Τα λάθη του σ.ΝΤ.Λ.Γιαροσένκο

 

 

Τα λάθη του σ.ΝΤ.Λ.Γιαροσένκο 

 

Τελευταία ο σ. Γιαροσένκο έστειλε γράμμα στα μέλη του Πολιτικού Γραφείου της ΚΕ του ΠΚΚ (μπ.) με ημερομηνία 20 του Μάρτη αυτού του χρόνου για μια σειρά οικονομικά προβλήματα, που συζητήθηκαν στη γνωστή συζήτηση του Νοέμβρη. Στο γράμμα υπάρχει το παράπονο του συγγραφέα για το ότι στα βασικά γενικευμένα ντοκουμέντα σχετικά με τη συζήτηση, όπως και στις «Παρατηρήσεις» του συντρόφου Στάλιν, «δεν αναφέρεται πουθενά η άποψη» του σ. Γιαροσένκο. Στο σημείωμα του ο σ. Γιαροσένκο, εκτός απ’ αυτό, κάνει πρόταση να του επιτραπεί να συντάξει «Πολιτική οικονομία του σοσιαλισμού» στο διάστημα ενός ή ενάμιση χρόνου, αφού του δοθούν γι’ αυτό δύο βοηθοί.

Νομίζω ότι πρέπει να εξετάσουμε στην ουσία τους, τόσο το παράπονο του σ. Γιαροσένκο όσο και την πρόταση του. Ας αρχίσουμε απ’ το παράπονο.

Σε τι, λοιπόν, συνίσταται «η άποψη» του σ. Γιαροσένκο, η οποία δεν πάρθηκε πουθενά υπόψη στα ντοκουμέντα που αναφέρθηκαν πιο πάνω;

 

1. Το κύριο λάθος του σ. Γιαροσένκο

 

Αν χαρακτηρίσουμε την άποψη του σ. Γιαροσένκο με δυο λόγια, τότε πρέπει να πούμε ότι είναι αντιμαρξιστική, επομένως πολύ λαθεμένη.

Το κύριο λάθος του σ. Γιαροσένκο συνίσταται στο ότι αυτός απομακρύνεται από το μαρξισμό στο ζήτημα του ρόλου των παραγωγικών δυνάμεων και των σχέσεων παραγωγής στην εξέλιξη της κοινωνίας, μεγαλοποιεί υπερβολικά το ρόλο των παραγωγικών δυνάμεων, ενώ, επίσης, υποτιμάει υπερβολικά το ρόλο των σχέσεων παραγωγής και καταλήγει δηλώνοντας ότι οι σχέσεις παραγωγής στο σοσιαλισμό είναι μέρος των παραγωγικών δυνάμεων. Ο σ. Γιαροσένκο είναι σύμφωνος να αναγνωρίσει κάποιο ρόλο στις συνθήκες των «ανταγωνιστικών ταξικών αντιθέσεων», εφόσον εδώ οι σχέσεις παραγωγής «εναντιώνονται στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων». Αλλά το ρόλο αυτό τον περιορίζει σε αρνητικό ρόλο, σε ρόλο συντελεστή, που βάζει φρένο στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, που δεσμεύει την ανάπτυξη τους. Αλλες λειτουργίες, οποιεσδήποτε θετικές λειτουργίες των σχέσεων παραγωγής, δε βλέπει ο σ. Γιαροσένκο. 

Όσον αφορά το σοσιαλιστικό καθεστώς, όπου δεν υπάρχουν πια «ανταγωνιστικές ταξικές αντιθέσεις» και όπου οι σχέσεις παραγωγής «δεν εναντιώνονται πια στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων», ο σ. Γιαροσένκο θεωρεί ότι εδώ εξαφανίζεται ο οποιοσδήποτε ανεξάρτητος ρόλος των σχέσεων παραγωγής, οι σχέσεις παραγωγής παύουν να είναι σοβαρός παράγοντας της εξέλιξης και απορροφούνται από τις παραγωγικές δυνάμεις, όπως το μέρος από το όλο. Στο σοσιαλισμό, «οι σχέσεις παραγωγής των ανθρώπων», λέει ο σ. Γιαροσένκο, «μπαίνουν στην οργάνωση των παραγωγικών δυνάμεων, σαν μέσο, σαν μοχλός αυτής της οργάνωσης» (βλ. το γράμμα του σ. Γιαροσένκο στο ΠΓ της ΚΕ).

Ποιο είναι, λοιπόν, σε μια τέτοια περίπτωση το κύριο πρόβλημα της πολιτικής οικονομίας του σοσιαλισμού; Ο σ. Γιαροσένκο απαντάει: «Το κύριο πρόβλημα της πολιτικής οικονομίας του σοσιαλισμού για το λόγο αυτό συνίσταται, όχι στο να μελετά τις σχέσεις παραγωγής των ανθρώπων της σοσιαλιστικής κοινωνίας, αλλά στο να επεξεργάζεται και να αναπτύσσει μια επιστημονική θεωρία της οργάνωσης των παραγωγικών δυνάμεων, στην κοινωνική παραγωγή, τη θεωρία της ισόμετρης ανάπτυξης της λαϊκής οικονομίας (βλ. το λόγο του σ. Γιαροσένκο στην Ολομέλεια της συζήτησης). Μ’ αυτά ακριβώς εξηγείται γιατί ο σ. Γιαροσένκο δεν ενδιαφέρεται για τέτοια οικονομικά προβλήματα του σοσιαλιστικού καθεστώτος, όπως η ύπαρξη διαφόρων μορφών ιδιοκτησίας στην οικονομία μας, η κυκλοφορία των εμπορευμάτων, ο νόμος της αξίας κ.ά., θεωρώντας τα δευτερεύοντα ζητήματα, που προκαλούν μονάχα σχολαστικές συζητήσεις. Δηλώνει καθαρά ότι στη δικιά του πολιτική οικονομία του σοσιαλισμού «οι συζητήσεις για το ρόλο εκείνης ή της άλλης κατηγορίας της πολιτικής οικονομίας του σοσιαλισμού -αξία, εμπόρευμα, χρήμα, πίστη και άλλα-που παίρνουν συχνά σ’ εμάς σχολαστικό χαρακτήρα, αντικαθίστανται με υγιείς κρίσεις για την ορθολογιστική οργάνωση των παραγωγικών δυνάμεων στην κοινωνική παραγωγή, με την επιστημονική θεμελίωση μιας τέτοιας οργάνωσης» (βλ. το λόγο του σ. Γιαροσένκο στη συνεδρίαση τμήματος της Ολομέλειας της συζήτησης).

Επομένως, έχουμε πολιτική οικονομία χωρίς οικονομικά προβλήματα.

Ο σ. Γιαροσένκο νομίζει ότι είναι αρκετό να βάλει σε κίνηση την «ορθολογιστική οργάνωση των παραγωγικών δυνάμεων» για να γίνει το πέρασμα από το σοσιαλισμό στον κομμουνισμό χωρίς ιδιαίτερες δυσκολίες. Θεωρεί ότι αυτό είναι εντελώς αρκετό για το πέρασμα στον κομμουνισμό. Δηλώνει καθαρά ότι «στο σοσιαλισμό η βασική πάλη για το χτίσιμο της κομμουνιστικής κοινωνίας περιορίζεται στην πάλη για τη σωστή οργάνωση των παραγωγικών δυνάμεων και την ορθολογιστική τους χρησιμοποίηση στην κοινωνική παραγωγή» (βλ. το λόγο του στην Ολομέλεια της συζήτησης). Ο σ. Γιαροσένκο διακηρύχνει πανηγυρικά ότι «ο κομμουνισμός είναι η ανώτατη επιστημονική οργάνωση των παραγωγικών δυνάμεων στην κοινωνική παραγωγή».

Έτσι φαίνεται ότι η ουσία του κομμουνιστικού καθεστώτος, εξαντλείται «με την ορθολογική παραγωγή».

Απ’ όλα αυτά, ο σ. Γιαροσένκο βγάζει το συμπέρασμα ότι δεν μπορεί να υπάρχει μια ενιαία πολιτική οικονομία για όλους τους κοινωνικούς σχηματισμούς, ότι χρειάζεται να υπάρχουν δύο πολιτικές οικονομίες: μία για τους προσοσιαλιστικούς κοινωνικούς σχηματισμούς που αντικείμενο της είναι η μελέτη των σχέσεων παραγωγής των ανθρώπων, η άλλη για το σοσιαλιστικό καθεστώς, που αντικείμενο της πρέπει να είναι όχι η μελέτη των σχέσεων παραγωγής, δηλαδή των οικονομικών σχέσεων, αλλά η μελέτη των προβλημάτων της ορθολογιστικής οργάνωσης των παραγωγικών δυνάμεων. 

Αυτή είναι η άποψη του σ. Γιαροσένκο. 

Τι μπορούμε να πούμε γι’ αυτή την άποψη; Δεν είναι σωστό πρώτα-πρώτα ότι ο ρόλος των σχέσεων παραγωγής στην ιστορία της κοινωνίας περιορίζεται σε ρόλο ανασταλτικό, που δεσμεύει την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Όταν οι μαρξιστές μιλάνε για τον ανασταλτικό ρόλο των σχέσεων παραγωγής, έχουν υπόψη τους όχι όλες γενικά τις σχέσεις παραγωγής, αλλά μόνο τις παλιές σχέσεις παραγωγής, που δεν αντιστοιχούν πια στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, και επομένως φρενάρουν την ανάπτυξη τους. Αλλά εκτός από τις παλιές σχέσεις παραγωγής, υπάρχουν, όπως είναι γνωστό, νέες σχέσεις παραγωγής που αντικαθιστούν τις παλιές. Μπορούμε, άραγε, να πούμε ότι ο ρόλος των νέων σχέσεων παραγωγής περιορίζεται σε ρόλο ανασταλτικό των παραγωγικών δυνάμεων; Όχι, δεν μπορούμε. Αντίθετα, οι νέες σχέσεις παραγωγής είναι εκείνη η κύρια και αποφασιστική δύναμη, η οποία και ειδικά καθορίζει την παραπέρα επιπλέον ισχυρή ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και που χωρίς αυτές (τις νέες σχέσεις παραγωγής, Σημ. μετ.) οι παραγωγικές δυνάμεις είναι καταδικασμένες να φυτοζωούν, όπως αυτό συμβαίνει σήμερα στις καπιταλιστικές χώρες.

Κανένας δεν μπορεί ν’ αρνηθεί την κολοσσιαία ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων της σοβιετικής βιομηχανίας μας στη διάρκεια του τελευταίου πεντάχρονου πλάνου.

Η ανάπτυξη, όμως, αυτή δε θα μπορούσε να γίνει, αν δεν αλλάζαμε τις παλιές καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής, τον Οκτώβρη του 1917, με νέες, σοσιαλιστικές σχέσεις παραγωγής. Χωρίς αυτή την ανατροπή στις οικονομικές σχέσεις παραγωγής της χώρας μας, οι παραγωγικές δυνάμεις θα φυτοζωούσαν, επίσης, και σ’ εμάς, όπως φυτοζωούν τώρα στις καπιταλιστικές χώρες.

Κανένας δεν μπορεί ν’ αρνηθεί την κολοσσιαία ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων της αγροτικής μας οικονομίας στα τελευταία 20-25 χρόνια. Η ανάπτυξη, όμως, αυτή δε θα μπορούσε να γίνει, αν δεν αλλάζαμε μέσα στη δεκαετία 1930-1940 τις παλιές καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής στο χωριό, με νέες κολεκτιβίστικες σχέσεις παραγωγής. Χωρίς αυτή την ανατροπή των σχέσεων παραγωγής, οι παραγωγικές δυνάμεις της αγροτικής μας οικονομίας θα φυτοζωούσαν επίσης, όπως φυτοζωούν τώρα στις καπιταλιστικές χώρες.

Φυσικά, οι νέες σχέσεις παραγωγής δεν μπορούν να μείνουν και δε θα μείνουν αιώνια νέες, αρχίζουν να παλιώνουν και να έρχονται σε αντίθεση με την παραπέρα ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, αρχίζουν να χάνουν το ρόλο της κύριας κινητήριας δύναμης των παραγωγικών δυνάμεων και μετατρέπονται σε τροχοπέδη τους. Τότε στη θέση αυτών των σχέσεων παραγωγής, που έχουν πια παλιώσει, εμφανίζονται νέες σχέσεις παραγωγής που ο ρόλος τους συνίσταται στο να αποτελούν την κύρια κινητήρια δύναμη της παραπέρα ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων.

Αυτή η ιδιομορφία της εξέλιξης των σχέσεων παραγωγής από το ρόλο της τροχοπέδης των παραγωγικών δυνάμεων σε ρόλο κύριας κινητήριας δύναμης τους προς τα μπρος, και από το ρόλο της κύριας κινητήριας δύναμης, σε ρόλο τροχοπέδης των παραγωγικών δυνάμεων, αποτελεί ένα από τα κύρια στοιχεία της μαρξιστικής υλιστικής διαλεκτικής. Αυτό το ξέρουν τώρα όλοι οι αρχάριοι του μαρξισμού. Αυτό δεν το ξέρει, όπως είναι φανερό, ο σ. Γιαροσένκο.

Δεν είναι σωστό, κατά δεύτερο λόγο, ότι ο ανεξάρτητος ρόλος των σχέσεων παραγωγής, δηλαδή των οικονομικών σχέσεων, εξαφανίζεται στο σοσιαλισμό, ότι οι σχέσεις παραγωγής απορροφούνται από τις παραγωγικές δυνάμεις, ότι η κοινωνική παραγωγή στο σοσιαλισμό καταλήγει σε οργάνωση των παραγωγικών δυνάμεων. Ο μαρξισμός εξετάζει την κοινωνική παραγωγή σαν σύνολο που έχει δυο αξεχώριστες πλευρές: τις παραγωγικές δυνάμεις της κοινωνίας (τις σχέσεις της κοινωνίας προς τις δυνάμεις της φύσης, στον αγώνα, με τις οποίες αποκτάει τα αναγκαία υλικά αγαθά) και τις σχέσεις παραγωγής (τις σχέσεις των ανθρώπων μεταξύ τους στην πορεία της παραγωγής). Αυτές είναι οι δύο διαφορετικές πλευρές της κοινωνικής παραγωγής, αν και μεταξύ τους είναι αδιάσπαστα συνδεμένες. Και ακριβώς επειδή είναι διαφορετικές πλευρές της κοινωνικής παραγωγής, μπορούν να επενεργούν η μια πάνω στην άλλη. Το να υποστηρίζουμε ότι η μια απ’ αυτές τις πλευρές μπορεί ν’ απορροφηθεί από την άλλη και να μετατραπεί σε συνθετικό μέρος της, σημαίνει ότι κάνουμε σοβαρότατο αμάρτημα απέναντι στο μαρξισμό.

Ο Μαρξ λέει:

«Στην παραγωγή οι άνθρωποι επιδρούν όχι μονάχα στη φύση, αλλά και μεταξύ τους. Δεν μπορούν να παράγουν, χωρίς να ενωθούν κατά κάποιο τρόπο για κοινή δράση και για αμοιβαία ανταλλαγή της δράσης τους. Για να παράγουν οι άνθρωποι, έρχονται σε καθορισμένους δεσμούς και σχέσεις, και μονάχα μέσω αυτών των κοινωνικών δεσμών και σχέσεων πραγματοποιείται η σχέση τους με τη φύση, γίνεται η παραγωγή.» (Βλ. Κ. Μαρξ και Φ. Ένγκελς, Άπαντα, τόμ. 5, σελίδα 429). 

Επομένως, η κοινωνική παραγωγή αποτελείται από δυο πλευρές, οι οποίες, παρά το ότι είναι συνδεμένες αδιάσπαστα μεταξύ τους, αντανακλούν παρ’ όλα αυτά δυο σειρές διαφορετικών σχέσεων: τις σχέσεις των ανθρώπων με τη φύση (τις παραγωγικές δυνάμεις) και τις σχέσεις των ανθρώπων μεταξύ τους στην πορεία της παραγωγής (τις σχέσεις παραγωγής). Μόνο η παρουσία των δύο πλευρών της παραγωγής μας δίνει την κοινωνική παραγωγή, αδιάφορο αν πρόκειται για το σοσιαλιστικό καθεστώς ή για άλλους κοινωνικούς σχηματισμούς.

Είναι ολοφάνερο πως ο σ. Γιαροσένκο δε συμφωνεί πέρα για πέρα με τον Μαρξ. Θεωρεί ότι αυτή η θέση του Μαρξ δεν εφαρμόζεται στο σοσιαλιστικό καθεστώς. Γι’ αυτό ακριβώς περιορίζει το πρόβλημα της πολιτικής οικονομίας του σοσιαλισμού στο καθήκον της ορθολογιστικής οργάνωσης των παραγωγικών δυνάμεων, ρίχνοντας στην άκρη τις οικονομικές σχέσεις παραγωγής και αποχωρίζοντας από αυτές τις παραγωγικές δυνάμεις. Επομένως, αντί για μαρξιστική πολιτική οικονομία, ο σ. Γιαροσένκο μας δίνει κάτι σαν τη «γενική επιστήμη της οργάνωσης» του Μπογκντάνοφ. Μ’ αυτό τον τρόπο, παίρνοντας τη σωστή ιδέα ότι οι παραγωγικές δυνάμεις είναι οι περισσότερο μεταβλητές και επαναστατικές δυνάμεις της παραγωγής, ο σ. Γιαροσένκο οδηγεί την ιδέα αυτή μέχρι τον παραλογισμό, μέχρι την άρνηση του ρόλου των οικονομικών σχέσεων παραγωγής στο σοσιαλισμό, επιπλέον, αντί για ολοκληρωμένη κοινωνική παραγωγή, μας δίνει μια μονόπλευρη αδύνατη τεχνολογία της παραγωγής, κάτι σαν την «κοινωνικο-οργανωτική τεχνική» του Μπουχάριν.

Ο Μαρξ λέει:

«Στην κοινωνική παραγωγή της ζωής τους (δηλαδή στην παραγωγή των υλικών αγαθών, που είναι απαραίτητα για τη ζωή των ανθρώπων -1. ΣΤΑΛΙΝ) οι άνθρωποι έρχονται σε καθορισμένες, αναγκαίες, ανεξάρτητες από τη θέληση τους, σχέσεις, στις σχέσεις παραγωγής, που αντιστοιχούν σε έναν καθορισμένο βαθμό ανάπτυξης των υλικών παραγωγικών δυνάμεων τους. Το σύνολο αυτών των σχέσεων παραγωγής αποτελεί την οικονομική διάρθρωση της κοινωνίας, την πραγματική βάση που πάνω της πυργώνεται το νομικό και πολιτικό εποικοδόμημα και στην οποία αντιστοιχούν καθορισμένες μορφές κοινωνικής συνείδησης.» (Βλ. τον Πρόλογο στην Κριτική της πολιτικής οικονομίας). 

Αυτό σημαίνει ότι κάθε κοινωνικός σχηματισμός ανάμεσα στους οποίους και η σοσιαλιστική κοινωνία, έχει τη δική του οικονομική βάση που αποτελείται από το σύνολο των σχέσεων παραγωγής των ανθρώπων. Γεννιέται το ερώτημα πώς νομίζει ο σ. Γιαροσένκο ότι έχει το ζήτημα της οικονομικής βάσης του σοσιαλιστικού καθεστώτος. Όπως είναι γνωστό, ο σ. Γιαροσένκο έχει καταργήσει πια τις σχέσεις παραγωγής στο σοσιαλισμό, σαν ένα τομέα περισσότερο ή λιγότερο ανεξάρτητο, αφού περιέκλεισε ό,τι ελάχιστο απέμεινε απ’ αυτές στη σύνθεση της οργάνωσης των παραγωγικών δυνάμεων.

Αναρωτιέται κανείς, έχει, άραγε, το σοσιαλιστικό καθεστώς τη δική του οικονομική βάση; Είναι ολοφάνερο ότι εφόσον οι σχέσεις παραγωγής εξαφανίστηκαν στο σοσιαλισμό σαν περισσότερο ή λιγότερο ανεξάρτητη δύναμη, το σοσιαλιστικό καθεστώς μένει χωρίς δική του οικονομική βάση. Επομένως, έχουμε σοσιαλιστικό καθεστώς χωρίς δική του οικονομική βάση. Το πράγμα καταντάει αρκετά διασκεδαστικό… Είναι, άραγε, δυνατό γενικά να υπάρξει ένα κοινωνικό καθεστώς χωρίς την οικονομική του βάση; Είναι φανερό ότι ο σ. Γιαροσένκο το θεωρεί δυνατό. Ο μαρξισμός, όμως, θεωρεί ότι στον κόσμο τέτοια κοινωνικά καθεστώτα δεν υπάρχουν.

Είναι λάθος, τέλος, ότι ο κομμουνισμός είναι ορθολογιστική οργάνωση των παραγωγικών δυνάμεων, ότι η ορθολογιστική οργάνωση των παραγωγικών δυνάμεων εξαντλεί την ουσία του κομμουνιστικού καθεστώτος, ότι αρκεί να οργανωθούν ορθολογιστικά οι παραγωγικές δυνάμεις για να γίνει το πέρασμα στον κομμουνισμό χωρίς ιδιαίτερες δυσκολίες. Στη φιλολογία μας υπάρχει άλλος ορισμός, άλλη διατύπωση για τον κομμουνισμό, και συγκεκριμένα η λενινιστική διατύπωση που λέει: «Κομμουνισμός ίσον σοβιετική εξουσία και εξηλεκτρισμός όλης της χώρας.» Είναι ολοφάνερο πως η λενινιστική διατύπωση δεν αρέσει στο σ. Γιαροσένκο και την αλλάζει με τη δική του αυθαίρετη διατύπωση που λέει: «Κομμουνισμός είναι η ανώτερη επιστημονική οργάνωση των παραγωγικών δυνάμεων στην κοινωνική παραγωγή

Πρώτα-πρώτα σε κανένα δεν είναι γνωστό τι παριστάνει αυτή η διαφημιζόμενη από το σ. Γιαροσένκο «ανώτερη επιστημονική» ή «ορθολογιστική» οργάνωση των παραγωγικών δυνάμεων, ποιο είναι το συγκεκριμένο περιεχόμενο της. Ο σ. Γιαροσένκο δεκάδες φορές επαναλαμβάνει αυτή τη μυθική διατύπωση στους λόγους του στην Ολομέλεια, στα τμήματα της Ολομέλειας της συζήτησης, στο γράμμα του που έστειλε στα μέλη του Πολιτικού Γραφείου, αλλά πουθενά, με καμιά λέξη δεν επιχειρεί να εξηγήσει, πώς ακριβώς πρέπει να εννοήσει την «ορθολογιστική οργάνωση» των παραγωγικών δυνάμεων που τάχατες εξαντλεί την ουσία του κομμουνιστικού καθεστώτος.

Δεύτερο, αν θέλουμε να διαλέξουμε ανάμεσα στις δύο διατυπώσεις, τότε πρέπει να απορρίψουμε όχι τη λενινιστική διατύπωση, που είναι η μόνη σωστή, αλλά τη λεγόμενη διατύπωση του σ. Γιαροσένκο, που είναι προφανώς παράλογη και αντι-μαρξιστική, παρμένη από το οπλοστάσιο του Μπογντάνοφ της «γενικής οργάνωσης της επιστήμης».

Ο σ. Γιαροσένκο νομίζει ότι αρκεί να πετύχει κανένας την ορθολογιστική οργάνωση των παραγωγικών δυνάμεων για ν’ αποκτήσει αφθονία προϊόντων και να περάσει στον κομμουνισμό, να περάσει από τη διατύπωση: «στον καθένα ανάλογα με τη δουλειά του», στη διατύπωση: «στον καθένα σύμφωνα με τις ανάγκες του». Αυτό είναι μεγάλη πλάνη, που φανερώνει πλήρη έλλειψη κατανόησης των νόμων της οικονομικής ανάπτυξης του σοσιαλισμού.

Ο σ. Γιαροσένκο πολύ απλά, με παιδιάστικη απλοϊκότητα, παρουσιάζει τις συνθήκες του περάσματος από το σοσιαλισμό στον κομμουνισμό. Ο σ. Γιαροσένκο δεν καταλαβαίνει ότι δεν είναι δυνατό να πετύχει κανένας ούτε αφθονία προϊόντων, που να μπορεί να καλύψει όλες τις ανάγκες της κοινωνίας, ούτε το πέρασμα στη διατύπωση «στον καθένα σύμφωνα με τις ανάγκες του», αφήνοντας σε ισχύ τέτοια οικονομικά γεγονότα σαν την κολχόζνικη ομαδική ιδιοκτησία, την κυκλοφορία των εμπορευμάτων κλπ. Ο σ. Γιαροσένκο δεν καταλαβαίνει ότι προτού να περάσουμε στη διατύπωση «στον καθένα σύμφωνα με τις ανάγκες του» πρέπει να περάσουμε μια σειρά στάδια οικονομικής και πολιτιστικής αναδιαπαιδαγώγησης της κοινωνίας, στη διάρκεια των οποίων η δουλειά από μέσο μόνο και μόνο για τη διατήρηση στη ζωή, θα μετατραπεί στα μάτια της κοινωνίας σε πρώτη ζωτική ανάγκη και η κοινωνική ιδιοκτησία σε σταθερή και απαραβίαστη βάση της ύπαρξης της κοινωνίας. 

Για να προετοιμάσουμε το πέρασμα στον κομμουνισμό χρειάζεται να πραγματοποιήσουμε στην πραγματικότητα, και όχι στα λόγια, τουλάχιστον τρεις βασικούς προκαταρκτικούς όρους:

  1. Είναι απαραίτητο, πρώτα-πρώτα, να εξασφαλίσουμε σταθερά όχι τη μυθική «ορθολογιστική οργάνωση» των παραγωγικών δυνάμεων, αλλά την αδιάκοπη άνοδο όλης της κοινωνικής παραγωγής και κατά προτίμηση την άνοδο της παραγωγής των μέσων παραγωγής. Η κατά προτίμηση άνοδος της παραγωγής των μέσων παραγωγής είναι απαραίτητη όχι μόνο γιατί πρέπει να εξασφαλίσει τον εξοπλισμό των δικών της επιχειρήσεων, καθώς και των επιχειρήσεων όλων των υπόλοιπων κλάδων της λαϊκής οικονομίας, αλλά και γιατί χωρίς αυτήν είναι γενικά αδύνατο να πραγματοποιηθεί πλατιά αναπαραγωγή.
  2. Είναι απαραίτητο, δεύτερο, με βαθμιαία περάσματα, που να πραγματοποιούνται για όφελος των κολχόζ και επομένως όλης της κοινωνίας, να ανεβάσουμε την ιδιοκτησία των κολχόζ ως το επίπεδο της κοινωνικής ιδιοκτησίας και την κυκλοφορία των εμπορευμάτων, επίσης με βαθμιαία περάσματα, να την αντικαταστήσουμε με το σύστημα της ανταλλαγής των προϊόντων, για να μπορεί η κεντρική εξουσία ή οποιοδήποτε άλλο κοινωνικοοικονομικό κέντρο να αγκαλιάζει όλα τα προϊόντα της κοινωνικής παραγωγής, για το συμφέρον της κοινωνίας.

Ο σ. Γιαροσένκο κάνει λάθος όταν ισχυρίζεται ότι στο σοσιαλισμό δεν υπάρχει καμιά αντίθεση ανάμεσα στις σχέσεις παραγωγής και τις παραγωγικές δυνάμεις της κοινωνίας. Φυσικά, οι σημερινές μας σχέσεις παραγωγής βρίσκονται σ’ εκείνη την περίοδο, όπου σε αντιστοιχία πέρα για πέρα με την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων τις κινούν προς τα μπρος με μεγάλη ταχύτητα. Αλλά θα ήταν λάθος να επαναπαυόμαστε σ’ αυτό και να νομίζουμε πως δεν υπάρχουν καθόλου αντιθέσεις ανάμεσα στις παραγωγικές μας δυνάμεις και τις σχέσεις παραγωγής. Αντιθέσεις ασφαλώς υπάρχουν και θα υπάρχουν, εφόσον η ανάπτυξη των σχέσεων παραγωγής καθυστερεί και θα καθυστερεί από την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων.

Σε περίπτωση σωστής πολιτικής των καθοδηγητικών οργάνων, αυτές οι αντιθέσεις δεν μπορούν να μετατραπούν σε εναντιωθείς και το πράγμα εδώ δεν μπορεί να φτάσει μέχρι τη σύγκρουση ανάμεσα στις σχέσεις παραγωγής και τις παραγωγικές δυνάμεις της κοινωνίας. Αλλη υπόθεση, αν θα ακολουθήσουμε λαθεμένη πολιτική, σαν αυτήν που συστήνει ο σ. Γιαροσένκο. Σ’ αυτήν την περίπτωση η σύγκρουση θα είναι αναπόφευκτη και οι σχέσεις παραγωγής μας μπορούν να μετατραπούν σε σοβαρή τροχοπέδη της παραπέρα ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων.

Γι’ αυτό, το καθήκον των καθοδηγητικών οργάνων συνίσταται στο να εξακριβώνουν έγκαιρα τις αυξανόμενες αντιθέσεις και έγκαιρα να παίρνουν μέτρα για την καταπολέμηση τους, μέσω της προσαρμογής των σχέσεων παραγωγής στο ύψος των παραγωγικών δυνάμεων. Αυτό αφορά πρώτ’ απ’ όλα τέτοια οικονομικά φαινόμενα, σαν την ομαδική κολεκτιβίστικη ιδιοκτησία και την κυκλοφορία των εμπορευμάτων. Φυσικά, σήμερα αυτά τα φαινόμενα χρησιμοποιούνται από μας με επιτυχία για την ανάπτυξη της σοσιαλιστικής οικονομίας και φέρνουν στην κοινωνία μας αναμφισβήτητο όφελος. Είναι αναμφισβήτητο ότι θα φέρνουν όφελος και στο κοντινό μέλλον. Όμως, θα ήταν ασυγχώρητη τυφλότητα το να μη βλέπουμε συγχρόνως ότι τα φαινόμενα αυτά από τώρα κιόλας αρχίζουν να μπαίνουν τροχοπέδη στην ισχυρή ανάπτυξη των παραγωγικών μας δυνάμεων, εφόσον αποτελούν εμπόδιο για το ολοκληρωτικό αγκάλιασμα όλης της λαϊκής οικονομίας, ιδιαίτερα της αγροτικής οικονομίας, από την κρατική σχεδιοποίηση.

Δεν μπορεί να υπάρξει αμφιβολία ότι, όσο προχωρούμε τόσο περισσότερο τα φαινόμενα αυτά θα μπαίνουν τροχοπέδη στην παραπέρα ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων στη χώρα μας. Επομένως, το καθήκον μας είναι να εξαλείψουμε αυτές τις αντιθέσεις, μέσω της βαθμιαίας μετατροπής της ιδιοκτησίας των κολχόζ σε κοινωνική ιδιοκτησία και της εισαγωγής της ανταλλαγής των προϊόντων -επίσης βαθμιαία- αντί της εμπορευματικής κυκλοφορίας.

  1. Είναι απαραίτητο, τρίτο, να πετύχουμε μια τέτοια πολιτιστική άνοδο της κοινωνίας, που θα εξασφάλιζε σ’ όλα τα μέλη της κοινωνίας ολόπλευρη ανάπτυξη των φυσικών και πνευματικών τους ικανοτήτων, για να έχουν τα μέλη της κοινωνίας τη δυνατότητα να μορφωθούν αρκετά, ώστε να γίνουν δραστήριοι παράγοντες της κοινωνικής ανάπτυξης, για να έχουν τη δυνατότητα να εκλέγουν ελεύθερα επάγγελμα και να μην είναι δεμένοι όλη τους τη ζωή, εξαιτίας της υπάρχουσας κατανομής της εργασίας σε ένα οποιοδήποτε επάγγελμα.

Τι χρειάζεται γι’ αυτό;

Θα ήταν λάθος να νομίσουμε ότι μπορούμε να πετύχουμε μια τέτοια σοβαρή πολιτιστική άνοδο των μελών της κοινωνίας, δίχως σοβαρές αλλαγές στην τωρινή κατάσταση της εργασίας. Γι’ αυτό χρειάζεται, πριν απ’ όλα, να περιοριστεί η εργάσιμη μέρα τουλάχιστο σε 6 και ύστερα σε 5 ώρες. Αυτό είναι απαραίτητο για ν’ αποκτήσουν τα μέλη της κοινωνίας αρκετό ελεύθερο χρόνο, απαραίτητο για την απόκτηση ολόπλευρης μόρφωσης. Γι’ αυτό χρειάζεται ύστερα να εισαγάγουμε γενική υποχρεωτική πολυτεχνική μόρφωση, απαραίτητη για να έχουν τη δυνατότητα τα μέλη της κοινωνίας να διαλέγουν ελεύθερα επάγγελμα και να μην είναι δεμένοι όλη τη ζωή τους σ’ ένα οποιοδήποτε επάγγελμα. Γι’ αυτό, χρειάζεται, ύστερα, να βελτιώσουμε ριζικά τις συνθήκες στέγασης και να αυξήσουμε το πραγματικό μεροκάματο των εργατών και υπαλλήλων τουλάχιστο στο διπλάσιο αν όχι περισσότερο, τόσο μέσω της άμεσης αύξησης της χρηματικής πληρωμής όσο και ειδικά, μέσω της παραπέρα συστηματικής ελάττωσης των τιμών στα είδη μαζικής κατανάλωσης.

Αυτοί είναι οι βασικοί όροι της προετοιμασίας του περάσματος προς τον κομμουνισμό.

Μονάχα ύστερα από την εκπλήρωση όλων αυτών των προκαταρκτικών όρων, παρμένων μαζί, θα είναι δυνατό να ελπίζουμε ότι η εργασία θα μετατραπεί στα μάτια των μελών της κοινωνίας από βάρος «σε πρώτη ανάγκη της ζωής» (Μαρξ), ότι «η εργασία από βαρύ φορτίο θα μετατραπεί σε απόλαυση» (Ένγκελς), ότι η κοινωνική ιδιοκτησία θα εκτιμάται από όλα τα μέλη της κοινωνίας σαν σταθερή και απαραβίαστη βάση της ύπαρξης της κοινωνίας. 

Μονάχα ύστερα από την εκπλήρωση όλων αυτών των προκαταρκτικών όρων παρμένων μαζί, θα είναι δυνατό να περάσουμε από τον τύπο του σοσιαλισμού “απ’ τον καθένα σύμφωνα με τις ικανότητες του, στον καθένα ανάλογα με τη δουλειά του”, στον τύπο του κομμουνισμού- «απ’ τον καθένα σύμφωνα με τις ικανότητες του, στον καθέναν σύμφωνα με τις ανάγκες του».

Αυτό θα είναι το ριζικό πέρασμα από τη μια οικονομία, από την οικονομία του σοσιαλισμού, προς την άλλη, την ανώτερη οικονομία, την οικονομία του κομμουνισμού.

‘Οπως είναι φανερό, το ζήτημα του περάσματος από το σοσιαλισμό στον κομμουνισμό δεν είναι τόσο απλό, όπως το φαντάζεται ο σ. Γιαροσένκο.

Το να δοκιμάζεις, να αναγάγεις όλο αυτό το σύνθετο και πολύμορφο ζήτημα, που απαιτεί τις σοβαρότερες οικονομικές αλλαγές, σε «ορθολογιστική οργάνωση των παραγωγικών δυνάμεων», όπως το κάνει ο σ. Γιαροσένκο, σημαίνει να υποκαθιστάς το μαρξισμό με μπογκντανοβολογίες.

 

2. Άλλα λάθη του σ.Γιαροσένκο

 

1)Από τη λαθεμένη του άποψη ο σ. Γιαροσένκο βγάζει λαθεμένα συμπεράσματα για το χαρακτήρα και το αντικείμενο της πολιτικής οικονομίας.

Ο σ. Γιαροσένκο αρνείται ότι είναι απαραίτητη μια ενιαία πολιτική οικονομία για όλους τους κοινωνικούς σχηματισμούς, ξεκινώντας απ’ το ότι κάθε κοινωνικός σχηματισμός έχει τους ειδικούς οικονομικούς του νόμους. Όμως έχει πέρα για πέρα άδικο, και διαφωνεί εδώ με μαρξιστές σαν τον Ένγκελς και τον Λένιν.

Ο Ένγκελς λέει ότι η πολιτική οικονομία είναι «επιστήμη των όρων και των μορφών κάτω απ’ τους οποίους πραγματοποιείται η παραγωγή και η ανταλλαγή στις διάφορες ανθρώπινες κοινωνίες, και κάτω απ’ τους οποίους, αντίστοιχα με τα παραπάνω, πραγματοποιείται κάθε φορά μια κατανομή των προϊόντων» (Αντι-Ντίρινγχ). Επομένως, η πολιτική οικονομία μελετάει τους νόμους της οικονομικής εξέλιξης όχι ενός κάποιου κοινωνικού σχηματισμού, αλλά των διαφόρων κοινωνικών σχηματισμών.

Μ’ αυτό, όπως είναι γνωστό, συμφωνεί πέρα για πέρα ο Λένιν, ο οποίος στις κριτικές του παρατηρήσεις σχετικά με το βιβλιαράκι του Μπουχάριν Η οικονομία της μεταβατικής περιόδου είπε ότι ο Μπουχάριν έχει άδικο, περιορίζοντας τη σφαίρα ενέργειας της πολιτικής οικονομίας στην εμπορευματική και πριν απ’ όλα στην καπιταλιστική παραγωγή, παρατηρώντας, πλάι σ’ αυτά, ότι ο Μπουχάριν κάνει εδώ «ένα βήμα πίσω σε σχέση με τον Ένγκελς».

Μ’ αυτό συμφωνεί πέρα για πέρα ο ορισμός της πολιτικής οικονομίας, που δίνεται στο προσχέδιο του διδακτικού βιβλίου της πολιτικής οικονομίας, όπου αναφέρεται ότι πολιτική οικονομία είναι η επιστήμη, που μελετάει «τους νόμους της κοινωνικής παραγωγής και της κατανομής των υλικών αγαθών στις διάφορες βαθμίδες εξέλιξης της ανθρώπινης κοινωνίας».

Κι αυτό είναι ευνόητο. Οι διάφοροι κοινωνικοί σχηματισμοί στην οικονομική τους εξέλιξη υποτάσσονται όχι μόνο στους ειδικούς οικονομικούς τους νόμους, αλλά και στους οικονομικούς νόμους εκείνους, που είναι κοινοί για όλους τους σχηματισμούς, π.χ., σε νόμους τέτοιους, όπως ο νόμος της ενότητας των παραγωγικών δυνάμεων και των σχέσεων παραγωγής σε μια ενιαία κοινωνική παραγωγή, όπως ο νόμος για τις σχέσεις ανάμεσα στις παραγωγικές δυνάμεις και τις σχέσεις παραγωγής στην πορεία της εξέλιξης όλων των κοινωνικών σχηματισμών. Έτσι, οι κοινωνικοί σχηματισμοί δεν είναι μόνο χωρισμένοι ο ένας απ’ τον άλλον εξαιτίας των ειδικών νόμων τους, αλλά είναι και συνδεμένοι ο ένας με τον άλλον εξαιτίας των κοινών για όλους τους σχηματισμούς οικονομικών νόμων.

Ο Ένγκελς είχε πέρα για πέρα δίκιο όταν έλεγε:

«Για να κάνουμε αυτή την ολόπλευρη κριτική της αστικής πολιτικής οικονομίας, δεν ήταν αρκετή η γνώση της καπιταλιστικής μορφής παραγωγής, ανταλλαγής και κατανομής. Χρείαζόταν ακόμα, αν και σε γενικές γραμμές, να ερευνήσουμε και να φέρουμε σε σύγκριση τις μορφές, που προηγήθηκαν απ’ αυτή, είτε μ’ εκείνες που υπάρχουν ακόμα πλάι σ’ αυτήν, στις λιγότερο αναπτυγμένες χώρες» (Αντι-Ντίρινγκ).

Ήταν φανερό ότι εδώ, πάνω σ’ αυτό το ζήτημα, ο σ. Γιαροσένκο, λέει τα ίδια πράγματα με τον Μπουχαριν.

Πάμε παρακάτω. Ο σ. Γιαροσένκο υποστηρίζει ότι στη δική του «πολιτική οικονομία του σοσιαλισμού» «οι κατηγορίες της πολιτικής οικονομίας -η αξία, το εμπόρευμα, το χρήμα, η πίστη κλπ.- αντικαθίστανται με υγιείς κρίσεις για την ορθολογιστική οργάνωση των παραγωγικών δυνάμεων στην κοινωνική παραγωγή», ότι, επομένως, αντικείμενο αυτής της πολιτικής οικονομίας είναι όχι οι σχέσεις παραγωγής του σοσιαλισμού, αλλά «η επεξεργασία και η ανάπτυξη της επιστημονικής θεωρίας της οργάνωσης των παραγωγικών δυνάμεων, της θεωρίας της οργάνωσης των παραγωγικών δυνάμεων, της θεωρίας της σχεδιοποίησης της λαϊκής οικονομίας κλπ.», ότι οι σχέσεις παραγωγής στο σοσιαλισμό χάνουν την ανεξάρτητη σημασία τους και απορροφούνται από τις παραγωγικές δυνάμεις, σαν συστατικό τους μέρος.

Πρέπει να πούμε ότι τέτοιες μεγαλοπρεπείς ασυναρτησίες δε μας ανέπτυξε ακόμα κανένας φαντασιόπληκτος «μαρξιστής». Γιατί, τι θα πει πολιτική οικονομία του σοσιαλισμού, δίχως οικονομικά παραγωγικά προβλήματα; Υπάρχει μήπως στον κόσμο τέτοια πολιτική οικονομία; Τι θα πει, να αντικαθιστάς στην πολιτική οικονομία του σοσιαλισμού, τα οικονομικά προβλήματα, με τα προβλήματα οργάνωσης των παραγωγικών δυνάμεων; Αυτό θα πει ότι καταργείς την πολιτική οικονομία του σοσιαλισμού.

Ο σ. Γιαροσένκο αυτό ακριβώς κάνει, καταργεί την πολιτική οικονομία του σοσιαλισμού. Εδώ συνταυτίζεται πέρα για πέρα με τον Μπουχαριν. Ο Μπουχαριν έλεγε ότι με την εξαφάνιση του καπιταλισμού πρέπει να εξαφανιστεί η πολιτική οικονομία. Ο σ. Γιαροσένκο δεν το λέει αυτό το πράγμα, όμως το κάνει, καταργώντας την πολιτική οικονομία του σοσιαλισμού. Είναι αλήθεια ότι προσποιείται πλάι σ’ αυτά, ότι δε συμφωνεί καθόλου με τον Μπουχαριν, όμως αυτό είναι πονηριά και μάλιστα πονηριά της δεκάρας. Στην πραγματικότητα, κάνει εκείνο που διακήρυξε ο Μπουχαριν και που ενάντια του τάχτηκε ο Λένιν. Ο σ. Γιαροσένκο σέρνεται πίσω απ’ τα ίχνη του Μπουχάριν.

Πάμε παρακάτω. Ο σ. Γιαροσένκο τα προβλήματα της πολιτικής οικονομίας του σοσιαλισμού τα ανάγει σε προβλήματα ορθολογιστικής οργάνωσης των παραγωγικών δυνάμεων σε προβλήματα σχεδιοποίησης της λαϊκής οικονομίας κλπ. Όμως, κάνει σοβαρό λάθος. Τα προβλήματα της ορθολογιστικής οργάνωσης των παραγωγικών δυνάμεων, της σχεδιοποίησης της λαϊκής οικονομίας κλπ. δεν είναι αντικείμενο της πολιτικής οικονομίας, είναι αντικείμενο της οικονομικής πολιτικής των καθοδηγητικών οργάνων. Είναι δύο διαφορετικοί τομείς που δεν επιτρέπεται να τους συγχέουμε. Ο σ. Γιαροσένκο μπέρδεψε αυτά τα δυο διαφορετικά πράγματα κι έπεσε έξω. Η πολιτική οικονομία μελετάει τους νόμους της εξέλιξης των σχέσεων παραγωγής των ανθρώπων. Η οικονομική πολιτική βγάζει από δω τα πρακτικά συμπεράσματα, τα συγκεκριμενοποιεί και χτίζει πάνω σ’ αυτά την καθημερινή της δουλειά. Όταν φορτώσεις την πολιτική οικονομία με τα ζητήματα της οικονομικής πολιτικής, σημαίνει ότι τη σκοτώνεις σαν επιστήμη.

Αντικείμενο της πολιτικής οικονομίας είναι οι σχέσεις παραγωγής, οι οικονομικές σχέσεις παραγωγής των ανθρώπων. Μ’ αυτές σχετίζονται: α) οι μορφές ιδιοκτησίας πάνω στα μέσα παραγωγής, β) η τοποθέτηση των διαφόρων κοινωνικών ομάδων στην παραγωγή, που απορρέει απ’ το προηγούμενο, και η αλληλεξάρτηση τους, είτε όπως λέει ο Μαρξ, «η αμοιβαία ανταλλαγή των δραστηριοτήτων τους», γ) οι ολοκληρωτικά εξαρτώμενες απ’ αυτές μορφές κατανομής των προϊόντων. Όλα αυτά μαζί αποτελούν το αντικείμενο της πολιτικής οικονομίας.

Στον ορισμό αυτό λείπει η λέξη «ανταλλαγή» που υπάρχει στον ορισμό του Ένγκελς. Λείπει γιατί τη λέξη «ανταλλαγή» την εννοούν συνήθως πολλοί σαν ανταλλαγή εμπορευμάτων που δεν είναι χαρακτηριστικό όλων, αλλά μονάχα μερικών κοινωνικών σχηματισμών, πράγμα που προκαλεί πολλές φορές παρανοήσεις, αν και ο Ένγκελς με τη λέξη «ανταλλαγή» δεν εννοούσε μονάχα την εμπορευματική ανταλλαγή. Όμως, όπως είναι φανερό, εκείνο που ο Ένγκελς εννοούσε με τη λέξη «ανταλλαγή» βρήκε τη θέση του στον ορισμό που αναφέραμε, σαν συνθετικό του μέρος. Επομένως, από την άποψη του περιεχομένου του, ο ορισμός αυτός του αντικειμένου της πολιτικής οικονομίας συμπίπτει πέρα για πέρα με τον ορισμό του Ένγκελς. 

  1. Όταν μιλάμε για το βασικό οικονομικό νόμο εκείνου είτε του άλλου κοινωνικού σχηματισμού, ξεκινάμε συνήθως απ’ το ότι ο σχηματισμός αυτός δεν μπορεί να έχει περισσότερους βασικούς οικονομικούς νόμους, ότι μπορεί να έχει μονάχα έναν, όποιος κι αν είναι αυτός, βασικό οικονομικό νόμο σαν νόμο ακριβώς βασικό. Σε αντίθετη περίπτωση θα είχαμε περισσότερους βασικούς οικονομικούς νόμους για κάθε κοινωνικό σχηματισμό, πράγμα που αντιφάσκει με την ίδια την έννοια του βασικού νόμου. Ομως, ο σ. Γιαροσένκο δε συμφωνεί μ’ αυτό. Νομίζει ότι μπορούμε να έχουμε όχι έναν, αλλά περισσότερους βασικούς οικονομικούς νόμους του σοσιαλισμού. Το πράγμα είναι απίστευτο κι όμως είναι γεγονός. Στο λόγο του στην Ολομέλεια της συζήτησης λέει:

«Το μέγεθος και ο συσχετισμός των υλικών αποθεμάτων της κοινωνικής παραγωγής και αναπαραγωγής καθορίζονται από την ύπαρξη και την προοπτική αύξησης της εργατικής δύναμης που τραβιέται στην κοινωνική παραγωγή. Αυτός είναι ο βασικός οικονομικός νόμος της σοσιαλιστικής κοινωνίας, που καθορίζει τους όρους της συγκρότησης της σοσιαλιστικής κοινωνικής παραγωγής και αναπαραγωγής

Αυτός είναι ο πρώτος βασικός οικονομικός νόμος του σοσιαλισμού.

Και στον ίδιο λόγο ο σ. Γιαροσένκο δηλώνει:

«Ο συσχετισμός ανάμεσα στις υποδιαιρέσεις Ι και II καθορίζεται στη σοσιαλιστική κοινωνία από την ανάγκη να παραχθούν μέσα παραγωγής σε ποσότητα που είναι απαραίτητη για το τράβηγμα στην κοινωνική παραγωγή όλου του πληθυσμού που είναι ικανός να εργαστεί. Αυτός είναι ο βασικός οικονομικός νόμος του σοσιαλισμού και συγχρόνως είναι και η απαίτηση του Συντάγματος μας, που απορρέει από το ότι όλοι οι σοβιετικοί άνθρωποι έχουν δικαίωμα να εργάζονται.»

Αυτός είναι, να πούμε έτσι, ο δεύτερος βασικός οικονομικός νόμος του σοσιαλισμού.

Τέλος, στο γράμμα του προς τα μέλη του Πολιτικού Γραφείου, ο σ. Γιαροσένκο δηλώνει:

«Ξεκινώντας απ’ αυτό, μου φαίνεται ότι μπορούμε να διατυπώσουμε τα ουσιώδη χαρακτηριστικά και τις απαντήσεις του βασικού οικονομικού νόμου του σοσιαλισμού περίπου με τον εξής τρόπο: Αδιάκοπα αυξανόμενη και τελειοποιούμενη παραγωγή των υλικών και πολιτιστικών όρων ζωής της κοινωνίας.»

Αυτός είναι ήδη ο τρίτος βασικός οικονομικός νόμος του σοσιαλισμού.

Αραγε, όλοι αυτοί οι νόμοι να είναι βασικοί οικονομικοί νόμοι του σοσιαλισμού ή μονάχα ένας απ’ αυτούς, κι αν είναι μονάχα ένας απ’ αυτούς, τότε ποιος ακριβώς, είναι αυτός; – στα ερωτήματα αυτά ο σ. Γιαροσένκο δε δίνει απάντηση στο τελευταίο του γράμμα προς τα μέλη του Πολιτικού Γραφείου. Διατυπώνοντας το βασικό οικονομικό νόμο του σοσιαλισμού στο γράμμα του προς τα μέλη του Πολιτικού Γραφείου, πρέπει να υποθέσουμε πως «ξέχασε» ότι στο λόγο του στην Ολομέλεια της συζήτησης πριν 3 μήνες είχε ήδη διατυπώσει δύο άλλους βασικούς οικονομικούς νόμους του σοσιαλισμού, υποθέτοντας προφανώς ότι δε θα προσέξουν τον κάτι παραπάνω από αμφίβολο συνδυασμό του. Όπως φαίνεται, όμως, οι υπολογισμοί του δε δικαιώθηκαν.

Ας παραδεχτούμε ότι δεν υπάρχουν πια οι δυο πρώτοι βασικοί οικονομικοί νόμοι του σοσιαλισμού, που διατυπώθηκαν από το σύντροφο Γιαροσένκο, ότι σαν βασικό οικονομικό νόμο του σοσιαλισμού θεωρεί ο σ. Γιαροσένκο από δω και μπρος την τρίτη του διατύπωση που την εκθέτει στο γράμμα του προς τα μέλη του Πολιτικού Γραφείου. Ας δούμε το γράμμα του σ. Γιαροσένκο.

Ο σ. Γιαροσένκο λέει σ’ αυτό το γράμμα ότι δε συμφωνεί με τον ορισμό του βασικού οικονομικού νόμου του σοσιαλισμού που δίνεται στις «Παρατηρήσεις» του σ. Στάλιν. Λέει:

«Το βασικό σ’ αυτόν τον ορισμό είναι “η εξασφάλιση της ανώτατης ικανοποίησης… των αναγκών όλης της κοινωνίας”. Η παραγωγή παρουσιάζεται εδώ σαν μέσο για την πραγματοποίηση αυτού του βασικού σκοπού, της ικανοποίησης των αναγκών. Ένας τέτοιος ορισμός δίνει βάση να υποθέσουμε ότι ο βασικός οικονομικός νόμος του σοσιαλισμού, που διατυπώθηκε από σας, προκύπτει όχι από την προτεραιότητα της παραγωγής, αλλά από την προτεραιότητα των αναγκών.»

Είναι φανερό ότι ο σ. Γιαροσένκο καθόλου δεν κατάλαβε την ουσία του προβλήματος και δε βλέπει ότι οι συζητήσεις για την προτεραιότητα των αναγκών, είτε της παραγωγής, δεν έχουν καμιά σχέση με το ζήτημα. ‘Οταν μιλάνε για προτεραιότητα αυτών ή εκείνων των κοινωνικών εξελίξεων, σε σχέση με άλλες εξελίξεις, ξεκινάνε συνήθως απ’ το ότι και οι δυο αυτές εξελίξεις είναι περισσότερο ή λιγότερο ομοειδείς. Μπορούμε και χρειάζεται να μιλάμε για την προτεραιότητα της παραγωγής μέσων παραγωγής σε σχέση με την παραγωγή μέσων κατανάλωσης, γιατί τόσο στη μια όσο και στην άλλη περίπτωση έχουμε να κάνουμε με παραγωγή, επομένως πρόκειται για δυο πράγματα περισσότερο ή λιγότερο ομοειδή. Όμως, δεν μπορούμε να μιλάμε, θα ήταν λάθος να μιλάμε για την προτεραιότητα των αναγκών σε σχέση με την παραγωγή, είτε για την προτεραιότητα της παραγωγής σε σχέση με τις ανάγκες, γιατί παραγωγή και ανάγκες είναι δυο εντελώς διαφορετικοί τομείς, είναι αλήθεια, συνδεμένοι ο ένας με τον άλλον, ωστόσο, όμως, διαφορετικοί.

Είναι φανερό ότι ο σ. Γιαροσένκο δεν καταλαβαίνει ότι εδώ πρόκειται όχι για την προτεραιότητα των αναγκών είτε της παραγωγής, αλλά για το ποιο σκοπό βάζει η κοινωνία στην κοινωνική παραγωγή, για το ποιο καθήκον αναθέτει στην κοινωνική παραγωγή, π.χ., στο σοσιαλισμό. Γι’ αυτό δεν έχουν καμιά, επίσης, σχέση με το ζήτημα οι συζητήσεις του σ. Γιαροσένκο για το ότι «βάση της ζωής της σοσιαλιστικής κοινωνίας, όπως και κάθε άλλης κοινωνίας, είναι η παραγωγή». Ο σ. Γιαροσένκο ξεχνάει ότι οι άνθρωποι παράγουν όχι για να παράγουν, αλλά για να ικανοποιούν τις ανάγκες τους. Ξεχνάει ότι η παραγωγή, όταν είναι αποξενωμένη απ’ την ικανοποίηση των αναγκών της κοινωνίας, αδυνατίζει και καταστρέφεται.

Μπορούμε, άραγε, να μιλάμε γενικά για το σκοπό της καπιταλιστικής είτε της σοσιαλιστικής παραγωγής, για τα καθήκοντα με τα οποία επιφορτίζονται η καπιταλιστική είτε η σοσιαλιστική παραγωγή; Νομίζω ότι μπορούμε και πρέπει να μιλάμε.

Ο Μαρξ λέει:

«Ο άμεσος σκοπός της καπιταλιστικής παραγωγής είναι η παραγωγή όχι εμπορευμάτων, αλλά υπεραξίας, είτε κέρδους στην αναπτυγμένη της μορφή, όχι προϊόντων αλλά πρόσθετων προϊόντων. Από την άποψη αυτή η ίδια η εργασία είναι παραγωγική μονάχα, εφόσον δημιουργεί κέρδος, είτε πρόσθετο προϊόν για το κεφάλαιο. Εφόσον ο εργάτης δεν το δημιουργεί, η δουλειά του δεν είναι παραγωγική. Η μάζα, επομένως, της παραγωγικής δουλειάς που χρησιμοποιείται, παρουσιάζει για το κεφάλαιο ενδιαφέρον μονάχα εφόσον χάρη σ’ αυτήν -είτε ανάλογα μ’ αυτήν- αυξάνει το ποσόν της πρόσθετης εργασίας, μονάχα εφόσον είναι απαραίτητος στο κεφάλαιο ο χρόνος που τον ονομάσαμε αναγκαίο χρόνο εργασίας. Εφόσον η εργασία δε δίνει αυτό το αποτέλεσμα, είναι περιττή και πρέπει να διακοπεί. 

Σκοπός της καπιταλιστικής παραγωγής είναι πάντοτε η δημιουργία της ανώτατης υπεραξίας, είτε του ανώτατου πρόσθετου προϊόντος, με τη χρησιμοποίηση του ελάχιστου δυνατού κεφαλαίου. Εφόσον δεν πετυχαίνεται το αποτέλεσμα αυτό με την υπέρμετρη εργασία των εργατών, εμφανίζεται η τάση του κεφαλαίου να επιζητεί να παραχθεί το δοσμένο προϊόν με τη λιγότερη δυνατή απώλεια, να επιζητεί την εξοικονόμηση εργατικής δύναμης και τον περιορισμό των εξόδων…

Οι ίδιοι οι εργάτες παρουσιάζονται με αυτή την έννοια αυτό που πραγματικά είναι στην καπιταλιστική παραγωγή – απλά μέσα παραγωγής, και όχι αυτοσκοπός, ούτε ο σκοπός της παραγωγής» (Βλ. Θεωρίες για την υπεραξία, τόμ. II, Μέρος 2).

Τα λόγια αυτά του Μαρξ είναι αξιόλογα, όχι μόνο επειδή ορίζουν με συντομία και ακρίβεια το σκοπό της καπιταλιστικής παραγωγής, αλλά και γιατί σημειώνουν το βασικό εκείνο σκοπό, το βασικό εκείνο καθήκον που πρέπει να αντιμετωπίσει η σοσιαλιστική παραγωγή.

Επομένως, σκοπός της καπιταλιστικής παραγωγής είναι να βγάζει κέρδη. Όσον αφορά τις ανάγκες, αυτές χρειάζονται στον καπιταλισμό μονάχα εφόσον εξασφαλίζουν την απόκτηση κερδών. Αν βγάλουμε τα παραπάνω, το ζήτημα των αναγκών δεν έχει νόημα για τον καπιταλισμό. Ο άνθρωπος με τις ανάγκες του εξαφανίζεται από το πεδίο ορατότητας.

Ποιος είναι τώρα ο σκοπός της σοσιαλιστικής παραγωγής, ποιο είναι εκείνο το βασικό καθήκον, που με την εκπλήρωση του πρέπει να επιφορτιστεί η κοινωνική παραγωγή στο σοσιαλισμό;

Σκοπός της σοσιαλιστικής παραγωγής δεν είναι το κέρδος, αλλά ο άνθρωπος με τις ανάγκες του, η ικανοποίηση δηλαδή των υλικών και πολιτιστικών του αναγκών. Σκοπός της σοσιαλιστικής παραγωγής, όπως αναφέρεται στις «Παρατηρήσεις» του σ. Στάλιν, είναι «η εξασφάλιση της ανώτατης ικανοποίησης των συνεχώς αυξανόμενων υλικών και πολιτιστικών αναγκών όλης της κοινωνίας». 

Ο σ. Γιαροσένκο νομίζει ότι έχει να κάνει εδώ πέρα με την «προτεραιότητα» των αναγκών σε σχέση με την παραγωγή. Αυτό είναι, φυσικά, παραλογισμός. Στην πραγματικότητα εδώ έχουμε να κάνουμε όχι με την προτεραιότητα των αναγκών, αλλά με την ΕΠΙΦΟΡΤΙΣΗ της σοσιαλιστικής παραγωγής με το βασικό της σκοπό της εξασφάλισης της ανώτατης ικανοποίησης των συνεχώς αυξανόμενων υλικών και πολιτιστικών αναγκών όλης της κοινωνίας.

Επομένως, η εξασφάλιση της ανώτατης ικανοποίησης των συνεχώς αυξανόμενων υλικών και πολιτιστικών αναγκών όλης της κοινωνίας, είναι ο ΣΚΟΠΟΣ της σοσιαλιστικής παραγωγής. Η αδιάκοπη ανάπτυξη και τελειοποίηση της σοσιαλιστικής παραγωγής πάνω στη βάση της πιο υψηλής τεχνικής, είναι το ΜΕΣΟ για την επιτυχία του σκοπού.

Αυτός είναι ο βασικός οικονομικός νόμος του σοσιαλισμού.

Θέλοντας να διατηρήσει τη λεγόμενη «προτεραιότητα» της παραγωγής σε σχέση με τις ανάγκες, ο σ. Γιαροσένκο υποστηρίζει ότι «ο βασικός οικονομικός νόμος του σοσιαλισμού» συνίσταται «στην αδιάκοπη αύξηση και τελειοποίηση της παραγωγής των υλικών και πολιτιστικών προϋποθέσεων της κοινωνίας». Αυτό είναι πέρα για πέρα λαθεμένο. Ο σ. Γιαροσένκο διαστρεβλώνει χοντροκομμένα και καταστρέφει τη διατύπωση που εκθέτει ο σ. Στάλιν στις «Παρατηρήσεις» του. Γι’ αυτόν, η παραγωγή από μέσο μετατρέπεται σε σκοπό και η εξασφάλιση της ανώτατης ικανοποίησης των συνεχώς αυξανόμενων υλικών και πολιτιστικών αναγκών της κοινωνίας βγαίνει απ’ τη μέση. Μένει η αύξηση της παραγωγής, για την αύξηση της παραγωγής. Μένει η παραγωγή σαν αυτοσκοπός, και ο άνθρωπος με τις ανάγκες του εξαφανίζεται από το πεδίο ορατότητας του σ. Γιαροσένκο.

Γι’ αυτό δεν είναι περίεργο που μαζί με την εξαφάνιση του ανθρώπου σαν σκοπού της σοσιαλιστικής παραγωγής, εξαφανίζονται μέσα στην «αντίληψη» του σ. Γιαροσένκο και τα τελευταία υπολείμματα μαρξισμού.

Έτσι, αυτό που βγήκε σαν συμπέρασμα από το σ. Γιαροσένκο δεν είναι η «προτεραιότητα» της παραγωγής σε σχέση με τις ανάγκες, αλλά ένα είδος «προτεραιότητας» της αστικής ιδεολογίας σε σχέση με τη μαρξιστική ιδεολογία.

  1. Ιδιαίτερη αξία έχει το ζήτημα της μαρξιστικής θεωρίας της αναπαραγωγής. Ο σ. Γιαροσένκο υποστηρίζει ότι η μαρξιστική θεωρία της αναπαραγωγής είναι θεωρία μονάχα της καπιταλιστικής αναπαραγωγής, ότι δεν περιέχει τίποτα που θα μπορούσε να ισχύει για τους άλλους κοινωνικούς σχηματισμούς, ανάμεσα στους οποίους και για το σοσιαλιστικό κοινωνικό σχηματισμό. Λέει:

«Η μεταφορά στη σοσιαλιστική κοινωνική παραγωγή του σχήματος της αναπαραγωγής του Μαρξ, που αυτός το επεξεργάστηκε για την καπιταλιστική οικονομία, είναι το προϊόν δογματικής κατανόησης της διδασκαλίας του Μαρξ και έρχεται σε αντίθεση με την ουσία της διδασκαλίας του.» (Βλ. λόγο του σ. Γιαροσένκο στην Ολομέλεια της συζήτησης).

Υποστηρίζει παρακάτω ότι “το σχήμα της αναπαραγωγής του Μαρξ δεν αντιστοιχεί στους οικονομικούς νόμους της σοσιαλιστικής κοινωνίας και δεν μπορεί να χρησιμέψει σαν βάση για τη μελέτη της σοσιαλιστικής αναπαραγωγής” (Βλ. στο ίδιο).

Σχετικά με τη μαρξιστική θεωρία της απλής αναπαραγωγής, όπου προσδιορίζεται ο καθορισμένος συσχετισμός ανάμεσα στην παραγωγή μέσων παραγωγής (1η υποδιαίρεση) και την παραγωγή μέσων κατανάλωσης (2η υποδιαίρεση), ο σ. Γιαροσένκο λέει:

«Ο συσχετισμός ανάμεσα στην 1η και τη 2η υποδιαίρεση δεν καθορίζεται στη σοσιαλιστική κοινωνία από τον τύπο του Μαρξ Μ + Υ* της πρώτης υποδιαίρεσης και Σ της δεύτερης υποδιαίρεσης. Στις συνθήκες του σοσιαλισμού, η παραπάνω αλληλεξάρτηση ανάμεσα στην πρώτη και τη δεύτερη υποδιαίρεση δεν πρέπει να έχει θέση.» (Βλ. στο ίδιο).

Υποστηρίζει ότι «η θεωρία, που επεξεργάστηκε ο Μαρξ για το συσχετισμό των υποδιαιρέσεων Ι και II είναι απαράδεκτη για τις δικές μας σοσιαλιστικές συνθήκες, γιατί στη βάση της θεωρίας του Μαρξ βρίσκεται η καπιταλιστική οικονομία με τους νόμους της» (Βλ. Γράμμα του σ. Γιαροσένκο στα μέλη του Πολιτικού Γραφείου).

Έτσι καταστρέφει ο σ. Γιαροσένκο τη μαρξιστική θεωρία της αναπαραγωγής.

Βέβαια, η μαρξιστική θεωρία της αναπαραγωγής, που η εκπόνηση της προέκυψε σαν αποτέλεσμα της μελέτης των νόμων της καπιταλιστικής παραγωγής, αντανακλά τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της καπιταλιστικής παραγωγής και, φυσικά, είναι ντυμένη με τη μορφή των εμπορευματοκαπιταλιστικών σχέσεων της αξίας. Δεν μπορούσε να γίνει και διαφορετικά. Όμως, το να βλέπεις στη μαρξιστική θεωρία της αναπαραγωγής μονάχα αυτή τη μορφή και να μην αντιλαμβάνεσαι το βασικό της περιεχόμενο, που ισχύει όχι μόνο για τον καπιταλιστικό κοινωνικό σχηματισμό, σημαίνει ότι δεν κατάλαβες τίποτα απ’ αυτή τη θεωρία.

Αν ο σ. Γιαροσένκο καταλάβαινε κάτι σ’ αυτό το ζήτημα, τότε θα καταλάβαινε και εκείνη τη φανερή αλήθεια ότι τα μαρξιστικά σχήματα της αναπαραγωγής με κανέναν τρόπο δεν εξαντλούνται με την αντανάκλαση του ιδιαίτερου χαρακτήρα της καπιταλιστικής παραγωγής, ότι περιέχουν μαζί μ’ αυτό ολόκληρη σειρά βασικών θέσεων της αναπαραγωγής, που ισχύουν για όλους τους κοινωνικούς σχηματισμούς, κι ανάμεσα τους ειδικά και για το σοσιαλιστικό κοινωνικό σχηματισμό.

Οι τέτοιες βασικές θέσεις της μαρξιστικής θεωρίας της αναπαραγωγής, όπως η θέση για την κατανομή της κοινωνικής παραγωγής σε παραγωγή μέσων παραγωγής και παραγωγή μέσων κατανάλωσης, η θέση για την υπεροχή του όγκου της παραγωγής μέσων παραγωγής κατά την πλατιά αναπαραγωγή, η θέση για το συσχετισμό ανάμεσα στις υποδιαιρέσεις Ι και II, η θέση για το πρόσθετο προϊόν, σαν μοναδική πηγή συσσώρευσης, η θέση για τη διαμόρφωση και τον προορισμό των κοινωνικών κεφαλαίων, η θέση για τη συσσώρευση, σαν μοναδική πηγή της πλατιάς αναπαραγωγής – όλες αυτές οι βασικές θέσεις της μαρξιστικής θεωρίας της αναπαραγωγής είναι οι ίδιες εκείνες θέσεις, που ισχύουν όχι μόνο για τον καπιταλιστικό σχηματισμό, και που δίχως την εφαρμογή τους δεν μπορεί ν’ αντεπεξέλθει καμιά σοσιαλιστική κοινωνία κατά τη σχεδιοποίηση της λαϊκής οικονομίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο ίδιος ο σ. Γιαροσένκο που ξεφυσάει τόσο υπεροπτικά για τα μαρξιστικά «σχήματα αναπαραγωγής», είναι αναγκασμένος να καταφεύγει συνέχεια στη βοήθεια αυτών των «σχημάτων», όταν συζητάει τα ζητήματα της σοσιαλιστικής αναπαραγωγής. 

Αλλά πώς έβλεπαν αυτό το ζήτημα ο Λένιν, ο Μαρξ;

Είναι σ’ όλους γνωστές οι κριτικές παρατηρήσεις του Λένιν πάνω στο βιβλίο του Μπουχάριν Η οικονομία της μεταβατικής περιόδου. Στις παρατηρήσεις αυτές ο Λένιν, όπως είναι γνωστό, αναγνώρισε ότι ο μαρξιστικός τύπος συσχετισμού ανάμεσα στις υποδιαιρέσεις Ι και II, ενάντια στον οποίο εκστρατεύει ο σ. Γιαροσένκο, εξακολουθεί να ισχύει τόσο για το σοσιαλισμό όσο και για τον «καθαρό κομμουνισμό», δηλαδή για τη δεύτερη φάση του κομμουνισμού.

Όσον αφορά τον Μαρξ, όπως είναι γνωστό, δεν του άρεσε να ξεφεύγει από τη μελέτη των νόμων της καπιταλιστικής παραγωγής και δεν ασχολήθηκε στο Κεφάλαιο του με το ζήτημα της εφαρμογής στο σοσιαλισμό του σχήματος του της αναπαραγωγής. Όμως, στο κεφάλαιο 20 του II τόμου του Κεφαλαίου με τον τίτλο «Το σταθερό κεφάλαιο της υποδιαίρεσης Ι», όπου ασχολείται με την ανταλλαγή των προϊόντων της υποδιαίρεσης Ι μέσα στην ίδια αυτή υποδιαίρεση, ο Μαρξ σημειώνει σαν σε παρένθεση ότι η ανταλλαγή προϊόντων μέσα σ’ αυτή την υποδιαίρεση θα συνέβαινε και στο σοσιαλισμό με την ίδια σταθερότητα, όπως και στην καπιταλιστική παραγωγή. Ο Μαρξ λέει:

«Αν η παραγωγή ήταν κοινωνική και όχι καπιταλιστική, τότε, είναι ξεκάθαρο ότι τα προϊόντα της υποδιαίρεσης Ι, που αποβλέπουν στην αναπαραγωγή, δε θα κατανέμονταν με λιγότερη σταθερότητα σαν μέσα παραγωγής ανάμεσα στους κλάδους της παραγωγής αυτής της υποδιαίρεσης: ένα μέρος θα έμενε άμεσα σ’ εκείνη τη σφαίρα παραγωγής, από την οποία βγήκε σαν προϊόν αντίθετα, το άλλο θα περνούσε σε άλλους κλάδους παραγωγής και με τον τρόπο αυτό ανάμεσα στους διάφορους κλάδους παραγωγής αυτής της υποδιαίρεσης θα αποκαθιστόταν μια σταθερή κίνηση προς αντίθετες κατευθύνσεις» (Βλ. Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τόμος Π, 8η έκδοση, σελ. 307).

Επομένως, ο Μαρξ δε θεωρούσε καθόλου ότι η θεωρία του της αναπαραγωγής ισχύει απλώς και μόνο για την καπιταλιστική παραγωγή, αν και ασχολήθηκε με την έρευνα των νόμων της καπιταλιστικής παραγωγής. Αντίθετα, όπως είναι φανερό, ξεκινούσε απ’ το ότι η θεωρία του της αναπαραγωγής μπορεί να ισχύει και για τη σοσιαλιστική παραγωγή.

Πρέπει να σημειώσουμε ότι ο Μαρξ στην Κριτική στο πρόγραμμα της Γκότα στην ανάλυση της οικονομίας του σοσιαλισμού και της μεταβατικής περιόδου προς τον κομμουνισμό ξεκινάει απ’ τις βασικές θέσεις της θεωρίας του της αναπαραγωγής, θεωρώντας τες υποχρεωτικές για το κομμουνιστικό καθεστώς.

Πρέπει, επίσης, να σημειώσουμε ότι ο Ένγκελς στο Αντι-Ντίρινγκ του, κάνοντας κριτική στο «σοσιαλιστικό σύστημα» του Ντίρινγκ και χαρακτηρίζοντας την οικονομία του σοσιαλιστικού καθεστώτος, ξεκινά, επίσης, από τις βασικές θέσεις της θεωρίας της αναπαραγωγής του Μαρξ, θεωρώντας τες υποχρεωτικές για το κομμουνιστικό καθεστώς.

Αυτά είναι τα γεγονότα.

Βγαίνει το συμπέρασμα ότι και εδώ, στο ζήτημα της αναπαραγωγής, ο σ. Γιαροσένκο, παρά το ότι έχει ύφος ανθρώπου που χειρίζεται με ευκολία τα «σχήματα» του Μαρξ, έπεσε έξω γι’ άλλη μια φορά.

  1. Το γράμμα του προς τα μέλη του Πολιτικού Γραφείου ο σ. Γιαροσένκο το τελειώνει με την πρόταση να του ανατεθεί να συγγράψει «Πολιτική οικονομία του σοσιαλισμού». Γράφει:

«Ξεκινώντας από τον ορισμό του αντικειμένου της επιστήμης της πολιτικής οικονομίας του σοσιαλισμού, που την εξέθεσα στη συνεδρίαση της Ολομέλειας, στη συνεδρίαση του τμήματος και στο γράμμα αυτό, χρησιμοποιώντας τη μαρξιστική διαλεκτική μέθοδο, μπορώ στη διάρκεια ενός χρόνου, το πολύ ενάμιση, με τη βοήθεια 2 άλλων, να επεξεργαστώ τις θεωρητικές λύσεις των βασικών προβλημάτων της πολιτικής οικονομίας του σοσιαλισμού, να εκθέσω τη μαρξιστική, λενινιστική-σταλινική θεωρία της πολιτικής οικονομίας του σοσιαλισμού, τη θεωρία που θα μετατρέψει την επιστήμη αυτή σε πραγματικό όπλο πάλης του λαού για τον κομμουνισμό

Δεν μπορούμε να μην αναγνωρίσουμε ότι ο σ. Γιαροσένκο δεν πάσχει από μετριοφροσύνη. Πέρα απ’ αυτό, χρησιμοποιώ ντας το ύφος μερικών φιλολόγων, μπορούμε να πούμε: «Ακριβώς το αντίθετο μάλιστα». 

Πιο πάνω ήδη είπαμε ότι ο σ. Γιαροσένκο συγχέει την πολιτική οικονομία του σοσιαλισμού με την οικονομική πολιτική των καθοδηγητικών οργάνων. Εκείνο που αυτός θεωρεί σαν αντικείμενο της πολιτικής οικονομίας του σοσιαλισμού, η ορθολογιστική οργάνωση των παραγωγικών δυνάμεων, η σχεδιοποίηση της λαϊκής οικονομίας, ο σχηματισμός κοινωνικών κεφαλαίων κλπ., είναι όχι αντικείμενο της πολιτικής οικονομίας του σοσιαλισμού, αλλά αντικείμενο της οικονομικής πολιτικής των καθοδηγητικών οργάνων.

Είναι περιττό να πω ότι τα σοβαρά λάθη που έκανε ο σ. Γιαροσένκο και η αντιμαρξιστικη «άποψη» του δε συνηγορούν να δοθεί στο σ. Γιαροσένκο μια τέτοια αποστολή. * * *

Συμπεράσματα:

1)            Το παράπονο του σ. Γιαροσένκο κατά των καθοδηγητών της συζήτησης δεν έχει νόημα, γιατί οι καθοδηγητές των συζητήσεων, όντας μαρξιστές, δεν μπορούσαν να απηχήσουν στα γενικευμένα τους ντοκουμέντα την αντιμαρξιστικη «άποψη» του σ. Γιαροσένκο.

2)            Την αίτηση του σ. Γιαροσένκο να του ανατεθεί να γράψει πολιτική οικονομία του σοσιαλισμού δεν μπορούμε να την πάρουμε στα σοβαρά, έστω και για το λόγο ότι μυρίζει τυχοδιωκτισμό.

22 Μάη του 1952

 * Στον τύπο αυτό Μ = μεταβλητό κεφάλαιο, Υ = υπεραξία, Σ = σταθερό κεφάλαιο (Σημ. μετ.). 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *