Πώς ο Κάουτσκι μεταμορφώνει το Μαρξ σε κοινό Φιλελεύθερο

 

 

Πώς ο Κάουτσκι μεταμορφώνει το Μαρξ σε κοινό Φιλελεύθερο

 

 

Το θεμελιακό ζήτημα που ο Κάουτσκι πραγματεύεται στη μπροσούρα του είναι το ζήτημα του ουσιαστικού περιεχόμενου της προλεταριακής επανάστασης, δηλαδή η δικτατορία του προλεταριάτου. Είναι από τα σπουδαιότερα ζητήματα για όλες τις χώρες, προπαντός για τις πιο προοδευμένες χώρες, προπαντός για τις εμπόλεμες και προπαντός στην τωρινή στιγμή. Μπορούμε να πούμε χωρίς υπερβολή πως είναι το κυριότερο πρόβλημα όλης της ταξικής προλεταριακής πάλης. Πρέπει λοιπόν να σταθούμε πολύ πάνω σ’ αυτό.

Ο Κάουτσκι θέτει το ζήτημα κατά τον ακόλουθο τρόπο: «Η αντίθεση ανάμεσα στα δυο σοσιαλιστικά ρεύματα» (δηλαδή τους μπολσεβίκους και τους μη μπολσεβίκους) «είναι αντίθεση ανάμεσα σε δυο ριζικά διαφορετικές μέθοδες: τη δημοκρατική μέθοδο και τη δικτατορική μέθοδο», (σελίδα 3).

Ας παρατηρήσουμε παρεκβατικά πως αποκαλώντας ο Κάουτσκι σοσιαλιστές τους μη μπολσεβίκους της Ρωσίας, δηλαδή τους μενσεβίκους και τους Εσέρους (S.R. –από τα αρχικά του κόμματος των Σοσιαλ-Επαναστατών), αφήνεται να οδηγηθεί από το όνομά τους, δηλαδή από μια λέξη, αντί να λογαριάσει την πραγματική θέση που κατέχουν στην πάλη του προλεταριάτου ενάντια στην αστική τάξη. Θαυμάσιος τρόπος κατανόησης και εφαρμογής του μαρξισμού! Αλλά θα ξανάρθουμε σ’ αυτό με περισσότερες λεπτομέρειες.

Για την ώρα πρέπει να σταθούμε στο σπουδαιότερο σημείο: τη μεγάλη ανακάλυψη του Κάουτσκι για τη «ριζική αντίθεση ανάμεσα στη δημοκρατική και τη δικτατορική μέθοδο». Εκεί βρίσκεται ο κόμπος του ζητήματος και η ουσία της μπροσούρας του Κάουτσκι. Και υπάρχει εκεί μια τόσο τερατώδης θεωρητική σύγχυση, μια τόσο ολοκληρωτική απάρνηση του μαρξισμού, που πρέπει να ομολογήσουμε πως ο Κάουτσκι άφησε πολύ πίσω του το Μπερνστάϊν.

Το ζήτημα της δικτατορίας του προλεταριάτου είναι το ζήτημα των σχέσεων ανάμεσα στο προλεταριακό και το αστικό κράτος, ανάμεσα στην προλεταριακή και την αστική δημοκρατία. Αυτό φαίνεται τόσο καθαρά, όσο κ’ η μέρα. Αλλά σα δάσκαλος που έχει καρφωθεί στα εγχειρίδια ιστορίας, γυρίζει πεισματικά ο Κάουτσκι τις πλάτες στον 20όν αιώνα, για να καταπιαστεί μόνο με το 18ο και, μέσα σε μια ατέλειωτη σειρά από παραγράφους, ξανακοσκινίζει για εκατοστή φορά, με απίστευτη ανία, όλες τις παλιές ιστορίες για τις σχέσεις της αστικής δημοκρατίας με τον απολυταρχισμό και τη φεουδαρχία.

Θάλεγε κανείς αλήθεια, πως ξετυλίγει μια κουβαρίστρα χωρίς άκρη. Αυτό είναι να μην καταλαβαίνεις τίποτε από τις σχέσεις ανάμεσα στα πράγματα! Και δε μπορούμε παρά να χαμογελάσουμε με τις προσπάθειες που καταβάλλει ο Κάουτσκι για ν’ αποδείξει πως υπάρχουν άνθρωποι που κηρύχνουν την «περιφρόνηση προς τη δημοκρατία», (σ. 11) κτλ. Με τέτοιες αερολογίες ο Κάουτσκι πάει να θολώσει και να μπερδέψει τη συζήτηση, βάζοντας το ζήτημα, σα φιλελεύθερος που είναι, πάνω στο επίπεδο της δημοκρατίας γενικά και όχι της αστικής δημοκρατίας. Αποφεύγει ακόμα την ακριβή αυτή έννοια που έχει βγει από την ταξική πάλη και προσπαθεί να μιλήσει για «προσοσιαλιστική» δημοκρατία. Ο λογόμυλός μας γέμισε σχεδόν το τρίτο της μπροσούρας του, 20 σελίδες στις 63, με φλυαρία που δε μπορεί να γίνει πιο ευχάριστη στην αστική τάξη, αφού ισοδυναμεί με φτιασίδωμα της αστικής δημοκρατίας και αφήνει στη σκιά το ζήτημα της προλεταριακής επανάστασης.

Ο τίτλος της μπροσούρας του Κάουτσκι είναι ωστόσο «Η Δικτατορία του Προλεταριάτου». Όλος ο κόσμος, ξέρει πως εδώ ακριβώς βρίσκεται η βάση της διδασκαλίας του Μαρξ. Κι ο Κάουτσκι, ύστερα απ’ όλη αυτή τη φλυαρία έξω από το θέμα, παράθεσε κι αυτός τα λόγια του Μαρξ για τη δικτατορία του προλεταριάτου.

Το έκανε αυτό μ’ έναν πολύ κωμικό τρόπο ο Κάουτσκι ο «μαρξιστής». Ακούστε τον:

«Η άποψη αυτή (δηλαδή κατά τον Κάουτσκι η περιφρόνηση για τη δημοκρατία) στηρίζεται σε μια μονάχα λέξη του Καρλ Μαρξ» –να τί διαβάζουμε κατά γράμμα στη σελίδα 20. Στη σελίδα 60 το ξαναλέει ακόμα μια φορά και καταντάει να πει: «Θυμήθηκαν (οι μπολσεβίκοι) έγκαιρα μια λεξούλα (στο κείμενο: das Wörtchens), «τη δικτατορία του προλεταριάτου, που μεταχειρίστηκε μια φορά ο Μαρξ το 1875 μέσα σ’ ένα γράμμα».

Να η λεξούλα του Μαρξ:

«Ανάμεσα στην καπιταλιστική και την κομμουνιστική κοινωνία βρίσκεται η περίοδος επαναστατικής μεταβολής της πρώτης στη δεύτερη. Στην περίοδο αυτή αντιστοιχεί μια μεταβατική πολιτική περίοδος, όπου το κράτος δε μπορεί να πάρει άλλη μορφή από τη μορφή της επαναστατικής δικτατορίας του προλεταριάτου».

Να ονομάζεις πρώτα-πρώτα τον περίφημο αυτό συλλογισμό του Μαρξ, που είναι το καταστάλαγμα όλης της επαναστατικής του διδασκαλίας, «μια μονάχα λέξη» ή ακόμα «λεξούλα» –σημαίνει απλούστατα ότι κοροϊδεύεις το μαρξισμό, ότι τον απαρνιέσαι ολότελα. Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως ο Κάουτσκι ξέρει το Μαρξ σχεδόν απ’ έξω κι αν κρίνουμε από τα έργα του, πρέπει να διαθέτει στο γραφείο του ή στο κεφάλι του μια σειρά από ράφια όπου πρέπει να τον έχει ταξινομήσει με τον πιο πρακτικό και μεθοδικό τρόπο για να μπορεί να κάνει παραθέσεις απ’ ό,τι έγραψε ο Μαρξ.

Ο Κάουτσκι δε μπορεί να μην ξέρει ότι ο Μαρξ κι ο Έγκελς, στα γράμματά τους και στα συγγράμματά τους, μιλήσανε πολλές φορές για δικτατορία του προλεταριάτου, πριν και μετά την Κομμούνα. Ο Κάουτσκι δε μπορεί να μην ξέρει ότι ο τύπος «δικτατορία του προλεταριάτου» δεν είναι παρά μια έκφραση, ιστορικά πιο συγκεκριμένη και επιστημονικά πιο ακριβής του φυσικού καθήκοντος του προλεταριάτου, που είναι «να σπάσει» την αστική κυβερνητική μηχανή, καθήκον που ο Μαρξ κι ο Έγκελς μιλήσανε γι’ αυτό από το 1852 ως το 1891, δηλαδή σαράντα ολόκληρα χρόνια, χρησιμοποιώντας την πείρα της επανάστασης του 1848 και προπαντός του 1871.

Πώς να εξηγήσουμε την τερατώδη αυτή παραμόρφωση του μαρξισμού από έναν τόσο τέλειο γνώστη του σαν τον Κάουτσκι; Αν σταθούμε στη φιλοσοφική άποψη, το παν ανάγεται σε μιαν υποκατάσταση της διαλεκτικής απ’ τη σοφιστεία και τον εκλεκτικισμό. Ο Κάουτσκι δείχτηκε μαέστρος σ’ αυτήν την υποκατάσταση. Από πολιτική και πρακτική άποψη το παν ανάγεται σε μια σιχαμερή δουλοπρέπεια απέναντι στους οπορτουνιστές, δηλαδή σε τελευταία ανάλυση απέναντι στην αστική τάξη. Καταβάλλοντας κάθε προσπάθεια να προχωρήσει σ’ αυτό το δρόμο από τις αρχές του πολέμου, ο Κάουτσκι έγινε βιρτουόζος στην τέχνη να είναι μαρξιστής στα λόγια και λακές της αστικής τάξης στην πραγματικότητα.

Θα πειστούμε ακόμα περισσότερο γι’ αυτό, όταν εξετάσουμε την αξιοπρόσεχτη «ερμηνεία» που έδοσεο Κάουτσκι στη «λεξούλα» του Μαρξ για τη δικτατορία του προλεταριάτου.

Ακούστε:

«Ο Μαρξ παράλειψε δυστυχώς να δείξει με περισσότερες λεπτομέρειες πώς… φαντάζεται αυτή τη δικτατορία». (Να ένα τυπικό ψέμα αποστάτη γιατί ο Μαρξ και ο Έγκελς δώσανε ίσα – ίσα μιαν ολόκληρη σειρά από πολύ πιο λεπτομερειακά στοιχεία, που αφήνει σκόπιμα κατά μέρος ο επαγγελματίας μας μαρξιστής). «...Κατά γράμμα, η λέξη δικτατορία σημαίνει κατάργηση της δημοκρατίας. Αναμφισβήτητα όμως, παρμένη κατά γράμμα η λέξη αυτή, σημαίνει επίσης εξουσία ενός μονάχα ατόμου, που δε δεσμεύεται από κανένα νόμο. Προσωπική εξουσία, που διακρίνεται από το δεσποτισμό, όχι σα μόνιμος κρατικός θεσμός, μα σαν έσχατο μεταβατικό μέτρο.

Η έκφραση “δικτατορία του προλεταριάτου”–δηλαδή δικτατορία όχι ενός μονάχα ατόμου, μα μιας μονάχα τάξης– αποδείχνει κιόλας πως δεν είχε υπ’ όψη του εδώ ο Μαρξ τη δικτατορία με την κυριολεκτική έννοια της λέξης.

Μιλάει εδώ, όχι για μια μορφή κυβέρνησης, αλλά για μια κατάσταση που πρέπει να παρουσιαστεί παντού όπου το προλεταριάτο καταχτάει την πολιτική εξουσία. Πράμα που δείχνει πως ο Μαρξ δεν είχε εδώ υπ’ όψη του μια μορφή κυβέρνησης, είναι η γνώμη του πως στην Αγγλία και στην Αμερική μπορούσε να γίνει ειρηνικά αυτή η μετάβαση –διαμέσου της δημοκρατίας», (σ. 20).

Αναφέρουμε επίτηδες στο ακέραιο όλον αυτό το συλλογισμό, για να μπορέσει να καταλάβει ο αναγνώστης τις μέθοδες που μεταχειρίζεται ο «θεωρητικός» Κάουτσκι.

Ο Κάουτσκι θέλησε να πλησιάσει το ζήτημα μ’ έναν ορισμό της «λέξης» δικτατορία.

Θαυμάσια. Είναι ιερό δικαίωμα του καθενός να πλησιάζει απ’ όπου θέλει το ζήτημα. Μονάχα όμως που πρέπει να ξεχωρίζουμε τους σοβαρούς και τίμιους τρόπους εξέτασης ενός ζητήματος από τους άτιμους. Εκείνος που θάθελε να καταπιαστεί σοβαρά με το ζήτημα πλησιάζοντάς το μ’ αυτόν τον τρόπο, θάπρεπε να δώσει τον ορισμό του στη λέξη που γίνεται λόγος. Τότε το ζήτημα θάμπαινε καθαρά και ξάστερα. Ο Κάουτσκι δεν κάνει τίποτ’ απ’ όλα αυτά.

«Κυριολεκτικά –γράφει– η λέξη δικτατορία σημαίνει κατάργηση της δημοκρατίας».

Πρώτα – πρώτα αυτό δεν είναι ορισμός. Αν ήθελε ν’ αποφύγει ο Κάουτσκι να καθορίσει την έννοια της δικτατορίας, ποιός ο λόγος να διαλέξει αυτόν τον τρόπο να πλησιάσει το ζήτημα;

Δεύτερο, είναι καθαρά ψεύτικος. Είναι πολύ φυσικό να μιλάει ένας φιλελεύθερος για «δημοκρατία» γενικά. Ο μαρξιστής όμως δε θα ξεχάσει ποτέ να ρωτήσει: «για ποιά τάξη;». Ο καθένας ξέρει λ.χ. –και ο «ιστορικός» Κάουτσκι το ξέρει επίσης– ότι οι εξεγέρσεις ή ακόμα τα μεγάλα κινήματα των σκλάβων της αρχαιότητας δείχνουνε πραγματικά πως βάση του αρχαίου κράτους είτανε η δικτατορία των δουλοκτητών. Μήπως αυτή η δικτατορία καταργούσε τη δημοκρατία ανάμεσα στους δουλοκτήτες, την καταργούσε γι’ αυτούς; Όλος ο κόσμος ξέρει πως όχι.

Ο «μαρξιστής» Κάουτσκι είπε έναν τερατώδη παραλογισμό και μια ψευτιά, γιατί «ξέχασε» την ταξική πάλη.

Για να μεταβάλουμε τη φιλελεύθερη και ψεύτικη αυτή άποψη σε μαρξική και αληθινή άποψη, πρέπει να πούμε: δικτατορία δε σημαίνει αναγκαστικά καταστροφή της δημοκρατίας για την τάξη που πραγματοποιεί τη δικτατορία πάνω στις άλλες τάξεις, μα σημαίνει αναγκαστικά καταστροφή (ή ουσιαστικό περιορισμό, που είναι επίσης μια μορφή καταστροφής) της δημοκρατίας σε βάρος ή εναντία στην τάξη που πάνω της ασκείται η δικτατορία.

Όμως, όσο σωστός κι αν είναι αυτός ο ορισμός, δεν ορίζει τη δικτατορία.

Ας εξετάσουμε την ακόλουθη φράση του Κάουτσκι:

«…Εννοείται όμως, πως η λέξη αυτή παρμένη κατά γράμμα σημαίνει επίσης εξουσία ενός μονάχα ατόμου που δε δεσμεύεται από κανένα νόμο…».

Σαν τυφλό ζώο που χώνει τη μύτη του στην τύχη εδώ και κει, ο Κάουτσκι έπεσε εδώ πάνω σε μια ιδέα, στην ιδέα πως η δικτατορία είναι εξουσία που δε δεσμεύεται από κανένα νόμο· αλλά δεν πρόλαβε να δώσει τον ορισμό της δικτατορίας και είπε μια ακόμα ολοφάνερη ιστορική ανακρίβεια, υποστηρίζοντας πως δικτατορία είναι η εξουσία ενός μονάχα ατόμου. Αυτό δεν είναι σωστό, ούτε και ετυμολογικά, γιατί μπορεί να έχουμε δικτατορία μιας ομάδας προσώπων, μιας ολιγαρχίας, μιας τάξης κλπ.

Ο Κάουτσκι δείχνει πάρα πέρα τη διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στη δικτατορία και το δεσποτισμό και, παρ’ όλο που είναι ολοφάνερα ψεύτικη η άποψή του, δε θα σταματήσουμε σ’ αυτή, γιατί δεν έχει καμιά σχέση με το ζήτημα που μας ενδιαφέρει. Ξέρουμε την κλίση του Κάουτσκι να ξαναγυρίζει από τον 20ό αιώνα στο 18ο και από το 18ο στην αρχαιότητα κ’ ελπίζουμε πως, μια και φτάσει το γερμανικό προλεταριάτο στη δικτατορία, δε θα ξεχάσει αυτή του την κλίση και θα τον διορίσει λ.χ. καθηγητή της αρχαίας ιστορίας σ’ ένα λύκειο. Πρέπει νάναι κανένας κουτός ή ο πιο αδέξιος κατεργάρης για να προσπαθεί να αποφύγει τον ορισμό της δικτατορίας του προλεταριάτου κάνοντας διάφορους συλλογισμούς για το δεσποτισμό. Σε τελευταία ανάλυση, με το πρόσχημα πως πραγματεύεται τη δικτατορία, ο Κάουτσκι είπε συνειδητά πολλές ψευτιές, χωρίς να δώσει κανέναν ορισμό. Αν, αντί να εμπιστεύεται στις διανοητικές του ικανότητες, συμβουλευότανε τη μνήμη του, θα μπορούσε να τραβήξει απ’ το ράφι του όλες τις περιπτώσεις, όπου ο Μαρξ μιλάει για τη δικτατορία. Θα μπορούσε τότε χωρίς αμφιβολία να πετύχει τον ακόλουθο ορισμό ή κάποιον άλλο ισοδύναμο στο βάθος:

Η δικτατορία είναι εξουσία που στηρίζεται άμεσα στη βία και δε δεσμεύεται από κανένα νόμο.

Η επαναστατική δικτατορία του προλεταριάτου είναι μια εξουσία που κατακτήθηκε και διατηρήθηκε με τη βία που χρησιμοποιεί το προλεταριάτο ενάντια στην αστική τάξη –εξουσία που δε δεσμεύεται από κανένα νόμο.

Την απλούστατη αυτή αλήθεια, την καθαρή σαν τη μέρα για κάθε συνειδητό εργάτη (που αντιπροσωπεύει τη μάζα κι όχι για το ανώτερο στρώμα του μικροαστικού σκυλολογιού που πουλήθηκε στους καπιταλιστές, όπως είναι οι σοσιαλ-ιμπεριαλιστές όλων των χωρών), την καθαρή αυτή αλήθεια για κάθε εκπρόσωπο των εκμεταλλευομένων που αγωνίζεται για την απελευθέρωσή τους, την ασυζήτητη αυτή αλήθεια για κάθε μαρξιστή, είμαστε αναγκασμένοι να την αποσπάσουμε με τη βία από το σοφότατο κ. Κάουτσκι. Πώς να το εξηγήσει κανείς αυτό; Με το δουλικό εκείνο πνεύμα πούχει διαποτίσει τους αρχηγούς της Δεύτερης Διεθνούς, που γίνανε αξιοπεριφρόνητοι συκοφάντες στην υπηρεσία της αστικής τάξης.

Πρώτα-πρώτα ο Κάουτσκι έκανε μια μπαγαποντιά, υποστηρίζοντας, πράμα εντελώς παράλογο, πως η κυριολεκτική έννοια της λέξης δικτατορία είναι δικτατορία ενός μονάχα ατόμου· ξεκινώντας κατόπι απ’ αυτήν την πλαστογράφηση διακηρύχνει πως, κατά συνέπεια, η έκφραση δικτατορία του προλεταριάτου δεν έχει στο Μαρξ την κυριολεκτική της έννοια, ότι δικτατορία δε σημαίνει εφαρμογή της επαναστατικής βίας, μα «ειρηνική κατάκτηση της πλειοψηφίας κάτω από την αστική δημοκρατία» (προσέξτε το καλά αυτό).

Πρέπει να κάνουμε διάκριση, βλέπετε, μεταξύ «κατάστασης» και «μορφής κυβέρνησης». Εκπληκτικά βαθιά διάκριση, ακριβώς σα να κάναμε διάκριση μεταξύ της κατάστασης ή του είδους της βλακείας ενός ανθρώπου που δε δουλεύει το μυαλό του και της μορφής της βλακείας του.

Ο Κάουτσκι έχει ανάγκη να παρουσιάσει τη δικτατορία σα μια «κατάσταση κυριαρχίας» (είναι κατά γράμμα η έκφραση που μεταχειρίζεται στη σελίδα 21), γιατί εξαφανίζεται έτσι η επαναστατική βία, γιατί εξαφανίζεται η βίαιη επανάσταση.

Η «κατάσταση κυριαρχίας» είναι μια κατάσταση που μέσα της βρίσκεται κάθε πλειοψηφία κάτω …από τη δημοκρατία. Χάρη σ’ αυτή τη δόλια ταχυδακτυλουργία, η επανάσταση εξαφανίζεται με τη μεγαλύτερη ευκολία.

Αλλά η πανουργία του είναι πολύ χοντροκομένη και δε θα βοηθήσει καθόλου τον Κάουτσκι. Το ότι η δικτατορία προϋποθέτει και προσδιορίζει αυτήν την κατάσταση επαναστατικής βίας –που δεν αρέσει τόσο στους αποστάτες– μιας τάξης ενάντια σε μιαν άλλη τάξη, αυτό είναι φως φανερό. Η ψευτιά τούτης της διάκρισης μεταξύ «κατάστασης» και «μορφής κυβέρνησης» είναι ολοφάνερη. Πρέπει να είναι κανένας τρεις φορές βλάκας για να μπορεί να μιλάει εδώ για μορφή κυβέρνησης, αφού και ο τελευταίος μαθητάκος ξέρει πως μοναρχία και δημοκρατία είναι δυο μορφές κυβέρνησης πολύ διαφορετικές. Ο κ. Κάουτσκι έχει ανάγκη να αποδείξει πως οι δυο αυτές μορφές κυβέρνησης, όπως κι όλες οι προσωρινές μορφές κυβέρνησης στο καπιταλιστικό σύστημα, δεν είναι παρά παραλλαγές του αστικού κράτους, δηλαδή της δικτατορίας της αστικής τάξης!

Να μιλάς τέλος για μορφή κυβέρνησης είναι τόσο κοινή όσο και χοντροκομένη παραποίηση του Μαρξ, που μιλάει καθαρά εδώ για, τη μορφή ή τον τύπο του κράτους και όχι για τη μορφή της κυβέρνησης.

Η προλεταριακή επανάσταση είναι αδύνατη χωρίς τη βίαιη καταστροφή του αστικού κράτους και την αντικατάσταση του από ένα καινούργιο μηχανισμό, που δεν είναι πια «κράτος με την κύρια έννοια της λέξης», όπως το λέει ο Έγκελς.

Ο Κάουτσκι πρέπει να τα κρύψει όλ’ αυτά και να τα παραμορφώσει, η θέση του σαν αποστάτη το απαιτεί. Κοίταξε σε τί άθλιες υπεκφυγές κατέφυγε :

Πρώτη υπεκφυγή: «Εκείνο που δείχνει πως δεν είχε εδώ υπ’ όψη του ο Μαρξ τη μορφή κυβέρνησης, είναι που θεωρούσε δυνατή στην Αγγλία και στην Αμερική την ειρηνική μετάβαση, δηλαδή με το δημοκρατικό δρόμο…».

Η μορφή κυβέρνησης δεν έχει τίποτα να κάνει εδώ γιατί υπάρχουν μοναρχίες που δεν έχουνε κανένα χαρακτηριστικό του αστικού κράτους, που διακρίνονται λ.χ. από την έλλειψη μιλιταρισμού και υπάρχουνε δημοκρατίες που έχουνε όλα τα χαρακτηριστικά του μιλιταρισμού και της γραφειοκρατίας. Πρόκειται εδώ για ένα παγκόσμια αναγνωρισμένο ιστορικό γεγονός κι ο Κάουτσκι δε θα τα καταφέρει να το παραμορφώσει.

Αν ο Κάουτσκι ήθελε να σκεφτεί σοβαρά και ντόμπρα, θ’ αναρωτιότανε: Υπάρχουν ιστορικοί νόμοι που αφορούν τις επαναστάσεις και που δε γνωρίζουν εξαιρέσεις; Απάντηση: όχι, δεν υπάρχουν τέτοιοι νόμοι. Οι νόμοι αυτοί δεν έχουνε υπ’ όψη τους παρά αυτό που μια μέρα ονόμασε ο Μαρξ «ιδεώδες», με την έννοια του μέσου, κανονικού και τυπικού καπιταλισμού.

Κ’ ύστερα, υπήρχε το 1870 κάτι που εξαιρούσε την Αγγλία και την Αμερική από την άποψη που εξετάζουμε; Για κάθε άνθρωπο που γνωρίζει έστω και λίγο τις απαιτήσεις της επιστήμης στην περιοχή των ιστορικών ζητημάτων, είναι φανερό πως αυτό το ερώτημα έχει τη θέση του. Να μην το θέτεις, σημαίνει ότι παραποιείς την επιστήμη και κάνεις σοφιστείες. Και το ερώτημα αυτό ζητάει επίμονα αυτή την απάντηση: επαναστατική δικτατορία του προλεταριάτου είναι η χρήση της βίας ενάντια στην αστική τάξη· και η χρήση αυτή της βίας επιβάλλεται προπαντός όπως τόχουνε διεξοδικά και πολλές φορές εξηγήσει ο Μαρξ κι ο Έγκελς (ιδιαίτερα στον Εμφύλιο Πόλεμο στη Γαλλία και στον πρόλογο αυτού του έργου) από την ύπαρξη του μιλιταρισμού και της γραφειοκρατίας. Και ακριβώς στα 1870-1880, όταν διατύπωνε ο Μαρξ την παρατήρησή του, οι θεσμοί αυτοί δεν υπήρχαν στην Αγγλία και στην Αμερική. Σήμερα υπάρχουνε και στην Αγγλία και στην Αμερική.

Για να σκεπάσει ο Κάουτσκι την προδοσία του, καταντάει να παραποιεί σε κάθε βήμα.

Ας δούμε πως άφησε να το μυριστούμε. Έγραψε: «ειρηνικά» δηλαδή με δημοκρατικό δρόμο!!

Ορίζοντας τη δικτατορία προσπάθησε να κρύψει ο Κάουτσκι από τον αναγνώστη το βασικό χαρακτηριστικό αυτής της έννοιας, δηλαδή τη χρησιμοποίηση της επαναστατικής βίας. Και τώρα η αλήθεια γίνεται ολοφάνερη –πρόκειται για τη διάκριση μεταξύ ειρηνικής και βίαιης επανάστασης.

Εδώ βρίσκεται το μυστικό. Όλα τα τεχνάσματά του, όλα τα σοφίσματά του, όλες οι παραποιήσεις του δε χρησιμεύουνε στον Κάουτσκι παρά για να ξεφύγει μόνο από τη βίαιη επανάσταση, να κρύψει την προδοσία του και το πέρασμά του με το μέρος της αστικής τάξης.

Αυτό είναι το κλειδί του μυστηρίου.

Ο «ιστορικός» Κάουτσκι παραποιεί την ιστορία με τόση αδιαντροπιά που ξεχνάει το σπουδαιότερο: ο προ-μονοπωλιακός καπιταλισμός –που το απόγειο του βρίσκεται ακριβώς μεταξύ 1870-1880– διακρινότανε από τις ουσιαστικές οικονομικές του ιδιότητες, που η Αγγλία και η Αμερική είτανε το πρότυπό τους με το μάξιμουμ του πατσιφισμού και του φιλελευθερισμού που μπορεί ν’ αναπτυχθεί κάτω απ’ αυτό το σύστημα.

Ο ιμπεριαλισμός, δηλαδή ο μονοπωλιακός καπιταλισμός, που η ωριμότητά του χρονολογείται από τον 20ό αιώνα, με τις ουσιαστικές οικονομικές του ιδιότητες, διακρίνεται από το μίνιμουμ πατσιφισμού και φιλελευθερισμού και από την ανώτατη ανάπτυξη του μιλιταρισμού σ’ ολόκληρο τον κόσμο. «Να μην το προσέχεις καθόλου αυτό», όταν ζητάς να βρεις ως ποιο σημείο είναι βέβαιη ή πιθανή η ειρηνική ή η βίαιη επανάσταση, είναι σα να πέφτεις στο επίπεδο του κοινού λακέ της αστικής τάξης.

Δεύτερη υπεκφυγή: «Η Κομμούνα του Παρισιού είτανε δικτατορία του προλεταριάτου, αλλά εκλέχτηκε με την καθολική ψηφοφορία, χωρίς να στερηθεί η μπουρζουαζία από τα εκλογικά της δικαιώματα –δημοκρατικά». Και ο Κάουτσκι θριαμβεύει: «Η δικτατορία του προλεταριάτου είτανε για το Μαρξ (ή κατά το Μαρξ) μια κατάσταση πραγμάτων που απορρέει αναγκαστικά από την καθαρή δημοκρατία, αν το προλεταριάτο αποτελεί την πλειοψηφία (bei überwiegenden Proletariat)», (σ. 21).

Το επιχείρημα αυτό του Κάουτσκι είναι τόσο γελοίο που δοκιμάζουμε μια αληθινά τρομερή δυσκολία να το ανασκευάσουμε.

Πρώτα – πρώτα είναι γνωστό πως το άνθος, το επιτελείο, η αφρόκρεμα της μπουρζουαζίας, καταφύγανε από το Παρίσι στις Βερσαλλίες. Στις Βερσαλλίες βρισκότανε ο σοσιαλιστής Λουί Μπλαν, πράμα που δείχνει εξ άλλου την ψευτιά των όσων βεβαιώνει ο Κάουτσκι, που σύμφωνα μ’ αυτά, στην Κομμούνα συμμετείχανε «όλα τα ρεύματα» του σοσιαλισμού. Δεν είναι γελοίο να παρουσιάζεις σαν «καθαρή δημοκρατία» με «καθολική ψηφοφορία» το χωρισμό των κατοίκων του Παρισιού σε δυο εμπόλεμα στρατόπεδα, που το ένα απ’ αυτά συγκέντρωνε όλη τη μάχιμη και πολιτικά δραστήρια αστική τάξη;

Ύστερα, η Κομμούνα αγωνιζότανε ενάντια στις Βερσαλλίες, σαν εργατική κυβέρνηση της Γαλλίας ενάντια στην αστική κυβέρνηση. Τί θέση έχουν εδώ η «καθαρή δημοκρατία» και η «καθολική ψηφοφορία», όταν το Παρίσι έκρινε τις τύχες της Γαλλίας; Ο Μαρξ έβρισκε πως η Κομμούνα διέπραξε ένα λάθος που δεν κατέλαβε την Τράπεζα της Γαλλίας που άνηκε σ’ ολόκληρη τη χώρα· μπορεί λοιπόν να ξεκινούσε από τις αρχές και την πρακτική της «καθαρής δημοκρατίας»;

Είναι γνωστό αλήθεια πως ο Κάουτσκι γράφει σε μια χώρα που η αστυνομία δεν επιτρέπει στους ανθρώπους να γελάνε όλοι μαζί, αλλιώτικα ο Κάουτσκι θα πνιγόταν μέσα στα γέλια.

Θα μου επιτραπεί τέλος να υπενθυμίσω ευσεβάστως στον κύριο Κάουτσκι, που ξέρει απ’ έξω το Μαρξ και τον Έγκελς, την ακόλουθη γνώμη του Έγκελς για την Κομμούνα από την άποψη της «καθαρής δημοκρατίας»:

«Οι κύριοι αυτοί (οι αντιεξουσιακοί) είδαν ποτέ στη ζωή τους μιαν επανάσταση; Η επανάσταση είναι αναντίρρητα το πιο εξουσιαστικό πράμα που μπορεί να γίνει. Η επανάσταση είναι μια πράξη, όπου ένα μέρος του πληθυσμού επιβάλλει τη θέληση του με ντουφεκιές, με ξιφολόγχες, με κανονιές, δηλαδή με εξουσιαστικά μέσα. Η μερίδα που νίκησε βρίσκεται στην ανάγκη να διατηρήσει την κυριαρχία της με τον τρόμο που εμπνέουν τα όπλα της στους αντιδραστικούς. Αν η Κομμούνα του Παρισιού δε στηριζότανε πάνω στη δύναμη του οπλισμένου λαού ενάντια στη μπουρζουαζία, θα μπορούσε να κρατηθεί παραπάνω από μια μέρα; Το ενάντιο, δε μπορούμε μήπως να κατηγορήσουμε την Κομμούνα ότι χρησιμοποίησε πολύ λίγο αυτή τη δύναμη;».

Νάτη λοιπόν η «καθαρή δημοκρατία»! Με πόσο σαρκασμό δε θα σκέπαζε ο Έγκελς τον ανάλατο φιλισταίο, το «σοσιαλδημοκράτη», με τη γαλλική έννοια του 1840 ή με την ευρωπαϊκή πια έννοια του 1914-1918, που του ήρθε να μιλήσει για «καθαρή δημοκρατία» σε μια κοινωνία χωρισμένη σε τάξεις!

Όμως αρκετά πάνω σ’ αυτό. Είναι αδύνατο να απαριθμήσουμε όλους τους παραλογισμούς που σκάρωσε ο Κάουτσκι –σε κάθε του φράση είναι αποστάτης ως το μεδούλι.

Ο Μαρξ και ο Έγκελς δώσανε για την Κομμούνα του Παρισιού μια βαθύτατη ανάλυση. Δείξανε πως η αξία της βρισκότανε στην προσπάθεια της να σπάσει, να καταστρέψει «ολόκληρη την κρατική μηχανή». Το σημείο αυτό είχε για το Μαρξ και τον Έγκελς τόσο μεγάλη αξία, που το εισαγάγανε στα 1872 σα διόρθωση στο «παλιωμένο» εδώ και κει πρόγραμμα του Κομμουνιστικού Μανιφέστου. Ο Μαρξ και ο Έγκελς δείξανε πως η Κομμούνα εκμηδένιζε το στρατό και τη γραφειοκρατία, εκμηδένιζε τον κοινοβουλευτισμό, κατάστρεφε την «παρασιτική αυτή εκβλάστηση που είναι το κράτος» κτλ., κτλ. Ο σοφότατος Κάουτσκι, με το νυχτερινό σκουφί στο κεφάλι, ξαναμασάει αυτά που χίλιες φορές έχουν επαναλάβει οι φιλελεύθεροι καθηγητές, τα ίδια τα παλιά για την «καθαρή δημοκρατία».

Η Ρόζα Λούξεμπουργκ δεν είταν υπερβολική, όταν έλεγε στις 4 Αυγούστου 1914 τη σοσιαλδημοκρατία σαπισμένο πτώμα.

Τρίτη υπεκφυγή: «Αν μιλάμε για δικτατορία σα μορφή κυβέρνησης, δε μπορούμε να μιλήσουμε για ταξική δικτατορία.

Μια τάξη, πραγματικά, όπως το έχουμε κιόλας παρατηρήσει, δε μπορεί παρά να κυριαρχεί, μα όχι να κυβερνάει…». Είναι οι οργανώσεις και τα κόμματα που κυβερνούν.

Μπερδεύετε, μπερδεύετε, μ’ έναν απαίσιο τρόπο, κύριε «βαρόνε της παρανόησης».

Η δικτατορία δεν είναι «μορφή κυβέρνησης», είναι βλακεία αυτό που λέτε. Ο Μαρξ δε μιλάει για μορφή κυβέρνησης, μα για τη μορφή ή τον τύπο του κράτους. Δεν είναι καθόλου, μα καθόλου το ίδιο πράμα. Όπως είναι, απόλυτα ψεύτικο πως δε μπορεί να κυβερνήσει μια τάξη· τέτοια βλακεία μονάχα ένας «κοινοβουλευτικός ηλίθιος» μπορεί να την πει· που δεν βλέπει τίποτα μπροστά του, έξω απ’ το αστικό κοινοβούλιο και δεν προσέχει τίποτ’ άλλο, έξω από τα «διευθύνοντα κόμματα». Οποιαδήποτε χώρα της Ευρώπης θα προσφέρει στον Κάουτσκι παραδείγματα κυβέρνησης στα χέρια κυρίαρχης τάξης, όπως οι μεγαλογαιοκτήμονες του μεσαίωνα, παρά την ανεπαρκή τους οργάνωση.

Έτσι λοιπόν εξευτέλισε ο Κάουτσκι μ’ έναν απαίσιο τρόπο την ιδέα της δικτατορίας του προλεταριάτου, μετατρέποντας το Μαρξ σε κοινό φιλελεύθερο –δηλαδή έπεσε ο ίδιος σ’ έναν φιλελευθερισμό που δε γίνεται χειρότερος, όταν μας πετάει τις κούφιες φράσεις του για την «καθαρή δημοκρατία», όταν σκεπάζει και αφήνει παράμερα το ταξικό περιεχόμενο της αστικής δημοκρατίας και αποκρούει με φρίκη τη χρησιμοποίηση της επαναστατικής βίας από την υπόδουλη τάξη. Ερμηνεύοντας την ιδέα της «επαναστατικής δικτατορίας του προλεταριάτου», έτσι που να εξαφανιστεί η επαναστατική βία της υπόδουλης τάξης ενάντια στους υποδουλωτές της, ο Κάουτσκι έσπασε το παγκόσμιο ρεκόρ φιλελεύθερης παραμόρφωσης του Μαρξ. Ο αποστάτης Μπερνστάϊν είναι μικρό σκυλάκι μπροστά στον αποστάτη Κάουτσκι.

 

 

 

 

Γράφτηκε: τον Οχτώβρη του 1918 από τον Λένιν ενάντια στις ρεφορμιστικές συκοφαντίες του Καρλ Κάουτσκι κατά των Μπολσεβίκων

Πηγή: Εκδόσεις «Προμηθέας» 1966 – «Νέοι Στόχοι» 1973
Επιμέλεια – Σύνταξη: ΘΕΟΔΟΣΗΣ ΘΩΜΑΔΑΚΗΣ
HTML Markup: Θ. Θωμαδάκης – Ι. Κουκλάκης για τα Μαρξιστικά Βιβλία στο INTERNET, 10 Γενάρη 2010

Μετάφραση: Λ. Μιχαήλ

 

 

 

 

Πηγή: Marxistsboks

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *