Iδεολογικές πτυχές της νεοκλασικής θεωρίας της επιχείρησης

 

 

 

 

Iδεολογικές πτυχές της νεοκλασικής θεωρίας της επιχείρησης    

 

 

του Θεοφάνη Β. Πάκου

 

 

 

1. Το υποθετικο-αναλυτικό περίγραμμα

 

 

Η νεοκλασική σχολή, με την εξαίρεση του Marshall, [1] δεν έχει αποπειραθεί να συγκροτήσει ιδιαίτερη θεωρία της επιχείρησης. Ό,τι συχνά αποκαλούμε νεοκλασική θεωρία της επιχείρησης δεν είναι παρά ένα παράγωγο αναλυτικό πλαίσιο, το οποίο προκύπτει από τη θεωρία σχηματισμού των τιμών ισορροπίας στις (τέλεια) ανταγωνιστικές αγορές. Τις αγορές αυτές συγκροτούν (όπως θέλει η θεωρία) ανεξάρτητοι και ισοδύναμοι κάτοχοι εμπορευμάτων  που επιδιώκουν, μέσω των συναλλαγών να μεγιστοποιήσουν το ατομικό τους όφελος, χρησιμότητα ή κέρδος. [2] Στην ανταγωνιστική αγορά οι πάντες, επιχειρήσεις, εργαζόμενοι και καταναλωτές, κατευθύνονται από τις απρόσωπες δυνάμεις της προσφοράς και της ζήτησης, με συνέπεια να ακολουθούν προδιαγεγραμμένες, σε καθοριστικό βαθμό, συμπεριφορές  και δράσεις. Από το παραπάνω γενικό θεωρητικό μόρφωμα δυο σημεία έχουν ιδιαίτερη σημασία για τη θεωρία της επιχείρησης. Το πρώτο συνίσταται στην οικοδόμηση όλων των αναλυτικών κατηγοριών και σχέσεων σε αναφορά με διαστάσεις συναλλαγών ή αγοράς. Και το δεύτερο αφορά στο γεγονός ότι το συγκεκριμένο σύνολο θεωρητικών παραδοχών περιορίζει (στην καθαρή θεωρητική περίπτωση εξαφανίζει) τον όποιο χώρο για αυτόνομη ή ανεξάρτητη δράση των παραγόντων της αγοράς και κατά συνέπεια της αγοράς.

Από την προηγούμενη ελλειπτική αναφορά στις αφετηριακές παραδοχές της νεοκλασικής θεωρίας δικαιολογείται επαρκώς γιατί η επιχείρηση, όπως την απεικονίζει η εν λόγω θεωρία, αποστερείται από κάθε εσωτερική οργανωτική και λειτουργική υπόσταση και μεταβάλλεται σε μια α-χωρική και α-χρονική λογική κατασκευή με ρόλο συναλλακτικού αντικριστή και μόνο: δηλαδή ρόλο προσφοράς και ζήτησης εμπορευμάτων (μέσων κατανάλωσης και μέσων παραγωγής). Σ’ αυτό το υψηλό επίπεδο αφαίρεσης, επιχείρηση είναι κάθε τι (άτομο ή σύνολο) που προσφέρει/ζητεί οτιδήποτε και οσοδήποτε που στην αγορά συναντά την επιβεβαιωτική επιδοκιμασία της ζήτησης/προσφοράς. Και όπως ο καταναλωτής έτσι και η επιχείρηση, η οποία στη στοιχειακή της μορφή είναι ο ίδιος ο καταναλωτής σε ρόλο αξιοποίησης των πόρων του, στόχο έχει να αποσπά το μεγαλύτερο δυνατό κέρδος, μεγιστοποιώντας τα έσοδά της  και ελαχιστοποιώντας τα έξοδά της.

Κανένας άλλος ρόλος δε χωράει, αλλά και δε χρειάζεται, σε αυτή τη σχηματοποίηση. Πολλοί οικονομολόγοι, ακόμα και νεοκλασικοί, θεωρούν ότι η συγκεκριμένη εννοιολόγηση υποβιβάζει την επιχείρηση στο επίπεδο εξαρτημένου μεγιστοποιητικού αυτομάτου, που ελάχιστη σχέση έχει με τις πραγματικές επιχειρήσεις. Σύμφωνα με τους Jensen και Meckling, «αν και η οικονομική βιβλιογραφία είναι γεμάτη αναφορές στη «θεωρία της επιχείρησης,» στην πραγματικότητα το υλικό που στριμώχνεται κάτω από αυτή την κεφαλίδα δε συγκροτεί μια θεωρία της επιχείρησης, αλλά μια θεωρία αγορών… Στο πλαίσιο αυτό η επιχείρηση αντιμετωπίζεται ως «μαύρο κουτί» που λειτουργεί με τον τρόπο που υπαγορεύεται από  τις σχετικές οριακές συνθήκες εισροών και εκροών, προκειμένου να μεγιστοποιείται το κέρδος της επιχείρησης, ή πιο σωστά, η παρούσα αξία του». [3]   Η επισήμανση αν και απολύτως ορθή είναι άστοχη. Η μη αναφορά στις οργανωτικές και λειτουργικές διαστάσεις της επιχείρησης είναι θέμα επιλογής και όχι άγνοιας. Η νεοκλασική θεωρία ορίζει την επιχείρηση στη σφαίρα της ανταλλαγής (αγοράς) και όχι στη σφαίρα της παραγωγής και τούτο επειδή την ενδιαφέρει η συναλλακτική και όχι η παραγωγική λειτουργία της.

Σε ένα επόμενο στάδιο επεξεργασίας, η αφηρημένη αυτή κατασκευή μεταπλάθεται σε μια περισσότερο λειτουργική κατηγορία με την εννοιολογική μεταμόρφωσή της σε τεχνικές, αποκλειστικά, σχέσεις. Μιλάμε για την ταύτιση της επιχείρησης με τη νεοκλασική συνάρτηση παραγωγής, η οποία, όπως είναι γνωστό, μορφοποιείται σε τεχνικές ποσοτικές σχέσεις ανάμεσα σε εισροές και εκροές. Από τη συνάρτηση παραγωγής αντλείται μια αντίστοιχη συνάρτηση κόστους, η οποία περιλαμβάνει μόνο τις παραγόμενες με οικονομικά αποτελεσματικό τρόπο ποσότητες. Ο σκληρός αυτός πυρήνας συμπληρώνεται με τη λειτουργία της μετατροπής των εκροών σε έσοδα και το στόχο μεγιστοποίησης της διαφοράς ανάμεσα στα έσοδα και τα έξοδα.

Η νεοκλασική θεωρία της επιχείρησης ως συνάρτηση παραγωγής εδράζεται πάνω στις ακόλουθες υποθέσεις-παραδοχές: i) ο επιχειρηματίας-διευθυντής είναι ο ιδιοκτήτης της επιχείρησης, ii) η μοναδική επιδίωξη της επιχείρησης είναι η μεγιστοποίηση του κέρδους, iii) ο μεγιστοποιητικός στόχος επιτυγχάνεται όταν η επιχείρηση εξισώνει το οριακό κόστος (MC) με το οριακό έσοδο  (MR), το οποίο στις τέλεια ανταγωνιστικές αγορές ισούνται με την τιμή.

Ως προς τη μεγιστοποίηση πρέπει να γίνουν κάποιες διευκρινήσεις που αφορούν στη χρονική ή ιστορική διάστασή της. Η επιχείρηση υπάρχει και ενεργεί μέσα στον πραγματικό χρόνο, του οποίου το «βάθος» προσδιορίζεται από πολλούς παράγοντες: το βαθμό μεταβλητότητας των γενικότερων συνθηκών όπως είναι ο ρυθμός τεχνολογικής προόδου, η εμφάνιση υποκατάστατων ή νέων προϊόντων, οι θεσμικές μεταβολές κ.λπ. Ανακύπτει, συνεπώς, ζήτημα προσδιορισμού της χρονικής διάρκειας μέσα στην οποία οφείλει να πραγματοποιείται η μεγιστοποίηση του κέρδους.

Κατά την επικρατέστερη εκδοχή, η επιχείρηση αποσκοπεί στη μεγιστοποίηση του μακροχρόνιου κέρδους, δηλαδή του «κέρδους ζωής.» Όμως η γενική αυτή θέση σημασιοδοτείται με ιδιαίτερα περιοριστικό τρόπο, γεγονός που της αποστερεί κάθε ουσιαστικό περιεχόμενο. «Η μακροχρόνια μεγιστοποίηση επιτυγχάνεται με τη μεγιστοποίηση των κερδών σε κάθε ξεχωριστή περίοδο του χρονικού ορίζοντα της επιχείρησης. Αυτό συμβαίνει επειδή οι επιμέρους χρονικές περίοδοι είναι ανεξάρτητες μεταξύ τους, με την έννοια ότι οι αποφάσεις που λαμβάνονται σε κάθε μια περίοδο δεν επηρεάζουν τη συμπεριφορά της επιχείρησης στις άλλες περιόδους. Έτσι όταν ο κανόνας MC = MR εφαρμόζεται σε κάθε περίοδο, τα κέρδη μεγιστοποιούνται με αυτή τη συμπεριφορά και στις δυο, στη βραχυχρόνια και τη μακροχρόνια περίοδο». [4]

Αυτή η λεκτικά περιγραμμένη έννοια της επιχείρησης προσφέρεται με ξεχωριστή ευκολία στη μαθηματική σχηματοποίηση. Οι τρεις βασικές λειτουργίες της επιχείρησης, παραγωγή, κυκλοφορία-διάθεση και μεγιστοποίηση κέρδους μπορούν να γραφούν με τη μορφή εξισώσεων.

Η παραγωγική λειτουργία της επιχείρησης, δηλαδή η συνάρτηση παραγωγής, ορίζεται ως εξής:

(1)

όπου το Q παριστάνει την εκροή και τα   τις εισροές. Το πόση ποσότητα Q παράγεται και με ποιους ακριβώς συνδυασμούς συντελεστών εξαρτάται από την διαθέσιμη τεχνολογία και το θεσμικό πλαίσιο, τα οποία θεωρούνται, από τη νεοκλασική θεωρία, δεδομένα και έξω από το «νόμιμο» πεδίο έρευνας της οικονομικής επιστήμης.

Η συνάρτηση κόστους λαμβάνεται από τη συνάρτηση παραγωγής αν πολλαπλασιάσουμε τις ποσότητες των εισροών με τις αντίστοιχες τιμές τους, :

(2)

και επειδή σκοπός της επιχείρησης είναι να παράγει με το χαμηλότερο δυνατό κόστος έχουμε:

(3) Min  

υπό την προϋπόθεση ότι:

Οι τρεις παραπάνω εξισώσεις σχηματοποιούν την παραγωγική λειτουργία της επιχείρησης. Στη σφαίρα της κυκλοφορίας η επιχείρηση επιδιώκει να μεγιστοποιήσει τα έσοδα της, ή, ακριβέστερα, τη διαφορά ανάμεσα στα έσοδα και τα έξοδα, πράγμα που μαθηματικά διατυπώνεται ως εξής:

(4) Max

Οι υποδηλούμενες με τις εξισώσεις αυτές σχέσεις θεωρούνται ως αποκλειστικά ποσοτικές, γεγονός που επιτρέπει στους νεοκλασικούς οικονομολόγους να τις προβάλλουν σαν κοινωνικά ουδέτερες, δηλαδή ως τεχνικές σχέσεις στις οποίες δεν εμφιλοχωρούν αξιακές, ιδεολογικές ή άλλης μορφής και περιεχομένου πολιτικο-κοινωνικές υποκειμενικότητες. Επιπλέον αυτές οι, δήθεν, ποσοτικές σχέσεις μπορούν άμεσα να επεκταθούν σε ένα θεωρητικό μόρφωμα γενικής ισορροπίας (μεγάλο πλήθος συναρτήσεων παραγωγής και ζήτησης), στο οποίο συνωθείται το σύνολο της οικονομίας και το οποίο προικίζεται με την ιδιότητα της ουδέτερης δύναμης, ικανής να τιθασεύει, περιορίζει και κατευθύνει όλους τους επιμέρους οικονομικούς δρώντες, άρα και τις επιχειρήσεις, χωρίς να επιτρέπει την δημιουργία θυλάκων δυσανάλογης (ατομικής ή εταιρικής) οικονομικής ισχύος.

Η διάσταση της γενικής ισορροπίας είναι ιδιαίτερα σημαντική επειδή κατά τη νεοκλασική θεωρία συναρθρώνει αρμονικά την ατομιστική μεγιστοποιητική συμπεριφορά με την ικανοποίηση του στόχου μεγιστοποίησης της κοινωνικής ευημερίας. Η κατευθυνόμενη από την επιδίωξη ατομικών συμφερόντων μεγιστοποιητική δράση τότε μόνο συμβάλλει στην αύξηση της συνολικής κοινωνικής ευημερίας όταν διεξάγεται σε περιβάλλοντα όπου δεν μπορεί να καταστεί κυρίαρχη και όπου κανείς επιμέρους παράγοντας δεν μπορεί να εμποδίσει έναν ή περισσότερους από τους άλλους δρώντες να μεγιστοποιήσουν τα δικά τους συμφέροντα. Και αυτό ακριβώς υποστηρίζει η νεοκλασική θεωρία ότι συμβαίνει στις καπιταλιστικές αγορές, παρά το γεγονός ότι οι δομικές συνθήκες που επικρατούν σ’ αυτές φαίνεται να το διαψεύδουν.

 

 

Θεωρητικοί περιορισμοί και ιδεολογικές εκτροπές

 

 

Στη νεοκλασική θεωρία της επιχείρησης, και γενικότερα στη νεοκλασική θεωρία σχηματισμού των τιμών γενικής ισορροπίας, έχει ασκηθεί έντονη κριτική τόσο από οικονομολόγους που ακολουθούν την ίδια σχολή σκέψης, όσο και από άλλους οι οποίοι πραγματεύονται το θέμα από διαφορετικά μεθοδολογικά και ιδεολογικά οπτικά πεδία. Για παράδειγμα, οι περισσότερες από τις σύγχρονες θεωρίες της επιχείρησης, ανεξάρτητα από τη θεωρητική και ιδεολογική συγγένεια με τη νεοκλασική θεωρία της επιχείρησης, αρθρώνονται ως κριτικός, αν και φιλικός, λόγος απέναντι στη συζητούμενη θεωρία. Βέβαια, η παρουσίαση των θεωριών αυτών δεν περιλαμβάνεται στις θεματικές του παρόντος άρθρου.

Εδώ, περιοριζόμαστε σε μερικές κριτικές επισημάνσεις που έχουν ευρύτερη στόχευση, μια και αμφισβητούν την ορθολογικότητα της εννοιακής θεμελίωσης της νεοκλασικής θεωρίας της επιχείρησης και την εμπειρική συμβατότητα της μεθοδολογικής της αρχής Με τον όρο ορθολογικότητα εννοούμε την εσωτερική λογική συνοχή και συνέπεια της θεωρίας και με τον όρο εμπειρική συμβατότητα την «εξωτερική» ανταποκρισιμότητά της στο οικονομικό γίγνεσθαι. [5] Η αντιμετώπιση της επιχείρησης ως ενός από τους δυο πόλους της συναλλαγής, χωρίς διερεύνηση της εσωτερικής δομής και λειτουργίας της, έχει γίνει με σαφήνεια και καθαρότητα από δυο επιφανείς θεωρητικούς της ορθόδοξης παράδοσης: τον Fritz Machlup [6] και τον Milton Friedman. [7] Για τους οικονομολόγους αυτούς, η επιχείρηση δεν είναι τίποτε περισσότερο από μια νοητική κατασκευή (απαραίτητη προϋπόθεση από τεχνική και μόνο έποψη) προκειμένου να συγκροτηθεί η θεωρία σχηματισμού των τιμών. Ό,τι χρειάζεται ο οικονομολόγος για να αποκτήσουν οι θεωρίες του δυνατότητα πρόβλεψης -ο μοναδικός τους σκοπός κατά τον Friedman- είναι η υπόθεση ύπαρξης ενός «μηχανισμού που προσφέρει προϊόντα με στόχο τη μεγιστοποίηση του κέρδους». Κατά συνέπεια η ενασχόληση με την εσωτερική διάρθρωση της επιχείρησης δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα της οικονομικής επιστήμης.

 Ο πυρήνας της συγκεκριμένης αντίληψης συνοψίζεται στα ακόλουθα: κύρια αποστολή της θεωρίας της επιχείρησης, όπως και κάθε θεωρίας, δεν είναι η ρεαλιστική περιγραφή και εξήγηση της γέννησης, της διάρθρωσης, της εξέλιξης και του μετασχηματισμού των πραγματικών επιχειρήσεων, αλλά η διατύπωση καθαρών υποθετικών ή εξαρτημένων προβλέψεων. [8] Εξαρτημένες είναι οι προβλέψεις οι οποίες συνδέουν συνθήκες με συνέπειες ή επακόλουθα. Σύμφωνα με τους Machlup και Friedman για να γίνουν παρόμοιες προβλέψεις δεν χρειάζεται να γνωρίζουμε τι γίνεται μέσα στην επιχείρηση.

Η κριτική ενάντια σε αυτή τη θεωρητική κατασκευή επικεντρώνεται σε τρία σημεία: την ποιότητα της αφαίρεσης, την εσωτερική λογική συνέπεια της και τις ερμηνευτικές αδυναμίες της θεωρίας. Θα αρχίσουμε με ορισμένες παρατηρήσεις σχετικά με την εξαιρετικά αφηρημένη μορφή της νεοκλασικής θεωρίας της επιχείρησης. Ο υψηλός βαθμός αφαίρεσης και η έλλειψη ρεαλιστικότητας στις υποθέσεις (π.χ. η επιχείρηση μεγιστοποιεί τα κέρδη) που θεωρούνται από πολλούς κρίσιμες αδυναμίες δεν αποτελούν μειονεκτήματα.

Το να κατηγορείται η νεοκλασική θεωρία ως εξαιρετικά αφηρημένη, ως ένα φανταστικό υποθετικο-απαγωγικό δημιούργημα, δεν την μειώνει καθόλου στα μάτια της επιστήμης. Φτάνει να θυμηθούμε την περίφημη φράση, την πατρότητα της οποίας διεκδικούν πολλοί: «η αφαίρεση είναι για τις κοινωνικές επιστήμες ό,τι το πείραμα για τις φυσικές επιστήμες.» Κατά συνέπεια η χρησιμοποίηση της αφαίρεσης δεν μπορεί και δεν πρέπει να θεωρείται ελάττωμα. Ο Friedman έχει απόλυτο δίκιο όταν ισχυρίζεται ότι όσο πιο ρεαλιστική γίνεται μια θεωρία, δηλαδή όσο οι παραδοχές-υποθέσεις της πλησιάζουν στην πολυμορφία της πραγματικότητας, τόσο στενεύουν τα όρια εφαρμογής της. Ασφαλώς το σκεπτικό αλλάζει όταν εγείρεται το ζήτημα του τρόπου με τον οποίο γίνεται η αφαίρεση και ιδιαίτερα το ζήτημα των κριτηρίων στη βάση των οποίων καθορίζεται ποιες διαστάσεις της πραγματικότητας «αφαιρούνται» και ποιες όχι.

Το να υποθέσει κανείς, όπως η νεοκλασική θεωρία, ότι η επιχείρηση καθορίζει τη συμπεριφορά της με γνώμονα τις προϋποθέσεις μεγιστοποίησης του κέρδους της είναι απόλυτα θεμιτό και θεωρητικά άμεμπτο, ακόμα και αν στην πράξη η επιχείρηση δεν ξέρει ή δεν μπορεί πως να μεγιστοποιήσει το κέρδος της. [9] Αντίθετα η αφαίρεση του στοιχείου της ατομικής οικονομικής δύναμης αποκλείει από την πραγμάτευση ό,τι ενδεχομένως αποτελεί το χαρακτηριστικότερο γνώρισμα μιας οικονομικής δομής που κυριαρχείται από τη διαχρονικά αυξανόμενη δύναμη των μεγάλων επιχειρήσεων, οι οποίες όχι μόνο δεν κατευθύνονται από τις απρόσωπες δυνάμεις αλλά τουναντίον διαμορφώνουν τη λειτουργία της αγοράς με τρόπο πρόσφορο για την εξυπηρέτηση των ιδίων τους συμφερόντων. Αυτή είναι πράγματι μια πολύ σοβαρή αδυναμία. Έτσι, αν πρέπει να εγκαλέσει κανείς τη νεοκλασική θεωρία οφείλει να την εγκαλέσει ως παραπλανητική, κατευθυνόμενη ή απλά λανθασμένη αφαίρεση και όχι επειδή προσφεύγει στην αφαίρεση.

Προβληματική είναι επίσης και η στοιχειοθέτηση της δυνατότητας πρόβλεψης, η οποία εκλαμβάνεται και ως κριτήριο ελέγχου της λογικής και εμπειρικής βασιμότητας της ίδιας της θεωρίας. Η κριτική υποστηρίζει ότι η στοιχειοθέτηση αυτή πάσχει από «κυκλικότητα» με την έννοια ότι οι υποθέσεις προσδιορίζουν το αποτέλεσμα και το τελευταίο επιβεβαιώνει τις υποθέσεις. Η υποκρυπτόμενη κυκλικότητα δε θα είχε μεγάλη σημασία, αν η νεοκλασική θεωρία της επιχείρησης δεν αξίωνε για τον εαυτό της ικανότητα πρόβλεψης και δυνατότητα αξιολόγησης της απόδοσης, τόσο της επιχείρησης όσο και της οικονομίας. Ο αδύνατος κρίκος εντοπίζεται στο ότι στη νεοκλασική θεωρία οι συνθήκες και τα αποτελέσματα συνδέονται αιτιακά γεγονός που προσδίδει στην όποια πρόβλεψη και ερμηνευτικό περιεχόμενο.

Ας πάρουμε μια οικονομία με δυο συντελεστές, εργασία και κεφάλαιο και ας υποθέσουμε ότι οι σχετικές τιμές τους μεταβάλλονται σε βάρος της εργασίας -η εργασία γίνεται ακριβότερη. Τι θα επακολουθήσει; Κατά τη θεωρία οι επιχειρήσεις θα αρχίσουν να χρησιμοποιούν τεχνικές (τεχνολογίες) έντασης κεφαλαίου με συνέπεια να περιοριστεί η ζήτηση για εργασία και να αυξηθεί η ανεργία. Είναι φανερό ότι εδώ δεν έχουμε μια απλή πρόβλεψη. Έχουμε πολύ περισσότερα. 1) Ερμηνεία: η αύξηση της αμοιβής της εργασίας προκαλεί ανεργία. 2) Πρόταση πολιτικής: η μείωση της αμοιβής της εργασίας οδηγεί σε αύξηση της απασχόλησης. 3) Ιδεολογική θέση: στη λογική της πρόβλεψης αυτής υποκρύπτεται και μια «αξιολογική» τοποθέτηση για το τι συνιστά δίκαιη ή απλά οικονομικά ορθολογική διανομή ανάμεσα σε μισθούς και κέρδη.

Το τελευταίο, τρίτο σημείο, μας φέρνει αντιμέτωπους με ό,τι θεωρούμε «ιδεολογικές προκείμενες» της νεοκλασικής θεωρίας της επιχείρησης και κατ’ επέκταση της νεοκλασικής θεωρίας. Οι υποστηρικτές της ισχυρίζονται ότι η θεωρία τους είναι απόλυτα επιστημονική, δηλαδή θετική, δηλαδή απαλλαγμένη από διαστάσεις που εκφράζουν αξιολογήσεις, προτιμήσεις, συμφέροντα, κοινωνικές αξίες, ιδεολογίες κ.λπ. Πρόκειται για ισχυρισμό μη ανταποκρινόμενο στην αλήθεια. Και από τη στιγμή που γίνει κατανοητό το γεγονός αυτό καταρρέει το ισχυρότερο νομιμοποιητικό στοιχείο, το οποίο δεν είναι άλλο από τον ισχυρισμό περί επιστημονικής καθαρότητας, απουσίας αξιολογικών στοιχείων, απόλυτης αντικειμενικότητας και κοινωνικής ουδετερότητας.

Η ορθότητα της κριτικής αυτής επιβεβαιώνεται πλήρως όταν αποκαλυφθεί τι πραγματικά υποκρύπτεται κάτω από την «αθώα» επιφάνεια των ποσοτικών σχέσεων της συνάρτησης παραγωγής. Στο θεωρητικό αυτό σχήμα συνωθούνται έμψυχα (εργαζόμενοι) και άψυχα (αντικείμενα, μηχανές) λες και οι άνθρωποι και τα δημιουργήματά τους δεν διαφέρουν σε τίποτε. Βέβαια κάποιοι τα βλέπουν και ίσα και όμοια. Άλλωστε σε ένα οικονομικό σύστημα όπου η ζωντανή εργασία έχει περιέλθει στην κατάσταση του εμπορεύματος, όπως και κάθε άλλο αντικείμενο ανταλλαγής, δεν είναι καθόλου παράξενο να εξισώνονται οι άνθρωποι (οι εργαζόμενοι) με τα πράγματα. Όταν προσεγγίζουμε τη συνάρτηση παραγωγής από αυτή την οπτική τότε τίθεται ζήτημα δικαιολόγησης των αφετηριακών παραδοχών της. Το υποτιθέμενο ουδέτερο, θετικό, γνήσια επιστημονικό θεμέλιο κ.λπ. της θεωρίας πρέπει να υποστηριχθεί με την προσκόμιση αποδεικτικών στοιχείων. Και στο βαθμό που αυτό δεν γίνεται, αποκαλύπτεται ότι όποιες παραδοχές αυτού δεν είναι τίποτε περισσότερο από περίτεχνα συγκεκαλυμμένες ιδεολογικές  θέσεις.

Ο Μαρξ έχει δείξει, με στέρεη επιστημονική επιχειρηματολογία με ποιες διαδικασίες ο καπιταλισμός ως τρόπος παραγωγής – ιδιαίτερο στάδιο στην εξέλιξη του ανθρώπινου πολιτισμού- μετατρέπει τις κοινωνικές σχέσεις στο πεδίο της οικονομίας σε σχέσεις αντικειμένων, με συνέπεια να υποβιβάζει τόσο  τις σχέσεις παραγωγής όσο και τις σχέσεις διανομής σε ποσοτικές σχέσεις ανάμεσα σε πράγματα. Και ήταν αυτός ο λόγος που αποκαλούσε «χυδαία» την ορθόδοξη οικονομική θεωρία, η οποία, κατά το Μαρξ, μετέτρεπε ταχυδακτυλουργικά τις ζωντανές κοινωνικές σχέσεις σε άψυχα ποσοτικά ισοζύγια. Σε σχέση με την «ιδεολογικότητα» της συνάρτησης παραγωγής χαρακτηριστικά είναι όσα σημειώνει και η Joan Robinson. «Η ασύνειδη προκατάληψη η οποία κρύβεται πίσω από το νεοκλασικό σύστημα έγκειται κυρίως στην προσπάθεια να ανεβάσει τη σχέση των κερδών στο ίδιο επίπεδο ηθικής με την εργατική αμοιβή». [10]

Η δήθεν διανεμητική αντικειμενικότητα ή ουδετερότητα της συνάρτησης παραγωγής υποτίθεται ότι επιβεβαιώνεται με τον πλέον αδιάβλητο τρόπο, εκείνο της μαθηματικής απόδειξης. Η σχετική διαδικασία μεγιστοποίησης στη βάση μαθηματικών τεχνικών «αποδεικνύει» ότι ο κάθε συντελεστής παραγωγής παίρνει το οριακό του προϊόν, δηλαδή παίρνει ότι συνεισφέρει στη διαδικασία της παραγωγής. [11] Άρα η διανομή που επιτυγχάνεται στις ανταγωνιστικές αγορές είναι δίκαιη.

Κατά το Schweickart η νεοκλασική συνάρτηση παραγωγής [αν και] εμφανίζεται ως «ένα απλό μαθηματικό θεώρημα… στο επίπεδο της ιδεολογίας αποτελεί… το σημαντικότερο μαθηματικό αποτέλεσμα της ιστορίας». [12] Για τους γενικότερους κινδύνους παραπλάνησης, που υποκρύπτονται στις μαθηματικές διατυπώσεις οικονομικών ζητημάτων, αξιοπρόσεκτα είναι όσα επισημαίνει (με μεγάλη δόση ειρωνείας) η Joan Robinson. «Οι λογικές κατασκευές αυτού του είδους έχουν κάποια σχετική γοητεία. Επιτρέπουν σ’ αυτούς που βρίσκονται μακριά απ’ τα μαθηματικά να πάρουν μια ιδέα του τι σημαίνει πνευματική ομορφιά. Μπροστά σε μια τέτοια κομψότητα, μόνο ένας φιλισταίος θα μπορούσε να διαμαρτυρηθεί». [13]   Ασφαλώς οι φιλισταίοι δεν λείπουν. Εδώ ακούει στο όνομα Sraffa. [14] Ο τελευταίος «απέδειξε,» επίσης με τη βοήθεια των μαθηματικών -της γραμμικής άλγεβρας στην προκειμένη περίπτωση- την ιδεολογική μεροληψία του συμπεράσματος περί δίκαιης διανομής που εμπεριέχεται στην έννοια της νεοκλασικής συνάρτησης παραγωγής. Σύμφωνα με την απόδειξη του Sraffa, είναι η διανομή που καθορίζει το οριακό προϊόν και όχι το αντίστροφο, όπως υποστηρίζει η νεοκλασική θεωρία.. Ωστόσο τίποτε δεν άλλαξε. Οι νεοκλασικοί εξακολουθούν να μιλούν για «δίκαιη» οριακή διανομή λες και δεν υπήρξε ποτέ η κριτική του Sraffa.

Πέρα από τα παραπάνω σοβαρά μειονεκτήματα η νεοκλασική θεωρία αδιαφορεί για μια σειρά από άλλες διαστάσεις όπως είναι η εμφάνιση της επιχείρησης, η διαχρονική μεταβολή της, το μέγεθός της κ.λπ. Το ότι δεν καταπιάνεται με αυτά τα θέματα δεν είναι τυχαίο. Η πραγμάτευσή τους απαιτεί αναλυτικές δυνατότητες που δεν διαθέτει η ατομιστική μεθοδολογία της. Δεν είναι του παρόντος να λεχθεί γιατί ο μεθοδολογικός ατομισμός, στην «κλασική» ή οιαδήποτε παραλλαγή του, αδυνατεί να  ενσωματώνει στη λογική του διαστάσεις συλλογικής δράσης. Στο ανταγωνιστικό υπόδειγμα, γενικότερα στις θεωρίες του οικονομικού φιλελευθερισμού, δεν υπάρχει χώρος για σχέσεις οργάνωσης, εξουσίας, επίβλεψης, καθοδήγησης και ελέγχου. Η μόνη αποδεκτή εξουσία, ο μόνος θεμιτός έλεγχος είναι ή εξουσία των απρόσωπων δυνάμεων της αγοράς, δηλαδή ο έλεγχος του ανταγωνισμού, ανεξάρτητα αν ορίζεται σε αναφορά με δομικά (νεοκλασική θεωρία) ή με συμπεριφορικά εννοιολογικά περιεχόμενα (νεοαυστριακοί, Marshall).

Όμως η επιχείρηση, εκτός από τις σχετικά μικρές, αποτελεί οργανισμό όπου η ιεραρχία, η εξουσία και ο έλεγχος συνιστούν κρίσιμα χαρακτηριστικά. Αυτός είναι ο σημαντικότερος λόγος που εξηγεί γιατί η νεοκλασική θεωρία δεν επιχειρεί καν να δώσει απαντήσεις σε μια σειρά από κρίσιμα ερωτήματα όπως: γιατί κάθε οικονομική δραστηριότητα δεν αναλαμβάνεται από μεμονωμένους ατομικούς παραγωγούς; τι είναι εκείνο που οδηγεί στη δημιουργία της επιχείρησης εκεί που υπάρχει δυνατότητα για αυτεξούσια δράση; ποιοι λόγοι κάνουν ορισμένους πρόθυμους να επιλέγουν τη λύση της υπαγωγής τους σε κάποια εξουσία αντί της ανεξάρτητης δράσης; γιατί υπάρχουν επιχειρήσεις με διαφορετικό μέγεθος ακόμα και στον ίδιο κλάδο παραγωγής; Τα ερωτήματα αυτά δεν αποτελούν αντικείμενο ανάλυσης. Για τη νεοκλασική θεωρία πίσω από κάθε επιχείρηση βρίσκεται ο ατομικός δρων. Η δημιουργία, ανάπτυξη κ.λπ. της επιχείρηση  είναι ατομική υπόθεση, όπως είναι και η επιλογή να φτιάξει κανείς τη δική του επιχείρηση ή υπαχθεί στην επιχείρηση κάποιου άλλου. Ασφαλώς η θέση αυτή δεν συνιστά απάντηση στα κρίσιμα αυτά ερωτήματα και κατά συνέπεια δεν μπορεί να διεκδικήσει το κύρος θεωρίας.

 

 

Σημειώσεις:

 

 

[1] Δες Πάκος θεοφάνης (1992), Κλαδική Οικονομική Ι: Ανταγωνισμός, Συγκέντρωση και Τεχνολογία, Αθήνα: Παπαζήσης (κεφ. 6). Η ένταξη της θεωρίας της επιχείρησης του Marshall στη νεοκλασική θεωρία δεν γίνεται γενικότερα αποδεκτή. Είναι αλήθεια η μαρσαλιανή θεωρία της επιχείρησης παρουσιάζει αγεφύρωτες διαφορές με την αντίστοιχη σχηματοποίηση της επιχείρησης στα τέλεια ανταγωνιστικά υποδείγματα. Άλλωστε, δύσκολα μπορεί να συμβιβαστεί μια στατική (νεοκλασική) θεωρία με μια κατ΄ εξοχήν δυναμική (Marshall). Για το Marshall η επιχείρηση έχει και τόπο και χρόνο και όπως κάθε ζωντανός οργανισμός παρουσιάζει μεγάλη ποικιλία μορφών και τύπων και φυσικά γεννιέται, εξελίσσεται, ωριμάζει, παρακμάζει και πολύ συχνά πεθαίνει. Οι διαφορές αυτές είναι τόσο θεμελιώδεις ώστε να οδηγήσουν στη διαμόρφωση μιας ιδιαίτερης νέο-μαρσαλιανής θεωρίας της επιχείρησης.

[2] Η νεοκλασική θεωρία και ιδιαίτερα το υπόδειγμα του τέλειου ανταγωνισμού που αποτελεί το υπόβαθρο της νεοκλασικής θεωρίας της επιχείρησης διαμορφώθηκε στο τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα από τις συμβολές πολλών οικονομολόγων, ανάμεσα στους οποίους συχνά αναφέρονται οι Jevons, Marshall, Walras, Menger, Clark, Knight κ.α. Το υποθετικο-αναλυτικό υπόβαθρο της θεωρίας αποτελούν: ο ατομισμός, η έννοια της υποκειμενικής αξίας, η υπόθεση περί μεγιστοποιητικής συμπεριφοράς, το υπόδειγμα της γενικής ισορροπίας και η μεθοδολογία της οριακής ανάλυσης με τα αναγκαία συμπληρώματά της τα μαθηματικά.

[3] Βλέπε: Jensen, M. and Meckling, W. (1976) “Theory of the Firm: Managerial Behavior, Agency Costs and Ownership Structure”, The Journal of Financial Economics, 3: 305-360. Αναδημοσιεύτηκε στο Putterman, L. and Kroszner, R. 1996, 316-317) The Economic Nature of the Firm. A Reader,Cambridge: Cambridge University Press.

[4] Koutsoyiannis, A. (1979, 257) Modern Microeconomics, London: Macmillan.

 [5] Η συστηματική αντιμετώπιση αυτών των ζητημάτων γίνεται στο πλαίσιο της ανάλυσης της μεθοδολογίας της οικονομικής επιστήμης, ζητήματα που βρίσκονται πέρα από το ερευνητικό πεδίο του άρθρου αυτού. Για μια εισαγωγή στο σχετικό χώρο χρήσιμο είναι το βιβλίο του Stewart, I. M. T. (1979) Reasoning and Method in Economics,London: McGraw-Hill. Βέβαια στο πλαίσιο της ορθόδοξης οικονομικής επιστήμης κλασική θεωρείται η εργασία του Robbins. Δες: Robbins, L. C. R. (1932) An Essay on the Nature and Significance of Economic Science, London: Macmillan. Από τη πλούσια μεταπολεμική παραγωγή πάνω σε αυτό το θέμα αξίζει να αναφερθούν και τα ακόλουθα: Papandreou, A. (1958) Economics as a Science, Philadelphia: Lippincott. Kuhn, T. S (1962) The Structures of Scientific Revolution, Chicago, Chicago University Press. Robinson, J. (1962) Economic Philosophy,London: Watts, (ελληνική μετάφραση ΦιλοσοφίατηςΟικονομίας, Αθήνα: Παπαζήσης).

 [6] O Machlup έχει προσφέρει πλούσιο έργο στον τομέα αυτό. Για το θέμα που μελετάμε εδώ παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον τα: Machlup, F. (1967) “Theories of the Firm: Marginalist, Behavioral, Managerial”, American Economic Review, 57: 1-33. Και (1955) “The Problem of Verification in Economics”, Southern Economic Journal, 22: 1-21.

 [7] Friedman, M. (1953) “Methodology of Positive Economics”, in Friedman, M. Essays in Positive Economics, Chicago: University of Chicago Press.

 [8] Εξαρτημένες κρίσεις ή προβλέψεις καλούνται οι υποθετικοί συλλογισμοί με «εάν. .. τότε…,» πρόκειται δηλαδή για προβλέψεις που εξαρτώνται από όρους ή προϋποθέσεις. Εάν γίνει αυτό και αυτό τότε θα ακολουθήσει εκείνο και εκείνο.

[9] Το θέμα αυτό έχει σχεδόν εξαντληθεί. Σήμερα γίνεται ευρύτερα αποδεκτό ότι η υπόθεση περί μεγιστοποίησης (έμμεση ή άμεση, με γνώση, διαίσθηση ή εμπειρισμό κ.λπ.) δεν μπορεί να αντικατασταθεί από καμιά άλλη υπέρτερη σε εσωτερική συνοχή και εμπειρική βασιμότητα.

[10] Joan Robinson (1969, 63) Η φιλοσοφία της Οικονομίας, (Μετάφραση, Κ. Μ. Βαθιώτη), Αθήνα: Παπαζήσης. Το έργο αυτό της Robinson παρουσιάζει ενδιαφέρον γιατί δείχνει το πως η νεοκλασική θεωρία «απαλλάχτηκε» σταδιακά και συστηματικά από όλα εκείνα τα στοιχεία που αντανακλούσαν την παρουσία κοινωνικών σχέσεων και αξιών και μετατράπηκε σε ένα φαινομενικά ουδέτερο σύνολο αναλυτικών εργαλείων.

[11] Ο ενδιαφερόμενος μπορεί να βρει τις σχετικές αποδείξεις σε οποιοδήποτε εγχειρίδιο μικροοικονομικής θεωρίας.

[12] Schweickart, D. (1995, 6) Against Capitalism,Cambridge: Cambridge University Press. Αξίζει να σημειωθεί ότι όταν μια παρόμοια θέση προέρχεται από κάποιον ο οποίος σπούδασε μαθηματικά, δίδαξε μαθηματικά στο πανεπιστήμιο και αργότερα αποφάσισε να αρχίσει από την αρχή να σπουδάζει φιλοσοφία και οικονομικά έχει ιδιαίτερη αξία. Βέβαια δεν είναι ο μόνος που έχει επισημάνει τη λογική ασυνέπεια της νεοκλασικής θεωρίας, ούτε ο μόνος που της «τράβηξε» το προσωπείο της δήθεν αντικειμενικότητας για να αποκαλύψει το σκληρό ιδεολογικό της υπόβαθρο. Το έργο αυτό παρουσιάζει πρόσθετο ενδιαφέρον επειδή ο συγγραφέας του καταρρίπτει ένα-ένα όλα τα επιχειρήματα που έχουν προταθεί για να δικαιολογήσουν το «δικαίωμα» του κεφαλαίου να παίρνει όσα κάθε φορά παίρνει από τη συνολική παραγωγή. Δείχνει με πειστικό τρόπο ότι οι θεωρίες του «οριακού προϊόντος» του κεφαλαίου, της «επιχειρηματικής συνεισφοράς», της «ανταμοιβής ανάληψης κινδύνων», της «αναμονής» κ.α. δεν αποτελούν τίποτε άλλο από περίτεχνες ιδεολογικές κατασκευές.

[13] Robinson (1969, 67).

 [14] Sraffa, P. (1960) Production of Commodities by Means of Commodities,Cambridge: Cambridge University Press. (Ελληνική Μετάφραση Σ. Βασιλάκη (1985) Παραγωγή Εμπορευμάτων Μέσω Εμπορευμάτων, Θεσσαλονίκη: Σύγχρονα Θέματα.) Μια περισσότερο προσιτή στον μη εξοικειωμένο με τη γραμμική άλγεβρα αναγνώστη παρουσίαση του βασικού επιχειρήματος του Sraffa προσφέρεται από τους Eatwell, J. and Robinson, J. An Introduction to Modern Economics,London: McGraw Hill. (Ελληνική Μετάφραση: Κ. Σοφούλη και Ν. Σταματάκη (1977, 281 επ.) Εισαγωγή στη Σύγχρονη Οικονομική,Αθήνα: Παπαζήσης).

 

Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Θέσεις, τεύχος 75, Απρ-Ιούν 2001.

 

 

 

Αναδημοσίευση απο: http://www.theseis.com/index.php?option=com_content&task=view&id=743&Itemid=29

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *