Friedrich Engels: Βαρβαρότητα και Πολιτισμός

Σχόλιο Praxis: Το κείμενο είναι το ένατο (και τελευταίο)μέρος απο το έργο του F.Engels «Η καταγωγή της οικογένειας, της ατομικής ιδιοκτησίας και του κράτους». Τους προλόγους μπορείτε να τους βρείτε εδώ,το πρώτο μέρος εδώ ,το δεύτερο εδώ , το τρίτο εδώ ,το τέταρτο εδώ ,το πέμπτο εδώ ,το έκτο εδώ , το έβδομο εδώ και το όγδοο εδώ. Με την ανάρτηση αυτή ολοκληρώνεται η παρουσίαση του έργου, το οποίο θα μεταφερθεί σταδιακά (και σε ενιαία μορφή) στην βιβλιοθήκη του ιστολογίου.

 

Σε αυτό το τμήμα του έργου του, ο F.Engels προχωράει στα συμπεράσματα και διατυπώνει πολλές σημαντικές παρατηρήσεις για το ζήτημα και τον ιστορικό χαρακτήρα του “πολιτισμού” όπου “Η μορφή της οικογένειας που αντιστοιχεί στον πολιτισμό και που επικρατεί οριστικά μαζί του είναι η μονογαμία, η κυριαρχία του άντρα πάνω στη γυναίκα και η ατομική οικογένεια σαν οικονομική μονάδα της κοινωνίας“. αλλά και της κρατικής εξουσίας αφού “Η συνόψιση της πολιτισμένης κοινωνίας είναι το κράτος, που σε όλες ανεξαίρετα τις τυπικές περιόδους είναι το κράτος της κυρίαρχης τάξης, και που σε όλες τις περιπτώσεις παραμένει ουσιαστικά μια μηχανή για την καθυπόταξη της τάξης που δέχεται την καταπίεση και την εκμετάλλευση“. 

Ο ιστορικός χαρακτήρας του κράτους και των κοινωνικών θεσμών που το στηρίζουν (που δεν υπήρχαν παντά ούτε είναι “νομοτέλειες” της “ανθρώπινης φύσης”) σημαίνει, όπως υποστηρίζει ο Ένγκελς, ότι “Οι τάξεις θα εξαφανιστούν το ίδιο αναπόφευκτα όπως αναπόφευκτα δημιουργήθηκαν στο παρελθόν. Με την εξαφάνιση των τάξεων θα εξαφανιστεί αναπόφευκτα και το κράτος. Η κοινωνία που οργανώνει με νέο τρόπο την παραγωγή πάνω στη βάση ελεύθερης και ίσης οργάνωσης των παραγωγών, θα βάλει ολόκληρη την κρατική μηχανή εκεί όπου θα είναι τότε η θέση της: στο μουσείο των αρχαιοτήτων, δίπλα στο ροδάνι και το μπρούντζινο τσεκούρι”. Εδώ βρίσκεται και η επικαιρότητα της κομμουνιστικής προοπτικής και η αναγκαιότητα της εργατικής-εξουσίας/δημοκρατίας για το πέρασμα σε αυτήν την νέα ιστορική εποχή. 

Οι θέσεις του Ένγκελς, ξεχασμένες για πολλά χρόνια (τόσο στην θεωρία όσο και στην πράξη) απο σημαντικό μέρος του κομμουνιστικού και εργατικού κινήματος είναι σήμερα η ζωντανή ιστορική αλήθεια και αναντικατάστατη αφετηρία για μια νέα επανεξόρμηση των κομμουνιστικών ιδεών.

 

 

 

 

ΙΧ ΒΑΡΒΑΡΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

 

 

 

Παρακολουθήσαμε τη διάλυση του καθεστώτος των γενών στα τρία μεγάλα ξεχωριστά παραδείγματα των Ελλήνων, των Ρωμαίων και των Γερμανών. Ας εξετάσουμε, τέλος, τους γενικούς οικονομικούς όρους που από την ανώτερη κιόλας βαθμίδα της βαρβαρότητας υποσκάψανε την οργάνωση της κοινωνίας κατά γένη και την εξάλειψαν ολότελα με την εμφάνιση του πολιτισμού. Εδώ, το Κεφάλαιο του Μαρξ θα μας είναι τόσο απαραίτητο όσο και το βιβλίο του Μόργκαν.

Το γένος, που εμφανίστηκε στη μέση βαθμίδα της άγριας κατάστασης και αναπτύχθηκε παραπέρα στην ανώτερή της βαθμίδα, φτάνει, όσο μας επιτρέπουν να το κρίνουμε οι πηγές μας, την εποχή της άνθησής του στην κατώτερη βαθμίδα της βαρβαρότητας. Μ’ αυτή τη βαθμίδα εξέλιξης αρχίζουμε λοιπόν.

Εδώ, όπου πρέπει να μας χρησιμεύουν για παράδειγμα οι ερυθρόδερμοι της Αμερικής, βρίσκουμε το καθεστώς των γενών εντελώς διαμορφωμένο. Μια φυλή έχει διακλαδωθεί σε περισσότερα, συνήθως σε δύο γένη. Αυτά τα αρχικά γένη με την αύξηση του πληθυσμού χωρίζονται το καθένα σε περισσότερα γένη-παιδιά, που απέναντί τους το γένος-μητέρα εμφανίζεται σαν φρατρία. Η ίδια η φυλή χωρίζεται σε περισσότερες φυλές, και στην καθεμιά απ’ αυτές ξαναβρίσκουμε τις περισσότερες φορές τα παλιά γένη. Μια ομοσπονδία περιλαμβάνει, τουλάχιστον σε ορισμένες περιπτώσεις, τις συγγενικές φυλές.

Αυτή η απλή οργάνωση ανταποκρίνεται πέρα για πέρα στις κοινωνικές συνθήκες, από τις οποίες ξεπήδησε. Δεν είναι παρά η δική τους, φυσική συγκρότηση και είναι σε θέση να λύνει όλες τις διαφορές που μπορούν να ξεπηδήσουν μέσα στην κοινωνία που είναι οργανωμένη μ’ αυτό τον τρόπο. τις διαφορές με τον έξω κόσμο τις λύνει ο πόλεμος, που μπορεί να τελειώσει με την εξόντωση της φυλής, ποτέ όμως με την υποδούλωσή της.

Το μεγαλείο αλλά και ο περιορισμένος  χαρακτήρας του καθεστώτος των γενών, είναι ότι δεν έχει χώρο για κυριαρχία και υποδούλωση. Στο εσωτερικό δεν γίνεται ακόμα διάκριση ανάμεσα στα δικαιώματα και στα καθήκοντα. Το πρόβλημα αν η συμμετοχή στις δημόσιες υποθέσεις, η αιματηρή εκδίκηση ή η εξιλέωσή της είναι δικαίωμα ή καθήκον, δεν υπάρχει για τον Ινδιάνο. Θα του φαινόταν το ίδιο παράλογο όπως και το πρόβλημα αν είναι δικαίωμα ή καθήκον το φαγητό, ο ύπνος, το κυνήγι. Άλλο τόσο δεν μπορεί η φυλή και το γένος να είναι χωρισμένα σε διάφορες τάξεις. Κι αυτό μας οδηγεί στην έρευνα της οικονομικής βάσης αυτού του καθεστώτος.

Ο πληθυσμός είναι εξαιρετικά αραιός: πυκνώνει μονάχα στον τόπο διαμονής της φυλής, που γύρω του σε ευρύ κύκλο απλώνεται πρώτα η περιοχή του κυνηγιού, ύστερα το ουδέτερο προστατευτικό δάσος, που τον χωρίζει από τις άλλες φυλές. Ο καταμερισμός της εργασίας είναι καθαρά φυσικός. Υπάρχει μονάχα ανάμεσα στα δυο φύλα. Ο άντρας πολεμάει, πηγαίνει για κυνήγι και ψάρεμα, προμηθεύει την τροφή και τα απαραίτητα γι’ αυτό εργαλεία. Η γυναίκα φροντίζει για το σπίτι, ετοιμάζει το φαγητό και φτιάχνει τα ρούχα, μαγειρεύει, υφαίνει, ράβει. Ο καθένας από τους δυο είναι αφέντης στον τομέα του: ο άντρας στο δάσος, η γυναίκα στο σπίτι. Ο καθένας είναι ιδιοκτήτης των εργαλείων που κατασκευάζει και που χρησιμοποιεί: ο άντρας των όπλων και των εργαλείων για το κυνήγι και το ψάρεμα, η γυναίκα των οικιακών σκευών. Το νοικοκυριό είναι κομμουνιστικό για κάμποσες, συχνά για πολλές οικογένειες. (1)

Ό,τι φτιάχνεται και χρησιμοποιείται από κοινού είναι κοινή ιδιοκτησία: το σπίτι, ο κήπος, η βάρκα. Εδώ λοιπόν, και μονάχα εδώ ακόμα, υπάρχει η «αποκτημένη με την εργασία ιδιοκτησία», που οι νομικοί και οι οικονομολόγοι την αποδίδουν στην πολιτισμένη κοινωνία, και που αποτελεί το τελευταίο απατηλό νομικό πρόσχημα, που πάνω του στηρίζεται ακόμα η σημερινή καπιταλιστική ιδιοκτησία.

Όμως οι άνθρωποι δεν έμειναν παντού σ’ αυτή τη βαθμίδα. Στην Ασία βρήκαν ζώα που μπορούσαν να τα δαμάσουν και δαμασμένα να τα αναπαράγουν: την άγρια βουβάλα έπρεπε να την κυνηγήσουν, η δαμασμένη όμως έδινε κάθε χρόνο ένα μοσχάρι, κι εκτός απ’ αυτό και γάλα. Μια σειρά από τις πιο προοδευμένες φυλές -Άριοι, Σημίτες, ίσως ακόμα και Τουρανοί-έκαναν κύριο κλάδο της δουλειάς τους πρώτα το δάμασμα των ζώων, και αργότερα μονάχα την αναπαραγωγή και την περιποίησή τους. Οι ποιμενικές φυλές ξεχώρισαν από την υπόλοιπη μάζα των βαρβάρων: είναι ο πρώτος μεγάλος καταμερισμός της εργασίας. Οι ποιμενικές φυλές δεν παράγανε μόνο περισσότερα, αλλά και διαφορετικά μέσα συντήρησης από τους υπόλοιπους βαρβάρους. Σε σύγκριση μ’ αυτούς δεν είχαν μόνο μεγαλύτερες ποσότητες σε γάλα, γαλακτοκομικά προϊόντα και κρέας, αλλά και περισσότερα τομάρια, μαλλί, κατσικότριχες, κλωσηκά και υφαντουργικά προϊόντα, που αυξάνονταν όσο αυξανόταν η ποσότητα των πρώτων υλών.

 Έτσι, για πρώτη φορά έγινε δυνατή η κανονική ανταλλαγή προϊόντων. Σε προηγούμενες βαθμίδες μπορούσαν να γίνονται μόνο ευκαιριακές ανταλλαγές. Μια ιδιαίτερη επιδεξιότητα στην κατασκευή όπλων και εργαλείων μπορεί να οδηγήσει σε παροδικό καταμερισμό της εργασίας. Έτσι βρέθηκαν σε πολλά μέρη αναμφισβήτητα υπολείμματα εργαστηρίων για πέτρινα εργαλεία από την ύστερη λίθινη εποχή. Οι τεχνίτες, που διαμόρφωναν εδώ την τέχνη τους, είναι πιθανό ότι δούλευαν για λογαριασμό του συνόλου, όπως κάνουν ακόμα οι μόνιμοι χειροτέχνες στις ινδικές κοινότητες γενών. Σε καμιά περίπτωση δεν μπορούσε σ’ αυτή τη βαθμίδα να αναπτυχθεί άλλη ανταλλαγή εκτός από την ανταλλαγή μέσα στα πλαίσια της φυλής, κι αυτή όμως ήταν ένα εξαιρετικό γεγονός.

 Εδώ, απεναντίας, ύστερα από το ξεχώρισμα των ποιμενικών φυλών, βρίσκουμε έτοιμους όλους τους όρους για την ανταλλαγή ανάμεσα στα μέλη των διαφόρων φυλών, για τη διαμόρφωση και εδραίωση της ανταλλαγής σαν κανονικού θεσμού. Αρχικά, αντάλλασσε φυλή με φυλή μέσω των αρχηγών των γενών. Όταν όμως τα κοπάδια άρχισαν να περνάνε σε ατομική ιδιοκτησία, επικράτησε όλο και περισσότερο η ανταλλαγή ανάμεσα σε άτομα, ώσπου τελικά έγινε η μοναδική μορφή.

Το κύριο όμως είδος  που έδιναν για αντάλλαγμα οι ποιμενικές φυλές στους  γείτονές τους ήταν τα ζώα. Τα ζώα έγιναν το εμπόρευμα με βάση το οποίο εκτιμούσαν όλα τα άλλα εμπορεύματα και που παντού τα έπαιρναν ευχαρίστως σε αντάλλαγμα για τα άλλα είδη -κοντολογίς, τα ζώα απέκτησαν τη λειτουργία του χρήματος και εκτελούσαν χρέη χρήματος σ’ αυτήν κιόλας τη βαθμίδα. Με τέτοια αναγκαιότητα και ταχύτητα εξελίχθηκε, από τις πρώτες αρχές κιόλας της εμπορευματικής ανταλλαγής, η ανάγκη για εμπόρευμα-χρήμα.

Η κηπουρική, που ίσως να ήταν άγνωστη στους ασιάτες βαρβάρους της κατώτερης βαθμίδας, παρουσιάστηκε σ’ αυτούς το αργότερο στη μέση βαθμίδα, σαν πρόδρομος της γεωργίας. Το κλίμα του τουρανικού οροπεδίου δεν επιτρέπει ποιμενική ζωή χωρίς προμήθειες ζωοτροφής για το μακρύ και βαρύ χειμώνα. Η καλλιέργεια λιβαδιών και η καλλιέργεια σιτηρών ήταν λοιπόν εδώ απαραίτητα. Το ίδιο ισχύει για τις στέπες στα βόρεια της Μαύρης Θάλασσας. Αν όμως η παραγωγή σιτηρών άρχισε για τα ζώα, σύντομα τα σιτηρά έγιναν τροφή και για τους ανθρώπους. Η καλλιεργημένη γη έμενε ακόμα ιδιοκτησία της φυλής και μεταβιβαζόταν για χρήση αρχικά στο γένος, αργότερα από το γένος στις οικιακές συντροφιές και τέλος στα άτομα. Τα άτομα αυτά μπορούσαν να είχαν ορισμένα δικαιώματα κατοχής πάνω της, αλλά τίποτα παραπάνω.

Από τις βιομηχανικές κατακτήσεις αυτής της βαθμίδας δύο είναι ιδιαίτερα σπουδαίες. Η πρώτη είναι ο αργαλειός, η δεύτερη το λιώσιμο των μεταλλευμάτων και η επεξεργασία των μετάλλων. Ο χαλκός, ο κασσίτερος και το κράμα τους, ο μπρούντζος, ήταν τα σπουδαιότερα. Ο μπρούντζος προμήθευε χρήσιμα εργαλεία και όπλα, δεν μπορούσε όμως να παραμερίσει τα πέτρινα εργαλεία. Αυτό μπορούσε να το κάνει μόνο το σίδερο, το σίδερο όμως δεν ήξεραν ακόμα να το παράγουν. Άρχισαν να χρησιμοποιούν για κοσμήματα και στολίδια το χρυσό και τον άργυρο που πρέπει να είχαν κιόλας μεγάλη αξία σε σχέση με το χαλκό και τον μπρούντζο.

Η αύξηση της παραγωγής σ’ όλους τους κλάδους -κτηνοτροφία, γεωργία, οικιακή χειροτεχνία-έδωσε την ικανότητα στην ανθρώπινη εργατική δύναμη να παράγει περισσότερα προϊόντα απ’ ό,τι χρειαζόταν για τη συντήρησή της. Η αύξηση της παραγωγής μεγάλωσε ταυτόχρονα την καθημερινή ποσότητα εργασίας, που αναλογούσε στο κάθε μέλος του γένους, της οικιακής συντροφιάς ή της ατομικής οικογένειας. Έγινε επιθυμητή η προσέλκυση νέων εργατικών δυνάμεων. τις πρόσφερε ο πόλεμος: οι αιχμάλωτοι πολέμου μετατράπηκαν σε δούλους. Ο πρώτος μεγάλος κοινωνικός καταμερισμός της εργασίας, μαζί με την αύξηση της παραγωγικότητας της δουλειάς, δηλαδή του πλούτου, και με τη διεύρυνση του παραγωγικού πεδίου, είχε σαν αναγκαία συνέπεια, κάτω από τις δοσμένες συνολικές ιστορικές  συνθήκες, τη δουλεία. Από τον πρώτο μεγάλο κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας ξεπήδησε η πρώτη μεγάλη διάσπαση της κοινωνίας σε δύο τάξεις: σε κυρίους και δούλους, σε αυτούς που ασκούσαν εκμετάλλευση και αυτούς που τη δέχονταν.

Δεν ξέρουμε μέχρι τώρα τίποτα για το πώς και πότε πέρασαν τα κοπάδια από την κοινή ιδιοκτησία της φυλής ή του γένους στην ιδιοκτησία των ξεχωριστών αρχηγών των οικογενειών. Πρέπει όμως βασικά να έγινε σ’ αυτή τη βαθμίδα. Με τα κοπάδια και τα υπόλοιπα νέα πλούτη έγινε μια επανάσταση στην οικογένεια. Ο βιοπορισμός ήταν πάντα υπόθεση του άντρα, τα μέσα για το βιοπορισμό παράγονταν από τον ίδιο και ήταν ιδιοκτησία του.

Τα κοπάδια ήταν τα καινούργια μέσα βιοπορισμού, δουλειά του ήταν πρώτα να τα δαμάζει και κατόπιν να τα περιποιείται. Γι’ αυτό, στον άντρα ανήκανε τα ζώα, σ’ αυτόν και τα εμπορεύματα και οι δούλοι που έπαιρνε σαν αντάλλαγμα για τα ζώα. Όλο το περίσσευμα που έδινε τώρα ο βιοπορισμός έπεφτε στον άντρα. Η γυναίκα έπαιρνε μέρος στην κατανάλωσή του, δεν είχε όμως μερίδιο στην ιδιοκτησία. Ο «άγριος» πολεμιστής και κυνηγός ήταν ευχαριστημένος να έχει στο σπίτι τη δεύτερη θέση, ύστερα από τη γυναίκα. Ο «ηπιότερος» βοσκός, κομπάζοντας για τα πλούτη του, προωθήθηκε στην πρώτη θέση και απώθησε τη γυναίκα στη δεύτερη. Και η γυναίκα δεν μπορούσε να παραπονεθεί. Ο καταμερισμός της εργασίας στην οικογένεια ρύθμισε τον καταμερισμό της ιδιοκτησίας ανάμεσα στον άντρα και τη γυναίκα.

Ο καταμερισμός είχε μείνει ο ίδιος, κι όμως αναποδογύριζε τώρα τις ως τότε οικιακές σχέσεις, μόνο και μόνο γιατί είχε αλλάξει ο καταμερισμός της εργασίας έξω από την οικογένεια. Η ίδια αιτία, που πρώτα εξασφάλιζε στη γυναίκα την κυριαρχία στο σπίτι, ο περιορισμός της στις δουλειές του σπιτιού, η ίδια αυτή αιτία εξασφάλιζε τώρα την κυριαρχία του άντρα στο σπίτι.

Η σπιτική δουλειά της γυναίκας έχασε τώρα τη σημασία της σε σύγκριση με τη βιοποριστική δουλειά του άντρα. Η δεύτερη ήταν το παν, η πρώτη ένα ασήμαντο συμπλήρωμά της. Εδώ κιόλας φαίνεται ότι η απελευθέρωση της γυναίκας, η ισοτιμία της με τον άντρα είναι και παραμένει αδύνατη όσο καιρό η γυναίκα θα μένει αποκλεισμένη από την κοινωνική παραγωγική εργασία και θα είναι περιορισμένη στη σπιτική ιδιωτική δουλειά. Η απελευθέρωση της γυναίκας θα γίνει δυνατή μόλις μπορέσει να συμμετάσχει σε μεγάλη, κοινωνική κλίμακα στην παραγωγή, και οι δουλειές του σπιτιού θα την απασχολούν μονάχα σε ασήμαντο βαθμό. Κι αυτό έγινε δυνατό μονάχα με τη σύγχρονη μεγάλη βιομηχανία, η οποία όχι μόνο επιτρέπει την εργασία της γυναίκας σε μεγάλη κλίμακα, αλλά και την απαιτεί ρητά και η οποία τείνει όλο και περισσότερο να μετατρέψει την ιδιωτική σπιτική δουλειά σε δημόσια βιομηχανία.

Με την ουσιαστική κυριαρχία του άντρα στο σπίτι έπεσε και ο τελευταίος φραγμός για την απόλυτη κυριαρχία του. Αυτή η απόλυτη κυριαρχία επικυρώθηκε και διαιωνίστηκε με το γκρέμισμα του μητρικού δικαίου, με την εισαγωγή του πατρικού δικαίου, με τη βαθμιαία μετάβαση του ζευγαρωτού γάμου στη μονογαμία. Έτσι όμως προκλήθηκε ένα ρήγμα στο παλιό καθεστώς των γενών: η ατομική οικογένεια έγινε εξουσία και ορθώθηκε απειλητική μπροστά στο γένος.

Το επόμενο βήμα μας οδηγεί στην ανώτερη βαθμίδα της βαρβαρότητας, στην περίοδο όπου όλοι οι πολιτισμένοι λαοί περνάνε την ηρωική τους εποχή: την εποχή του σιδερένιου σπαθιού, αλλά και του σιδερένιου αλετριού και του σιδερένιου τσεκουριού. Το σίδερο μπήκε στην υπηρεσία του ανθρώπου. Ήταν η τελευταία και σπουδαιότερη από όλες τις πρώτες ύλες, που έπαιξαν επαναστατικό ρόλο στην ιστορία, η τελευταία ως την εμφάνιση της πατάτας. Το σίδερο δημιούργησε τη γεωργία σε μεγαλύτερες εκτάσεις, επέτρεψε το ξεχέρσωμα μεγάλων δασικών περιοχών. Έδωσε στο χειροτέχνη τόσο σκληρά και κοφτερά εργαλεία που καμιά πέτρα και κανένα άλλο γνωστό μέταλλο δεν μπορούσε να τους αντισταθεί.

Όλα αυτά έγιναν σιγά-σιγά. Το πρώτο σίδερο ήταν συχνά ακόμα πιο μαλακό κι από τον μπρούντζο. Έτσι το πέτρινο όπλο εξαφανιζόταν μόνο αργά-αργά. Όχι μονάχα στο έπος Χίλντεμπραντ, αλλά επίσης και στη μάχη του Χέιστινγκς, (2) το 1066, χρησιμοποιούνταν ακόμα πέτρινα τσεκούρια. Όμως η πρόοδος προχωρούσε τώρα ασταμάτητα, με λιγότερες διακοπές και γρηγορότερα. Η πόλη που με τα πέτρινα τείχη, τους πύργους και τις επάλξεις της περιέκλεινε σπίτια από πέτρα ή τούβλα, έγινε κεντρική έδρα της φυλής ή της ομοσπονδίας φυλών. Ήταν μια τεράστια πρόοδος στην οικοδομική τέχνη, μα και σημάδι μεγαλύτερου κινδύνου και ανάγκης για άμυνα.

Ο πλούτος μεγάλωνε γρήγορα, αλλά σαν πλούτος ατόμων. Η υφαντουργία, η επεξεργασία των μετάλλων και τα άλλα επαγγέλματα που όλο και περισσότερο ξεχώριζαν, ανάπτυσσαν μια όλο και μεγαλύτερη ποικιλία και επιδεξιότητα της παραγωγής. Η γεωργία, πλάι στα σιτηρά, τα όσπρια και τα φρούτα, έδινε τώρα επίσης λάδι και κρασί, που οι άνθρωποι είχαν μάθει την παρασκευή τους.

Μια τόσο ποικίλη δράση δεν μπορούσε πια να την εξασκεί το ίδιο άτομο. Εμφανίστηκε ο δεύτερος μεγάλος καταμερισμός της εργασίας: η χειροτεχνία χωρίστηκε από τη γεωργία. Η αδιάκοπη αύξηση της παραγωγής, και μαζί μ’ αυτήν της παραγωγικότητας της δουλειάς, ανέβασε την αξία της ανθρώπινης εργατικής δύναμης. Η δουλεία, που στην προηγούμενη βαθμίδα μόλις γεννιόταν ακόμα και ήταν σποραδική, γίνεται τώρα ουσιαστικό συστατικό του κοινωνικού συστήματος. Οι δούλοι παύουν να είναι απλοί βοηθοί, τους στέλνουν κατά δεκάδες στη δουλειά, στους αγρούς και στα εργαστήρια.

 Με το χωρισμό της παραγωγής στους δύο κύριους μεγάλους κλάδους, τη γεωργία και τη χειροτεχνία, γεννιέται η παραγωγή άμεσα για την ανταλλαγή, η εμπορευματική παραγωγή. Μαζί της γεννιέται και το εμπόριο, όχι μονάχα στο εσωτερικό και στα σύνορα της φυλής, αλλά και πέρα από τις θάλασσες.

Όλα αυτά όμως ήταν ακόμα πολύ υπανάπτυκτα. Τα πολύτιμα μέταλλα αρχίζουν να επικρατούν και να γίνονται γενικό εμπόρευμα-χρήμα, ήταν όμως ακόμα άκοπα και ανταλλάσσονταν απλά σύμφωνα με το βάρος τους.

Η διαφορά ανάμεσα σε πλούσιους και φτωχούς εμφανίζεται πλάι στη διαφορά ανάμεσα σε ελεύθερους και δούλους -με το νέο καταμερισμό της εργασίας εμφανίζεται μια νέα διάσπαση της κοινωνίας σε τάξεις. Οι περιουσιακές διαφορές των ξεχωριστών οικογενειαρχών τινάζουν στον αέρα την παλιά κομμουνιστική οικιακή κοινότητα παντού όπου είχε ως τότε διατηρηθεί. Μαζί μ’ αυτή και την κοινή καλλιέργεια της γης για λογαριασμό αυτής της κοινότητας. Η καλλιεργήσιμη γη μεταβιβάζεται για χρήση στις ξεχωριστές οικογένειες πρώτα για ορισμένο χρονικό διάστημα, αργότερα μια για πάντα. Η μετάβαση στην πλήρη ατομική ιδιοκτησία συντελείται σιγά-σιγά και παράλληλα με τη μετάβαση του ζευγαρωτού γάμου στη μονογαμία. Η ατομική οικογένεια αρχίζει να γίνεται η οικονομική μονάδα στην κοινωνία.

Ο πυκνότερος πληθυσμός επιβάλλει στενότερη συσπείρωση προς τα μέσα και προς τα έξω. Παντού γίνεται αναγκαία η ομοσπονδία των συγγενικών φυλών και γρήγορα γίνεται αναγκαία και η συγχώνευσή τους, καθώς επίσης και η συγχώνευση των χωριστών περιοχών των φυλών σε μια συνολική περιοχή του λαού. Ο στρατιωτικός αρχηγός του λαού -rex, βασιλιάς, thίudans- γίνεται απαραίτητος, μόνιμος αξιωματούχος.

 Εμφανίζεται η λαϊκή συνέλευση εκεί όπου δεν υπήρχε ήδη. Ο στρατιωτικός αρχηγός, το συμβούλιο, η λαϊκή συνέλευση αποτελούν τα όργανα της κοινωνίας των γενών που εξελίχθηκε παραπέρα σε στρατιωτική δημοκρατία. Στρατιωτική -γιατί ο πόλεμος και η οργάνωση για τον πόλεμο έγιναν τώρα κανονικές λειτουργίες της λαϊκής ζωής. Τα πλούτη των γειτόνων ερεθίζουν την απληστία των λαών, που η απόκτηση αγαθών τους φαίνεται κιόλας σαν ένας από τους πρώ-τους σκοπούς της ζωής. Είναι βάρβαροι: Θεωρούν τη ληστεία ευκολότερη και ακόμα και τιμητικότερη από τη δημιουργική εργασία. Ο πόλεμος, που πρώτα γινόταν μονάχα για να πάρουν εκδίκηση για υπερβάσεις ή για επέκταση του εδάφους που δεν τους έφτανε, γίνεται τώρα μόνο και μόνο για να ληστεύουν, γίνεται μόνιμος κλάδος βιοπορισμού. Δεν υψώνονται χωρίς λόγο τα απειλητικά τείχη γύρω από τις καινούργιες οχυρωμένες πόλεις: στις τάφρους τους χάσκει ο τάφος του συστήματος των γενών, και οι πύργοι τους στηρίζονται κιόλας στον πολιτισμό.

 Το ίδιο γίνεται και στο εσωτερικό της κοινωνίας. Οι ληστρικοί πόλεμοι μεγαλώνουν την εξουσία του ανώτατου στρατιωτικού αρχηγού, καθώς και των υπαρχηγών. Η συνήθεια να εκλέγονται οι διάδοχοι από τις ίδιες οικογένειες, ιδίως από τον καιρό της εισαγωγής του πατρικού δικαίου, περνάει βαθμιαία σε μια κληρονομικότητα που πρώτα την ανέχονται, ύστερα τη διεκδικούν και τέλος τη σφετερίζονται.

Έχουν μπει πια τα θεμέλια της κληρονομικής βασιλείας και της κληρονομικής αριστοκρατίας. Έτσι, τα όργανα του καθεστώτος των γενών σιγά-σιγά αποσπώνται από τη ρίζα τους μέσα στο λαό, το γένος, τη φρατρία, τη φυλή, και ολόκληρο το σύστημα των γενών μετατρέπεται στο αντίθετό του: από οργάνωση φυλών για την ελεύθερη ρύθμιση των υποθέσεών τους, γίνεται οργάνωση για τη λεηλασία και την καταπίεση των γειτόνων, και αντίστοιχα τα όργανά του από όργανα της λαϊκής θέλησης γίνονται αυτοτελή όργανα κυριαρχίας και καταπίεσης του ίδιου του λαού τους. Αυτό όμως ποτέ δεν θα ήταν δυνατό να γίνει, αν η δίψα για πλούτη δεν είχε διασπάσει τα μέλη του γένους σε πλούσιους και φτωχούς, αν «οι περιουσιακές διαφορές μέσα στο ίδιο το γένος δεν είχαν μετατρέψει την ενότητα των συμφερόντων σε ανταγωνισμό ανάμεσα στα μέλη του γένους» (Μαρξ), και αν η επέκταση της δουλείας δεν είχε κιόλας αρχίσει να παρουσιάζει την απόκτηση των μέσων συντήρησης με την εργασία σαν πράξη άξια μόνο για δούλους, σαν πράξη πιο επαίσχυντη κι από τη ληστεία.

***

Έτσι φτάσαμε στο κατώφλι του πολιτισμού. Ο πολιτισμός αρχίζει με μια νέα πρόοδο στον καταμερισμό της εργασίας. Στην κατώτερη βαθμίδα οι άνθρωποι παρήγαγαν μόνο για τις άμεσες ανάγκες τους. Οι πράξεις ανταλλαγής που γίνονταν πού και πού ήταν μεμονωμένες και αφορούσαν μονάχα το πλεόνασμα που τυχαία παρουσιαζόταν. Στη μεσαία βαθμίδα της βαρβαρότητας βρίσκουμε στους ποιμενικούς λαούς να έχουν με τα ζώα τους ήδη μια περιουσία, που ύστερα από ένα ορισμένο μέγεθος του κοπαδιού μπορεί να δίνει κανονικά πλεόνασμα πέρα από τις ανάγκες τους. Βρίσκουμε ταυτόχρονα έναν καταμερισμό της εργασίας ανάμεσα σε ποιμενικούς λαούς και σε καθυστερημένες φυλές που δεν έχουν κοπάδια, δυο λοιπόν διαφορετικές βαθμίδες της παραγωγής, τη μια πλάι στην άλλη, και έτσι τους όρους για μια κανονική ανταλλαγή.

 Η ανώτερη βαθμίδα της βαρβαρότητας μας δίνει τον παραπέρα καταμερισμό της εργασίας ανάμεσα στη γεωργία και τη χειροτεχνία, κι επομένως μια διαρκώς αυξανόμενη παραγωγή προϊόντων εργασίας που προορίζονται άμεσα για την ανταλλαγή, πράγμα που κάνει την ανταλλαγή ανάμεσα σε ατομικούς παραγωγούς ζωτική ανάγκη της κοινωνίας. Ο πολιτισμός εδραιώνει και αυξάνει όλους αυτούς τους καταμερισμούς της εργασίας που βρήκε, ιδίως με την όξυνση της αντίθεσης ανάμεσα στην πόλη και το χωριό (όπου η πόλη εξουσιάζει οικονομικά την ύπαιθρο, όπως στην αρχαιότητα, ή ακόμα η ύπαιθρος την πόλη, όπως στο μεσαίωνα), και προσθέτει σ’ αυτούς έναν τρίτο καταμερισμό της εργασίας, που η σημασία του είναι αποφασιστική και τον χαρακτηρίζει: Δημιουργεί μια τάξη, που δεν ασχολείται πια με την παραγωγή, αλλά μόνο με την ανταλλαγή των προϊόντων-τους εμπόρους,

Όλες οι ως τότε τάσεις για τη διαμόρφωση τάξεων σχετίζονται ακόμα αποκλειστικά με την παραγωγή. Χώριζαν τους ανθρώπους που συμμετείχαν στην παραγωγή σε διευθυντές και εκτελεστές ή ακόμα σε παραγωγούς μεγαλύτερης ή μικρότερης κλίμακας. Εδώ παρουσιάζεται για πρώτη φορά μια τάξη που, χωρίς να συμμετέχει με οποιονδήποτε τρόπο στην παραγωγή, παίρνει στα χέρια της σε γενικές γραμμές τη διεύθυνση της παραγωγής και υποτάσσει οικονομικά τους παραγωγούς. Μια τάξη που κάνει τον εαυτό της αναπόφευκτο μεσάζοντα ανάμεσα σε κάθε δυο παραγωγούς και εκμεταλλεύεται και τους δυο.

 Με το πρόσχημα ότι γλιτώνει τους παραγωγούς από τον κόπο και τους κινδύνους της ανταλλαγής, ότι επεκτείνει την τοποθέτηση των προϊόντων τους σε απομακρυσμένες αγορές, ότι γίνεται έτσι η χρησιμότερη τάξη του πληθυσμού, διαμορφώνεται μια τάξη από παράσιτα, από γνήσιους κοινωνικούς χαραμοφάηδες, που σαν αμοιβή για πολύ ελάχιστες πραγματικές υπηρεσίες, ξαφρίζει την κρέμα τόσο από την ντόπια, όσο κι από την ξένη παραγωγή, αποκτά γρήγορα τεράστια πλούτη και ανάλογη κοινωνική επιρροή και ακριβώς γι’ αυτό, στην περίοδο του πολιτισμού, κατακτά όλο και νέες τιμές, όλο και μεγαλύτερη εξουσία πάνω στην παραγωγή, ώσπου τέλος προωθεί κι αυτή ένα δικό της προϊόν -ης περιοδικές εμπορικές κρίσεις.

Πάντως, στη βαθμίδα εξέλιξης που εξετάζουμε, το νεαρό εμπορικό στρώμα ού-τε φαντάζεται καν τα μεγάλα πράγματα που το περιμένουν. Ωστόσο σχηματίζεται και γίνεται απαραίτητο, κι αυτό φτάνει. Μαζί του όμως διαμορφώνεται και το με-ταλλικ6 χρήμα, το κομμένο νόμισμα, και με το μεταλλικό χρήμα ένα νέο μέσο για την κυριαρχία του μη παραγωγού πάνω στον παραγωγό και την παραγωγή του.

Είχε ανακαλυφθεί το εμπόρευμα των εμπορευμάτων, που κρύβει μέσα του όλα τα άλλα εμπορεύματα, το μαγικό μέσο που κατά βούληση μπορεί να μεταμορφώνεται σε κάθε αξιοζήλευτο και επιθυμητό πράγμα. Όποιος το είχε, εξουσίαζε τον κόσμο της παραγωγής, και ποιος το είχε πριν απ’ όλους; Ο έμπορος. Στο χέρι του ήταν η λατρεία του χρήματος. Αυτός φρόντιζε να γίνει φανερό ότι όλα τα εμπορεύματα, και επομένως όλοι οι εμπορευματοπαραγωγοί, όφειλαν να πέφτουν στο έδαφος και να προσκυνούν το χρήμα. Αυτός απέδειξε στην πράξη πόσο όλες οι άλλες μορφές του πλούτου καταντάνε απλή λάμψη μπροστά σ’ αυτή την ενσάρκωση του πλούτου σαν τέτοιου. Ποτέ ξανά η εξουσία του χρήματος δεν πρόβαλε με τόση πρωτόγονη ωμότητα και βιαιότητα όσο σ’ αυτή της τη νεανική περίοδο. Ύστερα από την αγορά εμπορευμάτων με χρήμα ήρθε ο δανεισμός με χρήμα, μαζί του ο τόκος και ο τοκογλύφος.

Και καμιά νομοθεσία της κατοπινής εποχής δεν ρίχνει τον οφειλέτη τόσο ανελέητα και ανέλπιδα στα πόδια του τοκογλύφου πιστωτή όσο η αρχαία αθηναϊκή και αρχαία ρωμαϊκή νομοθεσία -και οι δυο ξεπήδησαν αυθόρμητα σαν εθιμικά δίκαια, χωρίς άλλον καταναγκασμό εκτός από τον οικονομικό.

Πλάι στον πλούτο σε εμπορεύματα και δούλους, πλάι στο χρηματικό πλούτο, παρουσιάστηκε τώρα και ο πλούτος σε γαιοκτησία. Το δικαίωμα να κατέχουν τα άτομα τους κλήρους γης που αρχικά τους είχε παραχωρήσει το γένος ή η φυλή, είχε τώρα εδραιωθεί τόσο, που οι-κλήροι αυτοί τους ανήκαν σαν κληρονομική ιδιοκτησία. Αυτό που τον τελευταίο καιρό επιδίωξαν κυρίως ήταν να ελευθερωθούν από το δικαίωμα που είχε η κοινότητα του γένους στον κλήρο, δικαίωμα που τους δέσμευε. Απαλλάχτηκαν απ’ τα δεσμά αυτά αλλά πολύ γρήγορα απαλλάχτηκαν και από τη νέα γαιοκτησία.

 Η ολόπλευρη και ελεύθερη ιδιοκτησία πάνω στη γη δεν σήμαινε μονάχα τη δυνατότητα να κατέχεις ολοκληρωμένα και απεριόριστα τη γη, αλλά επίσης σήμαινε και τη δυνατότητα να την πουλάς. Όσο καιρό η γη ήταν ιδιοκτησία του γένους, δεν υπήρχε αυτή η δυνατότητα. Όταν όμως ο νέος γαιοκτήμονας αποτίναξε οριστικά τα δεσμά της υπεριδιοκτησίας του γένους και της φυλής, ξέσκισε και το δεσμό που ως τότε τον συνέδεε αδιάρρηκτα με τη γη. Η σήμαινε αυτό, του το ξεκαθάρισε το χρήμα που εφευρέθηκε ταυτόχρονα με την ατομική ιδιοκτησία της γης. Η γη μπορούσε τώρα να γίνει εμπόρευμα, που το πουλάς και το υποθηκεύεις. Μόλις είχε εισαχθεί η γαιοκτησία, εφευρέθηκε κιόλας και η υποθήκη (βλέπε την Αθήνα). Όπως ο εταιρισμός και η πορνεία ακολουθούν κατά πόδι τη μονογαμία, έτσι από εδώ) και μπρος η υποθήκη ακολουθεί κατά πόδι τη γαιοκτησία. Θέλατε να ‘χετε την πλήρη, ελεύθερη, εκποιήσιμη γαιοκτησία, ε, λοιπόν, την έχετε. Tu l’as voulu, George Dandin! (3)

Έτσι, με την επέκταση του εμπορίου, με το χρήμα και την τοκογλυφία, με τη γαιοκτησία και την υποθήκη, προχωρούσε γοργά η συγκέντρωση και η συγκεντροποίηση του πλούτου στα χέρια μιας ολιγάριθμης τάξης, και παράλληλα μεγάλωνε η φτώχεια των μαζών και πλήθαινε η μάζα των φτωχών. Η καινούργια αριστοκρατία του πλούτου, εφόσον δεν είχε από πριν κιόλας συμπέσει να είναι η παλιά αριστοκρατία της φυλής, απωθούσε τη δεύτερη οριστικά στο περιθώριο (στην Αθήνα, στη Ρώμη, στους Γερμανούς). Και παράλληλα μ’ αυτόν το χωρισμό των ελεύθερων σε τάξεις ανάλογα με τον πλούτο που είχαν, σημειωνόταν ιδιαίτερα στην Ελλάδα μια τεράστια αύξηση του αριθμού των δούλων,(4) που η αναγκαστική δουλειά τους αποτέλεσε τη βάση που πάνω της υψώθηκε το εποικοδόμημα όλης της κοινωνίας.

Ας δούμε τώρα η έγινε το καθεστώς των γενών μέσα σ’ αυτή την κοινωνική α-νατροπή. Στεκόταν ανήμπορο μπροστά στα νέα στοιχεία που ξεπήδησαν χωρίς τη συμβολή του. Προϋπόθεσή του ήταν τα μέλη ενός γένους, ή και μιας φυλής, να είναι μαζί εγκαταστημένα στην ίδια περιοχή, να κατοικούν αποκλειστικά σ’ αυτή. Αυτό είχε σταματήσει από καιρό. Παντού τα γένη και οι φυλές είχαν ανακατωθεί, παντού κατοικούσαν δούλοι, επήλυδες, ξένοι ανάμεσα στους πολίτες. Η μόνιμη εγκατάσταση που είχε επιτευχθεί μόλις στα τέλη της μεσαίας βαθμίδας της βαρβαρότητας, παραβιαζόταν διαρκώς με τη μετακίνηση και την αλλαγή του τόπου κατοικίας που καθορίζονταν από το εμπόριο, την αλλαγή του βιοποριστικού επαγγέλματος και τις μεταβολές στην κυριότητα της γαιοκτησίας. Τα μέλη του γένους δεν μπορούσαν πια να συνέρχονται για να φροντίζουν για τις κοινές τους υποθέσεις. Μονάχα ασήμαντα πράγματα, όπως οι θρησκευτικές γιορτές, γίνονταν ακόμα όπως-όπως.

Πλάι στις ανάγκες και τα συμφέροντα που για τη φροντίδα τους ήταν αρμόδια και κατάλληλα τα γένη, με την ανατροπή των συνθηκών βιοπορισμού και την αλλαγή της κοινωνικής διάρθρωσης που επακολούθησε, γεννήθηκαν καινούργιες ανάγκες και νέα συμφέροντα, που όχι μόνο ήταν ξένα στο παλιό καθεστώς των γενών, αλλά και εναντιώνονταν με κάθε τρόπο σ’ αυτό. Τα συμφέροντα των ομάδων των χειροτεχνών που δημιουργήθηκαν με τον καταμερισμό της εργασίας, οι ιδιαίτερες ανάγκες της πόλης σε αντίθεση με την ύπαιθρο, απαιτούσαν νέα όργανα. Η καθεμιά απ’ αυτές τις ομάδες, όμως, αποτελείτο από ανθρώπους που ανήκαν στα πιο διαφορετικά γένη, φρατρίες και φυλές, περιέκλεινε, μάλιστα, ακόμα και ξένους.

Τα όργανα αυτά έπρεπε λοιπόν να σχηματιστούν έξω από τη διάρθρωση των γενών, πλάι σ’ αυτήν και επομένως ενάντιά της. Και πάλι σε κάθε οργάνωση γένους εκδηλωνόταν αυτή η σύγκρουση των συμφερόντων, που έφτανε στο αποκορύφωμά της στη συνένωση των πλουσίων και των φτωχών, των τοκογλύφων και των οφειλετών μέσα στο ίδιο το γένος και την ίδια φυλή. Σ’ αυτά προστέθηκε η μάζα του νέου πληθυσμού, που ήταν ξένος στις ομάδες των γενών, που όπως στη Ρώμη μπορούσε να γίνει μια δύναμη στη χώρα και που σύγχρονα ήταν τόσο πολυάριθμη που δεν μπορούσε να απορροφηθεί σιγά-σιγά από τα εξ αίματος συγγενικά γένη και τις φυλές. Απέναντι σ’ αυτή τη μάζα ορθώνονταν οι οργανώσεις των γενών σαν κλειστά, προνομιούχα σώματα. Η αρχική αυθόρμητη δημοκρατία είχε μετατραπεί σε μισητή αριστοκρατία.

Τέλος, το σύστημα των γενών είχε ξεπηδήσει από μια κοινωνία που δεν γνώριζε εσωτερικές αντιθέσεις και ταίριαζε μονάχα σε μια τέτοια κοινωνία. Δεν είχε άλλο μέσο καταναγκασμού εκτός από την κοινή γνώμη. Εδώ όμως είχε δημιουργηθεί μια κοινωνία που εξαιτίας όλων των οικονομικών της όρων ζωής έγινε ανάγκη να διασπαστεί σε ελεύθερους και δούλους. σε πλούσιους που ασκούσαν εκμετάλλευση και φτωχούς που δέχονταν εκμετάλλευση, μια κοινωνία που όχι μόνο δεν μπορούσε ξανά να συμφιλιώνει αυτές τις αντιθέσεις, αλλά που αναγκαστικά τις έσπρωχνε όλο και περισσότερο στα άκρα. Μια τέτοια κοινωνία μπορούσε να υπάρχει μονάχα είτε σε αδιάκοπη ανοιχτή πάλη αυτών των τάξεων μεταξύ τους, είτε κάτω από την κυριαρχία μιας τρίτης δύναμης που στεκόταν φαινομενικά πάνω από τις αντιμαχόμενες τάξεις, κατάστελλε την ανοιχτή τους σύγκρουση και επέτρεπε να γίνει η ταξική πάλη το πολύ-πολύ στο οικονομικό πεδίο; με τη λεγόμενη νόμιμη μορφή. Το καθεστώς των γενών είχε φάει τα ψωμιά του. Είχε τιναχτεί στον αέρα από τον καταμερισμό της εργασίας και από το αποτέλεσμα αυτού του καταμερισμού -από τη διάσπαση της κοινωνίας σε τάξεις. Αντικαταστάθηκε από το κράτος.

***

Εξετάσαμε πιο πάνω μια-μια τις τρεις κύριες μορφές όπου το κράτος υψώνεται πάνω στα ερείπια του καθεστώτος των γενών. Η Αθήνα παρουσιάζει την καθαρότερη, την κλασικότερη μορφή: Εδώ (ξεπηδάει το κράτος άμεσα και κυρίως από τις ταξικές αντιθέσεις, που αναπτύσσονται μέσα στην ίδια την κοινωνία των γενών. Στη Ρώμη, η κοινωνία των γενών γίνεται μια κλειστή αριστοκρατία ανάμεσα σ’ ένα πολυάριθμο όχλο που βρίσκεται έξω απ’ αυτή, χωρίς δικαιώματα, αλλά γεμάτος από υποχρεώσεις. Η νίκη του όχλου τινάζει στον αέρα το παλιό καθεστώς των γενών και εγκαθιδρύει στα ερείπιά του το κράτος, που σύντομα απορρόφησε ολότελα και τα δυο, την αριστοκρατία των γενών και τον όχλο.

Τέλος, στους γερμανούς νικητές της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας ξεπηδάει το κράτος άμεσα από την κατάκτηση μεγάλων ξένων περιοχών, που το σύστημα των γενών δεν προσφέρει κανένα μέσο για τη διακυβέρνησή τους. Επειδή όμως με αυτή την κατάκτηση δεν συνδέεται ούτε σοβαρός αγώνας με τον παλιό πληθυσμό, ούτε πιο προχωρημένος καταμερισμός της εργασίας, επειδή η βαθμίδα της οικονομικής εξέλιξης των κατακτημένων και των κατακτητών είναι περίπου η ίδια, και η οικονομική βάση της κοινωνίας μένει επομένως η παλιά, γι’ αυτό μπορεί η συγκρότηση των γενών να εξακολουθεί να υπάρχει για πολλούς αιώνες με αλλαγμένη, εδαφική μορφή σαν συγκρότηση της αγροτικής κοινότητας (Markνerfassung) και ακόμα μπορεί ν’ ανανεώνεται για ορισμένο χρονικό διάστημα με εξασθενημένη μορφή στα μεταγενέστερα γένη των ευγενών και των πατρικίων, μάλιστα ακόμα και στα γένη των χωρικών, όπως στο Ντίτμαρσεν.(5)

Το κράτος δεν είναι, λοιπόν, σε καμιά περίπτωση μια δύναμη που επιβλήθηκε στην κοινωνία απέξω. Το κράτος δεν είναι επίσης η «πραγματοποίηση της ηθικής ιδέας», η «εικόνα και η πραγματοποίηση του ορθού λόγου», όπως ισχυρίζεται ο Χέγκελ.(6) Το κράτος είναι προϊόν της κοινωνίας σε ορισμένη βαθμίδα εξέλιξης. Είναι η ομολογία ότι η κοινωνία αυτή μπερδεύτηκε σε μια αξεδιάλυτη αντίφαση με τον ίδιο τον εαυτό της, ότι διασπάστηκε σε ασυμφιλίωτες αντιθέσεις που είναι ανήμπορη να παραμερίσει. Και για να μη φθείρουν αυτές οι αντιθέσεις, οι τάξεις με τα αντιμαχόμενα οικονομικά συμφέροντα τον εαυτό τους και την κοινωνία σ’ έναν άκαρπο αγώνα, έγινε αναγκαία μια δύναμη που φαινομενικά στέκεται πάνω από την κοινωνία, για να μετριάζει τη σύγκρουση, για να την κρατάει μέσα στα όρια της «τάξης». Και η δύναμη αυτή που βγήκε από την κοινωνία, αλλά που τοποθετήθηκε πάνω απ’ αυτήν, που όλο και περισσότερο αποξενωνόταν απ’ αυτήν, είναι το κράτος.

Απέναντι στην παλιά οργάνωση των γενών το κράτος χαρακτηρίζεται πρώτα από το χωρισμό των υπηκόων του κατά εδαφική περιοχή. Οι παλιές κοινότητες γενών που σχηματίζονταν και συγκρατούνταν με δεσμούς αίματος είχαν γίνει, ό-πως είδαμε, ανεπαρκείς στο μεγαλύτερό τους μέρος, γιατί προϋπέθεταν το δέσιμο των συντρόφων σε μια ορισμένη περιοχή, πράγμα που από καιρό είχε πάψει να υπάρχει. Η περιοχή είχε παραμείνει, αλλά οι άνθρωποι είχαν γίνει μετακινούμενοι. Πήραν λοιπόν το χωρισμό των περιοχών σαν αφετηρία και έβαλαν τους πολίτες να εκτελούν τα δημόσιά τους δικαιώματα και καθήκοντα εκεί όπου πήγαιναν να εγκατασταθούν, χωρίς να παίρνουν υπόψη τα γένη και τις φυλές. Αυτή η οργάνωση των πολιτών σύμφωνα με τον τόπο διαμονής είναι κοινή σε όλα τα κράτη. Γι’ αυτό μας φαίνεται φυσική. Είδαμε όμως πόσο σκληροί και μακρόχρονοι αγώνες χρειάστηκαν, ώσπου να μπορέσει να μπει στη θέση της παλιάς οργάνωσης των γενών στην Αθήνα και τη Ρώμη.

Το δεύτερο χαρακτηριστικό γνώρισμα είναι η εγκαθίδρυση μιας δημόσιας εξουσίας, που δεν συμπίπτει πια άμεσα με τον αυτοοργανωμένο σε ένοπλη δύναμη πληθυσμό. Αυτή η ιδιαίτερη δημόσια εξουσία χρειάζεται, γιατί από τότε που δια-σπάστηκε η κοινωνία σε τάξεις έγινε αδύνατη μια αυτενεργός ένοπλη οργάνωση του πληθυσμού. Και οι δούλοι ανήκουν στον πληθυσμό. Οι 90.000 αθηναίοι πολίτες αποτελούν μονάχα μια προνομιούχα τάξη απέναντι στους 365.000 δούλους. Ο λαϊκός στρατός της αθηναϊκής δημοκρατίας ήταν μια αριστοκρατική δημόσια εξουσία απέναντι στους δούλους και τους χαλιναγωγούσε. Αλλά για να χαλιναγωγούνται οι πολίτες, έγινε απαραίτητη, όπως είπαμε πιο πάνω, η χωροφυλακή. Αυτή η δημόσια εξουσία υπάρχει σε κάθε κράτος. Δεν αποτελείται μονάχα από οπλισμέ-νους ανθρώπους, αλλά και από υλικά εξαρτήματα, από φυλακές και κάθε λογής ιδρύματα καταναγκασμού που ήταν άγνωστα στην κοινωνία των γενών.

Μπορεί η δημόσια αυτή εξουσία να είναι πολύ ασήμαντη, σχεδόν μηδαμινή σε κοινωνίες με ανεξέλικτες ακόμα τις ταξικές αντιθέσεις και σε απομακρυσμένες περιοχές, όπως γίνεται κάπου και κάποτε στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής. Ενισχύεται όμως στο βαθμό που οξύνονται οι ταξικές αντιθέσεις μέσα στο κράτος και στο βαθμό που τα κράτη που συνορεύουν μεταξύ τους γίνονται μεγαλύτερα και πολυπληθέστερα. Ας δούμε μόνο τη σημερινή μας Ευρώπη, όπου η ταξική πάλη και ο αντα-ωνισμός για κατακτήσεις ανέβασαν τη δημόσια εξουσία σε τέτοια ύψη, που απειλούν να καταβροχθίσουν ολόκληρη την κοινωνία, ακόμα και το κράτος.

Για να διατηρείται αυτή η δημόσια εξουσία χρειάζονται οι εισφορές των πολιτών -οι φόροι. Οι φόροι ήταν τελείως άγνωστοι στην κοινωνία των γενών. Εμείς όμως σήμερα ξέρουμε να πούμε πολλά γι’ αυτούς. Με την πρόοδο του πολιτισμού δεν φτάνουν πια ούτε κι αυτοί. Το κράτος εκδίδει γραμμάτια για το μέλλον, κάνει δάνεια, κρατικά χρέη. Η γρια-Ευρώπη έχει πικρή πείρα και απ’ αυτά.

Κατέχοντας τη δημόσια εξουσία και το δικαίωμα να εισπράττουν φόρους, οι δημόσιοι υπάλληλοι στέκονται σαν όργανα της κοινωνίας πάνω από την κοινωνία. Ο ελεύθερος, θεληματικός σεβασμός που έδειχναν οι άνθρωποι στα όργανα του καθεστώτος των γενών δεν τους φτάνει πια, ακόμα κι αν μπορούσαν να τον έχουν. Επειδή είναι φορείς μιας εξουσίας που έχει αποξενωθεί από την κοινωνία, είναι υποχρεωμένοι να επιβάλλουν το σεβασμό στο πρόσωπό τους με έκτακτους νόμους, με τους οποίους αποκτούν μια ιδιαίτερη ιερότητα και ασυλία. Ο πιο ψωραλέος αστυνομικός υπηρέτης του πολιτισμένου κράτους έχει περισσότερο «κύρος» απ’ όλα μαζί τα όργανα της κοινωνίας των γενών. Αλλά ο ισχυρότερος ηγεμόνας και ο μεγαλύτερος πολιτικός άντρας ή στρατηλάτης της εποχής του πολιτισμού μπορεί να ζηλεύει τον πιο ασήμαντο αρχηγό γένους για τον αβίαστο και αδιαφιλονίκητο σεβασμό που του αποδίδουν. Ο ένας βρίσκεται ακριβώς μέσα στην κοινωνία, ο άλλος είναι υποχρεωμένος να παρασταίνει ότι είναι κάτι έξω και πάνω απ’ αυτήν.

Επειδή το κράτος δημιουργήθηκε από την ανάγκη να χαλιναγωγούνται οι ταξικές αντιθέσεις, και επειδή ταυτόχρονα γεννήθηκε μέσα στη σύγκρουση αυτών των τάξεων, είναι κατά κανόνα κράτος της πιο ισχυρής, οικονομικά κυρίαρχης τάξης, που με τη βοήθεια του κράτους γίνεται και πολιτικά κυρίαρχη τάξη, και έτσι αποκτάει νέα μέσα για την κατάπνιξη και την εκμετάλλευση της καταπιεζόμενης τάξης.

Έτσι, το αρχαίο κράτος ήταν πριν απ’ όλα κράτος των δουλοκτητών για την καταπίεση των δούλων, όπως το φεουδαρχικό κράτος ήταν όργανο των ευγενών για την καταπίεση των δουλοπάροικων και των κολίγων, και το σύγχρονο αντιπροσωπευτικό κράτος είναι όργανο εκμετάλλευσης της μισθωτής εργασίας από το κεφάλαιο. Κατ’ εξαίρεση ωστόσο παρουσιάζονται περίοδοι, όπου οι ανταγωνιζόμενες τάξεις κρατούν τόσο πολύ την ισορροπία μεταξύ τους, που η κρατική εξουσία σαν φαινομενικός μεσάζοντας αποκτάει για μια στιγμή μια κάποια ανεξαρτησία απέναντι και στις δυο. Τέτοια ήταν η απόλυτη μοναρχία του 17ου και 18ου αιώνα, που εξισορροπεί μεταξύ τους τούς ευγενείς και την αστική τάξη. Τέτοιος ήταν ο βοναπαρτισμός της πρώτης και ιδίως της δεύτερης γαλλικής αυτοκρατορίας, που χρησιμοποίησε το προλεταριάτο ενάντια στην αστική τάξη και την αστική τάξη ενάντια στο προλεταριάτο.

Το πιο νέο κατόρθωμα αυτού του είδους, όπου κυρίαρχοι και κυριαρχούμενοι εμφανίζονται το ίδιο κωμικοί, είναι η νέα γερμανική αυτοκρατορία του βισμαρκικού έθνους: Εδώ οι κεφαλαιοκράτες και οι εργάτες εξισορροπούνται ο ένας ενάντια στον άλλο και εξαπατούνται κι οι δυο στον ίδιο βαθμό προς όφελος των διεφθαρμένων πρώσων λαχανοτσιφλικάδων.(7)

Πέρα απ’ αυτό, στα περισσότερα ιστορικά κράτη τα δικαιώματα που παραχωρούνται στους πολίτες διαβαθμίζονται ανάλογα με την περιουσία τους και έτσι άμεσα εκφράζεται ότι το κράτος είναι μια οργάνωση των ιδιοκτητριών τάξεων για την προστασία τους από την τάξη των ακτημόνων. Αυτό γινόταν κιόλας στην Αθήνα και στη Ρώμη με τη διαίρεσή τους σε τάξεις ανάλογα με την περιουσία των πολιτών. Το ίδιο και στο μεσαιωνικό φεουδαρχικό κράτος, όπου η πολιτική υπόσταση καθοριζόταν ανάλογα με το μέγεθος της γαιοκτησίας. Το ίδιο γίνεται και με το εκλογικό τίμημα των σύγχρονων αντιπροσωπευτικών κρατών.

Αυτή η πολιτική αναγνώριση της περιουσιακής διαφοράς δεν είναι ωστόσο καθόλου ουσιαστική. Αντίθετα, χαρακτηρίζει μια χαμηλή βαθμίδα της κρατικής εξέλιξης. Η ανώτατη μορφή του κράτους, η αστική δημοκρατία, που στις σύγχρονές μας κοινωνικές συνθήκες γίνεται όλο και περισσότερο αναπόφευκτη ανάγκη και είναι η κρατική μορφή, που μέσα σ’ αυτή μονάχα μπορεί να δοθεί η τελευταία αποφασιστική μάχη ανάμεσα στο προλεταριάτο και την αστική τάξη, η αστική δημοκρατία επίσημα δεν καταλαβαίνει πια τίποτα από περιουσιακές διαφορές.

 Σ’ αυτήν ο πλούτος ασκεί έμμεσα την εξουσία του, αλλά γι’ αυτό και πιο σίγουρα. Από τη μια πλευρά, με τη μορφή της άμεσης διαφθοράς των υπαλλήλων -κλασικό παράδειγμα γι’ αυτό είναι η Αμερική-από την άλλη, με τη μορφή της συμμαχίας κυβέρνησης και χρηματιστηρίου, που γίνεται τόσο πιο εύκολα, όσο περισσότερο αυξάνουν τα κρατικά χρέη και όσο περισσότερο οι μετοχικές εταιρίες συγκεντρώνουν στα χέρια τους όχι μόνο τις μεταφορές, αλλά και την ίδια την παραγωγή και βρίσκουν κι αυτές με τη σειρά τους το κέντρο τους στο χρηματιστήριο.

Χτυπητό παράδειγμα γι’ αυτό, εκτός από την Αμερική, είναι η τελευταία γαλλική δημοκρατία. Επίσης και η καλοκάγαθη Ελβετία έβαλε το λιθαράκι της σ’ αυτό τον τομέα. Ότι όμως γι’ αυτό τον αδερφικό δεσμό κυβέρνησης και χρηματιστηρίου δεν απαιτείται η αστική δημοκρατία, το αποδείχνει εκτός από την Αγγλία και το νέο γερμανικό ράιχ, όπου δεν μπορεί κανείς να πει ποιον σήκωσε πιο ψηλά το γενικό δικαίωμα ψήφου, τον Μπίσμαρκ ή τον Μπλάιχρέντερ.(8) Και τέλος, η ιδιοκτήτρια τάξη κυριαρχεί άμεσά μέσω του γενικού δικαιώματος ψήφου.

Όσο η καταπιεζόμενη τάξη, δηλαδή στην περίπτωσή μας το προλεταριάτο, δεν είναι ακόμα ώριμο για την αυτοαπελευθέρωσή του, θα αναγνωρίζει στην πλειοψηφία του το κοινωνικό καθεστώς που υπάρχει σαν το μόνο δυνατό, και πολιτικά θα είναι ουρά της τάξης των καπιταλιστών, η άκρα αριστερά της πτέρυγα. Στο μέτρο όμως που ωριμάζει για την αυτοαπελευθέρωσή του, συγκροτείται σε δικό του κόμμα, εκλέγει τους δικούς του εκπροσώπους και όχι τους εκπροσώπους της τάξης των κεφαλαιοκρατών. Το γενικό δικαίωμα ψήφου είναι έτσι ο δείκτης της ωριμότητας της εργατικής τάξης. Περισσότερο δεν μπορεί να είναι και δεν θα είναι ποτέ μέσα στο σημερινό κράτος, αλλά κι αυτό φτάνει. Την ημέρα που το θερμόμετρο του γενικού δικαιώματος ψήφου θα δείχνει στο σημείο του βρασμού ανάμεσα στους εργάτες, θα ξέρουν κι αυτοί, όπως και οι κεφαλαιοκράτες, η να κάνουν.

Το κράτος λοιπόν δεν υπάρχει από καταβολής κόσμου. Υπήρξαν κοινωνίες που τα έβγαζαν πέρα χωρίς αυτό, που δεν είχαν ιδέα από κράτος και κρατική εξουσία. Σε μια ορισμένη βαθμίδα της οικονομικής εξέλιξης, που αναγκαστικά ήταν συνδεδεμένη με τη διάσπαση της κοινωνίας σε τάξεις, το κράτος έγινε απαραίτητο εξαιτίας αυτής της διάσπασης. Πλησιάζουμε τώρα με γοργά βήματα σε μια βαθμίδα εξέλιξης της παραγωγής, όπου η ύπαρξη αυτών των τάξεων όχι μόνο έπαψε ν’ αποτελεί ανάγκη, αλλά και γίνεται πραγμαηκό εμπόδιο της παραγωγής. Οι τάξεις θα εξαφανιστούν το ίδιο αναπόφευκτα όπως αναπόφευκτα δημιουργήθηκαν στο παρελθόν. Με την εξαφάνιση των τάξεων θα εξαφανιστεί αναπόφευκτα και το κράτος. Η κοινωνία που οργανώνει με νέο τρόπο την παραγωγή πάνω στη βάση ελεύθερης και ίσης οργάνωσης των παραγωγών, θα βάλει ολόκληρη την κρατική μηχανή εκεί όπου θα είναι τότε η θέση της: στο μουσείο των αρχαιοτήτων, δίπλα στο ροδάνι και το μπρούντζινο τσεκούρι.

***

Ο πολιτισμός, λοιπόν, σύμφωνα με όσα αναφέραμε, είναι η βαθμίδα εξέλιξης της κοινωνίας, όπου ο καταμερισμός της εργασίας, η ανταλλαγή ανάμεσα σε άτομα  που ξεπηδάει από τον καταμερισμό αυτό και η εμπορευματική παραγωγή που τα συμπεριλαμβάνει και τα δυο, φτάνουν σε πλήρη ανάπτυξη και ανατρέπουν ολόκληρη την προηγούμενη κοινωνία.

Η παραγωγή όλων των προηγούμενων κοινωνικών βαθμίδων ήταν ουσιαστικά κοινή, όπως επίσης και η κατανάλωση γινόταν με άμεσο μοίρασμα των προϊόντων μέσα στα πλαίσια μεγαλύτερων ή μικρότερων κομμουνιστικών κοινοτήτων. Αυτή η κοινότητα της παραγωγής γινόταν μέσα στα πιο στενά όρια, όμως συνεπαγόταν την κυριαρχία των παραγωγών πάνω στη διαδικασία της παραγωγής τους και στο προϊόν τους. Ξέρουν η γίνεται το προϊόν τους: το καταναλώνουν, δεν φεύγει από τα χέρια τους. Κι όσο καιρό η παραγωγή γίνεται πάνω σ’ αυτή τη βάση, δεν μπορεί να υψωθεί πάνω από τα κεφάλια των παραγωγών, δεν μπορεί να γεννήσει φασματικές και ξένες γι’ αυτούς δυνάμεις, όπως συμβαίνει κανονικά και αναπόφευκτα στον πολιτισμό.

Όμως σ’ αυτή τη διαδικασία της παραγωγής εισχωρεί σιγά-σιγά ο καταμερισμός της εργασίας. Υπονομεύει την κοινότητα της παραγωγής και της ιδιοποίησης, ανεβάζει την ατομική ιδιοποίηση σε κυρίαρχο κανόνα και δημιουργεί έτσι την ανταλλαγή ανάμεσα στα άτομα -πώς έγινε αυτό το εξετάσαμε πιο πάνω. Σιγά-σιγά η εμπορευματική παραγωγή γίνεται κυρίαρχη μορφή.

Με την εμπορευματική παραγωγή, με την παραγωγή όχι πια για ίδια χρήση, αλλά για την ανταλλαγή, τα προϊόντα αναγκαστικά αλλάζουν χέρια. Ο παραγωγός δίνει το προϊόν του για ανταλλαγή, δεν ξέρει όμως πια η θα απογίνει. Μόλις εμφανίζεται το χρήμα, και μαζί με το χρήμα μπαίνει ο έμπορος σαν μεσάζοντας ανάμεσα στους παραγωγούς, η διαδικασία της ανταλλαγής γίνεται ακόμα πιο περίπλοκη, η τελική μοίρα των προϊόντων ακόμα πιο αβέβαιη. Έμποροι υπάρχουν πολλοί και κανείς απ’ αυτούς δεν ξέρει η κάνει ο άλλος. Τα εμπορεύματα δεν περνούν τώρα πια μονάχα από χέρι σε χέρι, αλλά πηγαίνουν και από αγορά σε αγορά. Οι παραγωγοί έχασαν την κυριαρχία πάνω στο σύνολο της παραγωγής των όρων της ζωής τους, χωρίς η κυριαρχία αυτή να περάσει στους εμπόρους. Προϊόντα και παραγωγή γίνονται παιχνίδια της τύχης.

Η τύχη όμως είναι μονάχα ο ένας πόλος μιας συνάφειας που ο άλλος της πόλος λέγεται αναγκαιότητα. Στη φύση, όπου επίσης φαίνεται να κυριαρχεί η τύχη, έχουμε από καιρό αποδείξει σε κάθε ξεχωριστό τομέα την εσωτερική αναγκαιότητα και νομοτέλεια που επιβάλλεται σ’ αυτήν την τύχη. Ό,τι όμως ισχύει για τη φύση, ισχύει και για την κοινωνία. Όσο περισσότερο μια κοινωνική δράση, μια σειρά από κοινωνικά γεγονότα ξεφεύγουν από το συνειδητό έλεγχο των ανθρώπων, ξεπερνάνε το ύψος τους, όσο περισσότερο φαίνεται αυτή η δράση να οφείλεται στην καθαρή τύχη, τόσο περισσότερο επιβάλλονται μ’ αυτή την τύχη και με φυσική αναγκαιότητα οι ιδιόμορφοι, εσωτερικοί νόμοι της.

 Τέτοιοι νόμοι κυριαρχούν και πάνω στις συμπτώσεις της εμπορευματικής παραγωγής και της ανταλλαγής των εμπορευμάτων. Απέναντι στον ξεχωριστό παραγωγό και σ’ αυτόν που ανταλλάσσει ορθώνονται οι νόμοι αυτοί σαν ξένες, αρχικά μάλιστα σαν άγνωστες δυνάμεις, που τη φύση τους πρέπει πρώτα με κόπο να την ερευνήσουμε και να την εξιχνιάσουμε. Αυτοί οι οικονομικοί νόμοι της εμπορευματικής παραγωγής τροποποιούνται στις διάφορες βαθμίδες εξέλιξης αυτής της μορφής παραγωγής. Γενικά όμως ολόκληρη η περίοδος του πολιτισμού βρίσκεται κάτω από την κυριαρχία τους. Ακόμα και σήμερα το προϊόν εξουσιάζει τους παραγωγούς. Ακόμα και σήμερα η συνολική παραγωγή της κοινωνίας δεν ρυθμίζεται μ’ ένα κοινά καταστρωμένο σχέδιο, αλλά με τυφλούς νόμους που επιβάλλονται με στοιχειώδη δύναμη και σε τελική ανάλυση με τις θύελλες των περιοδικών εμπορικών κρίσεων.

Είδαμε πιο πάνω, πώς σε μια αρκετά πρώιμη βαθμίδα εξέλιξης της παραγωγής η ανθρώπινη εργατική δύναμη γίνεται ικανή να αποδίδει σημαντικά μεγαλύτερο προϊόν από το προϊόν που απαιτείται για τη συντήρηση των παραγωγών, και πώς αυτή η βαθμίδα εξέλιξης είναι ουσιαστικά η ίδια με εκείνη που εμφανίζονται ο καταμερισμός της εργασίας και η ανταλλαγή ανάμεσα σε άτομα. Δεν χρειάστηκε πια πολύς καιρός ώσπου να ανακαλυφθεί η μεγάλη «αλήθεια» ότι, δηλαδή, και ο άνθρωπος μπορεί να γίνει εμπόρευμα, ότι η ανθρώπινη δύναμη μπορεί να ανταλλαχθεί και να χρησιμοποιηθεί με όφελος, όταν μετατραπεί ο άνθρωπος σε δούλο. Μόλις οι άνθρωποι άρχισαν ν’ ανταλλάσσουν, άρχισαν κιόλας ν’ ανταλλάσσονται κι οι ίδιοι. Το ενεργητικό έγινε παθητικό, είτε το ήθελαν είτε δεν το ήθελαν οι άνθρωποι.

Με τη δουλεία, που στον πολιτισμό απέκτησε την πιο πλήρη ανάπτυξή της, έγινε η πρώτη μεγάλη διάσπαση της κοινωνίας σε μια τάξη που ασκεί εκμετάλλευση και σε μια τάξη που δέχεται εκμετάλλευση. Αυτή η διάσπαση διατηρήθηκε σ’ όλη την περίοδο του πολιτισμού. Η δουλεία είναι η πρώτη μορφή της εκμετάλλευσης, που χαρακτηρίζει τον αρχαίο κόσμο. Την ακολουθεί η δουλοπαροικία στο μεσαίωνα και η μισθωτή εργασία στη νεότερη εποχή. Αυτές είναι οι τρεις μεγάλες μορφές της υποδούλωσης που χαρακτηρίζουν τις τρεις μεγάλες εποχές του πολιτισμού. τις τρεις αυτές εποχές τις συνοδεύει πάντα η δουλεία, στην αρχή η ανοιχτή και τελευταία η καλυμμένη.

Τη βαθμίδα της εμπορευματικής παραγωγής, με την οποία αρχίζει ο πολιτισμός, τη χαρακτηρίζουν οικονομικά 1) η εμφάνιση του μεταλλικού χρήματος, και μαζί του τού χρηματικού κεφαλαίου, του τόκου και της τοκογλυφίας, 2) των εμπόρων σαν μεσάζουσας τάξης ανάμεσα στους παραγωγούς, 3) της ατομικής ιδιοκτησίας της γης και της υποθήκης και 4) της εργασίας των δούλων σαν κυρίαρχης μορφής της παραγωγής.

Η μορφή της οικογένειας που αντιστοιχεί στον πολιτισμό και που επικρατεί οριστικά μαζί του είναι η μονογαμία, η κυριαρχία του άντρα πάνω στη γυναίκα και η ατομική οικογένεια σαν οικονομική μονάδα της κοινωνίας. Η συνόψιση της πολιτισμένης κοινωνίας είναι το κράτος, που σε όλες ανεξαίρετα τις τυπικές περιόδους είναι το κράτος της κυρίαρχης τάξης, και που σε όλες τις περιπτώσεις παραμένει ουσιαστικά μια μηχανή για την καθυπόταξη της τάξης που δέχεται την καταπίεση και την εκμετάλλευση.

 Χαρακτηριστικό για τον πολιτισμό είναι ακόμη: από τη μια η σταθεροποίηση της αντίθεσης ανάμεσα στην πόλη και στην ύπαιθρο σαν βάση όλου του κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας, και από την άλλη η καθιέρωση της διαθήκης, με την οποία ο ιδιοκτήτης μπορεί να διαθέτει την ιδιοκτησία του ακόμα και μετά το θάνατό του. Ο θεσμός αυτός που πλήττει κατάμουτρα το παλιό καθεστώς των γενών ήταν ως την εποχή του Σόλωνα άγνωστος στην Αθήνα. Στη Ρώμη καθιερώθηκε από νωρίς κιόλας, πότε ακριβώς δεν ξέρουμε.(9) Στους Γερμανούς τον εισήγαγαν οι παπάδες, για να μπορεί ο αγαθιάρης Γερμανός να κληροδοτεί ανενόχλητα το μερίδιό του στην εκκλησία.

Με αυτό το κοινωνικό καθεστώς ο πολιτισμός κατάφερε πράγματα που η παλιά κοινωνία των γενών δεν ήταν σε θέση ούτε και να τα φανταστεί. Τα πέτυχε, όμως, υποκινώντας τα πιο βρομερά ένστικτα και πάθη των ανθρώπων που τα ανέπτυξε σε βάρος όλων των άλλων τους χαρισμάτων. Η χυδαία απληστία ήταν η κινητήρια ψυχή του πολιτισμού από την πρώτη του μέρα μέχρι σήμερα: πλούτος και πάλι πλούτος και ξανά πλούτος, πλούτος όχι της κοινωνίας, αλλά αυτού του συγκεκριμένου άθλιου ατόμου, αυτός ήταν-ο μοναδικός τελικός σκοπός του. Αν μαζί μ’ αυτά του έπεσαν έτοιμα στην ποδιά η εξέλιξη της επιστήμης και σε επανειλημμένες περιόδους η ανώτατη άνθηση της τέχνης, αυτό έγινε μόνο και μόνο γιατί χωρίς αυτά δεν θα ήταν δυνατό να πετύχει όλη αυτή τη συσσώρευση του πλούτου της εποχής μας.

Μια και η βάση του πολιτισμού είναι η εκμετάλλευση μιας τάξης από μια άλλη, όλη η εξέλιξή του κινείται μέσα σε μια αδιάκοπη αντίφαση. Κάθε πρόοδος της παραγωγής είναι ταυτόχρονα μια πισωδρόμηση στην κατάσταση της καταπιεζόμενης τάξης, δηλαδή της μεγάλης πλειοψηφίας. Κάθε καλό για τους μεν είναι αναγκαστικά κακό για τους άλλους, κάθε καινούργια απελευθέρωση της μιας τάξης, είναι μια νέα καταπίεση για κάποια άλλη τάξη. Την πιο χτυπητή απόδειξη γι’ αυτό δίνει η εισαγωγή των μηχανών, που τ’ αποτελέσματά τους σήμερα είναι γνωστά σε όλο τον κόσμο. Κι αν, όπως είδαμε, στους βαρβάρους μόλις μπορούσε να γίνει διάκριση ανάμεσα στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις, ο πολιτισμός κάνει και τη διάκριση αυτή και την αντίθεση ανάμεσά τους ολοφάνερη ακόμα και στον πιο ηλίθιο, παραχωρώντας σχεδόν όλα τα δικαιώματα σε μια τάξη, ενώ φορτώνει στην άλλη σχεδόν όλες τις υποχρεώσεις.

Αυτό όμως δεν πρέπει να γίνεται. Εκείνο που είναι καλό για την κυρίαρχη τάξη πρέπει να είναι καλό για ολόκληρη την κοινωνία, με την οποία ταυτίζεται η κυρίαρχη τάξη. Όσο λοιπόν προχωράει ο πολιτισμός, τόσο περισσότερο είναι υποχρεωμένος να καλύπτει με το μανδύα της αγάπης ~α κακά που δημιούργησε με αναγκαιότητα, να τα εξωραΐζει ή να τα αρνείται, κοντολογίς να εισάγει μια συμβατική υποκρισία, που δεν τη γνώριζαν ούτε οι πρώτες κοινωνικές μορφές, ούτε οι πρώτες βαθμίδες του πολιτισμού, και τέλος, να την αποκορυφώνει με τον ισχυρισμό ότι η εκμετάλλευση της καταπιεζόμενης τάξης γίνεται από την εκμεταλλεύτρια τάξη μόνο και μόνο προς το συμφέρον της ίδιας της τάξης που δέχεται την εκμετάλλευση, κι αν αυτή η τάξη δεν το καταλαβαίνει αυτό, αλλά αντίθετα εξεγείρεται κιόλας, αυτό αποτελεί την πιο πρόστυχη αχαριστία απέναντι στους ευεργέτες, τους εκμεταλλευτές. (10)Και τώρα σαν συμπέρασμα η κρίση του Μόργκαν για τον πολιτισμό:

 «Από την εμφάνιση του πολιτισμού αυξήθηκε σε τέτοιο τεράστιο βαθμό ο πλούτος, οι μορφές του έγιναν τόσο ποικιλόμορφες, η χρησιμοποίησή του τόσο πλατιά και η διαχείρισή του τόσο επιτήδεια προς το συμφέρον των ιδιοκτητών, που ο πλούτος αυτός έγινε απέναντι στο λαό μια ακαταμάχητη δύναμη. Το ανθρώπινο πνεύμα μένει αμήχανο και μαγεμένο μπρος στην ίδια του τη δημιουργία. Θα έρθει ωστόσο η εποχή που το ανθρώπινο λογικό θα δυναμώσει και θα κυριαρχήσει πάνω στον πλούτο, που θα καθορίζει τόσο τη σχέση του κράτους προς την ιδιοκτησία που προστατεύει, όσο και τα όρια των δικαιωμάτων των ιδιοκτητών.

Τα συμφέροντα της κοινωνίας προηγούνται απόλυτα των ατομικών συμφερόντων, και τα δυο πρέπει να έρθουν σε μια δίκαιη και αρμονική σχέση. Το απλό κυνήγι του πλούτου δεν είναι ο τελικός προορισμός της ανθρωπότητας, αν η πρόοδος παραμείνει ο νόμος του μέλλοντος, όπως ήταν και στο παρελθόν. Η εποχή που διέτρεξε η ανθρωπότητα από την αυγή του πολιτισμού είναι μονάχα ένα μικρό κλάσμα της ζωής που πέρασε, μονάχα ένα μικρό κλάσμα της ζωής που βρίσκεται ακόμα μπροστά της. Η διάλυση της κοινωνίας ορθώνεται απειλητική μπροστά μας σαν το τέλος μιας ιστορικής σταδιοδρομίας που μοναδικός της σκοπός είναι ο πλούτος. Γιατί μια τέτοια σταδιοδρομία περιέχει τα στοιχεία της αυτοκαταστροφής της. Η δημοκρατία στη διοίκηση, η αδερφοσύνη στην κοινωνία, η ισότητα των δικαιωμάτων, η γενική εκπαίδευση, θα εγκαινιάσουν την κατοπινή ανώτερη βαθμίδα της κοινωνίας, για την οποία εργάζονται αδιάκοπα η πείρα, η λογική και η επιστήμη. Θα είναι μια αναγέννηση —αλλά σε ανώτερη μορφή-της ελευθερίας, της ισ6τητας και της αδερφοσύνης των παλιών γενών.» (Morgan, Ancient society, σελ. 552).

 

 

Σύμφωνα με την τέταρτη έκδοση.

Γράφτηκε από τον Φρίντριχ Ένγκελς από το Μάρτη ως τον Ιούνη του 1884. Πρωτοβγήκε σε χωριστή έκδοση στη Ζυρίχη το 1884. Η τέταρτη συμπληρωμένη έκδοση βγήκε στη Στουτγάρδη το Νοέμβρη του 1891.

 

Marx-Engels-Werke, τόμο 21, σελ. 25-173.

 

 

Σημειώσεις:

 

 

(1)Ιδίως στις βορειοδυτικές ακτές της Αμερικής (βλέπε Μπάνκροφτ). Στους Χαϊντάς, στο νησί της βασίλισσας Καρλότας, βρίσκουμε νοικοκυριά που έχουν ως 700 άτομα κάτω από μια στέγη. Στους Νούτκα ζούσαν ολόκληρες φυλές κάτω από μια στέγη (σημ. του Ένγκελς).

(2) Η μάχη του Χέιστινγκς έγινε το 1066 ανάμεσα στα στρατεύματα του δούκα της Νορμανδίας, του Γουλιέλμου, που είχε εισβάλει στην Αγγλία και τους Αγγλοσάξονες με επικεφαλής το βασιλιά Χάραλντ. Οι Αγγλοσάξονες, που στη στρατιωτική τους οργάνωση διατηρούσαν υπολείμματα από την κοινωνία των γενών και είχαν πρωτόγονα όπλα, εξοντώθηκαν κυριολεκτικά. Στη θέση του βασιλιά Χάραλντ. που σκοτώθηκε στη μάχη. βασιλιάς της Αγγλίας έγινε ο Γουλιέλμος, με την ονομασία Γουλιέλμος Α’, ο Κατακτητής (σημ. γερμ. σύντ.).

(3) Εσύ το θέλησες, Ζορζ Νταντέν! Η φράση αυτή είναι παρμένη από μια κωμωδία του Μολιέρου και αντιστοιχεί στην ελληνική «Τα ‘θελες και τα ‘παθες!» (σημ. ελλ. σύντ.).

(4) Για τον αριθμό για την Αθήνα βλέπε πιο πάνω. σελ. 81. Στην Κόρινθο. τον καιρό της άνθησης της πόλης, ήταν 460.000, στην Αίγινα 470.000, και στις δυο περιπτώσεις ήταν δεκαπλάσιος από τον αριθμό των ελεύθερων πολιτών (σημ. του Ένγκελς). Βλ. σχετικά τη σελ. 102 αυτού του βιβλίου (σημ. τ. μετ.).

(5) .Ο πρώτος ιστοριογράφος που είχε τουλάχιστον μια κατά προσέγγιση αντίληψη της ουσίας του γένους ήταν ο Νίμπουρ, κι αυτό το χρωστάει -καθώς και τις πλάνες του που τις άντλησε άμεσα από εκεί -στη γνωριμία του με τις συγγενικές κοινότητες του Ντί-τμαρσεν (σημ. του Ένγκελς).

(6) Hegel, Grundlinien der Philosophie des Rechts, παρ. 257 και 360. Η πρώτη έκδοση αυτού του έργου έγινε στο Βερολίνο το 1821 (σημ. γερμ. σύντ.).

(7) Ευγενείς γαιοκτήμονες της υπαίθρου, υποτιμητικά (σημ. τ. μετ.).

(8) Ο Γκέρσον φον Μπλάιχρέντερ (1822-1893) ήταν ο διευθυντής ενός μεγάλου τραπεζι-κού οίκου στο Βερολίνο. Υπήρξε ο προσωπικός τραπεζίτης του Μπίσμαρκ, καθώς και ο ανεπίσημος σύμβουλός του σε χρηματιστικά θέματα και ο μεσάζοντας σε διάφορες μη-χανορραφίες του (σημ. γερμ. σύντ.).

(9) Το «σύστημα των κεκτημένων δικαιωμάτων» του Λασάλ στο δεύτερό του μέρος στρέφεται κυρίως γύρω από τη θέση ότι η ρωμαϊκή διαθήκη είναι τόσο παλιά όσο και η ίδια η Ρώμη, ότι για τη ρωμαϊκή ιστορία δεν υπήρξε ποτέ «εποχή χωρίς διαθήκη» και ότι η διαθήκη γεννήθηκε μάλλον στην προρωμαϊκή εποχή από τη λατρεία των πεθαμένων, Ο Λασάλ, σαν πιστός παλαιοχεγκελιανός, βγάζει τις ρωμαϊκές νομικές διατάξεις όχι από τις κοινωνικές συνθήκες των Ρωμαίων, αλλά από τη «θεωρητική έννοια» της θέλησης, και έτσι καταλήγει σ’ αυτόν τον εντελώς αντιιστορικό ισχυρισμό, Δεν μπορεί αυτό να μας παραξενεύει αφού πρόκειται για ένα βιβλίο που, με βάση την ίδια θεωρητική έννοια, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι στη ρωμαϊκή κληρονομιά η μεταβίβαση της περιουσίας ήταν απλά δευτερεύουσα υπόθεση. Ο Λασάλ όχι μόνο πιστεύει στις αυταπάτες των ρωμαίων νομικών, ιδίως της πρώτης εποχής, αλλά και τους ξεπερνάει (σημ, του Ένγκελς),

(10) Είχα αρχικά σκοπό να βάλω πλάι στην κριτική του Μόργκαν και τη δική μου, τη λαμπρή κριτική του πολιτισμού που βρίσκεται διασπαρμένη στα έργα του Σαρλ Φουριέ. Δυστυχώς μου λείπει ο χρόνος γι’ αυτό. Παρατηρώ μονάχα ότι ο Φουριέ θεωρεί κιόλας τη μονογαμία και τη γαιοκτησία σαν τα κύρια χαρακτηριστικά γνωρίσματα του πολιτισμού και ότι τις ονομάζει πόλεμο των πλουσίων ενάντια στους φτωχούς. Επίσης βρίσκεται κιόλας σ’ αυτόν η βαθιά κατανόηση ότι σ’ όλες τις ατελείς κοινωνίες, που είναι διασπασμένες σε αντιθέσεις, οι ατομικές οικογένειες (les familles incohérentes) αποτελούν τις οικονομικές τους μονάδες (σημ. του Ένγκελς).

 

 

F.Engels, Η καταγωγή της οικογένειας, της ατομικής ιδιοκτησίας και του κράτους, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, σελ  145-164

http://www.scribd.com/fullscreen/39053415?access_key=key-1lg9s0ggfpuhtzs0wd35

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *