Adam Smith: Έρευνα για τη φύση και τις αιτίες του Πλούτου των Εθνών

 

 

Έρευνα για τη φύση και τις αιτίες του Πλούτου των Εθνών (Βιβλία Ι & ΙΙ)              

 

Adam Smith

 

Μετάφραση Χρήστος Βαλλιάνος

Επιστημονική επιμέλεια – Εισαγωγή Γιάννης Μηλιός

 

«H λέξη ΑΞΙΑ έχει δύο διαφορετικές σημασίες και μερικές φορές εκφράζει τη χρησιμότητα κάποιου συγκεκριμένου αντικειμένου και κάποιες άλλες τη δυνατότητα αγοράς άλλων αγαθών την οποία επιτρέπει η κατοχή αυτού του αντικειμένου. Η πρώτη θα μπορούσε να ονομαστεί «αξία χρήσης», η δεύτερη «αξία ανταλλαγής». Πράγματα που έχουν τη μεγαλύτερη αξία χρήσης έχουν συχνά μικρή ή καμιά αξία ανταλλαγής, και αντιθέτως, αυτά που έχουν τη μεγαλύτερη αξία ανταλλαγής έχουν συχνά μικρή ή καμιά αξία χρήσης. Τίποτα δεν είναι πιο χρήσιμο απ’ ό,τι το νερό: αλλά μ’ αυτό ελάχιστα πράγματα μπορούμε να αγοράσουμε, με ελάχιστα πράγματα μπορούμε να το ανταλλάξουμε. Από την άλλη μεριά, ένα διαμάντι έχει ελάχιστη αξία χρήσης, ωστόσο, μπορούμε άνετα να το ανταλλάξουμε με μια μεγάλη ποσότητα άλλων αγαθών. Προκειμένου να διερευνήσουμε τις αρχές που ρυθμίζουν την ανταλλάξιμη αξία των εμπορευμάτων, θα προσπαθήσουμε να δείξουμε,

Πρώτον, ποιο είναι το πραγματικό μέτρο αυτής της ανταλλάξιμης αξίας, ή, από τι αποτελείται η πραγματική τιμή όλων των εμπορευμάτων,

Δεύτερον, ποια είναι τα διάφορα μέρη που συνθέτουν αυτή την πραγματική τιμή.

Και τέλος, ποιες είναι πραγματικές περιστάσεις που μερικές φορές αυξάνουν ορισμένα τμήματα ή το σύνολο των ανωτέρω τμημάτων της τιμής, και μερικές φορές τα συμπιέζουν κάτω από το φυσικό ή κανονικό τους επίπεδο. Ή, ποιες είναι οι αιτίες που μερικές φορές εμποδίζουν τη σύμπτωση της αγοραίας τιμής, δηλαδή της πραγματικής τιμής των εμπορευμάτων, με αυτό που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε φυσική τους τιμή» (Adam Smith)

 

Adam Smith (1723-1790)

 

Ο Adam Smith γεννήθηκε το 1723 στη μικρή Σκωτική πόλη Kirkcaldy. Το 1751 εκλέχθηκε καθηγητής Ηθικής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο της Γλασκόβης, όπου διαδέχθηκε τον Francis Hutchison (1694-1747). Το 1759 εξέδωσε την πραγματεία The Theory of Moral Sentiments (Η θεωρία των ηθικών συναισθημάτων), που του απέφερε μεγάλη φήμη.

Ωστόσο, η γρήγορη ανάπτυξη των καπιταλιστικών (προβιομηχανικών) οικονομικών σχέσεων στην Αγγλία και τη Σκοτία, έστρεψε το ενδιαφέρον του (όπως άλλωστε και του φίλου του, διάσημου φιλοσόφου David Hume, 1711-76), από τις αρχές της δεκαετίας του 1760, στη μελέτη των οικονομικών προβλημάτων και της Πολιτικής Οικονομίας. Στη δεκαετία του 1740 είχε ήδη σχηματιστεί μια λέσχη Πολιτικής Οικονομίας στη Γλασκόβη, της οποίας ο Smith ήταν τακτικός επισκέπτης.

Το 1764 παραιτήθηκε τελικά από την καθηγητική του έδρα, προκειμένου να αφιερωθεί στη μελέτη της Πολιτικής Οικονομίας. Ταξίδεψε στη Γαλλία, όπου, μεταξύ άλλων, συνάντησε και τον ηγέτη του θεωρητικού ρεύματος των «Οικονομολόγων», (που έμειναν γνωστοί ως Φυσιοκράτες), Francois Quesnay (1694-1774). Μετά την επιστροφή του στη Σκοτία, το 1766, απομονώθηκε στο Kirkcaldy, όπου και συνέγραψε το μεγάλο έργο του, An Inquiry into the Nature and Causes of the Wealth of Nations (Έρευνα για τη φύση και τις αιτίες του πλούτου των εθνών) , το οποίο εκδόθηκε το 1776. Από εκείνη τη στιγμή και εξής, η Πολιτική Οικονομία έπαψε να είναι μια συρραφή ξεχωριστών πραγματειών ή ένα παράρτημα της φιλοσοφίας και του φυσικού δικαίου και προέβαλε ως μια συστηματική και συνεκτικά αναπτυγμένη ανεξάρτητη θεωρητική περιοχή.

H τεράστια επιτυχία του βιβλίου αυτού οφείλεται από τη μια πλευρά σε θεωρητικούς λόγους, δηλαδή στην ποιότητα της θεωρητικής του γενίκευσης, και από την άλλη σε πολιτικούς λόγους, δηλαδή στο ότι χρησιμοποιεί τη θεωρητική ανάλυση για να υπερασπίσει τις ιδέες του ελεύθερου εμπορίου. Η διαμάχη γύρω από την κυρίαρχη την εποχή εκείνη μερκαντιλιστική πολιτική είχε οξυνθεί εξαιρετικά από μέσα του 18ου αιώνα Από τα πέντε βιβλία του Πλούτου των Εθνών μόνο τα πρώτα δύο είναι αφιερωμένα στην οικονομική θεωρία κατά κύριο λόγο, ενώ στα άλλα τρία επικρατούν κυρίως τα ζητήματα της οικονομικής πολιτικής, με ιδιαίτερη έμφαση στην πολεμική κατά του μερκαντιλισμού. Σήμερα, τα τμήματα αυτά του έργου του Smith έχουν κυρίως ιστορικό ενδιαφέρον. Αντίθετα, τα δύο πρώτα βιβλία επρόκειτο να αποτελέσουν τη βάση για την όποια περαιτέρω ανάπτυξη της οικονομικής θεωρίας.

Μετά την έκδοση του Πλούτου των Εθνών ο Smith προσανατόλισε τις έρευνές του προς το Δίκαιο και την ιστορία της Λογοτεχνίας, αλλά έκαψε τα χειρόγραφά του λίγο πριν το θάνατό του, το 1790. Πρόλαβε να δει το μεγάλο έργο του να κάνει την 5η του έκδοση το 1789.

 

 

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΤΟΥ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗ

 

Η σμιθιανή θεωρία της αξίας και οι αντιφάσεις της

 

Ο Adam Smith θεωρείται από όλες τις σύγχρονες Σχολές οικονομικής θεωρίας ως ο «πατέρας» της Οικονομικής επιστήμης. Με άλλη διατύπωση, η Έρευνα για τη φύση και τις αιτίες του Πλούτου των Εθνών (ή συντομότερα ο Πλούτος των Εθνών) θεωρείται ως η καταστατική πράξη ίδρυσης της Πολιτικής Οικονομίας ως αυτοτελούς κλάδου θεωρητικής γνώσης.

Πραγματικά, αν κάθε επιστήμη ή επιστημονική περιοχή [1] ορίζεται σε συνάρτηση με (α) το αντικείμενο μελέτης της και (β) το σύστημα εννοιών, σε αναφορά  με το οποίο προσεγγίζει και μελετά το αντικείμενό της, τότε ο Adam Smith έβαλε πρώτος τέλος σε μια μακρά παράδοση, από τη μια ηθικών και κανονιστικών προσεγγίσεων (όπως εκείνες της αρχαιότητας και του μεσαίωνα), και από την άλλη θεωρητικά «κυκλικών»-ταυτολογικών θεωρήσεων της «οικονομίας», οι οποίες όριζαν –και ορίζουν– το ζητούμενο δια του ζητουμένου (π.χ. σε ένα «διτομεακό μοντέλο οικονομίας», την τιμή των σιτηρών δια της τιμής του χάλυβα και των σιτηρών και την τιμή του χάλυβα δια της τιμής των σιτηρών και του χάλυβα). Στο έργο αυτό ο Smith θεώρησε ότι η Οικονομία (το θεωρητικό αντικείμενο της Πολιτικής Οικονομίας) χαρακτηρίζεται από τα ακόλουθα στοιχεία:

 α) Έχει ως φορείς της τους μεταξύ τους ανεξάρτητους κατόχους εμπορευμάτων, δηλαδή είναι οικονομία των ανεξάρτητων εμπορευματοκατόχων και της γενικευμένης ανταλλαγής εμπορευμάτων μεταξύ αυτών. Στα εμπορεύματα συγκαταλέγεται και η «εργασία», την οποία ο κάθε εργάτης πωλεί στον εργοδότη του, ο οποίος είναι κάτοχος των μέσων παραγωγής (ή του «αποθέματος», όπως το ονομάζει ο Smith), που είναι απαραίτητα για την παραγωγή συγκεκριμένων κατά περίπτωση εμπορευμάτων. Συνακόλουθα η οικονομία βασίζεται στον καταμερισμό εργασίας και στην αγορά, αφού κάθε εμπορευματοκάτοχος ανταλλάσσει το συγκεκριμένο εμπόρευμα που κατέχει (και το οποίο για τον ίδιο δεν έχει κάποια χρηστική αξία, διότι αυτός το κατέχει σε ποσότητα που υπερβαίνει τις ανάγκες του), με τα εμπορεύματα των άλλων εμπορευματοκατόχων, τα οποία χρειάζεται για να ικανοποιήσει τις ανάγκες του.

β) Τα εμπορεύματα είναι προϊόντα εργασίας και η αξία τους είναι ανάλογη προς την ποσότητα εργασίας που απαιτήθηκε για την παραγωγή τους, ή αντιστοιχεί στην ποσότητα «εργασίας» άλλων ανθρώπων, (μισθωτών εργατών), την οποία η αξία αυτή μπορεί να αγοράσει (ή «να ελέγξει»: «to command», όπως λέει ο Smith).

    Με τον τρόπο αυτό ο Smith πρώτος απαντάει στο θεμελιώδες θεωρητικό πρόβλημα «τι είναι η οικονομία», στην ειδική μορφή υπό την οποία αυτό τίθεται για την «οικονομία της αγοράς»: τι είναι οι τιμές, ή, με άλλη διατύπωση, τι καθιστά τα «αγαθά» (χρήσιμα αντικείμενα ή υπηρεσίες), που από την άποψη των φυσικών χαρακτηριστικών τους αλλά και της ιδιαίτερης χρησιμότητάς τους είναι τόσο διαφορετικά, οικονομικώς σύμμετρα, δηλαδή (σε οικονομικό επίπεδο) ποιοτικώς ισοδύναμα, πράγμα που επιτρέπει την ποσοτική τους αντιστοίχηση: χ μονάδες του εμπορεύματος Α ισοδυναμούν (είναι ίσης αξίας και ανταλλάσσονται με) ψ μονάδες του εμπορεύματος Β.

Η απάντηση που δίνει ο Adam Smith είναι πως η εργασία αποτελεί τη σχέση συμμετρίας (ποιοτικής ισοδυναμίας) των εμπορευμάτων: «H εργασία είναι το πραγματικό μέτρο της ανταλλάξιμης αξίας όλων των εμπορευμάτων» (Smith, I.v.1) «Επομένως, η εργασία από μόνη της, δεν είναι μεταβαλλόμενης αξίας, είναι απλά το τελικό και πραγματικό πρότυπο (standard) μέσω του οποίου μπορούν να εκτιμηθούν και να συγκριθούν οι αξίες όλων των εμπορευμάτων σε οποιαδήποτε εποχή και τόπο. Η εργασία είναι η πραγματική τους τιμή, το χρήμα είναι μόνο η ονομαστική τους τιμή» (Smith, I.v.7).

Η ανάλυση του Smith αποτελεί, λοιπόν, μια θεωρία της εργασιακής αξίας. Ως αντικείμενο της Πολιτικής Οικονομίας αναδεικνύεται η ρυθμιζόμενη από την εργασία αξία, η παραγωγή και διανομή αυτής της εργασιακής αξίας, σε μια κοινωνία γενικευμένης εμπορευματοπαραγωγής Η θεωρία του Smith συνδέεται επομένως με σχέσεις μεγαλύτερης ή μικρότερης συγγένειας με τις μετέπειτα θεωρίες της εργασιακής αξίας (όπως π.χ. η ρικαρδιανή ή η μαρξική), και αποκλίνει, σε ό,τι αφορά τις θεωρητικές αρχές σύστασής της (και την απάντηση που δίνει στο θεμελιώδες θεωρητικό ερώτημα του «τι είναι η οικονομία», ή «τι είναι οι τιμές» σε μια οικονομία της αγοράς), από τα θεωρητικά εκείνα ρεύματα που απορρίπτουν κάθε έννοια της εργασιακής αξίας.

Αν επομένως πάρει κανείς στα σοβαρά όσα γράφει ο Adam Smith για την «οικονομία της αγοράς», τότε είναι αδύνατο να θεωρήσει όλες τις μετέπειτα Σχολές οικονομικής θεωρίας ως μια απλή «μετεξέλιξη» ή «ανάπτυξη» της σμιθιανής ανάλυσης. Όσο και αν οι θεωρητικές αντιφάσεις που εντοπίζονται στον Πλούτο των Εθνών μπορεί να επιτρέπουν κάτι τέτοιο, μέσα από την εκλεκτικιστική χρήση του κειμένου (με την επιλογή αποσπασμάτων και την αποσιώπηση άλλων), εντούτοις είναι προφανές, για παράδειγμα, ότι η σύγχρονη Νεοκλασική θεωρία αποκλίνει ρητά από το σμιθιανό θεωρητικό σύστημα, καθώς αντιλαμβάνεται τη χρησιμότητα (την αξία χρήσης) ως την αφετηρία από την οποία απορρέει η σχέση συμμετρίας (ποιοτικής ισοδυναμίας) των εμπορευμάτων. Συνάγει έτσι η Νεοκλασική θεωρία την ανταλλακτική αξία από τη χρησιμότητα (την αξία χρήσης) των εμπορευμάτων, υποστηρίζοντας ότι η πρώτη (η «οριακή χρησιμότητα», ή η αξία χρήσης της τελευταίας μονάδας ενός «αγαθού» που προμηθεύεται ο καταναλωτής) «παράγει» τη δεύτερη (την ανταλλακτική αξία) .

Αντίθετα, στο σμιθιανό σύστημα η ανταλλακτική αξία, ως αντικείμενο μελέτης της Πολιτικής Οικονομίας («να διερευνήσουμε τις αρχές που ρυθμίζουν την ανταλλάξιμη αξία των εμπορευμάτων» — Smith, I.iv.14), δεν ρυθμίζεται κατά κανένα τρόπο από τη χρησιμότητα: «Θα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι η λέξη ΑΞΙΑ έχει δύο διαφορετικές σημασίες και μερικές φορές εκφράζει τη χρησιμότητα (utility) κάποιου συγκεκριμένου αντικειμένου και κάποιες άλλες τη δυνατότητα αγοράς άλλων αγαθών την οποία επιτρέπει η κατοχή αυτού του αντικειμένου. Η πρώτη θα μπορούσε να ονομαστεί “αξία χρήσης”, η δεύτερη “αξία ανταλλαγής”. Πράγματα που έχουν τη μεγαλύτερη αξία χρήσης έχουν συχνά μικρή ή καμιά αξία ανταλλαγής, και αντιθέτως, αυτά που έχουν τη μεγαλύτερη αξία ανταλλαγής έχουν συχνά μικρή ή καμιά αξία χρήσης. Τίποτα δεν είναι πιο χρήσιμο απ’ ό,τι το νερό: αλλά μ’ αυτό ελάχιστα πράγματα μπορούμε να αγοράσουμε, με ελάχιστα πράγματα μπορούμε να το ανταλλάξουμε» (Smith, I.iv.13).

Παρότι ο Smith δεν εγκαταλείπει ούτε μια στιγμή στο έργο του την ιδέα ότι η εργασία αποτελεί τη ρυθμιστική αρχή από την οποία απορρέουν οι σχέσεις ανταλλαγής των εμπορευμάτων στην αγορά, εντούτοις, όπως ήδη υπαινιχθήκαμε, αντιλαμβάνεται την αξία ενός εμπορεύματος με ένα τρόπο αμφίσημο, άλλοτε σε αναφορά με τη «δαπανώμενη» εργασία για την παραγωγή του εμπορεύματος και άλλοτε σε αναφορά με την «αγοραζόμενη» (τη δυνάμενη να «αγοραστεί») μισθωτή «εργασία» από τον κάτοχο αυτού του εμπορεύματος.

Στην πρώτη εκδοχή, η αξία (η «φυσική τιμή», όπως την αποκαλεί ο Smith) ενός εμπορεύματος καθορίζεται από το χρόνο εργασίας που απαιτήθηκε για την παραγωγή του, συμπεριλαμβανομένου και του χρόνου παραγωγής των πρώτων υλών, εργαλείων και λοιπών στοιχείων του υλικού κεφαλαίου που αναλώθηκαν κατά την εξεταζόμενη διαδικασία παραγωγής. [2] Σύμφωνα με τη γραμμή αυτή σκέψης, ο εργάτης παράγει ολόκληρη τη νέα αξία που προστίθεται στην ήδη υπάρχουσα αξία των στοιχείων του υλικού κεφαλαίου που αναλώνονται (φθείρονται) κατά την παραγωγή.

Εντούτοις ο εργάτης δεν αμείβεται με το σύνολο της αξίας που παράγει, αλλά με ένα μόνο τμήμα της, το μισθό της εργασίας. Ο ιδιοκτήτης του «αποθέματος», των μέσων παραγωγής που χρησιμοποίησε ο εργάτης, δηλαδή ο επιχειρηματίας-καπιταλιστής, καρπώνεται (ή με άλλη διατύπωση «παρακρατεί»), ένα μέρος αυτής της αξίας, λόγω ακριβώς της ιδιοκτησίας που κατέχει στα μέσα παραγωγής, χωρίς τη χρήση των οποίων θα ήταν αδύνατη η παραγωγή. Το μέρος αυτό της παραχθείσας από τον εργάτη αξίας, το οποίο «παρακρατεί» ο καπιταλιστής αποτελεί την ιδιαίτερη κατηγορία εισοδήματός του, το κέρδος. [3] Αντίστοιχα, ένα τμήμα της αξίας του εμπορεύματος «παρακρατεί» ως (γαιο)πρόσοσδο και ο γαιοκτήμονας, στην έγγεια ιδιοκτησία του οποίου λειτουργεί η επιχείρηση του καπιταλιστή και παράγεται η αξία από τον εργάτη. [4]

Μισθός, κέρδος και πρόσοδος αποτελούν επομένως τις τρεις διακριτές κατηγορίες εισοδημάτων στις οποίες διανέμεται η παραγόμενη από τον εργάτη αξία. Με άλλη διατύπωση, η αξία αποτελεί το εννοιολογικά πρωτεύον μέγεθος, από την οποία απορρέουν τα εισοδήματα, που αποτελούν τα εννοιολογικά δευτερεύοντα-παραγόμενα μεγέθη. Ανάλογα με την κατηγορία εισοδήματος που αποκομίζουν (δηλαδή τελικά ανάλογα με τη θέση τους στην παραγωγική διαδικασία), τα μέλη της κοινωνίας κατανέμονται σε τρεις κοινωνικές τάξεις: τους εργάτες (που απολαμβάνουν ως εισόδημα το μισθό), τους καπιταλιστές (που αποκομίζουν κέρδος) και τους γαιοκτήμονες (που το εισόδημά τους είναι η γαιοπρόσοδος). [5]

Στη δεύτερη εκδοχή ο Smith θεωρεί ότι η αξία ενός εμπορεύματος εκφράζει την ικανότητά του να «αγοράσει» ή να «ελέγξει» μισθωτή εργασία, και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι παύει να ισχύει η αρχή της ανταλλαγής ίσων ποσοτήτων δαπανώμενης εργασίας. [6] Για να προσδιορίσει τώρα την αξία ενός εμπορεύματος θεωρεί τα εισοδήματα ως τα εννοιολογικά πρωτεύοντα μεγέθη, από τα οποία προκύπτει αθροιστικά η αξία, ως, επομένως, το εννοιολογικά παραγόμενο-δευτερεύον μέγεθος. Η αξία θεωρείται δηλαδή τώρα ότι προκύπτει ως άθροισμα των «φυσικών» εισοδημάτων (δηλαδή των εισοδημάτων που το καθένα απορρέει από συγκεκριμένες ενδοφυείς κανονικότητες, ή νόμους): ως άθροισμα του φυσικού μισθού, του φυσικού κέρδους, της φυσικής προσόδου. [7] Η προσέγγιση αυτή ανοίγει το δρόμο για την έννοια των «συντελεστών παραγωγής», την οποία εισήγαγε ο J.-B. Say (1767-1832) και υιοθέτησαν και άλλοι οικονομολόγοι της κλασικής εποχής της Πολιτικής Οικονομίας, και η οποία αποτέλεσε αργότερα συστατική θεωρητική θέση της Νεοκλασικής θεωρίας.

Στη δεύτερη αυτή εκδοχή πρέπει να προσδιοριστούν οι «νόμοι» που καθορίζουν το ύψος καθεμιάς από τις τρεις συνιστώσες της αξίας. Εδώ ο Smith δεν μπορεί να δώσει μια λογικά συνεκτική απάντηση. Διότι ενώ ο ονομαστικός μισθός της εργασίας (δηλαδή ο μισθός σε αξίες ή τιμές, ο χρηματικός μισθός) προσδιορίζεται από τον πραγματικό μισθό, δηλαδή από το  «καλάθι» εκείνων των εμπορευμάτων που είναι αναγκαία για την επιβίωση του εργάτη και της οικογενείας του, [8] δεν υπάρχει καμιά ενδογενής κανονικότητα που να ρυθμίζει το «φυσικό» απόλυτο ύψος του κέρδους ή της προσόδου (μπορούν να αναφερθούν μόνο οι παράγοντες που συντελούν στην αύξηση ή τη μείωση του κέρδους ή της προσόδου).

Για να θεμελιώσει την αντίληψη ότι η «αγοραζόμενη εργασία» αποτελεί το περιεχόμενο και το μέτρο της αξίας, ο Smith καταφεύγει σε ένα «υποκειμενιστικό» επιχείρημα: Ίσες ποσότητες (αγοραζόμενης) εργασίας είναι ίσης αξίας (κι έτσι η αγοραζόμενη εργασία μπορεί να θεωρηθεί ως το αναλλοίωτης αξίας μέτρο των αξιών), διότι ο εργάτης που τις παρέχει «πρέπει να αφιερώνει πάντα το ίδιο μερίδιο από την άνεσή του, την ελευθερία και την ευτυχία του» (Smith, I.v.7). [9]

Αποτελεί ιδιαίτερα σημαντικό θεωρητικό ζήτημα να ερμηνευθεί η πηγή αυτής της θεωρητικής αντίφασης στο έργο του Adam Smith. Στην κατεύθυνση αυτή πρέπει κατ’ αρχάς να επισημάνουμε ότι ο Smith παλινωδεί συνεχώς από τη μία εκδοχή της έννοιας της αξίας στην άλλη, δηλαδή δεν εγκαταλείπει ποτέ την έννοια της «δαπανώμενης εργασίας», αλλά την επαναφέρει συνεχώς στο έργο του, παρά την αρχική του απόφανση ότι «μετά την πρώιμη και πρωτόγονη εποχή» η αρχή της «δαπανώμενης εργασίας» δεν ρυθμίζει πλέον τις σχέσεις ανταλλαγής (βλ. και τα αποσπάσματα που παρατίθενται στην υποσ. 6, αλλά και στις υποσ. 3, 4 και 5 αυτού του κειμένου).

Την αντίφαση αυτή εντόπισε πρώτος ο David Ricardo, ο οποίος στο βασικό έργο του, τις Αρχές Πολιτικής Οικονομίας και Φορολογίας, απέρριψε κάθε εκδοχή της «αγοραζόμενης εργασίας» ως συστατική κατηγορία της έννοιας της αξίας, και ανέπτυξε την Κλασική θεωρία της εργασιακής αξίας σε συνάρτηση και αναφορά με ό,τι ο Smith αντιλαμβανόταν ως «δαπανώμενη εργασία». [10]

Ο Karl Marx ανέλυσε εκτενώς, σε διάφορα σημεία του έργου του, την αντίφαση στον ορισμό και την ανάπτυξη της έννοιας της αξίας στον Πλούτο των Εθνών, και επέμεινε ιδιαίτερα στο γεγονός ότι η αντίφαση αυτή συνδέεται με τη σύγχυση ανάμεσα στην έννοια εργασία, η οποία δαπανάται κατά την παραγωγική διαδικασία και «αντικειμενοποιείται» ως αξία στο εμπόρευμα, από τη μια μεριά, και στην έννοια εργασιακή δύναμη, την οποία ο εργάτης πωλεί στον κεφαλαιοκράτη στην αγορά εργασίας και η οποία αμείβεται με το μισθό, από την άλλη. Ο Smith μπερδεύοντας την εργασία με την εργασιακή δύναμη, θεωρεί το μισθό «αμοιβή της εργασίας» και έτσι οδηγείται λανθασμένα στο ερώτημα αν ταυτίζεται η αξία του προϊόντος της εργασίας με την αμοιβή που δίνεται στην «εργασία» (δηλαδή ως αντάλλαγμα για την εργασιακή δύναμη) που παρήγαγε αυτό το προϊόν. Διαπιστώνοντας τη μη ταύτιση των δύο μεγεθών, οδηγείται στην απόρριψη της έννοιας της «δαπανώμενης εργασίας». [11]

Επίσης ο Μαρξ επισήμανε ότι αν γίνει η υπόθεση ότι ο πραγματικός μισθός (το καλάθι εμπορευμάτων που αγοράζει με το χρηματικό μισθό του ο εργαζόμενος) παραμένει σταθερός, τότε η αξία του (δηλαδή ο ονομαστικός μισθός) μεταβάλλεται με την αξία των εμπορευμάτων, και επομένως μια δεδομένη ποσότητα εμπορευμάτων αγοράζει πάντα την ίδια ποσότητα «εργασίας» (εργασιακής δύναμης), πράγμα που ίσως ενθάρρυνε τον Smith να θεωρήσει την «αγοραζόμενη εργασία» ως μέτρο των αξιών.

Οι νεοκλασικοί οικονομολόγοι υποβαθμίζουν την αντιφατική προσέγγιση της αξίας στον Πλούτο των Εθνών, στην προσπάθειά τους να απαλλαγούν από το βάρος που έχει στο έργο του Smith η έννοια της «δαπανώμενης εργασίας» ως ρυθμιστική αρχή της ανταλλακτικής αξίας, αλλά και από το βάρος της έτερης σμιθιανής θέσης, ότι η ανταλλακτική αξία δεν ρυθμίζεται από την αξία χρήσης. Χαρακτηριστικά, ο Mark Blaug αντιλαμβάνεται τον Πλούτο των Εθνών όχι ως μια θεωρητική ανάλυση της καπιταλιστικής οικονομίας (της «οικονομίας της αγοράς»), αλλά ως μια πραγματεία στα «οικονομικά της ευημερίας».

Έτσι η «αγοραζόμενη εργασία» (από μια ποσότητα εμπορευμάτων) θεωρείται ως η πλέον σημαντική έννοια που εισάγει ο Smith, και ερμηνεύεται ως «δείκτης ευημερίας», καθώς αποτελεί το αντίστροφον της αγοραστικής δύναμης του μισθού, δηλαδή ένα κατάλληλο μέτρο για τη μελέτη του «βιοτικού επιπέδου» (πέρα και ανεξάρτητα από το πρόβλημα του τι αποτελεί αξία). Ο Smith, κατά την αντίληψη αυτή, απλώς «ενδιαφερόταν να βρει κάποιο αναλλοίωτο μέτρο του πραγματικού εισοδήματος». [12]

Στο πλαίσιο αυτού του σύντομου σημειώματος ας μου επιτραπεί να διατυπώσω μια υπόθεση εργασίας σχετικά με τις αιτίες της διφορούμενης στάσης του Smith απέναντι στην έννοια της αξίας, σε συνέχεια των επισημάνσεων του Μαρξ για τη σύγχυση των εννοιών εργασιακή δύναμη και εργασία, που χαρακτήριζε τον Smith αλλά και ολόκληρη την Κλασική Σχολή της Πολιτικής Οικονομίας.

 α) Ο Smith αντιλαμβανόταν ότι η καπιταλιστική οικονομία έχει ως κινητήρια δύναμη την παραγωγή κέρδους και ότι συνακόλουθα η αυθόρμητη κίνηση των μεμονωμένων κεφαλαίων και ο ανταγωνισμός μεταξύ τους οδηγεί προς τη διαμόρφωση ενός ενιαίου ποσοστού κέρδους της οικονομίας.

Έγραφε χαρακτηριστικά: «(…) Ο μισθός της εργασίας υπολογίζεται γενικά από την ποσότητα του αργύρου που καταβάλλεται στον εργάτη (…) Αλλά τα κέρδη του αποθέματος δεν υπολογίζονται από τον αριθμό των αργυρών νομισμάτων με τα οποία εκφράζονται, αλλά από την αναλογία μεταξύ των νομισμάτων αυτών και του συνολικά απασχολούμενου κεφαλαίου. Έτσι λοιπόν, σε μια δεδομένη χώρα, λέμε ότι ο συνήθης μισθός της εργασίας είναι 5 σελίνια την εβδομάδα, και το σύνηθες κέρδος του αποθέματος 5%» (Smith, II.iv.11). Στη βάση αυτή μάλιστα ο Smith απέρριπτε τη θεώρηση του κέρδους ως αμοιβή μιας ειδικής κατηγορίας εργασίας –εποπτείας και διεύθυνσης– (ή ενός ιδιαίτερου «παραγωγικού συντελεστή», κατά τη Νεοκλασική θεωρία): «Ίσως να νομίζει κανείς ότι τα κέρδη του αποθέματος είναι απλά ένα διαφορετικό όνομα για τους μισθούς ενός ιδιαίτερου είδους εργασίας, της εργασίας επίβλεψης και διεύθυνσης. Είναι ωστόσο κάτι απολύτως  διαφορετικό, διέπονται από τελείως διαφορετικές αρχές, και δεν  διατηρούν καμιά αναλογία με το μέγεθος, τη δυσκολία ή την ευφυία της υποτιθέμενης αυτής εργασίας επίβλεψης και διεύθυνσης. Τα κέρδη ρυθμίζονται συνολικά από την αξία του απασχολούμενου αποθέματος, και είναι μεγαλύτερα ή μικρότερα, ανάλογα με το μέγεθος αυτού του αποθέματος» (Smith, II.vi.6).

  β) Αντιλαμβανόταν επίσης ο Smith ότι ανάλογα με τον κλάδο στον οποίο απασχολούνταν, κεφάλαια ίσου μεγέθους έθεταν σε κίνηση διαφορετικές ποσότητες εργασίας: «Παρ’ όλον ότι όλα τα κεφάλαια προορίζονται για τη συντήρηση μόνο της παραγωγικής εργασίας, ωστόσο, η ποσότητα της εργασίας που είναι σε θέση να θέσουν σε κίνηση δύο ίσα κεφάλαια ποικίλει δραματικά, ανάλογα με το είδος της απασχόλησής τους» (Smith, II.v.1).

Αν έτσι έχουν τα πράγματα, αν δηλαδή ο Smith κατανοούσε σε βάθος τόσο την ύπαρξη ενός ενιαίου ποσοστού κέρδους της οικονομίας όσο και το γεγονός της διαφορετικής αξιακής σύνθεσης των ατομικών κεφαλαίων, τότε δεν αποκλείεται να είχε αντιληφθεί επίσης (και να προσπάθησε να αποφύγει) το πρόβλημα που ταλάνισε και τελικά οδήγησε στη διάλυση τη Σχολή Ρικάρντο: Το (εμπειρικώς) ασύμβατο της κλασικής (ρικαρδιανής) εργασιακής θεωρίας της αξίας (που συνδέεται με την έννοια της «δαπανώμενης εργασίας») με την ύπαρξη ενός ενιαίου μέσου ποσοστού κέρδους της καπιταλιστικής οικονομίας. [13] Το πρόβλημα αυτό έγινε τελικά δυνατόν να αντιμετωπιστεί μόνο στο πλαίσιο της μαρξιστικής θεωρίας της αξίας, ένα ζήτημα που υπερβαίνει, όμως, τους στόχους αυτής της εισαγωγής. [14]

 Επαφίεται στον αναγνώστη να κρίνει κατά πόσο οι θεωρητικές αναπτύξεις που περιέχονται στον Πλούτο των Εθνών επιδέχονται τη μια ή την άλλη ερμηνεία. Σε κάθε περίπτωση, ο Πλούτος των Εθνών αξίζει και πρέπει επιτέλους να διαβαστεί: Μόνο έτσι ο Adam Smith θα πάψει να είναι γνωστός δια της φήμης του, δηλαδή δια της ερμηνείας που κατά καιρούς δόθηκε στο έργο του από δημοσιογράφους ή οικονομολόγους, και θα μπορέσει να γίνει γνωστός με βάση όσα ο ίδιος υποστήριξε και ανέπτυξε.

Ο Πλούτος των Εθνών είναι ένα έργο μεγάλης θεωρητικής σημασίας όχι μόνο για τους οικονομολόγους, αλλά και για όλους τους άλλους κοινωνικούς επιστήμονες, και ιδιαίτερα για τους ιστορικούς: Αυτοί οι τελευταίοι θα μπορέσουν ίσως να διδαχθούν από τον Smith ότι η σχέση κεφαλαίου – εργασίας, δηλαδή ο καπιταλισμός, είχε παγιωθεί ως ένα δυναμικά αναπτυσσόμενο κοινωνικό σύστημα ήδη στα μέσα του 18ου αιώνα, δηλαδή πριν από τη βιομηχανική επανάσταση.

Η παρούσα έκδοση περιλαμβάνει τα δύο πρώτα από τα συνολικά πέντε βιβλία του Πλούτου των Εθνών, τα οποία και περιέχουν το σύνολο των θεωρητικών  αναλύσεων του Smith. Τις αναλύσεις αυτές ο συγγραφέας εφαρμόζει κατόπιν για την αποτίμηση της οικονομικής ανάπτυξης διαφόρων χωρών (Βιβλίο ΙΙΙ), για την κριτική ανάλυση του μερκαντιλιστικού συστήματος οικονομικής πολιτικής (Βιβλίο IV) και για τα Οικονομικά του κράτους (Βιβλίο V). Το πρωτότυπο αγγλικό κείμενο της 3ης έκδοσης του Πλούτου των Εθνών (1784) αντλήθηκε από τη διεύθυνση του Internet: http://socserv2.socsci.mcmaster.ca/~econ/ugcm/3113/smith/wealth/index.html

Για την απόδοση στα ελληνικά λήφθηκε επίσης υπόψη η γαλλική και η γερμανική μετάφραση.

 

 

Γιάννης Μηλιός

Νοέμβριος 1999

 

 

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΚΑΙ ΓΕΝΙΚΟ ΣΧΕΔΙΟ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ

 

 

1    Η ετήσια εργασία ενός έθνους αποτελεί την πρωταρχική πηγή εσόδων του, από την οποία προέρχονται όλα τα αναγκαία μέσα διαβίωσης και οι ανέσεις της ζωής που το έθνος αυτό καταναλώνει κάθε χρόνο, και οι οποίες αποτελούν πάντα, είτε το άμεσο προϊόν αυτής της εργασίας, είτε αυτό που αγοράζεται από άλλα έθνη με αυτό το προϊόν.

2    Ανάλογα επομένως, με το εάν αυτό το προϊόν ή αυτό που αγοράζεται με αυτό, ευρίσκεται σε μια μεγαλύτερη ή μικρότερη αναλογία με τον αριθμό εκείνων που πρόκειται να το καταναλώνουν, το έθνος θα αποκτά τα αναγκαία μέσα διαβίωσης και τις ανέσεις της ζωής που χρειάζεται σε μια μεγαλύτερη ή μικρότερη ποσότητα.

3    Όμως, σε κάθε έθνος, η αναλογία αυτή πρέπει να ρυθμίζεται από δύο διαφορετικούς παράγοντες: πρώτον, την ικανότητα, την επιδεξιότητα και την ευφυία με την οποία εφαρμόζεται γενικά η εργασία του, και δεύτερον, την αναλογία μεταξύ του αριθμού αυτών που απασχολούνται σε χρήσιμη εργασία και του αριθμού αυτών που δεν απασχολούνται κατ’ αυτό τον τρόπο. Ανεξάρτητα από το πώς είναι το έδαφος, το κλίμα, ή η έκταση ενός συγκεκριμένου έθνους, η αφθονία ή η στενότητα των ετήσιων προμηθειών του θα εξαρτάται υποχρεωτικά από αυτούς τους δύο παράγοντες.

4    Η αφθονία ή η ανεπάρκεια αυτών των προμηθειών φαίνεται ότι εξαρτάται περισσότερο από τον πρώτο εκ των δύο παραγόντων και λιγότερο από τον δεύτερο. Στους πρωτόγονους λαούς που ζουν από το κυνήγι και το ψάρεμα, κάθε άτομο που είναι σε θέση να εργαστεί, λίγο ως πολύ απασχολείται σε μια χρήσιμη εργασία και πασχίζει να προσφέρει τα αναγκαία μέσα διαβίωσης και τις ανέσεις της ζωής, για τον εαυτό του και εκείνα τα μέλη της οικογένειάς του ή της φυλής του, που λόγω είτε της μικρής ηλικίας τους είτε της μεγάλης ηλικίας τους, είτε της εξασθενισμένης υγείας τους, αδυνατούν να ασχοληθούν με το κυνήγι ή το ψάρεμα. Ωστόσο, αυτά τα έθνη ζουν σε τέτοια φτώχεια και εξαθλίωση, ώστε συχνά να αναγκάζονται, ή τουλάχιστον να νομίζουν ότι βρίσκονται στην ανάγκη να εξολοθρεύουν και μερικές φορές να εγκαταλείπουν τα παιδιά τους, τους γέρους, και όσους αρρώστους  υποφέρουν από χρόνιες ασθένειες, έρμαια της πείνας, ή των αγρίων ζώων. Αντίθετα, στα πολιτισμένα και ευημερούντα έθνη, παρ’ όλον ότι ένας μεγάλος αριθμός ανθρώπων δεν εργάζεται καθόλου, και μάλιστα πολλοί απ’ αυτούς καταναλώνουν το προϊόν δέκα ή ακόμα και εκατό φορές περισσότερης εργασίας απ’ ό,τι η πλειοψηφία όσων εργάζονται, εντούτοις το προϊόν της συνολικής εργασίας της κοινωνίας είναι τόσο μεγάλο, ώστε συχνά τροφοδοτούνται όλοι επαρκώς, και ένας εργάτης της πιο χαμηλής βαθμίδας, εάν είναι ολιγαρκής και φιλόπονος, είναι σε θέση να απολαύσει ένα πολύ μεγαλύτερο μερίδιο μέσων διαβίωσης και ανέσεων απ’ αυτό που θα ήταν δυνατόν να αποκτήσει οποιοσδήποτε πρωτόγονος.

5    Τα αίτια αυτής της βελτίωσης της παραγωγικής δύναμης της εργασίας, και οι κανόνες σύμφωνα με τους οποίους το προϊόν της κατανέμεται μεταξύ των διαφόρων τάξεων από τις οποίες απαρτίζεται η κοινωνία, αποτελούν το αντικείμενο του Πρώτου Βιβλίου αυτής της Έρευνας.

6    Ανεξάρτητα από το ποια είναι σ’ ένα έθνος η πραγματική κατάσταση της ικανότητας, της επιδεξιότητας και της ευφυίας με την οποία εφαρμόζεται η εργασία, η επάρκεια ή η ανεπάρκεια της ετήσιας κάλυψης των αναγκών της, εφ’ όσον η κατάσταση αυτή παραμένει αμετάβλητη, θα εξαρτάται, από την αναλογία μεταξύ του αριθμού αυτών που απασχολούνται ετησίως σε χρήσιμη εργασία, και αυτών που δεν απασχολούνται κατ’ αυτό τον τρόπο. Όπως θα δείξουμε στη συνέχεια, ο αριθμός των χρήσιμων και παραγωγικών εργατών, είναι πάντα ανάλογος της ποσότητας του κεφαλαιακού αποθέματος που απασχολείται στο να τους θέσει σε εργασία, και του συγκεκριμένου τρόπου με τον οποίο απασχολείται αυτό το απόθεμα (stock). Επομένως, το Δεύτερο Βιβλίο θα πραγματεύεται τη φύση του κεφαλαιακού αποθέματος, τον τρόπο με τον οποίο αυτό συσσωρεύεται βαθμιαία, καθώς και τις διαφορετικές ποσότητες εργασίας που αυτό θέτει σε κίνηση, ανάλογα με τους διάφορους τρόπους απασχόλησής του.

7    Τα έθνη με μια ανεκτή ανάπτυξη όσον αφορά την ικανότητα, την επιδεξιότητα και την ευφυία με την οποία εφαρμόζεται η εργασία, έχουν ακολουθήσει πολύ διαφορετικές μεθόδους γενικής διαχείρισης και διεύθυνσης της, οι οποίες δεν ευνόησαν εξ ίσου τη μεγέθυνση του προϊόντος της. Η πολιτική ορισμένων εθνών υπήρξε εξαιρετικά ενθαρρυντική για την οικονομική δραστηριότητα της υπαίθρου, ενώ η πολιτική κάποιων άλλων ευνόησε τη δραστηριότητα των πόλεων. Δεν υπάρχει σχεδόν κανένα έθνος που να ασχολήθηκε εξ ίσου και χωρίς μεροληψίες, με όλα τα είδη οικονομικής δραστηριότητας. Από την πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, η πολιτική της Ευρώπης ευνόησε περισσότερο τις τέχνες, τις μανυφακτούρες και το εμπόριο, τις δραστηριότητες δηλαδή των πόλεων, και λιγότερο την αγροτική οικονομία που αποτελεί την οικονομική δραστηριότητα της υπαίθρου. Οι συνθήκες που εισήγαγαν και καθιέρωσαν αυτή την πολιτική εξηγούνται στο Τρίτο Βιβλίο.

8    Παρ’ όλον ότι οι διάφορες αυτές μέθοδοι εισήχθησαν ίσως για πρώτη φορά από τα ιδιωτικά συμφέροντα και τις προκαταλήψεις συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων, χωρίς καθόλου να εξεταστούν ή να προβλεφθούν οι συνέπειες τους στο γενικό συμφέρον της κοινωνίας, προκάλεσαν πολύ διαφορετικές θεωρίες πολιτικής οικονομίας. Κάποιες απ’ αυτές μεγιστοποιούν τη σημασία της οικονομικής δραστηριότητας των πόλεων, και κάποιες άλλες μεγιστοποιούν αυτή της δραστηριότητας της υπαίθρου. Οι θεωρίες αυτές έχουν μια σημαντική επίδραση όχι μόνο στη γνώμη των μορφωμένων ανθρώπων, αλλά και στη δημόσια συμπεριφορά των αρχόντων και των κρατών. Προσπάθησα, στο Τέταρτο Βιβλίο, να εξηγήσω, με όση πληρότητα και σαφήνεια μου ήταν δυνατόν, τις διάφορες αυτές θεωρίες, και τις κυριότερες συνέπειες που προκάλεσαν στους διάφορους λαούς ανά τους αιώνες.

9    Επομένως, τα τέσσερα αυτά πρώτα Βιβλία έχουν ως αντικείμενο το σε τι συνίσταται το εισόδημα της μεγάλης πλειοψηφίας των ανθρώπων, ή ποια ήταν η φύση αυτών των πηγών εσόδων που προσέφεραν την ετήσια κατανάλωση των διαφόρων λαών ανά τους αιώνες. Το Πέμπτο και τελευταίο Βιβλίο πραγματεύεται το εισόδημα του κράτους (sovereign) ή της κοινότητας (commonwealth). Στο Bιβλίο αυτό, προσπάθησα να δείξω: Πρώτον, ποιες είναι οι αναγκαίες δαπάνες του κράτους ή της κοινότητας, ποιες από αυτές τις δαπάνες θα πρέπει να αναληφθούν από ολόκληρη την κοινωνία και ποιες απ’ αυτές θα πρέπει να αναληφθούν μόνο από κάποιο ιδιαίτερο τμήμα της ή κάποια συγκεκριμένα μέλη της. Δεύτερον, ποιες είναι οι διάφορες μέθοδοι με τις οποίες θα μπορούσε να οδηγηθεί ολόκληρη η κοινωνία στην ανάληψη των δαπανών που βαρύνουν ολόκληρη την κοινωνία, και ποια είναι τα κύρια πλεονεκτήματα και αδυναμίες καθεμιάς από αυτές τις μεθόδους. Και τρίτον και τελευταίον, ποιοι είναι οι λόγοι και τα αίτια που οδήγησαν όλες σχεδόν τις σύγχρονες κυβερνήσεις να υποθηκεύσουν ένα μέρος αυτού του εισοδήματος, ή να συνάψουν δάνεια, και ποιες είναι οι επιπτώσεις αυτών των δανείων στον πραγματικό πλούτο, στο ετήσιο εισόδημα της γης και της εργασίας της κοινωνίας.

 

 

ΒΙΒΛΙΟ ι

 

 

Σχετικά με τα αίτια της βελτίωσης των παραγωγικών δυνατοτήτων της εργασίας, και τους κανόνες σύμφωνα  με τους οποίους το προϊόν της κατανέμεται φυσικά μεταξύ των διαφόρων τάξεων του λαού

 

 

I.i                                       ΚΕΦΑΛΑΙΟ ι                          Σχετικά με τον καταμερισμό της εργασίας

1    Η μεγαλύτερη βελτίωση των παραγωγικών δυνατοτήτων (productive powers) της εργασίας, και το μεγαλύτερο μέρος της ικανότητας, της επιδεξιότητας και της ευφυίας με τις οποίες αυτή κατευθύνεται  ή εφαρμόζεται οπουδήποτε, φαίνεται ότι υπήρξε αποτέλεσμα του καταμερισμού της εργασίας.

2    Τα αποτελέσματα του καταμερισμού της εργασίας στη γενικότερη οικονομική ζωή της κοινωνίας γίνονται ευκολότερα αντιληπτά, αν εξετάσουμε με ποιο τρόπο λειτουργεί ο καταμερισμός αυτός σε ορισμένους κλάδους. Είναι κοινή πεποίθηση ότι έχει προωθηθεί περισσότερο σε ορισμένους κλάδους μηδαμινής αξίας.

Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι στους κλάδους αυτούς ο καταμερισμός έχει πράγματι προωθηθεί περισσότερο απ’ ό,τι σε άλλους κλάδους μεγαλύτερης σημασίας. Ωστόσο, σ’ αυτούς τους μικρής σημασίας κλάδους οι οποίοι στοχεύουν στην ικανοποίηση των μικρών αναγκών ενός μικρού αριθμού ανθρώπων, ο συνολικός αριθμός εργατών πρέπει κατ’ ανάγκη να είναι μικρός, και όλοι όσοι απασχολούνται σε κάθε μεμονωμένη εργασιακή διαδικασία μπορούν συχνά να συγκεντρώνονται στο ίδιο εργαστήριο, και να τοποθετούνται υπό την άμεση επίβλεψη του επιστάτη.

Στους μεγάλους κλάδους, αντίθετα, που στοχεύουν στην ικανοποίηση των μεγάλων αναγκών της πλειοψηφίας των ανθρώπων, κάθε επιμέρους εργασιακή διαδικασία απασχολεί ένα τόσο μεγάλο αριθμό εργατών, ώστε είναι αδύνατο να συγκεντρωθούν όλοι στο ίδιο εργαστήριο. Σπανίως μπορούμε να συναντήσουμε περισσότερους απ’ όσους απασχολούνται σε μια μεμονωμένη διαδικασία. Παρ’ όλον ότι, επομένως, σ’ αυτούς τους κλάδους, ενδέχεται η εργασία να είναι πραγματικά καταμερισμένη σ’ ένα πολύ μεγαλύτερο αριθμό τμημάτων, απ’ ό,τι αυτή των μικρότερης σημασίας κλάδων, ο καταμερισμός αυτός δεν είναι τόσο εμφανής και κατά συνέπεια έχει προσεχθεί πολύ λιγότερο.

3    Ας πάρουμε λοιπόν ένα παράδειγμα ενός κλάδου πολύ μικρής σημασίας: της κατασκευής καρφιτσών, ενός κλάδου όπου ο καταμερισμός εργασίας έχει επισημανθεί πολύ συχνά. Ένας εργάτης που δεν είναι εκπαιδευμένος σ’ αυτή τη δουλειά (την οποία ο καταμερισμός εργασίας έχει καταστήσει ένα διαφορετικό επάγγελμα), ούτε έχει εξοικειωθεί με τη χρήση του εξοπλισμού που χρησιμοποιείται σ’ αυτήν (την εφεύρεση του οποίου έχει πιθανώς προκαλέσει ο ίδιος αυτός ο καταμερισμός εργασίας), θα μπορούσε να παράγει, μετά βίας ίσως, καταβάλλοντας μια εξαιρετική προσπάθεια, μια καρφίτσα την ημέρα, και ασφαλώς δεν θα μπορούσε να παράγει είκοσι. Ωστόσο, με τον τρόπο που εκτελείται σήμερα αυτή η εργασία, όχι μόνο ως σύνολο συνιστά ένα ιδιαίτερο επάγγελμα, αλλά υποδιαιρείται η ίδια σε επιμέρους παρακλάδια, η πλειοψηφία των οποίων συνιστά ιδιαίτερα επαγγέλματα. Ένας άνθρωπος τραβάει το σύρμα, ένας άλλος το ισιώνει, ένας τρίτος το κόβει, ένας τέταρτος το κάνει αιχμηρό, ένας άλλος το τροχίζει στη κορυφή για να διαμορφώσει την κεφαλή. Η κατασκευή της κεφαλής απαιτεί δύο ή τρεις διακριτές κατεργασίες.

Η τοποθέτησή της είναι μια ιδιαίτερη εργασία, η επιμετάλλωση της καρφίτσας είναι μια διαφορετική. Ακόμα και η τοποθέτησή τους σε χαρτί αποτελεί μια ξεχωριστή εργασία, και κατ’ αυτόν τον τρόπο, η σημαντική εργασία της κατασκευής μιας καρφίτσας υποδιαιρείται σε περίπου δεκαοκτώ διακριτές διεργασίες, οι οποίες σε ορισμένα εργαστήρια, εκτελούνται όλες από διακριτά χέρια, ενώ σε κάποια άλλα, το ίδιο άτομο επιτελεί δύο ή περισσότερες διεργασίες. Εχω συναντήσει ένα μικρό εργαστήριο αυτού του είδους, όπου απασχολούνταν μόνο δέκα άνθρωποι, και όπου κατά συνέπεια μερικοί απ’ αυτούς εκτελούσαν δύο ή τρεις διακριτές εργασίες. Παρ’ όλον όμως ότι ήταν πολύ φτωχοί και κατά συνέπεια δεν διέθεταν τον αναγκαίο εξοπλισμό, ήταν σε θέση όταν κατέβαλλαν προσπάθεια, να παράγουν περί τις  δώδεκα λίβρες καρφίτσες την ημέρα.

Σε μια λίβρα περιέχονται περισσότερες από τέσσερις χιλιάδες καρφίτσες μεσαίου μεγέθους. Επομένως, τα δέκα αυτά άτομα μπορούσαν να παράγουν περισσότερες από σαράντα οκτώ χιλιάδες καρφίτσες την ημέρα. Μπορούμε επομένως να θεωρήσουμε ότι κάθε άτομο παράγει το δέκατο των σαράντα οκτώ χιλιάδων καρφιτσών, ότι δηλαδή παράγει τέσσερις χιλιάδες οκτακόσιες καρφίτσες την ημέρα. Αν όμως είχαν όλοι εργαστεί ξεχωριστά και ανεξάρτητα, χωρίς κανείς απ’ αυτούς να έχει εκπαιδευτεί σ’ αυτή την ιδιαίτερη εργασία, ασφαλώς κανείς απ’ αυτούς δεν θα είχε παραγάγει είκοσι, ίσως μάλιστα ούτε και μια καρφίτσα την ημέρα, δηλαδή ασφαλώς όχι μόνο το ένα διακοσιοστό τεσσαρακοστό, αλλά ίσως ούτε και το ένα τετρακοσιοστό ογδοηκοστό αυτού  που είναι σήμερα σε θέση να εκτελέσουν ως συνέπεια ενός σωστού καταμερισμού της εργασίας και συνδυασμού των διαφορετικών τους λειτουργιών.

4    Σε κάθε άλλη τέχνη και κλάδο, τα αποτελέσματα του καταμερισμού της εργασίας είναι παρόμοια με αυτά αυτού του μικρής σημασίας κλάδου, παρ’ όλον ότι, σε πολλούς κλάδους, η εργασία δεν μπορεί ούτε να υποδιαιρεθεί τόσο πολύ, ούτε να αναχθεί σε τόσο απλούς  χειρισμούς. Παρ’ όλα αυτά, ο καταμερισμός της εργασίας, όσο είναι δυνατόν να εισαχθεί, προκαλεί σε κάθε τέχνη μια ανάλογη αύξηση της παραγωγικής δυνατότητας της εργασίας. Ο διαχωρισμός των διαφόρων επαγγελμάτων και εργασιών του ενός από το άλλο, φαίνεται ότι πραγματοποιείται ως συνέπεια αυτού του πλεονεκτήματος. Ακόμα, ο διαχωρισμός αυτός γενικά προωθείται σ’ εκείνες τις χώρες που απολαμβάνουν τη μέγιστη ανάπτυξη της φιλοπονίας και της τεχνικής.

Αυτό που σε μια πρωτόγονη κοινωνία αποτελεί γενικά εργασία ενός ανθρώπου, σε μια προοδευμένη κοινωνία γίνεται εργασία περισσοτέρων ανθρώπων. Σε κάθε προοδευμένη κοινωνία, ο αγρότης (farmer) δεν είναι τίποτα περισσότερο από αγρότης, και ο χειροτέχνης (manufacturer: εργαζόμενος μανυφακτούρας) τίποτα περισσότερο από χειροτέχνης.

Ακόμα, η εργασία που είναι απαραίτητη για την παραγωγή οποιασδήποτε πλήρους μανυφακτούρας, σχεδόν πάντα μοιράζεται σ’ ένα μεγάλο αριθμό χεριών. Πόσα διαφορετικά επαγγέλματα απασχολούνται σε κάθε κλάδο  της μανυφακτούρας του λινού και του μαλλιού, από τους καλλιεργητές του λιναριού και τους εκτροφείς των ζώων, μέχρις αυτούς που λευκαίνουν και ξαίνουν το λινάρι, ή τους βαφείς και τους υφαντές! Βέβαια, η  φύση της αγροτικής οικονομίας δεν αποδέχεται τόσο πολλές υποδιαιρέσεις της εργασίας, ούτε ένα τόσο πλήρη διαχωρισμό της μιας εργασίας από τη άλλη, όπως στις μανυφακτούρες. Είναι αδύνατον να διαχωρίσουμε σε τέτοιο απόλυτο βαθμό την εργασία του εκτροφέα ζώων από αυτήν του καλλιεργητή δημητριακών, όπως διαχωρίζεται συνήθως το επάγγελμα του ξυλουργού από αυτό του σιδηρουργού. Αυτός που γνέθει είναι σχεδόν πάντα διαφορετικό άτομο από αυτόν που υφαίνει, αλλά αυτός που οργώνει, που σβαρνίζει, που σπέρνει και αυτός που θερίζει τα σπαρτά είναι συχνά ο ίδιος. Καθώς η κατάλληλη χρονική στιγμή για τις διάφορες αυτές εργασίες εμφανίζεται σε διαφορετικές εποχές του χρόνου, είναι αδύνατον ένας άνθρωπος να απασχολείται συνεχώς σε μια συγκεκριμένη εργασία.

Αυτή η αδυναμία του πλήρους και ολοκληρωτικού διαχωρισμού των διαφόρων κατηγοριών εργασίας που απασχολούνται στην αγροτική οικονομία είναι ίσως ο λόγος για τον οποίο η βελτίωση της παραγωγικότητας της εργασίας σ’ αυτόν τον τομέα δεν συμβαδίζει πάντα με την αντίστοιχη βελτίωση στη μανυφακτούρα. Βέβαια, τα πιο εύπορα έθνη, γενικά ξεπερνούν όλους τους γείτονές τους τόσο στην αγροτική οικονομία, όσο και στη μανυφακτούρα. Συνήθως  όμως διακρίνονται περισσότερο για την ανωτερότητά τους στη μανυφακτούρα παρά στην αγροτική οικονομία. Τα εδάφη τους γενικά καλλιεργούνται καλύτερα, και, καθώς αφιερώνονται σ’ αυτά περισσότερη εργασία και χρήμα, αναλογικά με την έκταση και τη φυσική γονιμότητα της γης, αποδίδουν περισσότερο. Ωστόσο, αυτή η υπεροχή του αγροτικού προϊόντος, αναλογικά, σπανίως υπερβαίνει την αντίστοιχη υπεροχή σε εργασία και δαπάνες.

Στην αγροτική οικονομία, η εργασία της πλούσιας χώρας δεν είναι πάντοτε πολύ παραγωγικότερη απ’ ό,τι αυτή της φτωχής χώρας, ή, τουλάχιστον, δεν είναι ποτέ τόσο πολύ παραγωγικότερη όσο είναι στη μανυφακτούρα. Επομένως, τα δημητριακά της πλούσιας χώρας, για το ίδιο επίπεδο ποιότητας, δεν θα έρχονται στην αγορά πάντα φθηνότερα από τα δημητριακά της φτωχής χώρας. Τα δημητριακά της Πολωνίας, για το ίδιο επίπεδο ποιότητας, είναι εξ ίσου φτηνά με αυτά της Γαλλίας, παρά τον ανώτερο πλούτο και ευημερία αυτής της τελευταίας. Τα δημητριακά της Γαλλίας είναι στις αγροτικές επαρχίες εξ ίσου καλά και τις περισσότερες χρονιές βρίσκονται στα ίδια επίπεδα τιμών με τα δημητριακά της Αγγλίας, παρ’ όλον ότι από άποψη πλούτου και ευημερίας, η Γαλλία είναι ίσως υποδεέστερη της Αγγλίας. Παρ’ όλα αυτά, τα εδάφη της Αγγλίας καλλιεργούνται καλύτερα απ’ ό,τι αυτά της Γαλλίας, και τα εδάφη της Γαλλίας λέγεται ότι καλλιεργούνται πολύ καλύτερα απ’ ό,τι αυτά της Πολωνίας.

Ωστόσο, παρ’ όλον ότι η φτωχή χώρα είναι σε θέση, παρά την κατωτερότητα της καλλιέργειάς της, να ανταγωνίζεται σ’ ένα βαθμό την πλούσια χώρα ως προς τις τιμές και την ποιότητα των δημητριακών της, δεν είναι σε θέση να προσβλέπει σ’ ένα αντίστοιχο ανταγωνισμό στη μανυφακτουρική οικονομία, τουλάχιστον όταν οι μανυφακτούρες αυτές ταιριάζουν με το έδαφος, το κλίμα και τη θέση της πλούσιας χώρας. Τα μετάξια της Γαλλίας είναι καλύτερα και φτηνότερα απ’ ό,τι αυτά της Αγγλίας επειδή η μανυφακτούρα του μεταξιού, τουλάχιστον με τους σημερινούς υψηλούς δασμούς που επιβάλλονται στην εισαγωγή του ακατέργαστου μεταξιού, δεν ταιριάζει τόσο καλά με το κλίμα της Αγγλίας όσο με αυτό της Γαλλίας. Ωστόσο, τα εργαλεία και τα χονδρά μάλλινα της Αγγλίας είναι ασυγκρίτως ανώτερα από αυτά της Γαλλίας, και πολύ φθηνότερα, για το ίδιο επίπεδο ποιότητας. Στην Πολωνία αναφέρεται ότι σπανίζουν μανυφακτούρες αυτού του είδους, με την εξαίρεση κάποιων χαμηλού επιπέδου οικοτεχνιών, χωρίς τις οποίες καμιά χώρα δεν θα μπορούσε να επιβιώσει.

5    Η πιο πάνω μεγάλη αύξηση της ποσότητας της δουλειάς που είναι σε θέση να αποδώσει ο ίδιος αριθμός ανθρώπων ως συνέπεια του καταμερισμού της εργασίας, οφείλεται σε τρεις διαφορετικούς παράγοντες: πρώτον, στην αύξηση της επιδεξιότητας κάθε ξεχωριστού εργάτη, δεύτερον, στην εξοικονόμηση χρόνου που συνήθως χάνεται κατά τη μετάβαση από ένα είδος εργασίας σ’ ένα άλλο, και τέλος, στην εφεύρεση ενός μεγάλου αριθμού μηχανών που διευκολύνουν και συντέμνουν την εργασία και επιτρέπουν σ’ έναν άνθρωπο να κάνει την εργασία πολλών.

6    Κατ’ αρχήν, η βελτίωση της επιδεξιότητας του εργαζόμενου αυξάνει υποχρεωτικά την ποσότητα της δουλειάς που είναι σε θέση να εκτελέσει, και καθώς ο καταμερισμός εργασίας ανάγει την οικονομική δραστηριότητα του κάθε ανθρώπου σ’ ένα απλό χειρισμό και καθιστά αυτόν το χειρισμό τη μοναδική απασχόληση της ζωής του, υποχρεωτικά αυξάνει κατά πολύ την επιδεξιότητα του εργαζόμενου. Ένας κοινός σιδηρουργός, που ακόμα και αν είναι εξοικειωμένος με τη χρήση του σφυριού δεν είναι καθόλου συνηθισμένος στην κατασκευή καρφιών, εάν υποχρεωθεί να επιχειρήσει κάτι τέτοιο σε μια ειδική περίσταση, είμαι βέβαιος ότι  θα του ήταν σχεδόν αδύνατον να κατασκευάζει περισσότερα από διακόσια ή τριακόσια καρφιά την ημέρα, και αυτά πολύ κακής ποιότητας. Ένας σιδηρουργός που είναι εξοικειωμένος με την κατασκευή καρφιών, του οποίου όμως η μοναδική ή η κύρια απασχόληση δεν ήταν ποτέ αυτή του κατασκευαστή καρφιών, δύσκολα θα μπορεί, καταβάλλοντας όλες του τις δυνάμεις, να κατασκευάσει περισσότερα από οκτακόσια ή χίλια καρφιά την ημέρα. Έχω συναντήσει πολλά αγόρια ηλικίας κάτω των είκοσι ετών που δεν είχαν ασκήσει κανένα άλλο επάγγελμα από αυτό της κατασκευής καρφιών, και τα οποία αφού εξασκήθηκαν, ήταν σε θέση να κατασκευάσουν, το καθένα μόνο του, περισσότερα από δύο χιλιάδες τριακόσια καρφιά την ημέρα. Ωστόσο, η κατασκευή καρφιών δεν είναι καθόλου απλή διαδικασία. Το ίδιο άτομο δουλεύει το φυσητήρα, αναδεύει η τροφοδοτεί τη φωτιά ανάλογα με την περίσταση, θερμαίνει το σίδηρο και σφυρηλατεί κάθε μέρος του καρφιού: κατά τη σφυρηλάτηση του κεφαλιού είναι υποχρεωμένος να αλλάξει εργαλεία. Οι διαφορετικοί χειρισμοί στους οποίους υποδιαιρείται η κατασκευή μιας καρφίτσας ή ενός μεταλλικού κουμπιού είναι πολύ πιο απλοί και η επιδεξιότητα του ατόμου του οποίου η μοναδική απασχόληση ολόκληρης της ζωής του ήταν  η εκτέλεσή τους είναι πολύ μεγαλύτερη. Η ταχύτητα με την οποία εκτελούνται ορισμένοι χειρισμοί σ’ αυτές τις μανυφακτούρες υπερβαίνει αυτό που κάποιος που δεν τους έχει δει ποτέ του θα θεωρούσε ως δυνατότητες του ανθρώπινου χεριού.

7  Κατά δεύτερον, το πλεονέκτημα που αποκτάται με την εξοικονόμηση χρόνου κατά το πέρασμα από το ένα είδος εργασίας στο άλλο, είναι πολύ μεγαλύτερο απ’ ό,τι θα μπορούσαμε από πρώτη άποψη να φανταστούμε. Είναι αδύνατο να περάσουμε από το ένα είδος εργασίας σ’ ένα άλλο που εκτελείται σε διαφορετικό μέρος και με τελείως διαφορετικά εργαλεία. Ένας υφαντής της επαρχίας που καλλιεργεί μια μικρή φάρμα πρέπει να δαπανά ένα μεγάλο χρονικό διάστημα στη μετάβαση από τον αργαλειό στον αγρό και από τον αγρό στον αργαλειό. Όταν αυτές οι δύο εργασίες μπορούν να εκτελεστούν στο ίδιο εργαστήριο, οι απώλειες χρόνου είναι σίγουρα πολύ μικρότερες. Ωστόσο, ακόμα και σ’ αυτή την περίπτωση, είναι πολύ σημαντικές. Όταν κάποιος περνά από μια εργασία σε μια άλλη, συνήθως χαλαρώνει κάπως. Όταν πρωτοξεκινά τη νέα του εργασία σπανίως είναι ενθουσιώδης και προσηλωμένος σ’ αυτήν. Το μυαλό του, όπως λέγεται, δεν είναι σ’ αυτήν και για κάποιο χρονικό διάστημα, μάλλον παίζει παρά εργάζεται για το συγκεκριμένο σκοπό του. Η συνήθεια να χαζεύουν και της να δουλεύουν με νωθρότητα που αποκτάται φυσιολογικά ή μάλλον αναγκαστικά από κάθε εργάτη που είναι αναγκασμένος να αλλάζει εργασία και εργαλεία κάθε μισή ώρα και να χρησιμοποιεί τα χέρια του με είκοσι διαφορετικούς τρόπους κάθε μέρα της ζωής του, τον καθιστά σχεδόν πάντα άτονο και οκνηρό και ανίκανο για οποιαδήποτε σοβαρή εργασία, ακόμα και υπό τις πιο πιεστικές συνθήκες. Επομένως, αυτή η αιτία, ανεξάρτητα από την αδυναμία του από άποψη επιδεξιότητας, μειώνει ασφαλώς πάντα σε σημαντικό βαθμό την ποσότητα της δουλειάς που είναι ικανός να επιτελέσει.

8    Κατά τρίτον, και τελευταίον, κάθε άνθρωπος μπορεί να κατανοήσει πόσο πολύ απλοποιείται και συντομεύεται η εργασία από την εφαρμογή των κατάλληλων μηχανών. Δεν χρειάζεται να αναφέρουμε κάποιο παράδειγμα. Θα σημειώσουμε μόνο, επομένως, ότι η εφεύρεση όλων αυτών των μηχανών με τις οποίες τόσο πολύ απλοποιείται και συντομεύεται η εργασία φαίνεται ότι έλκει την καταγωγή της στον καταμερισμό της εργασίας. Οι άνθρωποι είναι πολύ περισσότερο σε θέση να ανακαλύπτουν ευκολότερες και αμεσότερες μεθόδους επίτευξης ενός στόχου όταν η όλη προσοχή του νου τους κατευθύνεται προς αυτό το μοναδικό στόχο απ’ ό,τι εάν αυτή διασκορπίζεται σε μια μεγάλη ποικιλία πραγμάτων. Ως συνέπεια όμως του καταμερισμού εργασίας, το σύνολο της προσοχής ενός ανθρώπου κατευθύνεται φυσιολογικά προς κάποιο πολύ απλό αντικείμενο.

Είναι επομένως φυσικό να αναμένουμε ότι κάποιος απ’ αυτούς που απασχολούνται σ’ ένα από τους επιμέρους τομείς της εργασίας, όταν η φύση αυτής της εργασίας επιδέχεται τέτοιες βελτιώσεις, θα ανακαλύψει απλούστερες και αμεσότερες μεθόδους εκτέλεσης της συγκεκριμένης εργασίας τους. Ένα μεγάλο μέρος των μηχανών που χρησιμοποιούνται στις μανυφακτούρες εκείνες όπου ο καταμερισμός εργασίας έχει προχωρήσει στο μεγαλύτερο βαθμό αποτελούσαν αρχικά εφευρέσεις κοινών εργατών, οι οποίοι, καθώς απασχολούνταν σε κάποια πολύ απλή διαδικασία, έστρεψαν όπως ήταν φυσικό, τη σκέψη τους προς την ανεύρεση ευκολότερων και αμεσότερων τρόπων εκτέλεσής της.

Σ’ όσους συνηθίζουν να επισκέπτονται τέτοιες μανυφακτούρες, τους επιδεικνύονται συχνά μικρές μηχανές που αποτελούν εφευρέσεις αυτών των εργατών προκειμένου να διευκολύνουν και επιταχύνουν το δικό τους συγκεκριμένο μέρος της εργασίας. Στις πρώτες πυροσβεστικές αντλίες έπρεπε να απασχολείται ένα παιδί συνεχώς στο εναλλασσόμενο άνοιγμα και κλείσιμο της επικοινωνίας μεταξύ λέβητα και κυλίνδρου, ανάλογα με το εάν το πιστόνι ανέβαινε ή κατέβαινε. Ένα από αυτά τα παιδιά που του άρεσε να παίζει με την παρέα του, παρατήρησε ότι αν συνέδεε με ένα νήμα το χερούλι της βαλβίδας που άνοιγε αυτή την επικοινωνία με ένα άλλο μέρος της μηχανής, η βαλβίδα θα άνοιγε και θα έκλεινε χωρίς τη βοήθειά του, αφήνοντάς τον έτσι ελεύθερο να διασκεδάζει με τους φίλους του. Έτσι λοιπόν, μια από τις μεγαλύτερες βελτιώσεις που επήλθαν σ’ αυτή  τη μηχανή μετά την αρχική της εφεύρεση, ήταν η ανακάλυψη ενός αγοριού που ήθελε να εξοικονομήσει χρόνο από την εργασία του.

9    Ωστόσο όλες οι βελτιώσεις του μηχανικού εξοπλισμού δεν απετέλεσαν βέβαια εφευρέσεις αυτών που είχαν την ευκαιρία να χρησιμοποιούν τις μηχανές. Πολλές βελτιώσεις προήλθαν από την ευφυία των κατασκευαστών των μηχανών, όταν η κατασκευή τους έγινε αντικείμενο ενός ιδιαίτερου επαγγέλματος. Και μερικές προήλθαν από αυτούς που αποκαλούνται φιλόσοφοι ή στοχαστές, το επάγγελμα των οποίων είναι όχι να κάνουν κάτι, αλλά να παρατηρούν το κάθε τι, και οι οποίοι, για το λόγο αυτό, είναι συχνά σε θέση να συνδυάζουν τις δυνάμεις των πιο μακρινών και ανόμοιων πραγμάτων. Με την πρόοδο της κοινωνίας, η φιλοσοφία ή ο στοχασμός, όπως και κάθε άλλη απασχόληση, γίνονται η κύρια ή η μοναδική ενασχόληση μιας ιδιαίτερης κατηγορίας πολιτών. Όπως και κάθε άλλη απασχόληση, και αυτή υποδιαιρείται σ’ ένα μεγάλο αριθμό διαφορετικών κλάδων, καθένας από τους οποίους προσφέρει ενασχόληση σε μια ιδιαίτερη ομάδα ή κατηγορία φιλοσόφων. Και αυτή η υποδιαίρεση της ενασχόλησης με τη φιλοσοφία, όπως και με κάθε άλλη εργασία, βελτιώνει την επιδεξιότητα και εξοικονομεί χρόνο. Κάθε άτομο γίνεται περισσότερο ειδικός στον ιδιαίτερό του τομέα, συνολικά εκτελείται περισσότερο έργο, και η ποσότητα της επιστημονικής γνώσης αυξάνεται σημαντικά.

10  Η καθολική ευημερία που επεκτείνεται και στις χαμηλότερες βαθμίδες του λαού πηγάζει ακριβώς από το μεγάλο πολλαπλασιασμό της παραγωγής όλων των διαφορετικών τεχνών, που ήταν συνέπεια του καταμερισμού εργασίας. Κάθε εργαζόμενος μπορεί να διαθέτει μια μεγάλη ποσότητα έργασίας, πέραν αυτής που χρειάζεται. Και εφ’ όσον κάθε άλλος εργαζόμενος  βρίσκεται στην ίδια κατάσταση, έχει τη δυνατότητα να ανταλλάξει μια μεγάλη ποσότητα των δικών του αγαθών έναντι μιας μεγάλης ποσότητας των αγαθών των άλλων, ή, έναντι της τιμής των αγαθών αυτών, που τελικά σημαίνει το ίδιο πράγμα. Τους προσφέρει σε αφθονία αυτά που χρειάζονται και αυτοί τον προμηθεύουν στην ίδια αφθονία αυτά που αυτός χρειάζεται και έτσι μια γενική επάρκεια διαχέεται σ’ όλες τις βαθμίδες της κοινωνίας.

11  Παρατηρείστε τις ανέσεις του πιο κοινού τεχνίτη ή εργάτη μιας πολιτισμένης και πλούσιας χώρας, και θα αντιληφθείτε ότι ο αριθμός των ανθρώπων ο κόπος των οποίων έχει χρησιμοποιηθεί έστω και κατά ένα μικρό μέρος, προκειμένου να προμηθευτεί αυτός τις ανέσεις του, υπερβαίνει κάθε υπολογισμό. Το μάλλινο σακάκι, για παράδειγμα, που φορά ο εργάτης, όσο χονδροκομμένο και αν φαίνεται, αποτελεί το προϊόν της συνδυασμένης εργασίας μιας πλειάδας εργατών. Ο βοσκός, ο διαλογέας του μαλλιού, ο λαναράς, ο βαφέας, ο εργάτης που ξαίνει, ο κλώστης, ο υφαντής, ο λευκαντής, ο ράφτης και πολλοί άλλοι πρέπει να συνδυάσουν τις διαφορετικές τους τέχνες προκειμένου να ολοκληρώσουν ακόμα και αυτή την οικοτεχνική παραγωγή.

Πέραν αυτού, πόσοι έμποροι και μεταφορείς χρησιμοποιήθηκαν για τη μεταφορά αυτών των υλικών από κάποιους από αυτούς τους εργαζόμενους σε κάποιους άλλους που συχνά ζουν σε πολύ απομακρυσμένα μέρη της χώρας! Πόσο εμπόριο και ναυτιλία ιδιαίτερα, πόσοι ναυπηγοί, ναύτες, κατασκευαστές ιστίων, σχοινιών χρησιμοποιήθηκαν για να συγκεντρώσουν τα διάφορα χημικά που χρησιμοποιούνται από το βαφέα, που συχνά έρχονται από τις πιο απομακρυσμένες γωνιές του κόσμου! Πόσο μεγάλη ποικιλία εργασίας χρειάζεται επίσης για να παραχθούν τα εργαλεία και του τελευταίου από αυτούς τους εργάτες!

Ας αφήνουμε κατά μέρος κάποιες πολύπλοκες μηχανές, όπως η μηχανή του πλοίου, η μηχανή του λευκαντή, ή ακόμα και ο αργαλειός του υφαντή, και ας εξετάσουμε μόνο την ποικιλία της εργασίας που απαιτείται για να σχηματιστεί μια πολύ απλή μηχανή, το ψαλίδι με το οποίο ο βοσκός κόβει το μαλλί. Ο μεταλλωρύχος, ο κτίστης του φούρνου για την τήξη του μεταλλεύματος, ο υλοτόμος του ξύλου, ο τροφοδότης του κάρβουνου που χρησιμοποιείται στα χυτήρια, ο κατασκευαστής των τούβλων, ο κτίστης, ο εργάτης που προσέχει τον φούρνο, ο κατασκευαστής του αμονιού, ο σιδηρουργός, ο μεταλλουργός, πρέπει όλοι τους να συνδυάσουν  τις διαφορετικές τέχνες τους για να παραχθεί το ψαλίδι.

Εάν εξετάζαμε κατά τον ίδιο τρόπο όλα τα διαφορετικά μέρη της ενδυμασίας του και της επίπλωσης του σπιτικού του, το λινό πουκάμισο που φορά πάνω από το δέρμα του, τα παπούτσια που καλύπτουν τα πόδια του, το κρεβάτι που κοιμάται και όλα τα μέρη που το συνθέτουν, τον πάγκο της κουζίνας όπου ετοιμάζει τα φαγώσιμά του, τα κάρβουνα που χρησιμοποιεί γα το σκοπό αυτό, που έχουν εξορυχθεί από τα βάθη της γης και έχουν φτάσει σ’ αυτόν, ίσως μετά από ένα μακρύ ταξίδι από ξηρά και θάλασσα, όλα τα άλλα εργαλεία της κουζίνας του, όλον τον εξοπλισμό του τραπεζιού του, τα μαχαίρια και τα πιρούνια, τα πιάτα από πηλό ή κασσίτερο πάνω στα οποία σερβίρει τα φαγώσιμά του, τα διάφορα χέρια που χρησιμοποιούνται στην ετοιμασία του ψωμιού και της μπύρας του, το  παράθυρο που αφήνει να διέρχεται ελεύθερα η θερμότητα και το φως, αφήνοντας απ’ έξω τον αέρα και τη βροχή, με όλες τις γνώσεις και τη τεχνική που απαιτούνται για την ετοιμασία αυτής της όμορφης και σωτήριας εφεύρεσης, χωρίς την οποία οι βόρειες περιοχές του κόσμου πολύ δύσκολα θα αποκτούσαν τη δυνατότητα μιας πολύ άνετης διαβίωσης, σε συνδυασμό με τα εργαλεία όλων των διαφορετικών εργαζομένων που απασχολούνται στην παραγωγή των διαφόρων αυτών ανέσεων, αν εξετάσουμε λοιπόν, όλα αυτά τα πράγματα και θεωρήσουμε την ποικιλία της εργασίας που χρησιμοποιείται σε καθένα απ’ αυτά, θα αντιληφθούμε ότι χωρίς τη βοήθεια και τη συνεργασία πολλών χιλιάδων ανθρώπων, και ο τελευταίος  άνθρωπος μιας πολιτισμένης χώρας δεν θα μπορούσε να προμηθευτεί  ούτε αυτά που απαρτίζουν ό,τι λανθασμένα θεωρούμε ως τον εύκολο και απλό τρόπο που συνήθως διαβιεί.

Πραγματικά, σε σύγκριση με την τόσο πολυδάπανη πολυτέλεια των μεγαλόσχημων, οι δικές του ανέσεις φαίνονται, χωρίς καμία αμφιβολία, εξαιρετικά απλές και κοινές. Και όμως, οι ανέσεις ενός Ευρωπαίου πρίγκιπα ίσως να μην υπερβαίνουν τόσο πολύ αυτές ενός εργατικού και λιτοδίαιτου αγρότη, όσο υπερβαίνουν οι ανέσεις αυτού του τελευταίου τις ανέσεις ενός Αφρικανού βασιλιά, που είναι ο απόλυτος κύριος της ζωής και των ελευθεριών δέκα χιλιάδων γυμνών αγρίων.

[1] Χρησιμοποιούμε τους όρους επιστήμη και επιστημονική περιοχή με τη συμβατική έννοια της «παραγωγής συστηματικής θεωρητικής γνώσης», ανεξάρτητα από το αν πρόκειται για επιστημονική γνώση με την αυστηρή έννοια, δηλαδή για την αντικειμενική γνώση ενός κύκλου φαινομένων και διαδικασιών –καθώς και των «κανονικοτήτων» που τα διέπουν, ή αντίθετα για μια γνώση που εν μέρει αναπαράγει την παραγνώριση των αιτιακών αλληλοσχετίσεων των φαινομένων, όπως συμβαίνει με τις καθημερινές πρακτικές και τα συστήματα «ιδεών» που τις συνοδεύουν (και επομένως αναγκαστικά αναπαράγει στο εσωτερικό της εννοιολογικές ταυτολογίες και θεωρητικές αντιφάσεις). Όποιος από τους δύο κι αν είναι ο χαρακτήρας ενός θεωρητικού συστήματος, αυτό δεν μπορεί εντούτοις να συγκροτηθεί παρά σε αναφορά με ένα θεωρητικό αντικείμενο, εφόσον ακριβώς πρόκειται για ένα θεωρητικό σύστημα εννοιών. Δεν αναφερόμαστε έτσι στο επιστημονικό αντικείμενο με το αυστηρό αλλά με το συμβατικό νόημα του όρου: το θεωρητικό αντικείμενο.

[2] Η τιμή του εμπορεύματος μπορεί, βεβαίως, να αποκλίνει από τη «φυσική» αυτή τιμή του, ως συνέπεια των μεταβολών της προσφοράς και της ζήτησης. Πάντοτε όμως διακυμαίνεται γύρω από αυτό το «κέντρο βάρους», που είναι η «φυσική τιμή» (η αξία). Βλ. επ’ αυτού Smith, I.vii.7 επ.: «Η φυσική τιμή, επομένως, είναι κάτι σαν την κεντρική τιμή, προς την οποία έλκονται συνεχώς οι τιμές όλων των εμπορευμάτων. (…) Όποια όμως και αν είναι τα εμπόδια που δυσχεραίνουν τη σταθεροποίησή τους σ’ αυτό το κέντρο ηρεμίας και συνέχειας, δεν παύουν να τείνουν συνεχώς προς αυτό» (Smith, I.vii.15).

[3] «Η αξία, επομένως, που προσθέτουν οι εργάτες στα υλικά αναλύεται στην περίπτωση αυτή σε δύο μέρη, εκ των οποίων το πρώτο πληρώνει τους μισθούς τους και το δεύτερο τα κέρδη του εργοδότη τους για το συνολικό απόθεμα των υλικών και των μισθών που προκατέβαλε. Αν αυτός δεν προσδοκούσε από την πώληση του προϊόντος τους κάτι περισσότερο από αυτό που απαιτείτο για την αντικατάσταση του αποθέματός του, δεν θα είχε κανένα συμφέρον να τους απασχολήσει. Και αν τα κέρδη του δεν ευρίσκονταν σε κάποια αναλογία με το μέγεθος του αποθέματός του, δεν θα είχε κανένα ιδιαίτερο συμφέρον να απασχολήσει ένα μεγάλο και όχι ένα μικρό απόθεμα» (Smith, I.vi.5, οι υπογρ. δικές μου, Γ.Μ.).

[4] «Από τη στιγμή που η γη καθίσταται ατομική ιδιοκτησία, ο γαιοκτήμονας απαιτεί ένα μερίδιο σχεδόν από όλο το προϊόν το οποίο ο εργάτης μπορεί να παραγάγει είτε μέσω της καλλιέργειάς της, είτε μέσω της συλλογής των καρπών της. Η πρόσοδός του αποτελεί την πρώτη παρακράτηση από το προϊόν της εργασίας που απασχολήθηκε στη γη (…) Το κέρδος αποτελεί μια δεύτερη παρακράτηση από το προϊόν της εργασίας  που απασχολήθηκε στη γη» (Smith, I.viii.6 & 7, οι υπογρ. δικές μου, Γ.Μ.).

[5] «H τιμή όλων των εμπορευμάτων που συνθέτουν το ετήσιο προϊόν της εργασίας κάθε χώρας, αν τα θεωρήσουμε ως ένα σύνολο, θα πρέπει να αναλύεται στα ίδια τρία μέρη και να επιμερίζεται στους διάφορους κατοίκους της χώρας είτε ως μισθός της εργασίας τους, είτε ως  κέρδη του αποθέματός τους, είτε ως πρόσοδος της γης τους» (Smith, I.vi.17, οι υπογρ. δικές μου, Γ.Μ.).

[6] «Η ποσότητα της εργασίας που απασχολείται συνήθως στην απόκτηση ή την παραγωγή ενός εμπορεύματος δεν αποτελεί τη μοναδική κατάσταση που μπορεί να ρυθμίζει την ποσότητα που αυτό μπορεί συνήθως να αγοράζει, να ελέγχει ή να ανταλλάσσει» (Smith, I.vi.7). Η αρχή της «δαπανώμενης εργασίας» θεωρείται ότι ίσχυε πριν το καπιταλιστικό σύστημα, δηλαδή «πριν τη συσσώρευση αποθέματος»: «Σ’ εκείνη την πρώιμη και πρωτόγονη εποχή της κοινωνίας που προηγήθηκε τόσο της συσσώρευσης αποθέματος όσο και της ιδιοποίησης της γης, φαίνεται ότι η αναλογία μεταξύ των ποσοτήτων εργασίας που ήταν απαραίτητες για την απόκτηση των διαφόρων αντικειμένων ήταν η μόνη κατάσταση που θα μπορούσε να προσφέρει ένα κανόνα για την μεταξύ τους ανταλλαγή. Αν για παράδειγμα, στα πλαίσια μιας φυλής κυνηγών, το κυνήγι ενός κάστορα κοστίζει γενικά διπλάσια εργασία από το κυνήγι ενός ελαφιού, τότε ο κάστορας θα ανταλλάσσεται γενικά ή θα αξίζει όσο δύο ελάφια» (Smith, I.vi.1). Η αντίληψη αυτή αντιφάσκει προφανώς με τη θέση που διατυπώνει σε επόμενα κεφάλαια του Πλούτου των Εθνών, ότι το κέρδος και η πρόσοδος αποτελούν «παρακρατήσεις» από το «από το προϊόν του εργάτη» (βλ. τα αποσπάσματα που παρατίθενται στις υποσημειώσεις 3 και 4).

[7] «Σε κάθε κοινωνία ή τόπο υπάρχει ένα κανονικό ή μέσο επίπεδο τόσο για το μισθό όσο και για το κέρδος για κάθε διαφορετική απασχόληση εργασίας και αποθέματος. Το επίπεδο αυτό ρυθμίζεται φυσικά (…)» (Smith, I.vii.1&4). «Οι υψηλοί ή χαμηλοί μισθοί και τα αντίστοιχα κέρδη είναι οι αιτίες μιας υψηλής ή χαμηλής τιμής. (…) Η τιμή ενός δεδομένου εμπορεύματος είναι υψηλή ή χαμηλή, επειδή για την προσκόμισή του στην αγορά πρέπει να καταβληθούν υψηλοί ή χαμηλοί μισθοί και κέρδη». (Smith, I.xi.a.8).

[8] Ο πραγματικός μισθός δεν θα μπορούσε ποτέ να είναι χαμηλότερος από τα απολύτως αναγκαία μέσα συντήρησης της εργατικής οικογένειας διότι αυτό θα οδηγούσε στον αφανισμό της τάξης των εργατών (Smith, I.viii.15). Θα μπορούσε να είναι υψηλότερος από αυτό το όριο (και ο Smith, I.viii.16 επ. επιχειρηματολογεί ότι πράγματι αυτό συμβαίνει συχνά), όμως η τάση των εργατών να πολλαπλασιάζονται ταχύτερα όταν αυξάνει το πραγματικό εισόδημά τους, όπως πίστευε ο Smith, δεν επιτρέπει μεγάλες αυξήσεις του πραγματικού μισθού πέραν του ορίου αυτού (Smith, I.viii.39).

[9] Στην πρώτη εκδοχή της θεωρίας του Smith, η αξία αποτελεί «ιδιότητα» των εμπορευμάτων, απορρέουσα από την εργασία (και τον καταμερισμό εργασίας). Η κοινή αυτή ιδιότητα όλων των εμπορευμάτων τα καθιστά σύμμετρα και ως εκ τούτου ανταλλάξιμα. Στη δεύτερη εκδοχή της σμιθιανής θεωρίας, η αξία αποτελεί «σχέση» μεταξύ εμπορευμάτων και «αγοραζόμενης εργασίας» (εργασιακής δύναμης), της οποίας η αξία ανάγεται όμως στην αξία των αναγκαίων μέσων διαβίωσης του εργάτη, (δηλαδή στην αξία του πραγματικού μισθού). Στη δεύτερη αυτή εκδοχή (και αν δεν λάβουμε υπόψη μας άλλες διατυπώσεις του συγγραφέα) παύει να είναι σαφές τι συνιστά τον παράγοντα συμμετρίας των εμπορευμάτων (καθώς οι τιμές των εμπορευμάτων ορίζονται δια των τιμών των εμπορευμάτων) και το σμιθιανό σύστημα διολισθαίνει προς την επιστημονικά «χυδαία» προσέγγιση των κοστών παραγωγής. Άλλωστε, ο ίδιος ο Smith μιλά κατά κανόνα για την ποσότητα εργασίας ή άλλων εμπορευμάτων που ένα εμπόρευμα μπορεί να αγοράσει ή να «ελέγξει». Βλ. π.χ. (Smith I.v.3).

[10] Ο Ricardo αρχίζει το 1ο κεφάλαιο των Αρχών… του, με την ακόλουθη θέση: «Η αξία του εμπορεύματος ή η ποσότητα οποιουδήποτε άλλου εμπορεύματος, με το οποίο θα ανταλλαγεί αυτό το εμπόρευμα, εξαρτάται από τη σχετική ποσότητα της εργασίας η οποία είναι αναγκαία για την παραγωγή του και όχι από τη μεγαλύτερη ή μικρότερη αμοιβή, η οποία καταβάλλεται για αυτήν την εργασία» (Ρικάρντο, σε Ρικάρντο/Μαρξ: Αξία και υπεραξία, εκδ. Κριτική, Αθήνα 1989, 99).

[11] «Η εξίσωση εργασίας και προϊόντος της εργασίας αποτέλεσε ήδη εδώ την πρώτη αφορμή για το μπέρδεμα του καθορισμού της αξίας των εμπορευμάτων από την περιεχόμενη σ’ αυτά ποσότητα εργασίας, και του καθορισμού της αξίας τους από την ποσότητα ζωντανής εργασίας που μπορούν να αγοράσουν, ή με τον καθορισμό της από την αξία της εργασίας» (Καρλ Μαρξ: Θεωρίες για την υπεραξία. Μέρος πρώτο, σσ. 53-54, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1981. Βλ. αναλυτικότερα στο ίδιο σσ. 45-171).

[12] Mark Blaug, «Welfare Indices in The Wealth of Nations» , στο: του ιδίου, Economic History and the History of Economics, Harvester/Wheatsheaf, New York1986, pp. 128-34.

 [13] Το πρόβλημα αυτό μπορεί να γίνει εύκολα κατανοητό με βάση ένα απλό αριθμητικό παράδειγμα: Ας υποθέσουμε ότι δύο επιχειρήσεις χρησιμοποιούν για την ετήσια παραγωγή τους την ίδια ποσότητα εργασίας (ν ώρες απλής εργασίας η κάθε μία) και αμείβουν τους εργαζόμενους με συνολικούς μισθούς, μ, ίσης αξίας σε κάθε μία, αλλά ότι στη δεύτερη επιχείρηση η παραγωγή αυτή επιτυγχάνεται με την προκαταβολή διπλάσιου υλικού κεφαλαίου (2Κ) σε σχέση με την πρώτη. Το κόστος παραγωγής είναι για κάθε επιχείρηση οι μισθοί (μ) και το τμήμα του προκαταβαλλόμενου υλικού κεφαλαίου που αναλώνεται στη διάρκεια μιας περιόδου παραγωγής (έστω το 10% του συνολικού). Σύμφωνα με την κλασική (ρικαρδιανή) θεωρία της αξίας (ως «δαπανώμενης» εργασίας), το ετήσιο προϊόν και των δύο επιχειρήσεων (άρα και τα έσοδά τους) θα πρέπει να είναι ίσης αξίας (υ, που αντιστοιχεί στην αξία που παρήχθη από ν ώρες απλής εργασίας). Εφόσον αυτό ισχύει, τότε οι δύο επιχειρήσεις δεν θα έχουν το ίδιο ποσοστό κέρδους (r).

Για την πρώτη θα είναι:

   υ – μ – 0,1Κ

r1 = —————,  

      Κ + μ

ενώ για τη δεύτερη:

   υ – μ – 0,2Κ

r2 = —————

      2Κ + μ

Είναι προφανές ότι ισχύει r1>r2. Για να ικανοποιηθεί η συνθήκη του ενιαίου ποσοστού κέρδους (r1= r2= r), θα πρέπει η αξία του προϊόντος που παρήγαγε η δεύτερη επιχείρηση να ήταν μεγαλύτερη από αυτήν που παρήγαγε η πρώτη (υ2>υ1= υ), κάτι που όμως θα παραβίαζε την κλασική (ρικαρδιανή) θεωρία της αξίας.

[14] Για το ζήτημα αυτί βλ. Γιάννης Μηλιός και Γιώργος Οικονομάκης «Σημειώσεις για τη μαρξική οικονομική θεωρία», Θέσεις 68, 1999, 121-150.

Αναδημοσίευση απο: http://www.theseis.com/index.php?option=com_content&task=view&id=1040

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *