Οι σύγχρονες τεχνολογίες («δηλ. η πληροφορική και η μικροηλεκτρονική») και η θεωρία της αξίας   

To κείμενο είχε δημοσιευτεί στις Θέσεις: Τεύχος 13, περίοδος: Οκτώβριος – Δεκέμβριος 1985. Αναδημοσιεύεται στα πλαίσια του διαλόγου για ένα θέμα που βρίσκεται ξανά στην επικαιρότητα, με τις επερχόμενες αλλαγές στην καπιταλιστική παραγωγή (αυτή την φορά με αιχμή την ρομποτική και την “τεχνητή νοημοσύνη”)

 

Οι σύγχρονες τεχνολογίες («δηλ. η πληροφορική και η μικροηλεκτρονική») και η θεωρία της αξίας           

        

 

του Χρήστου Θεοχαρά

 

 

1.Ένα ευρύ πεδίο ιδεολογικής σύμπτωσης

 

 

1.1 Η πολιτική διατύπωση του ζητήματος

 

 

«Η ανταγωνιστικότητα της Ελληνικής οικονομίας είναι χαμηλή. Αυτό οφείλεται συνήθως είτε στις χαμηλής ποιότητας επιχειρηματικές υπηρεσίες, που οδηγούν σε κακή οργάνωση της παραγωγής, είτε σε απαρχαιωμένη τεχνολογία και υψηλό λειτουργικό κόστος, είτε σε υψηλό κόστος της εργασίας κατά μονάδα προϊόντος, δηλ. σε δυσαρμονία μεταξύ αμοιβών και παραγωγικότητας της εργασίας.»

«Η παραγωγικότητα μας δεν είναι ούτε το μισό της παραγωγικότητας των άλλων χωρών της ΕΟΚ.»

«Στα πλαίσια αυτά μπορούμε να πούμε ότι χωρίς βελτίωση της ανταγωνιστικότητας μας και χωρίς σημαντική αύξηση της παραγωγικότητας της ελληνικής οικονομίας, η σχετική θέση της χώρας μας ολοένα θα χειροτερεύει, με αποτέλεσμα την αύξηση της ανεργίας και τη συνεχή πτώση του βιοτικού μας επιπέδου.»

«Οι ξένες επενδύσεις είναι ευπρόσδεκτες και ενθαρρύνονται όταν συμβάλλουν στην εισαγωγή νέας τεχνολογίας, στην αύξηση της παραγωγής και της παραγωγικότητας.»

«Κάτω από αυτές τις συνθήκες το αντικείμενο της δουλειάς μεταβάλλεται από στοιχείο εκμετάλλευσης σε στοιχείο απελευθέρωσης και ευθύνης. Γι αυτό η Κυβέρνηση της Αλλαγής έχει το δικαίωμα αλλά και την ευθύνη να καλέσει τον εργαζόμενο να εντείνει τις προσπάθειες του για την αύξηση της παραγωγικότητας.»

«Οι εργαζόμενοι κάθε φορά να συσχετίζουν τις εισοδηματικές τους απαιτήσεις με την παραγωγικότητα τους.»

«Να συνειδητοποιήσουν ότι η βελτίωση του βιοτικού τους επιπέδου εξαρτάται από την ικανότητα της επιχείρησης στην οποία εργάζονται να επιτύχει και να αναπτυχθεί σ’ ένα ανταγωνιστικό περιβάλλον.»

«Ο κάθε πολίτης, ο καθένας που μετέχει στην παραγωγική διαδικασία, να κινητοποιηθεί ο ίδιος και να πεισθεί να πάρει μέρος στην κοινή προσπάθεια. Να προβληματιστεί και κύρια να αποκτήσει σύγχρονη αναπτυξιακή νοοτροπία. Γιατί η έλλειψη εκσυγχρονισμού τελικά πλήτει και το κεφάλαιο και την εργασία.»

«Ο συνδικαλισμός, κάτω από τις σημερινές δύσκολες συνθήκες οφείλει να σταθμίσει ότι υπάρχουν όρια αντοχής της οικονομίας που δεν μπορούμε να υπερβούμε.»

«Η μετάδοση και το ρίζωμα της σύγχρονης τεχνολογίας δηλ. της πληροφορικής και της μικροηλεκτρονικής είναι πια απαραίτητη για την οικονομική και εθνική μας επιβίωση. Η ικανότητα για την απόκτηση γνώσεων και για την επεξεργασία στοιχείων και πληροφοριών, η ικανότητα για ορθολογισμό, συντονισμό και αποκέντρωση στη λήψη αποφάσεων, η ικανότητα για έλεγχο ποσοτικό και ποιοτικό της παραγωγής και αύξηση της παραγωγικότητας πράγματι αποτελεί προϋπόθεση για την επιβίωση της χώρας μας ως ανεξάρτητου έθνους.»

«Να προχωρήσουμε με σταθερά βήματα, χωρίς ταλαντεύσεις και συμβιβασμούς, για να κλείσουμε το τεχνολογικό χάσμα που μας χωρίζει από τις βιομηχανικές χώρες.»

«Να απορροφήσουμε τη νέα τεχνολογία, την τεχνολογία του 21ου αιώνα που εξελίσσεται με ταχύτατο ρυθμό. Να ετοιμαστούμε για να χτίσουμε την Νέα Ελλάδα, τη σύγχρονη Ελλάδα του 2000.»

Τα παραπάνω αποσπάσματα από την ανάπτυξη των προγραμματικών θέσεων της νέας Κυβέρνησης από τον Πρωθυπουργό (Βουλή, 22.6.85) και από την ομιλία του στα εγκαίνια της ΔΕΘ (Θεσσαλονίκη, 31.8.85), όπως εξ άλλου και το σύνολο των κυβερνητικών θέσεων που αναπτύχθηκαν και που παρουσιάστηκαν αναλυτικά από τον ημερήσιο Τύπο, ασφαλώς δεν αφήνουν περιθώρια για παρερμηνείες. Όχι μόνο όσον αφορά στις πολιτικές κατευθύνσεις που προαναγγέλλουν (και βέβαια η λιτότητα είναι η κυριότερη), αλλά και όσον αφορά στη σκιαγράφηση της γενικότερης προβληματικής που σηματοδοτεί τις παραπάνω κατευθύνσεις.

Δύο θέσεις συγκροτούν, στην αλληλεξάρτηση τους, τον πυρήνα της προβληματικής αυτής: Θέση 1η: Ο εκσυγχρονισμός της οικονομίας με την αφομοίωση της σύγχρονης τεχνολογίας και την συνακόλουθη βελτίωση της παραγωγικότητας, αποτελεί εθνικό στόχο για τον οποίο οφείλουν να κινητοποιηθούν όλες οι ζωντανές δυνάμεις του Έθνους.

Από τη βελτίωση της παραγωγικότητας θα εξαρτηθεί εν πολλοίς «η επιβίωση μας ως Έθνος.» Θέση 2η: Η άνθηση «σε συνθήκες ανταγωνισμού» της κάθε επιχείρησης συγκροτεί ένα πεδίο ανάπτυξης μορφών συλλογικότητας, όπου εργαζόμενοι και επιχειρηματίες επωμίζονται f ις ευθύνες που υπαγορεύει η εθνική στοχοθεσία.

Συγχρόνως όμως οι θέσεις αυτές οριοθετούν μια ευρύτατη ιδεολογική σύμπτωση γύρω από τον εθνικό χαρακτήρα των προβλημάτων του εκσυγχρονισμού της οικονομίας και την ανάγκη επεξεργασίας ενός πολιτικού σχεδίου για την αντιμετώπιση τους. Είναι χαρακτηριστικό ότι η όλη συζήτηση μεταφέρεται στο εσωτερικό της Αριστεράς κάτω από τους ίδιου όρους.

Τα προβλήματα που διατυπώνονται στα πλαίσια της αριστερής κριτικής είναι τα ίδια με αυτά που υποβάλλει η κρατική διαχείριση της κρίσης: Είναι ή όχι ρεαλιστικός ο στόχος του «να προλάβουμε το τραίνο της νέας τεχνολογικής επανάστασης»; ή πόσο «αποτελεσματικά» μπορεί να είναι τα προτεινόμενα «μονεταριστικού τύπου» μέτρα; Και τελικά, πόσο υπαρκτή είναι η δυνατότητα πραγματοποίησης του εκσυγχρονισμού «με δεδομένη την αποτυχία του πενταετούς προγράμματος», και τι είδους στήριξη μπορούμε να περιμένουμε από την «ιδιωτική πρωτοβουλία» όταν «το μοναδικό της προσόν όπως αποδείχτηκε και με τις «προβληματικές» ήταν η λαθραία εξαγωγή συναλλάγματος»; (Βλ. το άρθρο του Β. Γιαχνή στο Αντί τ. 299).

Μήπως όμως η πάλη των τάξεων σταματάει λίγο πιο έξω από τον περίγυρο των προβλημάτων του εκσυγχρονισμού και της αύξησης της παραγωγικότητας της επιχείρησης; Μήπως είναι ασύμπτωτη προς την εθνική διάσταση της κινητοποίησης για την «απορρόφηση της νέας τεχνολογίας και το χτίσιμο της Ελλάδας του 2.000;» Ή μήπως προστίθεται στις διαδικασίες αυτές εκ: των υστέρων για να τους αποδώσει μια επιπλέον διάσταση; Και στις δύο περιπτώσεις, το σίγουρο είναι ότι από την ευρύτατη αυτή συναίνεση στη μορφοποίηση της οποίας ενέχεται και η Αριστερά, απουσιάζει η μαρξιστική κριτική. Γεγονός που στη σημερινή συγκυρία τείνει να ακυρώσει τη συγκρότηση του μαρξισμού σε πόλο αντίστασης απέναντι στις νεοφιλελεύθερες τάσεις, και να αναγορεύσει σε καθολικά αποδεκτά (και κατά συνέπεια «επιστημονικά έγκυρα») τα βασικά αξιώματα της Πολιτικής Οικονομίας, αλλά και τις ίδιες τις τεχνικές που αναπτύσσονται στα πλαίσια της γενικότερης προβληματικής οικονομικής διαχείρισης της καπιταλιστικής επιχείρησης.

 

 

1.2 Η θεωρητική διατύπωση

 

 

Χαρακτηριστική είναι εδώ η περίπτωση των τεχνικών εκείνων που κινούνται στις κατευθύνσεις:

α) της ανάλυσης του κόστους παραγωγής σε μερικά κόστη ανά συντελεστή παραγωγής και στον (ισοδύναμο) υπολογισμό της «παραγωγικότητας» καθενός συντελεστή, που ορίζεται με σχέσεις του τύπου:

Πi=V/Qi

όπου το Wi παριστά την «ανάλωση» το συντελεστή παραγωγής i που είναι απαραίτητη για την τελική παραγωγή ενός όγκου παραγωγής V. Με βάση τον παραπάνω ορισμό της παραγωγικότητας υπολογίζεται το συνολικό μοναδιαίο κόστος παραγωγής από τη σχέση

Κ=Σ(qί/πϊ)

όπου το qi παριστά την τιμή μονάδας του συντελεστή παραγωγής I

β) τον καθορισμού, με δεδομένα τα μοναδιαία κόστη συντελεστών παραγωγής, του «βέλτιστου μίγματος συντελεστών», αφού γίνεται αποδεκτή η αρχή της ελεύθερης εναλλαξιμότητας των διαφόρων συντελεστών κάτω από κάποιες μεταβλητές αριθμητικές αναλογίες (το πρόβλημα του βαθμού εκμηχάνισης σε συνάρτηση με την αμοιβή της εργασιακής δύναμης κλπ.)

γ) της κατάστρωσης μαθηματικών μοντέλων «λήψης αποφάσεων» που ποσοτικοποιούν τις συσχετίσεις των μεταβολών στο μοναδιαίο κόστος, στην παραγωγικότητα και στην ποσότητα ανάλωσης του κάθε συντελεστή παραγωγής, όπως επίσης και στην ποσότητα της συνολικής παραγωγής (Εδώ έχουν τη θέση τους προβλήματα όπως η μείωση του «μοναδιαίου εργατικού κόστους» χωρίς αντίστοιχη μείωση της τιμής της «ανθρωποώρας» κ.α.)

 

2. Η μαρξιστική κριτική

 

 

Η σύντομη αυτή αναφορά σε κάποιες από τις σημερινές τεχνικές μεθόδους «οικονομικής διαχείρισης των επιχειρήσεων» μας επιτρέπει να αντιληφθούμε τόσο τις επιστημολογικές τους ανεπάρκειες όσο και το ιδεολογικό τους πρόσημο και λειτουργία.

Πραγματικά, στο σημείο αυτό δεν θα είχαμε τίποτα απολύτως να προσθέσουμε στις θεωρητικές παρατηρήσεις του Μαρξ, που ξεκινώντας από τη συστηματική ανάλυση της έννοιας της αξίας, έδειξε τη διαφορετική λειτουργία των διαφόρων κλασμάτων στα οποία επιμερίζεται το κεφάλαιο στη διάρκεια της παραγωγικής διαδικασίας. Ότι δηλ. παρ’ όλο που όλα τα κλάσματα του παραγωγικού κεφαλαίου Π αντιπροσωπεύουν ένα αντίστοιχο τμήμα του χρηματικού κεφαλαίου κεφαλαίου Κ σύμφωνα με το σχήμα

Χ-Ε…Π…Ε’,

μόνο το μεταβλητό κεφάλαιο (η καταναλωμένη στη διάρκεια της εργασιακής διαδικασίας εργασιακή δύναμη) είναι παραγωγική, είναι δηλ. δημιουργός μιας νέας αξίας. Η νέα αυτή αξία «αναβλύζει» στη διάρκεια της εργασιακής διαδικασίας όπως ακριβώς, και στο βαθμό που, καταναλώνεται στη διάρκεια της ίδιας διαδικασίας η εργασιακή δύναμη. Ακριβώς όμως επειδή πρόκειται για εντελώς νέα αξία, δεν βρίσκεται σε καμιά άμεση συσχέτιση με την αξία της καταναλωνόμενης εργασιακής δύναμης: Μια ορισμένη ποσότητα εργασιακής δύναμης είναι δυνατόν να καταναλωθεί κατά διαφορετικούς τρόπους (τεχνολογίες) και να παραγάγει διαφορετικές αξίες ακριβώς γιατί η αξία ενός ορισμένου προϊόντος εμπορεύματος καθορίζεται με βάση τον «μέσο», τον κοινωνικά αναγκαίο χρόνο της παραγωγής του, άρα με βάση κάποια ιστορικά δεδομένη «τεχνολογία», από την οποία οι συγκεκριμένες παραγωγικές διαδικασίες αποκλίνουν είτε προς τα πάνω είτε προς τα κάτω.»

Ο όρος λοιπόν «παραγωγικότητα της εργασιακής δύναμης» είναι κυριολεκτικός, ακριβώς γιατί αποδίδει μια συσχέτιση που δίνεται κάθε φορά a posteriori, δηλ. συγκεκριμένα. Αυτό βέβαια που παραλείπεται εδώ είναι το γεγονός ότι ο ίδιος αυτός όρος, όταν η εργασιακή δύναμη ανταλλάσσεται στην αξία της, δίνει το μέτρο της εκμετάλλευσης της.

Αντίθετα, όλα τα άλλα στοιχεία του παραγωγικού κεφαλαίου που ομαδοποοιούνται κάτω από τον όρο «μέσα παραγωγής» (σταθερό κεφάλαιο), δεν παράγουν καμιά νέα αξία, ακριβώς γιατί σε καμιά στιγμή της παραγωγικής διαδικασίας δεν «αποβάλλουν» την αξία τους, τη μεταβιβάζουν μόνο στο παραγόμενο εμπόρευμα. Από την άποψη του ύψιστου σκοπού της καπιταλιστικής παραγωγής (παραγωγή υπεραξίας), τα στοιχεία του παραγωγικού κεφαλαίου δεν αποτελούν παρά ένα απαραίτητο βοήθημα προκειμένου να τεθεί σε κίνηση η παραγωγική κατανάλωση της εργασιακής δύναμης. Το γεγονός όμως ότι τα στοιχεία του σταθερού κεφαλαίου καταναλωνόμενα ενσωματώνουν την αξία τους στα προϊόντα της καπιταλιστικής παραγωγής μαζί με τη νέα αξία που παράγει η κατανάλωση της εργασιακής δύναμης, αποκρύβει την ειδική διαφορά μεταξύ σταθερού και μεταβλητού κεφαλαίου και οδηγεί σε αυταπάτες.

Ας υποθέσουμε για παράδειγμα ότι κατά τη διάρκεια μιας παραγωγικής διαδικασίας με την ιστορικά δεδομένη τεχνολογία, 10 τόνοι πρώτης ύλης μετάλλου καταναλώνονται για να μετασχηματιστούν σε 100 κομμάτια ενός προϊόντος Α. Ας υποθέσουμε ακόμα ότι με μια νέα τεχνολογία στον τρόπο κατεργασίας του μετάλλου γίνεται δυνατόν να ελαττωθούν τα «γρέζια» του μετάλλου που αποβάλλονται από την παραγωγή, ούτως ώστε με την ίδια κατανάλωση ενέργειας κλπ. και με την ίδια επίσης δαπάνη εργασιακής δύναμης, 80 μόνο τόνοι μετάλλου αρκούν, για την παραγωγή 100 κομματιών του προϊόντος Α πανομοιότυπων με τα προηγούμενα. Το γεγονός ότι με τον τρόπο αυτόν παρουσιάζεται στον καπιταλιστή η δυνατότητα να πραγματοποιήσει ένα πρόσθετο κέρδος σε σχέση με την παραγωγή που βασιζόταν στην πρώτη τεχνολογία, δημιουργεί την ψευδαίσθηση ότι η πρώτη ύλη μπορεί να παράγει κέρδος όπως ακριβώς και η μισθωτή εργασία. Στην πραγματικότητα όμως αυτό που πετυχαίνεται με τη δεύτερη τεχνολογία είναι η καθήλωση της ατομικής αξίας των 100 κομματιών του προϊόντος Α σε ένα επίπεδο χαμηλότερο από αυτό της κοινωνικής τους αξίας, αφού για την παραγωγή των 100 κομματιών απαιτήθηκε λιγότερη εργασία, στη βιομηχανία εξόρυξης του μεταλλεύματος και παραγωγής του μετάλλου, από τον κοινωνικά μέσο όρο. Αυτό δηλ. που φαίνεται σαν βελτίωση της παραγωγικότητας της πρώτης ύλης δεν είναι τίποτα άλλο από τη βελτίωση της παραγωγικότητας της εργασίας στο σύνολο της παραγωγής.

Ο Μαρξ δεν παρέλειψε να εξηγήσει ότι αυτή ακριβώς η ψευδαίσθηση που παρουσιάζει «όλα τα μέρη του κεφαλαίου εξίσου σαν πηγή της περίσσιας αξίας (του κέρδους) δημιουργεί μιαν απατηλή εικόνα της σχέσης του κεφαλαίου». Κατ’ αρχήν «η απόσπαση υπερεργασίας χάνει τον ειδικό της χαρακτήρα, συσκοτίζεται η ειδική της σχέση με την υπεραξία, και αυτό ευνοείται και ευκολύνεται πολύ από το γεγονός ότι η αξία της εργατικής δύναμης παρουσιάζεται με τη μορφή της αμοιβής της εργασίας». Ωστόσο και αυτή η απόκρυψη γίνεται δυνατή μόνο σαν παραπέρα εξέλιξη της αναστροφής του υποκειμένου και του αντικειμένου που συντελείται ήδη στη διάρκεια του προτσές της παραγωγής»1.

Σε κάποιο άλλο σημείο ο Μαρξ θα σημειώσει: «Η κυριαρχία του καπιταλιστή επί του εργάτη είναι γι αυτό η κυριαρχία του πράγματος επί του ανθρώπου, της νεκρής εργασίας επί της ζωντανής, του προϊόντος επί του παραγωγού. Πράγματι, τα εμπορεύματα, που γίνονται μέσα κυριαρχίας (αλλά μόνο ως μέσα κυριαρχίας του λίδιου του κεφαλαίου) επί του εργάτη, είναι απλά αποτελέσματα της διαδικασίας παραγωγής, είναι τα προϊόντα της. Πρόκειται για την ίδια ακριβώς σχέση στην υλική παραγωγή, (…) που στην περιοχή της ιδεολογίας παριστάνεται στη θρησκεία, την αντιστροφή του υποκειμένου στο αντικείμενο και ανάποδα.»2.

Αναφερθήκαμε με στο προηγούμενο κεφάλαιο στις σχετικές με την προβληματική των «συντελεστών της παραγωγής τεχνικές ελέγχου κόστους και παραγωγικότητας, γιατί η προβληματική αυτή αντανακλά, διαθλασμένα μέσα από το πρίσμα της αστικής ιδεολογίας, μερικές από τις πιο ενδιαφέρουσες αντιφάσεις της συσσώρευσης κεφαλαίου, τουλάχιστον στον ανεπτυγμένο καπιταλισμό. Βέβαια αντανακλά τις αντιφάσεις αυτές με μεγαλύτερη πιστότητα απ’ ό,τι ο επίσημος λόγος των πολιτικών και ιδεολογικών στελεχών του κράτους, που σε Δύση και Ανατολή 3 καλούν σε πανεθνικές κινητοποιήσεις για ταχύρυθμες αυξήσεις της παραγωγικότητας εν γένει, ορίζοντας την τελευταία αυτή περίπου ισοδύναμη με την ανταγωνιστικότητα της «Εθνικής Οικονομίας».

Ας εξηγηθούμε όμως από την αρχή. Οι αντιφάσεις της συσσώρευσης κεφαλαίου στο τελευταίο τέταρτο του 20ου αιώνα δεν είναι ξένες προς τις εγγενείς αντιφάσεις της κεφαλαιακής σχέσης και οι κατευθύνσεις προς τις οποίες αναζητείται η υπέρβαση των εμποδίων που συναντά η συνεχής επέκταση της συσσώρευσης του κεφαλαίου δεν είναι άλλες από αυτές που υπαγορεύονται από τη «λογική» του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Μιλάμε εδώ κατ’ αρχήν για αντιφάσεις που αναφέρονται στη βασική παραγωγική σχέση (ανοδική τάση του ποσοστού υπεραξίας)

 

 

3.Αυξητική τάση της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου Μορφές οικονομίας σε σταθερό κεφάλαιο

 

 

 

Η πίεση που ασκείται μέσω του ανταγωνισμού των ατομικών κεφαλαίων για ολοένα και εντονότερη εκμετάλλευση της εργασιακής δύναμης, οδηγεί σε σημαντικούς μετασχηματισμούς της σύνθεσης του κεφαλαίου. Σε σημαντική έκταση ανθρώπινη εργασία αντικαθίσταται από μηχανική. Γενικότερα, ο ρυθμός αύξησης της ποσότητας ζωντανής εργασίας που θέτει σε κίνηση τα μέσα παραγωγής είναι πάντα μικρότερος του ρυθμού αύξησης της ποσότητας των ίδιων των μέσων παραγωγής.

«Αυτή η προοδεύουσα σχετική μείωση του μεταβλητού κεφαλαίου σε σχέση με το σταθερό επομένως και με το συνολικό κεφάλαιο, (…) αποτελεί μόνο μια άλλη έκφραση της προοδεύουσας ανάπτυξης της κοινωνικής παραγωγικής δύναμης της εργασίας, που εκδηλώνεται ακριβώς με το ότι χάρη στην αυξανόμενη γενικά χρησιμοποίηση μηχανών και παγίου κεφαλαίου, μετατρέπονται σε προϊόντα περισσότερες πρώτες ύλες και βοηθητικές ύλες από τον ίδιο αριθμό εργατών στο ίδιο χρονικό διάστημα, δηλ. με λιγότερη εργασία.»4

«Με την προοδεύουσα σχετική μείωση του μεταβλητού κεφαλαίου έναντι του σταθερού, η κεφαλαιοκρατική παραγωγή δημιουργεί μια αυξανόμενη υψηλότερη οργανική σύνθεση του συνολικού κεφαλαίου, άμεση συνέπεια της οποίας είναι, το ποσοστό της υπεραξίας να εκφράζεται με ένα σταθερά μειωνόμενο γενικό ποσοστό κέρδους, με αμετάβλητο, ακόμα και με ανερχόμενο το βαθμό εκμετάλλευσης της εργασίας.(…) Η αυξανόμενη τάση του γενικού ποσοστού κέρδους να πέφτει αποτελεί λοιπόν απλώς μια έκφραση, που προσιδιάζει στον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής, της συνεχιζόμενης ανάπτυξης της κοινωνικής παραγωγικής δύναμης της εργασίας»5.

Οι δυνάμεις του κεφαλαίου ιστορικά, ενώ πριμοδοτούν σχεδόν πάντα μια συνεχή ανοδική τάση της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου, που θα επέτρεπε την παραγωγή ενός υψηλότερου ποσοστού υπεραξίας, ταυτόχρονα αντιστάθηκαν στην ίδια αυτή την τάση προκειμένου να αποτρέψουν τη μείωση του ποσοστού κέρδους. Στην πράξη αυτό σήμαινε την πριμοδότηση ενός ορισμένου τύπου εκμηχάνισης που δεν έχει καμία σχέση με τα οποιαδήποτε κριτήρια «ορθολογικής» διαχείρισης των «συντελεστών της παραγωγής».

Στο σημείο αυτό δεν μιλάμε για την τάση συγκράτησης της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου σε χαμηλότερα επίπεδα λόγω του γεγονότος ότι «η αξία του σταθερού κεφαλαίου δεν αυξάνει στην ίδια αναλογία που αυξάνει ο υλικός όγκος. Λόγω του ότι δηλ. «η ίδια ανάπτυξη η οποία ανεβάζει τη μάζα του σταθερού κεφαλαίου σε σχέση με το μεταβλητό, μειώνει, εξαιτίας της αυξημένης παραγωγικής δύναμης της εργασίας, την αξία των στοιχείων του».6

Εδώ αναφερόμαστε ειδικά στη συγκράτηση της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου που προκύπτει από τις τεχνικές «οικονομίας στη χρησιμοποίηση σταθερού κεφαλαίου» που έχουν ιστορικά αναπτυχθεί από το κεφάλαιο. Ο Μαρξ παραθέτει ενδεικτικά μερικές από αυτές.7

α. Συγκεντροποίηση της παραγωγής. Η οικονομία σε σταθερό κεφάλαιο προέρχεται εδώ από το γεγονός ότι το κόστος των μηχανών δεν αυξάνει στην ίδια αναλογία με την οποία αυξάνει π.χ. η ισχύς τους. Ακόμα, η συγκεντροποίηση της παραγωγής ελαττώνει το σχετικό κόστος των κτιριακών εγκαταστάσεων που στεγάζουν τις μηχανές, των αποθηκών, τις δαπάνες για καύσιμα κλπ.

β. Αξιοποίηση των παραπροϊόντων και των αποβλήτων της παραγωγής. Η επαναχρησιμοποίηση των παραπροϊόντων, των αποβλήτων και των κάθε είδους απορριμμάτων της παραγωγής, είτε από την ίδια παραγωγική μονάδα, είτε από μια άλλη, έχει σαν συνέπεια τη μείωση του κόστους των πρώτων υλών τόσο της μονάδας που τα παράγει, όσο και αυτής που τα ανακυκλώνει αφού τα αγοράζει σε χαμηλές πάντα τιμές. Η επαναχρησιμοποίηση αυτή γίνεται κατ’ αρχήν δυνατή με τη προοδευτική συγκεντροποίηση της παραγωγής που οδηγεί σε αντίστοιχη συγκέντρωση μεγάλων ποσοτήτων παραπροϊόντων. Γίνεται όμως πραγματικότητα με τον προσανατολισμό της επιστημονικής έρευνας στην ανακάλυψη άγνωστων χρησιμοποιήσιμων ιδιοτήτων των παραπροϊόντων. Εξετάζοντας το ιστορικό της επαναχρησιμοποίησης των απορριμμάτων του μαλλιού για την παραγωγή αναγεννημένου μάλλινου υφάσματος, ο Μαρξ δείχνει ότι η πρακτική αυτή δεν υπαγορεύτηκε από κάποιες κοινωνικά αποδεκτές επιδόσεις του αναγεννημένου μαλλιού (που εξ άλλου δεν υπήρχαν), αλλά από τη σταθερή επιδίωξη μείωσης του κόστους των πρώτων υλών.

γ. Τεχνικές τελειοποιήσεις, εφευρέσεις κλπ. Εδώ αναφερόμαστε στις τεχνικές τελειοποιήσεις που αποσκοπούν στη μείωση των απαιτήσεων των μηχανών σε καύσιμα, τη μείωση των απωλειών θερμότητας με τις κατάλληλες μονώσεις, τη μείωση της σπατάλης πρώτων υλών με την προώθηση νέων τεχνικών κατεργασίας κλπ. δ. Οικονομία στους όρους εργασίας.

«Σύμφωνα με την αντιφατική και ανταγωνιστική φύση του, ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής (…) περιλαμβάνει στην οικονομία χρησιμοποίησης του σταθερού κεφαλαίου, επομένως και στα μέσα για την αύξηση του ποσοστού του κέρδους, την κατασπατάληση της ζωής και της υγείας του εργάτη, φτάνει ως την υπερπλήρωση στενών και ανθυγιεινών χώρων με εργάτες, πράγμα που στην κεφαλαιοκρατική γλώσσα ονομάζεται οικονομία σε κτίρια. Φτάνει ακόμα ως το στρίμωγμα επικινδύνων μηχανών στον ίδιο χώρο και στην παραμέληση των προστατευτικών μέσων για την αποτροπή του κινδύνου ατυχημάτων, ως την παράλειψη προφυλακτικών μέτρων σε παραγωγικά προτσές που από την φύση τους είναι ανθυγιεινά, ή που συνδέονται με κίνδυνο όπως στα ορυχεία κλπ.»8

 

4.Μορφές οικονομίας σε σταθερό κεφάλαιο στη σημερινή φάση του μονοπωλιακού καπιταλισμού

 

 

Οι παραπάνω κατηγορίες οικονομίας στη χρησιμοποίηση σταθερού κεφαλαίου σαν τάσεις παραμένουν ενεργές και στην σημερινή φάση του μονοπωλιακού καπιταλισμού. Είναι γνωστό π.χ. ότι οι ανθρώπινες συνθήκες εργασίας, παρά την καθιέρωση γενικών κανονισμών, τη δυνατότητα ελέγχου των συνθηκών δουλειάς από την Επιθεώρηση Εργασίας, την επιβολή ποινικών κυρώσεων κλπ. δεν αποτελούν μια δεδομένη κατάκτηση των εργαζομένων (τα συχνά εργατικά ατυχήματα αποδεικνύουν το εντελώς αντίθετο), αλλά ένα πεδίο καθημερινών διεκδικήσεων και συγκρούσεων. Είναι χαρακτηριστικό εδώ ότι η συχνή άρνηση των εργαζομένων, σε επικίνδυνους για την σωματική τους υγεία χώρους, να χρησιμοποιήσουν τις μάσκες ή τις φόρμες που τους δίνονται, οφείλεται περισσότερο στην κακή ποιότητα των ειδών αυτών, που δυσκολεύει την αναπνοή ή τις κινήσεις, που κουράζει πολλαπλά τον εργαζόμενο, παρά σε οτιδήποτε άλλο.

Όπως επίσης είναι γνωστή η γενίκευση στον κλάδο της αυτοκινητοβιομηχανίας της πρακτικής της χύτευσης μεταχειρισμένων μεταλλικών μερών για την παραγωγή λαμαρίνας και άλλων μεταλλικών εξαρτημάτων. Η μειωμένη αντίσταση στη διάβρωση εξ αιτίας της μη ικανοποιητικής καθαρότητας του μετάλλου από επαναχύτευση αποδεικνύεται πολύ αδύνατο αντικίνητρο για τη γενίκευση της πρακτικής αυτής, σε σύγκριση με το πλεόνασμα της σημαντικότατης μείωσης του κόστους των πρώτων υλών.

Μάλιστα εδώ θα πρέπει να αναρωτηθούμε κατά πόσο η τάση για το συνεχές «σκάρτεμα» της ποιότητας των πρώτων υλών (άρα και των τελικών προϊόντων), τουλάχιστον σε ορισμένους κλάδους της παραγωγής, μέσω της αναζήτησης συνεχώς νέων υποκατάστατων μειωμένου κόστους, έτεινε να αποτελέσει σοβαρό εμπόδιο απέναντι στην επιλογή των ηγεμονικών κεφαλαιοκρατικών μερίδων των χωρών του ανεπτυγμένου καπιταλισμού για ανάπτυξη προηγμένης τεχνολογίας στους τομείς της πολεμικής βιομηχανίας. Σ’ αυτή την περίπτωση, η οχύρωση του τομέα της πολεμικής βιομηχανίας και των βιομηχανιών υποστήριξής της (αεροναυπηγική, ηλεκτρονική κλπ.) πίσω από ένα πλέγμα προδιαγραφών 9, προτύπων, και διαδοχικών ποιοτικών ελέγχων (οι τελευταίοι αυτοί αντιπροσωπεύουν για τα προϊόντα της πολεμικής βιομηχανίας ένα σοβαρό ποσοστό του συνολικού κόστους παραγωγής) ανταποκρίνεται σε μια καθ’ όλα υπαρκτή πραγματικότητα.

Ακόμα στη γενική αυτή κατεύθυνση οικονομίας στη χρησιμοποίηση σταθερού κεφαλαίου μπορεί να αποδοθεί και η τάση του κεφαλαίου να αποφεύγει τα έξοδα αγοράς και λειτουργίας των εγκαταστάσεων αντιρύπανσης, συστημάτων συναγερμού για την πρόληψη πχ. διαφυγής τοξικών ουσιών στο περιβάλλον κλπ.

Ωστόσο οι ταχύτατοι ρυθμοί αύξησης της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου στη σύγχρονη φάση του μονοπωλιακού καπιταλισμού, προσέδωσαν στο πρόβλημα ης οικονομίας σταθερού κεφαλαίου ιδιαίτερη οξύτητα. Μια σημαντική ώθηση στην παραπέρα άνοδο της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου δόθηκε ασφαλώς από την ίδια την ραγδαία τεχνολογική πρόοδο που ακολούθησε τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Σαν αποτέλεσμα του ολοένα εντεινόμενου ανταγωνισμού των πολυεθνικών εταιριών, η μέση διάρκεια χρήσης των μηχανών στην παραγωγή μειώθηκε αρκετά σε σχέση με τη φυσική διάρκεια ζωής τους, με αποτέλεσμα η αξία των μηχανών να επιμερίζεται σ’ ένα μικρότερο όγκο παραγωγής σε σχέση με αυτόν που θα ήταν θεωρητικά δυνατός.

Στις συνθήκες αυτές δραστική μείωση του σταθερού κεφαλαίου (μείωση αναλογική σε σχέση με τον όγκο της παραγωγής ή ελεγχόμενη αύξηση σε σχέση με την αντίστοιχη ποσότητα του μεταβλητού κεφαλαίου που τίθεται σε κίνηση) θα μπορούσε να επιτευχθεί μόνο με την κατά το δυνατόν μεγαλύτερη αξιοποίηση του σταθερού κεφαλαίου στο χρονικό διάστημα προ της «ηθικής» φθοράς του, στο χρονικό διάστημα δηλ. που προηγείται της εμφάνισης της «νέας γενιάς» μηχανημάτων που επιβάλλουν την αναγκαστική απόσυρση των παλαιών.

Από αυτή ακριβώς την αναγκαιότητα ξεπήδησαν λίγα μόλις χρόνια μετά τον Β ‘ Παγκόσμιο Πόλεμο, στις ΗΠΑ και στην Αγγλία, οι διάφορες τεχνικές του τύπου «μελέτη μεθόδων και χρόνων», που αποσκοπούσαν στην ανάλυση των νεκρών χρόνων (χρόνοι αναμονής των κομματιών μπροστά σε μια μηχανή που θα τα κατεργαστεί, χρόνοι αναμονής για μεταφορά κλπ.) και στην τελική επανασύνδεση της παραγωγικής διαδικασίας με κριτήριο τη μέγιστη δυνατή απορρόφηση της συνολικής δυναμικότητας της παραγωγικής μονάδας.

Την ίδια σκοπιμότητα εξυπηρετούσε και ο στατιστικός έλεγχος της «παραγωγικότητας» του κάθε τμήματος και της κάθε μηχανής ξεχωριστά, οι τεχνικές της προληπτικής συντήρησης των μηχανών με βάση ιστορικά στατιστικά στοιχεία, που σκοπεύουν να μειώσουν το «κοστρς ακινησίας» των μηχανών, για να φτάσουμε μέχρι το «όραμα» του απόλυτου κεντρικού ελέγχου της παραγωγής, μέσω ενός κεντρικού ηλεκτρονικού υπολογιστή, που συλλέγει πληροφορίες, τις επεξεργάζεται, εκδίδει εντολές «ξεπερνώντας οριστικά τους φυσιολογικούς περιορισμούς του ανθρώπινου παράγοντα».

 

 

5.Η «εισβολή» των υπολογιστών και της πληροφορικής

 

 

Στο σημείο όμως αυτό πρέπει να κάνουμε μια παρέκβαση. Αν πράγματι οι κίνδυνοι μείωσης10 του ποσοστού κέρδους, εξ αιτίας της όλο και ψηλότερης οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου, βρίσκεται στις ρίζες της σημερινής οικονομικής κρίσης του καπιταλισμού, οι τεχνικές «ορθολογικοποίησης» της χρήσης του σταθερού κεφαλαίου δεν είναι οι μόνες που θα μπορούσαν να αποδυναμώσουν τα αποτελέσματα της ανοδικής τάσης της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου.

 

5.1 Τα μη παραγωγικά έξοδα

 

Αν λοιπόν αυτό που ενδιαφέρει τον καπιταλιστή είναι το ποσοστό κέρδους, αυτό δεν εκφράζεται σαν πηλίκο του συνολικού κέρδους προς το άθροισμα σταθερού και μεταβλητού κεφαλαίου, γιατί ένα μέρος μόνο του συνολικού κεφαλαίου του είναι δεσμευμένο υπό την παραγωγική μορφή. Ένα άλλο μέρος βρίσκεται αντίστοιχα είτε υπό την χρηματική είτε υπό την εμπορευματική μορφή (στοκ από πρώτες ύλες, στοκ από ενδιάμεσα προϊόντα προερχόμενα από άλλους προμηθευτές, στοκ από τελικά αδιάθετα προϊόντα). Ακόμα, ένα άλλο μέρος του κεφαλαίου ή μάλλον των χρηματικών εξόδων του ατομικού καπιταλιστή διατίθεται για τα μη παραγωγικά έξοδα της παραγωγής. Προκειμένου να ορίσουμε σε γενικές έστω γραμμές τα τελευταία αυτά θα πρέπει να θυμηθούμε ότι η διάκριση σε παραγωγική και μη παραγωγική εργασία για την οποία γίνεται εδώ λόγος δεν παραπέμπει στην ανάλυση κάποιων «φυσικών χαρακτηριστικών» της εν γένει εργασίας, αλλά «στην ικανότητα της εργασίας αυτής, να αναπαράγει την κυρίαρχη κοινωνική σχέση του κυρίαρχου τρόπου παραγωγής, κάτω από τις δεδομένες «κοινωνικές σχέσεις» στις οποίες εκτελείται η εργασίας αυτή».

Γι αυτόν ακριβώς το λόγο μη παραγωγική δεν είναι μόνο η εργασία του τμήματος διαφήμισης, του τμήματος δημοσίων σχέσεων, των λογιστηρίων και των λοιπών διοικητικών υπηρεσιών μιας καπιταλιστικής μονάδας παραγωγής, αλλά και η «επιστημονική» εργασία ή και η εργασία σύνταξης «πακέτων» προγραμμάτων ηλεκτρονικών υπολογιστών, παρ’ ότι βέβαια το αποτέλεσμα της εργασίας αυτής παίρνει συχνά τη μορφή ενός «εμπορεύματος», του οποίου η πώληση επιτρέπει σε κάποιους καπιταλιστές να καρπούνται υπεραξία. Ειδικά για το «προϊόν» αυτό της «επιστημονικής»μισθωτής εργασίας θα πρέπει να θυμηθούμε ακόμα ότι:

α) Παρ’ όλο που έχει συχνά μια τιμή, δεν μπορεί να έχει κάποια συγκεκριμένη αξία, δεν υπάρχει καμμιά δηλ. δυνατότητα προσδιορισμού του χρόνου της κοινωνικά αναγκαίας για την αναπαραγωγή του εργασίας, γιατί ακριβώς πρόκειται για προϊόν που δεν μπορεί να αναπαραχθεί.

β) Όχι μόνο λοιπόν η τιμή του δεν αντιστοιχεί έστω στην αξία του (αφού δεν υπάρχει τέτοια), αλλά ούτε και αναπαράγεται από τη διαδικασία παραγωγής στην οποία ενσωματώνεται. Και τούτο γιατί το αποτέλεσμα από την «κατανάλωση» του βρίσκεται στην «επαναστατικοποίηση» των υλικών συνθηκών της παραγωγής «και πιο ειδικά στον μετασχηματισμό εκείνο των παραγωγικών δυνάμεων που συνδέεται άμεσα με την οικονομική ταξική πάλη του κεφαλαίου. Το αποτέλεσμα της διαδικασίας αυτής δεν είναι η παραγωγή μιας πρόσθετης αξίας, είναι αντίθετα η καταστροφή των υπαρχουσών αξιών. Το αποτέλεσμα αυτό βρίσκεται στην καρδιά αυτού που ο Μαρξ ονομάζει “επανάσταση της αξίας”».12

Οι παραπάνω σημειώσεις είναι ίσως αρκετές για να σκιαγραφήσουν το πρόβλημα: Στην προσπάθεια του το ατομικό κεφάλαιο να εξασφαλίσει τη συγκράτηση του ποσοστού κέρδους του σε «ανεκτά» επίπεδα, εκτός από τη λύση της συγκράτησης μιας υπερβολικά μεγάλης αύξησης του σταθερού κεφαλαίου, έχει δύο επί πλέον διεξόδους:

α) τη μείωση του ποσοστού του κεφαλαίου που βρίσκεται δεσμευμένο σε χρηματική ή εμπορευματική μορφή (μείωση που είναι ισοδύναμη με την επιτάχυνση της κύκλησης).

β) τη μείωση των μη παραγωγικών εξόδων της παραγωγής.

5.2 Επιπτώσεις πάνω στην παραγωγή, την κυκλοφορία και τη σύνθεση του κεφαλαίου

Η εισαγωγή των υπολογιστών και της πληροφορικής στην παραγωγή και την κυκλοφορία εξυπηρέτησε όλες τις δυνατότητες που στα προηγούμενα αναφέραμε σαν αιτίες που αντιδρούν στην τάση μείωσης του ποσοστού κέρδους, με διαφορετική ίσως κάθε φορά δραστικότητα. Το σωστότερο όμως θα ήταν να πούμε πως η πληροφορική και οι υπολογιστές επιβλήθηκαν από τις επιτακτικές ανάγκες στις οποίες μεταφράζονται οι πιο πάνω «δυνατότητες».

1.Η εισαγωγή της πληροφορικής στην παραγωγή επέτρεψε τη μέγιστη δυνατή και πλέον ορθολογική αξιοποίηση της παραγωγικής δυναμικότητας (:του πάγιου κεφαλαίου) της επιχείρησης.

Εδώ εντοπίζεται η ανάπτυξη ενός ολόκληρου κυκλώματος δραστηριοτήτων στο «περιθώριο» της καθεαυτό παραγωγικής διαδικασίας. Οι δραστηριότητες αυτές («προγραμματισμός και έλεγχος της παραγωγής») οργανώνονται γύρω από ένα ηλεκτρονική υπολογιστή και περιλαμβάνουν:

α) την οργάνωση αρχείων («τράπεζες πληροφοριών»), με πίνακες υλικών, φασεολόγια και καταλόγους θέσεων εργασίας, β) την κατάρτιση, με βάση τα δεδομένα παραγγελιών, τις εκτιμήσεις για μελλοντική ζήτηση κλπ., του «βασικού προγράμματος παραγωγής» (master production schedule), γ) την κατάρτιση, με βάση τα προηγούμενα, προγράμματος απαιτήσεων σε δυναμικότητα, (capacity requirements planning) και την εξισορρόπηση της δυναμικότητας, δ) τον χρονικό προγραμματισμό της παραγωγής με τον υπολογισμό των χρόνων διέλευσης των «εντολών» και τον υπολογισμό της «φόρτισης των θέσεων εργασίας», ή με το «λανσάρισμα εντολών παραγωγής» και την προετοιμασία των συνοδευτικών εγγράφων (δελτία εργασίας), τέλος, ε) τον έλεγχο προόδου των εντολών με τον έλεγχο της χρονικής και ποσοτικής προόδου των εντολών.

Εξ άλλου η ίδια η επιτάχυνση των ρυθμών εργασίας που έγινε δυνατή με την κατάτμηση των καθηκόντων και την ένταση του ελέγχου (η περίφημη ελάττωση των «νεκρών χρόνων»), σήμανε την αύξηση της εκμετάλλευσης της εργασίας (αύξηση του ποσοστού υπεραξίας)13.

2.Η πληροφορική επιτάχυνε τόσο τη χρηματική όσο και την εμπορευματική κυκλοφορία, οδηγώντας σε μια συνολική ώθηση της ταχύτητας κύκλησης του κεφαλαίου

Κατ’ αρχήν η επεξεργασία δεδομένων και πληροφοριών μέσω υπολογιστή επέτρεψε την σε σταθερή βάση γνώση των παραγγελιών, τόσο σε όγκο όσο και σε ποιότητα και κατά συνέπεια την ελάττωση των χρόνων παράδοσης, αλλά και τη μείωση του αριθμού των κατά τόπους τμημάτων πωλήσεων. Παράλληλα έγινε δυνατή η αποφυγή των κρουσμάτων μηδενισμού των διαθέσιμων αποθεμάτων έτοιμων προϊόντων με τις τεράστιες επιπτώσεις στα κόστη.

Ακόμα, η διαχείριση των αποθεμάτων πρώτων υλών, ανταλλακτικών κλπ., μέσω μεθόδων στατιστικού ελέγχου της κίνησης των αποθηκών (συνεχής παραγωγή κατά παρτίδες), είτε μέσω του «προγραμματισμού της παραγωγής» (παραγωγή κατά ειδικές παραγγελίες), επέτρεψε τη δραστική μείωση του αναγκαίου αποθέματος πρώτων υλών.

Οι τεχνικές αυτές όπως επίσης και οι βασισμένες στην πληροφορική μέθοδοι του marketing (που, μέχρις ενός ορισμένου σημείου επιτρέπουν την πρόγνωση της κατανάλωσης), επέτρεψαν την άμεση προσέγγιση μεταξύ παραγωγής και εμπορικής διάθεσης της παραγωγής. Στη βάση αυτή, διαμορφώθηκε ήδη μια τάση ενσωμάτωσης του βιομηχανικού και εμπορικού κεφαλαίου στα πλαίσια μιας ενιαίας επιχείρησης, που θα ακυρώσει την κάρπωση ενός μέρους της συνολικής υπεραξίας από το άλλοτε αυτόνομο εμπορικό κεφάλαιο και θα αναδιαρθρώσει συνολικά την εικόνα του εμπορικού κυκλώματος. Εξ άλλου, η διαχείριση των χρηματικών συναλλαγών μέσω συστημάτων μηχανογράφησης, είχε σαν συνέπεια την αύξηση της ταχύτητας κυκλοφορίας του χρήματος και την αντίστοιχη μείωση του κεφαλαίου κίνησης της επιχείρησης και των καταθέσεων σε τράπεζες.

3.Επιτάχυνση του κύκλου του κεφαλαίου με τη συντόμευση τον ίδιου του χρόνου της παραγωγής

Το σημείο αυτό είναι σημαντικό γιατί αφορά όχι μόνο τη βασική σχέση παραγωγής (τους μηχανισμούς εκμετάλλευσης της μισθωτής εργασίας), αλλά και τις μορφές ανταγωνισμού των ατομικών κεφαλαίων στη σύγχρονη φάση του καπιταλισμού.

Όπως έχει γραφτεί και αλλού14, οι πιο κρίσιμοι μετασχηματισμοί της καπιταλιστικής παραγωγής σε επίπεδο επιχείρησης στρέφονται γύρω από την προοδευτική εγκατάλειψη του ταιηλορικού φορντικού «μοντέλου» οργάνωσης της εργασίας, που ήταν προσανατολισμένο προς την μαζική παραγωγή τυποποιημένων προϊόντων, των οποίων το κόστος ήταν αποκλειστική συνάρτηση του όγκου και του αριθμού των παρτίδων παραγωγής. Τη θέση του «μοντέλου» αυτού οργάνωσης τείνει να καταλάβει εκείνη η οργάνωση της παραγωγής που θα είναι προσανατολισμένη στην παραγωγή πολλών προϊόντων μιας γκάμας, σε σχετικά μικρές ποσότητες και σε αναλογικά χαμηλό κόστος.

Αυτό σημαίνει απαγκίστρωση των μέσων παραγωγής από μια αποκλειστική κατεργασία, ή ένα αποκλειστικό προϊόν, και εν πολλοίς νέο τρόπο σχεδίασης τους, ώστε να μπορούν εύκολα και γρήγορα να σχηματίζουν μικρές σειρές παραγωγής, ή ακόμα να χαρακτηρίζονται από μια πολυλειτουργικότητα. Η ευλυγισία αυτή του κεφαλαίου αποκτάει μια ιδιαίτερη σημασία από τη στιγμή που ο ανταγωνισμός μεταξύ των ατομικών κεφαλαίων παύει να εντοπίζεται στο πόσο μεγάλη θα είναι η μείωση του κόστους ενός δεδομένου προϊόντος, αλλά αφορά και το ίδιο το προϊόν. Στην ορολογία των θεωρητικών του βιομηχανικού marketing η προσανατολισμένη προς τον πελάτη παραγωγή (customer oriented production) τείνει να αντικαταστήσει την προσανατολισμένη προς την αγορά παραγωγή (market oriented production). Στις συνθήκες αυτές, η έρευνα για τον εντοπισμό της εξέλιξης της ζήτησης της αγοράς στο μέλλον, η βιομηχανική κατασκοπία κλπ. αποκτούν πρωταρχική σημασία.15 Παραπέρα, επειδή η χρονική στιγμή στην οποία δίνονται οι πληροφορίες και τα ερεθίσματα από την «αγορά», που καταλήγουν στη διατύπωση ενός προγράμματος παραγωγής, είναι συχνά ανεξάρτητη από το δαιμόνιο των ανθρώπων του marketing, αναδεικνύεται σε κρίσιμο το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα: Αυτό δηλαδή που περιλαμβάνει τη σχεδίαση του προϊόντος, τον σχεδιασμό της παραγωγικής διαδικασίας, τη δοκιμαστική παραγωγή, τους ποιοτικούς ελέγχους, και την ίδια την παραγωγή μέχρι την εμφάνιση του προϊόντος στην αγορά.

Στην ανάγκη δραστικής σύντμησης αυτού του χρόνου, όπως και στη συμπληρωματική με αυτή ανάγκη της πολυλειτουργικότητας, αποκρίνεται η οργάνωση της παραγωγικής διαδικασίας σε ολοένα και μεγαλύτερο βαθμό με μηχανές ψηφιακού ελέγχου (numerical control), ή ακόμα με τα αυτοματοποιημένα κέντρα κατεργασίας.

Στην άλλη πλευρά της ανάπτυξης αυτής θα βρούμε μια υπερπαραγωγή από προγράμματα υπολογιστών γνωστά σαν CAD – CAM (Computer aided design – computer aided manufacture), που κατά πρώτον συντομεύουν κατά πολύ το χρόνο σχεδιασμού ενός προϊόντος, επιτρέποντας στο σχεδιαστή του να το «βλέπει» υπό διάφορες γωνίες και σε διάφορες τομές πάνω στην οθόνη ενός τερματικού, ή να το «δοκιμάζει», και που εν συνεχεία συντομεύουν το χρόνο καθορισμού των κατεργασιών που θα απαιτηθούν για την παραγωγή του.

4.Συρρίκνωση των μη παραγωγικών εξόδων

Τέλος, οι εφαρμογές της πληροφορικής έχουν οδηγήσει σε μια σημαντική συρρίκνωση των μη παραγωγικών εξόδων της παραγωγής (έξοδα διοίκησης, λογιστήρια κλπ.), με την εισαγωγή κυρίως της μηχανογράφησης και την αναδιάρθρωση της οργάνωσης εργασίας των υπηρεσιών αυτών σύμφωνα με τα πρότυπα του παραγωγικού τομέα.

Συνοψίζοντας τα όσα προηγήθηκαν, θα σημειώσουμε ότι η ανάπτυξη των εφαρμογών της πληροφορικής και η παράλληλη αυτοματοποίηση της παραγωγής μέσω ηλεκτρονικών υπολογιστών υπαγορεύτηκαν από συγκεκριμένες ανάγκες της διαδικασίας αυτοαξιοποίησης του κεφαλαίου: Εξοικονόμηση σταθερού (και κυρίως πάγιου) κεφαλαίου και κατά συνέπεια συγκράτηση της ανοδικής πορείας της οργανικής σύνθεσης, εξουδετέρωση συνεπειών της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους με την επιτάχυνση της κυκλοφορίας, συρρίκνωση των μη παραγωγικών εξόδων της παραγωγής.

Βέβαια, η εξυπηρέτηση αυτών των αναγκών δεν γίνεται «αυτόματα». Η εισαγωγή των τεχνολογιών πληροφορικής αυτοματισμού έγινε με κάποιο «κόστος» που απεμάκρυνε τους κατ’ αρχήν στόχους: Αύξηση της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου (αυτοματοποιημένες μηχανές), αύξηση των μη παραγωγικών εξόδων της παραγωγής (προγράμματα, μηχανογράφηση κλπ.). Γι αυτό και η αποτελεσματικότητα των τεχνολογιών αυτών κρίνεται πάντα από την ικανότητα τους να υπερκαλύψουν το «κόστος» τους και να δημιουργήσουν σε σύντομο διάστημα θετικά αποτελέσματα. Είναι γνωστό ότι η υπερεκτίμηση της ικανότητας αυτής οδήγησε αρκετές «μεσαίες» επιχειρήσεις (κυρίως μεταξύ εκείνων που κατευθύνθηκαν στην αγορά έτοιμων πακέτων software, προσαρμοσμένων στα δεδομένα «μεγάλων» εταιριών) στη χρεοκοπία.

 

 

Επίλογος

 

 

Σε περιόδους «αναθέρμανσης» (της συζήτησης σχετικά με το χαρακτήρα και τα αίτια) της οικονομικής κρίσης, όπως η σημερινή, με δεδομένη την απουσία εναλλακτικής στρατηγικής από τη μεριά του εργατικού κινήματος, γίνονται ακόμη πιο ασφυκτικά τα διλήμματα και πιο «πειστικά» τα επιχειρήματα που αντλούνται από την προβληματική του «μοιράσματος της πίττας». Κάτω απ’ αυτούς τους όρους, το όραμα μιας αρμονικής, ισόρροπης κλπ. ανάπτυξης στα πλαίσια μιας υποτιθέμενης αναζήτησης του γενικού κοινωνικού (άρα και εθνικού) συμφέροντος, φαίνεται σαν η μόνη ρεαλιστική διέξοδος. Σήμερα μάλιστα, με την ευρεία συναίνεση που αποσπά ο κυρίαρχος πολιτικός λόγος, η προοπτική αυτή διεκδικεί την ανάδειξη της σε υλική δύναμη «μετασχηματισμού της κοινωνικής πραγματικότητας».

Σε μια τέτοια οπτική, οι «νέες τεχνολογίες» (δηλ. η πληροφορική και η μικροηλεκτρονική), μπορούν να παρουσιάζονται σαν κινητήρια δύναμη για τον «εκσυγχρονισμό» οικονομίας, ή σαν βασικός συντελεστής της «ορθολογικοποίησης» της οικονομίας και της σύνθεσης των ιδιαιτέρων συμφερόντων στην προοπτική του «γενικού συμφέροντος».

Δεν υποστηρίξαμε σ’ αυτό το άρθρο ότι η αναφορά στην «κατάκτηση» των νέων τεχνολογιών αποτελεί μια ακόμα πρωθυπουργική γενικόλογη θεώρηση, διότι δήθεν δεν «πατάει» στο έδαφος της υπαρκτής υλικής υποδομής, ή στην πραγματικότητα της παγιωμένης «νοοτροπίας» του Έλληνα. Ούτε υποστηρίζουμε ότι μια τέτοια προοπτική αποτελεί χίμαιρα, διότι δήθεν υπολογίζει στον αμφισβητούμενο πατριωτισμό της ελληνικής «ιδιωτικής πρωτοβουλίας», ή στον «εξαρτημένο» από τα ξένα κέντρα χαρακτήρα της ελληνικής οικονομίας, που «παρεμποδίζει την αυτοδύναμη ανάπτυξη ντόπιας τεχνολογίας».

Υποστηρίξαμε όμως ότι η προοπτική αύξησης της παραγωγικότητας στα επίπεδα των χωρών της ΕΟΚ, του εκσυγχρονισμού της οικονομίας (αλλά και της Διοίκησης), η προοπτική της «κάλυψης της τεχνολογικής απόστασης από την προηγμένη Δύση», δεν θα μπορούσε να αποτελέσει το στόχο μιας πανεθνικής κινητοποίησης και εν πάσει περιπτώσει δεν μπορεί ποτέ να αποτελέσει τη στρατηγική της εργατικής τάξης.

Όχι μόνο γιατί η εφαρμογή των νέων τεχνολογιών στην καπιταλιστική παραγωγή συνδέεται πάντοτε με τις μορφές ανταγωνισμού των ατομικών κεφαλαίων, που έχουν σαν συνέπεια τους τη διάσταση μεταξύ ορθολογικοποίησης στη χρήση των υλικών όρων της παραγωγής σε επίπεδο ατομικού κεφαλαίου και στο συνολικό κοινωνικό επίπεδο, (διάσταση που συνήθως αρκούνται να επισημαίνουν οι ιδεολόγοι του φιλοσοβιετικού μαρξισμού).

Αλλά επίσης γιατί οι εφαρμογές των νέων τεχνολογιών στην παραγωγή δεν μπορεί παρά να υπαγορεύονται κάθε φορά από τις αντιφάσεις της κεφαλαιακής σχέσης, από την αναγκαιότητα δηλαδή της υποταγής της ζωντανής εργασίας στην προσωποποιημένη στον καπιταλιστή νεκρή εργασία και τις ανάγκες συνεχούς αναπαραγωγής και διεύρυνσης της υποταγής αυτής. Ακριβώς Γι αυτό το λόγο η πάλη των τάξεων βρίσκεται στο επίκεντρο της διαδικασίας εισαγωγής των εφαρμογών της πληροφορικής, που ευαγγελίζεται η πολιτική εξουσία.

Η προβαλλόμενη λοιπόν από την πολιτική εξουσία «ουδετερότητα» της εισαγωγής των νέων τεχνολογιών δεν στοχεύει παρά στο να αποκρύψει την «μη ουδετερότητα», δηλαδή το (αστικό) ταξικό περιεχόμενο της στρατηγικής της.

 

 

1.Κ. Μαρξ Το Κεφάλαιο, τομ. 3ος, σελ. 65,

2.Κ. Μαρξ: Αποτελέσματα της άμεσης διαδικασίας παραγωγής («VI Κεφάλαιο»), Θέσεις, τ.6, σ.119.

3.Θυμίζουμε εδώ τις προσπάθειες «νεκρανάστασης» τον σταχανοβισμού κατά τα τελευταία χρόνια στις χώρες τον υπαρκτού σοσιαλισμού, αλλά και την πρόσφατη απονομή τιμών στο μνημείο του Σταχάνωφ από τον ίδιο τον Γκορμπατσόφ, υπεραξίας πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους), αλλά και κατά δεύτερο λόγο για αντιφάσεις που αναφέρονται στις σχέσεις κυκλοφορίας (μορφές ανταγωνισμού των ατομικών κεφαλαίων). Μιλάμε ακόμα για τις τεχνικές και τις μεθόδους που αναπτύσσονται στην κατεύθυνση της συγκράτησης της αύξησης της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου., στην κατεύθυνση της οικονομίας σε σταθερό κεφάλαιο.

4.Κ. Μαρξ: Το Κεφάλαιο, τομ. 3ος, σελ. 268.

5.Κ. Μαρξ: Το Κεφάλαιο, τομ. 3ος, σελ. 269

6.Κ. Μαρξ: Το Κεφάλαιο, τομ. 3ος, σελ. 298.

7.Κ. Μαρξ: Το Κεφάλαιο, τομ. 3ος, σελ. 104-136.

8.Κ. Μαρξ: Το Κεφάλαιο, τομ. 3ος. σελ. 115-116.

9.Τα military specifications που εγκρίνονται από ειδικές επιτροπές του Υπουργείου Άμυνας των ΗΠΑ, και που αφορούν όλους τους κλάδους της πολεμικής βιομηχανίας, όπως και όλους τους κλάδους παραγωγής μέσων παραγωγής και πρώτων υλών για την πολεμική βιομηχανία, δεν είναι περισσότερο περιοριστικά από τα industry standards. Ωστόσο η τήρηση αυτών των τελευταίων από τις βιομηχανίες π.χ. ειδών λαϊκής κατανάλωσης, είναι σαφώς λιγότερο δεσμευτική. Τα ίδια μπορούν να λεχθούν σχετικά με την έκταση και την αυστηρότητα του ποιοτικού ελέγχου των προϊόντων βιομηχανικών κλάδων που δεν βρίσκονται σε σχέση εξάρτησης με τους κλάδους προηγμένης στρατιωτικής τεχνολογίας.

10.Η διαδικασία προοδευτικής αύξησης της τεχνικής σύνθεσης του κεφαλαίου δεν συνεπάγεται για τη σημερινή φάση του μονοπωλιακού καπιταλισμού, μια μονοσήμαντη πτωτική πορεία του ποσοστού κέρδους. Συγκεκριμένα η εισαγωγή «μη ειδικά καπιταλιστικών μεθόδων παραγωγής» (Μαρξ), μεθόδων παραγωγής που αυξάνουν την παραγωγικότητα της εργασίας κατά το ίδιο ή κατά ένα μεγαλύτερο ποσοστό απ’ ό,τι αυξάνουν την τεχνική σύνθεση του κεφαλαίου, είναι δυνατόν να ανατρέψουν την πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους. Ακόμα όμως και αν αυξάνει το ποσοστό κέρδους στο οποίο αναφέρεται ο Μαρξ (το «ακαθάριστο» ποσοστό κέρδους), αυτό δεν σημαίνει πως αυξάνεται και το «καθαρό» ποσοστό κέρδους (το ποσοστό κέρδους μετά την πληρωμή των φόρων). Για το ζήτημα βλ. Γ. Σταμάτης: «Απόδειξη της λογικής συνοχής του μαρξιστικού νόμου της πτωτικής τάσης του γενικού ποσοστού κέρδους», Θέσεις, τ.7.

11.Ch. Bettelheim. Note sur le travail productif et le travail non productif, M.Janco, D.Furjot: Mormatique et Capitalisme, Maspero, 1973.

12.Ch. Bettelheim όπ. παρ.

13.Τα αποτελέσματα της εισαγωγής των υπολογιστών στην καθεαυτό παραγωγή με τη μορφή των αυτοματοποιημένων συστημάτων μηχανών – πάνω στη σύνθεση του κεφαλαίου, εξετάζονται από τον Η. Ιωακείμογλου στο «Αυτοματοποίηση της παραγωγής και συλλογικός εργάτης», Θέσεις, τ.4. Υπενθυμίζουμε εδώ ότι με δεδομένη τη μεγαλύτερη αξία των αυτοματοποιημένων μέσων παραγωγής από αυτήν των παλαιών (που σχετίζεται με τη σχετική καθυστέρηση της εισαγωγής του αυτοματισμού στον τομέα παραγωγής μέσων παραγωγής), οι αυτοματοποιημένες μηχανές πέρα από την αύξηση της τεχνικής σύνθεσης του κεφαλαίου επιφέρουν μια ακόμη μεγαλύτερη αύξηση της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου. Ταυτόχρονα όμως, με δεδομένη την ιδιαίτερη αξία χρήσης τους, έχουν σαν αποτέλεσμα την εξοικονόμηση σταθερού (και κύρια πάγιου) κεφαλαίου.

14.Η. Ιωακείμογλου, όπ. παρ.

15.Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της πολεμικής βιομηχανίας. Εδώ, η εμφάνιση ενός νέου όπλο» στην παγκόσμια αγορά, προδιαγράφει σε σημαντικό βαθμό την εξέλιξη της τεχνολογίας στον τομέα «εφαρμογής» του όπλου, με την ατέρμονα αναζήτηση μέτρων για την εξουδετέρωση του όπλου, αντίμετρων για την εξουδετέρωση των μέτρων, αντι-αντίμετρων για τα αντίμετρα κοκ. Καταλαβαίνει κανείς πως εκείνος που θα εμφανιστεί στην παγκόσμια αγορά με κάποιο όπλο για το οποίο κυκλοφορούν ήδη αντίμετρα, ή τουλάχιστον αποτελεσματικά αντίμετρα, δεν έχει καμία ελπίδα.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *