Friedrich Engels: Η καταγωγή της οικογένειας

Το κείμενο είναι το δεύτερο μέρος  απο το έργο του F.Engels «Η καταγωγή της οικογένειας, της ατομικής ιδιοκτησίας και του κράτους». Το πρώτο μέρος  μπορείτε να το βρείτε εδώ και τους προλόγους εδώ.

 

 

 

ΙΙ Η ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ

 

 

 

Ο Μόργκαν, που πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του ανάμεσα στους Ιροκέζους που και σήμερα ακόμα είναι εγκαταστημένοι στην Πολιτεία της Νέας Υόρκης και που τον υιοθέτησε μια από τις φυλές τους (η φυλή των Σενέκα), βρήκε να ισχύει σ’ αυτούς ένα σύστημα συγγένειας που βρισκόταν σε αντίφαση με τις πραγματικές τους οικογενειακές σχέσεις. Επικρατούσε σ’ αυτούς εκείνος ο ευκολοδιάλυτος κι από τις δυο πλευρές γάμος, που ο Μόργκαν ονομάζει «ζευγαρωτή οικογένεια». Οι απόγονοι ενός τέτοιου είδους συζυγικού ζευγαριού ήταν λοιπόν γνωστοί σ’ όλο τον κόσμο και αναγνωρισμένοι απ’ όλους. Δεν μπορούσε να υπάρχει καμιά αμφιβολία για τον ποιον έπρεπε να ονομάζουν πατέρα, μητέρα, γιο, κόρη, αδερφό, αδερφή. Όμως, η πραγματική χρήση αυτών των εκφράσεων αντιφάσκει σ’ αυτό. Ο Ιροκέζος δεν ονομάζει μονάχα τα δικά του παιδιά, αλλά και τα παιδιά των αδερφών του γιους και κόρες του, κι εκεί να τον λένε πατέρα. Τα παιδιά των αδερφάδων του, αντίθετα, τα λέει ανιψιούς και ανιψιές και αυτά τον λένε θείο.

Αντίστροφα, η Ιροκέζα, πλάι στα δικά της παιδιά, λέει γιους της και κόρες της τα παιδιά των αδερφάδων της και αυτά τη λένε μητέρα. Τα παιδιά των αδερφών της, αντίθετα, τα λέει ανιψιούς κι ανιψιές, κι η ίδια λέγεται θεία τους. Επίσης τα παιδιά δυο αδερφών ονομάζονται μεταξύ τους αδερφοί και αδερφές, το ίδιο τα παιδιά των αδερφάδων. Τα παιδιά, αντίθετα, μιας γυναίκας και τα παιδιά του αδερφού της, ονομάζονται μεταξύ τους ξαδέρφια και ξαδέρφες. Κι αυτά δεν είναι απλά κενά ονόματα, αλλά εκφράσεις για αντιλήψεις που πραγματικά ισχύουν για τον κοντινό και το μακρινό συγγενή, για την ισότητα και την ανισότητα της εξ αίματος συγγένειας. Και οι αντιλήψεις αυτές χρησιμεύουν για βάση ενός ολότελα επεξεργασμένου συστήματος συγγένειας, που είναι σε θέση να εκφράζει πολλές εκατοντάδες διαφορετικές σχέσεις συγγένειας ενός και μόνο ατόμου. Και παραπάνω.

Το σύστημα αυτό δεν ισχύει μονάχα πέρα για πέρα σ’ όλους τους Ινδιάνους της Αμερικής (ως τώρα δεν βρέθηκε καμιά εξαίρεση), αλλά ισχύει επίσης σχεδόν αμετάβλητο στους πρώτους κατοίκους της Ινδίας, στις δραβιδικές φυλές στο Ντεκάν και στις φυλές των Γκάουρα στο Ινδουστάν. Οι εκφράσεις για τη συγγένεια των Νοτιοϊνδών Ταμίλ και των Σενέκα-Ιροκέζων στην Πολιτεία της Νέας Υόρκης συμπίπτουν και σήμερα, για πάνω από διακόσιες διαφορετικές σχέσεις συγγένειας. Και σ’ αυτές επίσης τις ινδικές φυλές, όπως και σ’ όλους τους Ινδιάνους της Αμερικής, οι σχέσεις συγγένειας που πηγάζουν από τη σημερινή μορφή της οικογένειας βρίσκονται σε αντίφαση με το σύστημα συγγένειας.

Πώς να το εξηγήσουμε τώρα αυτό; Με τον αποφασιστικό ρόλο που παίζει η συγγένεια για το κοινωνικό καθεστώς σ’ όλους τους άγριους και τους βάρβαρους λαούς, δεν μπορεί κανείς να παραμερίσει με λόγια τη σημασία αυτού του συστήματος που είναι τόσο πλατιά διαδεδομένο. Ένα σύστημα, που στην Αμερική ισχύει γενικά, που υπάρχει επίσης στην Ασία σε λαούς μιας ολότελα διαφορετικής φυλής, που στην Αφρική και την Αυστραλία βρίσκουμε λιγότερο ή περισσότερο παραλλαγμένες άφθονες μορφές του, ένα τέτοιο σύστημα χρειάζεται να εξηγηθεί ιστορικά, δεν μπορεί να το ξεπερνάμε με μερικά λόγια, όπως λόγου χάρη προσπάθησε να κάνει ο Μακ Λέναν (1) . Οι χαρακτηρισμοί πατέρας, παιδί, αδερφός, αδερφή δεν είναι απλώς τιμητικοί τίτλοι, αλλά φέρνουν μαζί τους τελείως καθορισμένες, πολύ σοβαρές αμοιβαίες υποχρεώσεις, που το σύνολό τους αποτελεί σημαντικό μέρος της κοινωνικής συγκρότησης των λαών εκείνων.

Και η εξήγηση βρέθηκε. Στα νησιά Σάντουιτς (Χαβάη) υπήρχε ακόμα στο πρώτο μισό αυτού του αιώνα μια μορφή της οικογένειας, που είχε ακριβώς τέτοιους πατέρες και μητέρες, αδερφούς και αδερφές, γιους και κόρες, θείους και θείες, ανιψιούς και ανιψιές, όπως τους απαιτεί το αμερικάνικοπαλαιοϊνδικό σύστημα συγγένειας.

Μα τι περίεργο! Το σύστημα συγγένειας που ίσχυε στη Χαβάη πάλι δεν ανταποκρινόταν στη μορφή της οικογένειας που υπήρχε πραγματικά εκεί. Εκεί, δηλαδή, όλα τα παιδιά αδερφών και αδερφάδων είναι χωρίς εξαίρεση αδερφοί και αδερφές και θεωρούνται κοινά παιδιά, όχι μονάχα της μητέρας τους και των αδερφάδων της ή του πατέρα τους και των αδερφών του, αλλά παιδιά όλων των αδερφών και των αδερφάδων των γονιών τους χωρίς καμιά διάκριση. Αν λοιπόν το αμερικανικό σύστημα συγγένειας προϋποθέτει μια πιο πρωτόγονη μορφή οικογένειας που δεν υπάρχει πια στην Αμερική, που όμως τη βρίσκουμε πραγματικά ακόμα στη Χαβάη, τότε από την άλλη πλευρά το σύστημα συγγένειας της Χαβάης μας παραπέμπει σε μια ακόμα πιο πρωτόγονη μορφή οικογένειας, που δεν μπορούμε βέβαια πουθενά πια να αποδείξουμε ότι υπάρχει, που όμως πρέπει να έχει υπάρξει, γιατί αλλιώς δεν θα μπορούσε να έχει δημιουργηθεί το αντίστοιχο σύστημα συγγένειας.

 «Η οικογένεια», λέει ο Μόργκαν, «είναι το ενεργό στοιχείο, δεν είναι ποτέ στάσιμη, αλλά προχωράει από μια κατώτερη σε μια ανώτερη μορφή, στο βαθμό που η κοινωνία εξελίσσεται από μια κατώτερη σε μια ανώτερη βαθμίδα. Τα συστήματα συγγένειας, αντίθετα, είναι παθητικά. Μονάχα σε μεγάλα διαστήματα καταγράφουν τις προόδους που έκανε η οικογένεια στο πέρασμα του χρόνου, και αλλάζουν ριζικά τότε μονάχα, όταν έχει αλλάξει ριζικά η οικογένεια

«Και», προσθέτει ο Μαρξ, «το ίδιο συμβαίνει με τα πολιτικά, τα νομικά, τα θρησκευτικά, τα φιλοσοφικά συστήματα γενικά.» Ενώ η οικογένεια ζει και εξελίσσεται, το σύστημα συγγένειας αποστεώνεται, κι ενώ το σύστημα συγγένειας εξακολουθεί να υπάρχει με τη δύναμη της συνήθειας, η οικογένεια αναπτύσσεται και ξεφεύγει από τα πλαίσιά του. Με την ίδια σιγουριά, όμως, που ο Κιουβιέ μπόρεσε να συμπεράνει από τα μαρσίπια οστά ενός σκελετού που βρέθηκε κοντά στο Παρίσι, ότι αυτά ανήκαν σ’ ένα μαρσιποφόρο ζώο και ότι εκεί ζούσαν κάποτε μαρσιποφόρα που έχουν πια εξαφανιστεί, με την ίδια σιγουριά μπορούμε να συμπεράνουμε από ένα ιστορικά κληρονομημένο σύστημα συγγένειας ότι έχει υπάρξει η αντίστοιχή του μορφή οικογένειας που έχει πια εξαφανιστεί.

Τα συστήματα συγγένειας και οι μορφές της οικογένειας, που μόλις αναφέραμε, διαφέρουν από τα συστήματα και τις μορφές που επικρατούν τώρα στο ότι κάθε παιδί έχει πολλούς πατέρες και πολλές μητέρες. Στο αμερικανικό σύστημα συγγένειας που σ’ αυτό αντιστοιχεί η οικογένεια της Χαβάης, ο αδερφός και η αδερφή δεν μπορούν να είναι πατέρας και μητέρα του ίδιου παιδιού, το σύστημα συγγένειας όμως της Χαβάης προϋποθέτει μια οικογένεια όπου αυτό, αντίθετα, αποτελούσε τον κανόνα. Μεταφερόμαστε εδώ σε μια σειρά από οικογενειακές μορφές που αντιφάσκουν άμεσα στις μορφές που ως τώρα θεωρούσαμε συνήθως ότι ισχύουν αποκλειστικά. Η πατροπαράδοτη αντίληψη γνωρίζει μονάχα τη μονογαμία και, πλάι σ’ αυτή, την πολυγαμία ενός άντρα, το πολύ-πολύ ακόμα και την πολυανδρία μιας γυναίκας, και αποσιωπά εδώ, όπως αρμόζει στον ηθικολόγο φιλισταίο, ότι η πράξη σιωπηρά, μα ανενόχλητα, ξεπερνάει τα όρια αυτά που βάζει η επίσημη κοινωνία.

Η μελέτη της προϊστορίας, ωστόσο, μας παρουσιάζει καταστάσεις, όπου οι άντρες ζουν σε πολυγαμία και οι γυναίκες τους σύγχρονα σε πολυανδρία, και γι’ αυτό τα κοινά παιδιά τα θεωρούν ότι ανήκουν σ’ όλους από κοινού, καταστάσεις που κι αυτές με τη σειρά τους περνάνε από μια ολόκληρη σειρά αλλαγές, ώσπου να διαλυθούν τελικά μέσα στη μονογαμία. Αυτές οι αλλαγές είναι τέτοιου είδους, που ο κύκλος που περιλαμβάνει ο κοινός γαμήλιος δεσμός και που αρχικά ήταν πολύ ευρύς, στενεύει όλο και περισσότερο, ώσπου στο τέλος αφήνει μονάχα το ατομικό ζευγάρι, που επικρατεί σήμερα.

Αποκαθιστώντας μ’ αυτό τον τρόπο σε αντίστροφη τάξη την ιστορία της οικογένειας, ο Μόργκαν, σε συμφωνία με την πλειονότητα των συναδέλφων του, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι υπήρξε μια πρωτόγονη κατάσταση, όπου μέσα σε μια φυλή επικρατούσαν σεξουαλικές σχέσεις χωρίς κανένα περιορισμό, έτσι που κάθε γυναίκα ανήκε σε κάθε άντρα και επίσης κάθε άντρας σε κάθε γυναίκα. Για μια τέτοια πρωτόγονη κατάσταση μιλάνε κιόλας από τον περασμένο αιώνα, αλλά μόνο με γενικές φράσεις.

Πρώτος ο Μπάχοφεν, και πρόκειται για μια από τις μεγαλύτερες υπηρεσίες που πρόσφερε, την πήρε στα σοβαρά και ζήτησε να βρει ίχνη αυτής της κατάστασης στις ιστορικές και θρησκευτικές παραδόσεις.(2) Ξέρουμε σήμερα ότι τα ίχνη που βρήκε δεν μας οδηγούν καθόλου σε μια κοινωνική βαθμίδα σεξουαλικών σχέσεων χωρίς κανόνα, αλλά σε μια πολύ πιο κατοπινή μορφή, στον ομαδικό γάμο. Εκείνη η πρωτόγονη βαθμίδα της κοινωνίας, αν υπήρξε πραγματικά, ανήκει σε μια τόσο παλιά εποχή που δύσκολα μπορούμε να περιμένουμε ότι θα βρούμε άμεσες αποδείξεις για την ύπαρξή της στο παρελθόν, σε κοινωνικά απολιθώματα και σε καθυστερημένους άγριους. Η αξία του Μπάχοφεν είναι ακριβώς ότι έθεσε το πρόβλημα αυτό στο προσκήνιο της έρευνας. (3)

Τελευταία έγινε της μόδας ν’ αρνούνται την αρχική αυτή βαθμίδα της σεξουαλικής ζωής των ανθρώπων. Θέλουν ν’ απαλλάξουν την ανθρωπότητα απ’ αυτή την «ντροπή». Και επικαλούνται μάλιστα, εκτός από την έλλειψη κάθε άμεσης απόδειξης, ιδίως το παράδειγμα του υπόλοιπου ζωικού κόσμου. Απ’ αυτόν ο Λετουρνό (L’ evo1ution du mariage et de la famille, 1888) συγκέντρωσε πολυάριθμα γεγονότα, που σύμφωνα μ’ αυτά κι εδώ επίσης οι ολωσδιόλου χωρίς κανόνα σεξουαλικές σχέσεις πρέπει ν’ ανήκουν σε μια κατώτερη βαθμίδα. Απ’ όλα όμως αυτά τα γεγονότα μπορώ να βγάλω μονάχα το συμπέρασμα ότι δεν αποδείχνουν απολύτως τίποτα για τον άνθρωπο και τις πρωτόγονες συνθήκες ζωής του.

Τα ζευγαρώματα για κάμποσο χρονικό διάστημα στα σπονδυλωτά εξηγούνται αρκετά από φυσιολογικά αίτια, για παράδειγμα στα πουλιά από την ανάγκη βοήθειας που έχει το θηλυκό τον καιρό που κλωσσάει. Τα παραδείγματα πιστής μονογαμίας που βλέπουμε σε πουλιά, δεν αποδείχνουν τίποτα για τους ανθρώπους, μια και δεν κατάγονται από τα πουλιά. Κι αν η αυστηρή μονογαμία είναι το αποκορύφωμα κάθε αρετής, τότε το βραβείο ανήκει στην ταινία, που σε καθεμιά από τις 50-200 προγλωττίδες της ή τμήματα του κορμιού της, έχει έναν πλήρη θηλυκό και αρσενικό γεννητικό μηχανισμό και περνάει όλη της τη ζωή συνουσιαζόμενη με τον εαυτό της στο καθένα από τα τμήματά της. Αν περιοριστούμε όμως στα θηλαστικά, βρίσκουμε όλες τις μορφές της γενετήσιας ζωής:

Σχέσεις χωρίς κανένα κανόνα, σημάδια του ομαδικού γάμου, πολυγαμία, μονογαμία. Λείπει μονάχα η πολυανδρία, αυτή μονάχα οι άνθρωποι μπορούσαν να τη δημιουργήσουν. Ακόμα και οι πιο κοντινοί μας συγγενείς, οι τετράχειρες, μας δείχνουν όλες τις δυνατές ποικιλίες στο ζευγάρωμα του αρσενικού και του θηλυκού. Κι αν χαράξουμε ακόμα στενότερα όρια και παρατηρήσουμε μόνο τους τέσσερις ανθρωπόμορφους πίθηκους, τότε ο Λετουρνό ξέρει μονάχα να μας πει ότι πότε είναι μονογαμικοί, πότε πολυγαμικοί, ενώ ο Σοσίρ, κατά τον Ζιρό-Τελόν, υποστηρίζει ότι είναι μονογαμικοί.(4)

Ακόμα και οι νέοι ισχυρισμοί που διατύπωσε ο Βέστερμαρκ (The history of human marriage, Λονδίνο 1891), ότι επικρατεί η μονογαμία στους ανθρωπόμορφους πιθήκους, δεν αποτελούν καθόλου αποδείξεις. Κοντολογίς, οι πληροφορίες είναι τέτοιες που ο τίμιος Λετουρνό ομολογεί: «Άλλωστε, στα θηλαστικά δεν υπάρχει καμιά αυστηρή σχέση ανάμεσα στο βαθμό της πνευματικής ανάπτυξης και τη μορφή της σεξουαλικής σχέσης.» (5) Κι ο Εσπινάς (Des sociétés animales, 1877) λέει ανοιχτά: «Η αγέλη είναι η ανώτερη κοινωνική ομάδα, που μπορούμε να παρατηρήσουμε στα ζώα. Φαίνεται πως αποτελείται από οικογένειες, ωστόσο από την αρχή κιόλας βρίσκονται σε ανταγωνισμό η οικογένεια και η αγέλη, αναπτύσσονται αντιστρόφως ανάλογα.»(6)

Όπως δείχνουν τα παραπάνω, δεν ξέρουμε σχεδόν τίποτα το συγκεκριμένο για τις οικογενειακές και τις άλλες κοινωνικές ομάδες των ανθρωπόμορφων πιθήκων. Οι πληροφορίες αντιφάσκουν άμεσα μεταξύ τους. Κι αυτό δεν είναι περίεργο. Πόσο είναι αντιφατικές, πόσο χρειάζεται να ελεγχθούν και να κοσκινιστούν κριτικά ακόμα και οι πληροφορίες που’ έχουμε για άγριες φυλές των ανθρώπων! Αλλά ακόμα πιο δύσκολο και από τις ανθρώπινες κοινωνίες είναι να παρατηρήσουμε τις κοινωνίες των πιθήκων. Για την ώρα λοιπόν πρέπει να απορρίψουμε κάθε συμπέ-ρασμα από τέτοιες απόλυτα αναξιόπιστες εκθέσεις.(7)

Αντίθετα, η φράση του Εσπινάς που αναφέραμε μας προσφέρει καλύτερη βάση. Η αγέλη και η οικογένεια στα ανώτερα ζώα δεν συμπληρώνουν η μια την άλλη, αλλά αποτελούν αντιθέσεις. Ο Εσπινάς αναφέρει πολύ ωραία πως η ζήλια των αρσενικών τον καιρό του οργασμού χαλαρώνει ή διαλύει προσωρινά κάθε κοινωνικό δεσμό στην αγέλη.  

«Εκεί όπου η οικογένεια είναι σφιχτοδεμένη, μόνο σε σπάνιες εξαιρέσεις σχηματίζονται αγέλες. Αντίθετα, εκεί όπου κυριαρχούν ελεύθερες σεξουαλικές σχέσεις ή πολυγαμία, αναπτύσσεται σχεδόν αυτόματα η αγέλη … Για ν’ αναπτυχθεί μια αγέλη, πρέπει να έχουν χαλαρώσει οι οικογενειακοί δεσμοί και το άτομο να έχει ξαναγίνει ελεύθερο. Γι’ αυτό βρίσκουμε τόσο σπάνια οργανωμένα σμήνη στα πουλιά … Στα θηλαστικά, αντίθετα, βρίσκουμε κάπως οργανωμένες κοινωνίες, ακριβώς γιατί εδώ το άτομο δεν διαλύεται μέσα στην οικογένεια … Το αίσθημα της κοινότητας της αγέλης στη γένεσή του δεν μπορεί λοιπόν να έχει άλλον πιο μεγάλο εχθρό από το αίσθημα της κοινότητας της οικογένειας. Ας μη διστάσουμε να το πούμε: αν αναπτύχθηκε μια κοινωνική μορφή ανώτερη από την οικογένεια, αυτό μπόρεσε να γίνει μονάχα γιατί απορρόφησε οικογένειες που είχαν υποστεί μια ριζική αλλαγή, πράγμα που ακριβώς γι’ αυτό δεν αποκλείει οι οικογένειες αυτές να βρήκαν αργότερα τη δυνατότητα να συγκροτηθούν ξανά μέσα σε άπειρα πιο ευνοϊκές συνθήκες.» (Εσπινάς, l.c., αναφέρεται από τον Ζιρό-Τελόν, Origines du mariage et de 1a famille, 1884, σελ. 518-20).

Απ’ αυτά φαίνεται ότι οι κοινωνίες των ζώων έχουν βέβαια κάποια αξία, όταν πρόκειται να βγάλουμε συμπεράσματα για τις ανθρώπινες κοινωνίες -αλλά μονάχα αρνητική. Το ανώτερο σπονδυλωτό ζώο γνωρίζει, απ’ ό,τι ξέρουμε, μονάχα δυο μορφές οικογένειας: την πολυγαμία και το ατομικό ζευγάρωμα. Και στις δυο επιτρέπεται μονάχα ένα ενήλικο αρσενικό, μονάχα ένας σύζυγος.

 Η ζήλια του αρσενικού, ταυτόχρονα δεσμός και φραγμός της οικογένειας, φέρνει την οικογένεια των ζώων σε αντίθεση με την αγέλη. Με τη ζήλια του αρσενικού, η αγέλη, η ανώτερη μορφή κοινωνικότητας, αλλού γίνεται αδύνατη, αλλού χαλαρώνει ή διαλύεται την εποχή του οργασμού, και στην καλύτερη περίπτωση εμποδίζεται η παραπέρα εξέλιξή της. Αυτό και μόνο φτάνει για ν’ αποδείξει ότι η οικογένεια των ζώων και η ανθρώπινη πρωτόγονη κοινωνία είναι πράγματα ασυμβίβαστα, ότι οι πρωτόγονοι άνθρωποι που προσπαθούν να βγουν από τη ζωώδη κατάσταση είτε δεν γνώριζαν καθόλου οικογένεια, ή το πολύ-πολύ είχαν μια οικογένεια που δεν υπάρχει στα ζώα. Ένα τόσο άοπλο ζώο, όπως ο διαμορφωνόμενος άνθρωπος, θα μπορούσε ίσως να τα βγάλει πέρα σε μικρό αριθμό, ακόμα και στην απομόνωση που η ανώτατή της κοινωνικότητα είναι το ατομικό ζευγάρωμα, σαν αυτό που αποδίδει ο Βέστερμαρκ στο γορίλα και το χιμπατζή, σύμφωνα με πληροφορίες που προέρχονται από κυνηγούς.

 Για να βγει ο άνθρωπος στην εξέλιξή του από τη ζωώδη κατάσταση, για να κάνει τη μεγαλύτερη πρόοδο που έχει να παρουσιάσει η φύση, χρειαζόταν ένα παραπέρα στοιχείο: Χρειαζόταν ν’ αντικαταστήσει την έλλειψη της αμυντικής ικανότητας του ατόμου με την ενωμένη δύναμη και συνεργασία της αγέλης. Από συνθήκες σαν κι αυτές όπου ζουν σήμερα οι ανθρωπόμορφοι πίθηκοι, θα ήταν ολότελα ανεξήγητο το πέρασμα στην κατάσταση του ανθρώπου. Οι πίθηκοι αυτοί δίνουν περισσότερο την εντύπωση ότι είναι παραστρατημένες πλάγιες γραμμές, που σιγά-σιγά εξαφανίζονται και που οπωσδήποτε βρίσκονται σε παρακμή.

Αυτό μονάχα αρκεί για να απορρίψουμε κάθε συμπέρασμα παραλληλισμού των μορφών της δικής τους οικογένειας με τις μορφές οικογένειας των πρωτόγονων ανθρώπων. Η αμοιβαία λοιπόν ανοχή των ενήλικων αρσενικών και η απαλλαγή τους από τη ζήλια ήταν ο πρώτος όρος για να σχηματιστούν τέτοιες μεγαλύτερες και διαρκέστερες ομάδες, όπου μονάχα μπορούσε να γίνει η εξανθρώπιση του ζώου. Και πραγματικά, τη βρίσκουμε σαν την πιο παλιά, αρχική μορφή της οικογένειας που μπορούμε αδιάψευστα να την αποδείξουμε με την ιστορία, και που σήμερα ακόμα μπορούμε να τη μελετήσουμε εδώ κι εκεί; Τον ομαδικό γάμο, τη μορφή όπου ολόκληρες ομάδες από άντρες και ολόκληρες ομάδες από γυναίκες κατέχουν αμοιβαία η μια την άλλη και που αφήνει πολύ λίγο τόπο για ζήλια.

Κι ακόμα βρίσκουμε σε κατοπινή βαθμίδα εξέλιξης σαν εξαίρεση τη μορφή της πολυανδρίας, που χτυπά περισσότερο κατάμουτρα όλα τα αισθήματα της ζήλιας και γι’ αυτό είναι άγνωστη στα ζώα. Οι γνωστές όμως σ’ εμάς μορφές ομαδικού γάμου συνοδεύονται από τόσο ιδιόμορφα μπερδεμένους όρους που αναγκαστικά μας παραπέμπουν σε παλιότερες, απλούστερες μορφές των σεξουαλικών σχέσεων και έτσι, σε τελική ανάλυση, σε μια περίοδο σχέσεων χωρίς κανένα κανόνα που αντιστοιχεί στο πέρασμα από την κατάσταση του ζώου στην κατάσταση του ανθρώπου. Γι’ αυτό οι παραπομπές στους γάμους των ζώων μας ξαναφέρνουν ακριβώς στο σημείο απ’ όπου μια και καλή έπρεπε να μας αποτραβήξουν.

Τι θα πει, όμως, σεξουαλικές σχέσεις χωρίς κανόνα; Θα πει ότι δεν ίσχυαν τότε οι απαγορευτικοί φραγμοί που ισχύουν τώρα ή που ίσχυαν σε προηγούμενη εποχή. Το φραγμό της ζήλιας τον είδαμε κιόλας να πέφτει. Αν υπάρχει κάτι το βέβαιο, είναι ότι η ζήλια είναι ένα αίσθημα που αναπτύχθηκε σχετικά αργά. Το ίδιο ισχύει και για την αντίληψη της αιμομιξίας. Όχι μονάχα ο αδερφός και η αδερφή ήταν αρχικά άντρας και γυναίκα μεταξύ τους, αλλά και οι σεξουαλικές σχέσεις ανάμεσα σε γονείς και παιδιά επιτρέπονται ακόμα και σήμερα σε πολλούς λαούς. Ο Μπάνκροφτ (The native races of the Pacific States of North America, 1875, τόμο 1) το βεβαιώνει αυτό για τους Καβιάτ του Βερίγγειου Πορθμού, τους Καντιάκ της Αλάσκας και τους Τίνες του εσωτερικού της βρετανικής Βόρειας Αμερικής.

Ο Λετουρνό δίνει πληροφορίες για το ίδιο γεγονός για τους Ινδιάνους Τσιπεβέ, τους Κούκου της Χιλής, τους Καραϊβες, τους Κάρεν της Ινδοκίνας, για να μην αναφέρουμε για τις αφηγήσεις των αρχαίων Ελλήνων και Ρωμαίων για τους Πάρθους, τους Πέρσες, τους Σκύθες, τους Ούννους κ.λπ. Προτού επινοηθεί η αιμομιξία (και είναι επινόηση και μάλιστα πολυτιμότατη), οι σεξουαλικές σχέσεις ανάμεσα σε γονείς και παιδιά δεν μπορούσε να είναι πιο αποκρουστικές απ’ ό,τι είναι ανάμεσα σε άλλα πρόσωπα που ανήκουν σε διαφορετικές γενιές, και αυτό συμβαίνει σήμερα και στις πιο φιλισταϊκές χώρες, χωρίς να προκαλεί μεγάλη φρίκη. Ακόμα και «γεροντοκόρες» πάνω από τα 60, παντρεύονται κάποτε, όταν είναι αρκετά πλούσιες, νέους άντρες, τριαντάρηδες.

Αν αφαιρέσουμε όμως από τις πιο πρωτόγονες μορφές της οικογένειας που γνωρίζουμε τις παραστάσεις για αιμομιξία που συνδέονται μαζί τους -παραστάσεις που είναι ολότελα διαφορετικές από τις δικές μας και που συχνά αντιφάσκουν άμεσα μ’ αυτές-τότε φτάνουμε σε μια μορφή σεξουαλικών σχέσεων που μπορεί να χαρακτηριστούν μονάχα σαν μορφή χωρίς κανόνα. Χωρίς κανόνα με την έννοια ότι δεν υπήρχαν ακόμα οι περιορισμοί που επέβαλαν αργότερα τα έθιμα. Απ’ αυτό όμως δεν βγαίνει καθόλου ότι η καθημερινή πράξη ήταν υποχρεωτικά ένα παρδαλό ανακάτωμα. Ατομικά ζευγαρώματα για ορισμένο διάστημα δεν αποκλείονται καθόλου, όπως και στον ίδιο τον ομαδικό γάμο αποτελούν τώρα την πλειοψηφία των περιπτώσεων.

Κι αν ο νεότατος αρνητής μιας τέτοιας πρωτόγονης κατάστασης, ο Βέστερμαρκ, χαρακτηρίζει γάμο κάθε κατάσταση όπου τα δυο φύλα μένουν ζευγαρωμένα ως τη γέννηση του παιδιού, πρέπει να πούμε ότι αυτού του είδους ο γάμος μπορούσε πολύ καλά να παρουσιάζεται την εποχή των σχέσεων χωρίς κανόνα, χωρίς αυτό να αντιφάσκει στην έλλειψη κανόνα, δηλαδή στην απουσία των φραγμών που έβαλε το έθιμο στις σεξουαλικές σχέσεις. Ο Βέστερμαρκ ξεκινάει, βέβαια, από την αντίληψη ότι «η έλλειψη κανόνα περιλαμβάνει την καταστολή της ατομικής κλίσης», έτσι που «η πορνεία είναι η πιο γνήσιά της μορφή».(8) Εμένα μου φαίνεται απεναντίας πως είναι αδύνατο να κατανοήσουμε την πρωτόγονη κατάσταση, όσο την κοιτάμε μέσα από τα ματογυάλια των μπορδέλων. Θα ξαναγυρίσουμε σ’ αυτό το σημείο, όταν θα μιλήσουμε για τον ομαδικό γάμο.Κατά τον Μόργκαν, απ’ αυτή την πρωτόγονη κατάσταση των χωρίς κανόνα σχέσεων αναπτύχθηκε πιθανώς πολύ νωρίς:

 

1)Η Ομόαιμη Οικογένεια, η πρώτη βαθμίδα της οικογένειας.

 

 

Εδώ, οι ομάδες γάμου χωρίζονται κατά γενιές. Όλοι οι παππούδες και οι γιαγιάδες μέσα στα όρια της οικογένειας είναι μεταξύ τους άντρας και γυναίκα, το ίδιο και τα παιδιά τους, δηλαδή οι πατέρες και οι μητέρες, όπως και τα παιδιά τους, που με τη σειρά τους αποτελούν έναν τρίτο κύκλο κοινών συζύγων, και τα παιδιά των τελευταίων, τα δισέγγονα των πρώτων, έναν τέταρτο κύκλο. Σ’ αυτή, λοιπόν, τη μορφή οικογένειας υπάρχουν μονάχα πρόγονοι και απόγονοι, γονείς και παιδιά αποκλείονται από τα δικαιώματα και τα καθήκοντα (όπως θα λέγαμε εμείς) του γάμου μεταξύ τους. Αδερφοί και αδερφές, ξάδερφοι και ξαδέρφες πρώτου, δεύτερου και μακρύτερου βαθμού είναι όλοι αδερφοί και αδερφές ανάμεσά τους και ακριβώς γι’ αυτό είναι άντρας και γυναίκα μεταξύ τους. Σ’ αυτή τη βαθμίδα, η σχέση αδερφού και αδερφής περικλείνει από μόνη της την άσκηση των αμοιβαίων σεξουαλικών σχέσεων.(9) Η τυπική μορφή μιας τέτοιας οικογένειας θα αποτελείτο ). από τους απόγονους ενός ζευγαριού, όπου πάλι οι απόγονοι του κάθε βαθμού είναι αδερφοί και αδερφές και ακριβώς γι’ αυτό άντρες και γυναίκες μεταξύ τους

Η οικογένεια με βάση τη συγγένεια εξ αίματος έχει εξαφανιστεί. Ακόμα και οι πιο ακαλλιέργητοι λαοί που αναφέρει η ιστορία, δεν δίνουν κανένα αποδεικτικό παράδειγμα γι’ αυτήν. Ότι όμως πρέπει να έχει υπάρξει, αυτό μας αναγκάζει να το παραδεχτούμε το σύστημα συγγένειας της Χαβάης, που ισχύει ακόμα και σήμερα σ’ όλη την Πολυνησία και που εκφράζει βαθμούς συγγένειας εξ αίματος που μπορούν να δημιουργηθούν μονάχα σ’ αυτή τη μορφή οικογένειας. Μας το επιβάλλει η όλη παραπέρα εξέλιξη της οικογένειας, που καθορίζει σαν αναγκαία προβαθμίδα εκείνη τη μορφή.

 

 

2)Η πουναλουανή οικογένεια.

 

 

Αν η πρώτη πρόοδος της οργάνωσης ήταν ότι απέκλεισε τις σεξουαλικές σχέσεις ανάμεσα σε γονείς και παιδιά, η δεύτερη ήταν ν’ αποκλείσει τις σεξουαλικές σχέσεις ανάμεσα σε αδερφή και αδερφό. Εξαιτίας της μεγαλύτερης ομοιότητας στην ηλικία, η πρόοδος αυτή ήταν άπειρα πιο σπουδαία, αλλά και πιο δύσκολη από την πρώτη. Έγινε σιγά-σιγά, αρχίζοντας ίσως με τον αποκλεισμό των ομομήτριων αδερφών (δηλαδή των αδερφών που είχαν την ίδια μητέρα), από τις σεξουαλικές σχέσεις, πρώτα σε ξεχωριστές περιπτώσεις, ώσπου έγινε βαθμιαία κανόνας αυτός ο αποκλεισμός (στη Χαβάη υπήρχαν ακόμα και αυτό τον αιώνα εξαιρέσεις), ώσπου κατέληξε στην απαγόρευση του γάμου ακόμα και ανάμεσα σε αδερφό και αδερφή από πλάγια συγγένεια, δηλαδή σύμφωνα με τη δική μας ονομασία ανάμεσα σε παιδιά, εγγόνια και δισέγγονα αδερφών. Αυτό αποτελεί, κατά τον Μόργκαν, «ένα περίφημο παράδειγμα για το πώς δρα η αρχή της φυσικής επιλογής».

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι φυλές, όπου μ’ αυτήν την πρόοδο περιοριζόταν η αιμομιξία, θα έπρεπε να εξελιχθούν γρηγορότερα και πληρέστερα από τις φυλές όπου ο αδερφικός γάμος έμενε κανόνας και εντολή. Και πόσο έντονα αισθητή ήταν η επίδραση αυτής της προόδου, το αποδείχνει το σύστημα του γένους (gens), που βγήκε άμεσα απ’ αυτή και που ξεπερνάει πολύ το σκοπό της. Το γένος αποτελεί τη βάση της κοινωνικής διάρθρωσης των περισσότερων, αν όχι όλων, των βάρβαρων λαών της γης, απ’ την οποία στην Ελλάδα και στη Ρώμη περνάμε άμεσα στον πολιτισμό.

Κάθε πρωτόγονη οικογένεια έπρεπε το αργότερο ύστερα από μερικές γενιές να διασπαστεί. Το πρωτόγονο κομμουνιστικό κοινό νοικοκυριό, που επικρατεί χωρίς εξαίρεση ως βαθιά στη μέση βαθμίδα της βαρβαρότητας, καθόριζε τα ανώτερα όρια της οικογενειακής κοινότητας, που άλλαζε ανάλογα με τις συνθήκες, αλλά που σε κάθε μέρος ήταν αρκετά ορισμένο. Μόλις γεννήθηκε η αντίληψη ότι δεν επιτρέπεται να έχουν σεξουαλικές σχέσεις ανάμεσά τους τα παιδιά μιας μητέρας, έπρεπε να εκδηλωθεί η επίδρασή της σε τέτοιες διασπάσεις παλιών οικιακών κοινοτήτων και στην ίδρυση νέων (που ωστόσο δεν αντιστοιχούσαν αναγκαστικά με την οικογενειακή ομάδα). Μια ή περισσότερες σειρές από αδερφές γίνονταν ο πυρήνας της μιας οικιακής ομάδας και οι από μητέρα αδερφοί τους ο πυρήνας της άλλης.

Έτσι ή παρόμοια ξεπήδησε από την οικογένεια με βάση τη συγγένεια εξ αίματος η μορφή που ο Μόργκαν ονομάζει πουναλουανή οικογένεια. Κατά το έθιμο της Χαβάης, μια σειρά αδερφές, πραγματικές ή πιο μακρινές (δηλαδή ξαδέρφες πρώτου, δεύτερου ή πιο μακρινού βαθμού), ήταν από κοινού γυναίκες των κοινών τους αντρών, από τους οποίους όμως αποκλείονταν οι αδερφοί των γυναικών. Αυτοί οι άντρες τώρα αναμεταξύ τους δεν λέγονταν πια αδέρφια, όπως δεν ήταν και ανάγκη να είναι, αλλά «πουναλούα», δηλαδή στενοί σύντροφοι, σαν να λέμε συνέταιροι. Το ίδιο μια σειρά πραγματικοί ή πιο μακρινοί αδερφοί είχαν μια σειρά γυναίκες, όχι τις αδερφές τους, σε κοινό γάμο και αυτές οι γυναίκες λέγονταν ανάμεσά τους «πουναλούα». Αυτή είναι η κλασική μορφή ενός οικογενειακού σχηματισμού, που αργότερα επέτρεψε μια σειρά παραλλαγές, και που το ουσιαστικό του χαρακτηριστικό ήταν: αμοιβαία κοινότητα των αντρών και των γυναικών μέσα σ’ ένα ορισμένο οικογενειακό κύκλο, από τον οποίο όμως αποκλείονταν οι αδερφοί των γυναικών, πρώτα οι πραγματικοί, αργότερα και οι πιο μακρινοί και αντίστοιχα επίσης οι αδερφές των αντρών.

Αυτή η μορφή της οικογένειας μας δίνει τώρα με την πιο μεγάλη ακρίβεια τους βαθμούς συγγένειας, όπως τους εκφράζει το αμερικανικό σύστημα. Τα παιδιά των αδερφάδων της μητέρας μου εξακολουθούν να είναι παιδιά της, το ίδιο τα παιδιά των αδερφών του πατέρα μου είναι επίσης παιδιά του, και όλα αυτά είναι αδέρφια μου.

Τα παιδιά όμως των αδερφών της μητέρας μου είναι τώρα ανιψιοί της και ανιψιές της, τα παιδιά των αδερφάδων του πατέρα μου είναι ανιψιοί του και ανιψιές του, και όλοι αυτοί ξάδερφοί μου και ξαδέρφες μου. Γιατί, ενώ οι άντρες των αδερφάδων της μητέρας μου εξακολουθούν να είναι άντρες της και το ίδιο οι γυναίκες των αδερφών του πατέρα μου είναι και γυναίκες του -νομικά, αν όχι πάντα πραγματικά -η κοινωνική προγραφή των σεξουαλικών σχέσεων ανάμεσα σε αδέρφια χώρισε σε δυο κατηγορίες τα παιδιά των αδερφών και αδερφάδων που ως τώρα θεωρούνταν χωρίς διάκριση αδέρφια: η μια κατηγορία μένουν, όπως και πρώτα (πιο μακρινοί) αδερφοί και αδερφές, η άλλη, τα παιδιά του αδερφού εδώ και της αδερφής εκεί, δεν μπορούν πια να είναι αδέρφια, δεν μπορούν πια να έχουν κοινούς γονείς, ούτε πατέρα, ούτε μητέρα, ούτε και τους δυο και γι’ αυτό για πρώτη φορά εδώ γίνεται αναγκαία η κατηγορία των ανιψιών και των ξαδέρφων, που μέσα στο προηγούμενο οικογενειακό σύστημα θα ήταν παράλογη.

Το αμερικανικό σύστημα συγγένειας, που σε κάθε οικογενειακή μορφή βασισμένη σε οποιοδήποτε είδος ατομικού γάμου φαίνεται ολότελα παράλογο, εξηγείται λογικά με την πουναλουανή οικογένεια ως τις παραμικρές του λεπτομέρειες και αιτιολογείται φυσικά. Στο βαθμό που είχε διαδοθεί αυτό το σύστημα συγγένειας, στον ίδιο ακριβώς βαθμό τουλάχιστον θα πρέπει να είχε υπάρξει και η πουναλουανή οικογένεια ή μια παρόμοιά της μορφή.

Γι’ αυτή τη μορφή της οικογένειας, που η πραγματική ύπαρξή της αποδείχτηκε στη Χαβάη, θα είχαμε ίσως πληροφορίες απ’ όλη την Πολυνησία, αν οι ευσεβείς ιεραπόστολοι, λόγου χάρη οι παλιοί ισπανοί καλόγεροι στην Αμερική, θα μπορούσαν να δουν σ’ αυτού του είδους τις αντιχριστιανικές σχέσεις κάτι παραπάνω από απλή «φρίκη».(10) Όταν ο Καίσαρας μας αφηγείται για τους Βρετανούς, που τότε βρίσκονταν στη μέση βαθμίδα της βαρβαρότητας, ότι «έχουν δέκα-δέκα ή δώδεκα-δώδεκα τις γυναίκες τους από κοινού μεταξύ τους και μάλιστα, συνήθως, αδερφοί με αδερφούς και γονείς με παιδιά»(11) -τότε αυτό εξηγείται καλύτερα σαν ομαδικός γάμος. Οι μητέρες της βαρβαρότητας δεν έχουν δέκα ή δώδεκα γιους, αρκετά μεγάλους για να μπορούν να έχουν από κοινού γυναίκες, το αμερικανικό όμως σύστημα συγγένειας, που αντιστοιχεί στην πουναλουανή οικογένεια, δίνει πολλούς αδερφούς, γιατί όλα τα κοντινά και μακρινά ξαδέρφια ενός άντρα είναι αδέρφια του.

Το «γονείς με παιδιά» μπορεί να είναι λαθεμένη αντίληψη του Καίσαρα. Το ότι πατέρας και γιος ή μητέρα και κόρη μπορούσαν να βρίσκονται στην ίδια ομάδα γάμου δεν αποκλείεται ωστόσο ολότελα στο σύστημα αυτό, μάλλον όμως αποκλειόταν να βρίσκονται πατέρας και κόρη ή μητέρα και γιος στην ίδια ομάδα. Επίσης αυτή ή μια παρόμοια μορφή ομαδικού γάμου εξηγεί ευκολότερα τις πληροφορίες του Ηρόδοτου και άλλων αρχαίων συγγραφέων για την κοινοκτημοσύνη των γυναικών σε άγριους και βάρβαρους λαούς. Αυτό ισχύει και για όσα λέει ο Ουάτσον και ο Κέι (The people of India), για τους Τικούρ στον Άουντ (στα βόρεια του Γάγγη): «Ζούνε μαζί (δηλαδή σεξουαλικά) σχεδόν χωρίς διάκριση σε μεγάλες κοινότητες και όταν δυο άνθρωποι θεωρούνται παντρεμένοι ο ένας με τον άλλο, πάλι ο συζυγικός δεσμός είναι μονάχα ονομαστικός.»

Ο θεσμός του γένους (gens) φαίνεται στις περισσότερες περιπτώσεις να βγήκε άμεσα από την πουναλουανή οικογένεια. Βέβαια και το αυστραλιανό σύστημα των Τάξεων (12) δίνει μια αφετηρία για το γένος. Οι Αυστραλοί έχουν γένη, δεν έχουν όμως ακόμα πουναλουανή οικογένεια, αλλά μια πιο χοντροκομμένη μορφή ομαδικού γάμου.

Σ’ όλες τις μορφές της ομαδικής οικογένειας δεν είναι βέβαιο ποιος είναι ο πατέρας ενός παιδιού, σίγουρο όμως είναι ποια είναι η μητέρα του. Κι αν ακόμα ονομάζει 6λατα παιδιά της συλλογικής οικογένειας παιδιά της κι έχει μητρικά καθήκοντα απέναντί τους, ξεχωρίζει ωστόσο ανάμεσα στ’ άλλα τα παιδιά που αυτή γέννησε. Είναι λοιπόν φανερό ότι όσο υπάρχει ομαδικός γάμος, η καταγωγή μπορεί ν’ αποδείχνεται μονάχα από τη μητρική πλευρά, δηλαδή αναγνωρίζεται μόνο η γυναικεία γραμμή. Αυτό πραγματικά συμβαίνει σ’ όλους τους άγριους λαούς και στους λαούς που ανήκουν στην κατώτερη βαθμίδα της βαρβαρότητας.

Αυτό είναι η δεύτερη μεγάλη υπηρεσία που πρόσφερε ο Μπάχοφεν, το γεγονός ότι πρώτος αυτός το ανακάλυψε. Χαρακτηρίζει με τον όρο μητρικό δίκαιο αυτή την αποκλειστική αναγνώριση της γενεαλογικής σειράς από τη μητέρα και τις σχέσεις κληρονομιάς που με τον καιρό πηγάζουν απ’ αυτή. Κρατώ τον όρο αυτό για τη συντομία του. Είναι όμως στραβό, γιατί σ’ αυτή τη βαθμίδα της κοινωνίας δεν μπορεί ακόμα να γίνεται λόγος για δίκαιο με τη νομική έννοια.

Ας πάρουμε τώρα από την πουναλουανή οικογένεια τη μια από τις δυο υποδειγματικές ομάδες, δηλαδή την ομάδα. μιας σειράς ομομήτριες και πιο μακρινές αδερφές (που κατάγονται δηλαδή από ομομήτριες αδερφές πρώτου, δεύτερου ή πιο μακρινού βαθμού) μαζί με τα παιδιά τους και τους ομομήτριους ή τους πιο μακρινούς αδερφούς τους από μητρική πλευρά (που κατά τη δική μας προϋπόθεση δεν είναι άντρες τους), κι έχουμε τότε ακριβώς τον κύκλο των προσώπων που αργότερα εμφανίζονται σαν μέλη ενός γένους στην πρωτόγονη μορφή αυτού του θεσμού. Έχουν όλοι μια κοινή προμήτορα, και λόγω της καταγωγής απ’ αυτήν όλοι οι θηλυκοί απόγονοι κάθε γενιάς είναι αδερφές.

Όμως, οι άντρες αυτών των αδερφάδων δεν μπορούν πια να είναι αδερφοί τους, δηλαδή δεν μπορούν να κατάγονται απ’ αυτή την προμήτορα, δεν ανήκουν λοιπόν στην ομάδα με βάση τη συγγένεια εξ αίματος, στο κατοπινό γένος. Τα παιδιά τους όμως ανήκουν σ’ αυτή την ομάδα, μια και αποφασιστικό ρόλο παίζει μονάχα η καταγωγή από τη μητρική πλευρά, γιατί μονάχα αυτή είναι σίγουρη. Μόλις γίνει γεγονός η απαγόρευση των σεξουαλικών σχέσεων ανάμεσα σ’ όλα τα αδέρφια, ακόμα και στα πιο μακρινά πλάγια αδέρφια από μητρική πλευρά, μετατρέπεται και η πιο πάνω ομάδα σε γένος, δηλαδή συγκροτείται σε σφιχτό κύκλο από συγγενείς εξ αίματος της γυναικείας γενεαλογικής γραμμής, που δεν επιτρέπεται να παντρεύονται μεταξύ τους, και που από εδώ και μπρος όλο και περισσότερο εδραιώνεται με άλλους κοινούς θεσμούς κοινωνικού και θρησκευτικού χαρακτήρα και που ξεχωρίζει από τ’ άλλα γένη της ίδιας φυλής. Γι’ αυτό θα μιλήσουμε διεξοδικά αργότερα.

Όταν όμως βρίσκουμε ότι το γένος εξελίχθηκε όχι μόνο αναγκαστικά, αλλά και αυτονόητα από την πουναλουανή οικογένεια, είναι φυσικό να θεωρήσουμε σχεδόν σίγουρη την ύπαρξη στο παρελθόν αυτής της οικογενειακής μορφής για όλους τους λαούς, όπου μπορούν να βρεθούν θεσμοί γένους, δηλαδή περίπου για όλους τους βάρβαρους και πολιτισμένους λαούς.

Όταν ο Μόργκαν έγραφε το βιβλίο του, οι γνώσεις μας για τον ομαδικό γάμο ήταν ακόμα πολύ περιορισμένες. Λίγα πράγματα ξέραμε για τους ομαδικούς γαμους των Αυστραλών, που ήταν οργανωμένοι σε τάξεις, και χώρια απ’ αυτό ο Μόργκαν είχε δημοσιεύσει ήδη το 1871 τις πληροφορίες που του είχαν έρθει για την πουναλουανή οικογένεια της Χαβάης.(13) Η πουναλουανή οικογένεια από τη μια μεριά εξηγούσε πέρα για πέρα το σύστημα συγγένειας που επικρατεί στους Ινδιάνους της Αμερικής και που χρησίμευσε στον Μόργκαν σαν αφετηρία για όλες τις έρευνές του.

Από την άλλη μεριά, αποτελούσε την έτοιμη αφετηρία για την εξήγηση της προέλευσης του μητρικού γένους. Και, τέλος, εκπροσωπούσε μια πολύ πιο υψηλή βαθμίδα εξέλιξης από τις αυστραλιανές τάξεις. Ήταν λοιπόν ευνόητο ότι ο Μόργκαν την είδε σαν τη βαθμίδα εξέλιξης που αναγκαστικά προηγείται από το ζευγαρωτό γάμο και ότι τη θεώρησε γενικά διαδεδομένη σε παλιότερους καιρούς. Από τότε, γνωρίσαμε μια σειρά άλλες μορφές ομαδικού γάμου και ξέρουμε τώρα ότι εδώ το παράκανε ο Μόργκαν. Είχε όμως την τύχη, με την πουναλουανή οικογένειά του να πέσει πάνω στην ανώτατη, στην κλασική μορφή του ομαδικού γάμου, στη μορφή εκείνη απ’ όπου εξηγείται με τον πιο απλό τρόπο το πέρασμα σε μια ανώτερη μορφή.

Τον ουσιαστικό εμπλουτισμό των γνώσεών μας για τον ομαδικό γάμο τον χρωστάμε στον άγγλο ιεραπόστολο Λόριμερ Φάιζον, που μελέτησε για πολλά χρόνια αυτή τη μορφή της οικογένειας στο κλασικό της έδαφος, την Αυστραλία. Την κατώτερη βαθμίδα εξέλιξης τη βρήκε στους μαύρους της Αυστραλίας, στο Μάουντ Γκέμπιρ της Νότιας Αυστραλίας. Εδώ ολόκληρη η φυλή διαιρείται σε δυο μεγάλες τάξεις, τους κρόκι και τους κουμίτε. Οι σεξουαλικές σχέσεις μέσα σ’ αυτές τις τάξεις απαγορεύονται αυστηρά. Αντίθετα, κάθε άντρας της μιας τάξης είναι ο γεννημένος σύζυγος της κάθε γυναίκας της άλλης τάξης και αυτή με τη σειρά της είναι η γεννημένη σύζυγός του. Όχι τα άτομα, αλλά ολόκληρες οι ομάδες είναι μεταξύ τους παντρεμένες, τάξη με τάξη.

 Και ας σημειωθεί ότι εδώ δεν υπάρχει πουθενά επιφύλαξη για διαφορά ηλικίας ή για ειδική συγγένεια αίματος, εκτός απ’ ό,τι κα-θορίζεται με το διαχωρισμό σε δυο εξώγαμες τάξεις. Ένας κρόκι έχει νόμιμη σύζυγο κάθε γυναίκα των κουμίτε. Επειδή όμως η κόρη του, σαν κόρη μιας κουμίτε, είναι σύμφωνα με το μητρικό δίκαιο επίσης κουμίτε, είναι ταυτόχρονα γεννημένη σύζυγος κάθε κρόκι, επομένως και του πατέρα της. Τουλάχιστον η ταξική οργάνωση, όπως μας παρουσιάζεται, δεν βάζει κανένα εμπόδιο σ’ αυτό.

Είτε λοιπόν η οργάνωση αυτή δημιουργήθηκε σε μια εποχή όπου, παρ’ όλη τη θολή επιθυμία να περιορίσουν την αιμομιξία, δεν έβρισκαν ακόμα τίποτα το ιδιαίτερα φρικτό στις σεξουαλικές σχέσεις των γονιών με τα παιδιά τους -και τότε το σύστημα των τάξεων θα έχει βγει άμεσα από μια κατάσταση σεξουαλικών σχέσεων χωρίς κανόνα. Είτε, όταν δημιουργήθηκαν οι γαμήλιες τάξεις, το έθιμο είχε κιόλας απαγορέψει τις σχέσεις ανάμεσα σε γονιούς και παιδιά, και τότε η τωρινή κατάσταση μας οδηγεί πίσω στην οικογένεια με βάση τη συγγένεια εξ αίματος και είναι το πρώτο βήμα για το ξεπέρασμά της. Το τελευταίο είναι το πιθανότερο. Απ’ ό,τι ξέρω, δεν αναφέρονται από την Αυστραλία παραδείγματα γαμήλιων σχέσεων ανάμεσα σε γονιούς και παιδιά, και η κατοπινή μορφή της εξωγαμίας, το μητριαρχικό γένος, προϋποθέτει κατά κανόνα σιωπηρά την απαγόρευση αυτών των σχέσεων, σαν απαγόρευση που τη βρήκε να υπάρχει κιόλας στην ίδρυσή του.

Εκτός από το Μάουντ Γκέμπιρ στη Νότια Αυστραλία, το σύστημα των δυο τάξεων βρίσκεται επίσης πιο ανατολικά στην περιοχή του ποταμού Ντάρλινγκ και στο Κουίνσλαντ στα βορειοανατολικά, είναι δηλαδή πλατιά διαδεδομένο. Αποκλείει μονάχα τους γάμους ανάμεσα στ’ αδέρφια, ανάμεσα σε παιδιά αδερφών και σε παιδιά αδερφάδων από μητρική πλευρά, γιατί ανήκουν στην ίδια τάξη. Τα παιδιά ωστόσο αδερφού και αδερφής μπορούν να παντρεύονται.

Ένα παραπέρα βήμα για να εμποδιστεί η αιμομιξία βρίσκουμε στους Καμιλαρόι κοντά στον ποταμό Ντάρλινγκ στη Νέα Νότια Ουαλία, όπου οι δυο αρχικές τάξεις είναι χωρισμένες σε τέσσερις και η καθεμιά απ’ αυτές τις τέσσερις τάξεις είναι παντρεμένη συνολικά με μια άλλη ορισμένη τάξη. Οι πρώτες δυο τάξεις είναι γεννημένοι σύζυγοι η μια της άλλης. Ανάλογα με το αν η μητέρα ανήκει στην πρώτη ή τη δεύτερη, τα παιδιά ανήκουν στην τρίτη ή την τέταρτη. Τα παιδιά αυτών των δυο τάξεων, που επίσης είναι παντρεμένες η μια με την άλλη, ανήκουν πάλι στην πρώτη και τη δεύτερη. Έτσι που πάντα η μια γενιά ανήκει στην πρώτη και τη δεύτερη, η επόμενη στην τρίτη και την τέταρτη, η μεθεπόμενη πάλι στην πρώτη και τη δεύτερη τάξη.

Έτσι τα παιδιά των αδερφών (από μητρική πλευρά) δεν μπορούν να είναι αντρόγυνα, μπορούν όμως να είναι τα εγγόνια των αδερφών. Αυτή η ιδιόμορφη περίπλοκη διάταξη μπερδεύεται ακόμα περισσότερο με την —οπωσδήποτε κατοπινή-πρόσθεση μητριαρχικών γενών, όμως δεν μπορούμε να επεκταθούμε στο σημείο αυτό. Βλέπουμε ακριβώς πως επιβάλλεται ξανά και ξανά η τάση να εμποδιστεί η αιμομιξία, επιβάλλεται όμως ολότελα ενστικτωδώς, ψηλαφητά, χωρίς ξεκάθαρη συνείδηση του σκοπού.

Ο ομαδικός γάμος, που εδώ στην Αυστραλία είναι ακόμα γάμος τάξεων, μαζικός γάμος μιας ολόκληρης τάξης αντρών, που συχνά είναι σκορπισμένοι σ’ όλη την έκταση της ηπείρου, με μια το ίδιο σκορπισμένη τάξη γυναικών -ο ομαδικός αυτός γάμος, άμα τον εξετάσουμε από κοντά, δεν είναι καθόλου τόσο ανατριχιαστικός, όπως νομίζει η συνηθισμένη στην πορνεία φαντασία των φιλισταίων. Αντίθετα, πέρασαν πολλά χρόνια ώσπου να υποπτευθούν καν την ύπαρξή του, και πάλι τώρα τελευταία την αμφισβητούν ξανά.

Στον επιπόλαιο παρατηρητή εμφανίζεται σαν χαλαρή μονογαμία και πού και πού σαν πολυγαμία πλάι στην ευκαιριακή απιστία. Πρέπει να καταναλώσει κανείς χρόνια, όπως ο Φάιζον και ο Χάουιτ, για ν’ ανακαλύψει το ρυθμιστικό νόμο μέσα στην πρακτική εξάσκηση αυτών των γαμήλιων καταστάσεων, όπου ο συνηθισμένος Ευρωπαίος είναι διατεθειμένος να βλέπει ό,τι γίνεται στη χώρα του -το νόμο, σύμφωνα με τον οποίο ο ξένος μαύρος της Αυστραλίας, χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από τον τόπο του, ανάμεσα σε ανθρώπους που η γλώσσα τους του είναι ακατανόητη, βρίσκει ωστόσο συχνά από λημέρι σε λημέρι, από φυλή σε φυλή, γυναίκες που χωρίς αντίσταση και πονηριά είναι στη διάθεσή του, το νόμο σύμφωνα με τον οποίο εκείνος που έχει περισσότερες γυναίκες παραχωρεί μια απ’ αυτές στον φιλοξενούμενο για τη νύχτα.

Εκεί όπου ο Ευρωπαίος βλέπει ανηθικότητα και ανομία, κυριαρχεί στην πραγματικότητα αυστηρός νόμος. Οι γυναίκες ανήκουν στη γαμήλια τάξη του ξένου και είναι έτσι γεννημένες σύζυγοί του. Ο ίδιος ηθικός νόμος, που προορίζει τον ένα για τον άλλον, απαγορεύει με ποινή προγραφής κάθε σχέση έξω από τις γαμήλιες τάξεις που ανήκουν η μια στην άλλην. Ακόμα κι εκεί όπου αρπάζουν τις γυναίκες, όπως συμβαίνει συχνά και σε πολλές περιοχές είναι κανόνας, τηρείται με προσοχή ο νόμος για τις γαμήλιες τάξεις.

Στην αρπαγή των γυναικών, άλλωστε, εκδηλώνεται κιόλας κάποιο ίχνος  περάσματος στη μονογαμία, τουλάχιστον στη μορφή του ζευγαρωτού γάμου: Όταν ο νέος με τη βοήθεια των φίλων του αρπάξει ή απαγάγει το κορίτσι, τότε έρχονται σε σεξουαλικές σχέσεις με το κορίτσι με τη σειρά όλοι οι φίλοι του νέου, όμως ύστερα απ’ αυτό θεωρείται γυναίκα του νέου που υποκίνησε την αρπαγή. Κι αντίστροφα, αν το σκάσει από τον άντρα η αρπαγμένη γυναίκα, κι αν την πιάσει άλλος, τότε γίνεται γυναίκα δική του και ο πρώτος χάνει τα δικαιώματά του. Πλάι και μέσα στον ομαδικό γάμο, που γενικά εξακολουθεί να υπάρχει, δημιουργούνται λοιπόν σχέσεις αποκλειστικότητας, ζευγαρώματα για μεγαλύτερο ή μικρότερο χρονικό διάστημα, πλάι σ’ αυτά υπάρχει και η πολυγαμία, έτσι που ο ομαδικός γάμος και εδώ βρίσκεται σε παρακμή και μπαίνει μόνο το ερώτημα, ποιος, κάτω από την ευρωπαϊκή επίδραση, θα εξαφανιστεί πρώτα από το προσκήνιο: ο ομαδικός γάμος ή οι μαύροι της Αυστραλίας που τον εφαρμόζουν.

Ο γάμος κατά τάξεις ολόκληρες, όπως επικρατεί στην Αυστραλία, είναι πάντως μια πολύ χαμηλή και πρωτόγονη μορφή του ομαδικού γάμου, ενώ η πουναλουανή οικογένεια, απ’ ό,τι ξέρουμε, είναι η ανώτατη βαθμίδα ανάπτυξής του. Ο πρώτος φαίνεται να είναι η μορφή που ανταποκρίνεται στην κοινωνική κατάσταση περιπλανώμενων αγρίων, ο δεύτερος προϋποθέτει κιόλας σχετικά σταθερούς οικισμούς κομμουνιστικών κοινοτήτων και οδηγεί άμεσα στην αμέσως επόμενη υψηλότερη βαθμίδα εξέλιξης. Ανάμεσα στους δυο, θα βρούμε σίγουρα ακόμα μερικές ενδιάμεσες βαθμίδες. Εδώ έχουμε μπροστά μας ένα πεδίο έρευνας που μόλις άνοιξε και που μένει ακόμα σχεδόν ανεξερεύνητο.

 

 

3)Η ζευγαρωτή οικογένεια.

 

 

Ακόμα και μέσα στον ομαδικό γάμο ή και πιο μπροστά, γινόταν ένα κάποιο ζευγάρωμα για μικρότερο ή μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Ο άντρας είχε μια κύρια γυναίκα (δεν μπορούμε ακόμα να πούμε ευνοούμενη), ανάμεσα στις πολλές γυναίκες, κι ήταν γι’ αυτήν ο κυριότερος σύζυγος ανάμεσα στους άλλους. Το γεγονός αυτό συνέβαλε αρκετά στη σύγχυση που έπαθαν οι ιεραπόστολοι που στον ομαδικό γάμο βλέπουν πότε κοινοκτημοσύνη των γυναικών χωρίς κανόνα, πότε αυθαίρετη μοιχεία. Όμως, ένα τέτοιου είδους συνηθισμένο ζευγάρωμα έπρεπε να στερεώνεται όλο και περισσότερο, όσο διαμορφωνόταν το γένος και όσο γίνονταν πιο πολυάριθμες οι κατηγορίες των «αδερφών» και των «αδερφάδων», ανάμεσα στους οποίους ήταν τώρα αδύνατος ο γάμος. Η ώθηση που έδωσε το γένος στην απαγόρευση του γάμου ανάμεσα σε συγγενείς εξ αίματος οδήγησε ακόμα πιο πέρα.

Έτσι, βρίσκουμε ότι στους Ιροκέζους και στους περισσότερους άλλους Ινδιάνους που βρίσκονται στην κατώτερη βαθμίδα της βαρβαρότητας, απαγορεύεται ο γάμος ανάμεσα σ’ όλους τους συγγενείς που αριθμεί το σύστημά τους, και τα είδη αυτών των συγγενών είναι αρκετές εκατοντάδες. Με το αυξανόμενο αυτό μπλέξιμο των απαγορεύσεων γίνονταν όλο και πιο αδύνατοι οι ομαδικοί γάμοι. Οι γάμοι αυτοί παραμερίστηκαν από τη ζευγαρωτή οικογένεια.

Στη βαθμίδα αυτή ένας άντρας ζει μαζί με μια γυναίκα, έτσι όμως που η πολυγαμία και η ευκαιριακή απιστία να μένει δικαίωμα των αντρών, έστω κι αν η πρώτη για οικονομικούς λόγους παρουσιάζεται σπάνια. Ενώ από τις γυναίκες συνήθως απαιτούν αυστηρή πίστη στη διάρκεια της κοινής ζωής και η μοιχεία τους τιμωρείται σκληρά. Ο γαμήλιος δεσμός όμως μπορεί να διαλυθεί και από τις δυο μεριές, και τα παιδιά ανήκουν, όπως και πρώτα, μονάχα στη μητέρα.

Και σ’ αυτόν επίσης τον αποκλεισμό από το γαμήλιο δεσμό των συγγενών εξ αίματος που προωθείται όλο και περισσότερο, εξακολουθεί να επιδρά η φυσική επιλογή. Ο Μόργκαν λέει σχετικά:

«Οι γάμοι ανάμεσα σε γένη, που δεν είναι συγγενή εξ αίματος, δημιούργησαν μια φυσικά και πνευματικά δυνατότερη ράτσα. Δυο φυλές που πρόκοβαν, ανακατεύονταν, και τα καινούργια κρανία και οι εγκέφαλοι ευρύνονταν φυσιολογικά ώσπου περιελάμβαναν τις ικανότητες και των δυο.» (14)

Έτσι ήταν επόμενο, οι φυλές που εφάρμοζαν το σύστημα των γενών ν’ αποκτήσουν υπεροχή απέναντι στις καθυστερημένες ή να τις παρασύρουν με το παράδειγμά τους.

Η εξέλιξη της οικογένειας στην προϊστορική εποχή αποτελείται, έτσι, από ένα συνεχές στένεμα του κύκλου, που πρώτα περιελάμβανε ολόκληρη τη φυλή, του κύκλου που μέσα στα πλαίσιά του ζούνε σε γαμήλια κοινότητα τα δυο γένη. Με το συνεχή αποκλεισμό πρώτα των κοντινότερων, ύστερα όλο και πιο μακρινών, στο τέλος ακόμα και των εξ αγχιστείας συγγενών, γίνεται αδύνατος τελικά οποιοσδήποτε ομαδικός γάμος και μένει ουσιαστικά το ένα, για ένα διάστημα ακόμα χαλαρά συνδεδεμένο ζευγάρι, το μόριο που με τη διάλυσή του παύει γενικά ο γάμος.

Απ’ αυτό κιόλας το γεγονός φαίνεται πόσο λίγη σχέση έχει ο ατομικός σεξουαλικός έρωτας, με τη σημερινή έννοια της λέξης, με τη δημιουργία του ατομικού γάμου. Ακόμα περισσότερο το αποδείχνει αυτό η πράξη όλων των λαών που βρίσκονται σ’ αυτή τη βαθμίδα. Ενώ στις προηγούμενες μορφές οικογένειας δεν έλειπαν ποτέ γυναίκες στους άντρες, αντίθετα μάλλον τους έφταναν και με το παραπάνω, τώρα έγιναν σπάνιες και περιζήτητες. Γι’ αυτό από τον καιρό του ζευγαρωτού γάμου αρχίζει η αρπαγή και η αγορά των γυναικών. Πρόκειται εδώ για πλατιά διαδεδομένα συμπτώματα, και για τίποτα περισσότερο από συμπτώματα μιας αλλαγής που συντελέστηκε και που βρίσκεται πολύ πιο βαθιά, για συμπτώματα που είναι απλές μέθοδοι να βρίσκουν γυναίκες και που ο σχολαστικός Σκοτσέζος Μακ Λέναν μεταμόρφωσε ωστόσο σε «γάμο αρπαγής» και «γάμο αγοράς». Άλλωστε, και στους Ινδιάνους της Αμερικής και αλλού (στην ίδια βαθμίδα), το συνοικέσιο δεν είναι υπόθεση των ενδιαφερομένων, που συχνά δεν ρωτιούνται καν, αλλά των μητέρων τους.

Έτσι, συχνά αρραβωνιάζονται δυο άγνωστοι, που ενημερώνονται για την αποφασισμένη πια συναλλαγή μονάχα όταν πλησιάζει ο καιρός του γάμου. Πριν από το γάμο, ο γαμπρός κάνει δώρα στους συγγενείς από το γένος της νύφης (δηλαδή στους μητρικούς συγγενείς της και όχι στον πατέρα και το συγγενολόι του), που θεωρούνται δώρα αγοράς για το κορίτσι που παραχώρησαν. Ο γάμος μπορεί να διαλυθεί όταν το επιθυμεί ο ένας από τους δυο παντρεμένους. Ωστόσο σιγά-σιγά σε πολλές φυλές, για παράδειγμα στους Ιροκέζους, σχηματίστηκε μια κοινή γνώμη που αποστρέφεται αυτούς τους χωρισμούς. Όταν δημιουργηθούν διαφωνίες, επεμβαίνουν συμβιβαστικά οι συγγενείς του γένους και από τα δυο μέρη και μονά-χα όταν δεν καρποφορήσει η επέμβασή τους, γίνεται χωρισμός, οπότε τα παιδιά μένουν στη γυναίκα, και ο καθένας είναι ελεύθερος να ξαναπαντρευτεί.

Η ζευγαρωτή οικογένεια, πολύ αδύνατη και πολύ άστατη η ίδια για να προκαλέσει την ανάγκη ενός δικού της νοικοκυριού ή και για να το κάνει μονάχα επιθυμητό, δεν διαλύει καθόλου το κομμουνιστικό νοικοκυριό που κληρονομήθηκε από παλιά. Κομμουνιστικό νοικοκυριό, όμως, θα πει κυριαρχία των γυναικών στο σπίτι, καθώς και αποκλειστική αναγνώριση μιας πραγματικής μητέρας, επειδή ήταν αδύνατο να γνωρίζουν με βεβαιότητα τον πραγματικό πατέρα, θα πει μεγάλος σεβασμός των γυναικών, δηλαδή των μητέρων. Είναι μια από τις πιο παράλογες αντιλήψεις, που μας κληροδότησαν οι διαφωτιστές του 18ου αιώνα, η αντίληψη ότι η γυναίκα στις αρχές της κοινωνίας ήταν τάχα σκλάβα του άντρα. Η γυναίκα σ’ όλους τους άγριους και σ’ όλους τους βάρβαρους της κατώτερης και μέσης, εν μέρει ακόμα και της ανώτερης βαθμίδας, κατέχει μια θέση όχι μονάχα ελεύθερη αλλά και πολύ σεβαστή. Ποια είναι η θέση της γυναίκας ακόμα και στο ζευγαρωτό γάμο μας το λέει ο Άρθουρ Ράιτ, που έκανε πολλά χρόνια ιεραπόστολος στους Ιροκέζους Σενέκα:

«Όσο για τις οικογένειές τους, τον καιρό που κατοικούσαν ακόμα στα παλιά μακρουλά σπίτια (κομμουνιστικό νοικοκυριό κάμποσων οικογενειών) … επικρατούσε εκεί πάντα ένα κλαν (ένα γένος) έτσι που οι γυναίκες έπαιρναν τους άντρες τους από τ’ άλλα κλαν (γένη) … Συνήθως το σπίτι το κυβερνούσε η γυναίκα, τα αποθέματα ήταν κοινά. Αλίμονο όμως στο δυστυχισμένο σύζυγο ή εραστή, που ήταν πολύ ακαμάτης ή αδέξιος και δεν μπορούσε να συμβάλει με το δικό του μερίδιο στα κοινά αποθέματα. Αδιάφορο πόσα παιδιά ή πόση δική του περιουσία είχε στο σπίτι, κάθε στιγμή μπορούσε να πάρει διαταγή να μαζέψει τα μπογαλάκια του και να ξεκουμπιστεί. Και δεν του επέτρεπαν να προσπαθήσει ν’ αντισταθεί. Του έκαναν αφόρητο το σπίτι και δεν του έμενε άλλο τίποτα παρά να γυρίσει στο δικό του κλαν (γένος) ή, όπως συνέβαινε συνήθως, να κάνει νέο γάμο σ’ άλλο κλαν. Οι γυναίκες ήταν η μεγάλη δύναμη στα κλαν (γένη) και παντού αλλού. Δεν δίσταζαν, όταν τύχαινε η ευκαιρία, να καθαιρέσουν έναν αρχηγό και να τον υποβιβάσουν σε κοινό πολεμιστή.» (15)

Το κομμουνιστικό νοικοκυριό, όπου οι περισσότερες ή όλες οι γυναίκες ανήκουν στο ίδιο γένος, ενώ οι άντρες ανήκουν σε διαφορετικά γένη, αποτελεί την πραγματική βάση της κυριαρχίας των γυναικών που στην πρωτόγονη εποχή ήταν γενικά διαδεδομένη. Κι αυτή είναι η τρίτη υπηρεσία που πρόσφερε ο Μπάχοφεν, δηλαδή το γεγονός ότι το ανακάλυψε και αυτό. Συμπληρωματικά παρατηρώ ακόμα ότι οι πληροφορίες που προέρχονται από ταξιδιώτες και ιεραπόστολους για το ότι οι άγριοι και οι βάρβαροι φορτώνουν υπερβολική δουλειά στις γυναίκες, δεν αντιφάσκουν καθόλου με όσα είπαμε.

Ο καταμερισμός της εργασίας ανάμεσα στα δυο φύλα καθορίζεται από τελείως διαφορετικές αιτίες απ’ ό,τι η θέση της γυναίκας στην κοινωνία. Λαοί όπου οι γυναίκες είναι υποχρεωμένες να εργάζονται πολύ περισσότερο απ’ ό,τι πρέπει σύμφωνα με τις δικές μας αντιλήψεις, τρέφουν συχνά πολύ πιο πραγματικό σεβασμό στις γυναίκες από τους Ευρωπαίους μας. Η κυρία του πολιτισμού, τριγυρισμένη από ψευτοπροσκυνήματα και ξεκομμένη από κάθε πραγματική δουλειά, έχει άπειρα κατώτερη κοινωνική θέση από τη σκληρά εργαζόμενη γυναίκα της βαρβαρότητας που στο λαό της την εκτιμούσαν σαν πραγματική κυρία (lady, frowa, Frau =κυρά), και ήταν τέτοια από το χαρακτήρα της θέσης της.

Αν σήμερα στην Αμερική ο ζευγαρωτός γάμος έχει παραγκωνίσει ολότελα τον ομαδικό γάμο, αυτό θα το δείξουν επισταμένες έρευνες στους βορειοδυτικούς και ιδίως στους νοτιοαμερικανικούς λαούς, που βρίσκονται ακόμα στην ανώτερη βαθμίδα της άγριας κατάστασης. Γι’ αυτούς τους τελευταίους διηγούνται τόσα πολλά παραδείγματα σεξουαλικής ελευθερίας που δεν μπορούμε να υποθέσουμε ότι έχουν ξεπεράσει ολότελα τον παλιό ομαδικό γάμο. Οπωσδήποτε δεν εξαφανίστηκαν ακόμα όλα του τα ίχνη. Τουλάχιστον σε σαράντα βορειοαμερικανικές φυλές ο άντρας που παντρεύεται τη μεγαλύτερη αδερφή, έχει το δικαίωμα να πάρει επίσης γυναίκες του όλες τις αδερφές της, μόλις φτάσουν στην απαιτούμενη ηλικία: υπόλειμμα του γεγονότος ότι μια ολόκληρη σειρά αδερφές είχαν από κοινού τους άντρες. Και για τους κατοίκους της χερσονήσου της Καλιφόρνιας (ανώτερη βαθμίδα της άγριας κατάστασης), αφηγείται ο Μπάνκροφτ ότι έχουν ορισμένες γιορτές, όπου μαζεύονται κάμποσες «φυλές» με σκοπό να έρθουν σε σεξουαλικές σχέσεις χωρίς διάκριση.(16)

Όπως φαίνεται, πρόκειται για γένη, που μ’ αυτά τα πανηγύρια διατηρούν την αμυδρή ανάμνηση της εποχής όπου οι γυναίκες του ενός γένους είχαν κοινούς συζύγους όλους τους άντρες των άλλων γενών και αντίστροφα, Το ίδιο έθιμο επικρατεί ακόμα στην Αυστραλία, Σε μερικούς λαούς συμβαίνει οι πιο ηλικιωμένοι άντρες, οι αρχηγοί και μάγοι-ιερείς, να εκμεταλλεύονται την κοινοκτημοσύνη των γυναικών για λογαριασμό τους και να μονοπωλούν τις περισσότερες γυναίκες για τον εαυτό τους, Σε αντιστάθμισμα, όμως, είναι υποχρεωμένοι, σε ορισμένες γιορτές και μεγάλες λαϊκές συγκεντρώσεις, να βάζουν ξανά σε εφαρμογή την παλιά κοινοκτημοσύνη και ν’ αφήνουν τις γυναίκες τους να ξεφαντώνουν με τους νέους, Μια ολόκληρη σειρά παραδείγματα από τέτοιου είδους περιοδικά Σατουρνάλια (17), όπου ισχύουν ξανά για λίγο διάστημα οι παλιές ελεύθερες σεξουαλικές σχέσεις, αναφέρονται από τον Βέστερμαρκ, σελ. 28-29: για τους Χος, τους Σαντάλ, τους Πάντζας και τους Κοτάρ στην Ινδία, σε μερικούς αφρικανικούς λαούς κ.λπ. Κατά περίεργο τρόπο, ο Βέστερμαρκ βγάζει από αυτό το γεγονός το συμπέρασμα ότι είναι υπολείμματα όχι του ομαδικού γάμου, που τον αρνείται, αλλά της εποχής του οργασμού, που στον πρωτόγονο άνθρωπο ήταν κοινός με τα άλλα ζώα.

Φτάνουμε τώρα στην τέταρτη μεγάλη ανακάλυψη του Μπάχοφεν, στην ανακάλυψη της πλατιά διαδεδομένης μεταβατικής μορφής από τον ομαδικό γάμο στο ζευγάρωμα. Αυτό που ο Μπάχοφεν παριστάνει σαν εξιλασμό για την παράβαση των παλιών θεϊκών εντολών: Ο εξιλασμός, που μ’ αυτόν η γυναίκα εξαγοράζει το δικαίωμα της αγνότητας, είναι στην πραγματικότητα μονάχα μυστικιστική έκφραση του εξιλασμού με τον οποίο η γυναίκα εξαγοράζει την ελευθερία της από την παλιά κοινότητα των αντρών και αποκτάει το δικαίωμα να παραδίνεται μονάχα σ’ έναν άντρα, Ο εξιλασμός αυτός συνίσταται στο ότι οι γυναίκες εκδίδονταν για ορισμένο χρονικό διάστημα: Οι γυναίκες της Βαβυλώνας ήταν υποχρεωμένες μια φορά το χρόνο να εκδίδονται στους άντρες στο ναό της Μυλίττης.

Άλλοι λαοί της δυτικής Ασίας έστελναν τα κορίτσια τους για κάμποσα χρόνια στο ναό της Αναϊτιδας, όπου όφειλαν να επιδίδονται στον ελεύθερο έρωτα με ευνοούμενους, που τους διάλεγαν τα ίδια, πριν τους επιτραπεί να παντρευτούν. Παρόμοια έθιμα με θρησκευτικό περίβλημα είναι κοινά σχεδόν σε όλους τους ασιατικούς λαούς, από τη Μεσόγειο ως το Γάγγη. Όπως παρατηρεί κιόλας ο Μπάχοφεν, με το πέρασμα του χρόνου γίνεται όλο και πιο ελαφριά η εξιλαστήρια θυσία για την εξαγορά:

«Η συνήθεια να εκδίδεται η γυναίκα στους άντρες κάθε χρόνο υποχωρεί μπρος στη συνήθεια να εκδίδεται μια μονάχα φορά, τον εταιρισμό των παντρεμένων γυναικών διαδέχεται ο εταιρισμός των κοριτσιών, την εξάσκηση του εταιρισμού στη διάρκεια του γάμου διαδέχεται η εξάσκηση πριν απ’ αυτόν, την παράδοση σε όλους δίχως εκλογή, η παράδοση σε ορισμένα πρόσωπα» (Μητρικό Δίκαιο, σελ. 29).

Σε άλλους λαούς λείπει το θρησκευτικό περίβλημα. Σε μερικούς, στους Θράκες, Κέλτες κ.λπ., στην αρχαιότητα, σε πολλούς ιθαγενείς της Ινδίας, σε μαλαϊκούς λαούς, στους νησιώτες του Νότιου Ειρηνικού και σε πολλούς Ινδιάνους της Αμερικής, ακόμα και σήμερα τα κορίτσια ως το γάμο τους έχουν τη μεγαλύτερη σεξουαλική ελευθερία. Ιδιαίτερα αυτό γίνεται σχεδόν παντού στη Νότια Αμερική, και αυτό μπορεί να το βεβαιώσει ο καθένας που προχώρησε λίγο στο εσωτερικό της. Έτσι διηγείται ο Αγκασίς (Α Journey in Brazil, Βοστόνη και Νέα Υόρκη 1886, σελ. 266), για μια πλούσια οικογένεια ινδιάνικης καταγωγής: Όταν του σύστησαν την κόρη, ρώτησε για τον πατέρα της, νομίζοντας πως θα ήταν ο άντρας της μητέρας της, που ήταν αξιωματικός και βρισκόταν στον πόλεμο ενάντια στην Παραγουάη. Η μητέρα όμως απάντησε χαμογελώντας: Não tem pai, é filha da fortuna. Δεν έχει πατέρα, είναι παιδί της τύχης.

«Έτσι μιλούνε πάντα, χωρίς ντροπή ή μομφή, οι Ινδιάνες για τα εξώγαμα παιδιά τους. Κι αυτό δεν είναι καθόλου ασυνήθιστο, μάλλον το αντίθετο φαίνεται να αποτελεί εξαίρεση. Τα παιδιά … γνωρίζουν συχνά μονάχα τη μητέρα τους, γιατί όλες οι φροντίδες και οι ευθύνες πέφτουν πάνω της. Για τον πατέρα τους δεν ξέρουν τίποτα. Επίσης, δεν φαίνεται ποτέ να περνά από το μυαλό της γυναίκας ότι αυτή ή τα παιδιά της μπορούν να έχουν οποιαδήποτε αξίωση απ’ αυτόν.» Αυτό που φαίνεται εδώ παράξενο στον πολιτισμένο άνθρωπο, είναι απλούστατα κανόνας στο μητρικό δίκαιο και στον ομαδικό γάμο.

Σε άλλους πάλι λαούς, οι φίλοι και συγγενείς του γαμπρού ή οι προσκαλεσμένοι στο γάμο διεκδικούν τη μέρα του γάμου το πατροπαράδοτο δικαίωμα στη νύφη, ενώ ο γαμπρός παίρνει τελευταίος σειρά. Αυτό γινόταν στις Βαλεαρίδες και στους Αυγίλεους της Αφρικής στην αρχαιότητα, και σήμερα ακόμα στους Μπαρέα της Αβησσυνίας. Σε άλλους πάλι, την κοινότητα εκπροσωπεί κάποιο επίσημο πρόσωπο, ο προεστός της φυλής ή του γένους, ο καζίκης, ο σαμάνος, ο ιερέας, ο πρίγκιπας ή οποιοσδήποτε άλλος, αδιάφορο πώς λέγεται, και ασκεί στη νύφη το δικαίωμα της πρώτης νύχτας. Παρ’ όλους τους νεορομαντικούς εξαγνισμούς, αυτό το jus primae noctis (18) υπάρχει ακόμα και σήμερα σαν υπόλειμμα του ομαδικού γάμου στους περισσότερους κατοίκους της Αλάσκας (Μπάνκροφτ, Native Races, Ι, 81), στους Ταχού του Βόρειου Μεξικού (στο ίδιο, σελ. 584), και σ’ άλλους λαούς. Επίσης, σ’ όλη τη διάρκεια του μεσαίωνα υπήρχε τουλάχιστον στις αρχικά κελτικές χώρες, όπου κληροδοτήθηκε άμεσα από τον ομαδικό γάμο, για παράδειγμα στην Αραγονία. Ενώ στην Καστίλη ο χωρικός δεν ήταν ποτέ δουλοπάροικος, στην Αραγονία επικρατούσε η πιο επαίσχυντη δουλοπαροικία ως το διάταγμα του Φερδινάνδου του Καθολικού το 1486.(19) Το έγγραφο αυτό λέει:

 «Κρίνουμε και αποφασίζουμε ότι και οι κύριοι (senyors, βαρόνοι) που αναφέρονται πιο πάνω… δεν μπορούν την πρώτη νύχτα που ο χωρικός παίρνει μια γυναίκα να κοιμηθούν μαζί της ή τη νύχτα του γάμου και σ’ ένδειξη της κυριαρχίας τους να περάσουν πάνω από το κρεβάτι και να δρασκελίσουν αυτή τη γυναίκα, όταν πια θα έχει πλαγιάσει. Ούτε μπορούν οι παραπάνω κύριοι να χρησιμοποιούν την κόρη ή το γιο του χωρικού με πληρωμή ή χωρίς πληρωμή, παρά τη θέλησή τους.» (Αναφέρεται στο καταλονικό πρωτότυπο απ’ όπου το πήρε ο Ζούγκενχαϊμ, στο έργο του Δουλοπαροικία, Πετρούπολη 1861, σελ. 35).

Ο Μπάχοφεν έχει ακόμα απόλυτα δίκιο όταν υποστηρίζει γενικά ότι το πέρασμα από αυτό που ονομάζει «εταιρισμό» ή «τεκνοποίηση του βούρκου», στη μονογαμία έγινε κυρίως από τις γυναίκες. Όσο περισσότερο, με την ανάπτυξη των οικονομικών όρων ζωής, δηλαδή με την υπόσκαψη του παλιού κομμουνισμού και με την αυξανόμενη πυκνότητα του πληθυσμού, οι πατροπαράδοτες σεξουαλικές σχέσεις έχαναν τον αρχικό πρωτόγονο απλοϊκό χαρακτήρα τους, τόσο περισσότερο έπρεπε οι σχέσεις αυτές να φαίνονται στις γυναίκες ταπεινωτικές και εξευτελιστικές. Τόσο πιο επίμονα έπρεπε να επιθυμούν σαν απολύτρωση το δικαίωμα στην αγνότητα, το δικαίωμα στον προσωρινό ή το μόνιμο γάμο μ’ ένα μόνο άντρα.

Η πρόοδος αυτή δεν μπορούσε έτσι κι αλλιώς να ξεκινήσει από τους άντρες έστω και γιατί ποτέ, ακόμα και μέχρι σήμερα, δεν τους πέρασε από το μυαλό να παραιτηθούν στην πράξη από τα πλεονεκτήματα του πραγματικού ομαδικού γάμου. Μόνο όταν πραγματοποιήθηκε από τις γυναίκες το πέρασμα στο ζευγαρωτό γάμο, μπόρεσαν οι άντρες να εφαρμόσουν την αυστηρή μονογαμία -βέβαια μονάχα για τις γυναίκες.

Η ζευγαρωτή οικογένεια εμφανίστηκε στο πέρασμα από την άγρια κατάσταση στη βαρβαρότητα, τις περισσότερες φορές στην ανώτερη κιόλας βαθμίδα της άγριας κατάστασης, και μόνο πού και πού στην κατώτερη βαθμίδα της βαρβαρότητας. Είναι η χαρακτηριστική μορφή οικογένειας για τη βαρβαρότητα, όπως ο ομαδικός γάμος για την άγρια κατάσταση και η μονογαμία για τον πολιτισμό. Για να εξελιχθεί παραπέρα σε σταθερή μονογαμία, χρειάζονταν άλλα αίτια από εκείνα που δρούσαν ως τώρα.

Στο ζευγάρωμα, η ομάδα είχε περιοριστεί κιόλας στην τελευταία της ενότητα, στο διατομικό της μόριο: στον έναν άντρα και στη μια γυναίκα. Η φυσική επιλογή είχε εκπληρώσει το έργο της αποκλείοντας όλο και περισσότερους από την κοινότητα του γάμου. Προς την κατεύθυνση αυτή δεν της απέμενε να κάνει τίποτε άλλο. Αν λοιπόν δεν έμπαιναν σ’ ενέργεια νέες κοινωνικές κινητήριες δυνάμεις, δεν θα υπήρχε λόγος να ξεπηδήσει από το ζευγάρωμα μια νέα μορφή οικογένειας. Όμως, οι κινητήριες αυτές δυνάμεις μπήκαν σ’ ενέργεια.

Αφήνουμε τώρα την Αμερική, το κλασικό έδαφος της ζευγαρωτής οικογένειας. Καμιά ένδειξη δεν μας επιτρέπει να συμπεράνουμε ότι εκεί είχε αναπτυχθεί μια ανώτερη μορφή οικογένειας, ότι εκεί πριν από την ανακάλυψη και την κατάκτησή της υπήρξε ποτέ σταθερή μονογαμία. Διαφορετικά ήταν τα πράγματα στον παλιό κόσμο.

Εδώ το ημέρωμα των οικιακών ζώων και η εκτροφή κοπαδιών ανέπτυξαν μια άγνωστη ως τώρα πηγή πλούτου και δημιούργησαν ολότελα νέες κοινωνικές σχέσεις. Ως την κατώτερη βαθμίδα της βαρβαρότητας, το μόνιμο πλούτο αποτελούσαν σχεδόν μονάχα το σπίτι, τα ρούχα, τα ακατέργαστα κοσμήματα και τα εργαλεία για την απόκτηση και ετοιμασία της τροφής: βάρκα, όπλα και πολύ απλά οικιακά σκεύη. Την τροφή έπρεπε να την κερδίζουν μέρα με τη μέρα. Τώρα, με τις αγέλες τα άλογα, τις καμήλες, τα γαϊδούρια, τα βόδια, τα πρόβατα, τα γίδια και τα γουρούνια, οι ποιμενικοί λαοί που όλο και προχωρούσαν —οι Άριοι στην ινδική Πεντοποταμία και στην περιοχή του Γάγγη, καθώς και στις τότε ακόμα πολύ πιο πλούσιες σε νερά στέπες του Όξου και του Ιαξάρτη, οι Σημίτες στον Ευφράτη και τον Τίγρη -απέκτησαν μια περιουσία που χρειαζόταν μονάχα επίβλεψη και στοιχειώδη περιποίηση για ν’ αναπαράγεται σ’ όλο και μεγαλύτερο αριθμό και ν’ αποδίδει την πιο άφθονη τροφή σε γάλα και κρέας. Όλα τα προηγούμενα μέσα εξεύρεσης τροφής πέρασαν σε δεύτερη μοίρα. Το κυνήγι, που προηγούμενα ήταν αναγκαιότητα, έγινε τώρα πολυτέλεια. 

Σε ποιον ανήκε όμως αυτός ο νέος πλούτος; Αρχικά ανήκε αναμφισβήτητα στο γένος. Όμως από νωρίς ακόμα θα πρέπει να αναπτύχθηκε η ατομική ιδιοκτησία στα κοπάδια. Είναι δύσκολο να πούμε, αν στο συγγραφέα του λεγόμενου πρώτου βιβλίου του Μωυσή ο πατριάρχης Αβραάμ εμφανιζόταν αυτοδίκαια σαν κάτοχος των κοπαδιών του, επειδή ήταν αρχηγός μιας οικογενειακής κοινότητας ή επειδή είχε την ιδιότητα του πραγματικού κληρονομικού αρχηγού ενός γένους. Βέβαιο είναι μονάχα ότι δεν επιτρέπεται να τον φανταζόμαστε σαν ιδιοκτήτη με τη σύγχρονη έννοια. Και είναι ακόμα βέβαιο ότι στο κατώφλι της διαπιστωμένης ιστορίας βρίσκουμε κιόλας παντού τις αγέλες να είναι ξεχωριστή ιδιοκτησία του αρχηγού της οικογένειας, ακριβώς όπως γινόταν με τα δημιουργήματα της τέχνης της βαρβαρότητας, με τα μετάλλινα σκεύη, τα είδη πολυτελείας και τέλος με τα ανθρώπινα κτήνη -τους δούλους.

Γιατί τώρα είχαν εφεύρει και τη δουλεία. Για το βάρβαρο της κατώτερης βαθμίδας, ο δούλος δεν είχε αξία. Γι’ αυτό και οι Ινδιάνοι της Αμερικής φέρνονταν εντελώς διαφορετικά στους ηττημένους εχθρούς απ’ ό,τι γινόταν στην ανώτερη βαθμίδα. Σκότωναν τους άντρες ή τους δέχονταν σαν αδέρφια στη φυλή των νικητών. Παντρεύονταν τις γυναίκες ή ακόμα τις υιοθετούσαν μαζί με τα παιδιά τους που είχαν επιζήσει. Η ανθρώπινη εργατική δύναμη σ’ αυτή τη βαθμίδα δεν δίνει ακόμα κανένα αξιοπρόσεκτο πλεόνασμα πέρα από τα έξοδα της συντήρησής της.

Με την εισαγωγή της κτηνοτροφίας, της επεξεργασίας του μετάλλου, της υφαντουργίας και τέλος της γεωργίας, τα πράγματα άλλαξαν. Όπως οι γυναίκες, που προηγούμενα τις έπαιρναν τόσο εύκολα, είχαν αποκτήσει τώρα ανταλλακτική αξία και τις αγόραζαν, το ίδιο έγινε και με τις εργατικές δυνάμεις, ιδιαίτερα από τότε που τα κοπάδια πέρασαν οριστικά στην οικογενειακή ιδιοκτησία. Η οικογένεια δεν πλήθαινε τόσο γρήγορα όσο τα ζώα. Για να τα φυλάνε, χρειάζονταν τώρα περισσότεροι άνθρωποι. Γι’ αυτή τη δουλειά ήταν κατάλληλος ο εχθρός αιχμάλωτος  πολέμου, που άλλωστε μπορούσε να πολλαπλασιάζεται ακριβώς όπως και τα ζώα.

Μόλις τα πλούτη αυτά πέρασαν στην ατομική ιδιοκτησία των ξεχωριστών οικογενειών και πλήθυναν γρήγορα, έδωσαν ένα χτύπημα στην κοινωνία που βασιζόταν στο ζευγαρωτό γάμο και στο μητριαρχικό γένος. Ο ζευγαρωτός γάμος είχε εισαγάγει ένα καινούργιο στοιχείο στην οικογένεια. Δίπλα στην πραγματική μητέρα έβαλε το βεβαιωμένο πραγματικό πατέρα, που πιθανόν να ήταν ακόμα γνησιότερος από πολλούς σημερινούς «πατεράδες». Σύμφωνα με τον τότε καταμερισμό της εργασίας στην οικογένεια, στο μερίδιο του άντρα έπεφτε η εξεύρεση της τροφής και τα αναγκαία για την εξεύρεσή της μέσα εργασίας, επομένως και η ιδιοκτησία των τελευταίων. Τα έπαιρνε μαζί του σε περίπτωση χωρισμού, όπως η γυναίκα κρατούσε τα οικιακά της σκεύη. Σύμφωνα λοιπόν με το έθιμο της τότε κοινωνίας, ο άντρας ήταν επίσης ιδιοκτήτης της καινούργιας πηγής τροφών, των ζώων, και αργότερα του νέου μέσου εργασίας, των δούλων. Σύμφωνα με το έθιμο όμως της ίδιας κοινωνίας, τα παιδιά του δεν μπορούσαν να τον κληρονομήσουν, γιατί τα πράγματα είχαν ως εξής:

Σύμφωνα με το μητρικό δίκαιο, δηλαδή όσο η καταγωγή λογαριαζόταν μονάχα από τη γυναικεία γραμμή και σύμφωνα με το αρχικό κληρονομικό έθιμο του γένους, το σύντροφο του γένους που πέθαινε κληρονομούσαν αρχικά οι συγγενείς του γένους του. Η περιουσία έπρεπε να μένει μέσα στο γένος. Παίρνοντας υπόψη ότι τα αντικείμενα ήταν ασήμαντα, μπορεί στην πράξη ανέκαθεν να περνούσαν στην κυριότητα των κοντινότερων συγγενών του στο γένος, δηλαδή των ομόαιμων συγγενών από την πλευρά της μητέρας του. Τα παιδιά όμως του πεθαμένου άντρα δεν ανήκαν στο γένος του, αλλά στο γένος της μητέρα τους. Κληρονομούσαν αρχικά τη μητέρα τους μαζί με τους υπόλοιπους ομόαιμους συγγενείς της και αργότερα ίσως να την κληρονομούσαν αυτά σε πρώτη γραμμή. Από τον πατέρα τους, όμως, δεν μπορούσαν να κληρονομήσουν, γιατί δεν ανήκαν στο γένος του και η περιουσία του έπρεπε να μείνει μέσα σ’ αυτό. Όταν, λοιπόν, πέθαινε ένας ιδιοκτήτης κοπαδιών, τα κοπάδια του περνούσαν πρώτα στους αδερφούς και τις αδερφές του και στα παιδιά των αδερφάδων του ή στους απογόνους των αδερφών της μητέρας του. Τα παιδιά του όμως δεν είχαν δικαίωμα στην κληρονομιά.

Στο βαθμό λοιπόν που τα πλούτη μεγάλωναν, έδιναν, από τη μια μεριά, στον άντρα μια πιο σημαντική από τη γυναίκα θέση στην οικογένεια, και από την άλλη δημιουργούσαν το κίνητρο να χρησιμοποιήσουν οι άντρες αυτή την ενισχυμένη θέση για να ανατρέψουν την παλιά σειρά διαδοχής προς όφελος των παιδιών τους. Αυτό όμως δεν γινόταν όσο ίσχυε η καταγωγή σύμφωνα με το μητρικό δίκαιο. Έπρεπε λοιπόν το μητρικό δίκαιο να ανατραπεί, και ανατράπηκε. Κι αυτό δεν ήταν καθόλου τόσο δύσκολο όσο μας φαίνεται σήμερα. Γιατί αυτή η επανάσταση -μια από τις πιο ριζικές που έζησαν οι άνθρωποι-δεν χρειαζόταν να θίξει ούτε ένα από τα ζωντανά μέλη του γένους. Όλα τα μέλη του μπορούσαν να μείνουν ό,τι ήταν πριν. Έφτανε η απλή απόφαση ότι στο μέλλον οι απόγονοι των αρσενικών μελών θα έμεναν στο γένος, ενώ θα αποκλείονταν οι απόγονοι της γυναίκας και θα περνούσαν στο γένος του πατέρα τους.

 Έτσι ανατράπηκε ο υπολογισμός της καταγωγής από τη γυναικεία γραμμή και το μητρικό κληρονομικό δίκαιο και εφαρμόστηκε η αντρική γραμμή καταγωγής και το πατρικό κληρονομικό δίκαιο. Πώς και πότε έγινε αυτή η επανάσταση στους πολιτισμένους λαούς, δεν το ξέρουμε καθόλου. Ανήκει ολότελα στην προϊστορική εποχή. Ότι όμως έγινε, αποδείχτηκε με το παραπάνω, από τα πλούσια ίχνη του μητρικού δικαίου, που συγκέντρωσε κυρίως ο Μπάχοφεν. Πόσο εύκολα συντελείται, το βλέπουμε σε μια σειρά φυλές Ινδιάνων, όπου μόλις τελευταία έγινε και γίνεται ακόμα, εν μέρει κάτω από την επιρροή του αυξανόμενου πλούτου και του αλλαγμένου τρόπου ζωής (μετατόπιση από τα δάση στα λιβάδια), και εν μέρει κάτω από την ηθική επίδραση του πολιτισμού και των ιεραποστόλων.

Από οκτώ φυλές του Μισούρι, οι έξι έχουν την αντρική, ενώ οι δυο έχουν ακόμα τη γυναικεία γραμμή καταγωγής και σειρά κληρονομιάς. Στους Σόνι, τους Μαϊάμι και τους Ντελαγουέαρ ρίζωσε το έθιμο να δίνουν στα παιδιά ένα από τα ονόματα του γένους του πατέρα τους, για να μπορούν έτσι, μπαίνοντας στο πατρικό γένος, να κληρονομούν τον πατέρα τους. «Έμφυτη πανουργία του ανθρώπου  ν’ αλλάζει τα πράγματα αλλάζοντας τα ονόματά τους! Και να βρίσκει παραθυράκια για να σπάζει την παράδοση μέσα στα πλαίσια της παράδοσης εκεί όπου ένα άμεσο συμφέρον ήταν αρκετό κίνητρο!» (Μαρξ). Έτσι, δημιουργήθηκε μια αγιάτρευτη σύγχυση, που μπορούσε να διορθωθεί μονάχα, και εν μέρει διορθώθηκε, με το πέρασμα στο πατρικό δίκαιο. «Το πέρασμα αυτό φαίνεται γενικά να είναι το φυσικότερο πέρασμα.» (Μαρξ). Αυτό που έχουν να μας πουν οι συγκριτικοί νομικοί για τον τρόπο που έγινε αυτό το πέρασμα στους πολιτισμένους λαούς του παλιού κόσμου -και που πρόκειται φυσικά σχεδόν μόνο για υποθέσεις-μας το λέει ο Μ. Κοβαλέφσκι στο Tableau des origines et de l’evo1ution de 1a famille et de 1a propriété, Στοκχόλμη 1890.

Η ανατροπή της μητριαρχίας ήταν η κοσμοϊστορική ήττα του γυναικείου φύλου. Ο άντρας πήρε το πηδάλιο και στο σπίτι, η γυναίκα ταπεινώθηκε, υποδουλώθηκε, έγινε σκλάβα των ορέξεών του και απλό εργαλείο για την παραγωγή παιδιών. Την ταπεινωμένη αυτή θέση της γυναίκας, όπως προβάλλει ανοιχτά ιδίως στους Έλληνες της ηρωικής και ακόμα περισσότερο της κλασικής εποχής, σιγά-σιγά την ωραιοποίησαν υποκριτικά και ακόμα πού και πού της έδωσαν πιο απαλή μορφή, καθόλου όμως δεν την κατάργησαν.

Η πρώτη επίδραση της μονοκρατορίας των αντρών, που είχε πια θεμελιωθεί, φαίνεται στην ενδιάμεση μορφή της πατριαρχικής οικογένειας που εμφανίζεται τώρα. Αυτό που κυρίως τη χαρακτηρίζει δεν είναι η πολυγαμία, γι’ αυτή θα μιλήσουμε αργότερα, αλλά «η οργάνωση ενός αριθμού ελεύθερων και ανελεύθερων προσώπων σε μια οικογένειά κάτω από την πατρική εξουσία του αρχηγού της οικογένειας. Στη σημιτική μορφή, ο αρχηγός αυτός της οικογένειας ζει με πολλές γυναίκες, οι ανελεύθεροι έχουν γυναίκες και παιδιά και ο σκοπός όλης της οργάνωσης είναι το φύλαγμα των κοπαδιών σε μια καθορισμένη περιοχή».(20)

Το ουσιαστικό είναι η ενσωμάτωση ανελεύθερων και η πατρική εξουσία. Γι’ αυτό η ρωμαϊκή οικογένεια είναι ο ολοκληρωμένος τύπος αυτής της οικογενειακής μορφής. Η λέξη familίa αρχικά δεν σημαίνει το ιδανικό του σημερινού φιλισταίου, που αποτελείται από αισθηματικότητα και σπιτικούς καβγάδες. Στους Ρωμαίους αρχικά δεν αναφέρεται καν στο συζυγικό ζευγάρι και τα παιδιά του, αλλά μονάχα στους δούλους. Famulus λέγεται ο δούλος του σπιτιού και famiIia είναι το σύνολο των δούλων που ανήκουν σ’ έναν άντρα. Ακόμα και τον καιρό του Γάιου, η famiIia, id est Ρatrimοnium (δηλαδή το κληρονομικό μερίδιο) κληροδοτιόταν με διαθήκη. Η έκφραση εφευρέθηκε από τους Ρωμαίους, για να χαρακτηριστεί ένας νέος κοινωνικός οργανισμός, που ο αρχηγός του είχε κάτω από την εξουσία του γυναίκες και παιδιά και έναν αριθμό δούλους με δικαιώματα ζωής και θανάτου για όλους.

«Η λέξη λοιπόν δεν είναι παλιότερη από το σιδηρόφραχτο οικογενειακό σύστημα των λατινικών φυλών, που αναπτύχθηκε ύστερα από την εισαγωγή της γεωργίας και της νόμιμης δουλείας, και μετά το χωρισμό των Άριων Ιταλών από τους Έλληνες.» (21)

Και ο Μαρξ προσθέτει σ’ αυτά: «Η σύγχρονη οικογένεια περιέχει σαν σπέρμα όχι μονάχα τη δουλεία (serνitus), αλλά και τη δουλοπαροικία, αφού από την αρχή σχετίζεται με δουλειές της γεωργίας. Περιέχει σε μικρογραφία όλες τις αντιθέσεις που αργότερα αναπτύσσονται πλατιά στην κοινωνία και στο κράτος της.»

Η τέτοια μορφή οικογένειας δείχνει το πέρασμα του ζευγαρωτού γάμου στη μονογαμία. Για να εξασφαλιστεί η πίστη της γυναίκας, δηλαδή η πατρότητα των παιδιών, παραδίδεται η γυναίκα χωρίς όρους στην εξουσία του άντρα: Αν τη σκοτώσει, ασκεί μονάχα το δικαίωμά του.

Με την πατριαρχική οικογένεια μπαίνουμε στην περιοχή της γραφτής ιστορίας και μαζί μ’ αυτό σε μια περιοχή όπου η επιστήμη του συγκριτικού δικαίου μπορεί να μας προσφέρει σημαντική βοήθεια. Και πραγματικά, μας έφερε εδώ μια ουσι-στική πρόοδο. Στον Μαξίμ Κοβαλέφσκι χρωστάμε (Tableau etc. de la famille et de la propriété, Στοκχόλμη 1890, σελ. 60-100) την απόδειξη, ότι η πατριαρχική οικιακή συντροφιά, όπως τη βρίσκουμε ακόμα και σήμερα σε Σέρβους και Βουλγά-ρους με το όνομα «ζάντρουγκα» (μεταφράζεται περίπου φιλία) ή «μπράντστβο» (αδελφότητα), και με παραλλαγμένη μορφή σε ανατολικούς λαούς, αποτέλεσε τη μεταβατική βαθμίδα ανάμεσα στην οικογένεια του μητρικού δικαίου, που πηγάζει από τον ομαδικό γάμο, και στη μονογαμία του σύγχρονου κόσμου. Τουλάχιστον για τους πολιτισμένους λαούς του παλιού κόσμου, για τους Άριους και τους Σημίτες, αυτό φαίνεται αποδειγμένο.

Η νοτιοσλαβική ζάντρουγκα αποτελεί το καλύτερο ζωντανό ακόμα παράδειγμα μιας τέτοιας οικογενειακής κοινότητας. Περιλαμβάνει περισσότερες γενιές από απόγονους ενός πατέρα, μαζί με τις γυναίκες τους, που όλοι μαζί κατοικούν σε μια αυλή, καλλιεργούν από κοινού τα χωράφια τους, τρέφονται και ντύνονται από κοινό απόθεμα και κατέχουν από κοινού το περίσσευμα του εισοδήματος. Η κοινότητα βρίσκεται κάτω από την ανώτατη διοίκηση του νοικοκύρη (domačin), που την εκπροσωπεί προς τα έξω, που του επιτρέπεται να εκποιεί μικρότερα αντικείμενα, που κρατάει το ταμείο και είναι υπεύθυνος γι’ αυτό, καθώς και για την κανονική πορεία του νοικοκυριού. Τον εκλέγουν και δεν χρειάζεται καθόλου να είναι ο γεροντότερος.

Οι γυναίκες και οι δουλειές τους βρίσκονται κάτω από την καθοδήγηση της νοικοκυράς (domačica), που συνήθως είναι γυναίκα του domačin. Η ίδια παίζει σημαντικό, συχνά αποφασιστικό ρόλο και στην εκλογή συζύγου για τα κορίτσια της οικογενειακής κοινότητας. Η ανώτατη όμως εξουσία ανήκει στο οικογενειακό συμβούλιο, στη συνέλευση όλων των ενήλικων συντρόφων, γυναικών και αντρών. Σ’ αυτήν τη συνέλευση λογοδοτεί ο νοικοκύρης. Αυτή παίρνει τις σημαντικές αποφάσεις, ασκεί τη δικαστική εξουσία στα μέλη, αποφασίζει για αγορές και πωλήσεις που έχουν κάποια σημασία, ιδίως για αγοραπωλησίες γαιοκτησίας κ.λπ.

Μόλις πριν από δέκα χρόνια περίπου αποδείχτηκε ότι εξακολουθούν να υπάρχουν τέτοιες μεγάλες οικογενειακές συντροφιές και στη Ρωσία.(22) Σήμερα όλοι παραδέχονται ότι είναι ριζωμένες στα ρωσικά λαϊκά έθιμα όσο και η ομπστσίνα, η αγροτική κοινότητα. Αναφέρονται με το ίδιο όνομα (βερβ) στον παλιότερο ρωσικό κώδικα, στην πράβντα του Γιαροσλάβ(23), όπως και στους δαλματικούς νόμους(24), και μπορούμε να τις βρούμε και σε πολωνικές και τσέχικες ιστορικές πηγές.

Και στους Γερμανούς επίσης, κατά τον Χόισλερ (Θεσμοί του γερμανικού δικαίου) (25), η οικονομική μονάδα δεν ήταν αρχικά η ατομική οικογένεια με τη σύγχρονη έννοια, αλλά η «οικιακή συντροφιά», που αποτελείται από πολλές γενιές ή από ξεχωριστές οικογένειες και που αρκετά συχνά πλάι σ’ αυτές περιλαμβάνει και ανελεύθερους. Και η ρωμαϊκή οικογένεια ανάγεται σ’ αυτό τον τύπο και επομένως πολύ αμφισβητείται τελευταία η απόλυτη εξουσία του οικογενειάρχη, καθώς και το γεγονός ότι απέναντί του τα άλλα μέλη της οικογένειας δεν είχαν δικαιώματα.

Φαίνεται ότι και οι Κέλτες είχαν τέτοιου είδους οικογενειακές συντροφιές στην Ιρλανδία. Στη Γαλλία διατηρήθηκαν στο Νιβερνέ με το όνομα Ρarçοnneries ως τη Γαλλική Επανάσταση, και στη Φρανς-Κοντέ δεν εξαφανίστηκαν εντελώς ούτε και σήμερα. Στην περιφέρεια του Λουάν (Saône et Loire) βλέπει κανείς μεγάλα σπίτια χωρικών με μια ψηλή κοινή κεντρική αίθουσα που φτάνει ως τη σκεπή, και γύρω-γύρω τις κρεβατοκάμαρες, όπου ανεβαίνει κανείς με σκάλες που έχουν έξι ως οκτώ σκαλιά, και όπου ζουν πολλές γενιές της ίδιας οικογένειας.

Για την Ινδία, ο Νέαρχος (26) από την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου μιλάει κιόλας για συντροφικό νοικοκυριό με από κοινού καλλιέργεια της γης, που υπάρχει ακόμα και σήμερα στην ίδια περιοχή, στο Παντζάμπ και σ’ όλο το βορειοδυτικό μέρος της χώρας. Στον Καύκασο μπόρεσε να αποδείξει την ύπαρξή του ο ίδιος ο Κοβαλέφσκι. Στο Αλγέρι υπάρχει ακόμα στους Καβίλους. Ακόμα και στην Αμερι-κή φαίνεται ότι έχει παρουσιαστεί, και προσπαθούν να το ανακαλύψουν στα «Calpullis» του παλιού Μεξικού που περιγράφει ο Θουρίτα.(27) Αντίθετα, ο Κούνοβ (Ausland, 1890, αρ. 42-44) (28), απέδειξε αρκετά καθαρά ότι στο Περού τον καιρό της κατάκτησής του, υπήρχε ένα είδος κοινοτικού συστήματος (Markverfassung), όπου κατά περίεργο τρόπο το μαρκ (κοινότητα) το έλεγαν μάρκα, με περιοδικό μοίρασμα της γης που καλλιεργούσαν, δηλαδή υπήρχε ατομική καλλιέργεια.

Οπωσδήποτε, η πατριαρχική οικιακή συντροφιά με κοινή γαιοκτησία και κοινή καλλιέργεια αποκτάει τώρα μια σημασία ολότελα διαφορετική απ’ ό,τι είχε προηγούμενα. Δεν μπορούμε πια ν’ αμφιβάλουμε περισσότερο για το σπουδαίο μεταβατικό ρόλο που έπαιξε στους πολιτισμένους και σε μερικούς άλλους λαούς του παλιού κόσμου, στην περίοδο ανάμεσα στην οικογένεια του μητρικού δικαίου και στη μονογαμική οικογένεια. Παρακάτω θα ξαναγυρίσουμε στο συμπέρασμα που έβγαλε παραπέρα ο Κοβαλέφσκι, ότι η πατριαρχική οικιακή συντροφιά ήταν επίσης η μεταβατική βαθμίδα από την οποία αναπτύχθηκε η αγροτική κοινότητα ή μαρκ με την καλλιέργεια της γης από χωριστές οικογένειες με το αρχικά περιοδικό και ύστερα οριστικό μοίρασμα της καλλιεργήσιμης γης και των λιβαδιών.

Σχετικά με την οικογενειακή ζωή μέσα σ’ αυτές τις οικιακές συντροφιές, πρέπει να σημειώσουμε ότι, τουλάχιστον στη Ρωσία, ο οικογενειάρχης έχει τη φήμη ότι καταχράται πάρα πολύ τη θέση του απέναντι στις νεότερες γυναίκες της συντροφιάς, ιδιαίτερα απέναντι στις νύφες του, και ότι συχνά φτιάχνει μ’ αυτές χαρέμι. Γι’ αυτό μιλάνε αρκετά εύγλωττα τα ρώσικα λαϊκά τραγούδια.

Πριν περάσουμε στη μονογαμία που αναπτύσσεται γρήγορα με την ανατροπή του μητρικού δικαίου, δυο λόγια ακόμα για την πολυγαμία και την πολυανδρία. Και οι δυο αυτές μορφές γάμου μπορούν να υπάρξουν μονάχα σαν εξαιρέσεις, σαν να λέμε ιστορικά προϊόντα πολυτελείας, εκτός αν παρουσιάζονταν η μια πλάι στην άλλη σε μια χώρα, πράγμα που, όπως είναι γνωστό, δεν συμβαίνει.

Επειδή λοιπόν οι αποκλεισμένοι από την πολυγαμία άντρες δεν μπορούν να παρηγορηθούν με τις γυναίκες που περισσεύουν από την πολυανδρία, ενώ ο αριθμός των αντρών και των γυναικών, άσχετα από κοινωνικούς θεσμούς, ήταν ως τώρα περίπου ίσος, αποκλείεται από μόνη της η επικράτηση σαν γενικής μορφής της μιας ή της άλλης απ’ αυτές τις δυο μορφές γάμου, Πραγματικά, η πολυγαμία ενός άντρα ήταν ολοφάνερα  προϊόν της δουλείας και περιοριζόταν σε μεμονωμένες εξαιρετικές περιπτώσεις, Στη σημιτική πατριαρχική οικογένεια μονάχα ο ίδιος ο πατριάρχης, και το πολύ-πολύ ένας-δυο από τους γιους του, ζούνε σε πολυγαμία, οι υπόλοιποι είναι υποχρεωμένοι να αρκούνται σε μία γυναίκα,

 Έτσι γίνεται και σήμερα ακόμα σ’ όλη την Ανατολή. Η πολυγαμία είναι προνόμιο των πλούσιων και των προυχόντων, που στρατολογούν τις γυναίκες κυρίως αγοράζοντας σκλάβες. Η μάζα του λαού ζει μονογαμικά. Μια παρόμοια εξαίρεση είναι και η πολυανδρία στην Ινδία και το Θιβέτ, που η ενδιαφέρουσα οπωσδήποτε καταγωγή της από τον ομαδικό γάμο πρέπει ακόμα να εξεταστεί από πιο κοντά. Στην πράξη φαίνεται άλλωστε να είναι πολύ πιο βολική από το ζηλότυπο χαρεμικό σύστημα των μωαμεθανών.

Τουλάχιστον στους Νάιρ στην Ινδία τρεις, τέσσερις ή περισσότεροι άντρες έχουν μεν από κοινού μια γυναίκα, ο καθένας τους όμως μπορεί παράπλευρα, μαζί με τρεις ή περισσότερους άλλους άντρες, να έχει από κοινού μια δεύτερη γυναίκα, και με τον ίδιο τρόπο, μια τρίτη, τέταρτη κ.λπ. Είναι περίεργο πώς ο Μακ Λέναν, που περιέγραψε ο ίδιος αυτές τις γαμήλιες λέσχες, και που τα μέλη τους μπορούν να ανήκουν ταυτόχρονα και σε πολλές παρόμοιες λέσχες, δεν ανακάλυψε σ’ αυτές την καινούργια κατηγορία του λεσχιακού γάμου. Άλλωστε, αυτό το καθεστώς του λεσχιακού γάμου δεν είναι καθόλου πολυανδρία. Είναι, αντίθετα, όπως παρατηρεί κιόλας ο Ζιρό-Τελόν, μια ειδικευμένη μορφή του ομαδικού γάμου. Οι άντρες ζουν πολυγαμικά, οι γυναίκες  πολυαντρικά.

 

 

4)Η μονογαμική οικογένεια.

 

Η μονογαμική μορφή οικογένειας, γεννιέται, όπως δείξαμε, από τη ζευγαρωτή οικογένεια, στο πέρασμα από τη μεσαία στην ανώτερη βαθμίδα της βαρβαρότητας. Η οριστική της νίκη είναι ένα από τα γνωρίσματα του πολιτισμού που αρχίζει. Βασίζεται στην κυριαρχία του άντρα, με ρητό σκοπό τη γέννηση παιδιών που η πατρότητά τους να είναι αδιαφιλονίκητη, και η πατρότητα αυτή απαιτείται, γιατί αυτά τα παιδιά θα γίνουν μια μέρα οι άμεσοι κληρονόμοι της πατρικής περιουσίας. Διακρίνεται από το ζευγαρωτό γάμο με την πολύ μεγαλύτερη σταθερότητα του γαμήλιου δεσμού, που τώρα πια δεν λύνεται με αμοιβαία συναίνεση.

Τώρα, κατά κανόνα, μονάχα ο άντρας  μπορεί πια να τον λύσει και να διώξει τη γυναίκα του. Και σήμερα ακόμα τουλάχιστον το έθιμο του εξασφαλίζει το δικαίωμα της συζυγικής απιστίας (ο ναπολεόντειος κώδικας του το αναγνωρίζει ρητά, εφόσον δεν φέρνει την παλλακίδα στο συζυγικό σπίτι(29), και το ασκεί όλο και περισσότερο, όσο προχωράει η κοινωνική εξέλιξη. Αν θυμηθεί η γυναίκα την παλιά σεξουαλική πράξη και θελήσει να την ξαναζωντανέψει, τιμωρείται τόσο αυστηρά όσο ποτέ άλλοτε.

Την καινούργια οικογενειακή μορφή τη συναντάμε με όλη την αυστηρότητά της στους Έλληνες. Ενώ, όπως παρατηρεί ο Μαρξ, η θέση της θεάς στη μυθολογία μας δείχνει μια προηγούμενη περίοδο, όπου οι γυναίκες είχαν ακόμα μια πιο ελεύθερη, πιο σεβαστή θέση, στην ηρωική εποχή βρίσκουμε κιόλας τη γυναίκα ταπεινωμένη από την κυριαρχία του άντρα και από το συναγωνισμό που της κάνουν οι σκλάβες. Ας διαβάσει κανείς στην Οδύσσεια πώς ο Τηλέμαχος μαλώνει και βάζει στη θέση της τη μητέρα του. Στον Όμηρο, οι αιχμαλωτισμένες νέες γυναίκες προορίζονται για τη σαρκική απόλαυση των νικητών. Οι στρατιωτικοί αρχηγοί, με τη σειρά και κατά βαθμό, διαλέγουν για τον εαυτό τους τις ωραιότερες.

 Όπως είναι γνωστό, ολόκληρη η Ιλιάδα στρέφεται γύρω από τη διαμάχη ανάμεσα στον Αχιλλέα και τον Αγαμέμνονα για μια τέτοια δούλα. Για κάθε σημαντικό ομηρικό ήρωα αναφέρεται η αιχμαλωτισμένη στον πόλεμο κοπέλα που μοιράζεται μαζί του τη σκηνή και το κρεβάτι του. Τα κορίτσια αυτά τα παίρνουν επίσης μαζί τους στην πατρίδα και στο συζυγικό σπίτι, όπως κάνει στον Αισχύλο ο Αγαμέμνονας με την Κασσάνδρα. Οι γιοι που γεννιούνται από τέτοιες δούλες παίρνουν ένα μικρό μέρος από την πατρική κληρονομιά και θεωρούνται εντελώς ελεύθεροι. Ο Τεύκρος είναι τέτοιος εξώγαμος γιος του Τελαμώνα και έχει το δικαίωμα να φέρει το όνομα του πατέρα του. Από τη σύζυγο απαιτούν να τα δέχεται όλα αυτά, η ίδια όμως να μένει αυστηρά αγνή και πιστή στο σύζυγο.

Είναι αλήθεια ότι την ελληνίδα γυναίκα της ηρωικής εποχής την εκτιμούν περισσότερο από τη γυναίκα της πολιτισμένης περιόδου, ωστόσο για τον άντρα είναι τελικά μονάχα η μητέρα των νόμιμων παιδιών του, που θα τον κληρονομήσουν, η ανώτερή του οικονόμος και η προϊσταμένη για τις δούλες, που μπορεί κατά το κέφι του να τις κάνει, και τις κάνει, παλλακίδες του. Το γεγονός ότι υπήρχε η δουλεία πλάι στη μονογαμία, ότι υπήρχαν οι νεαρές όμορφες σκλάβες που ανήκαν σώμα και ψυχή στον άντρα, δίνει από την πρώτη στιγμή στη μονογαμία τον ειδικό χαρακτήρα της, ότι δηλαδή είναι μονογαμία μόνο για τη γυναίκα, όχι όμως και για τον άντρα. Και αυτόν το χαρακτήρα τον έχει ακόμα και σήμερα.

Στους κατοπινούς Έλληνες πρέπει να κάνουμε διάκριση ανάμεσα στους Δωριείς και τους  Ιωνες. Οι πρώτοι, που κλασικό τους παράδειγμα είναι η Σπάρτη, έχουν γαμήλιες σχέσεις που από πολλές απόψεις είναι πιο αρχαϊκές ακόμα κι απ’ αυτές που αναφέρει και ο ίδιος ο Όμηρος. Στη Σπάρτη επικρατεί ένας ζευγαρωτός γάμος που τροποποιήθηκε από το κράτος σύμφωνα με τις εκεί αντιλήψεις και που θυμίζουν αρκετά ακόμα τον ομαδικό γάμο. Τους άτεκνους γάμους τους διαλύουν. Ο βασιλιάς Αναξανδρίδης (γύρω στο 560 πριν από τη χρονολογία μας), πλάι στην άτεκνη γυναίκα του, πήρε μια δεύτερη γυναίκα και διατηρούσε δυο νοικοκυριά. Την ίδια εποχή, ο βασιλιάς Αρίστων πρόσθεσε σε δυο στείρες γυναίκες του μια τρίτη, παράτησε όμως μια από τις πρώτες.

Από την άλλη πλευρά, πολλοί αδερφοί μπορούσαν να έχουν μια γυναίκα από κοινού και μπορούσε ο φίλος που του άρεσε καλύτερα η γυναίκα του φίλου του, να τη μοιράζεται μαζί του. Και το θεωρούσαν αξιοπρεπές να βάζει κανείς τη γυναίκα του στη διάθεση ενός ρωμαλέου «επιβήτορα», όπως θα έλεγε ο Μπίσμαρκ, και αν ακόμα το άτομο αυτό δεν ήταν πολίτης. Από ένα χωρίο του Πλούταρχου, όπου μια Σπαρτιάτισσα παραπέμπει στο σύζυγό της τον εραστή που την κυνηγούσε με ερωτικές προτάσεις, βγαίνει -κατά τον Σέμαν- ότι επικρατούσε ακόμα πολύ μεγάλη ελευθερία ηθών.(30) Γι’ αυτό ήταν κάτι το άγνωστο η πραγματική μοιχεία, η απιστία της γυναίκας πίσω από την πλάτη του άντρα.

 Από την άλλη μεριά, στη Σπάρτη, τουλάχιστον στην καλύτερη εποχή της, ήταν άγνωστη η οικιακή δουλεία, οι δουλοπάροικοι είλωτες ζούσαν χώρια στα κτήματα. Γι’ αυτό ήταν μικρότερος ο πειρασμός για τους Σπαρτιάτες (31) να ορέγονται τις γυναίκες των ειλώτων. Κάτω απ’ όλες αυτές τις συνθήκες, ήταν πολύ φυσικό οι γυναίκες της Σπάρτης να έχουν μια πολύ πιο σεβαστή θέση από τη θέση που είχαν οι γυναίκες στους υπόλοιπους Έλληνες. Οι Σπαρτιάτισσες και ο ανθός των εταίρων της Αθήνας είναι οι μόνες ελληνίδες γυναίκες για τις οποίες μιλούν με σεβασμό οι αρχαίοι και που θεωρούν ότι αξίζει τον κόπο να σημειώνουν τις γνώμες τους.

Ολότελα διαφορετικά ήταν τα πράγματα στους Ίωνες που τους εκπροσωπεί χαρακτηριστικά η Αθήνα. Τα κορίτσια μάθαιναν μονάχα να γνέθουν, να υφαίνουν, να ράβουν και το πολύ-πολύ λίγη ανάγνωση και γραφή. Ήταν σχεδόν φυλακισμένες, συναναστρέφονταν μονάχα άλλες γυναίκες. Ο γυναικωνίτης ήταν ξεχωριστό δια-μέρισμα στο πάνω πάτωμα ή στο πίσω μέρος του σπιτιού, όπου δεν έμπαιναν εύκολα άντρες, ιδίως ξένοι, κι όπου αποτραβιόνταν οι γυναίκες όταν έρχονταν άντρες επισκέπτες. Οι γυναίκες δεν έβγαιναν έξω χωρίς να τις συνοδεύει μια δούλη. Στο σπίτι τις επιτηρούσαν κυριολεκτικά.

Ο Αριστοφάνης μιλάει για μολοσσούς που τους είχαν για να τρομάζουν οι μοιχοί, και στις ασιατικές τουλάχιστον πόλεις είχαν για την επιτήρηση των γυναικών ευνούχους, που τον καιρό του Ηρόδοτου κιόλας τους έφτιαχναν στη Χίο για το εμπόριο, και σύμφωνα με τον Βάξμουτ (32), τους έφτιαχναν όχι μονάχα για τους βαρβάρους. Ο Ευριπίδης χαρακτηρίζει τη γυναίκα σαν οικούρημα, σαν κάτι που φροντίζει το σπίτι (η λέξη είναι ουδέτερη), και για τον Αθηναίο η γυναίκα εκτός από μέσο για την παραγωγή παιδιών δεν ήταν τίποτε άλλο από μια επιστάτρια των δούλων .Ο άντρας είχε τις γυμναστικές του ασκήσεις, τις δημόσιες συζητήσεις του, απ’ όπου αποκλειόταν η γυναίκα.

Εκτός απ’ αυτά είχε συχνά και δούλες στη διάθεσή του, και στην εποχή της άνθησης της Αθήνας μια πλατιά διαδεδομένη πορνεία που το κράτος, τουλάχιστον, την ευνοούσε. Και ακριβώς πάνω στο έδαφος αυτής της πορνείας αναπτύχθηκαν οι μοναδικές ελληνικές γυναικείες φυσιογνωμίες που, με το πνεύμα τους και την ανάπτυξη του καλλιτεχνικού τους γούστου, ξεχωρίζουν πάνω από το γενικό επίπεδο των γυναικών της αρχαιότητας, όπως ξεχωρίζουν και οι Σπαρτιάτισσες το χαρακτήρα τους. Το γεγονός όμως ότι έπρεπε πρώτα να γίνει εταίρα για να γίνει γυναίκα με οντότητα, αποτελεί την πιο αυστηρή καταδίκη της αθηναϊκής οικογένειας.

Αυτή η αθηναϊκή οικογένεια με το πέρασμα του χρόνου, έγινε το πρότυπο για τη βαθμιαία διαμόρφωση των οικιακών σχέσεων όχι μονάχα των υπόλοιπων Ιώνων, αλλά και όλων των Ελλήνων της μητρόπολης και των αποικιών. Παρ’ όλους όμως τους περιορισμούς και την επαγρύπνηση, οι Ελληνίδες έβρισκαν αρκετά συχνά ευκαιρία ν’ απατούν τους άντρες τους. Όσοι ντρέπονταν να εκδηλώσουν οποιαδήποτε αγάπη προς τις γυναίκες τους, διασκέδαζαν σε κάθε λογής ερωτικές περιπέτειες με εταίρες. Ο εξευτελισμός όμως των γυναικών εκδικήθηκε τους άντρες και τους εξευτέλισε κι αυτούς, ώσπου κύλησαν στο αίσχος της παιδεραστίας και εξευτέλισαν και τους θεούς τους και τον εαυτό τους με το μύθο του Γανυμήδη.

Αυτή ήταν η καταγωγή της μονογαμίας, όσο μπορούμε να την παρακολουθήσουμε στον πιο πολιτισμένο και τον περισσότερο αναπτυγμένο λαό της αρχαιότητας. Δεν ήταν σε καμιά περίπτωση καρπός του ατομικού σεξουαλικού έρωτα, που δεν έχει καμιά σχέση μ’ αυτόν, αφού οι γάμοι, όπως και πρώτα, έμειναν συμβατικοί γάμοι. Ήταν η πρώτη μορφή οικογένειας που δεν στηριζόταν σε φυσικούς, αλλά σε οικονομικούς όρους, δηλαδή στη νίκη της ατομικής ιδιοκτησίας πάνω στην αρχική φυσική κοινή ιδιοκτησία. Η κυριαρχία του άντρα στην οικογένεια και η παραγωγή παιδιών, που να μπορούν να είναι μονάχα δικά του, και που προορίζονταν να κληρονομούν τα πλούτη του -αυτοί μονάχα ήταν οι αποκλειστικοί σκοποί της μονογαμίας, που οι Έλληνες εκφράζαν απερίφραστα. Κατά τα άλλα τους ήταν βάρος, καθήκον απέναντι στους θεούς, το κράτος και τους προγόνους τους, που έπρεπε ακριβώς να το εκτελούν. Στην Αθήνα ο νόμος δεν επέβαλλε μονάχα το γάμο, αλλά και την εκπλήρωση από τον άντρα ενός ελάχιστου ορίου από τα λεγόμενα συζυγικά καθήκοντα.

Έτσι η μονογαμία σε καμιά περίπτωση δεν εμφανίζεται στην ιστορία σαν συμφιλίωση του άντρα και της γυναίκας, και πολύ λιγότερο σαν η ανώτατη μορφή της. Αντίθετα. Εμφανίζεται σαν υποδούλωση του ενός φύλου από το άλλο, σαν κήρυξη πολέμου ανάμεσα στα δυο φύλα, ενός πολέμου άγνωστου σ’ όλη την προϊστορία. Σε ένα παλιό ανέκδοτο χειρόγραφο που γράψαμε ο Μαρξ κι εγώ το 1846, βρίσκω τα παρακάτω: «ο πρώτος καταμερισμός της εργασίας είναι ο καταμερισμός ανάμεσα στον άντρα και τη γυναίκα για την παραγωγή παιδιών.» (33)

Και σήμερα μπορώ να προσθέσω: Η πρώτη ταξική αντίθεση που εμφανίζεται στην ιστορία συμπίπτει με την ανάπτυξη του ανταγωνισμού του άντρα και της γυναίκας στη μονογαμία, και η πρώτη ταξική καταπίεση με την καταπίεση του γυναικείου φύλου από το αντρικό. Η μονογαμία ήταν μια μεγάλη ιστορική πρόοδος, ταυτόχρονα όμως, πλάι στη δουλεία και τον ατομικό πλούτο, εγκαινίασε την εποχή που διαρκεί μέχρι σήμερα και όπου κάθε πρόοδος είναι μαζί και μια σχετική οπισθοχώρηση, όπου η προκοπή και η ανάπτυξη του ενός κατορθώνεται με τον πόνο και την καταπίεση του αλλουνού. Η μονογαμία είναι η κυτταρική μορφή της πολιτισμένης κοινωνίας, όπου μπορούμε κιόλας να μελετήσουμε τη φύση των αντιθέσεων και αντιφάσεων που αναπτύσσονται πέρα για πέρα μέσα της.

Η παλιά σχετική ελευθερία των σεξουαλικών σχέσεων καθόλου δεν εξαφανίστηκε με τη νίκη του ζευγαρωτού γάμου ή και της μονογαμίας ακόμα.

«Το παλιό σύστημα γάμου, περιορισμένο σε στενότερα όρια με το βαθμιαίο σβήσιμο των πουναλουανών ομάδων, εξακολουθούσε ακόμα να περιβάλλει την οικογένεια που αναπτυσσόταν και παρεμπόδιζε την ανάπτυξή της ως την αυγή του πολιτισμού … εξαφανίστηκε τέλος μέσα στη νέα μορφή του εταιρισμού, που σαν σκοτεινός βαρύς ίσκιος πάνω στην οικογένεια καταδιώκει τους ανθρώπους ως μέσα στον πολιτισμό.» (34)

«Εταιρισμό» ονομάζει ο Μόργκαν τις εξώγαμες σεξουαλικές σχέσεις των αντρών με ανύπαντρες γυναίκες, σχέσεις που υπήρχαν πλάι στη μονογαμία και που, όπως είναι γνωστό, ανθούν με τις πιο διαφορετικές μορφές σ’ όλη την περίοδο του πολιτισμού και που όλο και περισσότερο μετατρέπονται σε ανοιχτή πορνεία. Ο εταιρισμός αυτός κατάγεται άμεσα από τον ομαδικό γάμο, από τη θυσία που έκαναν οι γυναίκες όταν εκδίδονταν για να εξαγοράσουν το δικαίωμα της αγνότητας. Η έκδοση της γυναίκας για χρήματα ήταν στην αρχή θρησκευτική πράξη, γινόταν στο ναό της θεάς του έρωτα και τα λεφτά πήγαιναν αρχικά στο θησαυροφυλάκιο του ναού.

Οι ιερόδουλες (35) της Αναϊτιδας στην Αρμενία, της Αφροδίτης στην Κόρινθο, καθώς και οι προσκολλημένες στους ναούς της Ινδίας, οι λεγόμενες μπαγιαντέρες (η λέξη είναι παραφθορά του πορτογαλικού bailadeira, χορεύτρια), ήταν οι πρώτες πόρνες. Την έκδοση στους άντρες, που αρχικά ήταν υποχρέωση κάθε γυναίκας, την ασκούσαν αργότερα μονάχα αυτές οι ιέρειες εκπροσωπώντας όλες τις άλλες γυναίκες. Σε άλλους λαούς ο εταιρισμός κατάγεται από τη σεξουαλική ελευθερία που παραχωρείται στα κορίτσια πριν από το γάμο -πρόκειται δηλαδή επίσης για υπόλειμμα του ομαδικού γάμου, μονάχα που έφτασε σ’ εμάς από άλλο δρόμο.

 Με την εμφάνιση των περιουσιακών διαφορών, επομένως στην ανώτερη κιόλας βαθμίδα της βαρβαρότητας, εμφανίζεται σποραδικά η μισθωτή εργασία πλάι στην εργασία των δούλων και ταυτόχρονα, σαν το αναγκαίο συνακόλουθό της, η επαγγελματική πορνεία ελεύθερων γυναικών πλάι στην αναγκαστική έκδοση της δούλης. Έτσι, η κληρονομιά που άφησε στον πολιτισμό ο ομαδικός γάμος έχει δυο όψεις, όπως και το καθετί που παράγει ο πολιτισμός έχει δυο πλευρές, είναι διφορούμενο, διασπασμένο, αντιφατικό: εδώ η μονογαμία, εκεί ο εταιρισμός μαζί με την ακρότατη μορφή του, την πορνεία.

Ο εταιρισμός είναι ακριβώς ένας κοινωνικός θεσμός όπως οποιοσδήποτε άλλος. Συνεχίζει την παλιά σεξουαλική ελευθερία -υπέρ των αντρών. Στην πραγματικότητα, οι κυρίαρχες τάξεις δεν τον ανέχονται μονάχα, αλλά και συμμετέχουν ανοιχτά σ’ αυτόν, ενώ τον καταδικάζουν στα λόγια. Όμως, στην πραγματικότητα, η καταδίκη αυτή δεν αφορά καθόλου τους άντρες που συμμετέχουν σ’ αυτόν, αλλά μονάχα τις γυναίκες: Αυτές προγράφονται και εξοστρακίζονται από την κοινωνία, για να διακηρυχτεί έτσι άλλη μια φορά σαν θεμελιακός νόμος της κοινωνίας η απόλυτη κυριαρχία των αντρών πάνω στο γυναικείο φύλο.

Έτσι όμως αναπτύσσεται μια δεύτερη αντίθεση μέσα στην ίδια τη μονογαμία. Πλάι στο σύζυγο, που ομορφαίνει τη ζωή του με τον εταιρισμό, βρίσκεται η παραμελημένη σύζυγος. Και δεν μπορεί κανείς να έχει τη μια πλευρά της αντίθεσης χωρίς την άλλη, ακριβώς όπως δεν έχει κανείς πια στο χέρι του ολόκληρο το μήλο άμα φάει το μισό. Φαίνεται όμως ότι δεν ήταν αυτή η γνώμη των αντρών, ώσπου τους έβαλαν μυαλό οι γυναίκες τους. Με τη μονογαμία εμφανίζονται δυο μόνιμες κοινωνικές χαρακτηριστικές φυσιογνωμίες που ήταν άγνωστες πριν: ο μόνιμος εραστής της γυναίκας και ο κερατάς.

Οι άντρες είχαν νικήσει τις γυναίκες, αλλά οι νικημένες ανάλαβαν μεγαλόψυχα να στεφανώσουν τους νικητές. Πλάι στη μονογαμία και στον εταιρισμό, η μοιχεία έγινε αναπόφευκτος κοινωνικός θεσμός -που απαγορευόταν, που τιμωρούνταν σκληρά, αλλά που δεν μπορούσε να ξεριζωθεί. Η βεβαιότητα για την πατρότητα των παιδιών στηριζόταν όπως και πριν το πολύ-πολύ σε ηθική πεποίθηση, και για να λύσει την άλυτη αντίφαση, ο ναπολεόντειος κώδικας όριζε με το άρθρο 312: «L’enfant conçu pendant le mariage a pour père le mari», δηλαδή «το παιδί που η σύλληψή του έγινε κατά τη διάρκεια του γάμου έχει πατέρα το σύζυγο.» Αυτό είναι το τελικό αποτέλεσμα τριών χιλιάδων χρόνων μονογαμίας.

Έτσι, στις περιπτώσεις που η μονογαμική οικογένεια μένει πιστή στην ιστορική της προέλευση και όπου εκφράζεται καθαρά ο πόλεμος ανάμεσα στον άντρα και τη γυναίκα εξαιτίας της αποκλειστικής κυριαρχίας του άντρα, έχουμε σε μικρογραφία την εικόνα των ίδιων αντιθέσεων και αντιφάσεων μέσα στις οποίες κινείται από την εμφάνιση του πολιτισμού η διασπασμένη σε τάξεις κοινωνία, χωρίς να μπορεί να τις λύσει και να τις ξεπεράσει. Μιλώ φυσικά εδώ μονάχα για εκείνες τις περιπτώσεις της μονογαμίας όπου η συζυγική ζωή κυλά πραγματικά σύμφωνα με τη συνταγή του αρχικού χαρακτήρα όλου του θεσμού, όπου όμως η γυναίκα επαναστατεί ενάντια στην κυριαρχία του άντρα. Ότι δεν είναι τέτοιοι όλοι οι γάμοι, το ξέρει καλύτερα απ’ όλους ο γερμανός φιλισταίος, που δεν μπορεί να είναι καλύτερο αφεντικό στο σπίτι απ’ ό,τι είναι στο κράτος, και που γι’ αυτό η γυναίκα του δικαιωματικά φορά τα παντελόνια που δεν του αξίζουν εκείνου. Και όμως θαρρεί τον εαυτό του πολύ ανώτερο από το γάλλο ομοιοπαθή του που συχνότερα παθαίνει πολύ χειρότερα.

Άλλωστε, η μονογαμική οικογένεια καθόλου δεν εμφανίζεται παντού και πάντα με την κλασικά ωμή μορφή που είχε στους Έλληνες. Στους Ρωμαίους, που σαν μελλοντικοί κοσμοκατακτητές έβλεπαν πιο μακριά, αν και λιγότερο λεπτά από τους Έλληνες, οι γυναίκες ήταν πιο ελεύθερες και τις σέβονταν περισσότερο. Ο Ρωμαίος θεωρούσε τη συζυγική πίστη αρκετά εγγυημένη με το δικαίωμα ζωής και θανάτου που είχε πάνω στη γυναίκα του. Επίσης, αν ήθελε, μπορούσε εδώ η γυναίκα, ακριβώς όπως και ο άντρας, να λύσει το γάμο.

Ωστόσο, η μεγαλύτερη πρόοδος στην εξέλιξη της μονογαμίας έγινε αναμφισβήτητα με την είσοδο των Γερμανών στην ιστορία και μάλιστα γιατί τότε σ’ αυτούς, ίσως εξαιτίας της φτώχειας τους, η μονογαμία δεν φαίνεται ακόμα να είχε ολοκληρωτικά εξελιχθεί από το ζευγαρωτό γάμο. Το συμπεραίνουμε αυτό από τρία περιστατικά που αναφέρει ο Τάκιτος:

 Πρώτα, παρ’ όλη την ιερότητα του γάμου -«αρκούνται σε μια γυναίκα, οι γυναίκες ζουν περιφραγμένες με την αγνότητα»(36) – ίσχυε ωστόσο η πολυγαμία για τους προύχοντες και τους φύλαρχους της φυλής, δηλαδή μια κατάσταση παρόμοια με την κατάσταση των Αμερικανών, όπου ίσχυε ο ζευγαρωτός γάμος.

Δεύτερο, το πέρασμα από το μητρικό στο πατρικό δίκαιο μπορούσε να έχει γίνει μόλις λίγο καιρό πριν, γιατί ο αδερφός της μητέρας -ο πλησιέστερος άντρας συγγενής του γένους κατά το μητρικό δίκαιο- θεωρείτο ακόμα σχεδόν κοντινότερος συγγενής κι από τον ίδιο τον πατέρα, πράγμα που αντιστοιχεί επίσης στην άποψη των Ινδιάνων της Αμερικής, όπου ο Μαρξ, όπως έλεγε συχνά, βρήκε το κλειδί για την κατανόηση της δικής μας αρχέγονης εποχής.

Και τρίτο, οι Γερμανοί εκτιμούσαν πολύ τις γυναίκες, που είχαν μεγάλη επιρροή και στις δημόσιες υποθέσεις, πράγμα που βρίσκεται σε άμεση αντίθεση με τη μονογαμική κυριαρχία του άντρα. Όλα αυτά σχεδόν είναι πράγματα όπου οι Γερμανοί συμφωνούν με τους Σπαρτιάτες, οι οποίοι, όπως είδαμε, δεν είχαν επίσης ξεπεράσει ακόμα ολοκληρωτικά το ζευγαρωτό γάμο. Κι απ’ αυτή την άποψη επίσης με τους Γερμανούς κυριάρχησε στον κόσμο ένα ολότελα καινούργιο στοιχείο.

Η νέα μονογαμία που αναπτύχθηκε τώρα από την ανάμειξη των λαών πάνω στα ερείπια του ρωμαϊκού κόσμου, έντυσε την κυριαρχία του άντρα με πιο απαλές μορφές και έδωσε στη γυναίκα, εξωτερικά τουλάχιστον, πολύ πιο τιμημένη και ελεύθερη θέση, τέτοια που δεν γνώρισε ποτέ η κλασική αρχαιότητα. Έτσι, δόθηκε για πρώτη φορά η δυνατότητα να μπορέσει ν’ αναπτυχθεί από τη μονογαμία -μέσα της, πλάι της και ενάντια της, ανάλογα κάθε φορά- η πιο μεγάλη ηθική πρόοδος που της χρωστάμε: ο σύγχρονος ατομικός σεξουαλικός έρωτας, που ήταν άγνωστος σ’ όλο τον προηγούμενο κόσμο.

Η πρόοδος όμως αυτή ξεπήδησε σίγουρα από το γεγονός ότι οι Γερμανοί ζού-σαν ακόμα στην περίοδο της ζευγαρωτής οικογένειας και μετέφεραν στη μονογα-μία, όσο ήταν αυτό δυνατό, τη θέση που είχε η γυναίκα στο ζευγαρωτό γάμο. Δεν ξεπήδησε καθόλου από τη μυθική, θαυμαστή, φυσική καθαρότητα των ηθών των Γερμανών, που περιορίζεται στο ότι ο ζευγαρωτός γάμος στην πραγματικότητα δεν κινείται μέσα στις ίδιες έντονες ηθικές αντιθέσεις όπως η μονογαμία. Αντίθετα, οι Γερμανοί στις μεταναστεύσεις τους, ιδίως προς τα νοτιοανατολικά, στους νομάδες που ζούσαν στις στέπες της Μαύρης Θάλασσας, ξέπεσαν πολύ ηθικά και εκτός από τις ιππευτικές τέχνες που μάθαν απ’ αυτούς, απέκτησαν και άσχημα παρά φύση ελαττώματα, πράγμα που το μαρτυρεί ρητά ο Αμμιανός για τους Ταϊφάλους και ο Προκόπιος για τους Ερούλους.

Αν όμως, από όλες τις γνωστές μορφές οικογένειας, η μονογαμία είναι η μορφή που μ’ αυτή μονάχα μπορούσε ν’ αναπτυχθεί ο σύγχρονος σεξουαλικός έρωτας, αυτό δεν σημαίνει ότι αποκλειστικά ή έστω και κυρίως σ’ αυτήν αναπτύχθηκε σαν έρωτας ανάμεσα στους συζύγους. Ολόκληρη η φύση της σταθερής μονογαμίας κάτω από την κυριαρχία του άντρα το αποκλείει αυτό. Σ’ όλες τις τάξεις που έδρασαν ιστορικά, δηλαδή σ’ όλες τις κυρίαρχες τάξεις, το συνοικέσιο έμεινε ό,τι ήταν από τον καιρό του ζευγαρωτού γάμου, υπόθεση συναλλαγής που την τακτοποιούσαν οι γονείς. Και η πρώτη μορφή του σεξουαλικού έρωτα που ιστορικά εμφανίζεται σαν πάθος, και μάλιστα σαν πάθος που ταιριάζει σε κάθε άνθρωπο (τουλάχιστον των κυρίαρχων τάξεων), σαν ανώτατη μορφή του γενετήσιου ενστίκτου -πράγμα που αποτελεί ακριβώς τον ιδιαίτερό του χαρακτήρα- αυτή η πρώτη του μορφή, ο ιπποτικός έρωτας του μεσαίωνα, δεν ήταν σε καμιά περίπτωση συζυγική αγάπη. Αντίθετα. Στην κλασική του μορφή, στους Προβηγκιανούς, τραβά με ολάνοιχτα πανιά προς τη μοιχεία και οι ποιητές τους την εξυμνούν.

Ο ανθός της προβηγκιανής ερωτικής ποίησης είναι τα άλμπας, τα γερμανικά τραγούδια της αυγής (Tagelieder). Περιγράφουν με φλογερά χρώματα πώς ο ιππότης βρίσκεται στο κρεβάτι της ωραίας του -της γυναίκας ενός άλλου- ενώ απέξω στέκει ο φύλακας που θα τον φωνάξει μόλις χαράξει η πρώτη αυγή (alba), ώστε να μπορέσει να ξεφύγει απαρατήρητος. Η σκηνή του αποχωρισμού αποτελεί τότε το αποκορύφωμα. Οι βόρειοι Γάλλοι όπως κι οι ενάρετοι Γερμανοί δέχτηκαν επίσης αυτό το είδος της ποίησης μαζί με τον αντίστοιχο τρόπο του ιπποτικού έρωτα, και ο παλιός μας Βόλφραμ φον Έσενμπαχ άφησε γι’ αυτό ακριβώς το ελκυστικό θέμα τρία θαυμάσια τραγούδια της αυγής, που τα προτιμώ από τα τρία του μεγάλα ηρωικά ποιήματα.

Το αστικό συνοικέσιο της εποχής μας είναι δυο λογιών. Στις καθολικές χώρες εξακολουθούν οι γονείς να προμηθεύουν μια ταιριαστή νύφη στο νεαρό γιο του αστού, και η συνέπεια, φυσικά, είναι η πληρέστερη ανάπτυξη της αντίφασης που περικλείνει η μονογαμία: άφθονος εταιρισμός από την πλευρά του άντρα, πλούσια μοιχεία από την πλευρά της γυναίκας. Και όπως φαίνεται, η καθολική εκκλησία κατάργησε το διαζύγιο μόνο γιατί είχε πειστεί ότι για τη μοιχεία, όπως και για το θάνατο, δεν φυτρώνει κανένα βότανο που να χρησιμεύει σαν αντίδοτο.

Στις προτεσταντικές χώρες, αντίθετα, ο κανόνας είναι να επιτρέπεται στο γιο του αστού να διαλέγει, με κάποια ελευθερία, μια γυναίκα από την τάξη του, κι έτσι μπορεί να υπάρχει στη βάση του γάμου ένας ορισμένος βαθμός αγάπης, που για λόγους αξιοπρέπειας προϋποτίθεται πάντα, πράγμα που αντιστοιχεί στην προτεσταντική υποκρισία. Εδώ ο εταιρισμός από την πλευρά του άντρα γίνεται πιο κοιμισμένα και η μοιχεία της γυναίκας αποτελεί λιγότερο τον κανόνα. Επειδή όμως σε κάθε είδους γάμο οι άνθρωποι μένουν ό,τι ήταν πριν από το γάμο, και επειδή οι αστοί των προτεσταντικών χωρών συνήθως είναι φιλισταίοι, αυτή η προτεσταντική μονογαμία, ακόμα κι αν την πάρουμε στο μέσο όρο των καλύτερων περιπτώσεων, καταφέρνει μονάχα να φτάσει σε μια συζυγική κοινότητα, όπου βαραίνει πάνω της σαν μολύβι η ανία που την ονομάζουν οικογενειακή ευτυχία.

Ο καλύτερος καθρέφτης γι’ αυτές τις δυο μεθόδους γάμου είναι το μυθιστόρημα, για τον καθολικό τρόπο το γαλλικό, για τον προτεσταντικό το γερμανικό. Και στα δυο «παίρνει»: στο γερμανικό ο νέος το κορίτσι, στο γαλλικό ο σύζυγος τα κέρατα. Δεν είναι πάντα ξεκάθαρο ποιος από τους δυο την έχει χειρότερα. Γι’ αυτό, στο γάλλο αστό η ανία του γερμανικού μυθιστορήματος προκαλεί ακριβώς την ίδια ανατριχίλα όπως η «ανηθικότητα» του γαλλικού μυθιστορήματος στο γερμανό φιλισταίο. Αν και τελευταία, από τότε που «το Βερολίνο γίνεται μεγαλούπολη», το γερμανικό μυθιστόρημα αρχίζει να κάνει κάπως λιγότερο το ντροπαλό για τον εταιρισμό και τη μοιχεία, που από καιρό είναι γνωστά εκεί.

Και στις δυο περιπτώσεις, όμως, ο γάμος καθορίζεται από την ταξική θέση των συμβαλλομένων, και έτσι είναι πάντα γάμος συναλλαγής. Αυτός ο γάμος συναλλαγής και στις δυο περιπτώσεις μετατρέπεται αρκετά συχνά στην πιο ωμή πορνεία -πολλές φορές και από τις δυο μεριές, πολύ συνηθέστερα από την πλευρά της γυναίκας, που ξεχωρίζει από τη συνηθισμένη παλλακίδα μόνο στο ότι δεν νοικιάζει το κορμί της σαν μεροκαματιάρισσα με το κομμάτι, αλλά το πουλάει μια και καλή στη σκλαβιά. Και για όλους τους γάμους συναλλαγής ισχύουν τα λόγια του Φουριέ: «Όπως στη γραμματική δυο αρνήσεις κάνουν μια κατάφαση, έτσι και στη γαμήλια  ηθική δυο πορνείες περνάνε για μια αρετή.» (37)

Ο σεξουαλικός έρωτας για τη γυναίκα γίνεται και μπορεί να γίνει πραγματικός κανόνας μονάχα στις καταπιεζόμενες τάξεις, δηλαδή σήμερα στο προλεταριάτο -αδιάφορο αν η σχέση αυτή είναι επισημοποιημένη ή όχι. Εδώ όμως έχουν παραμεριστεί όλες οι βάσεις της κλασικής μονογαμίας. Εδώ λείπει κάθε ιδιοκτησία, που για τη διατήρηση και την κληροδότησή της δημιουργήθηκε ακριβώς η μονογαμία και η κυριαρχία του άντρα, εδώ συνεπώς λείπει επίσης κάθε παρότρυνση, για να επιβληθεί η κυριαρχία του άντρα. Κάτι παραπάνω, λείπουν και τα μέσα.

Το αστικό δίκαιο, που προστατεύει αυτή την κυριαρχία, υπάρχει μόνο για τους πλούσιους και για τις σχέσεις τους με τους προλετάριους. Κοστίζει χρήματα και γι’ αυτό, εξαιτίας της φτώχειας, δεν παίζει κανένα ρόλο στις σχέσεις του εργάτη με τη γυναίκα του. Εδώ αποφασίζουν εντελώς άλλες προσωπικές και κοινωνικές συνθήκες. Και χώρια απ’ αυτό, από τότε που η μεγάλη βιομηχανία μετέθεσε τη γυναίκα από το σπίτι στην αγορά της εργασίας και στο εργοστάσιο, και που αρκετά συχνά την κάνει να είναι αυτή που συντηρεί την οικογένεια, αφαιρέθηκε κάθε έδαφος για το τελευταίο υπόλειμμα της κυριαρχίας του άντρα στο σπίτι των προλετάριων, εκτός ίσως από ένα μέρος της βαναυσότητας απέναντι στις γυναίκες που έχει ριζώσει από τον καιρό της εισαγωγής της μονογαμίας.

Έτσι, η οικογένεια του προλετάριου δεν είναι πια μονογαμική με την αυστηρή έννοια, ακόμα και στην περίπτωση της πιο θερμής αγάπης και της σταθερότερης πίστης και των δύο, και παρ’ όλη την ενδεχόμενη εκκλησιαστική και κοσμική ευλογία. Γι’ αυτό και οι αιώνιοι συνοδοί της μονογαμίας, ο εταιρισμός και η μοιχεία, παίζουν εδώ μηδαμινό σχεδόν ρόλο. Η γυναίκα έχει ουσιαστικά ξαναποκτήσει το δικαίωμα του διαζυγίου, και όταν δεν μπορούν να συνεννοηθούν ο άντρας και η γυναίκα, προτιμούν να τραβήξει ο καθένας το δρόμο του. Κοντολογίς, ο γάμος των προλετάριων είναι μονογαμικός στην ετυμο-λογική έννοια της λέξης, καθόλου όμως στην ιστορική της έννοια.

Οι νομικοί μας βρίσκουν, βέβαια, ότι η πρόοδος της νομοθεσίας αφαιρεί όλο και περισσότερο από τις γυναίκες κάθε λόγο για παράπονα. Τα σύγχρονα πολιτισμένα νομοθετικά συστήματα αναγνωρίζουν όλο και περισσότερο πρώτα ότι ο γάμος, για να είναι έγκυρος, πρέπει ν’ αποτελεί μια συμφωνία που την έκλεισαν εθελοντικά και τα δυο μέρη, και δεύτερο, ότι και κατά τη διάρκεια του γάμου και οι δυο συμβαλλόμενοι πρέπει να έχουν τα ίδια δικαιώματα και τα ίδια καθήκοντα ο ένας απέναντι στον άλλον. Αν λοιπόν εφαρμόζονταν με συνέπεια οι δυο αυτές απαιτήσεις, τότε οι γυναίκες θα είχαν όλα όσα μπορούν να ζητήσουν.

Αυτή η γνήσια νομική επιχειρηματολογία είναι ακριβώς η ίδια που χρησιμοποιεί ο ριζοσπάστης δημοκράτης αστός για να συστήσει στον προλετάριο να κάτσει φρόνιμα. Η σύμβαση εργασίας πρέπει να είναι μια συμφωνία που κλείνεται εθελοντικά και από τα δυο μέρη. Θεωρείται, όμως, εθελοντική μόλις ο νόμος διακηρύξει στα χαρτιά ότι τα δύο μέρη είναι ίσα. Η εξουσία, που η διαφορετική ταξική θέση δίνει στο ένα μέρος, η πίεση που ασκεί πάνω στο άλλο μέρος -η πραγματική οικονομική θέση και των δυο- αυτά δεν ενδιαφέρουν το νόμο. Και κατά τη διάρκεια της σύμβασης εργασίας θεωρούνται πάλι τα δυο μέρη ισότιμα, όσο το ένα ή το άλλο δεν έχει ρητά παραιτηθεί. Για το γεγονός ότι η οικονομική κατάσταση αναγκάζει τον εργάτη να παραιτηθεί ακόμα και από το τελευταίο ίχνος ισοτιμίας, γι’ αυτό πάλι δεν φταίει καθόλου ο νόμος.

Σχετικά με το γάμο, ο νόμος, ακόμα και ο πιο προοδευτικός, ικανοποιείται ολόπλευρα μόλις οι συμβαλλόμενοι εκφράσουν τυπικά στο πρωτόκολλο την ελεύθερη συγκατάθεσή τους. Για το τι συμβαίνει πίσω από τα νομικά παρασκήνια, εκεί όπου διαδραματίζεται η πραγματική ζωή, για το πώς προκύπτει αυτή η ελεύθερη συγκατάθεση, γι’ αυτό δεν μπορούν να νοιάζονται ο νόμος και ο νομικός. Και όμως, η πιο απλή σύγκριση δικαίου θα έπρεπε να δείξει εδώ στο νομικό, τι γίνεται σχετικά μ’ αυτή την ελεύθερη συγκατάθεση.

Στις χώρες όπου εξασφαλίζεται νομικά στα παιδιά ένα υποχρεωτικό μερίδιο από την περιουσία του γονιού, όπου δηλαδή δεν μπορούν να τα αποκληρώσουν -στη Γερμανία, στις χώρες του γαλλικού δικαίου κ.λπ.- τα παιδιά δεσμεύονται από τη συγκατάθεση των γονιών για το γάμο τους. Στις χώρες του αγγλικού δικαίου, όπου δεν απαιτείται από το νόμο η συγκατάθεση των γονιών για το γάμο, έχουν και οι γονείς πλήρη ελευθερία διάθεσης της περιουσίας τους, μπορούν όσο θέλουν ν’ αποκληρώνουν τα παιδιά τους. Είναι λοιπόν φα-νερό πως παρ’ όλα αυτά, και ακριβώς γι’ αυτά, η ελευθερία του γάμου στις τάξεις όπου υπάρχει κάτι να κληρονομηθεί, πραγματικά δεν είναι ούτε κατά διάνοια μεγαλύτερη στην Αγγλία και την Αμερική, απ’ ό,τι είναι στη Γαλλία και τη Γερμανία.

Τα πράγματα δεν είναι καλύτερα σχετικά με τη νομική ισοτιμία του άντρα και της γυναίκας στο γάμο. Η νομική ανισότητα των δυο, που την κληρονομήσαμε από προηγούμενες κοινωνικές καταστάσεις, δεν είναι η αιτία, αλλά το αποτέλεσμα της οικονομικής καταπίεσης της γυναίκας. Στο παλιό κομμουνιστικό νοικοκυριό, που περιλάμβανε πολλά αντρόγυνα και τα παιδιά τους, η διεύθυνση του νοικοκυριού, που είχε ανατεθεί στις γυναίκες, ήταν εξίσου δημόσιο, κοινωνικά αναγκαίο λειτούργημα όπως και η εξεύρεση μέσων διατροφής από τους άντρες.

Με την πατριαρχική οικογένεια, και ακόμα περισσότερο με τη μονογαμική ξεχωριστή οικογένεια, άλλαξαν τα πράγματα. Η διεύθυνση του νοικοκυριού έχασε το δημόσιο χαρακτήρα της. Έπαψε να ενδιαφέρει την κοινωνία. Έγινε ιδιωτική υπηρεσία. Η γυναίκα, παραμερισμένη από τη συμμετοχή στην κοινωνική παραγωγή, έγινε η πρώτη υπηρέτρια. Μονάχα η μεγάλη βιομηχανία της εποχής μας της άνοιξε ξανά το δρόμο προς την κοινωνική παραγωγή – και πάλι μόνο στην προλετάρισσα. Ωστόσο, όσο είναι υποχρεωμένη να εκπληρώνει τα καθήκοντά της στην ιδιωτική υπηρεσία της οικογένειας, παραμένει αποκλεισμένη από την κοινωνική παραγωγή και δεν μπορεί να κερδίζει τίποτα. Αν θέλει να πάρει μέρος στην κοινωνική εργασία και να βγάλει το ψωμί της ανεξάρτητα, δεν είναι σε θέση να εκπληρώνει τα οικογενειακά της καθήκοντα. Κι όπως στο εργοστάσιο, το ίδιο συμβαίνει στη γυναίκα σε όλους τους κλάδους εργασίας ως την ιατρική και τη δικηγορική.

Η σύγχρονη ξεχωριστή οικογένεια είναι θεμελιωμένη πάνω στην ανοιχτή ή καλυμμένη σπιτική σκλαβιά της γυναίκας, και η σύγχρονη κοινωνία είναι μια μάζα που τα μόριά της αποτελούνται μονάχα από μεμονωμένες οικογένειες. Ο άντρας, στη μεγάλη πλειοψηφία των περιπτώσεων, πρέπει σήμερα να είναι ο βιοπαλαιστής, ο τροφοδότης της οικογένειας, τουλάχιστον στις ιδιοκτήτριες τάξεις, και αυτό του δίνει μια κυριαρχική θέση, που δεν έχει ανάγκη από κανένα έκτακτο νομικό προνόμιο. Μέσα στην οικογένεια, ο άντρας είναι ο αστός, η γυναίκα εκπροσωπεί το προλεταριάτο.

Στο βιομηχανικό κόσμο, ωστόσο, ο ειδικός χαρακτήρας της οικονομικής καταπίεσης που βαραίνει πάνω στο προλεταριάτο φαίνεται σ’ όλη του την οξύτητα, μόνο αφού παραμεριστούν όλα τα νομικά ειδικά προνόμια της τάξης των καπιταλιστών και αποκατασταθεί η πλήρης νομική ισοτιμία των δυο τάξεων. Η δημοκρατία δεν αναιρεί την αντίθεση των δυο τάξεων, αντίθετα, προσφέρει ίσα-ίσα το έδαφος όπου με την πάλη λύνεται η αντίθεση αυτή. Το ίδιο επίσης θα φωτιστούν πέρα για πέρα ο ιδιόμορφος χαρακτήρας της κυριαρχίας του άντρα πάνω στη γυναίκα στη σύγχρονη οικογένεια και η ανάγκη, καθώς και ο τρόπος, της δημιουργίας μιας πραγματικής κοινωνικής ισοτιμίας και των δυο, μόλις θα είναι και οι δυο νομικά εντελώς ισότιμοι. Θα φανεί τότε ότι η απελευθέρωση της γυναίκας έχει για πρώτη προϋπόθεση την επανεισαγωγή ολόκληρου του γυναικείου φύλου στην κοινωνική εργασία και ότι αυτό πάλι απαιτεί να πάψει η ξεχωριστή οικογένεια να είναι οικονομική μονάδα της κοινωνίας.

Έχουμε επομένως τρεις κύριες μορφές του γάμου, που σε γενικές γραμμές αντιστοιχούν στα τρία κύρια στάδια της ανθρώπινης εξέλιξης. Για την άγρια κατάσταση τον ομαδικό γάμο, για τη βαρβαρότητα το ζευγαρωτό γάμο, για τον πολιτισμό τη μονογαμία, συμπληρωμένη με τη μοιχεία και την πορνεία. Ανάμεσα στο ζευγαρωτό γάμο και τη μονογαμία μπαίνει, στην ανώτερη βαθμίδα της βαρβαρότητας, η κυριαρχία των αντρών πάνω στις δούλες και η πολυγαμία.

Όπως απέδειξε όλη η περιγραφή μας, η πρόοδος που φανερώνεται σ’ αυτή τη σειρά, συνδέεται με την ιδιομορφία ότι από τις γυναίκες όλο και περισσότερο αφαιρείται η σεξουαλική ελευθερία του ομαδικού γάμου, όχι όμως και από τους άντρες. Και πραγματικά, εξακολουθεί και σήμερα ακόμα να υπάρχει ουσιαστικά ομαδικός γάμος για τους άντρες. Εκείνο που στη γυναίκα είναι έγκλημα και συνεπάγεται βαριές νομικές και κοινωνικές συνέπειες, θεωρείται για τον άντρα τιμητικό ή, στη χειρότερη περίπτωση, ελαφρό ηθικό ψεγάδι, που το έχει κανείς μ’ ευχαρίστηση.

Όσο περισσότερο όμως στην εποχή μας ο πατροπαράδοτος εταιρισμός μεταμορφώνεται από την κεφαλαιοκρατική εμπορευματική παραγωγή και προσαρμόζεται σ’ αυτήν, όσο περισσότερο μετατρέπεται σε απροκάλυπτη πορνεία, τόσο περισσότερο με την επίδρασή του διαφθείρει. Και μάλιστα διαφθείρει τους άντρες πολύ περισσότερο από τις γυναίκες. Η πορνεία εξευτελίζει μονάχα τις δυστυχισμένες εκείνες γυναίκες που ξέπεσαν σ’ αυτήν, κι αυτές ακόμα όχι στο βαθμό που συνήθως νομίζουμε. Αντίθετα, εξευτελίζει το χαρακτήρα ολόκληρου του αντρικού κόσμου. Ιδιαίτερα, ένας αρραβώνας που παρατείνεται πολύ, στις εννιά από τις δέ-κα περιπτώσεις, αποτελεί πραγματική προπαίδεια για τη συζυγική απιστία.

Τώρα τραβάμε προς μια κοινωνική επανάσταση, όπου οι ως τώρα οικονομικές βάσεις της μονογαμίας θα εξαφανιστούν με την ίδια βεβαιότητα που θα εξαφανιστούν και οι βάσεις του συμπληρώματός της, της πορνείας. Η μονογαμία δημιουργήθηκε από τη συγκέντρωση μεγάλου πλούτου στα χέρια ενός -και μάλιστα στα χέρια ενός άντρα-και από την ανάγκη να κληρονομηθούν αυτά τα πλούτη από τα παιδιά αυτού του άντρα και κανενός άλλου. Γι’ αυτό ήταν αναγκαία η μονογαμία της γυναίκας και όχι του άντρα, έτσι που αυτή η μονογαμία της γυναίκας δεν εμπόδιζε καθόλου την ανοιχτή ή καλυμμένη πολυγαμία του άντρα. Η επικείμενη όμως κοινωνική ανατροπή, με τη μετατροπή τουλάχιστον του άπειρα μεγαλύτερου μέρους από το μόνιμο κληρονομήσιμο πλούτο των μέσων παραγωγής-σε κοινωνική ιδιοκτησία, θα περιορίσει στο ελάχιστο όλη αυτή την έγνοια για την κληρονομιά. Αφού λοιπόν η μονογαμία γεννήθηκε από οικονομικές αιτίες, θα εξαφανιστεί όταν εξαφανιστούν αυτές οι αιτίες;

Θα μπορούσε κανείς με το δίκιο του ν’ απαντήσει ότι όχι μόνο δεν θα εξαφανιστεί, αλλά αντίθετα μόνο τότε θα πραγματοποιηθεί πέρα για πέρα. Γιατί με τη μετατροπή των μέσων παραγωγής σε κοινωνική ιδιοκτησία εξαφανίζεται και η μισθωτή εργασία, το προλεταριάτο, επομένως και η ανάγκη για έναν ορισμένο -που θα μπορούσε κανείς να τον υπολογίσει στατιστικά-αριθμό γυναικών να εκδίδονται για χρήματα. Η πορνεία εξαφανίζεται, η μονογαμία, αντί να χαθεί, γίνεται επιτέλους πραγματικότητα -και για τους άντρες.

Οπωσδήποτε λοιπόν θ’ αλλάξει πολύ η κατάσταση των αντρών. Αλλάζει όμως σημαντικά και η κατάσταση των γυναικών, όλων των γυναικών. Με το πέρασμα των μέσων παραγωγής σε κοινή ιδιοκτησία, παύει η ατομική οικογένεια να είναι η οικονομική μονάδα της κοινωνίας. Το ατομικό νοικοκυριό μετατρέπεται σε κοινωνικό λειτούργημα. Η περιποίηση και ανατροφή των παιδιών γίνεται δημόσια υπόθεση. Η κοινωνία φροντίζει ισότιμα για όλα τα παιδιά, είτε είναι παιδιά νόμιμου γάμου είτε νόθα. Έτσι παύει η έγνοια για τις «συνέπειες», που σήμερα αποτελεί το κυριότερο κοινωνικό -ηθικό και οικονομικό–στοιχείο, που εμποδίζει ένα κορίτσι να δοθεί ανεπιφύλακτα στον αγαπημένο της άντρα. Μήπως αυτό δεν θα αποτελεί αρκετή αιτία για να αναπτυχθούν σιγά-σιγά πιο ανυπόκριτες σεξουαλικές σχέσεις και μαζί μια πιο χαλαρή κοινή γνώμη για την παρθενική τιμή και τη γυναικεία ντροπή; Και τέλος, μήπως δεν είδαμε ότι στο σύγχρονο κόσμο η μονογαμία και η πορνεία είναι βέβαια αντιθέσεις, αλλά αχώριστες αντιθέσεις, πόλοι της ίδιας κοινωνικής κατάστασης; Μπορεί η πορνεία να εξαφανιστεί χωρίς να παρασύρει μαζί της στην άβυσσο και τη μονογαμία; (38)

Εδώ μπαίνει σε ενέργεια ένα καινούργιο στοιχείο, ένα στοιχείο που τον καιρό που διαμορφωνόταν η μονογαμία βρισκόταν το πολύ-πολύ σε εμβρυακή κατάσταση: ο ατομικός έρωτας.

Πριν από το μεσαίωνα δεν μπορεί να γίνεται λόγος για ατομικό έρωτα. Ότι η προσωπική ομορφιά, η στενή συναναστροφή, οι κοινές κλίσεις κ.λπ., ξυπνούσαν σε ανθρώπους διαφορετικού φύλου την επιθυμία για σεξουαλικές σχέσεις, ότι τόσο στους άντρες, όσο και στις γυναίκες, δεν ήταν τελείως αδιάφορο με ποιον θα είχαν αυτές τις στενότατες σχέσεις, αυτό είναι αυτονόητο.(39) Απ’ αυτό όμως ως το δικό μας έρωτα υπάρχει ακόμα ατέλειωτη απόσταση. Σ’ όλη την αρχαιότητα κλείνονται οι γάμοι από τους γονείς για τους ενδιαφερόμενους και αυτοί το δέχονται ήσυχα. Η ελάχιστη συζυγική αγάπη που γνωρίζει η αρχαιότητα δεν είναι καθόλου υποκειμενική κλίση, μα αντικειμενικό χρέος, όχι βάση, μα συνάρτηση του γάμου.

Ερωτικοί δεσμοί, με τη σύγχρονη έννοια, στην αρχαιότητα παρουσιάζονται μονάχα έξω από την επίσημη κοινωνία. Οι βοσκοί, που τις χαρές και τους καημούς του έρωτά τους μας τραγουδούν ο Θεόκριτος και ο Μόσχος, ο Δάφνις και η Χλόη του Λόγγου είναι όλοι δούλοι που δεν συμμετέχουν καθόλου στο κράτος, στη σφαίρα ζωής του ελεύθερου πολίτη. Εκτός όμως από τους δούλους βρίσκουμε ερωτικές περιπέτειες μονάχα σαν προϊόντα αποσύνθεσης του παλιού κόσμου που έδυε και με γυναίκες που επίσης βρίσκονται έξω από την επίσημη κοινωνία, με εταίρες, δηλαδή με ξένες ή απελεύθερες: στην Αθήνα αρχίζοντας από την παραμονή της δύσης της, στη Ρώμη την εποχή της αυτοκρατορίας. Αν παρουσιαζόταν πραγματικά έρωτας ανάμεσα σε ελεύθερους πολίτες και πολίτισσες, αυτό γινόταν μόνο με τη μοιχεία. Και στον κλασικό ερωτικό ποιητή της αρχαιότητας, στο γέρο Ανακρέοντα, ήταν τόσο αδιάφορος ο έρωτας με τη δική μας έννοια, που αδιαφορούσε ακόμα και για το φύλο του αγαπώμενου προσώπου.

Η δική μας σεξουαλική αγάπη διακρίνεται ουσιαστικά από την απλή σεξουαλική επιθυμία, τον έρωτα, των αρχαίων. Πρώτα, προϋποθέτει το αγαπημένο πρόσωπο να ανταποκρίνεται στην αγάπη. Και σ’ αυτό το σημείο, η γυναίκα είναι ίση με τον άντρα, ενώ στον αρχαίο έρωτα σε καμιά περίπτωση δεν τη ρωτούσαν πάντα.

Δεύτερο, η σεξουαλική αγάπη έχει ένα βαθμό έντασης και διάρκειας, που κάνει να φαίνεται και στα δυο μέρη η στέρηση και ο χωρισμός μεγάλη, αν όχι η μεγαλύτερη συμφορά. Για να έχει ο ένας τον άλλον, διακινδυνεύουν, παίζουν ακόμα και τη ζωή τους, πράγμα που στην αρχαιότητα παρουσιαζόταν το πολύ-πολύ στη μοιχεία. Και τέλος, αναπτύσσεται ένα καινούργιο ηθικό μέτρο για να κρίνουν τις σεξουαλικές σχέσεις, δεν ρωτάνε μονάχα: ήταν γαμήλιες ή όχι, αλλά και: ήταν προϊόν αμοιβαίας αγάπης ή όχι; Είναι αυτονόητο ότι η τύχη αυτού του νέου μέτρου στη φεουδαρχική και αστική πράξη δεν είναι καλύτερη από την τύχη όλων των άλλων μέτρων της ηθικής -το αγνοούν. Όμως και δεν του φέρονται και χειρότερα από τα άλλα. Το αναγνωρίζουν ακριβώς όπως και τ’ άλλα -στη θεωρία, στα χαρτιά. Και για την ώρα δεν μπορεί να ζητάει περισσότερα.

Ο μεσαίωνας ξαναρχίζει από εκεί όπου σταμάτησε η αρχαιότητα τα πρώτα βήματα της σεξουαλικής αγάπης, δηλαδή απ’ τη μοιχεία. Περιγράψαμε ήδη τον ιπποτικό έρωτα που δημιούργησε τα τραγούδια της αυγής. Από την αγάπη αυτή, που πάει να χαλάσει το γάμο, ως τον έρωτα που θα τον θεμελιώσει, υπάρχει ακόμα πολύ δρόμος που δεν τον πέρασαν ποτέ ολοκληρωτικά οι ιππότες.

Κι αν ακόμα περάσουμε από τους ελαφρόμυαλους ρωμανικούς λαούς στους ενάρετους Γερμανούς, βρίσκουμε στο έπος των Νιμπελούνγκεν ότι η Κρημχίλδη, αν και στα κρυφά δεν αγαπάει λιγότερο τον Ζίγκφριντ απ’ ό,τι την αγαπάει εκείνος, ωστόσο όμως στην ειδοποίηση του Γκούντερ ότι την έχει υποσχεθεί με όρκο σ’ έναν ιππότη, που δεν τον ονομάζει, απαντάει απλά: «Δεν είναι ανάγκη να με παρακαλάτε. Όπως με διατάξετε, έτσι θα είμαι πάντα. Αφέντη, αυτόν που μου δίνετε άντρα, θα τον αρραβωνιαστώ ευχαρίστως.» Δεν της περνάει ποτέ από το μυαλό ότι μπορεί εδώ να παρθεί καθόλου υπόψη η αγάπη της. Ο Γκούντερ ζητάει την Μπρουνχίλδη, ο Έτσελ την Κρημχίλδη, χωρίς να τις έχουν δει ποτέ. Το ίδιο στην «Γκούτρουν»(40), ο Ζίγκεμπαντ της Ιρλανδίας ζητάει τη Νορβηγίδα Ούτε, ο Χέτελ φαν Χέγκελινγκεν τη Χίλντε της Ιρλανδίας, τέλος ο Ζίγκφριντ του Μόρλαντ, ο Χάρτμουτ της Ορμανίας και ο Χέρβιγκ της Ζηλανδίας την Γκούτρουν. Και μονάχα εδώ παρουσιάζεται το γεγονός ότι αποφασίζει θεληματικά η Γκούτρουν να πάρει τον Χέρβιγκ.

Κατά κανόνα, τη νύφη του νεαρού πρίγκιπα διαλέγουν οι γονείς του, αν ζουν ακόμα, αλλιώς τη διαλέγει ο ίδιος με τη συμβουλή των μεγάλων τιμαριούχων, που σε όλες αυτές τις περιπτώσεις ο λόγος τους έχει μεγάλη βαρύτητα. Και δεν μπορεί να γίνει καθόλου διαφορετικά. Για τον ιππότη ή το βαρόνο, όπως και για τον ίδιο τον άρχοντα της χώρας, ο γάμος είναι πολιτική πράξη, μια ευκαιρία να μεγαλώσει την εξουσία του με νέες συμμαχίες. Αυτό που αποφασίζει είναι το συμφέρον του οίκου και όχι η επιθυμία του ατόμου. Πώς μπορούσε λοιπόν κάτω απ’ αυτούς τους όρους να λέει ο έρωτας την τελευταία λέξη στο ζήτημα του γάμου;

Δεν γινόταν διαφορετικά και με το συντεχνιακό αστό των μεσαιωνικών πόλεων.

Ακριβώς τα προνόμια που τον προστάτευαν, οι κωδικοποιημένες συντεχνιακές διατάξεις, τα τεχνητά σύνορα που τον χώριζαν νομικά εδώ από τις άλλες συντεχνίες, εκεί από τους ίδιους τους συντρόφους της συντεχνίας του, και από την άλλη, από τους τεχνίτες και τους καλφάδες (μαθητευόμενους), στένευαν κιόλας αρκετά τον κύκλο απ’ όπου μπορούσε να διαλέξει μια ταιριαστή σύζυγο. Και το ζήτημα, ποια ανάμεσά τους ήταν η πιο ταιριαστή, αυτό, μέσα σε τούτο το περίπλοκο σύστημα, το αποφάσιζε χωρίς άλλο όχι η ατομική του επιθυμία, αλλά το οικογενειακό συμφέρον.

Έτσι λοιπόν, στην ατέλειωτη πλειοψηφία των περιπτώσεων, ο γάμος έμεινε ως το τέλος του μεσαίωνα ό,τι ήταν από την αρχή, υπόθεση που δεν αποφασιζόταν από τους ενδιαφερόμενους. Στην αρχή, όταν γεννιόταν κανείς, ήταν κιόλας  παντρεμένος με μια ολόκληρη ομάδα του άλλου φύλου. Στις κατοπινές μορφές του ομαδικού γάμου επικρατούσε πιθανώς μια παρόμοια σχέση, μόνο που η ομάδα στένευε όλο και περισσότερο.

Στο ζευγαρωτό γάμο είναι κανόνας οι μητέρες να συμφωνούν τους γάμους των παιδιών τους. Κι εδώ επίσης αποφασίζουν οι υπολογισμοί για νέους συγγενικούς δεσμούς, που πρέπει να εξασφαλίσουν μια πιο στέρεη θέση για το νεαρό ζευγάρι στο γένος και στη φυλή. Κι όταν με την επικράτηση της ατομικής ιδιοκτησίας απέναντι στην κοινή ιδιοκτησία και με το ενδιαφέρον για την κληρονομιά κυριάρχησε το πατρικό δίκαιο και η μονογαμία, τότε πια ο γάμος εξαρτήθηκε για τα καλά από οικονομικούς υπολογισμούς. Η μορφή του γάμου ε-ξαγοράς εξαφανίζεται, στην ουσία όμως εξακολουθεί να εφαρμόζεται σ’ όλο και μεγαλύτερο βαθμό, έτσι ώστε όχι μόνο η γυναίκα, αλλά και ο άντρας αποκτάει μια τιμή -όχι ανάλογα με τις προσωπικές του ιδιότητες, αλλά ανάλογα με την περιουσία του. Ότι η αμοιβαία έλξη των ενδιαφερομένων θα έπρεπε να είναι ο επικρατέστερος λόγος του γάμου, αυτό από την αρχή κιόλας ήταν στην πράξη κάτι το πρωτάκουστο για τις κυρίαρχες τάξεις. Κάτι τέτοιο γινόταν το πολύ-πολύ στα μυθιστορήματα ή στις καταπιεζόμενες τάξεις που δεν λογαριάζονταν.

Αυτή ήταν η κατάσταση που βρήκε η κεφαλαιοκρατική παραγωγή, όταν από την εποχή των γεωγραφικών ανακαλύψεων, με το παγκόσμιο εμπόριο και τη μανιφακτούρα, ετοιμαζόταν για την κοσμοκρατορία. Θα νόμιζε κανείς ότι ο τρόπος αυτός του γάμου θα της ταίριαζε εξαιρετικά, και πραγματικά έτσι ήταν. Κι ωστόσο -η ειρωνεία της παγκόσμιας ιστορίας είναι ανεξάντλητη-η κεφαλαιοκρατική παραγωγή έμελλε να προκαλέσει το αποφασιστικό ρήγμα σ’ αυτόν. Μετατρέποντας όλα τα πράγματα σε εμπορεύματα, διέλυσε όλες τις κληρονομημένες πατροπαράδοτες σχέσεις, και στη θέση του κληρονομημένου εθίμου του ιστορικού δικαιώματος, έβαλε την αγορά και την πώληση, το «ελεύθερο» συμβόλαιο. Ο άγγλος νομικός Χ. Σ. Μέιν (41) πίστεψε ότι έκανε μια τεράστια ανακάλυψη λέγοντας ότι ολόκληρη η πρόοδός μας απέναντι στις περασμένες εποχές συνίσταται στο ότι έχουμε φτάσει from status to contract, από κληρονομικά παραδομένες σε ελεύθερα συμφωνημένες σχέσεις, πράγμα που στο βαθμό που είναι σωστό, αναφερόταν κιόλας στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο.(42)

Για τη σύναψη όμως συμβολαίων χρειάζονται άνθρωποι που να μπορούν να διαθέτουν ελεύθερα τα άτομά τους, τις πράξεις τους και την ιδιοκτησία τους, που είναι ισότιμοι ο ένας απέναντι στον άλλον. Και μια από τις κύριες δουλειές της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής ήταν ακριβώς να δημιουργήσει αυτούς τους «ελεύθερους» και «ίσους» ανθρώπους. Κι αν στην αρχή αυτό γινόταν ακόμα μόνο με μισοσυνειδητό τρόπο κι επιπλέον με θρησκευτική κάλυψη, ήταν όμως αυστηρά καθορισμένο από τη λουθηρανική και καλβινιστική μεταρρύθμιση ότι ο άνθρωπος τότε μόνο είναι πέρα για πέρα υπεύθυνος για τις πράξεις του, όταν τις έχει κάνει με απόλυτη ελευθερία βούλησης και ότι είναι ηθικό χρέος η αντίσταση σε κάθε βία που θέλει να επιβάλει ανήθικες πράξεις.

Πώς όμως ταίριαζαν αυτά με τον τρόπο που γίνονταν ως τώρα οι γάμοι; Ο γάμος κατά την αστική αντίληψη ήταν συμβόλαιο, νομική υπόθεση, και μάλιστα η σπουδαιότερη απ’ όλες τις υποθέσεις, γιατί αφορούσε το σώμα και το πνεύμα δυο ανθρώπων για όλη τους τη ζωή. Βέβαια, τυπικά το συμβόλαιο κλεινόταν τότε εθελοντικά, χωρίς τη συγκατάθεση των ενδιαφερομένων δεν γινόταν. Ήξεραν όμως παρά πολύ καλά πώς γινόταν η συγκατάθεση αυτή και ποιοι πραγματικά συμφωνούσαν το γάμο.

Αν όμως για όλα τα άλλα συμβόλαια χρειαζόταν πραγματικά ελεύθερη απόφαση, γιατί όχι και για τούτο; Δεν είχαν τάχα και οι δυο νέοι που θα ζευγαρώνονταν το δικαίωμα να διαθέτουν ελεύθερα τον εαυτό τους, το κορμί τους και τα όργανά τους; Δεν είχε γίνει μήπως του συρμού ο έρωτας με τον ιπποτισμό, και μήπως μπρος στον ιπποτικό έρωτα της μοιχείας, δεν ήταν η αγάπη των συζύγων η σωστή αστική μορφή; Μα αν ήταν καθήκον των συζύγων ν’ αγαπάει ο ένας τον άλλον, δεν ήταν το ίδιο επίσης χρέος των αγαπημένων να παντρεύονται μεταξύ τους και όχι με κανέναν άλλον; Δεν έστεκε τάχα πιο ψηλά αυτό το δικαίωμα των αγαπημένων από το δικαίωμα των γονιών, των συγγενών και των άλλων πατροπαράδοτων μεσιτών και προξενητάδων; Και μια που το δικαίωμα της ελεύθερης ατομικής εκλογής έμπαινε ανενόχλητα στην εκκλησία και στη θρησκεία, πώς ήταν δυνατό να σταματήσει μπρος στην αβάσταχτη απαίτηση της παλιότερης γενιάς να διαθέτει το κορμί, την ψυχή, την περιουσία, την ευτυχία και τη δυστυχία της νεότερης;

Τα προβλήματα αυτά ήταν φυσικό να τεθούν σε μια εποχή που χαλάρωναν όλοι οι παλιοί δεσμοί της κοινωνίας και κλονίζονταν όλες οι κληρονομημένες παραστάσεις. Ο κόσμος έγινε μεμιάς σχεδόν δέκα φορές πιο μεγάλος. Αντί για ένα τεταρτημόριο ενός ημισφαιρίου, όλη η γήινη σφαίρα βρισκόταν τώρα μπροστά στα μάτια των Δυτικοευρωπαίων που έσπευσαν να πάρουν στην κατοχή τους και τα άλλα εφτά τεταρτημόρια.

 Κι όπως έπεσαν τα παλιά στενά όρια της πατρίδας, έτσι έπεσαν και οι χιλιόχρονοι φραγμοί του πατροπαράδοτου μεσαιωνικού τρόπου σκέψης. Στον άνθρωπο ανοιγόταν τόσο προς τον εσωτερικό του όσο και τον εξωτερικό του κόσμο ένας άπειρα ευρύτερος ορίζοντας. Η αξία είχε η φήμη της τιμιότητας, η αξία είχε το τιμημένο συντεχνιακό προνόμιο, που κληροδοτιόταν από γενιά σε γενιά, για το νέο που τον καλούσαν τα πλούτη της Ινδίας, τα χρυσωρυχεία και τα αργυρωρυχεία του Μεξικού και του Ποτοσί; Ήταν η εποχή του περιπλανώμενου ιπποτισμού της αστικής τάξης. Είχε κι αυτή το ρομαντισμό της και τα ερωτικά της ονειροπολήματα, αλλά πάνω σε αστική βάση και σε τελική ανάλυση με αστικούς σκοπούς.

Έτσι συνέβηκε, λοιπόν, και η αστική τάξη που ανέβαινε, κυρίως στις προτεσταντικές χώρες, όπου συγκλονίστηκε περισσότερο το καθεστώς που υπήρχε, ν’ αναγνωρίζει όλο και περισσότερο την ελευθερία του συμβολαίου και για το γάμο και να την εφαρμόζει με τον τρόπο που περιγράψαμε παραπάνω. Ο γάμος έμεινε ταξικός γάμος, αλλά μέσα στα πλαίσια της τάξης παραχωρήθηκε στους συμβαλλόμενους ένας ορισμένος βαθμός ελευθερίας στην εκλογή. Και στα χαρτιά, στη θεωρία της ηθικής, καθώς και στην ποιητική περιγραφή, τίποτα δεν ήταν πιο ατράνταχτα θεμελιωμένο, όσο η ανηθικότητα κάθε γάμου που δεν βασίζεται σε αμοιβαίο έρωτα και σε πραγματικά ελεύθερη συμφωνία των συζύγων. Κοντολογίς, ο γάμος από έρωτα διακηρύχτηκε ανθρώπινο δικαίωμα και μάλιστα όχι μόνο droit de l’ homme (43) αλλά και κατ’ εξαίρεση droit de la femme.(44)

Όμως αυτό το δικαίωμα του ανθρώπου διαφέρει σ’ ένα σημείο από όλα τα άλλα λεγόμενα δικαιώματα του ανθρώπου. Ενώ τα άλλα στην πράξη περιορίζονταν στην κυρίαρχη τάξη, στην αστική τάξη, και για την καταπιεζόμενη τάξη, για το προλεταριάτο, εκμηδενίζονταν άμεσα ή έμμεσα, εδώ για άλλη μια φορά εκδηλώνεται η ειρωνεία της ιστορίας. Η κυρίαρχη τάξη εξακολουθεί να κυριαρχείται από τις γνωστές οικονομικές επιδράσεις κι έτσι μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις έχει να παρουσιάσει γάμους που έγιναν πραγματικά ελεύθερα, ενώ όπως είδαμε, οι τέτοιου είδους γάμοι είναι κανόνας στην τάξη που κυριαρχείται.

Η πλήρης ελευθερία στη σύναψη του γάμου μπορεί λοιπόν τότε μονάχα να πραγματοποιηθεί γενικά, όταν η κατάργηση της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής και των σχέσεων ιδιοκτησίας που δημιούργησε βγάλει από τη μέση όλους τους δευτερεύοντες οικονομικούς λόγους που και τώρα ακόμα επιδρούν τόσο πολύ στην εκλογή συζύγου. Τότε πια δεν μένει κανένα άλλο κίνητρο από την αμοιβαία έλξη.

Και επειδή ο σεξουαλικός έρωτας από τη φύση του είναι αποκλειστικός -αν και αυτή η αποκλειστικότητα πραγματοποιείται σήμερα πέρα για πέρα μονάχα στη γυναίκα-ο γάμος που βασίζεται στον έρωτα είναι από τη φύση του μονογαμικός. Είδαμε πόσο δίκιο είχε ο Μπάχοφεν που θεωρούσε την πρόοδο από τον ομαδικό στον ατομικό γάμο κυρίως σαν έργο των γυναικών. Στο ενεργητικό των αντρών μπαίνει μόνο η πρόοδος από το ζευγαρωτό γάμο στη μονογαμία. Και η πρόοδος αυτή σήμαινε ιστορικά την ουσιαστική επιδείνωση της θέσης των γυναικών και τη διευκόλυνση της απιστίας των αντρών.

 Όταν λοιπόν λείψουν και οι οικονομικοί λόγοι, που έκαναν τις γυναίκες να δέχονται αυτή τη συνηθισμένη απιστία των αντρών -η έγνοια για την ύπαρξή τους, κι ακόμα περισσότερο η έγνοια για το μέλλον των παιδιών-τότε η ισοτιμία της γυναίκας που θα επιτευχθεί μ’ αυτό τον τρόπο, κρίνοντας απ’ όλη την πείρα που έχουμε ως τώρα, μάλλον θα συντελέσει σε άπειρα πιο μεγάλο βαθμό, να γίνουν οι άντρες πραγματικά μονογαμικοί, παρά να γίνουν οι γυναίκες πολυαντρικές.

Αυτά όμως που θα χάσει οπωσδήποτε η μονογαμία είναι όλα τα χαρακτηριστικά που απέκτησε με την προέλευσή της από τις σχέσεις ιδιοκτησίας, και τα χαρακτηριστικά αυτά είναι πρώτα η κυριαρχία του άντρα και δεύτερο το άλυτο του γάμου. Η κυριαρχία του άντρα στο γάμο είναι απλή συνέπεια της οικονομικής του κυριαρχίας και πέφτει αυτόματα μαζί της. Το άλυτο του γάμου είναι εν μέρει συνέπεια της οικονομικής κατάστασης, μέσα στην οποία αναπτύχθηκε η μονογαμία, εν μέρει παράδοση από την εποχή που δεν καταλάβαιναν καλά ακόμα τη σχέση αυτής της οικονομικής κατάστασης με τη μονογαμία και την υπερέβαλλαν θρησκευτικά.

Σήμερα έχει κιόλας σπάσει από χίλιες μεριές. Αν είναι ηθικός μονάχα ο γάμος που βασίζεται στην αγάπη, το ίδιο παραμένει ηθικός μονάχα ο γάμος όπου εξακολουθεί να υπάρχει η αγάπη. Η διάρκεια όμως του ατομικού έρωτα διαφέρει πολύ από άτομο σε άτομο, ιδίως στους άντρες, κι ένα ουσιαστικό σταμάτημα της έλξης ή το παραμέρισμά της από μια καινούργια φλογερή αγάπη, κάνει ευεργετικό το χωρισμό, τόσο για τα δύο μέρη, όσο και για την κοινωνία. Πρέπει μόνο ν’ απαλλαγούν οι άνθρωποι από την ανάγκη να τσαλαβουτάνε μέσα από την άχρηστη λάσπη μιας δίκης διαζυγίου.

Αυτό λοιπόν που μπορούμε σήμερα να υποθέσουμε για τη ρύθμιση των σεξουαλικών σχέσεων ύστερα από το επικείμενο σάρωμα της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής, έχει κυρίως αρνητικό χαρακτήρα, περιορίζεται συνήθως σε ό,τι πρόκειται να λείψει. Τι θα προστεθεί όμως; Αυτό θα κριθεί, όταν αντρωθεί μια νέα γενιά, μια γενιά από άντρες, που ποτέ στη ζωή τους δεν θα έχουν βρεθεί στην ανάγκη ν’ αγοράσουν με λεφτά ή με άλλα κοινωνικά μέσα το δόσιμο μιας γυναίκας, και μια γενιά από γυναίκες, που ποτέ δεν θα έχουν βρεθεί στην ανάγκη να δοθούν σ’ έναν άντρα για κανένα άλλο λόγο εκτός από την αληθινή αγάπη, ούτε ν’ αρνηθούν το δόσιμο στον αγαπημένο τους από το φόβο μπρος στις οικονομικές συνέπειες. Όταν θα υπάρχουν αυτοί οι άνθρωποι, θα γράφουν στα παλιά τους τα παπούτσια αυτά που πιστεύουμε σήμερα ότι θα πρέπει να κάνουν. Θα φτιάξουν τη δική τους ζωή και τη δική τους αντίστοιχη κοινή γνώμη για τις πράξεις του καθενός και -τελεία και παύλα.

Ας γυρίσουμε ωστόσο στον Μόργκαν, από τον οποίο απομακρυνθήκαμε αρκετά. Η ιστορική έρευνα των κοινωνικών θεσμών που αναπτύχθηκαν στη διάρκεια της εποχής του πολιτισμού, ξεπερνάει τα πλαίσια του βιβλίου του. Γι’ αυτό η μοίρα της μονογαμίας σ’ αυτό το χρονικό διάστημα τον απασχολεί πολύ λίγο. Κι αυτός βλέπει στην παραπέρα διαμόρφωση της μονογαμικής οικογένειας μια πρόοδο, μια προσέγγιση στην πλήρη ισοτιμία των φύλων, χωρίς όμως να θεωρεί φτασμένο το σκοπό αυτό.

Όμως, λέει, «όταν παραδεχτούμε το γεγονός ότι η οικογένεια πέρασε τέσσερις διαδοχικές μορφές και βρίσκεται τώρα σε μια πέμπτη, τότε γεννιέται το ερώτημα, αν αυτή η μορφή μπορεί να είναι μόνιμη για το μέλλον. Η μόνη δυνατή απάντηση είναι ότι θα πρέπει να προχωράει όπως προχωράει η κοινωνία, ν’ αλλάζει στο βαθμό που αλλάζει η κοινωνία, ακριβώς όπως γινόταν ως τώρα. Είναι το δημιούργημα του κοινωνικού συστήματος και θα αντικαθρεφτίζει την κατάσταση της διαμόρφωσής του. Και επειδή η μονογαμική οικογένεια βελτιώθηκε από την αρχή του πολιτισμού, και πολύ αισθητά στη σύγχρονη εποχή, μπορεί κανείς τουλάχιστον να υποθέσει ότι είναι ικανή για παραπέρα τελειοποίηση ώσπου να φτάσουμε στην ισότητα των δυο φύλων. Αν στο μακρινό μέλλον η μονογαμική οικογένεια δεν θα είναι σε θέση να εκπληρώσει τις απαιτήσεις της κοινωνίας, είναι αδύνατο να πει κανείς από πριν η είδους θα είναι η διάδοχός της.» (45)

 

 

Σημειώσεις:

 

 

(1).Ο Ένγκελς χρησιμοποίησε για την εργασία του τα εξής βιβλία του Μακ Λέναν: Primi-tive marriage. An inquiry into the origin of the form of capture in marriage ceremonies. Εδιμβούργο 1865, Studies in ancient history comprising a reprint of “Primitive mar-riage. An inquiry into the origin of’ the form of capture in marriage ceremonies». Λον-δίνο 1876. Κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας της 4ης έκδοσης του βιβλίου Η κατα-γωγή της οικογένειας… (1892) μελέτησε ανάμεσα στ’ άλλα και τις νέες εκδόσεις του 1886 του τελευταίου αυτού βιβλίου του Μακ Λέναν στο Λονδίνο και στη Νέα Υόρκη (σημ. γερμ. σύντ.).

(2).( Βλέπε Backofen, Das Mutterrecht. Eine Untersuchung über die Gynaikokratie der alten Welt nach ihrer religiösen und rechtlichen Natur, Στουτγάρδη 1861 (σημ. γερμ. σύντ.). 29

(3).Πόσο λίγο ο Μπάχοφεν καταλάβαινε τι είχε ανακαλύψει ή μάλλον τι είχε μαντέψει, το αποδείχνει το γεγονός ότι χαρακτηρίζει αυτή την πρωτόγονη κατάσταση σαν εταιρισμό. Οι Έλληνες, όταν εισήγαγαν τη λέξη εταιρισμός, εννοούσαν μ’ αυτήν τις σχέσεις α-ντρών ανύπαντρων ή αντρών που ζούσαν σε μονογαμία με ανύπαντρες γυναίκες. Ο ε-ταιρισμός προϋποθέτει πάντα μια ορισμένη μορφή γάμου, που έξω απ’ αυτόν υπάρχει αυτή η σχέση και περικλείνει κιόλας, τουλάχιστον σαν δυνατότητα, την πορνεία. Με άλλη έννοια δεν χρησιμοποιήθηκε ποτέ η λέξη, και μ’ αυτή την έννοια τη μεταχειρίζομαι κι εγώ μαζί με τον Μόργκαν. τις εξαιρετικά σπουδαίες ανακαλύψεις του Μπάχοφεν τις μυστικοποιούν παντού απίστευτα, ξεκινώντας από την αυταπάτη του, ότι οι ιστορικά δημιουργημένες σχέσεις ανάμεσα στον άντρα και τη γυναίκα πηγάζουν από τις κάθε φορά θρησκευτικές παραστάσεις των ανθρώπων και όχι από τις πραγματικές συνθήκες της ζωής τους (σημ. του Ένγκελς).

(4) Ο Ζιρό-Τελόν αναφέρει αυτή τη δήλωση του Σοσίρ στο βιβλίο του Les origines du ma-riage et de la famille, Γενεύη και Παρίσι 1884, σελ. ΧV (σημ. γερμ. σύντ.).

(5) Ch. Letoumeau, L’évolution du mariage et de la famille, Παρίσι 1884, σελ. 41 (σημ. γερμ. σύντ.).

(6) Ο Ένγκελς αναφέρει την περικοπή του Εσπινάς σύμφωνα με το βιβλίο του Ζιρό-Τελόν, σελ. 518, όπου περιέχεται σαν παράρτημα ένα κομμάτι αυτής της μελέτης (σημ. γερμ. σύντ.).

(7)Τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες του 20ού αι. έγιναν σημαντικές μακροχρόνιες και συστηματικές μελέτες της ζωής των γοριλών, χιμπαντζήδων και ουραγκουτάγκων στους ίδιους τους βιότοπούς τους και θα μπορούσαμε να πούμε πως σήμερα υπάρχουν αρκετές γνώσεις γι’ αυτούς τους στενούς μας συγγενείς. (Σημ. Χ.Κ.)

(8)) Ε. Α. Westermarck, The history of human marriage, ό.π., σελ. 70-71 (σημ. γερμ. σύντ.). 

(9) Σ’ ένα γράμμα που έγραψε την άνοιξη του 1882, ο Μαρξ εκφράζεται με τις πιο έντονες εκφράσεις για την ολοκληρωτική παραποίηση της πρωτόγονης εποχής στο βαγκνερικό κείμενο των Νιμπελούνγκεν. «Ακούστηκε ποτέ ο αδερφός ν’ αγκαλιάζει σαν σύζυγο την αδερφή;» Σ’ αυτούς τους «θεούς της ασέλγειας» του Βάγκνερ, που ακολουθώντας το συρμό κάνουν τις ερωτοδουλειές τους πιο πικάντικα με λιγάκι αιμομιξία, απαντάει ο Μαρξ: «Στην πρωτόγονη εποχή η αδερφή ήταν σύζυγος κι αυτό ήταν ηθικό.» Στην έκδοση του 1884 τελειώνει εδώ η σημείωση του Ένγκελς).

Ένας γάλλος φίλος και θαυμαστής του Βάγκνερ δεν συμφωνεί μ’ αυτή τη σημείωση και παρατηρεί ότι στην παλιότερη κιόλας «Έντα» (Η «Έντα» (Edda) είναι συλλογή νορβη-γικών μυθολογικών ασμάτων. Οι Άζοι και οι Βάνοι είναι θεοί της βορειοευρωπαϊκής μυθολογίας. Η «Ίνγκλινγκα-Ζάγγα» είναι ο θρύλος των σκανδιναβών βασιλιάδων Ίνγκλινγκα -σημ. μετ.), απ’ όπου ξεκινά ο Βάγκνερ στην «Εγκισντρέκα», ο Λόκι μαλώνει τη Φρέγια με τα λόγια: «Μπρος στους θεούς αγκάλιασες τον αδερφό σου.» Ο γάμος μεταξύ αδερφών απαγορευόταν λοιπόν τάχα από τότε. Η «Εγκισντρέκα» είναι έκφραση μιας εποχής, όπου είχε σπάσει ολότελα η πίστη στους παλιούς μύθους. Είναι μια σάτιρα για τους θεούς εντελώς στο στιλ του Λουκιανού. Αν ο Λόκι σαν Μεφιστοφελής μαλώνει γι’ αυτό τη Φρέγια, αυτό μάλλον μιλάει κατά του Βάγκνερ.

Ο Λόκι, λίγους στίχους πιο κάτω, λέει ακόμα στον Νιέρντρ: «Με την αδερφή σου έφτιαξες έναν (τέτοιο) γιο» (vidh systur thinni gaztu slikan mŏg). Ο Νιέρντρ δεν είναι βέβαια Άζος, αλλά Βάνος, και λέει στην «Ίνγκλινγκα-Ζάγγω» ότι ο γάμος μεταξύ αδερφών συνηθίζεται στη χώρα των Βάνων, πράγμα που δεν συμβαίνει στους Άζους. Αυτό τάχα σημαίνει ότι οι Βάνοι είναι παλιότεροι θεοί από τους Άζους. Οπωσδήποτε ο Νιέρντρ ζει ανάμεσα στους Άζους σαν όμοιός τους και έτσι η «Εγκισντρέκα» είναι μάλλον απόδειξη ότι τον καιρό που δημιουργούνταν οι νορβηγικοί μύθοι για τους θεούς, ο γάμος αδερφών δεν προκαλούσε φρίκη, τουλάχιστον ανάμεσα σε θεούς. Αν θέλαμε να δικαιολογήσουμε τον Βάγκνερ, θα ήταν ίσως καλύτερο, αντί για την «Έντα» να επικαλεστούμε τον Γκαίτε που στην μπαλάντα του θεού και της μπαγιαντέρας κάνει ένα ανάλογο λάθος σχετικά με τη θρησκευτική έκδοση των γυναικών και την παρομοιάζει πάρα πολύ με τη νεότερη πορνεία (σημείωση του Ένγκελς στην τέταρτη έκδοση.

(10) Τα ίχνη των χωρίς καμιά διάκριση σεξουαλικών σχέσεων, η κατά τον Μπάχοφεν λεγόμενη «τεκνοποίηση του βούρκου», που νόμιζε πως τα βρήκε αυτός, ανάγονται στον ομαδικό γάμο. Το γάμο αυτό δεν μπορεί πια να τον αμφισβητήσουν. «Αν ο Μπάχοφεν βρίσκει “άνομους” αυτούς τους πουναλουανούς γάμους, τότε ένας άνθρωπος της εποχής ε-κείνης θα έβρισκε αιμομικτικούς τους περισσότερους τωρινούς γάμους ανάμεσα σε κοντινά και μακρινά ξαδέρφια από πατρική ή μητρική πλευρά, θα τους θεωρούσε, δηλαδή, γάμους ανάμεσα σε αδέρφια εξ αίματος.» (Μαρξ, σημείωση του Ένγκελς).

(11) Γ. Ι. Καίσαρ, Υπομνήματα του γαλατικού πολέμου, βιβλίο ν, κεφ. 14 (σημ. γερμ. σύντ.).

(12) Πρόκειται για τάξεις γάμου ή γαμήλιες ομάδες, στις οποίες χωρίζονται οι περισσότερες φυλές της Αυστραλίας. Υπήρχαν τέσσερις τέτοιες τάξεις, από τις οποίες η καθεμιά χωριζόταν σ’ ένα αρσενικό κι ένα θηλυκό τμήμα. Ανάμεσα στις τέσσερις τάξεις υπήρχαν συγκεκριμένοι κανόνες για τη ρύθμιση του γάμου, δηλαδή οι άντρες μιας ομάδας μπορούσαν να παντρευτούν μόνο μια φορά με γυναίκες μιας συγκεκριμένης άλλης ομάδας (σημ. γερμ. σύντ.).

(13) L. Η. Morgan, Systems of consanguinity and affinity of the human family, Ουάσιγκτον 1871 (σημ. γερμ. σύντ.).

(14) L. Η. Morgan, Ancient society, Λονδίνο 1877, σελ. 459.

(15) Ο Ένγκελς αναφέρει το γράμμα του Άρθουρ Ράιτ σύμφωνα με το βιβλίο του Μόργκαν Ancient society. ό.π., σελ. 455. Ολόκληρο το περιεχόμενο του γράμματος, με ημερομηνία 19 Μάη του 1874 (και όχι όπως το αναφέρει ο Μόργκαν 1873), δημοσιεύτηκε στο περιοδικό American Anthropologist, New Series, Μενάσα, Ουισκόνσιν, ΗΠΑ 1933, α-ριθ. Ι, σελ. 138-140 (σημ. γερμ. σύντ.).

(16) Η. Η. Bancroft, The native races of the pacific states of North America, τόμο Ι, Λειψία 1875, σελ. 352-353 (σημ. γερμ. σύντ.).

(17) Λαϊκή γιορτή στην αρχαία Ρώμη, που γινόταν προς τιμή του ρωμαϊκού θεού Σατούρν (Κρόνος) τον καιρό του χειμερινού ηλιοστάσιου, μετά τον τελειωμό των αγροτικών εργασιών. Στη διάρκεια της γιορτής, όπου έπαιρναν μέρος και οι σκλάβοι και παρακάθονταν στο τραπέζι των ελεύθερων, γινόταν μαζικό φαγοπότι και όργια. Επικρατούσαν οι ελεύθερες σεξουαλικές σχέσεις. Η λέξη «σατουρνάλια» έγινε συνώνυμο των αχαλίνωτων οργίων (σημ. γερμ, σύντ.)

(18) Το δικαίωμα της πρώτης νύχτας (λατ.).

(19) Πρόκειται για τη λεγόμενη Απόφαση της Γουαδελούπης, με ημερομηνία 21 Απρίλη 1486, την τρίτη διαιτητική απόφαση του ισπανού βασιλιά Φερδινάνδου Ε’ (του Καθολικού). Η εξέγερση των χωρικών στην Καταλονία ανάγκασε το βασιλιά να κάνει παραχωρήσεις στους χωρικούς, ενώ παράλληλα εμφανίστηκε σαν μεσολαβητής ανάμεσα στους εξεγερμένους χωρικούς και τους φεουδάρχες. Η απόφαση προέβλεπε την κατάργηση της δουλείας και των «κακών εθίμων» (ανάμεσα στ’ άλλα το δικαίωμα στην πρώτη νύχτα, τα δοσίματα του μέλλοντα γαμπρού ή της νύφης) με όρο την εξαγορά (σημ. γερμ. σύντ.).

(20) L. Η. Morgan, Ancient society, Λονδίνο σελ. 465-466 (σημ. γερμ. σύντ.).

(21) L. Η. Morgan, Ancient society. σελ. 470 (σημ. γερμ. σύντ.).

(22) Βλέπε Μαξίμ Κοβαλέφσκι, Το πρωτόγονο δίκαιο, Μόσχα 1886. Στην εργασία αυτή ο Κοβαλέφσκι στηρίζεται στη δημοσίευση του Ορχάνσκι (1875) και του Γεφιμένκο (1878) για ζητήματα που αφορούν τις οικογενειακές συντροφιές στη Ρωσία (σημ; γερμ. σύντ.).

(23) Έτσι ονομάζεται το πρώτο μέρος της παλιότερης διατύπωσης της Ρωσικής Αλήθειας, της συλλογής νόμων των Ρους, που δημιουργήθηκε τον 11ο και 12ο αιώνα στη βάση του εθιμικού δικαίου εκείνης της εποχής και έκφραζε τις οικονομικές και κοινωνικές σχέσεις της τότε κοινωνίας (σημ. γερμ. σύντ.).

(24) Συλλογή νόμων που ίσχυαν το 15ο μέχρι και το 17ο αιώνα στην Πολίτσα, μια περιοχή της Δαλματίας, και ήταν γνωστή με την ονομασία Καταστατικό της Πολίτσα (σημ. γερμ. σύντ.).

(25) Α. Heusler, Institutionen des Deutschen Privatrechts, τόμο 2, Λειψία 1886, σελ. 271 (σημ. γερμ. σύντ.).

(26) Η παρατήρηση του Νέαρχου αναφέρεται στη Γεωγραφία του Στράβωνα, 15ο βιβλίο, κεφάλαιο Ι (σημ. γερμ. σύντ.).

(27) Πρόκειται για οικιακές συντροφιές των Ινδιάνων του Μεξικού την εποχή της κατάκτη-σής τους από τους Ισπανούς. Κάθε οικιακή συντροφιά, που τα μέλη της είχαν όλα κοινή προέλευση, κατείχαν από κοινού ένα κομμάτι γης που δεν μπορούσε να απαλλοτριωθεί ούτε και να μοιραστεί ανάμεσα στους κληρονόμους. Για τα κάλπουλις μας ενημερώνει ο Αλόνθο ντε Θουρίτα στο έργο του Raport sur les différentes classes de chefs de la Nouvelle Espagne, sur les lois, les moeurs des habitants, sur les impôts établis avant et depuis 1a conquête, etc., etc., που πρωτοδημοσιεύτηκε στο βιβλίο Voyages, relations et mémoires originaux pour servir á l´ histoire de la découverte de l´ Amérique. publié pour la première fois en français, par Η. Temaux-Compans, Παρίσι 1840, τόμ. II, σελ. 50-64 (σημ. γερμ. σύντ.).

(28) Cunow, «Die altperuanischen Dorf -und Markgenossenschaften», στο περιοδικό Das Ausland, 20 και 27 Οκτώβρη και 3 Νοέμβρη 1890. Το περιοδικό έκανε μια επισκόπηση των νεότερων ερευνών στους τομείς της φυσικής ιστορίας, της γεωγραφίας και της ε-θνολογίας. Κυκλοφορούσε από το 1828 μέχρι το 1893 (στην αρχή σε καθημερινή βάση, από το 1853 εβδομαδιαία). Από το 1873 εκδιδόταν στη Στουτγάρδη (σημ. γερμ. σύντ.).

(29) Ο Ένγκελς αναφέρεται εδώ στο άρθρο 230 του Code Civil des Français που τέθηκε σε ισχύ το 1804 από τον Ναπολέοντα Α’ (σημ. γερμ. σύντ.).

30) Schoemann, Griechische Αlterthümer, τόμο 1, Βερολίνο 1855, σελ. 268 (σημ. γερμ. σύντ.).

(31) Τάξη πολιτών με πλήρη δικαιώματα στην αρχαία Σπάρτη σε διάκριση από τους είλωτες που δεν είχαν δικαιώματα (σημ. ελλ. σύντ.).

(32) Wachsmuth, Hellenische Alterthumskunde aus dem Gesichtspunkte des Staates, μέρος δεύτερο, τμήμα δεύτερο, Χάλε 1830, σελ. 77 (σημ. γερμ. σύντ.).

(33) Καρλ Μαρξ-Φρίντριχ Ένγκελς, Η γερμανική ιδεολογία.

(34) L. Η. Morgan, Ancient society, σελ. 504 (σημ. γερμ. σύντ.).

(35) Δούλοι και δούλες στην αρχαία Ελλάδα και στις αποικίες της που ανήκαν στους ναούς. Οι γυναίκες ιερόδουλες σε πολλά μέρη, ιδιαίτερα στις πόλεις της Εγγύς Ανατολής και στην Κόρινθο, επιδίδονταν στην πορνεία μέσα στους ναούς (σημ. γερμ. σύντ.).

(36) Tacitus. Germania, κεφ. 18 και 19 (σημ. γερμ. σύντ.).

(37) Πρόκειται για το νόημα που υπάρχει στο απόσπασμα του έργου του Fourier, «Théorie de l’unite universelle», OEuvres Complètes, τόμο 3, Παρίσι 1841, σελ. 120. Η πρώτη έκ-δοση αυτού του έργου δημοσιεύτηκε με τίτλο «Traite de l’association domestique – agricole», τόμο 1-2, Παρίσι-Λονδίνο 1822 (σημ. γερμ. σύντ.).

(38) Στο πιο πάνω κιτρινισμένο εδάφιο υπάρχουν ορισμένες απόψεις του Ένγκελς τις οποίες η εκατοντάχρονη σχεδόν εμπειρία ύπαρξης του «Υπαρκτού Σοσιαλισμού» (Υ.Σ.) όπου τα μέσα παραγωγής απέκτησαν κοινωνικό χαρακτήρα, αντί να επιβεβαιώνει διαψεύδει αυτές τις απόψεις και κατά συνέπεια πρέπει να τις απορρίψουμε. Γράφει π.χ. α) ότι «με τη μετατροπή των μέσων παραγωγής σε κοινωνική ιδιοκτησία εξαφανίζεται και η μισθωτή εργασία». Τα μέσα παραγωγή κοινωνικοποιήθηκαν, η μισθωτή εργασία όμως παρέμεινε και παραμένει μέχρι σήμερα στις επιβιώσασες χώρες του Υ.Σ. β) «Η πορνεία εξαφανίζεται, η μονογαμία, αντί να χαθεί, γίνεται επιτέλους πραγμα-τικότητα -και για τους άντρες». Στον Υ.Σ. Η πορνεία δεν εξαφανίστηκε ενώ αν και η θέση της γυναίκας καλυτέρευσε αισθητά, η μονογαμία δε επιβίωσε πράγματι, αλλά δεν έγινε πλήρης, δηλαδή και για τον άντρα. γ) υποστηρίζει ότι «το ατομικό νοικοκυ-ριό μετατρέπεται σε κοινωνικό λειτούργημα». δ) «Η περιποίηση και ανατροφή των παιδιών γίνεται δημόσια υπόθεση». Ως ένα αυτό αληθεύει, το παιδί είχε ιδιαίτερη φροντίδα και από το κράτος, ιδιαίτερα όσον αφορά την εκπαίδευση (γενική, δωρεάν, σε δημόσια σχολεία) και στην κοινωνικοποίηση, την υγεία, την ψυχαγωγία. Στις αναπτυγμένες χώρες όπου κυριαρχεί η ατομική ιδιοκτησία παρέχονται επίσης στα παιδιά ανάλογα προνόμια.

Ως προς τα πιο πάνω και για πολλά άλλα που προϋποθέτει η θεωρία του «Επιστημονικού Σοσιαλισμού» που δεν πραγματοποιήθηκαν έχω ιδίαν πείρα και γνώση. Τέλος θα πρέπει να αναφέρω ότι έχω την υποψία ότι το γραπτό μετά τα τρία αστεράκια δεν γράφτηκε από τον Έγκελς, αλλά από κάποιο σοβιετικό συντάκτη που ήθελε να περάσει τις δι-κές του αντιλήψεις σχετικά με το θέμα, αντιλήψεις που να ωραιοποιούν όσο ήταν δυνατόν τον Υ.Σ., έρχονται όμως σε κατάφορη αντίθεση με την υπάρχουσα τότε αντικειμε-νική πραγματικότητα (Σημ. Χ.Κ.)

39)  «Πριν από το μεσαίωνα δεν μπορεί να γίνεται λόγος για ατομικό έρωτα». Στην Αρχαία Ελλάδα, σύμφωνα με τον Όμηρο (Ιλιάδα) υπήρξαν δύο ωραίοι νέοι, ο Πάρις (γιος του Βασιλιά της Τροίας) και η Ελένη (γυναίκα του Βασιλιά της Σπάρτης) που αγαπήθηκαν κατάφωρα. Κάπου αλλού όμως και ο ίδιος ο Ένγκελς αναφέρει περιπτώσεις παθιασμένου έρωτα ανάμεσα σε νέους που καταγράφουν τόσο η μυθολογία όσο και η ιστορία. Το γεγονός ότι οι αρχαίοι λάτρευαν τη μυθολογική θεά του έρωτα Αφροδίτη σημαίνει ότι ο μύθος θα πρέπει να θεωρηθεί αντανάκλαση με μυθολογική μορφή μιας υπάρχουσας πραγματικότητας. (Σημ. Χ.Κ.)

40) Γερμανικό έπος του 13ου αιώνα (σημ. γερμ. σύντ.).

(41) Η. S. Maine, Ancient Law, its connection with the early history of society, and its relation to modem ideas, Λονδίνο 1866, σελ. 170. Η πρώτη έκδοση αυτού του έργου έγινε στο Λονδίνο το 1861 (σημ. γερμ. σύντ.).

(42) Βλέπε Καρλ Μαρξ-Φρίντριχ Ένγκελς, Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα 1994 (σημ. ελλ. σύντ.).

(43) Δικαίωμα του άντρα, στα γαλλικά σημαίνει και δικαίωμα του ανθρώπου (σημ. ελλ. σύντ.).

(44) Δικαίωμα της γυναίκας (σημ. ελλ. σύντ.)

(45) L. Η. Morgan. Ancient society. σελ. 491-492 (σημ. γερμ. σύντ.). 

 

 

F.Engels, Η καταγωγή της οικογένειας, της ατομικής ιδιοκτησίας και του κράτους, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, σελ 25-76

 

 

http://www.scribd.com/fullscreen/39053415?access_key=key-1lg9s0ggfpuhtzs0wd35

 

 

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *