Νεοφιλελευθερισμός: Απο τον Τζον Λοκ στον Άνταμ Σμίθ/Η σχέση φιλελευθερισμού-νεοφιλελευθερισμού

Με αφορμή την σημερινή επέτειο της γέννησης του Τζον Λοκ (29/8/1632) αναδημοσιεύουμε, σε ενιαία μορφή, μια σειρά έξι κειμένων για το ρεύμα του φιλελευθερισμού/νεοφιλελευθερισμού των Κώστα Κατσιαμάνη/Θανάση Παπαρήγα,  που είχαν δημοσιευτεί στον Ριζοσπάστη το 2002 (14/7-18/8)

 

ΝΕΟΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΙΣΜΟΣ

 

 

Θεωρητικές πηγές και αρχές του «φιλελευθερισμού»

 

 

 

Η σημερινή αστική προπαγάνδα ενδιαφέρεται να συσκοτίσει κι αποκρύψει τις αντικειμενικές αιτίες όλων των σύγχρονων προβλημάτων, που απασχολούν τους εργαζόμενους της χώρας μας. Σημαία της είναι ο νεοφιλελευθερισμός , η πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων, της συρρίκνωσης και του ξεπουλήματος των δημοσίων επιχειρήσεων, της κατάργησης ακόμη και αυτών των κοινωνικών παροχών του κράτους και που οι σοσιαλδημοκράτες ονόμαζαν «κράτος πρόνοιας», της ανάθεσης όλης της οικονομικής δραστηριότητας στην ατομική πρωτοβουλία, στα πλαίσια της ελεύθερης οικονομίας της αγοράς.

Αυτή η πολιτική παρουσιάζεται ως ο αναγκαίος και αναπόφευκτος μονόδρομος, που πρέπει να ακολουθήσει η χώρα. Απώτερος στόχος της είναι η διευκόλυνση της αναπαραγωγής του κεφαλαίου, η αντιμετώπιση όσο μπορεί να γίνει των συνεπειών, για το κεφάλαιο, των κρίσεων, η μεγιστοποίηση των κερδών των πολυεθνικών, σε τελευταία ανάλυση, η διάσωση του ίδιου του καπιταλιστικού συστήματος.

Σε αντίθεση με την παραπάνω πολιτική, βρίσκεται η πολιτική του ΚΚΕ, που καταθέτει στην εργατική τάξη, όλο το λαό, τη δική του πρόταση, ρεαλιστική, εφικτή, πειστική, πραγματικό μονόδρομο για τα συμφέροντά του κι ένα καλύτερο αύριο. Είναι η πρόταση του αγώνα για τη λαϊκή εξουσία και τη λαϊκή οικονομία.

Αυτή η πρόταση, για να υλοποιηθεί, απαιτείται η άνοδος της ταξικής πάλης (οικονομικής – πολιτικής – ιδεολογικής) ενάντια στο νεοφιλελευθερισμό , αλλά και σε κάθε μορφή πολιτικής διαχείρισης των συμφερόντων των μονοπωλίων και του ιμπεριαλισμού, για την υπεράσπιση των ιδεών και αρχών του μαρξισμού – λενινισμού, των αξιών που προβάλλουν οι κομμουνιστές, την υπεράσπιση του σοσιαλισμού και της προσφοράς του στην ιστορία της ανθρωπότητας. Αυτά αποτελούν ένα απ’ τα βασικότερα καθήκοντα που έθεσε το 16ο Συνέδριο του ΚΚΕ μπροστά στα μέλη, στα στελέχη και τους οπαδούς του.

Οι θιασώτες της νεοφιλελεύθερης πολιτικής, τόσο στην ελληνική, όσο και στην παγκόσμια καπιταλιστική κοινωνία, την ανάγουν στο «φιλελευθερισμό». Ποιες είναι, όμως, οι πηγές και αρχές του «φιλελευθερισμού»;

Ο φιλελευθερισμός είναι μία οικονομική και πολιτική θεωρία και πράξη, ένα σύνολο οικονομικών και πολιτικών θέσεων και αρχών, καθώς και η προσήλωση σ’ αυτές, μια αντίληψη και πρακτική για τη σχέση οικονομίας και πολιτικής, εξουσίας και οικονομικής πολιτικής. Κατά το περιεχόμενό του, την ταξική του ουσία, είναι αντίληψη που εκφράζει και υπερασπίζει τα συμφέροντα της αστικής τάξης στην εποχή της ανοδικής της πορείας, στις ιστορικές συνθήκες της αποσύνθεσης της φεουδαρχικής κοινωνίας, της γέννησης, ανάπτυξης και επικράτησης του νέου, καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, βασιζόμενου στην εκμετάλλευση της μισθωτής εργασίας.

Ο φιλελευθερισμός γεννήθηκε και επιβλήθηκε με την πάλη της αστικής τάξης για τον περιορισμό και την κατάργηση των δικαιωμάτων του απόλυτου μονάρχη, των εμποδίων που δυσχέραιναν την ανάπτυξη όλων των μορφών της καπιταλιστικής οικονομίας, με την πάλη της για την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας.

Για να κατανοηθεί αυτό, υπενθυμίζω πως οι φεουδαρχικές και καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής είναι του ίδιου τύπου και οι δυο, βασίζονται στην ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής και στην εκμετάλλευση ανθρώπου από τον άνθρωπο. Οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής εμφανίζονται και αναπτύσσονται σιγά σιγά, στα πλαίσια της φεουδαρχίας, παράλληλα με την εμφάνιση και ανάπτυξη της αστικής τάξης, η οποία κατακτά πρώτα την οικονομική εξουσία και κατόπιν πραγματοποιεί την επανάσταση και παίρνει στα χέρια της και την πολιτική εξουσία. Στη γέννηση και επικράτηση των φιλελεύθερων απόψεων συνέβαλαν, πρώτα πρώτα, η ανάπτυξη της εμπορευματοπαραγωγής, η ανάπτυξη του εξωτερικού εμπορίου, η κατάκτηση των αποικιών, η βιομηχανική επανάσταση και η εκβιομηχάνιση των κυριότερων χωρών της Δ. Ευρώπης, η εμβάθυνση του κοινωνικού καταμερισμού εργασίας, η συγκέντρωση του πληθυσμού στις μεγάλες πόλεις, το ξεκλήρισμα της αγροτιάς, η διαμόρφωση του βιομηχανικού κεφαλαίου, η καπιταλιστική συσσώρευση κεφαλαίων κ.ά. Ολοι, δηλαδή, οι παράγοντες διαμόρφωσης της καπιταλιστικής οικονομίας.

Ο φιλελευθερισμός είναι η αποκορύφωση μιας ιστορικής εξέλιξης, που συνδέεται και με την αίσθηση της ανάγκης να απελευθερωθεί το άτομο, να αναπτυχθούν οι ανθρώπινες, φυσικές και πνευματικές, ικανότητές του. Η εμφάνιση του φιλελευθερισμού είναι αδιαχώριστη με τον αγώνα του Διαφωτισμού και άλλων προοδευτικών πολιτικών και φιλοσοφικών ρευμάτων για δημοκρατικά δικαιώματα και ελευθερίες, για την προστασία της προσωπικότητας του ανθρώπου από αυθαίρετους εξωτερικούς περιορισμούς.

Συνεπώς, η πάλη για την επιβολή και επικράτηση των αρχών και θέσεων του φιλελευθερισμού αποτέλεσε ένα βασικό στοιχείο της ιδεολογικής πάλης της αστικής τάξης. Αυτή συνέβαλε στην αντικατάσταση του φεουδαρχικού τρόπου παραγωγής με το νέο, κεφαλαιοκρατικό, στην ανάπτυξη μιας ανοιχτής οικονομίας, του εμπορίου, των έντονων οικονομικών σχέσεων μεταξύ κρατών και εθνών κ.ά. Αποτέλεσε, έτσι, σημαντικό παράγοντα προόδου τότε που η αστική τάξη είχε ένα θετικό, προοδευτικό ρόλο στην ιστορία. Σ’ αυτά, στην ουσία, συνίσταται και ο προοδευτικός, θετικός ρόλος του φιλελευθερισμού.

Η εμφάνιση του καπιταλισμού ανάγεται στο 16ο αιώνα. Αφετηρία της εμφάνισής του στάθηκε η απλή εμπορευματική παραγωγή, που βασιζόταν στην προσωπική εργασία παραγωγού, στην ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, στην οποία αυθόρμητος ρυθμιστής ήταν ο νόμος των τιμών, η συνεχής διακύμανση των τιμών στην αγορά, ο νόμος που ρύθμιζε τον καταμερισμό της κοινωνικής εργασίας, της ανταλλαγής των προϊόντων, τη διαφοροποίηση των μικρών εμπορευματοπαραγωγών, την ανάπτυξη των καπιταλιστικών δυνάμεων και σχέσεων παραγωγής.

Η καπιταλιστική παραγωγή διαφέρει από την απλή εμπορευματική παραγωγή, έχει διαφορετικά χαρακτηριστικά, έχει οικονομική βάση την ατομική ιδιοκτησία, την εκμετάλλευση της μισθωτής εργασίας, της εργατικής δύναμης του προλεταριάτου, της νέας τάξης που εμφανίστηκε στο προσκήνιο της ιστορίας, τα μέλη της οποίας έχουν οικονομική ελευθερία (δεν είναι ιδιοκτήτες μέσων παραγωγής) και νομική ελευθερία (δεν έχουν προσωπική εξάρτηση), που κατέχουν μόνο την εργατική τους δύναμη, που την πουλάνε, ως ένα εμπόρευμα, στους καπιταλιστές.

Με την εμφάνιση της καπιταλιστικής οικονομίας, εμφανίζονται και διάφορα θεωρητικά και πολιτικά προβλήματα, στα οποία η αστική τάξη έπρεπε να δώσει λύσεις, να τα ερευνήσει, να τα ερμηνεύσει. Εμφανίζονται οι πρώτες απόψεις επιστημονικής έρευνας και ερμηνείας των νέων φαινομένων, εμφανίζεται (στους 16ο – 17ο αιώνες) ο μερκαντιλισμός (η εμποροκρατία), το πρώτο ρεύμα της αστικής οικονομικής σκέψης, που εξέφραζε τα συμφέροντα της εμπορικής αστικής τάξης.

Οι μερκαντιλιστές πρώτοι θέτουν το πρόβλημα, σε τι συνίσταται ο πλούτος μιας χώρας, ποιες είναι οι μορφές και ο τρόπος αύξησής του. Γι’ αυτούς ο εθνικός πλούτος είναι το χρήμα (ο χρυσός και το ασήμι). Ξεκινούσαν από τα επιφανειακά φαινόμενα (το εμπόριο και την κυκλοφορία), όχι από την παραγωγή, γι’ αυτό δεν μπόρεσαν να ανακαλύψουν την ουσία και τις νομοτέλειες των οικονομικών φαινομένων. Οι αντιλήψεις τους αντανακλούν το χαμηλό επίπεδο οικονομικής ανάπτυξης της εποχής τους, τότε που στην παραγωγή γίνονταν τα πρώτα βήματα με την ίδρυση μανουφακτουριών, τότε που το βιομηχανικό κεφάλαιο δεν είχε διαχωριστεί και ανεξαρτητοποιηθεί από το εμπορικό. Ο Μαρξ τους χαρακτήρισε ως «τους πρώτους διερμηνείς του σύγχρονου κόσμου», οι οποίοι «δεν έκαναν επιστήμη».

Στο μέτρο που αναπτύσσονταν ο καπιταλισμός, η συσσώρευση κεφαλαίων, οι μερκαντιλιστές ζητούσαν από το κράτος ενεργό ανάμειξή του στην οικονομική ζωή. Απ’ αυτό γεννήθηκε η πολιτική του κρατικού παρεμβατισμού (ο προστατευτισμός).

 

 

Οι οπαδοί της ελεύθερης οικονομίας

 

 

Ενάντια στον μερκαντιλισμό στράφηκαν στις νέες συνθήκες του 18ου αιώνα οι φυσιοκράτες και οι οπαδοί της ελεύθερης οικονομίας, εκφραστές των συμφερόντων της αστικής τάξης την εποχή που διαμορφώνεται το παγκόσμιο καπιταλιστικό οικονομικό σύστημα και αρχίζει η πολιτική πάλη για την κατάκτηση της εξουσίας.

Αναλύοντας τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής οι φυσιοκράτες ανακάλυψαν πως στην οικονομία υπάρχει μία φυσική τάξη, τα οικονομικά φαινόμενα υπόκεινται σε φυσικούς αντικειμενικούς και αιώνιους νόμους και πως κίνητρο της καπιταλιστικής παραγωγής είναι η υπεραξία. Θεωρούν ως μοναδική πηγή πλούτου τη φύση, τη γη, τη γεωργία και κτηνοτροφία, δηλαδή τους κλάδους όπου συντελούνται οι φυσικές διαδικασίες των φυτών και των ζώων.

Ο Γάλλος Φ. Κενέ (1694-1774), υποστηρίζοντας τα παραπάνω, υπογράμμιζε πως το νόμισμα – το χρήμα – από μόνο του δεν παράγει τίποτα, η βιομηχανία είναι απλώς μεταποίηση υλών που ήδη υπάρχουν. Ο πλούτος, για τον Κενέ, είναι μία ορισμένη μάζα προϊόντων στη φυσική τους μορφή, δηλαδή μία μάζα αξιών χρήσης. Στη γεωργία και κτηνοτροφία παράγεται ένα «καθαρό προϊόν», ένα περίσσευμα, ένα προϊόν πάνω από τις δαπάνες – τα έξοδα – που διατέθηκαν στην παραγωγή, δηλαδή στην υπεραξία. Ομως, όπως μας λέει ο Μαρξ, «οι φυσιοκράτες δηλώνουν πως μονάχα η γεωργική εργασία είναι παραγωγική, γιατί αυτή μονάχα παρέχει υπεραξία. Για τους φυσιοκράτες, όμως, η υπεραξία υπάρχει αποκλειστικά με τη μορφή της γαιοπροσόδου».

Κατά τον Κενέ το κράτος οφείλει να βοηθήσει τη γεωργική – κτηνοτροφική παραγωγή, να συμβάλει στη δημιουργία μεγάλων καλλιεργητικών εκτάσεων, να μειώσει τα βάρη των καλλιεργητών, να διευκολύνει την εφαρμογή των φυσικών νόμων στην οικονομία κλπ.

Ακολουθώντας τις ιδέες του Φ. Κενέ, ο Β. ντε Γκουρνέ (1712-1759) ζητά την κατάργηση του παρεμβατισμού και των μονοπωλίων, να επιτραπεί μεγαλύτερη ελευθερία στο εμπόριο, στη βιομηχανία, διότι το άτομο είναι το μόνο ικανό να προωθήσει, κατά τον καλύτερο τρόπο, τα συμφέροντά του. Η επέμβαση του κράτους να περιοριστεί στη διευκόλυνση της ελεύθερης παραγωγής και κυκλοφορίας των εμπορευμάτων. Με τις απόψεις του ο Γκουρνέ οδηγεί ευθέως σε μια νέα αντίληψη για την οικονομική ζωή, οδηγεί στο φιλελευθερισμό.

Ο φιλελευθερισμός έχει δύο πτυχές – την οικονομική και την πολιτική – στενά συνδεδεμένες, αδιαχώριστες. Υπερασπίζεται και προωθεί στην ουσία, δυο βασικές αρχές, την αρχή της ελεύθερης οικονομίας, που να βασίζεται στους νόμους της αγοράς, της προσφοράς και της ζήτησης, του ελεύθερου ανταγωνισμού μεταξύ των παραγωγών και καταναλωτών και την αρχή της μη επέμβασης, της μη ανάμειξης του κράτους στην οικονομική ζωή της κοινωνίας, πιο συγκεκριμένα τη μείωση, την ελαχιστοποίηση της κυβερνητικής οικονομικής δραστηριότητας. Αντιλαμβάνονται το κράτος ως έναν παράγοντα εξωτερικό και υπεράνω της οικογένειας, δε βλέπουν τον ταξικό χαρακτήρα του, τα ταξικά συμφέροντα που εκφράζει και υπηρετεί.

Αυτές τις αρχές τις υπερασπίστηκαν και τις προώθησαν πολλοί, από τους κυριότερους θεωρούμε τους παρακάτω: Τζ. Λοκ (1632-1704), Μοντεσκιέ (1689-1755), Α. Σμιθ (1723-1790), Τζ. Μπένθαμ (1748-1832), Τ. Τζέφερσον (1743-1826), Τζ. Σ. Μιλ (1806-1873). Ολοι τους πρόσφεραν κάτι για τη θεμελίωση και επικράτηση των θέσεων και αρχών του φιλελευθερισμού, καθένας για την εποχή και τις συνθήκες που έζησε.

Οι αρχές του φιλελευθερισμού εκφράστηκαν συνοπτικά με το δόγμα «laisser – faire, laisser – passer, le monde va lui meme», που στην ουσία σημαίνει: αφήστε τα πράγματα όπως είναι, να ακολουθήσουν τη φυσική τους ροή. Το λεσέ – φερ, λεσέ – πασέ είναι πολλαπλά ελκυστικό. Το δόγμα ξεκινάει από την αναγνώριση των φυσικών νόμων και του φυσικού δικαίου. Το προσωπικό συμφέρον είναι η μόνη κινητήρια δύναμη της οικονομίας, γι’ αυτό τα άτομα να αφεθούν ελεύθερα να επιδιώξουν και να πραγματοποιήσουν τα συμφέροντά τους σε μία ελεύθερη ανταλλακτική κοινωνία. το ατομικό συμφέρον, οι ατομικές επιδιώξεις και οι σκοποί συμπίπτουν με το κοινωνικό όφελος. Επιδιώκοντας την ικανοποίηση των δικών τους συμφερόντων και σκοπών, επιδιώκουν ταυτοχρόνως – συνειδητά ή ασυνείδητα δεν έχει σημασία – και τα βέλτιστα θετικά αποτελέσματα για την κοινωνία της οποίας είναι τα ίδια μέλη.

Το κράτος δεν μπορεί να κάνει για τα άτομα ό,τι αυτά μπορούν να κάνουν για τον εαυτό τους. Αποστολή του κράτους – της κυβέρνησης – είναι να διατηρεί την τάξη και ασφάλεια, στα πλαίσια μιας ελεύθερης οικονομίας και να αποφεύγει την ανάμειξή του στην πρωτοβουλία των ατόμων που στοχεύουν το προσωπικό τους όφελος.

Στην οικονομία της αγοράς υπάρχουν ελεύθερες επιλογές και για τους παραγωγούς και τους καταναλωτές και για τους πωλητές και τους αγοραστές. Η ελεύθερη αγορά είναι το πεδίο του ανταγωνισμού, μέσω των συνεχών διακυμάνσεων των τιμών. «Εντός της αγοράς της κοινωνίας – έγραφε ο Λ. φον Μίζες – η λειτουργία των τιμών καθιστά τους καταναλωτές παντοδύναμους». Η αγορά έχει τόση σημασία που ο Α. Σμιθ έλεγε: «Ο καταμερισμός εργασίας εξαρτάται από την έκταση της αγοράς». Η ελεύθερη αγορά είναι ένας αυτορρυθμιζόμενος μηχανισμός που γίνεται μέσω του μηχανισμού των τιμών, του νόμου της προσφοράς και της ζήτησης.

Τις φιλοσοφικές και πολιτικές βάσεις της φιλελεύθερης αντίληψης τις βρίσκουμε στο έργο «Δυο πραγματείες για τη διακυβέρνηση» (1690) του Τζ. Λοκ. Ο Λοκ αποδέχεται τον έντονο ατομικισμό του Τ. Χοπς και την αντίληψή του για το κράτος ως μια απλή μηχανική διευκόλυνση κι όχι ως θεσμό θεϊκό.

Ο Λοκ ορίζει την πολιτική εξουσία ως «δικαίωμα της θέσπισης νόμων (χρήση βίας, ποινές, ρυθμίσεις ιδιοκτησίας κ.ά.) και εφαρμογή των νόμων για την υπεράσπιση της πολιτείας από εξωτερική επιβολή». Ο Λοκ προσπαθεί να αποδείξει το αναπόφευκτο αυτού του θεσμού από την άποψη του φυσικού δικαίου. Κατά την άποψή του, η πολιτική εξουσία που μπορεί να δικαιωθεί είναι αυτή που πραγματικά ενδιαφέρεται για το «κοινό καλό». Τα άτομα όμως δεν μπορούν να απεμπολήσουν όλα τα δικαιώματά τους στην πολιτική εξουσία. Το άτομο δεν είναι μόνο απλός πολίτης που μοιράζεται τα κοινωνικά αγαθά με τους συμπολίτες του, είναι και ένα πρόσωπο που έχει δικαιώματα, τα οποία το κράτος δεν πρέπει να τα αμφισβητεί. Ο Λοκ κάνει δηλαδή διάκριση ανάμεσα στα δικαιώματα του πολίτη και του προσώπου. Το άτομο ως πολίτης παραχωρεί στην πολιτεία – κράτος ορισμένα δικαιώματα και προσδοκά από την πολιτική εξουσία να διαφυλάξει την προσωπικότητά του, τα φυσικά του δικαιώματα.

«Η ελευθερία των ανθρώπων – γράφει ο Λοκ – υπό κρατική εξουσία συνίσταται στο να έχουν έναν σταθερό κανόνα, σύμφωνα με τον οποίο να ζουν, την ελευθερία να ακολουθούν τη δική τους βούληση σε όλα εκείνα τα πράγματα όπου ο κανόνας δεν ορίζει τίποτα, αντί να υπόκεινται στην ασταθή, απρόβλεπτη, άγνωστη και αυθαίρετη βούληση ενός άλλου ανθρώπου».

Είναι ολοφάνερο πως ο Λοκ χτυπούσε τον αυταρχισμό. Αυτό φαίνεται κι από την άποψή του ότι την ελευθερία την εγγυάται μια συνταγματική τάξη, όπου η νομοθετική εξουσία θα ασκείται από ένα αιρετό σώμα, η εκτελεστική από ένα πρόσωπο, το μονάρχη, ο λαός θα είναι κυρίαρχος, θα έχει το δικαίωμα να αποσύρει την υποστήριξή του στην εξουσία, ακόμη και να την ανατρέψει εάν αυτή δεν ανταποκρίνεται την εμπιστοσύνη του. Εδώ εμφανίζεται καθαρά η αστική δημοκρατική άποψη του επιμερισμού των εξουσιών.

Κατά τον Λοκ και όλους τους εκπροσώπους του φιλελευθερισμού, ένα από τα κυριότερα δικαιώματα του ατόμου – προσώπου είναι αυτό της περιουσίας, δηλαδή της ιδιοκτησίας. Υπερασπίζονται την ατομική ιδιοκτησία, τη βάση δηλαδή της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης του ανθρώπου από τον άνθρωπο.

 

 

Από τον Τζον Λοκ στον Ανταμ Σμιθ

 

 

Τις ιδέες του Λοκ τις δανείζεται ο Μοντεσκιέ, εκπρόσωπος, στην ουσία, ενός συντηρητικού πολιτικού ρεύματος, μέλος της αριστοκρατίας του καιρού του, ο οποίος εξετάζει τη φύση και τις μορφές των πολιτευμάτων: δημοκρατία, αριστοκρατία και μοναρχία. Δεν αρνείται το δεσποτισμό, δεν επιθυμεί την ανατροπή της μοναρχίας, αλλά τον περιορισμό της αυθαιρεσίας του μονάρχη. Προτείνει ως πολίτευμα τη συνταγματική μοναρχία, τον επιμερισμό της εξουσίας ανάμεσα στα διάφορα κρατικά όργανα. Στο έργο του «Το πνεύμα των νόμων» (1748), προσδιορίζει ότι η νομοθετική εξουσία θα εκφράζεται από ένα κοινοβούλιο, η εκτελεστική από την κυβέρνηση και η δικαστική από τη δικαιοσύνη. Το σημαντικό δεν είναι μόνο η διάκριση των εξουσιών, αλλά και η επιχειρηματολογία του για την αναγκαιότητα του διαχωρισμού τους, της ανεξαρτησίας της μίας από την άλλη. Αυτή αποτελεί βασική αρχή της αστικής δημοκρατίας. Σε ποιο βαθμό εξασφαλίστηκε κατά καιρούς από την αστική τάξη, είναι άλλο πρόβλημα…

Από το Λοκ εμπνεύστηκε ο Ζαν Ζακ Ρουσό. Κατά την άποψή του ο φυσικός άνθρωπος ήταν τελείως ελεύθερος, η κοινωνία είναι αποτέλεσμα ενός «κοινωνικού συμβολαίου», μιας ελεύθερης ένωσης, ενσωμάτωσης των ατόμων, που παραχωρούν τα δικαιώματα και τις ελευθερίες τους σε μία γενική βούληση, παραμένοντας όμως το ίδιο ελεύθερα όπως και στην πρωταρχική φυσική τους κατάσταση. Ετσι, κάθε άτομο υποκαθιστά τη φυσική του ελευθερία με μία πολιτική, με την οποία όμως ανυψώνεται ηθικά. Κατά το Ρουσό στην κοινωνία κανένας δεν μπορεί να έχει φυσική εξουσία πάνω στο συνάνθρωπό του. Η κυβέρνηση είναι μία εξουσία, υποταγμένη στην κυρίαρχη βούληση του λαού.

Κατά τον Τζ. Μπένθαμ, ο άνθρωπος είναι ο καταλληλότερος κριτής των συμφερόντων του και συνεπώς είναι σκόπιμο να επιδιώκει το συμφέρον του χωρίς κανένα εμπόδιο. Ο Μπένθαμ, ως νομοθέτης, καθορίζει τις αρμοδιότητες του κράτους, το τι πρέπει και τι δεν πρέπει να κάνει. Ισχυρίζεται πως η ανθρωπότητα κυβερνάται από δυο κίνητρα: τον πόνο και την ευχαρίστηση. Κατά την άποψή του αντικείμενο της νομοθεσίας πρέπει να είναι «η μέγιστη ευδαιμονία του μεγαλύτερου δυνατού αριθμού ανθρώπων». Θεωρείται ως ο θεμελιωτής της «αρχής της ωφέλειας». Ομως «η αρχή της ωφελιμότητας – μας λέει ο Μαρξ – δεν ήταν εφεύρεση του Μπένθαμ. Αυτός απλώς αναμάσησε χωρίς πνεύμα αυτά που είχαν πει με τόσο πνεύμα ο Ελβέτιος και άλλοι Γάλλοι του 18ου αιώνα». Ο Μαρξ χαρακτηρίζει τον Μπένθαμ ως «μια ιδιοφυία της αστικής βλακείας».

Ο τρίτος Πρόεδρος των ΗΠΑ και ο κύριος συντάκτης της «Διακήρυξης της Ανεξαρτησίας», ο Τ. Τζέφερσον, δήλωνε ότι «η καλύτερη κυβέρνηση είναι εκείνη που κυβερνά ελάχιστα».

Στην επεξεργασία της οικονομικής πτυχής, ιδιαιτέρως των φιλελεύθερων αντιλήψεων, σημαντική συμβολή είχε η σχολή της κλασικής αστικής πολιτικής οικονομίας, με σημαντικότερο τον Α. Σμιθ.

Ο Α. Σμιθ αντιτάχθηκε στην εμποροκρατική θεωρία, υποστήριξε ότι ο ελεύθερος ανταγωνισμός και το ελεύθερο εμπόριο θα προωθήσουν, με τον καλύτερο τρόπο, την «οικονομική μεγέθυνση» ενός έθνος (= τον πλούτο του). Κατά την άποψή του στην ελεύθερη οικονομία τα άτομα παράγουν αγαθά τα οποία οι άλλοι επιθυμούν να τα αγοράσουν και έτσι παράγουν κέρδος από το οποίο ωφελείται όλη η κοινωνία.

Για τον Ανταμ Σμιθ ο πλούτος μιας χώρας δε συνίσταται στο χρήμα, αλλά στο σύνολο των εμπορευμάτων που παράγει, η πηγή του βρίσκεται στην ωφέλιμη εργασία, που δημιουργεί ανταλλακτική αξία. Τον πλούτο το δημιουργεί όχι μόνο η αγροτική εργασία αλλά και η βιομηχανική.

Ο Σμιθ θεωρεί επικίνδυνο κάθε κρατικό παρεμβατισμό, πως οι δασμοί π.χ. δεν έχουν καμιά θέση στη ρύθμιση του εμπορίου. Ο Σμιθ καθορίζει στην πολίτη εξουσία, στην κυβέρνηση, τρεις αρμοδιότητες:

α) Την κατασκευή και συντήρηση δημοσίων έργων και ιδρυμάτων, τις δαπάνες των οποίων δεν μπορεί να αναλάβει κανένα άτομο, ούτε μια μικρή ομάδα ατόμων. Συνιστά π.χ. το κράτος να αναλάβει τη λαϊκή εκπαίδευση, αλλά να το πράξει με προσοχή.

β) Την προστασία των πολιτών από την αδικία και καταπίεση που μπορεί να διαπράξουν σε βάρος τους άλλοι συμπολίτες τους.

γ) Την προστασία της κοινωνίας από την εξωτερική βία.

Οι οικονομικές αντιλήψεις του Σμιθ και της Σχολής του σχετικά με την εργασία, το κεφάλαιο, το μισθό, το κέρδος, την υπεραξία και πολλά άλλα, αποτέλεσαν μία από τις θεωρητικές πηγές του μαρξισμού. Ο Μαρξ έκανε βαθιά ανάλυση και κριτική αποτίμηση του έργου και των αντιλήψεων, του ρόλου του Α. Σμιθ. Θεωρεί πως ο Σμιθ δεν έμεινε στην εξωτερική περιγραφή των οικονομικών φαινομένων, αλλά ερεύνησε την εσωτερική σύνδεσή τους, τις νομοτέλειές τους. Ο Μαρξ ονόμασε τον Α. Σμιθ «οικονομολόγο της μανουφακτουριακής περιόδου του καπιταλισμού».

Ολοι οι εκπρόσωποι του φιλελευθερισμού θεωρούν πως για την κάθε κυβέρνηση υπάρχει μόνο μία απειλή, η καταψήφισή της από το εκλογικό σώμα, το λαό. Γι’ αυτό φοβούνταν τη λαϊκή κυριαρχία και περιόριζαν το δικαίωμα της ψήφου, το χορηγούσαν μόνο σ’ όσους κατείχαν περιουσία. Μ’ αυτό γίνονταν υποστηρικτές της αστικής τάξης. Την περιουσία – ιδιοκτησία – τη θεωρούσαν ως βασικό, φυσικό και αναγκαίο δικαίωμα. Αυτό το δικαίωμα και τα άλλα δικαιώματα και δημοκρατικές ελευθερίες του ανθρώπου και του πολίτη καταγράφηκαν σε γνωστά ιστορικά ντοκουμέντα – διακηρύξεις.

Ο φιλελευθερισμός έφτασε στο απόγειό του γύρω στα 1830 και μέχρι το 1870 είχε την απόλυτη κυριαρχία, ιδιαιτέρως χάρη στη δράση και το έργο του Τζ. Σ. Μιλ. Στα τέλη του 19ου αρχές του 20ού αιώνα έχουμε δραστικές αλλαγές του καπιταλιστικού κόσμου: Ο καπιταλισμός μπαίνει στο στάδιο του ιμπεριαλισμού, έχουμε πολέμους, κρίσεις οικονομικές, επαναστάσεις, εμφάνιση του σοσιαλιστικού τρόπου παραγωγής κ.ά.

Το δόγμα λεσέ-φερ, λεσέ-πασέ γίνεται ανεπαρκές, υποβάλλεται σε έντονη κριτική. Κατά την τρίτη δεκαετία του 20ού αιώνα εμφανίζεται η κεϊνσιανή άποψη του κρατικού προγραμματισμού, η θεωρία του κρατικού – μονοπωλιακού καπιταλισμού. Ο φιλελευθερισμός καταρρέει χωρίς να εξαφανιστεί όμως. Αναβίωσε στα τέλη του 20ού αιώνα υπό τη μορφή του νεοφιλελευθερισμού .

Στο σύγχρονο καπιταλιστικό κόσμο συνυπάρχει η ελεύθερη αγορά με ένα αναπτυγμένο σύστημα οικονομικής προστασίας, πολιτικής και στρατιωτικής κυριαρχίας. Ο νεοφιλελευθερισμός γίνεται το άλφα και το ωμέγα της πολιτικής των ΗΠΑ, της ΕΕ, όλων των καπιταλιστικών κυβερνήσεων των μεγάλων δυνάμεων.

Πυρήνας αυτής της πολιτικής είναι οι καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις, (ιδιωτικοποιήσεις των δημόσιων επιχειρήσεων και των τομέων του δημοσίου, που παρέχουν κοινωνικές υπηρεσίες, όπως υγεία, πρόνοια, εκπαίδευση κλπ, οι ανατροπές στις εργασιακές σχέσεις και την κοινωνική ασφάλιση), η κυριαρχία της ατομικής πρωτοβουλίας, η αφαίρεση γενικότερα των κατακτήσεων και δικαιωμάτων των λαών.

Η ιστορία του καπιταλισμού επιβεβαιώνει ότι το αστικό κράτος, ως το κύριο στοιχείο του καπιταλιστικού εποικοδομήματος, στα πλαίσια της ελεύθερης καπιταλιστικής οικονομίας, πάντα επέμβαινε προς όφελος των συμφερόντων της αστικής τάξης, του κεφαλαίου. Το ίδιο κάνει και σήμερα.

 

 

Κώστας Κατσιαμάνης

 

 

 

ΝΕΟΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΙΣΜΟΣ

 

 

Για τη σχέση «φιλελευθερισμού» – «νεοφιλελευθερισμού»

 

 

Στα τρία προηγούμενα άρθρα παρουσιάσαμε σε συντομία τις θεωρητικές πηγές του «φιλελευθερισμού». Στα επόμενα θα αναπτύξουμε τη σχέση του «φιλελευθερισμού» με το «νεοφιλελευθερισμό ».

Ο «νεοφιλελευθερισμός » είναι ένα ιδεολογικό και πολιτικό ρεύμα, που κάνει αισθητή την παρουσία του, κυρίως, κατά τη δεκαετία του 1970. Αυτό δε σημαίνει ότι ο νεοφιλελευθερισμός , πριν, δεν υπήρχε καθόλου, σαν ένα από τα πολλά ιδεολογικά ρεύματα που εκδηλώνονταν στους κόλπους της αστικής τάξης. Με την είσοδο της δεκαετίας του ’80, όμως, καταλαμβάνει την πρωτεύουσα και κυρίαρχη θέση στη σκέψη της αστικής τάξης, αλλά και, πράγμα όχι λιγότερο σοβαρό, στη διαχειριστική πολιτική του μονοπωλιακού κεφαλαίου.

Ενα από τα πρώτα και πιο «επείγοντα» χαρακτηριστικά του νεοφιλελευθερισμού ξεκινά από την ίδια την ονομασία του.

Η ίδια η ονομασία του νεοφιλελευθερισμού αποδέχεται (και, στην πραγματικότητα, διεκδικεί) τον τίτλο της επανάληψης, της επαναφοράς ενός παλαιοτέρου παραδείγματος ή προτύπου (…) Πρόκειται για τον περιβόητο «φιλελευθερισμό», ένα από τα πιο ιστορικά ρεύματα της αστικής φιλοσοφίας και πολιτικής, που άφησε βαθιά ιστορικά ίχνη και, όχι, ασφαλώς, τυχαία, εξαιρετικά επίμονους και εξαιρετικά ποικίλους ιστορικούς κληρονόμους.

Γέννημα της περιόδου της ανόδου της αστικής τάξης (ιδιαίτερα της ευρωπαϊκής) στο ιστορικό προσκήνιο, ο φιλελευθερισμός συνδέθηκε με αυτή από όλες τις απόψεις.

Ο φιλελευθερισμός υπήρξε, στην εποχή της ακμής του, ένα ισχυρό όπλο πάλης ενάντια στους αντιδραστικούς αντιπάλους της αστικής τάξης. Υπήρξε ο ιδεολογικός και πολιτικός εκφραστής της αμφισβήτησης, στην αρχή, και της ολοκληρωμένης αντιπαράθεσής της, σε συνέχεια, στις δυνάμεις του παλιού κόσμου που αρνούνταν να εγκαταλείψει την ιστορική σκηνή. Ο φιλελευθερισμός έδειξε την ιστορικά ανέκκλητα καταδικασμένη φύση της αριστοκρατικής – απολυταρχικής κοινωνίας και προσέφερε πολλά στη μελέτη της μελλοντικής, τότε, της καπιταλιστικής κοινωνίας, καθώς και στην πρόοδο των εγκυκλίων επιστημών.

Αυτή η πλευρά του φιλελευθερισμού υπήρξε ιστορική κληρονομιά της νέας δύναμης που ανέρχεται, της εργατικής τάξης. Δεν είναι, ασφαλώς, τυχαίο το ότι από παρόμοια «σχολεία» είχαν περάσει οι θεμελιωτές του επιστημονικού κομμουνισμού. Πολύ χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του Κ. Μαρξ, ο οποίος ούτε καν προσπαθεί να κρύψει ότι στο έργο του αξιοποίησε σαν αφετηρία τους ενδόξους προκατόχους του.

Από την άλλη πλευρά, ο φιλελευθερισμός, ακόμη και στην εποχή της ακμής του, χαρακτηρίζεται από τους φραγμούς και τους περιορισμούς της εποχής αυτής. Χωρίς να μπαίνουμε σε εξαντλητικές λεπτομέρειες, μπορούμε να χωρίσουμε τους παράγοντες αυτούς σε δύο ομάδες. Εννοείται ότι ο χωρισμός είναι καθαρά συμβατικός και γίνεται μόνο για λόγους καλύτερης κατανόησης, γιατί οι δύο αυτές ομάδες συνδέονται στενά μεταξύ τους και η μια οφείλει την ύπαρξή της στην άλλη.

α) Γνωσιολογική. Ο φιλελευθερισμός διαμορφώνεται και αναπτύσσεται σε συνθήκες, όπου οι επιστήμες έχουν φθάσει σε ένα ορισμένο επίπεδο ανάπτυξης. Μια σειρά διαδικασίες του αντικειμενικού κόσμου δεν είναι ακόμη φανερές ούτε γνωστές με ακρίβεια. Αυτό από μόνο του ωθεί σε επιστημονικά συμπεράσματα συχνά ατελή και εσπευσμένα, που δε στηρίχτηκαν από τις μετέπειτα επιστημονικές έρευνες. Δεν είναι καθόλου τυχαίο το ότι ένα μεγάλο μέρος της συμβολής του φιλελευθερισμού στην πρόοδο των επιστημών (συμβολή μεγάλη, για τις συνθήκες της εποχής) είναι το γεγονός αυτό καθ’ εαυτό, ότι μελέτησε διάφορα φαινόμενα και όχι τα πορίσματά του από τη μελέτη των φαινομένων αυτών.

β) Ιστορική. Οπως είπαμε παραπάνω, ο φιλελευθερισμός συνδεόταν από κάθε άποψη με την αστική τάξη και, συνεπώς, με τα συμφέροντά της. Οι απόψεις και τα πορίσματα που υποστήριζε ήταν όσο το δυνατόν πιο σύμφωνα με τα συμφέροντα αυτά. Στην πραγματικότητα, στο φιλελευθερισμό βλέπουμε εξαιρετικά έντονο το γνωστό φαινόμενο της «ταξικής μεροληψίας». Οι εκπρόσωποι του φιλελευθερισμού δέχονταν μεν την καπιταλιστική κοινωνία σαν τη μόνη ιστορικά ανοιχτή οδό ιστορικής προόδου στις συνθήκες της εποχής (και, σε αυτό, έβλεπαν σωστά), αλλά μόνο εφ’ όσον αυτή η ίδια κοινωνία θα θεωρούνταν αιώνια και αμετακίνητη, δηλαδή, το τελευταίο στάδιο της εξέλιξης του ανθρώπου. Ο φιλελευθερισμός (δηλαδή, οι εκπρόσωποί του) όχι μόνο ωραιοποιούσαν την καπιταλιστική κοινωνία, αλλά (οι πιο συνεπείς από αυτούς) τη δέχονταν ακόμη και χωρίς εξωραϊσμό, θεωρώντας τα χαρακτηριστικά της, ακόμη και στην πιο ωμή τους μορφή, σαν αιώνια και σύμφυτα με τη φύση του ανθρώπου. Από την άλλη, ο φιλελευθερισμός έβλεπε εντελώς εσφαλμένα και απόλυτα το ρόλο του ατομικού ανθρώπου στην κοινωνία, συνήθως αγνοώντας εντελώς την τελευταία, συχνά με τρόπο που θα μπορούσε κανείς να χαρακτηρίσει κωμικό, αν τα πράγματα με τα οποία ασχολούνταν δεν ήταν τόσο σοβαρά.

Ο νεοφιλελευθερισμός έχει γίνει ο πραγματικός ιστορικός κληρονόμος της ιστορικά «στενής» πλευράς του φιλελευθερισμού, αλλά σε συνθήκες πολύ διαφορετικές.

 

 

H καθοριστική διαφορά

 

 

Εκείνο που έχει ιδιαίτερη σημασία στο νεοφιλελευθερισμό δεν είναι κυρίως τα όσα λέει, αλλά οι συνθήκες μέσα στις οποίες τα λέει.

Ο νεοφιλελευθερισμός εμφανίζεται σε συνθήκες μεγάλων ιστορικών αλλαγών και, μάλιστα, σε συνθήκες όπου αυτές οι αλλαγές έχουν ήδη πολύ προχωρήσει. Συγκεκριμένα, σε συνθήκες όπου η ίδια η συσσώρευση του κεφαλαίου έχει οδηγήσει στην εμφάνιση, την ανάπτυξη και την επικράτηση του μονοπωλιακού κεφαλαίου. Το φαινόμενο αυτό είναι ένα φαινόμενο, που το ίδιο είναι εξαιρετικά πολύπλοκο και, όχι σπάνια, περιέχει και εκρηκτικές αντιφάσεις. Ωστόσο, τα κυριότερα χαρακτηριστικά του στοιχεία είναι τα εξής:

α. Στον οικονομικό τομέα: Η τάση υποταγής όλης της οικονομικής ζωής σε παγκόσμια κλίμακα σε μια χούφτα μεγάλων καπιταλιστών παγκόσμιας εμβέλειας. Η τάση αυτή παίρνει μεγάλες διαστάσεις, καθώς το μονοπωλιακό κεφάλαιο εξελίσσεται και το ίδιο. Αυτό φαίνεται από τις γιγαντιαίες ή και τερατώδεις διαστάσεις της συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης του κεφαλαίου. Σήμερα, στα τελευταία χρόνια του 20ού αιώνα, η εξέλιξη αυτή είναι ήδη πασιφανής. Πρόσφατες μετρήσεις απέδειξαν ότι το εισόδημα 500 επωνύμων ατόμων είναι μεγαλύτερο από το εισόδημα του 40% όλης της ανθρωπότητας, δηλαδή 2.500.000.000 ανθρώπων.

β. Στον ιστορικό τομέα: Η επικράτηση και η εδραίωση του ελέγχου των μονοπωλίων σε παγκόσμια κλίμακα δημιουργεί, για πρώτη φορά στην Ιστορία, τη δυνατότητα επιβολής του συνειδητού ελέγχου των ανθρώπων στις οικονομικές και, συνεπώς, στις ιστορικές διαδικασίες και εξελίξεις. Με αυτήν την έννοια και από αυτήν την άποψη, το νέο στάδιο του καπιταλιστικού συστήματος – ο μονοπωλιακός καπιταλισμός, ο ιμπεριαλισμός – αποτελεί βήμα ιστορικής προόδου.

Ωστόσο, αυτή η ίδια η επικράτηση γίνεται όλο και πιο ασύμβατη με το σύνολο των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής και ιδιοποίησης. Το καπιταλιστικό σύστημα δεν μπορεί πια να επιζήσει, παρά μόνο εξάγοντας τις εκρηκτικές αντιθέσεις που δημιουργεί στη ζώνη της περιφέρειάς του. Η ύπαρξη δύο καπιταλιστικών κόσμων, ενός πλουσίου και ισχυρού και ενός φτωχού και υποταγμένου, όχι μόνο ενισχύεται αλλά και θεσμοποιείται. Παρά την αλματώδη αύξηση του κοινωνικού πλούτου (και, μάλιστα, ακριβώς εξ αιτίας της), η φτώχεια όχι μόνο διατηρείται αλλά και εξαπλώνεται και μεγαλώνει και παίρνει και διεθνείς διαστάσεις. Ολόκληρες περιοχές του κόσμου μετατρέπονται σε οικονομικές ερήμους που αργοσβήνουν. Οι καπιταλιστικές μορφές ιδιοποίησης δημιουργούν, στις νέες συνθήκες, σοβαρότατα φαινόμενα υπονόμευσης του φυσικού περιβάλλοντος, θέτοντας σε κίνδυνο την ίδια την υπόσταση του ανθρώπου.

Οπως σαφώς δείχνουν τα παραπάνω, το νέο στάδιο εξέλιξης του καπιταλιστικού συστήματος αντιστοιχεί στη φάση της ιστορικής του παρακμής. Ο μονοπωλιακός καπιταλισμός είναι ο «καπιταλισμός που σαπίζει». Ωστόσο, μια κοινωνία δεν μπορεί να μπει σε φάση παρακμής, χωρίς να ισχύει αυτό και για τις κυρίαρχες κοινωνικές της δυνάμεις. Αυτό βρίσκεται στη βάση ενός φαινομένου τεράστιας ιστορικής σημασίας: Της μετατροπής της αστικής τάξης σε αντιδραστική δύναμη, στη βασική αντιδραστική και αντεπαναστατική δύναμη της εποχής μας.

H νέα της αυτή θέση επηρεάζει αποφασιστικά την κατάσταση της αστικής τάξης. Από την εποχή του, δηλαδή από την εποχή όπου η αστική τάξη ήταν ακόμη στο μεταίχμιο της εξάντλησης του προοδευτικού της ρόλου, ο Κ. Μαρξ είχε παρατηρήσει ότι, από ένα σημείο και ύστερα, «η ανυστερόβουλη επιστήμη αντικαθίσταται από την πληρωμένη πυγμαχία», η επιστήμη καλείται να αποδείξει «όχι εάν ένα θεώρημα είναι ή δεν είναι σωστό, αλλά εάν ταιριάζει ή όχι με τα συμφέροντα του κεφαλαίου». Αυτό ισχύει πολύ περισσότερο για την αστική τάξη της παρακμής, δύναμη που έχει πια να υπερασπίσει τα συμφέροντά της σε συνθήκες άμεσης ιστορικής παρακμής, που δε συγκρατιέται με τίποτε. Στις συνθήκες αυτές, δεν είναι παράξενο ότι επιστρατεύονται όλων των ειδών τα απίθανα «θεωρήματα», με ένα ανάμεσά τους (και, αυτή τη στιγμή, αυτό που προβάλλεται περισσότερο) το νεοφιλελευθερισμό .

Αυτή είναι η πρώτη κρίση που μπορεί και πρέπει να κάνει κανείς για το νεοφιλελευθερισμό : Ενα ιδεολογικό και πολιτικό ρεύμα βαθιά αντιδραστικό και οπισθοδρομικό, που έχει στόχο να υπερασπίσει και να καθαγιάσει τα συμφέροντα της αστικής τάξης και της αστικής κοινωνίας της παρακμής. (Αναδημοσιεύεται από την ΚΟΜΕΠ, τεύχος 4, 1997).

 

 

Ενα ρεύμα συνεπές σε όλα με τον εαυτό του

 

 

Το βασικό στοιχείο που προβάλλει ο νεοφιλελευθερισμός είναι ο έντονος ατομικισμός. Κατ’ αυτόν, το επιμέρους άτομο είναι αυτό που έχει σημασία, που «μετράει». Ολα πρέπει να το υπηρετούν και να βρίσκονται στην υπηρεσία του. Γι’ αυτό, κάθε μη ατομικός θεσμός πρέπει να καταργηθεί, γιατί αποτελεί εμπόδιο στην πρόοδο. Κάθε συλλογική ενέργεια είναι καταδικαστέα ή, στην καλύτερη περίπτωση, άνευ σημασίας. Ιδιαίτερα (και αυτό το προβάλλει ο νεοφιλελευθερισμός τόσο ώστε έχει γίνει ένα είδος «σήματος» της ιδεολογικής του ταυτότητας), πρέπει να καταργηθεί ο κρατικός τομέας, που είναι παθητικός, και να αποδοθούν οι εγκαταστάσεις και τα πάγια κεφάλαιά του στον ιδιωτικό, ώστε να γίνουν αποδοτικά και κερδοφόρα.

Τι έχει κανείς να απαντήσει στα βασικά αυτά ιδεολογικά αξιώματα του νεοφιλελευθερισμού ;

Πρώτον: Το «άτομο» που επικαλείται ο νεοφιλελευθερισμός δεν είναι, κατ’ αρχήν, κάτι το υπαρκτό και το πραγματικό.

Παραδεχόμαστε ότι μας φαίνεται πράγματι απίστευτο το ότι πρέπει να γίνει συζήτηση για να αποδειχθεί ότι ο άνθρωπος, εκ φύσεως, μπορεί να ζήσει μόνο σε κοινωνική μορφή και με κοινωνικό τρόπο. Δηλαδή, ότι μπορεί να ζήσει μόνο, μέσα σε και, μαζί με εκατομμύρια άλλα παρόμοια άτομα, χωρίς τα οποία δεν μπορεί να ζήσει καθόλου. Αν, ας πούμε, όλοι οι άλλοι άνθρωποι, με κάποιο τρόπο, εξαφανίζονταν και έμενε μόνο ένας, αυτός ο ένας θα ήταν καταδικασμένος, επίσης, και θα ήταν καταδικασμένος, ακριβώς, επειδή οι άλλοι έπαψαν να υπάρχουν. Αυτό το (άλλωστε, προφανές και πασίγνωστο) γεγονός έχει τόσο συχνά αποδειχθεί και πειραματικά, ώστε είναι πραγματικά απίστευτο και το ότι συζητείται ακόμη. Συνεπώς, είναι φανερό ότι κάτι άλλο πρέπει να αναζητήσουμε πίσω από αυτόν τον τρανταχτό παραλογισμό: Και αυτό που, συνήθως, βρίσκεται πίσω από τέτοιους τρανταχτούς παραλογισμούς είναι το συμφέρον, το οποίο επιβάλλει μια οπτική συχνά αντίθετη ακόμη και προς την προφανή αλήθεια.

Η πλευρά αυτή του νεοφιλελευθερισμού αποτελεί συνέχεια της παράδοσης της αστικής σκέψης (βασικό, σημειώνουμε, χαρακτηριστικό του φιλελευθερισμού), που αντιστοιχεί στη νοοτροπία του μεμονωμένου εμπορευματοπαραγωγού ιδιοκτήτη των μέσων παραγωγής.

Από τη μια μεριά, η τάση «μόνωσης» αυτού του εμπορευματοπαραγωγού δημιουργεί τη γνωσιολογική βάση της απατηλής εικόνας του «μεμονωμένου δημιουργού». Από την άλλη, ο ανταγωνισμός του με άλλους (στην ουσία, με όλους τους άλλους) εμπορευματοπαραγωγούς σκληραίνει τον ιδεολογικό χαρακτήρα αυτής της εικόνας. Υπάρχει, όμως, και ένα τρίτο στοιχείο που πρέπει να προσεχτεί ιδιαίτερα: Η τοποθέτηση αυτή αποτελεί και ένα καλό μέσο δημαγωγικής τακτικής.

Η φλυαρία περί των μεμονωμένων ατόμων είναι ένα θαυμάσιο μέσο απόκρυψης του συλλογικού, δηλαδή του ταξικού χαρακτήρα των συμφερόντων των ιδιοκτητών των μέσων παραγωγής. Η αστική τάξη έχει συμφέρον η καπιταλιστική κοινωνία να εμφανίζεται σαν το βασίλειο της κυριαρχίας όχι μιας συλλογικής κατηγορίας ανθρώπων βασισμένων σε ένα κοινό και «μη – φυσικό» χαρακτηριστικό, δηλαδή στην ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, αλλά μεμονωμένων ατόμων που εμφανίζονται τυχαία. Γι’ αυτό και εμφανίζει, όσο μπορεί περισσότερο, τις συλλογικές αντιπαραθέσεις σαν ατομικές αντιπαραθέσεις. Εδώ ακριβώς πρέπει να δούμε το χαρακτήρα του νεοφιλελευθερισμού σαν παρακμιακού ρεύματος.

Ο ατομικισμός που πρόβαλλε και προωθούσε ο φιλελευθερισμός ήταν, ασφαλώς, επιστημονικά λαθεμένος. Αντανακλούσε, όμως, την εξέλιξη μιας κοινωνικής δύναμης που ανέρχεται. Μιας κοινωνικής δύναμης που ακόμη «δεν έχει συμφέροντα διαφορετικά από εκείνα των λαϊκών μαζών» (κατά τη χαρακτηριστική έκφραση του Κ. Μαρξ).

Αντίθετα, ο ατομικισμός που προβάλλει ο νεοφιλελευθερισμός αποτελεί την έκφραση μιας κοινωνικής δύναμης σε πλήρη παρακμή, της οποίας τα συμφέροντα δε συμφωνούν με εκείνα της ιστορικής πορείας, αλλά, αντίθετα, εναντιώνονται σ’ αυτήν. Γι’ αυτό αποτελεί ένα θανάσιμο κοινωνικό κίνδυνο όχι μόνο στον πολιτικό και ιδεολογικό, αλλά και στον ηθικό τομέα (…).

Δεύτερον: Στον τομέα της οικονομικής διαχείρισης, οι οικονομικές συνταγές του νεοφιλελευθερισμού δεν οδήγησαν πουθενά στα αποτελέσματα που αυτός πρόβλεπε.

Κατ’ αρχήν και πριν προχωρήσουμε παραπέρα, πρέπει να πούμε ότι η βασική αντίληψη που προωθεί ο νεοφιλελευθερισμός (η οικονομική παθητικότητα του κρατικού τομέα) δεν έχει, μέχρι στιγμής, αποδειχθεί επιστημονικά. Τα στοιχεία που συχνά προβάλλονται δεν είναι πειστικά και δεν αποτελούν απόδειξη. Στις περισσότερες περιπτώσεις, αγνοούν ή εσκεμμένα παραβλέπουν το γεγονός των εξόδων υπέρ του ιδιωτικού τομέα, που επωμίζεται ο κρατικός και τα οποία, πολύ συχνά, αποτελούν τη μόνη πηγή κερδών των ιδιωτών επιχειρηματιών. Σε άλλες περιπτώσεις, απλώς παρουσιάζονται πραγματικά προβλήματα του κρατικού τομέα, χωρίς, όμως, να λέγεται ότι αποτελούν αναγκαία προβλήματα και αντιθέσεις που υπάρχουν στην πραγματικότητα, σε κάθε τομέα.

Είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστικό το γεγονός ότι οι εκπρόσωποι του νεοφιλελευθερισμού αποφεύγουν να κάνουν καν λόγο για προβλήματα και αντιθέσεις του ιδιωτικού τομέα, σαν τέτοια φαινόμενα να μην υπάρχουν καθόλου. Ενα «τρέχον» παράδειγμα: συχνά ακούμε να γίνεται λόγος για τα προβλήματα που παρουσιάζει το τούνελ της Μάγχης και για την αμφίβολη κατάσταση των κερδών του, αλλά κανείς ποτέ δε λέει ότι πρόκειται για έργο αποκλειστικά του ιδιωτικού τομέα. Φαντάζεται κανείς τι θα είχε γίνει αν συνέβαινε το αντίθετο;

Στην πραγματικότητα, το κράτος (συμπεριλαμβανομένου και του καπιταλιστικού) δεν έχει καθόλου αποδειχθεί χειρότερος επιχειρηματίας από τον ιδιώτη. Η ιστορία του καπιταλιστικού συστήματος είναι γεμάτη από αποφασιστικής σημασίας ιστορικά παραδείγματα, που δείχνουν τον καθοριστικό ρόλο του στη συσσώρευση και τη διαχείριση. Είναι επίσης γνωστό ότι οι ιδιωτικές επιχειρήσεις, ιδιαίτερα οι ισχυρότερες, οφείλουν ένα μέρος της συσσώρευσης των κερδών τους στην κρατική πολιτική. Κρατική πολιτική η οποία επεκτείνεται από την άμεση δωρεά οικονομικών μέσων (πχ χορήγηση κεφαλαίων, παραγραφή ή εγγύηση οφειλών κλπ.) ως την εξασφάλιση αγορών μέσω του κράτους.

Εκτός, όμως, των παραπάνω, πρέπει να πούμε ότι η εφαρμογή των οικονομικών συνταγών του νεοφιλελευθερισμού δεν έλυσε τα προβλήματα που υποτίθεται ότι αποσκοπούσε να λύσει και, αντίθετα, τα επιδείνωσε. Η ιδιωτικοποίηση των κρατικών επιχειρήσεων δεν έφερε άνοδο των αναπτυξιακών ρυθμών, παρά το ότι συνέβαλε σε μια νέα φάση συγκεντροποίησης και μονοπώλησης.

Εδώ, αξίζει να αναφέρουμε και ένα από τα στοιχεία του «βαρέως πυροβολικού» του νεοφιλελευθερισμού . Οι ιδιωτικοποιήσεις δεν έφεραν την εξυγίανση και από μια άλλη σκοπιά: Τα κρούσματα σκανδαλώδους διαχείρισης παρουσίασαν τέτοια εξάπλωση που ο διεφθαρμένος, υποτίθεται, κρατικός τομέας ούτε να την ονειρευτεί δε θα μπορούσε. Σήμερα, είναι πασίγνωστο ότι, όχι μόνο κερδοφόρες δημόσιες επιχειρήσεις πουλήθηκαν σε ασήμαντες τιμές (και, στο τέλος, μετά την καταλήστευσή τους, κατέληξαν να γίνουν και παθητικές για το κεφάλαιο), αλλά και παρουσιάστηκε, σε μεγάλη, μάλιστα, έκταση, το καθαρά σκανδαλώδες φαινόμενο της αγοράς επιχειρήσεων χωρίς την ανάληψη και των υποχρεώσεών τους. Χωρίς να μιλήσουμε για το γεγονός ότι στις διάφορες χώρες της Ευρώπης (για την Ελλάδα ούτε λόγος να γίνεται) δεν έχει καν αποδειχθεί ότι οι αγοραστές πράγματι πλήρωσαν, έστω σε ασήμαντες τιμές, τις επιχειρήσεις που αγόρασαν.

Η απασχόληση δεν αυξήθηκε. Αντίθετα, περιορίστηκε παραπέρα. Ηδη, σήμερα, που βρισκόμαστε ακόμη στην αρχή, σε όλη την Ευρώπη έχει δημιουργηθεί ένας όχι μόνο τεράστιος αλλά και μόνιμος στρατός ανέργων, που όλα δείχνουν ότι βαδίζει προς ακόμη μεγαλύτερη διόγκωση.

Αυτό συμβαίνει ακόμη και σε χώρες όπου επί γενεές η ανεργία ήταν πολύ περιορισμένη (π.χ. Σουηδία). Σε άλλες περιοχές του κόσμου (π.χ. Ασία, Λατινική Αμερική κ.α.), παρατηρείται μια πραγματική έκρηξη της ανεργίας και της αθλιότητας. Το επιχείρημα ότι αυτό οφείλεται στην είσοδο των νέων τεχνολογιών δεν είναι πειστικό. Στο κάτω – κάτω, οι εκπρόσωποι του νεοφιλελευθερισμού ήταν εκείνοι που υπόσχονταν μια εντατική ή, τουλάχιστον, εντατικότερη ανάπτυξη που θα δημιουργούσε πολύ περισσότερες θέσεις εργασίας, στη θέση εκείνων που θα χάνονταν για τεχνολογικούς λόγους. Και, όμως, αυτό ούτε έγινε ούτε φαίνεται πως πρόκειται να γίνει.

Θα μπορούσε κανείς να αναφερθεί σε πολλά άλλα παραδείγματα και στοιχεία που, όμως, θα κούραζαν τον αναγνώστη. Γι’ αυτό, ας έρθουμε στο κυρίως ερώτημα:

 

 

Αντιδραστικός και οπισθοδρομικός ο χαρακτήρας του

 

 

Συνοψίζοντας, μπορούμε να πούμε ότι ο νεοφιλελευθερισμός και η πολιτική που εισηγείται είναι το μέσο εκείνο που επιτρέπει ένα νέο γύρο μονοπωλιακών υπερκερδών βασισμένο στα κρατικά κεφάλαια και στην υπερεκμετάλλευση των εργαζομένων. Ο νεοφιλελευθερισμός και η πολιτική του αποτελούν ένα μέσο επιβολής της δικτατορίας του μονοπωλιακού κεφαλαίου, με παραπέρα προώθησή της. Συγκεκριμένα, με την πλήρη και αποκλειστική επιβολή των συμφερόντων του χωρίς κανένα συμβιβασμό ή συνδιαλλαγή.

Για να καταλάβουμε τι ακριβώς σημαίνουν (και ως πού φθάνουν) όλα αυτά, αρκεί να σκεφτούμε το εξής γεγονός, που έχουμε καταλήξει να βλέπουμε καθημερινά γύρω μας και στο άμεσο περιβάλλον μας: Τι σημαίνουν, άραγε, οι τόσο έντονες αναφορές στους «επενδυτές» και τα συμφέροντά τους που πρέπει οπωσδήποτε να κατοχυρωθούν; Σημαίνουν, απλούστατα, ότι ο εργάτης δεν μπορεί να έχει καμία αξίωση σε καμία εξυπηρέτηση των δικών του συμφερόντων, καμία απολύτως, ούτε στα λόγια.

Ενδιαφέρον έχει και ένα άλλο στοιχείο που έχει ήδη αποδειχτεί στη Βρετανία και που, πιθανότατα, μια λεπτομερέστερη μελέτη θα αποδείκνυε και αλλού. Πέρα από το ότι ένας από τους βασικούς δείκτες του παρασιτισμού του μονοπωλιακού κεφαλαίου είναι η αυξημένη δυνατότητα εικονικών επενδύσεων, οι αμοιβές τείνουν να είναι οι χαμηλότερες, χαμηλότερες ακόμη και του εθνικού μέσου όρου, όχι εκεί όπου δε γίνονται, αλλά, αντίθετα, εκεί όπου γίνονται ή εμφανίζονται να γίνονται οι πιο εκτεταμένες επενδύσεις. Ενας σαφής δείκτης της όξυνσης της εκμετάλλευσης των εργαζομένων.

 

 

Το τέλος(;) μιας καθοδικής πορείας

 

 

Οπως είπαμε παραπάνω, ο αντιδραστικός και οπισθοδρομικός χαρακτήρας του νεοφιλελευθερισμού τον σημαδεύει και στον ηθικό τομέα. Πώς τον σημαδεύει;

Αυτό το βλέπουμε, αν κάνουμε μια χρονική αντιπαραβολή.

Τα κενά που χαρακτηρίζουν τις αναλύσεις και τις αναφορές του φιλελευθερισμού, ήταν κενά που χαρακτήριζαν την εποχή τους. Ηταν αναπόφευκτα, οι δε εκπρόσωποι του φιλελευθερισμού δεν μπορούσαν να τα αποφύγουν ακόμη και αν το ήθελαν.

Δεν μπορούμε να πούμε το ίδιο και για τα κενά του νεοφιλελευθερισμού . Ο τελευταίος εμφανίζεται σε συνθήκες όπου το γνωσιολογικό, επιστημονικό και εμπειρικό υπόστρωμα της καπιταλιστικής κοινωνίας είναι ασύγκριτα πιο προωθημένο και εμπεριστατωμένο. Ετσι, η δικαιολογία αυτή του είναι κλειστή. Γι’ αυτό, έχουμε πολλούς λόγους να πιστεύουμε ή, τουλάχιστον, να υποψιαζόμαστε ότι εκείνο που, στο φιλελευθερισμό, είναι η ένδειξη των ορίων που μπορεί να φθάσει η σκέψη μιας εποχής, στο νεοφιλελευθερισμό είναι μια απλή αγυρτεία και, σε όχι λίγες περιπτώσεις, μια ψυχρή και κυνική απόπειρα εξαπάτησης.

Μια σοβαρή ένδειξη κοινωνικής αποσύνθεσης που συνδέεται, όμως, με κάτι ακόμη σοβαρότερο. Καθώς ο νεοφιλελευθερισμός έχει βάλει στόχο του να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα, ένα μόνο τρόπο έχει για να το επιτύχει: Την άρνηση της ύπαρξης του φαινομένου της εκμετάλλευσης. Μόνο έτσι θα μπορούσε να «τεκμηριώσει» την εικόνα μιας κοινωνίας όπου οι πολλοί δεν έχουν, συχνά, τίποτε και οι λίγοι τα έχουν όλα, αλλά όπου «όλοι κερδίζουν».

Διάχυτη είναι η άποψη ότι εκείνος που ανακάλυψε και ανέφερε πρώτος το φαινόμενο της εκμετάλλευσης ήταν ο Μαρξ. Αυτό, όμως, δεν είναι σωστό. Ο Μαρξ ήταν ο πρώτος που θεμελίωσε επιστημονικά το φαινόμενο, ανακαλύπτοντας το φαινόμενο της υπεραξίας και το μηχανισμό της απόσπασής της, δεν ήταν, όμως, ο πρώτος που κινήθηκε προς την κατεύθυνση αυτή. Εκείνοι που κινήθηκαν πρώτοι προς την κατεύθυνση αυτή, ήταν ακριβώς οι θεωρητικοί του φιλελευθερισμού, ιδιαίτερα οι Αγγλοι. Ο Ανταμ Σμιθ (1723-1790) πρώτος ανακάλυψε ότι το εμπόρευμα είναι ενσωματωμένη εργασία και, συνεπώς, τα κέρδη του καπιταλιστή και οι πρόσοδοι όλων των κεφαλαιούχων (πχ., έγγειος πρόσοδος κλπ.) προέρχονται από τον εργάτη της πόλης και του χωριού. Ο Α. Σμιθ υπήρξε, πιθανότατα, ο πρώτος ερευνητής που επιχείρησε να αναλύσει την καπιταλιστική κοινωνία, αλλά δεν μπόρεσε να ανακαλύψει την υπεραξία. Κάτι τέτοιο δεν το επέτρεπαν οι ιστορικές, αλλά και οι επιστημονικές συνθήκες του καιρού του.

Γράφοντας σε πιο προωθημένες συνθήκες, ο Ντέιβιντ Ρικάρντο (1772-1823) επισήμανε τις αντιφάσεις που περιείχαν οι οικονομικές θεωρίες της εποχής. Οι αντιφάσεις αυτές οφείλονταν σε κάποια έλλειψη, που σήμερα ξέρουμε ότι ήταν η θεωρία της υπεραξίας. Ο Ρικάρντο δεν μπορούσε να την ανακαλύψει, κατόρθωσε, όμως, κάνοντας ένα βήμα παραπέρα από το Σμιθ, να τη διαισθανθεί. Πολύ σημαντικές μελέτες προς την κατεύθυνση αυτή έκανε και ο Αμερικανός Βενιαμίν Φραγκλίνος (1706-1790), τις οποίες, μάλιστα, αναφέρει επώνυμα και ο Μαρξ.

Πράγματι, το σημείο αυτό είναι, πιθανότατα το κυριότερο, εκείνο όπου φαίνεται ο πραγματικός χαρακτήρας του νεοφιλελευθερισμού . Φαίνεται, δηλαδή, ένα ρεύμα που δεν είναι απλώς επιστημονικά λαθεμένο ή, έστω, αντεπιστημονικό, αλλά και που αποτελεί ένα γιγαντιαίο άλμα της αστικής σκέψης προς τα πίσω(…)

Τη χώρα μας τη συνδέουν, ανάμεσα σ’ άλλα, με το νεοφιλελευθερισμό και οι συνέπειες που έχει η εφαρμογή του.

Ο νεοφιλελευθερισμός , σαν πολιτική διαχείρισης, δεν κατορθώνει να αμβλύνει τις συνέπειες της οικονομικής κρίσης, παρά μόνο να συμβάλει στη συγκεντροποίηση των κεφαλαίων, στην ενδυνάμωσή τους για αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης των εργαζομένων και, έτσι, στην αύξηση των κερδών του.

Ιδιαίτερα μεγάλη έκταση παίρνει η όξυνση της εκμετάλλευσης. Ηδη, είναι εντελώς ανοιχτή και φανερή μια ένταση της φορολογικής επιβάρυνσης, πρωτοφανής εδώ και 50 χρόνια. Οχι μόνο το ύψος των φόρων μεγαλώνει διαρκώς (σε περίοδο, υπενθυμίζουμε, παρατεταμένης λιτότητας), αλλά και συνεχώς επεκτείνεται η φορολόγηση και σε τμήματα του πληθυσμού που, ως τώρα, δε φορολογούνταν. Μια ιδιαίτερα βαριά μορφή έντασης της εκμετάλλευσης είναι η κατάργηση των διαφόρων ταμείων ασφάλισης που, με διαφόρους τρόπους και ονομασίες, προετοιμάζεται και προωθείται.

Σε αυτή την κατεύθυνση κινούνται και ο λεγόμενος «κοινωνικός διάλογος», τα ΤΣΑ (Τοπικά Σύμφωνα Απασχόλησης), η θεσμοθέτηση και επέκταση εργασιακών σχέσεων που αυξάνουν το βαθμό εκμετάλλευσης.

Την ίδια ακριβώς περίοδο, χαρίζονται στα διάφορα μονοπωλιακά συγκροτήματα κολοσσιαία κεφάλαια. Οχι μόνο οι οφειλές παραγράφονται, αλλά και τα νέα προγράμματα δημοσίων έργων απέδειξαν ότι το κράτος δανείζεται για να χρηματοδοτήσει διαφόρους ομίλους με ευνοϊκούς όρους.

Η εξέλιξη βρίσκεται ακόμη στην αρχή της και οι συνέπειές της δεν έχουν ακόμη ολοκληρωθεί. Ωστόσο, έχει ήδη δημιουργήσει πρωτοφανείς ανησυχίες σε ευρύτατα στρώματα του πληθυσμού, τα οποία, έως τώρα, είχαν μια σχετικά σταθερή θέση.

Δε θα έπεφτε κανείς έξω, αν πρόβλεπε όξυνση των αντιθέσεων, κάτι που, άλλωστε, ανησυχεί και τους πολιτικούς εκφραστές της άρχουσας τάξης. Γι’ αυτό και αναζητούν εναγωνίως σχήματα, τουλάχιστον, με ιδεολογικές διαφοροποιήσεις από το νεοφιλελευθερισμό και, ενδεχομένως, μιας πολιτικής ευελιξίας στην εφαρμογή των πολιτικών στόχων του. (Από το άρθρο στην ΚΟΜΕΠ, τεύχος 4, 1997)

 

Του
Θανάση Παπαρήγα

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *