Παραγωγική και μη παραγωγική εργασία

 

Δημοσίεύουμε σήμερα το κέιμενο του Γ.Σταμάτη για την παραγωγική εργασία, ένα απο τα πιο σημαντικά κείμενα στα Ελληνικά για το θέμα. Το κείμενο είχε δημοσιευτεί στην πρώτη μορφή του ιστολογίου πριν απο μερικά χρόνια με την άδεια του συγγραφέα, τον οποίο ευχαριστούμε για ακόμα μία φορά. Είναι απόσπασμα απο ένα ευρύτερο κείμενο με τίτλο “Αγροτικό πλεόνασμα, παραγωγική και μη παραγωγική εργασία, άνιση ανταλλαγή και παραοικονομία: Η θαυμαστή καριέρα ορισμένων εννοιών της μαρξικής πολιτικής οικονομίας στις σημερινές κοινωνικές επιστήμες στη χώρας μας”, που είχε δημοσιευτεί στον πρώτο τόμο της συλλογής  “Γ.Σταμάτης-Κείμενα Οικονομικής θεωρίας και πολιτικής”, σελ 133-183, εκδόσεις Κριτική 1991.

 

Παραγωγική και μη παραγωγική εργασία

 

του Γιώργου Σταμάτη

 

Οι παραγωγικοί και μη παραγωγικοί τομείς σχετίζονται στον Marx στενότατα με την παραγωγική και μη παραγωγική εργασία. Τι είναι παραγωγική και μη παραγωγική εργασία στον Marx είναι – αδικαιολόγητα – αμφιλεγόμενο. Γιατί αδικαιολόγητα, θα φανεί από τα όσα ακολουθούν.

Ο Marx ορίζει τι είναι παραγωγική και τη μη παραγωγική εργασία στον Ιο τόμο του «Κεφαλαίου»[8]. Από την άποψη της διαδικασίας εργασίας, δηλ. της διαδικασίας παραγωγής αξιών χρήσης, παραγωγική είναι η εργασία, που παράγει αξίες χρήσης, και μη παραγωγική αυτή, που δεν παράγει αξίες χρήσης. Επειδή όμως η εργασία, για την οποία πρόκειται εδώ, για την οποία δηλ. ερωτάται στην εκάστοτε συγκεκριμένη περίπτωση αν είναι παραγωγική ή μη παραγωγική, είναι εξ ορισμού εν γένει χρήσιμη εργασία, δηλ. σκόπιμη ανθρώπινη δραστηριότητα προς παραγωγή χρήσιμων πραγμάτων εν γένει, αξιών χρήσης εν γένει (υλικών αγαθών ή υπηρεσιών), από την άποψη της διαδικασίας εργασίας είναι, ως εξ ορισμού εν γένει χρήσιμη εργασία, παραγωγική εργασία.

Έτσι απ’ αυτήν την άποψη παραγωγική είναι τόσο η εργασία της νοικοκυράς (η οποία ούτε μισθιακή εργασία είναι, ούτε παράγει εμπορεύματα αλλά παράγει απλώς αξίες χρήσης για την ίδια την νοικοκυρά ή και για την οικογένεια της), όσο και η εργασία της οικιακής βοηθού (η οποία είναι μισθιακή εργασία, αλλά δεν παράγει εμπορεύματα παρά απλώς αξίες χρήσης για λογαριασμό και για ατομική κατανάλωση αυτού, ο οποίος την πληρώνει δηλ. παράγει, όπως τις ονομάζει ο Marx προσωπικές υπηρεσίες), όσο και η εργασία του γεωργού που είναι ιδιοκτήτης της γης του και των μέσων παραγωγής του και δεν χρησιμοποιεί ξένη εργασιακή δύναμη (η οποία δεν είναι μισθιακή εργασία και παράγει αξίες χρήσης, που, στο βαθμό που δεν καταναλώνει ο ίδιος, αλλά πουλάει τα προϊόντα του, είναι απλά, όχι καπιταλιστικά, εμπορεύματα, δηλ. εμπορεύματα, η αξία ή, αντιστοίχως, η τιμή των οποίων δεν περιέχει υπεραξία ή, αντιστοίχως, κέρδος), όσο και η εργασία του δημοσίου υπαλλήλου (η οποία είναι μισθιακή εργασία που παράγει αξίες χρήσεις που δεν είναι εμπορεύματα), όσο και η εργασία του υπαλλήλου δημοσίου οργανισμού ή ιδιωτικού οργανισμού μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα (η οποία είναι μισθιακή εργασία που παράγει αξίες χρήσης που είναι απλά, όχι καπιταλιστικά, εμπορεύματα8) , όσο, τέλος, και η εργασία του υπό το κεφάλαιο εργαζόμενου μισθωτού εργάτη (η οποία παράγει αξίες χρήσης που είναι εμπορεύματα και μάλιστα καπιταλιστικά, όχι απλά, εμπορεύματα, δηλ. εμπορεύματα, η – αξία ή, αντιστοίχως, η τιμή των οποίων εμπεριέχει και υπεραξία ή, αντιστοίχως, κέρδος) είναι χρήσιμες και ως εκ τούτου παραγωγικές εργασίες.

Από την άποψη της διαδικασίας αξιοποίησης, δηλ. της διαδικασίας παραγωγής ανταλλακτικών αξιών εν γένει, τουτέστιν εμπορευμάτων εν γένει (απλών ή καπιταλιστικών εμπορευμάτων), παραγωγική είναι η εργασία, που παράγει, και μη παραγωγική η εργασία, που δεν παράγει εμπορεύματα.

Μη παραγωγική είναι λοιπόν από την άποψη της διαδικασίας αξιοποίησης εκείνη η εργασία που παράγει αξίες χρήσης, οι οποίες όμως δεν είναι εμπορεύματα (όπως π.χ. η εργασία της νοικοκυράς, της οικιακής βοηθού, του δημοσίου υπαλλήλου), και παραγωγική κάθε εργασία, που παράγει εμπορεύματα εν γένει (όπως π.χ. η εργασία του προαναφερθέντος γεωργού, στο βαθμό που αυτός πουλάει και δεν καταναλώνει ο ίδιος τα προϊόντα του, η εργασία του υπαλλήλου σε δημόσιο οργανισμό ή σε ιδιωτικό οργανισμό μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα και η εργασία του υπό το κεφάλαιο μισθωτού εργαζομένου).

Από την άποψη της καπιταλιστικής διαδικασίας παραγωγής ως ενότητας της διαδικασίας της άμεσης παραγωγής και της διαδικασίας κυκλοφορίας, από την άποψη δηλ. της διαδικασίας παραγωγής υπεραξίας ή, αντιστοίχως, κέρδους, παραγωγική είναι η εργασία, που παράγει, και μη παραγωγική η εργασία, που δεν παράγει υπεραξία ή, αντιστοίχως, κέρδος[9].

Για να παραγάγει κανείς υπεραξία ή, αντιστοίχως, κέρδος, πρέπει να παραγάγει και να πουλήσει καπιταλιστικά εμπορεύματα, για να παραγάγει και να πουλήσει καπιταλιστικά εμπορεύματα, πρέπει να παραγάγει και να πουλήσει εμπορεύματα εν γένει, δηλ. αξίες χρήσεις για άλλους, και, για να παραγάγει και να πουλήσει αξίες χρήσης για άλλους, πρέπει να παραγάγει αξίες χρήσης.

Έτσι από την άποψη της καπιταλιστικής διαδικασίας παραγωγής παραγωγική δεν είναι η εργασία, που παράγει απλώς αξίες χρήσεις, ούτε η εργασία, που παράγει εμπορεύματα εν γένει, αλλά η εργασία, που παράγει αξίες χρήσεις, οι οποίες είναι εμπορεύματα, τα οποία από την πλευρά τους δεν είναι απλά, αλλά καπιταλιστικά εμπορεύματα, δηλ. εμπορεύματα, η αξία ή, αντιστοίχως, η τιμή των οποίων εμπεριέχει υπεραξία ή, αντιστοίχως, κέρδος, εν συντομία: η εργασία που είναι υπαγμένη στο κεφάλαιο. Και από την ίδια άποψη μη παραγωγική είναι η εργασία, που παράγει είτε απλώς αξίες χρήσης είτε αξίες χρήσης που δεν είναι καπιταλιστικά, αλλά απλά εμπορεύματα, δηλ. εμπορεύματα, η αξία ή, αντιστοίχως, η τιμή των οποίων δεν περιέχει υπεραξία ή, αντιστοίχως, κέρδος, εν συντομία: η εργασία που δεν είναι υπαγμένη στο κεφάλαιο.

Έτσι από την εν λόγω άποψη παραγωγική είναι η εργασία κάθε εργαζόμενου, ο οποίος είναι υπαγμένος, και μη παραγωγική η εργασία κάθε εργαζόμενου, ο οποίος δεν είναι υπαγμένος στο κεφάλαιο. Μη παραγωγική είναι π.χ. η εργασία της νοικοκυράς, της οικιακής βοηθού, του αυτοαπασχολούμενου γεωργού ή του όποιου άλλου αυτοαπασχολούμενου, του δημοσίου υπαλλήλου, του υπαλλήλου δημοσίου οργανισμού και του υπαλλήλου ιδιωτικού οργανισμού μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα.

Το είδος της αξίας χρήσης, που παράγει η εκάστοτε συγκεκριμένη χρήσιμη εργασία, δεν παίζει κανέναν ρόλο για τον χαρακτηρισμό της ως παραγωγικής ή μη παραγωγικής εργασίας. Συνεπώς παραγωγική ή, αντιστοίχως, μη παραγωγική εργασία δεν είναι ένα συγκεκριμένο είδος χρήσιμης εργασίας, δηλ. ένα είδος συγκεκριμένης χρήσιμης εργασίας. Ο προσδιορισμός «παραγωγική» ή «μη παραγωγική» δεν αφορά την αξία χρήσης, που παράγει η εργασία, στην οποία προσδίδεται αυτός ο προσδιορισμός, κι επομένως ούτε το συγκεκριμένο είδος αξίας χρήσης, που παράγει αυτή η εργασία και, τέλος, κατά συνέπεια ούτε το συγκεκριμένο είδος εργασίας, τη συγκεκριμένη δηλ. εργασία, η οποία παράγει αυτό το συγκεκριμένο είδος αξίας χρήσης.

Ο προσδιορισμός «παραγωγική» ή «μη παραγωγική» δεν αφορά λοιπόν την εργασία ως εκάστοτε συγκεκριμένη χρήσιμη εργασία, αλλά την εργασία ως εν γένει χρήσιμη, αφηρημένη εργασία, κατ’ αφαίρεσιν δηλ. από την συγκεκριμένη χρησιμότητα της και συνεπώς από το συγκεκριμένο είδος αξίας χρήσης που παράγει και δεν χαρακτηρίζει τη συγκεκριμένη χρήσιμη εργασία ως προς τη συγκεκριμένη χρησιμότητα της, δηλ. ως προς το συγκεκριμένο είδος της αξίας που παράγει, αλλά αυτήν την ίδια ως εν γένει χρήσιμη, αφηρημένη εργασία ως προς τις κοινωνικές συνθήκες, υπό τις οποίες δαπανάται. Ως εκ τούτου η ίδια συγκεκριμένη χρήσιμη εργασία, η μαγειρική π.χ. εργασία, είναι μη παραγωγική[10], όταν δαπανάται ως οικιακή εργασία, και παραγωγική, όταν δαπανάται ως μισθιακή εργασία υπό το κεφάλαιο σε ένα εστιατόριο· και η συγκεκριμένη εργασία ενός υπαλλήλου είναι μη παραγωγική, όταν δαπανάται σε μια δημόσια υπηρεσία, και παραγωγική, όταν δαπανάται σε μια καπιταλιστική επιχείρηση, π.χ. σε μια τράπεζα.

Τις έννοιες παραγωγική και μη παραγωγική εργασία συζητά in extenso o Marx στα Αποτελέσματα της άμεσης διαδικασίας παραγωγής και τις διακρίνει από τις έννοιες της αναπαραγωγικής και της μη αναπαραγωγικής εργασίας αντιστοίχως. Η αναπαραγωγική και μη αναπαραγωγική εργασία ορίζονται εκεί η μεν πρώτη ως εργασία, που παράγει αξίες χρήσης αναγκαίες, η δε δεύτερη ως εργασία, που παράγει αξίες χρήσης μη αναγκαίες για την υλική αναπαραγωγή του οικονομικού συστήματος. Οι δυο αυτοί προσδιορισμοί αφορούν λοιπόν, σε αντίθεση προς τους προσδιορισμούς παραγωγική και μη παραγωγική εργασία, όχι τις κοινωνικές συνθήκες, υπό τις οποίες καταβάλλεται η εργασία, αλλά το συγκεκριμένο είδος της χρήσιμης εργασίας, όπως αυτό εξαντικειμενικεύεται στο συγκεκριμένο είδος αξίας χρήσης που παράγει.

 

 

Το πρόβλημα στο έργο του Μαρξ

 

 

Τόσο απλό είναι το όλο ζήτημα. Τις έννοιες της παραγωγικής και μη παραγωγικής εργασίας πραγματεύεται όμως ο Marx και σε δύο ακόμη γραπτά του: στον ΠΙο τόμο (Κεφάλαια 16 κ.ε.) του Κεφαλαίου και στο πρώτο Μέρος (Ιο τόμο) των θεωριών για την υπεραξία.

Ο τρόπος ανάγνωσης αυτών των γραπτών του Marx δημιούργησε το ανύπαρκτο κατά τη γνώμη μας πρόβλημα της ορθής ερμηνείας των εν λόγω μαρξικών εννοιών.

Νομίζουμε, ότι η μέχρι τώρα ανάγνωση δεν έχει λάβει υπόψη της δύο πράγματα:

Πρώτο: Ότι ο ΙΙΙος τόμος του Κεφαλαίου αποτελεί σημειώσεις – ούτε καν πρώτη γραφή ενός προς δημοσίευσιν κειμένου, πολύ λιγότερο δε κείμενο για τον τυπογράφο – οι οποίες, ως γνωστόν, γράφτηκαν τόσο πριν από τον Ιο τόμο του Κεφαλαίου]2, το κείμενο του οποίου δούλεψε ο Marx δύο φορές για τον τυπογράφο, μια για την πρώτη και μια με αφορμές τη ρωσική και τη γαλλική μετάφραση και την δεύτερη γερμανική έκδοση, όσο και πριν από τα Αποτελέσματα της άμεσης διαδικασίας παραγωγής, τα οποία αποτελούν, ως γνωστόν, το τελευταίο, τελικά μη συμπεριληφθέν σ’ αυτόν, κεφάλαιο του Ιου τόμου του Κεφαλαίου13.

To status του Ιου τόμου του Κεφαλαίου και των Αποτελεσμάτων της άμεσης διαδικασίας παραγωγής είναι λοιπόν, αναφορικά με την διασαφήνιση του περιεχομένου των μαρξικών εννοιών, που μας απασχολούν εδώ, προφανώς ανώτερο απ’ αυτό του Που τόμου του Κεφαλαίου.

Και τίθεται πράγματι θέμα αξιολόγησης του status αυτών των μαρξικών κειμένων. Διότι στον ΠΙο τόμο του Κεφαλαίου περιέχονται αντιφατικές απόψεις για την παραγωγική και μη παραγωγική εργασία, οι οποίες έχουν τις εξής δύο πηγές:

α) Ο Marx, καίτοι στον ΠΙο τόμο πραγματεύεται ρητά τη διαδικασία παραγωγής του κεφαλαίου ως ενότητα της άμεσης διαδικασίας παραγωγής και της διαδικασίας κυκλοφορίας (ο τίτλος του ΙΙΙου τόμου του Κεφαλαίου είναι: Η συνολική διαδικασία της καπιταλιστικής παραγωγής), στα κεφάλαια αυτού του τόμου, στα οποία αναφέρεται στην παραγωγική και μη παραγωγική εργασία στον καπιταλισμό, θεωρεί, σε αντίφαση προς τον τρόπο πραγμάτευσης της διαδικασίας παραγωγής ως ενότητας της άμεσης διαδικασίας παραγωγής και της διαδικασίας κυκλοφορίας που μόλις αναφέραμε (σύμφωνα με τον οποίο η τελευταία αποτελεί στιγμή της συνολικής διαδικασίας της καπιταλιστικής παραγωγής), τη διαδικασία κυκλοφορίας όχι (όπως είναι ορθό και όπως ο ίδιος δηλώνει ότι προτίθεται να κάνει) ως actus purus, αλλά ως υλική διαδικασία, χωριστή από την συνολική διαδικασία παραγωγής ως ενότητα της διαδικασίας παραγωγής και της διαδικασίας κυκλοφορίας.

β) Ο Marx μάλλον δεν έχει ακόμη ξεκαθαρίσει πλήρως το υλικό του και τις πρακτικές εφαρμογές των αντιλήψεων του για την παραγωγική και τη μη παραγωγική εργασία στον τομέα του εμπορίου14.

Τι σημαίνει όμως η πραγμάτευση της διαδικασίας κυκλοφορίας ως actus purus και γιατί αντιφάσκει στην πρααγμάτευση της συνολικής διαδικασίας παραγωγής του κεφαλαίου ως ενότητας της άμεσης διαδικασίας παραγωγής και της διαδικασίας κυκλοφορίας του κεφαλαίου; Η πραγμάτευση της διαδικασίας κυκλοφορίας ως actus purus είναι ταυτόσημη με την πραγμάτευση αυτής της διαδικασίας κατ’ αφαιρετικόν τρόπον ως ενός συνόλου δικαιοπραξιών, που αφορούν αγορές και πωλήσεις εμπορευμάτων και συνεπώς μεταβιβάσεις ιδιοκτησίας αντί αντιτίμου, δηλ. αγορών και πωλήσεων εμπορευμάτων αυτές καθεαυτές, τουτέστιν ως συνόλου πράξεων, οι οποίες δεν περιλαμβάνουν και υλικές δραστηριότητες παραγωγής υλικών αγαθών και υπηρεσιών. Είναι δηλ. ταυτόσημη με την πραγμάτευση της διαδικασίας κυκλοφορίας ως – μη υλικής – διαδικασίας ανταλλαγής.

Στην πραγματικότητα όμως η διαδικασία κυκλοφορίας είναι υλική διαδικασία παραγωγής, δηλ. μια διαδικασία, η οποία χρησιμοποιεί εργασιακή δύναμη και μέσα παραγωγής και παράγει υλικά αγαθά ή και υπηρεσίες. Ο χονδρέμπορος π.χ., ο οποίος πουλάει σιδερόβεργες για οικοδομές, τις οποίες αγοράζει από ένα εργοστάσιο χαλυβουργίας, παράγει ένα νέο προϊόν, διαφορετικό από τις – από φυσική άποψη ίδιες – σιδερόβεργες του εργοστασίου χαλυβουργίας, χρησιμοποιώντας στην διαδικασία παραγωγής του πλην της εργασιακής δύναμης και άλλες αρχικές και ενδιάμεσες εισροές, τις οποίες προμηθεύεται από άλλους παραγωγούς και στις οποίες ανήκουν πλην άλλων (όπως κτήρια, εξοπλισμός γραφείων, ηλεκτρικό ρεύμα, υπηρεσίες μεταφορών, υπηρεσίες ασφάλισης κ.λπ.) και αυτές οι ίδιες οι σιδερόβεργες του εργοστασίου χαλυβουργίας – οι τελευταίες αποτιμημένες βέβαια σε τιμές εργοστασίου, δηλ. σε τιμές που ισχύουν «στην πόρτα του εργοστασίου». Ο ίδιος δεν πουλάει, όπως το εργοστάσιο σιδερόβεργες «στην πόρτα του εργοστασίου», στην Θεσσαλονίκη π.χ., αλλά πουλάει τις «ίδιες» σιδερόβεργες στην Αθήνα π.χ. στο εκεί κατάστημα του σε τιμή χονδρεμπόρου, δηλ. σε τιμή, η οποία περιέχει ένα κόστος σε μισθούς και υλικά (στο κόστος σε υλικά περιέχεται και η τιμή εργοστασίου των σιδερόβεργων) και ένα ανάλογο προς το κεφάλαιο του (ανά μονάδα προϊόντος) κέρδος. Η τιμή του χονδρεμπόρου περιέχει λοιπόν μισθούς και κέρδη, δηλ. (προστιθέμενη) αξία, τα οποία δεν περιέχονταν στην τιμή εργοστασίου, αλλά δημιουργήθηκαν στην υλική διαδικασία παραγωγής του χονδρεμπόρου, χειροπιαστό προϊόν της οποίας είναι οι σιδερόβεργες στην Αθήνα και όχι σιδερόβεργες στο εργοστάσιο χαλυβουργίας στην Θεσσαλονίκη14 ™.

Ό,τι ισχύει για τον χονδρέμπορο σε σχέση με το εργοστάσιο χαλυβουργίας ισχύει π.χ. και για τον ιδιοκτήτη μάντρας οικοδομικών υλικών στα Λιόσια. Ο τελευταίος παράγει, χρησιμοποιώντας εργασιακή δύναμη (δική του μόνον ή και ξένη) και άλλες αρχικές και ενδιάμεσες εισροές (μεταξύ των οποίων και τις σιδερόβεργες τον χονδρέμπορου), σιδερόβεργες στα Λιόσια, η τιμή των οποίων περιέχει και μία (προστιθέμενη) αξία πέραν αυτών των (προστιθεμένων) αξιών, οι οποίες παρήχθησαν από εργοστάσιο χαλυβουργίας και από τον χονδρέμπορο15: αυτήν την (προστιθέμενη) αξία που παρήχθη στη μάντρα του.

Η διαδικασία κυκλοφορίας, ως υλική διαδικασία παραγωγής που την περιγράψαμε εδώ, αποτελεί στιγμή της συνολικής διαδικασίας παραγωγής ως ενότητας της διαδικασίας παραγωγής και της διαδικασίας κυκλοφορίας. Στα πλαίσια λοιπόν μιας θεώρησης της συνολικής διαδικασίας παραγωγής ως ενότητας της διαδικασίας παραγωγής και της διαδικασίας κυκλοφορίας λόγος για τη διαδικασία κυκλοφορίας έξω απ’ αυτήν την ενότητα μπορεί να γίνει μόνον ως για actus purus, δηλ. ως για μη υλική διαδικασία ανταλλαγής.

Μια δυνατή απλούστευση της παραπάνω θεώρησης της συνολικής διαδικασίας παραγωγής συνίσταται στη θεώρηση όχι και των τριών χωριστών διαδικασιών του παραδείγματος μας (των διαδικασιών παραγωγής του εργοστασίου, του χονδρεμπόρου και του λιανοπωλητή), αλλά στην θεώρηση της τελευταίας απ’ αυτές ως εμπεριέχουσας και τις δυο άλλες. Αυτό κάνει π.χ.·ο Ricardo, όταν γράφει: «… εκτιμώντες, ε.π., την ανταλλακτικήν αξίαν των περικνημίδων, ευρίσκομεν ότι η αξία των, συγκρινόμενη προς άλλα αγαθά, εξαρτάται εκ της ολικής ποσότητος εργασίας, της αναγκαιούσης προς κατασκευήν και προσαγωγήν των εις την αγοράν. Πρώτον, εκ της αναγκαιούσης εργασίας προς καλλιέργειαν του εδάφους, εφ’ ου φύεται ο βάμβαξ· δεύτερον, εκ της εργασίας προς μεταφοράν του βάμβακος εις την χωράν κατασκευής των περικνημίδων, εις ην εργασίαν περιλαμβάνεται τμήμα της καταβληθείσης προς ναυπήγησιν του πλοίου όπερ μετέφερε τον βάμβακα· το τμήμα τούτο της εργασίας υπολογίζεται εις τον ναύλον των εμπορευμάτων τρίτον, εκ της εργασίας του κλώστου και υφαντού· τέταρτον, μέρος της εργασίας του μηχανικού, σιδηρουργού και ξυλουργού, οίτινες ανήγειραν τα κτήρια και κατεσκεύασαν τας μηχανάς, δι ων παρήχθησαν αϊ περικνημίδες, πέμπτον, η εργασία του μικρεμπόρου και πολλών άλλων, ων περιτττεύει η απαρίθμησις»16.

Έτσι άλλο είδος απλούστευσης συνίσταται στην προϋπόθεση ότι το προϊόν πωλεί στους τελικούς παραγωγούς το ίδιο το εργοστάσιο που το παράγει, δηλ. στην προϋπόθεση, ότι δεν υπάρχουν ο χονδρέμπορος και ο λιανοπωλητής – μια προϋπόθεση που κάνει συχνά ο Marx, π.χ. στον Ιο τόμο του Κεφαλαίου. Από την αφαίρεση αυτή προκύπτει αυτό που ο ίδιος ο Marx ονομάζει πραγματική ή υλική ή άμεση διαδικασία παραγωγής.

Από τα παραπάνω προκύπτει σαφώς ότι η διαδικασία κυκλοφορεί ως actus purus δεν αφορά μόνον δικαιοπραξίες μιας κάποιας χωριστής σφαίρας κυκλοφορίας (του «εμπορίου»), αλλά δικαιοπραξίες της σφαίρας παραγωγής εν γένει. Διότι, ακόμη κι αν ήθελε να χωρίσει κανείς το «εμπόριο» κ.λπ. από την «παραγωγή», ακόμη και τότε θα παρέμενε το γεγονός, ότι και το εργοστάσιο (χαλυβουργίας στο παράδειγμα μας) πουλάει!

Το ότι ο Marx πραγματεύεται στον ΙΙΙο τόμο του Κεφαλαίου την διαδικασία κυκλοφορίας, στο βαθμό που είναι υλική διαδικασία, ως στιγμή της συνολικής διαδικασίας παραγωγής ως ενότητας της άμεσης διαδικασίας παραγωγής και της διαδικασίας κυκλοφορίας, και στο βαθμό που είναι μη υλική διαδικασία ανταλλαγής, ως actus purus, φαίνεται άμεσα από προϋποθέσεις που εισάγει εκεί, όπως την ακόλουθη:

«Διασαφηνίστηκε (στο βιβλίο [στον τόμο] Π, κεφ. VI: Το κόστος κυκλοφορίας, [μέρη] 2 και 3), ως ποιο βαθμό σε ένα διανεμητικό σχήμα η βιομηχανία μεταφορών, η φύλαξη [= αποθήκευση] και η διανομή των εμπορευμάτων πρέπει να θεωρηθούν διαδικασίες παραγωγής, οι οποίες συνεχίζονται εντός της διαδικασίας κυκλοφορίας. Αυτές οι ενδιάμεσες περιπτώσεις του εμπορευματικού κεφαλαίου [Warenkapital]17 συγχέονται εν μέρει με τις αυθεντικές λειτουργίες του εμπορευτικού κεφαλαίου [kaufmännisches Kapital] ή επορευματεμπορικού κεφαλαίου [Warenhandlungskapital]·18 εν μέρει βρίσκονται στην πράξη συνδεδεμένες με τις αυθεντικές ειδικές λειτουργίες του, παρόλο που με την ανάπτυξη του κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας η λειτουργία του εμπορευματεμπορικού κεφαλαίου (Kaufmannskapital] αναπτύσσεται και καθαρά, δηλ. ως χωριστή από εκείνες και αυτοδύναμη απέναντι σε εκείνες τις υλικές λειτουργίες λειτουργία. Για τους [εδώ] σκοπούς μας, σύμφωνα με τους οποίους το ζήτημα είναι να προσδιορίσουμε την ειδική διαφορά αυτής της ιδιαίτερης μορφής του κεφαλαίου [του κεφαλαίου στην μορφή του ως εμπορευματεμπορικού κεφαλαίου], πρέπει επομένως κατ’ αφαιρετικόν τρόπο να μη λαμβάνουμε υπόψη μας εκείνες τις λειτουργίες [δηλ. τις λειτουργίες μεταφορών, φύλαξης και διανομής των εμπορευμάτων που επιτελεί επίσης το κεφάλαιο]. Στο βαθμό που εκείνο το κεφάλαιο που λειτουργεί μόνον στην διαδικασία κυκλοφορίας, ειδικά το εμπορευματεμπορικό κεφάλαιο, συνδέει εν μέρει εκείνες τις λειτουργίες με τις δικές του, δεν εμφανίζεται στην καθαρή μορφή του. Αφού πρώτα αφαιρέσουμε και του απομακρύνουμε εκείνες τις λειτουργίες έχουμε την καθαρή του μορφή»Η.

Είναι λοιπόν πέραν πάσης αμφιβολίας ότι εδώ ο Marx προϋποθέτει τη θεώρηση της διαδικασίας κυκλοφορίας ως actus purus. Σύμφωνα με αυτήν την προϋπόθεση όλες οι υλικές και παραγωγικές λειτουργίες της κυκλοφορίας και κατά συνέπεια του εμπορευματεμπορικού κεφαλαίου (δηλ. αυτού που σήμερα ονομάζουμε εμπορικό κεφάλαιο) ανήκουν στην διαδικασία παραγωγής, η οποία ακριβώς ως εκ τούτου περιλαμβάνει και την διαδικασία κυκλοφορίας στο βαθμό που αυτή η τελευταία δεν είναι actus purus αλλά υλική διαδικασία παραγωγής, στον βαθμό δηλ. που επιτελεί τις παραπάνω υλικές λειτουργίες παραγωγής. Η διαδικασία κυκλοφορίας και το εμπορευματεμπορικό κεφάλαιο που πραγματεύεται εδώ ο Marx είναι λοιπόν καθαρές αφαιρέσεις και δεν έχουν καμιά σχέση με την πραγματική διαδικασία κυκλοφορίας, η οποία, πέραν του ότι είναι διαδικασία ανταλλαγής, δηλ. μεταβίβασης δικαιωμάτων ιδιοκτησίας επί εμπορευμάτων, είναι κυρίως υλική διαδικασία παραγωγής, και με το πραγματικό εμπορευματεμπορικό κεφάλαιο, το οποίο, πέραν του ότι διαμεσολαβεί τέτοιες μεταβιβάσεις in abstracto, παράγει υπηρεσίες χρησιμοποιώντας μέσα παραγωγής και εργασιακή δύναμη.

Έτσι γίνεται επίσης κατανοητό, γιατί ο Marx στο τέλος αυτού του κεφαλαίου γράφει: «Στην διαδικασία κυκλοφορίας όμως δεν παράγεται καμιά αξία, επομένως καν καμιά υπεραξία»20. Όποιος δεν κατανόησε την προαναφερθείσα προϋπόθεση, μερικές σελίδες πριν, ερμηνεύει βέβαια αυτή τη φράση ως άποψη του Marx, σύμφωνα μ?; την οποία η απασχολούμενη στην κυκλοφορία εργασία είναι μη παραγωγική. Ξεχνώντας ότι η διαδικασία κυκλοφορίας, για την οποία πρόκειται εδώ, δεν απασχολεί καμιάν απολύτως εργασία, διότι θεωρείται όχι ως υλική διαδικασία αλλά ως actus purus. Αυτό φαίνεται καθαρότατα και από τις επεξηγήσεις του Marx που ακολουθούν αμέσως μετά την παρατεθείσα φράση. Γράφει ο Marx: «Πράγματι δεν συμβαίνει τίποτε άλλο από την μεταμόρφωση των εμπορευμάτων, η οποία ως τέτοια δεν έχει να κάνει τίποτα με την δημιουργία ή την μεταβολή της αξίας. Εάν κατά την πώληση του παραχθέντος εμπορεύματος πραγματώνεται μια υπεραξία, τότε [πραγματώνεται], επειδή αυτή η υπεραξία υπάρχει ήδη μέσα σ’ αυτό. Γι αυτό και κατά την δεύτερη πράξη, την επανταλλαγή του χρηματικού κεφαλαίου με εμπόρευμα (στοιχεία της παραγωγής), δεν πραγματώνεται καμιά υπεραξία από τον αγοραστή, αλλά εδώ απλώς δια της ανταλλαγής του χρήματος με μέσα παραγωγής και εργασιακή δύναμη μπαίνει στο δρόμο η παραγωγή της υπεραξίας»21.

Την παραπάνω προϋπόθεση κάνει ο Marx στην αρχή του 18ου κεφαλαίου του ΠΙου τόμου του Κεφαλαίου, στο οποίο αρχίζει να πραγματεύεται και το ζήτημα αν η εργασία που απασχολεί το εμπορευματεμπορικό κεφάλαιο, δηλ. στην διαδικασία κυκλοφορίας, είναι παραγωγική ή μη παραγωγική εργασία. Υπό μια τέτοια προϋπόθεση είναι όμως αδύνατο να τεθεί ένα τέτοιο ζήτημα. Διότι, πώς είναι δυνατόν να το πραγματευθεί κανείς όταν έχει ήδη προϋποθέσει την θεώρηση της διαδικασίας κυκλοφορίας ως actus purus, αφού η προϋπόθεση αυτή σημαίνει την θεώρηση της διαδικασίας κυκλοφορίας ως μιας διαδικασίας απογυμνωμένης απ’ όλα τα υλικά της στοιχεία, ως μιας μη υλικής διαδικασίας, η οποία ως εκ τούτου δεν χρησιμοποιεί εργασιακή δύναμη και μέσα παραγωγής για να παράγει, αλλά συνίσταται στην in abstracto μεταβίβαση δικαιωμάτων ιδιοκτησίας επί των εμπορευμάτων. Το εν λόγω ζήτημα, το ζήτημα δηλ. αν η υπό το εμπορευματεμπορικό κεφάλαιο εργασία, η απασχολούμενη δηλ. στην διαδικασία κυκλοφορίας εργασία, είναι ή δεν είναι παραγωγική, μπορεί βέβαια να τεθεί μόνον εκεί, όπου η διαδικασία κυκλοφορίας θεωρείται ως αυτό που είναι στην πραγματικότητα, δηλ. ως υλική διαδικασία παραγωγής υπηρεσιών, στην οποία χρησιμοποιούνται μέσα παραγωγής και εργασιακή δύναμη. Κι εδώ το ζήτημα είναι εύκολο να απαντηθεί: Στο βαθμό που αυτά τα μέσα παραγωγής έχουν λάβει την μορφή του κεφαλαίου, (συγκεκριμένα του εμπορευματεμπορικού κεφαλαίου), η εργασία αυτή είναι, ακριβώς ως υπαγμένη στο κεφάλαιο εργασία, παραγωγική, διαφορετικά, αν δηλ. αυτά τα μέσα παραγωγής δεν έχουν λάβει την μορφή του κεφαλαίου, μη παραγωγική εργασία.

Το πρόβλημα όμως είναι ότι εδώ ο Marx πολύ συχνά πραγματεύεται την διαδικασία κυκλοφορίας όχι, όπως ήταν η αρχική του πρόθεση, μόνον ως actus purus, αλλά και ως υλική διαδικασία παραγωγής, με συνέπεια να εμπλέκεται σε αντιφάσεις. Έτσι π.χ. αμέσως μετά το τελευταίο χωρίο που παραθέσαμε γράφει (θεωρώντας τώρα την διαδικασία κυκλοφορίας ως υλική διαδικασία παραγωγής η οποία χρειάζεται χρόνο για την διεκπεραίωση της): «Αντιθέτως. Στο βαθμό που αυτές οι μεταμορφώσεις κοστίζουν χρόνο κυκλοφορίας – χρόνο, κατά τον οποίο το κεφάλαιο δεν παράγει κι επομένως δεν παράγει και υπεραξία, αυτός ο χρόνος κυκλοφορίας είναι περιορισμός της δημιουργίας αξίας, και η υπεραξία θα εκφραστεί ως ποσοστό κέρδους ακριβώς σε αντίστροφη αναλογία προς την διάρκεια του χρόνου κυκλοφορίας [δηλ. το ποσοστό κέρδους θα μειούται με αυξανόμενο χρόνο κυκλοφορίας]. Γι αυτό το εμπορευματεμπορικό κεφάλαιο δεν δημιουργεί ούτε αξία ούτε υπεραξία, δηλ. όχι άμεσα. Στο βαθμό που συμβάλλει στην μείωση του χρόνου κυκλοφορίας, δύναται να βοηθήσει έμμεσα να αυξηθεί η από τον βιομηχανικό καπιταλιστή παραγόμενη αξία» κ.λπ., κ.λπ.21. Εδώ πρόκειται πλέον για μια θεώρηση της διαδικασίας κυκλοφορίας ως υλικής διαδικασίας. Ωστόσο εδώ δεν προκύπτουν ακόμη αντιφάσεις πέρα της μεθοδολογικής.

Στην συνέχεια όμως ο Marx πέφτει σε αντιφάσεις που αφορούν τα ίδια τα πράγματα, επειδή, ενώ τώρα αναφέρεται πλέον στην διαδικασία κυκλοφορίας ως υλική διαδικασία, εξακολουθεί να την θεωρεί actus purus. H παρουσίαση τους και η ανάλυση τους θα απαιτούσε πολύ χώρο. Παραπέμπουμε τον ενδιαφερόμενο αναγνώστη στο 17ο κεφάλαιο του ΙΙΙου τόμου του Κεφαλαίου. Το σημαντικό ωστόσο είναι ότι ο Marx έχει συνείδηση αυτών των αντιφάσεων. Τις αντιλαμβάνεται τουλάχιστον ως ζητήματα που δεν έχουν ακόμη ξεκαθαριστεί ή ως δυσκολίες της ανάλυσης που δεν έχουν ακόμη ξεπεραστεί, και των οποίων το ξεκαθάρισμα ή, αντιστοίχως, η λύση επαφίονται στο μελλοντικό ξαναδούλεμα της ύλης.

Έτσι κατά την θεώρηση του κόστους της κυκλοφορίας γράφει: «Το μόνο μέρος αυτού του κόστους που μας ενδιαφέρει εδώ είναι το τοποθετημένο σε μεταβλητό κεφάλαιο». Και προσθέτει εντός παρενθέσεως: «(Εκτός αυτού θα έπρεπε [αργότερα] να διερευνηθεί: Πρώτον, πώς ο νόμος, σύμφωνα με τον οποίο μόνον αναγκαία εργασία εισέρχεται στην αξία του εμπορεύματος, επιβάλλει την ισχύ του στην διαδικασία κυκλοφορίας. Δεύτερον, πώς εμφανίζεται η επισώρευση στο εμπορευματεμπορικό κεφάλαιο. Τρίτον, πώς λειτουργεί το εμπορευτικό κεφάλαιο στην πραγματική συνολική διαδικασία αναπαραγωγής της κοινωνίας)»22. Και τρεις σελίδες παρακάτω επίσης εντός παρενθέσεως: «(Πρέπει λοιπόν να διερευνηθούν τα εξής σημεία: το μεταβλητό κεφάλαιο τον εμπόρου· ο νόμος της αναγκαίας εργασίας στην κυκλοφορία· πώς η εμπορική εργασία διατηρεί την αξία του σταθερού κεφαλαίου της· ο ρόλος του εμπορευτικού κεφαλαίου στην συνολική διαδικασία αναπαραγωγής – τέλος ο αναδιπλασιασμός σε επορευματικό κεφάλαιο και χρηματικό κεφάλαιο αφενός και σε εμπορευματεμπορικό και χρηματεμπορικό κεφάλαιο αφετέρου)»23.

Τα περισσότερα από τα παραπάνω ζητήματα που δεν έχει ακόμη και προτίθεται να ξεκαθαρίσει αργότερα ο Marx, είναι ζητήματα, η αποσαφήνιση των οποίων αποτελεί προφανώς αναγκαία προϋπόθεση της διερεύνησης του ερωτήματος αν η απασχολούμενη στην κυκλοφορία εργασία είναι ή δεν είναι παραγωγική εργασία. Όπου λοιπόν προσπαθεί να απαντήσει ορισμένες όψεις αυτού του ερωτήματος και τις απαντά λανθασμένα και αντιφατικά, σημειώνει αμέσως ο ίδιος τις δυσκολίες που προκύπτουν από την αντιφατική του απάντηση.

Π.χ.: «Όπως η απλήρωτη εργασία του εργάτη δημιουργεί στο παραγωγικό κεφάλαιο άμεσα υπεραξία, [έτσι] προμηθεύει η απλήρωτη εργασία των εμπορικών μισθωτών εργατών στο εμπορευματεμπορικό κεφάλαιο [Handelskapital] μια μερίδα σ’ αυτήν την υπεραξία. Η δυσκολία είναι αυτή: Αφού ο χρόνος εργασίας και η εργασία του εμπόρου [εννοεί τον εργαζόμενο στο εμπόριο] η ίδια δεν είναι δημιουργούσα αξία εργασία, καίτοι του προμηθεύει μερίδα στην παραχθείσα υπεραξία, πώς έχει το πράγμα με το μεταβλητό κεφάλαιο, το οποίο προκαταβάλλει για την αγορά απασχολούμενης στο εμπόριο εργασιακής δύναμης; Πρέπει να συνυπολογιστεί αυτό το μεταβλητό κεφάλαιο ως προκαταβολή κόστους στο προκαταβληθέν εμπορευματικό κεφάλαιο; Αν όχι, τότε αυτό φαίνεται να αντιφάσκει στον νόμο της εξίσωσης του ποσοστού κέρδους· ποιος καπιταλιστής θα προκατέβαλε 150, εάν του επετρέπετο να λογαριάσει μόνον 100 ως προκαταβληθέν κεφάλαιο; Εάν, παρόλα αυτά, ναι, τότε αυτό φαίνεται να αντιφάσκει στην ιδιαίτερη ύπαρξη [Wesen] του εμπορευματεμπορικού κεφαλαίου, επειδή αυτό το είδος κεφαλαίου δεν λειτουργεί ως κεφάλαιο θέτοντας, όπως το βιομηχανικό κεφάλαιο, ξένη εργασία σε κίνηση, αλλά δουλεύοντας αυτό το ίδιο, δηλ. επιτελώντας τις λειτουργίες της αγοράς και της πώλησης, και ακριβώς λόγω αυτού και δι αυτού μεταβιβάζει στον εαυτό του ένα μέρος της υπεραξίας που παρήγαγε το βιομηχανικό κεφάλαιο»24. Και συνεχίζει με το χωρίο, το οποίο παραθέσαμε αμέσως πριν απ’ αυτό εδώ και στο οποίο απαριθμεί τα σημεία που πρέπει να ξεκαθαρίσει για να ξεπεράσει αυτή τη δυσκολία.

Οι αντιφάσεις, στις οποίες πέφτει εδώ το Marx, προκύπτουν όλες από την αντίφαση, ότι «η απλήρωτη εργασία… των εμπορικών υπαλλήλων, καίτοι δεν δημιουργεί αξία, δημιουργεί… [στον έμπορο καπιταλιστή]… την ιδιοποίηση υπεραξίας [η οποία παρήχθη από το βιομηχανικό κεφάλαιο]…»”. Η αντίφαση γίνεται εμφανής, αν σκεφτεί κανείς, πώς είναι δυνατόν ο έμπορος να παίρνει υπεραξία που δεν παρήγαγαν οι εργάτες του. Υπό την προϋπόθεση ότι τα εμπορεύματα ανταλλάσσονται στις αξίες τους δυο δυνατότητες υπάρχουν: Ή πουλάει το εμπόρευμα σε μια αξία μεγαλύτερη απ’ αυτήν που αυτό έχει (και η οποία εδώ, που οι μισθωτοί εργάτες του εμπόρου δεν παράγουν κατά τον Marx νέα αξία και υπεραξία, είναι ίση με την αξία. την οποία πλήρωσε ο έμπορος στον βιομήχανο) ή ο βιομήχανος πούλησε στον έμπορο το εμπόρευμα κάτω από την αξία του και αυτός το πουλάει τώρα στην αξία του26. Και στις δύο περιπτώσεις θα είχαμε όμως μια ανταλλαγή, η οποία δεν θα ήταν ανταλλαγή ισοδυνάμων.

Απ’ αυτήν την αντίφαση προκύπτουν όλες οι άλλες: Ότι μια συγκεκριμένη χρήσιμη παράγουσα εμπορεύματα εργασία δεν δημιουργεί αξία. Ότι μια συγκεκριμένη χρήσιμη μισθωτή και υπαγμένη στο κεφάλαιο εργασία δεν δημιουργεί υπεραξία, ότι υπάρχει ένα είδος κεφαλαίου, το βιομηχανικό, το οποίο είναι παραγωγικό, παράγει δηλ. υπεραξία ή, αντιστοίχως, κέρδος, και ένα άλλο είδος κεφαλαίου, το εμπορευματικό, το οποίο δεν είναι παραγωγικό, δεν παράγει δηλ. υπεραξία ή, αντιστοίχως, κέρδος – καίτοι η υπεραξία ή, αντιστοίχως, το κέρδος είναι «καρπός» κάθε μέσου παραγωγής που χρησιμοποιεί ξένη εργασιακή δύναμη, δηλ. του κεφαλαίου γενικά, και παράγει εμπορεύματα ανεξάρτητα από το είδος της αξίας χρήσης, στην οποία συνίστανται αυτά τα εμπορεύματα, καίτοι δηλ. η υπεραξία ή, αντιστοίχως, το κέρδος είναι «καρπός» του κεφαλαίου εν γένει. Ότι ένας τομέας (ο βιομηχανικός) παίρνει λιγότερα απ’ ό,τι παρήγαγε, κι ένας άλλος (ο τομέας του εμπορίου) παίρνει κάτι που δεν παρήγαγε καθόλου, καίτοι έχουμε εμπορευματική παραγωγή και έτσι ό,τι παράγει ένας τομέας αυτό και παίρνει και ό,τι παίρνει αυτό και παράγει.

Τελικά όμως ο Marx κλείνει το 17ο Κεφάλαιο του ΙΙΙου τόμου του Κεφαλαίου, λέγοντας παρόλα αυτά το ορθό: «Στο βιομηχανικό κεφάλαιο το κόστος κυκλοφορίας εμφανίζεται ως, και είναι για αυτό το κεφάλαιο, κόστος χωρίς ουσιώδη λόγο [Unkosten]. Στον έμπορο εμφανίζεται το κόστος κυκλοφορίας ως πηγή του κέρδους του, το οποίο – υπό την προϋπόθεση ενός γενικού ποσοστού κέρδους – είναι ανάλογο του μεγέθους αυτού του κόστους. Ως εκ τούτου η δαπάνη που έχει να κάνει το εμπορευτικό κεφάλαιο για αυτό το κόστος είναι για αυτό το κεφάλαιο παραγωγική τοποθέτηση. Επομένως και η εμπορική εργασία [η εργασία των εμπορικών υπαλλήλων], την οποία αγοράζει, είναι για αυτό το κεφάλαιο άμεσα παραγωγική»27.

Πολλοί αρέσκονται να συνθέτουν απόψεις, τις οποίες αποδίδουν στον ίδιο τον Marx, από λάθη του. Όπως όμως γνωρίζουμε από την λογική, από λάθος προκύπτει ο,τιδήποτε. Ο ορθός τρόπος ανάγνωσης του Marx όχι μόνον όσον αφορά το εν λόγω ζήτημα, αλλά γενικά, και όχι μόνον της ανάγνωσης του Marx, είναι αυτός, τον οποίον συνιστά ο Adorno για την ανάγνωση του Hegel: να δίνει κανείς προσοχή στην μεμονωμένη φράση, αλλά έχοντας κατά νου το όλον.

Μια ακόμη πηγή παρανόησης των μαρξικών απόψεων για την παραγωγική και μη παραγωγική εργασία είναι και η ελλιπής ανάγνωση και κατανόηση των όσων γράφει ο Marx για παραγωγική και μη παραγωγική εργασία στο Ιο Μέρος των θεωριών για την υπεραξία. Ο Marx των θεωριών για την υπεραξία έχει τις ίδιες – και εξίσου ξεκάθαρες – απόψεις για την παραγωγική και μη παραγωγική εργασία με τον Marx του Ιου τόμου του Κεφαλαίου και των Αποτελεσμάτων της άμεσης διαδικασίας παραγωγής. Μόνον που εδώ δεν αναπτύσσει τις ίδιες τις δικές του απόψεις, αλλά υποβάλλει βάσει των δικών του τις απόψεις προγενέστερων του οικονομολόγων σε κριτική θεώρηση. Η ανάγνωση αυτής της θεώρησης δημιούργησε και δημιουργεί σε ορισμένους αναγνώστες δυσκολίες για τους ακόλουθους δυο λόγους:

Πρώτον, διότι ο Marx χρησιμοποιεί εδώ, όπως συχνά και αλλού, την ίδια τη γλώσσα του κρινόμενου. Έτσι όσοι δεν κατανοούν την ρεαλιστική και συγχρόνως ειρωνική λειτουργία αυτού του τρόπου κριτικής διένεξης με ένα ξένο κείμενο εκλαμβάνουν την ρεαλιστική ειρωνική ιδιοποίηση και χρήση της γλώσσας του κειμένου απ’ αυτόν που το παρουσιάζει κριτικά ως συμφωνία του τελευταίου με το περιεχόμενο του κειμένου.

Επιπροσθέτως, ο Marx εδώ, επειδή οι θεωρίες για την υπεραξία είναι σημειώσεις εργασίας και κείμενο με αποδέκτη τον ίδιο το συγγραφέα του, κείμενο δηλ. διένεξης του ίδιου του συγγραφέα με το υλικό του, η οποία αποσκοπεί στην κατανόηση του απ’ αυτόν τον ίδιο, κι όχι παρουσίαση ενός ήδη ξεκαθαρισμένου υλικού για τον αναγνώστη, χρησιμοποιεί, προφανώς χάριν απλούστευσης και συντομίας, μια και το κείμενο είναι ένα κείμενο δι ιδίαν κατανόησιν του αντικειμένου κι έτσι δεν τίθεται θέμα παρανόησης από μέρους του ανύπαρκτου ακόμη αναγνώστη, όχι πάντα, όταν εκθέτει ξένες απόψεις, τον συνήθη στη γερμανική γλώσσα πλάγιο λόγο (indirekte Rede), ο οποίος δηλοί, ότι οι εκτιθέμενες δεν είναι οι απόψεις του γράφοντος αλλά ξένες απόψεις, που εκτίθενται είτε ουδέτερα είτε με την ταυτόχρονη έκφραση αμφιβολίας ως προς την ορθότητα τους. Συνήθως ο πλάγιος λόγος χρησιμοποιείται σε μια ή δυο προτάσεις ή σε μια περίοδο. Όταν οι ξένες απόψεις που πρόκειται να παρατεθούν απαιτούν περισσότερες περιόδους, ή τον εγκαταλείπει κανείς και περιορίζεται σε ενδείξεις του τύπου «κατά τον», «σύμφωνα με τον» ή παραλείπει κι αυτές τις τελευταίες ως ευκόλως εννοούμενες από τον αναγνώστη. Το τελευταίο κάνει εδώ και ο Marx.

Οι θεωρίες για την υπεραξία περιέχουν ωστόσο και αντιφατικές «εφαρμογές» των ορθών απόψεων του Marx για παραγωγική και μη παραγωγική εργασία. Γι αυτές τις αντιφατικές «εφαρμογές» ισχύει ό,τι ελέχθη παραπάνω για τις ανάλογες αντιφατικές «εφαρμογές» που περιέχονται στον ΠΙο τόμο του Κεφαλαίου. (Τέτοιες «εφαρμογές» περιέχονται διάσπαρτες και στα Grundrisse, αλλά και στο κεφάλαιο 6 του Που τόμου του Κεφαλαίου).

Δεν πρόκειται όμως εδώ μόνον για παρανοήσεις απόψεων του Marx συνεπεία ελλιπούς ανάγνωσης και κατανόησης των αντιστοίχων γραπτών του. Διότι οι έννοιες της παραγωγικής και μη παραγωγικής εργασίας στον καπιταλισμό είναι αντικειμενικές έννοιες. Έτσι – και στο βαθμό που ο Marx τις κατανοεί, όπως νομίζουμε, ορθά – δεν πρόκειται απλώς για μια παρανόηση των αντιστοίχων απόψεων του Marx, αλλά για πλάνες σχετικά με το ίδιο το αντικειμενικό περιεχόμενο αυτών των εννοιών. Ας μην ξεχνάμε, ότι τις έννοιες αυτές δεν τις εισήγαγε στην οικονομική επιστήμη πρώτος ο Marx.

Η κυριότερη πλάνη συνίσταται στην άποψη ότι η παραγωγική και η μη παραγωγική εργασία δεν προσδιορίζονται κοινωνικά από τις κοινωνικές συνθήκες, υπό τις οποίες καταβάλλεται, αλλά υλικά από το είδος των αξιών χρήσης που παράγουν. Σύμφωνα με τον ίδιο τον Marx «η κακή συνήθεια, να ορίζει κανείς την παραγωγική και μη παραγωγική εργασία δια του υλικού της περιεχομένου, προέρχεται από τρεις πηγές.

1. Η χαρακτηριστική για τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής και πηγάζουσα από την ουσία του φετιχιστική θεώρηση, η οποία βλέπει οικονομικές μορφικές προσδιοριστικότητες, όπως το να είναι κάτι εμπόρευμα, το να είναι κάτι παραγωγική εργασία κ.λπ., ως ιδιότητα προσήκουσα στους υλικούς· φορείς αυτών των μορφικών προσδιοριστικοτήτων ή κατηγοριών αυτούς καθεαυτούς.

2. Ότι, θεωρώντας την διαδικασία εργασίας ως τέτοια, παραγωγική είναι εκείνη μόνον η εργασία, η οποία καταλήγει σε ένα προϊόν (υλικό προϊόν, μια κι εδώ πρόκειται μόνον για υλικό πλούτο).

3. Ότι στην πραγματική διαδικασία αναπαραγωγής – θεωρουμένων των πραγματικών της στιγμών υφίσταται ως προς την δημιουργία κ.λπ. του πλούτου

μια μεγάλη διαφορά μεταξύ της εργασίας, η οποία παριστάνεται σε αναπαραγωγικά είδη [,] και άλλης [εργασίας], η οποία παριστάνεται σε απλά luxuries [πολυτελή είδη]»28.

Αποτέλεσμα όλων αυτών είναι η κυρίαρχη σήμερα άποψη, ότι κατά τον Marx παραγωγική είναι η εργασία, που δαπανάται στην υλική ή άμεση διαδικασία παραγωγής· και μη παραγωγική η εργασία, που δαπανάται στην διαδικασία κυκλοφορίας, όπου η υλική ή άμεση διαδικασία παραγωγής νοείται ως διαδικασία παραγωγής υλικών αξιών χρήσης και η διαδικασία κυκλοφορίας ως διαδικασία παραγωγής μη υλικών αξιών χρήσης, δηλ. υπηρεσιών.

Αν αυτή η άποψη ήταν ορθή, τότε ο Marx θα όριζε την παραγωγική και την μη παραγωγική εργασία με κριτήριο το είδος των αξιών χρήσης που αυτή παράγει, πράγμα όμως που όχι μόνον δεν κάνει, αλλά και υποβάλλει σε λεπτομερή κριτική στα Αποτελέσματα της άμεσης διαδικασίας παραγωγής.

Η παραπάνω εσφαλμένη άποψη στηρίζεται και σε μια ακόμη παρανόηση μαρξικών εννοιών, στην παρανόηση των όρων πραγματική ή υλική παραγωγή, πραγματική ή υλική ή άμεση διαδικασία παραγωγής, και διαδικασία κυκλοφορίας.

Όταν ο Marx ομιλεί για την πραγματική ή υλική παραγωγική ή για την πραγματική ή υλική ή άμεση διαδικασία παραγωγής δεν εννοεί την διαδικασία υλικών αγαθών σε αντιδιαστολή προς την διαδικασία παραγωγής υπηρεσιών, αλλά την διαδικασία παραγωγής αξιών χρήσης εν γένει – υλικών αξιών χρήσης ή υπηρεσιών – σε αντιδιαστολή προς αυτή την ίδια διαδικασία ως διαδικασία παραγωγής και αναπαραγωγής κοινωνικών σχέσεων και συγκεκριμένα σχέσεων παραγωγής30. Με πραγματική ή υλική ή άμεση διαδικασία παραγωγής εννοεί την κατά τον τρόπο που περιγράψαμε παραπάνω απλοποιημένη (απλοποιημένη δηλ. ως προς το ότι προϋποθέτει, ότι κάθε παραγωγός πουλά στον τελικό χρήστη ή καταναλωτή) διαδικασία παραγωγής. Πραγματική ή υλική ονομάζει αυτήν την διαδικασία όχι επειδή παράγει δήθεν μόνον υλικές αξίες χρήσης, αλλά επειδή είναι μια πραγματική υλική διαδικασία, δηλ. μια διαδικασία που χρησιμοποιεί εργασιακή δύναμη και ύλες για να παράγει ό,τι παράγει (υλικά αγαθά και υπηρεσίες). Και άμεση την ονομάζει, επειδή την πραγματεύεται αφαιρετικά ως διαδικασία των άμεσων μόνον προϊόντων της, των αξιών χρήσης που παράγει, κι όχι ως διαδικασία παραγωγής των εμμέσων προϊόντων της, δηλ. των σχέσεων παραγωγής.

Επίσης, όταν ο Marx ομιλεί για την διαδικασία κυκλοφορίας δεν εννοεί πάντα τα μέρη της πραγματικής ή υλικής ή άμεσης διαδικασίας παραγωγής, τα οποία αναφέρονται σ’ αυτό που η προεπιστημονική αντίληψη των πραγμάτων ονομάζει «κυκλοφορία», δηλ. στο εμπόριο κ.λπ., αλλά συχνά την διαδικασία κυκλοφορίας ως actus purus, δηλ. ως σύνολο των πράξεων ανταλλαγής. Όπως ακριβώς, όταν λέει, ότι η αξία και η υπεραξία δεν παράγονται στην κυκλοφορία, αλλά στην παραγωγή και πραγματώνονται μόνον στην κυκλοφορία, δεν εννοεί ότι μόνον η υλική παραγωγή και εμπόριο ή ο τομέας των υπηρεσιών, δηλ. η «κυκλοφορία», παράγει αξία και υπεραξία, αλλά απλώς, ότι κατά την ανταλλαγή ως actus purus δεν πραγματώνεται καμιά αξία και υπεραξία που δεν έχει προηγουμένως παραχθεί στη διαδικασία παραγωγής υλικών αγαθών και υπηρεσιών, δηλ. ότι κατά την ανταλλαγή ως actus purus δεν παράγεται καμιά νέα αξία και υπεραξία (πράγμα αυτονόητο βέβαια, διότι κατ’ αυτήν την ανταλλαγή δεν ξοδεύεται εργασιακή δύναμη και δεν παράγεται κανένα προϊόν).

Όταν ο Marx ομιλεί για πραγματική ή υλική ή άμεση διαδικασία παραγωγής και για διαδικασία κυκλοφορίας ως για δυο χωριστές διαδικασίες, πρόκειται για αναλυτικές, αν θέλετε, έννοιες, οι οποίες δεν αντιστοιχούν σε δυο υπαρκτές διαφορετικές διαδικασίες. Γι αυτό και δεν επιτρέπεται να τις οντοποιεί κανείς, όπως γίνεται στην παραπάνω εσφαλμένη άποψη, σύμφωνα με την οποία η διαδικασία παραγωγής είναι μια διαδικασία παραγωγής υλικών, ενώ η διαδικασία κυκλοφορίας μια διαδικασία μη υλικών αγαθών. Δεν υπάρχουν δυο τέτοιες χωριστές διαδικασίες. Μόνον στην μαρξική συνολική διαδικασία παραγωγής ως ενότητα τηξ διαδικασίας παραγωγής και της διαδικασίας κυκλοφορίας αντιστοιχεί μια υπαρκτή, πραγματική διαδικασία: η διαδικασία παραγωγής υλικών αγαθών και υπηρεσιών, η οποία συμπεριλαμβάνει πέραν της άμεσης διαδικασίας παραγωγής (στην οποία ο Marx προϋποθέτει απλουστευτικά, ότι όλοι οι παραγωγοί πουλούν άμεσα οι ίδιοι στον τελικό χρήστη ή καταναλωτή) και την διαδικασία «κυκλοφορίας» (την διαδικασία παραγωγής των τομέων της «κυκλοφορίας»), κατά την θεώρηση της οποίας λαμβάνεται δηλ. υπόψη και το γεγονός, ότι δεν πουλάει κάθε παραγωγός άμεσα στον τελικό χρήστη ή καταναλωτή, και επομένως και το σύνολο των αντιστοίχων πραγματικών υλικών πράξεων ανταλλαγής.

Η διαδικασία αυτή, όταν αναφέρεται σε μια συγκεκριμένη πραγματική καπιταλιστική κοινωνία, παράγει τόσο καπιταλιστικά εμπορεύματα, όσο και αξίες χρήσεις, οι οποίες ή δεν είναι καθόλου εμπορεύματα ή είναι απλά εμπορεύματα, και συνεπώς χρησιμοποιεί τόσο παραγωγική εργασία (για την παραγωγή καπιταλιστικών εμπορευμάτων), όσο και μη παραγωγική εργασία (για την παραγωγή είτε αξιών χρήσης, που δεν •είναι εμπορεύματα, είτε αξιών χρήσης που είναι απλά εμπορεύματα) – αδιάφορο τι είδους αξίες χρήσης, υλικά αγαθά ή υπηρεσίες παράγει το καθένα απ’ αυτά τα δύο είδη εργασίας.

Έτσι ένας τομέας παραγωγής είναι παραγωγικός, όταν χρησιμοποιεί παραγωγική; και μη παραγωγικός, όταν χρησιμοποιεί μη παραγωγική εργασία, δηλ. παραγωγικός, όταν είναι υπαγμένος, και μη παραγωγικός, όταν δεν είναι υπαγμένος στο κεφάλαιο.

Οι τομείς παραγωγής σχηματίζονται με συμβατικά κριτήρια. Το συνηθέστερο απ’ αυτά είναι το είδος του τελικού προϊόντος του τομέα. Γι αυτό δεν πρέπει να εκπλήσσει το γεγονός ότι υπάρχουν τομείς που χρησιμοποιούν παραγωγική και μη παραγωγική εργασία. Διότι αυτό σημαίνει απλώς ότι οι τομείς αυτοί έχουν, σύμφωνα με το παραπάνω κριτήριο, συντεθεί από μονάδες παραγωγής, στις οποίες η εργασία είναι, και από μονάδες παραγωγής, στις οποίες η εργασία δεν είναι υπαγμένη στο κεφάλαιο. Ένας τέτοιος τομέας είναι π.χ. ο αγροτικός τομέας.

Ας παρατηρήσουμε τέλος, ότι, όπου ο Marx προϋποθέτει την συνολική διαδικασία παραγωγής ως ενότητα της διαδικασίας παραγωγής και της διαδικασίας κυκλοφορίας, προϋποθέτει και την διαδικασία κυκλοφορίας ως actus purus, ως μη υλική διαδικασία μεταβίβασης ιδιοκτησίας, κι όχι ως υλική διαδικασία παράγων;

γης αξιών χρήσης που παράγονται στη σφαίρα της κυκλοφορίας, δηλ. στους τομείς παραγωγής εμπόριο, πίστη, υπηρεσίες κ.λπ., διότι αυτή η τελευταία συμπεριλαμβάνεται τώρα στη συνολική διαδικασία παραγωγής ως ενότητα της διαδικασίας παραγωγής και κυκλοφορίας.

Αυτοί, που πρεσβεύουν την άποψη ότι παραγωγική είναι η εργασία, που δαπανάται για την παραγωγή υλικών αξιών χρήσης, και μη παραγωγική αυτή, που δαπανάται για την παραγωγή μη υλικών αξιών χρήσης, και συνεπώς ότι παραγωγικοί είναι οι τομείς, που παράγουν υλικά αγαθά, ενώ μη παραγωγικοί αυτοί, που παράγουν μη υλικά αγαθά (υπηρεσίες), ισχυρίζονται περαιτέρω, ότι, επειδή κατά τον Marx η μη παραγωγική εργασία δεν παράγει υπεραξία ή, αντιστοίχως, κέρδος, η υπεραξία ή, αντιστοίχως, το κέρδος, που ιδιοποιούνται οι μη παραγωγικοί τομείς, δεν μπορεί παρά να μεταβιβάζεται σ’ αυτούς από τους παραγωγικούς τομείς.

Δείξαμε ήδη, ότι μια τέτοια μεταβίβαση είναι αδύνατη.

Ένα πρόσφατο παράδειγμα

Ας δούμε όμως πώς ένας φέρελπις νέος αποδεικνύει παρ’ όλα αυτά την ύπαρξη μιας τέτοιας μεταβίβασης στα πλαίσια ενός μοντέλου30. Πρόκειται για ένα μοντέλο απλής αναπαραγωγής με τέσσερις τομείς. Ο τομέας 1 παράγει μέσα παραγωγής, ο τομέας 2 μισθιακά εμπορεύματα, ο τομέας 3 καταναλωτικά αγαθά για τους καπιταλιστές και ο τομέας c είναι ο τομέας κυκλοφορίας, δηλ. ο τομέας του εμπορίου. Ο κατασκευαστής του μοντέλου θέλει να αποδείξει με την βοήθεια του, ότι ο τομέας c δεν παράγει ο ίδιος υπεραξία, αλλά καρπούται μέρος της υπεραξίας των τριών άλλων τομέων, των τομέων «παραγωγής», όπως τους ονομάζει, και ότι συνεπώς η χρησιμοποιούμενη από τον τομέα c εργασία δεν είναι παραγωγική εργασία.

Στην πραγματικότητα αποδεικνύει ακριβώς το αντίθετο: ότι ο τομέας c παράγει υπεραξία και συνεπώς απασχολεί παραγωγική εργασία. Ιδού το μοντέλο:

 

 

To δεξιό μέλος της εξίσωσης (4) παριστά προφανώς την αξία του ακαθάριστου προϊόντος του τομέα C. Ο συγγραφέας, αντί να το συμβολίσει με Y„ προτιμά να το παραστήσει ως κλάσμα (β<1) της υπεραξίας των τριών τομέων «παραγωγής».Προφανώς για να δείξει ότι όχι μόνον η υπεραξία (Sc) του τομέα C, αλλά και το σταθερό του (Cc) και το μεταβλητό του κεφάλαιο (Vc) είναι μέρος της αξίας των τομέων «παραγωγής». Αυτή, δηλ. η δια της (4) έκφραση της αξίας του ακαθάριστου προϊόντος του τομέα C, Yc, και συνεπώς και της σ’ αυτήν την αξία εμπεριεχόμενης υπεραξίας αυτού του τομέα, Sc, ως κλάσματος της υπεραξίας των υπολοίπων τριών τομέων, Si + S2 + S3, αποτελεί και την όλη «απόδειξη» του συγγραφέα ότι η υπεραξία του τομέα C δεν παρήχθη απ’ αυτόν τον ίδιο αλλά του μεταβιβάστηκε από την υπεραξία των τριών υπολοίπων τομέων. Η συλλογιστική αυτής της απόδειξης είναι προφανώς η εξής: Αν η ποσότητα ενός πράγματος (εδώ της υπεραξίας του τομέα C) μπορεί να εκφραστεί ως κλάσμα της ποσότητας ενός άλλου ομοιογενούς πράγματος (εδώ της υπεραξίας και των τριών υπολοίπων τομέων), τότε αυτή η πρώτη ποσότητα δεν υπάρχει παρά μόνον ως μέρος αυτής της δεύτερης ποσότητας.

Τετράγωνη λογική! Ο φίλος μου ο Αλέκος π.χ., που του το ανάφερα για να διασκεδάσει, σχολίασε το παραπάνω ως εξής: «Δηλαδή είναι, σαν, όταν Παναθηναϊκός – Ολυμπιακός έρθουν 4-2, να λέμε, ότι τα δυο γκολ του Ολυμπιακού δεν είναι δυο από τα έξι γκολ που μπήκαν κατά την διάρκεια του ματς, αλλά δυο από τα τέσσερα γκολ που έβαλε ο Παναθηναϊκός».Πάντως ισχύει προφανώς:β(S, + S2 + S3) = Yc, όπου Yc η αξία του ακαθάριστου προϊόντος του τομέα C.Πριν προχωρήσουμε, ας διευκρινίσουμε, ότι ένα μοντέλο αναπαραγωγής (απλής ή μη) συνιστά μια ex post θεώρηση μιας παρελθούσας διαδικασίας παραγωγής. Αυτό σημαίνει, ότι όλα τα μεγέθη είναι δεδομένα. Αυτό το στοιχειώδες πράγμα αγνοεί ο συγγραφέας και στη συνέχεια θεωρεί ορισμένα μεγέθη του μοντέλου του άγνωστα. Έτσι στις σελίδες 10βε. «προσδιορίζει» το Cc και το Vc, αγνοώντας ότι τα μεγέθη αυτά πρέπει να είναι αναγκαστικά δεδομένα. Επίσης στις σελ. 107ε. «προσδιορίζει» το Sc και το 6 (πρόκειται βέβαια όχι για προσδιορισμούς, αλλά για ταυτολογικές εκφράσεις αυτών των μεγεθών του μοντέλου). Δεν κατανοεί, ότι, για να είναι το μοντέλο του, ως μοντέλο μιας ex post θεώρησης, κλειστό, πρέπει ή το Sc ή το 6 να είναι δεδομένο. Τελικά, χωρίς να το αντιλαμβάνεται, καθορίζει αυθαίρετα το Sc και συνεπώς το β. Διότι γράφει: «Having determined the value of Vc in Step Two above and the arithmetical value of parameter w (= S VC) being known, the arithmetical value of Sc is derivable from equation (10)». (σελ. 107). Αυτός είναι ένας αυθαίρετος καθορισμός του Sc και συνεπώς και του β. Διότι το Cc, αν δεν είναι γνωστό, προσδιορίζεται από την (6). Αν δώσουμε εξωγενώς το w (= 8, V,,), είναι σαν να δίνουμε εξωγενώς το Sc και συνεπώς, λόγω της (7), και το β. Γι αυτό αφήνουμε, καλύτερα, ασχολίαστο τον «προσδιορισμό» του 6 που ακολουθεί στις σελ. 108 κ.ε.

 

Αυτή η εξίσωση δεν σημαίνει βέβαια, ότι ο τομέας C δεν παράγει υπεραξία, αλλά ότι το άθροισμα της υπεραξίας που παράγουν και συνεπώς (επειδή η ανταλλαγή είναι ανταλλαγή ισοδυνάμων) παίρνουν ή, και αντιστρόφως, που παίρνουν και συνεπώς (επειδή η ανταλλαγή είναι ανταλλαγή ισοδυνάμων) παράγουν καθένας από τους 4 τομείς, επομένως και ο τομέας C, δαπανάται για την αγορά του αθροίσματος των αξιών των ακαθαρίστων προϊόντων των τομέων 3 και C. Οι καπιταλιστές και των 4 τομέων αγοράζουν λοιπόν και αυτά που παράγει ο τομέας C. Ο τομέας C παράγει λοιπόν εμπορεύματα, η αξία των οποίων περιέχει, όπως μας δείχνει η (4), πλην της αξίας των φθαρέντων μέσων παραγωγής (Cc) και της αξίας της δαπανηθείσας εργασιακής δύναμης (Vc), και υπεραξία (Sc). Επομένως ο τομέας C παράγει υπεραξία και η εργασία που απασχολεί είναι παραγωγική εργασία.

Το μοντέλο δεν περιέχει λοιπόν, παρά τις προθέσεις του κατασκευαστή του, μη παραγωγική εργασία. Ένα μοντέλο περιέχει τότε μόνον μη παραγωγική εργασία, όταν περιέχει τομείς παραγωγής που δεν χρησιμοποιούν υπαγμένη στο κεφάλαιο εργασία, δηλ. μη καπιταλιστικούς τομείς παραγωγής.

Αν ο τομέας C δεν απασχολούσε παραγωγική εργασία και δεν παρήγαγε υπεραξία, όπως ισχυρίζεται ο συγγραφέας, τότε αυτό θα έπρεπε να ισχύει και για τον τομέα 3. Διότι όπως δείχνει η εξίσωση

S1+S2 + S3 + SC = Y3 + YC,

ο τομέας 3 (πέραν του ότι παράγει εξ υποθέσεως ένα από φυσική άποψη διαφορετικό εμπόρευμα από αυτό που παράγει ο τομέας C) δεν διαφέρει σε τίποτα από τον τομέα C, όσον αφορά τον ρόλο του στην αναπαραγωγή του συστήματος: όπως και το ακαθάριστο προϊόν Yc του τομέα C, έτσι και το δικό του ακαθάριστο προϊόν Υ3 αγοράζεται από εισοδήματα, τα οποία αποτελούν υπεραξία. Αυτό σημαίνει (εδώ που έχουμε απλή αναπαραγωγή), ότι και οι δυο αυτοί τομείς είναι μη αναπαραγωγικοί τομείς, δηλ. τομείς, τα προϊόντα των οποίων δεν εισέρχονται άμεσα ή έμμεσα στην παραγωγή όλων των εμπορευμάτων. Αυτό πάλι δείχνει, ότι ο τομέας C δεν είναι, όπως θα ‘θελε ο συγγραφέας, ο τομέας κυκλοφορίας, αλλά ένας μη αναπαραγωγικός τομέας, ο οποίος παράγει ένα οποιοδήποτε μη αναπαραγωγικό εμπόρευμα, διαφορετικό όμως απ’ αυτό του τομέα 3, δηλ. διαφορετικό από το καταναλωτικό αγαθό για τους καπιταλιστές, π.χ. όπλα ή πυραμίδες.

Το ότι ο τομέας C δεν είναι ο τομέας του εμπορίου φαίνεται και από τις εξισώσεις (4) και (5). Οι εξισώσεις αυτές δείχνουν ότι οι υλικές εισροές του τομέα C, οι οποίες δεν αποτελούν μισθιακά εμπορεύματα και των οποίων η αξία είναι ίση με Cc, αποτελούνται μόνον από εμπόρευμα 1. Αν ο τομέας C ήταν πράγματι ο τομέας κυκλοφορίας, τότε προφανώς το Cc θα έπρεπε να περιείχε από υλική άποψη όχι μόνον, όπως τώρα, το εμπόρευμα 1, αλλά και τα εμπορεύματα 2 και 3, διότι και τα τρία αυτά εμπορεύματα υποτίθεται πως εμπορεύεται ο τομέας C.

Αλλά το πράγμα δεν σταματάει εδώ. Ο συγγραφέας δεν έχει ούτε καν υποψία του τρόπου, με τον οποίο μπορεί να εισαχθεί ο τομέας του εμπορίου σε ένα μοντέλο που παράγει, όπως εδώ, τρία εμπορεύματα, τα οποία εμπορεύονται όχι οι ίδιοι οι τομείς παραγωγής τους, αλλά ο τομέας του εμπορίου. Στην περίπτωση αυτή δεν υπάρχει ένας, αλλά τρεις τομείς εμπορίου, ένας για κάθε εμπόρευμα. Στην διαδικασία παραγωγής καθενός απ’ αυτούς τους τομείς εισέρχεται, πλην των μέσων παραγωγής (εμπόρευμα 1) και των μισθιακών εμπορευμάτων (εμπόρευμα 2), και εκείνο το εμπόρευμα, το οποίο εμπορεύεται αυτός ο τομέας [ένα κάθε φορά από τα εμπορεύματα 1,2 και 3], ως εισροή. Έτσι έχουμε 3 μεν εμπορεύματα, αλλά 6 αξίες: τρεις για τα τρία αυτά εμπορεύματα «στην πόρτα του εργοστασίου» και άλλες τρεις για τα ίδια αυτά εμπορεύματα «στην πόρτα του εμπόρου».

Και δεν τελειώσαμε ακόμη. Διότι στις διαδικασίες παραγωγής των τριών τομέων «παραγωγής» οι εισροές σε εμπορεύματα 1 και 2 εισέρχονται όχι αποτιμημένες, όπως εδώ από τον συγγραφέα, σε αξίες «στην πόρτα του εργοστασίου», αλλά, όταν δεν πρόκειται για εισροές που παράγει ο ίδιος ο τομέας (όπως η εισροή σε εμπόρευμα 1 στην διαδικασία παραγωγής του τομέα παραγωγής του εμπορεύματος 1 ή η εισροή σε εμπόρευμα 2 στην διαδικασία παραγωγής του εμπορεύματος 2) σε αξίες «στην πόρτα του εμπόρου». Διότι αυτό ακριβώς σημαίνει βέβαια η ύπαρξη του εμπορίου: ότι τα εργοστάσια δεν αγοράζουν από τα εργοστάσια, αλλά από το εμπόριο ό,τι χρειάζονται. Τότε επίσης θα φαινόταν και το εξής απίστευτο: ότι ορισμένοι τομείς του εμπορίου, και συγκεκριμένα αυτοί που εμπορεύονται τα εμπορεύματα 1 και 2, δεν είναι μη αναπαραγωγικοί, αλλά αναπαραγωγικοί τομείς, γιατί τα προϊόντα τους εισέρχονται στην παραγωγή όλων (και των 6, διότι 6 κι όχι μόνον 3 εμπορεύματα έχουμε τώρα) των εμπορευμάτων.

 

 Ο διωγμός της «μη παραγωγικής» εργασίας

 

Ας επιστρέψουμε όμως στις μαρξικές έννοιες της παραγωγικής και της μη παραγωγικής εργασίας. Οι έννοιες αυτές είναι ιστορικές έννοιες31.

Σε κάθε κοινωνία τίθεται το ερώτημα, σε τι συνίσταται ο πλούτος της, και συνεπώς το ερώτημα, τι παράγει αυτόν τον πλούτο. Ό,τι τον παράγει είναι παραγωγικό, ό,τι δεν παράγει, ενώ θα μπορούσε, κοινωνικό πλούτο, είναι μη παραγωγικό. Κάθε κοινωνία, σε αντιστοιχία με τον τρόπο παραγωγής της, δίνει, όχι απλώς θεωρητικά, αλλά έμπρακτα, διαφορετική απάντηση στο ερώτημα, σε τι συνίσταται ο πλούτος της και κατά συνέπεια στο ερώτημα, τι παράγει και τι, ενώ θα μπορούσε, δεν παράγει κοινωνικό πλούτο, και, τέλος, στο ερώτημα, τι είναι παραγωγικό και μη παραγωγικό.

Έτσι για την κοινωνία της μερκαντιλιστικής εποχής ο πλούτος μιας χώρας συνίσταται στα ευγενή μέταλλα που κατέχει αυτή η χώρα, τα οποία αποκτά εξάγοντας εμπορεύματα. Παραγωγικά είναι λοιπόν για την μερκαντιλιστική κοινωνία το εξωτερικό εμπόριο και η εργασία που δαπανάται στην παραγωγή των εξαγομένων προϊόντων και ιδιαιτέρως στην ίδια την διαδικασία του εξωτερικού εμπορίου. Τις απόψεις αυτές εκφράζουν οι μερακντιλιστές οικονομολόγοι.

Για την προβιομηχανική αγροτική κοινωνία ο πλούτος της συνίσταται στο προϊόν της γης, το οποίο παράγουν οι ασχολούμενοι με την γεωργία, συνεπώς για την κοινωνία αυτή παραγωγικές είναι μόνον η γεωργική τάξη και η εργασία της. Τις απόψεις αυτές εκφράζουν οι Φυσιοκράτες.

Στον καπιταλισμό ο πλούτος συνίσταται στο κέρδος, το οποίο παράγει η υπαγμένη στο κεφάλαιο εργασία (αδιάφορο τι είδους αξίες χρήσης παράγει)32.

Η διάκριση (των Κλασικών και) του Marx μεταξύ παραγωγικής και μη παραγωγικής εργασίας δεν γίνεται από μια κάποια αυθαίρετη «θεωρητική» σκοπιά, αλλά από την πραγματική και έγκυρη σκοπιά της ίδιας της καπιταλιστικής κοινωνίας, δηλ. της κυρίαρχης τάξης αυτής της κοινωνίας, των καπιταλιστών στο σύνολο τους. Είναι μια ρεαλιστική διάκριση και ένας ρεαλιστικός, απορρέον δηλ. από τα πράγματα, σχηματισμός εννοιών. Οι έννοιες αυτές έχουνε, όπως είπαμε ήδη, ιστορικό χαρακτήρα. Αναλυτικό χαρακτήρα έχουν μόνον οι διακρίσεις μεταξύ παραγωγικής και μη παραγωγικής εργασίας, τις οποίες κάνει ο Marx για την εργασία στην καπιταλιστική κοινωνία μια φορά από την άποψη της διαδικασίας παραγωγής ως διαδικασίας εργασίας, δηλ. παραγωγής αξιών χρήσης εν γένει. Η αναλυτική σημασία αυτών των διακρίσεων έγκειται στο ότι βοηθούν στην πληρέστερη κατανόηση της διάκρισης μεταξύ παραγωγικής και μη παραγωγικής εργασίας από την άποψη της καπιταλιστικής διαδικασίας παραγωγής. Ωστόσο είναι, όπως αναφέραμε ήδη, δυνατόν να εννοηθούν και ιστορικά: ως διακρίσεις μεταξύ παραγωγικής και μη παραγωγικής εργασίας σε μια κοινωνία, που τα προϊόντα δεν λαμβάνουν την μορφή του εμπορεύματος, και σε μια κοινωνία απλών εμπορευματοπαραγωγών αντιστοίχως.

Σε κάθε κοινωνία, και ανεξάρτητα από το εκάστοτε συγκεκριμένο περιεχόμενο του, ο προσδιορισμός «μη παραγωγικός» έχει προφανώς αρνητική χροιά. Διότι «μη παραγωγικός» σημαίνει μη υπαγμένος στην νόρμα, δηλ. στον κυρίαρχο τρόπο παραγωγής.

Μετά την τελευταία αυτή διαπίστωση είμαστε πλέον σε θέση να κατανοήσουμε και να εκτιμήσουμε τη σημασία των όσων διαβάζουμε τα τελευταία χρόνια στον τύπο, άλλα όχι μόνον στον τύπο, περί μη παραγωγικών εργατών. Να κατανοήσουμε και να αξιολογήσουμε ορθά τη συστηματική καλλιέργεια ενός κλίματος, εντός του οποίου ορισμένες επαγγελματικές ασχολίες παρουσιάζονται αρνητικά ως μη παραγωγικές, ζημιογόνες, παρασιτικές, παραοικονομικές κ.λπ., όπως αυτές του ,δημοσίου υπαλλήλου, του αυτοαπασχολούμενου κ.λπ. Εννοούμε εκείνο το είδος ψυχρού διωγμού που κηρύσσεται από «αριστερούς» επιστημονίζοντες δημιοσιογράφους και γνωστούς από την δια του τύπου φήμη τους κοινωνικούς επιστήμονες εναντίον των παραπάνω επαγγελματικών ομάδων, οι οποίες – χωρίς οι «διώκτες» τους να έχουν έστω και την ελάχιστη ιδέα γι’ αυτό – αποτελούνται από μη παραγωγικούς εργάτες, με το νόημα που δίνει ο Marx στον όρο.

Γιατί όμως στρέφονται εναντίον τους; Μήπως είναι πράγματι παράσιτα;

Όχι βέβαια! Διότι παράγουν χρήσιμα πράγματα. Παράγουν όμως χρήσιμα πράγματα, τα οποία είτε δεν είναι εμπορεύματα είτε είναι απλά εμπορεύματα. Παράγουν δηλ. χρήσιμα πράγματα, τα οποία δεν είναι καπιταλιστικά εμπορεύματα. Τουτέστιν παράγουν μεν χρήσιμα πράγματα όχι όμως και κέρδος, παράγουν δηλ. χρήσιμα πράγματα εν γένει, όχι χρήσιμα πράγματα για το κεφάλαιο. Και αυτό μάλλον είναι το «έγκλημα» τους.

Και ο διωγμός τους τι σημαίνει; Σημαίνει προφανώς, ότι πρέπει, επιτέλους, όλοι αυτοί να υπαχθούν άμεσα στο κεφάλαιο, να μετατραπούν σε εργάτες του καπιταλιστικού τομέα: ο αυτοαπασχολούμενος σουβλατζής στο Μακντόναλντ, ο δημόσιος υπάλληλος και ο υπάλληλος του δημόσιου οργανισμού στο εργοστάσιο, στη διαφημιστική ή στην ασφαλιστική εταιρεία, ο αυταπασχολούμενος μηχανικός αυτοκινήτου στο μεγάλο εξουσιοδοτημένο συνεργείο κ.ο.κ., για να επιταχυνθεί η ανάπτυξη της εθνικής οικονομίας, δηλ. των κερδών, τώρα που πρόκειται να μπούμε, τώρα που μπήκαμε ήδη στην ΕΟΚ, τώρα που έχουμε μπροστά μας το 1992, το 2000 κ.ο.κ. Και κανένα επιχείρημα δεν είναι αρκετά ευτελές ώστε να μην μπορεί να εξυπηρετήσει αυτόν τον ευγενή σκοπό.

Αλλά όχι μόνον τους μη παραγωγικούς, δηλ. τους μη υπαγμένους στο κεφάλαιο, αλλά και τους τυπικά μόνον υπαγμένους σ’ αυτό εργαζόμενους, τους εργαζόμενους κατ’ οίκον για λογαριασμό άλλων (φασόν), επιθυμούν να υπαγάγουν ουσιαστικά και άμεσα πλέον στο κεφάλαιο, να τους οδηγήσουν από τα σπίτια τους στον ορθολογικά οργανωμένο χώρο της καπιταλιστικής παραγωγής, στο εργοστάσιο. Γι αυτό έχουν κηρυχτεί και αυτοί ως παραοικονομούντες υπό διωγμόν.

Πρόκειται λοιπόν για μια «αριστερή» ιδεολογική προετοιμασία της «απελευθέρωσης» αυτών που δεν εργάζονται άμεσα υπό το κεφάλαιο από τα μέσα επιβίωσης των. Όχι τόσο επειδή το κεφάλαιο τους χρειάζεται άμεσα στην παραγωγή, αλλά επειδή του είναι αναγκαίοι για να αυξήσει την πολυάριθμη ήδη στρατιά των ανέργων και να ρίξει έτσι ακόμη περισσότερο τους μισθούς και να ανεβάσει επιτέλους την εργασιακή πειθαρχία.

Όσον αφορά, τέλος, ειδικότερα τους δημοσίους υπαλλήλους και τους υπαλλήλους δημοσίων οργανισμών, εδώ οι «αριστεροί» συναντώνται με τους νεοφιλελεύθερους. Διότι με την υπαγωγή μέρους των δημοσίων υπαλλήλων στο κεφάλαιο ζητούν στην ουσία την ιδιωτικοποίηση ενός μέρους των κρατικών δραστηριοτήτων, όπως της υγείας, της παιδείας, της κοινωνικής ασφάλισης και άλλων δημοσίων κοινωνικών υπηρεσιών.

 

Σημειώσεις

 

1. Τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας ορισμένοι κοινωνικοί επιστήμονες άρχισαν ν’ ασχολούνται με την επιστημονική δραστηριότητα συναδέλφων τους, ωστόσο, ίσως λόγω φιλολογικής παιδείας, κατά τον τρόπο, με τον οποίο ασχολούντο οι έλληνες φιλόλογοι και γραμματολόγοι με την λογοτεχνική παραγωγή: μόνον ως έτοιμο προϊόν, όχι ως δραστηριότητα, και, όταν και ως δραστηριότητα, τότε μόνον «ιστορικά», δηλ. με την δραστηριότητα τεθνεότων, και ούτε καν από την άποψη μιας κατά το γερμανικό πρότυπο ιστορίας των ιδεών, αλλά – ακριβώς – γραμματολογικά.

2. Υπάρχουν εν χρήσει και άλλοι ορισμοί του αγροτικού πλεονάσματος. Αυτός όμως είναι ο επικρατέστερος.

3.. Υπάρχει βέβαια μια εκδοχή της θεωρίας του πλεονάσματος του αγροτικού τομέα, η οποία πραγματεύεται την μεταφορά ή απόσπαση αγροτικού πλεονάσματος ως μεταφορά ή απόσπαση αγροτικού εισοδήματος και για την οποία δεν ισχύουν τα παραπάνω. Το ερώτημα ωστόσο παραμένει: Γιατί αυτού του είδους η πραγμάτευση του θέματος δεν έχει υιοθετηθεί ευρύτερα;

4. Δες Γιώργος Σταμάτης, «Georg Charasoff – ένας πρωτοπόρος της θεωρίας των γραμμικών συστημάτων παραγωγής», Τεύχη Πολιτικής Οικονομίας, Τεύχος 2, Αθήνα, Άνοιξη 1987, σελ. 54ε.

5. Karl Marx, Das Kapital, Bd. I, MEW Bd. 23, σελ. 99ε. υποσ. 38.

6. Δες Γιώργος Σταμάτης, «Georg Charasoff – ένας πρωτοπόρος της θεωρίας των γραμμικών συστημάτων παραγωγής», ό.π., σελ. 5157.

7.. Για το ότι ο Marx όπου φαίνεται ότι μιλάει για τέτοιες μεταβιβάσεις στην πραγματικότητα μιλάει για κάτι τελείως διαφορετικό, δες Γιώργος Σταμάτης, ό.π., σελ. 55κ.ε.

7.α. Karl Marx, Das Kapital, Bd. I, MEW Bd. 23, σελ. 169κ.ε., 469ε., 531ε. και 614 κ.ε.

8.. Χάριν απλούστευσης υποθέτουμε εδώ, ότι – πράγμα που δεν συμβαίνει – όλοι οι δημόσιοι οργανισμοί πωλούν αντί αντιτίμου τα προϊόντα που παράγουν, δηλ. ότι τα προϊόντα τους είναι εμπορεύματα. Στην πραγματικότητα όμως πολλοί δημόσιοι οργανισμοί παρέχουν τα προϊόντα που παράγουν χωρίς αντίτιμο, συνεπώς αυτά δεν είναι εμπορεύματα και η εργασία των εργαζομένων που τα παρήγαγαν, από την άποψη της διαδικασίας αξιοποίησης, είναι μη παραγωγική εργασία.

9. Για υπεραξία γίνεται λόγος, όταν υποτίθεται ότι τα εμπορεύματα ανταλλάσσονται στις αξίες τους, και για κέρδος, όταν υποτίθεται ότι τα εμπορεύματα ανταλλάσσονται στις τιμές τους. Όταν λοιπόν πραγματεύεται κανείς την παραγωγική και μη παραγωγική εργασία στον καπιταλισμό όχι θεωρητικά, αλλά σε αναφορά προς μια πραγματική καπιταλιστική οικονομία, θα έπρεπε να μιλάει μόνον για κέρδος. Δες θ. Παρασκευόπουλος, Κριτικό Σημείωμα, Τεύχη Πολιτικής Οικονομίας, Τεύχος 2, Άνοιξη 1988, σελ. 174.

10. Η φιλολογία των τελευταίων δεκαετιών, η οποία στρέφεται κατά του γεγονότος ότι η οικιακή εργασία των γυναικών καίτοι χρήσιμη και αναγκαία για την αναπαραγωγή της εργασιακής δύναμης, θεωρείται μη παραγωγική, θα έκανε καλύτερα να εξηγεί αντ’ αυτού, γιατί στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής μια συγκεκριμένη χρήσιμη εργασία, που είναι αναγκαία για την αναπαραγωγή της εργασιακής δύναμης και κατά συνέπεια του υποκειμενικού όρου της παραγωγής, που είναι όηλ. χρήσιμη και αναπαραγωγική εργασία, δεν είναι για αυτόν τον τρόπο παραγωγής παραγωγική, αλλά είναι μη παραγωγική εργασία.

11. Δες Georgios Stamalis, Die spezifisch kapitalistischen Produktionsmethoden und der tendenzielle Fall der allgemeinen Profitrate bei Kar! Marx, Berlin 1977, σελ. 308 κ.ε. του ίδιου, Unreproduktive Ausgaben, Staatsausgaben, gesellschaftliche Reproduktion und Profitabilität des Kapitals, Prokla, Nr. 28, Berlin September 1977, σελ. 32 κ.ε. (ελληνική μετάφραση: Μη αναπαραγωγικές δαπάνες, κρατικές δαπάνες, κοινωνική αναπαραγωγή και κερδοφορία του κεφαλαίου, θέσεις, No 6, Αθήνα Γενάρης-Μάρτης 1984, σελ. 52 κ.ε.) και του ίδιου, Προβλήματα Μαρξιστικής Οικονομικής θεωρίας, Εκδόσεις Οδυσσέας, Αθήνα 1986, σελ. 259 κ.ε.

12. Στις πρώτες προεργασίες του Κεφαλαίου ανήκουν το χειρόγραφο που έγραψε ο Marx από τον Αύγουστο του 1857 μέχρι τον Ιούνιο του 1858 (και το οποίο εκδόθηκε από το Ινστιτούτο για Μαρξισμό-Λενινισμό στην Κεντρική Επιτροπή του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης το 1939-1941 υπό τον τίτλο Grundrisse zur Kritik der politischen Ökonomie) και το Zur Kritik der politischen Ökonomie (το οποίο κυκλοφόρησε το 1859). Το Zur Kritik der politischen Ökonomie προγραμμάτιζε να εκδώσει ο Marx σε τρία τμήματα: 1. Το εμπόρευμα, 2. Το χρήμα, 3. Το κεφαλαίο. Στο Zur Kritik der politischen Ökonomie που εκδόθηκε το 1859 συμπεριλήφθηκαν τα δύο πρώτα τμήματα. Δεν συμπεριλήφθηκε, για λόγους λογοκρισίας, το τρίτο τμήμα. Το 1859-60 ο Marx άρχισε με τις εργασίες για τη συγγραφή αυτού του τρίτου τμήματος, τις διέκοψε για ενάμισι χρόνο και τις ξανάρχισε τον Αύγουστο του 1861. Οι εργασίες αυτές διάρκεσαν μέχρι τα μέσα του 1863. Αποτέλεσμα τους είναι το χειρόγραφο (με τίτλο Zur Kritik der politischen Ökonomie) που εκδόθηκε (ελλιπώς) πρώτα από τον Kautsky και αργότερα από το Ινστιτούτο για Μαρξισμό Λενινισμό στην Κεντρική Επιτροπή του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος της Γερμανικής Λαοκρατικής Δημοκρατίας με τον τίτλο θεωρίες για την υπεραξία.

Στο διάστημα από τα μέσα Αυγούστου του 1863 μέχρι το τέλος του 1865 ο Marx έγραψε ένα ογκώδες χειρόγραφο, το οποίο αποτελεί την πρώτη λεπτομερή γραφή του Κεφαλαίου1. Τον Ιανουάριο του 1866 ο Marx άρχισε την τελική επεξεργασία του αντίστοιχου μέρους του χειρογράφου για την έκδοση του Ιου τόμου του Κεφαλαίου, ο οποίος εκδόθηκε το 1868. Δεν γνωρίζουμε σε ποιο βαθμό ξαναδούλεψε ο Marx τα αντιστοιχούντα στον ΙΙο και στον ΠΙο τόμο του Κεφαλαίου μέρη του χειρογράφου του 1863-1865. Σύμφωνα με τον Engels «Μεταξύ 1863 και 1867 ο Marx. .. είχε» μεταξύ άλλων «παράγει τα δύο τελευταία βιβλία [τους δύο τελευταίους τόμους] του Κεφαλαίου im Entwurf», δηλ. υπό μορφή σχεδίου. «… ήδη όμως το 1864 και το 1865 εμφανίστηκαν τα πρώτα σημεία εκείνων των προβλημάτων υγείας, στα οποία οφείλεται το γεγονός, ότι ο Marx δεν μπόρεσε να κάνει ο ίδος την τελική επεξεργασία των κειμένων του ΙΙου και του ΙΙΙου βιβλίου [(τόμου) του Κεφαλαίου}.» (F. Engels, Vorwort [zum dritten Band des Kapital], MEW, Bd. 25, σελ. 11). Μάλλον όμως τα κείμενα που εκδόθηκαν από τον Engels ως ΙΙος και ΙΙΙος τόμος του Κεφαλαίου είναι μέρη του χειρογράφου του 1863-1865. Έτσι το κείμενο του ΙΙΙου τόμου γράφτηκε πριν από αυτό του Ιου τόμου.

13. Σύμφωνα με τον εντεταλμένο από το Ινστιτούτο για Μαρξισμό Λενινισμό στην Κεντρική Επιτροπή του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης εκδότη των Αποτελεσμάτων Α. Leontjev, το χειρόγραφο των Αποτελεσμάτων γράφτηκε από τον Marx «σε κάθε περίπτωση μετά» το χειρόγραφο του 18611863 και ορισμένες σελίδες στο τέλος του χειρογράφου γράφτηκαν «χωρίς αμφιβολία το νωρίτερο το 1867». (Δες Karl Marx, Resultate des unmittelbaren Produktionsprozesses, Frankfurt a. M. 1969, σελ. Ill και IV.

14. Το κείμενο του ΙΙΙου τόμου αποτελεί κείμενο «in statu mascendi», όπως λέει ο Engels (ό.π., σελ. 11). Ο Engels παρατηρεί πως, εν διακρίσει προς το κείμενο του ΙΙου τόμου, για τον ΠΙο τόμο «υπήρχε… μόνον ένα πρώτο και, επιπροσθέτως, εξαιρετικά έλλειπες σχέδιο (Entwurf)» (ό.π., σελ. 8). Την αιτία αυτών των αντιφάσεων μόνον ένας επιστήθιος φίλος του Marx, όπως ο Engels, θα είχε το δικαίωμα να αναζητήσει στην υπερκόπωση και στις ασθένειες του Marx (γράφει ο Engels για το χειρόγραφο του ΙΙΙου τόμου του Κεφαλαίου: «Κατ’ αρχήν η αρχή κάθε επιμέρους τμήματος ήταν επιμελώς δουλεμένη και τις περισσότερες φορές και στρογγυλεμένη όσον αφορά το γλωσσικό ύφος. Όσο όμως προχωρούσε κανείς, τόσο περισσότερο έπαιρνε τη μορφή σκίτσου η επεξεργασία [της ύλης] και τόσο περισσότερα κενά, τόσο περισσότερες παρεκβάσεις περιείχε για δευτερεύοντα σημεία, που εμφανίζονταν κατά την πορεία της έρευνας, παρεκβάσεις, χάριν των οποίων η τελική θέση αυτών των σημείων επαφίετο σε μια τακτοποίηση της ύλης, η οποία θα ακολουθούσε αργότερα, τόσο μακρύτερες και πιο μπερδεμένες γίνονταν οι περίοδοι, στις οποίες εκφράζονταν οι in statu nascenti σκέψεις. Σε πολλά σημεία ο γραφικός χαρακτήρας και η έκθεση προδίδουν σαφέστατα (nur zu deutlich) την εισβολή και την βαθμιαία πρόοδο μιας από εκείνες τις από υπερκόπωση προερχόμενες κρίσεις ασθένειας, οι οποίες στην αρχή δυσκόλευαν τον συγγραφέα όλο και περισσότερο και τελικά έκαναν κατά καιρούς τελείως αδύνατη την ανεξάρτητη εργασία [δηλ. την εργασία που δεν χρειάζεται να λαβαίνει υπόψη της τίποτα, εδώ συγκεκριμένα: την κατάσταση υγείας].» (ό.π., σελ. 8 και 11)). Νομίζουμε, ότι τελικά οι εν λόγω αντιφάσεις του ΙΙΙου τόμου οφείλονται – λαμβανομένων υπόψη και όλων των παραπάνω – στο ότι εδώ ο Marx δεν αναφέρεται γενικά στις έννοιες της παραγωγικής και μη παραγωγικής εργασίας, αλλά βρίσκεται αντιμέτωπος με συγκεκριμένες «εφαρμογές» αυτών των εννοιών, όπως π.χ. με το ζήτημα αν η εργασία που είναι υπαγμένη στο εμπορευματικό κεφάλαιο είναι ή δεν είναι παραγωγική. Το σημαντικό ωστόσο είναι ότι ο Marx – όπως θα έχουμε την ευκαιρία να δείξουμε στα ακόλουθα – όχι μόνον έχει συνείδηση των αντιφάσεων, στις οποίες πέφτει, αλλά και τις «κρατάει» επιφυλάσσοντας, όπως φαίνεται τη λύση τους σε μια περαιτέρω επεξεργασία του χειρογράφου του. 14α. Δες Karl Marx, Das Kapital, Bd. Ill, MEW Bd. 25, σελ. 293.

15. Αυτά ισχύουν βέβαια όχι μόνον για υλικά αγαθά, αλλά και για τις υπηρεσίες των οποίων οι πλησιέστερες προς τον τελικό καταναλωτή φαίνεται σαν να ανήκουν όχι στην κοινωνική διαδικασία παραγωγής αλλά σε μια κάποια διαφορετική από αυτήν κοινωνική διαδικασία κυκλοφορίας, π.χ. για τις υπηρεσίες που παράγουν οι εμπορικές τράπεζες, καίτοι πολλοί νομίζουν, ότι αυτές οι τελευταίες παράγουν αέρα κοπανιστό. Έτσι και ένας εκ των «επιστημονικών» συντελεστών τηλεοπτικής εκπομπής για την παραγωγική και μη παραγωγική εργασία που μεταδόθηκε πριν λίγα χρόνια, όταν ρωτούσε μπροστά σε μια μεγάλη αίθουσα, όπου εργάζονταν υπάλληλοι μιας τράπεζας ρητορικά τους θεατές: «Δουλεύουν και παράγουν αυτοί οι άνθρωποι, τους οποίους βλέπουμε εδώ να κάθονται σε γραφεία με άσπρα χαρτιά μπροστά τους; Δεν ξέρουμε», έχοντας ήδη υποβάλλει την αρνητική απάντηση, θα έκανε όμως καλύτερα, αν, αντί να ρωτάει τους θεατές, ρωτούσε τον διοικητή της τράπεζας που τους πληρώνει. Αυτός θα του απαντούσε ασφαλώς, ότι δουλεύουν, διότι γι’ αυτό τους πληρώνει. Κι αν τον ρωτούσε επίσης, αν είναι χρήσιμη η εργασία τους, θα απαντούσε, ότι παράγει υπηρεσίες, τις οποίες αυτοί, που τις αγοράζουν πληρώνοντας, τις θεωρούν προφανώς χρήσιμες. Και αν τον ρωτούσε ακόμη, αν αυτές οι παραγόμενες υπηρεσίες είναι και για την ίδια τράπεζα χρήσιμες, θα του απαντούσε, ότι ασφαλώς είναι, διότι η πώληση τους της αποφέρει κέρδος, θα του απαντούσε δηλ. ότι η εργασία των υπαλλήλων του είναι χρήσιμη εργασία που παράγει καπιταλιστικά εμπορεύματα, δηλ. ότι παράγει όχι μόνον αξίες χρήσης, αλλά και αξίες χρήσης για άλλους, δηλ. εμπορεύματα, και όχι απλώς απλά, αλλά καπιταλιστικά εμπορεύματα, δηλ. εμπορεύματα, η τιμή των οποίων περιέχει κέρδος.

16. David Ricardo, Αρχαί της Πολιτικής Οικονομίας, μετάφραση Νίχου Π. Κωνσταντινίδη, εισαγωγή Δ. Καλιτσουνάκι, Εκδοτικός Οίκος Γκοβόστη, Αθήνα 1938, σελ.20ε.

17.. Εμπορευματικό κεφάλαιο είναι το τοποθετημένο σε εμπορεύματα κεφάλαιο.

18.. Καίτοι εδώ το εμπορευματεμπορικό κεφάλαιο αναφέρεται από τον Marx ως συνώνυμο εμπορευματικού κεφαλαίου, είναι, σύμφωνα με τον ίδιο τον Marx ένα από τα δύο είδη του εμπορευματεμπορικού κεφαλαίου· το δεύτερο είναι το χρηματεμπορικό κεφάλαιο [Geldhandlungskapital]. Το εμπορευματεμπορικό κεφάλαιο είναι το κεφάλαιο που εμπορεύεται εμπορεύματα, δηλ. αυτό που συνήθως ονομάζουμε σήμερα εμπορικό κεφάλαιο, ενώ το χρηματεμπορικό κεφάλαιο είναι αυτό που εμπορεύεται χρήμα. Και τα δυο μαζί τα ονομάζει ο Marx εμπορευτικό κεφάλαιο.

19.. Karl Marx, Das Kapital, Bd. Ill, MEW Bd. 25, σελ. 278ε. Δες και σελ. 293.

20.. Kar! Marx, Das Kapital, Bd. Ill, MEW Bd. 25, σελ. 290ε.

21… Karl Marx, Das Kapital Bd. Ill, MEW Bd. 25, σελ. 291.

22..Karl Marx, Das Kapital, Bd. Ill, MEW, Bd. 25, σελ. 300.

23..Karl Marx, Das Kapital, Bd. III, ό.π., σελ. 305.

24.. Karl Marx. Das Kapital, Bd. III. MEW. Bd. 25. σελ. 305.

25.. Karl Marx. Das Kapital, Bd. Ill, MEW, Bd. 25. σελ. 305.

26.. Αντιστοίχως, αν τα εμπορεύματα ανταλλάσσονται σε τιμές που διαφέρουν από τις αξίες.

27.. Karl Marx. Das Kapital, Bd. Ill, MEW, Bd. 25, σελ. 313.

Ωστόσο η άποψη του Marx, ότι το κόστος κυκλοφορίας εμφανίζεται στο βιομηχανικό κεφάλαιο και είναι για αυτό το κεφάλαιο κόστος χωρίς ουσιώδη λόγο, είναι ορθή στο βαθμό που για το κεφάλαιο κατ’ αρχήν κάθε κόστος είναι κόστος χωρίς ουσιώδη λόγο. Το κόστος κυκλοφορίας δεν είναι κόστος, το οποίο πληρώνει το βιομηχανικό κεφάλαιο, αλλά κόστος, το οποίο πληρώνει το εμπορευματικό κεφάλαιο. Το βιομηχανικό κεφάλαιο φέρει έμμεσα μόνον το κόστος κυκλοφορίας των εμπορευμάτων που αγοράζει αυτό το ίδιο. Το κόστος αυτό δεν διαφέρει όμως σε τίποτα από τα άλλα είδη κόστους, αλλά και από το κέρδος, που περιέχονται στις τιμές αυτών των εμπορευμάτων.

28.. Karl Marx, Resultate des unmittelbaren Produktionsprozesses, Frankfurt a.M., 1969, σελ. 72.

29.. Δες Karl Marx, Resultate…, ό.π.. σελ. 64 κ.ε.

30.. Τα αποτελέσματα αυτής της τελευταίας, δηλ. τις σχέσεις παραγωγής ως όχι άμεσα αποτελέσματα της διαδικασίας παραγωγής, πραγματεύεται ο Marx στα Αποτελέσματα της άμεσης διαδικασίας παραγωγής. Δες Karl Marx. Resultate…, ό.π., σελ. 3 κ.ε.

30.α. Δες Apostolos Dedousopoulos, Capitalism, Simple Commodity Production and Merchant Capital: The Political Economy of Greece in the 19th Century, Th. D., University of Kent 1986.

31.. Οι έννοιες της παραγωγικής και μη παραγωγικής εργασίας τόσο από την άποψη της διαδικασίας εργασίας όσο και από την άποψη της διαδικασίας αξιοποίησης είναι βέβαια, ειδωμένες σε αναφορά προς την καπιταλιστική κοινωνία, αναλυτικές έννοιες. Είναι ωστόσο και αυτές ιστορικές, ειδωμένες σε αναφορά προς μια μη εμπορευματική κοινωνία ή προς μια κοινωνία απλών εμπορευματικών παραγωγών αντιστοίχως.

32.. Η πρακτική του συνυπολογισμού στον ετήσιο πλούτο και άλλων εισοδημάτων πλην του κέρδους, όπως των μισθών, διαμορφώθηκε για λόγους, που δεν μπορούμε να αναπτύξουμε εδώ, πολύ αργότερα. Αρχικά, ρεαλιστικώ τω τρόπω, οι Φυσιοκράτες και οι Κλασικοί ονόμαζαν καθαρό προϊόν, produit net και net produce αντιστοίχως όχι το καθαρό προϊόν της γεωργίας και της καπιταλιστικής παραγωγής, αλλά το εισόδημα των ιδιοκτητών της γης και το εισόδημα των καπιταλιστών (κέρδος) αντιστοίχως, δηλ. το εισόδημα της αντίστοιχης κυρίαρχης τάξης.

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *