John Reed: Η κατάκτηση της εξουσίας

Το κείμενο είναι το ενδέκατο μέρος του έργου του Τ.Ρίντ «Δέκα μέρες που συγκλόνισαν τον κόσμο».  Τους προλόγους μπορείτε να τους βρείτε εδώ , το πρώτο μέρος εδώ ,το δεύτερο εδώ , το τρίτο εδώ,το τέταρτο εδώ ,το πέμπτο εδώ,το έκτο εδώ ,το έβδομο εδώ ,το όγδοο εδώ ,το ένατο εδώ και το δέκατο εδώ.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΔΕΚΑΤΟ

Η κατάκτηση της εξουσίας

 

 

 

Διακήρυξη των δικαιωμάτων των λαών της Ρωσίας

...Το συνέδριο των Σοβιέτ, τον Ιούνη αυτού του χρόνου, διακήρυξε το δικαίωμα των λαών της Ρωσίας για ελεύθερη αυτοδιάθεση.

Το Δεύτερο Συνέδριο των Σοβιέτ, τον Οχτώβρη αυτού του χρόνου, επιβεβαίωσε το αναφαίρετο αυτό δικαίωμα των λαών της Ρωσίας με τον πιο αποφασιστικό και αμετάβλητο τρόπο.

Το Συμβούλιο των Επιτρόπων του Λαού, εκπληρώνοντας τη θέληση αυτών των συνεδρίων, αποφάσισε να θέσει σαν βάση των ενεργειών του στο ζήτημα των εθνοτήτων της Ρωσίας τις παρακάτω αρχές:

1) Την ισότητα και τα κυριαρχικά δικαιώματα των λαών της Ρωσίας.

2) Το δικαίωμα των λαών της Ρωσίας για ελεύθερη αυτοδιάθεση μέχρι και τον αποχωρισμό και το σχηματισμό ανεξάρτητου κράτους.

3) Την κατάργηση όλων των προνομίων και των περιορισμών, που έχουν εθνικό ή θρησκευτικό χαρακτήρα.

4) Την ελεύθερη ανάπτυξη των εθνικών μειονοτήτων και των εθνικών ομάδων που ζουν στο ρωσικό έδαφος.

Τα εκτελεστικά διατάγματα θα καταρτιστούν μόλις σχηματιστεί η Επιτροπή των εθνοτήτων.

Εξ ονόματος της Ρωσικής Δημοκρατίας

ο πρόεδρος του Συμβουλίου των Επιτρόπων του Λαού

Β. Ουλιάνοφ (Λένιν)

Ο Λαϊκός Επίτροπος για τις υποθέσεις των εθνοτήτων

Ιωσήφ Τζουγκασβίλι – Στάλιν“.

Η κεντρική ράντα του Κιέβου ανακήρυξε αμέσως την Ουκρανία ανεξάρτητη δημοκρατία και η φιλανδική κυβέρνηση πέτυχε την ψήφιση παρόμοιου μέτρου από τη Γερουσία του Ελσίνκι. Ανεξάρτητες “κυβερνήσεις” ξεφύτρωσαν στη Σιβηρία και στον Καύκασο. Στην Πολωνία, η Ανώτατη Στρατιωτική Επιτροπή, έσπευσε ν’ ανακαλέσει από το ρωσικό στρατό όλα τα πολωνικά στρατεύματα και διέλυσε τις επιτροπές τους επιβάλλοντας σιδερένια πειθαρχία…

Ολες αυτές οι “κυβερνήσεις” και τα “κινήματα” είχαν ένα κοινό χαρακτηριστικό: διευθύνονταν από τις άρχουσες τάξεις, που φοβούνταν και μισούσαν τους μπολσεβίκους.

Μέσα στο χάος αυτών των αναστατώσεων, το Συμβούλιο των Επιτρόπων του Λαού συνέχιζε ακούραστα να οικοδομεί τη σοσιαλιστική τάξη πραγμάτων. Εβγαζε το ένα μετά το άλλο τα διατάγματα για τις κοινωνικές ασφαλίσεις, για τον εργατικό έλεγχο, κανονισμούς για τις επαρχιακές Αγροτικές Επιτροπές, για την κατάργηση των τίτλων των βαθμών, για την κατάργηση του παλαιού δικαστικού συστήματος και τη δημιουργία λαϊκών δικαστηρίων…

Η μια στρατιά μετά την άλλη, ο ένας στόλος έπειτα από τον άλλο έστελναν στην Πετρούπολη αντιπροσωπείες, “χαιρετίζοντας εγκάρδια την καινούρια λαϊκή κυβέρνηση“.

Μια μέρα είδα έξω από το Σμόλνι ένα κουρελιάρικο σύνταγμα, που μόλις είχε επιστρέψει από τα χαρακώματα. Οι στρατιώτες, αδύνατοι και χλομοί, συντάχθηκαν μπροστά στη μεγάλη είσοδο και κοίταζαν το Σμόλνι σαν να βρισκόταν μέσα ο ίδιος ο Θεός. Μερικοί έδειχναν γελώντας τους αυτοκρατορικούς αετούς, που φάνταζαν ακόμα πάνω από την είσοδο. Τη στιγμή εκείνη έφθασε στο Σμόλνι ένα τμήμα από κοκκινοφρουρούς, για ν’ αντικαταστήσει τη φρουρά. Ολοι οι στρατιώτες γύρισαν και τους κοίταζαν περίεργα, όπως κοιτάζει κανείς κάτι που το έχει ακούσει, αλλά δεν το ‘χε δει ποτέ του. Και γελώντας με καλοσύνη, έβγαιναν από τη σειρά και πήγαιναν να χτυπήσουν τους κοκκινοφρουρούς στον ώμο και να τους πουν μερικά λόγια μισοπειραχτικά, μισογεμάτα θαυμασμό…

Η προσωρινή κυβέρνηση δεν υπήρχε πια. Στις 15 (2) του Νοέμβρη σ’ όλες τις εκκλησίες της Πετρούπολης οι παπάδες σταμάτησαν να τη μνημονεύουν στις λειτουργίες. Ομως, όπως είπε ο ίδιος ο Λένιν στην ΠΚΕΕ, “η κατάχτηση της εξουσίας μόλις τώρα άρχιζε”. Μη διαθέτοντας όπλα, οι αντιδραστικές δυνάμεις, που κρατούσαν ακόμα στα χέρια τους την οικονομική ζωή της χώρας, άρχισαν να οργανώνουν την οικονομική αποσύνθεση της χώρας και με την ικανότητα που έχουν οι Ρώσοι για κοινή δράση, να πολλαπλασιάζουν τα εμπόδια στα Σοβιέτ, για να τα χρεοκοπήσουν και να τα δυσφημήσουν.

Η απεργία των δημόσιων υπαλλήλων ήταν καλά οργανωμένη και υποστηριζόταν οικονομικά από τις τράπεζες και τις μεγάλες εμπορικές επιχειρήσεις. Ολες οι προσπάθειες των μπολσεβίκων να πάρουν στα χέρια τους τον κρατικό μηχανισμό συναντούσαν έντονη αντίδραση.

Ο Τρότσκι πήγε στο υπουργείο των Εξωτερικών. Οι υπάλληλοι αρνήθηκαν να τον αναγνωρίσουν και κλείστηκαν στα γραφεία τους, κι όταν σπάσαν τις πόρτες, υπέβαλαν όλοι τις παραιτήσεις τους. Ο Τρότσκι ζήτησε τα κλειδιά των αρχείων.

Δεν του τα παρέδωσαν παρά μόνο όταν ήρθαν οι εργάτες, που τους κάλεσε για να σπάσουν τις κλειδαριές. Τότε αποκαλύφθηκε πως ο πρώην υφυπουργός των Εξωτερικών Νεράτοφ είχε εξαφανιστεί παίρνοντας μαζί του τις μυστικές συνθήκες…

Ο Σλιάπνικοφ προσπάθησε να πάρει στα χέρια του το υπουργείο Εργασίας. Ηταν τρομερή παγωνιά και στο υπουργείο δεν υπήρχε κανένας ν’ ανάψει τις σόμπες.

Υπήρχαν μερικές εκατοντάδες υπάλληλοι, κανένας όμως απ’ αυτούς δε θέλησε να δείξει στον Σλιάπνικοφ, πού βρίσκεται το γραφείο του υπουργού…

Η Αλεξάντρα Κολοντάι, που ονομάστηκε στις 13 του Νοέμβρη (31 του Οχτώβρη) επίτροπος της Κοινωνικής Πρόνοιας έγινε δεκτή στο υπουργείο με απεργία, στη δουλιά παρουσιάστηκαν όλο κι όλο σαράντα υπάλληλοι. Αυτό είχε άμεση και σοβαρή επίδραση σ’ όλη τη φτωχολογιά των μεγάλων κέντρων, καθώς και σε κείνους που συντηρούνταν από τα άσυλα και τα φιλανθρωπικά ιδρύματα. Ολοι αυτοί βρέθηκαν σε κατάσταση απόγνωσης. Το κτίριο του υπουργείου πολιορκήθηκε από αντιπροσωπείες των πεινασμένων ανάπηρων και ορφανών, με ωχρά και εξαντλημένα πρόσωπα. Η Κολοντάι με δάκρυα στα μάτια αναγκάστηκε να διατάξει τη σύλληψη των απεργών, ώσπου να παραδώσουν τα κλειδιά των γραφείων και των χρηματοκιβωτίων. Οταν πήρε τα κλειδιά ανακάλυψε πως η πρώην υπουργός κόμισσα Πάνινα, το ‘χε σκάσει παίρνοντας όλα τα λεφτά και αρνιόταν να τα παραδώσει σε άλλον εκτός από τη Συντακτική Συνέλευση.

Το ίδιο ακριβώς έγινε στα υπουργεία Γεωργίας, Επισιτισμού και Οικονομικών. Οι υπάλληλοι, που είχαν διαταχθεί να παρουσιαστούν στη δουλιά με την απειλή πως θα χάσουν τη θέση τους και θα στερηθούν το δικαίωμα της σύνταξης, είτε συνέχιζαν να απεργούν, είτε ξανάρχιζαν τη δουλιά για να τη σαμποτάρουν. Επειδή σχεδόν όλη η διανόηση ήταν ενάντια στους μπολσεβίκους, ήταν αδύνατο στη σοβιετική κυβέρνηση να στρατολογήσει καινούριο προσωπικό.

Οι ιδιωτικές τράπεζες αρνούνταν επίμονα ν’ ανοίξουν. Οι κερδοσκόποι όμως έκαναν έξυπνα σ’ αυτές τη δουλιά τους από την πίσω πόρτα. Οταν εμφανίζονταν οι μπολσεβίκοι επίτροποι, οι υπάλληλοι εξαφανίζονταν, κρύβοντας τα βιβλία και παίρνοντας μαζί τους τα λεφτά. Απεργούσαν κι όλοι οι υπάλληλοι της Κρατικής Τράπεζας, εκτός από κείνους που ήταν αποσπασμένοι στο θησαυροφυλάκιο και στην εκτύπωση των χαρτονομισμάτων κι οι οποίοι αρνούνταν να ικανοποιήσουν κάθε αίτηση του Σμόλνι για λεφτά. Στο μεταξύ όμως έδιναν κρυφά κολοσσιαία ποσά στην Επιτροπή Σωτηρίας και στο Δημοτικό Συμβούλιο.

Στην τράπεζα πήγε δυο φορές ένας επίτροπος με ένα λόχο κοκκινοφρουρών για να ζητήσει τη χορήγηση σημαντικών ποσών, που ήταν αναγκαία για τις δαπάνες της κυβέρνησης. Την πρώτη φορά τον υποδέχτηκαν τα μέλη του Δημοτικού Συμβουλίου κι οι αρχηγοί των μενσεβίκων και των εσέρων.

Ηταν τόσοι πολλοί και μιλούσαν τόσο αυστηρά για τις συνέπειες που μπορεί να έχει η πράξη του, που ο επίτροπος τρόμαξε… Τη δεύτερη φορά πήγε με επίσημη διαταγή και τη διάβασε φωναχτά. Κάποιος όμως παρατήρησε πως η διαταγή δεν είχε ούτε ημερομηνία ούτε σφραγίδα. Και ο παροιμιώδης σεβασμός των Ρώσων προς τα επίσημα έγγραφα, τον υποχρέωσε να φύγει ξανά άπραγος.

Οι υπάλληλοι του δημόσιου χρέους κατέστρεψαν τα βιβλία τους, έτσι που ήταν πέρα για πέρα αδύνατο να σχηματίσει κανείς μια εικόνα των οικονομικών σχέσεων της Ρωσίας με τα άλλα κράτη. Οι επιτροπές επισιτισμού, οι διευθύνσεις των δημοτικών υπηρεσιών κοινής ωφέλειας ή δε δούλευαν καθόλου, ή έκαναν σαμποτάζ. Κι όταν οι μπολσεβίκοι, βλέποντας τις επείγουσες ανάγκες του πληθυσμού, θέλησαν ή να βοηθήσουν σ’ αυτή την υπόθεση ή να την αναλάβουν στα χέρια τους, όλοι οι υπάλληλοι παράτησαν αμέσως τη δουλιά και το Δημοτικό Συμβούλιο πλημμύρισε τη Ρωσία με τηλεγραφήματα που κατήγγειλαν πως οι μπολσεβίκοι “παραβιάζουν την αυτοδιοίκηση”.

Στα στρατιωτικά επιτελεία, στα γραφεία των υπουργείων των Στρατιωτικών και των Ναυτικών, όπου οι παλιοί υπάλληλοι είχαν συγκατατεθεί να εργαστούν, οι επιτροπές του στρατού και οι ανώτεροι αξιωματικοί πρόβαλλαν λυσσασμένη αντίσταση στα Σοβιέτ. Σαμποτάριζαν με κάθε τρόπο τη δουλιά, έστω κι αν αυτό είχε αντίχτυπο στην κατάσταση του μετώπου. Η Βίκζελ κρατούσε εχθρική στάση και αρνιόταν να μεταφέρει τα σοβιετικά στρατεύματα. Το κάθε τμήμα που στελνόταν από την Πετρούπολη μεταχειριζόταν συχνά τη βία και πολλές φορές έβαζε υπό κράτηση τους σιδηροδρομικούς υπαλλήλους. Κι επακολουθούσαν αμέσως απειλές γενικής απεργίας από μέρους της Βίκζελ, για να πετύχουν την απελευθέρωση αυτών που πιάστηκαν.

Η αδυναμία του Σμόλνι ήταν ολοφάνερη. Οι εφημερίδες τόνιζαν πως όλες οι φάμπρικες και τα εργοστάσια της Πετρούπολης θα έκλειναν ύστερα από τρεις βδομάδες από έλλειψη καυσίμων. Η Βίκζελ δήλωσε πως η κίνηση των σιδηροδρόμων θα σταματήσει την πρώτη του Δεκέμβρη. Η Πετρούπολη είχε ψωμί μόνο για τρεις μέρες και νέα εφόδια δεν είχαν έρθει. Ο στρατός στο μέτωπο πεινούσε… Η επιτροπή Σωτηρίας και οι διάφορες κεντρικές επιτροπές έστελναν σ’ όλη τη χώρα εκκλήσεις με τις οποίες εξόρκιζαν τον πληθυσμό να μη δίνει σημασία στα διατάγματα της κυβέρνησης. Οι συμμαχικές πρεσβείες έδειχναν ή ψυχρή αδιαφορία ή φανερή εχθρότητα…

Οι εφημερίδες της αντιπολίτευσης, που έκλειναν καθημερινά και που το επόμενο πρωί έβγαιναν με άλλες ονομασίες, σάρκαζαν το νέο καθεστώς. Ακόμη και η Νέα Ζωή, το χαρακτήριζε σαν “συνδυασμό δημαγωγίας και αδυναμίας”. “Καθημερινά – έγραφε – η κυβέρνηση των Επιτρόπων του Λαού, μπλέκει όλο και περισσότερο μέσα στις καταραμένες τρέχουσες ανάγκες. Οι μπολσεβίκοι που κατέλαβαν τόσο εύκολα την εξουσία, δεν μπορούν ουσιαστικά με κανέναν τρόπο να τη χρησιμοποιήσουν. Ανίκανοι να καταχτήσουν τον υπάρχοντα κυβερνητικό μηχανισμό δεν μπορούν ούτε και να δημιουργήσουν καινούριο, που η ελεύθερη και άνετη λειτουργία του θα ικανοποιούσε τις ανάγκες των σοσιαλιστικών πειραμάτων τους.

Γιατί, αφού οι μπολσεβίκοι, πριν από λίγο καιρό ακόμη, δεν είχαν ανθρώπους για την άμεση δουλιά του κόμματός τους που αναπτυσσόταν – δουλιά κυρίως με τη γλώσσα και την πένα – τότε από πού θα μπορέσουν να βρουν ανθρώπους για την εκπλήρωση των πολύμορφων και περίπλοκων ειδικών καθηκόντων της κρατικής ζωής; Η καινούρια εξουσία κινείται και θορυβεί, γεμίζει τη χώρα με διατάγματα, το ένα “ριζοσπαστικότερο” και “σοσιαλιστικότερο” από το άλλο. Ομως σ’ αυτό το χάρτινο σοσιαλισμό, που προορίζεται περισσότερο να γίνει θέμα το οποίο θα ζαλίζει τους απογόνους μας, δε βλέπει κανείς ούτε την επιθυμία, ούτε την ικανότητα να λύσει τα άμεσα καθημερινά προβλήματα… “.

Στο μεταξύ η συνδιάσκεψη που συγκλήθηκε από τη Βίκζελ για το σχηματισμό της νέας κυβέρνησης, εξακολουθούσε να συνεδριάζει μέρα και νύχτα. Οι διάφορες παρατάξεις είχαν κάνει ήδη μια αρχική συμφωνία για το ποια έπρεπε να είναι η βάση της νέας κυβέρνησης και συζητούσαν τη σύνθεση του Συμβουλίου του Λαού. Συζητιόταν ακόμη κι είχε συμφωνηθεί να σχηματιστεί Υπουργικό Συμβούλιο με επικεφαλής τον Τσερνόφ. Δέχονταν να μπει σ’ αυτήν μια υπολογίσιμη μπολσεβίκικη μειοψηφία, απέκλειαν όμως τον Λένιν και τον Τρότσκι.

Οι κεντρικές επιτροπές των κομμάτων των μενσεβίκων και των εσέρων, καθώς και η εκτελεστική επιτροπή των αγροτικών Σοβιέτ, αποφάσισαν, αν και ήταν αδιάλλαχτα αντίθετες προς την “εγκληματική πολιτική” των μπολσεβίκων, να μην αντιταχθούν στην είσοδό τους στο Συμβούλιο του Λαού, για να σταματήσει ο “αδερφικός σπαραγμός“. Ωστόσο η φυγή του Κερένσκι και οι καταπληκτικές επιτυχίες που σημείωσαν παντού τα Σοβιέτ, άλλαξαν την κατάσταση.

Στις 16 (3) του μήνα,στη συνεδρίαση της ΚΕΕ οι αριστεροί εσέροι ζήτησαν να σχηματίσουν οι μπολσεβίκοι κυβέρνηση συνασπισμού, που να περιλάβει τα άλλα σοσιαλιστικά κόμματα, σε αντίθετη περίπτωση απείλησαν πως θα φύγουν από τη Στρατιωτική Επαναστατική Επιτροπή και την ΚΕΕ. Ο Μάλκιν δήλωσε: “Οι τελευταίες πληροφορίες από τη Μόσχα, όπου και στις δύο πλευρές των οδοφραγμάτων πεθαίνουν οι σύντροφοί μας, μάς υποχρεώνουν να θέσουμε για άλλη μια φορά το ζήτημα της οργάνωσης της εξουσίας και είναι όχι μόνο δικαίωμά μας, αλλά και καθήκον μας να το κάνουμε αυτό…Εχουμε καταχτήσει το δικαίωμα να καθόμαστε μαζί με τους μπολσεβίκους μέσα στα τείχη του ινστιτούτου του Σμόλνι και να μιλούμε από αυτό το βήμα. Αν δε θελήσετε να συμφωνήσετε, θα υποχρεωθούμε μετά την κομματική πάλη από τα μέσα, να περάσουμε στην ανοιχτή πάλη έξω από το Σμόλνι… Είμαστε υποχρεωμένοι να προτείνουμε στη δημοκρατία ένα συμβιβασμό που να μπορεί να γίνει δεκτός… “.

Υστερα από το διάλειμμα που έγινε για να δοθεί η δυνατότητα να συζητηθεί το τελεσίγραφο στις παρατάξεις, οι μπολσεβίκοι γύρισαν ξανά στην αίθουσα κι ο Κάμενεφ διάβασε το παρακάτω σχέδιο απόφασης:

Η Κεντρική Εκτελεστική Επιτροπή θεωρεί επιθυμητή την είσοδο στην κυβέρνηση των αντιπροσώπων εκείνων των σοσιαλιστικών κομμάτων από τα Σοβιέτ των εργατών, στρατιωτών και αγροτών βουλευτών, που αναγνωρίζουν τις καταχτήσεις της επανάστασης της 24-25 του Οχτώβρη, δηλ. τη σοβιετική εξουσία, το διάταγμα για τη γη και την ειρήνη, τον εργατικό έλεγχο, και τον εξοπλισμό των εργατών. Γι’ αυτό η Κεντρική Εκτελεστική Επιτροπή αποφασίζει να συνεχίσει τις διαπραγματεύσεις για το ζήτημα της εξουσίας με όλα τα σοβιετικά κόμματα και επιμένει στους παρακάτω όρους συμφωνίας:

Η κυβέρνηση είναι υπεύθυνη απέναντι στην Κεντρική Εκτελεστική Επιτροπή. Η Κεντρική Εκτελεστική Επιτροπή διευρύνεται μέχρι τα 150 μέλη. Σ’ αυτούς τους 150 αντιπροσώπους των Σοβιέτ των εργατών και στρατιωτικών βουλευτών προστίθενται 75 αντιπρόσωποι από τα αγροτικά Σοβιέτ των κυβερνείων, 80 από τα τμήματα του στρατού και του ναυτικού, 40 από τα επαγγελματικά συνδικάτα (25 από τις πανρωσικές επαγγελματικές ενώσεις ανάλογα με τη δύναμη των οργανώσεων, 10 από τη Βίκζελ και 5 από τους υπάλληλους των ταχυδρομείων – τηλεγραφείων) και 50 αντιπρόσωποι από το σοσιαλιστικό Δημοτικό Συμβούλιο της Πετρούπολης.

Οι μισές θέσεις στην κυβέρνηση πρέπει να δοθούν στους μπολσεβίκους. Τα υπουργεία Εργασίας, Εσωτερικών και Εξωτερικών πρέπει να δοθούν στο μπολσεβίκικο κόμμα, οπωσδήποτε. Τα στρατεύματα των περιοχών Μόσχας και Πετρούπολης βρίσκονται στη διάθεση των εκπροσώπων των Σοβιέτ των εργατών και στρατιωτών βουλευτών της Μόσχας και της Πετρούπολης. Η κυβέρνηση βάζει σαν καθήκον της το συστηματικό εξοπλισμό των εργατών σ’ όλη τη Ρωσία. Αποφασίζεται να επιμένουμε στις υποψηφιότητες των σ. Λένιν και Τρότσκι“.

Ο Κάμενεφ πρόσθεσε:

Το λεγόμενο Λαϊκό Σοβιέτ, που μας προτάθηκε από τη συνδιάσκεψη, θα περιλαβαίνει περίπου 420 μέλη, από τα οποία τα 150 θα είναι μπολσεβίκοι. Εκτός από μας, θα μπουν σ’ αυτό αντιπρόσωποι της αντεπαναστατικής παλιάς ΚΕΕ, 100 αντιπρόσωποι των αυτοδιοικήσεων της πόλης – όλοι οι κορνιλοφικοί, 100 αντιπρόσωποι από τα Σοβιέτ των αγροτών που διορίστηκαν από τον Αυξέντιεφ και 80 αντιπρόσωποι από τις παλιές στρατιωτικές επιτροπές, που δεν αντιπροσωπεύουν πια τις μάζες των στρατιωτών.

Δεν μπορούμε να ανεχτούμε εδώ την παλιά ΚΕΕ και τους εκπροσώπους του Δημοτικού Συμβουλίου. Οι αντιπρόσωποι των Σοβιέτ των αγροτών πρέπει να εκλεγούν από το αγροτικό συνέδριο που ορίσαμε και το οποίο θα εκλέξει ταυτόχρονα και καινούρια Εκτελεστική Επιτροπή. Η πρόταση ν’ αποκλειστεί ο Λένιν και ο Τρότσκι, είναι πρόταση αποκεφάλισης του κόμματός μας και δε συμφωνούμε μ’ αυτή την πρόταση. Και τέλος, δε βλέπουμε απολύτως καμία ανάγκη να γίνει “Λαϊκό Σοβιέτ”. Το Σοβιέτ των εργατών και στρατιωτών βουλευτών είναι ανοιχτό για όλα τα σοσιαλιστικά κόμματα και η ΚΕΕ αντανακλά με ακρίβεια τον πραγματικό συσχετισμό της δύναμής τους στις μάζες…“.

Ο Καρέλιν δήλωσε εξ ονόματος των αριστερών εσέρων πως θα ψηφίσουν υπέρ της απόφασης των μπολσεβίκων, ότι όμως διατηρούν το δικαίωμα να κάνουν ορισμένες τροπολογίες όπως, λόγου χάρη, στο ζήτημα της αντιπροσώπευσης των αγροτών και ζητούν να τους δοθεί το χαρτοφυλάκιο του υπουργείου Γεωργίας. Τα αιτήματα αυτά έγιναν δεκτά.

Αργότερα, στη συνεδρίαση του Σοβιέτ της Πετρούπολης ρώτησαν τον Τρότσκι σχετικά με το σχηματισμό της καινούριας κυβέρνησης.

Δεν ξέρω τίποτα γι’ αυτό” – απάντησε ο Τρότσκι. “Δεν παίρνω μέρος στις διαπραγματεύσεις… Δε νομίζω όμως πως έχουν και μεγάλη σημασία…“.

Τη νύχτα αυτή στη συνδιάσκεψη επικρατούσε μεγάλη ανησυχία. Οι αντιπρόσωποι του Δημοτικού Συμβουλίου αποχώρησαν…

Αλλά και στο ίδιο το Σμόλνι, στις γραμμές του μπολσεβίκικου κόμματος, εμφανίστηκε ισχυρή αντιπολίτευση ενάντια στην πολιτική του Λένιν. Τη νύχτα της 17 (4) του Νοέμβρη η μεγάλη αίθουσα της ΚΕΕ ήταν κατάμεστη. Η ατμόσφαιρα ήταν ηλεκτρισμένη.

Οι μπολσεβίκος Λάριν δήλωσε πως πλησιάζει πια η μέρα των εκλογών της Συντακτικής Συνέλευσης και είναι καιρός να τεθεί τέρμα στην “πολιτική τρομοκρατία”.

Πρέπει να μετριάσουμε τα μέτρα που πάρθηκαν ενάντια στην ελευθερία του Τύπου. Αυτά ήταν απαραίτητα στον καιρό της πάλης, τώρα όμως δε δικαιολογούνται καθόλου. Ο Τύπος πρέπει να μείνει ελεύθερος, με την προϋπόθεση ότι δε θα προτρέπει σε πογκρόμ και ανταρσίες“.

Μέσα στις φωνές και τα σφυρίγματα των ίδιων των κομματικών του συντρόφων, ο Λάριν πρότεινε την παρακάτω απόφαση:

Το διάταγμα του Συμβουλίου των Επιτρόπων του Λαού σχετικά με τον Τύπο καταργείται… Πολιτικές διώξεις θα γίνονται έπειτα από προηγούμενη άδεια του δικαστηρίου, που εκλέγεται από την ΚΕΕ (στη βάση της αναλογικής αντιπροσώπευσης) (1) και που θα έχει επίσης το δικαίωμα να επανεξετάσει τις συλλήψεις που έχουν γίνει, το κλείσιμο των εφημερίδων κλπ“.

Η απόφαση αυτή έγινε δεκτή με βροντερά χειροκροτήματα όχι μόνο από τους αριστερούς εσέρους, μα και από μια μερίδα μπολσεβίκων.

Ο Αβανέσοφ πρότεινε βιαστικά, εξ ονόματος των οπαδών του Λένιν, ν’ αναβληθεί το ζήτημα του Τύπου, ώσπου να επιτευχθεί συμφωνία ανάμεσα στα πολιτικά κόμματα. Η πρόταση αυτή απορρίφθηκε με μεγάλη πλειοψηφία.

Η επανάσταση που πραγματοποιείται αυτή τη στιγμή, είπε ο Αβανέσοφ, δε φοβήθηκε να βάλει χέρι στην ατομική ιδιοκτησία, συνεπώς και το ζήτημα του Τύπου, πρέπει να αντιμετωπίζεται από μας ακριβώς σαν ζήτημα ατομικής ιδιοκτησίας…“.

Υστερα διάβασε την παρακάτω απόφαση που προτεινόταν επίσημα από τους μπολσεβίκους:

1. Το κλείσιμο των αστικών εφημερίδων δεν προκλήθηκε μόνο από τις καθαρά στρατιωτικές ανάγκες στην περίοδο της εξέγερσης και της κατάπνιξης των αντεπαναστατικών αποπειρών, αλλά ήταν και αναγκαίο μεταβατικό μέτρο για την εδραίωση ενός νέου καθεστώτος στον τομέα του Τύπου, ενός καθεστώτος μέσα στο οποίο οι καπιταλιστές – οι ιδιοκτήτες των τυπογραφείων και του χαρτιού – δε θα μπορούσαν να γίνουν οι απόλυτοι φαμπρικάντες της κοινής γνώμης.

Το επόμενο μέτρο πρέπει να είναι η κατάσχεση των ιδιωτικών τυπογραφείων και των αποθεμάτων χαρτιού, το πέρασμά τους στην κυριότητα της σοβιετικής εξουσίας τόσο στο κέντρο όσο και στις επαρχίες, έτσι που τα κόμματα κι οι ομάδες να μπορέσουν να χρησιμοποιήσουν τα τεχνικά μέσα εκτύπωσης ανάλογα με την πραγματική ιδεολογική τους δύναμη, δηλ. ανάλογα με τον αριθμό των οπαδών τους.

Η αποκατάσταση της λεγόμενης “ελευθερίας του Τύπου”, δηλ. η άμεση επιστροφή των τυπογραφείων και του χαρτιού στους καπιταλιστές – δηλητηριαστές της λαϊκής συνείδησης, θα ήταν απαράδεχτη συνθηκολόγηση απέναντι στη θέληση του κεφαλαίου, παράδοση μιας από τις σπουδαιότερες θέσεις της εργατικής επανάστασης, δηλ. μέτρο απόλυτα αντεπαναστατικού χαρακτήρα.

Γι’ αυτό η ΚΕ προτείνει στην μπολσεβίκικη φράξια της ΚΕΕ να απορριφθούν κατηγορηματικά κάθε είδους προτάσεις που οδηγούν στην επαναφορά του παλιού καθεστώτος στο ζήτημα του Τύπου και χωρίς αντιρρήσεις να υποστηρίξουν σ’ αυτό το ζήτημα το Συμβούλιο των Επιτρόπων του Λαού ενάντια στις αξιώσεις και στους εκβιασμούς που υπαγορεύονται από τις μικροαστικές προκαταλήψεις ή από την άμεση εξυπηρέτηση των συμφερόντων της αντεπαναστατικής αστικής τάξης“..

Η ανάγνωση της απόφασης αυτής διακοπτόταν από τις ειρωνικές παρατηρήσεις των αριστερών εσέρων και από τις οργισμένες φωνές εκείνων από τους μπολσεβίκους που ήταν αντίθετοι. Ο Καρέλιν τινάχτηκε από τη θέση του και διαμαρτυρήθηκε: “Τρεις βδομάδες πριν οι μπολσεβίκοι ήταν οι πιο θερμοί υποστηριχτές της ελευθερίας του Τύπου… Τα επιχειρήματα που αναφέρθηκαν σ’ αυτή την απόφαση κατά περίεργο τρόπο θυμίζουν την άποψη των παλιών εκατονταρχιτών και των τσαρικών λογοκριτών: αφού και αυτοί μιλούσαν επίσης για “δηλητηριαστές της λαϊκής συνείδησης“”.

Ο Τρότσκι μίλησε πολλή ώρα υπερασπίζοντας την απόφαση. Εκανε τη διάκριση ανάμεσα στη θέση του Τύπου στον καιρό του εμφύλιου πολέμου και τη θέση του μετά τη νίκη: “Στον καιρό του εμφύλιου πολέμου το δικαίωμα της βίας ανήκει μόνο στους καταπιεζόμενους…”. (Φωνές: “Ποιος είναι τώρα καταπιεζόμενος; Κανίβαλε!”). “Η νίκη μας ενάντια στους εχθρούς ακόμα δεν τέλειωσε” – συνέχισε ο Τρότσκι – “κι οι εφημερίδες είναι όπλα στα χέρια τους. Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες το κλείσιμο των εφημερίδων είναι ολότελα νόμιμο μέτρο αυτοάμυνας…“.

Υστερα ο Τρότσκι μίλησε για τη θέση του Τύπου μετά τη νίκη. “Η θέση των σοσιαλιστών στο ζήτημα της ελευθερίας του Τύπου πρέπει ν’ ανταποκρίνεται απόλυτα στην ανάλογη θέση τους, στο ζήτημα της ελευθερίας του εμπορίου… Η εξουσία της δημοκρατίας, που οργανώνεται σήμερα στη Ρωσία, απαιτεί πλήρη κατάργηση της κυριαρχίας της ατομικής ιδιοκτησίας στον Τύπο, ακριβώς όπως και στη βιομηχανία… Η σοβιετική εξουσία πρέπει να κατασχέσει όλα τα τυπογραφεία. (Φωνές: Κατασχέστε το τυπογραφείο της “Πράβντα”). Το αστικό μονοπώλιο του Τύπου πρέπει να καταργηθεί. Διαφορετικά δεν άξιζε τον κόπο να πάρουμε την εξουσία! Πρέπει να είναι προσιτό σε κάθε ομάδα πολιτών το χαρτί και το πιεστήριο των τυπογραφείων… Δικαίωμα ιδιοκτησίας στα τυπογραφεία και το χαρτί έχουν, πριν απ’ όλα, οι εργάτες κι οι αγρότες και μόνο ύστερα απ’ αυτούς τα αστικά κόμματα, που είναι μειοψηφία… Με το πέρασμα της εξουσίας στα Σοβιέτ, επακολουθεί η ριζική αλλαγή όλων των βασικών όρων ύπαρξης κι αυτή η αλλαγή δεν μπορεί να μην αφορά και στον Τύπο… Αφού εθνικοποιήσαμε τις τράπεζες, με ποια λογική πρέπει να ανεχόμαστε τις εφημερίδες των χρηματιστών; Το παλιό καθεστώς πρέπει να πεθάνει κι αυτό πρέπει να το καταλάβουμε μια για πάντα…“. (Χειροκροτήματα κι οργισμένες φωνές).

Ο Καρέλιν δήλωσε πως η ΚΕΕ δεν μπορεί να λύσει αυτό το σοβαρό ζήτημα. Πρέπει να το παραπέμψουμε σε ειδική επιτροπή. Υστερα μίλησε με πάθος για την υπεράσπιση της ελευθερίας του Τύπου.

Κατόπιν μίλησε ο Λένιν, ήρεμα, απαθέστατα. Ζάρωνε το μέτωπο και μιλούσε αργά, διαλέγοντας τις λέξεις, η κάθε φράση του έπεφτε σαν σφυρί.

Ο εμφύλιος πόλεμος δεν τέλειωσε ακόμα. Μπροστά μας στέκονται ακόμα οι εχθροί, συνεπώς, είναι αδύνατο να καταργήσουμε τα κατασταλτικά μέτρα όσον αφορά τον Τύπο.

Εμείς οι μπολσεβίκοι λέγαμε πάντοτε πως όταν πάρουμε την εξουσία, θα κλείσουμε τον αστικό Τύπο. Οταν ανέχεσαι τις αστικές εφημερίδες, σημαίνει πως παύεις να είσαι σοσιαλιστής. Οταν κάνεις επανάσταση δεν πρέπει να σταματάς σ’ ένα μέρος: πρέπει να πας είτε μπροστά είτε πίσω. Οποιος μιλάει τώρα για “ελευθερία του Τύπου”, τραβάει προς τα πίσω και καθυστερεί την ορμητική μας κίνηση προς το σοσιαλισμό. Αποτινάξαμε το ζυγό του καπιταλισμού, όμως η πρώτη επανάσταση αποτίναξε το ζυγό της απολυταρχίας. Αν η πρώτη επανάσταση είχε το δικαίωμα να απαγορεύσει τις μοναρχικές εφημερίδες, τότε κι εμείς έχουμε το δικαίωμα να κλείσουμε τις αστικές εφημερίδες. Το ζήτημα της ελευθερίας του Τύπου δεν πρέπει να το ξεχωρίζουμε από τα άλλα ζητήματα της ταξικής πάλης. Υποσχεθήκαμε να κλείσουμε αυτές τις εφημερίδες και πρέπει να τις κλείσουμε.

Η τεράστια πλειοψηφία του λαού είναι μαζί μας.Τώρα, που η εξέγερση ανήκει πια στο παρελθόν, δεν έχουμε ούτε την παραμικρή πρόθεση ν’ απαγορεύσουμε τις εφημερίδες των άλλων σοσιαλιστικών κομμάτων, εφόσον αυτές δεν καλούν σε ένοπλη εξέγερση ή σε ανυπακοή στη σοβιετική κυβέρνηση. Ωστόσο, δε θα τους επιτρέψουμε, κάτω από το πρόσχημα της ελευθερίας του σοσιαλιστικού Τύπου, να αρπάξουν το μονοπώλιο του χαρτιού και των τυπογραφείων, χρησιμοποιώντας τη μυστική υποστήριξη της αστικής τάξης… Τα τεχνικά μέσα του Τύπου πρέπει να γίνουν ιδιοκτησία της σοβιετικής κυβέρνησης και να κατανεμηθούν ανάμεσα στα σοσιαλιστικά κόμματα σε αυστηρή αναλογία με τον αριθμό των οπαδών τους…“.

Εγινε ψηφοφορία. Η απόφαση του Λάριν και των αριστερών εσέρων απορρίφθηκε με τριάντα μία ψήφους, έναντι είκοσι δύο. Η άποψη του Λένιν συγκέντρωσε τριάντα τέσσερις ψήφους έναντι τεσσάρων (2). Οι μπολσεβίκοι Ριαζάνοφ και Λοζόφσκι τάχθηκαν με τη μειοψηφία, δηλώνοντας πως δεν μπορούν να ψηφίσουν για οποιοδήποτε περιορισμό της ελευθερίας του Τύπου.

Μετά απ’ αυτό οι αριστεροί εσέροι δήλωσαν πως δεν μπορούν πια να πάρουν την ευθύνη γι’ αυτό που έγινε κι έφυγαν από τη Στρατιωτική Επαναστατική Επιτροπή κι απ’ όλα τα υπόλοιπα υπεύθυνα πόστα.

Από το Συμβούλιο των Επιτρόπων του Λαού παραιτήθηκαν πέντε μέλη: Ο Νόγκιν, ο Ρίκοφ, ο Μιλιούτιν, ο Τεοντόροβιτς και ο Σλιάπνικοφ που έκαναν την παρακάτω δήλωση:

Εχουμε τη γνώμη πως είναι ανάγκη να σχηματιστεί σοσιαλιστική κυβέρνηση απ’ όλα τα σοβιετικά κόμματα. Θεωρούμε πως ο σχηματισμός μιας τέτοιας κυβέρνησης θα έδινε τη δυνατότητα να δυναμώσουν οι καρποί της ηρωικής πάλης που έκανε η εργατική τάξη και ο επαναστατικός στρατός τον Οχτώβρη – Νοέμβρη.

Πιστεύουμε πως έξω απ’ αυτό υπάρχει μόνο ένας δρόμος: η διατήρηση μονόπλευρης μπολσεβίκικης κυβέρνησης με την πολιτική τρομοκρατία. Σ’ αυτό το δρόμο μπήκε το Συμβούλιο των Επιτρόπων του Λαού. Στο δρόμο αυτό εμείς, ούτε μπορούμε, ούτε και θέλουμε να μπούμε. Βλέπουμε πως αυτό οδηγεί στην απομάκρυνση των μαζικών προλεταριακών οργανώσεων από την καθοδήγηση της πολιτικής ζωής, στην εγκαθίδρυση ενός ανεύθυνου καθεστώτος και στη συντριβή της επανάστασης και της χώρας. Δεν μπορούμε να πάρουμε την ευθύνη για μια τέτοια πολιτική και γι’ αυτό δηλώνουμε μπροστά στην ΚΕΕ ότι παραιτούμαστε από το αξίωμα των Επιτρόπων του Λαού“.

Τη δήλωση αυτή την υπέγραψαν και μερικοί άλλοι επίτροποι, που όμως δεν παραιτήθηκαν από τη θέση τους: Ο Ριαζάνοφ και ο Ντερμπίσεφ από τη διεύθυνση Τύπου, ο Αρμπούζοφ από το κρατικό τυπογραφείο, ο Γιούρενεφ από την Κόκκινη  Φρουρά, ο Φιόντοροφ από το επιτροπάτο Εργασίας κι ο γραμματέας της επεξεργασίας των νομοθετικών προτάσεων Λάριν.

Ταυτόχρονα ο Κάμενεφ, ο Ρίκοφ, ο Μιλιούτιν, ο Ζινόβιεφ και ο Νόγκιν παραιτήθηκαν από την Κεντρική Επιτροπή του μπολσεβίκικου κόμματος, κάνοντας δημόσια δήλωση για τις αιτίες της ενέργειάς τους:

Θεωρούμε, πως η δημιουργία τέτοιας κυβέρνησης (που να αποτελείται από εκπροσώπους όλων των σοβιετικών κομμάτων) είναι αναγκαία για να προληφθεί η παραπέρα αιματοχυσία, η επερχόμενη πείνα, η συντριβή της επανάστασης από τους καλεντικούς, η εξασφάλιση της σύγκλησης Συντακτικής Συνέλευσης στην καθορισμένη προθεσμία και η πραγματική εφαρμογή του προγράμματος ειρήνης, που έγινε δεκτό στο δεύτερο Πανρωσικό συνέδριο των Σοβιέτ των εργατών και στρατιωτών βουλευτών…

Δεν μπορούμε να φέρουμε ευθύνη γι’ αυτή την ολέθρια πολιτική της ΚΕ, που γίνεται ενάντια στη θέληση της τεράστιας μερίδας του προλεταριάτου και των στρατιωτών που ποθούν να σταματήσει γρήγορα η αιματοχυσία ανάμεσα στα διάφορα τμήματα της δημοκρατίας.

Γι’ αυτό παραιτούμαστε από τον τίτλο του μέλους της ΚΕ, για να μπορούμε να πούμε ανοιχτά τη γνώμη μας στη μάζα των εργατών και των στρατιωτών…

Φεύγουμε από την ΚΕ σε στιγμή νίκης, σε στιγμή κυριαρχίας του κόμματός μας, φεύγουμε γιατί δεν μπορούμε να βλέπουμε με ηρεμία ότι η πολιτική της καθοδηγητικής ομάδας της ΚΕ οδηγεί το εργατικό κόμμα στο χάσιμο των καρπών αυτής της νίκης, στη συντριβή του προλεταριάτου…“.

Οι εργάτες κι οι στρατιώτες της φρουράς ανησύχησαν κι έστειλαν αντιπροσωπείες στο Σμόλνι. Στη συνδιάσκεψη “για το σχηματισμό νέας κυβέρνησης“, η διάσπαση στις γραμμές των μπολσεβίκων προκάλεσε απερίγραπτη χαρά.

Η απάντηση όμως των λενινιστών ήταν γρήγορη κι αμείλιχτη. Ο Σλιάπνικοφ και ο Τεοντόροβιτς υποτάχθηκαν στην κομματική πειθαρχία και γύρισαν στις θέσεις τους. Ο Κάμενεφ αντικαταστάθηκε από πρόεδρος της ΚΕΕ και στη θέση του εκλέχτηκε ο Σβερντλόφ. Ο Ζινόβιεφ παραμερίστηκε από τη θέση του προέδρου του Σοβιέτ της Πετρούπολης.

Το πρωί στις 20 (7) του Νοέμβρη η “Πράβντα” βγήκε με μια φλογερή έκκληση προς το ρωσικό λαό, γραμμένη από τον Λένιν, τυπώθηκε σε εκατοντάδες χιλιάδες αντίτυπα, κολλήθηκε σ’ όλους τους τοίχους και σκορπίστηκε σ’ όλη τη Ρωσία (3):

“...Το δεύτερο Πανρωσικό συνέδριο των Σοβιέτ έδωσε την πλειοψηφία στο κόμμα των μπολσεβίκων. Γι’ αυτό μόνο η κυβέρνηση που θα σχηματιστεί απ’ αυτό το κόμμα είναι σοβιετική κυβέρνηση. Κι όλοι ξέρουν ότι η Κεντρική Επιτροπή του κόμματος των μπολσεβίκων, λίγες ώρες πριν σχηματιστεί η νέα κυβέρνηση και πριν υποβληθεί ο κατάλογος των μελών της στο δεύτερο Πανρωσικό συνέδριο των Σοβιέτ, κάλεσε στη συνεδρίασή της τρία από τα πιο επιφανή μέλη της ομάδας των αριστερών εσέρων, τους συντρόφους Καμκόφ, Σπίρο και Καρέλιν και τους πρότεινε να πάρουν μέρος στη νέα κυβέρνηση.

Λυπούμαστε πάρα πολύ που οι σύντροφοι αριστεροί εσέροι αρνήθηκαν, θεωρούμε την άρνησή τους απαράδεχτη για έναν επαναστάτη που είναι με το μέρος των εργαζομένων, είμαστε κάθε στιγμή έτοιμοι να πάρουμε τους αριστερούς εσέρους στην κυβέρνηση, δηλώνουμε όμως ότι σαν κόμμα της πλειοψηφίας στο δεύτερο Πανρωσικό συνέδριο των Σοβιέτ έχουμε το δικαίωμα και την υποχρέωση απέναντι στο λαό να σχηματίσουμε κυβέρνηση…

Σύντροφοι! Μερικά μέλη της ΚΕ του κόμματός μας και του Συμβουλίου των Επιτρόπων του Λαού, οι Κάμενεφ, Ζινόβιεφ, Νόγκιν, Ρίκοφ, Μιλιούτιν και μερικοί άλλοι αποχώρησαν χτες, 4 του Νοέμβρη, από την ΚΕ του κόμματός μας και – οι τρεις τελευταίοι – από το Συμβούλιο των Επιτρόπων του Λαού… Οι σύντροφοι που έφυγαν ενήργησαν σαν λιποτάχτες, γιατί όχι μόνο εγκατέλειψαν τις θέσεις που τους είχαν εμπιστευτεί, μα και τορπίλισαν τη ρητή απόφαση της ΚΕ του κόμματός μας ν’ αναβάλουν την αποχώρησή τους τουλάχιστον ωσότου πάρουν απόφαση οι κομματικές οργανώσεις της Πετρούπολης και της Μόσχας. Καταδικάζουμε αποφασιστικά αυτή τη λιποταξία. Είμαστε βαθιά πεπεισμένοι πως όλοι οι συνειδητοί εργάτες, οι στρατιώτες κι οι αγρότες, που ανήκουν στο κόμμα μας ή που το συμπαθούν, θα καταδικάσουν εξίσου αποφασιστικά την ενέργεια των λιποταχτών…

Θυμηθείτε, σύντροφοι, πως οι δύο από τους λιποτάχτες, ο Κάμενεφ κι ο Ζινόβιεφ ακόμα πριν την εξέγερση της Πετρούπολης ενήργησαν σαν λιποτάχτες και απεργοσπάστες, γιατί όχι μονάχα καταψήφισαν την εξέγερση στην αποφασιστική συνεδρίαση της ΚΕ στις 10 του Οχτώβρη 1917, μα και ύστερα από την απόφαση που πήρε η ΚΕ έκαναν μέσα στα κομματικά στελέχη ζύμωση ενάντια στην εξέγερση… και ο μεγάλος ενθουσιασμός των μαζών, ο μεγάλος ηρωισμός των εκατομμυρίων εργατών, στρατιωτών και αγροτών στην Πετρούπολη και στη Μόσχα, στο μέτωπο, στα χαρακώματα και στα χωριά, παραμέρισε τους λιποτάχτες με την ίδια ευκολία, που ένα τρένο πετάει στην άκρη τα πελεκούδια.

Ας ντρέπονται, λοιπόν, όλοι οι λιγόπιστοι, όλοι οι ταλαντευόμενοι, όλοι οι δισταχτικοί, όλοι όσοι τρόμαξαν από την αστική τάξη ή επηρεάστηκαν από τις φωνές των φανερών και των κρυφών οργάνων της. Δεν υπάρχει ούτε ίχνος ταλάντευσης μέσα στις μάζες των εργατών και των στρατιωτών της Πετρούπολης, της Μόσχας και των άλλων πόλεων… Δε θα υποταχθούμε σε κανένα τελεσίγραφο των διανοουμενίστικων μικροομάδων, που δεν έχουν πίσω τους τις μάζες, που στην πραγματικότητα έχουν πίσω τους μονάχα τους οπαδούς του Κορνίλοφ, του Σάβνικοφ, τους ευέλπιδες κλπ…“.

Προς όλα τα μέλη του κόμματος και προς όλες τις εργαζόμενες τάξεις της Ρωσίας“. 

Η χώρα απάντησε με θύελλα αγανάχτησης. Ετσι οι αντιπολιτευόμενοι δεν πέτυχαν “να εκφράσουν ανοιχτά τη γνώμη τους μπροστά στις μάζες των εργατών και των στρατιωτών“. Ο λαός ήταν αγαναχτισμένος ενάντια στους “λιποτάχτες” κι αυτή η αγανάχτηση κατάκλυσε την ΚΕΕ. Κάμποσες μέρες το Σμόλνι είχε πλημμυρίσει ολοκληρωτικά από οργισμένες αντιπροσωπείες και μεγάλες επιτροπές από το μέτωπο από την περιοχή του Βόλγα, από τα εργοστάσια της Πετρούπολης.”Πώς τολμούν να φύγουν από την κυβέρνηση; Μήπως πουλήθηκαν στην αστική τάξη και θέλουν να χαντακώσουν την επανάσταση; Είναι υποχρεωμένοι να επιστρέψουν και να υποταχθούν στις αποφάσεις της Κεντρικής Επιτροπής!“.

Μονάχα η στάση της φρουράς της Πετρούπολης δεν είχε ακόμη ξεκαθαριστεί. Στις 24 (11) του Νοέμβρη έγινε ένα μεγάλο συλλαλητήριο των στρατιωτών στο οποίο μίλησαν αντιπρόσωποι όλων των κομμάτων. Το συλλαλητήριο ενέκρινε με τεράστια πλειοψηφία τη θέση του Λένιν και διατύπωσε τη γνώμη να μπουν οι αριστεροί εσέροι “στη σύνθεση της λαϊκής κυβέρνησης“.

Οι μενσεβίκοι έστειλαν έντονο τελεσίγραφο, ζητώντας να απελευθερωθούν όλοι οι υπουργοί κι οι ευέλπιδες, να δοθεί απόλυτη ελευθερία σ’ όλες τις εφημερίδες, ν’ αφοπλιστεί η Κόκκινη Φρουρά και να μπουν τα τμήματα της φρουράς της Πετρούπολης κάτω από τις διαταγές του Δημοτικού Συμβουλίου. Το Σμόλνι απάντησε πως όλοι οι σοσιαλιστές υπουργοί και σχεδόν όλοι οι ευέλπιδες, εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις, αφέθηκαν ήδη ελεύθεροι, ότι όλες οι εφημερίδες, εκτός από τις αστικές, είναι εντελώς ελεύθερες. Επικεφαλής όμως των Ενόπλων Δυνάμεων θα παραμείνει το Σοβιέτ. Στις 19 (6) του Νοέμβρη η συνδιάσκεψη “για το σχηματισμό νέας κυβέρνησης” διαλύθηκε κι οι αντιπολιτευόμενοι, ο ένας ύστερα από τον άλλο, το έσκασαν για το Μογκιλιόφ, όπου και συνέχιζαν να οργανώνουν, κάτω από την προστασία του επιτελείου, τη μια κυβέρνηση έπειτα από την άλλη, ώσπου ήρθε το τέλος τους…

Στο ίδιο διάστημα οι μπολσεβίκοι υπονόμευσαν την εξουσία της Βίκζελ. Το Σοβιέτ της Πετρούπολης απευθύνθηκε προς όλους τους σιδηροδρομικούς και τους κάλεσε να υποχρεώσουν τη Βίκζελ να καταθέσει τα πληρεξούσιά της. Στις 15 (2) του Νοέμβρη η ΚΕΕ καθόρισε για την 1η του Δεκέμβρη (18 του Νοέμβρη) Πανρωσικό συνέδριο των σιδηροδρομικών. Και στην περίπτωση αυτή επανέλαβε ακριβώς την ταχτική που εφάρμοσε και στους αγρότες. Η Βίκζελ όρισε αμέσως δικό της χωριστό συνέδριο των σιδηροδρομικών, δύο εβδομάδες αργότερα. Στις 16 (3) του Νοέμβρη τα μέλη της Βίκζελ πήραν τη θέση τους στην ΚΕΕ. Τη νύχτα στις 2 του Δεκέμβρη (19 του Νοέμβρη) η ΚΕΕ, κηρύσσοντας την έναρξη του Πανρωσικού συνεδρίου των σιδηροδρομικών πρότεινε, τυπικά, στη Βίκζελ το χαρτοφυλάκιο του επιτρόπου των Συγκοινωνιών. Η πρόταση έγινε δεκτή.

Λύνοντας το ζήτημα της εξουσίας, οι μπολσεβίκοι καταπιάστηκαν με τα καθήκοντα της πραχτικής διοίκησης. Πρώτ’ απ’ όλα έπρεπε να θρέψουν την πόλη, τη χώρα και το στρατό. Αποσπάσματα ναυτών και κοκκινοφρουρών ερευνούσαν τις αποθήκες των εμπόρων, τους σιδηροδρομικούς σταθμούς, ακόμα και τις μαούνες που στέκονταν στα κανάλια,

ανακάλυπταν και κατάσχεταν χιλιάδες πούτια τροφίμων, που τα είχαν κρυμμένα οι ιδιώτες κερδοσκόποι. Στις επαρχίες στάλθηκαν απεσταλμένοι που με τη βοήθεια των αγροτικών επιτροπών επίταξαν τις αποθήκες των μεγάλων σιτεμπόρων.

Στο Νότο και στη Σιβηρία στάλθηκαν καλά οπλισμένα αποσπάσματα ναυτών, από πέντε χιλιάδες άνδρες, για να καταλάβουν τις πόλεις που βρίσκονταν ακόμα στα χέρια των λευκοφρουρών, ν’ αποκαταστήσουν την τάξη και, το βασικό, να εξοικονομήσουν τρόφιμα. Στη μεγάλη σιβηριανή αρτηρία η κυκλοφορία των επιβατών είχε διακοπεί δύο ολόκληρες βδομάδες. Στο διάστημα αυτό κινήθηκαν από την Πετρούπολη προς την ανατολή δεκατρείς αμαξοστοιχίες φορτωμένες με μετάλλινα είδη και με υφάσματα, για να τα ανταλλάξουν με τους αγρότες της Σιβηρίας. Τα εμπορεύματα αυτά τα συγκέντρωσαν οι εργοστασιακές επιτροπές. Με κάθε αμαξοστοιχία πήγαινε ειδικός επίτροπος, που έκανε ό,τι μπορούσε για να τα ανταλλάξει με τους αγρότες της Σιβηρίας με όσο το δυνατό περισσότερο σιτάρι και πατάτες…

Το ανθρακοφόρο λεκανοπέδιο του Ντονέτς βρισκόταν στα χέρια του Καλέντιν κι έτσι το ζήτημα των καυσίμων γινόταν όλο και οξύτερο. Το Σμόλνι σταμάτησε την παροχή ηλεκτρικού ρεύματος στα θέατρα, στα μαγαζιά και στα εστιατόρια, περιόρισε τον αριθμό των τραμ και κατάσχεσε από τους ιδιώτες εμπόρους όλα τα αποθέματα ξύλων… Και όταν τα εργοστάσια της Πετρούπολης βρέθηκαν μπροστά στην άμεση απειλή να σταματήσουν τη δουλιά από έλλειψη καυσίμων, οι ναύτες του στόλου της Βαλτικής έδωσαν στους εργάτες διακόσιες χιλιάδες πούτια κάρβουνου από τα αποθέματα των πολεμικών πλοίων…

Στα τέλη του Νοέμβρη ξέσπασαν “τα πογκρόμ του κρασιού” (λεηλασία των αποθηκών κρασιού), που άρχισαν με τη λεηλασία των υπογείων των Χειμερινών Ανακτόρων. Οι δρόμοι γέμισαν από μεθυσμένους στρατιώτες… Ηταν ολοφάνερο πως σ’ όλα αυτά είχαν βάλει το χέρι τους οι αντεπαναστάτες, που είχαν σκορπίσει σ’ όλα τα συντάγματα σχεδιαγράμματα της πόλης στα οποία σημειώνονταν οι αποθήκες κρασιών. Οι επίτροποι του Σμόλνι είχαν κουραστεί να παρακαλούν και να πείθουν, όμως μ’ αυτόν τον τρόπο δεν μπόρεσαν να σταματήσουν τις ταραχές και τις σκληρές συμπλοκές που επακολούθησαν ανάμεσα στους στρατιώτες και τους κοκκινοφρουρούς…

Τέλος, η Στρατιωτική Επαναστατική Επιτροπή έστειλε κάμποσους λόχους ναυτών με πολυβόλα. Οι ναύτες χτύπησαν αλύπητα τους πογκρομιστές και σκότωσαν αρκετούς. Μετά απ’ αυτό ειδικές επιτροπές πήγαν, ύστερα από σχετική διαταγή, σ’ όλα τα υπόγεια κρασιού, κι έσπασαν τα βαρέλια με τα τσεκούρια ή ανατίναξαν αυτά τα υπόγεια με δυναμίτη…

Στα γραφεία των Σοβιέτ των αχτίδων φρουρούσαν, νύχτα – μέρα, λόχοι από πειθαρχικούς και καλά οργανωμένους κοκκινοφρουρούς, που είχαν αντικαταστήσει την παλιά πολιτοφυλακή. Για την αντιμετώπιση των μικροπαραβάσεων και μικροαδικημάτων δημιουργήθηκαν σ’ όλα τα τετράγωνα της πόλης ολιγάριθμα αιρετά επαναστατικά δικαστήρια…

Τα μεγάλα ξενοδοχεία, όπου οι κερδοσκόποι κατάφερναν ακόμα να κάνουν μια χαρά τις δουλιές τους, κυκλώθηκαν από τους κοκκινοφρουρούς. Οι κερδοσκόποι οδηγήθηκαν στη φυλακή…

Το άγρυπνο και προσεχτικό προλεταριάτο της Πετρούπολης δημιούργησε πλατύ σύστημα παρακολούθησης, μαθαίνοντας, με τη βοήθεια των υπηρετριών, το καθετί που γινόταν στα σπίτια των αστών. Ολες οι πληροφορίες που συγκεντρώνονταν μ’ αυτό τον τρόπο διαβιβάζονταν στη Στρατιωτική Επαναστατική Επιτροπή, που κατάφερνε εύστοχα χτυπήματα με σιδερένιο χέρι. Ετσι ανακαλύφθηκε η μοναρχική συνωμοσία που καθοδηγιόταν από το πρώην μέλος της Δούμας Πουρισκέβιτς και από μια ομάδα ευγενών και αξιωματικών, που είχαν οργανώσει εξέγερση των αξιωματικών κι έγραψαν γράμμα στον Καλέντιν, καλώντας τον να ‘ρθει στην Πετρούπολη. Με τον ίδιο τρόπο ανακαλύφθηκε και η παράνομη δράση των καντέ της Πετρούπολης, που ενίσχυαν τον Καλέντιν με χρήματα και ανθρώπους…

Ο Νεράτοφ, τρομαγμένος από την αγανάχτηση, με την οποία ο λαός δέχτηκε τη φυγή του, γύρισε και παρέδωσε στον Τρότσκι τις μυστικές συμφωνίες. Κι ο Τρότσκι άρχισε αμέσως να τις δημοσιεύει στην “Πράβντα”, προκαλώντας έτσι κατάπληξη σ’ όλο τον κόσμο…

Οι περιορισμοί της ελευθερίας του Τύπου ενισχύθηκαν με διάταγμα, που έδινε το μονοπώλιο των ανακοινώσεων στις επίσημες κυβερνητικές εφημερίδες. Ολες οι υπόλοιπες εφημερίδες σε ένδειξη διαμαρτυρίας σταμάτησαν να εκδίδονται ή δεν πειθάρχησαν στο διάταγμα και κλείστηκαν… Υστερα από τρεις βδομάδες συνθηκολόγησαν όλες.

Οι υπάλληλοι των υπουργείων παρ’ όλα αυτά απεργούσαν ακόμα. Οι παλιοί γραφειοκράτες εξακολουθούσαν να κάνουν σαμποτάζ κι εμπόδισαν την εξομάλυνση της οικονομικής ζωής. Με το Σμόλνι ήταν μόνο η θέληση των πλατιών ανοργάνωτων μαζών και το Συμβούλιο των Επιτρόπων του Λαού στηριζόταν σ’ αυτές, κατευθύνοντας τις επαναστατικές μαζικές ενέργειές τους ενάντια στους εχθρούς.

Στις εκκλήσεις που γράφονταν καθαρά και απλά και που σκορπίζονταν σ’ όλη τη Ρωσία, ο Λένιν εξηγούσε τους σκοπούς της επανάστασης και καλούσε το λαό να πάρει την εξουσία στα χέρια του, να τσακίσει με τη βία την αντίσταση των εύπορων τάξεων, να καταλάβει με τη δύναμη τα δημόσια ιδρύματα. Επαναστατική τάξη! Επαναστατική πειθαρχία! Αυστηρός απολογισμός και έλεγχος! Καμιά απεργία! Καμιά αδιαφορία!

Στις 20 (7) του Νοέμβρη η Στρατιωτική Επαναστατική Επιτροπή δημοσίευσε την παρακάτω προειδοποίηση:

Οι εύπορες τάξεις φέρνουν αντίσταση στην καινούρια, τη σοβιετική κυβέρνηση, στην κυβέρνηση των εργατών, των στρατιωτών και των αγροτών. Οι οπαδοί τους σταματούν τη δουλιά των δημόσιων και δημοτικών υπαλλήλων, κάνουν εκκλήσεις να σταματήσει η δουλιά στις τράπεζες, προσπαθούν να κόψουν τις σιδηροδρομικές, τις ταχυδρομικές και τηλεγραφικές επικοινωνίες κλπ.

Τους προειδοποιούμε ότι παίζουν με τη φωτιά. Η πείνα απειλεί τη χώρα και το στρατό. Για να παλέψουμε με την πείνα είναι επιτακτική ανάγκη να δουλεύουν με εξαιρετική ακρίβεια οι επισιτιστικές επιχειρήσεις, οι σιδηροδρομικές γραμμές, το ταχυδρομείο, οι τράπεζες. Η εργατική και αγροτική κυβέρνηση παίρνει όλα τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίσει τη χώρα με ό,τι είναι απαραίτητο.

Η αντίδραση ενάντια σ’ αυτά τα μέτρα αποτελεί έγκλημα απέναντι στο λαό. Προειδοποιούμε τις εύπορες τάξεις και τους οπαδούς τους: αν δε σταματήσουν το σαμποτάζ και φτάσουν μέχρι τη διακοπή της μεταφοράς τροφίμων, τις πρώτες συνέπειες της κατάστασης που θα δημιουργηθεί θα τις δοκιμάσουν αυτές οι ίδιες. Οι εύπορες τάξεις και οι υπηρέτες τους θα στερηθούν το δικαίωμα να παίρνουν τρόφιμα. Ολα τα εφόδια που έχουν θα επιταχθούν, η περιουσία των κύριων υπεύθυνων θα κατασχεθεί.

Κάνουμε το καθήκον μας και προειδοποιούμε όσους παίζουν με τη φωτιά. Είμαστε βέβαιοι πως τα αποφασιστικά αυτά μέτρα, αν χρειαστεί, θα τα υποστηρίξουν απόλυτα όλοι οι εργάτες, οι στρατιώτες και οι αγρότες“.

Στις 22 (9) του Νοέμβρη σ’ όλους τους τοίχους της πόλης κολλήθηκε “Εκτακτη ανακοίνωση”:

“Το Συμβούλιο των Επιτρόπων του Λαού πήρε έκτακτο και επείγον τηλεγράφημα από το επιτελείο του Βορείου Μετώπου στο οποίο ανακοινώνεται το εξής: “Δεν πρέπει να καθυστερήσετε περισσότερο, μη μας αφήνετε να πεθάνουμε από την πείνα. Ο στρατός του Βορείου Μετώπου εδώ και κάμποσες μέρες δεν έχει ούτε γαλέτες, που δίνονται από τα άθιχτα ως τα σήμερα εφόδια”. Αυτά τα εφόδια τέλειωσαν. Ηδη οι αντιπρόσωποι που καταφθάνουν από το στρατό, λένε πως είναι ανάγκη να μεταφερθούν με σχέδιο τα τμήματα του στρατού στα μετόπισθεν, προβλέποντας πως μέσα σε λίγες μέρες θ’ αρχίσει η γενική φυγή των ανθρώπων που πεθαίνουν από την πείνα, εξαντλημένοι από τον τρίχρονο πόλεμο στα χαρακώματα, άρρωστοι, γυμνοί, ξυπόλυτοι, τρελοί από τις απάνθρωπες στερήσεις…

Η Στρατιωτική Επαναστατική Επιτροπή πληροφορεί για τα παραπάνω τη φρουρά και τους εργάτες της Πετρούπολης. Η κατάσταση στο μέτωπο απαιτεί τα πιο δραστικά και αποφασιστικά μέτρα… Στο μεταξύ οι κορυφές της υπαλληλοκρατίας των κρατικών ιδρυμάτων, των τραπεζών, των ταμείων, των συγκοινωνιών, των ταχυδρομείων και των τηλεγραφείων σαμποτάρουν και υπονομεύουν τη δουλιά της κυβέρνησης, που προσπαθεί να εξασφαλίσει το μέτωπο με τρόφιμα… Κάθε ώρα καθυστέρησης μπορεί να στοιχίσει τη ζωή χιλιάδων στρατιωτών.

Οι αντεπαναστάτες υπάλληλοι είναι οι πιο άτιμοι εγκληματίες απέναντι στα αδέλφια μας που πεινούν και πεθαίνουν στο μέτωπο.

Η Στρατιωτική Επαναστατική Επιτροπή προειδοποιεί αυτούς τους εγκληματίες για τελευταία φορά. Σε περίπτωση που θα προβάλουν την παραμικρή αντίσταση ή αντίδραση θα παρθούν ενάντιά τους μέτρα, η αυστηρότητα των οποίων θα εξαρτηθεί από το μέγεθος του εγκλήματος που έκαναν”.

Οι μάζες των εργατών και στρατιωτών απάντησαν σ’ αυτό με μανιασμένη έκρηξη αγανάχτησης, που διαδόθηκε σ’ όλη τη Ρωσία. Στην πρωτεύουσα οι δημόσιοι και τραπεζικοί υπάλληλοι τύπωσαν εκατοντάδες προκηρύξεις και εκκλήσεις, διαμαρτύρονταν και δικαιολογούνταν. Να μια απ’ αυτές τις προκηρύξεις:

Ας προσέξουν όλοι οι πολίτες!

Η Κρατική Τράπεζα είναι κλεισμένη.

Γιατί;

Γιατί η βία που χρησιμοποίησαν οι μπολσεβίκοι κατά της Κρατικής Τράπεζας, δεν της επέτρεψε να συνεχίσει τη δουλιά της. Στην αρχή οι επίτροποι του λαού ζήτησαν 10 εκατομμύρια ρούβλια και στις 14 του Νοέμβρη απαίτησαν κιόλας 25 εκατομμύρια, χωρίς να υποδείχνουν πού θα ξοδευτούν αυτά τα χρήματα…

Εμείς, οι υπάλληλοι της Κρατικής Τράπεζας, δεν μπορούμε να πάρουμε μέρος στην καταλήστευση της λαϊκής περιουσίας και σταματήσαμε τη δουλιά.

Πολίτες, τα χρήματα της Κρατικής Τράπεζας είναι δικά σας, λαϊκά χρήματα, βγαλμένα από τη δουλιά, τον ιδρώτα και το αίμα σας.

Πολίτες, προστατέψτε τη λαϊκή περιουσία από την καταλήστευση και μας από τη βία, κι εμείς αμέσως θα πιάσουμε δουλιά.

Οι υπάλληλοι της Κρατικής Τράπεζας“.

Το υπουργείο Επισιτισμού, το υπουργείο Οικονομικών, η ειδική επιτροπή προμήθειας – όλοι δήλωναν πως η Στρατιωτική Επαναστατική Επιτροπή δε δίνει στους υπαλλήλους τη δυνατότητα να δουλέψουν και παρακαλούσαν τον πληθυσμό να τους υποστηρίξει ενάντια στο Σμόλνι… Ομως οι απλοί εργάτες και στρατιώτες δεν τους πίστευαν. Ο λαός μέσα του πίστευε απόλυτα πως οι υπάλληλοι κάνουν σαμποτάζ, οδηγούν στο θάνατο από την πείνα το στρατό και το λαό… Στις μακριές ουρές που στέκονταν για ψωμί, όπως προηγούμενα, μέσα στους κρύους δρόμους, δε βρίζαν την κυβέρνηση, όπως γινόταν τον καιρό του Κερένσκι, μα τους σαμποταριστές υπαλλήλους. Γιατί όλοι αυτοί οι άνθρωποι ήξεραν, πως η κυβέρνηση είναι δική τους κυβέρνηση, η κυβέρνηση των δικών τους Σοβιέτ και πως οι υπάλληλοι των υπουργείων είναι ενάντια σ’ αυτή την κυβέρνηση.

Στο κέντρο όλης αυτής της αντιπολίτευσης βρισκόταν το Δημοτικό Συμβούλιο και το μαχητικό του όργανο – η Επιτροπή Σωτηρίας, που αντιδρούσε ενάντια σε κάθε διάταγμα του Συμβουλίου των Επιτρόπων του Λαού, παίρνοντας συνέχεια αποφάσεις, με τις οποίες δεν αναγνώριζε τη σοβιετική κυβέρνηση και συνεργαζόταν ανοιχτά με τις καινούριες αντεπαναστατικές “κυβερνήσεις”, που είχαν σχηματιστεί στο Μογκιλιόφ… Ετσι, λόγου χάρη στις 17 (4) του Νοέμβρη, η Επιτροπή Σωτηρίας απευθύνθηκε “προς όλες τις αυτοδιοικήσεις των πόλεων και τα ζέμστβα, προς όλες τις δημοκρατικές και επαναστατικές οργανώσεις των αγροτών, των εργατών, των στρατιωτών και των λοιπών πολιτών” με τα παρακάτω λόγια:

“...1) Να μην αναγνωρίσετε την μπολσεβίκικη κυβέρνηση και να παλέψετε ενάντιά της. 2) Να σχηματίσετε τοπικές επιτροπές σωτηρίας της πατρίδας και της επανάστασης, που θα πρέπει να συνενώσουν όλες τις δημοκρατικές δυνάμεις για να βοηθήσουν την Πανρωσική επιτροπή σωτηρίας στην εκπλήρωση των καθηκόντων της… “.

Στο μεταξύ όμως οι εκλογές για τη Συντακτική Συνέλευση έδωσαν στην Πετρούπολη μεγάλη υπεροχή στους μπολσεβίκους.

Μετά απ’ αυτό, ακόμα και οι μενσεβίκοι – διεθνιστές δήλωσαν πως το Δημοτικό Συμβούλιο πρέπει να επανεκλεγεί, γιατί δεν αντανακλά πια την πολιτική διάθεση του πληθυσμού της Πετρούπολης… Ταυτόχρονα το Δημοτικό Συμβούλιο το κατέκλυσε ένας χείμαρρος από αποφάσεις των εργατικών οργανώσεων, των στρατιωτικών τμημάτων, ακόμα και των αγροτών των περιχώρων, οι οποίες αποκαλούσαν το Δημοτικό Συμβούλιο “αντεπαναστατικό και κορνιλοφικό” και ζητούσαν να καταθέσει τα πληρεξούσιά του. Οι τελευταίες μέρες του Δημοτικού Συμβουλίου ήταν ιδιαίτερα θυελλώδεις, γιατί οι εργάτες των επιχειρήσεων του δήμου ζητούσαν να τους δοθεί ένας κάπως υποφερτός μισθός και απειλούσαν με απεργία…

Στις 23 (10) του Νοέμβρη η Στρατιωτική Επαναστατική Επιτροπή με επίσημη διαταγή, διέταξε τη διάλυση της Επιτροπής Σωτηρίας. Στις 29 (16) του μήνα, το Συμβούλιο των Επιτρόπων του Λαού αποφάσισε να διαλυθεί και να επανεκλεγεί το Δημοτικό Συμβούλιο της Πετρούπολης.

Επειδή το Κεντρικό Δημοτικό Συμβούλιο, που εκλέχτηκε στις 20 Αυγούστου… έχασε ολοφάνερα και οριστικά το δικαίωμα να εκπροσωπεί τον πληθυσμό της Πετρούπολης, εφόσον ήρθε σε πλήρη αντίθεση με τις διαθέσεις και τις επιθυμίες του…

Επειδή η πλειοψηφία του Δημοτικού Συμβουλίου, που έχασε κάθε πολιτική εμπιστοσύνη, συνεχίζει να χρησιμοποιεί τα τυπικά της δικαιώματα για να δρα αντεπαναστατικά ενάντια στη θέληση των εργατών, των στρατιωτών και των αγροτών, να σαμποτάρει και να υπονομεύει τη σχεδιασμένη κοινωνική δουλιά, το Συμβούλιο των Επιτρόπων του Λαού θεωρεί αναγκαίο να καλέσει τον πληθυσμό της πρωτεύουσας ν’ αποφασίσει για την πολιτική της αυτοδιοίκησης της πόλης.

Για το σκοπό αυτό το Συμβούλιο των Επιτρόπων του Λαού αποφασίζει:

1.Το Δημοτικό Συμβούλιο της Πετρούπολης διαλύεται. Σαν μέρα διάλυσης ορίζεται η 17η του Νοέμβρη του 1917.

2.Ολα τα υπεύθυνα πρόσωπα, που είναι εκλεγμένα στο Δημοτικό Συμβούλιο της τωρινής περιόδου, θα παραμείνουν στις θέσεις τους και θα εκπληρώνουν όλα τα καθήκοντα με τα οποία είναι επιφορτισμένα, μέχρι που ν’ αναλάβουν αυτά τα καθήκοντα τα υπεύθυνα πρόσωπα που θα εκλεγούν στο Δημοτικό Συμβούλιο της νέας περιόδου.

3.Ολοι οι υπάλληλοι της αυτοδιοίκησης της Πετρούπολης θα παραμείνουν για την εκπλήρωση των άμεσων καθηκόντων τους. Αν εγκαταλείψουν αυθαίρετα τη δουλιά, θ’ απολυθούν αμέσως.

4.Οι καινούριες εκλογές του Δημοτικού Συμβουλίου της Πετρούπολης θα διεξαχθούν στις 26 του Νοέμβρη 1917, με βάση τις “Θέσεις για τις εκλογές των μελών του Δημοτικού Συμβουλίου της Πετρούπολης της 26 του Νοέμβρη 1917” που εκδίδονται σύγχρονα μ’ αυτή την απόφαση.

5.Το Δημοτικό Συμβούλιο της Πετρούπολης της νέας περιόδου θα συνέλθει στις 28 του Νοέμβρη 1917, στις 2 η ώρα το απόγευμα.

6.Οσοι δεν πειθαρχήσουν στο παραπάνω διάταγμα, καθώς και όσοι σκόπιμα σπαταλούν ή καταστρέφουν την περιουσία της πόλης, θα συλλαμβάνονται αμέσως και θα παραπέμπονται στο στρατιωτικό επαναστατικό δικαστήριο… “.

Παρά το διάταγμα αυτό, το Δημοτικό Συμβούλιο συνέχιζε να συνέρχεται, να παίρνει αποφάσεις για την “υπεράσπιση των θέσεών του μέχρι την τελευταία ρανίδα του αίματος” και να κάνει δραματικές εκκλήσεις στον πληθυσμό να σώσει “την εκλεγμένη αυτοδιοίκηση της πόλης“. Ο πληθυσμός όμως παρέμεινε αδιάφορος ή εχθρικός.

 Στις 30 (17) του Νοέμβρη ο δήμαρχος Σρέιντερ και μερικά ακόμα μέλη του Δημοτικού Συμβουλίου πιάστηκαν, ανακρίθηκαν και αφέθηκαν ελεύθεροι.

Την ίδια μέρα καθώς και την επόμενη, το Δημοτικό Συμβούλιο συνερχόταν ακόμα. Οι συνεδριάσεις του όμως διακόπτονταν συχνά από τους κοκκινοφρουρούς και τους ναύτες, που καλούσαν ευγενικά τη συνέλευση να διαλυθεί. Στις 2 του Δεκέμβρη (20 Νοέμβρη), τη στιγμή που μιλούσε ένα μέλος του Δημοτικού Συμβουλίου στην αίθουσα Νικολάγιεφ, μπήκε ένας αξιωματικός με κάμποσους ναύτες και διέταξε τη συνέλευση να διαλυθεί, απειλώντας ότι σε αντίθετη περίπτωση θα χρησιμοποιήσει βία. Το Δημοτικό Συμβούλιο πήρε την τελευταία απόφαση διαμαρτυρίας, μα στο τέλος “υποχώρησε μπροστά στη βία“. Το Νέο Δημοτικό Συμβούλιο, που εκλέχτηκε ύστερα από 10 μέρες, ήταν σχεδόν στο σύνολό του, μπολσεβίκικο. “Οι μετριοπαθείς” σοσιαλιστές αρνήθηκαν να πάρουν μέρος στις εκλογές.

Ωστόσο παρέμειναν ακόμα μερικά κέντρα επικίνδυνης αντιπολίτευσης. Τέτοια ήταν οι “δημοκρατίες” της Ουκρανίας και της Φιλανδίας, που δεν έκρυβαν καθόλου τις αντισοβιετικές τους τάσεις. Οι κυβερνήσεις του Ελσινγκφορς και του Κιέβου συγκέντρωσαν γύρω τους πιστά στρατιωτικά τμήματα και άρχισαν το ξερίζωμα του μπολσεβικισμού, τον αφοπλισμό και το διώξιμο των ρωσικών στρατευμάτων.

Η ουκρανική ράντα άρπαξε την εξουσία σ’ όλη τη Νότια Ρωσία και βοηθούσε τον Καλέντιν με ανθρώπους και πολεμοφόδια. Η Φιλανδία και η Ουκρανία άρχισαν μυστικές διαπραγματεύσεις με τους Γερμανούς και επιπλέον μυστικές διαπραγματεύσεις με τους Γερμανούς και, επιπλέον, αναγνωρίστηκαν αμέσως από τις συμμαχικές κυβερνήσεις, που τους χορήγησαν μεγάλα δάνεια, υποστηρίζοντας τις εύπορες τάξεις τους στη δημιουργία αντεπαναστατικών κέντρων για επίθεση ενάντια στη Σοβιετική Ρωσία. Τελικά, όταν ο μπολσεβικισμός νίκησε και στις δύο αυτές χώρες, η συντριμμένη αστική τάξη κάλεσε τους Γερμανούς, που επανέφεραν την εξουσία της…

Φοβερότερος όμως κίνδυνος απειλούσε τη σοβιετική κυβέρνηση στο εσωτερικό. Ηταν ένας δικέφαλος εχθρός: η κίνηση του Καλέντιν και το επιτελείο στο Μογκιλιόφ, όπου η διοίκηση βρισκόταν στα χέρια του στρατηγού Nτουχόνιν.

Ο εξαιρετικά δραστήριος Μουραβιόφ διορίστηκε διοικητής των στρατευμάτων, που μάχονταν ενάντια στους κοζάκους.

Στα εργοστάσια και τις φάμπρικες συνεχιζόταν η στρατολογία εργατών για τον Κόκκινο Στρατό. Στον Ντον στάλθηκαν εκατοντάδες προπαγανδιστές. Το Συμβούλιο των Επιτρόπων του Λαού έκανε έκκληση προς τους κοζάκους, στην οποία ξεκαθάριζε τι είναι η σοβιετική κυβέρνηση κι εξηγούσε πώς οι εύπορες τάξεις, οι γραφειοκράτες, οι τσιφλικάδες, οι τραπεζίτες και οι σύμμαχοί τους, η αριστοκρατία των κοζάκων και οι στρατηγοί, προσπαθούσαν να πνίξουν την επανάσταση, για να μην αφήσουν να περάσουν τα πλούτη τους στα χέρια του λαού.

Στις 27 (14) του Νοέμβρη, στο Σμόλνι, παρουσιάστηκε στον Λένιν και στον Τρότσκι μια κοζάκικη αντιπροσωπεία. Οι αντιπρόσωποι ρώτησαν αν είναι αλήθεια ότι η σοβιετική κυβέρνηση έχει την πρόθεση να μοιράσει την κοζάκικη γη στους αγρότες της Μεγαλορωσίας. “Οχι“, απάντησε ο Τρότσκι. Οι κοζάκοι σιγοψιθύρισαν μεταξύ τους. “Και δεν έχει την πρόθεση η σοβιετική κυβέρνηση” – ρώτησαν – “να αφαιρέσει τα χτήματα από τους δικούς μας τσιφλικάδες και να τα μοιράσει στους εργαζόμενους κοζάκους;“. Τους απάντησε ο Λένιν: “Αυτό“, είπε, “είναι δική σας δουλιά. Εμείς θα υποστηρίξουμε τους εργαζόμενους κοζάκους σ’ όλες τις ενέργειές τους… Το καλύτερο απ’ όλα θα ήταν ν’ αρχίσετε από τη δημιουργία κοζάκικων Σοβιέτ. Τότε θα αντιπροσωπευτείτε στην ΚΕΕ και τότε αυτή θα γίνει και δικιά σας κυβέρνηση“.

Οι κοζάκοι έφυγαν πολύ σκεφτικοί. Υστερα από δύο βδομάδες στο στρατηγό Καλέντιν παρουσιάστηκε μια αντιπροσωπεία από το στρατό του. “Μας δίνετε την υπόσχεση“, ρώτησαν οι αντιπρόσωποι, “ότι θα μοιράσετε τα τσιφλικάδικα χτήματα στους εργαζόμενους κοζάκους;“. “Μόνον αν περάσετε πάνω από το πτώμα μου“, απάντησε ο Καλέντιν. Υστερα από ένα μήνα, βλέποντας πως ο στρατός του διαλύεται μπροστά στα μάτια του, αυτοκτόνησε. Το κοζάκικο κίνημα σταμάτησε…

Ταυτόχρονα, στο Μογκιλιόφ συγκεντρώθηκε η παλιά ΚΕΕ – οι “μετριοπαθείς” σοσιαλιστές αρχηγοί από τον Αυξέντιεφ ως τον Τσερνόφ, οι δραστήριοι καθοδηγητές των παλιών στρατιωτικών επιτροπών, το αντιδραστικό σώμα των αξιωματικών.

Το επιτελείο αρνιόταν επίμονα ν’ αναγνωρίσει το Συμβούλιο των Επιτρόπων του Λαού. Συγκέντρωσε γύρω του τα τάγματα θανάτου, τους ιππότες του τάγματος του Αγίου Γεωργίου και τους κοζάκους του μετώπου και αποκατέστησε κρυφά στενή σύνδεση με τους στρατιωτικούς ακολούθους των συμμάχων, με το κίνημα του Καλέντιν και με την ουκρανική ράντα…

Οι συμμαχικές κυβερνήσεις δεν έδωσαν καμιά απάντηση στο διάταγμα της 8 του Νοέμβρη (26 του Οχτώβρη) για την ειρήνη, με το οποίο το συνέδριο των Σοβιέτ πρότεινε γενική ανακωχή.

Στις 20 (7) του Νοέμβρη ο Τρότσκι απευθύνθηκε στους πρεσβευτές των συμμάχων με την παρακάτω νότα:

Εχω την τιμή να σας κάνω γνωστό, κύριε πρέσβη, πως το Πανρωσικό συνέδριο των Σοβιέτ των εργατών και στρατιωτών βουλευτών, σχημάτισε στις 26 του Οχτώβρη καινούρια κυβέρνηση της Ρωσικής Δημοκρατίας με τη μορφή του Συμβουλίου των Επιτρόπων του Λαού. Πρόεδρος αυτής της κυβέρνησης είναι ο Βλαντίμιρ Ιλιτς Λένιν, η καθοδήγηση της εξωτερικής  πολιτικής ανατέθηκε σε μένα, με την ιδιότητα του Επιτρόπου του Λαού για τις εξωτερικές υποθέσεις. Επισύροντας την προσοχή σας στο κείμενο της πρότασης ανακωχής και δημοκρατικής ειρήνης χωρίς προσαρτήσεις και αποζημιώσεις, με βάση την αυτοδιάθεση των λαών που εγκρίθηκε από το Πανρωσικό συνέδριο των Σοβιέτ των εργατών των στρατιωτών βουλευτών, έχω την τιμή να σας παρακαλέσω να εξετάσετε το προαναφερόμενο ντοκουμέντο, σαν συγκεκριμένη πρόταση άμεσης ανακωχής σ’ όλα τα μέτωπα και άμεσης έναρξης ειρηνικών διαπραγματεύσεων – πρόταση με την οποία η αρμόδια κυβέρνηση της Ρωσικής Δημοκρατίας απευθύνεται ταυτόχρονα προς όλους τους εμπόλεμους λαούς και τις κυβερνήσεις τους.

Δεχτείτε τη διαβεβαίωση, κύριε πρέσβη, της βαθιάς εκτίμησης της Σοβιετικής Κυβέρνησης προς το λαό της Γαλλίας, που δεν μπορεί να μην επιθυμεί την ειρήνη, όπως και όλοι οι υπόλοιποι λαοί, που είναι εξαντλημένοι και έχυσαν τόσο αίμα σ’ αυτόν τον χωρίς προηγούμενο πόλεμο… “.

Την ίδια ακριβώς νύχτα το Συμβούλιο των Επιτρόπων του Λαού τηλεγράφησε στο στρατηγό Ντουχόνιν:

“Το Συμβούλιο των Επιτρόπων του Λαού θεωρεί αναγκαίο και κατεπείγον να κάνει σαφή πρόταση ανακωχής σ’ όλες τις εμπόλεμες χώρες τόσο στις συμμαχικές, όσο και σε κείνες που βρίσκονται σ’ εχθροπραξίες μαζί μας. Αντίστοιχη ανακοίνωση στάλθηκε από τον Επίτροπο του Λαού επί των Εξωτερικών σ’ όλους τους αρμόδιους εκπροσώπους των συμμαχικών χωρών στην Πετρούπολη. Το Συμβούλιο των Επιτρόπων του Λαού αναθέτει σε σας, πολίτη ανώτατε διοικητή… να απευθυνθείτε στις στρατιωτικές αρχές των εχθρικών στρατών προτείνοντας την άμεση διακοπή των πολεμικών επιχειρήσεων με σκοπό την έναρξη ειρηνικών διαπραγματεύσεων.

Το Συμβούλιο των Επιτρόπων του Λαού, αναθέτοντας σ’ εσάς τη διεξαγωγή αυτών των προκαταρκτικών διαπραγματεύσεων, σας διατάσσει: 1) Να ενημερώνετε συνεχώς το Συμβούλιο, απευθείας για την πορεία των διαπραγματεύσεών σας με τους εκπροσώπους των εχθρικών στρατών. 2) Να υπογράψετε συμφωνία ανακωχής μόνον ύστερα από τη συγκατάθεση του Συμβουλίου των Επιτρόπων του Λαού… “. Οι πρεσβευτές των συμμάχων δέχτηκαν τη νότα του Τρότσκι με περιφρονητική σιωπή κι έδωσαν στις εφημερίδες ανώνυμες συνεντεύξεις, γεμάτες ειρωνείες. Η διαταγή που στάλθηκε στον Ντουχόνιν, χαρακτηρίστηκε ανοιχτά σαν πράξη προδοσίας…

Οσον αφορά τον ίδιο τον Ντουχόνιν, δεν έδωσε κανένα σημάδι ζωής. Τη νύχτα της 22 (9) του Νοέμβρη, τον κάλεσαν απευθείας και τον ρώτησαν αν προτίθεται να υπακούσει στη διαταγή. Ο Ντουχόνιν απάντησε πως μπορεί να υπακούσει μόνο στις διαταγές που εκδίδονται από “κυβέρνηση την οποία υποστηρίζει ο στρατός και η χώρα“.

Αμέσως, αντικαταστάθηκε τηλεγραφικά από ανώτατος διοικητής και στη θέση του διορίστηκε ο Κριλένκο. Ο Λένιν, ακολουθώντας την ταχτική του να απευθύνεται προς τις μάζες, έστειλε ραδιογράφημα σ’ όλες τις επιτροπές των συνταγμάτων, των μεραρχιών και των σωμάτων, σ’ όλους τους στρατιώτες και τους ναύτες, κάνοντας γνωστή την άρνηση του Ντουχόνιν και διατάσσοντας: “Τα συντάγματα που βρίσκονται στις προφυλακές του μετώπου να εκλέξουν αμέσως αντιπροσώπους για άμεση διεξαγωγή διαπραγματεύσεων ανακωχής με τον εχθρό…“.

Στις 23 (10) του Νοέμβρη οι στρατιωτικοί ακόλουθοι των συμμαχικών δυνάμεων, ενεργώντας με βάση τις οδηγίες των κυβερνήσεών τους, απηύθυναν στον Ντουχόνιν νότα, με την οποία τον προειδοποιούσαν επίσημα να μην “παραβιάσει τις συμφωνίες που κλείστηκαν ανάμεσα στις χώρες της Αντάντ“. Στη νότα υπογραμμιζόταν ότι το κλείσιμο χωριστής ανακωχής με τη Γερμανία “θα έχει σοβαρότατες συνέπειες” για τη Ρωσία. Ο Ντουχόνιν έστειλε αμέσως αυτή τη νότα σ’ όλες τις στρατιωτικές επιτροπές…

Το επόμενο πρωί ο Τρότσκι, απευθύνθηκε προς τα στρατεύματα με νέα έκκληση στην οποία χαρακτήριζε τη νότα των συμμαχικών εκπροσώπων σαν ανοιχτή ανάμειξη στις εσωτερικές υποθέσεις της Ρωσίας και σαν αυθάδικη απόπειρα “να υποχρεώσουν με απειλές το ρωσικό στρατό και το ρωσικό λαό να συνεχίσουν τον πόλεμο για να εκπληρωθούν οι συμφωνίες που έκλεισε ο τσάρος…“.

Από το Σμόλνι σαν αδιάκοπος χείμαρρος έβγαιναν η μια μετά την άλλη οι προκηρύξεις που ξεσκέπαζαν τον Ντουχόνιν και το αντιδραστικό σώμα των αξιωματικών που συγκεντρώθηκε γύρω του, ξεσκέπαζαν τους αντιδραστικούς πολιτικάντες που είχαν συγκεντρωθεί στο Μογκιλιόφ, ξεσηκώνοντας σ’ ολόκληρο το μέτωπο των χιλίων βερστιών εκατομμύρια οργισμένων και δύσπιστων στρατιωτών. Και ταυτόχρονα ο Κριλένκο, συνοδευόμενος από τρία αποσπάσματα απόλυτα αφοσιωμένων ναυτών, τράβηξε για το επιτελείο, απειλώντας το με αμείλιχτη τιμωρία. Οι στρατιώτες τον υποδέχονταν παντού με ενθουσιώδεις επευφημίες. Η πορεία του ήταν ένας συνεχής θρίαμβος. Η κεντρική στρατιωτική επιτροπή εξέδωσε διακήρυξη, με την οποία υπεράσπιζε τον Ντουχόνιν, ταυτόχρονα, όμως, κινήθηκε προς το Μογκιλιόφ μια δύναμη από δέκα χιλιάδες στρατιώτες…

Στις 2 του Δεκέμβρη (19 του Νοέμβρη) η φρουρά του Μογκιλιόφ ξεσηκώθηκε, κατέλαβε την πόλη, έπιασε τον Ντουχόνιν και τη στρατιωτική επιτροπή και με τις νικηφόρες κόκκινες σημαίες βγήκε να προϋπαντήσει τον καινούριο ανώτατο διοικητή. Το επόμενο πρωί ο Κριλένκο έφτασε στο Μογκιλιόφ και βρήκε στο βαγόνι όπου κρατούνταν ο Ντουχόνιν, ένα πλήθος που μούγκριζε και λυσσομανούσε. Ο Κριλένκο στο λόγο που εκφώνησε παρακάλεσε τους στρατιώτες να μην πειράξουν τον Ντουχόνιν, μια και έπρεπε να σταλεί στην Πετρούπολη, όπου θα παραπεμπόταν στο επαναστατικό δικαστήριο. Οταν τέλειωσε το λόγο του βγήκε ξαφνικά στο παράθυρο του βαγονιού ο Ντουχόνιν, σαν να ετοιμαζόταν να απευθυνθεί κι αυτός προς το πλήθος. Το πλήθος με οργισμένες φωνές ρίχτηκε κι εκεί ακριβώς, στην πλατφόρμα, τον κομμάτιασε.

Ετσι τέλειωσε η ανταρσία του επιτελείου…

Η σοβιετική κυβέρνηση, που δυνάμωσε τεράστια από την πτώση και του τελευταίου φρουρίου των εχθρικών της στρατιωτικών δυνάμεων, καταπιάστηκε με σιγουριά με την οργάνωση του καινούριου κράτους. Πολλοί παλιοί υπάλληλοι μπήκαν κάτω από τις σημαίες της, πολλά μέλη των άλλων κομμάτων μπήκαν στην υπηρεσία των Σοβιέτ. Στο μεταξύ, εκείνοι που υπολόγιζαν σε μεγάλους μισθούς απογοητεύτηκαν από το διάταγμα για την αμοιβή του Επιτρόπου του Λαού, δηλαδή την πιο ανώτερη αμοιβή, – σε 500 ρούβλια (περίπου 50 δολάρια) το μήνα… Η απεργία των δημόσιων υπαλλήλων που καθοδηγούνταν από την Ενωση των ενώσεων χρεοκόπησε, οι χρηματιστικές και εμπορικές ομάδες που βρίσκονταν πίσω της σταμάτησαν να την υποστηρίζουν. Οι τραπεζικοί υπάλληλοι γύρισαν κι αυτοί στη δουλιά…

Το διάταγμα για την εθνικοποίηση των τραπεζών, η δημιουργία του Ανώτατου Σοβιέτ της εθνικής οικονομίας, η εφαρμογή στη ζωή του διατάγματος για τη γη, η δημοκρατική αναδιοργάνωση του στρατού, οι αποφασιστικές αλλαγές σ’ όλους τους τομείς της κρατικής διεύθυνσης και της ζωής – όλα αυτά που πραγματοποιούνταν με τη θέληση των εργατικών, στρατιωτικών και αγροτικών μαζών, άρχισαν βαθμιαία, με πολλά λάθη και εμπόδια, να σφυρηλατούν την προλεταριακή Ρωσία.

Οι μπολσεβίκοι δεν κατέλαβαν την εξουσία με συμβιβασμούς με τις κυρίαρχες τάξεις ή με τους άλλους πολιτικούς αρχηγούς, ούτε με συμφιλίωση με τον παλιό κρατικό μηχανισμό. Δεν την κατέλαβαν όμως ούτε και με την οργανωμένη βία μιας μικρής κλίκας. Αν οι πλατιές μάζες του ρωσικού πληθυσμού δεν ήταν έτοιμες για εξέγερση, αυτή θα αποτύχαινε.

Το μυστικό της τεράστιας επιτυχίας των μπολσεβίκων βρίσκεται στο ότι πραγματοποίησαν τους βαθιούς και απλούς πόθους των πιο πλατιών στρωμάτων του πληθυσμού, καλώντας τα στη δουλιά για την καταστροφή και το ξερίζωμα του παλιού, καλώντας να οικοδομήσουν ύστερα μαζί, πάνω στις στάχτες και τα ερείπια

 

 

1.Τα λόγια που είναι σε παρένθεση, δεν υπάρχουν στα πρακτικά της ΚΕΕ. Σύντ

2.Δεν είναι σωστό. Η απόφαση του Λάριν και των αριστερών εσέρων απορρίφθηκε με είκοσι πέντε ψήφους, έναντι είκοσι. Σύντ.

3.Εχει υπόψη του την έκκληση “Από την Κεντρική Επιτροπή του Ρωσικού Σοσιαλδημοκρατικού Εργατικού Κόμματος (μπολσεβίκων):Η έκκληση γράφτηκε από τον Λένιν στις 18-19 (5-6) του Νοέμβρη και δημοσιεύτηκε στην “Πράβντα” στις 20 (7) του Νοέμβρη 1917. Σύντ.

 

 

 

http://kiatipis.org/Writers/J/John.Reed/Ten.days.that.shook.the.world.pdf

 

1 σχόλιο

  1. Praxis Review Απάντηση

    Aπό το κείμενο του Τ.Ρήντ:

    “Οι μπολσεβίκοι δεν κατέλαβαν την εξουσία με συμβιβασμούς με τις κυρίαρχες τάξεις ή με τους άλλους πολιτικούς αρχηγούς, ούτε με συμφιλίωση με τον παλιό κρατικό μηχανισμό. Δεν την κατέλαβαν όμως ούτε και με την οργανωμένη βία μιας μικρής κλίκας. Αν οι πλατιές μάζες του ρωσικού πληθυσμού δεν ήταν έτοιμες για εξέγερση, αυτή θα αποτύχαινε.

    Το μυστικό της τεράστιας επιτυχίας των μπολσεβίκων βρίσκεται στο ότι πραγματοποίησαν τους βαθιούς και απλούς πόθους των πιο πλατιών στρωμάτων του πληθυσμού, καλώντας τα στη δουλιά για την καταστροφή και το ξερίζωμα του παλιού, καλώντας να οικοδομήσουν ύστερα μαζί, πάνω στις στάχτες και τα ερείπια”

    Αυτά για τους εχθρούς και τους “φίλους” της μεγάλης επανάστασης των μπολσεβίκων….

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *