Τάσος Λειβαδίτης: Ποίημα

 

Ποίημα

 

Θυμάμαι όταν βγήκα απο τη φυλακή.

Το κουρεμένο κεφάλι μου άδειο και στρογγυλό σαν την υδρόγειο.

“Όχι, δέν πεινάω” έλεγα στους φίλους που με προσκαλούσαν στο τραπέζι τους,

ενώ την ίδια ώρα, άρπαζα κρυφά μια φούχτα κόλλυβα,

από ένα πιάτο ακουμπισμένο στη ραπτομηχανή.

Που βέβαια, τάτρωγα ύστερα, στην τουαλέτα.

Έτσι χόρτασα στη ζωή μου: με νεκρούς, ταπεινώσεις, ποιήματα,

χρονολογίες απο παλιές καταστροφές και οράματα απο αυριανές επαναστάσεις.

Και συχνά, για να εκδικηθώ τους άλλους, πούχαν την βλακεία να πιστέψουν σε εμένα,

έκανα διάφορες ποταπότητες και προστυχιές: δέν επέστρεφα τα χρέη μου, έκλαιγα μπροστά στους άλλους

η μιλούσα ατελείωτα στις κομματικές συγκεντρώσεις.

Γιατί αλήθεια, ξέχασα να πώ,

ότι απο τώρα ήμουνα δοσμένος σε μια μεγάλη υπόθεση-τόσο μεγάλη, θέ μου,

που νάχει τόπο ακόμα και για τους πιο ηλίθιους.

Δέν μπορώ όμως να μην ομολογήσω, πως οι άνθρωποι μου πρόσφεραν πολλά:

απιστίες οι γυναίκες, συμβουλές οι τρελλοί, απίθανα όνειρα οι σύντροφοι,

κάπως βέβαια όλα αυτά φθαρμένα απο τη χρήση και το χρόνο.

Μά η απληστία μου, σάν ένα πελώριο κύμα, τάλουζε όλα,

και τα ξανάβρισκα σα μόλις κομένα απο τον κόρφο του Θεού.

Κι οι μέρες μου, θριαμβευτικές,

στήριζαν τον υπέροχο, στέρεο αγκώνα τους πάνω στο νερό της ματαιότητας.

Τέλος, για να μην τα πολυλογώ, αφού έζησα όλο το μαρτύριο της ελπίδας,

έφτασα στο πιό απάνθρωπο έγκλημα: να πιστέψω στους ανθρώπους.

 

 

Τότε λοιπόν, γιατί απαγορεύεται σε έναν επαναστάτη, να αυτοκτονήσει.

 

 

 

Τάσος Λειβαδίτης, Ποιήματα, τόμος Α, εκδόσεις Κέδρος, σελ. 391-392.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *