Friedrich Engels: Το γένος στους Κέλτες και τους Γερμανούς

Το κείμενο είναι το έβδομο μέρος απο το έργο του F.Engels «Η καταγωγή της οικογένειας, της ατομικής ιδιοκτησίας και του κράτους». Τους προλόγους μπορείτε να τους βρείτε εδώο πρώτο μέρος εδώ ,το δεύτερο εδώ , το τρίτο εδώ ,το τέταρτο εδώ ,το πέμπτο εδώ και το έκτο εδώ.

 

 

VII ΤΟ ΓΕΝΟΣ ΣΤΟΥΣ ΚΕΛΤΕΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΓΕΡΜΑΝΟΥΣ

 

 

 

Ο χώρος δεν μας επιτρέπει να επεκταθούμε στους θεσμούς του γένους που υπάρχουν ακόμα και τώρα σε λίγο ή πολύ καθαρή μορφή στους πιο διαφορετικούς άγριους και βάρβαρους λαούς ή στα ίχνη που άφησαν οι θεσμοί αυτοί στην παλιότερη ιστορία των πολιτισμένων λαών της Ασίας. Παντού βρίσκουμε αυτά ή εκείνα τα ίχνη. Μερικά παραδείγματα μόνο: Πριν ακόμα ανακαλυφθεί το γένος, ο άνθρωπος που περισσότερο απ’ όλους μόχθησε για να το παρανοήσει, ο Μακ Λέναν, απέδειξε την ύπαρξή του και το περιέγραψε στις γενικές του γραμμές σωστά, στους Καλμούκους, τους Τσερκέζους, τους Σαμογέντες και σε τρεις ινδικούς λαούς: τους Βάραλι, τους Μαγκάρ και τους Μουνιπούρι. Τελευταία ο Μ. Κοβαλέφσκι ανακάλυψε και περιέγραψε το γένος στους Ψάβους, τους Σεβσούρους, τους Σβανίτες και σε άλλες καυκασιανές φυλές. Εδώ θα περιοριστούμε μονάχα σε μερικές σύντομες σημειώσεις για την ύπαρξη του γένους στους Κέλτες και τους αρχαίους Γερμανούς (Germanen).

Οι παλαιότεροι κελτικοί νόμοι που διασώθηκαν μας δείχνουν ολοζώντανο ακόμα το γένος. Στην Ιρλανδία ζει ακόμα και σήμερα τουλάχιστον σαν ένστικτο στη λαϊκή συνείδηση, παρόλο που το διέλυσαν με τη βία οι Άγγλοι. Στη Σκοτία βρισκόταν σε πλήρη άνθηση και στα μέσα του περασμένου αιώνα και εκμηδενίστηκε κι εδώ επίσης μονάχα με τα όπλα, τη νομοθεσία και τα δικαστήρια των Άγγλων.

Οι αρχαίοι ουαλικοί νόμοι, που γράφτηκαν πολλούς αιώνες πριν από την αγγλική κατάκτηση (1), το αργότερο τον 11o αιώνα, δείχνουν ακόμα ότι ολόκληρα χωριά καλλιεργούσαν από κοινού τα χωράφια τους, έστω κι αν αυτό ήταν σπάνιο μόνο υπόλειμμα παλιότερου γενικού εθίμου. Κάθε οικογένεια είχε πέντε ακρ(2) γη για δική της καλλιέργεια. Ταυτόχρονα, ένα άλλο κομμάτι γης το καλλιεργούσαν από κοινού και το εισόδημα το μοιράζονταν. Αν κρίνουμε από τις αναλογίες της Ιρλανδίας και της Σκοτίας, και στην περίπτωση ακόμα που μια καινούργια μελέτη των ουαλικών νόμων, για την οποία μου λείπει ο χρόνος (οι σημειώσεις μου είναι από το 1869) δεν θα το απέδειχνε αυτό άμεσα, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι αυτές οι αγροτικές κοινότητες εκπροσωπούν τα γένη ή υποδιαιρέσεις γενών. Αυτό όμως που αποδείχνουν άμεσα οι ουαλικές πηγές, και μαζί τους και οι ιρλανδικές, είναι ότι τον 11o αιώνα οι Κέλτες δεν είχαν σε καμιά περίπτωση ακόμα αντικαταστήσει το ζευγαρωτό γάμο με τη μονογαμία.

Στην Ουαλία ο γάμος μόνο ύστερα από χρόνια γινόταν αδιάλυτος ή μάλλον δεν μπορούσε πια να καταγγελθεί. Αν έλειπαν έστω και τρεις νύχτες για να συμπληρωθούν τα 7 αυτά χρόνια, τότε οι σύζυγοι μπορούσαν να χωρίσουν. Τότε μοίραζαν τα υπάρχοντά τους: η γυναίκα μοίραζε και ο άντρας διάλεγε το μερίδιό του. Τα έπιπλα τα μοίραζαν σύμφωνα με ορισμένους πολύ αστείου ς κανόνες. Αν ο άντρας διέλυε το γάμο, έπρεπε να επιστρέψει στη γυναίκα την προίκα της και κάτι ακόμα. Αν τον διέλυε η γυναίκα, έπαιρνε λιγότερα. Από τα παιδιά ο άντρας έπαιρνε δύο, η γυναίκα ένα και μάλιστα το μεσαίο. Όταν η γυναίκα ύστερα από το χωρισμό έπαιρνε άλλον άντρα κι ο πρώτος άντρας πήγαινε να την ξαναπάρει, όφειλε να τον ακολουθήσει, κι αν ακόμα είχε βάλει κιόλας το ένα πόδι στο νέο συζυγικό κρεβάτι. Αν όμως οι δυο τους είχαν μείνει μαζί 7 χρόνια, τότε ήταν αντρόγυνο ακόμα και χωρίς προηγούμενο επίσημο γάμο. Την παρθενιά των κοριτσιών πριν από το γάμο ούτε τη” τηρούσαν αυστηρά, αλλά ούτε και την απαιτούσαν. Οι κανόνες σε σχέση μ’ αυτό το ζήτημα είναι εξαιρετικά ε-λεύθεροι και δεν συμφωνούν καθόλου με την αστική ηθική. Όταν μια γυναίκα παραβίαζε τη συζυγική πίστη, ο άντρας είχε δικαίωμα να τη δείρει (πρόκειται για μια από τις τρεις περιπτώσεις που επιτρεπόταν αυτό, διαφορετικά τιμωρούνταν), ύστερα όμως δεν μπορούσε να ζητήσει άλλη ικανοποίηση, γιατί «για το ίδιο παράπτωμα επιτρέπεται είτε εξιλέωση είτε εκδίκηση, όχι όμως και τα δυο μαζί».(3)

Οι λόγοι για τους οποίους η γυναίκα μπορούσε να ζητήσει το χωρισμό, χωρίς να χάνει τα δικαιώματά της όταν χώριζε, ήταν πολλών ειδών. Έφτανε για το χωρισμό αν μύριζαν τα χνώτα του άντρα. Τα λύτρα για να απαλλαγεί από το δικαίωμα της πρώτης νύχτας (gobr merch, από εδώ προέρχεται το μεσαιωνικό όνομα marcheta, γαλλικά marquette), που πρέπει να πληρώνονται στο φύλαρχο ή το βασιλιά, παίζουν μεγάλο ρόλο στον κώδικα. Οι γυναίκες είχαν δικαίωμα ψήφου στις λαϊκές συνελεύσεις.

Ας προσθέσουμε ότι και στην Ιρλανδία αποδείχνεται ότι υπήρχαν ανάλογες συνθήκες. Ότι κι εκεί επίσης ήταν πολύ συνηθισμένο πράγμα οι γάμοι επί προθεσμία και ότι σε περίπτωση χωρισμού εξασφαλίζονταν στη γυναίκα μεγάλα και ακριβώς καθορισμένα πλεονεκτήματα, ακόμα και αποζημίωση για τις οικιακές της υπηρεσίες. Ότι και εκεί παρουσιάζεται μια «πρώτη γυναίκα» πλάι σ’ άλλες γυναίκες και ότι στη μοιρασιά της κληρονομιάς δεν γίνεται διάκριση ανάμεσα στα νόμιμα και τα νόθα παιδιά. Έχουμε, λοιπόν, μπροστά μας μια τέτοια εικόνα του ζευγαρωτού γάμου, που σε σύγκριση μ’ αυτήν η μορφή γάμου της Βόρειας Αμερικής φαίνεται αυστηρή. Αυτό όμως δεν μπορεί να μας ξαφνιάζει για τον 11o αιώνα και για ένα λαό που ακόμα τον καιρό του Καίσαρα ζούσε σε ομαδικό γάμο.

Το ιρλανδικό γένος (sept, η φυλή λέγεται clainne, κλαν) δεν επιβεβαιώνεται και δεν περιγράφεται μονάχα από τους παλιούς κώδικες, αλλά το επιβεβαιώνουν και το περιγράφουν και οι άγγλοι νομικοί του 17oυ αιώνα, που στάλθηκαν εκεί να μετατρέψουν τις γαίες των φυλών (clanland) σε κτήματα (domaine) του άγγλου βασιλιά. Ως την εποχή εκείνη η γη αυτή ήταν κοινή ιδιοκτησία της φυλής ή του γένους, εφόσον δεν την είχαν κιόλας μετατρέψει οι φύλαρχοι σε ατομική τους ιδιοκτησία. Όταν πέθαινε ένα μέλος του γένους, όταν διαλυόταν δηλαδή ένα νοικοκυριό, ο προεστός του γένους (οι άγγλοι νομικοί τον ονόμαζαν caput cognationis), ξαναμοίραζε όλη τη γη του γένους στα υπόλοιπα νοικοκυριά.

Η διανομή αυτή πρέπει γενικά να γινόταν σύμφωνα με τους ίδιους κανόνες που ίσχυαν και στη Γερμανία. Ακόμα και σήμερα βρίσκονται μερικά χωριά -πριν σαράντα ή πενήντα χρόνια ήταν πολλά-που τα χωράφια τους τα καλλιεργούν με ένα σύστημα που το λένε «τundale». Οι χωρικοί, οι ατομικοί ενοικιαστές της γης που παλιά ανήκε από κοινού στο γένος, και που την άρπαξε ο άγγλος κατακτητής, πληρώνουν ο καθένας το νοίκι για το κομμάτι του, βάζουν όμως τα χωράφια και τα λιβάδια όλων των κομματιών μαζί, τα χωρίζουν ανάλογα με την τοποθεσία και την ποιότητά τους σε «Gewanne», έτσι τα λένε και στον Μοζέλα, και δίνουν στον καθένα το μερίδιό του από κάθε Gewann. Τους βάλτους και τα βοσκοτόπια τα χρησιμοποιούν από κοινού. Ακόμα πριν από 50 χρόνια από καιρό σε καιρό-κάποτε κάθε χρόνο –ξαναμοίραζαν τη γη. Το κτηματολογικό διάγραμμα ενός τέτοιου χωριού-τundale έχει ακριβώς την ίδια όψη που έχει το κτηματολογικό διάγραμμα μιας γερμανικής κοινότητας αγροτικών νοικοκυριών (Gehoferschaft) στον Μοζέλα, ή στο Χόχβαλντ. Το γένος εξακολουθούσε να ζει και στα «factions».(4) Οι ιρλανδοί χωρικοί χωρίζονται συχνά σε κόμματα, που στηρίζονται σε φαινομενικά ολότελα παράλογες ή ανόητες διαφορές, που είναι πέρα για πέρα ακατανόητες στους Άγγλους και δεν φαίνεται να έχουν άλλο σκοπό από τους αγαπημένους πανηγυρικούς ξυλοδαρμούς του ενός «κόμματος» από το άλλο. Οι ξυλοδαρμοί αυτοί είναι τεχνητά ξαναζωντανέματα, μεταγενέστερο υποκατάστατο για τα διαλυμένα γένη, που με τον τρόπο τους διαδηλώνουν έτσι ότι εξακολουθεί να υπάρχει το κληρονομημένο ένστικτο του γένους. Σε μερικές περιφέρειες άλλωστε τα μέλη του γένους ακόμα και τώρα ζουν μαζί στο παλιό περίπου έδαφος. Έτσι, ακόμα και τη δεκαετία 1830-1840, η μεγάλη πλειοψηφία των κατοίκων της κομητείας του Μόναγκαν είχε μονάχα τέσσερα οικογενειακά ονόματα, δηλαδή καταγόταν από τέσσερα γένη ή κλαν.(5)

 Στη Σκοτία η εξαφάνιση του συστήματος των γενών χρονολογείται από την καταστολή της εξέγερσης του 1745. Μένη ακόμα να μελετηθεί, ποιον κρίκο αυτής της σειράς εκπροσωπεί ειδικά το σκοτσέζικο κλαν, είναι όμως αναμφισβήτητο ότι πρόκειται για έναν τέτοιο κρίκο. Στα μυθιστορήματα του Ουόλτερ Σκοτ βλέπουμε ζωντανό μπροστά μας αυτό το κλαν της Άνω Σκοτίας. Είναι, λέει ο Μόργκαν, «ένα περίφημο υπόδειγμα του γένους, στην οργάνωσή του και στο πνεύμα του, ένα χτυπητό παράδειγμα της κυριαρχίας της ζωής του γένους πάνω στα μέλη του … Στις διαμάχες τους και στη βεντέτα τους, στον εδαφικό χωρισμό κατά κλαν, στην κοινή χρήση του εδάφους τους, στην πίστη των μελών του κλαν στον αρχηγό τους και αναμεταξύ τους, βρίσκουμε παντού να εκδηλώνονται ξανά χαρακτηριστικά γνωρίσματα της κοινωνίας των γενών … Η καταγωγή υπολογιζόταν σύμφωνα με το πατρικό δίκαιο, έτσι ώστε τα παιδιά των αντρών έμεναν στο κλαν, ενώ τα παιδιά των γυναικών περνούσαν στο κλαν του πατέρα τους».(6)

Το γεγονός όμως ότι στη Σκοτία επικρατούσε παλιά το μητρικό δίκαιο, αποδείχνει το ότι στη βασιλική οικογένεια των Πίκτων ίσχυε, κατά τον Βέδα,(7) η γυναικεία σειρά διαδοχής. Μάλιστα στους Σκοτσέζους όπως και στους Ουαλούς, είχε διατηρηθεί ως το μεσαίωνα ένα υπόλειμμα από την πουναλουανή οικογένεια, με το δικαίωμα της πρώτης νύχτας, που ο αρχηγός του κλαν ή ο βασιλιάς, σαν τελευταίος εκπρόσωπος των πρώην κοινών συζύγων, μπορούσε να το ασκεί σε κάθε νύφη, εφόσον δεν το είχε εξαγοράσει.

***

Είναι αναμφισβήτητο ότι οι Γερμανοί ως τη μετανάστευση των λαών ήταν οργανωμένοι σε γένη. Φαίνεται ότι την περιοχή ανάμεσα στο Δούναβη, το Ρήνο, το Βιστούλα και τις βορινές θάλασσες την κατέκτησαν μόλις λίγους αιώνες πριν από τη χρονολογία μας. Τότε οι Κίμβροι και οι Τεύτονες μετανάστευαν ακόμα, ενώ οι Σουηβοί απέκτησαν σταθερό τόπο διαμονής μόλις τον καιρό του Καίσαρα. Ο Καίσαρας λέει ρητά γι’ αυτούς, ότι εγκαταστάθηκαν κατά γένη και συγγένειες (gentibus cognationibusque),(8) και στο στόμα ενός Ρωμαίου του γένους των Ιουλίων (gens Julia) η λέξη gentibus έχει μια ορισμένη και αναμφισβήτητη σημασία.

Αυτό ίσχυε για όλους τους Γερμανούς. Ακόμα και η εγκατάστασή τους στις κατακτημένες ρωμαϊκές επαρχίες φαίνεται να έγινε κατά γένη. Το αλαμανικό λαϊκό δίκαιο μας επιβεβαιώνει ότι ο λαός εγκαταστάθηκε κατά γένη (genealogiae) στα κατακτημένα εδάφη νότια από το Δούναβη. Η λέξη genealogia χρησιμοποιείται ακριβώς με την ίδια έννοια όπως αργότερα η λέξη Mark ή αγροτική κοινότητα. Τελευταία, ο Κοβαλέφσκι διατύπωσε την άποψη ότι αυτές οι genealogiae είναι μεγάλες κοινότητες νοικοκυριών που ανάμεσά τους έχει μοιραστεί η γη, και που μόλις αργότερα εξελίχθηκαν στην αγροτική κοινότητα. Το ίδιο θα έπρεπε να ισχύει τότε και για τη φάρα (fara). Με την έκφραση αυτή οι Βουργούνδιοι και οι Λαγγοβάρδοι -δηλαδή μια γοτθική και μια ερμιονική ή άνω γερμανική φυλή -χαρακτήριζαν περί-που, αν όχι ακριβώς, το ίδιο που χαρακτηρίζεται με τη λέξη genealogia στον «αλαμανικό κώδικα». Αν εδώ πρόκειται πραγματικά για γένος ή για κοινότητα νοικοκυριών, χρειάζεται να ερευνηθεί ακόμα καλύτερα.

Τα γλωσσικά μνημεία μας κάνουν να αμφιβάλλουμε, αν όλοι οι Γερμανοί είχαν μια κοινή έκφραση για το γένος και ποια ήταν αυτή η έκφραση. Η λέξη που ετυμολογικά αντιστοιχεί στο ελληνικό γένος και στο λατινικό gens, είναι το γοτθικό kuni, που στη μέση άνω-γερμανική διάλεκτο λέγεται künne και χρησιμοποιείται επίσης με την ίδια έννοια. Στην εποχή του μητρικού δικαίου μας παραπέμπει το γεγονός ότι η ονομασία για τη γυναίκα κατάγεται από την ίδια ρίζα: ελληνικά γυνή, σλαβικά ζιένα (žena), γοτθικά κβίνο (qvino), αρχαία νορδικά κόνα (kona) και κούνα (kuna). Στους Λαγγοβάρδους και τους Βουργούνδιους βρίσκουμε, όπως εί-παμε, τη φάρα, που ο Γκριμ την ετυμολογεί από μια υποθετική ρίζα: fisan -γεννώ. Θα προτιμούσα να ξεκινήσω από την πιο χειροπιαστή προέλευσή της, από το faran, fahren -πορεύομαι, οχούμαι, ξαναγυρίζω, σαν ονομασία ενός τμήματος της φάλαγγας που βάδιζε, ενός τμήματος που είναι σχεδόν αυτονόητο ότι το αποτε-λούσαν μόνο συγγενείς -ονομασία που κατά τη διάρκεια των μεταναστεύσεων, που διάρκεσαν πολλούς αιώνες, πρώτα προς τα ανατολικά και ύστερα προς τα δυτικά, σιγά-σιγά μεταφέρθηκε στην κοινότητα του γένους. Έχουμε ακόμα το γοτθικό sibja, το αγγλοσαξονικό sib, που στην αρχαία άνω-γερμανική διάλεκτο λέγεται sippia, sippa, Sippe, συγγενολόι.

Στα αρχαία νορδικά παρουσιάζεται μονάχα ο πληθυντικός της λέξης sifjar, που σημαίνει συγγενείς. Ο ενικός υπάρχει μονάχα σαν όνομα μιας θεάς, της Sif. Και τέλος, παρουσιάζεται ακόμα μια έκφραση στο έπος του Χίλντεμπραντ\ εκεί που ο Χίλντεμπραντ (9) ρωτάει τον Χάντουμπραντ «ποιος είναι ο πατέρα σου ανάμεσα στους άντρες του λαού … ή σε ποια γενιά ανή-κεις» («eddo huêlîhhes cnuosles du sîs»). Αν υπήρξε κοινό γερμανικό όνομα για το γένος, θα λεγόταν βέβαια γοτθικά kuni. Γι’ αυτό συνηγορεί όχι μονάχα η ταυτότη-τα με την αντίστοιχη έκφραση των συγγενικών γλωσσών, αλλά και το γεγονός ότι από τη λέξη αυτή παράγεται η λέξη kuning (König), βασιλιάς, που αρχικά σημαίνει προεστός του γένους ή της φυλής. Το sibja, Sippe, δεν φαίνεται ότι πρέπει να το πάρουμε υπόψη μας. Η λέξη sifjar δεν σημαίνει, στα αρχαία νορδικά τουλάχιστον, μονάχα συγγενείς από αίμα, μα και συγγενείς από συμπεθεριό, περιλαμβάνει, δηλαδή, ανθρώπους που ανήκουν τουλάχιστον σε δυο γένη. Έτσι λοιπόν η λέξη sif δεν μπορεί να ήταν ονομασία του γένους.

Όπως στους Μεξικανούς και στους Έλληνες, έτσι και στους Γερμανούς, η τάξη μάχης, τόσο η ίλη του ιππικού, όσο και η φάλαγγα του πεζικού ήταν διαρθρωμένη κατά σώματα γενών. Όταν ο Τάκιτος λέει: κατά οικογένειες και συγγενικές ομάδες,(10) αυτή η ακαθόριστη έκφραση εξηγείται από το ότι στην εποχή του το γένος στη Ρώμη είχε από καιρό πάψει να είναι ζωντανή ένωση.

Αποφασιστική σημασία έχει ένα χωρίο του Τάκιτου, όπου αναφέρεται ότι ο αδερφός της μητέρας θεωρεί τον ανιψιό του σαν γιο του, μάλιστα μερικοί θεωρούν το δεσμό αίματος ανάμεσα σε θείο από μητέρα και ανιψιό ακόμα πιο ιερό και πιο στενό από το δεσμό ανάμεσα στον πατέρα και το γιο, έτσι που όταν ζητούν ομή-ρους, ο γιος της αδερφής θεωρείται μεγαλύτερη εγγύηση παρά ο γιος εκείνου που θέλουν να δεσμεύσουν. Εδώ έχουμε ένα ζωντανό υπόλειμμα από το οργανωμένο σύμφωνα με το μητρικό δίκαιο γένος, δηλαδή από το αρχικό γένος, και μάλιστα σαν κάτι που χαρακτηρίζει ιδιαίτερα τους Γερμανού (11). Αν κάποιο μέλος ενός τέτοιου γένους έδινε όμηρο το γιο του για μια υποχρέωση που αναλάμβανε, κι αν αυτός ο γιος έπεφτε θύμα, γιατί ο πατέρας του αθέτησε την υποχρέωσή του, τότε η υπό-θεση αφορούσε μονάχα τον πατέρα του. Αν όμως το θύμα ήταν ο γιος της αδερφής του, τότε θιγόταν το πιο ιερό δίκαιο του γένους. Ο πλησιέστερος συγγενής εξ αίμα-τος του αγοριού ή του έφηβου, που περισσότερο απ’ όλους τους άλλους ήταν υπο-χρεωμένος να τον υπερασπίσει, ήταν υπεύθυνος για το θάνατό του. Ή έπρεπε να μην το είχε δώσει όμηρο ή ήταν υποχρεωμένος να τηρήσει την υπόσχεσή του. Κι αν ακόμα δεν είχαμε άλλα ίχνη που να μας λένε ότι το σύστημα των γενών υπήρχε στους Γερμανούς, και μόνο αυτό το χωρίο θα ήταν αρκετό.

Ακόμα πιο αποφασιστική σημασία έχει, γιατί γράφτηκε περίπου 800 χρόνια αργότερα, ένα χωρίο από το αρχαίο νορδικό έπος για το «Λυκόφως των θεών» και για το τέλος του κόσμου, η «Völuspâ»(12). Σ’ αυτό το «όραμα της μάντισσας» όπου, όπως το απέδειξαν τώρα ο Μπανγκ και ο Μπούγκε, είναι συνυφασμένα και χριστι-ανικά στοιχεία, στην περιγραφή της εποχής του γενικού εκφυλισμού και της διαφ-θοράς που οδηγεί στη μεγάλη καταστροφή, αναφέρεται ότι:

Broedhr munu berjask ok at bönum verdask,

munu systrungar sifjum spilla.

«Αδερφοί θα αλληλοπολεμούν και θα αλληλοσκοτώνονται, παιδιά αδερφάδων θα σπάνε τους δεσμούς της συγγένειας. Systrungar λέγεται ο γιος της αδερφής της μητέρας, και το γεγονός ότι αυτά, παιδιά δυο αδερφάδων, θ’ αρνηθούν μεταξύ τους μια τέτοια συγγένεια αίματος, το θεωρεί ο ποιητής ακόμα πιο μεγάλο έγκλημα από την αδερφοκτονία. Το έγκλημα μεγαλώνει γιατί υπάρχει η λέξη systrungar που τονίζει τη συγγένεια από μητρική πλευρά. Αν αντί γι’ αυτό έλεγε syskina-börn παι-διά αδερφών, ή syskina-synir, γιοι αδερφών, τότε ο δεύτερος στίχος δεν θα αποτελούσε επίταση του πρώτου, αλλά αδυνάτισμά του. Λοιπόν και στην εποχή των Βίκινγκς, τότε που γράφτηκε η «Voluspa», δεν είχε ακόμα σβήσει στη Σκανδιναβία η ανάμνηση του μητρικού δικαίου.

Κατά τ’ άλλα, τον καιρό του Τάκιτου, τουλάχιστον στους Γερμανούς που ήταν πιο γνωστοί του, το μητρικό δίκαιο είχε κιόλας κάνει τόπο στο πατρικό δίκαιο: τα παιδιά κληρονομούσαν τον πατέρα. Όπου δεν υπήρχαν παιδιά, κληρονομούσαν οι αδερφοί και οι θείοι από την πλευρά του πατέρα και της μητέρας. Το δικαίωμα του αδερφού της μητέρας στην κληρονομιά συνδέεται με τη διατήρηση του εθίμου που μόλις αναφέραμε και αποδείχνει επίσης πόσο νέο ήταν ακόμα τότε το πατρικό δίκαιο στους Γερμανούς. Ακόμα ως βαθιά στο μεσαίωνα βρίσκονταν ίχνη του μητρικού δικαίου. Και τότε ακόμα φαίνεται πως δεν θεωρούσαν και πολύ σίγουρη την πατρότητα, ιδίως στους δουλοπάροικους. Όταν λοιπόν ένας φεουδάρχης ζητούσε από μια πόλη να του αποδοθεί ένας δουλοπάροικος που είχε δραπετεύσει, έπρεπε, λόγου χάρη στο Άουγκσμπουργκ, στη Βασιλεία και στο Κάιζερσλάουτερν, να επιβεβαιώσουν με όρκο ότι ο κατηγορούμενος ήταν δουλοπάροικος έξι από τους κοντινότερους συγγενείς του εξ αίματος, και μάλιστα αποκλειστικά από τη μητρική πλευρά (Maurer, Stiidteverfassung, Ι, σελ. 381).

Άλλο ένα υπόλειμμα από το μητρικό δίκαιο που μόλις τότε έσβηνε, είναι ο σχεδόν ακατανόητος για τους Ρωμαίους σεβασμός των Γερμανών προς το γυναικείο φύλο. Τα κορίτσια των αριστοκρατικών οικογενειών θεωρούνταν οι πιο σίγουροι όμηροι για την τήρηση των συμφωνιών με τους Γερμανούς. Η σκέψη ότι οι γυναίκες και οι κόρες τους θα μπορούσαν να πιαστούν αιχμάλωτες και να γίνουν σκλάβες, τους ήταν αφόρητη και κέντριζε περισσότερο από καθετί άλλο το θάρρος τους στη μάχη. Στη γυναίκα βλέπουν κάτι το ιερό και το προφητικό, ακούν τη συμβουλή της ακόμα και στις σπουδαιότερες υποθέσεις, Έτσι η Βελέντα, η βρουκτεριανή ιέρεια στην περιοχή του ποταμού Λίπε ήταν η κινητήρια ψυχή όλης της εξέγερσης των Μπαταβών, όπου ο Κίβιλις, επικεφαλής Γερμανών και Βέλγων, κλόνισε όλη τη ρωμαϊκή κυριαρχία στη Γαλατία.(13)

Στο σπίτι η κυριαρχία της γυναίκας μοιάζει αδιαφιλονίκητη. Φυσικά, η γυναίκα, οι γέροι και τα παιδιά έπρεπε να φροντίζουν για όλη τη δουλειά, ενώ ο άντρας πήγαινε κυνήγι, έπινε ή τεμπέλιαζε. Αυτά λέει ο Τάκιτος. Επειδή όμως δεν λέει ποιος καλλιεργούσε τα χωράφια και δηλώνει ρητά ότι οι δούλοι πρόσφεραν μόνο δοσίματα χωρίς να κάνουν όμως αγγαρείες, τότε είναι φανερό ότι οι ενήλικοι άντρες θα πρέπει να έκαναν τη λίγη δουλειά που απαιτούσε η καλλιέργεια της γης.

Η μορφή του γάμου όπως είπαμε ήδη πιο πάνω, ήταν ο ζευγαρωτός γάμος, που σιγά-σιγά πλησίαζε στη μονογαμία. Δεν ήταν ακόμη αυστηρή μονογαμία, αφού στους αρχόντους επιτρεπόταν η πολυγαμία. Γενικά επέμεναν αυστηρά στην αγνό-τητα των κοριτσιών (σε αντίθεση με τους Κέλτες) και ο Τάκιτος μιλάει με ξεχωριστή θέρμη για το αδιάλυτο του δεσμού του γάμου στους Γερμανούς. Σαν λόγο χωρισμού αναφέρει μόνο τη μοιχεία της γυναίκας.

Η αφήγησή του ωστόσο αφήνει εδώ  πολλά κενά και οπωσδήποτε χρησιμεύει ολοφάνερα για καθρέφτης αρετής στους ακόλαστους Ρωμαίους. Ένα είναι βέβαιο: αν οι Γερμανοί στα δάση τους ήταν οι εξαιρετικοί αυτοί ιππότες της αρετής, χρειάστηκε μονάχα ελάχιστη επαφή με τον έξω κόσμο, για να πέσουν στο επίπεδο των άλλων ευρωπαίων μέσων ανθρώπων. Το τελευταίο ίχνος της αυστηρότητας των ηθών χάθηκε μέσα στο ρωμαϊκό κόσμο ακόμα πιο γρήγορα απ’ ό,τι η γερμανική γλώσσα. Δεν έχει κανείς παρά να διαβάσει τον Γκρεγκουάρ ντε Τουρ. Είναι αυτονόητο ότι στα γερμανικά  παρθένα δάση δεν μπορούσε να επικρατεί η ραφιναρισμένη ηδυπάθεια των σαρκικών απολαύσεων που επικρατούσε στη Ρώμη, και έτσι μένουν στους Γερμανούς και απ’ αυτή την άποψη αρκετά πλεονεκτήματα απέναντι στο ρωμαϊκό κόσμο, χωρίς να τους αποδίνουμε με τη φαντασία μας μια εγκράτεια σε σαρκικά ζητήματα που ποτέ και πουθενά δεν επικράτησε σ’ έναν ολόκληρο λαό.

Από το καθεστώς των γενών προέρχεται η υποχρέωση να κληρονομούν τις εχθρότητες και τις φιλίες του πατέρα ή των συγγενών. Επίσης τη χρηματική αποζημίωση και την εξιλέωση, αντί της αιματηρής εκδίκησης σε περιπτώσεις φόνου ή τραυματισμού. Αυτή η εξαγορά, που πριν από μια γενιά ακόμα θεωρούνταν ειδικός γερμανικός θεσμός, έχει τώρα αποδειχτεί ότι υπάρχει σε εκατοντάδες λαούς σαν γενική, ηπιότερη μορφή της αιματηρής εκδίκησης που πήγαζε από το σύστημα των γενών. Τα βρίσκουμε, όπως και την υποχρέωση της φιλοξενίας, εκτός των άλλων και στους Ινδιάνους της Αμερικής. Η περιγραφή της φιλοξενίας από τον Τάκιτο (Germania, c. 21) είναι σχεδόν ως τις λεπτομέρειές της η ίδια μ’ εκείνη που κάνει ο Μόργκαν για τους Ινδιάνους του.

Η ζωηρότατη και ατελείωτη διαμάχη για το αν οι Γερμανοί του Τάκιτου είχαν κιόλας μοιράσει οριστικά τη γη ή όχι, και για το πώς πρέπει να ερμηνευτούν τα σχετικά χωρία, ανήκει τώρα στο παρελθόν. Από τότε που αποδείχτηκε σχεδόν για όλους τους λαούς ότι τα γένη και αργότερα οι κομμουνιστικές οικογενειακές κοινότητες καλλιεργούσαν από κοινού τα χωράφια, πράγμα που, όπως βεβαίωνε ο Καίσαρας, υπήρχε ακόμα στους Σουηβούς,(14) και ότι το καθεστώς αυτό το διαδέχθηκε το μοίρασμα της γης σε ξεχωριστές οικογένειες με περιοδικό ξαναμοίρασμά της, ότι το περιοδικό αυτό ξαναμοίρασμα της καλλιεργήσιμης γης είχε διατηρηθεί στην ίδια τη Γερμανία πού και πού και ως τις μέρες μας, δεν αξίζει να μιλάμε γι’ αυτή τη διαμάχη.

 Αν οι Γερμανοί από την κοινή καλλιέργεια της γης, που ο Καίσαρας την αποδίδει ρητά στους Σουηβούς (μοιρασμένο ή ιδιωτικό χωράφι, λέει, δεν υπάρχει καθόλου σ’ αυτούς), πέρασαν μέσα σε 150 χρόνια, ως τον Τάκιτο, στην ατομική καλλιέργεια με ξαναμοίρασμα της γης κάθε χρόνο, αυτό πραγματικά αποτελεί αρκετή πρόοδο. Η μετάβαση από τη βαθμίδα εκείνη στην πλήρη ατομική ιδιοκτησία της γης, σ’ ένα τόσο σύντομο ενδιάμεσο χρονικό διάστημα και χωρίς καμιά ξένη ανάμειξη, είναι απλούστατα αδύνατο. Διαβάζω λοιπόν στον Τάκιτο μονάχα εκείνο που λέει με ξερά λόγια: Αλλάζουν (ή ξαναμοιράζουν) την καλλιεργημένη γη κάθε χρόνο, και πάλι περισσεύει αρκετή κοινή γη.(15) Είναι η βαθμίδα της γεωργίας και της ιδιοποίησης της γης που αντιστοιχεί ακριβώς στο τότε καθεστώς των γενών των Γερμανών.

Την παραπάνω τελευταία παράγραφο την αφήνω αμετάβλητη, όπως βρίσκεται στις προηγούμενες εκδόσεις. Στο μεταξύ το πρόβλημα πήρε άλλη τροπή. Από τότε που ο Κοβαλέφσκι (βλ. πιο πάνω, σελ. 44(16)) απέδειξε ότι η πατριαρχική οικιακή συντροφιά ήταν πλατιά, αν όχι και καθολικά, διαδεδομένη σαν ενδιάμεση βαθμίδα ανάμεσα στην κομμουνιστική οικογένεια του μητρικού δικαίου και τη σύγχρονη απομονωμένη οικογένεια, δεν μπαίνει πια το ερώτημα όπως έμπαινε ακόμα στη συζήτηση ανάμεσα στον Μάουρερ και τον Βάιτς, αν δηλαδή πρόκειται για κοινή ή ατομική ιδιοκτησία της γης, αλλά για τη μορφή της κοινής ιδιοκτησίας.

Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι τον καιρό του Καίσαρα στους Σουηβούς δεν υπήρχε μονάχα κοινή ιδιοκτησία, αλλά και από κοινού καλλιέργεια για κοινό λογαριασμό. Θα συζητηθεί ακόμα πολύ αν η οικονομική μονάδα ήταν το γένος ή η οικιακή συντροφιά, ή μια ενδιάμεση κομμουνιστική συγγενική ομάδα, ή αν ακόμη, ανάλογα με τις συνθήκες της γης εμφανίζονταν και οι τρεις ομάδες. Ο Κοβαλέφσκι όμως ισχυρίζεται ότι η κατάσταση που περιγράφει ο Τάκιτος δεν έχει για προϋπόθεση τη μαρκ ή αγροτική κοινότητα, αλλά την οικιακή συντροφιά, και απ’ αυτήν πολύ αργότερα εξελίχθηκε η αγροτική κοινότητα εξαιτίας της αύξησης του πληθυσμού.

Σύμφωνα μ’ αυτά, οι οικισμοί των Γερμανών στην περιοχή που κατέλαβαν τον καιρό των Ρωμαίων, καθώς και στην περιοχή που απόσπασαν αργότερα από τους Ρωμαίους, δεν αποτελούνταν από χωριά, αλλά από μεγάλες οικογενειακές συντροφιές, που αγκάλιαζαν περισσότερες γενιές, έπαιρναν και καλλιεργούσαν ένα αντίστοιχο κομμάτι γης και χρησιμοποιούσαν τη γύρω χέρσα γη από κοινού με τους γείτονες σαν κοινή μεθοριακή ζώνη. Το χωρίο του Τάκιτου για την αλλαγή της καλλιεργημένης γης θα έπρεπε λοιπόν πραγματικά να το καταλάβουμε με την αγρονομική έννοια: Η συντροφιά καλλιεργούσε κάθε χρόνο ένα άλλο κομμάτι γης και άφηνε χέρσα τα χωράφια της περασμένης χρονιάς ή τα εγκατέλειπε ολότελα. Επειδή ο πληθυσμός ήταν αραιός, έμενε πάλι αρκετή χέρσα γη, έτσι που έκανε περιττή κάθε διαμάχη για κατοχή γης.

Μόνο ύστερα από αιώνες, όταν ο αριθμός των μελών της οικιακής συντροφιάς μεγάλωσε τόσο που να μην είναι πια δυνατή η κοινή οικονομία με τους τότε όρους παραγωγής, διαλύθηκαν τα κοινά νοικοκυριά. Οι αγροί και τα λιβάδια, που ως τότε ήταν κοινά, μοιράστηκαν με το γνωστό τρόπο ανάμεσα στα ατομικά νοικοκυριά που διαμορφώνονταν τώρα, αρχικά για ορισμένο χρόνο, αργότερα μια για πάντα, ενώ τα δάση, τα βοσκοτόπια και τα νερά έμειναν κοινά.

Για τη Ρωσία φαίνεται ότι έχει πέρα για πέρα αποδειχτεί ιστορικά αυτή η πορεία εξέλιξης. Όσο για τη Γερμανία, και σε δεύτερη μοίρα για τις άλλες γερμανικές χώρες, δεν μπορούμε να αρνηθούμε ότι η υπόθεση αυτή εξηγεί από πολλές απόψεις καλύτερα τις πηγές και λύνει ευκολότερα τις δυσκολίες από την παλιά άποψη, που ανάγει την αγροτική κοινότητα ως την εποχή του Τάκιτου. Τα πιο παλιά ντοκουμέντα, για παράδειγμα ο Codex Laureshamensis (17), εξηγούνται στο σύνολό τους πολύ καλύτερα με τη βοήθεια της οικιακής συντροφιάς παρά με την αγροτική κοινότητα. Από την άλλη πλευρά, προβάλλουν νέες δυσκολίες και νέα προβλήματα που πρέπει να λυθούν. Εδώ μόνο νέες έρευνες μπορούν να κρίνουν οριστικά. Δεν μπορώ ωστόσο ν’ αρνηθώ ότι είναι πολύ πιθανό η οικιακή συντροφιά να υπήρξε σαν ενδιάμεση βαθμίδα και στη Γερμανία, τη Σκανδιναβία και την Αγγλία.

Ενώ τον καιρό του Καίσαρα μόλις είχε εγκατασταθεί μόνιμα μόνο ένα μέρος των Γερμανών, ενώ ένα άλλο μέρος ζητούσε ακόμα να βρει οριστικούς τόπους διαμονής, τον καιρό του Τάκιτου οι Γερμανοί έχουν κιόλας έναν ολόκληρο αιώνα μόνιμης εγκατάστασης πίσω τους. Γι’ αυτό είναι αναμφισβήτητη η πρόοδος στην παραγωγή των μέσων συντήρησης. Κατοικούν σε ξύλινα σπίτια, το ντύσιμό τους είναι ακόμα πολύ πρωτόγονο, μοιάζει με το ντύσιμο ανθρώπων των δασών: χοντροϋφασμένος μάλλινος μανδύας, δέρματα ζώων, για τις γυναίκες και τους ευγενείς λινά εσώρουχα.

Η τροφή τους αποτελείται από γάλα, κρέας, άγριους καρπούς και, όπως προσθέτει ο Πλίνιος, από χυλό βρόμης (18) (που και σήμερα ακόμα είναι κελτικό εθνικό φαγητό στην Ιρλανδία και τη Σκοτία). Ο πλούτος τους αποτελείται από ζώα, που είναι όμως κατώτερης ράτσας, τα βόδια είναι μικρά, ασήμαντα, χωρίς κέρατα, Τα άλογα ήταν μικρά και βραδυκίνητα πόνεϊ. Το χρήμα το χρησιμοποιούσαν σπάνια και πολύ λίγο και ήταν μονάχα ρωμαϊκό. Το χρυσάφι και το ασήμι δεν τα κατεργάζονταν και δεν τα λογάριαζαν, το σίδερο ήταν σπάνιο και φαίνεται, τουλάχιστον για τις φυλές της περιοχής του Ρήνου και του Δούναβη, ότι δεν το παρήγαγαν μόνοι τους, αλλά το εισήγαγαν σχεδόν όλο απέξω.

Η ρουνική γραφή (απομίμηση ελληνικών ή λατινικών γραμμάτων) ήταν γνωστή μόνο σαν μυστική γραφή και τη χρησιμοποιούσαν μονάχα για θρησκευτική μαγεία. Συνηθιζόταν ακόμα η ανθρωποθυσία. Κοντολογίς, έχουμε εδώ μπροστά μας ένα λαό που μόλις υψώθηκε από τη μέση βαθμίδα της βαρβαρότητας στην ανώτερη. Ενώ όμως οι φυλές που συνόρευαν άμεσα με τους Ρωμαίους, εξαιτίας της εύκολης εισαγωγής ρωμαϊκών βιομηχανικών προϊόντων, εμποδίζονταν στην ανάπτυξη μιας ανεξάρτητης μεταλλουργικής και υφαντουργικής βιομηχανίας, τέτοιου είδους βιομηχανία αναπτύχθηκε αναμφισβήτητα στα βορειοανατολικά, στα παράλια της Βαλτικής.

 Τα διάφορα όπλα που βρέθηκαν στα έλη του Σλέσβιγκ -μακρύ σιδερένιο ξίφος, αλυσωτός θώρακας, ασημένιο κράνος κ.λπ.-μαζί με ρωμαϊκά νομίσματα του τέλους του δεύτερου αιώνα και τα γερμανικά μετάλλινα είδη που διαδόθηκαν με τις μεταναστεύσεις των λαών, είναι προϊόντα αρκετά αναπτυγμένης και ιδιόμορφης τέχνης, κι όταν ακόμα πρόκειται για περιπτώσεις απομίμησης ρωμαϊκών πρωτοτύπων. Με τη μετανάστευση στην πολιτισμένη ρωμαϊκή αυτοκρατορία σταμάτησε παντού, εκτός από την Αγγλία, αυτή η παραγωγή των γερμανικών φυλών. Πόσο ομοιόμορφα είχε γεννηθεί και αναπτυχθεί παραπέρα αυτή η παραγωγή, το δείχνουν, λόγου χάρη, οι χάλκινες πόρπες. Όσες βρέθηκαν στη Βουργουνδία, στη Ρουμανία και στην Αζοφική Θάλασσα θα μπορούσαν να έχουν βγει από το ίδιο εργαστήρι με τις αγγλικές και τις σουηδικές και είναι εξίσου αναμφισβήτητα γερμανικής προέλευσης.

Στην ανώτερη βαθμίδα της βαρβαρότητας αντιστοιχεί και η οργάνωση της διοίκησης. Γενικά, κατά τον Τάκιτο, υπήρχε το συμβούλιο των αρχηγών (principes) που αποφάσιζε για μικρότερα ζητήματα, προετοίμαζε όμως τα σπουδαιότερα για να αποφασίσει γι’ αυτά η λαϊκή συνέλευση. Αυτή η συνέλευση, στην κατώτερη βαθμίδα της βαρβαρότητας, τουλάχιστον εκεί όπου την ξέρουμε, στους Αμερικανούς, υπήρχε πρώτα μονάχα για το γένος, όχι ακόμα για τη φυλή ή την ομοσπονδία φυλών. Οι αρχηγοί (principes) ξεχωρίζουν ακόμα έντονα από τους πολέμαρχους (duces), ακριβώς όπως στους Ιροκέζους. Οι πρώτοι ζουν κιόλας εν μέρει από τιμη-τικά δώρα σε ζώα, σιτηρά κ.λπ., που προσφέρουν τα μέλη της φυλής. Εκλέγονται κυρίως, όπως στην Αμερική, από την ίδια οικογένεια. Η μετάβαση στο πατρικό δίκαιο ευκολύνει, όπως στην Ελλάδα και τη Ρώμη, τη βαθμιαία αλλαγή από την εκλογή στην κληρονομική διαδοχή και έτσι διαμορφώνεται μια αριστοκρατική οικογένεια σε κάθε γένος. Τις περισσότερες φορές, αυτοί οι παλιοί, οι λεγόμενοι ευ-γενείς του γένους, χάθηκαν στη μετανάστευση των λαών ή αμέσως ύστερα απ’ αυτήν. Οι στρατιωτικοί διοικητές εκλέγονταν χωρίς να παίρνεται υπόψη η καταγωγή, μονάχα ανάλογα με τις ικανότητές τους. Είχαν λίγη εξουσία και έπρεπε να επηρεάζουν με το παράδειγμά τους. Την καθαυτό πειθαρχική εξουσία στο στρατό ο Τάκιτος την αποδίδει ρητά στους ιερείς. Η πραγματική εξουσία βρισκόταν στη συνέλευση του λαού. Ο βασιλιάς, ή αρχηγός της φυλής, προεδρεύει. Ο λαός αποφασίζει: όχι -με ένα μουρμουρητό, ναι -με επευφημίες και κλαγγή των όπλων. Η συνέλευση είναι ταυτόχρονα και δικαστήριο. Εδώ παραπέμπονται οι κατηγορίες και εκδικάζονται, εδώ αποφασίζονται οι θανατικές καταδίκες. Με θανατική ποινή τιμωρείται μόνο η δειλία, η προδοσία του λαού και η παρά φύση ασέλγεια. Και στα γένη και στις άλλες υποδιαιρέσεις δικάζει το σύνολο με πρόεδρο τον αρχηγό που, όπως σε κάθε γερμανικό πρωτόγονο δικαστήριο, μπορεί μονάχα να διευθύνει τη διαδικασία και να βάζει ερωτήσεις. Την απόφαση στους Γερμανούς έπαιρνε ανέκαθεν και παντού το σύνολο.

Ομοσπονδίες φυλών είχαν διαμορφωθεί από τον καιρό του Καίσαρα. Σε μερικές απ’ αυτές υπήρχαν κιόλας βασιλείς. Όπως στους Έλληνες και τους Ρωμαίους, ο ανώτατος αρχηγός του στρατού έτεινε κιόλας προς την τυραννίδα και κάποτε κατάφερνε να φτάσει ως αυτήν. Τέτοιοι τυχεροί σφετεριστές της εξουσίας δεν ήταν σε καμιά περίπτωση απεριόριστο ι κυρίαρχοι, άρχιζαν ωστόσο να σπάζουν τα δεσμά του καθεστώτος των γενών. Ενώ άλλοτε οι απελεύθεροι δούλοι είχαν δευτερεύουσα θέση, γιατί δεν μπορούσαν ν’ ανήκουν σε κανένα γένος, με τους νέους βασιλείς οι ευνοούμενοι αυτοί αποκτούσαν συχνά βαθμούς, πλούτη και τιμές. Ύστερα από την κατάκτηση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, έγινε το ίδιο με τους στρατιωτικούς αρχηγούς που είχαν γίνει τώρα βασιλείς μεγάλων χωρών. Στους Φράγκους οι δούλοι και οι απελεύθεροι του βασιλιά έπαιζαν σπουδαίο ρόλο, πρώτα στην αυλή και έπειτα στο κράτος. Οι νέοι ευγενείς κατά μεγάλο μέρος κατάγονταν απ’ αυτούς.

Ένας θεσμός που ευνόησε την εμφάνιση της βασιλείας ήταν οι ακολουθίες. Ήδη στους αμερικανούς ερυθρόδερμους είδαμε πως πλάι στην οργάνωση του γένους σχηματίζονται ιδιωτικές εταιρίες για τη διεξαγωγή πολέμου με δική τους πρωτοβουλία και ευθύνη. Στους Γερμανούς αυτές οι ιδιωτικές εταιρίες είχαν γίνει κιόλας μόνιμες ενώσεις. Ο πολέμαρχος, που είχε αποκτήσει φήμη, συγκέντρωνε γύρω του μια ομάδα από νεαρούς που διψούσαν για λάφυρα και που συνδέονταν μαζί του με αμοιβαία προσωπική πίστη. Ο αρχηγός τους συντηρούσε και τους έδινε δώρα, τους οργάνωνε ιεραρχικά.

Για τις μικρότερες εκστρατείες χρησίμευε μια ετοιμοπόλεμη σωματοφυλακή, για τις μεγαλύτερες υπήρχε ένα έτοιμο σώμα αξιωματικών. Όσο κι αν ήταν αδύνατες αυτές οι ακολουθίες, κι όσο αδύνατες κι αν παρουσιάζονται, για παράδειγμα αργότερα τον καιρό του Οδόακρου στην Ιταλία, αποτέλεσαν ωστόσο την απαρχή της παρακμής της παλιάς λαϊκής ελευθερίας και τέτοιο ρόλο έπαιξαν στη διάρκεια της μετανάστευσης των λαών και ύστερα απ’ αυτήν. Πρώτα, γιατί ευνόησαν την εμφάνιση της βασιλικής εξουσίας. Δεύτερο, γιατί, όπως αναφέρει ο Τάκιτος, μπορούσαν να διατηρηθούν μόνο με αδιάκοπους πολέμους και ληστρικές εκστρατείες. Η ληστεία έγινε σκοπός. Όταν ο αρχηγός της ακολουθίας δεν είχε η να κάνει εκεί κοντά, τραβούσε με τους άντρες του σε άλλους λαούς, όπου γινόταν πόλεμος και υπήρχε προοπτική για πλιάτσικο. Τα βοηθητικά στρατεύματα που αποτελούνταν από γερμανικές φυλές και που κατά μεγάλες μάζες πολεμούσαν κάτω από τη ρωμαϊκή σημαία, ακόμα και ενάντια σε Γερμανούς, είχαν συγκροτηθεί ως ένα βαθμό από τέτοιες ακολουθίες.

Το καθεστώς  των μισθοφόρων, αυτό το αίσχος και η κατάρα των Γερμανών, υπήρχε εδώ κιόλας στην πρώτη μορφή του. Ύστερα από την κατάκτηση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, οι ακόλουθοι αυτοί των βασιλιάδων, μαζί με τους μη ελεύθερους και τους ρωμαίους αυλικούς υπηρέτες, αποτέλεσαν το δεύτερο βασικό συστατικό στοιχείο των κατοπινών ευγενών.

Γενικά, λοιπόν, στις γερμανικές φυλές που ενώθηκαν σε λαούς, επικρατεί η ίδια συγκρότηση που είχε αναπτυχθεί στους Έλληνες της ηρωικής εποχής και στους Ρωμαίους της λεγόμενης εποχής των βασιλιάδων: λαϊκή συνέλευση, συμβούλιο των αρχηγών των γενών και πολέμαρχος που τείνει κιόλας προς μια πραγματική βασιλική εξουσία. Ήταν η πιο διαμορφωμένη διοικητική οργάνωση που μπορούσε γενικά να αναπτύξει το καθεστώς των γενών. Ήταν το υποδειγματικό καθεστώς της ανώτερης βαθμίδας της βαρβαρότητας. Μόλις η κοινωνία βγήκε έξω από τα όρια μέσα στα οποία αρκούσε αυτή η οργάνωση, άρχισε να σβήνει το καθεστώς των γενών. Διαλύθηκε και στη θέση του μπήκε το κράτος.

 

 

Σημειώσεις:

 

 

(1) Η κατάκτηση της Ουαλίας από τους Άγγλους ολοκληρώθηκε το 1283, ωστόσο η Ουα-λία διατήρησε την αυτονομία της. Μόλις στα μέσα του 16ου αιώνα ενώθηκε τελείως με την Αγγλία (σημ. γερμ. σύντ.).

(2) Ακρ (acre, Acker), παλιά κελτική και γερμανική μονάδα γης που ισοδυναμούσε περίπου με 4 1/2 στρέμματα (σημ. ελλ. σύντ.).

(3) Βλ. Ancient laws and institutes of Wales, τόμο 1, 1841, σελ. 93 (σημ. γερμ. σύντ.).

(4) «Κόμματα» (σημ. γερμ. σύντ.).

(5) Στο διάστημα μερικών ημερών που πέρασα στην Ιρλανδία, συνειδητοποίησα ξανά καθαρά πόσο εκεί ο αγροτικός πληθυσμός ζει ακόμα με τις παραστάσεις της εποχής του γένους. Ο γαιοκτήμονας, που ενοικιαστής του είναι ο χωρικός. εξακολουθεί για τον τελευταίο να είναι ακόμα ένα είδος αρχηγός του κλαν, που έχει την υποχρέωση να διαχειρίζεται τη γη προς το συμφέρον όλων, που ο χωρικός του πληρώνει φόρο με τη μορφή ενοικίου, που σε περίπτωση όμως ανάγκης πρέπει να βοηθήσει το χωρικό. Το ίδιο κάθε περισσότερο ευκατάστατος θεωρείται υποχρεωμένος να υποστηρίζει τους φτωχότερους γείτονές του, όταν βρεθούν σε ανάγκη. Η βοήθεια αυτή δεν είναι ελεημοσύνη, είναι αυτό που δικαιωματικά ανήκει στο φτωχότερο από μέρους του πλουσιότερου μέλους του κλαν ή του αρχηγού του κλαν.

Νιώθει κανείς το παράπονο των καθηγητάδων της πολιτικής οικονομίας και των νομικών για την αδυναμία τους να διδάξουν στον ιρλανδό χωρικό την έννοια της νεότερης αστικής ιδιοκτησίας. Μια ιδιοκτησία που έχει μόνο δικαιώματα και δεν έχει καθόλου υποχρεώσεις, δεν χωράει καθόλου στο κεφάλι του Ιρλανδού. Καταλαβαίνει όμως κανείς επίσης, γιατί οι Ιρλανδοί που με τέτοιες αφελείς παραστάσεις του γένους πέφτουν ξαφνικά στις μεγάλες αγγλικές ή αμερικανικές πολιτείες, μέσα σ’ ένα πληθυσμό με ολότελα άλλες αντιλήψεις ηθικής και δικαίου, τρελαίνονται τελείως, χάνουν κάθε έλεγχο και συχνά πέφτουν μαζικά στον εκφυλισμό (σημ. του Ένγκελς στην 4η έκδοση).

(6) L. Η. Morgan, Ancient society, σελ. 357-358 (σημ. γερμ. σύντ.).

(7) Beda Venerabilis, Historiae ecclesiasticae gentis Anglorum, βιβλίο Ι, κεφ. Ι (σημ. γερμ. συντ.).

(8) Γ. Ι. Καίσαρ. Υπομνήματα του γαλατικού πολέμου. βιβλίο νι κεφ. 22 (σημ. γερμ. σύντ.).

(9) Αρχαίο άνω γερμανικό ηρωικό έπος, που μόνο αποσπάσματά του, έχουν διασωθεί, του 8ου αιώνα. Είναι το παλιότερο κείμενο από τη γερμανική μυθολογία που διαθέτουμε (σημ. γερμ. σύντ.).

(10) Tacitus, Germania. κεφ. 7 (σημ. γερμ. σύντ.).

(11) Οι Έλληνες μόνο στη μυθολογία της ηρωικής εποχής γνωρίζουν την εξαιρετικά στενή φύση του δεσμού ανάμεσα στο θείο από μητέρα και στον ανιψιό του, δεσμού που κατάγεται από την εποχή του μητρικού δικαίου και που τον βρίσκουμε σε πολλούς λαούς. Κατά τον Διόδωρο (Ιν, 34) ο Μελέαγρος σκοτώνει τους γιους του Θέστιου, τους αδερφούς της μητέρας του Αλθαίας. Η Αλθαία θεωρεί αυτή την πράξη τόσο ανεξιλέωτο ανοσιούργημα που καταριέται το φονιά, τον ίδιο της το γιο και εύχεται το θάνατό του. «Οι θεοί άκουσαν, όπως λένε, τις ευχές της και θανάτωσαν τον Μελέαγρο.» Ο ίδιος ο Διόδωρος (IV, 44) λέει ότι οι Αργοναύτες αποβιβάστηκαν κάτω από την αρχηγία του Ηρακλή στη Θράκη και βρήκαν εκεί ότι ο Φινέας κακομεταχειριζόταν αισχρά τους δυο γιους του που είχε από την πρώτη του γυναίκα, τη Βορεάδα Κλεοπάτρα, που την είχε διώξει. Σ’ αυτό τον έσπρωχνε η νέα του γυναίκα. Όμως ανάμεσα στους Αργοναύτες βρίσκονταν και οι Βορεάδες, οι αδερφοί της Κλεοπάτρας, δηλαδή οι θείοι από μητέρα των παιδιών που κακομεταχειριζόταν ο Φινέας. Οι Βορεάδες φροντίζουν αμέσως για τους ανιψιούς τους, τους ελευθερώνουν και σκοτώνουν τους φύλακες (σημ. του Ένγκελς).

(12) Ένα από τα τραγούδια της παλιάς Έvτα (βλέπε σημ. στη σελ. 46).

(13) Η εξέγερση των γαλατικών και γερμανικών φυλών, με επικεφαλής τον Κίβιλις, ενάντια στη ρωμαϊκή κυριαρχία τα έτη 69-70 (σύμφωνα με ορισμένες πηγές 69-71) προκλήθηκε από τις αυξήσεις των φόρων, τις αυξημένες στρατολογίες και τις καταχρήσεις εξουσίας των Ρωμαίων. Επεκτάθηκε σ’ ένα σημαντικό τμήμα της Γαλικίας και γερμανικών περι-οχών που βρίσκονταν κάτω από την κυριαρχία των Ρωμαίων. Αρχικά φάνηκε ότι τα ε-δάφη αυτά θα τα έχανε η Ρώμη. Ύστερα, όμως, από τις αρχικές επιτυχίες, οι εξεγερμέ-νοι υπέστησαν αρκετές ήττες που τους ανάγκασαν να κλείσουν ειρήνη με τη Ρώμη (σημ. γερμ. σύντ.).

(14) Γ. Ι Καίσαρ, ό.π., βιβλίο, IV κεφ. Ι (σημ. γερμ. σύvτ.).

(15) Tacitus, Germania. κεφ. 26 (σημ. γερμ. σύντ.).

(16) Βλ. σελ. 47 αυτού του βιβλίου.

(17) «Κτηματολόγιο της πόλης Λορς», δηλαδή βιβλίο του μοναστηριού του Λορς, όπου βρίσκονται συγκεντρωμένα τα αντίγραφα επίσημων εγγράφων που αφορούν δωρεές, προνόμια κ.ά. Το μοναστήρι αυτό, που ιδρύθηκε στο δεύτερο μισό του 8ου αιώνα κοντά στο Βορμς, διέθετε στη Νοτιοδυτική Γερμανία μεγάλη φεουδαρχική ιδιοκτησία. Αυτό το βιβλίο ολοκληρώθηκε το 12ο αιώνα και αποτελεί μια από τις σημαντικότερες πηγές για την ιστορία της γαιοκτησίας των αγροτών και φεουδαρχών τον 8ο και 9ο αιώνα. (σημ. γερμ. σύντ.).

(18) Plinius, Historia naturalίs, βιβλίο 18, κεφ. 17 (σημ, γερμ, σύντ,),

 

 

F.Engels, Η καταγωγή της οικογένειας, της ατομικής ιδιοκτησίας και του κράτους, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, σελ  109-119

 

 

http://www.scribd.com/fullscreen/39053415?access_key=key-1lg9s0ggfpuhtzs0wd35

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *