Friedrich Engels:Ουτοπικός και επιστημονικός σοσιαλισμός

H κοινότητα  της “Νέας Αρμονίας” (New Harmony), όπως προτάθηκε απο τον  Robert Owen.

 

 

 

Φ. Ένγκελς – Ουτοπικός και επιστημονικός σοσιαλισμός

 

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

 

 

 

Ο σύγχρονος σοσιαλισμός, σύμφωνα με το περιεχόμενό του, ορίζεται βασικά και κύρια σαν το προϊόν της συνειδητοποίησης, αφενός των ταξικών αντιθέσεων που κυριαρχούν στη σύγχρονη κοινωνία ανάμεσα σε έχοντες και κατέχοντες, καπιταλιστές και μισθωτούς εργάτες, αφετέρου της αναρχίας που επικρατεί στην παραγωγή. Στη θεωρητική του μορφή, όμως, παρουσιάζεται κυρίως σαν η πιο αναπτυγμένη και η φαινομενικά πιο συνεπής συνέχιση των αρχών που διακήρυξαν οι μεγάλοι Γάλλοι διαφωτιστές του 18ου αιώνα.

Όπως κάθε καινούργια θεωρία, έπρεπε πρώτα να συνδεθεί με το υλικό της διανόησης που υπήρχε από πριν, όσο βαθιά και αν βρίσκονταν οι ρίζες του στα οικονομικά δεδομένα. Οι μεγάλοι άντρες που στη Γαλλία φώτισαν τα πνεύματα για την επερχόμενη Επανάσταση, έδρασαν σαν επαναστάτες. Δεν αναγνώριζαν καμιά εξωτερική αυθεντία, οποιαδήποτε κι αν ήταν αυτή. Θρησκεία, αντιλήψεις για τη φύση, κοινωνία, κρατική οργάνωση, όλα υπέστησαν την πιο αμείλικτη κριτική: όλα έπρεπε να δικαιολογήσουν την ύπαρξή τους μπροστά στο δικαστήριο της λογικής ή να πάψουν να υπάρχουν. Η σκεπτόμενη λογική έγινε το ένα και μοναδικό μέτρο για όλα τα πράγματα.

Ήταν η εποχή που, όπως έλεγε ο Χέγκελ, ο κόσμος στεκόταν με το κεφάλι όρθιο, πρώτα-πρώτα με την έννοια πως το ανθρώπινο μυαλό και οι αρχές που ανακαλύφθηκαν με τη σκέψη του είχαν την αξίωση να αποτελέσουν τη βάση για κάθε ανθρώπινη πράξη και κάθε κοινωνική σχέση. Και αργότερα με την ευρύτερη έννοια, πως εκείνη η πραγματικότητα, που βρίσκεται σε αντίφαση με τις αρχές αυτές, ήταν ουσιαστικά αναποδογυρισμένη.1 Όλες οι προηγούμενες κοινωνικές και κρατικές μορφές, όλες οι πατροπαράδοτες αντιλήψεις κηρύχτηκαν παράλογες και πετάχτηκαν στον σκουπιδοτενεκέ. Τον κόσμο τον καθοδηγούσαν ως τότε μόνο οι προκαταλήψεις. Κάθε τι που ανήκε στο παρελθόν άξιζε μόνο οίκτο και περιφρόνηση. Για πρώτη φορά ανέτειλε η μέρα, το βασίλειο της λογικής.

Από ‘δω και μπρος, η προκατάληψη, η αδικία, τα προνόμια και η καταπίεση έπρεπε να σαρωθούν από την αιώνια αλήθεια, την αιώνια δικαιοσύνη, την ισότητα που βασίζεται στη φύση και το αναπαλλοτρίωτο δικαίωμα του ανθρώπου. Σήμερα ξέρουμε, πως το βασίλειο αυτό της λογικής δεν ήταν τίποτε άλλο παρά η εξιδανικευμένη βασιλεία της αστικής τάξης, πως η αιώνια δικαιοσύνη βρήκε την πραγμάτωσή της στην αστική δικαιοσύνη, πως η ισότητα υποβιβάστηκε σε αστική ισότητα μπροστά στο νόμο, πως η αστική ιδιοκτησία ανακηρύχτηκε σ’ ένα από τα πιο ουσιαστικά δικαιώματα του ανθρώπου, και πως το κράτος της λογικής, το «κοινωνικό συμβόλαιο» του Ρουσσώ, δεν ήρθε στον κόσμο και ούτε μπορούσε να έρθει διαφορετικά, παρά μόνο σαν αστική δημοκρατία.

Όπως όλοι οι πρόδρομοί τους, έτσι και οι μεγάλοι στοχαστές του 18ου αιώνα, δεν μπορούσαν να ξεπεράσουν τα όρια που τους έβαζε η εποχή τους. Μα πλάι στην αντίθεση ανάμεσα στους φεουδάρχες ευγενείς και την αστική τάξη, που παρουσιαζόταν σαν εκπρόσωπος ολόκληρης της υπόλοιπης κοινωνίας, υπήρχε η γενική αντίθεση ανάμεσα στους εκμεταλλευτές και τους εκμεταλλευόμενους, τους πλούσιους και αργόσχολους και τους φτωχούς εργάτες του μόχθου. Και ήταν αυτή ακριβώς η περίσταση που έδωσε τη δυνατότητα στους εκπροσώπους της αστικής τάξης να παρουσιάζονται σαν εκπρόσωποι όχι μόνο μιας ιδιαίτερης τάξης, μα ολόκληρης της βασανισμένης ανθρωπότητας.

Και κάτι επιπλέον. Η αστική τάξη ήταν από τη γέννηση της δεμένη με την αντίθεσή της: δίχως μισθωτούς εργάτες δεν μπορούν να υπάρξουν καπιταλιστές, με την ίδια αντιστοιχία που η συντεχνιακή αστική τάξη του Μεσαίωνα εξελίχθηκε στη σύγχρονη αστική τάξη και, κατ’ αναλογία, τόσο ο τεχνίτης της συντεχνίας όσο και ο μεροκαματιάρης εκτός συντεχνίας μετατράπηκαν σε προλετάριους. Και παρόλο που, συνολικά, η αστική τάξη ισχυρίζεται πως στον αγώνα ενάντια στους ευγενείς αντιπροσώπευε εξίσου τα συμφέροντα διαφορετικών τάξεων εργαζόμενων της εποχής εκείνης, μαζί με κάθε σημαντική κίνηση των αστών ξέσπασαν ανεξάρτητα κινήματα της τάξης εκείνης που αποτελούσε σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό τον πρόδρομο του σύγχρονου προλεταριάτου.

Χαρακτηριστικά παραδείγματα, στην εποχή της Μεταρρύθμισης και του Πολέμου των Χωρικών στη Γερμανία η τάση των Αναβαπτιστών και ο Τόμας Μίντσερ, στη μεγάλη αγγλική επανάσταση οι Ισοπεδωτές (Levellers), στη μεγάλη γαλλική επανάσταση ο Μπαμπέφ.2 Στις επαναστατικές αυτές εξεγέρσεις μιας εμβρυακής ακόμη τάξης αντιστοιχούσαν και θεωρητικές εκδηλώσεις. Τον 16ο και τον 17ο αιώνα ουτοπιστικές περιγραφές των ιδανικών κοινωνικών συνθηκών, τον 18ο αιώνα ανοιχτά πια κομμουνιστικές θεωρίες (Μορελί και Μαμπλί) .

Το αίτημα για ισότητα δεν περιοριζόταν πια στα πολιτικά δικαιώματα, αλλά επεκτάθηκε στην κοινωνική θέση του ατόμου. Δεν ήταν πια μόνο τα ταξικά προνόμια που έπρεπε να καταργηθούν, μα και οι ίδιες οι ταξικές διακρίσεις. Έτσι η πρώτη εκδήλωση της καινούργιας διδασκαλίας ήταν ένας ασκητικός, σπαρτιατικός κομμουνισμός, που απαγόρευε κάθε απόλαυση της ζωής. Ακολούθησαν οι τρεις μεγάλοι ουτοπιστές: ο Σεν Σιμόν, για τον οποίον τα αστικά ρεύματα σκέψης διατηρούσαν σε κάποιο βαθμό τη σημασία τους παράλληλα με τα προλεταριακά, ο Φουριέ και ο Όουεν. Ο τελευταίος, στη χώρα της πιο αναπτυγμένης καπιταλιστικής παραγωγής και με τις επιρροές των αντιθέσεων που αυτή γεννάει, επεξεργάστηκε συστηματικά τις θέσεις του για την κατάργηση των ταξικών διακρίσεων, σε άμεση σύνδεση με το γαλλικό υλισμό.

Και οι τρεις έχουν ένα κοινό μεταξύ τους: ότι δεν παρουσιάζονται σαν εκπρόσωποι των συμφερόντων του προλεταριάτου, που στο μεταξύ έφερε στον κόσμο η ιστορική εξέλιξη. Όπως οι φιλόσοφοι της εποχής του Διαφωτισμού, έτσι κι αυτοί δεν θέλουν να ελευθερώσουν μια συγκεκριμένη τάξη, μα ολόκληρη την ανθρωπότητα. Όπως εκείνοι, θέλουν κι αυτοί να ιδρύσουν το βασίλειο της λογικής και της αιώνιας δικαιοσύνης, μα το δικό τους βασίλειο απέχει από το βασίλειο των φιλοσόφων του Διαφωτισμού όσο ο ουρανός από τη γη. Γιατί αυτός ο αστικός κόσμος που οργανώθηκε σύμφωνα με τις αρχές των φιλοσόφων αυτών, είναι παράλογος και άδικος, και γι’ αυτό αξίζει να καταλήξει στο σκουπιδοτενεκέ μαζί με τη φεουδαρχία και όλα τα άλλα παλιότερα κοινωνικά συστήματα.

Αν ως τώρα δεν βασίλεψε στον κόσμο η αληθινή λογική και η πραγματική δικαιοσύνη, είναι γιατί δεν έχουν κατανοηθεί ακόμα σωστά. Έλειπε απλά το μεγαλοφυές άτομο, που τώρα μόλις εμφανίστηκε και ανακάλυψε την αλήθεια. Το γεγονός ότι εμφανίστηκε τώρα, ότι μόλις τώρα αναγνωρίστηκε η αλήθεια, δεν είναι ένα αναπόφευκτο γεγονός, ένα αποτέλεσμα μιας αλληλουχίας στην ιστορική εξέλιξη, μα καθαρά ζήτημα τύχης. Το μεγαλοφυές άτομο μπορούσε να έχει γεννηθεί 500 χρόνια νωρίτερα και τότε θα γλίτωνε την ανθρωπότητα από 500 χρόνων λάθη, αγώνες και βάσανα. Οι Γάλλοι φιλόσοφοι του 18ου αιώνα, αυτοί που προετοίμασαν την επανάσταση, επικαλούνταν τη λογική σαν μοναδικό κριτή για τα πάντα. Έπρεπε να δημιουργηθεί λογικό κράτος, λογική κοινωνία. Καθετί που ερχόταν σε αντίθεση με την αιώνια λογική, έπρεπε να εξαλειφθεί δίχως οίκτο.

 Είδαμε ακόμη πως αυτή η αιώνια λογική δεν ήταν στην πραγματικότητα παρά η εξιδανικευμένη αντίληψη του μεσαίου αστού, ο οποίος ακριβώς τότε εξελισσόταν σε αστό. Όταν λοιπόν η Γαλλική Επανάσταση έκανε πραγματικότητα αυτή την κοινωνία του λόγου, η νέα τάξη πραγμάτων, όσο λογική κι αν φαινόταν σε σχέση με τις προηγούμενες συνθήκες, αποδείχτηκε ότι δεν είχε αυτό το χαρακτηριστικό σε απόλυτο βαθμό. Το κράτος του λόγου κατέρρευσε ολοκληρωτικά. Το κοινωνικό συμβόλαιο του Ρουσσώ βρήκε την πραγματοποίησή του στην περίοδο της Τρομοκρατίας, στην οποία κατέφυγε η αστική τάξη, όταν έχασε την πίστη στη δική της πολιτική ικανότητα, αρχικά με τη μορφή της διαφθοράς του Διευθυντηρίου και τελικά κάτω από την προστασία του ναπολεόντειου δεσποτισμού. Η αιώνια ειρήνη που είχε εξαγγελθεί μετατράπηκε σε ατελείωτο κατακτητικό πόλεμο.

Η κοινωνία της λογικής δεν είχε καλύτερη τύχη. Η αντίθεση ανάμεσα στους πλούσιους και τους φτωχούς, αντί να διαλυθεί μέσα στη γενική ευημερία, οξύνθηκε, καθώς δεν υπήρχαν πια οι συντεχνίες και τα άλλα προνόμια που τη γεφύρωναν, ούτε τα εκκλησιαστικά φιλανθρωπικά ιδρύματα που την απάλυναν. Όσο για την «απελευθέρωση της ιδιοκτησίας» από τα φεουδαλικά εμπόδια, με τον τρόπο που υλοποιήθηκε, σήμαινε για το μικροαστό και το μικρό αγρότη την ελευθερία να πουλάει τη μικρή του ιδιοκτησία, που την είχε τσακίσει ο πανίσχυρος ανταγωνισμός του μεγάλου κεφαλαίου και της μεγάλης ιδιοκτησίας της γης, και μάλιστα να την πουλάει σ’ αυτούς ακριβώς τους αφέντες. Κι έτσι, η «απελευθέρωση» αυτή μετατράπηκε ουσιαστικά για το μικροαστό και το μικρό αγρότη σε απελευθέρωσή του από κάθε ιδιοκτησία.

Η ανάπτυξη της βιομηχανίας σε καπιταλιστική βάση μετέτρεψε τη φτώχεια και την εξαθλίωση των εργατικών μαζών σε όρο ύπαρξης της κοινωνίας. Η πληρωμή τοις μετρητοίς σταδιακά έγινε, σύμφωνα με τα λόγια του Καρλάιλ, ο μοναδικός κοινωνικός δεσμός. Ο αριθμός των εγκλημάτων μεγάλωνε από χρόνο σε χρόνο. Τα κακά της φεουδαρχικής εποχής, που άλλοτε ήταν ορατά δίχως ντροπή στο φως της ημέρας, αν και δεν ξεριζώθηκαν, τουλάχιστον είχαν προσωρινά σπρωχτεί σε δεύτερο φόντο. Τα κακά της αστικής εποχής, που ως τότε τρέφονταν κρυφά, άρχισαν να ανθίζουν ακόμα πιο άφθονα. Το εμπόριο εξελίχθηκε σε όλο και μεγαλύτερη απάτη. Η «αδελφότητα» του επαναστατικού εμβλήματος πραγματοποιήθηκε με τις απάτες και το φθόνο του ανταγωνισμού. Η βίαιη καταπίεση παραχώρησε τη θέση της στη διαφθορά, το σπαθί σαν βασικός μοχλός για την κοινωνική ισχύ παραχώρησε τη θέση του στο χρήμα. Το «δικαίωμα της πρώτης νύχτας» πέρασε από τους φεουδάρχες στους αστούς εργοστασιάρχες. Η πορνεία απλώθηκε σε ανήκουστο μέχρι τότε βαθμό. Ο ίδιος ο γάμος έμεινε, όπως και πρώτα, μια νόμιμα αναγνωρισμένη μορφή, ένα επίσημο προκάλυμμα της πορνείας, που συμπληρώθηκε και από τη μοιχεία.

Με λίγα λόγια, σε σύγκριση με τις πανηγυρικές επαγγελίες των φιλοσόφων της εποχής του Διαφωτισμού, οι κοινωνικοί και πολιτικοί θεσμοί που εγκαθίδρυσε ο «θρίαμβος της λογικής» αποδείχτηκαν καρικατούρες που απογοήτευσαν πικρά. Το μόνο που έλειπε ήταν να συνειδητοποιήσει ο κόσμος την απογοήτευση αυτή κι αυτό έγινε με το γύρισμα του αιώνα. Το 1802 δημοσιεύτηκαν τα «Γράμματα από τη Γενεύη» του Σεν Σιμόν, το 1808 εκδόθηκε το πρώτο μεγάλο έργο του Φουριέ, αν και οι βάσεις της θεωρίας του χρονολογούνται ήδη από το 1799.

Την 1η Γενάρη 1800 ο Ρόμπερτ Όουεν ανέλαβε τη διεύθυνση του Νιου Λάναρκ.3 Την εποχή εκείνη, όμως, ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής και μαζί μ’ αυτόν και η αντίθεση ανάμεσα στην αστική τάξη και το προλεταριάτο ήταν ακόμη πολύ λίγο αναπτυγμένα. Η μεγάλη βιομηχανία, που τότε μόλις είχε κάνει την εμφάνισή της στην Αγγλία, ήταν ακόμη άγνωστη στη Γαλλία. Αφ’ ενός, όμως, μόνο η μεγάλης κλίμακας βιομηχανία αναπτύσσει τις συγκρούσεις που κάνουν αναπόφευκτη ανάγκη την ανατροπή του τρόπου παραγωγής, την κατάργηση του καπιταλιστικού του χαρακτήρα, συγκρούσεις όχι μονάχα ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις, μα και ανάμεσα στις ίδιες τις παραγωγικές δυνάμεις και τις μορφές συναλλαγής που τις συνοδεύουν. Αφ’ ετέρου, μόνο μέσα σ’ αυτές τις γιγάντιες παραγωγικές δυνάμεις αναπτύσσονται τα μέσα για να δοθούν λύσεις στις συγκρούσεις αυτές. Αν, λοιπόν, γύρω στα 1800, άρχισαν να αναπτύσσονται οι συγκρούσεις που οφείλοταν στο καινούργιο κοινωνικό καθεστώς, αυτό ισχύει σε ακόμα μεγαλύτερο βαθμό με τα μέσα για το ξεπέρασμά τους. Στην περίοδο της Τρομοκρατίας, οι ακτήμονες μάζες του Παρισιού μπόρεσαν να κατακτήσουν για μια στιγμή την ηγεμονία και να οδηγήσουν έτσι την αστική Επανάσταση στη νίκη ενάντια στην ίδια την αστική τάξη.

Όμως, μ’ αυτή τους την πράξη, απέδειξαν πόσο αδύνατο ήταν να διατηρηθεί η εξουσία αυτή στις τότε συνθήκες. Το προλεταριάτο, που τότε μόνο άρχιζε να ξεχωρίζει από τις μάζες αυτές σαν ο κορμός μιας καινούργιας τάξης, ολότελα ανίκανο ακόμα για ανεξάρτητη πολιτική δράση, παρουσιαζόταν σαν καταπιεζόμενη και βασανισμένη τάξη, που λόγω της αδυναμίας της να βοηθήσει η ίδια τον εαυτό της, μπορούσε το πολύ-πολύ να δεχτεί βοήθεια απ’ έξω, από τα πάνω.

Η ιστορική αυτή κατάσταση καθόριζε και τους ιδρυτές του σοσιαλισμού. Στην ανωριμότητα της καπιταλιστικής παραγωγής, στην ανωριμότητα των τάξεων, αντιστοιχούσαν ανώριμες θεωρίες. Η λύση των κοινωνικών προβλημάτων, που βρισκόταν ακόμα κρυμμένη στις υπανάπτυκτες οικονομικές σχέσεις, έπρεπε να ξεπηδήσει από το ανθρώπινο μυαλό. Η κοινωνία παρουσιάζει μόνο καταχρήσεις. Η εξάλειψή τους ήταν καθήκον της λογικής. Για το σκοπό αυτό, χρειαζόταν να εφευρεθεί ένα καινούργιο, τελειότερο σύστημα κοινωνικής οργάνωσης, που να επιβληθεί απ’ έξω στην κοινωνία, με την προπαγάνδα και, όπου ήταν δυνατό, με το παράδειγμα, με πειραματικά μοντέλα. Τα καινούργια αυτά κοινωνικά συστήματα ήταν από τα πριν καταδικασμένα να παραμείνουν ουτοπίες. Όσο περισσότερο επεξεργάζονταν τις λεπτομέρειές τους, τόσο περισσότερο χάνονταν σε καθαρές φαντασιοπληξίες.

Μια που το διαπιστώσαμε αυτό, δεν θα μείνουμε ούτε στιγμή περισσότερο στην άποψη αυτή, που πια ανήκει ολότελα στο παρελθόν. Ας σκαλίζουν οι ψιλικατζήδες των βιβλίων τις φαντασιοπληξίες αυτές, που σήμερα είναι απλά διασκεδαστικές. Ας τους αφήσουμε να εκθειάζουν την ανωτερότητα του δικού τους πνεύματος μπροστά σε τέτοιου είδους «παλαβομάρες». Εμείς προτιμάμε να χαιρόμαστε με τα σπέρματα αυτά από εμπνευσμένες σκέψεις, σκέψεις που προβάλλουν παντού μέσα από το φανταστικό τους κάλυμμα και που, γι’ αυτές, οι Φιλισταίοι αυτού του είδους είναι τυφλοί.

Ο Σεν Σιμόν υπήρξε παιδί της Γαλλικής Επανάστασης. Δεν ήταν ούτε τριάντα ετών όταν αυτή ξέσπασε. Η Επανάσταση ήταν η νίκη της τρίτης τάξης, δηλαδή της μεγάλης μάζας του έθνους, που ήταν οικονομικά ενεργή στην παραγωγή και το εμπόριο, ενάντια στις προνομιούχες ως τότε αργόσχολες τάξεις, τους ευγενείς και τον κλήρο. Μα η νίκη της τρίτης τάξης αποδείχτηκε σύντομα αποκλειστική νίκη μιας μικρής μερίδας αυτής της τάξης, σαν κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας από το κοινωνικά προνομιούχο στρώμα της, την αστική τάξη που είναι κάτοχος ιδιοκτησίας. Και μάλιστα, την αστική αυτή τάξη που είχε αναπτυχθεί πολύ γρήγορα στη διάρκεια ακόμα της Επανάστασης, μέσω της κερδοσκοπίας πάνω στα κτήματα των ευγενών και του κλήρου, που κατασχέθηκαν και ύστερα πουλήθηκαν, καθώς και από την εξαπάτηση του έθνους με τα συμβόλαια προμηθειών του στρατού. Ήταν ακριβώς η κυριαρχία αυτών των απατεώνων τον καιρό του Διευθυντηρίου, που οδήγησε τη Γαλλία και την Επανάσταση στο χείλος της καταστροφής κι έδωσε, έτσι, στο Ναπολέοντα το πρόσχημα για το πραξικόπημά του.

Γι’αυτό, στο μυαλό του Σεν Σιμόν, η αντίθεση ανάμεσα στην τρίτη τάξη και τα προνομιούχα στρώματα πήρε τη μορφή αντίθεσης ανάμεσα σε «εργάτες» και «αργόσχολους». Αργόσχολοι δεν ήταν μόνο οι παλιοί προνομιούχοι, μα και όλοι όσοι ζούσαν από τα εισοδήματά τους, χωρίς να παίρνουν μέρος στην παραγωγή και τη διανομή. Και «εργάτες» δεν ήταν μόνο οι μισθωτοί εργάτες, μα ακόμη και οι εργοστασιάρχες, οι έμποροι, οι τραπεζίτες. Το ότι οι αργόσχολοι είχαν χάσει κάθε ικανότητα πνευματικής ηγεσίας και πολιτικής κυριαρχίας, επιβεβαιώθηκε και θεσμοθετήθηκε οριστικά από την Επανάσταση. Το γεγονός ότι οι μη κατέχουσες τάξεις δεν είχαν την ικανότητα αυτή, φαινόταν στον Σεν-Σιμόν πως είχε αποδειχθεί από την εμπειρία της περιόδου της Τρομοκρατίας.

Μα ποιός έπρεπε τότε να ηγείται και να διευθύνει; Κατά τον Σεν-Σιμόν, ήταν η επιστήμη και η βιομηχανία, ενωμένες από έναν καινούργιο θρησκευτικό δεσμό, προορισμένο να αποκαταστήσει την ενότητα στις θρησκευτικές αντιλήψεις, μια ενότητα που είχε διαρραγεί από την εποχή της Μεταρρύθμισης – ένας «νέος Χριστιανισμός», αναγκαστικά μυστικιστικός και αυστηρά ιεραρχικός. Όμως την επιστήμη αποτελούσαν οι σπουδασμένοι και τη βιομηχανία, κατά πρώτο λόγο, οι δραστήριοι αστοί εργοστασιάρχες, έμποροι, τραπεζίτες. Οι αστοί αυτοί έπρεπε βέβαια να μετατραπούν σε ένα είδος δημόσιων λειτουργών, έμπιστων της κοινωνίας, που θα διατηρούσαν ωστόσο απέναντι στους εργάτες μια διευθυντική και με οικονομικά προνόμια θέση. Ιδιαίτερα οι τραπεζίτες θα έπρεπε να κατευθύνουν, με τη ρύθμιση των πιστώσεων, το σύνολο της κοινωνικής παραγωγής.

Η αντίληψη αυτή ανταποκρινόταν απόλυτα σε μια εποχή, στην οποία μόλις άρχιζαν στη Γαλλία να γεννιούνται η μεγάλη βιομηχανία και μαζί μ’ αυτήν η αντίθεση ανάμεσα στην αστική τάξη και το προλεταριάτο. Μα αυτό που ο Σεν-Σιμόν τονίζει ιδιαίτερα είναι το εξής: παντού και πάντοτε εκείνο που τον ενδιαφέρει περισσότερο απ’ όλα είναι η τύχη «της πιο πολυάριθμης και πιο φτωχής τάξης». Ήδη στα «Γράμματα από τη Γενεύη», ο Σεν-Σιμόν διατυπώνει την αρχή πως «όλοι οι άνθρωποι πρέπει να εργάζονται». Στο ίδιο σύγγραμμα αναγνωρίζει πως η Τρομοκρατία στη Γαλλία αποτέλεσε την περίοδο της κυριαρχίας των ακτημόνων μαζών. «Κοιτάξτε» λέει, «τι έγινε στη Γαλλία τον καιρό που κυριαρχούσαν εκεί οι σύντροφοί σας, έφεραν την πείνα».4 Το να αντιληφθείς, όμως, πως η Γαλλική Επανάσταση υπήρξε ταξική αντιπαράθεση, όχι μόνο ανάμεσα στους ευγενείς και την αστική τάξη, μα και ανάμεσα στους ευγενείς, τους αστούς και τους μη κατέχοντες, αποτελούσε για το 1802 μια ανακάλυψη από τις πιο μεγαλοφυείς.

Το 1816 ο Σεν-Σιμόν διακηρύσσει πως η πολιτική είναι η επιστήμη της παραγωγής και προλέγει την ολοκληρωτική απορρόφηση της πολιτικής από την οικονομία.5 Αν και η ιδέα πως η οικονομική κατάσταση αποτελεί τη βάση για τους πολιτικούς θεσμούς παρουσιάζεται εδώ εν σπέρματι μόνο, αυτό που πολύ καθαρά διατυπώνεται, είναι η μετάβαση από την πολιτική κυβέρνηση των ανθρώπων στη διαχείριση πραγμάτων και τη διεύθυνση των παραγωγικών λειτουργιών – κατά συνέπεια η «κατάργηση του κράτους», για την οποία τόσος θόρυβος έγινε τώρα τελευταία. Με την ίδια υπεροχή σε σχέση με τους συγχρόνους του, ο Σεν-Σιμόν διακηρύσσει το 1814, αμέσως μετά την είσοδο των συμμάχων στο Παρίσι, κι ακόμη το 1815, στο διάστημα του πολέμου των Εκατό Ημερών, τη συμμαχία ανάμεσα στη Γαλλία και την Αγγλία και, σε δεύτερη γραμμή, των δύο αυτών χωρών με τη Γερμανία, σαν τη μοναδική εγγύηση για την ευδόκιμη ανάπτυξη και την ειρήνη στην Ευρώπη.6 Χρειαζόταν πραγματικά θάρρος, όσο και πνευματική οξυδέρκεια, για να κηρύξει κανείς στους Γάλλους του 1815 συμμαχία με τους νικητές του Βατερλώ.

Αν στον Σεν-Σιμόν βρίσκουμε μια γεμάτη μεγαλοφυία ευρύτητα αντίληψης, που περιέχει σε εμβρυακή μορφή όλες σχεδόν τις μη αυστηρά οικονομικές ιδέες των μετέπειτα σοσιαλιστών, στον Φουριέ ανακαλύπτουμε μια κριτική των σημερινών κοινωνικών συνθηκών που, αν και διατυπώθηκε με ένα πνεύμα ολότελα γαλλικό, δεν υπολείπεται καθόλου σε βάθος. Ο Φουριέ πιάνεται από τα λόγια της αστικής τάξης, από τους γεμάτους ενθουσιασμό προφήτες της πριν την Επανάσταση, και τους συμφεροντολόγους κόλακές της ύστερα. Ξεσκεπάζει αμείλικτα την υλική και ηθική αθλιότητα του αστικού κόσμου. Την αντιπαραθέτει τόσο στις φανταχτερές υποσχέσεις των φιλοσόφων του Διαφωτισμού για μια κοινωνία όπου θα βασίλευε μόνο η λογική, για έναν πολιτισμό που θα έφερνε την παγκόσμια ευτυχία, για μια απεριόριστη πορεία του ανθρώπου προς την τελειότητα, όσο και για τα όμορφα χρωματισμένα λόγια των συγχρόνων του αστών ιδεολόγων. Αποκαλύπτει πως παντού η πιο αξιοθρήνητη πραγματικότητα αντιστοιχεί στην πιο πομπώδη φρασεολογία και ειρωνεύεται όλο αυτό το φιάσκο με φοβερό σαρκασμό.

 Ο Φουριέ δεν είναι μόνο κριτικός, η παντοτινά χαρούμενη φύση του τον κάνει σατιρικό, και μάλιστα έναν από τους μεγαλύτερους όλων των εποχών. Περιγράφει αριστοτεχνικά και μαζί διασκεδαστικά την απίστευτη κερδοσκοπία, που άνθισε στο τέλος της Επανάστασης, παράλληλα με το γενικά ψιλικατζίδικο πνεύμα που χαρακτήριζε το γαλλικό εμπόριο της εποχής αυτής.

Πιο αριστοτεχνική ακόμα είναι η κριτική του για τη μορφή που έδωσε η αστική τάξη στις σεξουαλικές σχέσεις και τη θέση της γυναίκας στην αστική κοινωνία. Είναι ο πρώτος που αποφαίνεται πως, σε μια δεδομένη κοινωνία, ο βαθμός χειραφέτησης της γυναίκας αποτελεί το φυσικό μέτρο της γενικής χειραφέτησης αυτής της κοινωνίας.7 Μα εκεί που αποδεικνύεται το μεγαλείο του, είναι στην αντίληψή του για την εξέλιξη της κοινωνίας. Χωρίζει ολόκληρη την προηγούμενη ιστορία σε τέσσερις φάσεις εξέλιξης: άγρια κατάσταση, πατριαρχία, βαρβαρότητα και πολιτισμός, τον οποίον ταυτίζει με αυτό που ονομάζουμε σήμερα αστική κοινωνία, δηλαδή με το κοινωνικό καθεστώς που εγκαινιάζεται το 16ο αιώνα.8 Αποδεικνύει πως «το πολιτισμένο καθεστώς προσδίδει περίπλοκη, ασαφή και διφορούμενη μορφή σε κάθε κακό που επί βαρβαρότητας κυριαρχούσε με απλοϊκό τρόπο». Πως ο πολιτισμός κινείται σ’ ένα «φαύλο κύκλο», μέσα σε αντιφάσεις που τις αναπαράγει αδιάκοπα, χωρίς να μπορεί να τις ξεπεράσει, έτσι ώστε πετυχαίνει συνεχώς το αντίθετο απ’ αυτό που θέλει ή που προσποιείται ότι θέλει να πετύχει.

Έτσι λ.χ. «στον πολιτισμό, τη φτώχεια τη γεννά η ίδια η αφθονία».9 Ο Φουριέ, όπως βλέπουμε, χειρίζεται τη διαλεκτική με την ίδια μαεστρία όπως και ο σύγχρονός του Χέγκελ. Με την ίδια διαλεκτική δείχνει πως, αντίθετα από τη φιλολογία για τις απεριόριστες δυνατότητες τελειοποίησης του ανθρώπου, κάθε ιστορική περίοδος διακρίνεται στη φάση της ανόδου και στη φάση της παρακμής, και εφαρμόζει τον τρόπο αυτό αντίληψης και στις προοπτικές της ανθρωπότητας στο σύνολό της.10

Όπως ο Κάντ εγκαινίασε στη φυσική επιστήμη την ιδέα περί τελικής καταστροφής της γης, έτσι και ο Φουριέ εισήγαγε στη μελέτη της ιστορίας τη μελλοντική καταστροφή της ανθρωπότητας. Ενώ στη Γαλλία η καταιγίδα της Επανάστασης σάρωνε τη χώρα, στην Αγγλία συνέβαινε μια πιο αθόρυβη, όχι όμως λιγότερο ισχυρή, εξέγερση. Ο ατμός και οι καινούργιες μηχανικές εγκαταστάσεις μεταμόρφωναν τη χειροτεχνία σε σύγχρονη βιομηχανία μεγάλης κλίμακας και επαναστατικοποιούσαν έτσι ολόκληρη τη βάση της αστικής κοινωνίας. Ο νωθρός ρυθμός ανάπτυξης της εποχής της μανιφακτούρας μετατράπηκε κυριολεκτικά σε μια περίοδο καταιγιστικής έντασης στην παραγωγή. Με ολοένα αυξανόμενη ταχύτητα επήλθε ο χωρισμός της κοινωνίας σε μεγάλους καπιταλιστές και μη κατέχοντες προλετάριους και, στη μέση, τη θέση της σταθερής μεσαίας τάξης του παλιού καιρού καταλαμβάνει μια ασταθής μάζα από βιοτέχνες και μικρεμπόρους με αβέβαιη ύπαρξη, που επανδρώνεται από το πιο ρευστό μέρος του πληθυσμού.

Ο νέος τρόπος παραγωγής δεν ήταν ακόμα παρά στην αρχή της ανόδου του. Ήταν ακόμα ο φυσιολογικός τρόπος παραγωγής – ο μόνος εφικτός στις συνθήκες αυτές. Εντούτοις, προκαλούσε ήδη χτυπητές κοινωνικές ανωμαλίες: συνωστισμό του ξεριζωμένου πληθυσμού στις χειρότερες συνοικίες των μεγάλων πόλεων, διάλυση όλων των πατροπαράδοτων δεσμών καταγωγής, της πατριαρχικής εξάρτησης, της οικογένειας, προκαλούσε υπερεργασία, ιδιαίτερα στις γυναίκες και τα παιδιά σε τρομακτική κλίμακα, μαζική εξαχρείωση της εργατικής τάξης που βρέθηκε ξαφνικά σε ολότελα καινούργιες συνθήκες, περνώντας από την ύπαιθρο στην πόλη, από τη γεωργία στη βιομηχανία, από σταθερές σε αβέβαιες συνθήκες, που μεταβάλλονταν κάθε μέρα. Και τότε παρουσιάστηκε σαν μεταρρυθμιστής, ένας εικοσιεννιάχρονος εργοστασιάρχης, ένας άνθρωπος με παιδική απλότητα στο χαρακτήρα, απλότητα που έφτανε ως το μεγαλείο και, ταυτόχρονα, ένας από τους λίγους ηγέτες που έχουμε δει.

Ο Ρόμπερτ Όουεν είχε αφομοιώσει τη διδασκαλία των υλιστών φιλοσόφων του Διαφωτισμού, ότι ο χαρακτήρας του ανθρώπου αποτελεί προϊόν από τη μια μεριά της κατάστασης που κληρονόμησε, και από την άλλη μεριά των περιστατικών που ο ίδιος έζησε, ιδιαίτερα στη διάρκεια της περιόδου της νεότητάς του. Στη βιομηχανική επανάσταση οι περισσότεροι άνθρωποι της τάξης του έβλεπαν μόνο χάος και σύγχυση, καθώς και τη δυνατότητα να ψαρεύουν στα θολά νερά για να πλουτίσουν γρήγορα. Ο Οουεν, όμως, είδε σ’ αυτήν την ευκαιρία να κάνει πράξη τις αγαπημένες του θεωρίες και να φέρει έτσι τάξη στο χάος. Το είχε ήδη δοκιμάσει με επιτυχία στο Μάντσεστερ, σαν διευθυντής ενός εργοστασίου με πεντακόσιους εργάτες. Από το 1800 ως το 1829 διεύθυνε το μεγάλο κλωστήριο βαμβακιού στο Νιου Λάναρκ στη Σκωτία, σαν διευθυντής μέτοχος, με το ίδιο πνεύμα, μα με μεγαλύτερη ελευθερία δράσης και με μια επιτυχία, που του χάρισε πανευρωπαϊκή φήμη. Ένας πληθυσμός που σιγά-σιγά έφτασε ως τις 2.500 ψυχές και που αρχικά τον αποτελούσαν τα πιο αποκλίνοντα και στο μεγαλύτερο μέρος τους πολύ διεφθαρμένα στοιχεία, μετατράπηκε σε τέλεια υποδειγματική αποικία, όπου το μεθύσι, η αστυνομία, η ποινική δικαιοσύνη, οι δίκες, η δημόσια πρόνοια και η ανάγκη της φιλανθρωπίας ήταν άγνωστα. Και τα κατόρθωσε αυτά, απλούστατα βάζοντας τους ανθρώπους σε συνθήκες πιο αντάξιες για τον άνθρωπο και, πρώτα απ’ όλα, ανατρέφοντας τη νέα γενιά με ιδιαίτερη φροντίδα.

Ήταν ο εφευρέτης των νηπιαγωγείων και ο πρώτος που τα εγκαινίασε στο Νιου Λάναρκ. Από την ηλικία των δύο χρόνων, τα παιδιά πήγαιναν στο σχολείο, όπου περνούσαν τόσο καλά, που δύσκολα τα ξανάφερναν σπίτι. Ενώ οι ανταγωνιστές του έβαζαν τους εργάτες τους να εργάζονται 13 και 14 ώρες τη μέρα, στο Νιου Λάναρκ εργάζονταν μόνο 10,5 ώρες. Όταν μια κρίση στα βαμβάκια έκλεισε το εργοστάσιό του για τέσσερις μήνες, οι άνεργοι εργάτες εξακολουθούσαν να παίρνουν ολόκληρο το μισθό τους. Αυτό δεν εμπόδισε την επιχείρηση να διπλασιάσει την αξία της και να δίνει ως το τέλος μεγάλα κέρδη στους ιδιοκτήτες.

Παρ’ όλα αυτά, ο Όουεν δεν ήταν ευχαριστημένος. Η ζωή που είχε επινοήσει για τους εργάτες του απείχε πολύ, κατά τη γνώμη του, από αυτό που θεωρούσε αντάξιο για τον άνθρωπο. «Οι άνθρωποι είναι σκλάβοι στο έλεός μου». Οι σχετικά ευνοϊκές συνθήκες που τους είχε εξασφαλίσει, απείχαν πολύ ακόμη από το να επιτρέπουν μια ολόπλευρη και λογική ανάπτυξη του χαρακτήρα και του μυαλού και ακόμα περισσότερο μια ελεύθερη ζωτική δραστηριότητα. «Κι όμως, το εργαζόμενο τμήμα από αυτά τα 7.500 πρόσωπα παρήγε τόσο μεγάλη ποσότητα πραγματικού πλούτου για την κοινωνία, όσο μόλις μισό αιώνα πριν θα απαιτούσε την εργασία ενός πληθυσμού από 600.000 άτομα. Αναρωτήθηκα: τί γίνεται η διαφορά ανάμεσα στον πλούτο που καταναλώνουν 2.500 πρόσωπα και στον πλούτο που θα κατανάλωναν τα 600.000 πρόσωπα;».11

Η απάντηση ήταν ξεκάθαρη. Η διαφορά χρησίμευε για να εξασφαλίσει στους ιδιοκτήτες της επιχείρησης 5% τόκο για το επενδεδυμένο κεφάλαιο και ένα επιπλέον κέρδος που έφτανε τις 300.000 λίρες. Και αυτό που ίσχυε για το Νιου Λάναρκ, ίσχυε σε μεγαλύτερο βαθμό για όλα τα εργοστάσια της Αγγλίας. «Αν αυτός ο νέος πλούτος δεν παραγόταν από μηχανές, … οι πόλεμοι… κατά του Ναπολέοντα και για τη διατήρηση των αριστοκρατικών αρχών της κοινωνίας, δε θα μπορούσαν να συντηρηθούν. Κι όμως, αυτή η καινούργια δύναμη ήταν δημιούργημα της εργατικής τάξης».12 Γι’ αυτό, σ’ αυτήν ανήκουν και οι καρποί. Οι νεαρές και ισχυρές παραγωγικές δυνάμεις, που ως τώρα χρησίμευαν μόνο για να κάνουν μερικούς ιδιώτες πλούσιους και να υποδουλώνουν τις μάζες, πρόσφεραν στον Όουεν τα θεμέλια για την αναδιοργάνωση της κοινωνίας και προορίζονταν, σαν κοινή ιδιοκτησία όλων, να λειτουργούν για την κοινή ευημερία όλων. Μ’ αυτή την καθαρά επιχειρηματική λογική, σαν προϊόν ας πούμε ενός εμπορικού υπολογισμού, γεννήθηκε ο κομμουνισμός του Όουεν. Από τότε διατηρεί πάντοτε τον ίδιο πρακτικό χαρακτήρα.

Έτσι, όταν ο Όουεν πρότεινε στα 1823 να θεραπεύσει με κομμουνιστικές αποικίες την πείνα στην Ιρλανδία, πρόσθεσε στο σχέδιό του έναν ολόκληρο προϋπολογισμό για τα έξοδα εγκατάστασης, τα ετήσια έξοδα και τα προβλεπόμενα έσοδα.13 Με την ίδια λογική, στο οριστικό του σχέδιο για το μέλλον επεξεργάστηκε τις τεχνικές λεπτομέρειες από κάθε οπτική μεριά και με τέτοια ικανότητα, που αν ποτέ γινόταν δεκτή η πρόταση του Όουεν για την κοινωνική μεταρρύθμιση, πολύ λίγα πράγματα θα μπορούσαν να ειπωθούν ενάντια στις λεπτομέρειες της οργάνωσης, ακόμα και από καθαρά τεχνική άποψη.

Το πέρασμα στο στόχο του κομμουνισμού ήταν το σημείο καμπής στη ζωή του Όουεν. Όσο καιρό περιοριζόταν στο ρόλο του φιλάνθρωπου, μάζευε μονάχα πλούτη, επιδοκιμασίες, τιμές και δόξα. Ήταν ο πιο δημοφιλής άνθρωπος στην Ευρώπη. Τον άκουγαν με επιδοκιμασία όχι μόνο οι συνάδελφοί του, μα και πολιτικοί και πρίγκιπες. Όταν, όμως, παρουσίασε τις κομμουνιστικές του θεωρίες, όλα άλλαξαν. Τρία μεγάλα εμπόδια, κατά τη γνώμη του, ήταν αυτά που έφραζαν το δρόμο για την κοινωνική μεταρρύθμιση: η ατομική ιδιοκτησία, η θρησκεία και η σύγχρονη μορφή του γάμου.

Ήξερε τι τον περίμενε αν τα έβαζε μαζί τους – γενικός εξοστρακισμός από την επίσημη κοινωνία, ολοκληρωτική απώλεια της κοινωνικής του θέσης. Μα αυτό δεν τον εμπόδισε να συγκρουστεί μαζί τους, χωρίς φόβο για τις συνέπειες. Και έγινε αυτό που πρόβλεψε. Αποκλεισμένος από την επίσημη κοινωνία, καταδικασμένος στη συνωμοσία της σιωπής από τον τύπο, οικονομικά κατεστραμμένος από τα αποτυχημένα κομμουνιστικά πειράματά του στην Αμερική, πειράματα που θυσίασε γι’ αυτά ολόκληρη την περιουσία του, στράφηκε άμεσα στην εργατική τάξη και εξακολούθησε να δρα μέσα στους κύκλους της για τριάντα ακόμη χρόνια. Όλα τα κοινωνικά κινήματα, όλες οι πραγματικές πρόοδοι που έγιναν στην Αγγλία προς το συμφέρον των εργατών συνδέονται με το όνομα του Όουεν.

Έτσι, το 1819, ύστερα από πέντε χρόνων προσπάθειες, πέτυχε να ψηφιστεί ο πρώτος νόμος που περιόριζε την εργασία των γυναικών και των παιδιών στα εργοστάσια.14 Ήταν προεδρείο στο πρώτο συνέδριο των συνδικαλιστικών οργανώσεων, κατά το οποίο όλα τα συνδικάτα της Αγγλίας ενώθηκαν σε μια μεγάλη συνδικαλιστική συνομοσπονδία.15 Εισήγαγε σαν μεταβατικό μέτρο, με απώτερο στόχο την ολοκληρωτικά κομμουνιστική οργάνωση της κοινωνίας, κατ’αρχήν τους συνεταιρισμούς (καταναλωτών και παραγωγών), οι οποίοι αν μη τι άλλο απέδειξαν πρακτικά πως τόσο ο έμπορος, όσο και ο εργοστασιάρχης είναι πρόσωπα περιττά.

Επίσης διοργάνωσε το θεσμό των αγορών εργασίας, στο πλαίσιο των οποίων τα προϊόντα της εργασίας ανταλλάσσονταν με τη βοήθεια ενός χαρτονομίσματος, που για μονάδα του είχε την εργατοώρα. Τα ιδρύματα αυτά, που ήταν αναγκαστικά καταδικασμένα σε αποτυχία, ήταν πραγματικοί πρόδρομοι της «Τράπεζας Ανταλλαγών», που ίδρυσε αρκετά αργότερα ο Προυντόν και διέφεραν από αυτή, μόνο στο ότι δεν διεκδικούσαν ότι αποτελούν την πανάκεια για κάθε κοινωνικό πρόβλημα, αλλά απλώς το πρώτο βήμα προς έναν πολύ πιο ριζοσπαστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας.16

Ο τρόπος που έβλεπαν τα πράγματα οι Ουτοπιστές επικράτησε για πολύ καιρό στις σοσιαλιστικές αντιλήψεις του 19ου αιώνα και εξακολουθεί εν μέρει να τις επηρεάζει και σήμερα. Δεν πάει πολύς καιρός που όλοι οι Γάλλοι και Άγγλοι σοσιαλιστές όφειλαν να αποτίουν φόρο τιμής σ’αυτόν. Ο πρώιμος Γερμανικός κομμουνισμός, συμπεριλαμβανόμενου του Βάιτλιγκ, ανήκει σ’αυτή την παράδοση. Ο σοσιαλισμός για όλους αυτούς είναι η εκδήλωση της αλήθειας, της λογικής και της απόλυτης δικαιοσύνης και αρκεί μόνο να τον ανακαλύψουμε, για να κατακτήσει τον κόσμο χάρη στη δύναμή του. Και καθώς η απόλυτη αλήθεια είναι ανεξάρτητη από το χρόνο, τον τόπο και την ιστορική εξέλιξη των ανθρώπων, η χρονολογία και ο τόπος που θα γίνει η ανακάλυψη αυτή είναι ένα εντελώς τυχαίο γεγονός.

Ωστόσο, η αλήθεια, η λογική και η απόλυτη δικαιοσύνη είναι διαφορετικά πράγματα για τον ιδρυτή της κάθε διαφορετικής σχολής. Κι επειδή οι διαφορετικές αυτές εκδοχές της αλήθειας, της λογικής και της απόλυτης δικαιοσύνης εξαρτώνται από την υποκειμενική κρίση του καθένα, από τις συνθήκες της ζωής του, από το σημείο που φτάνουν οι γνώσεις του, καθώς και από τη διαμόρφωση της σκέψης του, η μοναδική δυνατή λύση σ’αυτή τη σύγκρουση ανάμεσα στις απόλυτες αλήθειες είναι να αναμειχθούν όλες μαζί στον ίδιο μύλο. Από όλα αυτά δεν μπόρεσε να βγει τίποτε άλλο, παρά ένα είδος μέσου εκλεκτικού σοσιαλισμού, σαν κι αυτόν που ουσιαστικά επικρατεί ακόμη και σήμερα στα κεφάλια των περισσότερων σοσιαλιστών εργατών στη Γαλλία και την Αγγλία: ένα μίγμα από τις πιο πολλαπλές αποχρώσεις, παρμένες από εκείνες τις κριτικές ερμηνείες, οικονομικές θέσεις και εικόνες μιας μελλοντικής κοινωνίας, όπως τις διατυπώνουν οι ιδρυτές των διάφορων αιρέσεων. Και μάλιστα, ένα μίγμα που παράγεται τόσο πιο εύκολα, όσο περισσότερο οι διατυπώσεις των συστατικών του απόψεων έχουν αμβλυνθεί μέσα στην αντιπαράθεση, όπως τα χαλίκια ενός ρέματος. Για να γίνει ο σοσιαλισμός επιστήμη, θα πρέπει πρώτα να τοποθετηθεί πάνω σε πραγματικά θεμέλια.

 

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

 

 

 

Στο μεταξύ, παράλληλα με τη γαλλική φιλοσοφία του 18ου αιώνα και σαν συνέχειά της, γεννήθηκε η νεότερη γερμανική φιλοσοφία, που βρήκε την ολοκλήρωσή της στο Χέγκελ. Η μεγαλύτερή της συνεισφορά ήταν πως παραδέχτηκε ξανά τη διαλεκτική σαν την ανώτατη μορφή σκέψης. Οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι ήταν όλοι τους γεννημένοι διαλεκτικοί, και το πιο εγκυκλοπαιδικό μυαλό ανάμεσά τους, ο Αριστοτέλης, είχε ήδη μελετήσει τις πιο σημαντικές μορφές της διαλεκτικής σκέψης.

Αντίθετα, η νεότερη φιλοσοφία, παρ’ όλο που η διαλεκτική σκέψη είχε στις γραμμές της λαμπρούς εκπρόσωπους (π.χ. τον Καρτέσιο και το Σπινόζα), βυθιζόταν όλο και περισσότερο – ιδιαίτερα κάτω από την αγγλική επίδραση – στον λεγόμενο μεταφυσικό τρόπο σκέψης, που κατέκτησε όλους σχεδόν τους Γάλλους του 18ου αιώνα, τουλάχιστον σ’ ό,τι αφορά τα ειδικά φιλοσοφικά τους έργα. Έξω από την καθ’ αυτό φιλοσοφία, ωστόσο, μπόρεσαν να δημιουργήσουν αριστουργήματα διαλεκτικής. Θυμίζουμε μονάχα τον «Ανιψιό του Ραμό» του Ντιντερό και την «Πραγματεία για την καταγωγή της ανισότητας ανάμεσα στους ανθρώπους» του Ρουσσώ.1

Εδώ δίνουμε σύντομα την ουσία και από τις δύο αυτές μεθόδους σκέψης. Όταν βάλουμε κάτω από την έρευνα της σκέψης τη φύση ή την ανθρώπινη ιστορία ή την πνευματική μας δραστηριότητα, αυτό που θα εμφανιστεί πρώτα-πρώτα σε μας είναι η εικόνα ενός ατέλειωτου λαβύρινθου από αλληλουχίες και αλληλοεπιδράσεις, όπου τίποτα δεν παραμένει αυτό που ήταν, εκεί όπου ήταν και όπως ήταν, μα όλα κινούνται, αλλάζουν, γεννιούνται και εξαφανίζονται. Στην αρχή λοιπόν βλέπουμε τη συνολική εικόνα, με τα επιμέρους τμήματά της στο πίσω φόντο. Προσέχουμε πιο πολύ την κίνηση, τα περάσματα από τη μια κατάσταση στην άλλη, τις αλληλουχίες, παρά αυτό που κινείται, μεταβάλλεται και συσχετίζεται. Αυτή η πρωτόγονη, απλοϊκή, μα ουσιαστικά ορθή αντίληψη για τον κόσμο είναι κατάκτηση της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας και διατυπώθηκε για πρώτη φορά καθαρά από τον Ηράκλειτο: όλα υπάρχουν και δεν υπάρχουν, γιατί τα πάντα ρει, όλα βρίσκονται σε αδιάκοπη μεταβολή, όλα γεννιούνται και πεθαίνουν.

Μα η αντίληψη αυτή, όσο σωστά και αν αντιλαμβάνεται το γενικό χαρακτήρα της συνολικής εικόνας των φαινομένων, δεν είναι ωστόσο αρκετή για να εξηγήσει τις λεπτομέρειες που συνθέτουν τη συνολική αυτή εικόνα. Και όσο δεν γνωρίζουμε τις λεπτομέρειες, δεν έχουμε καθαρή ιδέα για τη συνολική εικόνα. Για να κατανοήσουμε τις λεπτομέρειες αυτές, πρέπει να τις αποσπάσουμε από τη φυσική ή ιστορική τους αλληλουχία και να εξετάσουμε την κάθε μια χωριστά, σύμφωνα με την ποιότητά της, τα ιδιαίτερά της αίτια, τα αποτελέσματά της κ.λ.π. Αυτό είναι πάνω απ’ όλα, το καθήκον της φυσικής επιστήμης και της ιστορικής έρευνας, δύο κλάδων, οι οποίοι κατείχαν στους Έλληνες της κλασικής εποχής δευτερεύουσα θέση, για πολύ συγκεκριμένους λόγους, καθώς έπρεπε να συγκεντρώσουν αρχικά την πρώτη ύλη γι’ αυτούς. Μόνο όταν συγκεντρωθεί σε κάποιο βαθμό το φυσικό και ιστορικό υλικό, μπορεί να αρχίσει η κριτική θεώρηση, η σύγκριση και η κατανομή σε τάξεις, κατηγορίες, είδη.

Γι’ αυτό και οι πρώτες αρχές της θετικής επιστήμης αναπτύχθηκαν για πρώτη φορά από τους Έλληνες της Αλεξανδρινής Περιόδου, και αργότερα, το Μεσαίωνα, από τους Άραβες.2 Πραγματική ωστόσο φυσική επιστήμη συναντάμε μόνο από το δεύτερο μισό του 15ου αιώνα, και από τότε κι ύστερα προοδεύει με ολοένα αυξανόμενη ταχύτητα. Η ανάλυση της φύσης στα ξεχωριστά της μέρη, ο διαχωρισμός σε ορισμένες τάξεις που αντιστοιχούν στις διάφορες φυσικές λειτουργίες και τα διάφορα φυσικά αντικείμενα, η έρευνα του εσωτερικού των οργανικών σωμάτων, με τις ποικίλες ανατομικές τους μορφές, ήταν η βασική προϋπόθεση για τις γιγάντιες προόδους που συντελέστηκαν τα τελευταία τετρακόσια χρόνια σχετικά με τη γνώση της φύσης.

Η μέθοδος αυτή, όμως, μας άφησε κληρονομιά τη συνήθεια να αντιλαμβανόμαστε τα φυσικά πράγματα και τις φυσικές λειτουργίες απομονωμένες, έξω από τις μεγάλες αλληλουχίες του συνόλου, κατά συνέπεια όχι στην κίνησή τους, αλλά στην αδράνειά τους, όχι σαν ουσιαστικά μεταβαλλόμενες οντότητες μα σαν σταθερές, όχι στη ζωή τους μα στο θάνατό τους. Και όταν, χάρη στον Μπέικον και τον Λοκ, ο τρόπος αυτός αντίληψης πέρασε από τις φυσικές επιστήμες στη φιλοσοφία, απέκτησε την ειδική εκείνη στενότητα πνεύματος που παρατηρούμε στους τελευταίους αιώνες, το μεταφυσικό τρόπο σκέψης.

Για τον μεταφυσικό διανοούμενο, τα πράγματα και οι αντανακλάσεις τους στη σκέψη, οι έννοιες, είναι αντικείμενα έρευνας απομονωμένα, που πρέπει να εξεταστούν το ένα ύστερα από το άλλο και χωριστά, ακίνητα, στέρεα, μια για πάντα δεδομένα. Ο μεταφυσικός σκέφτεται με ολότελα αποκομμένες αντιθέσεις. Ο λόγος του είναι «ναι – ναι και όχι – όχι» και ο,τιδήποτε υπάρχει πέρα απ’ αυτό είναι εκ του πονηρού. Γι’ αυτόν, ένα πράγμα ή υπάρχει ή δεν υπάρχει. Ένα πράγμα δεν μπορεί να είναι ο εαυτός του και ταυτόχρονα κάτι άλλο. Το θετικό και το αρνητικό αποκλείονται απόλυτα μεταξύ τους. Η αιτία και το αποτέλεσμα βρίσκονται κι αυτά σε μόνιμη αντίθεση μεταξύ τους. Ο τρόπος αυτός σκέψης μάς φαίνεται με την πρώτη ματιά ολότελα κανονικός, γιατί είναι ο λεγόμενος κοινός νους. Μα όσο αξιοσέβαστος σύντροφος κι αν είναι ο κοινός νους όταν βρίσκεται κλεισμένος στους τέσσερις τοίχους, συναντάει τις πιο καταπληκτικές περιπέτειες μόλις ριψοκινδυνέψει να βγει έξω, στον ευρύ κόσμο της έρευνας.

Ο μεταφυσικός τρόπος αντίληψης, όσο δικαιολογημένος και όσο αναγκαίος κι αν είναι σε περιοχές που η έκτασή τους μεταβάλλεται ανάλογα με τη φύση του αντικειμένου, θα σκοντάψει αργά η γρήγορα σε κάποιο εμπόδιο, και πέρα απ’ αυτό θα γίνει μονόπλευρος, στενός, περιορισμένος, αφηρημένος, θα περιπλανηθεί μέσα σε αξεδιάλυτες αντιφάσεις, γιατί μπροστά στα ξεχωριστά αντικείμενα ξεχνάει το συσχετισμό τους, μπροστά στην ύπαρξή τους ξεχνάει τη γέννησηκαι το θάνατό τους, μπροστά στην ηρεμία τους ξεχνάει την κίνησή τους. Γιατί τα δέντρα τον εμποδίζουν να δει το δάσος. Στις καθημερινές περιπτώσεις ξέρουμε λ.χ. και μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα αν ένα ζώο είναι ζωντανό ή όχι. Μα με μια ακριβέστερη έρευνα, ανακαλύπτουμε πως το πρόβλημα αυτό είναι πολλές φορές εξαιρετικά μπερδεμένο, όπως γνωρίζουν πολύ καλά οι νομικοί, όταν μάταια κοπιάζουν να βρουν ένα λογικό όριο, πέρα απ’ το οποίο το θανάτωμα ενός παιδιού μέσα στην κοιλιά της μητέρας να θεωρείται φόνος.

Εξίσου αδύνατο είναι να διαπιστώσουμε τη στιγμή του θανάτου, γιατί η φυσιολογία δείχνει πως ο θάνατος δεν είναι ένα απλό και στιγμιαίο φαινόμενο, μα ένα μακρόχρονο γεγονός. Το ίδιο και κάθε οργανικό ον, κάθε στιγμή είναι και δεν είναι το ίδιο, κάθε στιγμή αφομοιώνει ξένες ύλες και αποβάλλει άλλες, κάθε στιγμή πεθαίνουν κύτταρα στο σώμα του και σχηματίζονται άλλα καινούργια, έτσι που σε ένα χρονικό διάστημα περισσότερο ή λιγότερο μακρύ, το υλικό του σώματος αυτού να έχει ολότελα ανανεωθεί και αντικατασταθεί από άλλα υλικά μόρια, και μ’ αυτόν τον τρόπο κάθε οργανικό ον να είναι πάντα ο εαυτός του και ταυτόχρονα κάτι άλλο. Αν παρατηρήσουμε τα πράγματα κάπως βαθύτερα, θα βρούμε ακόμα πως οι δύο πόλοι μιας αντίφασης, όπως το θετικό και το αρνητικό, είναι τόσο αχώριστοι ο ένας από τον άλλον, όσο και αντίθετοι, και πως παρ’όλη την αντίθεσή τους διαπερνούν ο ένας τον άλλο.

Αντίστοιχα, η αιτία και το αποτέλεσμα είναι έννοιες που έχουν πέραση μόνο όταν χρησιμοποιούνται σε μεμονωμένες περιπτώσεις, αλλά μόλις εξετάσουμε την ιδιαίτερη περίπτωση στη γενική της σύνδεση με το σύνολο του κόσμου, συγχωνεύονται, διαλύονται μέσα στην παγκόσμια δράση και αντίδραση, αλλάζουν αδιάκοπα θέση μεταξύ τους, οπότε αυτό που εδώ και τώρα είναι αποτέλεσμα, αλλού και ύστερα γίνεται αιτία και αντίστροφα. Καμιά από αυτές τις διαδικασίες και μεθόδους σκέψης δεν χωρά στο πλαίσιο της μεταφυσικής σκέψης.

Για τη διαλεκτική, αντίθετα, που αντιλαμβάνεται τα πράγματα και τις εννοιακές τους απεικονίσεις ουσιαστικά στην αλληλοσύνδεσή τους, στην αλληλουχία τους, στην κίνησή τους, τη γέννηση και το θάνατό τους, οι διαδικασίες που αναφέραμε πιο πάνω αποτελούν επιβεβαίωση για τη μέθοδό της. Η φύση είναι το πεδίο όπου δοκιμάζεται η διαλεκτική και μπορούμε να πούμε, προς τιμή της σύγχρονης φυσικής επιστήμης, πως εξασφάλισε για τη δοκιμή αυτή μια πλούσια και διαρκώς αυξανόμενη συγκομιδή από περιστατικά, αποδεικνύοντας έτσι πως στη φύση, σε τελική ανάλυση, τα πάντα λειτουργούν διαλεκτικά και όχι μεταφυσικά, πως η φύση δεν επαναλαμβάνει διαρκώς έναν μονότονο και αδιάκοπα επαναλαμβανόμενο κύκλο, μα ζει μια αυθεντική ιστορική εξέλιξη.

Σ’αυτό το σημείο πρέπει να αναφέρουμε πάνω απ’ όλους το Δαρβίνο, ο οποίος έδωσε το πιο δυνατό χτύπημα στη μεταφυσική αντίληψη για τη φύση, αποδεικνύοντας πως ολόκληρος ο σημερινός οργανικός κόσμος – τα φυτά, τα ζώα, κατά συνέπεια και ο άνθρωπος, είναι προϊόντα μιας εξελικτικής διαδικασίας που κρατάει εκατομμύρια χρόνια τώρα. Επειδή όμως οι φυσικοί επιστήμονες που έμαθαν να σκέπτονται διαλεκτικά είναι ακόμη ελάχιστοι, η σύγκρουση αυτή ανάμεσα στα αποτελέσματα της έρευνας και τον πατροπαράδοτο τρόπο σκέψης εξηγεί την τεράστια σύγχυση που επικρατεί σήμερα στη θεωρία των φυσικών επιστημών και φέρνει σε απελπισία δασκάλους και μαθητές, συγγραφείς και αναγνώστες.

Μια σωστή εικόνα του σύμπαντος, της εξέλιξής του και της εξέλιξης του ανθρώπου, καθώς και της αντανάκλασης της εξέλιξης αυτής στο ανθρώπινο μυαλό δεν μπορεί, λοιπόν, να γίνει παρά μόνο με διαλεκτικό τρόπο, λαμβάνοντας πάντα υπόψιν τις γενικές αλληλοεπιδράσεις ανάμεσα στη γέννηση και το θάνατο, ανάμεσα στις προοδευτικές και τις οπισθοδρομικές μεταβολές. Μ’ αυτό το πνεύμα λειτούργησε από την αρχή η νεότερη γερμανική φιλοσοφία. Ο Καντ άρχισε τη σταδιοδρομία του αναλύοντας το σταθερό ηλιακό σύστημα του Νεύτωνα και την αιώνια διάρκειά του, μετά την περίφημη πρώτη ώθηση σε μια ιστορικά εξελικτική κίνηση: στη γέννηση του ήλιου και όλων των πλανητών από μια περιστρεφόμενη νεφελώδη μάζα. Απ’ αυτό έβγαλε και το συμπέρασμα πως αφού γεννήθηκε, το ηλιακό σύστημα αναγκαστικά θα πεθάνει κάποια μέρα.

Η άποψη αυτή θεμελιώθηκε μαθηματικά μισό αιώνα αργότερα από τον Λαπλάς, και άλλο μισό αιώνα αργότερα το σπεκτροσκόπιο επιβεβαίωσε την ύπαρξη στο κοσμικό σύμπαν αυτών των διάπυρων και με διαφορετικό βαθμό συμπύκνωσης μαζών αερίου. Η νεότερη αυτή γερμανική φιλοσοφία βρήκε το επιστέγασμα της στο σύστημα του Χέγκελ, όπου για πρώτη φορά – και είναι η μεγάλη του συνεισφορά – ολόκληρος ο φυσικός, ιστορικός και πνευματικός κόσμος παρουσιάζεται σαν εξελικτική διαδικασία, δηλαδή μέσα σε μια αδιάκοπη κίνηση, μεταβολή, ανασχηματισμό και εξέλιξη, και έγινε προσπάθεια να αποδειχθεί η εσωτερική αλληλουχία στην κίνηση και την εξέλιξη αυτή. Από την άποψη αυτή, η ιστορία της ανθρωπότητας δεν εμφανίζεται πια σαν ένας στρόβιλος από παράλογες πράξεις βίας, όλες εξίσου καταδικασμένες από το δικαστήριο του ώριμου πλέον φιλοσοφικού λόγου και τις οποίες προτιμότερο είναι να ξεχάσουμε όσο το δυνατό γρηγορότερα, μα μια εξελικτική κίνηση της ίδιας της ανθρωπότητας.

Το καθήκον της σκέψης τώρα ήταν να παρακολουθήσει τη βαθμιαία εξελικτική πορεία μέσα σε όλους τους ελιγμούς της και να εντοπίσει την εσωτερική λογική που διέπει όλα τα προφανώς συμπτωματικά φαινόμενα. Ότι ο Χέγκελ δεν έλυσε το πρόβλημα που ο ίδιος είχε θέσει δεν έχει καμιά σημασία εδώ. Η συνεισφορά του, που έμεινε στην ιστορία, είναι πως έθεσε το ζήτημα, γιατί πρόκειται για ένα από εκείνα τα προβλήματα που κανένα άτομο δεν μπορεί να λύσει μόνο του.

Παρ’ όλο που ο Χέγκελ – μαζί με το Σεν-Σιμόν – ήταν το πιο εγκυκλοπαιδικό μυαλό της εποχής του, ήταν ωστόσο εγκλωβισμένος, πρώτα από την αναγκαστικά περιορισμένη έκταση των δικών του γνώσεων, και ύστερα από τις αντίστοιχα περιορισμένες σε έκταση και σε βάθος γνώσεις και έννοιες της εποχής του. Μα πρέπει να λάβουμε υπ’ όψιν μας και ένα τρίτο εμπόδιο. Ο Χέγκελ ήταν ιδεαλιστής. Δηλαδή, αντί να βλέπει τις ιδέες που είχε στο κεφάλι του σαν περισσότερο ή λιγότερο αφηρημένες αντανακλάσεις του πραγματικού κόσμου, θεωρούσε αντίστροφα τα αντικείμενα και την εξελικτική τους κίνηση σαν απλές αντανακλάσεις μιας «Ιδέας» που ήδη υπήρχε, ποιός ξέρει πού, πριν από τον κόσμο.

Έτσι, όλα στέκονταν με το κεφάλι κάτω και η πραγματική αλληλουχία του κόσμου ήταν γυρισμένη ανάποδα. Παρ’ όλο που ο Χέγκελ είχε αντιληφθεί πολλούς επιμέρους συσχετισμούς με ορθότητα και μεγαλοφυία, ήταν ωστόσο αναπόφευκτο, για τους λόγους που αναφέραμε, να καταντούν κακότεχνα μπαλώματα, φτιαχτοί, ουσιαστικά με το κεφάλι κάτω. Τ

ο σύστημα του Χέγκελ, σαν τέτοιο, ήταν μια κολοσσιαία αποτυχία – μα και το τελευταίο στο είδος του. Πραγματικά, υπέφερε από μια αθεράπευτη εσωτερική αντίφαση. Από τη μια μεριά, σαν ουσιώδες αξίωμα είχε την αντίληψη πως η ιστορία της ανθρωπότητας είναι μια εξελικτική διαδικασία, η οποία από τη φύση της δεν μπορεί να βρει το νοητικό της τέλος με την ανακάλυψη της λεγόμενης απόλυτης αλήθειας. Από την άλλη, όμως, ισχυριζόταν πως αποτελεί την ανώτατη εκδήλωση αυτής της απόλυτης αλήθειας. Ένα σύστημα από φυσικές και ιστορικές γνώσεις, που αγκαλιάζει το κάθε τι, μια για πάντα, βρίσκεται σε αντίφαση με τους θεμελιώδεις νόμους της διαλεκτικής σκέψης, γεγονός που δεν αποκλείει με κανένα τρόπο, μα αντίθετα συνεπάγεται την ιδέα πως η συστηματική γνώση του εξωτερικού κόσμου μπορεί να κάνει γιγάντια βήματα από γενιά σε γενιά.

Η αναγνώριση της απόλυτης αδυναμίας τού ως τότε γερμανικού ιδεαλισμού οδήγησε στον υλισμό, μα, ας σημειωθεί, όχι στον καθαρά μεταφυσικό, τον αποκλειστικά μηχανιστικό υλισμό του 18ου αιώνα. Αντί να απορρίπτει με απόλυτο τρόπο και με απλοϊκή επαναστατικότητα όλη την προηγούμενη ιστορία, ο σύγχρονος υλισμός θεωρεί την ιστορία ως την εξελικτική κίνηση της ανθρωπότητας, και ως δικό του καθήκον να ανακαλύψει τους νόμους που την κινούν.

Η αντίληψη που επικρατούσε τόσο στους Γάλλους του 18ου αιώνα, όσο και στο Χέγκελ, ήταν πως η φύση είναι μια ολότητα που κινείται γύρω από στενούς κύκλους και μένει πάντοτε σταθερή, με αιώνια ουράνια σώματα, όπως δίδασκε ο Νεύτωνας, με αμετάβλητα είδη από οργανικά όντα, όπως δίδασκε ο Λιναίος. Σε αντίθεση μ’αυτή τη σύλληψη, ο σύγχρονος υλισμός αγκαλιάζει τα πρόσφατα βήματα των φυσικών επιστημών, σύμφωνα με τα οποία η φύση έχει κι αυτή τη δική της ιστορία μέσα στο χρόνο. Τα ουράνια σώματα, όπως και τα είδη των ζωντανών οργανισμών που κατοικούν σ’ αυτά, όταν οι συνθήκες είναι ευνοϊκές, γεννιούνται και χάνονται, και οι περιστροφές, στο βαθμό που μπορούμε να τις παραδεχτούμε, παίρνουν απείρως μεγαλύτερες διαστάσεις.

Και στις δύο περιπτώσεις ο σύγχρονος υλισμός είναι ουσιαστικά διαλεκτικός και δεν έχει ανάγκη από καμιά φιλοσοφία που να στέκεται πάνω από τις άλλες επιστήμες. Από τη στιγμή που κάθε ειδική επιστήμη καλείται να ξεκαθαρίσει τη θέση που κατέχει στη γενική αλληλουχία των πραγμάτων και στη δική μας γνώση των πραγμάτων, μια ξεχωριστή επιστήμη που να ασχολείται με αυτό ειδικά το ζήτημα είναι περιττή. Από ολόκληρη την παλιά φιλοσοφία δεν απομένει πια τίποτε άλλο σε ανεξάρτητη κατάσταση παρά η διδασκαλία για τη νόηση και τους νόμους της – η τυπική λογική και η διαλεκτική. Όλα τα άλλα περνούν στις θετικές επιστήμες για τη φύση και την ιστορία.

Μα καθώς η επανάσταση στην αντίληψη για τη φύση δεν μπορούσε να γίνει παρά μόνο στο μέτρο που η έρευνα προμήθευε το αντίστοιχο υλικό από θετικές γνώσεις, είχαν ήδη λάβει χώρα διάφορα ιστορικά περιστατικά, τα οποία οδήγησαν σε μια αποφασιστική στροφή στην αντίληψη για την ιστορία. Το 1831 έγινε στη Λυών η πρώτη εργατική εξέγερση. Ανάμεσα στο 1838 και το 1842 στην Αγγλία, το πρώτο σε εθνική κλίμακα εργατικό κίνημα, το κίνημα των Άγγλων Χαρτιστών, έφτασε στο ζενίθ του. Η ταξική πάλη ανάμεσα στο προλεταριάτο και την αστική τάξη περνούσε στο πρώτο πλάνο της ιστορίας στις αναπτυγμένες χώρες της Ευρώπης, στο μέτρο που αναπτυσσόταν σ’ αυτές αφ’ενός η μεγάλη βιομηχανία και αφ’ετέρου η πολιτική κυριαρχία της αστικής τάξης, την οποία πρόσφατα μόλις είχε κατακτήσει. Οι διδασκαλίες της αστικής οικονομίας για την ταυτότητα των συμφερόντων ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία, για την παγκόσμια αρμονία και ευημερία σαν αποτέλεσμα του ελεύθερου ανταγωνισμού, διαψεύστηκαν με τον πιο βίαιο τρόπο από τα γεγονότα. Δεν μπορούσαν τώρα πια να αγνοήσουν τα γεγονότα αυτά ούτε και τον γαλλικό και αγγλικό σοσιαλισμό, που αποτελούσαν, παρ’ όλες τις ατέλειες τους, τη θεωρητική τους έκφραση.

Μα η παλιά, ιδεαλιστική αντίληψη για την ιστορία, που δεν είχε ακόμα παραμεριστεί, δεν αναγνώριζε καμιά πάλη των τάξεων που να στηρίζεται σε υλικά συμφέροντα, και γενικά κανένα υλικό συμφέρον. Η παραγωγή, όπως και όλες οι οικονομικές σχέσεις, παρουσιάζονται σ’ αυτή σαν τυχαία, επουσιώδη στοιχεία μέσα στην «ιστορία του πολιτισμού». Τα καινούργια περιστατικά μάς υποχρέωσαν να εξετάσουμε ολόκληρη την ιστορία από την αρχή. Και τότε διαπιστώθηκε πως όλη η ως τα τώρα ιστορία, με εξαίρεση τα πρωτόγονα στάδια, είναι ιστορία ταξικών αγώνων και πως οι αντιμαχόμενες αυτές κοινωνικές τάξεις αποτελούν κάθε φορά το προϊόν των σχέσεων παραγωγής και ανταλλαγής, με μια λέξη των οικονομικών σχέσεων κάθε εποχής. Κατά συνέπεια, η οικονομική δομή της κοινωνίας αποτελεί κάθε φορά την πραγματική βάση, από την οποία μπορούμε να εξηγήσουμε ολόκληρο το εποικοδόμημα από τους νομικούς και πολιτικούς θεσμούς, καθώς και τις θρησκευτικές, φιλοσοφικές και τις διάφορες άλλες ιδέες της δεδομένης ιστορικής περιόδου.

Ο Χέγκελ είχε λυτρώσει την αντίληψη της ιστορίας από τη μεταφυσική – την έκανε διαλεκτική. Ο τρόπος ωστόσο που κατανοούσε την ιστορία ήταν ουσιαστικά ιδεαλιστικός. Τώρα όμως ο ιδεαλισμός διώχτηκε και από το τελευταίο του καταφύγιο, από την αντίληψη για την ιστορία, και άνοιξε ο δρόμος για να εξηγήσουμε τη συνείδηση των ανθρώπων από το είναι τους, αντί να εξηγούμε το είναι τους από τη συνείδηση τους, όπως γινόταν ως τώρα.

Κατά συνέπεια, ο σοσιαλισμός δεν εμφανίζεται τώρα πια σαν τυχαία ανακάλυψη από αυτή ή εκείνη την ιδιοφυία, μα σαν το αναγκαίο προϊόν της πάλης δύο τάξεων που γέννησε η ιστορία, του προλεταριάτου και της αστικής τάξης. Το καθήκον του δεν ήταν πια να επινοήσει ένα κοινωνικό σύστημα όσο το δυνατόν πιο τέλειο, αλλά να μελετήσει την ιστορικο-οικονομική διαδικασία απ’ όπου αναγκαστικά ξεπήδησαν οι δύο αυτές τάξεις και ο ανταγωνισμός τους, και να ανακαλύψει στην οικονομική συγκυρία που διαμορφώθηκε τα μέσα για να λήξει η σύγκρουση αυτή. Ο πρώιμος σοσιαλισμός ωστόσο ήταν τόσο ασυμβίβαστος με την υλιστική αυτή αντίληψη της ιστορίας, όσο ήταν και η αντίληψη περί φύσης που είχε ο γαλλικός υλισμός απέναντι στη διαλεκτική και τη σύγχρονη φυσική επιστήμη.

Βέβαια, ο πρώιμος σοσιαλισμός ασκούσε κριτική στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής και τις συνέπειές του, όμως δεν μπορούσε να τον ερμηνεύσει, οπότε ούτε να τα βγάλει πέρα μαζί του. Το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν απλά να τον απορρίπτει. Όσο πιο έντονα κατάγγελλε την εκμετάλλευση της εργατικής τάξης, που ήταν αξεχώριστη απ’ αυτόν τον τρόπο παραγωγής, τόσο λιγότερο ήταν σε θέση να δείξει σε τι συνίσταται η εκμετάλλευση αυτή και ποιές ήταν οι ρίζες της. Το ζήτημα ήταν, αφ’ενός να παρουσιάσει τον καπιταλιστικό αυτό τρόπο παραγωγής στην ιστορική του διάσταση, τον αναγκαίο ρόλο του σε μια ορισμένη χρονική περίοδο της ιστορίας, και κατά συνέπεια την αναγκαιότητα της πτώσης του. Αφ’ετέρου να ξεσκεπάσει τον ουσιαστικό του χαρακτήρα που παρέμενε ακόμη κρυμμένος.

Αυτό πραγματοποιήθηκε με την ανακάλυψη της υπεραξίας. Αποδείχτηκε πως η ιδιοποίηση απλήρωτης εργασίας αποτελεί τη θεμελιώδη μορφή του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και της εκμετάλλευσης του εργάτη. Ακόμα κι όταν ο καπιταλιστής πληρώνει την εργατική δύναμη του εργάτη του σε όλη την αξία που αυτή έχει στην αγορά σαν εμπόρευμα, βγάζει από αυτή περισσότερη αξία απ’ όση πλήρωσε και η υπεραξία αυτή αποτελεί, σε τελική ανάλυση, το ποσό της αξίας από το οποίο προέρχεται η ολοένα αυξανόμενη μάζα του κεφαλαίου που συσσωρεύεται στα χέρια των ιδιοκτητριών τάξεων. Έτσι ερμηνεύεται τόσο η διαδικασία της καπιταλιστικής παραγωγής, όσο και της παραγωγής κεφαλαίου. Τις δύο αυτές μεγάλες ανακαλύψεις, την υλιστική αντίληψη της ιστορίας και την αποκάλυψη του μυστικού της καπιταλιστικής παραγωγής με την υπεραξία, τις χρωστάμε στο Μαρξ. Χάρη σ’ αυτόν, ο σοσιαλισμός έγινε επιστήμη, την οποία πρέπει τώρα να επεξεργαστούμε σε όλες της τις λεπτομέρειες.

 

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

 

 

 

Η υλιστική αντίληψη της ιστορίας ξεκινάει από τη θέση ότι η παραγωγή, και μαζί με την παραγωγή η ανταλλαγή των προϊόντων, αποτελεί τη βάση κάθε κοινωνικού συστήματος, πως, σε κάθε κοινωνία που αναδύεται ιστορικά, η κατανομή του πλούτου και μαζί μ’ αυτή η διάρθρωση σε τάξεις ή κάστες, καθορίζεται από τo τι παράγεται, πώς παράγεται, καθώς και από τον τρόπο με τον οποίο ανταλλάσσονται τα πράγματα που παράγονται.

Κατά συνέπεια, η τελική αιτία όλων των κοινωνικών μεταβολών και όλων των πολιτικών ανατροπών δεν πρέπει να αναζητηθεί στα κεφάλια των ανθρώπων, στην αυξανόμενη κατανόηση της αιώνιας αλήθειας και δικαιοσύνης, μα στις μεταβολές που συντελούνται στον τρόπο παραγωγής και ανταλλαγής. Δεν πρέπει να αναζητηθεί στη φιλοσοφία της εκάστοτε εποχής, μα στην οικονομία. Όταν οι άνθρωποι αρχίζουν να κατανοούν ότι οι υπάρχοντες κοινωνικοί θεσμοι είναι παράλογοι και άδικοι, πως η λογική έγινε παραλογισμός και η αρετή κακό,1 αυτό φανερώνει πως αθόρυβα έχουν λάβει χώρα μεταβολές στις μεθόδους παραγωγής και ανταλλαγής, με τις οποίες το υπάρχον κοινωνικό σύστημα, που ήταν δομημένο με βάση παλιότερες οικονομικές συνθήκες, δεν μπορεί να προσαρμοστεί. Αυτό σημαίνει, συνακόλουθα, πως τα μέσα για να εξαλειφθούν οι δυσλειτουργίες που βγήκαν στην επιφάνεια, πρέπει να υπάρχουν – σε περισσότερο η λιγότερο αναπτυγμένη μορφή – μέσα στις ίδιες τις τροποποιημένες παραγωγικές σχέσεις.

Δεν πρέπει λοιπόν να εφεύρουμε τα μέσα αυτά στο κεφάλι μας, μα να τα ανακαλύψουμε με τη βοήθεια του μυαλού μας μέσα στα υλικά δεδομένα της υπάρχουσας παραγωγής. Ποια είναι λοιπόν η θέση του σύγχρονου σοσιαλισμού; Είναι πλέον γενικά αποδεκτό ότι το υπάρχον κοινωνικό καθεστώς γεννήθηκε από την κυρίαρχη σήμερα τάξη, την αστική τάξη. Ο τρόπος παραγωγής που ανταποκρίνεται στην αστική τάξη, και που ονομάζεται από τον καιρό του Μαρξ καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής, ήταν ασυμβίβαστος με τα τοπικά και ταξικά προνόμια, καθώς και με τους αμοιβαίους προσωπικούς δεσμούς που υπήρχαν στο φεουδαρχικό καθεστώς.

Η αστική τάξη γκρέμισετο φεουδαρχικό καθεστώς και στα ερείπιά του οικοδόμησε το αστικό κοινωνικό καθεστώς, το βασίλειο του ελεύθερου ανταγωνισμού, της ελεύθερης μετακίνησης, της νομικής ισότητας για τους κατόχους εμπορευμάτων και όλων των άλλων αστικών μεγαλείων. Ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής μπορούσε τώρα να αναπτυχθεί ελεύθερα. Από τη στιγμή που ο ατμός και τα καινούργια μηχανικά μέσα μεταμόρφωσαν την παλιά μανιφακτούρα σε μεγάλη βιομηχανία, οι παραγωγικές σχέσεις που δημιουργήθηκαν με την καθοδήγηση της αστικής τάξης αναπτύχθηκαν με ταχύτητα και σε κλίμακα ανήκουστες μέχρι τότε.

Όπως, όμως, ακριβώς η χειροτεχνική βιοτεχνία και η βιομηχανία, που είχαν αναπτυχθεί επί φεουδαρχίας, ήρθαν κάποια στιγμή σε σύγκρουση με τα συντεχνιακά φεουδαρχικά δεσμά, το ίδιο και η μεγάλης κλίμακας βιομηχανία, όσο αναπτύσσεται σε τελειότερο βαθμό, έρχεται κι αυτή σε σύγκρουση με τους φραγμούς, μέσα στους οποίους την περιορίζει ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής. Οι νέες παραγωγικές δυνάμεις έχουν ήδη ξεπεράσει την καπιταλιστική μορφή ιδιοποίησής τους και η σύγκρουση αυτή ανάμεσα στις παραγωγικές δυνάμεις και τον τρόπο παραγωγής δεν είναι καθόλου μια σύγκρουση που γεννήθηκε στα κεφάλια των ανθρώπων, όπως λ.χ. το προπατορικό αμάρτημα και η θεία δικαιοσύνη: βρίσκεται στα γεγονότα αντικειμενικά, έξω από μας, ανεξάρτητα από τη θέληση και τις πράξεις των ανθρώπων, ακόμα κι εκείνων που την προκάλεσαν.

Ο σύγχρονος σοσιαλισμός δεν είναι τίποτε άλλο παρά αντανάκλαση αυτής ακριβώς της πραγματικής σύγκρουσης και, κυρίως, η αντανάκλαση στη σκέψη εκείνης πάνω απ’όλα της τάξης που υποφέρει άμεσα από τη σύγκρουση αυτή, της εργατικής τάξης. Σε τι συνίσταται λοιπόν η σύγκρουση αυτή; Πριν από την καπιταλιστική παραγωγή, στο Μεσαίωνα δηλαδή, βρίσκουμε παντού τη μικρή παραγωγή που βασίζεται στην ατομική ιδιοκτησία του εργάτη πάνω στα παραγωγικά μέσα: γεωργία στους μικρούς, ελεύθερους ή δουλοπάροικους αγρότες, βιοτεχνία στις πόλεις. Τα μέσα της εργασίας – γη, αγροτικά εργαλεία, εργαστήρια, εργαλεία του βιοτέχνη – ήταν ατομικά μέσα εργασίας, υπολογισμένα μόνο για προσωπική χρήση και, κατά συνέπεια, αναγκαστικά ασήμαντα, μικροσκοπικά, περιορισμένα. Μα και γι’ αυτόν ίσα-ίσα το λόγο, ανήκαν κατά κανόνα στον ίδιο τον παραγωγό. Η συγκέντρωση, η διεύρυνση των παραγωγικών αυτών μέσων, που ήταν σκορπισμένα και περιορισμένα, και ο μετασχηματισμός τους στους δυνατούς μοχλούς της σύγχρονης παραγωγής, αυτός ήταν ακριβώς ο ιστορικός ρόλος του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και της τάξης που ήταν φορέας του, της αστικής τάξης.

 Στον τέταρτο τόμο του «Κεφαλαίου», ο Μαρξ περιγράφει λεπτομερειακά με ποιόν τρόπο πραγματοποίησε το έργο αυτό ιστορικά η αστική τάξη από το 15ο αιώνα και μετά σε τρία στάδια: την απλή συνεργασία, τη χειροτεχνική βιομηχανία και τη βιομηχανία μεγάλης κλίμακας. Μα, όπως δείχνει στο ίδιο έργο, η αστική τάξη δεν μπόρεσε να μετατρέψει τα περιορισμένα αυτά μέσα παραγωγής σε ισχυρές παραγωγικές δυνάμεις, χωρίς να μεταβάλει τα ατομικά παραγωγικά μέσα σε κοινωνικά, που να μπορούν δηλαδή να χρησιμοποιηθούν μόνο από ένα σύνολο ανθρώπων. Αντί για το ροδάνι, τον χειροκίνητο αργαλειό, το σφυρί του σιδηρουργού, έχουμε τώρα την κλωστική μηχανή, τον μηχανικό αργαλειό και την ατμόσφυρα. Αντί για το ατομικό εργαστήρι το εργοστάσιο, το οποίο κάνει αναγκαία τη συνεργασία ανάμεσα σε εκατοντάδες και χιλιάδες ανθρώπους. Και όπως τα μέσα της παραγωγής, έτσι και η ίδια η παραγωγή μεταμορφώνεται από μια σειρά ατομικές ενέργειες σε μια σειρά κοινωνικές ενέργειες και τα προϊόντα από ατομικά προϊόντα σε κοινωνικά.

Το νήμα, το ύφασμα, το μεταλλικό αντικείμενο που βγαίνει από το εργοστάσιο είναι τα προϊόντα της συνεργασίας πολλών μαζί εργατών, από τα χέρια των οποίων ήταν αναγκαίο να περάσουν διαδοχικά πριν τελειώσουν. Δεν υπάρχει κανένα άτομο που να μπορεί να πει: «εγώ το έφτιαξα αυτό, αυτό είναι δικό μου προϊόν». Όπου όμως η βασική μορφή της παραγωγής στηρίχτηκε σε έναν αυθόρμητο καταμερισμό εργασίας, ο οποίος σχηματίστηκε σταδιακά και χωρίς μέθοδο μέσα απ’την ίδια την κοινωνία, δίνει στα προϊόντα της εργασίας τη μορφή εμπορευμάτων, των οποίων η αμοιβαία ανταλλαγή, αγορά και πώληση επιτρέπει στους ατομικούς παραγωγούς να ικανοποιούν τις πολλαπλές ανάγκες τους.

Αυτό συνέβαινε στη διάρκεια του Μεσαίωνα. Ο χωρικός λ.χ. πουλούσε στο βιοτέχνη αγροτικά προϊόντα και σε αντάλλαγμα αγόραζε τα προϊόντα του βιοτέχνη. Μέσα σ’ αυτή λοιπόν την κοινωνία, που την αποτελούσαν ατομικοί παραγωγοί εμπορευμάτων, εισχώρησε ο καινούριος τρόπος παραγωγής. Τον βλέπουμε να εφαρμόζει τον σχεδιασμένο καταμερισμό της εργασίας μέσα σε κάθε ξεχωριστό εργοστάσιο στη θέση της αυθόρμητης, δίχως πλάνο κατανομής εργασίας που επικρατούσε ως τότε σε ολόκληρη την κοινωνία. Πλάι στην ατομική παραγωγή εμφανίστηκε η κοινωνική παραγωγή. Τα προϊόντα και των δύο τα πουλούσαν στην ίδια αγορά και, κατά συνέπεια, στις ίδιες τιμές ή τουλάχιστον πάνω-κάτω στις ίδιες. Όμως η σχεδιασμένη οργάνωση ήταν πιο ισχυρή από τον αυθόρμητο καταμερισμό της εργασίας. Τα εργοστάσια που λειτουργούσαν κοινωνικά παρήγαγαν προϊόντα σε χαμηλότερο κόστος απ’ ό,τι οι απομονωμένοι παραγωγοί.

 Η ατομική παραγωγή υπέκυψε διαδοχικά σε όλους τους κλάδους. Η κοινωνική παραγωγή επαναστατικοποίησε ολόκληρο τον παλιό τρόπο παραγωγής. Αυτός εντούτοις ο επαναστατικός χαρακτήρας είχε αναγνωριστεί σε τόσο μικρό βαθμό που, αντίθετα, τον χρησιμοποίησαν σαν μέσο για τη μεγέθυνση και την εξάπλωση της εμπορευματικής παραγωγής. Στη γέννησή του εμφανίστηκε άμεσα συνδεδεμένος με ορισμένους μοχλούς που προϋπήρχαν ήδη στην εμπορευματική παραγωγή και ανταλλαγή: εμπορικό κεφάλαιο, βιοτεχνία, μισθωτή εργασία. Κι επειδή η ίδια η κοινωνική παραγωγή εμφανίστηκε σαν μια νέα μορφή εμπορευματικής παραγωγής, εξακολούθησαν να ισχύουν ολοκληρωτικά οι μορφές ιδιοποίησης που χαρακτήριζαν την εμπορευματική παραγωγή. Στην εμπορευματική παραγωγή, όπως είχε αναπτυχθεί το Μεσαίωνα, δεν μπορούσε καν να τεθεί ζήτημα σε ποιόν ανήκε το προϊόν της εργασίας. Κατά γενικό κανόνα, ο ατομικός παραγωγός το είχε ο ίδιος κατασκευάσει με πρώτες ύλες που άνηκαν σ’ αυτόν και που, τις περισσότερες φορές, τις έφτιαχνε κι αυτές ο ίδιος με δικά του εργαλεία και με την προσωπική χειρωνακτική εργασία του ίδιου ή της οικογένειάς του. Δεν υπήρχε καμιά ανάγκη να ιδιοποιηθεί αυτός πρώτος το προϊόν, καθώς ανήκε εξαρχής στον ίδιο.

Η ιδιοκτησία του προϊόντος βασιζόταν λοιπόν στην προσωπική εργασία. Κι εκεί ακόμα που χρησιμοποιούσαν εξωτερική βοήθεια, αυτή σε γενικές γραμμές ήταν δευτερεύουσας σημασίας και συχνά πληρωνόταν, εκτός από το μισθό, και με άλλες άλλες μορφές αμοιβής: ο μαθητευόμενος στη συντεχνία, ή ο κάλφας εργαζόταν όχι τόσο για την τροφή και το μισθό του, όσο για να μάθει την τέχνη και να γίνει και ο ίδιος τεχνίτης. Και τότε ήρθε η συγκέντρωση των μέσων παραγωγής σε μεγάλα εργαστήρια και μανιφακτούρες, ο μετασχηματισμός τους σε πραγματικά κοινωνικά μέσα παραγωγής.

Τα κοινωνικά μέσα παραγωγής όμως, καθώς και τα προϊόντα, τα αντιμετώπιζαν και τώρα όπως στο παρελθόν, σαν να ανήκαν δηλαδή ατομικά στον παραγωγό. Μέχρι τότε, ο κάτοχος των μέσων εργασίας θεωρούταν κύριος των προϊόντων, γιατί επρόκειτο κατά κανόνα για προϊόντα του δικού του κόπου και η βοηθητική εργασία άλλων αποτελούσε εξαίρεση. Τώρα ο κάτοχος των μέσων παραγωγής εξακολουθεί να ιδιοποιείται το προϊόν, παρόλο που δεν πρόκειται πια για το δικό του προϊόν, μα αποκλειστικά για το προϊόν της εργασίας κάποιου άλλου.

 Έτσι τα προϊόντα που από ‘δω και μπρος παράγονται με την κοινωνική έννοια δεν τα ιδιοποιούνται αυτοί που πραγματικά χρησιμοποιούσαν τα παραγωγικά μέσα και πραγματικά κατασκεύασαν τα προϊόντα, μα ο καπιταλιστής. Τα παραγωγικά μέσα και η ίδια η παραγωγή απέκτησαν όντως κοινωνικό χαρακτήρα, βρίσκονται όμως κάτω από μια μορφή ιδιοποίησης που έχει σαν προϋπόθεση την ατομική παραγωγή, κατά την οποία ο καθένας είναι ιδιοκτήτης των προϊόντων του και τα φέρνει στην αγορά. Ο τρόπος παραγωγής υπακούει σ’αυτή τη μορφή ιδιοποίησης, αν και ο ίδιος αφαιρεί τις προϋποθέσεις στις οποίες βασίζεται η τελευταία.2

Μέσα στην αντίφαση αυτή, που προσδίδει στον νέο τρόπο παραγωγής τον καπιταλιστικό του χαρακτήρα, βρίσκεται κι όλας εν σπέρματι ολόκληρη η κυρίαρχη σύγκρουση του σήμερα. Και όσο περισσότερο κυριαρχούσε ο καινούριος τρόπος παραγωγής σε όλους τους αποφασιστικούς τομείς της παραγωγής και σε όλες τις οικονομικά κρίσιμες χώρες, και παραμέριζε έτσι την ατομική παραγωγή ώσπου να απομείνει μόνο ένα ασήμαντο υπόλειμμά της, τόσο πιο έντονα βλέπουμε το ασύμβατο της κοινωνικής παραγωγής με την καπιταλιστική παραγωγή.

Όπως έχει προειπωθεί, οι πρώτοι καπιταλιστές βρήκαν τη μορφή της μισθωτής εργασίας να υπάρχει πριν απ’ αυτούς. Μα τη βρήκαν σαν εξαίρεση, σαν βοηθητική απασχόληση, σαν συμπληρωματική, μεταβατική κατάσταση. Ο εργάτης γης που κατά καιρούς πήγαινε να δουλέψει με μεροκάματο είχε ένα-δυο στρέμματα δική του γη, από την οποία μπορούσε στην ανάγκη να επιβιώσει. Οι συντεχνιακοί νόμοι εξασφάλιζαν ότι ο σημερινός κάλφας θα γινόταν ο αυριανός μάστορας.

Μόλις όμως τα μέσα παραγωγής μετατράπηκαν σε κοινωνικά και συγκεντρώθηκαν στα χέρια των καπιταλιστών, όλα άλλαξαν. Τα μέσα παραγωγής, καθώς και το προϊόν του μικρού ατομικού παραγωγού, έχαναν όλο και πιο πολύ την αξία τους. Δεν του απόμενε πια, παρά να 120 πάει να εργαστεί με μεροκάματο στον καπιταλιστή. Η μισθωτή εργασία, που πρώτα ήταν εξαίρεση και βοηθητική πηγή, έγινε τώρα κανόνας και βασική μορφή για ολόκληρη την παραγωγή. Από βοηθητική απασχόληση έγινε η αποκλειστική απασχόληση του εργάτη. Ο περιστασιακά μισθωτός μετατράπηκε σε ισόβιο μισθωτό εργάτη. Επιπλέον, το πλήθος των ισόβια μισθωτών αυξήθηκε σε τεράστιο βαθμό, από την ταυτόχρονη κατάρρευση του φεουδαρχικού καθεστώτος με τη διάλυση της ακολουθίας των φεουδαρχών, την έξωση των χωρικών από τα νοικοκυριά τους κ.τ.λ. Ο χωρισμός ανάμεσα στα παραγωγικά μέσα από τη μια, τα οποία συγκεντρώθηκαν στα χέρια των καπιταλιστών, και τους παραγωγούς από την άλλη, που κατάντησαν να μην έχουν τίποτε άλλο εκτός από την εργατική τους δύναμη, ολοκληρώθηκε.

Η αντίφαση ανάμεσα στην κοινωνική παραγωγή και την καπιταλιστική ιδιοποίηση εκδηλώνεται σαν ανταγωνισμός ανάμεσα στο προλεταριάτο και την αστική τάξη. Είδαμε ότι ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής εισχώρησε σε μια κοινωνία από παραγωγούς εμπορευμάτων, από ατομικούς παραγωγούς που ο μόνος κοινωνικός δεσμός ανάμεσά τους ήταν η ανταλλαγή των προϊόντων τους. Κάθε κοινωνία, όμως, που στηρίζεται στην εμπορευματική παραγωγή, χαρακτηρίζεται από την ιδιαιτερότητα ότι οι παραγωγοί έχουν χάσει τον έλεγχο πάνω στις ίδιες τις δικές τους κοινωνικές σχέσεις. Ο καθένας παράγει για τον εαυτό του με τα μέσα παραγωγής που έτυχε να έχει και για τις δικές του ανταλλακτικές ανάγκες. Κανείς δεν ξέρει πόσα από τα αντικείμενα που παράγει θα φτάσουν στην αγορά, ούτε βέβαια πόση ποσότητα χρειάζεται η αγορά. Κανείς δεν ξέρει αν το ατομικό του προϊόν θα καλύψει, όταν φτάσει στην αγορά, κάποια πραγματική ανάγκη, αν θα βγάλει τα έξοδά του ή έστω και αν θα φτάσει να πουληθεί.

Η αναρχία στην κοινωνική παραγωγή είναι ο κανόνας. Η εμπορευματική όμως παραγωγή, όπως και κάθε άλλη μορφή παραγωγής, έχει τους ιδιαίτερους εσωτερικούς της νόμους, που είναι αδιαχώριστοι από αυτή, και οι νόμοι αυτοί επιβάλλονται παρ’ όλη την αναρχία, μέσα και χάρη σ’ αυτή. Αρχικά, λοιπόν, οι νόμοι είναι άγνωστοι και στους ίδιους τους παραγωγούς και πρέπει πρώτα να τους ανακαλύψει κανείς, σιγά-σιγά και με την εμπειρία. Επιβάλλονται, κατά συνέπεια, χωρίς τους παραγωγούς και ενάντια στους παραγωγούς, σαν τυφλοί, φυσικοί νόμοι που χαρακτηρίζουν τη δική τους μορφή παραγωγής. Το προϊόν κυριαρχεί πάνω στους παραγωγούς.

Στην κοινωνία του Μεσαίωνα, ιδιαίτερα στους πρώτους αιώνες, η παραγωγή ήταν ουσιαστικά προσανατολισμένη στην προσωπική κατανάλωση. Ικανοποιούσε, πάνω απ’ όλα, μόνο τις ανάγκες του παραγωγού και της οικογένειάς του. Όπου υπήρχαν σχέσεις προσωπικής εξάρτησης, όπως στην ύπαιθρο, η παραγωγή ικανοποιούσε και τις ανάγκες του φεουδάρχη. Δεν γινόταν λοιπόν καμιά ανταλλαγή και, συνεπώς, τα προϊόντα δεν έπαιζαν το ρόλο εμπορευμάτων. Η αγροτική οικογένεια παρήγε σχεδόν όλα όσα είχε ανάγκη, εργαλεία, ρούχα, τρόφιμα. Μόνο όταν κατάφερνε να παραγάγει ένα πλεόνασμα πάνω από τις δικές της ανάγκες και τις οφειλές σε είδος που έπρεπε να δώσει στο φεουδάρχη, παρήγαγε και εμπορεύματα. Το πλεόνασμα αυτό που κατέληγε στην κοινοτική ανταλλαγή και προσφερόταν για πώληση, μετατρεπόταν σε εμπόρευμα. Οι βιοτέχνες στην πόλη ήταν βέβαια αναγκασμένοι να παράγουν εξαρχής για ανταλλαγή. Μα κι αυτοί αντίστοιχα ικανοποιούσαν με την εργασία τους κυρίως ένα μεγάλο μέρος από τις ατομικές τους ανάγκες. Είχαν περιβόλια και μικρά χωράφια. Έστελναν τα ζώα τους στο κοινοτικό δάσος για βοσκή, που τους προμήθευε επιπλέον και με ξύλα για οικοδομές και για καύσιμα. Οι γυναίκες έκλωθαν το λινάρι, το μαλλί κ.τ.λ.

Η παραγωγή με σκοπό την ανταλλαγή, η εμπορευματική παραγωγή, βρισκόταν μόλις στην αρχή της. Γι’ αυτό η ανταλλαγή ήταν περιορισμένη, η αγορά το ίδιο, ο τρόπος παραγωγής σταθερός, υπήρχε απομόνωση σχετικά με τον έξω κόσμο, και ενότητα στο εσωτερικό. Το Μαρκ3 στην ύπαιθρο, η συντεχνία στην πόλη. Με την επέκταση όμως της εμπορευματικής παραγωγής και κυρίως με την εμφάνιση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, οι νόμοι της εμπορευματικής παραγωγής, που ως τότε βρίσκονταν σε κατάσταση ύπνωσης, άρχισαν πια να λειτουργούν ανοιχτά και πιο έντονα. Οι παλιές συμβάσεις χαλάρωσαν, οι γέρικοι φραγμοί της απομόνωσης έσπασαν, οι παραγωγοί μετατράπηκαν όλο και πιο πολύ σε ανεξάρτητους, απομονωμένους παραγωγούς εμπορευμάτων. Η αναρχία της κοινωνικής παραγωγής έγινε ορατή και οξύνθηκε όλο και πιο πολύ.

Όμως, το κυριότερο όργανο, με το οποίο ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής ενίσχυσε το αναρχικό στοιχείο στην κοινωνική παραγωγή, ήταν το αντίθετο ακριβώς της αναρχίας – η αυξανόμενη οργάνωση της παραγωγής ως κοινωνική πια παραγωγή μέσα στην κάθε ξεχωριστή παραγωγική επιχείρηση. Και μ’ αυτόν το μοχλό έβαλε τέλος στην παλιά ειρηνική σταθερότητα. Κάθε βιομηχανικός κλάδος στον οποίο εφαρμοζόταν, δεν ανεχόταν να συνυπάρχει πλάι του καμιά παλιότερη μέθοδος. Αν επρόκειτο για χειροτεχνία, σάρωσε την παλιά βιοτεχνία εντελώς. Το πεδίο της εργασίας έγινε πεδίο μάχης. Οι μεγάλες γεωγραφικές ανακαλύψεις και η αποικιοποίηση που τις ακολούθησε πολλαπλασίασαν τις αγορές κατανάλωσης και επιτάχυναν τη μετατροπή τής βιοτεχνίας σε χειροτεχνικά εργοστάσια. Ο πόλεμος δεν ξέσπασε μόνο ανάμεσα στους ξεχωριστούς τοπικούς παραγωγούς. Οι τοπικοί αγώνες αναπτύχθηκαν ώσπου έγιναν εθνικοί αγώνες, οι εμπορικοι πόλεμοι του 17ου και του 18ου αιώνα.4 Η μεγάλης κλίμακας βιομηχανία, τέλος, και η δημιουργία της παγκόσμιας αγοράς έκαναν την πάλη οικουμενική και ταυτόχρονα της έδωσαν μια πρωτάκουστη σφοδρότητα.

Αυτό που καθορίζει σε σημείο ζωής ή θανάτου το αν θα επιβιώσουν οι ξεχωριστοί καπιταλιστές, όπως και ολόκληρες βιομηχανίες και ολόκληρες χώρες, είναι η πρόοδος στις φυσικές και τεχνητές συνθήκες της παραγωγής. Ο ηττημένος εξοντώνεται χωρίς οίκτο. Είναι η δαρβίνεια πάλη για την ατομική επιβίωση, που μεταφέρθηκε από τη φύση στην κοινωνία με πολλαπλάσια μανία. Ο βάρβαρος νόμος της φύσης παρουσιάζεται σαν το απόγειο στην ανάπτυξη της ανθρωπότητας. Η αντίφαση μεταξύ κοινωνικής παραγωγής και καπιταλιστικής ιδιοποίησης αναπαράγεται με τη μορφή του ανταγωνισμού ανάμεσα στην οργάνωση της παραγωγής στο ξεχωριστό εργοστάσιο και την αναρχία της παραγωγής στο σύνολο της κοινωνίας.

Ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής κινείται μέσα στις δύο αυτές μορφές αντίφασης, μιας αντίφασης που είναι συνυφασμένη εξαρχής μαζί του, διαγράφοντας ασταμάτητα το «φαύλο κύκλο» που είχε περιγράψει ο Φουριέ. Ωστόσο αυτό που δεν μπορούσε ακόμη να αντιληφθεί στον καιρό του ο Φουριέ, είναι πως ο κύκλος αυτός στενεύει σιγά-σιγά, πως η κίνηση μοιάζει όλο και περισσότερο με μια σπειροειδή γραμμή που, όπως και στους πλανήτες, θα καταλήξει να συγκρουστεί με το κέντρο. Η κινητήρια δύναμη της κοινωνικής αναρχίας στην παραγωγή είναι αυτή που μετατρέπει όλο και περισσότερο τη μεγάλη πλειοψηφία των ανθρώπων σε προλετάριους και οι προλεταριακές μάζες με τη σειρά τους είναι αυτές που τελικά θα βάλουν ένα τέλος στην αναρχία της παραγωγής. Η ίδια κινητήρια δύναμη είναι εκείνη που μετατρέπει την απεριόριστη δυνατότητα για τελειοποίηση των μηχανών στη μεγάλη βιομηχανία σε επιτακτικό νόμο για τον κάθε ξεχωριστό βιομήχανο καπιταλιστή, που τον εξαναγκάζει να τελειοποιεί όλο και πιο πολύ τις μηχανικές του εγκαταστάσεις κάτω από την απειλή της καταστροφής.

Τελειοποίηση όμως των μηχανών σημαίνει πως ένα μέρος από το ανθρώπινο εργατικό δυναμικό περισσεύει. Αν η εισαγωγή και ο πολλαπλασιασμός των μηχανών σήμανε τον εκτοπισμό εκατομμυρίων χειρωνακτών και την αντικατάστασή τους από ένα μικρό αριθμό χειριστών της μηχανής, η τελειοποίηση των μηχανικών εγκαταστάσεων σημαίνει τον εκτοπισμό όλο και περισσότερων χειριστών μηχανής και, σε τελευταία ανάλυση, τη δημιουργία ενός αριθμού από διαθέσιμους μισθωτούς που ξεπερνάει το μέσο όρο των αναγκών απασχόλησης του κεφαλαίου, τη δημιουργία ενός κυριολεκτικά εφεδρικού βιομηχανικού στρατού, σύμφωνα με τον όρο που χρησιμοποίησα το 1845-5 ενός στρατού που είναι διαθέσιμος για τις περιόδους που η βιομηχανία εργάζεται σε έντονο ρυθμό, και που πετιέται στο δρόμο μόλις ακολουθήσει αναγκαστικά το «κραχ», ενός στρατού που αποτελεί κάθε στιγμή βαρίδι δεμένο στα πόδια της εργατικής τάξης στον αγώνα που διεξάγει ενάντια στο κεφάλαιο για την ύπαρξή της, ένα ρυθμιστή που κρατάει το μισθό στο χαμηλό επίπεδο που εξυπηρετεί τις ανάγκες του κεφαλαίου.

Έτσι, για να χρησιμοποιήσω τα λόγια του Μαρξ, οι μηχανές γίνονται το πιο δυνατό όπλο του κεφαλαίου ενάντια στην εργατική τάξη, όπου το μέσο της εργασίας αρπάζει ξανά και ξανά από τα χέρια του εργάτη τα μέσα της επιβίωσής του, όπου αυτό το ίδιο το προϊόν του εργάτη μετατρέπεται σε όργανο για την υποδούλωσή του.

Μ’αυτόν τον τρόπο, από την αρχή, η οικονομία στα μέσα της εργασίας μετατρέπεται παράλληλα σε μια χωρίς έλεος σπατάλη της εργατικής δύναμης, σε κυριολεκτική καταλήστευση σε σχέση με τις συνθήκες και τους όρους εργασίας, σε τέτοιο βαθμό, που η μηχανή, το πιο ισχυρό μέσο για τον περιορισμό του εργάσιμου χρόνου, μετατρέπεται στον πιο αλάνθαστο μηχανισμό για τη μεταβολή ολόκληρης της ζωής του εργάτη και της οικογένειάς του σε διαθέσιμο χρόνο εργασίας για την επέκταση του κεφαλαίου.6

Έτσι, η υπερεργασία μερικών γίνεται προϋπόθεση για την ανεργία των άλλων και η μεγάλη βιομηχανία, τη στιγμή που κυνηγάει σ’ όλον τον πλανήτη να βρει καινούργιους καταναλωτές, περιορίζει στη δική της χώρα την κατανάλωση των μαζών σε ένα ελάχιστο όριο πείνας και υποσκάπτει τη δική της εσωτερική αγορά. «Ο νόμος που κρατάει πάντα την ισορροπία ανάμεσα στην έκταση και ενέργεια της συσσώρευσης από τη μια και τον σχετικό υπερπληθυσμό ή τον εφεδρικό βιομηχανικό στρατό από την άλλη, δένει τον εργάτη στο κεφάλαιο πιο στέρεα απ’ όσο κρατούσαν οι σφήνες του Ηφαίστου τον Προμηθέα δεμένο στο βράχο του. Ο νόμος αυτός καθορίζει μια συσσώρευση αθλιότητας αντίστοιχη με τη συσσώρευση του κεφαλαίου. Η συσσώρευση του πλούτου στον ένα πόλο σημαίνει ταυτόχρονα συσσώρευση της αθλιότητας, της αγωνίας για τη δουλειά, της σκλαβιάς, της αμάθειας, της αποκτήνωσης, της ηθικής κατάπτωσης στον αντίθετο πόλο, δηλαδή στην πλευρά της τάξης που παράγει το ίδιο το προϊόν της σαν κεφάλαιο».7

Το να περιμένει κανείς από τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής μια διαφορετική κατανομή των προϊόντων, είναι σαν να περιμένει τα ηλεκτρόδια μιας μπαταρίας να μην αποσυνθέτουν το νερό και να μη δίνουν οξυγόνο στο θετικό πόλο και υδρογόνο στον αρνητικό, τη στιγμή που βρίσκονται συνδεμένα με τη μπαταρία. Είδαμε με ποιόν τρόπο η ικανότητα τελειοποίησης των σύγχρονων μηχανών, όταν αναπτύσσεται στον ανώτατο βαθμό, μετατρέπεται, λόγω της αναρχίας της κοινωνικής παραγωγής, σ’ έναν επιτακτικό νόμο που υποχρεώνει τον κάθε ξεχωριστό βιομήχανο καπιταλιστή να βελτιώνει αδιάκοπα την παραγωγική ισχύ τους. Η απλή δυνατότητα να διευρύνεται το πεδίο της παραγωγής του μετατρέπεται γι’ αυτόν σε έναν άλλο, εξίσου επιτακτικό νόμο. Η τεράστια δυναμική επέκτασης που υπάρχει στη μεγάλης κλίμακας βιομηχανία και που πλάι της η δύναμη επέκτασης των αερίων μοιάζει πραγματικά παιδικό παιχνίδι, εκδηλώνεται τώρα σε μας σαν ανάγκη για ποιοτική και ποσοτική επέκταση, που δεν υπολογίζει καμιά αντίθετη πίεση. Την αντίθετη πίεση τη δημιουργεί η κατανάλωση, οι πωλήσεις, οι αγορές για τα προϊόντα της μεγάλης βιομηχανίας.

Μα η ικανότητα για επέκταση των αγορών, τόσο σε έκταση όσο και σε βάθος, καθορίζεται πρώτα-πρώτα από ολότελα διαφορετικούς νόμους, που ενεργούν πολύ λιγότερο δραστικά. Η εξάπλωση των αγορών δεν μπορεί να συμβαδίζει με την επέκταση της παραγωγής. Η σύγκρουση είναι αναπόφευκτη, και μιας που δεν μπορεί να σπάσει τον ίδιο τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, γίνεται περιοδική. Η κεφαλαιοκρατική παραγωγή γεννάει έναν καινούργιο «φαύλο κύκλο».

Και πραγματικά, από το 1825 που ξέσπασε η πρώτη γενικευμένη κρίση, το σύνολο του βιομηχανικού και εμπορικού κόσμου, η παραγωγή και η ανταλλαγή σε όλους τους πολιτισμένους λαούς και τα περισσότερο ή λιγότερο βάρβαρα παραρτήματα τους, παθαίνουν βλάβη σχεδόν μια φορά κάθε δέκα χρόνια. Το εμπόριο σταματάει, οι αγορές είναι υπερπλήρεις, τα προϊόντα μένουν σε σωρούς απούλητα, το μετρητό χρήμα γίνεται άφαντο, η πίστωση εξαφανίζεται, τα εργοστάσια σταματούν, οι εργαζόμενες μάζες στερούνται τα μέσα διαβίωσης γιατί απλά παρήγαγαν πάρα πολλά, η μια χρεωκοπία διαδέχεται την άλλη, ο ένας αναγκαστικός πλειστηριασμός ακολουθεί τον άλλο. Η στασιμότητα κρατάει χρόνια, παραγωγικές δυνάμεις και προϊόντα κατασπαταλούνται και καταστρέφονται μαζικά, ώσπου τελικά να μπορέσουν να διοχετευθούν οι συσσωρευμένες αυτές μάζες των εμπορευμάτων, ύστερα από μια μικρή ή μεγάλη υποτίμηση, οπότε η παραγωγή και η ανταλλαγή ξαναπαίρνουν σιγά-σιγά μπρος. Σταδιακά ο ρυθμός της κίνησης επιταχύνεται, το βήμα γίνεται τροχάδην, το βιομηχανικό τροχάδην μετατρέπεται σε καλπασμό και ο καλπασμός μεγαλώνει με τη σειρά του, ώσπου να γίνει ένα αχαλίνωτο τρέξιμο, ένα πραγματικό βιομηχανικό, εμπορικό, πιστωτικό και κερδοσκοπικό steeple-chase,8 για να καταλήξει και πάλι με ένα από τα πιο επικίνδυνα άλματα…. στο χαντάκι του κραχ.

Και ξανά τα ίδια από την αρχή. Να τί ζησαμε από το 1825 όχι λιγότερες από πέντε φορές και το ξαναζούμε κι αυτή τη στιγμή (1877) για έκτη φορά. Και ο χαρακτήρας των κρίσεων αυτών εκδηλώνεται τόσο καθαρά, που ο Φουριέ έφτασε να τις χαρακτηρίσει όλες τους ονομάζοντας την πρώτη απ’αυτές: crise pl thorique (κρίση υπεραφθονίας). Στις κρίσεις βλέπουμε να ξεσπά βίαια η αντίφαση ανάμεσα στην κοινωνική παραγωγή και την κεφαλαιοκρατική ιδιοποίηση. Η κυκλοφορία των εμπορευμάτων προσωρινά αναστέλλεται. Το μέσο κυκλοφορίας, το χρήμα, γίνεται εμπόδιο στην κυκλοφορία. Όλοι οι νόμοι της εμπορευματικής παραγωγής και κυκλοφορίας αναποδογυρίζονται. Η οικονομική σύγκρουση φτάνει στο απώγειό της: ο τρόπος παραγωγής ξεσηκώνεται ενάντια στον τρόπο ανταλλαγής.

Το γεγονός ότι η κοινωνική οργάνωση της παραγωγής στο εσωτερικό του εργοστασίου αναπτύχθηκε, ώσπου να γίνει ασυμβίβαστη με την αναρχία της παραγωγής που υπάρχει στην κοινωνία, πλάι και πάνω απ’ αυτήν, το γεγονός αυτό γίνεται χειροπιαστό και στους ίδιους τους καπιταλιστές από τη βίαιη συγκέντρωση του κεφαλαίου που συντελείται όσο διαρκούν οι κρίσεις, με την καταστροφή πολλών από τους μεγάλους και ακόμα περισσότερων από τους μικρούς καπιταλιστές.

Ολόκληρος ο μηχανισμός του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής αρνείται να κινηθεί, γιατί τον πιέζουν οι παραγωγικές δυνάμεις που δημιούργησε ο ίδιος. Δεν μπορεί πια να μετατρέψει σε κεφάλαιο όλη αυτή τη μάζα από μέσα παραγωγής. Μένουν αχρησιμοποίητα και γι’ αυτό ακριβώς είναι υποχρεωμένος να μένει αχρησιμοποίητος και ο εφεδρικός βιομηχανικός στρατός. Μέσα παραγωγής, μέσα συντήρησης, διαθέσιμοι εργάτες, όλα τα στοιχεία της παραγωγής και του γενικού πλούτου πλεονάζουν. Όμως «η αφθονία γίνεται η πηγή της δυστυχίας και της στέρησης» (Φουριέ), καθότι αυτή ακριβώς η αφθονία εμποδίζει τη μετατροπή των μέσων παραγωγής και συντήρησης σε κεφάλαιο. Γιατί στην κεφαλαιοκρατική κοινωνία, τα μέσα παραγωγής δεν μπορούν να μπουν σε κίνηση, αν προηγουμένως δεν μετατραπούν σε κεφάλαιο, σε μέσα για την εκμετάλλευση της ανθρώπινης εργατικής δύναμης. Η ανάγκη να πάρουν τα μέσα παραγωγής και συντήρησης την ιδιότητα του κεφαλαίου ορθώνεται σαν φάντασμα ανάμεσα σ’ αυτά και τους εργάτες. Αυτή η ανάγκη από μόνη της εμποδίζει να ενωθούν οι υλικοί και προσωπικοί μοχλοί της παραγωγής. Αυτή μονάχα απαγορεύει στα παραγωγικά μέσα να μπουν σε κίνηση και στους εργάτες να εργαστούν και να ζήσουν.

Έτσι, λοιπόν, από τη μια ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής στέκεται καταδικασμένος από την αδυναμία του να εξακολουθήσει να διευθύνει τις παραγωγικές δυνάμεις. Από την άλλη, αυτές οι ίδιες οι παραγωγικές δυνάμεις πιέζουν με αυξανόμενη δύναμη να λυθεί η αντίφαση, να απολυτρωθούν οι παραγωγικές δυνάμεις από την ιδιότητα του κεφαλαίου, ώστε να μπορέσει να αναγνωριστεί πραγματικά και ο χαρακτήρας τους σαν κοινωνικές παραγωγικές δυνάμεις.

Η αντίδραση αυτή των παραγωγικών δυνάμεων, που βρίσκονται σε έντονη ανάπτυξη, ενάντια στην ιδιότητά τους να είναι κεφάλαιο, αυτή η αυξανόμενη ανάγκη να αναγνωριστεί η κοινωνική τους φύση, είναι το στοιχείο που υποχρεώνει την ίδια την καπιταλιστική τάξη να τις μεταχειρίζεται όλο και πιο πολύ, ως το σημείο τουλάχιστον που είναι αυτό δυνατό να γίνει μέσα στις καπιταλιστικές σχέσεις, σαν κοινωνικές παραγωγικές δυνάμεις. Η περίοδος της βιομηχανικής ανάκαμψης, με την απεριόριστη διόγκωση των πιστώσεων, καθώς και η ίδια η κρίση, με την κατάρρευση των μεγάλων καπιταλιστικών επιχειρήσεων, εξωθούν σημαντικές μάζες παραγωγικών μέσωνσ’ εκείνη τη μορφή κοινωνικοποίησης που βλέπουμε στα διάφορα είδη των μετοχικών εταιρειών. Πολλά από τα παραγωγικά και συγκοινωνιακά αυτά μέσα, όπως λ.χ. οι σιδηρόδρομοι, είναι εξαρχής τόσο κολοσσιαία, που αποκλείουν κάθε άλλη μορφή εκμετάλλευσης.

Σ’ έναν κάποιο βαθμό, ωστόσο, της ανάπτυξης, δεν επαρκεί πια ούτε και αυτή η μορφή: οι παραγωγοί μεγάλης κλίμακας ενός συγκεκριμένου κλάδου της βιομηχανίας στο εσωτερικό μιας χώρας συνενώνονται σε «τραστ», που είναι μια ένωση με σκοπό να ρυθμίζει την παραγωγή. Καθορίζουν τη συνολική ποσότητα που πρέπει να παραχθεί από το προϊόν τους, τη διανέμουν μεταξύ τους και επιβάλλουν τις τιμές πώλησης που καθόρισαν από πριν. Επειδή όμως τα τραστ αυτά γενικά διαλύονται μόλις αρχίσουν να πηγαίνουν άσχημα οι δουλειές, ακριβώς γι’αυτό προωθούν μια ακόμα πιο συγκεντροποιημένη μορφή κοινωνικοποίησης: ολόκληρος ο βιομηχανικός κλάδος μετατρέπεται σε μια μόνο μεγάλη μετοχική εταιρία και ο εσωτερικός ανταγωνισμός παραχωρεί τη θέση του στο εσωτερικό μονοπώλιο από τη μια και μοναδική αυτή εταιρεία.

Αυτό έγινε λ.χ. το 1890 με την αγγλική παραγωγή αλκαλίου, η οποία μετά τη συγχώνευση των 48 μεγαλύτερων μονάδων, βρίσκεται σήμερα στα χέρια μιας μόνο εταιρείας με ενιαία διεύθυνση και με κεφάλαιο 120 εκατομμύρια μάρκα. Στα τραστ ο ελεύθερος συναγωνισμός μετατρέπεται σε μονοπώλιο, η δίχως σχέδιο παραγωγή της καπιταλιστικής κοινωνίας συνθηκολογεί μπροστά στη σχεδιασμένη παραγωγή της σοσιαλιστικής κοινωνίας που πλησιάζει. Φυσικά, στην αρχή αυτό γίνεται για το μεγαλύτερο όφελος των καπιταλιστών. Εδώ όμως η εκμετάλλευση γίνεται τόσο καταφανής, που πρέπει να γκρεμιστεί. Κανένας λαός δεν θα ανεχόταν μια παραγωγή που θα την διευθύνουν τα τραστ, μια τόσο ωμή εκμετάλλευση της κοινωνίας από μια μικρή συμμορία εκδοτών κουπονιών. Όπως κι αν είναι, με τραστ η χωρίς τραστ, πρέπει τελικά να αναλάβει τη διεύθυνση της παραγωγής ο επίσημος εκπρόσωπος της καπιταλιστικής κοινωνίας, το Κράτος.9

Η αναγκαιότητα της μετατροπής σε κρατική ιδιοκτησία εμφανίζεται πρώτα στους μεγάλους οργανισμούς επικοινωνιών: ταχυδρομεία, τηλέγραφους, σιδηροδρόμους. Αν οι κρίσεις αποκαλύπτουν την ανικανότητα της αστικής τάξης να εξακολουθήσει να διαχειρίζεται τις σύγχρονες παραγωγικές δυνάμεις, η μετατροπή των μεγάλων οργανισμών της παραγωγής και των συγκοινωνιών σε μετοχικές εταιρίες, τραστ και κρατική ιδιοκτησία αποδεικνύει ότι η αστική τάξη δεν είναι καθόλου απαραίτητη για τη δουλειά αυτή.

Όλες οι κοινωνικές λειτουργίες του καπιταλιστή γίνονται τώρα από μισθωτούς υπαλλήλους. Ο καπιταλιστής δεν έχει πια καμιά κοινωνική δράση, εκτός από το να τσεπώνει τα εισοδήματα, να κόβει κουπόνια και να τζογάρει στο χρηματιστήριο, όπου οι διάφοροι καπιταλιστές ληστεύουν ο ένας τα κεφάλαια του άλλου. Ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής, που άρχισε εκτοπίζοντας πρώτα τους εργάτες, εκτοπίζει τώρα τους καπιταλιστές και, όπως τους εργάτες, τους ξαποστέλνει στο πλεόνασμα του πληθυσμού, αν δεν τους στείλει από την πρώτη κι όλας στιγμή στον εφεδρικό βιομηχανικό στρατό. Μα ούτε η μετατροπή σε μετοχικές εταιρίες και τραστ, ούτε η μετατροπή σε κρατική ιδιοκτησία αφαιρεί το χαρακτήρα του κεφαλαίου από τις παραγωγικές δυνάμεις. Αυτό είναι φανερό για τις μετοχικές εταιρίες και τα τραστ. Και το σύγχρονο κράτος είναι κι αυτό απλά μια οργάνωση που δημιούργησε η αστική τάξη για να διατηρεί τους γενικούς εξωτερικούς όρους του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής απέναντι σε κάθε είδους φθορά, τόσο από τη μεριά των εργατών, όσο και από τη μεριά των ξεχωριστών καπιταλιστών.

Το σύγχρονο Κράτος, οποιαδήποτε και αν είναι η μορφή του, ουσιαστικά είναι ένας καπιταλιστικός μηχανισμός, κράτος των καπιταλιστών, η συλλογική έννοια του καπιταλιστή. Όσο περισσότερες παραγωγικές δυνάμεις αναλαμβάνει στην ιδιοκτησία του, τόσο περισσότερο γίνεται πραγματικά συλλογικός καπιταλιστής, τόσο πιο πολύ εκμεταλλεύεται τους πολίτες. Οι εργάτες εξακολουθούν να είναι εργάτες, προλετάριοι. Οι καπιταλιστικές σχέσεις δεν παύουν να υπάρχουν, αντίθετα εξωθούνται στα όρια. Όταν όμως φτάσουν εκεί, αντιστρέφονται. Η ιδιοκτησία του Κράτους στις παραγωγικές δυνάμεις δεν αποτελεί λύση της σύγκρουσης, ωστόσο περιέχει το τυπικό μέσο, το κλειδί για τη λύση.

 Η λύση αυτή μπορεί απλά και μόνο να απαρτίζεται από το στοιχείο ότι αναγνωρίζεται η κοινωνική φύση στις σύγχρονες παραγωγικές δυνάμεις και ότι, κατά συνέπεια, ο τρόπος της παραγωγής, της ιδιοποίησης και της ανταλλαγής έχει εναρμονιστεί με τον κοινωνικό χαρακτήρα των μέσων παραγωγής. Αυτό δεν μπορεί να γίνει παρά μόνο όταν η κοινωνία πάρει ανοιχτά και καθαρά στην κατοχή της τις παραγωγικές δυνάμεις, οι οποίες έχουν γίνει πολύ μεγάλες για να τις διευθύνει οποιοσδήποτεάλλος εκτός από την κοινωνία την ίδια. Έτσι, οι παραγωγοί θα επιβάλουν συνειδητά τον κοινωνικό χαρακτήρα των μέσων παραγωγής και των προϊόντων, ο οποίος σήμερα στρέφεται ενάντια στους ίδιους, κλονίζει κατά περιόδους τον τρόπο της παραγωγής και ανταλλαγής και δεν επιβάλλεται διαφορετικά παρά με τη βία και την καταστροφή, όπως οι φυσικοί νόμοι που δρουν τυφλά. Κι από τότε και μετά, από αιτία ανωμαλίας και καταστροφών που ήταν, θα μετατραπεί στον πιο ισχυρό μοχλό της ίδιας της παραγωγής.

Οι κοινωνικές δυνάμεις δρουν κυριολεκτικά σαν τις δυνάμεις της φύσης – τυφλές, βίαιες, καταστρεπτικές, όταν δεν τις κατανοήσουμε και δεν τις λάβουμε υπόψιν. Μόλις όμως τις αναγνωρίσουμε, όταν καταλάβουμε με ποιόν τρόπο δρουν, ποιά κατεύθυνση έχουν και ποιά είναι τα αποτελέσματά τους, τότε εξαρτάται από μας και μόνο να τις υποτάξουμε όλο και πιο πολύ στη θέλησή μας και χάρη σ’ αυτές να πετύχουμε το σκοπό μας. Κι αυτό είναι ιδιαίτερα σωστό με τις σημερινές τεράστιες παραγωγικές δυνάμεις. Ενόσω αρνούμαστε επίμονα να καταλάβουμε τη φύση και το χαρακτήρα τους – και ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής και οι υπερασπιστές του είναι εμπόδια σ’αυτή την κατανόηση -, οι δυνάμεις αυτές ενεργούν παρά και ενάντια στη θέλησή μας και κυριαρχούν πάνω μας, όπως έχουμε λεπτομερειακά εξηγήσει πιο πριν. Μόλις όμως κατανοήσουμε τη φύση τους, μπορούν στα χέρια των συλλογικών παραγωγών να μετατραπούν από διαβολικοί αφέντες σε υπάκουους υπηρέτες.

Σ’ αυτό βρίσκεται η διαφορά ανάμεσα στην καταστροφική δύναμη του ηλεκτρισμού που υπάρχει στην αστραπή ενός κεραυνού, και στον ήμερο ηλεκτρισμό στον τηλέγραφο και το ηλεκτρικό τόξο, η διαφορά ανάμεσα στην πυρκαγιά και τη φωτιά που εξυπηρετεί τον άνθρωπο. Όταν χρησιμοποιήσουμε με τον ίδιον τρόπο τις σύγχρονες παραγωγικές δυνάμεις, με σεβασμό στη φύση τους, θα δούμε να αντικαθιστά την κοινωνική αναρχία της παραγωγής μια κοινωνικά σχεδιασμένη ρύθμιση της παραγωγής, σύμφωνα με τις ανάγκες τόσο της κοινότητας, όσο και του ατόμου. Έτσι ο καπιταλιστικός τρόπος ιδιοποίησης, στον οποίο το προϊόν υποδουλώνει πρώτα τον παραγωγό και στη συνέχεια κι αυτόν τον ίδιο το σφετεριστή, θα αντικατασταθεί από τον τρόπο ιδιοποίησης των προϊόντων, ο οποίος θα στηρίζεται στην ίδια τη φύση των σύγχρονων παραγωγικών μέσων: από τη μια, άμεση κοινωνική ιδιοποίηση σαν το μέσο που διατηρεί και αναπτύσσει την παραγωγή κιαπό την άλλη, άμεση ατομική ιδιοποίηση σαν μέσο ύπαρξης και απόλαυσης.

 Καθώς ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής μετατρέπει όλο και περισσότερο τη μεγάλη πλειοψηφία του πληθυσμού σε προλετάριους, δημιουργεί τη δύναμη εκείνη που, κάτω από την απειλή της καταστροφής, είναι υποχρεωμένη να πραγματοποιήσει αυτή την επανάσταση. Όσο περισσότερο ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής πιέζει να μετατραπούν τα μεγάλα κοινωνικά παραγωγικά μέσα σε ιδιοκτησία του Κράτους, τόσο δείχνει ο ίδιος το δρόμο προς την ανατροπή αυτή. Το προλεταριάτο κατακτά την κρατική εξουσία και μετατρέπει πρώτα-πρώτα τα παραγωγικά μέσα σε κρατική ιδιοκτησία. Έτσι, όμως, καταργεί τον ίδιο του τον εαυτό σαν προλεταριάτο, καταργεί όλες τις ταξικές διαφορές και τις ταξικές αντιθέσεις και μ’ αυτό και το Κράτος σαν Κράτος.

Η κοινωνία που μέχρι σήμερα κινείται μέσα στις ταξικές αντιθέσεις έχει ανάγκη από το Κράτος, δηλαδή από μια οργάνωση τής κάθε φορά εκμεταλλεύτριας τάξης, ώστε να μπορεί να διατηρεί τις εξωτερικές συνθήκες παραγωγής, και ειδικά και κύρια για να κρατάει την τάξη που εκμεταλλεύεται κάτω από συνθήκες καταπίεσης αντίστοιχες με τον εκάστοτε τρόπο παραγωγής (δουλεία, δουλοπαροικία ή φεουδαρχική εξάρτηση, μισθωτή εργασία).

Το Κράτος ήταν ο επίσημος αντιπρόσωπος ολόκληρης της κοινωνίας, η σύνθεσή της σ’ ένα ορατό σώμα, μα αυτό μόνο για όσον καιρό ήταν το Κράτος της τάξης, η οποία στην εποχή της εκπροσωπούσε ολόκληρη την κοινωνία: στην αρχαιότητα είναι το Κράτος των πολιτών που είναι δουλοκτήτες, στο Μεσαίωνα των φεουδαρχών ευγενών, στην εποχή μας της αστικής τάξης. ‘Οταν θα κατορθώσει να γίνει πραγματικά ο αντιπρόσωπος ολόκληρης της κοινωνίας, θα γίνει από μόνο του περιττό. Μόλις πάψουν πια να υπάρχουν κοινωνικές τάξεις για να τις κρατάει στην καταπίεση, μόλις, μαζί με την ταξική κυριαρχία και την πάλη του ατόμου για την ύπαρξη, που βασίζεται στην προηγούμενη αναρχία της παραγωγής, εξαφανιστούν και οι συγκρούσεις και οι υπερβολές που είναι συνέπειά τους, δεν υπάρχει πια τίποτα που θα πρέπει να καταπιεστεί και να κάνει άρα αναγκαία μια κατασταλτική δύναμη, ένα Κράτος.

Η πρώτη πράξη που μ’ αυτή εμφανίζεται το Κράτος πραγματικά σαν αντιπρόσωπος ολόκληρης της κοινωνίας – η κατοχή των παραγωγικών μέσων στο όνομα της κοινωνίας – είναι ταυτόχρονα και η τελευταία ανεξάρτητη πράξη που κάνει σαν Κράτος. Η παρέμβαση τής κρατικής εξουσίας στις κοινωνικές σχέσεις γίνεται στο ένα πεδίο μετά το άλλο περιττή και τότε απονεκρώνεται μόνο του. Η κυβέρνηση προσώπων παραχωρεί τη θέση της στη διαχείριση πραγμάτων και τη διεύθυνση των παραγωγικών λειτουργιών. Το Κράτος δεν «καταργείται», σβήνει. Απ’ αυτή τη θέση, πρέπει να εκτιμήσουμε τη φράση «ελεύθερο λαϊκό Κράτος», τόσο από την άποψη της προσωρινής δικαιολόγησής της σαν προπαγανδιστικό μέσο, όσο και από την οριστική της ανεπάρκεια σαν επιστημονική ιδέα.

Από την ίδια θέση πρέπει να κρίνουμε και τις απαιτήσεις των λεγόμενων αναρχικών, πως το κράτος πρέπει να καταργηθεί μέσα σε μια νύχτα.10 Από τότε που εμφανίστηκε στην ιστορία ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής, ονειρεύτηκαν την κατοχή των παραγωγικών μέσων από την κοινωνία περισσότερο ή λιγότερο θολά, διάφορα άτομα και ολόκληρες αιρέσεις, σαν μελλοντικό ιδανικό. Θα μπορούσε όμως να γίνει εφικτό, να γίνει ιστορική αναγκαιότητα, όταν θα εκπληρώνονταν οι υλικοί όροι για την πραγματοποίησή του. Αυτό, όπως και κάθε άλλη κοινωνική πρόοδος, γίνεται δυνατό, όχι όταν κατανοηθεί πως η ύπαρξη των τάξεων βρίσκεται σε αντίφαση με τη δικαιοσύνη, την ισότητα κ.λ.π., όχι με την απλή θέληση να καταργηθούν οι τάξεις, αλλά όταν εμφανιστούν ορισμένοι καινούργιοι οικονομικοί όροι.

Ο χωρισμός της κοινωνίας σε μια εκμεταλλεύτρια τάξη και μια τάξη που την εκμεταλλεύονται, σε μια τάξη που κυριαρχεί και μια τάξη που καταπιέζεται, ήταν η αναγκαία συνέπεια της χαμηλής ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων στο παρελθόν. Οσον καιρό η συνολική κοινωνική εργασία αποδίδει μόνο ένα εισόδημα που μόλις ξεπερνάει αυτό που είναι αναγκαίο, ώστε να εξασφαλίζεται απλά η επιβίωση όλων, όσον καιρό λοιπόν η εργασία απαιτεί ολόκληρο ή σχεδόν ολόκληρο το χρόνο της μεγάλης πλειονότητας από τα μέλη της κοινωνίας, η κοινωνία χωρίζεται αναγκαστικά σε τάξεις. Πλάι στη μεγάλη αυτή πλειοψηφία, που είναι αποκλειστικά απορροφημένη από την αγγαρεία της δουλειάς, διαμορφώνεται μια τάξη, ελεύθερη από την άμεσα παραγωγική δουλειά, που φροντίζει για τις γενικές υποθέσεις της κοινωνίας: διοίκηση της εργασίας, πολιτικές υποθέσεις, δικαιοσύνη, επιστήμη, καλές τέχνες κ.λ.π.

Ο νόμος της κατανομής της εργασίας αποτελεί λοιπόν τη βάση για το χωρισμό της κοινωνίας σε τάξεις. Αυτό όμως, δεν εμποδίζει καθόλου να γίνει ο διαχωρισμός αυτός σε τάξεις με τη βοήθεια της βίας, της κλοπής, της κατεργαριάς και της απάτης, και μόλις η κυρίαρχη τάξη βρεθεί από πάνω, δεν θα παραλείψει να εδραιώσει την κυριαρχία της σε βάρος της εργαζόμενης τάξης και να μετατρέψει την κοινωνική διεύθυνση σε εκμετάλλευση των μαζών. Αν όμως, γι’ αυτό το λόγο, ο χωρισμός της κοινωνίας σε τάξεις έχει μια κάποια ιστορική νομιμότητα, δεν την έχει ωστόσο, παρά μόνο για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα, για ορισμένες κοινωνικές συνθήκες. Στηρίζεται στην ανεπάρκεια της παραγωγής και θα σαρωθεί ύστερα από την πλατειά ανάπτυξη των σύγχρονων παραγωγικών δυνάμεων.

Και πραγματικά, η κατάργηση των κοινωνικών τάξεων προϋποθέτει τέτοιο επίπεδο ιστορικής ανάπτυξης, που να έχει γίνει αναχρονισμός και αρχαιολογία όχι μόνο η ύπαρξη αυτής ή της άλλης ορισμένης κυρίαρχης τάξης, μα και κάθε κυρίαρχης τάξης γενικά, κατά συνέπεια και η διαίρεση της κοινωνίας σε τάξεις. Προϋποθέτει λοιπόν ένα βαθμό στην ανάπτυξη της παραγωγής, στον οποίο η ιδιοποίηση των παραγωγικών μέσων και των προϊόντων, κατά συνέπεια και της πολιτικής κυριαρχίας, του μονοπωλίου της κουλτούρας και της πνευματικής διεύθυνσης από μία ιδιαίτερη κοινωνική τάξη, να γίνει όχι μόνο περιττή, μα από οικονομική, πολιτική και πνευματική άποψη ακόμα και εμπόδιο στην ανάπτυξη αυτή.

Σήμερα έχουμε ήδη φτάσει στο σημείο αυτό. Αν η πολιτική και πνευματική χρεωκοπία της αστικής τάξης δεν είναι πια μυστικό ούτε σ’ αυτή την ίδια, η οικονομική της χρεωκοπία επαναλαμβάνεται κανονικά κάθε δέκα χρόνια. Σε κάθε κρίση η κοινωνία πνίγεται κάτω από το βάρος των δικών της παραγωγικών δυνάμεων και των δικών της προϊόντων, που δεν μπορεί να τα χρησιμοποιήσει, και σκοντάφτει ανίσχυρη πάνω στην εξής παράλογη αντίφαση: οι παραγωγοί δεν έχουν τίποτα να καταναλώσουν, γιατί λείπουν οι καταναλωτές. Η επεκτατική δύναμη που κλείνουν μέσα τους τα παραγωγικά μέσα σπάει τις αλυσίδες που τα φόρτωσε ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής. Η απελευθέρωσή τους από τις αλυσίδες αυτές είναι ο μοναδικός όρος για να αναπτύσσονται αδιάκοπα οι παραγωγικές δυνάμεις και να προοδεύουν με ένα ρυθμό που θα γίνεται όλο και πιο γρήγορος και, κατά συνέπεια, για μια απεριόριστη πρακτικά αύξηση της ίδιας της παραγωγής.

Κι αυτό δεν είναι όλο. Η κοινωνική ιδιοποίηση των παραγωγικών μέσων παραμερίζει όχι μόνο τα τωρινά εμπόδια της παραγωγής, μα και την πραγματικήσπατάλη και καταστροφή στις παραγωγικές δυνάμεις και τα προϊόντα, η οποία είναι σήμερα αναπόφευκτος συνοδός της παραγωγής και φτάνει στο ανώτατο σημείο της όσο διαρκούν οι κρίσεις. Εκτός απ’ αυτό, απελευθερώνει ποσότητα από παραγωγικά μέσα και προϊόντα για χρήση του συνόλου, γιατί εξαλείφει την ηλίθια σπατάλη σε είδη πολυτελείας, στην οποία επιδίδονται σήμερα οι κυρίαρχες τάξεις και οι πολιτικοί τους εκπρόσωποι.

Η δυνατότητα να εξασφαλιστεί, με την κοινωνική παραγωγή, σε όλα τα μέλη της κοινωνίας μια ύπαρξη, όχι μόνο εντελώς επαρκής από υλική άποψη, η οποία θα γίνεται πιο πλούσια μέρα με την ημέρα, μα που θα τους εγγυάται και την πιο ελεύθερη ανάπτυξη και ολοκληρωτική εξάσκηση στις φυσικές και πνευματικές ικανότητές τους, η δυνατότητα αυτή είναι σήμερα υπαρκτή- για πρώτη φορά, αλλά είναι υπαρκτή.11 Με την κατοχή των μέσων παραγωγής από την κοινωνία, εξαφανίζεται η εμπορευματική παραγωγή και, κατά συνέπεια, η κυριαρχία του προϊόντος πάνω στον παραγωγό. Την αναρχία στο εσωτερικό της κοινωνικής παραγωγής την αντικαθιστά η συνειδητή, σχεδιασμένη οργάνωση. Η πάλη για την ατομική επιβίωση παύει.

Έτσι, για πρώτη φορά αποχωρίζεται ό άνθρωπος, από μια κάποια ορισμένη έννοια, οριστικά από το ζωικό βασίλειο και περνάει από τις ζωώδεις συνθήκες ύπαρξης σε συνθήκες πραγματικά ανθρώπινες. Ο κύκλος που εξουσίαζε τις συνθήκες ζωής της ανθρωπότητας ως τώρα περνάει στην εξουσία και τον έλεγχο των ανθρώπων, που για πρώτη φορά γίνονται οι πραγματικοί και συνειδητοί κύριοι της φύσης, γιατί, και στο βαθμό που, είναι κύριοι της ίδιας τους της κοινωνικής οργάνωσης. Οι νόμοι της δικής τους κοινωνικής δράσης, που ως τώρα ορθώνονταν μπροστά τους σαν φυσικοί νόμοι, ξένοι και κυρίαρχοι, χρησιμοποιούνται από τώρα και στο εξής από τους ανθρώπους με ολοκληρωτική επίγνωση των αιτίων και γι’ αυτό υποτάσσονται σ’ αυτούς. Η ίδια η κοινωνική οργάνωση των ανθρώπων, που ως τώρα στεκόταν μπροστά τους σαν να είχε επιβληθεί αυθαίρετα από τη φύση και την ιστορία, γίνεται τώρα δική τους πράξη ελεύθερη. Οι ξένες, οι αντικειμενικές δυνάμεις, που ως τώρα εξουσίαζαν την ιστορία, περνούν πλέον κάτω από τον έλεγχο των ίδιων των ανθρώπων.

Μόνο από τη στιγμή αυτή, οι άνθρωποι θα δημιουργήσουν συνειδητά οι ίδιοι την ιστορία τους, μόνο από τη στιγμή αυτή οι κοινωνικές αιτίες που έβαλαν οι ίδιοι σε κίνηση θα έχουν, πριν απ’ όλα,και σε όλο και αυξανόμενο βαθμό τα αποτελέσματα που θέλουν οι ίδιοι. Είναι το πέρασμα της ανθρωπότητας από το βασίλειο της αναγκαιότητας στο βασίλειο της ελευθερίας.

Για να τελειώνουμε, συνοψίζουμε σύντομα την πορεία που ακολούθησε η ανάπτυξή μας:

1. Μεσαιωνική κοινωνία: Μικρής κλίμακας ατομική παραγωγή. Παραγωγικά μέσα προσαρμοσμένα στην ατομική χρήση, κατά συνέπεια, πρωτόγονα, χοντροφτιαγμένα, μικροσκοπικά, με μηδαμινά αποτελέσματα. Παραγωγή για την άμεση κατανάλωση, είτε του ίδιου του παραγωγού, είτε του φεουδάρχη του. Μόνο όταν βρίσκουμε ένα πλεόνασμα στην παραγωγή πάνω από την κατανάλωση αυτή, προσφέρεται αυτό το πλεόνασμα για πώληση και μπαίνει στην ανταλλαγή: εμπορευματική παραγωγή μονάχα στη γέννησή της, που όμως περιέχει κι όλας το σπέρμα της αναρχίας στην κοινωνική παραγωγή.

 

2. Καπιταλιστική επανάσταση: Μετατροπή της βιομηχανίας, στην αρχή με την απλή συνεργασία και τη χειροτεχνική φάμπρικα. Συγκέντρωση των μέσων παραγωγής, που ως τότε ήταν σκόρπια, σε μεγάλα εργαστήρια και, κατά συνέπεια, μετατροπή τους από ατομικά σε κοινωνικά – μετατροπή που δεν θίγει τη μορφή ανταλλαγής στο σύνολό της. Οι παλιές μορφές ιδιοποίησης εξακολουθούν να ισχύουν. Εμφανίζεται ο καπιταλιστής. Με την ιδιότητα του ιδιοκτήτη των μέσων παραγωγής, ιδιοποιείται τα προϊόντα και τα μετατρέπει σε εμπορεύματα. Η παραγωγή γίνεται κοινωνική πράξη. Η ανταλλαγή και μαζί μ’ αυτή η ιδιοποίηση παραμένουν ατομικές πράξεις, πράξεις του ξεχωριστού ανθρώπου: το κοινωνικό προϊόν το ιδιοποιείται ο ατομικός καπιταλιστής. Αυτή είναι μια βασική αντίφαση, από την οποία ξεπηδούν όλες οι αντιφάσεις της σημερινής κοινωνίας, αντιφάσεις που τις φέρνει στο φως η μεγάλης κλίμακας βιομηχανία.

Α. Χωρισμός του παραγωγού από τα μέσα παραγωγής. Καταδίκη του εργάτη να μείνει όλη τη ζωή του μισθωτός. Αντίθεση ανάμεσα στο προλεταριάτο και την αστική τάξη.

Β. Εκδήλωση όλο και πιο έντονη και με αυξανόμενη αποτελεσματικότητα, των νόμων που κυριαρχούν στην παραγωγή εμπορευμάτων. Αχαλίνωτος ανταγωνισμός. Αντίθεση ανάμεσα στην κοινωνική οργάνωση μέσα στο κάθε ξεχωριστό εργοστάσιο και την κοινωνική αναρχία στο σύνολο της παραγωγής.

Γ. Από τη μια, τελειοποίηση των μηχανικών εγκαταστάσεων, που ο ανταγωνισμός την κάνει επιτακτικό νόμο για τον κάθε ξεχωριστό εργοστασιάρχη, και ένας όλο και μεγαλύτερος παραμερισμός των εργατών: εφεδρικός βιομηχανικός στρατός. Από την άλλη, επέκταση δίχως όρια της παραγωγής, που είναι και αυτή εξίσου υποχρεωτικός νόμος του ανταγωνισμού για τον κάθε εργοστασιάρχη. Και στις δύο πλευρές, πρωτάκουστη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, πλεόνασμα της προσφοράς στην αγορά, υπερπαραγωγή, παραγέμισμα των αγορών, κρίσεις κάθε δέκα χρόνια, φαύλος κύκλος: εδώ, πλεόνασμα από παραγωγικά μέσα και προϊόντα – εκεί, πλεόνασμα από εργάτες δίχως εργασία και δίχως μέσα συντήρησης.

Οι δύο αυτοί μοχλοί της παραγωγής και της κοινωνικής ευημερίας δεν μπορούν να συνενωθούν, γιατί η καπιταλιστική μορφή της παραγωγής απαγορεύει στις παραγωγικές δυνάμεις να μπουν σε κίνηση, στα προϊόντα να κυκλοφορήσουν, αν δεν μετατραπούν προηγουμένως σε κεφάλαιο, πράγμα που εμποδίζει αυτή η ίδια η αφθονία τους. Η αντίφαση έχει φτάσει ως τον παραλογισμό. Ο τρόπος παραγωγής στασιάζει ενάντια στη μορφή ανταλλαγής. Η αστική τάξη πείστηκε και η ίδια πως είναι ανίκανη να διευθύνει άλλο τις δικές της κοινωνικές παραγωγικές δυνάμεις.

Δ. Μια μερική αναγνώριση του κοινωνικού χαρακτήρα των παραγωγικών δυνάμεων που επιβάλλεται στους ίδιους τους καπιταλιστές. Ιδιοποίηση των μεγάλων οργανισμών της παραγωγής και των συγκοινωνιών στην αρχή από μετοχικές εταιρείες, ύστερα από τα τραστ και τέλος από το Κράτος. Η αστική τάξη αποδεικνύεται περιττή τάξη. Όλες οι κοινωνικές της λειτουργίες γίνονται τώρα από μισθωτούς υπαλλήλους.

 

3. Προλεταριακή επανάσταση, διάλυση των αντιφάσεων: Το προλεταριάτο κατακτά τη δημόσια εξουσία και, χάρη στην εξουσία αυτή, μετατρέπει τα κοινωνικά μέσα παραγωγής, που ξέφυγαν από τα χέρια της αστικής τάξης, σε δημόσια ιδιοκτησία. Με την πράξη αυτή, ελευθερώνει τα παραγωγικά μέσα από την προηγούμενη ιδιότητά τους να είναι κεφάλαιο και δίνει πλήρη ελευθερία στον κοινωνικό τους χαρακτήρα να επιβληθεί. Η κοινωνική παραγωγή, σύμφωνα με ένα προκαθορισμένο πλάνο, είναι από τώρα και στο εξής δυνατή. Η ανάπτυξη της παραγωγής κάνει την ύπαρξη στο μέλλον των διάφορων κοινωνικών τάξεων αναχρονισμό. Στο μέτρο που εξαφανίζεται η αναρχία στην κοινωνική παραγωγή, πέφτει σε ύπνο και η πολιτική εξουσία του Κράτους. Οι άνθρωποι, κύριοι επιτέλους της κοινωνικής τους οργάνωσης, γίνονται, ακριβώς γι’ αυτό το λόγο, κύριοι της φύσης, κύριοι του εαυτού τους, ελεύθεροι. Να πραγματοποιήσει την απελευθερωτική αυτή πράξη, αυτή είναι η ιστορική αποστολή του σύγχρονου προλεταριάτου. Να εξακριβώσει τις ιστορικές συνθήκες και, μ’ αυτό, την ίδια τη φύση τους και να δώσει έτσι στην τάξη που αποστολή της είναι να δράσει, τάξη καταπιεζόμενη σήμερα, την επίγνωση των όρων και της φύσης της δράσης της, αυτό είναι το καθήκον του επιστημονικού σοσιαλισμού, που είναι η θεωρητική έκφραση του προλεταριακού κινήματος.

 

 

 

Σημειώσεις:

 

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 (Η ενδειξη Ε δηλώνει ότι η σημείωση είναι του Ενγκελς)

 

1. Ε Αυτό είναι το απόσπασμα για τη Γαλλική Επανάσταση: «Η σκέψη, η ιδέα του δικαίου, επικράτησε από την αρχή, και ενάντια σ’ αυτή δεν μπορούσε το παλιό σύστημα της αδικίας να φέρει κανενός είδους αντίσταση. Στη σκέψη αυτή του δικαίου υψώθηκε τώρα ένα σύνταγμα και πάνω σ’ αυτή τη βάση έπρεπε να στηρίζονται από ‘δω και μπρος τα πάντα. Από τότε που ο ήλιος βρίσκεται στον ουρανό και γυρίζουν γύρω του οι πλανήτες, δεν ξαναείχαν δει τέτοιο πράγμα, δηλαδή να στέκονται οι άνθρωποι με το κεφάλι, με τη σκέψη, και να φτιάχνουν την πραγματικότητα σύμφωνα μ’αυτή. Ο Αναξαγόρας ήταν ο πρώτος που είπε πως ο Νους, η λογική κυβερνάει τον κόσμο. Μα να που ο άνθρωπος έφτασε για πρώτη φορά να αναγνωρίσει πως η Ιδέα πρέπει να κυβερνάει την πνευματική πραγματικότητα. Αυτό ήταν μια υπέροχη ανατολή. Όλα τα σκεπτόμενα όντα συνενώθηκαν για να πανηγυρίσουν την εποχή εκείνη. Μια εξαιρετική συγκίνηση βασίλεψε τότε, ένας ενθουσιασμός του πνεύματος έκανε τον κόσμο ολόκληρο να ριγήσει σαν να έγινε τώρα μόλις η συμφιλίωση του θείου με τα εγκόσμια» (Χέγκελ, Φιλοσοφία της Ιστορίας, Γερμανική έκδοση, 1840, σελ. 535). Μήπως, άραγε, είναι καιρός να μπει σε εφαρμογή ο Αντισοσιαλιστικός Νόμος ενάντια στο δημόσιο κίνδυνο που εμπεριέχουν οι επαναστατικές ιδέες του μακαρίτη καθηγητή Χέγκελ; (Σ.τ.Μ.: οι εμφάσεις στο παραπάνω απόσπασμα είναι του Ένγκελς).

2.Ο Munzer (περίπου 1490-1525) ήταν ηγέτης και ιδεολογικός εκπρόσωπος της ριζοσπαστικής αγροτικής – πληβειακής πτέρυγας στη διάρκεια του Πολέμου των Χωρικών. Οι Ισοπεδωτές (Levellers) αποτελούσαν την άκρα αριστερά πτέρυγα της Αγγλικής Επανάστασης. Ο Babeuf (1760-97) ήταν ένας ουτοπικός κομμουνιστής, καθώς και ο θεωρητικός και ηγέτης της «Συνωμοσίας των Ίσων».

3.Lettres d’ un habitant de Gen ve ses contemporains (Γράμματα ενός κατοίκου της Γενεύης προς τους συγχρόνους του): είναι το πρώτο έργο του Saint-Simon. Γράφτηκετο 1802 στη Γενεύη και δημοσιεύτηκε ανώνυμα στο Παρίσι το 1803. Το πρώτο σημαντικό έργο του Charles Fourier ήταν το Th orie des quatre mouvements et des destin es g n rales, που γράφτηκε στις αρχές του 19ου αιώνα και δημοσιεύτηκε ανώνυμα στη Λυών το 1808. Το New Lanark – ένα εργοστάσιο βαμβακιού που περιλάμβανε έναν εποικισμό εργατών στη Σκωτία – ιδρύθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1780.

4.”Lettres d’ un habitant de Gen ve ses contemporains”, στο Oeuvres de Claude-Henri de Saint-Simon, Editions Anthropos, Paris 1966, τ.Ι, βιβλίο Ι, σελ. 41-2, 55.

5.Το όγδοο γράμμα της σειράς “Lettres de Henri Saint-Simon un Am ricain”, ο.π., Τόμος Ι, Βιβλίο ΙΙ, σελ. 186.

6.Ο Ένγκελς αναφέρεται στις δύο παμφλέτες που γράφτηκαν από τους Saint-Simon και A. Thierry: “De la r organization de la soci t Europ enne …;” και “Opinion sur les mesures prendre contre la coalition de 1815”. Ο.π., Τόμος Ι, Βιβλίο Ι, σελ. 153-218 και Τόμος VI, σελ. 353-79.

7.Βλέπε τη δήλωση του Fourier στο πρώτο του βιβλίο Th orie des quatre mouvements: «Σαν γενική αρχή, η κοινωνική πρόοδος και οι αλλαγές που σημειώνονται σε μια συγκεκριμένη περίοδο οφείλονται στην πρόοδο της γυναικείας απελευθέρωσης, και η παρακμή του κοινωνικού συστήματος οφείλεται στην υποχώρηση των δικαιωμάτων των γυναικών». Από αυτή τη θέση, διαμορφώνει το ακόλουθο συμπέρασμα: «Η επέκταση των δικαιωμάτων των γυναικών είναι βασική προϋπόθεση κάθε κοινωνικής προόδου» (Fourier, Textes Choisis, ed.: F. Armand, Editions Sociales, Paris 147 1953, σελ. 124).

8.Ο.π., σελ. 64-5, 70.

9.Ο.π., σελ. 95, 105. Για το «φαύλο κύκλο» του πολιτισμού, βλέπε σελ. 104, 129-30.

10.Ο.π., σελ. 66-7.

11.Βλέπε AL Morton, The Life and Ideas of Robert Owen (Η ζωή και οι ιδέες του Ρόμπερτ Όουεν), London 1962, σελ. 80.

12.Ε Από το “The Revolution in the Mind and Practice of the Human Race”, ένα υπόμνημα που απευθύνθηκε προς όλους τους «κόκκινους Ρεπουμπλικάνους, τους Κομμουνιστές και τους Σοσιαλιστές της Ευρώπης» και στάλθηκε προς την προσωρινή κυβέρνηση της Γαλλίας, το 1848, καθώς και «προς την Βασίλισσα Βικτωρία και τους υπεύθυνους συμβούλους της».

13.Robert Owen, “Report of the Proceedings at the Several Public Meetings, Held in Dublin …; on the 18th March, 12th April, 19th April and 3rd May”, Dublin 1823.

14.Ένας Νόμος, που παρουσιάστηκε με πρωτοβουλία του Owen τον Ιούνιο του 1815 και πέρασε με περικοπές από το Κοινοβούλιο τον Ιούλιο του 1819. Ο Νομος, ρυθμίζοντας την εργασία στα εργοστάσια βαμβακιού, απαγόρευε την εργασία σε παιδιά κάτω των εννιά χρόνων και περιόριζε την εργάσιμη μέρα στις 12 ώρες για άτομα κάτω των 16. Όταν η πρόταση του Owen για έμμισθους ελεγκτές απορρίφθηκε, 0 Νόμος κατέληξε νεκρό γράμμα.

15.Τον Οκτώβρη του 1833, ο Owen οργάνωσε ένα συνέδριο συνεταιρισμών και σωματείων στο Λονδίνο, που κατέληξε στην ίδρυση του Grand National Consolidated Trades Union, το Φλεβάρη του 1834.

16.Οι Εργατικές Αγορές (Equitable Labour Exchange Bazaars) ιδρύθηκαν από εργατικούς συνεταιρισμούς σε διάφορες περιοχές της Αγγλίας. Ο Owen εγκαινίασε την Εργατική Αγορά του Λονδίνου τον Σεπτέμβρη του 1832 και διατηρήθηκε μέχρι τα μέσα του 1834. Ο Proudhon έκανε μια προσπάθεια να οργανώσει την «Τράπεζα του Λαού» (Banque du Peuple) στο Παρίσι το Γενάρη του 1849. Διατηρήθηκε, στα χαρτιά, για δύο περίπου μήνες.

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

 

 

1.(Σ.τ.Μ.) Για την ελληνικήμετάφραση του Le Neveu de Rameau, βλέπε Ντιντερό, Το Όνειρο του Νταλαμπέρ, Ηριδανός, 1991. 2. Η Αλεξανδρινή περίοδος της επιστήμης χρονολογείται από τον τρίτο αιώνα π.Χ. Το όνομά της προέρχεται από το Αιγυπτιακό λιμάνι της Αλεξάνδρειας, που υπήρξε ένα σημαντικό κέντρο του διεθνούς εμπορίου.

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

 

 

1.(Σ.τ.Μ.) Λόγια του Μεφιστοφελή στον «Φάουστ» του Γκαίτε.

2.Ε Δεν είναι ανάγκη να εξηγηθεί εδώ πως, παρότι η μορφή ιδιοποίησης μένει η ίδια, ο χαρακτήρας της ιδιοποίησης δεν επαναστατικοποιείται λιγότερο απ’ ό,τι η παραγωγή με την πορεία που περιγράψαμε πιο πάνω. Το να ιδιοποιούμαι εγώ το δικό μου προϊόν η το προϊόν ενός άλλου είναι, φυσικά, δύο διαφορετικά είδη ιδιοποίησης. Εδώ μπορεί να προστεθεί παροδικά, πως η μισθωτή εργασία, που σ’ αυτή βρίσκεται εν σπέρματι ολόκληρος ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής, είναι πολύ παλιά. Σποραδικά, σκόρπια, συνυπήρχε αιώνες ολόκληρους πλάι στη δουλεία. Μπόρεσε όμως να αναπτυχθεί μέσα στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, μόνο όταν οι απαιτούμενες ιστορικές προϋποθέσεις είχαν εκπληρωθεί.

3(Σ.τ.Μ.) Die Mark σημαίνει «Κοινότητα». Ο Ένγκελς αναφέρεται στο έργο του «Die Mark».

4.(Σ.τ.Μ.) Εμπορικοί πόλεμοι του 17ου και 18ου αιώνα: μια σειρά πόλεμοι ανάμεσα στα μεγάλα ευρωπαϊκά κράτη για να εξασφαλίσουν το εμπόριο με τις Ινδίες και την Αμερική, και να κατακτήσουν αποικιακές αγορές. Στην αρχή, οι πόλεμοι ξέσπασαν ανάμεσα στη Μεγάλη Βρετανία καί την Ολλανδία (1652-1654, 1664-1667 καί 1672-1674) και αργότερα ανάμεσα στην Αγγλία και τη Γαλλία. Η Αγγλία νίκησε σε όλους αυτούς τους πολέμους καί έτσι, προς το τέλος του 18ου αιώνα, είχε συγκεντρώσει στα χέρια της ολόκληρο σχεδόν το παγκόσμιο εμπόριο.

5.Ε Η κατάσταση της εργατικής τάξης στην Αγγλία, σελ. 109 (Γερμανική έκδοση).

6.Βλ. Μαρξ, Κεφάλαιο, Μόσχα 1961, Τόμος Ι, σελ. 408, 435-6, 462, 487.

7.Ο.π., σελ. 645, η έμφαση είναι του Ένγκελς.

8.(Σ.τ.Μ.) Όρος που χρησιμοποιείται στους αγώνες του ιπποδρόμου και σημαίνει ιπποδρομία μετ’ εμποδίων.

9.Ε Λέω: Πρέπει. Γιατί μόνο στην περίπτωση που τα μέσα παραγωγής και επικοινωνίας είναι πραγματικά πάρα πολύ μεγάλα για να τα διευθύνουν οι μετοχικές εταιρίες και έχει, κατά συνέπεια, η εθνικοποίησή τους γίνει οικονομική ανάγκη, μόνο τότε η εθνικοποίηση αυτή σημαίνει οικονομική πρόοδο, έστω και αν την διεξάγει το σημερινό κράτος. Τότε μόνο σημαίνει πως φτάσαμε σε ένα καινούριο στάδιο, που προηγείται από την κατοχή όλων των παραγωγικών μέσων από την ίδια την κοινωνία. Είδαμε όμως τώρα τελευταία, από τον καιρό που ο Βίσμαρκ άρχισε τις κρατικοποιήσεις, να παρουσιάζεται ένας ψευτοσοσιαλισμός – ο οποίος μάλιστα εδώ και ‘κει εκφυλίζεται σε κάποια δουλοπρέπεια – και διακηρύσσει χωρίς άλλη διαδικασία, πως κάθε κρατικοποίηση, ακόμα και όταν την κάνει ο Βίσμαρκ, είναι σοσιαλιστική. Είναι φανερό πως, αν η κρατικοποίηση του καπνού ήταν σοσιαλιστική, ο Ναπολέων και ο Μέτερνιχ θα συμπεριλαμβάνονταν ανάμεσα στούς ιδρυτές του σοσιαλισμού. Αν το βελγικό κράτος, για πολιτικούς και οικονομικούς λόγους πολύ-πολύ πεζούς, έφτιαξε μόνο του τις κυριότερες σιδηροδρομικές γραμμές, αν ο Βίσμαρκ, χωρίς καμιά οικονομική ανάγκη, κρατικοποίησε τις κυριότερες σιδηροδρομικές γραμμές της Πρωσίας, μόνο και μόνο για να μπορεί να τις οργανώσει καλύτερα και να τις χρησιμοποιήσει σε καιρό πολέμου και για να κάνει τους σιδηροδρομικούς υπαλλήλους εκλογικό κοπάδι στην υπηρεσία της κυβέρνησης και κυρίως για να δημιουργήσει μια καινούργια πηγή εισοδήματος, ανεξάρτητη από τις αποφάσεις της Βουλής, αυτά δεν είναι καθόλου σοσιαλιστικά μέτρα, άμεσα ή έμμεσα, συνειδητά ή όχι. Διαφορετικά θα αποτελούσαν σοσιαλιστικά ιδρύματα η Βασιλική Εταιρία Θαλάσσιου Εμπορίου, η Βασιλική Χειροτεχνική Βιομηχανία Πορσελάνης, ακόμα και το ραφείο του λόχου στο στρατό, για να μην αναφέρουμε την κρατικοποίηση των οίκων ανοχής που πρότεινε στα σοβαρά κάποιος κατεργάρης τον καιρό του Φρειδερίκου Γουλιέλμου IΙI.

10.«Ελεύθερο λαϊκό κράτος»: αίτημα στο πρόγραμμα καί πλατιά διαδεδομένο σύνθημα των Γερμανών σοσιαλδημοκρατών γύρω στα 1870. Το αίτημα αυτό το κριτικάρισαν ο Μαρξ στην Κριτική του προγράμματος της Γκότα, ο Ένγκελς σε μια επιστολή του στον Μπέμπελ (18-28 Μάρτη 1875), καθώς και ο Λένιν στο Κράτος και Επανάσταση. 11. Ε Μερικοί αριθμοί θα μας δώσουν μια κατά προσέγγιση εικόνα, για την απίστευτα επεκτατική δυναμική των σύγχρονων παραγωγικών μέσων, ακόμα και κάτω από το βάρος του καπιταλισμού. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς του Γκίφεν (Robert Giffen, Recent Accumulations of Capital in the UK, Journal of the Statistical Society, London, τ. 16, 1878), ο συνολικός πλούτος της Μεγάλης Βρετανίας και της Ιρλανδίας ήταν σε στρογγυλούς αριθμούς: το 1814 ……………….. 2200 εκατoμμύρια λίρες = 44 δισεκατoμμύρια μάρκα. το 1865 ……………….. 6100 εκατoμμύρια λίρες = 122 δισεκατoμμύρια μάρκα. το 1875 ……………….. 8500 εκατoμμύρια λίρες = 170 δισεκατoμμύρια μάρκα. Όσο για την καταστροφή των μέσων παραγωγής και των προϊόντων από τις κρίσεις, στο 2ο Συνέδριο των Γερμανών βιομηχάνων που έγινε στο Βερολίνο στις 21 Φλεβάρη 1878, υπολογίστηκε, πως οι συνολικές απώλειες μόνο της γερμανικής βιομηχανίας σιδήρου στην τελευταία κρίση ήταν 455 εκατομμύρια μάρκα.

 

 

 

 

 

Πηγή: http://ropewalker.pblogs.gr/f-engkels-oytopikos-kai-episthmonikos-sosialismos.html

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *