Alexandra Kollontai: Τι είναι η Εργατική Αντιπολίτευση-Η κρίση του Κόμματος

Το κείμενο είναι το τρίτο μέρος του βιβλίου της Α.Κολλοντάι «Η Εργατική Αντιπολίτευση». Το πρώτο μέρος (μαζί με ορισμένα εισαγωγικά σχόλια) βρίσκεται εδώ και το δεύτερο εδώ

 

 

Οι υπογραμμίσεις δικές μας.

 

 

 

Ή κρίση του  Κόμματος

 

 

Πριν αντιμετωπίσουμε τα κύρια θέματα πού συζητιούνται από τούς ηγέτες τού Κόμματός μας καί την Εργατική Αντιπολίτευση, πρέπει νά βρούμε απάντηση στην παρακάτω ερώτηση: Πώς μπόρεσε το Κόμμα μας, μαχητικό, γερό, δυνατό καί ανίκητο εξ αιτίας τής σταθερότητας καί τής καθαρότητας τής ταξικής του γραμμής, νά εγκαινιάσει την παρέκκλιση από μιά τέτοια γραμμή;

Όσο περισσότερο αγαπητό μάς είναι το Κόμμα, μιά καί πραγματοποίησε ένα αποφασιστικό βήμα προς τή χειραφέτηση των εργαζομένων από τον καπιταλιστικό ζυγό, τόσο λιγότερο έχουμε το δικαίωμα νά κλείνουμε τα μάτια μπροστά στά λάθη των ηγετών του.

Ή δύναμη τού Κόμματός μας ήταν πάντοτε, καί πρέπει νά είναι σήμερα, ή ικανότητα των ηγετικών του κέντρων νά αντιλαμβάνονται με οξυμένη ευαισθησία τις ανησυχίες καί τούς νέους πόθους πού συσπειρώνουν τούς εργάτες. Ή  ικανότητά τους νά κατευθύνουν αυτές τις διαθέσεις των μαζών, ώστε νά χρησιμεύουν σαν ξεκίνημα για την επίτευξη των επόμενων καταχτήσεων. Αυτό συνέβαινε παλιά καί δέν συμβαίνει σήμερα. Το Κόμμα μας δεν περιορίζεται μόνο στο νά μειώνει την ταχύτητα τής κεραυνοβόλου πορείας του προς το μέλλον, άλλα όλο καί πιο συχνά κοιτάζει «λογικά» προς τα πίσω, αναρωτιέται αν δέν πήγε πολύ μακριά, αν δέν ήρθε ή ώρα μιας ανάπαυλας, αν δέ θα ’ταν πιο σοφό νά προσέξει καί ν’ αποφύγει τα τολμηρά πειράματα πού δέν βασίζονται σέ ιστορικά προηγούμενα.

Από πού προέρχεται αυτή ή πρόσφατη «σύνεση» των κέντρων; (πού φαίνεται καθαρά στην έλλειψη εμπιστοσύνης των ηγετικών κύκλων στις ικανότητες των εργατικών συνδικάτων στον τομέα τής οικονομίας) καί σέ τί οφείλεται;

Αν αντιμετωπίσουμε προσεχτικά την προέλευση των εσωτερικών διαφωνιών, θα πειστούμε για το ότι ή σημερινή κρίση τού Κομμουνιστικού Κόμματος προέρχεται από τρεις βασικές αίτιες.

Ή πρώτη, καί ή κύρια, είναι ή δύσκολη κατάσταση μέσα στην όποια καλείται νά εργαστεί καί νά δράσει το Κομμουνιστικό Κόμμα. Το Κομμουνιστικό Κόμμα πρέπει νά οικοδομήσει τον κομμουνισμό καί νά βάλει σέ πράξη το πρόγραμμά του κάτω από τις εξής συνθήκες: 1. ‘Ολοκληρωτική αποδιοργάνωση καί καταστροφή τής εθνικής οικονομίας. 2. ’Αδιάκοπες επιθέσεις των Ιμπεριαλιστικών δυνάμεων καί τής ρωσικής αντεπανάστασης κατά τή διάρκεια των τριών χρόνων τής επανάστασης. 3. Καθυστερημένη οικονομικά χώρα, όπου ή εργατική τάξη, ενώ ό αγροτικός πληθυσμός κυριαρχεί, πρέπει μόνη της νά υλοποιήσει τον κομμουνισμό καί νά φτιάξει τούς νέους κανόνες λειτουργίας τής κομμουνιστικής οικονομίας. Μία χώρα όπου δέν υπάρχουν ακόμα αναγκαίες οικονομικές συνθήκες για μιά κολεκτιβοποίηση καί συγκεντροποίηση τής παραγωγής, καί όπου ό καπιταλισμός δέν πρόλαβε νά τελειοποιήσει την ανάπτυξη του (από τον απεριόριστο συναγωνισμό πού χαρακτηρίζει το πρωτόγονο στάδιο τού καπιταλισμού μέχρι την ρυθμισμένη παραγωγή πού χαρακτηρίζει την ανώτερη μορφή του, περνώντας από τα εργοδοτικά συνδικάτα καί τραστ) .

Είναι φανερό πώς όλες αυτές οι συνθήκες δυσκολεύουν την πραγματοποίηση τού προγράμματος μας (κυρίως το βασικό του σημείο, την οργάνωση της εθνικής οικονομίας πάνω σέ νέες βάσεις), και εισάγουν συγχρόνως μια ποικιλία αντίθετων επιδράσεων πού διαλύουν κάθε ένόχηχα στην πραχτική έφαρμογή του. ’

Απ’ αυτή τή βασική αιτία απορρέουν κι οι υπόλοιπες. Η οικονομική καθυστέρηση τής Ρωσίας καί ή κυριαρχία τής αγροτικής τάξης δημιούργησαν αυτές τις επιδράσεις στην οικονομική πολιτική τού Κράτους των σοβιέτ καί στην καθημερινή πραχτική, μεταθέτοντας αναπόφευκτα την πολιτική τού Κόμματος πέρα από την σταθερότητα τής θεωρητικής γραμμής του καί των αρχών του.

Ενα κόμμα πού βρίσκεται επί κεφαλής ενός κράτους των σοβιέτ με ανάμικτη κοινωνική σύνθεση, είναι αναγκασμένο είτε το θέλει είτε όχι, νά πάρει υπόψη του τούς πόθους τού μικρό – κτηματία χωρικού, τα εγωιστικά του συμφέροντα καί την απομάκρυνσή του από τον κομμουνισμό, όπως καί τούς πάθους τού τεράστιου στρώματος των μικρό – αστικών (1) στοιχείων τής παλιάς καπιταλιστικής Ρωσίας, μεσάζοντες κάθε λογής, μικροέμπορους, κλητήρες, βιοτέχνες, κατώτερους υπάλληλους, πού προσαρμόστηκαν ταχύτατα στη σοβιετική κρατική οργάνωση. Αυτοί είναι πού επανδρώνουν τα γραφεία της, πού είναι υπάλληλοι έπιτροπάτου για τον ανεφοδιασμό, προϊστάμενοι των υπηρεσιών επιβίωσης τού στρατού, επιδέξιοι «υπάλληλοι με πείρα» των κεντρικών γραφείων των βιομηχανιών μας.

Ό λαϊκός επίτροπος για τον ανεφοδιασμό ανέφερε, μπροστά στην κομμουνιστική φράξια τού 8ου συνεδρίου των σοβιέτ, πολύ χαρακτηριστικούς αριθμούς: στο έπιτροπάτο του υπάρχουν 17% εργάτες, 13% χωρικοί, κάτω από 20% «ειδικοί» καί οι υπόλοιποι, πάνω από 50% αποτελούνται από παλιούς τεχνίτες ή κλητήρες καί άλλα «φτωχαδάκια», πού στη πλειοψηφία τους είναι καί αγράμματοι (ό Τσουριούπα (2) το λέει) : πράγμα πού αποδεικνύει κατά τή γνώμη του την δημοκρατική προέλευση τού κοινού αυτού, όταν στην πραγματικότητα δεν έχει τίποτα το κοινό με την προλεταριακή τάξη, με τούς παραγωγούς των αγαθών, με τούς εργάτες τής βιομηχανίας.

Αυτή ή κατηγορία ανθρώπων, πού είναι διάχυτη μέσα στις σοβιετικές υπηρεσίες, αυτή ή εχθρική προς τον κομμουνισμό μικροαστική τάξη, δεμένη με τή ρουτίνα τού παρελθόντος, γεμάτη φόβο και αντιπάθεια μπροστά στην επαναστατική δράση, διαφθείρει τον κρατικό μας μηχανισμό φέρνοντας ένα πνεύμα απόλυτα ξένο προς την εργατική τάξη. Έχουμε δύο διαφορετικούς κόσμους, δύο κόσμους εχθρικούς. Στη Ρωσία όμως, είμαστε αναγκασμένοι νά προσπαθήσουμε να πειστούμε καί νά πείσουμε όλη την εργατική τάξη, για το ότι ή μικροαστική τάξη (ας αφήσουμε τούς χωριάτες καί τον αντιπροσωπευτικό μέσο χωρικό, εργατικό και τσιγκούνη) καί ή εργατική τάξη μπορούν νά συμβιβαστούν θαυμάσια κάτω από το κοινό σύνθημα: «όλη ή εξουσία στά σοβιέτ». Ξεχνώντας ότι, στην καθημερινή πραχτική τής ζωής, τα συμφέροντα των εργατών καί τα συμφέροντα τής μικροαστικής τάξης καί των χωρικών, πού είναι εξ ίσου ποτισμένοι από την μικροαστική νοοτροπία, συγκρούονται αναπόφευκτα, τραβώντας πότε από δω καί πότε από κεί την κρατική πολιτική, εξασθενίζοντας την ταξική της σταθερότητα.

Έκτος από τον μικροϊδιοκτήτη τής υπαίθρου, εκτός το μικροαστικό στοιχείο (όχι εργατικό, άλλά σαφώς μικροαστικό) των πόλεων, το Κόμμα μας πρέπει νά υπολογίζει επίσης, σ’ ό,τι άφορά την κρατική του πολιτική, την επίδραση, των μελών τής μεγαλοαστικής τάξης, πού υπάρχουν σαν «ειδικοί», τεχνικοί, μηχανικοί, παλιοί καρχαρίες των τραπεζών καί τής βιομηχανίας, καί πού δεμένοι άπ’ όλο τους το παρελθόν με το καπιταλιστικό σύστημα, είναι ανίκανοι νά φανταστούνε οποιαδήποτε άλλη μορφή παραγωγής από το γνωστό πλαίσιο τής καπιταλιστικής οικονομίας.

Όσο περισσότερο χρειάζονται για τα τεχνικά θέματα καί την διεύθυνση τής βιομηχανίας οι ειδικοί, τόσο περισσότερο τα στοιχεία αυτά, ξένα προς την εργατική τάξη, επιδρούν στην πορεία καί την ανάπτυξη των μορφών καί τού χαρακτήρα τής εθνικής μας οικονομίας. Αυτή ή κοινωνική κατηγορία των επιχειρηματιών τού καπιταλιστικού συστήματος, των υπάκουων καί καλοπληρωμένων υπηρετών τού κεφαλαίου, ενώ παραμερίστηκε τελείως στις αρχές τής επανάστασης, κατά τούς δυσκολότερους μήνες τής πάλης μας, καιροφυλακτούσε καί μάλιστα πολλές φορές εκδήλωσε ξεκάθαρα την έχθρα της απέναντι στην εξουσία των σοβιέτ («σαμποτάζ» των διανοουμένων) καί τώρα μέρα με τη μέρα αποκτάει μια σημαντική επίδραση καί σημασία στη διαμόρφωση τής πολιτικής(3) Χρειάζεται μήπως ν’ αναφέρουμε ονόματα; ‘Οποιοσδήποτε εργάτης πού παρακολουθεί την εσωτερική καί εξωτερική μας πολιτική θα σκεφτεί αμέσως αρκετά απ’ αυτά τα υποκείμενα. . .

Όσο το κέντρο βάρους τής ζωής μας βρισκόταν στο μέτωπο, ή επίδραση αυτών των κυρίων, αυτού τού ξένου προς την εργατική τάξη στοιχείου πάνω στην πολιτική τού σοβιετικού μας Κράτους, ειδικά σ’ ό,τι αφορά τον οικονομικό μηχανισμό, ήταν σχετικά ελάχιστη.

Οι «ειδικοί», προϊόντα τού παρελθόντος, στενά καί αδιαίρετα δεμένοι με το αστικό καθεστώς πού καταργήσαμε, τρύπωσαν μέσα στον κόκκινο στρατό, φέρνοντας την παλιά τους νοοτροπία (υποταγή, γαλόνια, διακρίσεις, παθητική υπακοή αντί μιας ταξικής πειθαρχίας, αυθαιρεσία των αρχηγών κλπ.) . ’Αλλά ή επίδραση τους δέν έφτανε μέχρι τή γενική πολιτική γραμμή τής δημοκρατίας των σοβιέτ. Το προλεταριάτο δέν διεκδικούσε απ’ αυτούς την διεύθυνση των στρατιωτικών υποθέσεων, γιατί, με το σίγουρο ταξικό του ένστικτο, αισθανόταν ότι σ’ αυτό τον τομέα, ή εργατική τάξη δέν έχει τίποτα νά προσφέρει σαν τάξη, είναι ανίκανη νά φέρει οποιαδήποτε βασική αλλαγή στο μιλιταριστικό σύστημα, νά τού αλλάξει τή δομή, νά το ξαναφτιάξει πάνω σέ μιά νέα κοινωνική βάση. Ό μιλιταρισμός είναι δημιουργία ενός ξεπερασμένου από την ανθρωπότητα σταδίου τού πολιτισμού. Ό μιλιταρισμός, ή στρατιωτική θητεία, ό πόλεμος, δέν θα υπάρχουν στην κομμουνιστική κοινωνία. Ή πάλη για τή ζωή θα ακολουθεί μιά διαφορετική γραμμή, θα παίρνει τελείως άλλες μορφές πού δέν είμαστε ικανοί νά φανταστούμε.

Την εποχή τής δικτατορίας τού προλεταριάτου, ό μιλιταρισμός αργοπεθαίνει καί είναι φυσικό νά μη μπορούν οι εργάτες, σαν τάξη, να προσφέρουν στη μορφή ή στο σύστημά του τίποτα το δημιουργικό, το καινούργιο, το χρήσιμο για την μελλοντική ανάπτυξη τής κοινωνίας. Υπάρχουν σίγουρα μέσα στον κόκκινο στρατό, λαμπρές πρωτοβουλίες ταξικού πνεύματος, άλλά κατά βάθος το στρατιωτικό επάγγελμα δέν άλλαξε. Παρ’ ολα αυτά, στο στρατιωτικό επίπεδο, οι αξιωματικοί καί οι στρατηγοί τού παλιού στρατού δέν αποπροσανατόλισαν τή σοβιετική πολιτική σέ τέτοιο βαθμό, ώστε οι εργάτες να αισθανθούν ότι ζημιώθηκε φανερά ή τάξη τους καί ή βασική της αποστολή.

Τα πράγματα αλλάζουν στον οικονομικό τομέα. Ή ουσία τού κομμουνισμού είναι ή παραγωγή κι’ ή οργάνωση της. Όταν οι εργάτες απομακρύνονται από την οργάνωση τής παραγωγής, όταν δέν τούς δίνεται ή δυνατότητα, όταν δέν δίνεται ή δυνατότητα στις συνδικαλιστικές οργανώσεις, στους πραγματικούς εκφραστές τής προλεταριακής τάξης, να προσφέρουν την δημιουργικότητά τους για την παραγωγή καί την οργάνωση νέων οικονομικών μορφών, όταν υπάρχει τυφλή εμπιστοσύνη στην «επιστήμη» των ειδικών, πού φτιάχτηκαν καί μορφώθηκαν για ένα σύστημα παραγωγής τελείως διαφορετικό, τότε εγκαταλείπεται στην πραγματικότητα ο επιστημονικός μαρξισμός.

Καί αυτή ακριβώς είναι ή σημερινή πραχτική τής ηγεσίας τού Κόμματός μας. Βλέποντας την άθλια κατάσταση τής εθνικής μας οικονομίας, πού βασίζεται πάντα στο καπιταλιστικό σύστημα (ημερομίσθια σέ χρήμα, τιμολόγια, κατηγορίες εργασίας κλπ.), οι ηγέτες τού Κόμματός μας, προσπαθούν, χωρίς καμιά πίστη στις δημιουργικές δυνάμεις των εργατικών συνόλων, νά βρουν μιά λύση στο οικονομικό χάος: καί με ποιους; Με τούς αντιπροσώπους τού αστικού καί καπιταλιστικού παρελθόντος, τούς επιχειρηματίες καί τούς τεχνικούς, πού ειδικά στον οικονομικό τομέα, έχουν χάσει κάθε δημιουργική ικανότητα, μέσα στη ρουτίνα, τις συνήθειες, τις χαρακτηριστικές μεθόδους τού καπιταλιστικού οικονομικού συστήματος. Οι ηγέτες μας εισάγουν επίσης καί την απλοϊκή αν όχι γελοία πεποίθηση τής δυνατότητας εγκαθίδρυσης τού κομμουνισμού με γραφειοκρατικά μέσα. Εκεί όπου χρειάζεται έρευνα καί «δημιουργικότητα», αυτοί «διατάζουν»…

Όσο το στρατιωτικό μέτωπο υποχωρεί μπροστά στο οικονομικό μέτωπο, τόσο περισσότερο φαίνεται, οξύτατη καί οδυνηρή, ή φτώχεια μας, κι εκδηλώνεται ή επίδραση στρωμάτων τού πληθυσμού πού όχι μόνο είναι από τή φύση τους ξένα καί εχθρικά προς τον κομμουνισμό, άλλα πού είναι συγχρόνως τελείως ανίκανα νά πάρουν οποιαδήποτε πρωτοβουλία στην εξεύρεση νέων μορφών οργάνωσης τής δουλειάς, νέων κινήτρων για την αύξηση τής απόδοσης, πρωτότυπων μεθόδων σύνδεσης τής παραγωγής με την κατανάλωση. Όλοι αυτοί οι τεχνικοί, ειδικοί, επιχειρηματίες, πού βγαίνουν στην επιφάνεια τής ζωής τού σοβιετικού συστήματος, μόλις πάρουν στα χέρια τους την οικονομική πολιτική, ασκούν πίεση πάνω στην ηγεσία τού Κόμματός μας μέσα από τις υπηρεσίες καί μέσα σ’ αυτές τις υπηρεσίες.

Το Κόμμα μας βρίσκεται σέ μια δύσκολη καί οδυνηρή κατάσταση. Για νά κυβερνάει το σοβιετικό κράτος είναι αναγκασμένο νά συγκεντρώνει την προσοχή του καί νά προσαρμόζεται σέ τρεις κατηγορίες τού πληθυσμού, διαφορετικές σ’ ό,τι άφορά την κοινωνική τους σύνθεση καί επομένως τα οικονομικά τους συμφέροντα.

Το προλεταριάτο, από τή μιά μεριά, απαιτεί μιά απόλυτα καθαρή καί χωρίς συμβιβασμούς πολιτική, μιά αναγκαστική πορεία προς  τον κομμουνισμό.

‘Η αγροτική τάξη, από την άλλη, χαρακτηρίζεται από τούς πόθους των μικροϊδιοκτητών, τή συμπάθειά της προς τις κάθε λογής «ελευθερίες» καί πριν άπ’ όλα, την ελευθερία τού εμπορίου, καί την άρνηση τής κρατικής επέμβασης στις υποθέσεις της. Με τή μεσαία τάξη ενώνεται καί ή μικροαστική τάξη, μέσω των «εμπορικών πρακτόρων», των κρατικών υπαλλήλων, των ιδιωτικών υπαλλήλων, των προμηθευτών τού στρατού κλπ., πού αφού προσαρμόστηκαν στο σοβιετικό καθεστώς, είναι παρ’ ολα αυτά καταδικασμένοι από την ψυχολογία τους, νά παραμορφώνουν την πολιτική μας προς την κατεύθυνση των δικών τους μικροαστικών τάσεων. Στη Μόσχα, ή επίδραση αυτών των μικροαστικών στοιχείων είναι λιγότερο αισθητή, άλλά στις επαρχίες, στην ίδια τή βάση τής συμβουλιακής δράσης, είναι τεράστια καί ολέθρια.

Ή τρίτη, τέλος, κατηγορία τού πληθυσμού, αποτελείται από τούς επιχειρηματίες, τούς παλιούς ηγέτες τού καπιταλιστικού καθεστώτος. Δέν αποτελείται από μεγιστάνες τού κεφαλαίου, τούς Ριαμπουσίνσκι καί τούς Μπουμπλίκοφ, πού παραμερίστηκαν από την εργατική δημοκρατία στην πρώτη περίοδο τη; επανάστασης, άλλα από τούς παλιούς ταλαντούχους υπηρέτες τού καπιταλιστικού συστήματος, «τον εγκέφαλο καί το πνεύμα τού καπιταλισμού», αυτούς πού πραγματικά τον δημιούργησαν καί τον βοήθησαν νά καρποφορήσει.

Επιδοκιμάζοντας τις συγκεντρωτικές τάσεις τής οικονομικής πολιτικής τού σοβιετικού κράτους, θεωρώντας ότι όλα τα πλεονεκτήματα θα προέλθουν από μιά σταθεροποίηση τής βιομηχανίας καί την οργάνωσή της σε τραστ (πού είναι ή τάση τού κεφαλαίου στά αναπτυγμένα βιομηχανικά αστικά κράτη) , θέλουν ή σταθεροποίηση αυτή νά μην γίνει από τις εργατικές οργανώσεις (τα συνδικάτα) , αλλά νά περάσει από τα δικά τους χέρια, κάτω από την ηγεσία των οικονομικών υπηρεσιών τού Κράτους, κεντρικών γραφείων, συμβουλίων τής εθνικής οικονομίας, οπού έχουν ήδη ριζώσει γερά.

Ή επίδραση αυτών των κυρίων πάνω στην «σοφή» κρατική πολιτική τής ηγεσίας μας είναι μεγάλη, άπειρα μεγαλύτερη απ’ ό,τι θα ’έπρεπε νά είναι. Ή επίδρασή τους φαίνεται από την τάση εγκαθίδρυσης καί διατήρησης, παρ’ όλες τις αντιδράσεις, πού υπάρχουν, τού γραφειοκρατικού συστήματος (με παραχωρήσεις προς την κατεύθυνση μιας «καλυτέρευσης» αλλά καθόλου προς μία αλλαγή τού ίδιου τού συστήματος) . Φαίνεται ακόμη πιο έκδηλα στο ότι οι εμπορικές σχέσεις πού αρχίζουμε νά έχουμε με τις καπιταλιστικές δυνάμεις, δέν ελέγχονται από τούς οργανωμένους προλετάριους, στις ξένες χώρες ή στη Ρωσία. Φαίνεται από μιά σειρά μέτρων πού οδηγούν στην μείωση τής πρωτοβουλίας των μαζών καί το δυνάμωμα τού ηγετικού ρόλου των αντιπροσώπων τού καπιταλιστικού παρελθόντος.

Ανάμεσα σ’ όλες αυτές τις ετερογενείς κατηγορίες, το Κόμμα μας είναι αναγκασμένο νά ελίσσεται καί νά βρίσκει μιά μέση πολιτική πού δέν καταστρέφει την ενότητα των συμφερόντων τού κράτους. Ή αυτόνομη πολιτική τού Κομμουνιστικού Κόμματος, λόγω τής εξομοίωσης του με ταν κρατικό μηχανισμό, με τον μηχανισμό των σοβιέτ, χάνει όλο καί περισσότερο την ταξική της καθαρότητα καί μετατρέπεται σέ ουδέτερη πολιτική, αδιάφορη απέναντι στις τάξεις, πού είναι αποτέλεσμα τής προσαρμογής των ηγετικών οργάνων σέ ετερογενή καί αντιφατικά συμφέροντα ενός κοινωνικά ετερογενούς καί ανάκατου πληθυσμού.

Ή προσαρμογή αυτή οδηγεί  αναπόφευκτα σέ ταλαντευτείς, αβεβαιότητα, παρεκκλίσεις καί λάθη. θα θυμίσουμε μόνο τα σκαμπανεβάσματα μας στο θέμα των σχέσεων μας με τούς αγρότες, όταν από τον «προσανατολισμό προς τον φτωχό αγρότη» περάσαμε στον «προσανατολισμό προς  τον εργατικό καί οικονόμο μικροϊδιοκτήτη». Ή πολιτική, αν μπορεί νά πει κανείς, αυτή δείχνει το βάθος καί την κρατική σοφία των «πολιτικών» μας. Άλλα ό ιστορικός πού κρίνει αμερόληπτα τα διαφορετικά στάδια τής εξουσίας μας, θα παρατηρήσει οπωσδήποτε μιά επικίνδυνη παρέκκλιση από την ταξική γραμμή καί μια τάση, με σοβαρές συνέπειες, προς τον «οπορτουνισμό» καί την εκάστοτε προσαρμογή…

Μπορούμε νά πάρουμε το θέμα τού εξωτερικού εμπορίου. Υπάρχει, χωρίς καμιά αμφιβολία, μιά ουσιαστική διαφωνία σ’ ό,τι άφορά την πολιτική μας, πού φαίνεται από τις αδιάκοπες συγκρούσεις ανάμεσα στά έπιτροπάτα των εξωτερικών καί τού εξωτερικού εμπορίου. Οι συγκρούσεις αυτές δέν έχουν μόνο ένα καθαρά «υπηρεσιακό» χαρακτήρα, άλλα είναι πολύ βαθύτερες καί αν οι παρασκηνιακές διαδικασίες των ηγετικών μας οργάνων, έφταναν μπροστά στο δικαστήριο των μαζών, ποιος ξέρει τί διαστάσεις θα έπαιρναν οι διαφορές ανάμεσα στο έπιτροπάτο των Εξωτερικών καί τούς εμπορικούς μας αντιπροσώπους στο εξωτερικό;

Οι διαφορές πού υπάρχουν ανάμεσα σέ υπηρεσίες, διαφορές πού δέν λέγονται στις μάζες, έχουν στην πραγματικότητα τεράστια κοινωνική σημασία, καί προέρχονται από την αναγκαιότητα προσαρμογής τής κρατικής πολιτικής στις τρεις ετερογενείς κοινωνικές κατηγορίες τού πληθυσμού (εργάτες, αγρότες, μέλη τής παλιάς αστικής τάξης) . Νά ή δεύτερη αίτια τής κρίσης μέσα στο Κόμμα μας. Δέν επιτρέπεται νά την αγνοούμε. Είναι χαρακτηριστική καί εγκυμονεί περισσότερους άπ’ ό,τι πρέπει κινδύνους. Το καθήκον των ηγετών τού Κόμματος, αν ή ζωτικότητα καί ή ενότητα του τούς ενδιαφέρει, είναι νά μελετήσουν σέ βάθος την αίτια αυτή καί νά βγάλουν τα συμπεράσματα πού απορρέουν αναγκαστικά από τή διάχυτη δυσαρέσκεια πού προκαλεί μέσα στις μάζες.

Την εποχή τής πρώτης επανάστασης, όσο ή εργατική τάξη αισθανόταν ότι είναι ό μόνος ερμηνευτής τού κομμουνισμού, ή ενότητα μες το κοινοβούλιο ήταν τέλεια. ‘Όπως δέν μπορούσε νά υπάρχει θέμα «κορυφής» καί «κατωτέρων στρωμάτων» στην πρώτη περίοδο μετά τον Οκτώβρη, τή στιγμή πού ή πρωτοπορία τού προλεταριάτου πραγματοποιούσε εσπευσμένα καί επιβεβαίωνε το ένα μετά το άλλο, όλα τα άρθρα τού ταξικού μας προγράμματος, τού κομμουνιστικού μας προγράμματος.

Ό αγρότης, αφού πήρε τή γη, δέν είχε ακόμα συνειδητοποιήσει το ότι είναι αναπόσπαστο μέρος τής δημοκρατίας των σοβιέτ, ένας πολίτης με όλα τα δικαιώματα. Οι διανοούμενοι, οι «ειδικοί», οι επιχειρηματίες καί όλη ή μικροαστική τάξη, οι ψευτο – ειδικοί πού ανεβαίνουν κάθε μέρα στην ιεραρχία τού κράτους των σοβιέτ κάνοντας τούς ειδικούς, είχαν τότε, στο περιθώριο, μιά στάση αναμονής καί άφηναν έτσι το πεδίο ελεύθερο στην δημιουργική ορμή των προχωρημένων εργατικών μαζών.

Σήμερα συμβαίνει το αντίθετο: ο εργάτης αισθάνεται, βλέπει, δοκιμάζει σέ κάθε του βήμα το ότι οι ειδικοί καί, ακόμα χειρότερα, οι ψευτο – ειδικοί, αστοιχείωτοι καί χωρίς πείρα, οι «υπάλληλοι με πείρα» παραμερίζουν ταν «αμόρφωτο» εργάτη, με το  πρόσχημα ότι είναι ανίκανος ή ότι έχει την τάση νά εφαρμόζει παντού το  υποτιθέμενο ένστικτό του, καί καταλαμβάνουν τα κύρια όργανα πού διοικούν την παραγωγή μας. Καί το Κόμμα, αντί νά ξαναβάλει στη θέση τους αυτά τα ξένα προς την εργατική τάξη καί τον κομμουνισμό στοιχεία, τα προστατεύει καί προσπαθεί νά βασιστεί σ’ αυτά για νά βρει τή σωτηρία καί το φάρμακο ενάντια στην οικονομική σύγχυση, αντί νά βασιστεί στις εργατικές οργανώσεις!

Σ’ αυτούς έχει εμπιστοσύνη το Κόμμα, κι όχι στους εργάτες, τα συνδικάτα, τις ταξικές οργανώσεις. Οι μάζες το αισθάνονται κι αντί νά ’χουμε μιά ενότητα καί μιά στενή επαφή ανάμεσα στο Κόμμα καί την προλεταριακή τάξη, έχουμε μιά ρωγμή. Άντι νά πηγαίνουμε προς την ταύτιση, βαδίζουμε προς την διαίρεση… Οι μάζες δέν είναι τυφλές. Οι πιο δημοφιλείς ηγέτες μάταια προσπαθούν νά καλύψουν με ωραία λόγια την λιποταξία τους από την καθαρή ταξική πολιτική, τις παραχωρήσεις τους, πότε στους μικροαγρότες, πότε στο διεθνή καπιταλισμό, την εμπιστοσύνη πού έχουν στους καλύτερους μαθητές τού συστήματος καπιταλιστικής παραγωγής.

Οι μάζες αισθάνονται πολύ καλά από πού αρχίζει ή υποχώρηση. Μπορεί οι  εργάτες νά βλέπουν με αφοσίωση καί ειλικρινή στοργή τον Λένιν, μπορεί να έχουν γοητευτεί από τις αξιοθαύμαστες καί ασύγκριτες ρητορικές ικανότητες τού Τρότσκι ή από την οργανωτική του ικανότητα, μπορεί να σέβονται σαν άτομα πολλούς από τούς υπόλοιπους αρχηγούς. Άλλα όταν «ή μάζα» αισθάνεται ότι δεν τής έχουν εμπιστοσύνη, ότι δέν έχουν εμπιστοσύνη στις δημιουργικές ικανότητες τής τάξης της, τότε φυσικά φωνάζει: ‘Ως εδώ! Δέ θα σάς ακολουθήσουμε παραπέρα με κλειστά τα μάτια. ’Αφήστε μας νά δούμε την κατάσταση καθαρά. Ή πολιτική σας τής μέσης λύσης ανάμεσα σέ τρεις κοινωνικές κατηγορίες εμπνέεται; ’ίσως από μιά απέραντη σύνεση, μοιάζει όμως αρκετά με την παλιά μας γνωριμία, τον οπορτουνισμό.

Αυτή ή «φρόνιμη πολιτική» μπορεί σήμερα νά μάς επιτρέπει νά κερδίζουμε σέ ορισμένα πράγματα. Ας προσέξουμε όμως μήπως χαθούμε σέ λάθος δρόμο πού, με τούς ελιγμούς καί τα σκαμπανεβάσματα του, θα μάς οδηγήσει ανεπαίσθητα μακριά από το μέλλον, στον λαβύρινθο τού παρελθόντος… Ή δυσπιστία απέναντι στους ηγέτες τού Κόμματος μεγαλώνει μέσα στην προλεταριακή τάξη, καί όσο οι ηγέτες αυτοί γίνονται «συνετοί» τόσο περισσότερο εξελίσσονται σέ επιδέξιους «πολιτικούς» πού ισορροπούν ανάμεσα στον κομμουνισμό καί το αστικό παρελθόν, τόσο περισσότερο μεγαλώνει ή άβυσσος ανάμεσα στην κορυφή καί «τή μάζα», τόσο περισσότερο μειώνεται ή αμοιβαία κατανόηση καί γίνεται οδυνηρή καί μοιραία ή εσωτερική κρίση τού Κόμματός μας.

Ή τρίτη καθοριστική αίτια αυτής τής κρίσης, είναι το ότι στην πραγματικότητα, στην πράξη, κατά τή διάρκεια των τριών χρόνων επανάστασης, οι υλικές συνθήκες ύπαρξης των εργατικών μαζών, των παραγωγών, τού λαού των εργοστασίων, αντί νά καλυτερεύσουν, χειροτέρεψαν. Κανείς από τούς ηγετικούς κύκλους τού Κόμματός μας δέν θα το αρνηθεί. ‘Π υπόκωφη αλλά διάχυτη δυσαρέσκεια των εργατών (σημειώστε το καλά: των εργατών) οφείλεται σέ υλικούς λόγους.

Αυτοί πού βγήκαν απ’ ευθείας κερδισμένοι από την επανάσταση, είναι οι αγρότες. Στις νέες μορφές οργάνωσης καί ζωής τού κράτους των σοβιέτ προσαρμόστηκαν επίσης υπέροχα όχι μόνο οι μικροαστοί, αλλά καί τα μέλη της μεγαλοαστικής τάξης πού κατέλαβαν σημαντικές καί ηγετικές θέσεις στις κρατικές υπηρεσίες (ιδιαίτερα στις οικονομικές υπηρεσίες), στη βιομηχανία ή στο εξωτερικό εμπόριο. Μόνο ή βασική τάξη τής δημοκρατίας των σοβιέτ, αυτή πού στην περίοδο τής δικτατορίας βαστάει όλο το βάρος τής ευθύνης, περιφέρει μια σκανδαλώδικα άθλια ύπαρξη.

Ή δημοκρατία των εργαζομένων, με οδηγητές τούς κομμουνιστές, την πρωτοπορία τής εργατικής τάξης, πού, κατά τον Λένιν, «συγκέντρωσε καί εξέφρασε την επαναστατική ενέργεια τού συνόλου τής τάξης», μπόρεσε νά δημιουργήσει προνομιούχες συνθήκες για μερικές επιχειρήσεις ή βιομηχανικούς κλάδους «πρωτοποριακούς», απομονωμένους, πού βρέθηκαν τυχαία μπροστά στο συμβούλιο των λαϊκών επίτροπων. Δέν πρόλαβε όμως νά σκεφτεί πώς θα δημιουργηθούν για τή μεγάλη μάζα των εργατών καί εργατριών, λίγο πολύ ανθρώπινες συνθήκες ύπαρξης!

Το έπιτροπάτο εργασίας είναι το πιο νεκρό απ’ όλα. Ή πολιτική των σοβιέτ δέν έθεσε κι ούτε εξέτασε σοβαρά, σέ εθνική κλίμακα, το παρακάτω ερώτημα: τί πρέπει νά γίνει καί τί μπορούμε νά κάνουμε, στη σημερινή κατάσταση οικονομικής αποδιοργάνωσης, παίρνοντας υπόψη όλες τις εξωτερικές δυσμενείς συνθήκες, για την καλυτέρευση τής ζωής τού εργάτη, για τή διατήρηση τής ικανότητάς του νά εργάζεται, για νά γίνουν οι συνθήκες εργασίας στο εργοστάσιο λίγο πολύ ανεκτές; Αυτό πού διέκρινε μέχρι τον τελευταίο καιρό την πολιτική των σοβιέτ ήταν ή απουσία κάθε χαραγμένης γραμμής, κάθε επεξεργασμένου καί κανονικού σχεδίου σ’ ό,τι αφορά την οργάνωση τής ζωής των ‘έργα των καί την καλυτέρευση των συνθηκών εργασίας. “Ό,τι έγινε σ’ αυτό τον τομέα έγινε κατά τύχη, σπασμωδικά, από τις τοπικές διοικήσεις, κάτω από την πίεση των μαζών.

Κατά τα τρία χρόνια τού εμφυλίου πολέμου, το προλεταριάτο προσέφερε ήρωικά αναρίθμητες θυσίες στο βωμό τής επανάστασης. περίμενε υπομονετικά. Σήμερα όμως πού βρισκόμαστε σέ μιά καμπή, πού το ευαίσθητο σημείο τής δημοκρατίας μας έχει γίνει το οικονομικό μέτωπο, ή εργατική μάζα θεωρεί περιττό νά υποφέρει καί νά περιμένει παραπάνω. Καί γιατί; Αυτή δέν είναι πού  οίκοδομεΐ τή νέα ζωή πάνω σέ κομμουνιστικές βάσεις; «Τότε, λέει, ας την οικοδομήσουμε εμείς οι ίδιοι μιά καί ξέρουμε καλύτερα από τούς κυρίους των κεντρικών γραφείων τί δέν πάει καλά…».

Ό απλός εργάτης ανοίγει τα μάτια. Βλέπει ότι μέχρι τώρα ή υγειονομική περίθαλψη, ή καλυτέρευση των συνθηκών εργασίας στο εργοστάσιο, ή προστασία τής υγείας του εργαζόμενου, άντρα ή γυναίκας, όλα μ’ άλλα λόγια τα θέματα πού αφορούν την καθημερινή ζωή καί την καλυτέρευση των συνθηκών εργασίας, έχουν μπει στην τελευταία θέση τής πολιτικής μας.

Για νά λυθεί το πρόβλημα τής κατοικίας, δέν βρέθηκε τίποτα καλύτερο από το νά εγκατασταθούν εργατικές οικογένειες σέ διαμερίσματα αστών, άβολα καί καθόλου κατάλληλα γι’ αυτές. Κι ακόμα χειρότερα, δέν άρχισε καν ή πραχτική μελέτη ενός σχεδίου αναδιοργάνωσης τής κατοικίας. Είναι ντροπή μας, το ότι, όχι μόνο στις μακρινές επαρχίες, άλλά στην καρδιά τής δημοκρατίας, στη Μόσχα, βλέπουμε νά φυτρώνουν εργατικοί στρατώνες, βρωμεροί, ανθυγιεινοί, υπερπλήρεις. Όταν μπαίνει κανείς εκεί μέσα, νομίζει ότι δέν έγινε επανάσταση… Όλοι ξέρουμε ότι το πρόβλημα τής κατοικίας δέν μπορεί νά λυθεί σέ μερικούς μήνες, ούτε καί σέ μερικά χρόνια. Στην κατάσταση φτώχειας όπου βρισκόμαστε παρουσιάζει ιδιαίτερες δυσκολίες. Αλλά, ή αυξανόμενη, καί όλο καί πιο φανερή ανισότητα ανάμεσα στις προνομιούχες κατηγορίες τού πληθυσμού καί τούς απλούς εργάτες, τον «σκελετό τής δικτατορίας» τού προλεταριάτου, γεννάει καί τρέφει μιά αυξανόμενη δυσαρέσκεια.

Ό απλός εργάτης βλέπει πώς ζει ο υπάλληλος τού Κράτους των σοβιέτ, ο «ειδικός», καί βλέπει πώς ζει ο ίδιος, αυτός πού στηρίζει τή δικτατορία τού προλεταριάτου... Δέν μπορεί νά μη δει ότι, καθ’ όλη τή διάρκεια τής επανάστασης, αυτό  πού προσέχτηκε λιγότερο άπ’ όλα είναι ή ζωή καί ή υγεία τού εργάτη στο εργοστάσιο.

Εκεί όπου, πριν από  την επανάσταση, ή κατάσταση ήταν περίπου ανεκτή, διατηρείται έτσι από τις εργοστασιακές επιτροπές. Παντού όμως όπου ή υγρασία, ή έλλειψη εξαερισμού, καί τα δηλητηριασμένα αέρια μολύνουν καί εξαντλούν ταν οργανισμό τού εργάτη, τίποτα άπ’ ολλ.’ αυτά δέν άλλαξε… :«Είχαμε άλλα πράγματα νά κάνουμε… Σκεφτείτε το μέτωπο τού εμφυλίου πολέμου…». Καί όμως, όταν επρόκειτο νά επισκευαστεί  ενα γραφείο για κάποια  υπηρεσία, βρέθηκαν πάντα καί τα υλικά καί ή εργατική δύναμη… Δοκιμάστε να βάλετε τούς «ειδικούς», τούς εμπειρογνώμονές μας για τις εμπορικές συναλλαγές με το ξένο κεφάλαιο, στις τρώγλες όπου συνεχίζουν να ζουν καί να δουλεύουν τόσοι καί τόσοι προλετάριοι: θα βάζανε τέτοιες φωνές πού θα είμαστε αναγκασμένοι νά κινητοποιήσουμε όλο το τμήμα οικοπέδων καί κατοικιών για νά τελειώνει μιά «απαράδεκτη αμέλεια» πού εμποδίζει την παραγωγικότητα τής εργασίας… των ειδικών!

Αυτό πού πέτυχε ή Εργατική Αντιπολίτευση είναι νά μπει στο εθνικό οικονομικό σχέδιο ή οργάνωση των συνθηκών ζωής των εργατών, με όλες τις άλλες, τάχα ευτελείς καί ασήμαντες διεκδικήσεις τους. Ή αύξηση τής παραγωγής είναι αδύνατη αν δεν οργανωθεί συγχρόνως ή ζωή των εργατών πάνω σ έ νέες, ορθολογικές, κομμουνιστικές βάσεις.

Όσο λιγότερα είναι αυτά πού έχουν προσχεδιαστεί μέχρι σήμερα σ’ αυτόν τον τομέα (δέν λέω: πραγματοποιηθεί), τόσο πιο βαθιά είναι ή έλλειψη κατανόησης, ή απόσταση καί ή έλλειψη εμπιστοσύνης, ανάμεσα στους ηγετικούς κύκλους τού Κόμματος καί τις εργατικές μάζες. Δέν υπάρχει ενότητα, κοινή συνείδηση κοινών αναγκών, πόθων καί διεκδικήσεων. «ΟΙ ηγέτες είναι από τή μιά μεριά καί μείς από την άλλη. Μπορεί νά ξέρουν καλύτερα πώς νά διοικούν τή χώρα, δέν καταλαβαίνουν όμως καί δέν θέλουν νά γνωρίζουν τον καθημερινό μας μόχθο, τή ζωή στο εργοστάσιο, με τις άμεσες ανάγκες καί απαιτήσεις της». ’Από κεί προέρχεται καί μιά ένστικτώδικη εμπιστοσύνη στά συνδικάτα καί, αντίθετα, μιά ένστικτώδικη απομάκρυνση από το Κόμμα. «Ήταν κάποτε ένας από μάς, αλλά από τότε πού είναι στο κεντρικό γραφείο, δέ μάς ξέρει πιά… Δέν ζει πλέον σαν εμάς. Τί τον νοιάζουν οι έγνοιες μας; Δέν είναι πιά οι δικές του, φυσικά…».

Καί όσο το Κόμμα μας έπαιρνε από τα εργοστάσια καί τα συνδικάτα τα πιο συνειδητά καί τα πιο αφοσιωμένα στοιχεία, για νά τα στείλει στά μέτωπα ή στις κάθε λογής υπηρεσίες, τόσο περισσότερο έσπαζε ή άπ’ ευθείας σύνδεση ανάμεσα στις εργατικές μάζες καί τα ηγετικά πολιτικά κέντρα. Ή ρωγμή μεγάλωνε καί βάθαινε. . . Σήμερα, ή ρωγμή αυτή γίνεται ήδη αισθητή στο εσωτερικό τού ίδιου τού Κόμματος. Μέσω τής Εργατικής Αντιπολίτευσης, οι εργάτες ρωτούν: Ποιοι είμαστε; αληθεύει ότι είμαστε ό ακρογωνιαίο: λίθος τής δικτατορίας τού προλεταριάτου; Μήπως δεν είμαστε παρά ένα άβουλο κοπάδι, ένα μέσο κοινωνικής προώθησης αυτών πού έχουν ξεκοπεί από τις μάζες καί την έχουνε βολέψει κάτω από την ταμπέλα τού κομμουνισμού, ή αυτών πού κάνουν την πολιτική καί αποφασίζουν για την οικονομική ζωή, έξω από τή δική μας καθοδήγηση, χωρίς τή δημιουργική δομή τής τάξης μας;

Μπορεί οι κορυφές τού Κόμματος νά περιφρονούν την Εργατική Αντιπολίτευση, αποτελεί όμως την υγιή καί ανοδική δύναμη μιας ολόκληρης τάξης πού φέρνει την αναζωογονητική της ενέργεια για την ανόρθωση τής οικονομίας μας καί τού ίδιου τού κομμουνιστικού Κόμματος, πού έχει αρχίσει νά μαραίνεται καί νά γέρνει προς τα κάτω.

Τρεις επομένως αιτίες προκαλούν την κρίση τού Κόμματός μας. Πριν άπ’ όλα οι αντικειμενικές συνθήκες μέσα στις όποιες είμαστε αναγκασμένοι νά εφαρμόσουμε στη Ρωσία τις κομμουνιστικές αρχές (εμφύλιος πόλεμος, περιορισμένη οικονομική ανάπτυξη τής χώρας, βαθιά αποδιοργάνωση μετά τή μακρόχρονη περίοδο πολέμων). Ύστερα ή μικτή συγκρότηση τού πληθυσμού: μόνο εφτά εκατομμύρια προλετάριοι καί δίπλα, ή μάζα των αγροτών, των μικροαστών, τα κατάλοιπα τής μεγαλοαστικής τάξης, οι κάθε λογής καί κάθε ειδικότητας επιχειρηματίες πού επιδρούν πάνω στην πολιτική των κρατικών υπηρεσιών, καί εισχωρούν μάλιστα καί στο Κόμμα. Τέλος, ή αδράνεια τού Κόμματος σ’ ό,τι αφορά την άμεση καλυτέρευση τής ζωής τού προλεταριάτου, καί ή αδεξιότητα καί ανικανότητα των υπηρεσιακών οργάνων πού θα ’έπρεπε φυσιολογικά νά βάζουν καί νά λύνουν αυτά τα προβλήματα.

Τί ζητάει ή Αντιπολίτευση; Καί τι έχει προσφέρει; Αυτό πού προσέφερε ήταν το ότι έβαλε στο Κόμμα όλα αυτά τα καυτά ερωτήματα, ότι μίλησε καθαρά για τις αόρατες ζυμώσεις πού γίνονταν μέσα στις μάζες καί πού απομάκρυναν όλο καί περισσότερο τούς ανοργάνωτους εργάτες από το Κομμουνιστικό Κόμμα, λέγοντας ξεκάθαρα καί χωρίς φόβο στους ηγετικούς κύκλους τού Κόμματος: «Σταματήστε, κοιτάξτε γύρω σας, ρωτήστε τή συνείδησή σας. Που  μας οδηγείτε; Μήπως ξεφεύγουμε από τις ταξικές αρχές; Τί Κόμμα θα ’ναι αυτό όταν έχουμε ξεχωριστά, από τή μια μεριά τον σκελετό τής δικτατορίας, την εργατική τάξη, κι από την άλλη το Κομμουνιστικό Κόμμα. Θα σημαίνει την καταστροφή τής Επανάστασης».

Κατά τή σημερινή κρίση το Κόμμα πρέπει ν’ απορρίψει θαρραλέα τα λάθη του καί ν’ ακούσει το σίγουρο ένστικτο των εργατικών μαζών, ν’ ακούσει το κάλεσμά τους: με τή χρησιμοποίηση της δημιουργικής  πρωτοβουλίας  της  επαναστατικής  τάξης  μέσω  των συνδικάτων, θα πετύχουμε την ανόρθωση των παραγωγικών δυνάμεων της χώρας, την εκκαθάριση του Κόμματος  από όλα τα ξένα στοιχεία που έχουν εισχωρήσει σε αυτό, την επανόρθωση της γραμμής του, την επιστροφή στο δημοκρατικό πνεύμα, στην ελευθερία γνώμης και κριτικής στο εσωτερικό του Κόμματος!

 

 

 

(1) Ή λέξη πού μεταφράζεται «μικροαστική τάξη» (Μιεστσάνστβο) σήμαινε στη τσαρική περίοδο μικρό – έμπορος, βιοτέχνης, έργάτης δχι χωρικός. Οί δημοσιολόγοι, κορίως μαρξιστές, άντιπαραθέτοντας την κατηγορία αύτή στο προλεταριάτο, έδιναν στη λέξη αύτή μία άρκετά ύποτιμητική έννοια. 2.Γ.Μ.

(2) Ό Λαϊκός έπίτροπος για τόν ’Ανεφοδιασμό (Σ.Γ.Μ.).

(3) ‘Η εργατική ’Αντιπολίτευση δέν άρνήθηκε ποτέ την αναγκαιότητα χρησιμοποίησης των «είδικων» τής τεχνικής καί τής έπιστήμης. Άλλο δμως να τούς χρησιμοποιούμε κι άλλο νά τούς δίνουμε την έξουσία.

 

 

 

Α.Κολλοντάι «Η Εργατική Αντιπολίτευση», μτφ. Πέτρος Λινάρδος, εκδόσεις Βέργος, 1975, σελ. 26-41.

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *