Franz Kafka: Η στρατολόγηση

 

Ή στρατολόγηση

 

Οι στρατολογήσεις, πού είναι συχνά αναγκαίες, γιατί οι συνοριακοί πόλεμοι δεν σταματάνε ποτέ, γίνονται κατά τον εξής τρόπο.

Βγαίνει ή διαταγή, μιά ορισμένη μέρα σέ μιά ορισμένη συνοικία νά μείνουν όλοι οι κάτοικοι, άνδρες, γυναίκες καί παιδιά χωρίς διάκριση στα σπίτια τους. Συνήθως  πρός το μεσημέρι εμφανίζεται στην είσοδο τής συνοικίας, όπου από τα χαράματα κιόλας έχει πάρει θέση ένα στρατιωτικό απόσπασμα, πεζικάριοι καί έφιπποι, ό νεαρός ευγενής, πού διενεργεί τη στρατολόγηση. Είναι ένας νέος άνδρας, λεπτοκαμωμένος, όχι ψηλός, αδύνατος, ατημέλητα ντυμένος, με κουρασμένα μάτια, ανησυχία τον διαπερνά πάντα, όπως έναν άρρωστο ή κρυάδα.

Χωρίς νά κοιτάξει κανέναν κάνει με ένα καμτσίκι, πού αποτελεί ολόκληρο τον οπλισμό του, ένα νόημα, μερικοί στρατιώτες τον ακολουθούν καί μπαίνει στο πρώτο σπίτι. Ένας στρατιώτης, πού γνωρίζει προσωπικά όλους τούς κατοίκους αυτής τής συνοικίας, διαβάζει τον κατάλογο των ενοίκων. Συνήθως είναι όλοι παρόντες, παραταγμένοι σέ μιά γραμμή στην κάμαρα, κρέμονται με τα μάτια από τον ευγενή, σαν νά είναι κιόλας στρατιώτες. Μπορεί όμως καί νά συμβεί καμιά φορά ένας, καί πάντα αυτοί είναι μόνο άνδρες, νά λείπει.

Τότε κανένας δέν τολμάει νά προβάλλει μιά δικαιολογία ή ένα ψέμα, όλοι σωπαίνουν, κατεβάζουν τα μάτια, δέν αντέχουν το βάρος τής διαταγής, στην όποια κάποιος σ’ αυτό το σπίτι δέν υπάκουσε, αλλά ή βουβή παρουσία τού ευγενή τούς κρατά όλους στις θέσεις τους. Ό ευγενής δίνει ένα σύνθημα, δέν εί­ναι καν γνέψιμο με το κεφάλι, είναι κάτι πού τού το διαβάζουν από’ τα μάτια καί δύο στρατιώτες αρχίζουν νά ψάχνουν γι’ αυτόν πού λείπει.

Δεν χρειάζεται νά κουραστούν πολύ. Ό απών δεν είναι έξω από το σπίτι, ποτέ δεν έχει πραγματικά την πρόθεση νά αποφύγει την στρατιωτική υπηρεσία, ό φόβος μόνο τον έχει εμποδίσει νά ’’ρθει, αλλά δεν είναι φόβος από την υπηρεσία, πού τον κρατά μακριά, είναι από δειλία νά εμφανιστεί, ή διαταγή είναι γι’ αυτόν κυριολεκτικά πολύ μεγάλη, τρομαχτικά μεγάλη, οι. δυνάμεις του δεν τον κρατάνε νά ‘‘ρθει μόνος του. ’Αλλά καί γι’ αυτό δεν φεύγει μακριά, απλώς κρύβεται, καί καθώς ακούει πώς ό ευγενής βρίσκεται στο σπίτι, βγαίνει από τον κρυψώνα του καί γλιστράει στην πόρτα τής κάμαρας, οπού δύο έτοιμοι στρατιώτες τον αρπάζουν αμέσως.

Τον φέρνουν μπροστά στον ευγενή, πού πιάνει το καμτσίκι με τα δύο του χέρια — είναι τόσο αδύναμος, μ’ ένα χέρι δέν θα έκανε τίποτα — καί δέρνει τον άνδρα. Νά τού προκαλέσει ισχυρούς πόνους δέν είναι ικανός, καί μετά, καί από εξάντληση καί από απέχθεια, αφήνει το καμτσίκι νά τού πέσει, ό δαρμένος έχει τότε νά το σηκώσει καί νά τού το δώσει στο χέρι. Μόνο μετά απ’ αυτά τού επιτρέπεται νά μπει στη σειρά με τούς άλλους- εξάλλου είναι σχεδόν σίγουρο, πώς δέν θα συμπεριληφθεί.

Συμβαίνει όμως, καί αυτό πιο συχνά, νά είναι παραταγμένοι περισσότεροι άνθρωποι από’ όσοι είναι γραμμένοι στον κατάλογο. Ένα ξένο κορίτσι βρίσκεται λόγου χάρη εδώ καί κοιτάζει επίμονα τον ευγενή, είναι από άλλου, ίσως από την επαρχία, είναι πολλές γυναίκες, πού δέν μπορούν νά αντισταθούν στον πειρασμό μιας τέτοιας ξένης στρατολόγησης – εκείνη τού σπιτιού τους έχει εντελώς διαφορετική σημασία. Καί είναι παράδοξο, δέν θεωρείται προσβλητικό για μιά γυναίκα νά ενδίδει σέ αυτόν τον πειρασμό, αντίθετα, είναι κάτι, πού σύμφωνα με τη γνώμη μερικών οι γυναίκες  πρέπει νά το περάσουν, είναι ένα χρέος, πού ξεπληρώνουν απέναντι στο γένος τους.

 Ή διαδικασία είναι πάντα ίδια. Το κορίτσι ή ή γυναίκα ακούει πώς κάπου, ίσιος πολύ μακριά, σε συγγενείς ή φίλους, θά γίνει στρατολόγηση, παρακαλεί τούς δικούς της νά τής επιτρέψουν το ταξίδι, την αφήνουν, δεν μπορούν νά της το αρνηθούν, φοράει τα καλύτερα ρούχα πού έχει,  είναι πιό χαρούμενη από άλλοτε, αλλά ήρεμη καί ευγενική, αδιάφορη ως συνήθως, καί πίσω από όλη την αταραξία καί την ευγένεια απρόσιτη σαν μιά εντελώς ξένη, πού ταξιδεύει στην πατρίδα της καί δεν έχει στο μυαλό της τίποτα άλλο.

Στην οικογένεια, όπου θα γίνει ή στρατολόγηση, γίνεται δεκτή εντελώς διαφορετικά από έναν συνηθισμένο επισκέπτη, όλοι εδώ την κολακεύουν, από’ όλα τα δωμάτια τού σπιτιού πρέπει νά περάσει, από’ όλα τα παράθυρα νά σκύψει έξω, κι αν ακουμπήσει το χέρι της στο κεφάλι κάποιου, είναι κάτι παραπάνω από την ευλογία τού πατέρα. Όταν ή οικογένεια ετοιμάζεται για τη στρατολόγηση, παίρνει την καλύτερη θέση, αυτή κοντά στην πόρτα, όπου ό ευγενής θα την προσέξει καλύτερα καί αυτή θα τον βλέπει καλύτερα.

Αυτές τίς τιμές τίς έχει όμως μόνο μέχρι νά μπει ό ευγενής, από κει καί μετά πέφτει κυριολεκτικά σέ αφάνεια. Τής δίνει τόση λίγη σημασία όση καί στους άλλους, καί ακόμα κι νά ρίχνει τη ματιά του σέ κάποιον, αυτός δέν νιώθει πώς τον κοιτάζει. Αυτό δεν τό περίμενε ή γυναίκα ή μάλλον το περίμενε σίγουρα, γιατί δέν μπορεί νά είναι αλλιώς, άλλά δέν ήταν καί ή προσδοκία τού αντίθετου, πού την έφερε εδώ, ήταν απλώς κάτι, πού τώρα εξάλλου τελειώνει. Νιώθει τέτοια ντροπή, πού έτσι ίσως δέν την νιώθουν ποτέ οι γυναίκες μας, μόλις τώρα καταλαβαίνει, πώς χώθηκε σέ μιά ξένη στρατολόγηση, κι όταν ό στρατιώτης τελειώσει το διάβασμα τού καταλόγου καί δεν έχει ακουστεί το όνομά της καί για μιά στιγμή επικρατεί ησυχία, ξεγλιστράει τρέμοντας καί σκυφτή από την πόρτα έξω καί δέχεται κι ένα χτύπημα από τη γροθιά τού στρατιώτη στην πλάτη.

Αν είναι ένας άνδρας, πού είναι υπεράριθμος, δέν θέλει κι αυτός τίποτα άλλο, αν καί δέν ανήκει σέ αυτό το σπίτι, παρά νά στρατολογηθεί. ’Αλλά αυτό είναι εντελώς αδύνατο, ποτέ δέν στρατολογήθηκε ένας υπερ­άριθμος καί ποτέ δέν θα συμβεί κάτι τέτοιο*.

 

* Αυτό το απόσπασμα ανήκει στην ενότητα διηγημάτων τού «Σινικού Τείχους

 

 

 

To κείμενο βρίσκεται στο “Το Σινικό Τείχος και άλλα διηγήματα, εκδόσεις Επίκουρος, σελ  25-29

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *