Συλλογικός εργάτης ή εργάτης-μάζα (Σημειώσεις για μια κριτική του εργατισμού)

 

 

 

 

Συλλογικός εργάτης ή εργάτης-μάζα (Σημειώσεις για μια κριτική του εργατισμού)

του Ηλία Ίωακείμογλου

Ο ιταλικός εργατισμός, πολιτικό ρεύμα που πρωτοεμφανίστηκε στις αρχές της δεκαετίας του ’60, αρχίζει να γίνεται σιγά σιγά γνωστός και στην Ελλάδα είτε μέσα από κάποιες εκδόσεις κειμένων των Αντόνιο Νέγκρι, Μάριο Τρόντι, Ρανιέρο Παντσιέρι και άλλων1 είτε μέσα από τις ειδήσεις γύρω από τη δίκη του Αντόνιο Νέγκρι.

Φαίνεται πως όχι μόνο ορισμένα από τα θεωρητικά συμπεράσματα αλλά και κυρίως η εργατίστικη ιδεολογία που υιοθετεί αυτό το ρεύμα αρχίζουν να αποκτούν θετική απήχηση και στη χώρα μας. Τόσο σε κάποιες μερίδες της αριστερής διανόησης όσο και σε κάποιους αγωνιστές που συσπειρώνονται γύρω από τα εργοστασιακά συμβούλια, τα οράματα της αυτονομίας και της αυτοδιαχείρισης. Έτσι, η συζήτηση γύρω από τα θεωρητικά πορίσματα και τις πολιτικές προτάσεις του ιταλικού εργατισμού παίρνει ολοένα και μεγαλύτερες διαστάσεις.

Το άρθρο του Σάκη Δρόσου «Κοινωνία, Κράτος και εργατική δύναμη» στις «Θέσεις» No 1 στάθηκε αφορμή για τη δική μου παρέμβαση. Όπως θα δούμε στη συνέχεια, η τοποθέτηση του Σ.Δ. είναι έντονα επηρεασμένη από τον ιταλικό εργατισμό, ιδιαίτερα στην ενότητα που ονόμασε: «οι Καπιταλιστικές Σχέσεις Παραγωγής».

Ο ιταλικός εργατισμός παρουσιάζει μία ιδιομορφία σε σχέση με τις παραλλαγές του εργατισμού που εμφανίστηκαν σε άλλες Ιστορικές συγκυρίες. Δηλαδή, δεν αρκείται σε ένα εργατικό πρακτικισμό, αλλά επιχειρεί να συγκροτήσει μία θεωρητική βάση γι’ αυτόν τον πρακτικισμό, με αφετηρία το έργο του Μαρξ. Έχει αναληφθεί, λοιπόν, από τους θεωρητικούς του ιταλικού εργατισμού το εγχείρημα της «αποκατάστασης» και ριζικής «ανασκευής» του Ιστορικού υλισμού. Εγχείρημα, που όπως θα δούμε δεν μπορεί παρά να κριθεί σαν τουλάχιστον ατυχές.

Δεν είναι στις προθέσεις αυτού του άρθρου να παρακολουθήσει σημείο προς σημείο τις περιπέτειες αυτού του εγχειρήματος, θα περιοριστούμε λοιπόν εδώ σε μερικές σημειώσεις για:

1) Την κριτική της έννοίας εργάτης-μάζα ως εννοίας αντίπαλης αυτής του συλλογικού εργάτη, τόσο επειδή ο εργάτης-μάζα είναι η έννοια αποφασιστικός κρίκος του ιδεολογικού μορφώματος του εργατισμού, όσο κι επειδή η έννοια του συλλογικού εργάτη είναι στρατηγικής σημασίας για την Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας.

2) Την κριτική ορισμένων θέσεων που βρίσκονται στο κείμενο του Σ.Δ. και που έχουν σχέση με τη θεωρία της υπεραξίας του Μαρξ, επειδή και αυτή είναι στρατηγικής σημασίας για τον ιστορικό υλισμό.

Επειδή πολλές απόψεις του Σ.Δ. βασίζονται στην παραχάραξη κλασικών προτάσεων της κριτικής της πολιτικής οικονομίας, η παράθεση αποσπασμάτων από το Κεφάλαιο ήταν αναγκαία. Επειδή όμως ο αναγνώστης που ενδιαφέρεται δεν θα δυσκολευτεί ν’ ασχοληθεί περισσότερο μόνος του, έχοντας στη διάθεση του τη βιβλιογραφία που θα βρει στα δύο άρθρα, η παράθεση αυτή περιορίστηκε στο ελάχιστο.

Συλλογικός εργάτης η εργάτηςμάζα

Ο καθηγητής Νέγκρι και οι φίλοι του, ανέπτυξαν τη θέση της εμφάνισης ήδη από τη δεκαετία του ’20 ενός καινούργιου τύπου εργάτη, τον οποίο ονόμασαν εργάτη μάζα. Πρόκειται για τον εργάτη που το κεφάλαιο τον καταδικάζει σε κατατεμαχισμένη, επαναληπτική και στοιχειώδη εργασία, του αφαιρεί την ειδίκευση και τον υποβιβάζει σε εξάρτημα της μηχανής μέσα στο σύγχρονο εργοστάσιο. Ο εργάτης-μάζα είναι αποτέλεσμα της «πραγματικής υποταγής της εργασίας στο κεφάλαιο».

Ο Σ.Δ. τον περιγράφει σαν τον εργάτη που είναι ικανός για οποιασδήποτε μορφής εργασία εφ’ όσον αυτή τείνει να απαιτεί συνεχώς λιγότερες ειδικές γνώσεις.

Η ανάγνωση του Κεφαλαίου που επιχειρήθηκε ήδη 20 χρόνια πριν, από τους θεωρητικούς του ιταλικού εργατισμού2 και που ήταν στην πραγματικότητα ανάγνωση μόνο του τέταρτου μέρους του πρώτου βιβλίου, αλλά και μια σειρά από αναλύσεις της καπιταλιστικής οργάνωσης της εργασίας μέσα στο σύγχρονο εργοστάσιο,3 έφεραν στο θεωρητικό προσκήνιο τη συζήτηση γύρω από την αποειδίκευση του εργάτη (η ακόμη καλύτερα, όπως την ορίζει ο Μαγκαλίν, την καταστροφή της αξίας χρήσης της εργατικής δύναμης).

Η βασική θέση του εργατισμού, έντονα ενισχυμένη από τις παραπάνω αναλύσεις, είναι ότι η εκμηχάνιση τροποποιεί τη διαδικασία της εργασίας έτσι ώστε οι εργάτες δουλεύοντας στην αλυσίδα παραγωγής χάνουν την ειδίκευσή τους, την τέχνη τους, τις τεχνικές τους γνώσεις, στοιχεία που ήταν το κύριο όπλο τους απέναντι στο κεφάλαιο. Η κίνηση αυτή της απειδίκευσης πήρε την ιστορική μορφή του Ταιηλορισμού και του Φορντισμού. Συνοπτικά, ο ταιηλορισμός με στόχο την εντατικοποίηση της εργασίας την κατατεμαχίζει στο έπακρο, ενώ φορντισμός εισάγει στην εργασιακή διαδικασία μηχανές που αυξάνουν την παραγωγικότητα της εργασίας οργανώνοντας την έτσι ώστε να επιτευχθεί ο άριστος κατατεμαχισμός της. Και οι δυο αποειδικεύουν τον εργάτη: τις γνώσεις του, τις δεξιότητες που έχει αναπτύξει μέσα στη δουλειά, τις ιδιοποιείται το κεφάλαιο και τις ενσωματώνει στις μηχανές. Ταυτόχρονα η εργασία διαιρείται σε διανοητική και χειρωνακτική, εργασία διεύθυνσης και εργασία εκτέλεσης, και οι επιστήμες γίνονται αυτόνομη παραγωγική δύναμη που ελέγχεται από το κεφάλαιο. Ο Ταιηλορισμός και ο Φορντισμός εμφανίζονται έτσι σαν απόπειρα του κεφαλαίου (τέλεια πετυχημένη κατά τον εργατισμό) να αποειδικεύσει τον εργάτη, να καταστρέψει την αξία χρήσης της εργατικής δύναμης με σκοπό:

-την μετατροπή του συσχετισμού δυνάμεων προς όφελος του

-την εξαγωγή πρόσθετης σχετικής υπεραξίας μέσω της υποτίμησης της εργατικής δύναμης και μέσω της αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας

-την εξαγωγή απόλυτης υπεραξίας με την εντατικοποίηση της εργασίας.

Οι θέσεις αυτές στηρίζονται στη μαρξιστική παράδοση: μπορεί να βρει κανείς πολλές σελίδες του Μαρξ που δίνουν στις θέσεις αυτές τους τίτλους της εγκυρότητας τους. Τα θέματα με τα όποια ασχολήθηκαν οι παραπάνω αναλύσεις βρίσκονται ήδη μέσα στο Κεφάλαιο, ιδιαίτερα στα κεφάλαια πάνω στη μανουφακτούρα και τη μεγάλη βιομηχανία.4 Συνοπτικά και πάλι, για τον Μαρξ η βασική αρχή της οργάνωσης της εργασίας είναι, την εποχή της μεγάλης βιομηχανίας, η συνεχής αντικατάσταση της εργασίας από μηχανικές λειτουργίες (λειτουργίες του συστήματος των μηχανών). Στη μανουφακτούρα, το μέσο εργασίας και η εργατική δύναμη αποτελούν μία αδιάσπαστη ενότητα: ο εργάτης κατέχει ένα σύνολο δεξιοτήτων και γνώσεων που είναι απαραίτητο στη χρησιμοποίηση του εργαλείου. Η μανουφακτούρα κατά συνέπεια, φέρνει σε σχέση εργάτες και μόνο μέσω αυτών φέρνει σε σχέση μέσα παραγωγής. Η εκμηχάνιση μετατρέπει τη σχέση του εργάτη με τα μέσα εργασίας: η εργαλειομηχανή χωρίζει το μέσο εργασίας από τον άμεσο παραγωγό και εγκαθιδρύει μια νέα ενότητα, που είναι η ενότητα μέσου και αντικειμένου εργασίας.

Έτσι, ο εργάτης χάνει την ικανότητα να βάζει σε λειτουργία μόνος του τα εργαλεία της κοινωνικής εργασίας. Χάνει τη δεξιότητα της τέχνης του μια κι αυτή δεν αντιστοιχεί πια στο χαρακτήρα των μέσων παραγωγής. Μαζί με το εργαλείο περνάει από τον εργάτη στη μηχανή και η δεξιοτεχνία του χειρισμού του. Η νέα ενότητα μέσου και αντικειμένου εργασίας επιτρέπει στην επιστήμη να γίνει παραγωγική δύναμη ανεξάρτητη από την εργασία των άμεσων παραγωγών και επιτρέπει την οργάνωση των μέσων εργασίας σε σύστημα μηχανών.

Σ’ αυτές τις κλασικές προτάσεις του Ιστορικού υλισμού στηρίχθηκαν οι θέσεις του εργατισμού για τον εργάτη-μάζα και οι αναλύσεις της «ιστορικής αποειδίκευσης» του εργάτη από τον Ταιηλορισμό και τον Φορντισμό. Στο ίδιο όμως το Κεφάλαιο, στο τέταρτο μέρος, αλλά και άλλου, βρίσκει κανείς χωρία που από τυπική άποψη μπορούν να θεωρηθούν αλληλοσυγκρουόμενα και που στη πραγματικότητα αντανακλούν τις δυο πλευρές μιας αντιφατικής τάσης. Οι αναλύσεις που προαναφέραμε στηρίχθηκαν σε μια ανάγνωση του τέταρτου μέρους που έβλεπε μόνο τη μια πλευρά της αντίφασης.

«Αυτό το πέρασμα [η αντικατάσταση εργασίας από μηχανικές λειτουργίες] που είναι εδώ το αντικείμενο μας, εμφανίζεται σαν μία τάση με την αυστηρή έννοια που έδινε ο Μαρξ σ’ αυτόν τον όρο, δηλαδή σαν μια δομική ιδιότητα του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής: η φύση των παραγωγικών δυνάμεων στον ΚΤΠ είναι η διαρκής μετάβαση από την εργασία του εργάτη στη μηχανική εργασία»5 (υπογράμμιση δική μου Η. Ι.).

Η τάση είναι ένας νόμος που η ολοκληρωτική του πραγματοποίηση εμποδίζεται από αίτιες που δρουν προς την αντίθετη κατεύθυνση. Αυτές οι αίτιες δεν είναι εξωτερικές ως προς το νόμο: αυτός είναι που καθορίζει τη δράση τους, δηλαδή τα ίδια του τα όρια.

Έτσι, όταν ο Μαρξ αντιφάσκει δεν κάνει τίποτ’ άλλο από το να αναφέρεται άλλοτε στη μια και άλλοτε στην άλλη πλευρά της αντιφατικής τάσης, που είναι η αντικατάσταση της εργασίας από λειτουργίες του συστήματος των μηχανών και όλα όσα επιφέρει. Στη μια πλευρά της αντίφασης αναφερθήκαμε ήδη. Είναι αυτή πάνω στην οποία στηρίχτηκαν οι αναλύσεις του Ταιηλορισμού κ.λπ. Προσπαθώντας να περιγράψουμε την άλλη πλευρά, σημειώνουμε μερικά αποσπάσματα από τον Μαρξ:

«Εδώ, το συνολικό προτσές [εργασίας] αυτό καθαυτό, αναλύεται αντικειμενικά στις φάσεις που το συγκροτούν και το πρόβλημα της διεκπεραίωσης κάθε μερικότερου προτσές και της σύνδεσης των διαφόρων μερικότερων προτσές μεταξύ τους λύνεται με την τεχνική χρησιμοποίηση της μηχανικής, της χημείας κ.λπ., οπότε, φυσικά, όπως γίνεται πάντα, η θεωρητική σύλληψη πρέπει να τελειοποιείται με βάση την πρακτική πείρα τη συσσωρευμένη σε μεγάλη κλίμακα».6 (υπογράμμιση δική μου Η.Ι.).

Η εφαρμογή λοιπόν των φυσικών επιστημών στην παραγωγή συνοδεύεται στη μεγάλη βιομηχανία από μία πρακτική πείρα συσσωρευμένη σε μεγάλη κλίμακα. Κι αυτή την πείρα την αποκτά μόνο ο συλλογικός εργάτης:

«Μονάχα η πείρα του συλλογικού εργάτη ανακαλύπτει και δείχνει… πως να εφαρμοστούν με τον απλούστερο τρόπο ανακαλύψεις που έγιναν, ποιες πρακτικές δυσκολίες πρέπει να ξεπεραστούν στην εφαρμογή της θεωρίας, στη χρησιμοποίηση της μέσα στη διαδικασία παραγωγής…»7

Η συσσωρευμένη πείρα του συλλογικού εργάτη είναι μάλιστα όρος για την αύξηση της εντατικότητας της εργασίας.

«Είναι αυτονόητο ότι με την πρόοδο των μηχανών και με τη συσσωρευμένη πείρα μιας ειδικής τάξης εργατών που δουλεύουν με μηχανές αύξανα φυσιολογικά η ταχύτητα και μαζί της η εντατικοποίηση της εργασίας».8

Επομένως, μέσα στο σύγχρονο εργοστάσιο, απ’ τη μια μεριά το κεφάλαιο ιδιοποιείται τις γνώσεις, τις πρακτικές γνώσεις, τις δεξιότητες του εργάτη, τον αποειδικεύει, χωρίζει τη διανοητική από τη χειρωνακτική εργασία, όρθωνα απέναντι του την επιστήμη σαν αυτόνομη παραγωγική δύναμη υλοποιημένη μέσα στο σύστημα των μηχανών, χωρίζει τις εργασίες διεύθυνσης από τις εργασίες εκτέλεσης, αλλά απ’ την άλλη μεριά και ταυτόχρονα δημιουργεί τους όρους για τη συγκρότηση ενός συλλογικού εργάτη που ανανεώνει ακατάπαυστα τις γνώσεις του, τις πρακτικές του γνώσεις, αναπτύσσει καινούργιες πρακτικές και δεξιότητες, συσσωρεύει απέναντι στο κάθε τόσο ανανεωμένο σύστημα των μηχανών πρακτική πείρα χωρίς την οποία το σύστημα των μηχανών δεν μπορεί να λειτουργήσει. Το κεφάλαιο κάνει λοιπόν διαδοχικές προσπάθειες ιδιοποίησης των γνώσεων του συλλογικού εργάτη προτάσσοντας του ένα νέο σύστημα μηχανών και κάθε φορά ο συλλογικός εργάτης κατακτά καινούργια πρακτική πείρα. Και η ύπαρξη ενός τέτοιου συλλογικού εργάτη είναι όρος της άμεσης διαδικασίας παραγωγής.

Έτσι καταλαβαίνουμε γιατί η μετάβαση από την εργασία του εργάτη στη μηχανική εργασία είναι διαρκής, γιατί δεν ολοκληρώνεται ποτέ, γιατί είναι μία τάση με την έννοια που έδινε ο Μαρξ σ’ αυτόν τον όρο. Η έννοια του εργάτη-μάζα είναι λοιπόν το προϊόν μιας εκλεκτικής ανάγνωσης του Κεφαλαίου, και προϊόν μιας αδυναμίας κατανόησης της έννοιας της αντιφατικής τάσης όπως την εννοούσε ο Μαρξ.

Πέρα όμως από τη θεωρητική της ανεπάρκεια, η έννοια του εργάτη-μάζα γυρίζει την πλάτη στην πραγματικότητα. Μερικά παραδείγματα είναι αρκετά. Επιγραμματικά:

  1. Από το 1960, αρχίζει η προσπάθεια του κεφαλαίου να διεθνοποιήσει την παραγωγή με μετατόπιση παραγωγικών δραστηριοτήτων προς τον τρίτο κόσμο (σιδηρουργία, πετροχημικά, τσιμέντο, υφαντουργία, αυτοκινητοβιομηχανία κ.λπ.). Το σχέδιο αυτό της μετατόπισης, που δημιούργησε και όλη τη φιλολογία γύρω από τις πολυεθνικές εταιρείες, είχε μερική μόνο επιτυχία. Το κεφάλαιο επέλεξε τελικά μερικές χώρες: στις υπόλοιπες σταμάτησε τις άμεσες επενδύσεις. Η δυσκολία του κεφαλαίου να μετατοπίσει παραγωγικές δραστηριότητες σε χώρες του τρίτου κόσμου οφείλεται στην αδυναμία συγκρότησης στις χώρες αυτές ενός συλλογικού εργάτη ικανού να συσσωρεύει γρήγορα, απέναντι στο σύστημα των μηχανών, την πρακτική πείρα χωρίς την οποία το κεφάλαιο δεν μπορεί ν’ αξιοποιηθεί. Οι χώρες όπου οι άμεσες επενδύσεις συνεχίστηκαν ήταν εκείνες στις όποιες η συγκρότηση της εργατικής τάξης είχε αρχίσει δεκαετίες νωρίτερα (Μεξικό, Βραζιλία) και κάποιες άλλες (Νότια Κορέα, Χονγκ Κόνγκ, Ταϊβάν, Σιγκαπούρη) όπου η επέκταση της μισθωτής εργασίας έγινε με ιδιόμορφο τρόπο, τέτοιο ώστε η συγκρότηση ενός συλλογικού εργάτη, τέτοιον που τον περιγράψαμε, να είναι δυνατή.
  1. Στην ιδιόμορφη περίπτωση της Αλγερίας, της οποίας η κρατική αστική τάξη κατόρθωσε να εφοδιαστεί με σημαντικά σε όγκο μέσα παραγωγής, η δυσκολία συγκρότησης συλλογικού εργάτη που συσσωρεύει, κ.λπ., έχει σαν αποτέλεσμα οι μονάδες παραγωγής να δουλεύουν συχνά στο 30-40% της δυναμικότητας τους. (Σ’ αυτό συμβάλλουν συχνά κι άλλες ελλείψεις, τηλεπικοινωνιών, μεταφοράς και γενικά ελλείψεις υποδομής). Αυτή η δυσκολία συγκρότησης δεν είναι ένα τυχαίο γεγονός, αλλά έχει άμεση σχέση με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του κοινωνικού σχηματισμού (Διαίρεση της κρατικής αστικής τάξης σε δύο μερίδες πολιτικής εξουσίας οικονομικής εξουσίας, αυξημένο βάρος άλλων τρόπων παραγωγής κ.λπ.).

Ο αναγνώστης θα βρει ίσως ενδιαφέρον ν’ ασχοληθεί περισσότερο με την προσπάθεια διεθνοποίησης της παραγωγής, την περίπτωση της Αλγερίας10, η την περίπτωση της Νότιας Κορέας.11

  1. Η θεωρία του εργάτη μάζα, όπως είδαμε στην αρχή, στηρίζεται πάνω στις αναλύσεις του Ταιηλορισμού και του Φορντισμού. Αλλά η ταιηλορική φορντική οργάνωση της εργασίας άφορα κύρια τους κλάδους όπου, η πρώτη όλη υφίσταται κάποιο μηχανικό η άλλο φυσικό μετασχηματισμό: αυτοκινητοβιομηχανία, ηλεκτρονική, υφαντουργία, ηλεκτρικές οικιακές συσκευές, κ.λπ. οι κλάδοι που λειτουργούν με βάση την αρχή της οδήγησης των χημικών αντιδράσεων, και όπου η ροή του αντικειμένου εργασίας είναι συνεχής, μικρή σχέση έχουν με τον Ταιηλορισμό και τον Φορντισμό, και μεγάλη με τον αυτοματισμό.12

Η θεωρία του εργάτη-μάζα δεν σταματάει σε όσα είδαμε.

«Αυτή η κατατεμαχισμένη, καθαρά επαναληπτική, τέλεια αλλοτριωμένη εργασία, του εργάτη μάζα, Ισοδυναμεί με εργασία που παρουσιάζεται αυθόρμητα σαν αφηρημένη εργασία, με την έννοια ότι είναι καθαρή ενεργοποίηση μιας δύναμης χωρίς ακριβές περίγραμμα, μιας δύναμης της οποίας το μόνο χαρακτηριστικό είναι η κινητικότητα…»13

Και ο Σ.Δ. σημειώνει για την εργατική δύναμη πως «το περιεχόμενο της δεν είναι συγκεκριμένο· τείνει να γίνεται όλο και πιο αφηρημένο».

Η εργασία του εργάτη-μάζα είναι λοιπόν αφηρημένη εργασία. Για τον Μαρξ, η εργασία πρέπει πρώτα να είναι συγκεκριμένη για να νοηθεί ως ανάλωση ανθρώπινης εργασίας με την αφηρημένη έννοια του όρου ακριβώς όπως το εμπόρευμα πρέπει να είναι αξία χρήσης για να είναι αξία.14

Η συγκεκριμένη εργασία είναι παραγωγική δραστηριότητα που ορίζεται από το σκοπό της, τον τρόπο δράσης της, το αντικείμενο της, τα μέσα που χρησιμοποιεί και το αποτέλεσμα της. Είναι χρήσιμη εργασία και εμφανίζεται μέσα στη χρησιμότητα του προϊόντος της, την αξία χρήσης. Είναι η εργασία που μπορεί κανείς «να τη δει με τα μάτια του».

Η αφηρημένη εργασία, είναι ανάλωση ανθρώπινης δύναμης εργασίας ανεξάρτητα από την ιδιαίτερη μορφή υπό την οποία αναλώθηκε αυτή η δύναμη.

Η έννοια της αφηρημένης εργασίας είναι ο λογικός κρίκος ανάμεσα στη συγκεκριμένη εργασία και την αξία: το συστατικό στοιχείο της αξίας είναι η αφηρημένη εργασία, η κοινωνικά αναγκαία εργασία. Η θεωρία της αξίας κάνει αφαίρεση των υλικών προσδιορισμών που αναφέρονται στην αξία χρήσης: συγκεκριμένη εργασία, παραγωγική δύναμη της εργασίας κ.λπ. Μέσα στο σύστημα αφηρημένων εννοιών της κριτικής της πολιτικής οικονομίας (που η εσωτερική τους σχέση εκφράζει νόμους) δεν μπορούμε να διανοηθούμε την εργασία παρά μόνο σαν αφηρημένη έννοια, δηλαδή αφού της αφαιρέσουμε τους υλικούς (εμπειρικούς) προσδιορισμούς της: το σκοπό της, τον τρόπο δράσης της, τα μέσα που χρησιμοποιεί κ.λπ. Η μαρξιστική αφαίρεση είναι αποκλεισμός, απομάκρυνση εμπειρικών προσδιορισμών. Η συγκεκριμένη εργασία, δεν είναι επομένως εκδήλωση, έκφραση, φαινομενική μορφή μιας ουσίας, δηλαδή της αφηρημένης εργασίας. Η έννοια της αφηρημένης εργασίας υποδεικνύει λοιπόν μια συγκεκριμένη πραγματικότητα «που κάλλιστα υπάρχει αλλά που δεν μπορούμε ούτε να “πιάσουμε με τα χέρια” ούτε να τη “δούμε με τα μάτια”».15

Παρ’ βλ’ αυτά, ο εργατισμός, κι ο Σ.Δ., ισχυρίζονται ότι η αφηρημένη εργασία παρουσιάζεται αυτοπροσώπως, δηλαδή μπροστά στα μάτια μας, μέσα στα σύγχρονα εργοστάσια: είναι, λένε, η εργασία του εργάτη μάζα. Μ’ αυτή τη θεωρητική επιπολαιότητα ο εργατισμός προσπάθησε να ανοίξει το δρόμο σε μια κριτική, όχι της καπιταλιστικής οργάνωσης της εργασίας, αλλά της εργασίας. (ο εργατισμός, κάποια στιγμή, λάνσαρε το σύνθημα «άρνηση της εργασίας»).

Εργάτης, εργασία και εργατική δύναμη

Ο Νέγκρι μιλάει για εξύμνηση της αξίας χρήσης της εργασίας και ο Σ.Δ. για αξία που πληρώνεται ο εργάτης για την εργασία που προσέφερε. Συγχέουν δηλαδή την εργατική δύναμη με την εργασία. Άλλη σύγχυση: ανάμεσα στον εργάτη και στην εργατική δύναμη:

«Το αγοραζόμενο εμπόρευμα η εργατική δύναμη είναι αδιαχώριστο από τον κάτοχο του τον εργάτη. Δεν είναι ιδιοκτησία του: είναι αυτός ο ίδιος. Είναι ένα υποκείμενο». (Σ.Δ.).

Όμως για την κριτική της πολιτικής οικονομίας, η εργατική δύναμη είναι ένα εμπόρευμα που όπως όλα τ’ άλλα εμπορεύματα έχει αξία χρήσης και αξία. Η αξία χρήσης της δεν ορίζεται καθ’ εαυτή. ‘ορίζεται:

1) απ’ την άποψη της διαδικασίας της εργασίας, ως το σύνολο των φυσικών και διανοητικών ικανοτήτων που υπάρχουν μεσ’ το σώμα του εργάτη και που όταν τεθούν σε κίνηση μπορούν να παράγουν αξίες χρήσης και

2) απ’ την άποψη της διαδικασίας αξιοποίησης του κεφαλαίου, ως η ικανότητα της (της εργατικής δύναμης) όταν καταναλωθεί παραγωγικά να παράγει αξία.

Όσο για την αξία της εργατικής δύναμης, για την οποία ο Σ.Δ. λέει ότι δεν προσδιορίζεται όπως αυτή των άλλων εμπορευμάτων, αυτή καθορίζεται από τον κοινωνικά αναγκαίο χρόνο για την παραγωγή της (χρόνος που αναλύεται στον κοινωνικά αναγκαίο χρόνο για την παραγωγή των μέσων συντήρησης και αναπαραγωγής της).

«Όταν λέμε ικανότητα για εργασία, δεν λέμε εργασία, όπως όταν λέμε ικανότητα για χώνεψη, δεν λέμε χώνεψη. Για τη δεύτερη λειτουργία χρειάζεται όπως είναι γνωστό κάτι παραπάνω από ένα γερό στομάχι».16

Η εργασία στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής είναι παραγωγική κατανάλωση της εργατικής δύναμης απ’ το κεφάλαιο. εργάτης, εργασία και εργατική δύναμη, είναι τρεις διαφορετικές πραγματικότητες.

Η σύγχυση ανάμεσα σ’ εργατική δύναμη κι εργάτη καθιστά δυνατή τη σύγχυση ανάμεσα σε προλετάριο και σε σκλάβο, και δημιουργείται έτσι το γόνιμο έδαφος πάνω στο όποιο μπορεί ν’ αναπτυχθεί μια ολόκληρη φιλολογία για τον “Άνθρωπο που πουλιέται, που υποβιβάζεται σε εμπόρευμα ενώ είναι ελεύθερος άνθρωπος, και άλλα τέτοια. Η αλλοτρίωση είναι απ’ τ’ αγαπημένα θέματα του ιταλικού εργατισμού.

Άλλα το κυριότερο είναι η σύγχυση ανάμεσα σ’ εργατική δύναμη και εργασία. Αυτή ακριβώς η διάκριση ανάμεσα σ’ εργασία κι εργατική δύναμη, είναι η διάκριση που επέτρεψε στον Μαρξ την ανακάλυψη της υπεραξίας. Η κατάργηση αυτής της διάκρισης καταργεί τη θεωρία της υπεραξίας του Μαρξ και επιτρέπει την εισαγωγή μιας άλλης θεωρίας όπου, όπως θα δούμε παρακάτω, η υπεραξία εμφανίζεται σαν το αποτέλεσμα μιας άνισης ανταλλαγής.

Σφαίρα κυκλοφορίας και σφαίρα παραγωγής

Για τον Μαρξ:

«...ο μετασχηματισμός του χρήματος σε κεφάλαιο, αρθρώνεται σε δυο αυτόνομες διαδικασίες που ανήκουν σε δυο σφαίρες απόλυτα διαφορετικές και χωρισμένες η μια από την άλλη. Η πρώτη διαδικασία αντιστοιχεί στη σφαίρα της κυκλοφορίας των εμπορευμάτων και διεξάγεται επομένως μέσα στην αγορά: είναι η αγορά πώληση της εργατικής δύναμης. Η δεύτερη διαδικασία είναι η κατανάλωση της εργατικής δύναμης που αγοράστηκε δηλαδή μ’ άλλα λόγια η διαδικασία παραγωγής».17

Ο Σ.Δ. έχει διαφορετική γνώμη. «Η εργατική δύναμη» λέει «πωλείται και κυκλοφορεί μόνο μέσα στη σφαίρα παραγωγής».

Υπεραξία και άνιση ανταλλαγή

Αυτό τον βοηθάει να προχωρήσει παρακάτω. Όχι μόνο, λέει, η εργατική δύναμη ανταλλάσσεται μέσα στη σφαίρα παραγωγής, αλλά επιπλέον, η εν λόγω ανταλλαγή είναι άνιση: «η αξία που πληρώνεται ο εργάτης για την εργασία [εδώ ξαναβρίσκουμε τη σύγχυση εργασίας και εργατικής δύναμης και τι εξυπηρετεί Η.Ι.] που προσέφερε δεν μπορεί να είναι ίση με την αξία που παρήγε». Έτσι κατορθώνει να εμφανίσει την υπεραξία σαν μια διαφορά που προκύπτει από μια άνιση ανταλλαγή νεκρής εργασίας έναντι ζωντανής εργασίας. Ο Μαρξ έγραφε για την πολιτική οικονομία ότι:

«...ταύτισε την ανταλλαγή μιας καθορισμένης ποσότητας αντικειμενοποιημένης εργασίας έναντι εργατικής δύναμης, ανταλλαγή που πραγματοποιείται μέσα στη διαδικασία της κυκλοφορίας, με την απορρόφηση ζωντανής εργασίας από την αντικειμενοποιημένη εργασία που έχει μορφή μέσων παραγωγής, απορρόφηση που πραγματοποιείται μέσα στη διαδικασία παραγωγής. Αυτό είχε σαν συνέπεια τη σύγχυση ανάμεσα στη διαδικασία ανταλλαγής μεταβλητού κεφαλαίου έναντι εργατικής δύναμης και τη διαδικασία απορρόφησης ζωντανής εργασίας από το σταθερό κεφάλαιο μέσα στη διαδικασία παραγωγής».18

Η ίδια ακριβώς σύγχυση κυριαρχεί μέσα στο κείμενο του Σ.Δ.

Ας αφήσουμε όμως τις διαφωνίες του Σ.Δ. με τον Μαρξ, κι ας δούμε μερικές θεωρητικές και πρακτικές συνέπειες των θέσεων που εξετάσαμε.

Εάν η υπεραξία προέρχεται απ’ την άνιση ανταλλαγή νεκρής έναντι ζωντανής εργασίας, τότε είναι προφανές ότι για να πραγματοποιηθεί η εν λόγω ανταλλαγή, η ύπαρξη μιας σχέσης εξουσίας είναι αναγκαία συνθήκη. Η άνιση ανταλλαγή, λέει ο Σ.Δ., επιβάλλεται στον εργάτη από το κεφάλαιο με την υπαγωγή του στους ρυθμούς της μηχανής η της αλυσίδας, στο χρονόμετρο, στον επιστάτη και στην εργοστασιακή αστυνομία. Μέσα σ’ αυτό το θεωρητικό σχήμα, είναι λοιπόν η σχέση εξουσίας που αναγκάζει τον εργάτη να δεχτεί την άνιση ανταλλαγή, και οι μηχανές εμφανίζονται σαν μέσα άσκησης εξουσίας (υπαγωγή του εργάτη στους ρυθμούς της μηχανής ο εργάτης εξάρτημα της μηχανής). Αυτή η εξουσία πηγάζει από α) την οικονομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, και β) την «κατοχή» των μέσων παραγωγής.

Αυτό το θεωρητικό σχήμα παραμερίζει από τη θεωρία, όλα τα προβλήματα που προέρχονται και εξαρτώνται από την έννοια της υλικής ιδιοποίησης των μέσων παραγωγής από τον άμεσο παραγωγό μέσα στη διαδικασία της εργασίας, δηλαδή από την έννοια των παραγωγικών δυνάμεων.

Από λογική άποψη, εάν η υπεραξία είναι αποτέλεσμα της άνισης ανταλλαγής, η παραγωγική σχέση της υλικής ιδιοποίησης των μέσων παραγωγής από τον άμεσο παραγωγό, είναι άχρηστη: Το παρακάτω θεωρητικό σχήμα στέκει στα πόδια του χωρίς αυτήν.

Μ’ άλλα λόγια: πάρτε το κλασικό μαρξιστικό σχήμα των παραγωγικών σχέσεων, κόψτε του τη σχέση της υλικής ιδιοποίησης των μέσων παραγωγής από τον άμεσο παραγωγό, και έχετε το θεωρητικό σχήμα που προτείνει ο Σ.Δ.: σχήμα που το δέχεται κατευθείαν από τον ιταλικό εργατισμό.20

Για τον εργατισμό λοιπόν, οι μηχανές ορθώνονται απέναντι στον εργάτη-μάζα σαν μέσα άσκησης της εξουσίας του κεφαλαίου, κι εκείνος έχει χάσει τα όπλα που είχε άλλοτε: τις γνώσεις του, τις δεξιότητες του κ.λπ. Αυτό έχει δύο (τουλάχιστο) συνέπειες: 1) Το μόνο που του απομένει να κάνει είναι το σαμποτάζ. «Η κυριαρχία και το σαμποτάζ» είναι ένα από τα βιβλία του Νέγκρι. Η κυριαρχία είναι του κεφαλαίου και το σαμποτάζ είναι ο μόνος τρόπος ανααξιοποίησης της εργατικής δύναμης. 2) Όταν ήταν ειδικευμένος αγωνιζόταν να υπερασπιστεί την ειδίκευσή του. Τώρα, αποειδικευμένος, δεν έχει να υπερασπιστεί παρά μόνο την ανθρώπινη φύση του, την υποκειμενικότητα του όπως λέει ο Σ.Δ. Το θέμα της αλλοτρίωσης επανεισάγεται έτσι ξανά στη θεωρία με όλες τις γνωστές συνέπειες.21

Ο ιταλικός εργατισμός, με τη θεωρία του των παραγωγικών σχέσεων ως σχέσεων εξουσίας, με την πρακτική του εργατικού σαμποτάζ, με την αγάπη του για την «υποκειμενικότητα» του εργάτη, με το σύνθημα του «άρνηση της εργασίας», ακόμη και με το λυρισμό του (μόνο η εξύμνηση της Ανθρώπινης Φύσης μπορεί να βγάλει τις ψηλές νότες του «Κυριαρχία και Σαμποτάζ») συναντάει τις καλύτερες παραδόσεις του αναρχισμού. Και αυτή η συνάντηση περνάει από μια ιδεαλιστική ανάγνωση του Μαρξ: από το σαμποτάζ της κριτικής της πολιτικής οικονομίας.

Δεν είναι τυχαίο που αυτή η ανάγνωση εκμεταλλεύεται σε βάθος τα Grundrisse22, πρόχειρα χειρόγραφα σημειώσεων του Μαρξ που δεν είχαν δημοσιευτεί από τον ίδιο και που, όπως λέει ο Αλτουσέρ, «Μαζί με την Γερμανική ιδεολογία, τα Grundrisse θα παρέχουν όλα τα αμφιλεγόμενα εδάφια που έχουν ανάγκη οι ιδεαλιστικές ερμηνείες της μαρξιστικής θεωρίας: μπορεί κανείς να το προβλέψει με σιγουριά».23

Υποσημειώσεις

  1. Για μια σύντομη εισαγωγή στις θέσεις του Ιταλικού εργατισμού βλέπε «Νεοκαπιταλισμός και Επαναστατικό κίνημα» με κείμενα των Ρανιέρο Παντσιέρι, Αντόνιο Νέγκρι, Μάριο Τρόντι, στις εκδόσεις Κομμούνα.
  1. Βλέπε στο ίδιο, το κείμενο του Παντσιέρι.
  1. Βλέπε κύρια τις αναλύσεις του Β. Corial, ιδιαίτερα «L’ Atelier et le Chronomètre» C. Bourgois,1979 και «Science, Technique et Capital» Seuil. Επίσης H. Braverman «Travail et Capitalisme» Maspero 1976…. –
  1. Κ. Μάρξ. «Το Κεφάλαιο». Βιβλίο πρώτο, κεφάλαιο 12 και 13.
  1. L. Althusser, E. Baiibar «Lire le Capital» II, σελίδα 128.
  1. Κ. Μαρξ «Το Κεφάλαιο» Βιβλίο Πρώτο, Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, σελίδα 395.
  1. Κ. Marx «Le Capital» (Σε τρεις τόμους), Βιβλίο τρίτο, Editions Sociales, 1977, σελίδα 114.
  1. «Το Κεφάλαιο», Βιβλίο ποώτο σελ. 425.
  1. Για μια συνολική ανάλυση, βλέπε το 5ο κεφάλαιο στο «De la socialisation» του C. Palloix Maspeio 1981.
  1. Βλέπε στο Le monde diplomatique, Νοέμβριος 82 σχετικό αφιέρωμα καθώς κα (C. Palloix «La formation de la classe ouvrière algérienne» στο Tiers Monde Ιουλίου – Σεπτεμβρίου 1980.
  1. Βλέπε Le monde diplomatique, Δεκέμβριος ’82, και «De la socialisation» δ.π. σελ. 125129.
  1. Βλέπε το άρθρο του Β. Coriat «Ouvriers et automates» στο βιβλίο «Usines et ouvriers» Maspero 1980.
  1. Στο ίδιο, J.P. de Gaudemar, εισαγωγή στο κείμενο του Νέγκρι.
  1. Βλέπε «Το Κεφάλαιο», Βιβλίο πρώτο, κεφάλαιο πρώτο, την παράγραφο 2 «Ο διπλός χαρακτήρας της εργασίας που περιέχεται στα εμπορεύματα».
  1. L. Althusser, πρόλογος στο «Κεφάλαιο» εκδόσεις Flammarion.
  1. «Το Κεφάλαιο», σελ. 186 πρώτο βιβλίο.
  1. Κ. Marx «Un chapitre inédit du Capital» 10 18, σελ. 162.
  1. Στο ίδιο σελ. 115.
  1. Για τη σχέση της ιδιοποίησης βλέπε «Lire ie Capital II», σελ. 124134.
  1. Βλέπε Παντσιέρι δ.π. σελίδα 79, (ιδιοκτησία, δεσποτισμός και ορθολογικοποίηση).
  1. Μας τις έκανε γνωστές το έργο του Αλτουσέρ.
  1. A. Negri «Marx audelà de Marx. Cahier de Travail sur les Grundrisse» C. Bourgois 1979.
  1. Λ. Άλτουσέρ, Εισαγωγή στο Κεφάλαιο, ό.π.

 

 

Το κείμενο βρίσκεται στο Περιοδικό Θέσεις, Τεύχος 3, περίοδος: Απρίλιος – Ιούνιος 1983

http://www.theseis.com/index.php?option=com_content&task=view&id=46&Itemid=29

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *