Η Οκτωβριανή Επανάσταση και η αυτοδιάθεση των μουσουλμανικών λαών της Ασίας

 

Μουσουλμάνοι μαχητές εντάσσονται στον Κόκκινο Στρατό, 1918.

 

 

Η Οκτωβριανή Επανάσταση και η αυτοδιάθεση των μουσουλμανικών λαών της Ασίας

 

 

Η περίπτωση των μουσουλμανικών λαών της Ασίας

 

 

Οι χώρες των ανατολικών συνόρων

 

 

Τα δυτικά σύνορα της ΡΣΟΣΔ κατοικούνταν από λαούς που, άσχετα από το αν ήταν σλαβικοί ή όχι, συμμετείχαν λιγότερο ή περισσότερο στον ευρωπαϊκό πολιτισμό, διατηρούσαν τις ρωσικές παραδόσεις, και είχαν φτάσει σε ένα επίπεδο υλικής και πνευματικής ανάπτυξης όχι κατώτερο, και μερικές φορές σημαντικά ανώτερο, από το επίπεδο ανάπτυξης των μεγαλορώσων. Το πρόβλημα των σχέσεων των λαών αυτών με τη μεγαλορωσική κεντρική εξουσία ήταν ανάλογο με το πρόβλημα της θέσης π.χ. των τσέχων μέσα στην Αυτοκρατορία των Αψβούργων πριν από το 1918 ή των σλοβάκων και των γερμανών σουδητών στην Τσεχοσλοβακία μετά το 1918. Οι εναλλακτικές λύσεις της αποχώρησης, της ομοσπονδίας, της αυτονομίας και της πλήρους ενσωμάτωσης ήταν όλες εφικτές και τα επιχειρήματα υπέρ της καθεμιάς απ’ αυτές δεν έλειπαν.

Ανεξάρτητα πάντως από τη λύση που θα δινόταν τελικά, τα προβλήματα που πρόκυπταν ήταν ανάλογα με τα προβλήματα εκείνα που στη Δυτική Ευρώπη ονομάζονταν γενικά «ζήτημα των μειονοτήτων». Οι χώρες των ανατολικών συνόρων, δηλαδή η περιοχή της κοιλάδας του Βόλγα, ο Βόρειος Καύκασος και η Κεντρική Ασία στα ανατολικά της Κασπίας Θάλασσας, παρουσίαζαν διαφορετικού χαρακτήρα προβλήματα. Οι λαοί πού κατοικούσαν σ’ αυτά τα εδάφη άνηκαν, από άποψη καταγωγής, γλώσσας και πολιτισμού, περισσότερο στην Ασία και λιγότερο στην Ευρώπη. Δέκα περίπου εκατομμύρια απ’ αυτούς ήταν ακόμη νομάδες και η πρωτόγονη οργάνωση σε φυλές δεν είχε εκλείψει σαν φαινόμενο. Το βιοτικό και πολιτιστικό επίπεδο αυτών των λαών ήταν πολύ κατώτερο από το επίπεδο των ρώσων και των λαών των χωρών των δυτικών συνόρων. Οι ελάχιστοι ρώσοι πού κατοικούσαν στις περιοχές αυτές ήταν απομονωμένοι μεταξύ τους άποικοι. Στη δεκαετία του 1850 ο Ένγκελς έγραφε:

«Η ρωσική κυριαρχία, παρόλη της τη σκληρότητα και το σλαβικό της πρωτογονισμό, συμβάλλει οπωσδήποτε στον εκπολιτισμό της Μαύρης και της Κασπίας Θάλασσας, της Κεντρικής Ασίας, των Μπασκίρων και των Τατάρων»1.

Τα προβλήματα των σχέσεων των λαών αυτών με την κεντρική εξουσία και τα προβλήματα που γεννούσαν τα σχέδια για χειραφέτηση τους αποτελούσαν μέρος του «αποικιακού» ζητήματος και όχι του ζητήματος «των μειονοτήτων». Τα σχετικά με το θέμα σοβιετικά κείμενα συνδέουν συνήθως στενά το «εθνικό» ζήτημα με το ζήτημα «των αποικιών».

Στις χώρες των δυτικών συνόρων η εφαρμογή της αρχής της αυτοδιάθεσης είχε οδηγήσει μέχρι το τέλος του 1920 στην αναγνώριση ανεξάρτητων μη σοβιετικών δημοκρατιών στην Πολωνία, τη Φινλανδία, την Εσθονία, τη Λεττονία και τη Λιθουανία, και στη δημιουργία των ανεξάρτητων ΣΣΔ της Ουκρανίας και της Λευκορωσίας, οι σχέσεις των οποίων με τη ΡΣΟΣΔ ήταν οπωσδήποτε στενές χωρίς όμως και να έχουν ξεκαθαριστεί απόλυτα. Στην ανατολή η λύση που δόθηκε τελικά στο πρόβλημα ήταν πολύ λιγότερο ξεκάθαρη, πράγμα πού οφείλεται εν μέρει στην πολυπλοκότητα της κατάστασης και εν μέρει στις επιπτώσεις του εμφυλίου πολέμου.

Το γενικό πάντως πλαίσιο ήταν παντού το ίδιο. Στην πρώτη της φάση η επανάσταση είχε διακηρύξει την ανάγκη να εφαρμοστεί η αρχή της αυτοδιάθεσης και είχε οδηγήσει στην προβολή του αιτήματος για αυτονομία μάλλον παρά για πλήρη ανεξαρτησία. Οι μπολσεβίκοι, υποστηρίζοντας την αρχή αυτή με μεγαλύτερη αποφασιστικότητα και συνέπεια από ο,τι η Προσωρινή Κυβέρνηση, εξασφάλισαν αρχικά την χωρίς όρους υποστήριξη των εθνικών κινημάτων των λαών των ανατολικών συνόρων.

Όταν ωστόσο οι ίδιοι αυτοί μπολσεβίκοι εμφανίστηκαν, μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, σαν μια ρωσική κυβέρνηση που κυβερνούσε από την Πετρούπολη, και όταν, περνώντας πλέον στη δεύτερη φάση της επανάστασης, αμφισβήτησαν έμμεσα ή άμεσα το υφιστάμενο κοινωνικό καθεστώς, οι «εθνικοί ηγέτες» των λαών των ανατολικών συνόρων άρχισαν να υποστηρίζουν τις δυνάμεις της αντεπανάστασης.

Οι συνέπειες του γεγονότος αυτού ήταν οι ίδιες όπως και στην περίπτωση της Ουκρανίας. Καθώς οι λευκοί στρατηγοί που πολεμούσαν κατά της σοβιετικής εξουσίας δεν είχαν καμιά συμπάθεια για τις εθνικές επιδιώξεις των καθυστερημένων λαών της πρώην Ρωσικής Αυτοκρατορίας – την οποία ήθελαν μάλιστα να ανασυστήσουν – οι ηγέτες των λαών αυτών βρέθηκαν ανάμεσα στη Σκύλλα της επαναφοράς του τσαρικού ζυγού και τη Χάρυβδη της κοινωνικής επανάστασης. Ο εμφύλιος πόλεμος επομένως οδήγησε σε χρεωκοπία ο,τι θα μπορούσε να ονομαστεί κατ’ αναλογία «αστικό» εθνικό κίνημα των λαών των ανατολικών συνόρων και συνέβαλε στην επιτάχυνση του περάσματος από την εθνική στην κοινωνική επανάσταση που επιδίωκε η σοβιετική κυβέρνηση.

Σε γενικές γραμμές ο εμφύλιος πόλεμος αποτέλεσε τη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στις δύο φάσεις της σοβιετικής πολιτικής στο θέμα των εθνικών διεκδικήσεων των λαών των ανατολικών συνόρων. Οι μουσουλμανικοί πληθυσμοί της τσαρικής αυτοκρατορίας είχαν αρχίσει να δείχνουν σημάδια δυσφορίας ήδη πριν από τη Φεβρουαριανή Επανάσταση2. Ανάμεσα στους τατάρους του Βόλγα, οι όποιοι ήταν οι μόνοι από τους λαούς αυτούς που διέθεταν μια υποτυπώδη εμπορική μεσαία τάξη, ανάμεσα στους γείτονες τους τους μπασκίρους, που παλιότερα ήταν νομάδες αλλά σιγά-σιγά είχαν μετατραπεί σε γεωργούς, και ανάμεσα στους ακόμη κατά βάση νομάδες καζάχους (τους οποίους οι συγγραφείς του 19ου αιώνα ονόμαζαν εσφαλμένα κιργίσιους)3, οι όποιοι κατοικούσαν στις αχανείς στέπες που ξεκινούσαν από τα ανατολικά του Καζάν και κάλυπταν ένα μεγάλο μέρος της Κεντρικής Ασίας, είχαν κάνει την εμφάνιση τους, μετά το 1905, νεαρά εθνικά κινήματα υποκινούμενα από μικρές ομάδες διανοουμένων.

Τα κινήματα αυτά ενισχύθηκαν από την πολιτική εποικισμού των τσάρων, οι οποίοι είχαν προσπαθήσει να επεκτείνουν και να βελτιώσουν την καλλιέργεια του εδάφους τόσο μετακινώντας το ντόπιο πληθυσμό όσο και μεταφέροντας αποίκους από άλλες περιοχές. Η καταπάτηση των παραδοσιακών βοσκότοπων των καζάχων και η εγκατάσταση ρώσων αποίκων σ’ αυτούς ήταν μόνιμη πηγή δυσαρέσκειας του λάου αυτού και, σε συνδυασμό με την απόπειρα επιστράτευσης τους για υποχρεωτική εργασία στη διάρκεια του πολέμου, προκάλεσε μια σοβαρή εξέγερση τους το 1916. Νοτιότερα, στους λιγότερο νομαδικούς λαούς της Χίβας, της Μπουχάρας και του Τουρκεστάν – στα εδάφη της μεσαιωνικής αυτοκρατορίας του Τζέγκινς Χάν – επικρατούσε ο ίδιος αναβρασμός. Το χειμώνα του 1916-17 ο ημιανεξάρτητος χάν της Μπουχάρας αναγκάστηκε να ζητήσει τη βοήθεια των ρωσικών στρατευμάτων για να καταστείλει μια εξέγερση των υπηκόων του.

Τα συμπτώματα αυτά ήταν προάγγελοι των γεγονότων του 1917. Όταν το Μάιο της χρονιάς εκείνης συνήλθε στην Πετρούπολη το 1ο Πανρωσικό Συνέδριο των Μουσουλμάνων, διατυπώθηκε το αίτημα όχι για εθνική ανεξαρτησία αλλά για εθνική αυτονομία. Οι δύο βασικές τάσεις που εκφράστηκαν στο συνέδριο αυτό ήταν μια πλειοψηφία που ζητούσε «δημοκρατία με βάση την έθνική-έδαφική-όμοσπονδιακή αρχή» και μια μειοψηφία που της αρκούσε η πολιτιστική αυτονομία στα πλαίσια ενός ενιαίου ρωσικού κράτους4. Επωφελούμενοι και από τη σύγχυση που επικρατούσε την εποχή εκείνη σε ολόκληρη τη Ρωσία οι διάφοροι μουσουλμανικοί λαοί άρχισαν να εργάζονται συστηματικά για την πραγματοποίηση των επιδιώξεων τους. Το 2ο Πανρωσικό Συνέδριο των Μουσουλμάνων, που συνήλθε τον Ιούλιο του 1917 στο Καζάν, ελεγχόταν κατά βάση από τους τατάρους οι όποιοι, όντας οι πιο προηγμένοι από τους μουσουλμανικούς λαούς, προσπαθούσαν να κυριαρχήσουν στο μουσουλμανικό εθνικό κίνημα δίνοντας του μάλιστα και παντουρανικό χαρακτήρα.

Την ίδια εποχή συνήλθε στο Ορενμπουργκ ένα συνέδριο των μπασκίρων στο όποιο διατυπώθηκε το αίτημα για αυτονομία. Λίγο αργότερα έγινε, επίσης στο Ορενμπουργκ, ένα συνέδριο των καζάχων, το οποίο προχώρησε μάλιστα στη δημιουργία ενός εθνικού συμβουλίου με την παραδοσιακή ονομασία Αλάς-Ορντά («Η ορδή του Αλάς» από το όνομα του προφανώς μυθικού γεννήτορα των καζάχων) και στη διατύπωση ενός προγράμματος που ζητούσε τη μετατροπή της Ρωσίας σε «ομοσπονδιακή δημοκρατία» και του Καζαχστάν σε αυτόνομη δημοκρατία στο εσωτερικό της5. Το καλοκαίρι του 1917 συνήλθαν ανάλογα συνέδρια και των μικρότερων μουσουλμανικών εθνοτήτων, όπως οι Μάρι, οι Βοτιάκοι και οι Τσουβάζοι, στα όποια διατυπώθηκαν ανάλογα αιτήματα6. Έξαλλου, το Μάιο και το Σεπτέμβριο έγιναν στο Βλαντικαβλάζ δύο συνέδρια των μουσουλμανικών φυλών του Βόρειου Καύκασου7.

Κανένα από τα συνέδρια αυτά δεν ήταν επαναστατικό με την κοινωνική έννοια του όρου και σχεδόν όλα – με μόνη εξαίρεση ίσως το συνέδριο των καζάχων – χαρακτηρίζονταν από έντονη παρουσία του θρησκευτικού στοιχείου. Λέγεται ότι το συνέδριο των μπασκίρων το αποτελούσαν μουλάδες, προεστοί και κουλάκοι και ότι έπρεπε κανείς να πληρώσει 50 ρούβλια για να πάρει μέρος σ’ αυτό8, καθώς και ότι οι μουσουλμάνοι του Βόρειου Καύκασου εξέλεξαν αρχηγό τους με τον τίτλο του Μουφτή έναν μουλά που λεγόταν Γκοτσίνσκυ9.

Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες δεν είναι περίεργο ότι το εθνικό ζήτημα των λαών των ανατολικών συνόρων ταυτιζόταν αρχικά στο μυαλό των σοβιετικών ηγετών με το πρόβλημα των μουσουλμάνων. Η πρώτη ενέργεια της σοβιετικής κυβέρνησης για την αντιμετώπιση του προβλήματος ήταν να εκδώσει αμέσως μετά τη γενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων των Λαών της Ρωσίας και μια ειδική έκκληση «Προς Όλους τους Μουσουλμάνους Εργαζόμενους της Ρωσίας και της Ανατολής». Η έκκληση αυτή, αφού τόνιζε ότι επιθυμία του ρωσικού λαού ήταν «να εξασφαλίσει την υπογραφή μιας έντιμης ειρήνης και να βοηθήσει τους καταπιεσμένους λαούς του κόσμου να αποκτήσουν την ανεξαρτησία τους», πρόσθετε:

«Μουσουλμάνοι της Ρωσίας, τάταροι του Βόλγα και της Κριμαίας, κιργίσιοι και σάρτοι του Τουρκεστάν και της Σιβηρίας, τούρκοι καί τάταροι της Υπερκαυκασίας, τσετσένοι και όρεσείβιοι του Καυκάσου και όλοι εσείς που τα τζαμιά και οι ναοί σας έχουν καταστραφεί, που τα έθιμα σας και η πίστη σας έχουν ποδοπατηθεί από τους τσάρους και τους καταπιεστές της Ρωσίας. Η πίστη σας και τα έθιμα σας, οι εθνικοί σας και πολιτιστικοί σας θεσμοί από σήμερα θα είναι ελεύθεροι και απαραβίαστοι. Οργανώστε την εθνική σας ζωή με πλήρη ελευθερία. Έχετε το δικαίωμα. Να ξέρετε ότι τα δικαιώματα σας, όπως και τα δικαιώματα όλων των λαών της Ρωσίας, βρίσκονται κάτω από την προστασία της επανάστασης και των οργάνων της, των σοβιέτ των εργατών, στρατιωτών και αγροτών. Δώστε την υποστήριξη σας στην επανάσταση αυτή και την κυβέρνηση της».

Στη συνέχεια η έκκληση αναφερόταν στους έξω από τα σύνορα της παλιάς Ρωσικής Αυτοκρατορίας μουσουλμάνους της Ανατολής καλώντας τους να ανατρέψουν τους καταπιεστές τους και δίνοντας τους την υπόσχεση ότι θα είχαν κάθε δυνατή βοήθεια10. Με ένα διάταγμα της 19ης Ιανουαρίου 1918 δημιουργήθηκε το επιτροπάτο εσωτερικών μουσουλμανικών υποθέσεων. Ο επικεφαλής επίτροπος ήταν τάταρος και οι δύο δασικοί βοηθοί του ο ένας τάταρος και ο άλλος μπασκίρος11. Μια σημαντική χειρονομία της σοβιετικής κυβέρνησης την εποχή εκείνη ήταν η παράδοση του λεγόμενου «ιερού κορανίου του Οσμάν», που είχε μεταφερθεί παλιότερα από τη Σαμαρκάνδη στην αυτοκρατορική βιβλιοθήκη, στο «περιφερειακό συνέδριο των μουσουλμάνων της Πετρούπολης»12.

Σημαντικό επίσης γεγονός ήταν η δημοσίευση, μετά τη διακοπή των συνομιλιών στο Μπρέστ-Λιτόφσκ και την επανάληψη των εχθροπραξιών με τους γερμανούς, μιας έκκλησης του επιτροπάτου μουσουλμανικών υποθέσεων προς «τους μουσουλμανικούς επαναστατικούς λαούς» με την οποία καλούνταν αυτοί «να συσπειρωθούν κάτω από την κόκκινη σημαία του μουσουλμανικού σοσιαλιστικού κόμματος»13. Ένα συνέδριο των μουσουλμανικών κομμουνιστικών οργανώσεων που έγινε το Νοέμβριο του 1918 στη Μόσχα προχώρησε στη δημιουργία ενός «κεντρικού γραφείου μουσουλμανικών κομμουνιστικών οργανώσεων» το όποιο ήταν υπεύθυνο για το τύπωμα προπαγανδιστικού υλικού σε πολλές γλώσσες, την έκδοση μιας ημερήσιας εφημερίδας σε τουρκική γλώσσα, την αποστολή αγκιτατόρων, και την οργάνωση τοπικών τυπογραφείων14. Στο δεύτερο ανάλογο συνέδριο που έγινε το Νοέμβριο του 1919 παραβρέθηκαν τόσο ο Λένιν όσο και ο Στάλιν15.

Η δεύτερη φάση της σοβιετικής πολιτικής, που άρχισε στις αρχές του 1918, χαρακτηρίστηκε, και στην περίπτωση των χωρών των ανατολικών συνόρων όπως και στην περίπτωση της Ουκρανίας, από επεμβάσεις κατά των «αστικών» εθνικών κυβερνήσεων που είχαν κάνει την εμφάνιση τους στο διάστημα ανάμεσα στη Φεβρουαριανή και την Οκτωβριανή Επανάσταση. Οι κυβερνήσεις αυτές, όπως και η ουκρανική Ράντα, μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση άρχισαν να συμπεριφέρονται εχθρικά προς τη σοβιετική κυβέρνηση της Πετρούπολης είτε γιατί τη θεωρούσαν κίνδυνο για το υφιστάμενο κοινωνικό καθεστώς είτε γιατί, σαν ρωσική κυβέρνηση, τη θεωρούσαν εχθρό των πρώην υποτελών λαών. Μια κυβέρνηση των μπασκίρων, που είχε επικεφαλής κάποιον Βαλίντωφ και που είχε προχωρήσει στην ίδρυση ενός αυτόνομου κράτους των μπασκίρων μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, συμμάχησε με τους κοζάκους του Όρενμπουργκ που πολεμούσαν ανοιχτά κατά της σοβιετικής κυβέρνησης16, ενώ ανάλογη ήταν και η στάση των άλλων «εθνικιστών».

Η ρήξη αυτή ανάγκασε τη σοβιετική κυβέρνηση να ζητήσει την υποστήριξη των «προλεταριακών» (ο όρος είναι εξίσου ακατάλληλος στη συγκεκριμένη περίπτωση όσο και ο όρος «αστικός») στοιχείων των περιοχών αυτών, ασκώντας μια πολιτική ανάλογη με την πολιτική της «αυτοδιάθεσης για τους εργαζόμενους» που ασκήθηκε αργότερα στην περίπτωση των χωρών των δυτικών συνόρων. Η περίοδος αυτή, σε αντίθεση με την προηγούμενη, χαρακτηρίστηκε από εντονότατες επιθέσεις κατά της μουσουλμανικής θρησκείας, των παραδόσεων της και του τυπικού της, επιθέσεις που εν μέρει οφείλονταν σε ιδεολογικούς λόγους και εν μέρει είχαν σκοπό να συντρίψουν την επιρροή των μουλάδων, οι όποιοι κατά κανόνα αποτελούσαν τη σπονδυλική στήλη των «αστικών» εθνικών κινημάτων. Οι κυβερνήσεις των αυτόνομων περιοχών των τατάρων και των μπασκίρων καταργήθηκαν και το Μάρτιο του 1918 ανακηρύχθηκε μια κοινή «Σοβιετική Δημοκρατία Τατάρων-Μπασκίρων της Ρωσικής Σοβιετικής Ομοσπονδίας»17 στην οποία υπάγονταν και οι τσουβάζοι και οι μάρι. Ακολούθησε η διάλυση του εθνικού συμβουλίου των τατάρων με διάταγμα της 13ης Απριλίου 1918 και η σύλληψη των τατάρων ηγετών18. Κατά τον Πεστκόφσκυ η πολιτική αυτή υιοθετήθηκε από τη VTsIK* και επιβλήθηκε στο Ναρκομνάτς από τον Στάλιν παρά την έντονη αντίδραση πολλών συνεργατών του19.

Το ότι η πολιτική αυτή προοριζόταν να εφαρμοστεί και σε άλλες ανάλογες περιπτώσεις φαίνεται από μια σημαντική διακήρυξη που απηύθυνε ο Στάλιν, με την ιδιότητα του σαν Λαϊκός Επίτροπος των Εθνοτήτων, «Προς τα Σοβιέτ του Καζάν, της Ούφα, του Όρενμπουργκ και του Αικατερίνμπουργκ, προς το Σοβναρκόμ** του Τουρκεστάν και άλλους». Η διακήρυξη αυτή, αφού τόνιζε ότι «ή επανάσταση που ξέσπασε στο κέντρο μεταδίδεται στις χώρες των συνόρων, και ιδιαίτερα των ανατολικών, με κάποια καθυστέρηση», πρόσθετε ότι «είναι ανάγκη να ληφθούν ειδικά μέτρα ώστε να συμμετάσχουν οι εργαζόμενες και εκμεταλλευόμενες μάζες των χωρών αυτών στην επαναστατική διαδικασία». Εφόσον «οι αστοί εθνικιστές απαιτούν αυτονομία με σκοπό να τη μετατρέψουν σε όργανο καταπίεσης των μαζών των χωρών τους», η λύση δεν μπορεί να είναι άλλη – συνέχιζε η διακήρυξη – από «την οργάνωση τοπικών συνεδρίων των σοβιέτ και την ανακήρυξη της σοβιετικής αυτονομίας»20.

Η πολιτική της αναγκαστικής σοβιετοποίησης των χωρών των ανατολικών συνόρων, που στηριζόταν στην υποθετική υποστήριξη των εχθρικών τόσο απέναντι στον αστικό εθνικισμό όσο και στο Ισλάμ ντόπιων επαναστατικών μαζών, αποδείχτηκε φιάσκο. Παρόλο ότι η επιρροή των μουλάδων και των αστών διανοούμενων που καθοδηγούσαν τα υποτυπώδη εθνικά κινήματα – ιδιαίτερα των νομαδικών λαών – υπάρχει συνήθως η τάση να υπερτονίζεται, είναι ωστόσο γεγονός ότι οι λαοί αυτοί έδειχναν ελάχιστη κατανόηση και συμπάθεια για τους σκοπούς και τις μεθόδους των μπολσεβίκων. Τα σχέδια πού καταστρώνονταν στη Μόσχα από ανθρώπους εξοικειωμένους με τις δυτικές συνθήκες δεν είχαν καμιά σχεδόν απήχηση στους πρωτόγονους αγροτικούς λαούς ή τους νομάδες, τα προβλήματα των οποίων ήταν το ότι τα κοπάδια τους ήταν μικρά και ότι δεν μπορούσαν να βρουν βοσκοτόπια21.

Το σχέδιο για τη δημιουργία μιας Σοβιετικής Δημοκρατίας των Τατάρων-Μπασκίρων δεν είχε σχεδόν καθόλου υποστηρικτές ανάμεσα στους λαούς των χωρών αυτών, ενώ οι τσουβάζοι, που κατά τον τοπικό ιστορικό δεν ήθελαν ούτε ανεξαρτησία ούτε αυτονομία, διαμαρτυρήθηκαν για την υπαγωγή τους στη Δημοκρατία αυτή22. Έτσι λοιπόν, παρά τις προπαρασκευές που έγιναν στη Μόσχα το Μάιο του 191823, η Σοβιετική Δημοκρατία των Τατάρων- Μπασκίρων δεν υπήρξε στην πραγματικότητα ποτέ. Ο εμφύλιος πόλεμος άρχισε μέσα σε ένα κλίμα γενικής αναρχίας και συγκεχυμένων αλλά και αλληλοσυγκρουόμενων επιδιώξεων.

Τον Ιούνιο η αντιμπολσεβίκικη κυβέρνηση της Σαμάρας άρχισε να επεκτείνει την εξουσία της σε ένα μεγάλο μέρος της περιοχής του Μέσου και Κάτω Βόλγα. Η μόνη θετική για το σοβιετικό καθεστώς εξέλιξη στην περιοχή αυτή το 1918 αφορούσε μια μη μουσουλμανική κοινότητα που κατοικούσε στο δυτικό της άκρο. Τον Οκτώβριο του 1918 δόθηκε το δικαίωμα στους 400.000 γερμανούς του Βόλγα να σχηματίσουν μια αυτόνομη «εργατική κοινότητα» με δικό της συνέδριο σοβιέτ και δική της εκτελεστική επιτροπή24.

Ανάλογη πολιτική με ανάλογα αρνητικά αποτελέσματα ακολουθήθηκε και στην περίπτωση των άλλων μουσουλμανικών λαών. Στην Κριμαία ένα «διευθυντήριο» πού είχε σχηματιστεί στην περίοδο ανάμεσα στη Φεβρουαριανή και την Οκτωβριανή Επανάσταση ανατράπηκε τον Ιανουάριο του 1918 από τους μπολσεβίκους και στη θέση του ιδρύθηκε μία Σοβιετική Δημοκρατία των Τατάρων της Κριμαίας, που όμως δεν επρόκειτο να επιζήσει για πολύ.

Οι γερμανοί, φτάνοντας στην Κριμαία μετά από την προέλαση τους μέσω της Ουκρανίας, εγκατέστησαν μια κυβέρνηση – ανδρείκελο με επικεφαλής το ρώσο στρατηγό Σούλκεβιτς, της οποίας η εξουσία κατέρρευσε – όπως και η εξουσία της κυβέρνησης του Σκοροπάντσκυ στην Ουκρανία – μετά τη συνθηκολόγηση της Γερμανίας το Νοέμβριο του 1918. Στη συνέχεια μια ομάδα λευκών προσφύγων, από τους οποίους οι περισσότεροι μέλη του κόμματος των Κάντε, σχημάτισαν μια κυβέρνηση της Κριμαίας που όμως η σύνθεση της ήταν πανρωσική και δεν εκπροσωπούσε σε καμιά περίπτωση τους τάταρους της περιοχής. Η κυβέρνηση αυτή, που αναγνωριζόταν και υποστηριζόταν σε ένα βαθμό από τους συμμάχους, επέζησε και μετά την ήττα του Ντενίκιν, με τον όποιο συνεργαζόταν αναγκαστικά παρά τις κατά καιρούς μεταξύ τους προστριβές25. Στο Βόρειο Καύκασο και το Νταγκεστάν οι συγκρούσεις ανάμεσα στους μπολσεβίκους και τους τοπικούς εθνικιστές δεν σταμάτησαν σε όλη τη διάρκεια του 1918. Οι εθνικιστές των περιοχών αυτών ενισχύονταν και ενθαρρύνονταν από τους τούρκους, μέχρις ότου, το καλοκαίρι του 1919, ο στρατός του Ντενίκιν κατέλαβε όλο.

Οι πρώτες κινήσεις της σοβιετικής κυβέρνησης μετά τις αποτυχίες του 1918 υπαγορεύονταν από τις απαιτήσεις του εμφυλίου πολέμου και από τις ευκαιρίες που παρουσιάζονταν στα πλαίσια της διεξαγωγής του. Το Μάρτιο του 1919 το μέτωπο είχε ήδη μεταφερθεί αρκετά μακριά από την περιοχή του Βόλγα. Οι μπασκίροι, έχοντας υποστεί μια σειρά από διώξεις τόσο από τον Κολτσάκ όσο και από τον Ντούτωφ, τον άταμάνο των κοζάκων του Όρενμπουργκ26, ήταν πλέον πρόθυμοι να δεχτούν τα ανοίγματα της Μόσχας. Πράγματι, δεν άργησε να υπογραφεί μια συμφωνία ανάμεσα στη ΡΣΟΣΔ και την κυβέρνηση της «Αυτόνομης Σοβιετικής Δημοκρατίας των Μπασκίρων» με επικεφαλής τον Βαλίντωφ, ο όποιος είχε και πάλι κερδίσει την εύνοια της σοβιετικής κυβέρνησης27.

Ανάλογες ήταν οι εξελίξεις και στις ανατολικότερες περιοχές. Το Αλας-Όρντα των καζάχων διασπάστηκε και ένα μέρος του συμμάχησε με τους μπολσεβίκους. Τον Ιούνιο του 1919 εκδόθηκε ένα διάταγμα που πρόβλεπε τη συγκρότηση μιας «επαναστατικής επιτροπής» υπεύθυνης για τη διοίκηση της περιοχής των καζάχων. Το ίδιο αυτό διάταγμα προσπαθούσε για πρώτη φορά να ικανοποιήσει τα αιτήματα των καζάχων αγροτών, ορίζοντας ότι απαγορεύεται κάθε παραπέρα εποικισμός των περιοχών τους από ρώσους. Το μέτρο αυτό, χωρίς να αποτελεί επαναστατική ή έστω και ριζοσπαστική λύση του προβλήματος, έβαζε τέλος στη διαδικασία αυθαίρετης κατάληψης της γης των καζάχων28 και απέβλεπε στο να εξασφαλίσει την υποστήριξη τους στον εμφύλιο πόλεμο. Το Αλας-Όρντα διαλύθηκε29.

Ένα μήνα αργότερα εκδόθηκε μια διακήρυξη προς τους καλμούκους, στην οποία δινόταν η υπόσχεση για τη σύγκληση ενός συνεδρίου των εργαζόμενων καλμούκων και γινόταν έκκληση προς αυτούς να καταταγούν στον Κόκκινο Στρατό και να πολεμήσουν κατά του Ντενίκιν30. Οι καλμούκοι ήταν ένας απομονωμένος, νομαδικός κατά βάση λαός 20.000 ατόμων που κατοικούσε γύρω από την κορυφή της Κασπίας Θάλασσας κοντά στο Αστραχάν, μιλούσε μια μογγολική γλώσσα και είχε σαν θρησκεία του το βουδισμό. Ένα διάταγμα που εκδόθηκε στη συνέχεια ήταν σχεδόν ίδιο με το διάταγμα που είχε εκδοθεί λίγες μέρες πριν και αφορούσε τους καζάχους, καθώς αναγνώριζε τα πλήρη δικαιώματα του «εργαζόμενου καλμουκικού λαού» πάνω στη γη του και απαγόρευε κάθε παραπέρα παραχώρηση καλμουκικής γης σε ρώσους αποίκους31. Όλα πάντως αυτά τα διατάγματα του 1919 αποτελούσαν περισσότερο όργανα προπαγάνδας και εκκλήσεων και λιγότερο πράξεις διαμόρφωσης πραγματικών κοινωνικών και πολιτικών θεσμών. Από όλα αυτά τα νομικά κατασκευάσματα τα σχετικά με τις χώρες των ανατολικών συνόρων ελάχιστα επέζησαν.

Οι δυσκολίες που εξακολούθησε να συναντάει η πολιτική των μπολσεβίκων μέχρι το τέλος του 1919 σε όλες σχεδόν τις χώρες των ανατολικών συνόρων οφείλονταν σε μεγάλο βαθμό στις διακυμάνσεις που παρουσίαζε η πορεία των πολεμικών επιχειρήσεων. Όσον καιρό η τύχη του σοβιετικού καθεστώτος ήταν αμφίβολη και όσον καιρό η κυριαρχία του στις περιοχές αυτές ήταν διακεκομμένη και επισφαλής, οι τοπικοί πληθυσμοί τηρούσαν επιφυλακτική στάση απέναντι του. Πολλές φορές η αντίσταση προς το σοβιετικό καθεστώς γινόταν μεγαλύτερη λόγω της αδιάλλακτης στάσης που τηρούσαν οι απεσταλμένοι της σοβιετικής κυβέρνησης απέναντι στη μουσουλμανική θρησκεία.

Οι σοβιετικοί αξιωματούχοι γνώριζαν ελάχιστα τα ανατολικά εδάφη του τεράστιου εκείνου κράτους που τόσο ξαφνικά κλήθηκαν να κυβερνήσουν. Το μόνο που είχαν στο μυαλό τους σχετικά με την περιοχή αυτή ήταν μια ασαφής εικόνα ενός φάσματος καταπιεσμένων λαών που ήθελαν ν’ αποτινάξουν την κυριαρχία τόσο των μουλάδων όσο και του τσαρικού καθεστώτος, με αποτέλεσμα να εκπλαγούν διαπιστώνοντας ότι, ενώ στους νομαδικούς λαούς και σε ορισμένες περιοχές της Κεντρικής Ασίας η επιρροή του Ισλάμ ήταν σχεδόν ανύπαρκτη, για όλους τους άλλους λαούς η μουσουλμανική θρησκεία εξακολουθούσε να αποτελεί ένα συνεκτικό και πανίσχυρο θεσμό, του οποίου η αντίσταση στις νέες ιδέες και στις νέες πρακτικές ήταν μεγαλύτερη και από την αντίσταση της Ορθόδοξης Εκκλησίας32.

Στις περιοχές εκείνες που η επιρροή της ήταν μεγάλη – και ιδίως στο Βόρειο Καύκασο33 η μουσουλμανική θρησκεία ήταν εκτός από θρησκευτικός θεσμός και ένα είδος κοινωνικού, νομικού και πολιτικού θεσμού που ρύθμιζε κάθε σχεδόν λεπτομέρεια της καθημερινής ζωής των πιστών της. Οι Ιμάμηδες και οι μουλάδες ήταν νομοθέτες, δικαστές, δάσκαλοι, διανοούμενοι καθώς και πολιτικοί, και μερικές φορές και στρατιωτικοί, ηγέτες. Το ότι την εξουσία τους αυτή οι μουλάδες την ασκούσαν πάνω σε ένα χαμηλού οικονομικού και πολιτιστικού επιπέδου πληθυσμό ήταν το κύριο επιχείρημα που πρόβαλλαν οι μπολσεβίκοι στα πλαίσια του αγώνα εναντίον τους, αλλά και ο βασικός λόγος που έκανε τρομερά δύσκολη τη λύση του προβλήματος.

Στα τέλη του 1919 οι σοβιετικές αρχές φαίνεται ότι κατέληξαν στο συμπέρασμα πως η μόνη πολιτική που θα μπορούσε να φέρει αποτελέσματα ήταν να προσπαθήσουν να διχάσουν το μουσουλμανικό κλήρο κερδίζοντας την υποστήριξη των νεώτερων στην ηλικία μελών του34.(118) Μια τέτοια πολιτική συνεπαγόταν έναν κάποιο συμβιβασμό με το Ισλάμ, ή, με άλλα λόγια, την εγκατάλειψη της σκληρής στάσης στα ιδεολογικά θέματα που κυριαρχούσε στην περίοδο του εμφυλίου πολέμου και την επάνοδο στην πολιτική της ανεκτικότητας που κυριαρχούσε το χειμώνα του 1917-18.

Το 1920 χαρακτηρίστηκε από μια ριζική αλλαγή στις σχέσεις της Μόσχας με τις χώρες των ανατολικών συνόρων. Μέχρι τότε η σοβιετική πολιτική είχε στραμμένη την προσοχή της βασικά προς τη δύση. Η δύση ήταν εκείνη στην οποία αρχικά στηρίζονταν οι ελπίδες για την παγκόσμια επανάσταση και εκείνη από την οποία αργότερα προέρχονταν οι κίνδυνοι για την επιβίωση του νέου καθεστώτος. Ο μεγάλος κίνδυνος για το καθεστώς είχε όμως πια περάσει, και μόνο προς στιγμήν πρόκυψε και πάλι με την εισβολή των πολωνών το Μάιο του 1920.

Η συντριβή του Κολτσάκ και του Ντενίκιν έδωσε στη σοβιετική κυβέρνηση για πρώτη φορά τη δυνατότητα να ασχοληθεί σοβαρά με τις χώρες των ανατολικών συνόρων και να αρχίσει να εφαρμόζει το σχέδιο του Λένιν που πρόβλεπε τη μετατροπή των επαναστατικών μαζών των εκμεταλλευόμενων εθνών της ανατολής σε συμμάχους των εργατών και αγροτών της Ρωσίας. Το βάρος της σοβιετικής πολιτικής άρχισε να μετατοπίζεται από τη δύση προς την ανατολή. Με το συνέδριο των λαών της ανατολής στο Μπακού το Σεπτέμβριο του 1920 εγκαινιάστηκε η σταυροφορία των εθνών της ανατολής κατά του δυτικού ιμπεριαλισμού κάτω από την ηγεσία της Σοβιετικής Ρωσίας.

Την ίδια εποχή παρατηρήθηκε και μια αντίστοιχη αλλαγή της στάσης των λαών των ανατολικών συνόρων. Στις περιοχές όλων αυτών των λαών ο εμφύλιος πόλεμος – στα πλαίσια του οποίου οι λευκοί υποστηρίζονταν από τους ξένους – είχε τελικά σαν αποτέλεσμα να ενισχυθούν το κύρος και ή αίγλη της ρωσικής σοβιετικής κυβέρνησης. Τόσο στα ρωσικά όσο και στα μη ρωσικά εδάφη, η φιλοδοξία των λευκών στρατηγών να επαναφέρουν το παλιό σύστημα γαιοκτησίας και βιομηχανικής ιδιοκτησίας είχε σαν επακόλουθο να κερδίσει το σοβιετικό καθεστώς τη συμπάθεια της διστακτικής πλειοψηφίας των αγροτών και εργατών.

Ειδικότερα στα μη ρωσικά εδάφη, η πρόθεση των στρατηγών αυτών να αποκαταστήσουν την ενότητα της Ρωσικής Αυτοκρατορίας και να διατηρήσουν την παράδοση της πολιτικής και πολιτιστικής υποταγής των μη ρωσικών στοιχείων ερχόταν σε κραυγαλέα αντιδιαστολή με τις υποσχέσεις του σοβιετικού καθεστώτος για αυτοδιάθεση, όσο κι αν αυτό τόνιζε ότι η άσκηση του δικαιώματος αυτού απαιτούσε να υπάρχουν ορισμένες πολιτικές και κοινωνικές προϋποθέσεις. Το 1918 και το 1919 οι μουσουλμανικοί λαοί αντιμετώπιζαν με δυσπιστία τη σοβιετική εξουσία. Η εμπειρία όμως που είχαν όταν βρέθηκαν κάτω από τη σκληρή εξουσία των λευκών ήταν ένας από τους παράγοντες που συνέβαλαν στην αλλαγή της στάσης των λαών αυτών απέναντι στο σοβιετικό καθεστώς μετά το 1920.

Στα πλαίσια της εφαρμογής της πολιτικής αυτής το Μάιο του 1920 ιδρύθηκαν, με διατάγματα της VTsIK, οι Αυτόνομες ΣΣΔ των Τατάρων και των Μπασκίρων καθώς και η Αυτόνομη Περιοχή των Τσουβάζων35 Εξάλλου, στα τέλη περίπου του ίδιου χρόνου δημιουργήθηκαν η Αυτόνομη ΣΣΔ των Καζάχων και η Αυτόνομη Περιοχή των Καλμούκων36. Η δημιουργία πάντως των Δημοκρατιών και Περιοχών αυτών δεν σήμαινε και ότι οι δυσκολίες είχαν τελειώσει. Ή οργάνωση ήταν παντού υποτυπώδης και σε πολλές περιπτώσεις τα σύνορα ανάμεσα στις διάφορες ΣΣΔ δεν ήταν σαφή. Υπήρχαν περιοχές όπου τα «αστικά εθνικιστικά» στοιχεία δεν είχαν συντριβεί ακόμη απόλυτα. Η δημιουργία της Αυτόνομης ΣΣΔ των Μπασκίρων το Μάιο του 1920, που σήμαινε αυτόματα και κατάργηση της κυβέρνησης του ικανού αλλά ενοχλητικού Βαλίντωφ, συνοδεύτηκε από σοβαρές ταραχές που διήρκεσαν ολόκληρο το καλοκαίρι και το φθινόπωρο και που προέρχονταν στο μεγαλύτερο ποσοστό από οπαδούς της επαναφοράς του Βαλίντωφ στην εξουσία.

Σε ολόκληρη την περιοχή των μπασκίρων επικρατούσαν για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα συνθήκες αναρχίας και εμφυλίου πολέμου. Σύμφωνα με μια έγκυρη πηγή, παραλίγο η κατάσταση να εξελιχτεί σε «γενική εξέγερση των μπασκίρων»37. Στο Καζαχστάν το ζήτημα της γης εξακολούθησε να προκαλεί οξύτατες συγκρούσεις. Καθώς οι ρώσοι άποικοι και οι μόνιμα εγκατεστημένοι σε ένα σημείο καζάχοι υποστήριζαν κατά κανόνα το καθεστώς που είχε εγκαθιδρυθεί με τις ευλογίες της Μόσχας ενώ οι καζάχοι νομάδες, στο βαθμό που είχαν κάποια πολιτική συνείδηση, θεωρούσαν το ρώσο μπολσεβίκο σαν το φυσικό διάδοχο του ρώσου τσάρου, κάθε σχέδιο για μεγάλης κλίμακας αγροτική μεταρρύθμιση συναντούσε τεράστια εμπόδια.

Επιπλέον, υπήρχαν μια σειρά από λόγοι που προκαλούσαν αντιδράσεις σε κάθε σχέδιο κατάτμησης των καλλιεργήσιμων κλήρων ώστε να επιστραφεί η γη στους καζάχους νομάδες είτε για βοσκή είτε για εγκατάσταση. Ένα τέτοιο μέτρο, όσο κι αν ήταν δίκαιο και πολιτικά σκόπιμο, δεν μπορούσε παρά να έχει σαν αποτέλεσμα την άμεση πτώση της παραγωγής. Ακριβείς πληροφορίες για την έκταση που πήρε η ανακατανομή της γης που είχε αφαιρεθεί από τους καζάχους δεν υπάρχουν. Εκείνο που είναι βέβαιο είναι ότι ο λιμός του 1921 έπληξε το Καζαχστάν, όπως και όλη την περιοχή του Βόλγα, με ιδιαίτερη σφοδρότητα38.

Στο Βόρειο Καύκασο η κατάσταση είχε επίσης ξεκαθαρίσει πριν από τα τέλη του 1920. Μέχρι το φθινόπωρο της χρονιάς εκείνης επικρατούσε ακόμη πλήρης σύγχυση. Στό Νταγκεστάν, ο μουλάς Γκοτσίνσκυ αντιστεκόταν ακόμη39. Δυτικότερα, οι κοζάκοι της περιοχής του Τέρεκ είχαν ξεσηκωθεί στα νώτα του σοβιετικού στρατού που πολεμούσε κατά του Βράνγκελ στην κοιλάδα του Ντον, κόβοντας για μια ακόμη φορά την επικοινωνία ανάμεσα στη Μόσχα και το Μπακού40. Μέχρι τον Οκτώβριο πάντως του 1920 είχε υπογραφεί ανακωχή με την Πολωνία, ο στρατός του Βράνγκελ είχε υποχωρήσει στην Κριμαία, και ο Στάλιν είχε εξαγγείλει από την Πράβντα τη νέα πολιτική της «σοβιετικής αυτονομίας»41.

Τον ίδιο μήνα ο Στάλιν πραγματοποίησε μια περιοδεία στο Βόρειο Καύκασο, και στις 13 Νοεμβρίου 1920 μίλησε στο συνέδριο των λαών του Νταγκεστάν στην προσωρινή τους πρωτεύουσα, το Τεμίρ-Χάν-Σούρ, λέγοντας ότι, τώρα που ηττήθηκε ο Βράνγκελ και που υπογράφτηκε ειρήνη με την Πολωνία, «η σοβιετική κυβέρνηση είναι σε θέση να ασχοληθεί με το ζήτημα της αυτονομίας του λάου του Νταγκεστάν». Φυσικά υπογραμμιζόταν ότι το Νταγκεστάν «θα πρέπει να κυβερνηθεί με βάση τις ιδιαιτερότητες του, τον τρόπο ζωής του και τα έθιμα του», καθώς και ότι «η σοβιετική κυβέρνηση θεωρεί το σαριάτ απόλυτα έγκυρο εθιμικό δίκαιο», πράγμα που σήμαινε ότι οι κάτοικοι του Νταγκεστάν θα μπορούσαν να διατηρήσουν ακέραιες τις θρησκευτικές τους συνήθειες.

Από την άλλη μεριά όμως τονιζόταν ότι «η αυτονομία του Νταγκεστάν δεν σημαίνει και δεν μπορεί να σημαίνει απόσπαση του από τη Σοβιετική Ρωσία»42. Τέσσερεις μέρες αργότερα έγινε στο Βλαντικαβλάζ ένα ανάλογο συνέδριο των λαών της περιοχής του Τέρεκ που συμβατικά ονομάστηκαν «Ορεσίβιοι», στο όποιο ο Στάλιν εμφανίστηκε «για να διακηρύξει τις προθέσεις της σοβιετικής κυβέρνησης αναφορικά με τις συνθήκες διαβίωσης των λαών του Τέρεκ και τις σχέσεις τους με τους κοζάκους». Η πείρα είχε δείξει ότι «η κοινή διαβίωση των όρεσίβων και των κοζάκων στα πλαίσια μιας ενιαίας διοικητικής μονάδας προκαλούσε συνεχείς αναταραχές».

Η πρόσφατη προδοσία ορισμένων κοζάκων είχε αναγκάσει τις σοβιετικές αρχές να απομακρύνουν τους δράστες από τα χωριά τους και να εγκαταστήσουν σ’ αυτά ορεσίβιους, και την είχε οδηγήσει στην απόφαση να ολοκληρώσει τη διαδικασία του διαχωρισμού των κοζάκων από τους ορεσίβιους ορίζοντας τον ποταμό Τέρεκ σαν συνοριακή διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην Ουκρανία και τη νέα Αυτόνομη Σοσιαλιστική Σοβιετική Δημοκρατία των Ορεσίβιων43. Τα συνέδρια του Τεμίρ-Χάν-Σούρ και του Βλαντικαβλάζ ακολούθησε η δημιουργία δύο μήνες αργότερα, με διατάγματα της VTsIK, δύο Αυτόνομων ΣΣΔ – του Νταγκεστάν και των Ορεσίβιων. Απ’ αυτές η δεύτερη, που είχε πρωτεύουσα το Βλαντικαβλάζ, υποδιαιρέθηκε αργότερα σε περισσότερες αυτόνομες περιοχές.44

 Το ξεκαθάρισμα της κατάστασης στις χώρες των ανατολικών συνόρων το χειμώνα του 1920-21 ήταν αποτέλεσμα της νίκης του σοβιετικού στρατού στον εμφύλιο πόλεμο.

 Το ζήτημα της εξουσίας λύθηκε πλέον οριστικά. Η τελική πηγή κάθε εξουσίας ήταν η Μόσχα και το μόνο που έμενε ήταν να βρεθούν μορφές διακυβέρνησης αποδεκτές απ’ αυτή και κυβερνήτες που, είτε ήταν ρώσοι είτε ντόπιοι, θα συνεργάζονταν αρμονικά με την κυβέρνηση της Μόσχας. Σε όλες αυτές τις χώρες η αυτονομία ήταν η πιο λογική λύση του διοικητικού προβλήματος, καθώς καμιά απ’ αυτές δεν μπορούσε να υποστηριχτεί ότι είχε τα απαραίτητα προσόντα για ανεξαρτησία. Εξάλλου, ο βαθμός της αυτονομίας που απολάμβαναν οι χώρες αυτές στην πράξη ήταν περιορισμένος όχι τόσο εξαιτίας της στάσης της κεντρικής εξουσίας όσο εξαιτίας των περιορισμένων ικανοτήτων των τοπικών αρχών. Εκείνο που πρέπει να τονιστεί είναι η νομική μορφή που πήρε η ρύθμιση του πολιτειακού θέματος στις περιοχές αυτές. Καμιά συμφωνία ή σύμβαση δεν έγινε ανάμεσα στην κεντρική εξουσία και την τοπική εξουσία των χωρών αυτών. Σε όλες τις περιπτώσεις που αναφέρθηκαν παραπάνω η αυτονομία παραχωρήθηκε με μονομερή απόφαση της κεντρικής εξουσίας, ενώ το ζήτημα του νομικού καθεστώτος των Δημοκρατιών και των Περιοχών αυτών ρυθμίστηκε στα πλαίσια του συντάγματος της ΡΣΟΣΔ. Τέλος, το ζήτημα της τελικής μορφής που θα έπρεπε να πάρει η ευρύτερη ένωση των Σοσιαλιστικών Σοβιετικών Δημοκρατιών δεν τέθηκε στην περίπτωση των χωρών των ανατολικών ευρωπαϊκών συνόρων.

 Η τελευταία από τις χώρες της περιοχής αυτής στην οποία ξεκαθάρισε η κατάσταση ήταν η Κριμαία. Η ιστορία της Κριμαίας στην περίοδο αυτή ήταν ιδιαίτερα πολυτάραχη. Μετά την ήττα και την εκδίωξη στα τέλη του 1920 του τελευταίου από τους λευκούς στρατηγούς, του Βράνγκελ, – του οποίου η Κριμαία ήταν το τελευταίο καταφύγιο ο ανυπότακτος ταταρικός πληθυσμός της περιοχής εξακολούθησε να αντιστέκεται για έναν περίπου ακόμη χρόνο στις προσπάθειες επιβολής σοβιετικού καθεστώτος, και μόλις στις 18 Οκτωβρίου 1921 ιδρύθηκε με διάταγμα της VTsIK μια Αυτόνομη ΣΣΔ της Κριμαίας, μέλος της ΡΣΟΣΔ45.

 

Η Κεντρική Ασία

 

Η γνωστή πριν το 1914 σαν Ρωσικό Τουρκεστάν περιοχή ήταν μια φαρδιά λουρίδα γης που ξεκινούσε από τα ανατολικά της Κασπίας Θάλασσας και κατά μήκος των συνόρων με την Περσία, το Αφγανιστάν και την Ινδία κατέληγε στο Σινκιάνγκ (το λεγόμενο Κινεζικό Τουρκεστάν). Η χώρα αυτή αποτελούσε μέρος της μεσαιωνικής αυτοκρατορίας του Τζένγκινς-Χάν και οι κυριότερες πόλεις της Τασκένδη, Μπουχάρα, Σαμαρκάνδη, Κοκάνδη, Χίβα και Μέρβ ήταν γεμάτες από μνημεία και παραδόσεις. Ο λαός του Τουρκεστάν διέφερε από τους γειτονικούς καζάχους τόσο από άποψη ιστορίας και τρόπου ζωής όσο και από άποψη φυλετικής καταγωγής και γλώσσας. Με εξαίρεση το μικρό ιρανικό λαό των τατζίκων στα νοτιοανατολικά της χώρας ο πληθυσμός του Τουρκεστάν ήταν αποκλειστικά τουρκικής καταγωγής και μιλούσε τουρκικές διαλέκτους. Η διάκριση σε τουρκομάνους στη δύση, ουζμπέκους στο κέντρο και κιργίσιους στα ανατολικά της χώρας γινόταν για λόγους διοικητικής διευκόλυνσης και οφειλόταν περισσότερο σε τοπικές αντιζηλίες και λιγότερο σε σημαντικές φυλετικές, γλωσσικές η ιστορικές διαφορές.

Το Τουρκεστάν είχε ενσωματωθεί στην τσαρική αυτοκρατορία μόλις στη δεκαετία του 1870 και οι εμίρηδες της Μπουχάρας και της Χίβας είχαν διατηρήσει, ακόμη και μετά την ενσωμάτωση, ονομαστικά την ανεξαρτησία τους. Ο έλεγχος της κεντρικής εξουσίας στις περιοχές αυτές ήταν, λόγω της σχετικά πρόσφατης ενσωμάτωσης τους στο ρωσικό κράτος και λόγω της μεγάλης απόστασης που τις χώριζε από την Πετρούπολη, εντελώς στοιχειώδης. Πάντως το Τουρκεστάν είχε μετατραπεί, ιδιαίτερα μετά την εισαγωγή της καλλιέργειας του μπαμπακιού, σε σημαντικό εμπορικό κέντρο, ενώ στα 12.000.000 των κατοίκων του περιλαμβάνονταν και 500.000 ρώσοι άποικοι.

 Η Τασκένδη ήταν το διοικητικό κέντρο του Τουρκεστάν και η έδρα της μεγαλύτερης ρωσικής παροικίας. Η επιρροή της Ευρώπης έφτανε στο Τουρκεστάν κυρίως μέσω της Τασκένδης. Η αναταραχή που προκάλεσε ο πόλεμος του 1914 εντάθηκε λόγω της εξέγερσης των γειτονικών καζάχων το 1916 και λόγω της παρουσίας στην περιοχή μεγάλου αριθμού γερμανών και ιδιαίτερα αυστριακών αιχμαλώτων πολέμου, των οποίων η επιτήρηση ακόμη και πριν από την επανάσταση δεν ήταν ιδιαίτερα αυστηρή. Αμέσως μετά τη Φεβρουαριανή Επανάσταση σχηματίστηκε στην Τασκένδη μια «Επιτροπή του Τουρκεστάν», που την αποτελούσαν κρατικοί λειτουργοί και υποστηρικτές της Προσωρινής Κυβέρνησης, καθώς και ένα ριζοσπαστικότερο Σοβιέτ των Αντιπροσώπων των Εργατών και Στρατιωτών του οποίου ο πρόεδρος ήταν ο Μπρόϊντο, ένας παλιός μπολσεβίκος που επρόκειτο να παίξει σημαντικό ρόλο σαν όργανο της σοβιετικής πολιτικής στην ανατολή γενικά46. Και τα δύο αυτά όργανα τα αποτελούσαν αποκλειστικά ή κατά βάση ρώσοι. Το μόνο οργανωμένο μουσουλμανικό κόμμα του Τουρκεστάν, το Ουλεμά, αποτελείτο από μουλάδες και γαιοκτήμονες και αντιπαθούσε κάθε ιδέα κοινωνικής επανάστασης περισσότερο και από τα μουσουλμανικά κόμματα της κοιλάδας του Βόλγα.

Όπως και σε άλλες περιοχές της Ρωσικής Αυτοκρατορίας η γενική κατάρρευση της εξουσίας οδήγησε στην προβολή του αιτήματος για αυτονομία. Το Σεπτέμβριο του 1917 ένα πραξικόπημα της κεντρικής εκτελεστικής επιτροπής του Σοβιέτ της Τασκένδης ανέτρεψε τους εκπροσώπους της Προσωρινής Κυβέρνησης. Η Τασκένδη ήταν επομένως η έδρα της πρώτης σοβιετικής (αν και όχι ακόμη μπολσεβίκικης) κυβέρνησης που σχηματίστηκε στα εδάφη της πρώην τσαρικής αυτοκρατορίας47. Λίγες εβδομάδες αργότερα η εξέγερση των κοζάκων του Ορενμπουργκ με επικεφαλής τον αταμάνο τους Ντούτωφ είχε σαν αποτέλεσμα να κοπεί η επικοινωνία ανάμεσα στην Ευρώπη και την Κεντρική Ασία για όλο σχεδόν το διάστημα των δύο επόμενων χρόνων. Όλον αυτό τον καιρό η Ευρωπαϊκή Ρωσία στερήθηκε το πετρέλαιο και το μπαμπάκι του Τουρκεστάν ενώ, από την άλλη μεριά, το Τουρκεστάν στερήθηκε το στάρι, με αποτέλεσμα ο λιμός να πλήξει σημαντικό μέρος της Κεντρικής Ασίας. Κάτω από τις δύσκολες αυτές συνθήκες η επανάσταση στο Τουρκεστάν εξακολούθησε την πορεία της χωρίς καμιά, η σχεδόν καμιά, επέμβαση από το κέντρο48.

 Το επαναστατικό κίνημα στην Τασκένδη περιορίστηκε αρχικά στα μέλη της ρωσικής παροικίας. Μια απόφαση του συνεδρίου των σοβιέτ της Τασκένδης πρόβλεπε ρητά τον αποκλεισμό των μουσουλμάνων από κάθε κυβερνητική θέση49, ενώ μία από τις πρώτες ενέργειες της νέας κυβέρνησης ήταν να καταστείλει την εξέγερση που είχε ξεσπάσει στις μουσουλμανικές συνοικίες της πόλης. Στο μεταξύ, πάντως, στην πρωτεύουσα της επαρχίας της Φεργκάνα, Κοκάνδη, είχε συνέλθει ένα συνέδριο μουσουλμάνων το οποίο είχε ανακηρύξει το Τουρκεστάν αυτόνομη δημοκρατία «ενωμένη με την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Ρωσίας»50. Η κυβέρνηση της Τασκένδης δεν άργησε να περάσει στην επίθεση και, μετά από σκληρές μάχες, νίκησε την αντίπαλη κυβέρνηση και κατέλαβε την Κοκάνδη51. Τα επόμενα πέντε χρόνια στη Φεργκάνα επικρατούσε αναρχία, καθώς την περιοχή λυμαίνονταν οι Μπασμάτσι (όνομα που δινόταν από τους ντόπιους σε συμμορίες τυχοδιωκτών και παρανόμων που κατέφευγαν στα βουνά και ζούσαν κυρίως από τη ληστεία)52.

Από την άλλη μεριά όμως μια επίθεση των δυνάμεων της σοβιετικής κυβέρνησης της Τασκένδης κατά της Μπουχάρας, που υπολόγιζε και στην υποστήριξη του κόμματος της Νέας Μπουχάρας – ενός αστικού εθνικιστικού κόμματος με παντουρανικές τάσεις – απέτυχε. Στις 25 Μαρτίου 1918 η κυβέρνηση της Τασκένδης υπέγραψε μια συνθήκη με τον εμίρη της Μπουχάρας με την οποία τον αναγνώριζε σαν ανεξάρτητη εξουσία53.

Δυτικότερα ακόμη, ο χάν της Χίβας διατήρησε επίσης προσωρινά την ανεξαρτησία του54, ενώ στα ανατολικά της Κασπίας σχηματίστηκε τον Ιούνιο του 1918 μια βραχύβια αντιμπολσεβίκικη ρωσική κυβέρνηση, η οποία αποτελείτο κυρίως από σοσιαλεπαναστάτες και υποστηριζόταν από μια μικρή βρετανική στρατιωτική δύναμη που είχε εισβάλει στο ρωσικό έδαφος από την Περσία και είχε καταλάβει το Μέρος55. Έτσι λοιπόν, η σοβιετική κυβέρνηση της Τασκένδης βρέθηκε περικυκλωμένη από εχθρικά ή πιθανά εχθρικά καθεστώτα. Τον Ιανουάριο του 1919 ξέσπασε στην Τασκένδη μια νέα σοβαρή εξέγερση κατά της κυβέρνησης πού προκάλεσε σκληρότατα αντίποινα. Η σχεδόν ως εκ θαύματος επιβίωση της κυβέρνησης αυτής φαίνεται ότι οφείλεται στην ικανότητα και την αποφασιστικότητα λίγων ατόμων καθώς και στο ότι δεν υπήρχε έτοιμη οποιαδήποτε εναλλακτική εξουσία.

 Το Κομμουνιστικό Κόμμα του Τουρκεστάν ήταν ένας νέος οργανισμός. Πριν απ’ την Οκτωβριανή Επανάσταση οι σοσιαλδημοκράτες ήταν σπάνιοι στο Τουρκεστάν και δεν γινόταν διάκριση σε μπολσεβίκους και μενσεβίκους. Μόλις τον Ιούνιο του 1918 οι μπολσεβίκοι του Τουρκεστάν πραγματοποίησαν το πρώτο τους συνέδριο στο όποιο πήραν μέρος όχι περισσότεροι από 40 αντιπρόσωποι. Ο μικρός αριθμός των μελών του ήταν ωστόσο η λιγότερο ίσως σημαντική από τις αδυναμίες του νέου κόμματος. Έχοντας ιδρυθεί μετά τη νίκη της επανάστασης, το κόμμα δεν είχε καμιά αγωνιστική και οργανωτική πείρα.

Από την πρώτη μέρα της ζωής του ήταν «κυβερνητικό» κόμμα, πράγμα που επηρέαζε και τη συμπεριφορά των μελών του. Η ρωσική παροικία του Τουρκεστάν περιλάμβανε από τη μια μεριά κρατικούς λειτουργούς, εμπόρους και διανοούμενους και από την άλλη ρωσικής καταγωγής εργάτες, από τους οποίους οι περισσότεροι ήταν σιδηροδρομικοί. Και οι δύο αυτές κατηγορίες ατόμων είχαν σοβαρούς λόγους να προσχωρήσουν στο κόμμα, το όποιο, σύμφωνα με έναν αυτόπτη μάρτυρα, περιλάμβανε στις τάξεις του εκτός απ’ αυτούς και περίεργες μορφές όπως «τον κομμουνιστή ιερωμένο, το ρώσο αξιωματικό της αστυνομίας και τον κουλάκο του Σεμιρέτσιε, ο όποιος εξακολουθεί να μισθώνει την εργασία δεκάδων εργατών, διατηρεί εκατοντάδες κεφάλια ζώα και κυνηγάει τους καζάχους σαν άγρια θηρία»56. Οι μπολσεβίκοι του Τουρκεστάν δεν άργησαν να αποκτήσουν σημαντική δύναμη αλλά, στερημένοι από κάθε επικοινωνία και καθοδήγηση, έπεσαν σε δύο μεγάλα πολιτικά σφάλματα.

Πρώτον, θεωρούσαν, όπως και οι μενσεβίκοι, την αγροτιά σαν κατά βάση αντε-παναστατική τάξη και απέρριπταν τη λενινιστική θεωρία για την ανάγκη μιας συμμαχίας ανάμεσα στο προλεταριάτο και τη φτωχή αγροτιά με στόχο την πραγματοποίηση της επανάστασης κατά των γαιοκτημόνων και της αστικής τάξης.

Δεύτερον, διατηρούσαν σε μεγάλο βαθμό τη νοοτροπία της κυρίαρχης φυλής περιφρονώντας τους μουσουλμάνους και αποκλείοντας τους όσο το δυνατόν περισσότερο από τα κυβερνητικά αξιώματα57, στάση πού όπως ήταν φυσικό ενίσχυε τα εθνικιστικά αισθήματα των λίγων μουσουλμάνων μελών του κόμματος. Έτσι λοιπόν το κόμμα παρουσίαζε τάσεις τόσο «μεγαλορωσικού σωβινισμού» όσο και μουσουλμανικού εθνικισμού, τάσεις που και οι δύο ήταν απαράδεκτες σύμφωνα με τη θεωρία των μπολσεβίκων.

 «Ένας έντονος μεγαλορωσικός σωβινισμός (έγραφε το 1920 ο Μπρόιντο) και ένας αμυντικός εθνικισμός των καταπιεσμένων αποικιακών μαζών σε συνδυασμό με γενική δυσπιστία προς τους ρώσους, ήταν το κύριο και βασικό γνώρισμα της κατάστασης που επικρατούσε στο Τουρκεστάν»58.

 Στο μεταξύ το Μάρτιο του 1919 έγινε στη Μόσχα το 8ο Συνέδριο του Κ.Κ. Ρωσίας, στο όποιο το θέμα της πολιτικής που θα έπρεπε να ακολουθήσει το κόμμα στο ζήτημα των εθνοτήτων συζητήθηκε πλατιά. Παρόλο ότι η περίπτωση του Τουρκεστάν δεν αναφέρθηκε ειδικά, αρκετοί από τους συνέδρους ήταν φυσικό να γνωρίζουν την ανακολουθία που υπήρχε ανάμεσα σε όσα συνέβαιναν στην Τασκένδη και τις αρχές του κόμματος. Άλλωστε τότε μόλις η Μόσχα άρχισε να έχει για πρώτη φορά πληροφορίες για το τι συνέβαινε στη μακρινή Κεντρική Ασία. Την 1η Ιουνίου 1919 ένα άρθρο στην επίσημη εφημερίδα του Ναρκομνάτς τόνιζε τη σημασία του Τουρκεστάν σαν σημείου εκκίνησης για την απελευθέρωση της ανατολής, ενώ 15 μέρες αργότερα ένα άλλο άρθρο έγραφε ότι «το Τουρκεστάν, προκεχωρημένο φυλάκιο του κομμουνισμού στην Ασία, περιμένει βοήθεια από το κέντρο»59.

Στις 12 Ιουλίου 1919 ένα τηλεγράφημα της κεντρικής επιτροπής του κόμματος προς την κυβέρνηση της Τασκένδης τόνιζε την ανάγκη «να ανατεθούν κυβερνητικά καθήκοντα στον ντόπιο πληθυσμό του Τουρκεστάν σε αναλογική δόση» και «να σταματήσει η δήμευση των μουσουλμανικών περιουσιών χωρίς την έγκριση των τοπικών οργανισμών των μουσουλμάνων»60. Σύμφωνα με έναν άγγλο αξιωματικό που βρισκόταν την εποχή εκείνη στην Τασκένδη η πρώτη από τις οδηγίες αυτές αντιμετωπίστηκε με δέος· η ανάθεση του 95% των διοικητικών θέσεων σε ντόπιους μουσουλμάνους θα σήμαινε και «το τέλος της μπολσεβίκικης κυβέρνησης»61. Η αμοιβαία κατανόηση ανάμεσα στη Μόσχα και την Τασκένδη προχωρούσε με πολύ αργό ρυθμό. Τον Οκτώβριο του 1919, όταν μετά από δύο σχεδόν χρόνια διακοπή η επικοινωνία αποκαταστάθηκε62, η VtsIK και το Σοβναρκόμ όρισαν με κοινή τους απόφαση μια επιτροπή η οποία θα είχε σαν αποστολή της να προσπαθήσει να ξεκαθαρίσει την κατάσταση στο Τουρκεστάν63. Η απόφαση υπενθύμιζε ότι:

 «Η αυτοδιάθεση των λαών του Τουρκεστάν και η κατάργηση των εθνικών ανισοτήτων και όλων των προνομίων μιας εθνικής ομάδας σε βάρος μιας άλλης αποτελούν τις βάσεις της πολιτικής της σοβιετικής κυβέρνησης της Ρωσίας και χρησιμεύουν σαν κατευθυντήρια αρχή για κάθε ενέργεια των οργάνων της… Μόνο με μια τέτοια αντιμετώπιση του θέματος η δυσπιστία των μουσουλμανικών μαζών του Τουρκεστάν για τους εργάτες και τους αγρότες της Ρωσίας, πού οφείλεται στη μακρόχρονη τσαρική κυριαρχία, θα μπορέσει τελικά να ξεπεραστεί»64.

 Το έργο της επιτροπής διευκολύνθηκε από ένα γράμμα του Λένιν προς τους «συντρόφους κομμουνιστές του Τουρκεστάν» με το όποιο ο ηγέτης των μπολσεβίκων τους ζητούσε «να αποκτήσουν συντροφικές σχέσεις με τους λαούς του Τουρκεστάν» και «να ξεριζώσουν από μέσα τους κάθε κατάλοιπο μεγαρωσικού ιμπεριαλισμού»65 Στα τέλη Ιανουαρίου 1920 το πρώτο «κόκκινο τραίνο» ξεκίνησε από τη Μόσχα για το Τουρκεστάν γεμάτο προπαγανδιστές και έντυπο υλικό σε όλες τις τοπικές γλώσσες66.

 Η άφιξη της επιτροπής, και χωρίς αμφιβολία η παράλληλη ενίσχυση του κύρους και της δύναμης της κεντρικής κυβέρνησης λόγω της ήττας του Κολτσάκ και του Ντενίκιν, οδήγησαν σε μια σημαντική και σύντομη βελτίωση της κατάστασης. Για πρώτη φορά εξάλλου έκαναν την εμφάνιση τους στην περιοχή και μονάδες του Κόκκινου Στρατού συμβάλλοντας στην ενίσχυση του κύρους της κυβέρνησης της Τασκένδης. Οι μέχρι τότε ανεξάρτητες ηγεμονίες της Μπουχάρας και της Χίβας αναγκάστηκαν να υποταχτούν στην εξουσία της. Ο χάν της Χίβας καταργήθηκε, και τον Απρίλιο του 1920 ιδρύθηκε μια Σοβιετική, όχι όμως ακόμη Σοσιαλιστική, Δημοκρατία της Χωρεσμίας (Χωρεσμία ήταν το αρχαίο όνομα της Χίβας)67. Την ίδια περίπου εποχή ο εμίρης της Μπουχάρας καταργήθηκε από τις δυνάμεις του Κόμματος της Νέας Μπουχάρας, ενώ οι δυνάμεις των μπολσεβίκων με επικεφαλής τον Φρούντζε προχωρούσαν προς την πρωτεύουσα του68.

Στις 5 Οκτωβρίου 1920 συνήλθε στο παλιό ανάκτορο του εμίρη το 1ο Συνέδριο των Εργατών της Μπουχάρας69. Σύμφωνα με έναν αυτόπτη μάρτυρα, η επιρροή του Κόμματος της Νέας Μπουχάρας, που το αποτελούσαν «η νέα γενιά των φωτισμένων εμπόρων οι οποίοι εμπνέονταν από το παράδειγμα των Νεότουρκων και ονειρεύονταν μια εθνική αναγέννηση», άρχισε να περιορίζεται και να αντικαθίσταται από την επιρροή του νεαρού Κομμουνιστικού Κόμματος της Μπουχάρας με ηγέτη τον Φαϊζούλα Χοζάεφ70. Το Δεκέμβριο του 1920 εμφανίστηκε στη Μόσχα ένας εκπρόσωπος της Μπουχάρας ο όποιος μετέφερε τους χαιρετισμούς της «Σοβιετικής Μπουχάρας» στο 8ο Πανρωσικό Συνέδριο των Σοβιέτ71, ενώ πολύ σύντομα τα σοβιετικά καθεστώτα της Χωρεσμίας και της Μπουχάρας προχώρησαν στην υπογραφή συνθηκών με τη ΡΣΟΣΔ72.

 Οι νίκες των μπολσεβίκων στην περιοχή οφείλονταν σε μεγάλο βαθμό στην επιτροπή που ορίστηκε από τη Μόσχα και ιδιαίτερα στο στρατιωτικό της υπεύθυνο, τον Φρούντζε. Η προσπάθεια ωστόσο προσαρμογής του τοπικού κόμματος σε ένα πνεύμα πραγματικής ενότητας και ορθοδοξίας συνάντησε μεγάλες δυσκολίες, όπως άλλωστε και η προσπάθεια εφαρμογής στην περίπτωση του Τουρκεστάν της «ανατολικής» πολιτικής του κόμματος – της εξασφάλισης δηλαδή της συμμαχίας των μουσουλμανικών λαών.

Το καλοκαίρι του 1920 ένα γράμμα της κεντρικής επιτροπής του κόμματος προς τις κομματικές οργανώσεις του Τουρκεστάν τόνιζε ότι «το πρώτο και βασικό καθήκον των ρώσων κομμουνιστών ήταν να κερδίσουν την εμπιστοσύνη των καταπιεσμένων λαών»73, και πράγματι έγιναν σοβαρές προσπάθειες να καταργηθούν οι εθνικές διακρίσεις74. Όμως, οι έμπειροι κομμουνιστές στο Τουρκεστάν ήταν λίγοι και οι θεωρίες πού διατυπώνονταν στη Μόσχα ήταν δύσκολο να εφαρμοστούν σε μια χώρα όπου η εφαρμογή της αρχής της εθνικής ισοτιμίας και της κατάργησης των εθνικών διακρίσεων θα είχε σαν αποτέλεσμα την υποταγή της μικρής αλλά σχετικά προοδευτικής ρωσικής μειοψηφίας στις καθυστερημένες αγροτικές μάζες που εκπροσωπούνταν από μια μικρή ομάδα εθνικιστές μουσουλμάνους διανοούμενους. Ο Σαφάρωφ, ένας από τους λίγους «παλιούς μπολσεβίκους» που είχαν επισκεφθεί το Τουρκεστάν, έγραφε το 1920:

 «Από τις πρώτες μέρες της επανάστασης η σοβιετική εξουσία εγκαθιδρύθηκε στο Τουρκεστάν χάρις στις ενέργειες μιας μικρής ομάδας ρώσων εργατών των σιδηροδρόμων. Ακόμη και σήμερα κυριαρχεί η αντίληψη ότι μόνο οι ρώσοι μπορούν να είναι φορείς της δικτατορίας του προλεταριάτου στο Τουρκεστάν… Στο Τουρκεστάν συναντάει κανείς σε κάθε του βήμα την εθνική ανισότητα, την ανισότητα ανάμεσα στους ευρωπαίους και τους ντόπιους… Στο Τουρκεστάν έδρασαν ορισμένοι ιδιόμορφοι κομμουνιστές, από τους οποίους μερικοί εξακολουθούν να βρίσκονται εκεί»75.

 Λίγες εβδομάδες αργότερα ένας μουσουλμάνος αντιπρόσωπος από το Τουρκεστάν μίλησε με ειλικρίνεια πάνω στο ίδιο θέμα στο Συνέδριο των Λαών της Ανατολής του Μπακού. Αφού παραπονέθηκε ότι ο Ζηνόβιεφ, ο Ράντεκ και οι άλλοι ηγέτες των μπολσεβίκων δεν είχαν ποτέ πάει στο Τουρκεστάν και αφού αναφέρθηκε στην «ανεπάρκεια» της σοβιετικής πολιτικής τα τρία τελευταία χρόνια, ο αντιπρόσωπος του Τουρκεστάν ζήτησε την απομάκρυνση «των αποικιστών εκείνων που κρύβονται πίσω από το όνομα του κομμουνισμού» (η περιγραφή αναφέρει ότι ή φράση του αυτή συνοδεύτηκε από χειροκροτήματα και κραυγές «Μπράβο!») και συνέχισε:

 «Ανάμεσα σας σύντροφοι υπάρχουν άνθρωποι που φορώντας τη μάσκα του κομμουνιστή ζημιώνουν τη σοβιετική εξουσία και καταστρέφουν την ανατολική πολιτική της σοβιετικής κυβέρνησης»76.

 Οι κατηγορίες επαναλήφθηκαν στο 10ο Συνέδριο του κόμματος, το Μάρτιο του 1921 στη Μόσχα, οπότε ο Σαφάρωφ, σαν ένας από τους εκπροσώπους του Τουρκεστάν, επέκρινε για μια ακόμη φορά τη σύνθεση του τοπικού κόμματος και ζήτησε να ενταθεί η πάλη τόσο κατά του μεγαλορωσικού σωβινισμού όσο και κατά του μουσουλμανικού εθνικισμού77. Ακόμη και τον Ιανουάριο του 1922 ή κεντρική επιτροπή του κόμματος εξακολουθούσε να καλεί τους κομμουνιστές του Τουρκεστάν να απαλλαγούν από την «αποικιακή παρέκκλιση» και τους προειδοποιούσε ότι το Τουρκεστάν δεν θα γινόταν ποτέ «το ρωσικό Ώλστερ, κράτος δηλαδή μιας εθνικής μειονότητας αποίκων που να στηρίζεται στην υποστήριξη της κεντρικής εξουσίας»78.

 Όταν επομένως στις 11 Απριλίου 1921 δημιουργήθηκε με διάταγμα της VTsIK η Σοσιαλιστική Σοβιετική Δημοκρατία του Τουρκεστάν σαν Αυτόνομη Δημοκρατία στο εσωτερικό της ΡΣΟΣΔ79, το εθνικό ζήτημα δεν είχε λυθεί ακόμη οριστικά. Οι δισταγμοί που υπήρχαν για τη λήψη μιας τέτοιας απόφασης φαίνονται από την αποστολή στην Τασκένδη «μιας προσωρινής επιτροπής για τις υποθέσεις του Τουρκεστάν», ή οποία ήταν υπεύθυνη απέναντι στη VTsIK και το Σοβναρκόμ για «την πρακτική εφαρμογή της πολιτικής της σοβιετικής κυβέρνησης στο εθνικό ζήτημα»80.

Η νέα αυτή Δημοκρατία περιλάμβανε ολόκληρη την Κεντρική Ασία από την Κασπία Θάλασσα στα δυτικά μέχρι το Σινκιάνγκ στην ανατολή, και από τα σύνορα με την Περσία και το Αφγανιστάν στο νότο μέχρι τα σύνορα του Καζαχστάν στο βορρά. Ανώτατο όργανο της Δημοκρατίας ήταν το «Συνέδριο των Σοβιέτ των Αντιπροσώπων των Εργατών, Ντεκάνων, Αγροτών, Στρατιωτών και Κοζάκων». Η σαφής αναφορά στους «ντεκάνους», τους μουσουλμάνους δηλαδή αγρότες, είχε προφανώς σκοπό να υπογραμμίσει την πρόθεση εφαρμογής της νέας πολιτικής της εθνικής ισοτιμίας. Το νέο καθεστώς δεν κατάφερε να επιβάλει αμέσως την ειρήνη. Το φθινόπωρο του 1921 εμφανίστηκε ξαφνικά στο προσκήνιο ο Εμβέρ πασάς σαν επικεφαλής μιας σοβαρής εξέγερσης που ξέσπασε στην Ανατολική Μπουχάρα. Κάνοντας έκκληση στα παντουρανικά αισθήματα των οπαδών του Κόμμα- τος της Νέας Μπουχάρας και πολλών μουσουλμανικών κοινοτήτων του Τουρκεστάν, ο Εμβέρ κατάφερε να ενώσει τις δυνάμεις του με τους Μπασμάτσι και να ξεσηκώσει την ανατολική περιοχή της χώρας κατά της Τασκένδης81.

Η εξέγερση καταπνίγηκε τελικά μετά από πολύμηνες μάχες στη διάρκεια των οποίων – στις 4 Αυγούστου 1922 συγκεκριμένα – σκοτώθηκε και ο ίδιος ο Εμβέρ, τελειώνοντας έτσι άδοξα τη μελοδραματική του καριέρα. Μετά τη συντριβή της εξέγερσης, το σοβιετικό καθεστώς επιβλήθηκε σιγά-σιγά και πάλι σε ολόκληρη τη χώρα. Μόνο πάντως μετά τη δημιουργία της ΕΣΣΔ και το θάνατο του Λένιν αποφασίστηκε να δοθεί ικανοποιητικότερη λύση στο πρόβλημα της διακυβέρνησης του Τουρκεστάν και να ικανοποιηθούν κάπως οι εθνικοί πόθοι των διάφορων μουσουλμανικών λαών μέσω της διαίρεσης του παλιού Τουρκεστάν σε τέσσερεις χωριστές εθνικές Δημοκρατίες. Με τη νέα εξάλλου αυτή διαίρεση της περιοχής δόθηκε στην κυβέρνηση της Μόσχας η ευκαιρία να τηρήσει την υπόσχεση που είχε δώσει το 1920 στην πρόσφατα δημιουργημένη Αυτόνομη Δημοκρατία των Καζάχων ότι θα της επιστρέφονταν, «με τη σύμφωνη θέληση του πληθυσμού» φυσικά82, τα κατοικούμενα από καζάχους εδάφη που μέχρι τότε ανήκαν στο Τουρκεστάν.

 

 

 

Απόσπασμα από τον πρώτο τόμο του έργου του Καρ Ε. Χ., Ιστορία της Σοβιετικής Ένωσης 1917-1923, Υποδομή 1977, σελ. 417 – 447

 

 

Σημειώσεις

 

1 Μάρξ-Ένγκελς, Historisch-Kritische Gesamtausgabe, IIIer Teil, I, 206.

 2 O Σ. Μ. Ντιμανσταίν, ένας αξιωματούχος του Ναρκομνάτς, περιγράφει την επίδραση που είχε ή επανάσταση του 1905 στους λαούς αυτούς στη Revolyutsiya I Natsional’nosti, Νο 8 και 9, 1930 και Νο 1, 1931. Ό Ισχυρισμός του πάντως ότι οι λαοί αυτοί ονομάζονταν μουσουλμάνοι γιατί τα ονόματα των φυλών τους ή των εθνοτήτων τους «δεν άρεσαν στους ρώσους κρατικούς λειτουργούς» (ο.π., Νο 1. 1931, σ.73) αληθεύει μόνο εν μέρει· η συνείδηση πολλών απ’ αυτούς τους λαούς ήταν τόσο θρησκευτική όσο και εθνική.

 3 Καζάχοι ονομάζονταν αρχικά οι τουρκόφωνοι και κατά βάση νομάδες κάτοικοι των αχανών και αραιοκατοικημένων στεπών της Κεντρικής Ασίας που κάλυπταν την περιοχή ανατολικά και βορειοανατολικά της Κασπίας Θάλασσας. Το 18ο όμως και το 19ο αιώνα καζάχοι ονομάζονταν οι ρώσοι κυρίως άποικοι πού εποικούσαν τις μεθοριακές ή τις νεοκατακτημένες εκτάσεις της Ρωσικής Αυτοκρατορίας (οι «κοζάκοι» των δυτικών), ενώ οι πραγματικοί καζάχοι ονομάζονταν τόσο από τους ρώσους όσο και από τους δυτικούς συγγραφείς «κιργίσιοι». Κιργίσιοι ήταν όνομα που προερχόταν από έναν πολύ μικρότερο μη νομαδικό και τουρκόφωνο λαό της ορεινής περιοχής πού συνόρευε με το Σινκιάνγκ. Η σοβιετική κυβέρνηση και οι σοβιετικοί συγγραφείς αποκατέστησαν τα πράγματα ονομάζοντας την περιοχή τών καζάχων της Κεντρικής Ασίας Καζαχστάν, αλλά παρόλα αυτά η ονομασία κιργίσιοι εξακολούθησε να χρησιμοποιείται παράλληλα μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1920.

 4 Revolyutsiya I Natsional’nosti Vopros: Documenty I Materialy, έκδ. Σ. Μ. Ντίμανσταϊν, III (1930), 294-305.

 5 ο.π., III, 315-17, 328, 363-5.

 6 ο.π., III, 414-28.

 7 ο.π., III, 372-7.

 8 Σ. Ατναγκούλωφ, Bashkiriya (1925), σ. 57.

 9 Revolyutsiya I Natsional’nosti Vopros: Documenty I Materialy, έκδ. Σ. Μ. Ντίμανσταϊν, III (1930), 377.

 10 Κλιουτσνικώφ και Σαμπάνιν, Mezhdunarodnaya Politika, II (1926), 94-6 και γαλλική μετάφραση σε Revue du monde musulman, II (1922), 7-9. Η αναφορά στους «ινδούς» και τους «αρμένιους» στο τελευταίο μέρος της έκκλη-σης δείχνει ότι ο ορός «μουσουλμάνοι» υπονοούσε για τους μπολσεβίκους όλους τους λαούς της Ανατολής.

 11 Sobranie Uzakonenii, 1917-18, Νο 17, άρθρο 243.

 12 ο.π., Νο 6, άρθρο 103. Τελικά η χειρονομία αυτή είχε σαν αποτέλεσμα να χαθεί το περίφημο αυτό κοράνι, το οποίο και σήμερα ακόμη είναι άγνωστο που βρίσκεται.

 13 Politika Sovetskoi Vlasti po Natsional’nomu Voprosu (1920), σ. 80, άρθρο 99.

 14 Vos’moi S”ezd RKP(B) (1933), σ. 433-4. Το γραφείο μετονομάστηκε το Μάρτιο του 1919 σε «κεντρικό γραφείο των κομμουνιστικών οργανώσεων των λαών της ανατολής» (Zhizn’ Natsional’nostei, Νο 8(16), 9 Μαρτίου 1919) και την ευθύνη γι’: αυτό ανέλαβε το Ναρκομνάτς.

 15 Λένιν, Άπαντα, XXIV, 542-51· Στάλιν, Άπαντα, IV, 279-80.

 16 Σ. Ατναγκούλωφ, Bashkiriya (1925), σ. 56-9. Σε ένα άρθρο δημοσιευμένο στο Voprosy Istorii, Νο 4, 1948, σ. 26 αναφέρεται η 11/24 Νοεμβρίου 1917 σαν ημερομηνία υπογραφής της συμφωνίας ανάμεσα στον Βαλίντωφ και τον Ντούτωφ, αταμάνο των κοζάκων του Όρενμπουργκ.

 17 Η ανακήρυξη έγινε με διάταγμα του Σοβναρνόμ (Sobranie Uzakonenii, 1917-18, Νο 30, άρθρο 394). Το «επιτροπάτο για τις υποθέσεις των μουσουλμάνων της Ρωσίας» επρόκειτο να ορίσει μια επιτροπή η οποία θα αναλάμβανε να οργανώσει και να συγκαλέσει «ένα συντακτικό συνέδριο των σοβιέτ» της νέας Δημοκρατίας. Η αλήθεια είναι ότι τυπικά δεν υπήρχε ακόμη «Ρωσική Σοβιετική Ομοσπονδία», καθώς το σύνταγμα της ΡΣΟΣΔ βρισκόταν την εποχή εκείνη ακόμη στο στάδιο της σύνταξης του.

 18 Revue du monde musulman, (1922), 131.

 * Vserossiiski (Vseeoyuznyi) Tsentral’nyi Ispolnitel’nyi Komitet, Πανρωσική (Πανενωσιακή) Κεντρική Εκτελεστική Επιτροπή.

 19 Αναφέρεται σε Λ. Τρότσκυ, Στάλιν. Η πληροφορία φαίνεται να επιβεβαιώνεται από ένα άρθρο στο Voprosy Istorii, Νο 4, 1948, σ. 34, όπου γίνεται λόγος για «τις αντιρρήσεις των μπασκίρων αστών εθνικιστών από τη μια μεριά και των οπαδών του Μπουχάριν που απέρριπταν την αρχή της αυτοδιάθεσης από την άλλη».

 ** Σόβναρκόμ, Συμβούλιο των Επιτρόπων του Λαού, Sovet Narodnykh Komissarov.

 20 Politika Sovetskoi Vlasti po Natsional’nomu Voprosu (1920), σ. 8-9, άρθρο 4. (107)

 21 Η κατάσταση που επικρατούσε την εποχή εκείνη στο Καζαχστάν περιγράφεται σε ένα άρθρο της επίσημης εφημερίδας του Ναρκομνάτς: «Οι αρχές της δεύτερης επανάστασης ήταν ακατανόητες στους κιργίσιους (δηλαδή τους καζάχους) γιατί σ’ αυτούς δεν υπήρχε ούτε καπιταλισμός ούτε ταξική διαφοροποίηση! Ακόμη και η αντίληψη τους για την ιδιοκτησία ήταν διαφορετική, και πολλά αντικείμενα καθημερινής χρήσης θεωρούνταν στην Κιργισία κοινόκτητα. Ταυτόχρονα η εξωτερική εμφάνιση της Οκτωβριανής Επανάστασης τρόμαζε τους καζάχους.

Οι μορφές με τις όποιες εμφανίστηκε το μπολσεβίκικο κίνημα στην Κεντρική Ασία ήταν κάτι εντελώς καινούργιο γι’ αυτούς, καθώς μάλιστα σε πολλές περιπτώσεις το κίνημα αυτό συνοδευόταν από βία, λεηλασίες, καταχρήσεις και από μια εντελώς ιδιόμορφη μορφή δικτατορίας. Στην πραγματικότητα το κίνημα στις χώρες των συνόρων ήταν πολλές φορές όχι επανάσταση αλλά κα θαρή αναρχία». Ο ίδιος αρθρογράφος έγραφε σχετικά με τους σοβιετικούς οργανισμούς που είχαν καταλάβει την εξου- σία στο Σεμιπαλατίνσκ και άλλες πόλεις του Καζαχστάν: «Τα μέλη των οργανισμών αυτών ήταν απλώς τυχοδιώκτες, που ονόμαζαν τους εαυτούς τους μπολσεβίκους και συχνά συμπεριφέρονταν με απαράδεκτο τρόπο» (Zhizn’ Natsional’nostei, Νο 29 (37), 3 Αυγούστου 1919).

 22 Ντ. Π. Πετρώφ, Chuvashiya (1926), σ. 70.

 23 Στάλιν, Άπαντα, IV, 85-92.

 24 Sobranie Uzakonenii, 1917-18, Νο 79, άρθρο 831. Η «κοινότητα» αυτή σύντομα μετατράπηκε σε αυτόνομη Περιοχή της ΡΣΟΣΑ και αργότερα, στα τέλη του 1923, σε Αυτόνομη ΣΣΔ (Sobranie Uzakonenii, 1924, Νο 7, άρθρο 13).

 25 Η ζωή της εφήμερης αυτής κυβέρνησης περιγράφεται σε ένα βιβλίο που εξέδωσε αργότερα ο υπουργός της των εξωτερικών (Μ. Βιναβέρ, Nashe Pravitel’stvo, Παρίσι, 1928).

 26 Κατά τον Στάλιν (Ο Μαρξισμός και το Εθνικό και Αποικιακό Ζήτημα) «η στάση της κυβέρνησης του Κολτσάκ, η οποία εξέδωσε ένα διάταγμα που καταργούσε την αυτονομία της Μπασκιρίας, ανάγκασε την κυβέρνηση του Βαλίντωφ να προσχωρήσει το 1919 στο σοβιετικό καθεστώς». Η ερμηνεία αυτή επιβεβαιώνεται σε μεγάλο βαθμό από τον Β. Τσερνώφ στο Mes Tribulations en Russie (Παρίσι, 1921), σ. 10.

 27 Sobranie Uzakonenii, 1919, Νο 46, άρθρο 451. Το καλοκαίρι του 1919 η Μπασκιρία δέχτηκε για μια ακόμη φορά την εισβολή των «συμμοριών του Κολτσάκ» και μόνο τον Αύγουστο του 1919 επιβλήθηκε οριστικά το σοβιετικό καθεστώς (Politika Sovetskoi Vlasti po Natsional’nomu Voprosu (1920), σ. 19-20, άρθρα 18-19). Στο 7ο Πανρωσικό Συνέδριο των Σοβιέτ, το Δεκέμβριο του 1919 στη Μόσχα, ο Βαλίντωφ εμφανίστηκε σαν εκπρόσωπος «του προλεταριάτου της Μπασκιρίας και των φτωχών αγροτών της Μπασκιρίας και της Κιργισίας» και εξύμνησε τα κατορθώματα του μπασκιρικού κόκκινου στρατού στον αγώνα για την υπεράσπιση «της προλεταριακής πρωτεύουσας, της Πετρούπολης» από την επιδρομή του Γιουντένιτς (7 Vserossiiskii S”ezd Sovetov [1920], σ. 17). Την εποχή εκείνη Βαλίντωφ εμφανιζόταν σαν κομμουνιστής και προσπαθούσε να ιδρύσει ένα ανεξάρτητο Κομμουνιστικό Κόμμα Μπασκιρίας (Σ. Ατναγκούλωφ, Bashkiriya [1925], σ. 71-2).

 28 Sobranie Uzakonenii, 1919, Νο 36, άρθρο 354.

 29 Ο Καστανιέ, ένας αντισοβιετικός αυτόπτης μάρτυς, αναφέρει τη διάλυση του Αλάς-Ορντά αλλά όχι το διάταγμα του Ιουνίου και προσθέτει ότι «ενώ σε όλη την άλλη Ρωσία ο αγώνας ήταν αγώνας ανάμεσα σε τάξεις στην περίπτωση των καζάχων ήταν αγώνας ανάμεσα σε πάτριες και φυλές» (Revue du monde musulman, [1922], 175-7).

 30 Politika Sovetskoi Vlasti po Natsional’nomu Voprosu (1920), σ. 38-9, άρθρο 56.

 31 Sobranie Uzakonenii, 1919, Νο 37, άρθρο 368. Μια περιγραφή των εξελίξεων στη Σοβιετική Καλμουκία – ίσως κάπως ειδυλλιακή αλλά σε γενικές γραμμές αρκετά πιστή – υπάρχει σε Τ. Κ. Μπορισώφ, Kalmykia (1926).

 32 Ένας γνωστός μουσουλμάνος μπολσεβίκος της περιόδου αυτής αναφέρει ότι η μουσουλμανική ενορία – το mechet – περιλάμβανε 700-1000 άτομα με επικεφαλής ένα μουλά και δύο βοηθούς του ενώ η ενορία των ορθοδόξων αποτελείτο από 10-12.000 άτομα (Μ. Σουλτάν-Γκαλίεφ, Metody Antireligioznoi Propagandy Sredi Mususl’man, σ. 4).

 33 Στο Dagestan του Ε. Σαμούρσκυ σ. 126-37 υπάρχει μια ζωντανή περιγραφή της μουσουλμανικής εξουσίας στο Νταγκεστάν η οποία απέκρουσε με επιτυχία κάθε απόπειρα σοβιετικής διείσδυσης από το 1917 μέχρι το 1921.

 34 Παραδείγματα της πολιτικής αυτής υπάρχουν σε Ε. Σαμούρσκυ, Dagestan, σ. 133-6.

 35 Sobranie Uzakonenii, 1920, Νο 45, άρθρο 203· Νο 51, άρθρο 222· Νο 59 άρθρο 267.

 36 Politika Sovetskoi Vlasti po Natsional’nomu Voprosu, σ. 44, άρθρο 65· σ. 41 άρθρο 60.

 37 Σ. Ατναγκούλωφ, Bashkiriya (1925), σ. 72-4. Παραπέρα πληροφορίες υπάρχουν σε Στάλιν, Ο Μαρξισμός και το Εθνικό και Αποικιακό Ζήτημα και σε Revue du monde musulman, (1922), 162-3. Το φθινόπωρο του 1921 η κεντρική επιτροπή του κόμματος υποχρεώθηκε να ασχοληθεί με τη διαμάχη ανάμεσα σε δύο ομάδες κομματικών στελεχών της Μπασκιρίας οι όποιες «είχαν προσδώσει στην εντονότατη σύγκρουση τους καί εθνικό χρώμα». Ό Γκολοστσιέκιν, ένα μέλος της κεντρικής επιτροπής του κόμματος, στάλθηκε στη Μπασκιρία αλλά «δεν κατάφερε να ρυθμίσει απόλυτα το ζήτημα» (Izvestiya Tsentral’nogo Komiteta Kommunisticheskoi Partii (Bol’shevikov), Νο 34, Νοέμβριος 1921, σ. 5). Οι εξελίξεις στη Μπασκιρία μετατράπηκαν σε θέμα γενικού ενδιαφέροντος και η συζήτηση γύρω απ’ αυτές συνεχίστηκε για αρκετά χρόνια (π.χ. Proletarskaya Revolutsiya, Νο 11(58) και 12(59), 1926 καθώς και Νο 3(74) και 5(76), 1928).

Οι αναμνήσεις όσων πήραν μέρος στον εμφύλιο πόλεμο στην περιοχή αυτή είναι συγκεντρωμένες σε Grazhdanskaya Voina v Baskirii (Ούφα, 1932). Μια πιο βαθιά μελέτη των πηγών αυτών μπορεί να φωτίσει καλύτερα τη σοβιετική πολι- τική στις χώρες των ανατολικών συνόρων την περίοδο εκείνη. Ο Βαλίντωφ ήταν μια χαρακτηριστική μορφή της ολι- γάριθμης αστικής διανόησης των περιοχών αυτών. Όντας ένας αντίθετος με κάθε σε βάθος κοινωνική επανάσταση αστός εθνικιστής πέρασε με το μέρος των μπολσεβίκων στην περίοδο του εμφυλίου πολέμου λόγω της αδιαφορίας των λευκών για τις διεκδικήσεις των μικρών εθνοτήτων. Μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμου, ο Βαλίντωφ έγινε και πάλι αντιμπολσεβίκος, ενώθηκε με τους Μπασμάτσι της Κεντρικής Ασίας (βλ. παρακάτω), εξελίχτηκε σε υπέρμαχο του πα- ντουρανισμού και τελικά κατέληξε σε ένα γερμανικό πανεπιστήμιο. Το 1944 ξαναγύρισε στην Τουρκία όπου και κατα- δικάστηκε για παράνομη παντουρανική δραστηριότητα. Τέλος, το 1948 ο Βαλίντωφ αποκατέστησε τις σχέσεις του με τις τουρκικές αρχές και έγραψε μια έντονα αντιρωσική ιστορία του Τουρκεστάν στα τούρκικα με τον τίτλο Turkesta Tarihi.

 38 Στη Revue du monde musulman, (1922), 182-91 υπάρχουν μερικές μάλλον ασύνδετες μεταξύ τους σημειώσεις του Καστανιέ για τα γεγονότα στο Καζαχστάν το 1920 και 1921. Την εποχή εκείνη ο Καστανιέ δεν ήταν πια στην Κεντρική Ασία.

 39 Στάλιν, Άπαντα, IV, 397.

 40 ο.π., IV, 400.

 41 Βλέπε Κεφάλαιο 13 παρακάτω.

 42 Στάλιν, Άπαντα, IV, 394-7.

 43 ο.π., IV, 399-403. Αυτό το ενδιαφέρον παράδειγμα μετακίνησης πληθυσμών φαίνεται ότι αποτελούσε εν μέρει τιμωρία και εν μέρει μέτρο πρόληψης μελλοντικών ταραχών. Δεν υπάρχουν στοιχεία για την έκταση που πήραν τελικά οι μετακινήσεις αυτές ούτε και είναι πολύ σαφές αν μεταφέρθηκαν ορεσίβιοι από τη βόρεια στη νότια όχθη του Τέρεκ ή κοζάκοι από τη νότια όχθη στη βόρεια.

 44 Τα διατάγματα της 20ής Ιανουαρίου 1921 με τα όποια ιδρύθηκαν η Αυτόνομη ΣΣΔ του Νταγκεστάν και η Αυτόνομη ΣΣΔ των Ορεσίβιων υπάρχουν σε Sobranie Uzakonenii, 1921, Νο 5, άρθρο 39 και Νο 6. άρθρο 41.

 45 Sobranie Uzakonenii, 1921, Νο 69, άρθρο 556.

 46 Ο Μπρόιντο ήταν ένα από τα πέντε μέλη του συμβουλίου του Ναρκομνάτς και αργότερα έγινε διευθυντής του Κομμουνιστικού Πανεπιστημίου των Εργαζόμενων της Ανατολής στη Μόσχα.

 47 Proletarskaya Revolutsiya, Νο 10(33), 1924, σ. 138-61.

 48 Η σημαντικότερη πηγή για την περίοδο αυτή είναι το Kolonial’naya Revolyutsiya: Opyt’ Turkestana (1921) του Γκ. Σαφάρωφ, ενώ υπάρχει και μια σύντομη περιγραφή του Ο Καστανιέ (που ήταν ο ίδιος στο Τουρκεστάν μέχρι το καλοκαίρι του 1920) στη Revue du monde musulman, (1922), σ. 28-73. Πολύτιμη πηγή για τα γεγονότα στην περιοχή αυτή θα ήταν και το έργο Pobeda Velikoi Oktyabr’skoi Sotsialisticheskoi Revolyutsii v Turkestan: Sbornik Documentov (Τασκένδη, 1947), αλλά δεν κατάφερα να το βρω. Μια κριτική δημοσιευμένη στην Partiinaya Zhizn’, Νο 4, 1948 παρατηρεί ότι το έργο αυτό δίνει την εντύπωση «πως ο αγώνας των εργαζομένων του Τουρκεστάν ήταν αποκομμένος από το γενικότερο επαναστατικό αγώνα σε όλη τη Ρωσία καθώς και πως στην πρώτη περίοδο της ζωής του σοβιετικού καθε- στώτος, το Τουρκεστάν, όντας κυκλωμένο από παντού από εχθρούς, είχε αφεθεί ατή μοίρα του», χωρίς όμως και να προσφέρει καμιά απόδειξη για το ότι τα όσα αναφέρονται στο έργο δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Ο Σα- φάρωφ γράφει ότι το Τουρκεστάν από το 1917 μέχρι το 1919 αποτελούσε «το ιδεώδες “κλειστό εμπορικό κράτος” του Γιόχαν Γκότλιμπ Φίχτε» (ο.π., α. 75). Τέλος ο ίδιος ο Μπρόιντο έγραφε σε μια εφημερίδα της εποχής: «Επί δύο σχεδόν χρόνια το Τουρκεστάν είχε αφεθεί στη μοίρα του. Επί δύο σχεδόν χρόνια όχι μόνο δεν υπήρχε στρατιωτική βοήθεια από τη Μόσχα αλλά δεν υπήρχαν ουσιαστικά ούτε καν σχέσεις» (Novyi Vostok, II [1922], 79).

 49 Γκ. Σαφάρωφ, Kolonial’naya Revolyutsiya: Opyt’ Turkestana (1921), σ. 70.

 50 ο.π., σ. 71.

 51 Πλήρη στοιχεία για την κυβέρνηση της Κοκάνδης και την τύχη της υπάρχουν σε Π. Αλεξένκωφ, Revolyutsiya v Srednei Azii: Sbornik (Τασκένδη), Ι (1928), 21-40. II (1929), 43-81. Το πρόγραμμα της κυβέρνησης της Κοκάνδης πρόβλεπε τη διατήρηση της ατομικής ιδιοκτησίας, του σαριάτ και της απομόνωσης των γυναικών. Η κυβέρνηση αυτή υποστηριζόταν και από ορισμένους αντιμπολσεβίκους ρώσους αστούς. Στη σύγκρουση πάντως αυτή ανάμεσα σε ρώσους επαναστάτες και μουσουλμάνους συντηρητικούς το εθνικό αίσθημα ήταν εκείνο πού έπαιζε το μεγαλύτερο ρόλο.

 52 Για σύντομες από πρώτο χέρι πληροφορίες για τους Μπασμάτσι βλέπε Revue du monde musulman, (1922), 236-43 και Novyi Vostok, II (1922), 274-8.

 53 Revue du monde musulman, (1922), 217-18.

 54 Τα γεγονότα στη Χίβα από το 1917 μέχρι το 1920 περιγράφονται σε Novyi Vostok, III (1923), 241-57.

 55 Στη Revue du monde musulman, (1922), 192-201 υπάρχει μια περιγραφή της ζωής αυτής της κυβέρνησης που επέζησε μέχρι τον Απρίλιο του 1919 από τον Καστανιέ. Για το ρόλο των βρετανών βλέπε Journal of the Central Asian Society, IX (1922), II, 96-110.

 56 Desyatyi S”ezd Rossiskoi Kommynisticheskoi Partii (1921), σ. 105. Το Σεμιρέτσιε ήταν η βορειοανατολική επαρχία του Καζαχοτάν, ενώ οι κουλάκοι ήταν ρώσοι αγρότες εγκαταστημένοι σε εδάφη που είχαν αφαιρεθεί από τους καζάχους.

 57 Το 5ο Συνέδριο των Σοβιέτ, το Μάιο του 1918, είχε καταργήσει τυπικά την απαγόρευση ανάληψης κυβερνητικών καθηκόντων από τους μουσουλμάνους, αλλά παρόλα αυτά «πολύ σπάνια ανατίθενταν σε κιργίσιους, ουζμπέκους και τατάρους παρόμοια καθήκοντα» (Γκ. Σαφάρωφ, Kolonial’naya Revolyutsiya: Opyt’ Turkestana (1921), σ. 85). Τα συνδικάτα δέχονταν μόνο ρώσους εργάτες (ο.π., σ. 115), ενώ η διάταξη του συντάγματος της ΡΣΟΣΔ που στερούσε το δικαίωμα ψήφου από όσους μίσθωναν την εργασία άλλων δεν ίσχυε στην περίπτωση του Τουρκεστάν.

 58 Zhizn’ National’notei, Νο 23(80), 18 Ιουλίου 1920. Μια περιγραφή της ανάπτυξης του κόμματος στο Τουρκεστάν και των πρώτων δύο συνεδρίων του (Ιούνιος και Δεκέμβριος 1918) υπάρχει σε Π. Αντρόπωφ, Revolyutsiya v Srednel Azii: Sbornik (Τασκένδη), Ι (1928), 7-20, II (1929), 10-42. Η καλύτερη πάντως έκθεση των θεωρητικών του αδυναμιών και των διαφωνιών στο εσωτερικό του υπάρχει σε ορισμένες σημειώσεις πού είχε κρατήσει ο Φρούντζε όταν βρισκόταν στο Τουρκεστάν το 1919-20 (Μ.Β. Φρούντζε, Sobranie Sochineii, Ι [1929], 119-21).

 59 Zhizn’ National’notei, Νο 20(28), 1 Ιουνίου 1919· Νο 22(30), 15 Ιουνίου 1919.

 60 Λένιν, Άπαντα, XXIV, 811.

 61 Φ. Μ. Μπαίηλυ, Mission to Tashkent (1946), σ. 190-1.

 62 Η κατάληψη του Ασχαμπάντ από τους μπολσεβίκους τον Οκτώβριο του 1919 άνοιξε το δρόμο κατά μήκος της Κασπίας. Η σιδηροδρομική επικοινωνία μέσω Όρενμπουργκ δεν αποκαταστάθηκε παρά την επόμενη άνοιξη.

 63 Η επιτροπή αποτελείτο από τους Ελιάβα (ένα γεωργιανό που είχε πρόσφατα εγκαταλείψει τους Μενσεβίκους προσχωρώντας στους Μπολσεβίκους), Φρούντζε (που ορίστηκε και γενικός διοικητής του μετώπου του Τουρκεστάν), Κουιμπίτσεφ, Ρουτζουτάκ, Μπόκι και Γκολοστσέκιν (Γκ. Σαφάρωφ, Kolonial’naya Revolyutsiya: Opyt’ Turkestana, σ. 105).

 64 Λένιν, Άπαντα, XXIV, 810-11.

 65 ο.π., XXIV, 531.

 66 Zhizn’ National’notei, Νο 4(61), 1 Φεβρουαρίου 1920.

 67 Ο Καστανιέ (Revue du monde musulman, 1i [1922], 207) τοποθετεί τα γεγονότα αυτά στο πρώτο μισό του 1919 και προσθέτει ότι αμέσως μετά άρχισαν διαπραγματεύσεις για την υπογραφή μιας συνθήκης με τη Μόσχα. Καθώς η συνθήκη αυτή είναι βέβαιο ότι υπογράφτηκε το Σεπτέμβριο του 1920 είναι φανερό ότι ο Καστανιέ έχει κάνει λάθος χρονολογία.

 68 Μ. Β. Φρούντζε, Sobranie Sochineii, Ι (1929), 142-3· Revue du monde musulman, (1922), 219.

 69 Novyi Vostok, II (1922), 272.

 70 Α. Μπαρμίν, One Who Survived (1945), σ. 103.

 71 Vos’moi Vserossilskii S”ezd Sovetov (1921), σ. 225-6.

 72 Βλέπε παρακάτω Κεφάλαιο 13.

 73 Γκ. Σαφάρωφ, Kolonial’naya Revolyutsiya: Opyt’ Turkestana (1921), σ. 133.

 74 Δύο παραδείγματα μιας πιο διαλλακτικής πολιτικής στα εθνικά θέματα που αναφέρονται από τον Καστανιέ (Revue du monde musulman, [1922], 68-9) δείχνουν το πόσο πολύπλοκα ήταν τα προβλήματα του Τουρκεστάν: το χειμώνα του 1920-1 η Κυριακή αντικαταστάθηκε από την Παρασκευή σαν μέρα αργίας και οι ταχυδρομικές αρχές άρχισαν να δέχονται για πρώτη φορά τηλεγραφήματα σε τοπικές γλώσσες.

 75 Πράβντα, 20 Ιουνίου 1920. Στο 10ο Συνέδριο του κόμματος, το Μάρτιο του 1921 στη Μόσχα, ο Σαφάρωφ ανέφερε ότι το προηγούμενο καλοκαίρι είχε δει την έξης ανακοίνωση σε μια μικρή πόλη του Τουρκεστάν: «Εφόσον η θεία λειτουργία τελείται σήμερα από έναν κομμουνιστή ιερέα όλα τα μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος καλούνται να πάρουν μέρος σ’ αυτή» (Desyatyi S”ezd RKP [1921], σ. 104). Ο Μπρόιντο έγραφε ότι υπήρχαν μουσουλμάνοι κομμουνιστές που «προσεύχονταν την καθιερωμένη ώρα» καθώς και ένας ρώσος αρχιμανδρίτης που «ήταν πρόεδρος μιας τοπικής επιτροπής των σοβιέτ και εκδότης μιας κομματικής σοβιετικής εφημερίδας» (Zhizn’ National’notei, Νο 23(80), 18 Ιουλίου 1920).

 76 1 yi S”ezd Norodov Vostoka (1920), σ. 85-91.

 77 Desyatyi S”ezd RKP (1921), σ. 163-8. Ο Στάλιν δεν απάντησε στον Σαφάρωφ στο συνέδριο, και δέχτηκε τις περισσότερες από τις τροπολογίες του στην απόφαση για το εθνικό ζήτημα. Σε μια προηγουμένη περίσταση ο Στάλιν είχε απορρίψει εν μέρει τις κατηγορίες για «σωβινισμό μεγάλης δύναμης» και είχε επικρίνει κυρίως τα «εθνικιστικά κατάλοιπα» των τουρκόφωνων κομμουνιστών (Άπαντα, V, 1-3).

 78 Zhizn’ National’notei, Νο 3(132), 26 Ιανουαρίου 1922.

 79 Sobranie Uzakonenii, 1921, Νο 32, άρθρο 172.

 80 ο.π., Νο 32, άρθρο 173. Την επιτροπή αποτελούσαν οι Τόμσκυ και Ρουτζουντάκ, που είχαν πρωταγωνιστήσει πρόσφατα, στο 10ο Συνέδριο του Κόμματος, στη διαμάχη γύρω από το θέμα των συνδικάτων. Στο One Who Survived, σ. 99 ο Α. Μπαρμίν περιγράφει μια συνάντηση του μαζί τους στην Τασκένδη.

 81 Η πληρέστερη περιγραφή της εξέγερσης των Μπασμάτσι μαζί με μερικές γραφικές λεπτομέρειες για τις πανι – σλαμικές φιλοδοξίες του Εμβέρ υπάρχει σε Novyi Vostok, II (1922), 274-84. Κατά τον Καστανιέ (Revue du monde musulman, 1i [1922], 228-9), ενώ ο Εμβέρ κλήθηκε από τους μπολσεβίκους για να μεσολαβήσει τελικά προσχώρησε στους επαναστάτες. Πάντως ο Καστανιέ δεν ήταν πλέον την εποχή εκείνη στην Κεντρική Ασία και οι πληροφορίες του δεν είναι πάντοτε έγκυρες.

 82 Politika Sovetskoi Vlasti po Natsional’nomu Voprosu, (1920), σ. 44, άρθρο 65.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *