚΓ προς την κυβέρνηση των Ριζοσπαστών – Σοσιαλιστών και τις πυροσβεστικές πολιτικές του απέναντι στους εργατικούς αγώνες (από τότε και η δυσώνυμη ρήση του Maurice Thorez «πρέπει να ξέρεις να τερματίζεις μια απεργία»). Τότε λοιπόν, μαζί με την αντεπαναστατική δράση του ΚΚΓ, μαζί με την κρατική καταστολή, υπήρξε και ένα καρώτο των Ριζοσπαστών και των Σοσιαλιστών του Bloom: 40ωρο και θέσπιση του επιδόματος αδείας. Το ΚΚΓ φυσικά επέχαιρε, επικροτούσε και στήριζε κοινοβουλευτικά.

Τα ίδια επαναλήφθηκαν και το 68. Εχθρικό το ΚΚΓ προς την εξέγερση και τις καταλήψεις των εργοστασίων σκαρώνει στην οδό Grenelle την ομώνυμη συμφωνία με το κράτος και τα αφεντικά ως το καρώτο για τους εργάτες. Μαζί με την καταστολή από το κράτος, να και το καρώτο για φοιτητές: ο νόμος Faure συν τα καλύτερα φοιτητικά εστιατόρια της Ευρώπης.

Η γαλλική αστική τάξη την έβγαλε καθαρή σε δύο προ-επαναστατικές καταστάσεις με το ίδιο κόλπο! Τη δεύτερη φορά όμως τα πράγματα ήταν πιο εύκολα και δεν χρειάστηκε η κοινοβουλευτική συνδρομή του ΚΚΓ για τη στήριξη της κυβέρνησης. Εντούτοις πρώτα βγαίνει η ψυχή και μετά το χούι: Το ΚΚΓ απείχε από την ψηφοφορία για το νόμο Faure ο οποίος ευτύχησε έτσι να ψηφιστεί ομόφωνα από το κοινοβούλιο. Σε αυτή την ομοφωνία αναφέρεται και το κείμενο του Bourdieu.

v Οι μετά από μονοετή, επιπλέον του πτυχίου (maîtrise) φοίτηση, εξετάσεις εισδοχής καθηγητών στη λυκειακή βαθμίδα εκπαίδευσης

 

 

 

 

 

 

Αναδημοσίευση απο: http://paranagnostis.blogspot.gr/2013/01/blog-post_13.html

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *