Ernest Mandel: Η Μαρξιστική εξήγηση των κρίσεων υπερπαραγωγής γενικά

 

Το κείμενο είναι το εικοστό τρίτο κεφάλαιο απο το (εξαντλημένο σήμερα) βιβλίο του E.Mandel με τίτλο “Η τελευταία οικονομική κρίση”, εκδόσεις Οδυσσέας, σελ 196-213. Το βιβλίο είναι η προσέγγιση του E.Mandel για την καπιταλιστική κρίση που ξέσπασε τη δεκαετία του 1970 και επηρεάζει μέχρι και σήμερα τις οικονομικές και πολιτικές εξελίξεις σε όλο τον κόσμο. Πέρα απο το κεφάλαιο για τις κρίσεις που δημοσιεύουμε εδώ, ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν, μεταξύ άλλων, και τα κεφάλαια “η μαρξιστική εξήγηση του κύκλου 1972-1978” και “η νομισματική ανάκαμψη και η περιορισμένη διάρκεια της ύφεσης” στα οποία θα επανέλθουμε. Το κείμενο έχει δημοσιευτεί παλαιότερα και εδώ: http://www.okde.org/keimena/mandel_criseis_0305.htm

 

 

Η Μαρξιστική εξήγηση των κρίσεων υπερπαραγωγής γενικά

 

Ernest Mandel

 

Η μαρξιστική θεωρία του βιομηχανικού κύκλου, όπως και η ακαδημαϊκή θεωρία, σημαδεύτηκε από την τάση σημαντικών συγγραφέων να εξηγήσουν τις περιοδικές κρίσεις υπερπαραγωγής μονόπλευρα. Στην σημερινή συζήτηση συγκρούονται δύο μεγάλες «σχολές»: η σχολή που εξηγεί τις κρίσεις με την υποκατανάλωση των μαζών (υπερπαραγωγή καταναλωτικών αγαθών) και η σχολή που τις εξηγεί με την «υπερσυσσώρευση» (ανεπάρκεια κερδών για να συνεχιστεί η ανάπτυξη της παραγωγής καταναλωτικών αγαθών). Αυτή η πολεμική δεν είναι τίποτ’ άλλο από μια παραλλαγή της παλιάς συζήτησης ανάμεσα στους οπαδούς της εξήγησης των κρίσεων με την «ανεπάρκεια της συνολικής ζήτησης» και εκείνους που υποστηρίζουν την εξήγηση με τη «δυσαναλογία».

Οι δύο σχολές προσκομίζουν πολύτιμα στοιχεία για μια βαθύτερη κατανόηση των κρίσεων. Αλλά κάνουν και οι δύο το ίδιο λάθος, χωρίζοντας αυθαίρετα αυτό που είναι οργανικά δεμένο, στην καρδιά ακριβώς του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Αυτός είναι και ο λόγος που είναι ανίκανες να πάρουν τα ελάχιστα αποσπάσματα που μας άφησε ο Μαρξ στα κυριότερα έργα του και, με βάση αυτά, να επεξεργαστούν μια συνολική και ικανοποιητική μαρξιστική θεωρία των κρίσεων[1]. Αυτός ο χωρισμός μάς εκπλήττει ακόμα περισσότερο, επειδή ο ίδιος ο Μαρξ τόνισε ρητά στα τελευταία γραφτά του – το χειρόγραφο του Γ’ τόμου του Κεφαλαίου – την αναγκαιότητα να συνδεθούν μεταξύ τους τα προβλήματα του προέρχονται από την πτώση του ποσοστού κέρδους και εκείνα της πραγματοποίησης της υπεραξίας, για να εξηγηθεί το φαινόμενο των περιοδικών κρίσεων: «Οι όροι της άμεσης εκμετάλλευσης και εκείνοι της πραγματοποίησής της δεν είναι ταυτόσημοι. Οι πρώτοι περιορίζονται μόνο από την παραγωγική δύναμη της κοινωνίας, ενώ οι δεύτεροι περιορίζονται από την αναλογία των διαφόρων κλάδων παραγωγής και από την καταναλωτική δύναμη της κοινωνίας» (Das Kapital, Marx-Engels-Werke, τόμ. XXV, σ. 529 – Μετάφραση του συγγραφέα).

Ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής είναι ταυτόχρονα γενικευμένη εμπορευματική παραγωγή και παραγωγή για το κέρδος επιχειρήσεων που δρουν ανεξάρτητα η μία από την άλλη, δεν μπορεί να υπάρξει το πρώτο σκέλος χωρίς το δεύτερο. Είναι ταυτόχρονα ένα σύστημα που στρέφεται προς την παραγωγή ενός συνεχώς  αυξανόμενου όγκου υπεραξίας (υπερεργασίας) και ένα σύστημα όπου η πραγματική ιδιοποίηση αυτής της υπεραξίας υποτάσσεται στη δυνατότητα να πουληθούν πραγματικά τα εμπορεύματα, που περιέχουν αυτή την υπεραξία, τουλάχιστο στην τιμή της παραγωγής τους (προσκομίζοντας το μέσο κέρδος), αν όχι σε άλλες τιμές που επιτρέπουν την πραγματοποίηση υπερκερδών. Κάθε άλλη ερμηνεία του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής εξαφανίζει ένα από τα διαρθρωτικά χαρακτηριστικά του, χωρίς τα οποία δεν θα ήταν πια καπιταλιστικός.

Ιδιαίτερα παραπλανητική είναι η εξής διαπίστωση: «Το κεφάλαιο ιδιοποιείται ολοένα και περισσότερη υπεραξία, γιατί είναι στην ίδια τη φύση του να αυξάνεται σε αξία» (διατύπωση, άλλωστε, που αποτελεί μια θλιβερή ταυτολογία, του τύπου «το όπιο σε κάνει να κοιμάσαι, γιατί περιέχει υπνωτικές ιδιότητες»), γιατί αποκρύβει τους όρους που περιορίζουν την πραγματοποίηση της επεκτατικής τάσης του κεφαλαίου, δηλαδή τις αντιφάσεις που το σπαράζουν.

Η ίδια η φύση του «βασικού κύτταρου» της καπιταλιστικής παραγωγής – που είναι το εμπόρευμα – συνεπάγεται τον αναγκαίο χωρισμό του σε «εμπόρευμα» και «χρήμα». Το εμπόρευμα είναι ταυτόχρονα προϊόν της ατομικής εργασίας και προϊόν της κοινωνικής εργασίας. Αλλά η κοινωνική εργασία που πραγματοποιείται με τη μορφή της ατομικής εργασίας δεν μπορεί να αναγνωριστεί άμεσα ή εκ των προτέρων σαν τέτοια.

Επομένως το εμπόρευμα δεν μπορεί να παρουσιαστεί άμεσα σαν κοινωνική εργασία, χρειάζονται ορισμένες προϋποθέσεις μέσα στις οποίες αυτή η παρουσίαση μπορεί να φανεί προς τα έξω, με τη μορφή μιας ανταλλακτικής αξίας, με τη μορφή του χρήματος. Αλλά αυτή η εκ των υστέρων αναγνώριση της κοινωνικής εργασίας, που περιέχει το εμπόρευμα, είναι πάντα αμφίβολη, γιατί εξαρτάται από το αν πουληθεί πραγματικά και από την τιμή στην οποία θα πουληθεί.

Το γεγονός ότι δημιουργήθηκε μια αυξανόμενη ποσότητα υπεραξίας στη διάρκεια της παραγωγικής διαδικασίας δεν ενδιαφέρει και πολύ τον καπιταλιστή, όταν δεν βάζει στην τσέπη του παρά ένα μικρό μέρος από το αντίτιμο αυτής της υπεραξίας. Είναι αναμφισβήτητο ότι η παραγωγή της υπεραξίας δεν οδηγεί αυτόματα στην πραγματοποίησή της. Βρίσκουμε λοιπόν ήδη σ’ αυτό το διχασμό ανάμεσα στο εμπόρευμα και το χρήμα, που πρέπει να πραγματοποιήσει την ανταλλακτική αξία του – και στην αντίφαση ανάμεσα στην αξία χρήσης και την ανταλλακτική αξία αυτού του ίδιου του εμπορεύματος, που είναι στενά συνδεμένη με αυτό το διχασμό – την πρώτη δυνατότητα για τη δημιουργία κρίσεων υπερπαραγωγής.

Αντίθετα με τις προκαπιταλιστικές κρίσεις (ή με τις μετακαπιταλιστικές κρίσεις) που είναι σχεδόν όλες κρίσεις φυσικών ελλείψεων, κρίσεις υποπαραγωγής αξιών χρήσης, οι καπιταλιστικές κρίσεις είναι κρίσεις υπερπαραγωγής ανταλλακτικών αξιών. Δεν είναι επειδή υπάρχει έλλειψη προϊόντων, που δημιουργείται μια αναταραχή της οικονομικής ζωής. Είναι γιατί δεν μπορούν να πουληθούν τα προϊόντα σε τιμές που εξασφαλίζουν το μέσο κέρδος – δηλαδή επειδή υπάρχει «περίσσευμα εμπορευμάτων» – που αποδιοργανώνεται η οικονομική ζωή, που τα εργοστάσια κλείνουν, που τα αφεντικά απολύουν και η παραγωγή, οι αποδοχές, οι πωλήσεις, οι επενδύσεις και η απασχόληση πέφτουν.

 

Ποιες είναι οι αιτίες των καπιταλιστικών οικονομικών κρίσεων;

 

Μήπως η «υπερσυσσώρευση κεφαλαίων»; Χωρίς καμιά αμφιβολία. Θα διευκρινίσουμε αμέσως σε τι συνίσταται. Αλλά όχι με τη μηχανιστική έννοια, κατά την οποία το μόνο που θα χρειαζόταν για να συνεχιστεί η συσσώρευση και, άρα, η ανάπτυξη, χωρίς εμπόδια, θα ήταν να πέσουν οι μισθοί και να αυξηθούν τα κέρδη. Γιατί η «υπερσυσσώρευση των κεφαλαίων» συνοδεύεται από μια «υπερπαραγωγή των εμπορευμάτων», που σίγουρα δεν θα εξαφανιζόταν αν οι μισθοί βρίσκονταν σε χαμηλότερα επίπεδα! Άλλωστε ο ίδιος ο Μαρξ σατίρισε αυτούς που δέχονται την «υπερπαραγωγή κεφαλαίων», χωρίς να δεχτούν «υπερπαραγωγή εμπορευμάτων»[2]

Μήπως η «υποκατανάλωση των μαζών»; Χωρίς καμιά αμφιβολία. Ο Μαρξ τόνισε επανειλημμένα ότι η «τελική αιτία όλων των πραγματικών κρίσεων παραμένει πάντα η φτώχεια και η περιορισμένη κατανάλωση των μαζών, που έρχονται σε αντίθεση με την τάση της καπιταλιστικής παραγωγής να αναπτύξει τις παραγωγικές δυνάμεις, σαν να ήταν η απόλυτη (δηλαδή, η φυσική, Ε.Μ.) καταναλωτική ικανότητα της κοινωνίας το μοναδικό όριο της» (Das Kapital, Marx-Engels-Werke, τόμος XXV, σ. 501. Μετάφραση του συγγραφέα). Αλλά όχι με τη χυδαία έννοια, κατά την οποία η κρίση θα μπορούσε να αποφευχθεί αν οι μισθοί ανέβαιναν πιο ψηλά. Γιατί, το επαναλαμβάνουμε, οι καπιταλιστές δεν ενδιαφέρονται απλά να πουλήσουν τα εμπορεύματα. Ενδιαφέρονται να τα πουλήσουν με αρκετό κέρδος. Όμως κάθε αύξηση των μισθών πέρα από ένα ορισμένο επίπεδο πρέπει αναγκαστικά να περιορίσει πρώτα το ποσοστό και έπειτα τον όγκο των κερδών, και, επομένως, θα μπει φραγμός στη συσσώρευση του κεφαλαίου και στις νέες επενδύσεις.

Μήπως φταίνε «η αναρχία της παραγωγής» και η «δυσαναλογία» ανάμεσα στους διάφορους κλάδους της παραγωγής, που ενυπάρχουν στην ατομική ιδιοκτησία και τη γενικευμένη παραγωγή εμπορευμάτων; Χωρίς καμιά αμφιβολία. Με τον όρο όμως να μη δώσουμε «εναρμονιστική» εκδοχή σ’ αυτή την εξήγηση, σύμφωνα με την οποία θα έφτανε να «ρυθμίσει ένα γενικό καρτέλ την παραγωγή» όλων των κλάδων, για να εξαφανιστούν οι κρίσεις υπερπαραγωγής. Γιατί, μέσα στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, η δυσαναλογία ανάμεσα στην παραγωγή και την κατανάλωση των «τελευταίων καταναλωτών» είναι και αυτή ένα αυτόνομο συστατικό στοιχείο του συστήματος, δίπλα στην αναρχία της καπιταλιστικής παραγωγής.

Μήπως πρόκειται για την «πτώση του ποσοστού κέρδους»; Χωρίς καμιά αμφιβολία. Αλλά ούτε κι εδώ με τη μηχανιστική έννοια του όρου, που υπαγορεύει μια ευθύγραμμα αιτιολογική σειρά του τύπου: «πτώση του ποσοστού κέρδους – μείωση των επενδύσεων – μείωση της απασχόλησης – πτώση των αποδοχών – κρίση υπερπαραγωγής». Την παραμονή του κραχ υπάρχει συνήθως αύξηση και όχι μείωση των επενδύσεων, όπως άλλωστε υπάρχει γενικά αύξηση και όχι πτώση των μισθών στην ίδια φάση πυρετικής δραστηριότητας που προηγείται από το ξέσπασμα της κρίσης (φυσικά υπάρχουν και εξαιρέσει σ’ αυτό τον κανόνα. Στη Δ. Γερμανία, οι επενδύσεις άρχισαν να πέφτουν πριν από το ξέσπασμα της ύφεσης 1974-1975).

Για να καταλάβουμε την πραγματική αλυσιδωτή σχέση που υπάρχει ανάμεσα στην πτώση του ποσοστού του κέρδους, την κρίση υπερπαραγωγής και το ξέσπασμα της κρίσης[3], πρέπει να κάνουμε διάκριση ανάμεσα στα  φαινόμενα, με τα οποία εκδηλώνεται η κρίση, τους πυροδότες της, τη βαθύτερη αιτία και τη λειτουργία τους μέσα στα πλαίσια της εσωτερικής λογικής του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής.

Η καπιταλιστική οικονομική κρίση είναι πάντα μια κρίση υπερπαραγωγής εμπορευμάτων. Αυτό δεν είναι ούτε κάτι το φαινομενικό, ούτε προϊόν μιας «ιδεολογικά παραμορφωμένης αντίληψης». Η κρίση υπερπαραγωγής είναι απτή πραγματικότητα, που ο μαρξισμός προσπαθεί να εξηγήσει και όχι να την πνίξει σε μια πλημμύρα από ψευτοθεωρητικά κούφια λόγια.

Η υπερπαραγωγή σημαίνει πάντα ότι ο καπιταλισμός έχει παραγάγει εμπορεύματα, που δεν ανταποκρίνονται πια στη διαθέσιμη αγοραστική δύναμη, επομένως τα εμπορεύματα δεν μπορούν να αγοραστούν στις τιμές παραγωγής, δηλαδή στις τιμές που δίνουν στους ιδιοκτήτες τους το μέσο κέρδος που υπολόγιζαν. Όποιες και αν είναι οι βαθύτερες λεπτομέρειες της ανάλυσης, το πρώτο φαινόμενο που πρέπει να σημειωθεί είναι αυτό της απότομης ρήξης της ασταθούς ισορροπίας που υπάρχει σε «ομαλούς καιρούς» ανάμεσα στην προσφορά και τη ζήτηση των εμπορευμάτων:

Απότομα η προσφορά ξεπερνάει τη ζήτηση σε τέτοιο βαθμό που προκαλεί μαζική πτώση των παραγγελιών και σημαντική μείωση της τρέχουσας παραγωγής. Είναι αυτή η έλλειψη πωλήσεων, η εξάντληση των στοκ και η πτώση της τρέχουσας παραγωγής, που οδηγούν στη συσσωρευτική κίνηση της κρίσης: πτώση της απασχόλησης, των αποδοχών, των επενδύσεων, της παραγωγής, των παραγγελιών· νέος κύκλος πτώσης της απασχόλησης, των αποδοχών, των επενδύσεων, της παραγωγής κλπ, και αυτό στους δύο κυριότερους τομείς της παραγωγής, στον τομέα των παραγωγικών αγαθών και τον τομέα των καταναλωτικών αγαθών.

Δεν έχει σημασία αν η πτώση των πωλήσεων αρχίσει στον ένα ή τον άλλο απ’ αυτούς τους δύο τομείς. Εμπειρικά μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι αρχίζει πιο συχνά στο δεύτερο. Αυτό έγινε και πάλι κατά την ύφεση 1974-1975 (αυτοκίνητα!). Αλλά δεν πρέπει να ζητήσουμε καμιά «έμφυτη λογική» σ’ αυτό το εμπειρικό γεγονός. Υπήρξαν και μπορούν να υπάρξουν και κρίσεις υπερπαραγωγής που αρχίζουν ταυτόχρονα και στους δύο τομείς και άλλες – πιο σπάνιες – που αρχίζουν πρώτα στον τομέα των παραγωγικών αγαθών.

Πρέπει να διακρίνουμε το γεγονός-πυροδότη, που κάνει τις κρίσεις υπερπαραγωγής να ξεσπάσουν, από τις μορφές που θα πάρουν αυτές οι κρίσεις. Μπορεί αυτό το γεγονός να είναι ένα χρηματιστικό σκάνδαλο, ένας απότομος τραπεζικός πανικός, η χρεοκοπία μιας μεγάλης επιχείρησης, αλλά μπορεί να είναι και απλά η μεταστροφή της συγκυρίας (γενική πτώση των πωλήσεων) σ’ ένα τομέα-κλειδί της παγκόσμιας αγοράς. Πυροδότης μπορεί να είναι ακόμα και η απότομη έλλειψη μιας πρώτης (ή ενεργειακής) ύλης. Αυτό έγινε κατά την κρίση του 1866, που προκλήθηκε από έλλειψη βαμβακιού εξαιτίας του Εμφυλίου Πολέμου στις Ενωμένες Πολιτείες. Αλλά ο πυροδότης δεν είναι η αιτία της κρίσης. Δεν προκαλεί το ξέσπασμά της παρά μόνο στο βαθμό που δημιουργεί τη συσσωρευτική κίνηση που περιγράψαμε πιο πάνω. Για να γίνει αυτό, πρέπει να συμπέσουν μια σειρά προϋποθέσεις, που δεν απορρέουν με κανένα τρόπο από το αυτόνομο παιχνίδι του πυροδότη. Έτσι η παταγώδης χρεοκοπία ενός μεγάλου εμπορικού οίκου ή μιας μεγάλης Τράπεζας συνήθως δεν θα ανακόψει τη συγκυρία στην αρχή μιας φάσης «μπουμ», επιταχυνόμενης ανάπτυξης. Μόνο προς το τέλος αυτής της φάσης θα έχει ένα τέτοιο αποτέλεσμα γιατί όλα τα στοιχεία της επικείμενης κρίσης είχαν ήδη συγκεντρωθεί και περίμεναν μόνο ένα καταλυτικό στοιχείο για να εκδηλωθούν.

Η αντικειμενική λειτουργία της κρίσης υπερπαραγωγής για την ανάπτυξη του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής είναι μια άλλη έννοια, που πρέπει επίσης να διαφοροποιηθεί από τις μορφές εκδήλωσης της κρίσης, από τον πυροδότη και τις βαθύτερες αιτίες της. Η αντικειμενική λειτουργία της κρίσης είναι ότι αποτελεί μηχανισμό, μέσα από τον οποίο ο νόμος της αξίας επιβάλλεται, παρά τον καπιταλιστικό ανταγωνισμό (ή τη δράση των μονοπωλίων!).

Στην αρχή κάθε βιομηχανικού κύκλου, υπάρχει εξορθολογισμός, εντατικοποίηση του ρυθμού δουλειάς, αυξημένη τεχνική πρόοδος. (Αυτό ισχύει ιδιαίτερα σε περιόδους μεγάλων τεχνολογικών επαναστάσεων, που υποβαστάζουν τις φάσεις επιταχυνόμενης καπιταλιστικής ανάπτυξης, όπως η φάση 1940-1948 ως το τέλος της δεκαετίας του 1960). Σε μια εμπορευματική οικονομία, η έντονη αύξηση της παραγωγικότητας σημαίνει πάντα την πτώση της κατά μονάδα αξίας των εμπορευμάτων. (Δεν έχει σημασία αν αυτό το γεγονός δεν φαίνεται εξαιτίας της υποτίμησης του χαρτονομίσματος. Αν υπολογίσουμε τις τιμές σε χρυσό ή σε ώρες εργασίας θα αποκαλυφθεί αμέσως αυτή η πτώση της αξίας).

Αλλά είναι ακριβώς σε περίοδο «υπερθέρμανσης» που οι καπιταλιστές ιδιοκτήτες εμπορευμάτων – κυρίως οι βιομήχανοι που εφάρμοσαν την πιο προχωρημένη τεχνολογία – μπορούν με περισσότερη ή λιγότερη επιτυχία να διατηρήσουν σε ισχύ τις παλιές αξίες, πράγμα που εξασφαλίζει άφθονα υπερκέρδη. Η πτώση των πωλήσεων, η υπερπαραγωγή, η απότομη ρήξη της ισορροπίας ανάμεσα στην προσφορά και τη ζήτηση αποτελούν το μηχανισμό, που οδηγεί στην πτώση των τιμών, δηλαδή που επιβάλλει τις νέες αξίες των εμπορευμάτων, που προέρχονται από την αύξηση της παραγωγικότητας, προκαλώντας μια ισχυρή πτώση των κερδών και μια ισχυρή υποτίμηση κεφαλαίων για τους καπιταλιστές[4]

Με τον ίδιο τρόπο μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι η ανάκαμψη και η αρχή της υψηλής συγκυρίας είναι ακριβώς οι φάσεις του κύκλου που πραγματοποιείται η μαζική ανανέωση του πάγιου κεφαλαίου, μια διαδικασία που εξελίσσεται σε αρκετά σύντομο χρονικό διάστημα και όχι αναλογικά με τα χρόνια της «ηθικής» διάρκειάς τους. Έτσι προωθείται η κυκλική κίνηση,  η οποία τείνει να αναπαράγεται μέσα από μια «αντανακλαστική επίδραση»[5] Αλλά επειδή η περιοδικότητα αυτής της ανανέωσης δεν είναι αυστηρά προκαθορισμένη, γιατί εξαρτάται με τη σειρά της από τις συνθήκες αποδοτικότητας, από τις προβλέψεις της επέκτασης της αγοράς, από το ρυθμό της μακροπρόθεσμης τεχνολογικής ανανέωσης, είναι περισσότερο αποτέλεσμα και όχι πηγή των συγκυριακών διακυμάνσεων, παρόλο που αναμφισβήτητα τις μεγαλώνει και συμβάλλει στην αναπαραγωγή τους.

Τα παραπάνω δεν αποτελούν λοιπόν μια εξήγηση της κρίσης. Έχουμε πει επανειλημμένα ότι η κρίση είναι μια εκδήλωση της πτώσης του μέσου ποσοστού του κέρδους, ενώ ταυτόχρονα αποκαλύπτει την υπερπαραγωγή εμπορευμάτων. Πρέπει ακόμα να καθορίσουμε μια περισσότερο ακριβή αιτιολογική σειρά, ενσωματώνοντας μια σειρά απαραίτητων βοηθητικών παραγόντων, που βρίσκονται τόσο στη σφαίρα της παραγωγής και της κυκλοφορίας των εμπορευμάτων, όσο και στον τομέα του ανταγωνισμού και της πάλης των τάξεων[6].

 

Νομίζουμε λοιπόν ότι η αιτιολογική σειρά είναι η εξής.

 

Από μια ορισμένη στιγμή της ανάκαμψης και της υψηλής συγκυρίας και πέρα, υπάρχει αναπόφευκτη αύξηση της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου, μέσα από μια τεχνική πρόοδο που στο καπιταλιστικό σύστημα δεν είναι ποτέ ουδέτερη, αλά έχει σαν κύριο στόχο να «εξοικονομήσει εργατικό δυναμικό» (αντικαθιστώντας το με μηχανήματα) και μέσα από τη διόγκωση των επενδύσεων, που τροφοδοτούν την καλή συγκυρία. Αυτή η αύξηση της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου μπορεί, για μια ορισμένη περίοδο, να αφήσει ακέραιο το ποσοστό του κέρδους (είναι η φάση «σελήνη του μέλιτος» του μπουμ), όταν συνοδεύεται από μια ισχυρή αύξηση του ποσοστού υπεραξίας, μια σχετική πτώση των τιμών των πρώτων υλών και (ή) μια αυξημένη επένδυση κεφαλαίων σε τομείς ή χώρες όπου η οργανική σύνθεση του κεφαλαίου είναι χαμηλή. Αλλά η ίδια η λογική της ανάπτυξης υποσκάπτει τους όρους αυτή ς της «σελήνης του μέλιτος»:

    όσο περισσότερο επιταχύνεται η ανάπτυξη, τόσο περισσότερο περιορίζεται ο βιομηχανικός εφεδρικός στρατός και τόσο περισσότερο γίνεται δύσκολο να αυξηθεί το ποσοστό υπεραξίας, μια που ο συσχετισμός δυνάμεων στην αγορά της εργασίας αλλάζει προς όφελος εκείνων που πουλούν την εργατική τους δύναμη, αν η τελευταία είναι καλά οργανωμένη.

    όσο μεγαλύτερη είναι η περίοδος ανάπτυξης, τόσο δυσκολότερο γίνεται να διατηρηθεί η σχετική πτώση των τιμών των πρώτων υλών, επειδή οι συνθήκες παραγωγής είναι λιγότερο ελαστικές (εξαρτώνται περισσότερο από φυσικούς παράγοντες) σ’ αυτό τον τομέα.

    όσο περισσότερο διαρκεί και προχωρεί σε βάθος η ανάπτυξη, τόσο πιο πολύ σπανίζουν οι τομείς (και οι χώρες), όπου τα παραγωγικά κεφάλαια μπορούν να βρουν συνθήκες χαμηλότερης οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου απ’ ό,τι στους βασικούς τομείς των βιομηχανικά προχωρημένων χωρών.

Το σύνολο αυτής της εσωτερικής λογικής της ανάπτυξης προκαλεί, από ένα ορισμένο σημείο και πέρα, μια τάση προς την πτώση του ποσοστού του κέρδους. Αλλά ούτε η παραγωγικότητα, ούτε οι τιμές προσαρμόζονται αυτόματα, άμεσα και μ’ ένα ενιαίο τρόπο σ’ αυτές τις πιο δυσμενείς συνθήκες αξιοποίησης του κεφαλαίου (προσαρμογή που θα μπορούσε να «μετριάσει» τον κύκλο και να αποφύγει ένα παταγώδες κραχ).

Η πτώση του ποσοστού κέρδους οξύνει τον ανταγωνισμό ανάμεσα στους καπιταλιστές. Σ’ αυτό τον ανταγωνισμό οι επιχειρήσεις με τη μεγαλύτερη τεχνολογική ανάπτυξη και οι πιο ισχυρές από την άποψη των διαστάσεων των κεφαλαίων τους, διαθέτουν ολοφάνερα προτερήματα σε σχέση με τις πιο καθυστερημένες και αδύνατες επιχειρήσεις. Επειδή κυριαρχούν στην αγορά – πράγμα που είναι ακόμα πιο φανερό για τα καπιταλιστικά μονοπώλια – προσπαθούν να καθυστερήσουν όσο μπορούν τη «στιγμή της αλήθειας», δηλαδή να διατηρήσουν όσο μπορούν το παλιό μέσο κέρδος, ή και τα υπερκέρδη που γνώριζαν κατά την ακμή του «μπουμ».

Η πτώση του μέσου ποσοστού κέρδους σημαίνει απλώς ότι, σε σχέση με το σύνολο του κοινωνικού κεφαλαίου, η συνολική υπεραξία που παράγεται δεν αρκεί πια για να διατηρηθεί το παλιό μέσο ποσοστό του κέρδους. Δεν σημαίνει αναγκαστικά ότι οι κυριότερες Τράπεζες θα δουν άμεσα να πέφτει το ποσοστό του κέρδους τους. Η πτώση εκδηλώνεται στην αρχή μάλλον με τον εξής τρόπο: ένα μέρος του πρόσφατα συσσωρευμένου κεφαλαίου δεν μπορεί να επενδυθεί παραγωγικά κάτω από τις «κανονικά προβλεπόμενες» συνθήκες αποδοτικότητας, αλλά κατευθύνεται όλο και περισσότερο προς κερδοσκοπικές, επικίνδυνες, λιγότερο αποδοτικές δραστηριότητες[7] Έτσι δεν μειώνεται ο απόλυτος όγκος των επενδύσεων. Μπορεί και να αυξηθεί. Ούτε μειώνονται η απασχόληση και ο όγκος των μισθών. Βρίσκονται σε πολύ υψηλά επίπεδα, αν όχι στο μάξιμουμ. Αλλά επενδύσεις, απασχόληση και παραγωγικότητα (παραγωγή σχετικής υπεραξίας) δεν αυξάνονται πια αρκετά για να τροφοδοτήσουν από μόνες τους την ανάπτυξη που απ’ ό,τι φαίνεται εξακολουθεί το δρόμο της, χωρίς να νοιάζεται για ό,τι γίνεται από την πλευρά του «τελευταίου καταναλωτή». Η βιομηχανία δεν είναι πια «ο καλύτερος πελάτης της βιομηχανίας».

Όμως αυτό το σημείο μεταστροφής της συγκυρίας, που συνήθως μένει «κρυμμένο» από τη συνέχιση του «μπουμ», συμπίπτει με δύο φαινόμενα που υποσκάπτουν ακόμα πιο πολύ τα θεμέλιά της:

– Από τη μια μεριά, η πτώση του μέσου ποσοστού του κέρδους πρέπει να εξαπολύσει, μέσα σε συνθήκες συνέχισης της ανάπτυξης και όξυνσης της κερδοσκοπίας, μια όλο και μεγαλύτερη προσφυγή στην πίστωση και επομένως μια επιδείνωση των χρεών των επιχειρήσεων. Αυτό οξύνει την αντίστασή τους σε κάθε γρήγορη αναπροσαρμογή των τιμών και των κερδών δεδομένου ότι τα αυξημένα οικονομικά βάρη, σε συνδυασμό με μια πτώση των ακαθάριστων κερδών, θα περιόριζαν ακόμα πιο πολύ το κέρδος της επιχείρησης. Η ραγδαία αύξηση των πιστώσεων είναι σχεδόν αναπόφευκτη, καθώς οι Τράπεζες προσπαθούν να αποφύγουν αλυσιδωτές χρεοκοπίες που θα τους προκαλούσαν σοβαρές ζημιές. Έτσι πραγματοποιείται ένα ανεπαίσθητο πέρασμα από το «μπουμ» στην υπερθέρμανση, που αποκρύβει ακόμα περισσότερο στο άμεσο μέλλον τις δυνάμεις που προετοιμάζουν αμείλικτα την κατάρρευση.

– Από την άλλη μεριά, στο βαθμό που προχωράει η ανάπτυξη, για να μην πούμε η υπερθέρμανση, πρέπει αναγκαστικά να εμφανιστούν εκδηλώσεις πλεονάζουσας παραγωγικής ικανότητας, δηλαδή δυνητικής υπερπαραγωγής. Τα δύο βασικά φαινόμενα της ανάπτυξης στη φάση «σελήνη του μέλιτος» – η αύξηση της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου και η αύξηση της σχετικής υπεραξίας (η αύξηση του ποσοστού υπεραξίας) – δεν μπορούν να μην καταλήξουν σε μια αύξηση του όγκου των εμπορευμάτων που παράγονται[8]. Στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής είναι αδύνατο να περιοριστεί η κατά μονάδα αξία των καταναλωτικών αγαθών (που βρίσκεται στη βάση της αύξησης της σχετικής υπεραξίας) χωρίς να αυξηθεί σημαντικά ο συνολικός όγκος της. Με τον ίδιο τρόπο είναι αδύνατο να αυξηθεί η παραγωγή μηχανημάτων και πρώτων υλών (πρωτογενής τομέας), που βρίσκεται τη βάση της αύξησης της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου, χωρίς να αυξηθεί σημαντικά μακροπρόθεσμα η παραγωγική ικανότητα του δευτερογενούς τομέα (καταναλωτικά αγαθά), έστω και σε μικρότερο βαθμό απ’ ό,τι συμβαίνει στον πρωτογενή τομέα. Οι εσωτερικές αντιφάσεις του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής είναι τέτοιες που στη διάρκεια της ανάπτυξης:

    α) η αύξηση της υ/μ (υπεραξία / μεταβλητό κεφάλαιο) δεν μπορεί να εξουδετερώσει την αύξηση του σ/μ (σταθερό κεφάλαιο / μεταβλητό κεφάλαιο) σαν συνάρτηση της ταξικής πάλης.

    β) παρά την πρόοδο που σημειώθηκε στην ανεύρεση «όλο και πιο έμμεσων μορφών παραγωγής» (roundabout ways of production), η αλλαγή της σχέση: σταθερού κεφαλαίου / μεταβλητού κεφαλαίου δεν μπορεί να είναι αναλογική με την αλλαγή της σχέσης: παραγωγικής ικανότητας παραγωγικών μέσων / παραγωγικής ικανότητας καταναλωτικών μέσων σαν συνάρτηση επίσης με τους μηχανισμούς του ανταγωνισμού και της τεχνικής προόδου.

Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες, η παραγωγική ικανότητα του δευτερογενούς τομέα πρέπει να αυξάνεται πιο γρήγορα από τον όγκο των μισθών και αυτό σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό αν το κεφάλαιο καταφέρει να καθυστερήσει τη στιγμή που η αύξηση του ποσοστού υπεραξίας θα επιβραδυνθεί ή θα σταματήσει.

Όσο περισσότερο υπάρχουν κεφάλαια, που δεν αξιοποιούνται, τόσο περισσότερο η αύξηση του όγκου της παραγόμενης υπεραξίας θα καθυστερήσει σε σχέση με τη συσσώρευση του κεφαλαίου. Όσο περισσότερο πέφτει το χάσμα ανάμεσα στο προβλεπόμενο ποσοστό του κέρδους και στο κέρδος που πραγματοποιείται από όλο και περισσότερες επιχειρήσεις, ανάμεσα στα οικονομικά τους βάρη και τα πραγματικά έσοδά τους. Και τόσο περισσότερο αυτές βρίσκονται στο έλεος του πρώτου τυχόντος συμβάντος, που θα μπορούσε να προκαλέσει τη χρεοκοπία τους. «Υπεραφθονία» κεφαλαίων και «στενότητα» κερδών συνυπάρχουν και αλληλοκαθορίζονται.

Για να επιβληθούν οι επιπτώσεις της πτώσης του ποσοστού του κέρδους σ’ όλα τα κεφάλαια, πρέπει να υπάρχει γενική έλλειψη πωλήσεων και πτώση των τιμών (των τιμών σε χρυσό), που έχει σαν αποτέλεσμα πτώση της παραγωγής σ’ όλους τους τομείς.

Η κρίση υπερπαραγωγής αυξάνει με τη σειρά της την πτώση του ποσοστού του κέρδους που είχε ήδη κατέβει παρά το γεγονός ότι η δημιουργία της υπεραξίας ήταν σχεδόν στο ανώτερό της επίπεδο. Με τη μείωση της απασχόλησης και την εμφάνιση της πλήρους ή μερικής ανεργίας, ο συνολικός όγκος της παραγόμενης υπεραξίας πέφτει ακόμα και σε σχέση με το επίπεδο που είχε φτάσει στο τέλος του «μπουμ» και κατά την υπερθέρμανση και αυτό παρά το γεγονός ότι το ποσοστό εκμετάλλευσης των εργαζομένων που απασχολούνται ακόμα βρίσκεται σε άνοδο (είχε σταματήσει να αυξάνεται στο τέλος του «μπουμ»).

Μπορούμε να πούμε λοιπόν, μ’ ένα σχηματικό τρόπο, ότι η «υπερεπένδυση» προκαλεί μια «υπερσυσσώρευση», που οδηγεί με τη σειρά της σε μια «υποεπένδυση» και μια μαζική υποτίμηση κεφαλαίων. Μόνο αν αυτή η υποτίμηση είναι αρκετά μεγάλη και αν η ανεργία, μαζί με πολλαπλά μέτρα εξορθολογισμού δώσουν μια ισχυρή «νέα ώθηση» στο ποσοστό εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης, θα ανακοπεί η πτώση του ποσοστού του κέρδους και μπορεί να ξεκινήσει ένας νέος κύκλος αυξημένης συσσώρευσης κεφαλαίων.

Η ομάδα οικονομολόγων του ΚΚ Γαλλίας, που ασχολήθηκε με την κρίση, παρόλο που προσπαθεί να συνδέσει την ανάλυση της υπερσυσσώρευσης κεφαλαίων με την ανάλυση της υπερπαραγωγής εμπορευμάτων, ωστόσο εμποδίζεται από την αντίληψη του «κρατικού μονοπωλιακού καπιταλισμού», που υποστηρίζει και που την οδηγεί σε συγχυσμένες και αντιφατικές διατυπώσεις, όπως εκείνη για την «υπερβολική συσσώρευση» ή «σπατάλες συσσώρευσης»: «…είναι οι απαιτήσεις για τη συσσώρευση κεφαλαίων εκ μέρους των χρηματοδοτούμενων από το Κράτος μονοπωλίων, που οδήγησαν σε φοβερές σπάταλες συσσώρευσης. Είναι αυτές οι σπατάλες συσσώρευσης κεφαλαίων και η αναζήτηση κερδών, για να τα κάνουν ακόμα πιο αποδοτικά και μεγαλύτερα, που αποτελεί τη βασική αιτία (;) για τον επιταχυνόμενο πληθωρισμό… Και εξαιτίας των τεράστιων πλεονασμάτων (;), η συσσώρευση μέσων παραγωγής δεν εξασφαλίζει πια την απαραίτητη αγορά για να πουληθούν τα παραγόμενα προϊόντα». (Πωλ Μποκαρά, σ. 54, 55 σε «La Crise», Économie et Politique, αρ. 251-252-253, Ιούνης-Ιούλης-Αύγουστος 1975).

Φαίνεται να ξεχνάει ο Μποκαρά ότι η καπιταλιστική παραγωγή είναι πάντα μια παραγωγή για το κέρδος – σήμερα όπως και στην αυγή του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής – και ότι η έννοια «σπατάλη συσσώρευσης» που αναφέρεται στην αξία χρήσης των εμπορευμάτων που παράγονται από τους καπιταλιστές δεν έχει νόημα στα πλαίσια αυτού του τρόπου παραγωγής. Αν υπάρχει «υπερσυσσώρευση», αυτό δεν οφείλεται κατά κύριο λόγο στο γεγονός ότι το Κράτος βοήθησε υπερβολικά τα μονοπώλια ή ότι αυτά δεν επένδυσαν καλά τα κεφάλαιά τους. Η βασική αιτία είναι ότι το σύνολο της παραγόμενης υπεραξίας δεν επιτρέπει πια μια επαρκή αξιοποίηση (δεν εξασφαλίζει πια το προβλεπόμενο ποσοστό του κέρδους) του συνόλου των κεφαλαίων. Ο τρόπος που κατανέμονται αυτά τα κεφάλαια ανάμεσα στους διάφορους τομείς είναι ένας συντελεστής δεύτερης σημασίας που δεν μπορεί, από μόνος του, να εξηγήσει μια γενική κρίση υπερπαραγωγής, όσον καιρό η συνολικά παραγόμενη υπεραξία αρκεί για την αξιοποίηση του συνολικού κεφαλαίου.

Μπορούμε να καταλάβουμε μ’ ένα πολύ απλό τρόπο σε ποιο βαθμό οι οπαδοί της μονοδιάστατης εξήγησης της κρίσης με την «υποκατανάλωση», καθώς και οι οπαδοί της «υπερσυσσώρευσης» έχον ταυτόχρονα εν μέρει δίκιο και εν μέρει άδικο, αν φανταστούμε τον εξής διάλογο ανάμεσα σε κουφούς που θα έκαναν δύο θερμοί οπαδοί αυτών των δύο θεωριών (ας πούμε ένας ρεφορμιστής συνδικαλιστής νεοκεϋνσιανής έμπνευσης και ένας εκπρόσωπος της εργοδοσίας νεοφιλελεύθερης έμπνευσης):

« – Επειδή υπάρχει κρίση των πωλήσεων, επομένως, υπεραφθονία εμπορευμάτων, πρέπει αμέσως να αυξήσουμε τους μισθούς για να απορροφηθούν τα απούλητα στοκ και να ξανασυνδέσουμε την αντλία. Αλλιώς δεν θα βγούμε από την κρίση.

– Φουκαρά μου, κάνεις λάθος! Η κρίση είναι πάνω απ’ όλα ο περιορισμός των επενδύσεων (και επομένως της απασχόλησης) εξαιτίας της πτώσης των κερδών. Αν αυξήσεις τους μισθούς ακριβώς σ’ αυτή τη φάση του κύκλου, θα περιορίσεις ακόμα περισσότερο τα κέρδη, επομένως τις επενδύσεις, άρα και την απασχόληση. Πρέπει αντίθετα να περιορίσεις άμεσα τους μισθούς. Έτσι οι διευθυντές των επιχειρήσεων θα δουν τα κέρδη τους να αυξάνονται, θα προχωρήσουν σε νέες επενδύσεις, θα προσλάβουν νέο προσωπικό και τότε η συγκυρία θα πάρει νέα ώθηση.

– Ακούστηκε ποτέ μεγαλύτερη βλακεία; Υπάρχει ήδη μεγάλη κρίση των πωλήσεων. Περιορίζοντας τους μισθούς, θα περιορίσετε και την τρέχουσα αγοραστική δύναμη των μαζών, δηλαδή τη συνολική ζήτηση. Με τον περιορισμό της συνολικής ζήτησης, η κρίση των πωλήσεων θα οξυνθεί και η αγορά θα γεμίσει με απούλητα εμπορεύματα! Είδατε ποτέ εργοδότες να κάνουν επενδύσεις για να παράγουν ακόμα περισσότερα απούλητα εμπορεύματα; Περιορίζοντας τους μισθούς, θα οξύνετε την κρίση, αντί να την ξεπεράσετε».

Το βασικό λάθος που κάνουν οι δύο σχολές, λάθος άλλωστε που πλησιάζει κατά πολύ το λάθος των ακαδημαϊκών σχολών, που χρησιμοποιούν μακροοικονομικά σύνολα (η «συνολική ζήτηση» των κεϋνσιανών και ο «νομισματικός όγκος» των μονεταριστών), είναι ότι προϋποθέτουν την ύπαρξη μιας σειρά από μηχανικές και γενικευμένες αναπροσαρμογές που στην πραγματικότητα μπαίνουν σε λειτουργία μόνο κάτω από ορισμένες πολύ συγκεκριμένες προϋποθέσεις[9].

Η αύξηση των οικογενειακών εισοδημάτων δεν δίνει πραγματικά «νέα ώθηση» στη συγκυρία, παρά μόνο αν συνοδευτεί από μια αύξηση του ποσοστού κέρδους και από μια προοπτική γενικευμένης επέκτασης της αγοράς. Σε διαφορετική περίπτωση δεν έχει σαν επακόλουθο μια αύξηση των επενδύσεων. Αντίστροφα, η αύξηση των κερδών και των επενδύσεων επιτρέπει το ξεπέρασμα της κρίσης μόνο αν συνοδευτεί από μια επέκταση της συνολικής ζήτησης. Αλλιώς τα αποθέματα απούλητων εμπορευμάτων θα εξακολουθούν να βαραίνουν στην αγορά και να διατηρούν την οικονομία σε επίπεδα ύφεσης. Χρειάζεται ο συνδυασμός μιας ισχυρής επέκτασης της αγοράς (της αγοραστικής δύναμης των τελευταίων καταναλωτών) και μιας έντονης αύξησης του μέσου ποσοστού του κέρδους για να επιτραπεί ένας νέος κύκλος ανάπτυξης της παραγωγής και συσσώρευσης του κεφαλαίου. Αλλά η σύμπτωση αυτών των δύο παραγόντων εξαρτάται από τη συνδρομή πολλών και διαφόρων περιστάσεων. Επομένως είναι αδύνατο να δημιουργηθεί την κρίσιμη στιγμή από το άλφα ή βήτα κυβερνητικό μέτρο (ή ιδιωτική συμφωνία). Από δω πηγάζει ο ανεξέλεγκτος χαρακτήρας του κύκλου.

Θα μπορούσαμε να αναρωτηθούμε γιατί οι καπιταλιστές, με μια πείρα 150 χρόνων, συνεχίζουν να δρουν λίγο πολύ με τον ίδιο τρόπο, αντί να προσπαθήσουν να «αντισταθμίσουν» τα αμοιβαία λάθη τους στην πρόβλεψη των οικονομιών εξελίξεων. Γιατί όλες οι επιχειρήσεις αυξάνουν (υπέρμετρα) τις επενδύσεις στη διάρκεια της υψηλής συγκυρίας, πράγμα που επιταχύνει την πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα και υπερπαραγωγή; Γιατί περιορίζουν όλες (υπέρμετρα) τις επενδύσεις τους στη διάρκεια της κρίσης, πράγμα που οξύνει την κρίση των πωλήσεων και την πτώση των κερδών; Δεν είναι ένα παράλογο «ένστικτο του κοπαδιού» που τους κάνει να συμπεριφέρονται έτσι;

Η απάντηση είναι απλή: ό,τι φαίνεται λογικό από την άποψη του συστήματος στο σύνολό του παύει να είναι τέτοιο από την άποψη κάθε μεγάλης επιχείρησης ξεχωριστά και αντίστροφα. Όταν υπάρχει μεγάλη επέκταση της αγοράς, όλες οι επιχειρήσεις πρέπει να προσπαθήσουν να τρώνε από το αυξημένο γλυκό, επιταχύνοντας έτσι την «υπερεπένδυση» και την πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα. Όταν υπάρχει κρίση των πωλήσεων, θα ήταν παράλογο για την κάθε ατομική επιχείρηση να αυξήσει την παραγωγική ικανότητά της. Πρέπει αντίθετα να περιορίσει της ζημιές και την πτώση των τιμών (σε χρυσό), δηλαδή να μειώσει την παραγωγή. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα μια συσσωρευτική αποεπένδυση σε μακροοικονομικό επίπεδο. Στις αποφασιστικές καμπές του κύκλου φαίνεται ξεκάθαρα ότι η αφελής πεποίθηση των φιλελεύθερων, κατά την οποία το «γενικό συμφέρον» εξυπηρετείται καλύτερα, αν ο καθένας κοιτάξει το «ατομικό συμφέρον» του, είναι καθαρή αυταπάτη – εκτός από το γεγονός ότι προσπαθεί να αποκρύψει την αντίθεση συμφερόντων ανάμεσα σε καπιταλιστές και μισθωτούς. Η ατομική ιδιοκτησία αποτελεί το αξεπέραστο εμπόδιο για εκτεταμένη αύξηση των επενδύσεων. Γι’ αυτό αποτελεί επίσης το αξεπέραστο εμπόδιο για να εξαφανιστεί ο κύκλος.

Σ’ αυτούς που μας κατηγορούν ότι δίνουμε υπερβολική σημασία στα φαινόμενα των πωλήσεων, επομένως και της ζήτησης, στην ανάλυση της σημερινής κρίσης, καθώς και στη σύνθεση της μαρξιστικής θεωρίας των κρίσεων που σκιαγραφήσαμε εδώ, απαντάμε ότι οι διακυμάνσεις της συγκυρίας είναι πάντα, σε τελευταία ανάλυση, διακυμάνσεις της συσσώρευσης και επομένως της διευρυνόμενης αναπαραγωγής του κεφαλαίου.

Αλλά η διαδικασία της αναπαραγωγής του κεφαλαίου είναι σε τελευταία ανάλυση ακριβώς η ενότητα της παραγωγικής διαδικασίας και της κυκλοφορίας, όπως ο Μαρξ διευκρινίζει πολύ λεπτομερειακά στο Β’ τόμο του Κεφαλαίου. Όποιος θελήσει να εξηγήσει το φαινόμενο των κρίσεων  αποκλειστικά με όσα γίνονται στη σφαίρα της παραγωγής (η παραγωγή μιας ανεπαρκούς ποσότητας υπεραξίας για να εξασφαλιστεί σ’ ολόκληρο το κεφάλαιο ένα αποδεχτό ποσοστό του κέρδους), κάνοντας αφαίρεση των φαινομένων πραγματοποίησης της υπεραξίας, δηλαδή της κυκλοφορίας, άρα της αγοράς, κάνει στην πραγματικότητα αφαίρεση μιας βασικής πλευράς της καπιταλιστικής παραγωγής που είναι πραγματικά μια γενικευμένη εμπορευματική παραγωγή: «Η υπερπαραγωγή ιδιαίτερα έχει σαν όρο το γενικό νόμο παραγωγής του κεφαλαίου, δηλαδή να παράγει στο μέτρο των παραγωγικών δυνάμεων (δηλαδή της δυνατότητας εκμετάλλευσης του μεγαλύτερου δυνατού όγκου εργασίας με το δοσμένο όγκο κεφαλαίου) χωρίς να πάρει υπόψη τα όρια της αγοράς ή τις ανάγκες προϊόντων που μπορούν να πληρωθούν. Και αυτό γίνεται μέσα από τη συνεχή επέκταση της αναπαραγωγής και της συσσώρευσης, επομένως τους συνεχούς μετασχηματισμού των εσόδων σε κεφάλαιο, ενώ ταυτόχρονα η μάζα των παραγωγών παραμένει περιορισμένη στο μέσο επίπεδο των αναγκών και πρέπει να μείνει περιορισμένη σ’ αυτό το επίπεδο, λόγω της γενικής τάσης της καπιταλιστικής παραγωγής». (Κ. Μαρξ: Thoerien über den Mehrwert,  Marx-Engels-Werke, τόμ. XXVI/2, σ. 530-531. Μετάφραση του συγγραφέα).

Και ακόμη πιο συνοπτικά: «Ολόκληρη η διαμάχη, για το αν η υπερπαραγωγή είναι δυνατή και αναγκαία από την άποψη του κεφαλαίου, γυρίζει γύρω από το πρόβλημα αν η διαδικασία αξιοποίησης του κεφαλαίου στην παραγωγή βάζει αμέσως σε πραγμάτωση την αξιοποίησή της, αν η αξιοποίηση που συντελείται στην παραγωγική διαδικασία είναι η πραγματική αξιοποίησή του». (Κ. Μαρξ: Grundrisse, Dietz-Verlag, Βερολίνο 1953, σ. 314. Μετάφραση του συγγραφέα).

 

Σημειώσεις

 

[1]  Πρόκειται κυρίως για το κεφ. XVII του βιβλίου Θεωρίες για την Υπεραξία (Marx-Engels-Werke, τόμος XXVI/2, σ. 467 κ.ε.)· τα κεφάλαια XV και XXX του τόμου III του Κεφαλαίου· τα κεφάλαια XVI, XX και XXI του τόμου II του Κεφαλαίου και τα αποσπάσματα για τις κρίσεις στο Άντι-Ντύρινγκ του Ένγκελς, που αναθεωρήθηκε και διορθώθηκε, αν όχι και συντάχτηκε από τον ίδιο το Μαρξ (Marx-Engels-Werke, τόμος XX, σ. 256-258)

[2]  Thoerien über den Mehrwert, ό.π.π., σ. 293-295.

[3]  Η αδυναμία να καταλάβει αυτή τη σχέση αποτελεί το βασικό ελάττωμα της αξιοσημείωτης μελέτης του Μακάτο Ίτο: The Formation of Marx’s Theory of Crisis, στο Bulletin of the Conference of Socialist Economists, τόμος 4, αρ. 1, Φλεβάρης 1975. Ο συγγραφέας παραμένει εγκλωβισμένος σε μια φανταστική διχοτομία: είτε θεωρία της υπερσυσσώρευσης, είτε θεωρία της υπερπαραγωγής. Η ίδια παρατήρηση ισχύει για τον Ζακ Ατταλί που διαπιστώνει «δύο πολύ διαφορετικές ερμηνείες της κρίσης» στον Μαρξ (Ruptures d’ un système économique, ό.π.π, σ. 34). Στο ίδιο συλλογικό έργο, οι Π. Ντοκ και Μ. Ροζιέ υπογραμμίζουν αντίθετα το γεγονός ότι η κρίση της υπερσυσσώρευσης και η κρίση της υπερπαραγωγής αλληλοσυμπληρώνονται, όπως το κάνουμε κι εμείς.

[4]  Κ. Μαρξ: Das Kapital, τόμ. III, Marx-Engels-Werke, τόμ. XXV, σ. 265.

[5]  «Ο πιο γρήγορος ρυθμός της ανακύκλωσης του πάγιου κεφαλαίου που σημειώσαμε στον Ύστερο Καπιταλισμό βρήκε μια εντυπωσιακή επιβεβαίωση σε μια μελέτη του Γραφείου του Σχεδίου στην Ολλανδία, που παρατηρεί ότι η ηλικία της παλιότερης χρησιμοποιούμενης μηχανής κατέβηκε από τα 45 χρόνια το 1959 σε 17 χρόνια το 1973. Σημειώνει επίσης πως η σχετική αύξηση των μισθών προωθεί μια όλο και «νεότερη» κίνηση επενδύσεων σε πάγιο κεφάλαιο, που τείνει να περιορίζει την απασχόληση (H. den Hartog και  H.S. Tjan: «Investeringen, lonen, prijzen en arbeidsplaatsen – Een jaargangmodel met vaste coefficienten voor Nederland» – Central Planning Bureau. The Hague, Occasional Papers αρ. 2/1974) – «Mythes et Réalités sur le Chômage» (σε: Banque, Μάρτης 1978) δίνει ενδιαφέροντα εμπειρικά στοιχεία για την τάση αντικατάστασης της «εργασίας» από το «κεφάλαιο» στη Γαλλία την περίοδο 1964-1976.

[6]  « … η πραγματική κρίση δεν μπορεί να παρουσιαστεί παρά να ξεκινήσουμε από την πραγματική κίνηση της καπιταλιστικής παραγωγής, του καπιταλιστικού ανταγωνισμού και της καπιταλιστικής πίστωσης» (Κ. Μαρξ, Thoerien über den Mehrwert,  Marx-Engels-Werke, τόμ. XXVI/2, σ. 509).

[7]  Κ. Μαρξ: Das Kapital, τόμ. III, Marx-Engels-Werke, τόμ. XXV, σ. 261.

[8]  «Στον ίδιο βαθμό που αυξάνεται το μέγεθός της (της παραγωγής μηχανημάτων), πρέπει να αυξηθεί ο όγκος των προϊόντων…» (Κ. Μαρξ, Grundrisse, ό.π.π., σ. 627. Μετάφραση του συγγραφέα). Και επίσης: «Το ίδιο ισχύει για την παραγωγική δύναμη. Από την μια μεριά (υπάρχει) η τάση του κεφαλαίου, να την αναπτύξει στο μάξιμουμ, για να αυξήσει το χρόνο της σχετικής υπερεργασίας. Αλλά από την άλλη μεριά αυτό περιορίζει τον αναγκαίο χρόνο εργασίας και επομένως την ανταλλακτική ικανότητα του εργαζομένου. Εκτός απ’ αυτό, όπως είδαμε, η υπεραξία αυξάνεται σε μικρότερη αναλογία από την παραγωγική δύναμη και αυτή η αναλογία μειώνεται όλο και περισσότερο, στο βαθμό που η παραγωγική δύναμη έχει ήδη αυξηθεί κατά πολύ. Αλλά ο όγκος των προϊόντων αυξάνεται σε παρόμοια αναλογία… Στον ίδιο βαθμό αξιοποίησης του χρόνου εργασίας που περιέχουν – γιατί αυξάνεται η απαίτηση μιας (αυξημένης) κατανάλωσης». (Κ. Μαρξ, Grundrisse, ό.π.π., σ. 325. Μετάφραση του συγγραφέα).

[9] Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Ο Πωλ Μάτικ γράφει στο βιβλίο Marx and Keynes, (Merlin Press, Λονδίνο 1969, σ. 79): «Η κάμψη των πωλήσεων στην αγορά πρέπει να δημιουργείται από το γεγονός ότι η εργασία δεν είναι αρκετά παραγωγική για να ικανοποιήσει τις ανάγκες της συσσώρευσης του κεφαλαίου. Είναι γιατί δεν έχει παραχθεί αρκετά, που το κεφάλαιο δεν μπόρεσε να επεκταθεί με το ρυθμό που χρειάζεται που για να πραγματοποιήσει πλήρως (την αξία) όλων των προϊόντων που παράχθηκαν». Μ’ άλλα λόγια, αν είχαν προχωρήσει ικανοποιητικά τα κέρδη και οι επενδύσεις, δεν θα υπήρχε πτώση των πωλήσεων των καταναλωτικών αγαθών. Ο Μαρξ έχει εντελώς διαφορετική άποψη, όπως φαίνεται από τα αποσπάσματα που αναφέραμε.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *