Friedrich Engels: Η γένεση του αθηναικού κράτους

Το κείμενο είναι το πέμπτο μέρος  απο το έργο του F.Engels «Η καταγωγή της οικογένειας, της ατομικής ιδιοκτησίας και του κράτους». Τους προλόγους μπορείτε να τους βρείτε εδώο πρώτο μέρος εδώ ,το δεύτερο εδώ , το τρίτο εδώ και το τέταρτο εδώ.

 

 

 

V Η ΓΕΝΕΣΗ ΤΟΥ ΑΘΗΝΑΪΚΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ

 

 

 

Το πώς εξελίχθηκε το κράτος εν μέρει με τη μεταβολή των οργάνων του καθεστώτος των γενών, εν μέρει με τον παραγκωνισμό τους από νέα όργανα που βγήκαν στη μέση, και τέλος με την ολοκληρωτική αντικατάστασή τους από πραγματικά όργανα κρατικής εξουσίας, ενώ τη θέση του πραγματικού «ένοπλου λαού», που μόνος του υπεράσπιζε τον εαυτό του στα γένη, στις φρατρίες και στις φυλές του, πήρε μια ένοπλη «δημόσια εξουσία» που ήταν υποταγμένη στα κρατικά αυτά όργανα και που επομένως μπορούσε να χρησιμοποιηθεί και ενάντια στο λαό -όλα αυτά μπορούμε, στην πρώτη τους τουλάχιστον φάση, να τα παρακολουθήσουμε καλύτερα από οπουδήποτε αλλού στην αρχαία Αθήνα. τις αλλαγές στη μορφή τις περιέγραψε βασικά ο Μόργκαν, εγώ πρέπει να συμπληρώσω στο μεγαλύτερό του μέρος το οικονομικό περιεχόμενο που γεννάει αυτές τις αλλαγές.

Στην ηρωική εποχή οι τέσσερις φυλές των Αθηναίων κατοικούσαν ακόμα σε χωριστά εδάφη στην Αττική. Ακόμα και οι δώδεκα φρατρίες, που τις αποτελούσαν, φαίνεται να είχαν κι αυτές ξεχωριστές έδρες στις δώδεκα πόλεις του Κέκροπα. Το καθεστώς ήταν το ίδιο το καθεστώς της ηρωικής εποχής: λαϊκή συνέλευση, λαϊκό συμβούλιο, βασιλιάς. Την εποχή που αρχίζει η γραφτή ιστορία, η γη ήταν κιόλας μοιρασμένη και είχε περάσει σε ατομική ιδιοκτησία, όπως ταιριάζει στην ήδη αρκετά αναπτυγμένη εμπορευματική παραγωγή στα τέλη της ανώτερης βαθμίδας της βαρβαρότητας και στην αντίστοιχή της ανταλλαγή εμπορευμάτων.

 Πλάι στα σιτηρά παρήγαγαν κρασί και λάδι. Το θαλάσσιο εμπόριο στο Αιγαίο Πέλαγος το αποσπούσαν όλο και περισσότερο από τους Φοίνικες και το μεγαλύτερό του μέρος έπεφτε σε αττικά χέρια. Με την αγορά και την πώληση της γαιοκτησίας, με τον προοδευτικό καταμερισμό της εργασίας ανάμεσα στη γεωργία και τη χειροτεχνία, στο εμπόριο και τη ναυτιλία, ανακατεύτηκαν αναγκαστικά και πολύ γρήγορα τα μέλη των γενών, των φρατριών και των φυλών. Στην περιφέρεια της φρατρίας και της φυλής εγκαταστάθηκαν κάτοικοι, που αν και ήταν από τον ίδιο λαό, ωστόσο δεν ανήκαν σ’ αυτές τις οργανώσεις, ήταν δηλαδή ξένοι στον τόπο της κατοικίας τους. Γιατί σε ειρηνικές εποχές κάθε φρατρία και κάθε φυλή διαχειριζόταν μονάχη της τις υποθέσεις της, χωρίς να συμβουλεύεται το λαϊκό συμβούλιο ή το βασιλιά στην Αθήνα, Όποιος όμως κατοικούσε στην περιοχή της φρατρίας ή της φυλής χωρίς ν’ ανήκει σ’ αυτές, δεν μπορούσε, φυσικά, να παίρνει μέρος σ’ αυτή τη διοίκηση.

Έτσι, η ρυθμισμένη λειτουργία των οργάνων του καθεστώτος των γενών διαταράχτηκε τόσο, που από την ηρωική κιόλας εποχή χρειάστηκε θεραπεία. Εισήγαγαν το πολίτευμα που αποδίδεται στον Θησέα. Η αλλαγή που έγινε ήταν πριν απ’ όλα ότι ιδρύθηκε κεντρική διοίκηση στην Αθήνα, δηλαδή μερικές από τις υποθέσεις που ως τότε διαχειρίζονταν ανεξάρτητα οι φυλές, κηρύχτηκαν κοινές υποθέσεις και ανατέθηκαν στο κοινό συμβούλιο που έδρευε στην Αθήνα. Μ’ αυτό, οι Αθηναίοι έκαναν ένα βήμα πιο μπροστά απ’ ό,τι είχε κάνει ποτέ οποιοσδήποτε ιθαγενής  

λαός στην Αμερική: αντί για την απλή ομοσπονδία φυλών που κατοικούσαν η μια δίπλα στην άλλη, οι φυλές συγχωνεύτηκαν σ’ ένα και μόνο λαό.

Έτσι γεννήθηκε ένα αθηναϊκό γενικό λαϊκό δίκαιο, που βρισκόταν πάνω από το εθιμικό δίκαιο των φυλών και των γενών. Ο αθηναίος πολίτης σαν τέτοιος απέκτησε ορισμένα δικαιώματα και νέα νομική προστασία, ακόμα και σε έδαφος που ανήκε σε άλλη φυ-λή. Έτσι, όμως, είχε γίνει το πρώτο βήμα προς την υπονόμευση του καθεστώτος των γενών, γιατί ήταν το πρώτο βήμα για την κατοπινή εισδοχή πολιτών, που δεν ανήκαν σε καμιά από τις φυλές της Αττικής και που βρίσκονταν και έμεναν ολότελα έξω από το αθηναϊκό σύστημα γενών. Ένας δεύτερος θεσμός που αποδίδεται στον Θησέα ήταν ο χωρισμός όλου του λαού, χωρίς να παίρνεται υπόψη το γένος, η φρατρία ή η φυλή, σε τρεις τάξεις: στους ευπατρίδες ή ευγενείς, στους γεώμο-ρους ή γεωργούς και στους δημιουργούς ή χειροτέχνες, και η παραχώρηση στους ευγενείς του αποκλειστικού δικαιώματος να κατέχουν δημόσια αξιώματα.

 Είναι αλήθεια ότι αν εξαιρέσουμε την κατοχή των αξιωμάτων από τους ευγενείς, η διαίρεση αυτή έμεινε χωρίς αποτέλεσμα, γιατί δεν δημιουργούσε καμιά άλλη νομική διάκριση ανάμεσα στις τάξεις. Όμως είναι σπουδαία, γιατί μας παρουσιάζει τα νέα κοινωνικά στοιχεία που είχαν αναπτυχθεί σιωπηρά. Δείχνει ότι η από συνήθεια κατοχή των αξιωμάτων στα γένη από ορισμένες οικογένειες είχε ουσιαστικά εξελιχθεί σε μη αμφισβητούμενο δικαίωμα αυτών των οικογενειών στα αξιώματα, ότι αυτές οι οικογένειες, που έτσι κι αλλιώς ήταν ισχυρές με τα πλούτη τους, άρχιζαν να συνενώνονται, έξω από τα γένη τους, σε μια ξεχωριστή προνομιούχα τάξη, και ότι το κράτος, που μόλις γεννιόταν, καθαγίαζε αυτό το σφετερισμό. Δείχνει ακόμα ότι ο καταμερισμός της εργασίας ανάμεσα στους αγρότες και τους χειροτέχνες είχε κιόλας δυναμώσει τόσο, που διεκδικούσε τα πρωτεία σε κοινωνική σημασία απέναντι στην παλιά διάρθρωση κατά γένη και φυλές. Κηρύσσει τέλος την ασυμβίβαστη αντίθεση ανάμεσα στην κοινωνία των γενών και στο κράτος. Η πρώτη προσπάθεια για το σχηματισμό κράτους είναι να διασπάσει τα γένη, χωρίζοντας τα μέλη του κάθε γένους σε προνομιούχους και μη προνομιούχους και αυτούς πάλι σε δυο επαγγελματικές τάξεις, αντιπαραθέτοντας έτσι τη μια στην άλλη.

Την παραπέρα πολιτική ιστορία της Αθήνας ως τον Σόλωνα δεν τη γνωρίζουμε ολόπλευρα. Το αξίωμα του βασιλιά έχανε τη σημασία του. Επικεφαλής του κράτους τέθηκαν άρχοντες εκλεγμένοι από τους ευγενείς. Η κυριαρχία των ευγενών μεγάλωνε όλο και περισσότερο, ώσπου κατά το 600πριν από τη χρονολογία μας έγινε αβάσταχτη. Και συγκεκριμένα, κύριο μέσο για την καταπίεση της λαϊκής ελευθερίας ήταν το χρήμα και η τοκογλυφία. Η κύρια έδρα των ευγενών ήταν μέσα και γύρω από την Αθήνα, όπου το θαλάσσιο εμπόριο, μαζί με την πειρατεία που την ασκούσαν ακόμα όταν τους δινόταν ευκαιρία, τους πλούτιζε και συγκέντρωνε το χρηματικό πλούτο στα χέρια τους. Από εκεί, η χρηματική οικονομία που αναπτυσσόταν διείσδυε σαν διαβρωτικό οξύ στον πατροπαράδοτο τρόπο ύπαρξης των αγροτικών κοινοτήτων που βασίζονταν στη φυσική οικονομία.

Το καθεστώς των γενών είναι απολύτως ασυμβίβαστο με τη χρηματική οικονομία. Η καταστροφή των μικροχωρικών της Αττικής συνέπεσε με το χαλάρωμα των παλιών δεσμών του γένους που τους περιέβαλλε προστατευτικά. Το ομόλογο και η κτηματική υποθήκη (γιατί οι Αθηναίοι είχαν εφεύρει ακόμα και την υποθήκη) δεν λογάριαζαν ούτε γένη ούτε φρατρίες. Και το παλιό καθεστώς των γενών δεν γνώριζε ούτε το χρήμα, ούτε την προκαταβολή, ούτε το χρηματικό χρέος.

Γι’ αυτό, η χρηματική κυριαρχία των ευγενών που επεκτεινόταν όλο και περισσότερο, διαμόρφωσε επίσης ένα καινούργιο εθιμικό δίκαιο που εξασφάλιζε τον πιστωτή απέναντι στον οφειλέτη, που καθιέρωνε την εκμετάλλευση του φτωχού χωρικού από τον κάτοχο του χρήματος. Όλοι οι αγροί της Αττικής ήταν γεμάτοι με στύλους, όπου σημειωνόταν ότι το κτήμα είναι υποθηκευμένο στον τάδε και στον τάδε και για το τάδε χρηματικό ποσό. Τα χωράφια που δεν σημαδεύονταν με αυτόν τον τρόπο, είχαν κιόλας στο μεγαλύτερό τους μέρος πουληθεί, γιατί είχε λήξει η προθεσμία της υποθήκης ή γιατί δεν είχαν πληρωθεί οι τόκοι και είχαν γίνει ιδιοκτησία του ευγενή τοκογλύφου. Ο χωρικός έπρεπε να ‘ναι ευχαριστημένος, αν του επιτρεπόταν να μείνει σαν ενοικιαστής στο χωράφι και να ζει από το ένα έκτο του εισοδήματος της δουλειάς του, πληρώνοντας για νοίκι τα πέντε έκτα στο καινούργιο αφεντικό.

Κάτι παραπάνω. Αν το προϊόν πώλησης του κτήματος δεν έφτανε να καλύψει το χρέος ή αν αυτό το χρέος είχε γίνει χωρίς την εγγύηση μιας υποθήκης, ο οφειλέτης έπρεπε να πουλήσει τα παιδιά του στο εξωτερικό σαν δούλους, για να πληρώσει τον πιστωτή. Η πώληση των παιδιών από τον πατέρα -αυτός ήταν ο πρώτος καρπός του πατρικού δικαίου και της μονογαμίας! Κι αν η βδέλλα δεν είχε ακόμα ικανοποιηθεί πέρα για πέρα, μπορούσε να πουλήσει τον ίδιο τον οφειλέτη σαν δούλο. Αυτή ήταν η ευχάριστη χαραυγή του πολιτισμού για το λαό της Αθήνας.

Παλιότερα, όταν οι συνθήκες ζωής του λαού αντιστοιχούσαν ακόμα στο καθεστώς των γενών, ήταν αδύνατη μια τέτοιου είδους ανατροπή. Εδώ όμως η ανατροπή αυτή είχε γίνει χωρίς να ξέρουν πώς. Ας γυρίσουμε μια στιγμή πίσω στους Ιροκέζους μας. Σ’ αυτούς ήταν ακατανόητη μια κατάσταση σαν αυτή που είχε τώρα επιβληθεί στους Αθηναίους, ας πούμε χωρίς να φταίνε και σίγουρα παρά τη θέλησή τους. Σ’ αυτούς ο τρόπος παραγωγής που, χρόνος έμπαινε, χρόνος έβγαινε, έμενε ο ίδιος, δεν μπορούσε ποτέ να δημιουργήσει τέτοιες συγκρούσεις που θα έλεγε κανείς ότι επιβάλλονται από έξω, δεν μπορούσε να δημιουργήσει την αντίθεση του πλούσιου και του φτωχού, των εκμεταλλευτών και των εκμεταλλευμένων. Οι Ιροκέζοι απείχαν πολύ ακόμα από το να κυριαρχούν πάνω στη φύση, αλλά μέσα στα πλαίσια των φυσικών συνόρων που τους έβαζε η φύση κυριαρχούσαν πάνω στην ίδια τους την παραγωγή.

Εκτός από τις κακές σοδειές στα περιβολάκια τους, εκτός από την εξάντληση του αποθέματος ψαριών στις λίμνες και τα ποτάμια τους, των αγριμιών στα δάση τους, ήξεραν πάντα η θα απέδιδε ο δικός τους τρόπος εξασφάλισης των μέσων για τη συντήρησή τους. Εκείνο που έπρεπε να βγαίνει ήταν τα μέσα για τη συντήρησή τους, άλλοτε φτωχότερα κι άλλοτε πλουσιότερα. Ποτέ όμως δεν μπορούσαν να προκύψουν απρόβλεπτες κοινωνικές ανατροπές, ρήξη των δεσμών που συγκροτούσαν τα γένη, διάσπαση των μελών των γενών και φυλών αντίθετες, αντιμαχόμενες τάξεις. Η παραγωγή κινιόταν μέσα στα πιο στενά πλαίσια, αλλά οι παραγωγοί εξουσίαζαν το προϊόν τους. Αυτή ήταν η τεράστια υπεροχή της παραγωγής στην εποχή της βαρβαρότητας, που χάθηκε με το πέρασμα στον πολιτισμό, και θα είναι το καθήκον των κατοπινών γενιών να την ξανακατακτήσουν, αλλά πάνω στη βάση της τεράστιας κυριαρχίας του ανθρώπου πάνω στη φύση που έχει σήμερα επιτευχτεί και της ελεύθερης ένωσης των ανθρώπων που τώρα πια είναι δυνατή.

Διαφορετικά ήταν τα πράγματα στους Έλληνες. Η ατομική ιδιοκτησία που εμφανίστηκε σε κοπάδια και σε αντικείμενα πολυτελείας, οδήγησε στην ανταλλαγή ανάμεσα στα άτομα, στη μετατροπή των προϊόντων σε εμπορεύματα. Κι εδώ βρίσκεται η αρχή όλης της κατοπινής ανατροπής. Μόλις οι παραγωγοί δεν ξόδευαν πια άμεσα οι ίδιοι το δικό τους προϊόν, αλλά το έδιναν στην ανταλλαγή, έχαναν την κυριαρχία πάνω του. Δεν ήξεραν πια η γινόταν και δόθηκε η δυνατότητα να χρησιμοποιηθεί το προϊόν ενάντια στον παραγωγό, για την εκμετάλλευση και την καταπίεσή του, Γι’ αυτό καμιά κοινωνία δεν μπορεί να διατηρήσει για πολύ την κυριαρχία πάνω στην ίδια της την παραγωγή και τον έλεγχο πάνω στα κοινωνικά αποτελέσματα της δικής της παραγωγικής διαδικασίας, όσο δεν καταργεί την ανταλλαγή ανάμεσα στα ξεχωριστά άτομα.

Οι Αθηναίοι όμως έμελλε να μάθουν με την ίδια τους την πείρα πόσο γρήγορα το προϊόν, ύστερα από την εμφάνιση της ανταλλαγής ανάμεσα στα άτομα και τη μετατροπή των προϊόντων σε εμπορεύματα, επιβάλλει την κυριαρχία του πάνω στον παραγωγό. Με την εμπορευματική παραγωγή εμφανίστηκε και η καλλιέργεια της γης από τα ξεχωριστά άτομα και για δικό τους λογαριασμό και σύντομα ακολούθησε και η ατομική ιδιοκτησία στη γη. Ήρθε ακόμα και το χρήμα, το γενικό εμπόρευμα, που μ’ αυτό ανταλλάσσονταν όλα τ’ άλλα. Όταν όμως οι άνθρωποι εφεύρισκαν το χρήμα, δεν φαντάζονταν ότι δημιουργούσαν μ’ αυτό τον τρόπο μια νέα κοινωνική εξουσία, τη μία και μοναδική εξουσία με καθολική σημασία που μπροστά της έπρεπε να υποκλίνεται ολόκληρη η κοινωνία. Και την κυριαρχία αυτής της νέας εξουσίας, που ξεπήδησε ξαφνικά, χωρίς να το ξέρουν και χωρίς να το θέλουν οι ίδιοι οι δημιουργοί της, την ένιωσαν οι Αθηναίοι σ’ όλη την ωμότητα της νεότητάς της.

Η έπρεπε να γίνει; Το παλιό καθεστώς των γενών δεν αποδείχτηκε μονάχα ανίσχυρο μπρος στη νικηφόρα πορεία του χρήματος, αλλά στάθηκε και απόλυτα ανίκανο να βρει μέσα στα πλαίσιά του χώρο για πράγματα σαν το χρήμα, τους πιστωτές και χρεώστες, τη βίαιη είσπραξη χρεών. Ωστόσο, υπήρχε πια η νέα κοινωνική εξουσία και οι ευσεβείς πόθοι, η νοσταλγία για επιστροφή στον παλιό καλό καιρό, δεν μπορούσαν να βγάλουν από τη μέση το χρήμα και την τοκογλυφία.

Κι επιπλέον είχαν μια σειρά άλλα, δευτερεύοντα ρήγματα στο καθεστώς των γενών. Το ανακάτωμα των μελών του γένους και των φρατριών σ’ όλη την περιοχή της Αττικής, ιδίως στην ίδια την πόλη της Αθήνας, μεγάλωνε από γενιά σε γενιά, παρά  γεγονός ότι ο αθηναίος πολίτης, ενώ μπορούσε να πουλάει κτήματα έξω από το γένος του, δεν είχε ακόμα το δικαίωμα να πουλήσει το σπίτι του. Με την πρόοδο της βιομηχανίας και των επικοινωνιών είχε αναπτυχθεί πληρέστερα ο καταμερισμός της εργασίας ανάμεσα στους διάφορους κλάδους παραγωγής: γεωργία και χειροτεχνία -και μέσα στη χειροτεχνία, ανάμεσα στις αναρίθμητες υποδιαιρέσεις της, εμπόριο, ναυτιλία κ.λπ.

Τώρα ο πληθυσμός, ανάλογα με την απασχόλησή του, χωριζόταν σε αρκετά σταθερές ομάδες που η καθεμιά τους είχε μια σειρά νέα κοινά συμφέροντα που δεν είχαν θέση στο γένος ή τη φρατρία και που για τη φροντίδα τους χρειάζονταν νέα αξιώματα. Ο αριθμός των δούλων είχε αυξηθεί σημαντικά και θα πρέπει από τότε κιόλας να είχε ξεπεράσει πολύ τον αριθμό των ελεύθερων Αθηναίων. Το καθεστώς των γενών αρχικά δεν γνώριζε τη δουλεία, επομένως δεν ήξερε και τα μέσα για να χαλιναγωγεί αυτή τη μάζα των ανελεύθερων. Και τέλος, το εμπόριο είχε φέρει στην Αθήνα ένα σωρό ξένους, που είχαν εγκατασταθεί εκεί, γιατί εκεί ήταν πιο εύκολο να κερδίζουν χρήματα, και σύμφωνα επίσης με το παλιό σύστημα, οι ξένοι αυτοί δεν είχαν ούτε πολιτικά δικαιώματα ούτε νομική προστασία και, παρά την πατροπαράδοτη ανοχή, παρέμεναν ένα ενοχλητικό ξένο στοιχείο μέσα στο λαό.

Κοντολογίς, το σύστημα των γενών ζύγωνε στο τέλος του. Η κοινωνία καθημερινά αναπτυσσόταν και ξεπερνούσε τα πλαίσιά του. Δεν μπορούσε ούτε να εμποδίσει ούτε να εξαλείψει ακόμα και τα χειρότερα κακά που είχαν γεννηθεί μπροστά στα μάτια όλου του κόσμου. Στο μεταξύ, όμως, είχε αναπτυχθεί σιωπηρά το κράτος. Οι νέες ομάδες που είχαν δημιουργηθεί με τον καταμερισμό της εργασίας, πρώτα ανάμεσα στην πόλη και την ύπαιθρο, και ύστερα ανάμεσα στους διάφορους κλάδους εργασίας μέσα στην ίδια την πόλη, δημιούργησαν νέα όργανα για την υπεράσπιση των συμφερόντων τους. Δημιουργήθηκαν κάθε λογής αξιώματα. Και το νεαρό κράτος χρειάστηκε πριν απ’ όλα μια δική του εξουσία, που στους θαλασσο-πόρους Αθηναίους στην αρχή δεν μπορούσε να είναι παρά μονάχα ναυτική εξουσία για διάφορους μικρούς πολέμους και για την προστασία των εμπορικών πλοίων.

Κάποτε, άγνωστο πότε, πριν από τον Σόλωνα, δημιουργήθηκαν οι ναυκραρίες, μικρές εδαφικές περιοχές, δώδεκα σε κάθε φυλή. Κάθε ναυκραρία όφειλε να δια-θέτει ένα πολεμικό πλοίο, να το αρματώνει και να το επανδρώνει, και χώρια απ’ αυτό να διαθέτει και δυο ιππείς. Ο θεσμός αυτός χτύπησε από δυο μεριές το καθε-στώς των γενών. Πρώτα, γιατί δημιουργούσε μια δημόσια εξουσία που απλούστα-τα δεν ήταν πια ταυτόσημη με το σύνολο του ένοπλου λαού. Και δεύτερο, για πρώτη φορά διαιρούσε το λαό για δημόσιους σκοπούς όχι κατά συγγενική ομάδα, αλλά κατά εδαφική συγκατοίκηση. Το η σήμαινε αυτό θα φανεί παρακάτω.

Μια και το καθεστώς των γενών δεν μπορούσε να βοηθήσει το λαό που ήταν θύμα της εκμετάλλευσης, δεν του έμενε άλλο παρά το κράτος που γεννιόταν. Κι αυτό τον βοήθησε με τη νομοθεσία του Σόλωνα, που ταυτόχρονα δυνάμωνε με τη σειρά της το κράτος σε βάρος του παλιού καθεστώτος. Ο Σόλωνας -ο τρόπος  που το 594 πριν από τη χρονολογία μας έγινε η μεταρρύθμισή του δεν μας ενδιαφέρει εδώ – εγκαινίασε τη σειρά των λεγόμενων πολιτικών επαναστάσεων και μάλιστα με μια επέμβαση στην ιδιοκτησία. Όλες οι επαναστάσεις που έγιναν από τότε είναι επαναστάσεις για την υπεράσπιση ενός είδους ιδιοκτησίας ενάντια σ’ ένα άλλο είδος ιδιοκτησίας. Δεν μπορούν να υπερασπίσουν το ένα σύστημα χωρίς να παραβιάσουν το άλλο.

Στη μεγάλη Γαλλική Επανάσταση θυσιάστηκε η φεουδαρχική ιδιοκτησία για να σωθεί η αστική. Στην επανάσταση του Σόλωνα η ιδιοκτησία των πιστωτών θυσιάστηκε προς όφελος της ιδιοκτησίας των οφειλετών. Απλούστατα, ακυρώθηκαν τα χρέη. Τις λεπτομέρειες δεν τις ξέρουμε ακριβώς, πάντως ο Σόλωνας στα ποιήματά του παινεύεται ότι απομάκρυνε από τις χρεωμένες γαίες τους στύλους υποθήκης και ότι έφερε ξανά στον τόπο τους όσους είχαν δραπετεύσει ή είχαν πουληθεί στο εξωτερικό για χρέη. Αυτό μπόρεσε να γίνει μονάχα με μια ανοιχτή παραβίαση της ιδιοκτησίας. Και πραγματικά, από την πρώτη ως την τελευταία, όλες οι λεγόμενες πολιτικές επαναστάσεις έγιναν για την προστασία ενός είδους ιδιοκτησίας που πραγματοποιήθηκε με την κατάσχεση (που λέγεται και κλοπή) ενός άλλου είδους ιδιοκτησίας. Κι αυτό είναι τόσο αληθινό, που επί 2.500 χρόνια η ατομική ιδιοκτησία μπόρεσε να διατηρηθεί μονάχα με την παραβίαση της ιδιοκτησίας.

Τώρα όμως έπρεπε να βρεθεί τρόπος για να εμποδιστεί το ξανασκλάβωμα των ελεύθερων Αθηναίων. Αυτό έγινε πρώτα με γενικά μέτρα, για παράδειγμα με την απαγόρευση χρεωστικών συμβολαίων, όπου το πρόσωπο του οφειλέτη έμπαινε ενέχυρο. Ακόμα καθορίστηκε ένα ανώτατο όριο στην έκταση της γαιοκτησίας που μπορεί να κατέχει κάθε ξεχωριστό άτομο, για να μπουν έτσι μερικοί τουλάχιστον φραγμοί στη βουλιμία των ευγενών για τη γη των χωρικών. Ύστερα όμως ακολούθησαν συνταγματικές αλλαγές, που οι σπουδαιότερες για μας είναι οι παρακάτω:

Αύξησαν τα μέλη του συμβουλίου σε 400, εκατό από κάθε φυλή. Εδώ λοιπόν έμενε ακόμα σαν βάση η φυλή. Αυτή ήταν ωστόσο και η μόνη πλευρά του παλιού καθεστώτος που μπήκε στο νέο κρατικό σώμα. Γιατί κατά τ’ άλλα ο Σόλωνας χώρισε τους πολίτες σε τέσσερις τάξεις σύμφωνα με τη γη που είχαν και σύμφωνα με το εισόδημά τους, 500, 300 και 150 μέδιμνοι σιτηρά (1 μέδιμνος = περίπου 41 λίτρες) ήταν τα ελάχιστα εισοδήματα για τις τρεις πρώτες τάξεις. Όποιος είχε λιγότερη γαιοκτησία ή δεν είχε καθόλου, ανήκε στην τέταρτη τάξη. Όλα τα αξιώματα δικαιούνταν να τα κατέχουν μόνο οι τρεις ανώτερες τάξεις, και τα ανώτατα αξιώματα μόνο η πρώτη τάξη. Η τέταρτη τάξη είχε μονάχα το δικαίωμα να μιλάει και να ψηφίζει στη λαϊκή συνέλευση. Εδώ όμως εκλέγονταν και εδώ  λογοδοτούσαν όλοι οι αξιωματούχοι, εδώ φτιάχνονταν όλοι οι νόμοι και εδώ η τέταρτη τάξη αποτελούσε την πλειοψηφία.

Τα αριστοκρατικά προνόμια ανανεώθηκαν εν μέρει με τη μορφή προνομίων του πλούτου, όμως ο λαός διατηρούσε την αποφασιστική εξουσία. Οι τέσσερις τάξεις αποτελούσαν επίσης τη βάση μιας νέας οργάνωσης του στρατού. Οι δυο πρώτες τάξεις έδιναν το ιππικό, η τρίτη υπηρετούσε σαν βαρύ πεζικό, η τέταρτη σαν ελαφρά οπλισμένο, ευκίνητο πεζικό ή υπηρετούσε στο στόλο, όπου ίσως να πληρωνόταν κιόλας.

Εδώ λοιπόν μπαίνει ένα ολότελα καινούργιο στοιχείο στο καθεστώς: η ατομική ιδιοκτησία. Τα δικαιώματα και τα καθήκοντα των πολιτών διαβαθμίζονται ανάλογα με την έκταση της γαιοκτησίας τους, και στο βαθμό που κερδίζουν σε επιρροή οι ιδιοκτήτριες τάξεις, στον ίδιο βαθμό παραγκωνίζονται οι παλιές ενώσεις με βάση τη συγγένεια εξ αίματος. Το καθεστώς των γενών είχε υποστεί μια νέα ήττα.

Η διαβάθμιση των πολιτικών δικαιωμάτων ανάλογα με την περιουσία δεν ήταν, ωστόσο, από τους θεσμούς εκείνους, χωρίς τους οποίους δεν μπορεί να υπάρχει κράτος. Όσο μεγάλο ρόλο κι αν έπαιξε η διαβάθμιση αυτή στη συνταγματική ιστορία των κρατών, ωστόσο πάρα πολλά κράτη, και μάλιστα τα πιο εξελιγμένα, δεν τη χρειάστηκαν. Και στην Αθήνα ακόμα έπαιξε μόνο παροδικό ρόλο. Από τον καιρό του Αριστείδη όλα τα αξιώματα ήταν προσιτά στον κάθε πολίτη.(1)

Στα αμέσως επόμενα 80 χρόνια, η αθηναϊκή κοινωνία πήρε σιγά-σιγά την κατεύθυνση προς την οποία εξελίχθηκε παραπέρα στους αιώνες που ακολούθησαν. Είχε μπει φραγμός στην αχαλίνωτη κερδοσκοπία της γης της προσολωνικής εποχής, επίσης και στην απεριόριστη συγκέντρωση της γαιοκτησίας. Κυρίαρχοι κλάδοι βιοπορισμού έγιναν το εμπόριο και η χειροτεχνία, μαζί και η καλλιτεχνική χειροτεχνία, που εξασκούνταν όλο και σε μεγαλύτερη κλίμακα με τη δουλειά των σκλάβων. Οι άνθρωποι διαφωτίζονταν. Αντί να εκμεταλλεύονται με τον αρχικό ωμό τρόπο τους ίδιους τους συμπολίτες τους, εκμεταλλεύονταν κυρίως τους δούλους και την εξωαθηναϊκή πελατεία. Μεγάλωναν διαρκώς η κινητή ιδιοκτησία, ο χρηματικός πλούτος και ο πλούτος σε δούλους και πλοία, αλλά δεν ήταν τώρα πια απλό μέσο για ν’ αποκτούν γαιοκτησία, όπως ήταν στην πρώτη, περιορισμένη εποχή, είχε γίνει αυτοσκοπός.

Έτσι, από τη μια μεριά δημιουργήθηκε για την παλιά εξουσία της αριστοκρατίας ένας νικηφόρος ανταγωνιστής, η νέα τάξη των πλουσίων που ασχολούνταν με τη βιομηχανία και το εμπόριο, από την άλλη μεριά όμως αφαιρέθηκε και η τελευταία βάση από τα υπολείμματα του παλιού καθεστώτος των γενών. Τα γένη, οι φρατρίες και οι φυλές που τα μέλη τους κατοικούσαν τώρα διασκορπισμένα σ’ όλη την Αττική και τελείως ανακατωμένοι, έγιναν έτσι ολότελα ακατάλληλα σαν πολιτικά σώματα. Ένα σωρό αθηναίοι πολίτες δεν ανήκαν σε κα-νένα απολύτως γένος, ήταν μέτοικοι που, ενώ είχαν αποκτήσει τα δικαιώματα του πολίτη, δεν είχαν γίνει δεχτοί σε καμιά από τις παλιές ενώσεις με βάση τη συγγένεια εξ αίματος. Δίπλα τους βρίσκονταν ακόμα οι ξένοι επήλυδες (2) που είχαν μόνο νομική προστασία και που ο αριθμός τους ολοένα και μεγάλωνε.(3)

Στο μεταξύ οι κομματικοί αγώνες συνεχίζονταν. Η αριστοκρατία γύρευε να ξαναποκτήσει τα προηγούμενά της προνόμια και πέτυχε για μια στιγμή να επικρατήσει ξανά, ώσπου η επανάσταση του Κλεισθένη (509 πριν από τη χρονολογία μας) την γκρέμισε οριστικά. Μαζί της όμως γκρέμισε και το τελευταίο υπόλειμμα του καθεστώτος των γενών.

Ο Κλεισθένης στη νέα του νομοθεσία αγνόησε τις τέσσερις παλιές φυλές που στηρίζονταν στα γένη και τις φρατρίες. Στη θέση τους μπήκε μια ολότελα νέα οργάνωση που βασιζόταν αποκλειστικά στη διαίρεση των πολιτών σύμφωνα με τον τόπο κατοικίας, διαίρεση που είχε δοκιμαστεί κιόλας στις ναυκραρίες. Αποφασ-στικός παράγοντας δεν ήταν πια το να ανήκει κάποιος στις ενώσεις με βάση τη συγγένεια εξ αίματος, αλλά ο τόπος κατοικίας και μόνο. Τώρα δεν διαιρούσαν το λαό, αλλά το έδαφος, οι κάτοικοι πολιτικά γίνονταν απλό εξάρτημα του εδάφους.

Ολόκληρη η Αττική χωρίστηκε σε εκατό αυτοδιοικούμενες κοινοτικές περιοχές, τους δήμους. Οι πολίτες που κατοικούσαν σε κάθε δήμο (οι δημότες) εκ λέγανε τον προϊστάμενό τους (το δήμαρχο) και τον ταμία τους, καθώς και 30 δικαστές με δικαστική δικαιοδοσία για μικρότερες διαφορές. Οι δήμοι απέκτησαν επίσης και ένα δικό τους ναό και έναν προστάτη θεό ή ήρωα, που τους ιερείς του τους εκλέγανε. Η ανώτατη εξουσία στο δήμο βρισκόταν στη συνέλευση των δημοτών. Είναι, όπως σωστά παρατηρεί ο Μόργκαν, το πρωτότυπο της αυτοκυβερνούμενης αμερικανικής πόλης.(4) Το διαμορφωνόμενο κράτος στην Αθήνα άρχισε με την ίδια μονάδα, στην οποία καταλήγει το σύγχρονο κράτος στην ανώτατη ανάπτυξή του.

Δέκα απ’ αυτές τις μονάδες, τους δήμους, αποτελούσαν μια φυλή που όμως, για να διακρίνεται από την παλιά φυλή των γενών, ονομάζεται τώρα τοπική φυλή. Η τοπική φυλή δεν ήταν μονάχα αυτοδιοικούμενο πολιτικό σώμα, ήταν επίσης και στρατιωτικό σώμα. Εξέλεγε το φύλαρχο ή τον προεστό της φυλής, που διοικούσε το ιππικό, έναν ταξίαρχο που διοικούσε το πεζικό και το στρατηγό που διοικούσε όλους τους άντρες που στρατολογούνταν στην περιοχή της φυλής. Διέθετε επίσης πέντε πολεμικά πλοία με τους άντρες τους και τους διοικητές τους, και έπαιρνε για προστάτη άγιο έναν αττικό ήρωα, που έφερε και το όνομά του. Τέλος, έβγαζε 50 βουλευτές για την αθηναϊκή βουλή.

Το επιστέγασμα ήταν το αθηναϊκό κράτος, που το διοικούσε η βουλή από τους πεντακόσιους εκλεγμένους των δέκα φυλών, και σε τελική ανάλυση, η συνέλευση του λαού, όπου είχε πρόσβαση και δικαίωμα ψήφου κάθε αθηναίος πολίτης. Παράλληλα, οι άρχοντες και άλλοι αξιωματούχοι φρόντιζαν για τους διάφορους κλάδους της διοίκησης και για τη δικαιοσύνη. Ανώτατος λειτουργός της εκτελεστικής εξουσίας δεν υπήρχε στην Αθήνα.

Μ’ αυτό το νέο σύστημα και με την εισδοχή ενός πολύ μεγάλου αριθμού κατοίκων με όχι πλήρη δικαιώματα, εν μέρει από επήλυδες και εν μέρει από απελεύθερους δούλους, αποκλείστηκαν τα όργανα του καθεστώτος των γενών από τις δημόσιες υποθέσεις. Κατάντησαν ιδιωτικές ενώσεις και θρησκευτικές εταιρίες. Όμως, η ηθική επίδραση, ο πατροπαράδοτος τρόπος αντίληψης και σκέψης της παλιάς εποχής των γενών επέζησαν ακόμα για πολύ καιρό και χάθηκαν μονάχα σιγά-σιγά. Αυτό φάνηκε σ’ έναν άλλο κρατικό θεσμό.

Είδαμε ότι ένα ουσιαστικό χαρακτηριστικό γνώρισμα του κράτους είναι η ξεχωριστή από τη μάζα του λαού δημόσια εξουσία. Η Αθήνα είχε τότε μονάχα λαϊκό στρατό και ένα στόλο που τον επάνδρωνε και τον αρμάτωνε άμεσα ο λαός. Ο στρατός και ο στόλος την υπεράσπιζαν από τους εξωτερικούς εχθρούς και χαλιναγωγούσαν τους δούλους, που και τότε αποτελούσαν τη μεγάλη πλειοψηφία του πληθυσμού. Απέναντι στους πολίτες τη δημόσια εξουσία αρχικά την αποτελούσε μονάχα η αστυνομία, που είναι τόσο παλιά όσο και το κράτος, γι’ αυτό και οι αφελείς Γάλλοι του 180υ αιώνα δεν μιλούσαν για πολιτισμένους λαούς, αλλά για λαούς αστυνομευμένους (nations policées).

Οι Αθηναίοι ίδρυσαν λοιπόν ταυτόχρονα με το κράτος τους και αστυνομία, μια σωστή χωροφυλακή από πεζούς και έφιππους τοξότες κυνηγούς της υπαίθρου (Landjäger), όπως τους λένε στη Νότια Γερμανία και·στην Ελβετία. Η χωροφυλακή αυτή όμως σχηματίστηκε από δούλους. Τόσο εξευτελιστική φαινόταν στον ελεύθερο Αθηναίο αυτή η υπηρεσία του χωροφύλακα που προτιμούσε να τον συλλαμβάνει ο οπλισμένος δούλος παρά να ασχολείται ο ίδιος με τέτοιες ατιμωτικές πράξεις. Εδώ εκφράζεται ακόμα η παλιά νοοτροπία των γενών. Το κράτος δεν μπορούσε να υπάρχει χωρίς την αστυνομία, ήταν, όμως, ακόμα νέο και δεν είχε ακόμα αρκετό ηθικό κύρος για να κάνει σεβαστό ένα επάγγελμα που αναγκαστικά φαινόταν ατιμωτικό στα πρώην μέλη του γένους.

Πόσο πολύ το ολοκληρωμένο πια στα κύρια χαρακτηριστικά του γνωρίσματα κράτος ταίριαζε στην καινούργια κοινωνική κατάσταση των Αθηναίων, φαίνεται από τη γρήγορη άνθηση του πλούτου, του εμπορίου και της βιομηχανίας. Η ταξική αντίθεση που πάνω της στηρίζονταν οι κοινωνικοί και πολιτικοί θεσμοί, δεν ήταν πια η αντίθεση ανάμεσα στην αριστοκρατία και στον κοινό λαό, αλλά η αντίθεση ανάμεσα στους δούλους και στους ελεύθερους, στους κατοίκους με περιορισμένα  δικαιώματα και στους πολίτες.

Τον καιρό της ανώτατης άνθησης όλοι οι ελεύθεροι πολίτες της Αθήνας, μαζί με τις γυναίκες και τα παιδιά τους, ήταν περίπου 90.000 άτομα, δίπλα σ’ αυτούς υπήρχαν 365.000 δούλοι και των δυο φύλων και 45.000 κάτοικοι με περιορισμένα δικαιώματα ξένοι και απελεύθεροι. Σε κάθε ενήλικο άρρενα πολίτη αναλογούσαν λοιπόν τουλάχιστον 18 δούλοι και πάνω από 2 κάτοικοι με περιορισμένα δικαιώματα. Ο μεγάλος αριθμός των δούλων εξηγείται από το ότι πολλοί απ’ αυτούς εργάζονταν μαζί σε μανιφακτούρες, σε μεγάλους χώρους και κάτω από την επίβλεψη επιστατών.

Με την ανάπτυξη όμως του εμπορίου και της βιομηχανίας έχουμε συσσώρευση και συγκέντρωση των αγαθών σε λίγα χέρια, εξαθλίωση της μάζας των ελεύθερων πολιτών, που τους έμενε μονάχα η εκλογή, ή να συναγωνιστούν την εργασία των δούλων με τη δική τους χειρωνακτική εργασία, που τη θεωρούσαν και υβριστική και βάναυση και που δεν υποσχόταν και πολλά, ή να εξαθλιωθούν. Μέσα στις τότε συνθήκες ακολούθησαν αναγκαστικά το δεύτερο δρόμο, και επειδή αποτελούσαν τον όγκο του πληθυσμού, κατάστρεψαν έτσι όλο το αθηναϊκό κράτος. Δεν κατάστρεψε η δημοκρατία την Αθήνα, όπως υποστηρίζουν οι ευρωπαίοι τσανακογλείφτες και αυλόδουλοι δάσκαλοι, αλλά η δουλεία, που πρόγραφε την εργασία του ελεύθερου πολίτη.

Η δημιουργία του κράτους στους Αθηναίους είναι εξαιρετικά χαρακτηριστικό παράδειγμα για το πώς σχηματίζονται γενικά τα κράτη, γιατί από τη μια μεριά γίνεται εντελώς καθαρά, χωρίς ανάμειξη εξωτερικής ή εσωτερικής βίας -ο σφετερισμός της εξουσίας από τον Πεισίστρατο δεν άφησε κανένα ίχνος της σύντομης ύπαρξής του-και από την άλλη μεριά γιατί δείχνει ένα κράτος με πολύ ψηλή μορφή εξέλιξης, τη δημοκρατική πολιτεία (demokratische Republik) που ξεπηδάει άμεσα από την κοινωνία των γενών και τέλος γιατί γνωρίζουμε αρκετά όλες τις ουσιαστικές λεπτομέρειές του.

 

 

Σημειώσεις:

 

 

(1) Πρόκειται για την τέταρτη τάξη των αθηναίων πολιτών, τους θήτες, που ήταν ελεύθεροι, αλλά χωρίς ιδιοκτησία, που απέκτησαν το δικαίωμα να κατέχουν δημόσια αξιώματα. Ένα τμήμα των πηγών αποδίδει αυτή την καινοτομία στον Αριστείδη (σημ. γερμ. σύντ.).

(2)  Επήλυς (επήλυδες πληθ.) = αλλοδαπός (Σημ. Χ.Κ.)

(3) Αναφορά στους λεγόμενους μέτοικους. τους ξένους που έμεναν μόνιμα στην Αθήνα. Παρ’ όλο που είχαν την προσωπική τους ελευθερία. θεωρούνταν ξένοι χωρίς δικαιώματα και δεν επιτρεπόταν ούτε να κατέχουν δημόσια αξιώματα. ούτε να συμμετέχουν στη συνέλευση του δήμου, ούτε να κατέχουν ακίνητη ιδιοκτησία. Ασχολούνταν κυρίως με τη χειροτεχνία και το εμπόριο. Οι μέτοικοι ήταν υποχρεωμένοι να πληρώνουν κεφαλικό φόρο και μόνο με τη μεσολάβηση των λεγόμενων προστατών τους από τις γραμμές των αθηναίων πολιτών με πλήρη δικαιώματα μπορούσαν να απευθύνονται στα διοικητικά όργανα (σημ. γερμ. σύντ.).

(4)  L. Η. Morgan, Ancient society, σελ. 271 (σημ. γερμ. σύντ.).

 

 

 

 

 

F.Engels, Η καταγωγή της οικογένειας, της ατομικής ιδιοκτησίας και του κράτους, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, σελ  100-109

http://www.scribd.com/fullscreen/39053415?access_key=key-1lg9s0ggfpuhtzs0wd35

 

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *