Eric Hobsbawm: Επανάσταση και Σέξ

Ο μακαρίτης ο Τσέ Γκεβάρα θα αισθανόταν μεγάλη έκπληξη αλλά και εκνευρισμό αν ανακάλυπτε πως η φωτογραφία του έγινε εξώφυλλο στο Evergreen Review, η προσωπικότητα του θέμα άρθρου του Vogue, και το όνομα του η προσχηματική δικαιολογία κάποιας ομοφυλόφιλης επιδεικτικότητας σε ένα νεουορκέζικο θέατρο ( βλ.observer, 8 Μαίου 1969). Μπορούμε ίσως να αφήσουμε κατά μέρος το Vogue. Δουλειά του είναι να λέει στις γυναίκες τι είναι της μόδας να φορούν, να ξέρουν και να συζητούν. Το ενδιαφέρον του για τον Τσέ Γκεβάρα δεν σημαίνει πολιτικά τίποτε περισσότερο απο αυτό του εκδότη του Who is Who. Οι άλλες δύο αστειότηες, ωστόσο, αντανακλούν μια διαδεδομένη αντίληψη: ότι υπάρχει κάποιου είδους σύνδεση ανάμεσα στα κοινωνικά επαναστατικά κινήματα και στην ανεκτικότητα στη δημόσια έκφραση της σεξουαλικής και λοιπής προσωπικής συμπεριφοράς. Είναι νομίζω καιρός να δείξει κάποιος ότι αυτή η αντίληψη είναι αβάσιμη.

Κατά πρώτο λόγο, θα έπρεπε να είναι πλέον σαφές, ότι οι συμβάσεις σε σχέση με το ποιά σεξουαλική συμπεριφορά είναι επιτρεπτή δημοσίως δεν έχουν καμία ειδική σχέση με συστήματα πολιτικής εξουσίας η κοινωνικής και οικονομικής εκμετάλλευσης (εξάιρεση αποτελεί η εξουσία των ανδρών επί των γυναικών και η εκμετάλλευση των γυναικών απο τους άνδρες η οποία σημαίνει, υποθέτουμε, μεγαλύτερους η μικρότερους περιορισμούς στην δημόσια συμπεριφορά του κατώτερου φύλου). Η σεξουαλική “απελευθέρωση” έχει έμμεση μόνο σχέση με άλλα είδη απελευθέρωσης. Συστήματα ταξικής εξουσίας και εκμετάλλευσης μπορεί να επιβάλλουν αυστηρές συμβάσεις προσωπικής (για παράδειγμα σεξουαλικής) συμπεριφοράς σε δημόσιο η ιδιωτικό χώρο, μπορεί όμως και όχι. Η Ινδουιστική κοινωνία δεν ήταν καθόλου πιο ελεύθερη η εξισωτική απο την θρησκευτική κοινότητα των ουαλών αντικομφορμιστών επειδή η πρώτη χρησιμοποιούσε τους ναούς για να επιδεικνύει μια ατελείωτη ποικιλία σεξουαλικών δραστηριοτήτων με τον πλέον προκλητικό τρόπο, ενώ η δεύτερη επέβαλε, τουλάχιστον θεωρητικά, στα μέλη της σκληρούς περιορισμούς. Το μόνο που μπορούμε να συνάγουμε απο αυτή τη συγκεκριμένη πολιτισμική διαφορά, είναι πως οι ευσεβείς Ινδουιστές που ήθελαν να ποικίλουν τη σεξουαλική ρουτίνα, μπορούσαν να μάθουν να το κάνουν πολύ πιο εύκολα απο τους ευσεβείς Ουαλούς.

Μάλιστα, αν μπορεί να γίνει μια χοντρική γενίκευση για την σχέση ανάμεσα στην ταξική κυριαρχία και την σεξουαλική ελευθερία, αυτή είναι πως η κυρίαρχοι βρίσκουν βολικό να ενθαρρύνουν τη σεξουαλική ανοχή η χαλαρότητα ανάμεσα στους υπηκόους τους μόνο και μόνο για να κρατούν τα μυαλά τους μακριά απο την υποτέλεια τους. Κανένας ποτέ δεν επέβαλε σεξουαλικό πουριτανισμό στους σκλάβους: το εντελώς αντίθετο. Οι κοινωνίες στις οποίες οι φτωχοί κρατιούνται αυστηρά στην ταπεινή θέση τους, είναι εξοικειωμένες με θεσμοποιημένα μαζικά ξεσπάσματα ελεύθερου σέξ σε τακτά διαστήματα, όπως είναι τα καρναβάλια. Πράγματι εφόσον το σέξ είναι η φθηνότερη καθώς και η πιο έντονη μορφή διασκέδασης (όπως λένε οι Ναπολιτάνοι, το κρεβάτι είναι η όπερα του φτωχού), είναι πολιτικά επωφελές όταν τα άλλα παραμένουν ώς έχουν, να δίνεται η δυνατότητα όσου περισσότερου γίνεται.

Με άλλα λόγια, δεν υπάρχει καμία αναγκαία σύνδεση ανάμεσα στην κοινωνική η πολιτική λογοκρισία και στην ηθικολογική λογοκρισία, όσο και αν συχνά, υποθέτουμε ότι υπάρχει. Το αίτημα να περάσουν κάποια είδη συμπεριφοράς απο το μή επιτρεπτό στο δημοσίως επιτρεπτό αποτελεί πολιτική πράξη μόνο στο βαθμό που συνεπάγεται κάποια αλλαγή στις πολιτικές σχέσεις. Η κατάκτηση του δικαιώματος να κάνουν έρωτα μαύροι με λευκούς στην Νότιο Αφρική θα ήταν μια πολιτική πράξη, όχι επειδή διευρύνει το φάσμα του τι είναι σεξουαλικά επιτρεπτό αλλά επειδή χτυπά τη ρατσιστική υποτέλεια. Η κατάκτηση του δικαιώματος κυκλοφορίας του Εραστή της Λαίδης Τσάτερλυ δεν είχε τέτοιες πολιτικές συνεπαγωγές, όσο και αν ήταν ευπρόσδεκτη για άλλους λόγους.

Αυτό θα έπρεπε να μας είναι εντελώς σαφές απο την ίδια μας την εμπειρία. Στις δεκαετίες του 1960 και 1970 οι επίσημες η συμβατικές απαγορεύσεις αυτού που μπορεί κανείς να πεί, να ακούσει, να κάνει και να δεί δημοσίως-η και ιδιωτικά-σε σχέση με το σέξ, ουσιαστικά καταργήθηκαν σε πολλές δυτικές χώρες. Η αντίληψη ότι η στενή σεξουαλική ηθική συνιστά έναν ουσιαστικό προμαχώνα του καπιταλιστικού συστήματος δεν μπορεί πλέον να σταθεί. Ούτε και η αντίληψη ότι η πάλη ενάντια σε μια τέτοια ηθική είναι πρωταρχικής σημασιας. Υπάρχουν βέβαια ακόμα κάποιοι ξεπερασμένοι απο τα πράγματα σταυροφόροι που νομίζουν ότι εφορμούν ενάντια στα πουριτανικά κάστρα,στην πραγματικότητα όμως αυτά τα τείχη έχουν σχεδόν ισοπεδωθεί.

Σίγουρα υπάρχουν ακόμα πράγματα που δεν μπορούν να τυπωθούν η να παρουσιαστούν, αλλά είναι όλο και πιο δύσκολο να τα βρείς και να αγανακτήσεις με αυτά. Η κατάργηση της λογοκρισίας είναι μια μονοδιάστατη δραστηριότητα, όπως και μετατοπίσεις του ντεκολτέ και του μήκους της φούστας των γυναικών, και αν αυτή η κίνηση προχωρήσει πολύ μακριά προς την ίδια κατεύθυνση, η επαναστατική ικανοποιήση που αποκομίζουν οι σταυροφόροι θα μειωθεί δραστικά. Το δικαίωμα των ηθοποιών να πηδιούνται επί σκηνής αποτελεί σαφέστατα μια λιγότερο σημαντική πρόοδο, ακόμα και για την προσωπική απελευθέρωση, απο το δικάιωμα των κοριτσιών της βικτωριανής εποχής να καβαλάνε ποδήλατα. Σήμερα γίνεται πολύ δύσκολο ακόμα και να κινήσει κανείς αυτές τις διώξεις περί ασέμνων, στις οποίες τόσο πολύ στηρίζονταν οι εκδότες και οι θεατρικοί παραγωγοί για να έχουν τζάμπα διαφήμιση.

Στην πράξη, η μάχη για ελεύθερο σέξ έχει κερδηθεί. Έφερε άραγε αυτό πιο κοντά την κοινωνική επανάσταση ή, έστω, κάποια αλλαγή εκτός του κρεβατιού, των τυπωμένων σελίδων και των δημοσίων θεαμάτων (που μπορεί να είναι η να μην είναι επιθυμητή); τίποτα δεν μας λέει κάτι τέτοιο. Το μόνο που προφανώς έφερε, είναι περισσότερο δημόσιο σέξ μέσα σε μια κατά τα άλλα αμετάλλακτη κοινωνική τάξη πραγμάτων.

Παρότι όμως δεν υπάρχει καμιά εγγενής σχέση ανάμεσα στη σεξουαλική ανεκτικότητα και στην κονωνική οργάνωση, είμαι υποχρεωμένος να επισημάνω με κάποια θλίψη πως υπάρχει μια σταθερή συνάφεια ανάμεσα στην επανάσταση και στον πουριτανισμό. Δεν μπορώ να σκεφτώ κανένα γερά εδραιωμένο επαναστατικό κίνημα η καθεστώς που να μην ανέπτυξε αξιοσημείωτα πουριτανικές τάσεις, συμπεριλαμβανομένων και των μαρξιστικών κινημάτων, παρότι η θεωρία των ιδρυτών τους κάθε άλλο παρά πουριτανική ήταν (και στην περίπτωση του Ένγκελς ενεργώς αντιπουριτανική). Συμπεριλαμβανομένων και χωρών σαν την Κούβα, που έχουν μια ιθαγενή παράδοση που είναι το αντίθετο του πουριτανισμού. Συμπεριλαμβανομένων ακόμα και των πλέον δεδηλομένων αναρχικών-ελευθεριακών κινημάτων. Όποιος έχει την εντύπωση πως η ηθική των παλαιών αναρχικών αγωνιστών ήταν ελευθεριακή και χαλαρή, απατάται οικτρά. Η ελεύθερη αγάπη (στην οποία πίστευαν με πάθος) σήμαινε: όχι ποτά, όχι ναρκωτικά και μονογαμικές σχέσεις δίχως επίσημο γάμο.

Η ελευθεριακή η, για την ακρίβεια, αντινομιακή συνιστώσα των επανασταστικών κινημάτων αν και μερικές φορές είναι ισχυρή η ακόμα και κυρίαρχη στις στιγμές της πραγματικής απελευθέρωσης, ποτέ δεν τα κατάφερε να αντισταθεί στην πουριτανική συνιστώσα. Οι Ροβεσπιέροι νικάνε πάντοτε τους Δαντών. Οι επαναστάτες για τους οποίους η σεξουαλική η και η πολιτισμική ελευθεριακότητα αποτελούν πραγματικα κεντρικά ζητήματα της επανάστασης αργά η γρήγορα μπαίνουν στην άκρη.

Ο Βίλχελμ Ράιχ, ο απόστολος του οργασμού ξεκίνησε πράγματι, όπως μας υπενθυμίζει η νέα Αριστερά, σαν ένας φρουδομαρξιστής, και μάλιστα πολύ ικανός αν κρίνουμε απο το βιβλίο του Η Μαζική Ψυχολογία του Φασισμού (που έφερε τον υπότιτλο: η σεξουαλική οικονομία της πολιτικής αντίδρασης και η προλεταριακή σεξουαλική πολιτική). Είναι όμως άραγε παράξενο που ένας τέτοιος άνθρωπος κατέληξε να εστιάσει το ενδιαφέρον του στον οργασμό και όχι στην οργάνωση; Ούτε οι σταλινικοί, ούτε οι τροτσκιστές είχαν κανένα ιδιαίτερο ενθουσιασμό για τους επαναστάτες σουρρεαλιστές που χτυπάγανε τις πόρτες τους ζητώντας να γίνουν δεκτοί στις τάξεις τους. Όσοι απο αυτούς παρέμειναν στην πολιτική, δεν το έκαναν ως σουρρεαλιστές.

Το γιατί είναι ένα σημαντικό και σκοτεινό ζήτημα που δεν μπορούμε να το απαντήσουμε εδώ. Το άν αυτό συμβαίνει αναγκαστικά είναι ένα ακόμα σημαντικότερο ζήτημα-τουλάχιστον για τους επαναστάτες που βρίσκουν υπερβολικό και άσκοπο τον πουριτανισμό των επαναστατικών καθεστώτων. Αλλά το ότι οι μεγάλες επαναστάσεις του αιώνα μας δεν αφιερώθηκαν στον αγώνα της σεξουαλικης ανοχής αυτό δύσκολα μπορεί κανείς να το αρνηθεί. Προώθησαν την σεξουαλική ελευθερία (και μάλιστα θεμελιακά) όχι καταργώντας τις σεξουαλικές απαγορεύσεις, αλλά με μία μείζονος σημασίας πράξη χειραφέτησης: την απελευθέρωση των γυναικών απο την καταπίεση τους. Ότι αυτά τα επαναστατικά κινήματα θεώρησαν ενοχλητική την προσωπική ελευθεριακότητα, είναι επίσης αναμφισβήτητο.

Στους χώρους των εξεγερμένων νέων, αυτοί που είναι κοντύτερα στο πνεύμα και στις φιλοδοξίες της παλιομοδίτικης κοινωνικής επανάστασης, είναι και οι πιο αρνητικοί απέναντι στα ναρκωτικά στο διαφημιζόμενο ελεύθερο και αδιάκριτο σέξ, και σε άλλα στύλ συμπεριφοράς και σύμβολα προσωπικής αντίθεσης στο σύστημα: οι μαοικοί, οι τροτσκιστές και οι κομμουνιστές. Συχνά, αυτή την στάση την δικαιολογούν λέγοντας πως “οι εργάτες” δεν καταλαβαίνουν και δεν αρέσκονται σε τέτοιου είδους συμπεριφορές. Είτε αυτό ισχύει είτε όχι, γεγονός είναι ότι τέτοιου είδους συμπεριφόρές καταναλώνουν χρόνο και ενέργεια και δεν συμβιβάζονται εύκολα με τις απαιτήσεις της οργάνωσης και της πολιτικής.

Το όλο ζήτημα εντάσσεται μέσα σε ένα πολύ ευρύτερο ερώτημα: Τι ρόλο παίζει στην επανάσταση η σε οποιαδήποτε κοινωνική αλλαγή αυτή η πολιτισμική εξέγερση που είναι σήμερα μια τόσο σημαντική συνιστώσα της νέας Αριστεράς, και που σε ορισμένες χώρες, όπως στις Ηνωμένες Πολιτείες, είναι η κυρίαρχη όψη της; Δεν υπάρχει μεγάλη κοινωνική επανάσταση που να μην συνδυάζεται, τουλάχιστον περιφερειακά, με τέτοιου είδους πολιτισμικές εξεγέρσεις. Ίσως σήμερα στην Δύση, όπου η αποφασιστική κινητήριος δύναμη της εξέγερσης δεν είναι η φτώχεια αλλά η “αλλοτρίωση”, κανένα κίνημα να μην μπορεί να είναι επαναστατικό αν δεν επιτίθεται ταυτόχρονα και στο σύστημα των προσωπικών σχέσεων και των ατομικών αναγκών. Απο μόνες τους όμως, η πολιτισμική εξέγερση και η πολιτισμική κριτική αποτελούν συμπτώματα και όχι επαναστατικές δυνάμεις. Απο πολιτική άποψη δεν είναι πολύ σημαντικές.

Η Ρωσική Επανάσταση του 1917 περιόρισε την πρωτοπoρία της εποχής και τους εξεγερμένους της κουλτούρας πολλοί απο τους οποίους ήταν φίλα διακείμενοι απέναντι της, στα δικά της κοινωνικά και πολιτικά μέτρα. Την ώρα που οι Γάλλοι προχωρούσαν σε γενική απεργία τον Μάη του 68, τα χάππενιγκς στο θέατρο Οντεόν και εκείναι τα υπέροχα γκράφιτι (“Απαγορεύται το απαγορεύειν”, “Όταν κάνω επανάσταση αισθάνομαι σαν να κάνω ερώτα”, κ.ο.κ) θα μπορούσαν να θεωρηθούν όσα ελάσσονες μορφές λογοτεχνίας και θεάτρου, περιθωριακές ως προς τα κυρίως γεγονότα. Όσο πιο προβεβλημένα είναι τέτοια φαινόμενα, τόσο πιο σίγουροι μπορούμε να είμαστε, ότι δεν συμβαίνουν μεγάλα πράγματα.

Το να σοκάρεις τον αστό είναι, δυστυχώς, πιο εύκολο απο το να τον ανατρέπεις.

Δημοσιεύτηκε το 1969 στο περιοδικό New Society.

Βρίσκεται στην εξαιρετική συλλογή κειμένων με τίτλο Ξεχωριστοί άνθρωποι-Αντίσταση, Εξέγερση και Τζάζ, σελ 311-315, εκδόσεις Θεμέλιο, μτφ Π.Ματαλας

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *