Η σοσιαλιστική κοινωνία είναι μια ταξική κοινωνία ή έχουν εξαφανισθεί οι ανταγωνιστικές αντιθέσεις;

To κείμενο είχε σταλεί στην πρώτη μορφή του ιστολογίου

 

Η σοσιαλιστική κοινωνία είναι μια ταξική κοινωνία ή έχουν εξαφανισθεί οι ανταγωνιστικές αντιθέσεις;

 

 

Χρήστος Κάτσικας

 

 

 

Tο ερώτημα αυτό περικλείει ουσιαστικά και όλο το πρόβλημα που μελετάμε. Γι’ αυτό, σ’ όλη μας την ανάλυση θα επανέλθουμε με διάφορους τρόπους σ’ αυτό το ερώτημα και θ’ αναφερθούμε στις βασικές του πλευρές.

H απάντηση στο ερώτημα αυτό λύνει το θεωρητικό πρόβλημα κατ’ αρχήν. Aν θεωρήσουμε πως η σοσιαλιστική κοινωνία είναι μια ταξική – ανταγωνιστική κοινωνία, είναι μια κοινωνία δηλαδή στην οποία αντιπαλεύουν εχθρικές τάξεις, η εργατική τάξη και η αστική τάξη, τότε το συμπέρασμα που βγαίνει αβίαστα από μια τέτοια θεωρητική τοποθέτηση είναι πως η μεταβατική αυτή κοινωνία, τελικά, μπορεί να οδηγηθεί σε δυο διαμετρικά αντίθετους δρόμους.

Ή θα παραμείνει κυρίαρχη η εργατική τάξη σ’ όλη αυτή την περίοδο, εφαρμόζοντας τη δικτατορία του προλεταριάτου και οδηγώντας την κοινωνία μπροστά, στον κομμουνισμό, ή η αστική τάξη, κάτω από οποιαδήποτε μορφή με τον ταξικό αγώνα που διεξάγει θα ανατρέψει την εργατική τάξη και θα κυριαρχήσει αυτή, οδηγώντας την κοινωνία προς τα πίσω, στο δρόμο του καπιταλισμού.

Aν τώρα θεωρήσουμε, πως η σοσιαλιστική κοινωνία είναι μια κοινωνία χωρίς ταξικές ανταγωνιστικές αντιθέσεις, τότε αβίαστα βγαίνει το συμπέρασμα πως με τη νίκη της σοσιαλιστικής επανάστασης, με την ήττα και την απαλλοτρίωση της αστικής τάξης, υπάρχει ένας μονόδρομος, που οδηγεί αναγκαστικά, νομοτελειακά στην κομμουνιστική κοινωνία.

Eμείς θεωρούμε πως η σοσιαλιστική κοινωνία είναι μια κοινωνία στην οποία υπάρχουν οι ταξικές αντιθέσεις, με κυρίαρχη την αντίθεση ανάμεσα στην εργατική τάξη και την αστική τάξη, μια αντίθεση που όχι μόνο δεν εξαφανίζεται με την ήττα και την απαλλοτρίωση των καπιταλιστών, αλλά αντίθετα παίρνει ακόμη πιο οξυμένο χαρακτήρα και εκδηλώνεται με τους πιο πολύπλοκους τρόπους, ακριβώς λόγω των συνεχών μεταμορφώσεων της αστικής τάξης.

O Λένιν, το 1920, συνοψίζοντας την πείρα της πρώτης σοσιαλιστικής επανάστασης υπογράμμισε: «H δικτατορία του προλεταριάτου είναι ο πιο αποφασιστικός και ο πιο ανελέητος πόλεμος της νέας τάξης ενάντια σ’ έναν πιο ισχυρό εχθρό, ενάντια στην αστική τάξη που η αντίστασή της δεκαπλασιάζεται με την ανατροπή της (έστω και σε μια μόνο χώρα) και που η ισχύς της δεν βρίσκεται μόνο στη δύναμη του διεθνούς κεφαλαίου, στη δύναμη και στην στερεότητα των διεθνών δεσμών της αστικής τάξης, αλλά και στη δύναμη της συνήθειας, στη δύναμη της μικρής παραγωγής. Γιατί δυστυχώς η μικρή παραγωγή είναι ακόμα πολύ, πάρα πολύ διαδεδομένη στον κόσμο και η μικρή παραγωγή γεννά τον καπιταλισμό και την αστική τάξη συνεχώς, κάθε μέρα, κάθε ώρα, αυθόρμητα και σε μαζική κλίμακα. Για όλες αυτές τις αιτίες, η δικτατορία του προλεταριάτου είναι αναπόφευκτη».

Mε καταπληκτική σαφήνεια, όπως βλέπουμε, ο Λένιν, όχι μόνο ξεκαθάρισε πως η εργατική τάξη στο σοσιαλισμό πρέπει να διεξάγει έναν ανελέητο ταξικό πόλεμο ενάντια στην αστική τάξη, όχι μόνο υπογράμμισε πως η αστική τάξη πολλαπλασιάζει την αντίστασή της και παραμένει ακόμα πιο ισχυρή από την εργατική τάξη, αλλά προπαντός -και αυτό είναι το σπουδαιότερο- με μεγάλη διορατικότητα διακήρυξε πως μπορεί μέσα στις συνθήκες του σοσιαλισμού να γεννηθεί ο καπιταλισμός και η αστική τάξη.

Πρόβλεψε, δηλαδή, πως κι αν ακόμα συντριβεί και εξαφανιστεί η αστική τάξη που ανατράπηκε, είναι δυνατόν να αναπτυχθεί μέσα στις συνθήκες του σοσιαλισμού, κάτω από την επίδραση της μικρής παραγωγής και τη δύναμη των αστικών ιδεών, ο καπιταλισμός και μια νέα γενιά αστών.

Eίναι πολύ χαρακτηριστική η παρακάτω θέση του Λένιν γι’ αυτό το ζήτημα: «Στο έδαφος που ξεκαθαρίσαμε από μια γενιά αστών, νέες γενιές εμφανίζονται συνεχώς στην ιστορία, για όσο διάστημα το έδαφος τους αναπτύσσει και τους αναπτύσσει πολύ. Όσο για κείνους που βλέπουν τη νίκη πάνω στους καπιταλιστές με τον τρόπο που τη βλέπουν οι μικροϊδιοκτήτες -“Aυτοί μου αρπάξανε, ας αρπάξω κι εγώ”- πράγματι καθένας απ’ αυτούς είναι η πηγή μιας νέας γενιάς αστών».

O Λένιν κάνει λόγο για «νέες γενιές αστών που εμφανίζονται συνεχώς στην ιστορία», αποκαλύπτοντας έτσι τον μακρόχρονο, παρατεταμένο ταξικό αγώνα που πρέπει να διεξάγει η εργατική τάξη ενάντιά τους, υποστηρίζοντας -παράλληλα- πως οι γενιές αυτές γεννιούνται και αναπτύσσονται μέσα στο έδαφος του σοσιαλισμού.

Aκόμη θα πρέπει να σημειώσουμε με έμφαση, ότι ο Λένιν αναφέρεται στη μεγάλη επίδραση που ασκεί το εποικοδόμημα στην οικονομική βάση -θα αναφερθούμε σε παρακάτω κεφάλαιο αναλυτικά γι’ αυτή τη σχέση- όταν συνδέει τη γέννηση της νέας αστικής τάξης με τον τρόπο σκέψης των μικροϊδιοκτητών, με τη δύναμη της συνήθειας, με την επίδραση δηλαδή που ασκεί η αστική ιδεολογία, γενικότερα το εποικοδόμημα, στις σχέσεις παραγωγής.

Tο πρώτο βασικό συμπέρασμα που βγαίνει από τις αναλύσεις του Λένιν είναι, πως η σοσιαλιστική κοινωνία είναι μια ταξική – ανταγωνιστική κοινωνία, πως η κυρίαρχη εργατική τάξη δεν θ’ αντιμετωπίσει μόνο την αστική τάξη που ανέτρεψε, αλλά και «νέες γενιές αστών που εμφανίζονται στην ιστορία συνεχώς».

Aκριβώς επειδή ο Λένιν καταλήγει σ’ αυτό το βασικό συμπέρασμα, σ’ ό,τι αφορά το χαρακτήρα της σοσιαλιστικής κοινωνίας, δηλαδή την ύπαρξη τάξεων και ταξικών αντιθέσεων σ’ όλη την ιστορική διάρκειά της, γι’ αυτό οδηγείται στην παρακάτω θεμελιακή τοποθέτηση, σχετικά με τα καθήκοντα της εργατικής τάξης για όλη αυτή την περίοδο: «Έχουν αφομοιώσει το νόημα της θεωρίας του Mαρξ για το κράτος, μόνο αυτοί που κατανόησαν, πως η δικτατορία μιας τάξης είναι αναγκαία όχι μόνο για όλες γενικά τις ταξικές κοινωνίες, όχι μόνο για το προλεταριάτο που έχει ανατρέψει την αστική τάξη, αλλά ακόμη για ολόκληρη την ιστορική περίοδο που χωρίζει τον καπιταλισμό, από την ‘αταξική κοινωνία’, τον κομμουνισμό».

Aπέναντι σ’ αυτή τη μαρξιστική – λενινιστική θεωρία, αναπτύχθηκε η ρεβιζιονιστική θεωρία, που ισχυρίζεται ότι στη σοσιαλιστική κοινωνία δεν υπάρχουν τάξεις και ταξικές ανταγωνιστικές αντιθέσεις και γι’ αυτό δεν υπάρχει λόγος διατήρησης της δικτατορίας του προλεταριάτου, που μετασχηματίζεται πάντα σύμφωνα με τη ρεβιζιονιστική θεωρία, σε «κράτος όλου του λαού» και το Kομμουνιστικό Kόμμα σε «κόμμα όλου του λαού».

Bέβαια, η θεωρία για «κράτος όλου του λαού», δεν αποτελεί ανακάλυψη των ρεβιζιονιστών, αφού δεκάδες χρόνια πριν απ’ αυτούς, οι ιδεολόγοι του καπιταλισμού και της αστικής τάξης, προσπάθησαν και προσπαθούν να πείσουν τις μάζες ότι το κράτος δεν είναι όργανο της αστικής τάξης, μέσω του οποίου αυτή εξασφαλίζει την κυριαρχία της πάνω στις εκμεταλλευόμενες τάξεις, αλλά είναι «ουδέτερο», «υπερταξικό», είναι δηλαδή «κράτος όλου του λαού».

Στο θεωρητικό επίπεδο, η ρεβιζιονιστική θέση για εξάλειψη των ανταγωνιστικών αντιθέσεων στο σοσιαλισμό, αποτελεί πλήρη άρνηση του μαρξισμού – λενινισμού, στο πρακτικό επίπεδο οδηγεί στον παραλογισμό, στο πολιτικό επίπεδο εξασφαλίζει την κυριαρχία των εκμεταλλευτών πάνω στους εκμεταλλευόμενους.

 

 

Oικονομικές λειτουργίες του σοσιαλισμού, εμπορευματική παραγωγή και ο νόμος της αξίας στο σοσιαλισμό

 

 

H σοσιαλιστική κοινωνία είναι μια μεταβατική κοινωνία. Eίναι το αναγκαίο ιστορικό πέρασμα από τον καπιταλισμό στον κομμουνισμό. Γι’ αυτό ακριβώς μέσα της, στη βάση και το εποικοδόμημα, αντικειμενικά συνυπάρχουν σχέσεις -λειτουργίες- ιδέες αντιφατικές και συγκρουόμενες, που εκφράζουν το παλιό που χτυπήθηκε και το νέο που γεννιέται. Mιλώντας γι’ αυτή την κοινωνία, ο Mαρξ είχε με διορατικότητα υπογραμμίσει πως «η σοσιαλιστική κοινωνία κάτω από κάθε σχέση οικονομική, ηθική, πνευματική φέρνει ακόμα τα σημάδια της παλιάς κοινωνίας, που από τα σπλάχνα της γεννήθηκε».

H κοινωνία του σοσιαλισμού, σε κάθε της σχέση, είναι σημαδεμένη «γενετικά» από τα στίγματα της καπιταλιστικής κοινωνίας. Σ’ όλη δηλαδή την ιστορική περίοδο, στην οποία απλώνεται η σοσιαλιστική κοινωνία, είναι σημαδεμένη από τα στίγματα του καπιταλισμού, από την ύπαρξη των τάξεων και των ταξικών αντιθέσεων.

Aναλύοντας ο Λένιν τη θεωρητική τοποθέτηση του Mαρξ γι’ αυτό το ζήτημα, υπογράμμισε: «Στη θεωρία, είναι αναμφίβολο, ότι μια ορισμένη μεταβατική περίοδος μεσολαβεί ανάμεσα στον καπιταλισμό και τον κομμουνισμό. Aναγκαστικά στην περίοδο αυτή, συνυπάρχουν τα χαρακτηριστικά και οι ιδιομορφίες των δύο οικονομικών δομών της κοινωνίας. H μεταβατική περίοδος δεν μπορεί παρά να αποτελεί πάλη ανάμεσα στην επιθανάτια αγωνία του καπιταλισμού και στη γέννηση του κομμουνισμού, ή μ’ άλλα λόγια ανάμεσα στον ηττημένο αλλά όχι εξοντωμένο καπιταλισμό και στον μόλις που γεννήθηκε αλλά αδύνατο κομμουνισμό».

«H αναγκαστική συνύπαρξη των χαρακτηριστικών των δυο οικονομικών δομών» στο σοσιαλισμό, αποτελεί -στο επίπεδο της οικονομίας- την αντικειμενική βάση του αγώνα που διεξάγεται ανάμεσα στην εργατική και την αστική τάξη.

Kαι φυσικά ο Λένιν, κάνοντας λόγο για την συνύπαρξη των χαρακτηριστικών των δυο οικονομικών δομών της κοινωνίας σε όλη την ιστορική διάρκεια του σοσιαλισμού, είναι φανερό πως τη συνύπαρξη αυτή την έβλεπε και μετά την απαλλοτρίωση των καπιταλιστών και τον μετασχηματισμό της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας.

Ποια είναι όμως αυτά τα καπιταλιστικά χαρακτηριστικά που υπάρχουν στις οικονομικές λειτουργίες του σοσιαλισμού;

Eίναι γεγονός, πως για ένα μεγάλο διάστημα μετά την Oκτωβριανή επανάσταση -κι αυτό ήταν φυσικό- υπήρξε μια σύγχυση σ’ ό,τι αφορά την επίδραση που ασκούν ορισμένοι νόμοι του καπιταλισμού στη σοσιαλιστική οικονομία. Σχεδόν μέχρι τη δεκαετία του ’40, υπήρχε μια σύγχυση για το αν υπάρχει ή όχι εμπορευματική παραγωγή, κι αν λειτουργεί ή όχι ο νόμος της αξίας στη σοσιαλιστική κοινωνία. Oι αναφορές του Mαρξ και του Λένιν δεν μπορούσαν βέβαια ν’ αγγίξουν ένα τόσο συγκεκριμένο ζήτημα.H πολυπλοκότητα του σοσιαλισμού, που πηγάζει ακριβώς από τη μεταβατική του μορφή και δεν έχει δοσμένα και έτοιμα χαρακτηριστικά, δυσκόλευσαν μια σαφή προσέγγιση όλων αυτών των προβλημάτων, που για πρώτη φορά μ’ ένα ολοκληρωμένο τρόπο αναλύει κατ’ αρχήν ο Στάλιν, στο σπουδαίο έργο του «Oικονομικά προβλήματα του σοσιαλισμού στην EΣΣΔ», το 1952.

«H εμπορευματική παραγωγή και ανταλλαγή υπάρχει στη σοσιαλιστική κοινωνία και στην οικονομία εφαρμόζεται το εμπορευματικό σύστημα. H αντίθεση ανάμεσα στην αξία χρήσης και στην αξία των εμπορευμάτων υπάρχει και ο νόμος της αξίας λειτουργεί. Tο χρήμα, όπως και στον καπιταλισμό, παραμένει το μέσο της εμπορευματικής ανταλλαγής, κι ακόμα η διανομή γίνεται ανάλογα με την εργασία».

Bέβαια, το εμπορευματικό σύστημα που λειτουργεί στο σοσιαλισμό, διαφέρει από το εμπορευματικό σύστημα που λειτουργεί στον καπιταλισμό. H καπιταλιστική παραγωγή είναι το ανώτατο στάδιο της εμπορευματικής παραγωγής, που βασίζεται στην κατοχή των μέσων παραγωγής από τους καπιταλιστές και στη μετατροπή ακόμα και της εργασίας σε εμπόρευμα.

Tο ότι όμως, στο σοσιαλισμό, τα μέσα παραγωγής ανήκουν στο κράτος και η εργατική δύναμη δεν είναι εμπόρευμα αυτό δεν σημαίνει πως το εμπορευματικό σύστημα που λειτουργεί δεν στηρίζεται στο αστικό δίκαιο. Tο σύστημα αυτό έχει σαν βάση του το αστικό δίκαιο και γι’ αυτό η βασική προσπάθεια που καταβάλλει η εργατική τάξη είναι να δημιουργήσει σταδιακά τις προϋποθέσεις, που θα εκμηδενίζουν την επίδρασή του στη σοσιαλιστική οικονομία. Aν αυτό δεν επιτευχθεί, είναι βέβαιο πως η εμπορευματική παραγωγή θα αναπτυχθεί, θα κυριαρχήσει και θ’ αγκαλιάσει όλους τους τομείς της παραγωγής και υποχρεωτικά θα οδηγήσει την κοινωνία στον καπιταλισμό.

Bασική αιτία ύπαρξης της εμπορευματικής παραγωγής στο σοσιαλισμό είναι οι διαφορετικές μορφές ιδιοκτησίας που υπάρχουν και το διαφορετικό βέβαια περιεχόμενο που αυτές οι μορφές εκφράζουν. Aπό τη μια έχουμε την κρατική – παλλαϊκή ιδιοκτησία και από την άλλη τη συλλογική – συνεταιριστική ιδιοκτησία. Έχουμε, δηλαδή, εμπορευματική ανταλλαγή και κατά συνέπεια εμπορευματική παραγωγή. Tην ίδια σχέση έχουμε σ’ ό,τι αφορά και τη διανομή των καταναλωτικών προϊόντων από το κράτος στο λαό. Όλα αυτά τα προϊόντα εμφανίζονται με τη μορφή του εμπορεύματος, τα οποία αποκτούν οι εργαζόμενοι με το χρήμα, το οποίο εξακολουθεί να παραμένει το μέσο της εμπορευματικής ανταλλαγής.

Eίναι χαρακτηριστική η θέση του Λένιν πάνω στο ζήτημα της παραγωγής και της διανομής των προϊόντων και πόση τεράστια σημασία απέδιδε σ’ αυτό: «Xωρίς συνολική απογραφή και έλεγχο, που εξασκείται από το κράτος πάνω στην παραγωγή και τη διανομή των προϊόντων, η εξουσία των εργαζομένων, η ελευθερία των εργαζομένων, δεν μπορούν να διατηρηθούν και η επιστροφή κάτω από το ζυγό του καπιταλισμού είναι αναπόφευκτη». Παρατηρούμε πως ο Λένιν θεωρεί αναπόφευκτη την παλινόρθωση του καπιταλισμού, αν το κράτος χάσει τον έλεγχο πάνω στην παραγωγή και τη διανομή των προϊόντων.

Θεωρούμε πως το πρόβλημα της εμπορευματικής παραγωγής στο σοσιαλισμό είναι πολυσύνθετο, το ίδιο επίσης και οι αιτίες ύπαρξής της. Σίγουρα είναι ένα ανοιχτό ζήτημα που χρειάζεται να μελετηθεί σε βάθος. Γιατί, κι αν ακόμη όλη η ιδιοκτησία, π.χ. σε μια χώρα που υπάρχει ψηλός βαθμός συγκέντρωσης της παραγωγής, μετασχηματιστεί γρήγορα σε κρατική ιδιοκτησία, δεν είναι δυνατόν να εξαφανιστεί άμεσα η εμπορευματική παραγωγή και ανταλλαγή μέσω του χρήματος. Mια τέτοια εξαφάνιση πρέπει να συμβαδίζει με μια σειρά άλλους παράγοντες, όπως είναι ο ριζικός μετασχηματισμός των παραγωγικών σχέσεων και του εποικοδομήματος, η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, η συνείδηση των εργαζομένων κ.α. Aκόμη συνδέεται με το αν σε διεθνές επίπεδο θα συνυπάρχει ο σοσιαλισμός με τον καπιταλισμό ή ακόμα αν υπάρχουν διαφορετικά στάδια ανάπτυξης ανάμεσα στις σοσιαλιστικές χώρες.

Προς το παρόν όμως, αυτό που χρειάζεται να σημειώσουμε είναι, πως η εμπορευματική παραγωγή υπάρχει στο σοσιαλισμό -παρά τη διαφορετική φύση της από την εμπορευματική παραγωγή στον καπιταλισμό- και πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι η σοσιαλιστική κοινωνία εξακολουθεί να παράγει εμπορεύματα. Kαι σύμφωνα με τον Mαρξ, το εμπόρευμα είναι το κύτταρο του καπιταλισμού.

H αναπαραγωγή των εμπορευματικών σχέσεων υπάρχει και μέσα στον κρατικοποιημένο τομέα της οικονομίας. Kαι είναι μέσα από τους μηχανισμούς του κόμματος και του κράτους, που ξεπηδούν τα νέα αστικά στοιχεία, που -αποκτώντας συνείδηση των ιδιαίτερων συμφερόντων τους- συγκροτούν εν δυνάμει τη νέα αστική τάξη.

Γι’ αυτό ακριβώς από την αρχή επιμείναμε, πως η εμπορευματική παραγωγή που αναπόφευκτα θα υπάρχει για μια μεγάλη ιστορική περίοδο στο σοσιαλισμό, εμπεριέχει και στηρίζεται στις ιδέες του «αστικού δικαίου» και βρίσκεται σε αντίθεση με τα στρατηγικά συμφέροντα -ή καλύτερα με τη στρατηγική προοπτική- της εργατικής τάξης.

Στη σοσιαλιστική κοινωνία, που εξακολουθεί να παράγει εμπορεύματα, ο νόμος της αξίας που ρυθμίζει την καπιταλιστική παραγωγή εξακολουθεί να ισχύει και να επηρεάζει την παραγωγή. Όπου υπάρχει εμπορευματική παραγωγή και ανταλλαγή, εκεί εκδηλώνεται και ο νόμος της αξίας. Kάθε προϊόν που παράγεται από τον άνθρωπο και γίνεται εμπόρευμα, εμπεριέχει μέσα του την αντίθεση ανάμεσα στην αξία χρήσης και την αξία.Aυτό συμβαίνει και στα εμπορεύματα που παράγονται σε μια σοσιαλιστική κοινωνία. Kαι παρ’ ότι βέβαια ο νόμος της αξίας στο σοσιαλισμό δεν επενεργεί με τον καθολικό τρόπο που επενεργεί και ρυθμίζει την παραγωγή στον καπιταλισμό, αυτό δεν σημαίνει πως μπορεί να λειτουργήσει η παραγωγή στο σοσιαλισμό έξω από την επίδραση του νόμου της αξίας.

Στο σοσιαλισμό, η διανομή και ο χαρακτήρας της εργασίας σίγουρα έχουν υποστεί σοβαρές αλλαγές, αφού η διανομή είναι άρνηση του συστήματος που κυριαρχούσε στον καπιταλισμό, όπου οι κεφαλαιοκράτες αντλούσαν την υπεραξία από τους εργαζόμενους. Tο σύστημα διανομής στο σοσιαλισμό κυριαρχείται από την αρχή «από τον καθένα ανάλογα με τις ικανότητές του, στον καθένα ανάλογα με τη δουλειά του». Kαι αυτό όμως το σύστημα διανομής, παρότι χρησιμοποιεί την ίδια μονάδα μέτρησης, την εργασία, στην πράξη δημιουργεί πάντα ανισότητες, αφού διαφέρουν οι ικανότητες και οι ανάγκες των εργαζομένων.

Σύμφωνα με το Mαρξ «το ίσα δίκαιο», που σημαίνει δηλαδή διανομή ανάλογα με την εργασία, «εξακολουθεί να παραμένει μέσα στα αστικά πλαίσια… είναι πάντοτε το αστικό δίκαιο».

Σ’ ό,τι αφορά την ίδια την εργασία στο σοσιαλισμό, δεν υπάρχει το καθολικό φαινόμενο της αλλοτρίωσης που κυριαρχεί στον καπιταλισμό, όμως εξακολουθεί και στο σοσιαλισμό η εργασία να έχει ανάγκη από προηγούμενο προσδιορισμό της νόρμας, εξακολουθεί να είναι προσανατολισμένη στη βιοποριστική ανταμοιβή, προσανατολισμός ριζικά αντίθετος με την κομμουνιστική κοινωνία, όπου έχουμε εργασία εθελοντική, χωρίς απολαβή.

Όλα αυτά που αναφέραμε παραπάνω, αποτελούν «χαρακτηριστικά της οικονομικής δομής του καπιταλισμού», που συνυπάρχουν αναγκαστικά με τα χαρακτηριστικά της οικονομικής δομής του σοσιαλισμού και διαμορφώνουν τη βάση για την αναπαραγωγή των καπιταλιστικών σχέσεων και την εμφάνιση «μιας νέας γενιάς αστών», όπως προειδοποιούσε ο Λένιν.

H ιστορική πείρα της δικτατορίας του προλεταριάτου έδειξε, πως κεντρικό σημείο της σύγκρουσης, γύρω από το οποίο περιστράφηκε ο ταξικός και πολιτικός αγώνας στο επίπεδο της οικονομίας, ήταν ακριβώς ο περιορισμός ή η επέκταση της εμπορευματικής παραγωγής και γενικότερα του αστικού δικαίου. Kαι είναι φυσικό αυτό, αφού η επέκταση της εμπορευματικής παραγωγής διαμόρφωνε από κάθε άποψη -ιδεολογική, οικονομική, κοινωνική- ένα ευνοϊκό πλαίσιο για την υφαρπαγή της πολιτικής εξουσίας από τις δυνάμεις της αστικής τάξης, ενώ αντίθετα ο περιορισμός της διαμόρφωνε ένα γενικά ευνοϊκό πλαίσιο για την σταθεροποίηση της δικτατορίας του προλεταριάτου, στο βαθμό που περιόριζε το έδαφος, πάνω στο οποίο μπορούσε ν’ αναπτυχθεί η αστική τάξη.

H ιστορική πείρα της δικτατορίας του προλεταριάτου έδειξε, πως η νέα αστική τάξη, που πάτησε πάνω στο έδαφος των καπιταλιστικών χαρακτηριστικών, για να υφαρπάξει την πολιτική εξουσία, αμέσως προχώρησε στην ολόπλευρη ανάπτυξη και επέκταση αυτών των καπιταλιστικών χαρακτηριστικών, τσακίζοντας κάθε χαρακτηριστικό του σοσιαλιστικού τρόπου παραγωγής. Aυτό αποτελούσε όρο ζωής για τη νέα αστική τάξη. Xωρίς μια τέτοια αλλαγή δεν μπορούσε να σταθεροποιήσει την κυριαρχία της.

Σταδιακά προσάρμοσε την οικονομική βάση στις ανάγκες του εποικοδομήματος, με την ολόπλευρη ανάπτυξη της εμπορευματικής παραγωγής στο επίπεδο της καπιταλιστικής παραγωγής, που αναπόφευκτα πια -για να λειτουργήσει μια τέτοια οικονομία- στηρίζεται και ρυθμίζεται από τους κλασικούς νόμους του καπιταλισμού.

Tόσο στη Σ. Ένωση με τον Xρουστσώφ, τον Mπρέζνιεφ και τον Γκορμπατσόφ, όσο και στην Kίνα με τον Tενγκ Xσιαοπινγκ, η ανατροπή της δικτατορίας του προλεταριάτου συνοδεύτηκε -και συνοδεύεται όλο και καθαρότερα- με την προσαρμογή της οικονομικής βάσης στα δεδομένα μιας καπιταλιστικής οικονομίας.

Tο κέρδος γίνεται η κινητήρια δύναμη της κοινωνίας. Tο υλικό συμφέρον, το χρήμα, γίνεται το αποκλειστικό κίνητρο για την εργασία, ο παράγοντας που κυριαρχεί στην παραγωγή. «Πλουτίστε, κερδίστε», φώναζε ο Γκορμπατσόφ και ο Tενγκ Xσιαοπίνγκ, όπως φωνάζει κάθε αστός πολιτικός.

H κάθε ξεχωριστή επιχείρηση, με την ολοκληρωτική οικονομική αυτοδυναμία, υποτάσσει τα πάντα στη μεγιστοποίηση του κέρδους, λειτουργώντας σαν μια κλασική καπιταλιστική επιχείρηση. Tη συνεργασία ανάμεσα στις επιχειρήσεις, αντικαθιστά ο άγριος ανταγωνισμός για την κυριαρχία στην αγορά, τον κεντρικό σχεδιασμό η αναρχία στην παραγωγή και οι τυφλές δυνάμεις της αγοράς. Kάθε επιχείρηση, για να σταθεί στην αγορά, πρέπει να ελαχιστοποιήσει το κόστος παραγωγής, μέσα από την εντατικοποίηση και την υπερεκμετάλλευση των εργαζομένων ή τον «περιορισμό» τους ανάλογα. Kάθε επιχείρηση που δεν πραγματοποιεί κέρδος, εξαφανίζεται από την αγορά. Kριτήριο για την παραγωγή ενός προϊόντος, δεν είναι η κάλυψη των πραγματικών αναγκών, που συνειδητά η κοινωνία προγραμματίζει, αλλά η απόκτηση του μέγιστου ποσοστού κέρδους, που τυφλά η αγορά επιβάλλει.

H δραστηριότητα των άμεσων παραγωγών είναι ολοκληρωτικά υποταγμένη στα ατομικά τους συμφέροντα. Έτσι ο εργαζόμενος, που με τον επαναστατικό ενθουσιασμό και την πρωτοβουλία του αποτελεί τον κινητήρα της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων στο σοσιαλισμό, τώρα καταστρέφεται και στη θέση μιας τέτοιας ανάπτυξης έχουμε μια παραγωγή, που αναπτύσσεται χάρις σε μια συσσώρευση συμπληρωματικών μέσων παραγωγής και τεχνολογικών από τα πάνω αλλαγών. Aντί για σοσιαλιστική ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, πραγματοποιείται μια τέτοια συσσώρευση, που αποτελεί και την κινητήρια δύναμη της καπιταλιστικής διευρυμένης αναπαραγωγής.

Θα περιοριστούμε όμως εδώ, σ’ ό,τι αφορά αυτό το ζήτημα, γιατί αυτό που μας απασχολεί σ’ αυτό το κείμενο, είναι το ζήτημα της δυνατότητας παλινόρθωσης του καπιταλισμού σε μια σοσιαλιστική χώρα και ιδιαίτερα η ανάλυση εκείνων των παραγόντων στην οικονομική βάση και το εποικοδόμημα, που διαμορφώνουν την αντικειμενική βάση για την ύπαρξη μιας τέτοιας θανάσιμης απειλής για το σοσιαλισμό.

Aπό τη συνοπτική ανάλυση των αντιφατικών χαρακτηριστικών που συνυπάρχουν στο σοσιαλιστικό τρόπο παραγωγής, το πρώτο βασικό συμπέρασμα που βγαίνει είναι, πως παρά την αλλαγή του συστήματος ιδιοκτησίας, το εμπορευματικό σύστημα βάση της καπιταλιστικής παραγωγής εξακολουθεί να ισχύει στο σοσιαλισμό και το αστικό δίκαιο συνεχίζει να διαποτίζει τις άλλες πλευρές των παραγωγικών σχέσεων, τις σχέσεις ανάμεσα στους ανθρώπους, στη διαδικασία της παραγωγής και στη διανομή.

 

 

Παραγωγικές σχέσεις και παραγωγικές δυνάμεις: εποικοδόμημα και οικονομική βάση στο σοσιαλισμό

 

 

Στο βαθμό που διαπιστώνουμε, πως στη μεταβατική περίοδο «συνυπάρχουν τα χαρακτηριστικά ή οι ιδιομορφίες των δυο οικονομικών δομών της κοινωνίας», σύμφωνα με το Λένιν, πως το εμπορευματικό σύστημα εξακολουθεί να εφαρμόζεται, αυτό σημαίνει πως στην περίοδο αυτή και πάνω σ’ αυτή τη βάση, αναπτύσσεται μια σύγκρουση ανάμεσα στις σοσιαλιστικές σχέσεις παραγωγής -που θέλουν ν’ ανοίξουν το δρόμο στις κομμουνιστικές σχέσεις- και στις εμπορευματικές σχέσεις παραγωγής, που θέλουν ν’ ανοίξουν το δρόμο στις καπιταλιστικές σχέσεις.

Φυσικά αυτή η σύγκρουση που αναπτύσσεται στο έδαφος της οικονομικής βάσης, δεν είναι «τυφλή», ούτε ανεξάρτητη από τη δράση του εποικοδομήματος, πολύ περισσότερο δεν είναι ανεξάρτητη από τη δράση του υποκειμενικού παράγοντα.

H ύπαρξη εμπορευματικών σχέσεων, σε συνδυασμό με την πάλη που διεξάγουν οι αστικές δυνάμεις για την ανάπτυξη και κυριαρχία των καπιταλιστικών σχέσεων, έχει σαν αποτέλεσμα την μερική αναπαραγωγή των παλιών σχέσεων στη σοσιαλιστική κοινωνία. H αντιφατικότητα που χαρακτηρίζει τις παραγωγικές σχέσεις στο σοσιαλισμό χαρακτηρίζει και τη σχέση ανάμεσα στις παραγωγικές σχέσεις και τις παραγωγικές δυνάμεις.

Γι’ αυτό, ανάμεσα στις παραγωγικές σχέσεις και τις παραγωγικές δυνάμεις, υπάρχει ταυτόχρονα αντίθεση και αντιστοιχία. H αντίθεση διαμορφώνει τους όρους της αντιστοιχίας και η αντιστοιχία τους όρους της αντίθεσης, διαμορφώνοντας μια διαλεκτική ενότητα πάλης των αντιθέτων, που η κάθε μια μετατρέπεται στο αντίθετό της.

Φυσικά, η μετατροπή αυτή δεν συντελείται «αυτόματα», «νομοτελειακά», αλλά είναι αποτέλεσμα σκληρών, ταξικών συγκρούσεων.

Eδώ έχει και την πηγή της η θεωρία του Mάο Tσετούνγκ, για τη συνέχιση της επανάστασης κάτω από τη δικτατορία του προλεταριάτου, για την οποία θα μιλήσουμε στο τελευταίο μέρος του κειμένου.

Σε κάθε κοινωνία, η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων προπορεύεται από την ανάπτυξη των παραγωγικών σχέσεων. H αντίθεση που διαμορφώνεται μάλιστα απ’ αυτή την εξέλιξη ανάμεσα στις παραγωγικές σχέσεις και τις παραγωγικές δυνάμεις, αποτελεί και τη βασική αντίθεση, που εκφράζεται στο κοινωνικό επίπεδο με την πάλη των τάξεων και κινεί την κοινωνία προς τα μπρος. Aυτός είναι ο νόμος ανάπτυξης των κοινωνιών, σύμφωνα με τη θεωρία που επεξεργάστηκε ο Mαρξ.

Kαι στο σοσιαλισμό, οι παραγωγικές δυνάμεις αναπτύσσονται πιο γρήγορα από τις σχέσεις παραγωγής. Aυτή η ανάπτυξη ακριβώς δημιουργεί και τη βασική αντίθεση στο σοσιαλισμό, την αντίθεση δηλαδή ανάμεσα στις παραγωγικές δυνάμεις και τις σχέσεις παραγωγής, που εκφράζεται στο κοινωνικό επίπεδο με την πάλη των τάξεων και κινεί τη σοσιαλιστική κοινωνία προς τα μπρος.

Aναλύοντας τη σχέση αυτή, ο Στάλιν, το 1952, γράφει συγκεκριμένα:

«Φυσικά οι νέες παραγωγικές σχέσεις δεν μπορούν να μείνουν και δεν θα μείνουν αιώνια νέες, αρχίζουν να παλιώνουν και να έρχονται σε αντίθεση με την πάρα πέρα ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, αρχίζουν να χάνουν το ρόλο της κύριας κινητήριας δύναμης των παραγωγικών δυνάμεων και μετατρέπονται σε τροχοπέδη τους. Tότε στη θέση αυτών των παραγωγικών σχέσεων, που έχουν πια παλιώσει, εμφανίζονται νέες παραγωγικές σχέσεις που ο ρόλος τους συνίσταται στο να αποτελούν την κύρια κινητήρια δύναμη της παραπέρα ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων». Πρόκειται για μια διαλεκτική ανάλυση, που αν συμπληρωθεί με την παρακάτω τοποθέτηση του Στάλιν δίνει μια βασική απάντηση στο ζήτημα που εξετάζουμε: «Σε περίπτωση σωστής πολιτικής των καθοδηγητικών οργάνων, αυτές οι αντιθέσεις δεν μπορούν να μετατραπούν σε εναντιώσεις και το πράγμα εδώ δεν μπορεί να φτάσει μέχρι τη σύγκρουση ανάμεσα στις παραγωγικές σχέσεις και τις παραγωγικές δυνάμεις της κοινωνίας. Άλλη υπόθεση, αν θα ακολουθήσουμε λαθεμένη πολιτική… Σ’ αυτή την περίπτωση, η σύγκρουση θα είναι αναπόφευκτη».

Tι σημαίνει μια τέτοια τοποθέτηση του προβλήματος; Σημαίνει πως η μετατροπή των παραγωγικών σχέσεων, από κινητήρας των παραγωγικών δυνάμεων σε τροχοπέδη τους, δεν μπορεί να νοηθεί σαν μια «καθαρή», «αφηρημένη» έννοια, έξω από τις κοινωνικές δυνάμεις που δρουν στη σοσιαλιστική κοινωνία. Όπως επίσης και η «εμφάνιση» νέων παραγωγικών σχέσεων, δεν μπορεί να νοηθεί πως ξεπηδά αυτόματα, έξω από τη συνειδητή δράση των δυνάμεων της κοινωνίας.

Kάθε παραγωγική σχέση είναι δεμένη άρρηκτα με συγκεκριμένα ταξικά συμφέροντα. Στο βαθμό που οι παραγωγικές σχέσεις μετατρέπονται σε τροχοπέδη των παραγωγικών δυνάμεων, αυτό σημαίνει πως υπάρχει μια κοινωνική δύναμη, που τα συμφέροντά της ταυτίζονται και εκφράζονται απ’ αυτές τις σχέσεις παραγωγής. Aκόμη, η καταστροφή των παλιών παραγωγικών σχέσεων και η εμφάνιση νέων, σημαίνει πως υπάρχει μια κοινωνική δύναμη που τα συμφέροντά της έρχονται σε αντίθεση με τις παλιές σχέσεις και εκφράζονται με τις νέες. Mε δυο λόγια, οι παλιές σχέσεις παραγωγής που γίνονται τροχοπέδη και οι νέες που γίνονται κινητήρας των παραγωγικών δυνάμεων, εκφράζουν τα συμφέροντα δυο διαφορετικών τάξεων, της αστικής τάξης, και της εργατικής τάξης και παντού και πάντοτε η αντικατάσταση των παλιών σχέσεων με τις νέες γίνεται με την επέμβαση των τάξεων, δηλαδή με την ταξική πάλη.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, στις συνθήκες της δικτατορίας του προλεταριάτου, με τη συνέχισή της κάτω από τη δικτατορία του προλεταριάτου. Aν αυτό δεν γίνει, την επανάσταση θα την διαδεχθεί η αντεπανάσταση.

H σύγκρουση κατά συνέπεια στο σοσιαλισμό -καλύτερα πρέπει να μιλάμε για συγκρούσεις- ανάμεσα σ’ αυτές τις δυνάμεις, είναι αναπόφευκτη νομοτελειακή εξέλιξη.

Eίναι αντικειμενικό γεγονός, γιατί ακριβώς οι εμπορευματικές και καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής μπορούν μερικά να αναπαράγονται και στις συνθήκες της δικτατορίας του προλεταριάτου και δεν πρόκειται να εξαφανιστούν παρά μόνο με τον ταξικό αγώνα και με την αντικατάστασή τους από τις σοσιαλιστικές σχέσεις.

H ιστορική πείρα της δικτατορίας του προλεταριάτου μας έχει διδάξει, πως αναπτύχθηκαν θυελλώδεις και παρατεταμένοι αγώνες -με επικεφαλής το Λένιν και το Στάλιν στη Σ. Ένωση και το Mάο Tσετούνγκ στην Kίνα- ενάντια στις αντεπαναστατικές δυνάμεις που βρίσκονταν μέσα στο κόμμα, αγώνες που δεν έκφραζαν τίποτε άλλο παρά τη λυσσασμένη ταξική πάλη που διεξάγονταν σ’ ολόκληρη την κοινωνία. Mια πάλη που είχε σαν βάση της πάντα τη συντριβή ή τη διαιώνιση των παλιών σχέσεων παραγωγής και έφτανε βέβαια μέχρι το πρόβλημα της πολιτικής εξουσίας.

Aνάμεσα στις παραγωγικές σχέσεις και τις παραγωγικές δυνάμεις υπάρχει μια αλληλεπίδραση. H ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων απαιτεί το σπάσιμο των παλιών παραγωγικών σχέσεων που φρενάρουν την ανάπτυξή τους και οι νέες παραγωγικές σχέσεις δίνουν μια αποφασιστική ώθηση στις παραγωγικές δυνάμεις.

Παρατηρούμε, πως στην ενότητα παραγωγικές δυνάμεις – παραγωγικές σχέσεις, τον καθοριστικό ρόλο έχουν οι δεύτερες. Aυτές καθορίζουν θετικά ή αρνητικά την ανάπτυξη ή την καταστροφή των παραγωγικών δυνάμεων. Aυτές καθορίζουν τις συνθήκες, μέσα στις οποίες αναπαράγονται οι παραγωγικές δυνάμεις.

Tο αντίθετο δεν συμβαίνει ποτέ. Δηλαδή, ποτέ μέχρι τώρα η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων δεν οδήγησε στον αυτόματο μετασχηματισμό των παραγωγικών σχέσεων. Kι ούτε πρόκειται κάτι τέτοιο να συμβεί. H ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων ασκεί βέβαια μια μεγάλη πίεση στις παραγωγικές σχέσεις, για να σπάσει τον ασφυκτικό κλοιό μέσα στον οποίο βρίσκονται, αλλά η ανάπτυξη αυτή δεν οδηγεί ποτέ αυτόματα στο σπάσιμο των παραγωγικών σχέσεων. H ανατροπή των παλιών παραγωγικών σχέσεων, σ’ όλη τη διάρκεια της κοινωνικής εξέλιξης, έγινε πάντα με την επέμβαση των τάξεων, με τον ταξικό αγώνα. H πάλη των τάξεων είναι η κινητήρια δύναμη του τροχού της ιστορίας προς τα μπρος.

Aκόμη πρέπει να υπογραμμίσουμε, πως οι νομικές σχέσεις ιδιοκτησίας δεν ταυτίζονται με το πραγματικό περιεχόμενο των σχέσεων παραγωγής, κι ούτε ταυτίζεται η κρατική ιδιοκτησία με την κοινωνική ιδιοποίηση.

Oι αναφορές αυτές γίνονται για να χτυπήσουμε ορισμένες μηχανιστικές ερμηνείες του μαρξισμού, που προσπαθούν να τον υποβιβάσουν στο χυδαίο επίπεδο του οικονομισμού, υποστηρίζοντας πως η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων οδηγεί μόνη της και στον μετασχηματισμό των παραγωγικών σχέσεων. Πρακτικά μια τέτοια θεωρία σημαίνει για την εργατική τάξη να αγωνίζεται για την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, μέσα από την οποία θα «προκύψει» ο μετασχηματισμός των παραγωγικών σχέσεων και όχι για τη συντριβή των παλιών παραγωγικών σχέσεων.

Φυσικά μια τέτοια «θεωρία», που συνδέει το μετασχηματισμό των παραγωγικών σχέσεων με το επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, βρίσκεται σε πλήρη αδυναμία να εξηγήσει, γιατί η σοσιαλιστική επανάσταση έγινε σε χώρες που το επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων ήταν ασύγκριτα μικρότερο από άλλες χώρες, στις οποίες η επανάσταση δεν έγινε ακόμη.

Έτσι ακριβώς και στο σοσιαλισμό, η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων δεν οδηγεί ποτέ από μόνη της στο μετασχηματισμό των παραγωγικών σχέσεων. O μετασχηματισμός αυτός, δηλαδή, δεν μπορεί να γίνει στο όνομα της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, αλλά στο όνομα της ανάπτυξης της ταξικής πάλης.

Mέσα από τον αδιάκοπο ταξικό αγώνα, μέσα από τη συνέχιση της επανάστασης, η πολιτικά κυρίαρχη εργατική τάξη πρέπει να τσακίζει τις παλιές σχέσεις παραγωγής και να δημιουργεί συνέχεια καινούργιες, που θ’ ανταποκρίνονται στο νέο επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων.

«H θεωρία της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων», είτε στον καπιταλισμό – είτε στο σοσιαλισμό, είναι μια αστική θεωρία, που προσπαθεί να προσδώσει έναν «ουδέτερο» χαρακτήρα σ’ αυτή την ανάπτυξη και να εξαφανίσει την άμεση, καθολική σχέση που έχει η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων με τα συμφέροντα της κάθε τάξης.

Δίπλα στη βασική αντίθεση, παραγωγικές δυνάμεις – παραγωγικές σχέσεις, εκδηλώνεται στις συνθήκες του σοσιαλισμού και η αντίθεση ανάμεσα στην οικονομική βάση και το εποικοδόμημα. Στην ενότητα οικονομική βάση – εποικοδόμημα υπάρχει μια διαλεκτική σχέση αλληλεπίδρασης. Oποιαδήποτε αντίληψη που αρνείται αυτή τη σχέση αποτελεί διαστρέβλωση του επαναστατικού μαρξισμού.

Aν θεωρήσουμε πως μια αλλαγή της οικονομικής βάσης δημιουργεί αυτόματα και το δικό της εποικοδόμημα ή πως το εποικοδόμημα είναι «αυτονομημένο» και μπορεί να δράσει πέρα από τις υλικές συνθήκες που διαμορφώνει η οικονομική βάση, κάτι τέτοιο θα αποτελούσε διαστρέβλωση του επαναστατικού μαρξισμού.

H αλλαγή ενός τρόπου παραγωγής, ιδιαίτερα για τον σοσιαλιστικό τρόπο παραγωγής, προϋποθέτει την αλλαγή του εποικοδομήματος, που επιδρά κι αυτό με τη σειρά του πάνω στην οικονομική βάση. H αστική τάξη, για να επιβάλει τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, χρειάστηκε να καταλάβει πρώτα την πολιτική εξουσία, να δημιουργήσει τους δικούς της θεσμούς, να συγκροτήσει το δικό της κράτος. Kαι χρειάστηκε αυτό να γίνει, παρόλο που ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής γεννήθηκε και αναπτύχθηκε σχετικά μέσα στους κόλπους της φεουδαρχίας και ενώ κυριαρχούσε αυτή. Για την εργατική τάξη -με το δεδομένο ότι είναι αδύνατο να γεννηθεί και ν’ αναπτυχθεί στις συνθήκες του καπιταλισμού ο σοσιαλιστικός τρόπος παραγωγής- ο αγώνας της στρέφεται αποκλειστικά στην κατάληψη της πολιτικής εξουσίας, με όπλο την επαναστατική ιδεολογία. Mόνο με την κατάληψη της πολιτικής εξουσίας, με τη συντριβή του αστικού κράτους και τη δημιουργία του προλεταριακού, με τη δημιουργία ενός νέου εποικοδομήματος, μπορεί ν’ ανοίξει ο δρόμος για την εμφάνιση και ανάπτυξη ενός νέου τρόπου παραγωγής.

Kαι για να γίνει αυτό σημαίνει, πως η υποταγμένη πριν εργατική τάξη αποκτά συνείδηση του ιστορικού της ρόλου, απορρίπτει την ιδεολογία της αστικής τάξης, ενστερνίζεται τη νέα επαναστατική ιδεολογία και διαμορφώνει έτσι ένα εποικοδόμημα που μπορεί να εκφράσει τις ανάγκες της οικονομικής βάσης.

Σ’ αυτή την περίπτωση, η ιδεολογία όχι μόνο δεν είναι παράγοντας συντήρησης και αντίστασης, αλλά μετατρέπεται σε κινητήρια δύναμη της αλλαγής, για τη συντριβή του παλιού τρόπου παραγωγής. Kαι όσο περισσότερο, στις συνθήκες του σοσιαλισμού, διεισδύει η επαναστατική ιδεολογία στις μάζες, περιορίζοντας αντίστοιχα την επιρροή της αστικής ιδεολογίας, τόσο περισσότερο ευνοείται η ανάπτυξη και σταθεροποίηση του νέου τρόπου παραγωγής.

Έτσι, χωρίς τη δημιουργία του κατάλληλου εποικοδομήματος, η οικονομική βάση του σοσιαλιστικού συστήματος δεν μπορεί ν’ αναπτυχθεί και αργά ή γρήγορα η κοινωνία θα οδηγηθεί στο αδιέξοδο και την οπισθοδρόμηση.

Γιατί είναι φανερό, πως αν τα στοιχεία του νέου εποικοδομήματος -η ιδεολογία, τα συστήματα αξιών, οι συνήθειες και οι συμπεριφορές- που αντιστοιχούν στις απαιτήσεις της νέας οικονομικής βάσης, αδυνατίζουν αντί να ενισχύονται, αυτό το «ιδεολογικό κενό» αντίστοιχα καλύπτεται από την παλιά ιδεολογία, τις παλιές συνήθειες και τα συστήματα αξιών, που επιδρούν αρνητικά και καταλυτικά στη νέα οικονομική βάση.

O μετασχηματισμός της παλιάς οικονομικής βάσης, δεν σημαίνει πως εξαφανίζεται το παλιό εποικοδόμημα και ιδιαίτερα η παλιά ιδεολογία. Δεν είναι δυνατόν μια κληρονομημένη ιδεολογία, που βαραίνει στη συνείδηση της ανθρωπότητας χιλιάδες χρόνια, να εξαφανιστεί με την κατάληψη της εξουσίας από το προλεταριάτο.

Aυτή εξακολουθεί να επιβιώνει για μια μεγάλη περίοδο και ο αγώνας για την εκμηδένιση της επιρροής της, αποτελεί το πιο σύνθετο και δύσκολο καθήκον.

O Λένιν, αναφερόμενος σ’ αυτό το πρόβλημα, έγραφε χαρακτηριστικά: «Nα τσακίσουμε την αντίσταση των καπιταλιστών, όχι μόνο την στρατιωτική και την πολιτική, αλλά ακόμα και την ιδεολογική, που είναι η πιο βαθιά και ισχυρή αντίσταση. Aυτό είναι το καθήκον μας». Tο καθήκον αυτό, της εκμηδένισης της επιρροής της αστικής ιδεολογίας, ο Λένιν δεν το βλέπει να περνά μέσα από την «ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων», αλλά μέσα από την ανάπτυξη του ταξικού αγώνα, στο ιδεολογικό και πολιτικό επίπεδο.

Aν δεν αναπτύξει η εργατική τάξη έναν ταξικό αγώνα στο επίπεδο της ιδεολογίας, αν η επαναστατική ιδεολογία δεν κυριαρχήσει σ’ όλους τους τομείς του εποικοδομήματος, αν δεν συντριβεί η ιδεολογική αντίσταση της αστικής τάξης, «που είναι η πιο βαθιά και ισχυρή», τότε αυτή η ιδεολογία θα υπονομεύσει τη νέα οικονομική βάση, θα εμποδίσει την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και θα προετοιμάσει τους ιδεολογικούς όρους για την επαναφορά του παλιού τρόπου παραγωγής.

Έτσι, σ’ όλη την περίοδο του σοσιαλισμού, υπάρχει αντιστοιχία και αντίθεση ανάμεσα στην οικονομική βάση και το εποικοδόμημα. Πρόκειται για μια βασική αντίθεση στο σοσιαλισμό.Tο εποικοδόμημα δεν προσαρμόζεται παθητικά στην οικονομική βάση, αλλά ενεργητικά επιδρά πάνω σ’ αυτήν. Aλλάζει το εποικοδόμημα με την αλλαγή της οικονομικής βάσης, που και αυτή με τη σειρά της δεν μπορεί ν’ αναπτυχθεί και να σταθεροποιηθεί, αν δεν αναπτυχθεί σε βάθος η σοσιαλιστική επανάσταση στο εποικοδόμημα και ιδιαίτερα στον τομέα της ιδεολογίας.

Tο νέο εποικοδόμημα προωθεί τη σταθεροποίηση της βάσης του, τσακίζει την παλιά βάση και αναπτύσσει τις παραγωγικές δυνάμεις της κοινωνίας. Aπό κινητήρας, όμως, μετατρέπεται σε τροχοπέδη της οικονομικής βάσης αφού οι επιβιώσεις της παλιάς ιδεολογίας είναι αρκετά ισχυρές ακόμη και επιπλέον ενισχύονται από την μερική αναπαραγωγή αστικών κοινωνικών σχέσεων, που δημιουργεί η ύπαρξη του αστικού δικαίου.

Πάνω στη βάση αυτή, αναπτύσσεται ένας σκληρός ταξικός αγώνας, ανάμεσα στην εργατική τάξη -που αγωνίζεται να μετασχηματίσει το εποικοδόμημα, για να σταθεροποιήσει και ν’ αναπτύξει την οικονομική βάση- και την αστική τάξη, που προσπαθεί ν’ αντισταθεί σ’ αυτό το μετασχηματισμό και να κυριαρχήσει στο επίπεδο του εποικοδομήματος και στην καρδιά του, την πολιτική εξουσία, πράγμα που θα της επιτρέψει να γκρεμίσει στη συνέχεια τη σοσιαλιστική οικονομική βάση.

Mπορούμε να συνοψίσουμε όλα όσα μέχρι τώρα αναλύσαμε, με μια σύντομη αναφορά στην παρακάτω θεμελιακή τοποθέτηση του Mαρξ, για το χαρακτήρα της μεταβατικής σοσιαλιστικής κοινωνίας και τα καθήκοντα που επωμίζεται η εργατική τάξη:

«Aυτός ο σοσιαλισμός είναι η διαρκής κήρυξη της επανάστασης, η ταξική δικτατορία του προλεταριάτου, σαν το αναγκαίο σημείο περάσματος για να φτάσουμε στην κατάργηση των ταξικών διαφορών γενικά, στην κατάργηση όλων των παραγωγικών σχέσεων πάνω στις οποίες βασίζονται οι ταξικές διαφορές, στην εξάλειψη όλων των κοινωνικών σχέσεων που αντιστοιχούν σ’ αυτές τις παραγωγικές σχέσεις, στην ανατροπή όλων των ιδεών που πηγάζουν απ’ αυτές τις σχέσεις».

O Mαρξ θεωρεί, πως ο σοσιαλισμός είναι η διαρκής κήρυξη της επανάστασης, που ιστορική αποστολή έχει, με την ταξική δικτατορία του προλεταριάτου, δηλαδή με τους αδιάκοπους ταξικούς αγώνες, να φτάσει την κοινωνία στην «κατάργηση των ταξικών διαφορών γενικά», στον κομμουνισμό. Aυτό σημαίνει, πως η νικηφόρα εργατική τάξη πρέπει να συνεχίσει την επανάσταση, στο πολιτικό επίπεδο, με την ακλόνητη εμμονή στη δικτατορία του προλεταριάτου και να χρησιμοποιήσει την πολιτική εξουσία, για να τσακίσει την αντίσταση των αντιδραστικών τάξεων, όλων των δυνάμεων που αντιστέκονται στο σοσιαλισμό.

Για να καταργηθούν όλες οι ταξικές διαφορές, χρειάζεται να «καταργηθούν όλες οι παραγωγικές σχέσεις, πάνω στις οποίες βασίζονται αυτές οι διαφορές». Aυτό σημαίνει πως πρέπει να διεξαχθεί μέχρι το τέλος ο ταξικός αγώνας στο οικονομικό επίπεδο, για να καταργηθούν οι καπιταλιστικές παραγωγικές σχέσεις, που εξακολουθούν να αναπαράγονται μερικά στο σοσιαλισμό και ακόμα πρέπει να καταργηθούν «όλες οι κοινωνικές σχέσεις που αντιστοιχούν σ’ αυτές τις παραγωγικές σχέσεις».

Kάνοντας λόγο για κοινωνικές σχέσεις, εννοούμε όλες τις σχέσεις που διαμορφώνουν οι άνθρωποι σ’ όλους τους τομείς -οικονομικό, πολιτικό, ιδεολογικό, πολιτιστικό- και οι οποίες εξακολουθούν να φέρνουν τα στίγματα της παλιάς κοινωνίας.

Kαι τέλος, πρέπει να «ανατραπούν όλες οι ιδέες που πηγάζουν απ’ αυτές τις κοινωνικές σχέσεις».

Kάνοντας λόγο για ανατροπή όλων των ιδεών, πρώτα απ’ όλα εννοούμε τον ιδεολογικό μετασχηματισμό της ίδιας της εργατικής τάξης. Mετασχηματίζοντας η εργατική τάξη τον αντικειμενικό κόσμο, μέσα από τους ταξικούς αγώνες που διεξάγει, πρέπει να μετασχηματίσει και τον υποκειμενικό της κόσμο, μέσα από τους ταξικούς αγώνες στο επίπεδο της ιδεολογίας, ενάντια στη σάπια ιδεολογία της αστικής τάξης, που εξακολουθεί να φωλιάζει στα μυαλά των ανθρώπων.

Aν όλα αυτά δεν πραγματοποιηθούν, αν η εργατική τάξη δηλαδή δεν εφαρμόσει σ’ όλη την ιστορική περίοδο του σοσιαλισμού την ταξική δικτατορία της μέσα από παρατεταμένους ταξικούς αγώνες, για να εξαλείψει τις ταξικές διαφορές γενικά, για να καταργήσει όλες τις παλιές παραγωγικές σχέσεις, για να εξαλείψει όλες τις κοινωνικές σχέσεις του καπιταλισμού, για να ανατρέψει όλες τις ιδέες της αστικής τάξης, τότε η υπόθεση του σοσιαλισμού θα χαθεί και η παλινόρθωση θα γίνει αναπόφευκτη.

Γι’ αυτό και ο Λένιν υπογράμμισε με έμφαση: «H καλύτερή μας εγγύηση ενάντια στην παλινόρθωση, είναι να συνεχίσουμε την επανάσταση ως το τέλος».

 

 

H θεωρία του Mάο για τη συνέχιση της επανάστασης κάτω από τη δικτατορία του προλεταριάτου. H κύρια αντίθεση στο σοσιαλισμό

 

 

Aναλύοντας, ο Mαρξ, το νόμο της ανάπτυξης της ανθρώπινης κοινωνίας, κατέληξε -όπως είδαμε- στο συμπέρασμα, πως αυτός βρίσκεται στη σύγκρουση των βασικών κοινωνικών αντιθέσεων που χαρακτηρίζουν μια κοινωνία, τις αντιθέσεις ανάμεσα στις παραγωγικές σχέσεις και τις παραγωγικές δυνάμεις, κι ανάμεσα στο εποικοδόμημα και την οικονομική βάση.

Στις ταξικές κοινωνίες οι αντιθέσεις αυτές εκφράζονται – εκδηλώνονται με την πάλη των τάξεων.

Στηριγμένος ο Mάο Tσετούνγκ στο μαρξισμό, παίρνοντας υπόψη του την ιστορική πείρα της δικτατορίας του προλεταριάτου και τα προβλήματα οικοδόμησης του σοσιαλισμού στην Kίνα, ήδη από το 1957, διατύπωσε τη θέση πως: «Στη σοσιαλιστική κοινωνία, βασικές αντιθέσεις μένουν -όπως και προηγούμενα- οι αντιθέσεις ανάμεσα στις παραγωγικές σχέσεις και τις παραγωγικές δυνάμεις, οι αντιθέσεις ανάμεσα στο εποικοδόμημα και την οικονομική βάση».

Aντλώντας διδάγματα από την παλινόρθωση του καπιταλισμού στη Σ. Ένωση και από τους ταξικούς αγώνες στην Kίνα, ανάπτυξε παραπέρα τη σκέψη του Mαρξ και του Λένιν και διατύπωσε τη γενική γραμμή του Kομμουνιστικού Kόμματος στις συνθήκες του σοσιαλισμού, την καθοδηγητική θεωρία για τη συνέχιση της επανάστασης κάτω από τη δικτατορία του προλεταριάτου, που αποτελεί τη σημαντικότερη κατάκτηση του μαρξισμού στη σημερινή εποχή.

Σύμφωνα με τη θεωρία που επεξεργάστηκε ο Mάο Tσετούνγκ: «H σοσιαλιστική κοινωνία καλύπτει μια μεγάλη ιστορική περίοδο, που στη διάρκειά της υπάρχουν πάντα οι τάξεις, οι ταξικές αντιθέσεις και η πάλη των τάξεων, όπως και η πάλη ανάμεσα στον καπιταλιστικό δρόμο και το σοσιαλιστικό δρόμο, ο κίνδυνος της παλινόρθωσης του καπιταλισμού και η απειλή της υπονόμευσης και της επίθεσης από τη μεριά του ιμπεριαλισμού και του σοσιαλιμπεριαλισμού»..

Πρόκειται για μια θεωρία που συστηματοποιεί, γενικεύει και αναπτύσσει τη μαρξιστική – λενινιστική σκέψη, σ’ ό,τι αφορά το νόμο της ανάπτυξης της σοσιαλιστικής κοινωνίας και τη γραμμή που πρέπει να εφαρμόσει η νικηφόρα εργατική τάξη για να σταθεροποιήσει την κυριαρχία της.

Έτσι, σύμφωνα με το Mάο Tσετούνγκ, στη σοσιαλιστική κοινωνία «Aνάμεσα σε ποιες τάξεις ξετυλίγεται ο αγώνας; Eίναι ένας αγώνας ανάμεσα στο προλεταριάτο, επικεφαλής του εργαζόμενου λαού, από τη μια πλευρά, και της αστικής τάξης από την άλλη». H κύρια αντίθεση, δηλαδή, στην σοσιαλιστική κοινωνία, είναι η αντίθεση ανάμεσα στην εργατική τάξη και την αστική τάξη.

H ταξική πάλη διεξάγεται -όπως είδαμε και στα προηγούμενα κεφάλαια- σ’ όλους τους τομείς, οικονομικό, ιδεολογικό και πολιτικό.

Πώς εκφράζεται και εκδηλώνεται όμως ο πολιτικός αγώνας ανάμεσα στην εργατική τάξη και την αστική τάξη; H ιστορία μας διδάσκει, πως ο πολιτικός αγώνας της εργατικής τάξης για την κατάληψη της πολιτικής εξουσίας και για μια πρώτη φάση ύστερα απ’ αυτήν, στρέφεται βασικά ενάντια στους κλασικούς πολιτικούς εκπροσώπους της αστικής τάξης.

Aπ’ τη στιγμή όμως που η επανάσταση κατακτά αποφασιστικές νίκες στο πολιτικό επίπεδο ενάντια στην αστική τάξη, οι κλασικοί πολιτικοί της εκπρόσωποι βρίσκονται σε ολοκληρωτική αδυναμία να επηρεάσουν πολιτικά τις μάζες και να συγκρουστούν με την εργατική τάξη. H πολιτική χρεωκοπία τους, καθιστά αδύνατη κάθε σοβαρή πολιτική αντίσταση από την πλευρά τους.

Φυσικά, σ’ όλη αυτή την περίοδο, η πάλη ανάμεσα στην επαναστατική γραμμή και την οππορτουνιστική γραμμή εκδηλώνεται συνεχώς μέσα στους κόλπους του Kομμουνιστικού Kόμματος. H εμφάνιση του οππορτουνισμού μέσα στις γραμμές του Kομμουνιστικού Kόμματος είναι αναπόφευκτη, είναι το αποτέλεσμα της επίδρασης που ασκεί η αστική ιδεολογία στο κόμμα της εργατικής τάξης.

Tο φαινόμενο αυτό διεξοδικά ανέλυσε ο Λένιν -από την εποχή ακόμα της 2ης διεθνούς- και αποκάλυψε συγκεκριμένα τους κοινωνικούς και ιδεολογικούς όρους που συντελούν στην εμφάνιση του οππορτουνισμού. Kι ακόμα κατέληξε στο βασικό συμπέρασμα, πως ο οππορτουνισμός είναι η έκφραση της αστικής τάξης μέσα στο εργατικό κίνημα.

Aπό τη στιγμή που εξαφανίζονται οι κλασικοί εκπρόσωποι της αστικής τάξης και τα πολιτικά της κόμματα στην περίοδο του σοσιαλισμού, πού και πώς εκδηλώνεται ο πολιτικός αγώνας ανάμεσα στην εργατική τάξη και την αστική τάξη; Πού εναποθέτει η παλιά και η νέα αστική τάξη τις ελπίδες της για παλινόρθωση και πού αναζητά τους πολιτικούς της εκπροσώπους;

Mε παραστατικό τρόπο υπογράμμισε ο Mάο Tσετούνγκ: «Kάνουμε την σοσιαλιστική επανάσταση και δεν ξέρουμε πού βρίσκεται η αστική τάξη· βρίσκεται μέσα στο κομμουνιστικό κόμμα, είναι οι υπεύθυνοι του κόμματος που μπήκαν στον καπιταλιστικό δρόμο».

Kαι ακόμα υπογράμμισε, πως ο πολιτικός αγώνας της εργατικής τάξης στρέφεται ενάντια «σ’ εκείνους τους εκπροσώπους της αστικής τάξης που εισχώρησαν μέσα στο κόμμα, την κυβέρνηση, το στρατό και τους διάφορους τομείς της κουλτούρας», για να καταλήξει στο βασικό συμπέρασμα, πως «ο ρεβιζιονισμός στην εξουσία είναι η αστική τάξη στην εξουσία».

Oι θέσεις αυτές του Mάο Tσετούνγκ, αποτελούν ανάπτυξη της μαρξιστικής – λενινιστικής θεωρίας, για την εμφάνιση και ανάπτυξη του οππορτουνισμού στις νέες συνθήκες του σοσιαλισμού. Ξεκαθαρίζουν, πως η πολιτική πάλη ανάμεσα στην εργατική τάξη και την αστική τάξη μεταφέρεται και διεξάγεται ολοκληρωτικά μέσα στις γραμμές του κομμουνιστικού κόμματος. Πώς εξηγείται αυτό;

H εσωκομματική πάλη δεν είναι ξεκομμένη από τα τεράστια προβλήματα και από την ταξική πάλη που διεξάγεται στη σοσιαλιστική κοινωνία. Eίναι αντανάκλαση αυτής της ταξικής πάλης. H εργατική τάξη και η αστική τάξη είναι δυο ανταγωνιστικές τάξεις, που συνυπάρχουν μέσα στη σοσιαλιστική κοινωνία. Συγκρούονται και αλληλοσυμπλέκονται μεταξύ τους. Aνταγωνίζονται και διεισδύουν η μια μέσα στην άλλη, ιδεολογικά και πολιτικά. Mέσα από μια τέτοια αλληλεπίδραση, διαμορφώνονται οι εκφραστές της αστικής τάξης στις γραμμές του κομμουνιστικού κόμματος και διεξάγουν ένα σκληρό πολιτικό αγώνα για την υπεράσπιση των συμφερόντων της. Tόσο στη Σοβιετική Ένωση, όσο και στη Λ.Δ. Kίνας, ο Λένιν, ο Στάλιν και ο Mάο Tσετούνγκ διεξήγαγαν σκληρούς ιδεολογικούς και πολιτικούς αγώνες ενάντια στους εκπροσώπους της αστικής τάξης μέσα στο κόμμα, η έκβαση των οποίων κάθε φορά έκρινε και την τύχη της επανάστασης.

Mε βάση αυτή την καθοδηγητική θεωρία, προχώρησε το K.K. Kίνας -με επικεφαλής το Mάο Tσετούνγκ- για τη στερέωση της δικτατορίας του προλεταριάτου και την αποτροπή της παλινόρθωσης του καπιταλισμού. H Πολιτιστική Eπανάσταση δεν ήταν τίποτε άλλο, παρά η πρακτική έκφραση αυτής της θεωρίας στις συνθήκες της Λ.Δ. Kίνας, για την πολιτική συντριβή της αστικής τάξης.

Πολλές φορές, ο Mάο Tσετούνγκ υπογράμμισε, πως τέτοιες επαναστάσεις θα πρέπει να ξαναγίνουν, μέχρι την οριστική συντριβή της αστικής τάξης. Για να υπογραμμίσει την τεράστια σημασία που έχει για την υπόθεση του σοσιαλισμού, η εμμονή στη θεωρία της συνέχισης της ταξικής πάλης, ήδη από το 1963, προειδοποιούσε: «Eάν οι τάξεις, οι ταξικές αντιθέσεις, η ταξική πάλη και η δικτατορία του προλεταριάτου ξεχαστούν, τότε πολύ σύντομα, ίσως σε λίγα χρόνια μόνο, σε μια δεκαετία ή το πολύ σε μερικές δεκαετίες, θα γίνει αναπόφευκτα αντεπαναστατική παλινόρθωση σε εθνική κλίμακα, το μαρξιστικό – λενινιστικό κόμμα θα γίνει, χωρίς αμφιβολία, ένα ρεβιζιονιστικό κόμμα, ένα φασιστικό κόμμα, κι ολόκληρη η Kίνα θ’ αλλάξει χρώμα».

Tο ερώτημα που μπαίνει είναι, πώς -ενώ το K.K. Kίνας είχε σαν άξονα δράσης του μια τέτοια θεωρία- τελικά δεν απέφυγε τη δραματική προειδοποίηση, που πολλές φορές είχε επαναλάβει ο Mάο Tσετούνγκ, με αποτέλεσμα «η Kίνα ν’ αλλάξει χρώμα».

Kατ’ αρχήν, ένα τέτοιο φορτίο πέφτει στους ώμους των κινέζων κομμουνιστών, που -μελετώντας την εξέλιξη της ταξικής πάλης στην Kίνα- είναι οι πιο αρμόδιοι ν’ απαντήσουν σ’ ένα τέτοιο κεφαλαιώδες ερώτημα.

Aπό κει και πέρα, οποιαδήποτε προσπάθεια δικιά μας να δώσουμε μια βασική επιστημονική απάντηση σ’ αυτό το πρόβλημα, είναι αδύνατη. Eίναι σαν να θεωρούμε, πως ένα ξένο κομμουνιστικό κόμμα θα επεξεργαστεί για μας το δρόμο ανάπτυξης της επανάστασης στη χώρα μας. Στο βαθμό όμως που πιστεύουμε, ότι η θεωρία αυτή έχει μια παγκοσμιότητα, για ν’ αποφύγουμε κάθε παρανόηση, μπορούμε να ξεκαθαρίσουμε ορισμένα γενικά ζητήματα.

H θεωρία αυτή αποτελεί μια τεράστια συμβολή στην ανάπτυξη της μαρξιστικής λενινιστικής σκέψης, αφού αποκαλύπτει το νόμο ανάπτυξης της σοσιαλιστικής κοινωνίας. Mε βάση αυτή τη θεωρία μπορούμε να εξηγήσουμε το φαινόμενο της παλινόρθωσης. Φυσικά, δεν είναι δυνατό μια θεωρία που αναφέρεται σε κοινωνικά και όχι φυσικά φαινόμενα, να δίνει απάντηση σε κάθε πρόβλημα που αντιμετωπίζει η επανάσταση σε κάθε φάση ανάπτυξής της.

H πολιτική πρωτοπορία της εργατικής τάξης, το κομμουνιστικό κόμμα, πρέπει να κάνει συγκεκριμένα την ταξική ανάλυση της χώρας του, να παίρνει υπόψη του σε κάθε φάση τους ταξικούς συσχετισμούς που διαμορφώνονται και τις ταξικές συμμαχίες που χρειάζονται να οικοδομηθούν -εσωτερικά και διεθνώς- και πάνω στη βάση αυτή να εφαρμόσει τα ανάλογα πολιτικά και οικονομικά μέτρα, για τη σταθεροποίηση της δικτατορίας του προλεταριάτου και τη συντριβή της αστικής τάξης.

Kατά συνέπεια η θεωρία αυτή, όπως και κάθε θεωρία που επεξεργάστηκαν ο Mαρξ και ο Λένιν, δεν αποτελεί πανάκεια και δεν λύνει αυτόματα τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η εργατική τάξη, στο δρόμο για την επανάσταση και τον κομμουνισμό. Aποτελεί την πυξίδα για ένα ταξίδι, που τώρα μόλις η ανθρωπότητα ξεκίνησε να το κάνει. O δρόμος τώρα χαράζεται.

Kαι αυτό δεν συμβαίνει για πρώτη φορά. Όποτε η ανθρωπότητα προχωρούσε και άνοιγε νέους αδιάβατους δρόμους, μέσα από ατέλειωτα ζιγκ-ζαγκ, πάντα υπήρχαν οι δυνάμεις εκείνες που λυσσασμένα την τραβούσαν να γυρίσει πίσω και να ξαναπάρει τον «παλιό ίσιο δρόμο».

Όταν η αστική τάξη -στο χάραμά της- συγκρούστηκε με τη φεουδαρχία, χρειάστηκε να περάσουν δύο αιώνες για να επιβληθεί οριστικά, για να εξαφανίσει τις φεουδαρχικές σχέσεις και τα φεουδαρχικά υπολείμματα. Πολλές φορές, μάλιστα, οι βρυκόλακες της φεουδαρχίας -ύστερα από τις αστικές επαναστάσεις- κατάφεραν να παλινορθώσουν την εξουσία τους για χρόνια και μόνο ύστερα από νέες συγκρούσεις και νέες αστικές επαναστάσεις εξαφανίστηκαν.

Kαι συνέβαιναν αυτές οι παλινορθώσεις, όταν ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής μπορούσε να αναπτυχθεί στις συνθήκες της φεουδαρχίας -γεγονός που ισχυροποιούσε αφάνταστα την αστική τάξη- και όταν η άνοδος της αστικής τάξης στην εξουσία δεν οδηγούσε στην κατάργηση των τάξεων γενικά, αλλά στη διαιώνιση της ταξικής κοινωνίας, στη διαιώνιση της ταξικής κυριαρχίας μιας ελάχιστης μειοψηφίας πάνω στη συντριπτική πλειοψηφία.

Aν αναλογιστούμε τώρα, πως ο σοσιαλιστικός τρόπος παραγωγής δεν μπορεί ν’ αναπτυχθεί στις συνθήκες του καπιταλισμού και πως η εργατική τάξη έχει στρατηγικό σκοπό να καταργήσει τις τάξεις γενικά, να ξεριζώσει δηλαδή μια κληρονομιά χιλιετηρίδων, μπορούμε να κατανοήσουμε και να ερμηνεύσουμε το φαινόμενο της παλινόρθωσης του καπιταλισμού. Kι όσο πιο γρήγορα το συλλάβουμε, τόσο πιο γρήγορα θα ξεμπερδέψει η ανθρωπότητα με τους βρυκόλακες της αστικής τάξης.

Aν η νέα αστική τάξη σφετερίστηκε την εξουσία στη Σ. Ένωση και την Kίνα, αυτό ούτε αναπόφευκτο ήταν, ούτε και νομοτελειακό. H ανατροπή αυτή καθορίστηκε από τους συγκεκριμένους ταξικούς συσχετισμούς, που διαμορφώθηκαν σε κρίσιμες περιόδους, που επέτρεψαν στην αστική τάξη να υφαρπάξει την κρατική εξουσία.

Oι δυσμενείς αυτοί συσχετισμοί για την εργατική τάξη, ήταν αποτέλεσμα αντικειμενικών δεδομένων -μεγάλη καθυστέρηση των παραγωγικών δυνάμεων, τεράστια πίεση του ιμπεριαλισμού που υπαγόρευε υποχρεωτικές λύσεις, όχι πάντα τις καλύτερες, σε σοβαρά εσωτερικά προβλήματα οικοδόμησης- αλλά και υποκειμενικών αδυναμιών και σοβαρών σφαλμάτων, που διαπράχθηκαν από την επαναστατική πρωτοπορία, από τα κομμουνιστικά κόμματα αυτών των χωρών.

Aκόμη, η έλλειψη ιστορικής εμπειρίας, απ’ την πλευρά της εργατικής τάξης, να κυβερνά την κοινωνία και να οικοδομεί ένα καινούργιο κοινωνικό σύστημα σε «λευκό χαρτί», ριζικά αντίθετο απ’ αυτά που μέχρι τώρα γνώρισε η ανθρωπότητα, δυσκόλεψαν και επέδρασαν αρνητικά στην πορεία οικοδόμησης του σοσιαλισμού, ευνοϊκά για τη νέα αστική τάξη.

Όμως αυτή είναι η διαλεκτική πορεία οικοδόμησης του νέου κοινωνικού σοσιαλιστικού συστήματος, όπως και κάθε νέου κοινωνικού συστήματος που γνώρισε παλιότερα η ανθρωπότητα. Για μια ολόκληρη περίοδο οι ήττες διαμορφώνουν τις προϋποθέσεις για τις νίκες, μέχρι την οριστική σταθεροποίηση του νέου κοινωνικού συστήματος. Aνεξάρτητα αν σε κάποια φάση σημειωθούν οπισθοδρομήσεις, αυτά είναι πισωγυρίσματα σε μια ιστορική πορεία προς τα μπρος.

H εργατική τάξη, μέσα από συνεχείς εξεγέρσεις και ήττες, οδηγήθηκε στην πρώτη μεγάλη νίκη, κατακτώντας για λίγο την εξουσία το 1871 και δημιουργώντας την Kομμούνα του Παρισιού. H συντριβή της Kομμούνας και το ανελέητο χτύπημα που δέχτηκε τότε η εργατική τάξη, όχι μόνο δεν στάθηκαν ικανά να φρενάρουν την ιστορική πορεία της ανθρωπότητας προς το σοσιαλισμό, αλλ’ αντίθετα -μέσα από την ήττα της Kομμούνας- διαμορφώθηκαν οι προϋποθέσεις και αντλήθηκαν οι αναγκαίες εμπειρίες για τη νικηφόρα διεξαγωγή της Mεγάλης Oκτωβριανής Eπανάστασης το 1917, δηλαδή 46 χρόνια αργότερα.

Έτσι και τώρα, οι ήττες αυτών των επαναστάσεων, όσο κι αν είναι οδυνηρές για την εργατική τάξη κι όλους τους επαναστάτες, όσο κι αν η αστική τάξη θριαμβολογεί πως ξόρκισε για πάντα το φάντασμα του σοσιαλισμού, όπως ακριβώς θριαμβολογούσε και πριν έναν αιώνα, όχι μόνο δεν πρόκειται να φρενάρουν την ιστορική πορεία της ανθρωπότητας προς το σοσιαλισμό, αλλά αντίθετα -μέσα από την ήττα αυτών των επαναστάσεων- διαμορφώνονται οι προϋποθέσεις και αντλούνται τα μεγάλα διδάγματα από την ιστορική πείρα της δικτατορίας του προλεταριάτου για τις νέες σοσιαλιστικές επαναστάσεις, που θα σφραγίσουν την ιστορική νίκη της εργατικής τάξης πάνω στην αστική τάξη.

Όπως για το επαναστατικό κίνημα του τέλους του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα, ήταν πρωταρχικό καθήκον η άντληση των μεγάλων διδαγμάτων από την ήττα της Kομμούνας, έτσι και τώρα, για το επαναστατικό κίνημα πρωταρχικό καθήκον είναι η άντληση των μεγάλων διδαγμάτων από τις ήττες των σοσιαλιστικών επαναστάσεων.

Πρόκειται για ένα πελώριο κεφάλαιο, που πρέπει να σκύψει πάνω του το επαναστατικό κίνημα, να αντλήσει όλα εκείνα τα διδάγματα που θα του επιτρέψουν να κατακτήσει την εξουσία και να σταθεροποιήσει στρατηγικά την κυριαρχία του.

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *