G.W.F. Hegel-Από την Επιστήμη της Λογικής

 

 

G.W.F. Hegel

Η Επιστήμη της Λογικής

Το μόνο που είναι απαραίτητο για την επίτευξη της επιστημονικής προόδου –και είναι βασικό να προσπαθήσουμε να αποκτήσουμε αυτή την απλή αντίληψη– είναι η αναγνώριση της λογικής αρχής ότι το αρνητικό είναι σχεδόν εξίσου θετικό, ή ότι αυτό που είναι εσωτερικά αντιφατικό δεν διαλύεται σε μια μηδαμινότητα, σε αφηρημένη ανυπαρξία, αλλά ουσιαστικά, αναλύεται μόνον στην άρνηση του συγκεκριμένου του περιεχομένου· με άλλα λόγια, ότι μια τέτοια άρνηση δεν είναι κάθε μία ή η οποιαδήποτε άρνηση, αλλά η άρνηση ενός συγκεκριμένου θέματος το οποίο αναλύεται· και συνεπώς είναι μια συγκεκριμένη άρνηση, και άρα το αποτέλεσμα ουσιαστικά περιέχει αυτό από το οποίο πηγάζει· το οποίο, αυστηρά ιδωμένο, αποτελεί ταυτολογία, διότι αλλιώς θα ήταν αμεσότητα και όχι αποτέλεσμα. Επειδή το αποτέλεσμα, η άρνηση, είναι συγκεκριμένη άρνηση, έχει περιεχόμενο. Είναι μια νέα Έννοια, αλλά υψηλότερη και πλουσιότερη από την προηγούμενή της· διότι είναι πλουσιότερη λόγω της άρνησης ή αντίθεσης προς την προηγούμενη, και άρα την περιέχει, αλλά και κάτι παραπάνω· και είναι η ενότητα του εαυτού της και του αντιθέτου της. Με αυτόν τον τρόπο πρέπει να διαμορφωθεί το σύστημα των Εννοιών–και θα πρέπει να ολοκληρωθεί σε έναν καθαρά διαρκή δρόμο στον οποίο δεν θα εισάγεται τίποτε το εξωγενές.

Δεν μπορώ να προσποιηθώ ότι η μέθοδος που ακολουθώ σε αυτό το σύστημα της Λογικής –ή μάλλον η μέθοδος που αυτό το ίδιο το σύστημα ακολουθεί– δεν επιδέχεται μεγαλύτερη ολοκλήρωση, ή αρκετή επεξεργασία σε λεπτομέρειες. Αλλά την ίδια στιγμή γνωρίζω ότι είναι η μόνη αληθινή μέθοδος. Αυτό είναι αυταπόδεικτο  απλώς και μόνο από το γεγονός ότι δεν είναι κάτι που μπορεί να διαχωριστεί από το αντικείμενο και περιεχόμενό της· διότι είναι η εσωτερικότητα του περιεχομένου, η διαλεκτική που αυτό φέρει μέσα στον εαυτό του, που αποτελεί το εφαλτήριο της προόδου της.

[…]

Αυτό το οποίο επιτρέπει στην Έννοια να εξελιχθεί είναι το προαναφερθέν αρνητικό το οποίο περιέχει. Αυτό είναι που αποτελεί το γνήσιο διαλεκτικό στοιχείο. Η διαλεκτική, με τον τρόπο αυτό, αποκτά μια εντελώς διαφορετική σημασία από αυτήν που είχε όταν εννοούνταν ως ένα ξεχωριστό τμήμα της λογικής και όταν οι στόχοι και η οπτική της είχαν, θα μπορούσε κανείς να πει, εντελώς παρεξηγηθεί. Ακόμα και η πλατωνική διαλεκτική, στον ίδιο τον Παρμενίδη και αλλού ακόμα πιο ξεκάθαρα, στοχεύει, από τη μία, μόνο στην κατάργηση και διάψευση περιορισμένων θέσεων μέσα από τις ίδιες, και, από την άλλη, έχει ως αποτέλεσμα απλώς το τίποτε. Η διαλεκτική εννοείται συνήθως ως μια εξωγενής, αρνητική δραστηριότητα η οποία δεν αφορά το ίδιο το θέμα, έχοντας ως βάση της την απλή υποθετική ιδέα, ως μια υποκειμενική φαγούρα για την ανατροπή και καταστροφή αυτού που είναι σταθερό και ουσιώδες, ή  τουλάχιστον ως κάτι που δεν έχει ως αποτέλεσμα τίποτε άλλο από την απαξία του αντικειμένου που εξετάζεται διαλεκτικά.

Ο Καντ είχε ψηλότερη εκτίμηση για τη διαλεκτική –και αυτό είναι ανάμεσα στις μεγαλύτερες αρετές του– διότι την απελευθέρωσε από την φαινομενική αυθαιρεσία την οποία έχει όταν εξετάζεται από την οπτική της καθημερινής σκέψης, και έδειξε ότι είναι μια απαραίτητη λειτουργία της λογικής. Επειδή η διαλεκτική είχε ιδωθεί ως απλώς η τέχνη της εξαπάτησης και της παραγωγής ψευδαισθήσεων, η υπόθεση που έγινε από τότε ήταν ότι είναι μόνο ένα απατηλό παιχνίδι, και ότι όλη της η δύναμη βασίζεται απλώς στην απόκρυψη της λαθροχειρίας, και ότι τα αποτελέσματά της αποκτώνται μόνο στα κρυφά και αποτελούν υποκειμενική ψευδαίσθηση.

Είναι αλήθεια ότι οι αναλύσεις του Καντ για τις αντινομίες του Καθαρού Λόγου δεν αξίζουν και μεγάλο έπαινο όταν εξεταστούν εκ του σύνεγγυς, όπως θα εξεταστούν στην διάρκεια αυτού εδώ του έργου. Αλλά η γενική ιδέα στην οποία βάσισε τις αναλύσεις του και την οποία δικαίωσε, είναι η αντικειμενικότητα της ψευδαίσθησης και η αναγκαιότητα της αντίφασης που προσιδιάζει στην φύση των καθορισμών της σκέψης: κυρίως, βέβαια, με τη σημασία ότι αυτοί οι καθορισμοί εφαρμόζονται από τον Λόγο στα ίδια τα πράγματα. Αλλά η φύση τους είναι ακριβώς αυτό που είναι στον Λόγο και σε σχέση με αυτό που είναι ενδογενές ή καθεαυτόν. Το αποτέλεσμα αυτό, ιδωμένο απ’ τη θετική του σκοπιά, δεν είναι τίποτε άλλο από την εσωτερική αρνητικότητα των καθορισμών ως πνεύμα της αυτο-κίνησής τους, ως αρχή όλης της φυσικής και πνευματικής ζωής. Αλλά αν δεν γίνει καμιά πρόοδος πέρα από την αφηρημένη αρνητική όψη της διαλεκτικής, το αποτέλεσμα είναι μόνον το γνωστό, ότι ο Λόγος είναι ανήμπορος να γνωρίσει το ατέρμονο· πρόκειται για ένα παράξενο αποτέλεσμα μιας και –εφόσον το ατέρμονο είναι το Έλλογο– μάς βεβαιώνει ότι ο Λόγος είναι ανήμπορος να γνωρίζει το Έλλογο.

Στη διαλεκτική λοιπόν, όπως γίνεται αντιληπτή εδώ, δηλαδή, στην σύλληψη των αντιθέτων στην ενότητά τους, ή του θετικού και του αρνητικού, συνίσταται η θεωρησιακή σκέψη.

[…]

Κεφάλαιο 1

Το είναι

Α. Το είναι

Το είναι, το καθαρό είναι, χωρίς κανέναν επιπρόσθετο καθορισμό. Στην ακαθόριστη αμεσότητά του, είναι ίσο μόνο με τον εαυτό του. Επίσης, δεν είναι άνισο σε σχέση με ένα άλλο· δεν έχει ποικιλία μέσα του, ούτε σε συνάρτηση με κάτι εκτός του. Δεν θα μπορούσε να αδραχτεί στην καθαρότητά του αν περιείχε κάποιον καθορισμό ή περιεχόμενο το οποίο να μπορεί να διακριθεί εντός του, ή δια μέσω του οποίου να μπορεί [το είναι] να διακριθεί από ένα άλλο. Είναι καθαρή ακαθοριστία και κενότητα. Δεν υπάρχει τίποτε που να μπορεί να εποπτεύσει κανείς μέσα του, αν μπορεί κανείς εδώ να μιλήσει για εποπτεία· ή αλλιώς, είναι μόνο αυτή η καθαρή εποπτεία η ίδια. Το ίδιο ελάχιστα υπάρχουν να σκεφτεί κανείς εντός του, ή αλλιώς είναι εξίσου μόνον αυτή η κενή σκέψη. Το είναι, το ακαθόριστο άμεσο, στην πραγματικότητα είναι τίποτε, και ούτε περισσότερο ούτε λιγότερο από τίποτε.

Β. Το τίποτε

Τίποτε, καθαρό τίποτε: είναι απλώς η ισότητα με τον εαυτό του, η πλήρης κενότητα, η απουσία κάθε καθορισμού και περιεχομένου–η έλλειψη διαφοροποίησης αυτή καθαυτή. Στον βαθμό που μπορούμε να αναφερθούμε εδώ για εποπτεία και σκέψη, το αν κάτι ή τίποτε μπορεί να τύχει εποπτείας ή σκέψης λειτουργεί ως διάκριση. Το να εποπτεύεις ή να σκέφτεσαι το τίποτε λοιπόν έχει ένα νόημα: και τα δύο διακρίνονται και άρα το τίποτε είναι (υπάρχει) στην εποπτεία και τη σκέψη μας· ή μάλλον είναι η κενή εποπτεία και σκέψη η ίδια, και η ίδια κενή εποπτεία ή σκέψη όπως το καθαρό είναι. Το τίποτε λοιπόν είναι ο ίδιος καθορισμός, ή μάλλον απουσία καθορισμού, και άρα εντελώς το ίδιο πράγμα όπως το καθαρό είναι.

Γ. Το γίγνεσθαι

Το καθαρό είναι και το καθαρό τίποτε λοιπόν είναι το ίδιο. Η αλήθεια δεν είναι ούτε το είναι ούτε το τίποτε αλλά το ότι το είναι–δεν περνά αλλά έχει περάσει–στο τίποτε, και το τίποτε στο είναι. Αλλά είναι εξίσου αλήθεια ότι [τα δύο] δεν είναι μη διακριτά το ένα από το άλλο, αλλά αντίθετα δεν είναι τα ίδια, είναι εντελώς διακριτά, είναι όμως παρ’ όλα αυτά αδιαχώριστα και μη διαχωρίσιμα και ότι το καθένα εξαφανίζεται άμεσα στο αντίθετό του. Η αλήθεια λοιπόν είναι αυτή η κίνηση της άμεσης εξαφάνισης του ενός στο άλλο: το γίγνεσθαι, μια κίνηση στην οποία τα δύο είναι διακριτά, αλλά μέσω μιας διαφοράς η οποία επίσης έχει άμεσα διαλυθεί.

[…]

Ήταν οι Ελεάτες, και κυρίως ο Παρμενίδης, που πρώτοι διατύπωσαν την απλή σκέψη του καθαρού είναι ως απόλυτη και μοναδική αλήθεια: μόνο το είναι είναι, και το τίποτε εντελώς δεν είναι, και στα διασωθέντα σπαράγματα του Παρμενίδη αυτό δηλώνεται με τον καθαρό ενθουσιασμό της σκέψης η οποία για πρώτη φορά συλλαμβάνει τον εαυτό της στην απόλυτη αφαίρεσή της. Όπως γνωρίζουμε, στα ανατολίτικα [θρησκευτικά] συστήματα, και κυρίως στον Βουδισμό, το τίποτε, το κενό, είναι η απόλυτη αρχή. Ενάντια σε αυτή την απλή και μονομερή αφαίρεση, ο εμβριθής Ηράκλειτος προέταξε την ανώτερη, ολική έννοια του γίγνεσθαι και είπε: το είναι είναι τόσο λίγο όσο είναι το τίποτε, ή, τα πάντα ρει, το οποίο σημαίνει, όλα είναι γίγνεσθαι. Οι λαοφιλείς ρήσεις, κυρίως οι ανατολίτικες, που λένε πως όλα όσα υπάρχουν έχουν το σπέρμα του θανάτου στην ίδια τους γέννηση, και ότι ο θάνατος, από την άλλη, είναι η είσοδος σε μια νέα ζωή, εκφράζουν ουσιαστικά την ίδια ενότητα του είναι και του τίποτε. Αλλά οι εκφράσεις αυτές έχουν ένα υπόστρωμα στο οποίο λαμβάνει χώρα η μετάβαση. Το είναι και το τίποτε διαχωρίζονται στον χρόνο, εννοούνται ως κάτι που λαμβάνει χώρα εκ περιτροπής σ’ αυτόν, αλλά δεν εννοούνται στην αφαιρετικότητά τους και συνεπώς επίσης, δεν εννοούνται έτσι ώστε να είναι καθεαυτόν εντελώς τα ίδια.

[…]

Ο Παρμενίδης αγκυρώθηκε στο είναι και ήταν πολύ συνεπής στο να διαβεβαιώνει την ίδια στιγμή ότι το τίποτε εντελώς δεν είναι· μόνον το είναι είναι. Εφόσον εννοηθεί έτσι, εντελώς αφ’ εαυτού, το είναι είναι ακαθόριστο, και συνεπώς δεν έχει καμία σχέση με ένα άλλο· συνεπώς, φαίνεται ότι από αυτή την αρχή δεν μπορεί να επέλθει άλλη πρόοδος –από αυτή την αρχή καθαυτή, δηλαδή– και ότι η πρόοδος μπορεί να επιτευχθεί μόνο με την σύνδεσή τού [είναι] με κάτι εξωγενές, κάτι εκτός του. Έτσι, η πρόοδος που σημειώνεται στην επιβεβαίωση ότι το είναι είναι το ίδιο με το τίποτε εμφανίζεται ως μια δεύτερη, απόλυτη αρχή — μια μετάβαση που είναι ανεξάρτητη από το είναι και προστίθεται σ’ αυτό έξωθεν. Αν το είναι είχε καθορισμένο χαρακτήρα, τότε δεν θα ήταν καθόλου η απόλυτη αρχή· γιατί τότε θα εξαρτώταν από ένα άλλο και δεν θα ήταν άμεσο, δεν θα ήταν η αρχή. Αλλά αν είναι ακαθόριστο και συνεπώς αν είναι γνήσια αρχή, τότε δεν έχει επίσης τίποτε με το οποίο να μπορεί να γεφυρώσει το κενό μεταξύ του εαυτού του και ενός άλλου· είναι την ίδια στιγμή το τέλος. Είναι το ίδιο αδύνατο για οτιδήποτε να εξέλθει από αυτό [το είναι] όσο είναι και για κάτι να εισέλθει σε αυτό. Στον Παρμενίδη όπως και στον Σπινόζα, δεν υπάρχει πρόοδος από το είναι ή την απόλυτη ουσία στο αρνητικό, στο πεπερασμένο.

[…]

Η διαλεκτική που χρησιμοποίησε ο Πλάτωνας στην πραγματεία του για το Ένα στον Παρμενίδη πρέπει επίσης να εννοηθεί μάλλον ως μια διαλεκτική της εξωτερικής ανάκλασης. Το Είναι και το Ένα είναι και οι δύο ελεατικές μορφές οι οποίες είναι το ίδιο πράγμα. Αλλά πρέπει επίσης να διαχωριστούν· και έτσι τις εκλαμβάνει ο Πλάτωνας στον διάλογο αυτό. Αφού απομακρύνει από το Ένα τους διάφορους καθορισμούς του όλου και των μερών, του είναι καθεαυτόν, του είναι σε ένα άλλο, κλπ, του σχήματος, του χρόνου, κλπ, φτάνει στο αποτέλεσμα ότι το είναι δεν ανήκει στον Ένα, διότι το είναι ανήκει σε κάθε συγκεκριμένο κάτι μόνον μέσω ενός από αυτούς τους τρόπους. Στη συνέχεια, ο Πλάτωνας ασχολείται με την πρόταση: Το Ένα είναι, και θα πρέπει να αναφερθούμε στον ίδιο τον Πλάτωνα για να δούμε πώς, αρχίζοντας από την πρόταση αυτή, καταφέρνει την μετάβαση στο μη είναι του Ενός. Αυτό το κατορθώνει συγκρίνοντας τους δύο καθορισμούς της πρότασης την οποία καταθέτει: Το Ένα είναι περιέχει το Ένα και το είναι, ενώ “το Ένα είναι” περιέχει περισσότερα από ότι όταν λέμε απλώς: Το Ένα. Η στιγμή της άρνησης που περιέχεται στην πρόταση αποδεικνύεται από το γεγονός ότι [το Ένα και το είναι] είναι διαφορετικά. Είναι προφανές ότι αυτή η πορεία έχει μια προϋπόθεση και ότι αποτελεί μια εξωγενή ανάκλαση.

Εδώ, ο τρόπος με τον οποίο το Ένα συνδέεται με το είναι είναι τέτοιος ώστε το είναι, το οποίο υποτίθεται ότι το δράττουμε αφηρημένα καθεαυτόν, δείχνεται –με τον απλούστερο τρόπο και χωρίς καμία προσπάθεια της σκέψης– πως βρίσκεται σε μια ενότητα η οποία υπονοεί το αντίθετο από αυτό που υποτίθεται πως ισχυριζόμαστε. Το είναι, εφόσον έχει εκληφθεί άμεσα, ανήκει σε ένα υποκείμενο, είναι κάτι που δηλώνεται, έχει μια εμπειρική ύπαρξη γενικά, και άρα υφίσταται στο πεδίο των περιορισμών και του αρνητικού. Με οποιεσδήποτε φράσεις ή τρόπους του λέγειν εκφραστεί η κατανόηση στην προσπάθειά της να επιτεθεί στην ενότητα του είναι και του τίποτε και να επικαλεστεί αυτό που μας αντικρίζει άμεσα, δεν θα βρει σε αυτή την ίδια εμπειρία τίποτε παρά το καθορισμένο είναι, το είναι με περιορισμό ή άρνηση — την ίδια την ενότητα την οποία απορρίπτει. Η επιβεβαίωση του άμεσου είναι λοιπόν το αναγάγει σε μια εμπειρική ύπαρξη, και δεν μπορεί να απορρίψει την απόδειξη του γεγονότος αυτού διότι επιθυμεί να αγκυροβοληθεί στην αμεσότητα που υφίσταται έξω από τη σκέψη.

Το ίδιο συμβαίνει με το τίποτε, απλώς αντίστροφα, και αυτού του είδους ο συλλογισμός για αυτό είναι οικείος και έχει γίνει συχνά. Το τίποτε, εφόσον εκλαμβάνεται στην αμεσότητά του, εμφανίζεται ως καταφατικό, ως είναι· διότι σύμφωνα με τη φύση του είναι το ίδιο με το είναι. Το τίποτε είναι κάτι το οποίο σκεφτόμαστε, φανταζόμαστε, για το οποίο μιλούμε, και συνεπώς είναι· το τίποτε έχει την ύπαρξή του στις πράξεις της σκέψης, της φαντασίας, της ομιλίας, και ούτω κάθε εξής. Αλλά επιπλέον το είναι αυτό διαχωρίζεται επίσης από αυτό [από το τίποτε]. Και έτσι λέγεται ότι αν και το τίποτε υπάρχει στη σκέψη ή τη φαντασία, παρ’ όλα αυτά για τον λόγο ακριβώς αυτό, δεν είναι το τίποτε που είναι, το είναι δεν ανήκει στο τίποτε ως τέτοιο, αλλά το είναι αυτό είναι μόνον η σκέψη ή η φαντασία. Με την διάκριση αυτή δεν μπορούμε επίσης να αρνηθούμε ότι το τίποτε στέκεται σε μια σχέση με το είναι· αλλά στη σχέση, αν και περιέχει τη διαφορά αυτή, υπάρχει μια ενότητα με το είναι. Με οποιονδήποτε τρόπο και αν δηλώσουμε ή δείξουμε το τίποτε, αποδεικνύεται κάτι που συνδέεται, ή αν προτιμάτε κάτι που βρίσκεται σε σύνδεση με ένα είναι, που είναι αδιαχώριστο από ένα είναι, δηλαδή σε [σχέση με] ένα καθορισμένο είναι.

Περατότητα

[…]

Όταν λέμε για τα πράγματα ότι είναι περατά, κατανοούμε με τον τρόπο αυτό ότι δεν έχουν απλώς μια καθορισιμότητα, ότι η ποιότητά τους δεν είναι απλώς μια πραγματικότητα και ένας εγγενής καθορισμός –ως τέτοια έχουν ακόμη καθορισμένο είναι εκτός του ορίου τους– αλλά ότι αντιθέτως το μη είναι συνιστά τη φύση και το είναι τους. Τα περατά πράγματα είναι, αλλά η σχέση τους με τον εαυτό τους είναι ότι σχετίζονται με τον εαυτό τους αρνητικά, και σε αυτή την ίδια την σχέση με τον εαυτό τους στέλνουν τον εαυτό τους μακριά, πέρα από τον εαυτό τους, πέρα από το είναι τους. Είναι, αλλά η αλήθεια αυτού τού είναι είναι το τέλος τους. Το περατό δεν αλλάζει απλώς, όπως κάτι γενικά, αλλά παύει να υπάρχει. Και το ότι παύει να υπάρχει δεν είναι απλώς πιθανότητα, ώστε να μπορεί να είναι χωρίς να πάψει να είναι, αλλά το είναι ως τέτοιο των περατών πραγμάτων είναι να έχουν το σπέρμα του θανάτου ως το είναι-εντός-του-εαυτού τους: η ώρα της γέννησής τους είναι η ώρα του θανάτου τους.

Η αμεσότητα του περατού

Η σκέψη της περατότητας των πραγμάτων μας φέρνει τη θλίψη διότι είναι μια ποιοτική άρνηση που σπρώχνεται ως τα άκρα της, και στην μονή φύση ενός τέτοιου καθορισμού δεν μένει πια στα πράγματα ένα καταφατικό είναι που να είναι διακριτό από το πεπρωμένο τους να χαθούν. Εξαιτίας αυτής της ποιοτικά μονής φύσης της άρνησης, η οποία έχει επιστρέψει στην αφηρημένη άρνηση του τίποτε και του παύειν-να-είναι σε αντίστιξη με το είναι, η περατότητα είναι η πιο πείσμων κατηγορία της νόησης· η άρνηση γενικά, η σύσταση και το όριο, συμφιλιώνονται με το άλλο τους, με το καθορισμένο είναι· και ακόμα και το τίποτε, εφόσον ληφθεί αφηρημένα ως τέτοιο, εγκαταλείπεται ως αφαίρεση· αλλά η περατότητα είναι η άρνηση ως παγιωμένη στον εαυτό της, και συνεπώς στέκεται σε απότομη αντίθεση με την κατάφασή της.

Το περατό, είναι αλήθεια, αφήνεται να έλθει σε αναταραχή, είναι το ίδιο η αναταραχή, το να καθορίζεται ή να προορίζεται κάτι για το τέλος του, αλλά μόνο για το τέλος του –ή μάλλον, είναι η άρνηση να αφήσει κάτι τον εαυτό του να έλθει καταφατικά στην κατάφασή του, στο απέραντο, και να αφεθεί να ενωθεί μαζί του· συνεπώς τίθεται ως αδιαχώριστο από το τίποτά του, και για αυτό αποκόβεται από κάθε συμφιλίωση με το άλλο του, με το καταφατικό. Ο καθορισμός ή το πεπρωμένο των περατών πραγμάτων δεν τα φέρνει μακρύτερα από το τέλος τους. Η κατανόηση εμμένει στην θλίψη αυτή της περατότητας κάνοντας το μη είναι τον καθορισμό των πραγμάτων, και την ίδια στιγμή κάνοντάς το [το μη είναι] απέθαντο και απόλυτο. Η παροδικότητα των πραγμάτων θα μπορούσε να περάσει και να εξαφανιστεί μόνο στο άλλο τους, στο καταφατικό· η περατότητά τους τότε θα χωριζόταν από αυτά· αλλά είναι η απαράλλαχτή τους ποιότητα [η παροδικότητα], δηλαδή η ποιότητά τους που δεν περνά στο άλλο της, δηλαδή στο καταφατικό της: είναι συνεπώς αιώνια.

Αυτή είναι μια πολύ σημαντική σκέψη· αλλά φυσικά καμία φιλοσοφία ή γνώμη, ή κατανόηση, δεν θα αφήσει τον εαυτό της δεμένο με την οπτική ότι το περατό είναι απόλυτο· αυτό που παρίσταται στην κατάφαση του περατού είναι το ακριβώς αντίθετο· το περατό είναι περιορισμένο, παροδικό, είναι μόνο περατό, όχι απέθαντο· αυτό υπονοείται άμεσα από τον καθορισμό και την έκφρασή του. Αλλά το ζήτημα είναι, εάν σκεπτόμενος το περατό, κάποιος προσκολλάται στο είναι της περατότητας και αφήνει την παροδικότητα να συνεχίσει να είναι, ή αν η παροδικότητα και το να παύει κάτι να είναι παύουν να είναι. Αλλά με την αντίληψη ακριβώς αυτή του περατού που κάνει το παύειν-να-είναι τον τελικό καθορισμό του περατού κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Είναι ρητή δήλωση ότι το περατό δεν μπορεί να συμφιλιωθεί με το απέραντο και δεν μπορεί να ενωθεί μαζί του, ότι το περατό αντιτίθεται απόλυτα στο απέραντο. Το είναι, το απόλυτο είναι, αποδίδεται στο απέραντο· στεκόμενο απέναντί του, το περατό λοιπόν παραμένει προσκολλημένο ως αρνητικό του· ανίκανο να ενωθεί με το απέραντο, παραμένει απόλυτο στην δική του πλευρά· από το καταφατικό, από το απέραντο, θα μπορούσε να λάβει επιβεβαίωση, και έτσι θα έπαυε να είναι· αλλά η ένωση με το απέραντο είναι ακριβώς αυτό που ανακηρύσσεται αδύνατο. Αν [το περατό] δεν παραμείνει προσκολλημένο στην αντίθεσή του στο απέραντο αλλά πάψει να υπάρχει, λοιπόν, όπως ήδη είπαμε, ο τελικός του καθορισμός είναι ακριβώς αυτό το παύειν-να-είναι, και όχι η κατάφαση που θα ήταν απλώς το παύειν να είναι του παύειν-να-είναι. Αν όμως το περατό δεν περνά στην κατάφαση, αλλά το τέλος του πρέπει να εννοηθεί ως το τίποτε, τότε θα επιστρέφαμε στο πρώτο, αφηρημένο εκείνο τίποτε το οποίο έχει εδώ και καιρό εξαφανιστεί.

Σε αυτό το τίποτε όμως, το οποίο υποτίθεται πως είναι μόνο τίποτε, και το οποίο την ίδια στιγμή αποκτά μια ύπαρξη στη σκέψη, την φαντασία ή την ομιλία, επισυμβαίνει η ίδια αντίφαση όπως αυτή που μόλις δείξαμε σε σχέση με το περατό, αλλά με την εξής διαφορά, ότι στην περίπτωση του πρώτου τίποτε απλώς επισυμβαίνει, ενώ στην περατότητα δηλώνεται ρητά. Εκεί εμφανίζεται ως υποκειμενική [η αντίφαση]· εδώ επιβεβαιώνεται ότι το περατό στέκεται σε αέναη αντίθεση ως προς το απέραντο, ότι αυτό που είναι καθεαυτόν μηδέν είναι, και είναι ως καθεαυτόν μηδέν. Θα πρέπει να αποκτήσουμε συνειδητότητα αυτού του γεγονότος, και η ανάπτυξη του περατού δείχνει ότι, έχοντας τούτη την αντίφαση παρούσα μέσα του, καταρρέει μέσα του, αλλά κάνοντάς το αυτό στην πραγματικότητα επιλύει και την αντίφαση· το περατό δεν είναι απλώς παροδικό και [έτσι] παύει να είναι, αλλά το παύειν-να-είναι, το τίποτε, δεν είναι ο τελικός προορισμός [του περατού], αλλά παύει το ίδιο να είναι.

Η μετάβαση από το περατό στο απέραντο

Το “θα έπρεπε” ως τέτοιο περιέχει τον περιορισμό, και ο περιορισμός περιέχει το “θα έπρεπε.” Η σχέση τους είναι το περατό το ίδιο, το οποίο τα περιέχει και τα δύο στο είναι-εντός-του-εαυτού του. Αυτές οι στιγμές του καθορισμού του είναι ποιοτικά σε αντίθεση μεταξύ τους· ο περιορισμός καθορίζεται ως το αρνητικό του “θα έπρεπε” και το “θα έπρεπε”, παρόμοια, ως το αρνητικό του περιορισμού. Το περατό λοιπόν είναι εσωτερικά αντιφατικό· αναιρεί τον εαυτό του, παύει να είναι. Αλλά αυτό το αποτέλεσμά του [του περατού], το αρνητικό ως τέτοιο, είναι α) ο ίδιος ο καθορισμός του· διότι είναι το αρνητικού του αρνητικού. Έτσι, παύοντας να είναι, το περατό δεν έχει πάψει να είναι· έχει γίνει εκ πρώτης απλώς ένα άλλο περατό, το οποίο όμως ειναι εξίσου ένα παύειν-να-είναι ως μετάβαση σε ένα άλλο περατό και τα λοιπά, ως το άπειρο. Αλλά β) η προσεκτικότερη εξέταση του αποτελέσματος αυτού δείχνει ότι το περατό στο παύειν-να-είναι του, στην άρνηση αυτού του εαυτού του, έχει εκπληρώσει το είναι καθεαυτόν του, ενώνεται με τον εαυτό του. Κάθε μία από τις στιγμές του περιέχει ακριβώς αυτό το αποτέλεσμα· το “θα έπρεπε” υπερβαίνει τον περιορισμό, δηλαδή, υπερβαίνει τον εαυτό του· αλλά πέρα από τον εαυτό του ή το άλλο του, υπάρχει μόνο ο ίδιος ο περιορισμός. Ο περιορισμός όμως δείχνει άμεσα πέρα από τον εαυτό του στο άλλο του, που είναι το “θα έπρεπε”· αλλά αυτό το τελευταίο είναι η ίδια η διττότητα του είναι-καθεαυτόν και του καθορισμένου είναι ως περιορισμού. Είναι το ίδιο πράγμα· πηγαίνοντας πέρα από τον εαυτό του, λοιπόν, ενώνεται εξίσου απλώς με τον εαυτό του. Αυτή η ταυτότητα με τον εαυτό του, η άρνηση της άρνησης, είναι το καταφατικό είναι, και συνεπώς το άλλο του περατού, του περατού για το οποίο υποτίθεται ότι η πρώτη άρνηση λειτουργεί ως καθοριστικότητά του· το άλλο αυτό είναι το απέραντο.

Μετάφραση: Radical Desire

Αναδημοσίευση απο: http://radicaldesire.blogspot.gr/2011/09/gwf-hegel-vi.html

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *