John Reed: Η Μόσχα

Το κείμενο είναι το δέκατο μέρος του έργου του Τ.Ρίντ «Δέκα μέρες που συγκλόνισαν τον κόσμο».  Τους προλόγους μπορείτε να τους βρείτε εδώ , το πρώτο μέρος εδώ ,το δεύτερο εδώ , το τρίτο εδώ,το τέταρτο εδώ ,το πέμπτο εδώ,το έκτο εδώ ,το έβδομο εδώ ,το όγδοο εδώ και το ένατο εδώ.

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ

 

Η Μόσχα

 

 

 

Η Στρατιωτική Επαναστατική Επιτροπή, δουλεύοντας εντατικά και αδιάκοπα, προωθούσε τη νίκη της.

14η (1η) του Νοέμβρη:

Προς όλες τις στρατιωτικές επιτροπές των σωμάτων, των μεραρχιών, των συνταγμάτων, προς όλα τα Σοβιέτ των εργατών,των στρατιωτών και των αγροτών βουλευτών.Προς όλους, προς όλους, προς όλους

Με βάση τη συμφωνία των κοζάκων, των ευελπίδων, των στρατιωτών, των ναυτών και των εργατών αποφασίστηκε ναπαραπεμφθεί ο Αλεξάντρ Φιοντόροβιτς Κερένσκι σε δημόσιο λαϊκό δικαστήριο. Παρακαλούμε να συλληφθεί ο Κερένσκιγια να παραπεμφθεί σε δημόσιο λαϊκό δικαστήριο. Παρακαλούμε να συλληφθεί ο Κερένσκι και να ζητηθεί απ’ αυτόν, στοόνομα των παραπάνω οργανώσεων, να εμφανιστεί αμέσως στην Πετρούπολη για να παραπεμφθεί στο δικαστήριο.

Υπογραφές: Οι κοζάκοι της 1ης κοζάκικης έφιππης Μεραρχίας του Ουσουρίσκι του Ντον, η επιτροπή των ευελπίδων τουπαρτιζάνικου τμήματος της περιοχής της Πετρούπολης, ο εκπρόσωπος της 5ης Στρατιάς.Ο λαϊκός επίτροπος, Ντιμπένκο“.

Η Επιτροπή Σωτηρίας, το Δημοτικό Συμβούλιο, η Κεντρική Επιτροπή του κόμματος των σοσιαλιστών – επαναστατών, πουμε περηφάνια θεωρούσε τον Κερένσκι μέλος του, όλοι εναντιώθηκαν ακόμα πιο αποφασιστικά, υποστηρίζοντας ότι οΚερένσκι είναι υπόλογος μόνο απέναντι στη Συντακτική Συνέλευση.

Το βράδυ στις 16 (3) του Νοέμβρη παρακολούθησα δύο χιλιάδες κοκκινοφρουρούς να βαδίζουν στη λεωφόροΖαγκορόντναγια μ’ επικεφαλής τη στρατιωτική μουσική, που παιάνιζε τη “Μασσαλιώτιδα” (πόσο ταιριαστό ήταν αυτό τοεμβατήριο σ’ έναν τέτοιο στρατό!) και με τις κατακόκκινες σαν αίμα σημαίες ν’ ανεμίζουν πάνω από τις πυκνές φάλαγγεςτων εργατών, που πήγαιναν να υποδεχτούν τ’ αδέρφια τους που γύριζαν από το μέτωπο υπεράσπισης της κόκκινηςΠετρούπολης. Στο κρύο σούρουπο βάδιζαν άντρες και γυναίκες και οι μακριές λόγχες των όπλων τους κουνιούνταν απόπάνω τους. Καθώς βάδιζαν στους μισοσκότεινους και γλιστερούς από τη λάσπη δρόμους, τους παρακολουθούσαν μάζεςαστών που τους κοίταζαν σιωπηλά, περιφρονητικά και φοβισμένα.

Ολοι ήταν ενάντιά τους: οι επιχειρηματίες, οι κερδοσκόποι, οι τοκογλύφοι, οι τσιφλικάδες, οι αξιωματικοί, οι πολιτικοίπαράγοντες, οι δάσκαλοι, οι άνθρωποι των ελεύθερων επαγγελμάτων, οι μπακάληδες, οι γραφειοκράτες, οι υπάλληλοι.

Ολα τα άλλα σοσιαλιστικά κόμματα μισούσαν τους μπολσεβίκους θανάσιμα. Με το μέρος των Σοβιέτ ήταν οι μάζες τωναπλών εργατών, οι ναύτες, όλοι οι συνειδητοί στρατιώτες, οι ακτήμονες αγρότες και μια ομάδα, μια μικρούτσικη ομάδα της διανόησης.

Από τις πιο απόμερες γωνιές της απέραντης Ρωσίας, όπου είχε ξεσπάσει ένα κύμα από πεισματώδεις οδομαχίες, η είδησηγια τη συντριβή του Κερένσκι ξαναγύριζε σαν βροντερή ηχώ της προλεταριακής νίκης, νέα έφταναν από το Καζάν, τοΣαράτοφ, το Νόβγκοροντ, τη Βίνιτσα, όπου οι δρόμοι είχαν πλημμυρίσει στο αίμα, τη Μόσχα, όπου οι μπολσεβίκοικατεύθυναν το πυροβολικό στο τελευταίο φρούριο της αστικής τάξης – στο Κρεμλίνο.

Βομβαρδίζουν το Κρεμλίνο!“. Η είδηση αυτή μεταδόθηκε σχεδόν με φρίκη στους δρόμους της Πετρούπολης από στόμασε στόμα. Οσοι έρχονταν από τη “λευκομαρμάρινη μητέρα Μόσχα” αφηγούνταν φοβερά πράγματα: Χιλιάδες άνθρωποισκοτώθηκαν. Η οδός Τβερ και Κουζνέτσκ βρισκόταν στις φλόγες. Ο ναός του Βασίλι Μπλαζένιν μετατράπηκε σε καπνίζονταερείπια. Η εκκλησία του Ουσπένσκι έγινε σκόνη. Οι πύλες Σπάσκι του Κρεμλίνου από λεπτό σε λεπτό θα σωριαστούν. ΤοΔημαρχείο κάηκε ολότελα.

Τίποτα απ’ όλα όσα είχαν κάνει οι μπολσεβίκοι, δεν μπορούσε να συγκριθεί μ’ αυτήν τη φριχτή ιεροσυλία στην καρδιά της αγίας Ρωσίας. Οι θεοσεβούμενοι άνθρωποι άκουγαν τον κρότο των πυροβόλων να βάλλουν κατευθείαν στο μέτωπο τηςαγίας ορθοδόξου εκκλησίας και να κάνουν χίλια κομμάτια τα άγια των αγίων του ρωσικού έθνους.

Στις 15 (2) του Νοέμβρη ο επίτροπος της Λαϊκής Παιδείας Λουνατσάρσκι έκλαιγε με λυγμούς στη σύσκεψη του Σοβιέτ τωνΛαϊκών Επιτρόπων και βγήκε από το δωμάτιο φωνάζοντας:

Δεν μπορώ ν’ αντέξω σ’ αυτό! Δεν μπορώ να υποφέρω αυτή την καταστροφή όλης της ομορφιάς και των παραδόσεων…“.

Το βράδυ δημοσιεύτηκε στις εφημερίδες η αίτησή του για παραίτηση:

Μόλις τώρα δα άκουσα από αυτόπτες μάρτυρες το τι έγινε στη Μόσχα.Η εκκλησία Βασίλι Μπλαζένιν και η εκκλησία Ουσπένσκι καταστρέφονται. Το Κρεμλίνο, όπου είναι συγκεντρωμένος αυτήτη στιγμή όλος ο καλλιτεχνικός θησαυρός της Πετρούπολης και της Μόσχας βομβαρδίζεται.Χιλιάδες θύματα.Ο αγώνας φτάνει ως τη θηριωδία. Τι θα γίνει ακόμα; Πού τραβάμε; Αυτό δεν μπορώ να το υποφέρω. Η υπομονή μου εξαντλήθηκε. Είμαι ανίσχυρος να σταματήσω αυτό το φοβερό κακό.Δεν μπορώ να δουλέψω κάτω από το βάρος αυτών των σκέψεων που οδηγούν στην τρέλα. Να γιατί παραιτούμαι από το Σοβιέτ των Επιτρόπων του λαού.Αντιλαμβάνομαι όλο το βάρος αυτής της απόφασης, μα δεν μπορώ περισσότερο…“.

Την ίδια εκείνη μέρα οι λευκοφρουροί και οι ευέλπιδες παρέδωσαν το Κρεμλίνο. Τους άφησαν ελεύθερους χωρίς καμιάδιαδικασία. Η συμφωνία για τη λήξη των εχθροπραξιών ανέφερε:

“1. Η επιτροπή της κοινωνικής ασφάλειας διαλύεται.

2.Η λευκοφρουρά επιστρέφει τα όπλα και διαλύεται. Οι αξιωματικοί παραμένουν με το βαθμό του όπλου τους. Στις σχολές των ευελπίδων παραμένουν μόνον τα όπλα που είναι απαραίτητα για την εκπαίδευση. Ολα τα υπόλοιπα όπλα των

ευελπίδων θα παραδοθούν. Η Στρατιωτική Επαναστατική Επιτροπή εγγυάται σ’ όλους την ελευθερία και την προσωπικήασφάλεια.

3.Για την πραγματοποίηση του αφοπλισμού, για τον οποίο γίνεται λόγος στην παράγρ. 2, οργανώνεται επιτροπή απόαντιπροσώπους της Στρατιωτικής Επαναστατικής Επιτροπής και από αντιπροσώπους της διοίκησης και των οργανώσεωνπου πήραν μέρος στις διαπραγματεύσεις για τη συνθηκολόγηση.

4.Από τη στιγμή της υπογραφής της συμφωνίας, τα δύο μέρη θα εκδώσουν αμέσως διαταγή για το σταμάτημα κάθεείδους πυρών και κάθε είδους πολεμικών ενεργειών και θα πάρουν αποφασιστικά μέτρα για την πιστή εκπλήρωση τηςδιαταγής κατά τόπους.

5.Μετά την υπογραφή της συμφωνίας όλοι οι αιχμάλωτοι και των δύο μερών αφήνονται αμέσως ελεύθεροι…“.

Οι μπολσεβίκοι κρατούσαν την πόλη στα χέρια τους εδώ και δύο μέρες. Οι κατατρομαγμένοι κάτοικοι βγήκαν από ταυπόγεια και πήγαν ν’ αναζητήσουν τους νεκρούς τους. Από τους δρόμους αποσύρθηκαν τα οδοφράγματα. Ωστόσο οιδιαδόσεις για τις καταστροφές στη Μόσχα όχι μόνο δε σταμάτησαν αλλά δυνάμωσαν… Ακριβώς αυτές οι τρομερές φήμεςμας ανάγκασαν να πάμε στη Μόσχα.

Η Πετρούπολη, αν και διακόσια χρόνια είναι η έδρα της ρωσικής κυβέρνησης, παρέμεινε ωστόσο μια φτιαχτή πόλη. ΗΜόσχα είναι η πραγματική Ρωσία, τέτοια, όπως ήταν στο παρελθόν και όπως θα ‘ναι στο μέλλον. Στη Μόσχα θαμπορούσαμε να νιώσουμε την πραγματική σχέση του ρούσικου λαού με την επανάσταση. Εδώ η ζωή ήταν πιο έντονη.

Στη διάρκεια της περασμένης βδομάδας η Στρατιωτική Επαναστατική Επιτροπή της Πετρούπολης, με την υποστήριξη τωναπλών σιδηροδρομικών, κατέλαβε το σταθμό του Νικολάγιεφσκ, κι έστελνε το ένα κοντά στο άλλο τμήματα ναυτών καικοκκινοφρουρών προς τα νοτιοανατολικά. Στο Σμόλνι μας έδωσαν άδειες. Χωρίς αυτές, κανένας δεν μπορούσε να φύγειαπό την πρωτεύουσα…

Αμέσως, μόλις παραχώρησαν το συρμό, πλήθη από κουρελήδες στρατιώτες, που ήταν φορτωμένοι με μεγάλα σακούλιαμε τρόφιμα, όρμησαν στα βαγόνια. Εσπασαν πόρτες και τζάμια, κατέλαβαν όλα τα κουπέ και τους διαδρόμους και πολλοίσκαρφάλωσαν ακόμα και στη σκεπή των βαγονιών. Οπως – όπως τρεις από μας τρυπώσαμε στο κουπέ μας, αλλά μαζί μας,την ίδια στιγμή, χώθηκαν καμιά εικοσαριά στρατιώτες… Θέσεις υπήρχαν μόνο για τέσσερις. Λογομαχήσαμε και ζητήσαμενα φύγουν. Ο εισπράχτορας μας υποστήριζε, μα οι στρατιώτες γελούσαν. Για ποιο λόγο να ενοχληθούν για την άνεση μιαςφούχτας αστών! Τους δείξαμε τα χαρτιά μας από το Σμόλνι. Οι στρατιώτες άλλαξαν αμέσως στάση.

“Πάμε από δω, σύντροφοι!”, φώναξε ένας απ’ αυτούς. “Είναι Αμερικανοί σύντροφοι. Ηρθαν να δουν την επανάστασή μας από τριάντα χιλιάδες βέρστια… Και είναι φυσικό να είναι κουρασμένοι!..“.

Αφού ζήτησαν συγνώμη, ευγενικά και φιλόφρονα, οι στρατιώτες άδειασαν το κουπέ μας. Σε λίγο, ακούσαμε να σπάζουντην πόρτα του διπλανού κουπέ, όπου ήταν κλεισμένοι δύο χοντροί και καλοντυμένοι Ρώσοι, που είχαν δώσει φιλοδώρημαστον εισπράχτορα.

Στις εφτά περίπου το βράδυ ξεκινήσαμε. Η μικρή και αδύνατη ατμομηχανή, που έκαιγε ξύλα, μόλις μπορούσε να τραβήξειπίσω της την τεράστια και παραφορτωμένη αμαξοστοιχία μας και συχνά σταματούσε. Οι στρατιώτες που ήταν στη σκεπή,χτυπούσαν με τα τακούνια και τραγουδούσαν μελαγχολικά αγροτικά τραγούδια. Στο διάδρομο που ήταν τόσο γεμάτος,

ώστε ήταν εντελώς αδύνατο να περάσει κανείς, όλη τη νύχτα γίνονταν θορυβώδεις πολιτικές συζητήσεις. Πότε – πότεεμφανιζόταν ο εισπράχτορας και σύμφωνα με τη συνήθεια ρωτούσε για εισιτήρια. Ομως, εξόν από μας, κανένας άλλοςσχεδόν δεν είχε εισιτήρια. Ο εισπράχτορας, αφού καυγάδιζε κάμποσο, σήκωνε μ’ απελπισία τα χέρια προς το ταβάνι κι έφευγε. Η ατμόσφαιρα ήταν αποπνιχτική, γεμάτη αναθυμιάσεις και καπνούς από τα τσιγάρα. Αν δεν ήταν σπασμένα τατζάμια, ασφαλώς θα τα τινάζαμε εκείνη τη νύχτα.

Το τρένο είχε μεγάλη καθυστέρηση. Το πρωί είδαμε γύρω μας χιονισμένο κόσμο. Ηταν ανυπόφορο κρύο. Στις 12 περίπουτο μεσημέρι, εμφανίστηκε κάποια αγρότισσα με ένα καλαθάκι γεμάτο φέτες ψωμιού και μ’ ένα μεγάλο τσαγιερό μεχλιαρό κρίθινο καφέ. Από τότε μέχρι που νύχτωσε δεν είδαμε πια τίποτα, εκτός από την αμαξοστοιχία μας, που ήταν φορτωμένη κόσμο κι έτριζε και σταματούσε κάθε λεπτό. Στους σπάνιους σταθμούς, το λαίμαργο πλήθος γέμιζε στη στιγμήτους μπουφέδες και καταβρόχθιζε τα φτωχά τους εφόδια. Σε έναν απ’ αυτούς τους σταθμούς, είδα τον Νόγκιν και τονΡίκοφ, τους δύο επιτρόπους που διαφώνησαν και γύριζαν στη Μόσχα, για να κάνουν τα παράπονά τους μπροστά στοΣοβιέτ τους.

Εδώ ήταν ακόμα κι ο Μπουχάριν, ένας κοντός κοκκινογένης με μάτια φανατικού, για τον οποίον έλεγαν πως ήταν “πιο αριστερός κι από τον Λένιν“.

Με το τρίτο σφύριγμα ορμήσαμε στο τρένο, ανοίγοντας δρόμο μέσα στο διάδρομο, που ήταν γεμάτος από θορυβώδεςπλήθος. Ηταν ένα ασυνήθιστα καλοκάγαθο πλήθος, που υπόφερε όλες τις στερήσεις με κάποια χιουμοριστική ηρεμία καισυζητούσε ατέλειωτα για όλα στον κόσμο, από την κατάσταση στην Πετρούπολη ως την οργάνωση των αγγλικών τρέιντ -γιούνιονς και λογομαχούσε ζωηρά με τους λίγους “αστούς”, που βρίσκονταν στο τρένο. Μέχρι να φτάσουμε στη Μόσχα,σχεδόν σε κάθε βαγόνι είχε οργανωθεί επιτροπή για την εξεύρεση και διανομή τροφίμων, κι αυτές οι επιτροπές είχανχωριστεί σε πολιτικές παρατάξεις και δεν άργησαν ν’ αρχίσουν τις συζητήσεις για βασικές αρχές.

Στη Μόσχα ο σταθμός ήταν εντελώς άδειος. Μπήκαμε στο διαμέρισμα του επιτρόπου για να κανονίσουμε το ζήτημα τωνεισιτηρίων επιστροφής. Επίτροπος ήταν ένας σκυθρωπός και πολύ νέος υπολοχαγός. Οταν του δείξαμε τα πιστοποιητικάμας από το Σμόλνι, έγινε έξω φρενών και δήλωσε πως αυτός δεν είναι μπολσεβίκος, μα εκπρόσωπος της κοινωνικήςασφάλειας. Χαρακτηριστικό σημαδάκι: Στη γενική σύγχυση που υπήρχε με την κατάληψη της πόλης, οι νικητές ξέχασαν τοβασικό σταθμό…

Εκεί γύρω δεν υπήρχε ούτε ένα αμάξι. Στο μεταξύ, περνώντας μερικά τετράγωνα, βρήκαμε αυτό που ζητούσαμε.Τυλιγμένος με αστείο τρόπο, ένας αμαξάς λαγοκοιμόταν στο κάθισμα του στενού έλκηθρού του.

Πόσο θέλεις μέχρι τοκέντρο της πόλης;“.

Ο αμαξάς έξυσε το σβέρκο.

Ζήτημα είναι, κύριοι, αν θα βρείτε δωμάτιο στο ξενοδοχείο“, είπε. “Ομως μ’ ένα κατοστάρικο μπορώ να σας πάω…“. Πριντην επανάσταση αυτή η μεταφορά κόστιζε μόνο δύο ρούβλια. Αρχίσαμε να παζαρεύουμε, μα εκείνος σήκωσε τους ώμους του.

 “Σε τέτοιες μέρες δεν μπορεί ο καθένας να πάει“, έλεγε.”Χρειάζεται κι εδώ θάρρος“. Δεν μπορέσαμε να καταφέρουμε να κατεβεί κάτω από πενήντα ρούβλια. Οταν πηγαίναμε στους έρημους και χιονισμένους δρόμους που μόλις φωτίζονταν, ο αμαξάς μας διηγόταν για τις περιπέτειές του στη διάρκεια των εξαήμερων μαχών. “Βαδίζεις ή στέκεσαι στη γωνιά” – μαςέλεγε -“και ξαφνικά ακούς να πυροβολούν. Υστερα να πέφτει μια οβίδα. Υστερα άλλοι πυροβολισμοί. Υστερα! Τα-τα-τα, τοπολυβόλο. Αλλάζεις κατεύθυνση. Καλπάζεις. Μα αυτοί οι διαβόλοι σφυρίζουν ολόγυρα. Μόλις βρίσκεις κανέναν ήσυχο δρομάκο, σταματάς στη θέση και αποκοιμιέσαι. Μα ξαφνικά πάλι πυροβολισμός! ξανά βλήμα, τα -τα-τα… Να διαβόλοι! Αληθινά διαβόλοι!..”.

Στο κέντρο της πόλης, οι σκεπασμένοι από το χιόνι δρόμοι ήταν βουτηγμένοι στη σιωπή, σάμπως ν’ αναπαύονταν ύστερα από αρρώστια. Αραιά φανάρια, κάπου – κάπου κανένας βιαστικός διαβάτης. Ενας παγωμένος αέρας τρυπούσε ως το κόκαλο. Χωθήκαμε στο πρώτο ξενοδοχείο που βρήκαμε, κι όπου έκαιγαν δύο κεριά.

Μάλιστα, και βέβαια έχουμε πολύ άνετα δωμάτια. Μόνο που όλα τα τζάμια είναι σπασμένα. Αν οι κύριοι δεν έχουναντίρρηση για τον καθαρό αέρα…“.

Στην οδό Τβερ τα τζάμια των καταστημάτων ήταν σπασμένα, το λιθόστρωτο ήταν ανασκαμμένο, συχνά σκοντάφταμε στιςλακκούβες των οβίδων. Γυρίζαμε από ξενοδοχείο σε ξενοδοχείο, όμως όλα ήταν γεμάτα και σε άλλα οι κατατρομαγμένοιιδιοκτήτες επαναλάβαιναν επίμονα όλο το ίδιο: “Δωμάτια δεν υπάρχουν! Δεν υπάρχουν δωμάτια…“.

 Στους κεντρικούςδρόμους, όπου ήταν συγκεντρωμένες οι τράπεζες κι οι μεγάλοι εμπορικοί οίκοι, φαίνονταν καθαρά τα ίχνη που άφησε τομπολσεβίκικο πυροβολικό. Ενας από τους σοβιετικούς υπεύθυνους μου έλεγε: “Οταν δεν μπορούσαμε να διαπιστώσουμεμε ακρίβεια πού είναι οι ευέλπιδες κι οι λευκοφρουροί, πυροβολούσαμε κατευθείαν στα λογιστικά τους βιβλία“.

Τέλος, μας φιλοξένησαν στο μεγάλο ξενοδοχείο “Εθνικόν” (όπως και να ‘χε το πράμα, ήμασταν ξένοι κι η ΣτρατιωτικήΕπαναστατική Επιτροπή υποσχέθηκε να εξασφαλίσει τόπο διαμονής για τους ξένους υπηκόους). Ο ιδιοκτήτης του ξενοδοχείου μας έδειξε στο πάνω πάτωμα τα τζάμια που ήταν σπασμένα από μια εγκαιροφλεγή. “Κτήνη!” φώναξε, κουνώντας τις γροθιές προς την κατεύθυνση που υποτίθεται ότι βρίσκονταν οι μπολσεβίκοι. “Λοιπόν, θα το δείτε! Θα ‘ρθει η μέρα της πληρωμής! Μέσα σε λίγες μέρες η γελοία κυβέρνησή σας θα πάει στο διάβολο! Και τότε θα σας δείξουμε!..“.

Φάγαμε σ’ ένα εστιατόριο που μαγείρευε μόνο χόρτα κι είχε την ελκυστική ονομασία: “Κανέναν δεν τρώγω“. Στους τοίχους ήταν αναρτημένα πορτρέτα του Τολστόι. Μετά το φαγητό βγήκαμε στο δρόμο.

Το Σοβιέτ της Μόσχας στεγαζόταν σ’ ένα επιβλητικό κτίριο στην πλατεία Σκόμπελεφ, στο μέγαρο του πρώην στρατηγού – κυβερνήτη. Η είσοδος φρουρούνταν από κοκκινοφρουρούς. Αφού ανεβήκαμε τη φαρδιά επίσημη σκάλα, που οι τοίχοι της ήταν γεμάτοι από ανακοινώσεις για συνελεύσεις των επιτροπών κι από εκκλήσεις των πολιτικών κομμάτων, περάσαμε μέσα από μια σειρά επιβλητικές αίθουσες υποδοχής με αναρτημένες εικόνες σε χρυσές κορνίζες, πλαισιωμένες με κόκκινο και μπήκαμε σε μια πολυτελέστατη επίσημη αίθουσα με θαυμάσιους πολυελαίους και πίνακες με επίχρυσες κορνίζες.

 Το σιγανό ψιθύρισμα πολλών φωνών και το τρίξιμο μερικών ραπτομηχανών γέμιζαν το διαμέρισμα. Στο πάτωμα και στα τραπέζια ήταν απλωμένες μακριές λουρίδες κόκκινο και μαύρο ύφασμα και πενήντα περίπου γυναίκες έκοβαν κι έραβαν κορδέλες και σημαίες για την κηδεία των θυμάτων της επανάστασης. Τα πρόσωπα αυτών των γυναικών ήταν ρυτιδωμένα και τραχιά από τη σκληρή βιοπάλη. Δούλευαν θλιμμένες κι αυστηρές και πολλές είχαν δάκρυα στα μάτια… Οι απώλειες του Κόκκινου Στρατού ήταν μεγάλες…

Στη γωνιά, σ’ ένα γραφείο καθόταν ο Ρόγκοφ, με έξυπνο πρόσωπο, με γυαλιά και με μαύρη εργατική μπλούζα. Μας προσκάλεσε να πάρουμε μέρος, μαζί με τα μέλη της εκτελεστικής επιτροπής, στην κηδεία, που είχε οριστεί για το επόμενο πρωί.

Στους μενσεβίκους και στους εσέρους δεν μπορείς να βάλεις μυαλό!” φώναζε ο Ρόγκοφ. “Καιροσκοπούν απλώς από συνήθεια… Φαντασθείτε, μας πρότειναν να οργανώσουμε κηδεία από κοινού με τους ευέλπιδες!..“.

Την αίθουσα διέσχιζε ένας άνθρωπος με σχισμένη στρατιωτική χλαίνη και με καπέλο. Η φυσιογνωμία του μου φάνηκε γνωστή… αναγνώρισα τον Μελνιτσάνσκι, με τον οποίο έτυχε να συναντηθώ στην Μπαγιόν (της πολιτείας της Νέας Υερσέης) την εποχή της περίφημης απεργίας στις επιχειρήσεις της εταιρίας “Στάνταρτ Οϊλ”. Εκείνη την εποχή ο Μελνιτσάνσκι ήταν ρολογάς και ονομαζόταν Τζορτζ Μέλτσερ. Τώρα έμαθα πως είναι γραμματέας του επαγγελματικού συνδικάτου των μεταλλουργών της Μόσχας και στο διάστημα των οδομαχιών ήταν επίτροπος της Στρατιωτικής Επαναστατικής Επιτροπής.

Ορίστε, καμαρώστε με!” φώναξε, δείχνοντας τα ελεεινά κουρέλια του. “Οταν οι ευέλπιδες εμφανίστηκαν για πρώτη φορά στο Κρεμλίνο, ήμουν, εκεί με τα παλικάρια μας. Εμένα με πέταξαν στο υπόγειο, μου πήραν το παλτό, τα χρήματα, το ρολόι, ακόμα και το δαχτυλίδι μού βγάλαν από το δάχτυλο. Και να, πώς είμαι αναγκασμένος να γυρίζω τώρα!..“.

Μου διηγήθηκε πολλές λεπτομέρειες για την αιματηρή εξαήμερη μάχη, που είχε χωρίσει τη Μόσχα σε δύο μέρη. Το Δημοτικό Συμβούλιο της Μόσχας δεν ήταν σαν της Πετρούπολης, μα καθοδηγούσε άμεσα τους ευέλπιδες και τους λευκοφρουρούς. Ο δήμαρχος Ρούντνεφ κι ο πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου Μίνορ, διεύθυναν τις επιχειρήσεις της Επιτροπής κοινωνικής ασφάλειας και των στρατευμάτων. Ο διοικητής της πόλης Ριάμπτσεφ ήταν δημοκρατικός και ταλαντευόταν αν έπρεπε ν’ αρχίσει αγώνα με τη Στρατιωτική Επαναστατική Επιτροπή. Το Δημοτικό Συμβούλιο, όμως, τον υποχρέωσε να μπει σ’ αυτό τον αγώνα. Η κατάληψη του Κρεμλίνου έγινε έπειτα από την επιμονή του δημάρχου.

Αν είστε στο Κρεμλίνο, οι μπολσεβίκοι δε θα τολμήσουν να σας βομβαρδίσουν“, έλεγε ο δήμαρχος.

Κι οι δύο οι αντιμαχόμενες πλευρές προσπαθούσαν να πάρουν με το μέρος τους ένα από τα συντάγματα της φρουράς που είχε παραλύσει ολότελα από την πολύχρονη αδράνεια. Το σύνταγμα αυτό έκανε συνέλευση και συζήτησε την κατάσταση.

Στο τέλος οι στρατιώτες αποφάσισαν να μείνουν ουδέτεροι και να συνεχίσουν τη δουλιά τους, δηλαδή να πουλούν φιτίλια για τους αναπτήρες και πασατέμπο.

Το χειρότερο απ’ όλα όμως“, έλεγε ο Μελνιτσάνσκι, “ήταν, ότι έπρεπε να οργανώσουμε τις δυνάμεις μας ακριβώς την ώρα της μάχης. Οι εχθροί ήξεραν θαυμάσια τι ήθελαν, ενώ στην παράταξή μας οι στρατιώτες είχαν το δικό τους Σοβιέτ κι οι εργάτες το δικό τους… Αρχισαν φοβερές διαμάχες για το ποιος θα διοικεί. Ορισμένα συντάγματα πριν αποφασίσουν τι θα κάνουν, έκαναν συγκεντρώσεις που κράτησαν κάμποσες μέρες. Κι όταν οι αξιωματικοί έφυγαν ξαφνικά από μας, μείναμε χωρίς στρατιωτικό επιτελείο…“.

Μου αφηγήθηκε πολλές ζωντανές σκηνές. Μια φορά, μια γκρίζα κρύα μέρα, στεκόταν στη γωνιά της οδού Νικίτσκαγια, που βάλλονταν από πυρά πολυβόλων. Εκεί ακριβώς είχαν μαζευτεί μια γκρούπα αλήτες, που συνήθως πουλούσαν εφημερίδες. Αυτοί σοφίστηκαν ένα καινούριο παιχνίδι: περιμένοντας τη στιγμή που τα πυρά αραίωναν κάπως, άρχιζαν να τρέχουν πίσω – μπρος μέσα στο δρόμο. Ολη η παρέα βρισκόταν σε έξαψη και είχε συνεπαρθεί από το παιχνίδι. Πολλοί σκοτώθηκαν, οι υπόλοιποι όμως συνέχιζαν να πηδούν από πεζοδρόμιο σε πεζοδρόμιο, παρακινώντας ο ένας τον άλλον.

Αργά το βράδυ πήγα στο μέγαρο των Ευγενών, όπου οι μπολσεβίκοι της Μόσχας συγκεντρώθηκαν για να συζητήσουν την εισήγηση του Νόγκιν, του Ρίκοφ και των άλλων που είχαν παραιτηθεί από το Συμβούλιο των Επιτρόπων του Λαού.Η συνέλευση γινόταν στην αίθουσα του θεάτρου, όπου στην εποχή του παλιού καθεστώτος ερασιτεχνικοί όμιλοι παρουσίαζαν γαλλικές κωμωδίες στο κοινό, που αποτελούνταν από αξιωματικούς και φανταχτερά ντυμένες γυναίκες.

Στην αρχή είχαν μπει στην αίθουσα μόνο διανοούμενοι. Ολοι αυτοί κατοικούσαν στο κέντρο της πόλης. Μιλούσε ο Νόγκιν κι η πλειοψηφία του ακροατηρίου ήταν απόλυτα με το μέρος του. Οι εργάτες έφτασαν αργότερα. Κατοικούσαν στις συνοικίες και τα τραμ εκείνες τις μέρες δεν κυκλοφορούσαν. Κατά τα μεσάνυχτα άρχισαν ν’ ανεβαίνουν τις σκάλες ομάδες – ομάδες από δέκα – δώδεκα άτομα. Ηταν μεγαλόσωμοι, γεροδεμένοι άντρες, με χοντροκομμένα ρούχα. Μόλις είχαν φύγει από το πεδίο της μάχης. Ολόκληρη βδομάδα μάχονταν σαν διαβόλοι, βλέποντας να πέφτουν γύρω τους οι σύντροφοί τους.

Μόλις η συνέλευση άνοιξε τυπικά, γέμισαν τον Νόγκιν με βροχή από ειρωνείες και άγριες κραυγές. Μάταια προσπάθησε να δώσει εξηγήσεις και να δικαιολογηθεί. Δεν ήθελαν να τον ακούσουν. Εγκατέλειψε το Συμβούλιο των Επιτρόπων του Λαού. Λιποτάχτησε από τη θέση του στο αποκορύφωμα της μάχης!.. Οσον αφορά τον αστικό Τύπο, εδώ στη Μόσχα, δεν υπήρχε πια. Ακόμα και το Δημοτικό Συμβούλιο διαλύθηκε. Στο βήμα ανέβηκε νευριασμένος ο φαρμακερός Μπουχάριν, που τα λόγια του κατάφερναν χτύπημα πάνω στο χτύπημα. Οι συγκεντρωμένοι τον άκουγαν με ανοιχτό το στόμα. Η απόφαση για την επιδοκιμασία της δράσης του Συμβουλίου των Επιτρόπων του Λαού συγκέντρωσε τη συντριπτική πλειοψηφία. Ετσι μίλησε η Μόσχα…

Αργά τη νύχτα περάσαμε από τους ερημωμένους δρόμους και περνώντας τις πύλες του Ιβερσκ βγήκαμε στην τεράστια Κόκκινη Πλατεία, προς το Κρεμλίνο. Στο σκοτάδι ξεχώριζαν θαμπά τα φανταχτερά σχήματα των ελικοειδών και σκαλιστών τρούλων της εκκλησίας του Βασίλι Μπλαζένιν, που ήταν βαμμένοι με έντονα χρώματα κι όπου δε φαίνονταν καθόλου σημάδια βλάβης. Στη μια πλευρά της πλατείας υψώνονταν οι σκοτεινοί πύργοι και τα τείχη του Κρεμλίνου. Στον ψηλό τοίχο έλαμπαν κόκκινες ανταύγειες από αόρατες φωτιές. Μέσα από ολόκληρη την τεράστια πλατεία έφταναν ως εμάς φωνές και χτύποι λοστών και φτυαριών. Διασχίσαμε την πλατεία.

Στα βάθρα των τοίχων ήταν στοιβαγμένα βουνά από χώμα και αμμοχάλικο. Σκαρφαλώνοντας πιο ψηλά, κοιτάξαμε κάτω κι είδαμε δύο τεράστιους λάκκους, δέκα – δεκαπέντε πόδια βάθος και πενήντα γιάρδες (1) πλάτος, όπου φωτιζόμενοι από μεγάλες φωτιές δούλευαν με φτυάρια εκατοντάδες εργάτες και στρατιώτες.  Ενας νεαρός φοιτητής μας μίλησε γερμανικά. “Αυτός είναι ο αδερφικός τάφος“, είπε. “Αύριο θα θάψουμε εδώ πεντακόσιους προλετάριους, που έπεσαν για την επανάσταση“.

Μας οδήγησε στο λάκκο, οι κασμάδες και τα φτυάρια δούλευαν πυρετώδικα και το βουνό του χώματος όλο και μεγάλωνε.

Ολοι σώπαιναν. Πάνω μας ο ουρανός ήταν πυκνοσπαρμένος με άστρα και τα αρχαία τείχη του τσαρικού Κρεμλίνου χάνονταν κάπου ψηλά.

Εδώ, σ’ αυτό τον άγιο τόπο“, είπε ο φοιτητής, “τον πιο άγιο σ’ όλη τη Ρωσία, θα θάψουμε τους δικούς μας αγίους. Εδώ όπου βρίσκονται οι τάφοι των τσάρων, θα αναπαυθεί ο δικός μας ο τσάρος – ο λαός...”. Το χέρι του ήταν δεμένο με επίδεσμο, είχε τραυματιστεί από σφαίρες στις οδομαχίες. Ο φοιτητής κοίταξε το χέρι του. “Εσείς, οι ξένοι“, συνέχισε, “κοιτάζετε εμάς τους Ρώσους, από πάνω προς τα κάτω, επειδή εμείς τόσα χρόνια υποφέραμε τη μεσαιωνική μοναρχία. Ομως εμείς είδαμε πως ο τσάρος δεν ήταν ο μοναδικός τύραννος στον κόσμο. Ο καπιταλισμός είναι ακόμα χειρότερος, αφού αυτός προστάζει σ’ όλο τον κόσμο, σαν πραγματικός αυτοκράτορας… Δεν υπάρχει επαναστατική ταχτική καλύτερη από τη ρωσική…“.

Οταν φεύγαμε, οι εργάτες, που είχαν πια κουραστεί πολύ και ήταν μούσκεμα στον ιδρώτα, παρά το κρύο, άρχισαν αργά να βγαίνουν από τους λάκκους. Μέσα από την Κόκκινη Πλατεία ερχόταν κιόλας βιαστικά για να τους αντικαταστήσει μια άλλη μάζα ανθρώπων. Πήδησαν στους λάκκους, άρπαξαν τα φτυάρια και χωρίς να πούνε λέξη, άρχισαν να σκάβουν, να σκάβουν, να σκάβουν…

Ετσι, στη διάρκεια αυτής της μακρινής νύχτας, άνθρωποι του λαού άλλαζαν εθελοντικά ο ένας τον άλλον, μη σταματώντας ούτε λεπτό τη βιαστική τους δουλιά. Το κρύο πρωινό φως φώτισε στην τεράστια χιονισμένη πλατεία τους δύο ανοιχτούς καφετιούς λάκκους, του έτοιμου αδερφικού τάφου.

Σηκωθήκαμε πριν την ανατολή του ήλιου και τραβήξαμε βιαστικά μέσα από τους σκοτεινούς δρόμους για την πλατεία Σκόμπελεφ. Στην τεράστια πόλη δε φαινόταν ούτε ψυχή. Απ’ όλες τις πλευρές όμως, από μακριά κι από κοντά, ακουγόταν σιγανός και υπόκωφος ο θόρυβος της κίνησης, ακριβώς έτσι όπως αρχίζει η ανεμοθύελλα. Στο ωχρό μισόφωτο του πρωινού, μπροστά στο κτίριο του Σοβιέτ, συγκεντρώθηκε μια μικρή ομάδα από άντρες και γυναίκες με ολόκληρο μπόγο κόκκινων σημαιών, με χρυσές επιγραφές. Ηταν σημαίες της Εκτελεστικής Επιτροπής του Σοβιέτ της Μόσχας.

Ξημέρωνε… Ο υπόκωφος θόρυβος που ερχόταν από μακριά δυνάμωνε, γινόταν πιο ισχυρός, μετατρεπόταν σε βουητό. Η πόλη σηκωνόταν στο πόδι. Βαδίσαμε προς τα κάτω από την οδό Τβερ, κρατώντας ψηλά τις σημαίες που κυμάτιζαν. Τα εκκλησάκια, από τα οποία περνούσαμε, ήταν κλειστά, βυθισμένα στο σκοτάδι. Κλειστό ήταν και το εκκλησάκι της Παναγίας του Ιβερσκ που παλιά το επισκεπτόταν κάθε νέος τσάρος, πριν από τη στέψη του στο Κρεμλίνο και το οποίο ήταν συνήθως ανοιχτό και γεμάτο κόσμο ολόκληρα εικοσιτετράωρα, λάμποντας από το φως των κεριών που άναβαν οι πιστοί και που αντανακλούσε στο χρυσάφι, στο ασήμι και στις πολύτιμες πέτρες των εικόνων του. Κι όπως μας βεβαίωναν, για πρώτη φορά τώρα, ύστερα από την επιδρομή του Ναπολέοντα, είχαν σβήσει τα κεριά στην εκκλησία.

…Η αγία ορθόδοξη εκκλησία έχασε την ευλογημένη της Μόσχα, που έγινε πια φωλιά των φαρμακερών φιδιών που τόλμησαν να βομβαρδίσουν το Κρεμλίνο… Οι εκκλησίες βούλιαξαν στο σκοτάδι, στη σιωπή και στο κρύο. Οι παπάδες εξαφανίστηκαν. Για τις κηδείες των κόκκινων δεν υπάρχουν παπάδες, δε θα διαβαστούν νεκρώσιμες ακολουθίες πάνω στους τάφους των ιερόσυλων, δε θα αναπεμφθούν κανενός είδους δεήσεις. Και πολύ σύντομα ο μητροπολίτης της Μόσχας, Τίχον, θ’ αφορίσει τα Σοβιέτ!..

Τα καταστήματα ήταν κλειστά, κι οι πλούσιοι έμειναν στα σπίτια τους. Φυσικά για άλλο λόγο. Σήμερα ήταν η μέρα του λαού κι ο θόρυβος του ερχομού του, έμοιαζε με το βουητό των κυμάτων της θάλασσας.

Από την πύλη του Ιβερσκ ξεχυνόταν κιόλας το ανθρώπινο ποτάμι και χιλιάδες λαού πλημμύρισαν την ευρύχωρη Κόκκινη Πλατεία. Πρόσεξα ότι καθώς περνούσαν μπροστά από το εκκλησάκι του Ιβερσκ κανένας δεν έκανε σταυρό, όπως γινόταν προηγούμενα…

Ανοίγοντας δρόμο ανάμεσα από το πυκνό πλήθος που είχε στριμωχτεί στα τείχη του Κρεμλίνου σκαρφαλώσαμε στην κορυφή ενός μεγάλου αναχώματος. Βρίσκονταν κιόλας εδώ μερικά άτομα κι ανάμεσά τους ήταν κι ο στρατιώτης Μουράλοφ, που είχε εκλεγεί διοικητής της Μόσχας. Ηταν ένας ψηλόκορμος άντρας με γένια, με καλόκαρδο βλέμμα και απλό ύφος.

Απ’ όλους τους δρόμους ξεχύνονταν προς την Κόκκινη Πλατεία τεράστια πλήθη λαού. Είχαν συγκεντρωθεί χιλιάδες άνθρωποι βασανισμένοι από τη δουλιά και τη φτώχεια. Εμφανίστηκε μια στρατιωτική μουσική που ανέκρουσε τη “Διεθνή” κι όλο το πλήθος άρχισε αυθόρμητα να τραγουδάει τον ύμνο, που αργά και θριαμβευτικά πλημμύρισε την πλατεία σαν θαλασσινό κύμα.

Από τα τείχη του Κρεμλίνου ως το έδαφος κρέμονταν πελώριες κόκκινες σημαίες με άσπρες ή χρυσές επιγραφές: “Στους πρωτοπόρους της παγκόσμιας σοσιαλιστικής επανάστασης“. “Ζήτω η αδερφοσύνη των εργατών όλου του κόσμου”!Ενας παγερός αέρας σάρωνε την πλατεία, ανεμίζοντας τις σημαίες. Από τις πιο μακρινές συνοικίες έφταναν τώρα οι εργάτες από τις φάμπρικες και τα εργοστάσια με τους νεκρούς τους. Τους βλέπαμε να περνούν από την πύλη που κυμάτιζαν οι σημαίες κρατώντας τα κατακόκκινα σαν αίμα φέρετρα. Ηταν κάτι χοντροκομμένες κάσες από απλάνιστα σανίδια βαμμένα κόκκινα και τα σήκωναν στους ώμους τους απλοί άνθρωποι, με πρόσωπα μουσκεμένα από τα δάκρυα.

Πίσω από τα φέρετρα βάδιζαν οι γυναίκες που έκλαιγαν με λυγμούς ή σώπαιναν μαρμαρωμένες και χλομές σαν νεκρές. Μερικά  φέρετρα ήταν ανοιχτά και από πίσω τους κουβαλούσαν χωριστά τα καλύμματα. Αλλα ήταν σκεπασμένα με αραχνοϋφαντο ύφασμα, με χρυσά ή ασημένια κεντήματα ή ήταν καρφωμένο στο φέρετρο κάποιο στρατιωτικό πηλήκιο. Υπήρχαν πολλά στεφάνια από τεχνητά λουλούδια…

Η πομπή προχωρούσε αργά προς το μέρος μας μέσα από το πλήθος, που άνοιγε κι έκλεινε αμέσως πίσω της. Κάτω από την πόλη περνούσε τώρα ένας ατέλειωτος χείμαρρος από σημαίες όλων των αποχρώσεων του κόκκινου, με χρυσές και ασημένιες επιγραφές και ταινίες από μαύρο κρεπ στο κοντάρι. Υπήρχαν ακόμη και μερικές μαύρες σημαίες των αναρχικών, με άσπρα γράμματα. Η ορχήστρα έπαιξε το πένθιμο επαναστατικό εμβατήριο και μέσα στο απέραντο πλήθος που προχωρούσε με βγαλμένα τα καπέλα ξεχώριζαν οι βραχνές και πνιγμένες φωνές και στεναγμοί αυτών που κρατούσαν τα φέρετρα.

Ανακατεμένα με τους εργάτες βάδιζαν τμήματα στρατιωτών με τα δικά τους φέρετρα και ακολουθούσαν σε συνέχεια με βήμα πορείας, ίλες ιππικού, πυροβολαρχίες με τα κανόνια ντυμένα με κόκκινο και μαύρο ύφασμα, που σου ‘διναν την εντύπωση ότι θα ‘μεναν έτσι για πάντα. Στις σημαίες των στρατιωτικών τμημάτων υπήρχαν συνθήματα: “Ζήτω η Γ Διεθνής!“, ή “Θέλουμε δίκαιη γενική δημοκρατική ειρήνη!“.

Η νεκρική πομπή πλησίασε αργά στους τάφους κι εκείνοι που κρατούσαν τα φέρετρα τα κατέβασαν στους λάκκους. Ανάμεσά τους ήταν και πολλές γυναίκες, χειροδύναμες, πλατύσωμες προλετάρισσες. Πίσω από τα φέρετρα ακολουθούσαν άλλες γυναίκες, νεαρές, με πονεμένη έκφραση ή ρυτιδωμένες γριές, που φώναζαν αλλόφρονα. Πολλές απ’ αυτές ρίχνονταν στον τάφο κοντά στους γιους και τους άντρες τους και φώναζαν τρομερά, όταν οι άλλοι προσπαθούσαν να τις συγκρατήσουν. Ετσι αγαπιούνται μεταξύ τους οι φτωχοί…

Ολη την ατέλειωτη αυτή μέρα, ως αργά το βράδυ, περνούσε η πένθιμη αυτή πομπή. Μπήκε στην πλατεία από την πύλη του Ιβερσκ και βγήκε απ’ αυτήν προς την οδό Νικόλσκαγια… Ηταν ένας χείμαρρος από κόκκινες σημαίες, πάνω στις οποίες είχαν γραφτεί λόγια ελπίδας και αδερφοσύνης, καθώς και τολμηρές προφητείες. Τα λόγια αυτά που διάβαζαν πενήντα χιλιάδες λαού έμειναν αποτυπωμένα στη μνήμη των εργαζομένων όλου του κόσμου και των απογόνων τους…

Το ένα ύστερα από το άλλο, τοποθετήθηκαν στον κοινό τάφο, τα πεντακόσια φέρετρα. Είχε αρχίσει να σουρουπώνει πια, αλλά οι σημαίες κυμάτιζαν και θρόιζαν στον άνεμο, ενώ η μουσική μπάντα έπαιζε αδιάκοπα το πένθιμο εμβατήριο, που το τραγουδούσε το τεράστιο πλήθος. Πάνω από τον τάφο στα γυμνά κλαδιά των δέντρων, σαν πολύχρωμα παράξενα λουλούδια, κρέμονταν τα στεφάνια. Διακόσιοι άνθρωποι άρπαξαν τα φτυάρια κι άρχισαν να σκεπάζουν τον τάφο. Το χώμα χτυπούσε ξηρά απάνω στα φέρετρα κι αυτός ο ξηρός ήχος ξεχώριζε καθαρά μέσα από το τραγούδι του λαού…

Αναψαν τα φώτα. Πέρασαν οι τελευταίες σημαίες κι οι τελευταίες γυναίκες που έκλαιγαν, ρίχνοντας πίσω τους ένα τρομερό τελευταίο βλέμμα. Το προλεταριακό κύμα αποσυρόταν αργά από την Κόκκινη Πλατεία…

Και ξαφνικά κατάλαβα ότι ο θεοφοβούμενος ρούσικος λαός, δε χρειαζότανε πια παπάδες για να τον βοηθήσουν να βρει το δρόμο προς το βασίλειο των ουρανών. Ο λαός αυτός άρχισε να χτίζει στη Γη ένα τέτοιο φωτεινό βασίλειο, που δε βρίσκεται σε κανένα ουρανό… Ενα τέτοιο βασίλειο για το οποίο είναι ευτυχία να δώσει κανείς ακόμα και τη ζωή του…

 

 

 

(1). Πόδι = 30,5 εκατ. του μέτρου, γιάρδα = 91,5 εκατ. του μέτρου. Σύντ.

 

 

 

http://kiatipis.org/Writers/J/John.Reed/Ten.days.that.shook.the.world.pdf

 

 

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *