Σημειώσεις για την κατάσταση του συνδικαλιστικού κινήματος

του Χρήστου Κρεμαστά

Είναι γεγονός ότι την τελευταία τριετία έλαβαν χώρα πολλές και σημαντικές απεργιακές και άλλες εργατικές κινητοποιήσεις, πρώτιστα σε κεντρικό επίπεδο, αλλά και αρκετές κινήσεις «βάσης», που αναζωπύρωσαν την ιδεολογικο-πολιτική αντιπαράθεση αναφορικά με την ουσία και την αποτελεσματικότητα των εργατικών αγώνων, κυρίως λόγω της αδυναμίας τους να επιβάλλουν φραγμό στην επέλαση των δυνάμεων του κεφαλαίου.

Η αναντιστοιχία των εργατικών αγώνων σε σχέση με την εργοδοτική και κρατική επιθετικότητα και ταυτόχρονα η κατάργηση σημαντικότατου μέρους των εργατικών και λαϊκών κατακτήσεων μέσω της αποδιάρθρωσης του μεταπολεμικού εργατικού δικαίου οφείλεται, αναμφισβήτητα, κατά ένα μεγάλο μέρος, στην εξασθένηση των συνδικαλιστικών οργανώσεων. Η απομαζικοποίηση και αποδυνάμωση αυτή, ειδικότερα της τελευταίας 20ετίας, την ίδια στιγμή που αυξάνεται η μισθωτή εργασία επί του συνόλου του οικονομικά ενεργού πληθυσμού, ορίζεται με ποιοτικούς και ποσοτικούς όρους, οι οποίοι κατά βάση αλληλεπιδρούν και αλληλοκαθορίζονται. Στην πρώτη γραμμή των παραγόντων που συνέβαλαν στα παραπάνω περιλαμβάνονται: η υποχώρηση του παγκόσμιου ταξικού και κομμουνιστικού κινήματος(1), τα υψηλά ποσοστά ανεργίας, τα οποία συμβάλλουν στη συντηρητικοποίηση της συμπεριφοράς μεγάλου τμήματος της μισθωτής εργασίας, η υποχώρηση της απασχόλησης στο βιομηχανικό τομέα, η διάσπαση του φορντικού μοντέλου, που απομονώνει τους εργαζόμενους και πλήττει το βιομηχανικό συνδικαλισμό, η ανάπτυξη και εξάπλωση των ευέλικτων μορφών αλλά και της μαύρης εργασίας, που συντελούν στην πολυδιάσπαση και πολυκερματισμό των εργαζομένων, δεν ευνοούν την κοινωνικοποίηση των εργαζομένων και ενισχύουν την ανασφάλεια. Τις ίδιες συνέπειες έχει και ο εκφυλισμός του συνδικαλιστικού κινήματος, όπως θα δούμε αναλυτικότερα παρακάτω.

Καταρχήν, η βίαιη αλλαγή μοντέλου απασχόλησης μέσω των «ευέλικτων μορφών εργασίας» πλήττει το συνδικαλισμό, κάτι που φαίνεται καθαρά στην κατηγορία των συμβασιούχων. Οι εργαζόμενοι με συμβάσεις έργου (μπλοκάκηδες), οι «προσωρινώς εργαζόμενοι», οι δανεισμένοι εργαζόμενοι, αντιμετωπίζουν πολλαπλάσιες δυσκολίες οργάνωσης και υπεράσπισης των δικαιωμάτων τους, εισερχόμενοι εξαρχής σε ένα αντεργατικό μοντέλο απασχόλησης, με το οποίο καλούνται και συνειδησιακά να συμβιβάστούν. Περαιτέρω, λόγω και της προσωρινότητας της εργασιακής τους σχέσης, και του εκβιασμού που το γεγονός αυτό περιέχει, χρησιμοποιούνται ως εργαλείο διάσπασης της ενότητας των εργαζομένων, αλλά και ως απεργοσπαστικός μηχανισμός, τη στιγμή που ούτως ή άλλως, κυρίως στον ιδιωτικό τομέα, οι εργαζόμενοι απέχουν από τον ενεργό συνδικαλισμό υπό το κράτος του φόβου για τα αντίμετρα του εργοδότη τους. Την ίδια στιγμή οι συμβιβασμένες συνδικαλιστικές ηγεσίες αποκλείουν και απορρίπτουν τη συμμετοχή συμβασιούχων, «μπλοκάκηδων» κλπ. στα εργατικά σωματεία(2). Αυτό διασπά το εργατικό κίνημα και αποδυναμώνει αμφότερες τις κατηγορίες εργαζομένων. Βέβαια, μεγάλο μέρος αυτών των εργαζομένων, που δεν λογίζονται καν ως «μισθωτοί» από το νόμο, κινείται σε «γκρίζα ζώνη», καθώς με τη μη αναγνώριση του γεγονότος ότι παρέχουν μισθωτή εργασία τούς αποστερούνται ακόμα και αυτά τα κουτσουρεμένα στην πράξη συνδικαλιστικά δικαιώματα.

Περαιτέρω, οι αλλαγές στην οργάνωση της δομής των επιχειρήσεων με την ενίσχυση της εργολαβίας, του outsourcing, της τηλεργασίας κλπ. διέσπασαν κυριολεκτικά την παλιά, κατά το φορντικό μοντέλο, γραμμή παραγωγής, με αποτέλεσμα να ελαχιστοποιηθούν οι μεγάλοι χώροι συγκέντρωσης εργατικού δυναμικού. Συνεπώς, π.χ. σε ένα εργοστάσιο πλέον, λαμβάνει χώρα, κατά βάση, μόνο ένα μέρος της συνολικής διαδικασίας παραγωγής και ταυτόχρονα μπορεί σε αυτόν τον εργασιακό χώρο να απασχολούνται εργαζόμενοι με πολλές διαφορετικές σχέσεις εργασίας, ακόμα και από διαφορετικούς εργοδότες ο καθένας!

Η πτώση του ποσοστού των συνδικαλισμένων εργατών ήταν σημαντική την τελευταία 20ετία. Το φαινόμενο δεν παρουσιάζεται μόνο στη χώρα μας, αλλά πανευρωπαϊκά, ακόμα και σε χώρες με παράδοση στον λεγόμενο ενεργό συνδικαλισμό(3). Η εξασθένηση αυτή είχε επομένως αρνητικό αντίκτυπο στη διαπραγματευτική ισχύ των συνδικάτων. Η συνδικαλιστική πυκνότητα στην Ελλάδα παρουσιάζει τάση συνεχούς μείωσης από το 1990 και έπειτα, ακολουθώντας τη γενικότερη τάση που διαγράφεται στο διεθνή χώρο. Από 41% των μισθωτών που ήταν εγγεγραμμένοι στις συνδικαλιστικές οργανώσεις το 1990, το ποσοστό αυτό έφτασε στο 28% το 2000(4), ενώ σύμφωνα με στοιχεία που κοινοποίησε η ΓΣΕΕ το Μάρτη 2012, το ποσοστό συνδικαλισμένων στον ιδιωτικό τομέα έπεσε περίπου στο 20%, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη ένα μεγάλο ποσοστό ανασφάλιστων(5).

Η επικράτηση, λοιπόν, της γραμμής της ταξικής συνεργασίας, ο κίτρινος συνδικαλισμός και η απόρριψη των θεμελιωδών αξιών που οδήγησαν στην γέννηση και ενίσχυση του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος, όπως η ταξική πάλη, η συλλογικότητα, η αλληλεγγύη, η ταξική ανεξαρτησία, αποτελούν θεμελιακούς παράγοντες εκφυλισμού των συνδικάτων και ακυρώνουν την ανάπτυξη αγωνιστικής δράσης, οδηγώντας στην αλλοίωση του χαρακτήρα τους και στη μετατροπή τους σε απλά εργαλεία κοινωνικής συναίνεσης. Το συνδικαλιστικό κίνημα στην Ελλάδα, από τα πρώτα χρόνια της εμφάνισής του, υιοθέτησε τη συγκρουσιακή στάση απέναντι στην εργοδοσία και το κράτος μέσα από την έντονη επίδραση των μαρξιστικών ιδεών και της οργανωμένης παρέμβασης των κομμουνιστών στα συνδικάτα. Κι όμως, 94 χρόνια μετά από την ίδρυση της ΓΣΕΕ και τη διακήρυξη από μέρους της της πάλης των τάξεων, η συμβιβασμένη Διοίκησή της υπογράφει, εν καιρώ αποδόμησης των βασικότερων εργατικών δικαιωμάτων, μνημόνιο συνεργασίας με τον Σύνδεσμο Ελλήνων Βιομηχάνων, οργανώνει συναντήσεις για το πάγωμα των μισθών και τη μείωση των εργοδοτικών εισφορών(6) και καλεί σε ανοικτή απεργοσπασία(7). Οι δε συμβιβασμένοι – κυβερνητικοί συνδικαλιστές εκφυλίζουν και υπονομεύουν τις κινητοποιήσεις κάθε κλάδου, προτάσσοντας ανέξοδες απογευματινές κινητοποιήσεις, καλώντας τους εργαζομένους να «απεργούν» παίρνοντας αναρρωτικές άδειες ή συχνά σπάζοντας οι ίδιοι στην πράξη την απεργία, την ώρα που μεθοδευμένα αποφεύγονται οι μαζικές διαδικασίες γενικών συνελεύσεων και η περιφρούρηση των απεργιών με αποτέλεσμα να μένει αποκομμένο και ανενεργό το μεγαλύτερο μέρος των εργαζομένων. Επιπλέον, τις περισσότερες φορές επιχειρείται η ματαίωση κάθε αγωνιστικής δράσης μέσω της προώθησης δικαστικών διεξόδων, σπέρνοντας την αυταπάτη πως τα αστικά δικαστήρια, που κηρύσσουν παράνομες 9 στις 10 απεργίες, θα δώσουν τη λύση, ενώ επιχειρείται να μεταφερθεί ο αγώνας μακριά από τους χώρους δουλειάς σε ανώδυνες και ανέξοδες διαμαρτυρίες στη λογική των δήθεν έξυπνων και εύκολων λύσεων(8).

Η κοινωνική συναίνεση, που προτάσσεται παγκοσμίως σε εθνικό και διεθνικό επίπεδο ως μονόδρομος, αποτελεί ένα χρήσιμο εργαλείο στα χέρια του κεφαλαίου, κάτι που εμφαίνεται και από το ρόλο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία ευνοεί την ανάπτυξη της έννοιας της κοινωνικής συναίνεσης και την προώθηση διαδικασιών κοινωνικού διαλόγου προκειμένου να επιτευχθούν οι όροι υλοποίησης των πολιτικών της. Η Συνομοσπονδία Ευρωπαϊκών Συνδικάτων κινείται ακριβώς σε αυτή τη γραμμή της συναίνεσης και της ενίσχυσης της καπιταλιστικής ανταγωνιστικότητας. Ακόμα, όμως, κι αν παραβλέψουμε την συνεχή και συνειδητή συνδιαλλαγή των εργατοπατέρων με την εργοδοσία, καθώς και τον υπονομευτικό και προδοτικό ρόλο τους, αρκεί το συνδικάτο να κινείται στη γραμμή του «κοινωνικού διαλόγου», του κοινωνικού εταιρισμού, και να προάγει μια αντίληψη διαμεσολάβησης, το ρόλο ενός απλού δηλαδή διαμεσολαβητή που θα διαπραγματευθεί (τι θα χάσει ο εργαζόμενος) με τον εργοδότη, ώστε αυτό και μόνο —πέραν όλων των άλλων— αρκεί για να αποθαρρύνει τη συμμετοχή του εργαζομένου στο σωματείο του και άρα την ουσιαστικοποίηση της συνδικαλιστικής δράσης. Είναι σημαντικό επίσης να αναφέρουμε το γεγονός της δημιουργίας μιας ξεχωριστής κάστας εργαζομένων, πρώτιστα στον δημόσιο και μετέπειτα στον ιδιωτικό τομέα, μιας εργατικής αριστοκρατίας, που μέσω παροχών, επιδομάτων, χαριστικών ρυθμίσεων, κοινοτικών επιδοτήσεων και στενότερης ιεραρχικά σχέσης με την εργοδοσία, αλλοιώνει την ταξικότητα των συνδικάτων, προβάλλει τα ιδιαίτερα μικροσυμφέροντά της, αποπροσανατολίζει και εκτρέφει την αντίληψη της κοινωνικής ειρήνης.

Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, μεμονωμένο προς το παρόν, χρήσιμο όμως για την κατανόηση της κατεύθυνσης που επιδιώκεται να δοθεί στα εργατικά σωματεία, αλλά πρώτιστα και κυριότερα στον τρόπο σκέψης και στην κατανόηση της πραγματικότητας από μέρους των εργαζομένων, αποτελεί η απεργιακή κινητοποίηση σε εργοστάσιο μετάλλου στην πόλη του Βόλου τον Μάρτιο του 2012. Το σωματείο εργατοϋπαλλήλων μετάλλου του Νομού προκήρυξε απεργιακή κινητοποίηση σε εργοστάσιο μετάλλου με αίτημα την καταβολή των οφειλόμενων δεδουλευμένων μισθών του 2011. Παρά το τυπικώς νόμιμο της απεργίας, αυτή κηρύχθηκε παράνομη ως καταχρηστική με την υπ’ αριθμ. 30/2012 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Βόλου. Η απόφαση αυτή ορθώς ανατράπηκε με την υπ’ αριθμ. 01/2012 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Λάρισας(9) με το σκεπτικό πως τα αιτήματα είναι προδήλως λογικά και δικαιολογημένα, καθώς αφορούν το μισθό ως μέσο επιβίωσης, η δε δυσχέρεια που προκαλείται στη λειτουργία της εργοδότριας είναι απολύτως συμβατή με τη φύση της απεργίας ως δικαιώματος πρόκλησης ζημίας. Το σημαντικό και καινοφανές όμως στις ως άνω αποφάσεις δεν έγκειται στο σκεπτικό τους —αν και κάθε μία από αυτές αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα δύο διαφορετικών «σχολών» νομικής κρίσης και σκέψης— αλλά αφορά στην πρόσθετη παρέμβαση που άσκησαν υπέρ της ενάγουσας εργοδότριας 28 μισθωτοί της επιχείρησης! Η ιδεολογική γραμμή της ταξικής συνεργασίας, του κοινωνικού εταιρισμού, οδηγεί τελικά στην πρόσδεση των εργαζομένων στο πλευρό του εργοδότη και ενάντια στους ίδιους τους συναδέλφους τους, εν τέλει ενάντια στα ίδια τους τα συμφέροντα και τις βιοτικές τους ανάγκες! Είναι σίγουρο πως οι εκπρόσωποι της Τρόικα και των βιομηχάνων κάτι τέτοιο θα είχανε στο νου τους κατά τη θεσμοθέτηση της δυνατότητας ιδρύσεως «ενώσεων προσώπων», που θα δύνανται να υπογράφουν ως συμβαλλόμενα μέρη σε νέες επιχειρησιακές συμβάσεις μειώσεως μισθών.

Επιπλέον, η προσπάθεια που ξεκίνησε σε ευρωπαϊκό επίπεδο για την ίδρυση και λειτουργία Συμβουλίων Εργαζομένων, που θα αντικαταστήσουν τα συνδικάτα, και τα οποία είχαν θεσμοθετηθεί και στην χώρα μας με τον ν. 1767/88 έχοντας εξαρχής περιπέσει σε αχρησία, δείχνει να ανακινείται(10) ταυτόχρονα με την δρομολογούμενη αλλαγή σκυτάλης στην ηγεσία της Γ.Σ.Ε.Ε. και την παραταξιακή μετακίνηση πρώην, νυν και μελλοντικών κυβερνητικών συνδικαλιστών. Τα συμβούλια εργαζομένων αποτελούν μορφώματα με δηλωμένο σκοπό, γνωμοδοτικό, συμβιβαστικό και ενημερωτικό(11). Παράλληλα, σε διεθνές επίπεδο συνεχίζει να αυξάνεται ο ανταγωνισμός μεταξύ εργαζομένων, λόγω του κοινωνικού dumping και των ανοιχτών εκβιασμών της εργοδοσίας (βλ. χαρακτηριστική περίπτωση Electrolux 1997)(12), τη στιγμή που η διεθνής αλληλεγγύη είναι σχεδόν ανύπαρκτη και η δομή του διεθνούς συνδικαλισμού είναι ακόμα απροσάρμοστη στις νέες εξελίξεις, ιδίως στις πολυεθνικές εταιρίες. Η διαδικασία αυτή ευνοήθηκε φυσικά από την επικράτηση φιλοκυβερνητικών δυνάμεων στις ηγεσίες των συνδικαλιστικών οργανώσεων. Ιδιαίτερα σε χώρες όπως η Ελλάδα, (αλλά και η Αγγλία, η Σουηδία κ.ά.) έχουμε χρόνια επικράτηση στα ανώτερα κλιμάκια των συνδικαλιστικών οργανώσεων, δυνάμεων που ανήκουν στα αντίστοιχα εναλλασσόμενα κυβερνητικά κόμματα, οι οποίες, συντασσόμενες με όλες τις αντεργατικές κυβερνητικές πολιτικές των τελευταίων δεκαετιών, αποτέλεσαν τον κύριο προπαγανδιστή της κυβερνητικής-φιλεργοδοτικής πολιτικής και συνεπακόλουθα σημαντικό παράγοντα εκφυλισμού της συνδικαλιστικής δράσης. Την ίδια στιγμή το κράτος παρεμβαίνει ακόμα πιο έντονα στους όρους πώλησης της εργατικής δύναμης παραμερίζοντας την όποια συνδικαλιστική ελευθερία μέσω της μονομερούς διαμόρφωσης —και μείωσης— των κατώτατων μισθών, ενώ αποδυναμώνει ποικιλοτρόπως το θεσμό των συλλογικών διαπραγματεύσεων με μέτρα όπως η μη καθολικότητα των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας(13). Ταυτόχρονα, κράτος και η εργοδοσία προωθούν την ύπαρξη επιχειρησιακών συνδικάτων σε αντίθεση με τα κλαδικά και νομοθετούν αντίστοιχα την υπερίσχυση της επιχειρησιακής Σ.Σ.Ε., λόγω της ευκολίας ελέγχου και προσάρτησης των επιχειρησιακών σωματείων στην επιχειρηματική πολιτική. Η αποδυνάμωση ή και κατάργηση των κλαδικών συνδικάτων και γενικότερα των δευτεροβάθμιων συνδικαλιστικών οργανώσεων επιφέρει μεγάλο χτύπημα στην συνειδητοποίηση της κοινής συνισταμένης που μπορεί και ενώνει τους εργαζομένους διαφορετικών επιχειρήσεων, περιοχών και ειδικοτήτων ανά περίπτωση. Τα κλαδικά συνδικάτα, που για αυτό πολεμήθηκαν λυσσαλέα κατά την εμφάνισή τους(14), επιτελούν και αυτόν τον ρόλο ενίσχυσης των ταξικών χαρακτηριστικών του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος, οργανώνοντας τον αγώνα σε ένα επίπεδο που ξεπερνάει τις αρχικές καθαρά συντεχνιακές αναζητήσεις και απαιτήσεις ενός αποσπασμένου, μεμονωμένου χώρου και ενώνουν τους απασχολούμενους στον χώρο δράσης τους σε ένα αγώνα, που είναι μεν κατά βάση οικονομικός, αλλά αποτελεί βασικό και αναντικατάστατο προστάδιο και σχολείο της ανώτερης ταξικής πάλης.

Γίνεται έτσι όλο και ευκολότερα αντιληπτό πως όταν η επίθεση λαμβάνει χώρα σε κεντρικό πολιτικό και νομοθετικό επίπεδο η μόνη λύση είναι ο πολιτικοποιημένος εργατικός αγώνας. Η κάθε μία ξεχωριστή οικονομική — συνδικαλιστική απαίτηση δεν έχει ουσιαστικό αντίκρισμα σε μια περίοδο που αφαιρείται βίαια το σύνολο των εργατικών κατακτήσεων των δύο τελευταίων αιώνων. Τι αξία έχει άραγε για παράδειγμα, η —όχι για πολύ καιρό ακόμη— κατοχύρωση του οκταώρου, όταν πλέον υπάρχουν δεκάδες νόμιμοι τρόποι καταστρατήγησής του (διευθέτηση χρόνου εργασίας, απλήρωτες υπερωρίες, εργασία το Σάββατο κλπ); Εξάλλου, όταν η πλειοψηφία των αντεργατικών, φιλεργοδοτικών και αντιλαϊκών ρυθμίσεων αποτελούν νόμους του κράτους, που πέρασαν ή με τα λεγόμενα «Μνημόνια» ή και πρωτύτερα, το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα, βρίσκεται μπροστά σε δύο επιλογές: ή να μην οργανώσει αγώνες και απεργίες ή αυτές που θα οργανώσει να είναι θέλοντας και μη de facto πολιτικές, αφού θα έχουν αποδέκτη αναπόφευκτα την Κυβέρνηση και τα αιτήματά τους θα είναι πολιτικά, εφόσον θα αφορούν καταργήσεις νόμων και θεσπίσεις μέτρων αντιδιαμετρικά αντίθετων και σίγουρα ασυμβίβαστων με την εφαρμοζόμενη πολιτική, εγχώρια αλλά και διεθνή. Η de facto νομιμότητα των αγώνων αυτών ήδη έχει αρχίσει να διαφαίνεται, όταν παρά τη σωρεία καταδικαστικών αποφάσεων κατά των κάθε λογής απεργιών, είτε αυτές διεξάγονται ως απλό μέσο πίεσης και άμυνας για μη χειροτέρευση των εργασιακών όρων, είτε είναι διεκδικητικές ή πολιτικού χαρακτήρα, οι απεργοί δείχνουν την αυξανόμενη τάση να αγνοούν τις δικαστικές απαγορεύσεις, την εργοδοτική και αστυνομική τρομοκρατία, ακόμα και τους τόνους μιντιακής προπαγάνδας εναντίον τους, και να συνεχίζουν τον απεργιακό τους αγώνα(15). Επίσης, απεργίες και στάσεις εργασίας έχουν λάβει χώρα, παρά και ενάντια στη στάση του οικείου σωματείου, είτε σε απευθείας σύνδεση με το αντίστοιχο κλαδικό είτε με τη δημιουργία επιτροπών και άλλων μορφών οργάνωσης(16). Η παραπάνω στάση ανυπακοής και απειθαρχίας στους υπάρχοντες και ισχύοντες νόμους και τις εκδιδόμενες δικαστικές αποφάσεις βασίζεται σε μια δυνατότητα εν τοις πράγμασι εργατικής και λαϊκής νομιμοποίησης των πολιτικών αγώνων και αποτελεί τη φύτρα μιας νέας νομιμότητας: της εργατικής, της λαϊκής νομιμότητας. Αυτή η εξέλιξη οφείλεται μεταξύ άλλων και στην σταδιακή περιέλευση του Συντάγματος και του νομικού εποικοδομήματος σε πλήρη απορρύθμιση και αναξιοπιστία, καθώς και στην απομυθοποίηση του «κοινωνικού διαλόγου» και της «κοινωνικής ειρήνης» ως μηχανισμών διασφάλισης του λεγόμενου γενικού συμφέροντος, μέσω της αχρησίας και ανενέργειας σειράς κατοχυρωμένων νομικά λαϊκών κατακτήσεων και παράλληλα ολοένα και συχνότερης ενεργοποίησης απαρχαιωμένων αντιλαϊκών διατάξεων.

Τα παραπάνω ενισχύονται από το γεγονός ότι οι κυβερνήσεις των εργοδοτών και της Ευρωπαϊκής Ένωσης καταργούν ακόμα και τα μέτρα εκείνα που συνέβαλλαν στην εξομάλυνση των κοινωνικών συγκρούσεων, στην εκτόνωση των εργατικών αγώνων, όπως αυτό της διαιτησίας και της μεσολάβησης, της διαβούλευσης εργοδοτών – εργαζομένων για μια σειρά ενδο-επιχειρησιακά ζητήματα, με την ταυτόχρονη διεύρυνση της έκτασης του διευθυντικού δικαιώματος, την υποβάθμιση φορέων όπως η Επιθεώρηση Εργασίας και την εντονότερη επέμβαση στη μονομερή διαμόρφωση των εργασιακών όρων. Οι ειρηνευτικές, εξάλλου, συμφωνίες μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων, ακόμα και αυτή καθαυτή η υπογραφή συλλογικής συμβάσεως, δεν αποτελούν τίποτα περισσότερο από σύμφωνα ανακωχής τακτικού χαρακτήρα, προϊόντα μιας προσωρινής εξισορρόπησης των αντίπαλων κοινωνικών δυνάμεων, που με τη σειρά της προσδιορίζεται από το δοσμένο κάθε φορά συσχετισμό τους στον ευρύτερο κοινωνικοπολιτικό περίγυρο. Αυτό σημαίνει ότι η λύση και λήξη κάθε εργατικού αγώνα κλείνει μέσα της το σπέρμα της επόμενης ρήξης, μιας ρήξης που αντικαθρεφτίζει την εξουσιαστική δομή των κυρίαρχων παραγωγικών σχέσεων.

Συμπερασματικά, όσο διατηρείται η κυρίαρχη κοινωνικοοικονομική αντίφαση ανάμεσα στον κοινωνικό χαρακτήρα της παραγωγής και στην καπιταλιστική ιδιοποίησή της, όσο αναπαράγεται η σύγκρουση παραγωγικών δυνάμεων και σχέσεων παραγωγής, υπάρχει η δυνατότητα να εντείνεται και η κρίση νομιμοποίησης του πολιτικού και νομικού συστήματος — παράγοντας που μπορεί να οδηγήσει σε πολιτικοποίηση, ριζοσπαστικοποιώντας τους εργατικούς αγώνες, αναζωογονώντας και μαζικοποιώντας τα συνδικάτα, μεταφέροντας τη σύγκρουση σε επίπεδο αντιπαράθεσης με την πολιτική εξουσία, αμφισβητώντας και τη βάση του ίδιου του κοινωνικοοικονομικού συστήματος. Είναι εμφανές πως στο επόμενο διάστημα θα ενταθεί η ιδεολογικοπολιτική διαπάλη για την κατεύθυνση του συνδικαλιστικού κινήματος εξαιτίας και της επιχειρούμενης αναστολής της παραπάνω διαδικασίας μέσω της απόπειρας μετατροπής των συνδικάτων σε στήριγμα μιας κυβέρνησης επεκτατικής καπιταλιστικής διαχείρισης.

Οι συνδικαλιστικές οργανώσεις πρέπει να επανακτήσουν την κλονισμένη αξιοπιστία τους, τη (συρρικνωμένη πλέον) αντιπροσωπευτικότητά τους, να έρθουν σε οριστική ρήξη με τον οπορτουνισμό και τις συμβιβασμένες εργοδοτικές ηγεσίες, να παλέψουν για να ανασχέσουν και να ανατρέψουν τον εργασιακό μεσαίωνα κινούμενες στη γραμμή της ανυπακοής και επεξεργαζόμενες ταυτόχρονα ένα ρωμαλέο και αποτελεσματικό πρόγραμμα ρήξης με τα καπιταλιστικά δεσμά. Απαραίτητη προϋπόθεση αποτελεί η ενίσχυση και δημιουργία ενωτικών συνδικαλιστικών σωματείων, που θα συνενώνουν, θα καλύπτουν και θα συντονίζουν εργαζόμενους ασχέτως εργασιακής σχέσης, κυρίως σε επίπεδο κλάδου, βάζοντας τέρμα στις συντεχνιακές διασπαστικές τακτικές. Πρέπει να καταστεί σαφές πως η ίδια η δράση των εργαζομένων, η συλλογική τους «παρανομία», θα είναι αυτή που θα διαμορφώσει μια νέα νομιμότητα. Αυτό αποδεικνύεται από την ιστορική διαδρομή μιας σειράς θεμελιωδών εργασιακών και συνδικαλιστικών δικαιωμάτων, με χαρακτηριστικότερο αυτό της απεργίας και των συνδικάτων, που πρώτα δημιουργήθηκαν και μετέπειτα, μέσω σκληρής πάλης, νομιμοποιήθηκαν.

Το κεφάλαιο με τη βοήθεια της συγκεκριμένης δύναμής του στην αγορά, με την πολιτική εξουσία στα χέρια του, με τις δυνατότητες εκλογίκευσης της παραγωγής με εισαγωγή νέας τεχνολογίας και την πολιτική επενδύσεων, είναι σε θέση να νοθεύει και να εξουδετερώνει τα οικονομικά οφέλη που πέτυχαν οι μισθωτοί ύστερα από σκληρούς συλλογικούς αγώνες(17). Η πάλη του εργατικού κινήματος, για όλους τους παραπάνω λόγους, θα είναι πάντα περιορισμένη και χωρίς προοπτική, αν δε διεξάγεται συνδυασμένα με όλες τις μορφές: ιδεολογική, πολιτική, οικονομική. H πολιτικοποίηση, η πολιτική πάλη, πρέπει να συμβάλλει στη συνειδητοποίηση της λύσης του βασικού προβλήματος που είναι το πρόβλημα της εξουσίας(18). Αυτό γιατί όσες κατακτήσεις κι αν αποσπάσει η εργατική τάξη με τον αγώνα της, αυτές μόνες τους δεν αλλάζουν τη θέση της στις σχέσεις παραγωγής, που είναι σχέσεις εκμετάλλευσης και εξάρτησης από το κεφάλαιο. Είναι σαφές πως οι εργασιακές σχέσεις χωρίς μαζικά, ενωμένα και συντονισμένα, αγωνιστικά και ταξικά συνδικάτα οδηγούνται στην τροχιά της εξατομίκευσης και συνακόλουθα της πλήρους υποταγής στις νομοτέλειες της λογικής της συσσώρευσης και αναπαραγωγής του κεφαλαίου. Συνδικάτα που δε διεξάγουν σήμερα τον αναγκαίο πολιτικό αγώνα είναι στον ένα ή τον άλλο βαθμό και ανεξαρτήτως προθέσεων αδύναμα να πετύχουν έστω και μικρές προσωρινές κατακτήσεις, είναι ενσωματωμένα στην κυρίαρχη λογική της διαιώνισης της εκμετάλλευσης. Συνδικάτα που επιμένουν στην τυφλή πίστη στην Ευρώπη των ελευθεριών του κεφαλαίου, συνδικάτα που καλλιεργούν τον εφησυχασμό πως η αλλαγή πολιτικού προσωπικού σε κυβερνητικό επίπεδο αποτελεί λύση για τα προβλήματά των εργαζομένων, είναι καταδικασμένα στο συμβιβασμό και τον εκφυλισμό. Για αυτό πρέπει να συνδέεται η οικονομική με την πολιτική πάλη, αποβλέποντας στην επίλυση της βασικής αντίθεσης μεταξύ κοινωνικοποίησης της εργασίας και ιδιοποίησης του προϊόντος, και δίνοντας προοπτική στην αποστολή και φύση της εργατικής τάξης ως διάδοχης τάξης εξουσίας.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

(1) Οι ανατροπές στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες, που οδήγησαν και στην παγκόσμια υποχώρηση του κομμουνιστικού κινήματος, συμπαρέσυραν κάθε έννοια αγωνιστικότητας, ελπίδας και συλλογικότητας, ευνοώντας ιδεολογήματα όπως το τέλος της ιστορίας καθώς και ατομοκεντρικές διεξόδους. Είναι γεγονός πως ένα μεγάλο τμήμα του παγκόσμιου κοινωνικού σώματος απέδιδε στις χώρες αυτές μια μορφή συλλογικής συμμετοχικής εξουσίας και ένα θετικό συμβολισμό για το παγκόσμιο εργατικό και συνδικαλιστικό κίνημα. Η παρουσία δε της ΕΣΣΔ, ως αντιπάλου δέους στον καπιταλισμό, επηρέασε διαχρονικά θετικά τα συνδικαλιστικά κινήματα των δυτικών χωρών, καθιστώντας περισσότερο ευάλωτες τις δυτικές εξουσίες απέναντι στις εργατικές διεκδικήσεις, ασκώντας μια έμμεση, αλλά αποτελεσματική μορφή πίεσης.

(2) Π.χ. αποκλεισμός από το 41ο συνέδριο της ΠΟΕ-ΟΤΑ (24.04.2012) με απόφαση της πλειοψηφίας (ΠΑΣΚΕ – ΔΑΚΕ) 15 σωματείων, ήτοι πάνω από 100 αντιπροσώπων, που αποτελούν το 13% των συνέδρων. Την ίδια στιγμή η πλειοψηφία των συνδικαλιστικών οργανώσεων δεν αποδέχεται βάσει καταστατικού την εγγραφή ως μελών των συμβασιούχων και άλλων προσωρινών εργαζομένων, σε αντίθεση με σωματεία που πρόσκεινται στο ΠΑΜΕ, το οποίο δέχεται στις γραμμές του όλους τους εργαζόμενους, ασχέτως του είδους της σχέσης εργασίας.

(3) Χώρες π.χ. με μεγάλη συνδικαλιστική πυκνότητα, όπως η Σουηδία, καταγράφουν την τελευταία διετία απώλειες 130 χιλιάδων μελών για τη μεγαλύτερη εθνική οργάνωση LO. Μια σημαντική αιτία αυτής της εξέλιξης είναι και η εξάπλωση των ευέλικτων μορφών απασχόλησης, που πλήττουν κυρίως τους νέους που παρουσιάζουν 52% πυκνότητα στις ηλικίες ως 24 ετών, όταν η συνολική πυκνότητα υπερβαίνει το 80%. Σημαντικός παράγοντας είναι επίσης η στενή σχέση της LO με το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα. Βλ. ΙΝΕ – ΓΣΕΕ, Ετήσια ‘Έκθεση 2009, Οι εργασιακές σχέσεις στην Ευρώπη και στην Ελλάδα, σελ. 35.

(4) OECD, Employment Outlook, 2004.

(5) Ελένη Μπέλλου, «Οι οικονομικές και πολιτικές εξελίξεις», ΚΟΜΕΠ, τομ. 4-5 (2012): σελ.15.
Αντίστοιχα, σύμφωνα με τα Στοιχεία Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας Κεντρικής Μακεδονίας, από 14/2 ως 31/5 το 2012, 25.714 εργαζόμενοι υπέγραψαν επιχειρησιακές ή ατομικές συμβάσεις
με μειώσεις μισθών. Πανελλαδικά η μετατροπή συμβάσεων από πλήρους σε ελαστικής εργασίας ήταν αυξημένη κατά 33,7% το πρώτο 4μηνο του 2011 συγκριτικά με το ίδιο του 2010 και κατά 43,6% το πρώτο 4μηνο του 2012 σε σχέση με το 2011. (βλ. στο ίδιο, σελ. 20).

(6) Βλ. συναντήσεις ΣΕΒ-ΓΣΕΕ 18.01.2012 και 12.01.2012.

(7) Κάλεσμα ΓΣΣΕ για μη συμμετοχή σε απεργία Εργατικών Κέντρων και Ομοσπονδιών για τις
17.2.2010. Βλ ανακοίνωση 16.12.09, http://www.gsee.gr.

(8) Συνέντευξη του Π. Σκουρλέτη, εκπροσώπου τύπου του ΣΥΡΙΖΑ, στον ρ/σ «Στο Κόκκινο», 12.09.12: «… ίσως πρέπει να βρούμε και άλλους τρόπους… και το βράδυ ή το απόγευμα να είμαστε εκείνοι, οι οποίοι θα κατεβαίνουμε στους δρόμους, θα διαδηλώνουμε και θα δημιουργούμε μια άνευ προηγουμένου πολιτική και κοινωνική πίεση…», http://www.syriza.gr. Άρθρο Αλέκου Καλύβη, μέλους Γραμματείας ΣΥΡΙΖΑ, «Η κατάσταση στο συνδικαλιστικό κίνημα και πως θα την αλλάξουμε», 28.11.2012: «…Πάντως στις σημερινές συνθήκες που έχουν προηγηθεί πολλές απεργιακές κινητοποιήσεις,… χρειάζονται οπωσδήποτε οι γενικές απεργίες…, ωστόσο πρέπει να συνδυάζονται με μορφές μαζικών, μαχητικών, διαδηλώσεων σε απογευματινές ώρες που ασκούν πολιτική πίεση, με καταλήψεις, με μορφές ανυπακοής, με ακτιβισμούς», http://www.apnet.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=2776:2012-11-28-12-02-02&catid=77:arthergkin&Itemid=177

(9) Αμφότερες οι αποφάσεις είναι αδημοσίευτες

(10) Βλ. Αυγή, 09.10.2012, άρθρο Ανδρέα Κόλλα, πρώην στελέχους της ΠΑΣΚΕ, νυν μετακομίσαντος στην Αυτόνομη Παρέμβαση, συνδικαλιστική παράταξη του ΣΥΡΙΖΑ, για την «Αναδιάταξη του συνδικαλιστικού κινήματος», με πρόταση για τη μετατροπή των πρωτοβάθμιων σωματείων σε «εργασιακά συμβούλια».

(11) Η δράση τους συνοψίζεται στο άρθρο 12 του ν.1767 ως εξής: «… Η λειτουργία των συμβουλίων των εργαζομένων είναι συμμετοχική και γνωμοδοτική και σκοπεύει στη βελτίωση των συνθηκών εργασίας των εργαζομένων σε συνάρτηση με την ανάπτυξη της επιχείρησης…»

(12) Η σουηδική εταιρία Electrolux, θέλοντας να κλείσει μερικά από τα καταστήματά της, κάλεσε σε διαβουλεύσεις τα ιταλικά και σουηδικά συμβούλια εργαζομένων. Στην πιο δεινή θέση από άποψη κινδύνου κλεισίματος ήταν η μονάδα στη Σουηδία, η οποία θα μεταφερόταν στην ιταλική πόλη Βάλε Νοντσέλο. Για το λόγο αυτό το σουηδικό συμβούλιο εργαζομένων έπεισε τους
Σουηδούς εργαζομένους να παραιτηθούν από οποιαδήποτε αύξηση μισθών για κάποιο διάστημα προκειμένου να αυξήσουν την ανταγωνιστικότητά τους έναντι των Ιταλών. ‘Άμεσα άλλαξε η στάση του εργοδότη που ενημέρωσε τους Ιταλούς ότι η μονάδα θα παραμείνει στην Σουηδία! Οι Ιταλοί εργαζόμενοι έκαναν παρέμβαση στον Ιταλό Υπουργό Εργασίας για να μην κλείσει η δική τους μονάδα (σημ. η Electrolux είχε πάρει τη θέση της Zanussi, η οποία είχε επιτύχει δέσμευση από το ιταλικό κράτος να μην γίνουν απολύσεις για κάποιο διάστημα, δέσμευση η οποία μεταφέρθηκε και στην Electrolux), κάτι που τελικά επετεύχθη.

(13) Μετά το «τρίτο μνημόνιο» ένας εργοδότης είναι αναγκασμένος να εφαρμόζει τους όρους μιας
ΣΣΕ, μόνο αν είναι ο ίδιος μέλος της αντίστοιχης συμβαλλόμενης εργοδοτικής οργάνωσης

(14) Βλ. Μπόγιερ Ο. Ρίτσαρντ – Χέρμπερτ. Μ. Μόρε, Η Άγνωστη Ιστορία του Εργατικού Κινήματος Των ΗΠΑ, Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 1993, για τον πόλεμο του κεφαλαίου στα λεγόμενα βιομηχανικά συνδικάτα, τα οποία ήταν ή επιχειρησιακά (ή ανά όμιλο επιχείρησης), αλλά συνηθέστερα κλαδικά, και αναιρούσαν τον συντεχνιακό και διασπαστικό σύστημα της οργάνωσης ανά επάγγελμα. Χαρακτηριστική ήταν και η μέχρι τέλους αντίσταση της AFL (τριτοβάθμιας συνδ. οργάνωσης), η οποία αρνούνταν να εγγράφει βιομηχανικά συνδικάτα στις γραμμές της.

(15) Αρις Καζάκος, Καθηγητής Εργ. Δικαίου ΑΠΘ, σε ημερίδα του ΔΣΑ 14-02-2003: «… Είμαστε όλοι μάρτυρες του γεγονότος ότι αρχίζουν οι εργαζόμενοι να απεργούν, παρά την έκδοση αποφάσεων που κρίνουν καταχρηστικές, ή γενικώς παράνομες τις απεργίες….»

(16) Βλ. πρόσφατες κινητοποιήσεις των εργαζομένων στα ΙΚΕΑ, 21 με 24 Νοεμβρίου 2012.

(17) Τραυλός – Τζανετάτος Δ., Συνδικαλιστική δράση στην επιχείρηση και Σύνταγμα, Αθήνα, Σάκκουλας, 1984, σελ. 29-32.

(18) Βλ. ανάλυση της αναγκαίας πολιτικοποίησης στην Απόφαση: «Η δουλειά του Κόμματος στην εργατική τάξη και το συνδικαλιστικό κίνημα», ΚΚΕ, Μάρτης 2010. http://www.kke.gr

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *