Ernest Mandel: Η καπιταλιστική οικονομία

To κείμενο είναι το πέμπτο κεφάλαιο από το έργο του Ε.Μαντέλ “Εισαγωγή στο Μαρξισμό”, εκδόσεις Εργατική Πάλη, σελ 42-56

 

Η ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

 

 

 

 

1.Οι ιδιομορφίες της καπιταλιστικής οικονομίας

 

 

 

 

Η καπιταλιστική οικονομία λειτουργεί σύμφωνα με μια σειρά δικά της χαρακτηριστικά. Μεταξύ αυτών αναφέρουμε τα εξής:

α) Η παραγωγή συνίσταται ουσιαστικά σε παραγωγή εμπορευμάτων, δηλαδή παραγωγή που προορίζεται για πώληση στην αγορά.

Αν τα εμπορεύματα που παραχθήκανε δεν πουληθούν πάνω από μια δοσμένη τιμή, οι καπιταλιστικές φίρμες και η αστική τάξη στο σύνολο της δεν μπορούν να πραγματοποιήσουν την υπεραξία που παρήγαγαν οι εργαζόμενοι και η οποία εμπεριέχεται στην αξία των εμπορευμάτων που κατασκευάστηκαν.

β) Η παραγωγή διεξάγεται μέσα σε συνθήκες ατομικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής. Αυτή η ατομική ιδιοκτησία δεν είναι μονάχα μια νομική κατηγορία αλλά πάνω απ’ όλα μια οικονομική κατηγορία.

Σημαίνει ότι η δυνατότητα διάθεσης παραγωγικών δυνάμεων (μέσα παραγωγής και εργατική δύναμη) δεν ανήκει στην κοινότητα αλλά είναι κατακερματισμένη μεταξύ ξεχωριστών εταιρειών που ελέγχονται από διαφορετικές καπιταλιστικές ομάδες (ατομικοί ιδιοκτήτες, οικογένειες, ανώνυμες εταιρείες και χρηματιστικές ομάδες).

Οι αποφάσεις για επενδύσεις, που σε μεγάλο βαθμό καθορίζουν την οικονομική συγκυρία, παίρνονται επίσης με αποσπασματικό τρόπο, πάνω στη βάση των ιδιωτικών και ξεχωριστών συμφερόντων κάθε καπιταλιστικής μονάδας ή ομάδας.

γ) Η παραγωγή πραγματοποιείται για μια ανώνυμη αγορά. Διέπεται από τις επιταγές του ανταγωνισμού. Από τη στιγμή που η παραγωγή δεν περιορίζεται πια από τα έθιμα (όπως στις πρωτόγονες κοινωνίες), ή από διακανονισμούς (όπως στις μεσαιωνικές συντεχνίες), κάθε ιδιαίτερο κεφάλαιο (κάθε ιδιοκτήτης, κάθε καπιταλιστική φίρμα ή ομάδα) προσπαθεί να επιτύχει τον υψηλότερο τζίρο, να ιδιοποιηθεί σε βάρος των άλλων το μεγαλύτερο μέρος της αγοράς, δίχως να ενδιαφέρεται για τα συνολικά αποτελέσματα παρόμοιων αποφάσεων άλλων εταιρειών που δρουν στον ίδιο κλάδο.

δ) Ο στόχος της καπιταλιστικής παραγωγής είναι να πραγματοποιήσει το μέγιστο κέρδος. Οι προκαπιταλιστικές κατέχουσες τάξεις ζούσαν από το κοινωνικό υπερπροϊόν, καταναλώνοντάς  το γενικά μη παραγωγικά. Και η καπιταλιστική τάξη, επίσης, καταναλώνει μη παραγωγικά ένα μέρος από το κοινωνικό υπερπροϊόν, μέρος των κερδών που πραγματοποιεί. Αλλά για να πραγματοποιήσει αυτά τα κέρδη, πρέπει να μπορεί να πουλά τα εμπορεύματά της.

Αυτό συνεπάγεται ότι πρέπει να είναι ικανή να τα προσφέρει στην αγορά σε μια τιμή χαμηλότερη απ’ αυτή των ανταγωνιστών της. Για να το πετύχει, πρέπει να μειώσει το κόστος παραγωγής. Το αποτελεσματικότερο μέσο για τη μείωση του κόστους παραγωγής είναι να διευρύνει τη βάση της παραγωγής, με άλλα λόγια να παράγει περισσότερο, με τη βοήθεια όλο και πιο τελειοποιημένων μηχανών. Αυτό όμως απαιτεί ολοένα και μεγαλύτερα κεφάλαια. Επομένως, κάτω από το μαστίγιο του ανταγωνισμού, ο καπιταλισμός είναι υποχρεωμένος να επιδιώξει τη μεγιστοποίηση του κέρδους, για να μπορέσει ν’ αναπτύξει στο μάξιμουμ τις παραγωγικές επενδύσεις.

ε) Έτσι, η καπιταλιστική παραγωγή φαίνεται σαν μια παραγωγή όχι μόνο για το κέρδος, αλλά και για τη συσσώρευση του κεφαλαίου.

Πράγματι, η λογική του καπιταλισμού συνεπάγεται ότι ένα μεγάλο μέρος της υπεραξίας πρέπει να συσσωρεύεται παραγωγικά (μεταβαλλόμενο σε συμπληρωματικό κεφάλαιο, με τη μορφή μηχανών, πρώτων υλών και πρόσθετων εργατικών χεριών), και να μη καταναλώνεται μη παραγωγικά (ιδιωτική κατανάλωση της μπουρζουαζίας και των λακέδων της).

Η παραγωγή που έχει σα στόχο τη συσσώρευση του κεφαλαίου καταλήγει σε αντιφατικά αποτελέσματα. Από τη μια, η αδιάκοπη ανάπτυξη της εκμηχάνισης συνεπάγεται μια ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και μια άνοδο της παραγωγικότητας της εργασίας, που δημιουργεί τις υλικές βάσεις για την απελευθέρωση της ανθρωπότητας από κάθε καταναγκασμό “να δουλεύει με τον ιδρώτα του προσώπου της”. Αυτή είναι η ιστορικά προοδευτική λειτουργία του καπιταλισμού.

 Από την άλλη όμως, η ανάπτυξη της εκμηχάνισης, κάτω από την επιταγή της επιδίωξης του μέγιστου κέρδους και της αδιάκοπης συσσώρευσης του κεφαλαίου, συνεπάγεται μια ολοένα και πιο κτηνώδη καθυπόταξη του εργάτη στη μηχανή, των εργαζόμενων μαζών στους “νόμους της αγοράς” που περιοδικά τους στερούν τόσο την ειδικότητα όσο και τη δουλειά τους. Επομένως η καπιταλιστική ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων συνεπάγεται ταυτόχρονα μια αυξανόμενη αλλοτρίωση των εργαζόμενων (και έμμεσα, όλων των πολιτών της αστικής κοινωνίας) από τα εργαλεία της δουλειάς τους, τα προϊόντα της εργασίας τους, τις συνθήκες της ζωής τους (συμπεριλαμβανομένων των συνθηκών χρησιμοποίησης του “ελεύθερου χρόνου” τους) και τις πραγματικές ανθρώπινες σχέσεις με τους συμπολίτες τους.

 

 

 

2.Η λειτουργία της καπιταλιστικής οικονομίας

 

 

 

Προκειμένου ν’ αποκτήσουν το μέγιστο κέρδος και ν’ αναπτύξουν όσο το δυνατό περισσότερο τη συσσώρευση του κεφαλαίου, οι καπιταλιστές είναι υποχρεωμένοι να μειώσουν στο ελάχιστο το μέρος εκείνο της νέας αξίας, που παράγεται από την εργατική δύναμη, το οποίο επιστρέφει σ’ αυτή με τη μορφή του μισθού. Αυτή η νέα αξία, αυτή η “προστιθέμενη αξία”, καθορίζεται πράγματι μέσα στην ίδια την παραγωγική διαδικασία, ανεξάρτητα από κάθε παράγοντα από την πλευρά της διανομής. Μετριέται με το συνολικό άθροισμα των ωρών εργασίας που παρείχε το σύνολο των μισθωτών παραγωγών. Όσο μεγαλύτερο είναι το κομμάτι των πραγματικών μισθών που πληρώνονται απ’ αυτή την τούρτα, τόσο μικρότερο γίνεται αναγκαστικά το κομμάτι της υπεραξίας.

Όσο περισσότερο οι καπιταλιστές επιδιώκουν να μεγαλώσουν το μερίδιο της υπεραξίας, τόσο περισσότερο υποχρεώνονται να μειώσουν το μέρος  που δίνεται στους μισθούς.

Τα δύο ουσιαστικά μέσα με τα οποία οι καπιταλιστές προσπαθούν ν’ αυξήσουν το μερίδιό τους, δηλαδή την υπεραξία, είναι τα εξής:

α) Η παράταση της εργάσιμής μέρας χωρίς καμιά αύξηση στο μεροκάματο (που εφαρμόστηκε από το 16ο ως το 19ο αιώνα στη Δύση, και εξακολουθεί μέχρι σήμερα σε πολλές αποικιακές και μισο- αποικιακές χώρες)1 η μείωση των πραγματικών μισθών η υποβίβαση του “ζωτικού μίνιμουμ”. Αυτό είναι που ο Μαρξ αποκαλεί αύξηση της απόλυτης υπεραξίας.

β) Η αύξηση της εντατικότητας και της παραγωγικότητας της εργασίας στη σφαίρα των καταναλωτικών αγαθών (που επικρατεί στη Δύση από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα και μετά. Μετά από μια άνοδο της παραγωγικότητας της εργασίας στις βιομηχανίες καταναλωτικών αγαθών και στη γεωργία, ο μέσος βιομηχανικός εργάτης αναπαράγει την αξία ενός καθορισμένου αριθμού αυτών των καταναλωτικών αγαθών, ας πούμε, σε τρεις ώρες εργασίας αντί για πέντε, έτσι η υπεραξία που δημιουργεί για το αφεντικό του μπορεί ν’ αυξηθεί από το προϊόν των τριών ωρών σε προϊόν πέντε ωρών εργασίας, ενώ η εργάσιμη μέρα παραμένει καθορισμένη σε οχτώ ώρες.

Αυτό είναι που ο Μαρξ αποκαλεί αύξηση της σχετικής υπεραξίας.

Κάθε καπιταλιστής επιδιώκει ν’ αποκτήσει το μέγιστο κέρδος. Αλλά για να το πετύχει πρέπει επίσης να καταφέρει ν’ αυξήσει την παραγωγή στο μέγιστο, και να ρίχνει ασταμάτητα το κόστος παραγωγής και την τιμή πώλησης (εκφρασμένα σε σταθερό νόμισμα). Από το γεγονός αυτό, ο ανταγωνισμός επιχειρεί μεσοπρόθεσμα μια επιλογή ανάμεσα στις καπιταλιστικές φίρμες. Μονάχα οι πιο παραγωγικές και οι πιο “αποδοτικές” επιβιώνουν.

 Αυτές που πουλάνε πολύ ακριβά, όχι μόνο δεν πραγματοποιούν το “μέγιστο κέρδος” αλλά καταλήγουν να μείνουν χωρίς κανένα κέρδος. Είτε χρεοκοπούν, είτε απορροφούνται από τους ανταγωνιστές τους.

Ο ανταγωνισμός μεταξύ των καπιταλιστών καταλήγει έτσι σε μια εξίσωση του ποσοστού του κέρδους. Τελικά οι περισσότερες φίρμες πρέπει να είναι ευχαριστημένες με ένα μέσο κέρδος, που σε τελευταία ανάλυση καθορίζεται από τη συνολική μάζα του επενδυμένου κοινωνικού κεφαλαίου και τη συνολική μάζα της υπεραξίας που δημιουργεί το σύνολο των παραγωγικών μισθωτών.

Μονάχα εκείνες οι φίρμες που προηγούνται κατά πολύ σε παραγωγικότητα ή επωφελούνται από τη μια ή άλλη μονοπωλιακή κατάσταση, αποκτούν υπερκέρδη, δηλαδή κέρδη ανώτερα από αυτό το μέσο κέρδος. Γενικά όμως,’ ο καπιταλιστικός ανταγωνισμός δεν επιτρέπει την ύπαρξη υπερκερδών ή μονοπωλίων για απεριόριστο χρονικό διάστημα.

Εκείνο το οποίο κυβερνά πρωταρχικά τις επενδύσεις στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής είναι οι αποκλίσεις απ’ αυτό το μέσο κέρδος. Τα κεφάλαια εγκαταλείπουν τους τομείς όπου το κέρδος είναι κάτω από το μέσο όρο και συρρέουν προς τους τομείς εκείνους όπου το κέρδος είναι πάνω από το μέσο όρο (για παράδειγμα, συρρέανε στην αυτοκινητοβιομηχανία (τη δεκαετία του 1960 και εγκατέλειψαν αυτόν τον κλάδο για να συρρεύσουν στον ενεργειακό τομέα τη δεκαετία του 1970.

Συρρέοντας όμως προς τους τομείς όπου το ποσοστό του κέρδους είναι πάνω από το μέσο όρο, τα κεφάλαια αυτά προκαλούν εκεί έναν οξύ ανταγωνισμό, μια υπερπαραγωγή, μια πτώση των τιμών πώλησης, μια πτώση των κερδών έως ότου το ποσοστό του κέρδους αποκατασταθεί λίγο πολύ στο ίδιο επίπεδο σε όλες τις βιομηχανίες.

 

 

3.Η εξέλιξη των μισθών

 

 

 

Ένα από τα χαρακτηριστικά του καπιταλισμού, είναι ότι μεταβάλλει την ανθρώπινη εργατική δύναμη σε εμπόρευμα. Η αξία του εμπορεύματος “εργατική δύναμη” καθορίζεται από το κόστος της αναπαραγωγής της (την αξία όλων των εμπορευμάτων που πρέπει να καταναλωθούν για να επανασυσταθεί η εργατική δύναμη). Πρόκειται επομένως για ένα αντικειμενικό γεγονός, ανεξάρτητο από τις υποκειμενικές ή τυχαίες εκτιμήσεις ομάδων ατόμων, είτε είναι εργάτες είτε αφεντικά.

Ωστόσο, η αξία της εργατικής δύναμης έχει ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό σε σχέση με όλα τα άλλα εμπορεύματα: παράλληλα με ένα αυστηρά μετρήσιμο στοιχείο, περιέχει και ένα μεταβλητό στοιχείο.

Το σταθερό στοιχείο είναι η αξία των εμπορευμάτων που χρειάζονται για την ανασύσταση της εργατικής δύναμης από φυσιολογική άποψη (που επιτρέπουν στον εργάτη ν’ ανακτήσει τις θερμίδες, τις βιταμίνες και την ικανότητα ν’ αποδεσμεύει μια καθορισμένη μυϊκή και νευρική ενέργεια, χωρίς την οποία θα ήταν ανίκανος να δουλεύει με τον “ομαλό” ρυθμό που απαιτείται από την καπιταλιστική οργάνωση εργασίας σε μια δοσμένη στιγμή).

Το μεταβλητό στοιχείο είναι η αξία των εμπορευμάτων που είναι ενσωματωμένα στο “ομαλό ζωτικό ελάχιστο όριο”, σε μια δοσμένη εποχή και μια δοσμένη χώρα, και τα οποία δεν αποτελούν μέρος του φυσιολογικού ζωτικού μίνιμουμ.

Ο Μαρξ αποκαλεί αυτό το μέρος της αξίας της εργατικής δύναμης “ιστορικό – ηθικό” στοιχείο της. Αυτό σημαίνει πως και αυτό επίσης δεν καθορίζεται τυχαία. Είναι το αποτέλεσμα μιας ιστορικής εξέλιξης και μιας δοσμένης κατάστασης του συσχετισμού δυνάμεων μεταξύ του Κεφαλαίου και της Εργασίας. Σ’ αυτό ακριβώς το σημείο της μαρξιστικής οικονομικής ανάλυσης, η ταξική πάλη, το παρελθόν και το παρόν της, γίνεται επίσης ένας συμπροσδιοριστικός παράγοντας της καπιταλιστικής οικονομίας.

Ο μισθός (ή το μεροκάματο) είναι η τιμή αγοράς της εργατικής δύναμης. Όπως όλες οι τιμές αγοράς κυμαίνεται γύρω από την αξία του εξεταζόμενου εμπορεύματος. Οι διακυμάνσεις στους μισθούς καθορίζονται ιδιαίτερα από τις διακυμάνσεις στην εφεδρική βιομηχανική στρατιά – δηλαδή την ανεργία – και αυτό συμβαίνει με τρεις έννοιες:

α) Όταν μια καπιταλιστική χώρα, περνά μια κατάσταση μόνιμης ανεργίας σε μεγάλη κλίμακα (ενώ είναι υπανάπτυκτη βιομηχανικά), οι μισθοί κινδυνεύουν να παραμείνουν σταθερά είτε κάτω, είτε στο επίπεδο της αξίας της εργατικής δύναμης. Αυτή η αξία κινδυνεύει να πλησιάσει το φυσιολογικό ζωτικό ελάχιστο όριο.

β) Όταν η μόνιμη μαζική ανεργία ελαττώνεται μακροπρόθεσμα, ιδιαίτερα σαν αποτέλεσμα της εκβιομηχάνισης σε βάθος και της μαζικής μετανάστευσης, οι μισθοί μπορούν ν’ ανέβουν σε περίοδο υψηλής συγκυρίας πάνω από την αξία της εργατικής δύναμης. Μακροπρόθεσμα, οι αγώνες της εργατικής τάξης μπορούν να προκαλέσουν την ενσωμάτωση, μέσα σ’ αυτή την αξία, του ποσού που αντιστοιχεί σε νέα εμπορεύματα (το κοινωνικά αναγνωρισμένο ζωτικό ελάχιστο όριο μπορεί ν’ αυξηθεί με πραγματικούς όρους, δηλαδή να συμπεριλάβει νέες ανάγκες).

γ) Η αύξηση και η μείωση της εφεδρικής βιομηχανικής στρατιάς δεν εξαρτώνται μονάχα από δημογραφικές κινήσεις (ποσοστό γεννήσεων και θνησιμότητας) και από τις διεθνείς μεταναστευτικές κινήσεις του προλεταριάτου. Πάνω απ’ όλα εξαρτώνται από τη λογική της συσσώρευσης του κεφαλαίου. Πράγματι, στην πάλη να επιβιώσουν στον ανταγωνισμό, οι καπιταλιστές πρέπει να υποκαταστήσουν τους εργάτες με τις μηχανές (“νεκρή εργασία ). Αυτή η υποκατάσταση πετάει διαρκώς εργάτες έξω από την παραγωγή. Οι κρίσεις παίζουν τον ίδιο ρόλο. Αντίθετα, σε περίοδο υψηλής συγκυρίας και “υπερθέρμανσης”, όταν η συσσώρευση του κεφαλαίου προοδεύει με πυρετικό ρυθμό, η εφεδρική βιομηχανική στρατιά απορροφάται.

Επομένως, δεν υπάρχει κανένας “χρυσός κανόνας” που να κυβερνά την εξέλιξη των μισθών. Η ταξική πάλη μεταξύ Κεφαλαίου και Εργασίας την καθορίζει μερικά. Το Κεφάλαιο προσπαθεί να κάνει τους μισθούς να πέσουν στο φυσιολογικό ζωτικό ελάχιστο όριο. Η Εργασία προσπαθεί ν’ αυξήσει το ιστορικό και ηθικό στοιχείο του μισθού ενσωματώνοντας σ’ αυτό περισσότερες νέες ανάγκες για ικανοποίηση.

Ο βαθμός συνοχής, οργάνωσης, αλληλεγγύης, μαχητικότητας και ταξικής συνείδησης του προλεταριάτου, είναι επομένως παράγοντες που συμμετέχουν στον καθορισμό της εξέλιξης των μισθών.

Μακροπρόθεσμα όμως, μπορεί κανείς να διακρίνει μια αναμφισβήτητη τάση προς τη σχετική εξαθλίωση της εργατικής τάξης. Το μέρος της νέας αξίας που δημιούργησε το προλεταριάτο και το οποίο επιστρέφει στους εργαζόμενους, τείνει να πέφτει (αυτό, ωστόσο, μπορεί να συνοδεύεται από μια ύψωση των πραγματικών μισθών). Το χάσμα ανάμεσα στις νέες ανάγκες που γεννήθηκαν από την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και την αύξηση της ίδιας της καπιταλιστικής παραγωγής, από τη μια, και στην ικανότητα ικανοποίησης αυτών των αναγκών με τους μισθούς που κερδίζουν οι εργάτες, από την άλλη, τείνει να μεγαλώνει.

Μια ξεκάθαρη ένδειξη αυτής της σχετικής εξαθλίωσης δίνεται με την αυξανόμενη διάσταση μεταξύ της μακροπρόθεσμης αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας και της αύξησης των πραγματικών μισθών. Στα πρώτα εβδομήντα χρόνια του 20ού αιώνα, η παραγωγικότητα της εργασίας αυξήθηκε περίπου 5 με 6 φορές στη βιομηχανία και τη γεωργία των Ε.Π.Α. και της Δυτικής και Κεντρικής Ευρώπης. Στην ίδια περίοδο οι πραγματικοί μισθοί των εργατών δεν αυξήθηκαν παρά μονάχα 2 με 3 φορές.

 

 

4.Οι νόμοι εξέλιξης του καπιταλισμού

 

 

Λόγω των χαρακτηριστικών της λειτουργίας του, ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής εξελίσσεται σύμφωνα με ορισμένους νόμους εξέλιξης (νόμους ανάπτυξης) που αποτελούν εγγενή χαρακτηριστικά του:

α) Η συγκέντρωση και η συγκεντροποίηση του κεφαλαίου Στον ανταγωνισμό το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό. Οι μεγάλες επιχειρήσεις νικούν τις μικρότερες, που έχουν λιγότερα μέσα στη διάθεσή τους και που δεν μπορούν ούτε να επωφεληθούν από τα πλεονεκτήματα της μαζικής παραγωγής ούτε να εισάγουν τις πιο προχωρημένες και ακριβές τεχνικές. Από το γεγονός αυτό, τό μέσο μέγεθος αυτών των μεγάλων επιχειρήσεων αυξάνεται αδιάκοπα (συγκέντρωση του κεφαλαίου). Εδώ κι έναν αιώνα, οι επιχειρήσεις με 500 μισθωτούς αποτελούσαν εξαίρεση. Σήμερα υπάρχουν ήδη επιχειρήσεις με περισσότερους από 100.000 μισθωτούς. Ταυτόχρονα, πολλές εταιρείες που νικήθηκαν από τον ανταγωνισμό απορροφούνται από τους νικητές ανταγωνιστές τους (συγκεντροποίηση του κεφαλαίου).

β) Η προοδευτική προλεταριοποίηση του εργαζόμενου πληθυσμού Η συγκεντροποίηση του κεφαλαίου συνεπάγεται ότι ο αριθμός των μικρών εργοδοτών που δουλεύουν για δικό τους λογαριασμό ελαττώνεται αδιάκοπα. Το τμήμα εκείνο του εργαζόμενου πληθυσμού που είναι υποχρεωμένο να πουλά την εργατική του δύναμη για να μπορέσει να επιβιώσει αυξάνεται συνεχώς. Οι παρακάτω αριθμοί σχετικά με αυτή την εξέλιξη στις ΕΠΑ, επιβεβαιώνουν την τάση αυτή με τρόπο εκπληκτικό:

Εξέλιξη της ταξικής δομής στις Ε.Π.Α.

(ποσοστά επί τοις εκατό του συνόλου του εργαζόμενου πληθυσμού):

Μισθωτοί Επιχειρηματίες και ελεύθεροι επαγγελματίες
1880 62 36,9
1890 65 33.8
1900 67,9 30.8
1910 71,9 26,3
1920 73,9 23,5
1930 76,8 20,3
1940 78,2 18,8
1950 79,8 17,1
1960 84,2 14,0
1970 89,9 8,3

Σε αντίθεση με ένα πλατιά διαδομένο μύθο, αυτή η προλεταριακή μάζα, παρόλο που είναι πολύ διαστρωματωμένη, βλέπει το βαθμό της ομοιογενοποίησής της ν’ αυξάνεται πλατιά, και όχι να μειώνεται.

Η διαφορά ανάμεσα σ’ έναν χειρώνακτα, έναν υπάλληλο τράπεζας και έναν κατώτερο δημόσιο υπάλληλο είναι πολύ μικρότερη σήμερα απ’ ό,τι πριν μισό ή έναν αιώνα, σ’ ό,τι αφορά το βιοτικό τους επίπεδο, τη θέλησή τους να συνδικαλιστούν και να κατεβούν σε απεργία, καθώς και τη δυνατότητά τους ν’ αποκτήσουν μια αντικαπιταλιστική συνείδηση.

Αυτή η προοδευτική προλεταριοποίηση του πληθυσμού στο καπιταλιστικό σύστημα απορρέει κύρια από την αυτόματη αναπαραγωγή των καπιταλιστικών  σχέσεων παραγωγής, λόγω της αστικής κατανομής του εισοδήματος που ήδη αναφέραμε. Οι μισθοί, είτε είναι χαμηλοί είτε υψηλοί, δεν χρησιμεύουν παρά για την ικανοποίηση άμεσων ή μερικών καταναλωτικών αναγκών των προλετάριων, που δεν μπορούν να συσσωρεύσουν περιουσίες. Επιπλέον, η συγκέντρωση του κεφαλαίου σημαίνει ότι τα έξοδα για την ίδρυση μιας επιχείρησης αυξάνουν διαρκώς, φράζοντας έτσι την πρόσβαση στην ιδιοκτησία μεγάλων βιομηχανικών και εμπορικών επιχειρήσεων όχι μόνο στο σύνολο της εργατικής τάξης, αλλά ακόμα και στην τεράστια πλειοψηφία της μικροαστικής τάξης.

γ) Η αύξηση της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου

Το κεφάλαιο κάθε καπιταλιστή, και επομένως το κεφάλαιο όλων των καπιταλιστών, μπορεί να διαιρεθεί σε δύο μέρη. Το πρώτο χρησιμεύει στην αγορά μηχανών, κτιρίων και πρώτων υλών. Η αξία του παραμένει σταθερή στη διάρκεια της παραγωγής διατηρείται απλά από την εργατική δύναμη, που μεταβιβάζει ένα μέρος από αυτή την αξία στην αξία των προϊόντων που κατασκευάζονται. Ο Μαρξ το ονομάζει σταθερό κεφάλαιο. Το δεύτερο χρησιμεύει στην αγορά της εργατικής δύναμης, για την πληρωμή των μισθών. Ο Μαρξ το ονομάζει μεταβλητό κεφάλαιο. Αυτό είναι το μόνο μέρος που παράγει υπεραξία.

Η σχέση ανάμεσα στο σταθερό και μεταβλητό κεφάλαιο είναι  τόσο μια τεχνική σχέση – για να χρησιμοποιηθεί αποδοτικά ένα σύνολο μηχανών, πρέπει να τις τροφοδοτήσουν με ένα δοσμένο ποσό πρώτων υλών, και πρέπει να τις δουλέψει ένας δοσμένος αριθμός εργατών – όσο και μια αξιακή σχέση: ένα ορισμένο ποσό που ξοδεύτηκε για μισθούς για ν’ αγοραστεί η εργατική δύναμη Φ εργατών, προκειμένου να βάλουν σε λειτουργία X μηχανές που κοστίζουν Ψ δρχ και που μετασχηματίζουν αξία Ω δρχ πρώτων υλών. Ο Μαρξ συνοψίζει αυτή τη διπλή σχέση του σταθερού και του μεταβλητού κεφαλαίου με τη διατύπωση: οργανική σύνθεση του κεφαλαίου.

Με την ανάπτυξη του βιομηχανικού καπιταλισμού, αυτή η σχέση τείνει ν’ αυξάνει – που σημαίνει, ότι μια αυξανόμενη μάζα πρώτων υλών και ένας αυξανόμενος αριθμός μηχανών (ολοένα και πιο πολύπλοκων) μπαίνουν σε κίνηση από ένα (10, 100, 1.000) εργάτη. Στην ίδια μάζα μισθών θ’ αντιστοιχεί μια αξία – που θα τείνει να μεγαλώνει ολοένα – η οποία ξοδεύεται για την αγορά πρώτων υλών, μηχανών, ενέργειας και κτιρίων.

δ) Η πτωτική τάση του μέσου ποσοστού του κέρδους

Αυτός ο νόμος προκύπτει λογικά από τον προηγούμενο. Αν η οργανική σύνθεση του κεφαλαίου αυξάνει, το κέρδος θα τείνει να μειώνεται σε σχέση με το συνολικό κεφάλαιο, εφόσον μονάχα το μεταβλητό κεφάλαιο παράγει την υπεραξία, παράγει το κέρδος.

Σ’ αυτά τα πλαίσια μιλάμε για ένα νόμο που εκφράζει μια τάση και όχι για ένα νόμο που επιβάλλεται με ένα τόσο “ευθύγραμμο” τρόπο όπως η συγκέντρωση του κεφαλαίου ή η προλεταριοποίηση του ενεργού πληθυσμού. Πράγματι υπάρχουν διάφοροι παράγοντες που δρουν αντίθετα σ’ αυτή την τάση, μεταξύ των οποίων ο σπουδαιότερος είναι η αύξηση του ποσοστού εκμετάλλευσης των μισθωτών, η αύξηση του ποσοστού της υπεραξίας (η σχέση μεταξύ της συνολικής μάζας της υπεραξίας και της συνολικής μάζας των μισθών.

Πρέπει ωστόσο να σημειώσουμε ότι η πτωτική τάση του μέσου ποσοστού του κέρδους δεν μπορεί να εξουδετερωθεί για πάντα από την αύξηση του ποσοστού της υπεραξίας. Υπάρχει πράγματι ένα όριο κάτω από το οποίο δεν μπορούν να πέσουν ούτε ο πραγματικός ούτε ο σχετικός μισθός δίχως να βάλουν σε αμφισβήτηση την πιθανότητα ή τη θέληση της εργατικής δύναμης να παράγει, ενώ δεν υπάρχει όριο στην ανάπτυξη της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου (η οποία μπορεί ν’ αυξάνεται στο άπειρο στις αυτόματες επιχειρήσεις).

ε) Η αντικειμενική κοινωνικοποίηση της παραγωγής

Στις αρχές της εμπορευματικής παραγωγής, κάθε επιχείρηση ήταν μια μονάδα ανεξάρτητη από τις άλλες και δεν δημιουργούσε παρά παροδικές σχέσεις με τους προμηθευτές και τους πελάτες. Όσο εξελίσσεται το καπιταλιστικό σύστημα, τόσο περισσότερο εξυφαίνονται δεσμοί μόνιμης τεχνικής και κοινωνικής αλληλεξάρτησης ανάμεσα σε επιχειρήσεις και βιομηχανικούς κλάδους ενός αυξανόμενου αριθμού χωρών και ηπείρων. Μια κρίση σε ένα τομέα έχει αντίκτυπο σε όλους τους άλλους τομείς. Για πρώτη φορά από την καταγωγή του ανθρώπινου είδους δημιουργείται έτσι μια οικονομική υποδομή κοινή για όλους τους ανθρώπους, βάση για την αλληλεγγύη τους στον αυριανό κομμουνιστικό κόσμο.

 

 

 

5.Οι εγγενείς αντιφάσεις του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής

 

 

 

Πάνω στη βάση αυτών των νόμων κίνησης του καπιταλιστικού συστήματος, διακρίνει κανείς μια σειρά βασικών αντιφάσεων σ’ αυτό τον τρόπο παραγωγής:

α) Η αντίφαση μεταξύ της όλο και πιο μελετημένης και συνειδητής οργάνωσης της παραγωγής μέσα σε κάθε καπιταλιστική επιχείρηση και της όλο και πιο έκδηλης αναρχίας της καπιταλιστικής παραγωγής στο σύνολό της, που απορρέει από την επιβίωση της ατομικής ιδιοκτησίας και της γενικευμένης εμπορευματικής παραγωγής.

β) Η αντίφαση μεταξύ της αντικειμενικής κοινωνικοποίησης της παραγωγής και της διατήρησης της ατομικής ιδιοποίησης των προϊόντων, του κέρδους και των μέσων παραγωγής. Τη στιγμή ακριβώς που η αλληλεξάρτηση των επιχειρήσεων, των κλάδων, των χωρών και των ηπείρων βρίσκεται στο ψηλότερο σημείο, το γεγονός ότι όλο αυτό το σύστημα λειτουργεί σύμφωνα με τις διαταγές και τους κερδοσκοπικούς υπολογισμούς μιας χούφτας καπιταλιστών μεγιστάνων αποκαλύπτει πλέρια τον οικονομικά παράλογο και κοινωνικά αποτρόπαιο χαρακτήρα του.

γ) Η αντίφαση μεταξύ της τάσης του καπιταλιστικού συστήματος προς την απεριόριστη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και των στενών ορίων που πρέπει υποχρεωτικά να επιβάλλει στην ατομική και κοινωνική κατανάλωση της μάζας των εργαζόμενων, εφόσον ο στόχος της παραγωγής παραμένει το μάξιμουμ υπεραξίας, που συνεπάγεται αναγκαστικά μείωση των μισθών.

δ) Η αντίφαση μεταξύ της τεράστιας άνθησης της επιστήμης και της τεχνολογίας – με την απελευθερωτική τους δυναμική για τον άνθρωπο – και της καθυπόταξης αυτών των δυνητικών παραγωγικών δυνάμεων στις επιταγές πώλησης των εμπορευμάτων και πλουτισμού των καπιταλιστών, γεγονός που μεταβάλλει περιοδικά αυτές τις παραγωγικές δυνάμεις σε δυνάμεις καταστροφής (ιδιαίτερα στη διάρκεια οικονομικών κρίσεων, πολέμων και ανόδου στην εξουσία αιμοσταγών φασιστικών δικτατοριών, αλλά και σ’ ό,τι αφορά την απειλή σε βάρος του φυσικού περιβάλλοντος της ανθρωπότητας), βάζοντας έτσι την ανθρωπότητα μπροστά στο δίλημμα: σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα.

ε) Η αναπόφευκτη ανάπτυξη της ταξικής πάλης μεταξύ Κεφαλαίου και Εργασίας, που υπονομεύει περιοδικά τις ομαλές συνθήκες αναπαραγωγής της αστικής κοινωνίας……

 

 

6. Οι περιοδικές κρίσεις υπερπαραγωγής

 

 

Όλες οι εγγενείς αντιφάσεις του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής ξεσπάνε περιοδικά σε κρίσεις υπερπαραγωγής. Η τάση περιοδικών κρίσεων υπερπαραγωγής, κυκλικής κίνησης της παραγωγής που περνάει διαδοχικά από φάσεις οικονομικής ανάκαμψης, υψηλής συγκυρίας, “υπερθέρμανσης” (το “μπουμ”), κρίσης και ύφεσης, είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα μονάχα αυτού του τρόπου παραγωγής.

Το μέγεθος αυτών των διακυμάνσεων μπορεί ν’ αλλάζει από εποχή σε εποχή. Η ύπαρξη τους είναι αναπόφευκτη στο καπιταλιστικό σύστημα.

Οικονομικές κρίσεις υπήρχαν και στις  προκαπιταλιστικές κοινωνίες (με την έννοια διακοπών της ομαλής αναπαραγωγής)’ υπάρχουν εξίσου και στις μετακαπιταλιστικές κοινωνίες. Όμως και στη μια και στην άλλη περίπτωση δεν πρόκειται για κρίσεις υπερπαραγωγής εμπορευμάτων και κεφαλαίων, αλλά για κρίσεις υποπαραγωγής αξιών χρήσης. Αυτό που χαρακτηρίζει την καπιταλιστική κρίση υπερπαραγωγής, είναι η πτώση του εισοδήματος, η εξάπλωση της ανεργίας,

η εμφάνιση απελπιστικής φτώχειας (και συχνά πείνας) που παρουσιάζονται όχι γιατί η φυσική παραγωγή έπεσε, αλλά, αντίθετα, επειδή αυξήθηκε σε σχέση με τη διαθέσιμη αγοραστική δύναμη. Η οικονομική δραστηριότητα πέφτει επειδή τα προϊόντα μένουν απούλητα, και όχι γιατί έχουν εκλείψει φυσικά.

Στη βάση των περιοδικών κρίσεων υπερπαραγωγής βρίσκεται η πτώση του μέσου ποσοστού του κέρδους, η αναρχία της καπιταλιστικής παραγωγής και η τάση ανάπτυξης της παραγωγής δίχως να λαμβάνονται υπόψη τα όρια που επιβάλλει ο αστικός τρόπος διανομής στην κατανάλωση των εργαζόμενων μαζών.

Σαν αποτέλεσμα της πτώσης του ποσοστού του κέρδους ένα αυξανόμενο μέρος των κεφαλαίων δεν μπορεί πια ν’ αποκτήσει αρκετό κέρδος. Οι επενδύσεις μειώνονται. Η ανεργία εξαπλώνεται. Η πώληση με ζημία ενός αυξανόμενου αριθμού εμπορευμάτων συνδυάζεται με αυτό τον παράγοντα για να επιταχύνει μια γενική πτώση της απασχόλησης, των εισοδημάτων, της αγοραστικής δύναμης και της οικονομικής δραστηριότητας στο σύνολο της.

Η κρίση υπερπαραγωγής είναι ταυτόχρονα το προϊόν αυτών των παραγόντων και το μέσο που διαθέτει το καπιταλιστικό σύστημα για να εξουδετερώνει μερικά το αποτέλεσμά της. Η κρίση προκαλεί την πτώση της αξίας των αγαθών και τη χρεοκοπία πολλών επιχειρήσεων.

Το συνολικό κεφάλαιο επομένως μειώνεται σε αξία. Αυτό επιτρέπει μια νέα άνοδο του ποσοστού του κέρδους και της δραστηριότητας συσσώρευσης. Η μαζική ανεργία επιτρέπει την αύξηση του ποσοστού εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης, πράγμα που οδηγεί στο ίδιο αποτέλεσμα.

Η οικονομική κρίση οξύνει τις κοινωνικές συνθήκες και μπορεί να οδηγήσει σε μια εκρηκτική κοινωνική και πολιτική κρίση. Δείχνει ότι το καπιταλιστικό καθεστώς είναι ώριμο για ν’ αντικατασταθεί από ένα αποτελεσματικότερο και πιο ανθρώπινο σύστημα, που δεν θα σπαταλά πια τους υλικούς πόρους και το ανθρώπινο δυναμικό. Όμως δεν προκαλεί αυτόματα την κατάρρευση αυτού του συστήματος. Αυτό πρέπει ν’ ανατραπεί από τη συνειδητή δράση της επαναστατικής τάξης που γέννησε: της εργατικής τάξης.

 

 

7.Ενοποίηση και κατατεμαχισμός του προλεταριάτου

 

 

Ο καπιταλισμός προβάλλει το προλεταριάτο, το συγκεντρώνει σε όλο και μεγαλύτερες επιχειρήσεις, του επιβάλλει τη βιομηχανική πειθαρχία και, μαζί μ’ αυτή, παρουσιάζεται η στοιχειώδης συνεργασία και αλληλεγγύη στους τόπους εργασίας. Όμως όλα αυτά καθορίζονται από την επιδίωξη του μάξιμουμ των κερδών, τόσο για κάθε ξεχωριστή καπιταλιστική επιχείρηση όσο και για την αστική τάξη στο σύνολο της. Και η τάξη αυτή έχει πλήρη επίγνωση του γεγονότος ότι η συγκέντρωση και η ενοποίηση των προλεταριακών δυνάμεων αντιπροσωπεύουν μια τεράστια απειλή για την ίδια’ γεγονός που έχει επιβεβαιωθεί εξάλλου από τις πρώτες εκρήξεις των εργατικών αγώνων.

Για το λόγο αυτό η ανάπτυξη του τρόπου παραγωγής συνοδεύεται από μια διπλή αντιφατική κίνηση: αφενός, η ιστορική τάση – μακροπρόθεσμα θεμελιώδης – ενοποίησης και ομοιογενοποίησης του προλεταριάτου, του συνόλου των μισθωτών, και αφετέρου, οι επαναλαμβανόμενες απόπειρες κατατεμαχισμού και στρωματοποίησης της προλεταριακής τάξης, επιβάλλοντας την υπερεκμετάλλευση και ιδιαίτερη καταπίεση σε ορισμένα από τα στρώματα αυτά, ενώ ταυτόχρονα ευνοούνται σχετικά άλλα στρώματα.

 Ιδιαίτερες ιδεολογίες, όπως ο ρατσισμός ο σεξισμός, ο σωβινισμός, η ξενοφοβία χρησιμεύουν για να δικαιολογήσουν και να σταθεροποιήσουν αυτές τις ιδιαίτερες μορφές υπερεκμετάλλευσης και καταπίεσης, οι οποίες παρουσιάζονται μέσα στις πρώτες καπιταλιστικές χώρες και τις οποίες η αποικιοκρατία και ο ιμπεριαλισμός οξύνουν και οδηγούν σε παροξυσμό σε διεθνή κλίμακα.

Ένα από τα μέσα που προτίμησαν οι νέοι βιομήχανοι για να “ρίξουν” τους μισθούς στις πρώτες βιοτεχνίες και εργοστάσια, ήταν η μαζική χρησιμοποίηση της εργασίας των γυναικών και των νέων. Ταυτόχρονα, η αστική τάξη, στηριγμένη κύρια στην εκκλησία και σ’ άλλους πράκτορες διάδοσης αντιδραστικών ιδεολογιών, προώθησε με ένταση, μέσα στην εργατική τάξη και σ’ άλλα εργαζόμενα στρώματα του πληθυσμού, την ιδέα ότι “η θέση της γυναίκας είναι στο σπίτι”, και ότι οι γυναίκες δεν θα πρέπει να έχουν πρόσβαση στα ειδικευμένα επαγγέλματα (όπου θα δημιουργούσαν επίσης τον κίνδυνο πτώσης των μισθών).

Πράγματι, στο καπιταλιστικό καθεστώς, οι εργάτριες και οι γυναίκες υπάλληλοι γίνονται αντικείμενα διπλής υπερεκμετάλλευσης.

Πρώτα, γιατί στη μεγάλη πλειοψηφία τους αμείβονται λιγότερο από τους άνδρες, τόσο λόγω της έλλειψης ειδίκευσης όσο και λόγω της πληρωμής χαμηλότερου μισθού για την ίδια εργασία, πράγμα που σημαίνει άμεση αύξηση του όγκου της υπεραξίας που ιδιοποιείται το κεφάλαιο. Έπειτα, διότι η οργάνωση της αστικής κοινωνικοοικονομικής ζωής έχει σαν επίκεντρο την πατριαρχική οικογένεια ως βασικό πυρήνα της κατανάλωσης και της φυσικής αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης. Κατά συνέπεια, οι γυναίκες είναι υποχρεωμένες να παρέχουν μέσα στην οικογένεια μη αμειβόμενη εργασία για το μαγείρεμα, τη θέρμανση, το πλύσιμο, την επίβλεψη καί την ανατροφή των παιδιών κλπ.

Η εργασία αυτή δεν αποτελεί άμεση πηγή υπεραξίας, εφόσον δεν ενσωματώνεται σε εμπορεύματα. Όμως αυξάνει έμμεσα τον όγκο της κοινωνικής υπεραξίας, στο βαθμό που μειώνει τα έξοδα παραγωγής της εργατικής δύναμης που βαρύνουν την αστική τάξη. Αν ο προλετάριος έπρεπε ν’ αγοράζει τα γεύματα του, τα ρούχα του, τον καθαρισμό των ρούχων και τη θέρμανσή του στην αγορά, αν έπρεπε να πληρώνει για τις υπηρεσίες φύλαξης και ανατροφής των παιδιών του εκτός του σχολικού ωραρίου, τότε ο μέσος μισθός του θα έπρεπε να είναι σαφώς υψηλότερος απ’ ό,τι είναι όσον καιρό μπορεί να καταφεύγει στη μη αμειβόμενη εργασία της γυναίκας του, των θυγατέρων του, της. μητέρας του κλπ, με αποτέλεσμα την αντίστοιχη μείωση της κοινωνικής υπεραξίας.

Ο σπασμωδικός χαρακτήρας της καπιταλιστικής παραγωγής, με τις απότομες αυξήσεις και μειώσεις του βιομηχανικού  πληθυσμού, απαιτεί μια όχι λιγότερο σπασμωδική κίνηση περιοδικής συρροής και εξαφάνισης εργατικών χεριών στην “αγορά της εργασίας ’.

Προκειμένου να μειωθούν να πολιτικά και κοινωνικά οξο5α αυτών των ξαφνικών κινήσεων, που συνοδεύονται από σημαντικές εντάσεις και ανθρώπινη εξαθλίωση, το κεφάλαιο έχει συμφέρον να εφοδιάζεται χειρώνακτες από λιγότερο βιομηχανοποιημένες χώρες. Υπολογίζει τόσο στην ευπείθειά τους, αποτέλεσμα μιας αρχικά πολύ πιο μεγάλης εξαθλίωσης και υποαπασχόλησης, όσο και στις διαφορές ηθών και παραδόσεων μεταξύ αυτών των χειρώνακτων και της “αυτόχθονης” εργατικής τάξης, προκειμένου να παρεμποδίσει την ανάπτυξη μιας πραγματικής ταξικής αλληλεγγύης και ενότητας, που να συμπεριλαμβάνειτο σύνολο των προλετάριων κάθε χώρας και όλων των εθνοτήτων.

Έτσι όλη η ιστορία του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής συνοδεύεται από μεγάλες μεταναστευτικές κινήσεις: Ιρλανδοί προς την Αγγλία και τη Σκωτία, Πορτογάλοι προς τη Γαλλία, Πολωνοί προς τη Γερμανία, Ιταλοί και στη συνέχεια Βορειοαφρικανοί, Ισπανοί, Ινδοί προς τις βρετανικές αποικίες αρχικά, τη Μεγάλη Βρετανία στη συνέχεια, Κινέζοι προς όλες τις περιοχές του Ειρηνικού. Κορεάτες προς την Ιαπωνία, διαδοχικά κύματα μεταναστών προς τη Βόρεια Αμερική (Άγγλοι, Ιρλανδοί, Ιταλοί, Εβραίοι, Πολωνοί, Έλληνες, Μεξικάνοι, Πορτορικανοί, δίχως να ξεχνάμε τους μαύρους σκλάβους του > Γο«, 18ου και 19ου αιώνα), την Αργεντινή, την Αυστραλία.

Καθένα απ’ αυτά τα κύματα μαζικής μετανάστευσης συνοδεύτηκε, σε διάφορους βαθμούς, από ανάλογα φαινόμενα υπερεκμετάλλευσης και καταπίεσης. Οι μετανάστες περιορίζονται στις λιγότερο αμειβόμενες δουλειές. Τους υποχρεώνουν να κάνουν τις πιο ανθυγιεινές δουλειές. Καταλύουν σε γκέτο και σε τρώγλες. Κατά γενικό κανόνα τους στερούν από κάθε εκπαίδευση στη μητρική τους γλώσσα. Καθιερώνουν πολλαπλές διακρίσεις σε βάρος τους (ιδίως για την απόκτηση ίσων φυλετικών, πολιτικών και συνδικαλιστικών δικαιωμάτων), προκειμένου να παρεμποδίσουν τη διανοητική και ηθική τους ανάπτυξη, να τους κρατήσουν σε κατάσταση εκφοβισμού και υπερεκμετάλλευσης καθώς και σε μια κατάσταση “κινητικότητας” ανώτερης απ’ αυτήν του ντόπιου, οργανωμένου προλεταριάτου (συμπεριλαμβάνοντας το μέσο της εκδίωξης τους προς τη χώρα καταγωγής τους, ή την αυθαίρετη απέλασή τους).

Οι ιδεολογικές προκαταλήψεις που διαδίδονται ταυτόχρονα μέσα σ’ αυτό το “αυτόχθονο” προλεταριάτο πρέπει να δικαιολογούν μπροστά του την υπερεκμετάλλευση και να διατηρούν το μόνιμο κατατεμαχισμό και τη διαίρεση της εργατικής τάξης μεταξύ ενήλικων και νέων, ανδρών και γυναικών, “ντόπιων” και μεταναστών, χριστιανών και ιουδαίων, λευκών και μαύρων, εβραίων και Αράβων κλπ.

Το προλεταριάτο δεν μπορεί να διεξάγει με επιτυχία τον αγώνα για τη χειραφέτησή του – συμπεριλαμβανομένου και του αγώνα στο επίπεδο της υπεράσπισης των πλέον άμεσων και στοιχειωδών συμφερόντων του – παρά μόνο αν οργανωθεί και ενωθεί έτσι ώστε να διατρανώσει την ταξική αλληλεγγύη και την ενότητα όλων των μισθωτών.

Γι’ αυτό το λόγο ο αγώνας εναντίον όλων των διακρίσεων και όλων των μορφών υπερεκμετάλλευσης που θύματά της είναι οι γυναίκες, οι νέοι, οι μετανάστες, οι καταπιεζόμενες εθνότητες και φυλές, δεν αποτελεί μονάχα στοιχειώδες ανθρώπινο πολιτικό καθήκον.

Αντιστοιχεί επίσης στα προφανή ταξικά του συμφέροντα. Επομένως, βασικό καθήκον του εργατικού κινήματος είναι η συστηματική εκπαίδευση των εργαζομένων έτσι ώστε να αποβάλουν όλες τις σεξιστικές, ρατσιστικές, σοβινιστικές και ξενόφοβες προκαταλήψεις που στηρίζουν αυτή την υπερεκμετάλλευση και αυτές τις προσπάθειες μόνιμου κατατεμαχισμού και διαίρεσης του προλεταριάτου.

 

 

(1982)

 

 

Βιβλιογραφία

 

 

 

Κάρλ Μάρξ “Μισθός, τιμή και κέρδος”.

Μαρξ- Ένγκελς “Το Κομμουνιστικό Μανιφέστο”.

Φρ. Ένγκελς “Αντί – Ντύρινγκ” (2ο μέρος).

Κάρλ Κάουτσκυ “Οικονομικές θεωρίες του Κάρλ Μαρξ”.

Ρόζα Λούξεμπουργκ “Εισαγωγή στην Πολιτική Οικονομία”.

Ερνέστ Μαντέλ “Βασικές αρχές οικονομικής θεωρίας”.

Πιέρ Σαλαμά – Ζακ Βαλιέ “Εισαγωγή στην Πολιτική Οικονομία”.

Ερνέστ Μαντέλ “Μαρξιστική Πραγματεία της Οικονομίας”.

Ερνέστ Μαντέλ και Τζώρτζ Νόβακ “Η μαρξιστική θεωρία για την αλλοτρίωση”.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *