John Reed: Το μέτωπο της επανάστασης

Το κείμενο είναι το έβδομο μέρος του έργου του Τ.Ρίντ «Δέκα μέρες που συγκλόνισαν τον κόσμο».  Τους προλόγους μπορείτε να τους βρείτε εδώ , το πρώτο μέρος εδώ ,το δεύτερο εδώ , το τρίτο εδώ,το τέταρτο εδώ ,το πέμπτο εδώ και το έκτο εδώ

 

 

Το μέτωπο της επανάστασης

 

 

Σάββατο, 10 Νοέμβρη (22 του Οχτώβρη)…

Πολίτες!

Η Στρατιωτική Επαναστατική Επιτροπή δηλώνει πως δε θα δεχτεί καμιά διασάλευση της επαναστατικής τάξης…

Η κλεψιά, οι λεηλασίες, οι διαρρήξεις κι οι απόπειρες πογκρόμ θα τιμωρούνται αυστηρά…

Ακολουθώντας το παράδειγμα της Κομμούνας του Παρισιού, η επιτροπή θα συντρίψει ανελέητα όλους τους κλέφτες και τους υποκινητές της αναρχίας…“.

 Στην πόλη επικρατούσε ησυχία: ούτε φασαρίες, ούτε κλεψιές, ακόμα ούτε και καυγάδες μεθυσμένων. Τη νύχτα στους έρημους δρόμους κινούνταν οπλισμένα περίπολα και σ’ όλα τα σταυροδρόμια φύλαγαν, γύρω από φωτιές, στρατιώτες και κοκκινοφρουροί, που γελούσαν και τραγουδούσαν. Την ημέρα συγκεντρώνονταν στα πεζοδρόμια μεγάλα πλήθη, που άκουγαν τις αδιάκοπες και φλογερές συζητήσεις ανάμεσα στους φοιτητές και τους στρατιώτες, ανάμεσα στους εμπόρους και τους εργάτες.

Οι πολίτες σταματούσαν ο ένας τον άλλον στους δρόμους.

Ερχονται οι κοζάκοι;“.

Οχι...”.

Τι νέα;“.

Δεν ξέρω τίποτα… Πού βρίσκεται ο Κερένσκι;“.

Λένε, πως απέχει οχτώ βέρστια από την Πετρούπολη… Είναι αλήθεια πως οι μπολσεβίκοι κατέφυγαν στην Αβρόρα;“.

Ετσι λένε...”.

Ολοι οι τοίχοι ήταν σκεπασμένοι. Οι εφημερίδες βέβαια ήταν λίγες. Αποκαλύψεις, εκκλήσεις, διατάγματα…

Σε ένα μεγάλο πλακάτ ήταν ένα υστερικό μανιφέστο της Εκτελεστικής Επιτροπής του Πανρωσικού Σοβιέτ των αγροτών – βουλευτών.

“… Αυτοί (οι μπολσεβίκοι) τολμούν να λένε, ότι τάχα στηρίζονται στα Σοβιέτ των αγροτών – βουλευτών. Χωρίς να ‘χουν καμιά εξουσιοδότηση μιλούν εξ ονόματος των Σοβιέτ των αγροτών – βουλευτών. Ας γνωρίζει όμως όλη η εργαζόμενη Ρωσία ότι αυτό είναι ψέμα κι ότι όλη η εργαζόμενη αγροτιά, που την αντιπροσωπεύει η Εκτελεστική Επιτροπή του Πανρωσικού Σοβιέτ των αγροτών – βουλευτών, απορρίπτει με αγανάχτηση οποιαδήποτε συμμετοχή της οργανωμένης αγροτιάς σ’ αυτή την εγκληματική βία ενάντια στη θέληση όλων των εργαζομένων“.

Από το στρατιωτικό τμήμα του κόμματος των σοσιαλιστών επαναστατών:

“…Η παράφρονη απόπειρα των μπολσεβίκων βρίσκεται στις παραμονές της χρεοκοπίας. Η φρουρά είναι διασπαρμένη, αποθαρρυμένη. Τα υπουργεία δε δουλεύουν. Το ψωμί τελειώνει. Ολες οι παρατάξεις, εκτός από τη φούχτα των μαξιμαλιστών, εγκατέλειψαν το συνέδριο. Το κόμμα των μπολσεβίκων απομονώθηκε… Προτείνουμε… να συσπειρωθούμε γύρω από την επιτροπή σωτηρίας της πατρίδας και της επανάστασης… και να είμαστε πανέτοιμοι, ώστε την κατάλληλη στιγμή, με το σύνθημα της Κεντρικής Επιτροπής, ν’ αντιδράσουμε αποφασιστικά…“.

Το Συμβούλιο της Δημοκρατίας αράδιαζε τις βρισιές του στην παρακάτω προκήρυξη:

“...Το Προσωρινό Συμβούλιο της Ρωσικής Δημοκρατίας, υποχωρώντας μπροστά στην πίεση των ξιφολογχών, υποχρεώθηκε στις 25 του Οχτώβρη να διαλυθεί και να διακόψει προσωρινά τη δουλιά του.

Οι σφετεριστές της εξουσίας, με τα λόγια “λευτεριά και σοσιαλισμός” στο στόμα, εφαρμόζουν τη βία και την αυθαιρεσία.

Συνέλαβαν κι έκλεισαν στα τσαρικά μπουντρούμια τα μέλη της προσωρινής κυβέρνησης και μαζί τους και τους σοσιαλιστές υπουργούς. Εκλεισαν τις εφημερίδες, άρπαξαν τα τυπογραφεία…

Μια τέτοια εξουσία πρέπει να χαρακτηριστεί εχθρός του λαού και της επανάστασης κι επιβάλλεται να παλέψουμε ενάντιά της και οπωσδήποτε να την ανατρέψουμε…

Το Προσωρινό Συμβούλιο της Δημοκρατίας, ώσπου να επαναλάβει τις εργασίες του, καλεί τους πολίτες της Ρωσικής Δημοκρατίας να συσπειρωθούν γύρω από τις τοπικές Επιτροπές Σωτηρίας της πατρίδας και της επανάστασης, που οργανώνουν την ανατροπή της εξουσίας των μπολσεβίκων και τη δημιουργία κυβέρνησης ικανής να οδηγήσει τη βασανισμένη χώρα στη Συντακτική Συνέλευση“.

Η “Υπόθεση του Λαού” έγραφε:

“...Επανάσταση είναι η εξέγερση όλου του λαού…

Ποιος αναγνώρισε τη “δεύτερη επανάσταση” των κ. κ. Λένιν, Τρότσκι και των ομοίων τους; Μόνο οι ξεγελασμένες απ’ αυτούς μικρές ομάδες εργατών, στρατιωτών και ναυτών και κανείς άλλος…“.

Και ο “Λαϊκός Λόγος” (όργανο των λαϊκών σοσιαλιστών):

Εργατοαγροτική κυβέρνηση; Είναι φανταστική. Αυτή την “κυβέρνηση” δεν την αναγνωρίζει κανένας, ούτε στη Ρωσία, ούτε στις σύμμαχες, ούτε ακόμα και στις εχθρικές χώρες!..“.

Ο αστικός Τύπος είχε εξαφανιστεί, προσωρινά, εντελώς…

Η “Πράβντα” έκανε απολογισμό της πρώτης συνεδρίασης της νέας ΚΕΕ, της Βουλής της Ρωσικής Σοβιετικής Δημοκρατίας.

Ο λαϊκός επίτροπος της Γεωργίας Μιλιούτιν υπογράμμιζε ότι η Αγροτική Εκτελεστική Επιτροπή συγκάλεσε για τις 13 του Δεκέμβρη Πανρωσικό αγροτικό συνέδριο. “Εμείς όμως δεν μπορούμε να περιμένουμε, έλεγε. Μας είναι απαραίτητη η υποστήριξη της αγροτιάς. Προτείνω να συγκληθεί αμέσως το αγροτικό συνέδριο…“.

Οι αριστεροί εσέροι δέχτηκαν αυτή την πρόταση… Σχεδιάστηκε στα γρήγορα μια έκκληση προς τους αγρότες και εκλέχτηκε επιτροπή από πέντε πρόσωπα για την πραγματοποίησή της.

Οι λεπτομέρειες του νέου νόμου για τη διανομή της γης και τον εργατικό έλεγχο στην παραγωγή αναβλήθηκε ώσπου να υποβληθεί ο απολογισμός της επιτροπής των εμπειρογνωμόνων.

Προτάθηκαν και εγκρίθηκαν τρία διατάγματα: Πρώτο, η πρόταση του Λένιν “Γενική θέση για τον Τύπο”, που αποφάσιζε το κλείσιμο όλων των εφημερίδων που καλούν σε αντίσταση ή σε ανυπακοή προς τη νέα κυβέρνηση, που προτρέπουν σε εγκληματικές ενέργειες ή που, συνειδητά, διαστρεβλώνουν τα γεγονότα. Δεύτερο, το διάταγμα για την παράταση του ενοικιοστασίου. Τρίτο, το διάταγμα για τη δημιουργία εργατικής πολιτοφυλακής. Εκδόθηκαν μια σειρά διατάγματα: Ενα από αυτά έδινε στο Δημοτικό Συμβούλιο το δικαίωμα της επίταξης των ακατοίκητων σπιτιών και χώρων, το άλλο διέταξε να ξεφορτωθούν όλα τα εμπορικά βαγόνια που βρίσκονταν στα απομακρυσμένα σιδηροδρομικά κέντρα για να επιταχυνθεί έτσι η μεταφορά ειδών πρώτης ανάγκης και να ελευθερωθεί το τόσο απαραίτητο τροχαίο υλικό.

Υστερα από δύο ώρες η Εκτελεστική Επιτροπή των αγροτών – βουλευτών έστειλε προς όλη τη Ρωσία, το παρακάτω τηλεγράφημα:

Η αυτοδιορισμένη μπολσεβίκικη οργάνωση, που αποκαλεί τον εαυτό της “Οργανωτικό Γραφείο για τη σύγκληση του Πανρωσικού αγροτικού συνεδρίου” στέλνει τηλεγραφήματα σ’ όλα τα αγροτικά Σοβιέτ για να πάρουν μέρος σε συνέδριο στην Πετρούπολη.

Η Εκτελεστική Επιτροπή του Πανρωσικού Σοβιέτ των αγροτών – βουλευτών δηλώνει ότι, όπως και πριν, θεωρεί την απόσπαση των τοπικών δυνάμεων στη δοσμένη στιγμή, σαν επιζήμια και επικίνδυνη για τις εκλογές για Συντακτική Συνέλευση, που αποτελεί τώρα τη μοναδική σωτηρία της αγροτιάς και της χώρας. Καθορίζουμε την έναρξη του συνεδρίου για τις 30 του Νοέμβρη“.

Στο Δημαρχείο επικρατούσε εξαιρετική κίνηση. Ερχονταν κι έφευγαν διάφοροι αξιωματικοί, ο δήμαρχος συνεργαζόταν με τους αρχηγούς της επιτροπής σωτηρίας. Κάποια στιγμή μπήκε τρέχοντας ένα μέλος της διοίκησης με ένα αντίτυπο μιας προκήρυξης του Κερένσκι.

Τέτοιες προκηρύξεις ρίχτηκαν κατά εκατοντάδες στη λεωφόρο Νέβσκι, από ένα αεροπλάνο που πετούσε χαμηλά. Ο Κερένσκι απειλούσε όλους όσοι δε θα υποταχθούν, με σκληρή τιμωρία και καλούσε τους στρατιώτες να καταθέσουν τα όπλα και να συγκεντρωθούν αμέσως στο πεδίο του Αρεως.

Μας είπαν ότι ο πρωθυπουργός κατέβαλε κιόλας το Τσάρσκογιε Σελό και βρίσκεται πέντε μίλια από την Πετρούπολη. Θα μπει στην πόλη αύριο, μέσα σε λίγες ώρες. Τα σοβιετικά στρατεύματα που βαδίζουν ν’ αντιμετωπίσουν τους κοζάκους, περνούν με το μέρος της προσωρινής κυβέρνησης. Ο Τσερνόφ στριφογυρίζει κάπου στο κέντρο, προσπαθώντας να οργανώσει “ουδέτερα” στρατιωτικά τμήματα, σαν δύναμη, που θα είναι σε θέση να σταματήσει τον εμφύλιο πόλεμο.

Στο Δημαρχείο έφτασε η είδηση ότι τα συντάγματα της φρουράς της Πετρούπολης εγκαταλείπουν τους μπολσεβίκους. Το Σμόλνι εγκαταλείφθηκε κιόλας… Ολος ο κρατικός μηχανισμός απεργεί. Οι υπάλληλοι της Κρατικής Τράπεζας αρνήθηκαν να δουλέψουν κάτω από την καθοδήγηση των κομισάριων του Σμόλνι και να τους δώσουν χρήματα. Ολες οι ιδιωτικές τράπεζες είναι κλειστές. Τα υπουργεία απεργούν. Επιτροπή του Δημοτικού Συμβουλίου επισκέπτεται όλες τις εμπορικές επιχειρήσεις και συγκεντρώνει χρήματα, για τη βοήθεια των απεργών.

Ο Τρότσκι πήγε στο υπουργείο των Εξωτερικών και διέταξε τους υπαλλήλους να μεταφράσουν το διάταγμα για την ειρήνη  σε ξένες γλώσσες. Εξακόσιοι υπάλληλοι του πέταξαν κατάμουτρα την παραίτησή τους…

Ο επίτροπος Εργασίας Σλιάπνικοφ διέταξε όλους τους υπαλλήλους του υπουργείου του να γυρίσουν στη θέση τους μέσα σε 24 ώρες, απειλώντας, σε αντίθετη περίπτωση, με απόλυση και με στέρηση του δικαιώματος της σύνταξης. Υπάκουσαν μόνο οι θυρωροί…

Μια σειρά τμήματα της ιδιαίτερης επιτροπής ανεφοδιασμού παράτησαν τη δουλιά για να μην υποταχθούν στους μπολσεβίκους… Παρά τις άφθονες υποσχέσεις για υψηλές αποδοχές και εξαιρετικούς όρους δουλιάς, οι τηλεφωνήτριες αρνήθηκαν να εξυπηρετήσουν τα σοβιετικά ιδρύματα…

Το κόμμα των σοσιαλιστών επαναστατών αποφάσισε να διαγράψει όλα τα μέλη του που παρέμειναν στο συνέδριο των Σοβιέτ ή που πήραν μέρος στην εξέγερση…

Νέα από την επαρχία. Το Μογκιλιόφ τάχθηκε ενάντια στους μπολσεβίκους. Στο Κίεβο οι κοζάκοι διέλυσαν τα Σοβιέτ και συνέλαβαν όλους τους αρχηγούς των στασιαστών. Το Σοβιέτ και η φρουρά του Λουγκ, περίπου 30 χιλιάδες άντρες, πήραν απόφαση να μείνουν πιστοί στην προσωρινή κυβέρνηση και κάλεσαν όλη τη Ρωσία να τους μιμηθεί. Ο Καλέντιν διέλυσε όλα τα Σοβιέτ και τα επαγγελματικά συνδικάτα του λεκανοπεδίου του Ντονέτς. Τα στρατεύματά του κινούνται προς Βορρά…

Ο εκπρόσωπος των σιδηροδρομικών δήλωσε: “Χτες στείλαμε σ’ όλη τη Ρωσία τηλεγραφήματα προτείνοντας την άμεση κατάπαυση του πολέμου ανάμεσα στα πολιτικά κόμματα και τη δημιουργία κυβέρνησης σοσιαλιστικού συνασπισμού. Σε αντίθετη περίπτωση, αύριο τη νύχτα θα κηρύξουμε απεργία… Το πρωί θα γίνει σύσκεψη όλων των παρατάξεων για να εξετάσει το ζήτημα αυτό. Οι μπολσεβίκοι, όπως φαίνεται, ζητούν συμφωνία…“.

Αν θα ζήσουν ως τότε!” γέλασε δυνατά ο ροδοκόκκινος αρχιμηχανικός της πόλης…

Πηγαίνοντας στο Σμόλνι όχι μόνο δεν το βρήκαμε εγκαταλειμμένο, μα τόσο ζωηρό και πολυάσχολο, όσο δεν ήταν ποτέ.

Πλήθη από εργάτες και στρατιώτες έμπαιναν κι έβγαιναν, παντού υπήρχαν διπλοσκοπιές. Εδώ συναντήσαμε και συντάκτες αστικών και “μετριοπαθών” σοσιαλιστικών εφημερίδων.

Μας κυνήγησαν!“, φώναζε ο συντάκτης της “Θέλησης του Λαού”. “Ο Μποντς Μπρούγιεβιτς ήρθε στο γραφείο Τύπου και μας είπε να φύγουμε! Είπε πως είμαστε πράχτορες! Μόλις το ‘πε αυτό, όλοι απάντησαν με μια φωνή: Προσβολή! Βία! Ελευθερία του Τύπου!…“.

Στο διάδρομο βρίσκονταν μακριά τραπέζια που ήταν γεμάτα από δέματα εκκλήσεων, ανακοινώσεων και διαταγών της Στρατιωτικής Επαναστατικής Επιτροπής. Οι στρατιώτες κι οι εργάτες μετέφεραν αυτά τα δέματα και τα τοποθετούσαν στα αυτοκίνητα που περίμεναν. Να πώς άρχιζε μια απ’ αυτές τις εκκλήσεις:

Στον πάσσαλο της ατίμωσης!

Στις τραγικές στιγμές που περνάει ο εργαζόμενος ρωσικός λαός, οι μενσεβίκοι – συμβιβαστές και οι δεξιοί εσέροι πρόδωσαν την εργατική τάξη. Τάχθηκαν στο πλευρό των κορνιλοφικών του Κερένσκι και του Σάβινκοφ.

Τυπώνουν τις διαταγές του προδότη Κερένσκι και σπέρνουν τον πανικό στην πόλη, διαδίδοντας τις πιο ανόητες φήμες για φανταστικές νίκες αυτού του αποστάτη…

Πολίτες! Μην πιστεύετε σ’ αυτές τις ανόητες διαδόσεις! Δεν υπάρχει δύναμη ικανή να νικήσει τον εξεγερμένο λαό. Τον Κερένσκι και τους συνεργάτες του τους περιμένει γρήγορα η τιμωρία που τους πρέπει…

Εμείς τους καρφώνουμε στον πάσσαλο της ατίμωσης. Τους παραδίνουμε στην περιφρόνηση όλων των εργατών, των στρατιωτών, των ναυτών και των αγροτών, στους οποίους ετοιμάζονταν να φορέσουν τις παλιές αλυσίδες. Ανεξίτηλο θα μείνει στο μέτωπό τους το στίγμα της λαϊκής περιφρόνησης και αγανάχτησης… Ντροπή και αίσχος στους προδότες του λαού!“.

Η Στρατιωτική Επαναστατική Επιτροπή μεταφέρθηκε σε πλατύτερο χώρο, στο δωμάτιο Νο 17, στο πάνω πάτωμα. Στις πόρτες του φύλαγαν κοκκινοφρουροί. Μέσα στο δωμάτιο ο στενός διάδρομος, που ήταν χωρισμένος μ’ ένα παραβάν, ήταν ασφυχτικά γεμάτος από καλοντυμένους ανθρώπους, που εξωτερικά έδειχναν ευγένεια, εσωτερικά όμως έβραζαν από μίσος. Ηταν αστοί, που ήθελαν να πάρουν άδεια αυτοκινήτου ή άδεια εξόδου από την πόλη. Ανάμεσά τους ήταν πολλοί ξένοι… της υπηρεσίας ήταν τα μέλη της Επιτροπής Μπιλ Σάτοφ και Πέτερς. Αφησαν τη δουλιά και μας διάβασαν το τελευταίο δελτίο:

Το 179 Σύνταγμα εφέδρων υπόσχεται ομόφωνη υποστήριξη. Πέντε χιλιάδες λιμενεργάτες των ναυπηγείων Πουτίλοφ χαιρετίζουν τη νέα κυβέρνηση. Η Κεντρική Επιτροπή των επαγγελματικών συνδικάτων με ενθουσιασμό χαιρετίζει τη Στρατιωτική Επαναστατική Επιτροπή. Η φρουρά του Ρέβελ και η μοίρα του στόλου εξέλεξαν Στρατιωτική Επαναστατική Επιτροπή και στέλνουν δυνάμεις. Το Πσκοφ και το Μινσκ διοικούνται από Στρατιωτικές Επαναστατικές Επιτροπές.

Συγχαρητήρια από τα Σοβιέτ του Τσαρίτσιν, του Ροστόφ του Ντον, του Πιατιγκόρσκ, της Σεβαστούπολης… Η μεραρχία της Φιλανδίας κι οι νεοεκλεγμένες επιτροπές της 5ης και 12ης Στρατιάς μπαίνουν στη διάθεση της νέας εξουσίας…

Από τη Μόσχα τα νέα είναι μπερδεμένα. Τα στρατεύματα της Στρατιωτικής Επαναστατικής Επιτροπής κατέχουν τα κυριότερα στρατιωτικά σημεία της πόλης. Δύο λόχοι που φρουρούσαν το Κρεμλίνο πέρασαν με το μέρος των Σοβιέτ.

Ωστόσο το οπλοστάσιο έμεινε στα χέρια του συνταγματάρχη Ριάμπτσεφ και τους ευέλπιδές του. Η Στρατιωτική Επαναστατική Επιτροπή του ζήτησε όπλα για τους εργάτες κι ο Ριάμπτσεφ μέχρι σήμερα το πρωί συνέχιζε τις διαπραγματεύσεις. Υστερα όμως έστειλε ξαφνικά στην επιτροπή τελεσίγραφο και απαιτούσε την παράδοση των σοβιετικών στρατευμάτων και τη διάλυση της Επιτροπής. Αρχισαν μάχες…

Στην Πετρούπολη το επιτελείο υποτάχθηκε αμέσως στους επιτρόπους του Σμόλνι. Η Κεντρική Επιτροπή του στόλου αρνήθηκε να υπακούσει, μα καταλήφθηκε από τον Ντιμπένκο και από ένα λόχο ναυτών της Κρονστάνδης. Σχηματίστηκε καινούρια Κεντρική Επιτροπή του στόλου που υποστηρίζεται από τα θωρηκτά της Βαλτικής και της Μαύρης Θάλασσας…“.

Μέσα όμως σ’ όλη αυτή τη βεβαιότητα, υπήρχαν κάποιες σκοτεινές προαισθήσεις. Στην ατμόσφαιρα πλανιόταν κάποια φανερή ανησυχία. Οι κοζάκοι του Κερένσκι ήταν πια κοντά. Είχαν πυροβολικό. Ο γραμματέας των εργοστασιακών επιτροπών Σκρίπνικ με διαβεβαίωσε πως με τον Κερένσκι έρχεται ολόκληρο σώμα. Κι αμέσως πρόσθεσε αποφασιστικά:

Ζωντανούς δεν πρόκειται να μας πιάσουν…“. Το πρόσωπό του είχε κιτρινίσει και τραβηχτεί από την αδιάκοπη αϋπνία. Ο Πετρόφσκι χαμογέλασε κουρασμένα: “Ισως, αύριο να κοιμηθούμε… και να κοιμηθούμε για πάντα…”. Ο λεπτός κοκκινογένης Λοζόφσκι είπε: “Τι ελπίδες έχουμε;.. Είμαστε μονάχοι… Το πλήθος είναι ενάντια στους αμόρφωτους στρατιώτες!“.

Στα νότια και στα νοτιοδυτικά της Πετρούπολης, τα Σοβιέτ το έσκασαν από τον Κερένσκι κι οι φρουρές της Γκάτσινα, του Παβλόφ και του Τσάρσκογιε Σελό διασπάστηκαν: οι μισοί θέλανε να μείνουν ουδέτεροι κι οι υπόλοιποι, χωρίς αξιωματικούς, με αφάνταστη αταξία, τράβηξαν για την πρωτεύουσα.

Στις αίθουσες ήταν αναρτημένο το παρακάτω δελτίο:

Από το Κράσνογιε Σελό. 28 του Οχτώβρη (1), στις 6 η ώρα το πρωί.

Να μεταδοθεί προς όλες τις διοικήσεις των σωμάτων, των μεραρχιών και των συνταγμάτων.

Από τον πρώην υπουργό Κερένσκι μεταδόθηκε προς όλες τις κατευθύνσεις ψεύτικο τηλεγράφημα ότι τα στρατεύματα της επαναστατημένης Πετρούπολης κατέθεσαν εθελοντικά τα όπλα και προσχώρησαν στα στρατεύματα της πρώην κυβέρνησης, της κυβέρνησης των προδοτών, και πως οι στρατιώτες πήραν διαταγή από τη Στρατιωτική Επαναστατική Επιτροπή να υποχωρήσουν. Δεν υποχωρούν και δεν παραδίνονται τα στρατεύματα του ελεύθερου λαού.

 Από την Γκάτσινα τα στρατεύματά μας υποχώρησαν για ν’ αποφευχθεί η αιματοχυσία ανάμεσα σ’ εμάς και στα παραπλανημένα αδέρφια μας, τους κοζάκους και για να καταλάβουμε έξω από την πόλη πιο ευνοϊκές θέσεις, που είναι τώρα τόσο σταθερές, ώστε κι αν ακόμα ο Κερένσκι και οι συνεργάτες του δεκαπλασιάσουν τις δυνάμεις τους, δεν πρόκειται ν’ ανησυχήσουμε. Τα στρατεύματά μας έχουν έξοχο ηθικό. Στην Πετρούπολη επικρατεί ηρεμία.

Ο διοικητής της άμυνας της πόλης Πετρούπολης και του τομέα της Πετρούπολης αντισυνταγματάρχης Μουραβιόφ“.

Οταν βγαίναμε από τη Στρατιωτική Επαναστατική Επιτροπή, μπήκε στο δωμάτιο χλομός, σαν νεκρός, ο Αντόνοφ. Στα χέρια του κρατούσε κάποιο χαρτί.”Στείλτε το αυτό!” είπε.

Προς όλα τα αχτιδικά Σοβιέτ των εργατών βουλευτών και τις εργοστασιακές επιτροπές.

Διαταγή

Οι κορνιλοφικές συμμορίες του Κερένσκι απειλούν τα πρόθυρα της πρωτεύουσας. Δόθηκαν οι αναγκαίες διαταγές για να συντριβεί ανελέητα η αντεπαναστατική απόπειρα ενάντια στο λαό και στις καταχτήσεις του.

Ο στρατός και η κόκκινη φρουρά της επανάστασης έχουν ανάγκη από την άμεση βοήθεια των εργατών.

Διατάσσουμε τα Σοβιέτ των αχτίδων και τις εργοστασιακές επιτροπές:

1) Να προωθήσουν, όσο μπορεί, μεγαλύτερο αριθμό εργατών για το σκάψιμο χαρακωμάτων, την ανέγερση οδοφραγμάτων και την ενίσχυση των συρματοπλεγμάτων.

2) Οπου χρειαστεί να σταματήσει η δουλιά στις φάμπρικες και τα εργοστάσια για την εκπλήρωση αυτής της διαταγής, να γίνει αμέσως.

3) Να συγκεντρωθεί όλο το αγκαθωτό και απλό σύρμα που υπάρχει στη διάθεσή μας, το ίδιο κι όλα τα εργαλεία που είναι  απαραίτητα για το σκάψιμο των χαρακωμάτων και την ανέγερση οδοφραγμάτων.

4) Ολα τα όπλα που έχετε να τα πάρετε μαζί σας.

5) Να τηρηθεί αυστηρή πειθαρχία και να είστε έτοιμοι να υποστηρίξετε το στρατό της επανάστασης με όλα τα μέσα.

Ο Πρόεδρος του Σοβιέτ των εργατών και στρατιωτών βουλευτών της Πετρούπολης,

Λαϊκός Επίτροπος Λέον Τρότσκι

Ο Πρόεδρος της Στρατιωτικής Επαναστατικής Επιτροπής, γενικός διοικητής της περιοχής

Νικολάι Ποντβόισκι“.

Οταν βγήκαμε από το Σμόλνι και βρεθήκαμε στους σκοτεινούς δρόμους απ’ όλες τις μεριές σφύριζαν οι σειρήνες των εργοστασίων, διαπεραστικά, εκνευριστικά, γεμάτες ανησυχία. Ο εργαζόμενος λαός – άντρες και γυναίκες – βγήκε στους δρόμους κατά δεκάδες χιλιάδες. Τα θορυβώδη προάστια έβγαλαν έξω τα κουρελιάρικα πλήθη τους.

Η κόκκινη Πετρούπολη βρισκόταν σε κίνδυνο! Οι κοζάκοι!.. Αντρες, γυναίκες και έφηβοι με όπλα, με λοστούς, με σκαπάνια, με ρολούς σύρμα, με παλάσκες πάνω από την εργατική τους φόρμα, βάδιζαν στους λασπωμένους δρόμους με κατεύθυνση προς Νότο και νοτιοδυτικά, προς το φράγμα της Μόσχας… Η πόλη δεν είχε ξαναδεί τέτοιον τεράστιο κι αυθόρμητο ανθρώπινο χείμαρρο. Οι άνθρωποι κυλούσαν σαν ποτάμι, ανακατωμένοι με τους λόχους των στρατιωτών, με πυροβόλα, με φορτηγά αυτοκίνητα, με κάρα. Το επαναστατικό προλεταριάτο πρόταξε τα στήθη του να υπερασπίσει την πρωτεύουσα της εργατικής και αγροτικής δημοκρατίας!

Μπροστά στην πόρτα του Σμόλνι στεκόταν ένα αυτοκίνητο. Στο φτερό του στηριζόταν ένας αδύνατος άνθρωπος με χοντρά γυαλιά, που έκαναν τα κόκκινα μάτια του να φαίνονται πιο κόκκινα. Χώνοντας τα χέρια στις τσέπες του τριμμένου παλτού του, είπε δυνατά μερικά λόγια. Εκεί δίπλα βημάτιζε νευρικά μπρος – πίσω ένα μεγαλόσωμος αξύριστος ναύτης, με φωτεινά νεανικά μάτια. Περπατώντας έπαιζε αφηρημένα μ’ ένα τεράστιο πιστόλι από μπλε ατσάλι. Ηταν ο Αντόνοφ κι ο Ντιμπένκο.

Μερικοί στρατιώτες προσπαθούσαν να δέσουν στο μαρσπιέ του αυτοκινήτου δύο στρατιωτικά ποδήλατα. Ο σοφέρ διαμαρτυρόταν έντονα. Τα ποδήλατα, έλεγε, θα ξύσουν το εμαγιέ. Φυσικά, ο σοφέρ ήταν μπολσεβίκος και το αυτοκίνητο θα είχε επιταχθεί από κάποιον αστό. Και με τα ποδήλατα θα πηγαίνουν οι σύνδεσμοι. Η επαγγελματική όμως συνείδηση του οδηγού, εξεγέρθηκε… Και τα ποδήλατα έμειναν εκεί…

Οι λαϊκοί επίτροποι των Στρατιωτικών και Ναυτικών υποθέσεων πήγαιναν να επιθεωρήσουν το επαναστατικό μέτωπο, όπου κι αν βρισκόταν. “Δε θα μπορούσαμε, άραγε, να πάμε κι μεις μαζί τους;” “Και βέβαια δεν μπορείτε. Το αυτοκίνητο έχει μόνο πέντε θέσεις, για τους δυο επιτρόπους, τους δύο συνδέσμους και το σοφέρ”. Παρ’ όλα αυτά ένας γνωστός μου Ρώσος, που θα τον λέω ο Φοβητσιάρης, τεντώθηκε στο αυτοκίνητο και παρά τις παρακλήσεις που του έγιναν, δε θέλησε ν’ αδειάσει τη θέση…

Δεν έχω κανένα λόγο να μην πιστέψω την αφήγηση του Φοβητσιάρη γι’ αυτό το ταξίδι. Στη λεωφόρο Σουβόροφ κάποιος από τους επιβάτες θυμήθηκε το φαγητό. Ο γύρος του μετώπου μπορούσε να διαρκέσει τρεις – τέσσερις μέρες και το μέρος δεν ήταν πολύ πλούσιο σε τρόφιμα. Σταμάτησαν το αυτοκίνητο. Ποιος έχει χρήματα; Ο επίτροπος των Στρατιωτικών αναποδογύρισε όλες τις τσέπες του, μα δε βρήκε ούτε καπίκι. Ο επίτροπος των Ναυτικών ήταν το ίδιο απένταρος. Δεν είχε χρήματα ούτε κι ο σοφέρ. Ο Φοβητσιάρης αγόρασε τρόφιμα.Οταν έστριψαν στη λεωφόρο Νέβσκι το λάστιχο του αυτοκινήτου έσκασε.

Τι θα κάνουμε;” ρώτησε ο Αντόνοφ.

Να επιτάξουμε άλλο αυτοκίνητο!” πρότεινε ο Ντιμπένκο κουνώντας το πιστόλι.

Ο Αντόνοφ στάθηκε στη μέση του δρόμου και σταμάτησε κάποιο περαστικό αυτοκίνητο, που το οδηγούσε ένας στρατιώτης.

Μου χρειάζεται αυτό το αυτοκίνητο“, είπε ο Αντόνοφ.

Δε σ’ το δίνω!” απάντησε ο στρατιώτης.

Ομως ξέρετε ποιος είμαι;” κι ο Αντόνοφ έδειξε το χαρτί που έγραφε πως διορίστηκε γενικός διοικητής όλου του στρατού της Ρωσικής Δημοκρατίας και πως όλοι μαζί κι ο καθένας χωριστά ήταν υποχρεωμένοι να υπακούουν σ’ αυτόν χωρίς συζήτηση.

Μπορεί να είστε κι ο ίδιος ο διάβολος, το ίδιο μου κάνει!” απάντησε ζωηρά ο στρατιώτης. “Το αυτοκίνητο αυτό ανήκει στο Πρώτο Σύνταγμα πολυβόλων, κι εμείς μεταφέρουμε μ’ αυτό πολεμοφόδια. Δε σας δίνουμε το αυτοκίνητο...”.

Η διέξοδος βρέθηκε όταν εμφανίστηκε ένα παλιό και σαραβαλιασμένο ταξί με ιταλική σημαία. (Μέσα στη φασαρία οι ιδιοκτήτες των ιδιωτικών αυτοκινήτων, για ν’ αποφύγουν την επίταξη, τα κατέγραφαν στα ξένα προξενεία). Απ’ αυτό το ταξί κατέβασαν ένα χοντρό πολίτη με πολυτελή γούνα κι η ανώτατη διοίκηση τράβηξε το δρόμο της.

Αφού διάνυσαν δέκα περίπου μίλια κι έφτασαν στο φράγμα της Νάρβα, ο Αντόνοφ ρώτησε πού είναι ο διοικητής των δυνάμεων της κόκκινης φρουράς. Τον οδήγησαν στο πιο ακρινό σημείο, όπου μερικές εκατοντάδες εργάτες άνοιγαν χαρακώματα και περίμεναν τους κοζάκους.

Πώς πάνε οι δουλιές, σύντροφοι;” ρώτησε ο Αντόνοφ.

Ολα εντάξει, σύντροφε”, απάντησε ο διοικητής. “Ο στρατός έχει υπέροχο ηθικό… Μόνο που δεν έχουμε πυρομαχικά…“.

Στο Σμόλνι βρίσκονται δύο δισεκατομμύρια δεσμίδες”, του είπε ο Αντόνοφ,”τώρα θα σας δώσω διατακτική…“. Αρχισε να ψάχνει στις τσέπες. “Μήπως έχει κανένας σας κανένα κομμάτι χαρτί;”.

Ο Ντιμπένκο δεν είχε. Οι σύνδεσμοι επίσης. Ο Φοβητσιάρης έδωσε το δικό του μπλοκ.

Αϊ στο διάβολο! δεν έχω μολύβι!“. φώναξε ο Αντόνοφ. “Ποιος θα μου δώσει μολύβι!..”. Δε χρειάζεται να πούμε πως ο μοναδικός που βρέθηκε με μολύβι ήταν ο Φοβητσιάρης…

Μια και δεν καταφέραμε να μπούμε στο αυτοκίνητο της ανώτατης διοίκησης, τραβήξαμε για το σιδηροδρομικό σταθμό του Τσάρσκογιε Σελό. Στη λεωφόρο Νέβσκι είδαμε να περνούν ένοπλοι κοκκινοφρουροί. Δεν είχαν όλοι λόγχες. Είχαν αρχίσει τα πρώιμα χειμερινά σούρουπα. Σηκώνοντας ψηλά τα κεφάλια, βάδιζαν μέσα στην κρύα συννεφιά αστοίχητοι, χωρίς μουσική, χωρίς ταμπούρλα. Πάνω από τα κεφάλια τους κυμάτιζε η κόκκινη σημαία που με στραβά χρυσά γράμματα ήταν γραμμένες οι λέξεις: “Ειρήνη! Γη!“.

 Ηταν όλοι τους πολύ νεαροί. Στα πρόσωπά τους ήταν ζωγραφισμένη η έκφραση ανθρώπων που τραβούσαν συνειδητά στο θάνατο… Το πλήθος από τα πεζοδρόμια, μισοφοβισμένα – μισοπεριφρονητικά, τους συνόδευε με τα βλέμματα μέσα σε μια παγερή σιωπή…Στο σταθμό δεν ήξερε κανένας πού είναι ο Κερένσκι και πού το μέτωπο. Τα τρένα πήγαιναν μόνο ως το Τσάρσκογιε Σελό!…

Το βαγόνι μας ήταν γεμάτο από χωριάτες που γύριζαν στα σπίτια τους. Είχαν μαζί τους κάθε λογής ψώνια και απογευματινές εφημερίδες. Γινόταν συζήτηση για την εξέγερση των μπολσεβίκων. Αν δε γίνονταν αυτές οι συζητήσεις, δε θα μπορούσε κανείς να μαντέψει από την εμφάνιση του βαγονιού μας ότι όλη η Ρωσία διασπάστηκε από τον εμφύλιο πόλεμο σε δυο ανειρήνευτα στρατόπεδα, ότι το τρένο πηγαίνει στο θέατρο των πολεμικών επιχειρήσεων. Κοιτώντας από τα παράθυρα βλέπαμε στο πυκνό σούρουπο πλήθη στρατιωτών που βάδιζαν στο λασπωμένο δρόμο προς την πόλη.

Συζητούσαν μεταξύ τους, κουνώντας τα τουφέκια. Στη διπλανή διακλάδωση στεκόταν ένα εμπορικό τρένο, γεμάτο στρατιώτες που φωτίζονταν από τις φωτιές. Φτάσαμε κιόλας. Μακριά πίσω μας, στον ίδιο ορίζοντα, η νύχτα φωτιζόταν από την ανταύγεια των φώτων της πόλης. Βλέπαμε τα τραμ να σέρνονται προς το μακρινό προάστιο.

Στο σταθμό του Τσάρσκογιε Σελό ήταν όλα ήρεμα. Μόνο εδώ κι εκεί φαίνονταν ομαδούλες στρατιωτών που κουβέντιαζαν σιγανά μεταξύ τους και κοιτούσαν ανήσυχα τον έρημο δρόμο, προς την κατεύθυνση της Γκάτσινα. Τους ρώτησα με ποιον είναι. “Τι να σου πω;” μου είπε ένας στρατιώτης. “Αφού δεν ξέρουμε τι γίνεται. Ο Κερένσκι βέβαια είναι προβοκάτορας, αλλά νομίζουμε ότι δεν είναι καλό πράγμα οι Ρώσοι να πυροβολούν τους Ρώσους“.

Στο διαμέρισμα του σταθμάρχη της υπηρεσίας ήταν ένας ψηλός ευγενικός και αξύριστος στρατιώτης, με το κόκκινο περιβραχιόνιο της Επιτροπής του συντάγματος. Τα πιστοποιητικά μας από το Σμόλνι του προξένησαν μεγάλο σεβασμό.

Ηταν αναμφίβολα, υπέρ των Σοβιέτ, βρισκόταν όμως σε κάποια σύγχυση.

Οι κοκκινοφρουροί βρίσκονταν εδώ πριν δύο ώρες, μα κατόπιν έφυγαν. Το πρωί ήρθε ο κομισάριος, μα όταν ήρθαν οι κοζάκοι, επέτρεψε στην Πετρούπολη“.”Και τώρα είναι εδώ κοζάκοι;“.

Κούνησε μελαγχολικά το κεφάλι. “Εδώ έγινε μάχη. Οι κοζάκοι ήρθαν νωρίς το πρωί. Αιχμαλώτισαν διακόσιους – τριακόσιους δικούς μας και σκότωσαν είκοσι πέντε“.

Και πού είναι τώρα;“.

Μάλλον θα έφυγαν μακριά. Ακριβώς δεν ξέρω. Κάπου εκεί…” και κούνησε ακαθόριστα το χέρι κατά τη Δύση.

Φάγαμε στον μπουφέ του σταθμού. Φάγαμε θαυμάσια. Πολύ φτηνότερα και καλύτερα από την Πετρούπολη. Στο γειτονικό μας τραπέζι καθόταν ένας Γάλλος αξιωματικός, που μόλις είχε γυρίσει πεζός από την Γκάτσινα. Ελεγε πως εκεί επικρατεί ησυχία. Η πόλη βρίσκεται στα χέρια του Κερένσκι. “Αχ, αυτοί οι Ρώσοι!” φώναξε. “Τι παράξενοι που είναι!.. Δεν είναι καλό πράγμα ο εμφύλιος πόλεμος. Ο,τι άλλο να γίνει εκτός από πόλεμο…“.

Πήγαμε στην πόλη. Στην έξοδο του σταθμού στέκονταν δύο στρατιώτες με εφ’ όπλου λόγχη. Τους είχαν περικυκλώσει καμιά εκατοστή έμποροι, υπάλληλοι και φοιτητές. Ολο αυτό το πλήθος τους έβριζε και τους φώναζε. Οι στρατιώτες στέκονταν αμήχανοι σαν παιδιά που τα τιμωρούν άδικα.

Την επίθεση την κατεύθυνε ένας ψηλός νεαρός με στολή φοιτητή, με μια υπεροπτική έκφραση στο πρόσωπο.

Νομίζω ότι ξέρετε καλά”, έλεγε προκλητικά, “πως σηκώνοντας τα όπλα ενάντια στ’ αδέρφια σας, γίνεστε όπλο στα χέρια των ληστών και των προδοτών“.

Οχι, αδερφάκι“, απάντησε σοβαρά ο στρατιώτης. “Εσείς δεν καταλαβαίνετε. Αφού στον κόσμο υπάρχουν δύο τάξεις: το προλεταριάτο και η αστική τάξη. Δεν είναι έτσι; Εμείς…“.

Το ξέρω αυτό το ανόητο παραμύθι!” τον διέκοψε απότομα ο φοιτητής. “Οι αμόρφωτοι μουζίκοι σαν και σένα, άκουσαν τα συνθήματα αυτά, μας ποιος τα λέει, και τι σημαίνουν, αυτό δεν το ξέρετε. Γι’ αυτό παπαγαλίζεις!“. Το πλήθος γέλασε…

Κι εγώ είμαι μαρξιστής! Σου λέω, πως αυτό για το οποίο πολεμάτε, δεν είναι σοσιαλισμός. Είναι απλώς αναρχία και ωφελεί μόνο τους Γερμανούς“.

Μάλιστα, καταλαβαίνω“, απάντησε ο στρατιώτης. Στο μέτωπό του έτρεχε ιδρώτας. “Εσείς, όπως φαίνεται, είστε άνθρωπος μορφωμένος, κι εγώ είμαι ένας απλός άνθρωπος. Μόνο που νομίζω…“.

Εσύ“, τον διέκοψε περιφρονητικά ο φοιτητής, “πιστεύεις αληθινά πως ο Λένιν είναι πραγματικά φίλος του προλεταριάτου;“.

Μάλιστα, το πιστεύω“, απάντησε ο στρατιώτης. Του φάνηκε πολύ βαρύ.

Καλά, φιλαράρο! Ξέρεις όμως πως τον Λένιν τον έστειλαν από τη Γερμανία σ’ ένα σφραγισμένο βαγόνι; Ξέρεις πως ο Λένιν παίρνει χρήματα από τους Γερμανούς;“.

Ε, αυτό δεν το ξέρω“, απάντησε με πείσμα ο στρατιώτης. “Ομως μου φαίνεται πως ο Λένιν λέει ακριβώς εκείνο που ήθελα ν’ ακούσω. Κι όλος ο απλός λαός μιλάει έτσι. Αφού υπάρχουν δύο τάξεις: η αστική τάξη και το προλεταριάτο…“.

Βλάκα! Εγώ, αδερφέ, δύο χρόνια ήμουν κλεισμένος στο Σλισεμπούργκ για την επανάσταση, όταν εσύ πυροβολούσες ακόμα τους επαναστάτες και έψελνες το “Θεέ, φύλαγε τον τσάρο!” Ονομάζομαι Βασίλι Γκεόργκιεβιτς Πάνιν. Δεν άκουσες καμιά φορά για μένα;“.

Δεν άκουσα και να με συγχωρείς…” απάντησε ταπεινά ο στρατιώτης. “Βλέπεις είμαι άνθρωπος αμόρφωτος. Εσείς πρέπει να είστε μεγάλος ήρωας…“.”Αυτό ακριβώς“, απάντησε με βεβαιότητα ο φοιτητής. “Και παλεύω ενάντια στους μπολσεβίκους, γιατί αυτοί θα καταστρέψουν τη Ρωσία και την ελεύθερη επανάστασή μας. Τι έχεις να πεις τώρα;“.

Ο στρατιώτης έξυσε το σβέρκο. “Δεν μπορώ να πω τίποτα!“. Το πρόσωπό του ήταν κουρασμένο από την πνευματική υπερένταση. “Κατά τη γνώμη μου η υπόθεση είναι ξεκάθαρη, μόνο που εγώ είμαι αμόρφωτος άνθρωπος!.. Η κατάληξη είναι έτσι: υπάρχουν δύο τάξεις το προλεταριάτο και η αστική τάξη…“.

Ξανά μου άρχισες μ’ αυτή την ανόητη συνταγή!” τσίριξε ο φοιτητής.

“... μόνο δύο τάξεις“, συνέχισε με πείσμα ο στρατιώτης. “Κι όποιος δεν είναι με τη μία, σημαίνει ότι είναι με την άλλη…“.

Τραβήξαμε το δρόμο. Τα αραιά φανάρια έφεγγαν αδύνατα. Διαβάτες σχεδόν δεν υπήρχαν. Πάνω από την πόλη κρεμόταν μια απειλητική βουβαμάρα. Εμοιαζε σαν τόπος διαλογής ανάμεσα στον παράδεισο και την κόλαση, σαν τόπος που δεν ανήκε πολιτικά σε κανέναν. Μονάχα τα κουρεία ήταν ολόφωτα και γεμάτα πελάτες και στα λουτρά υπήρχαν ουρές: ήταν σαββατόβραδο, κι αυτήν τη μέρα όλη η Ρωσία πλένεται και καθαρίζεται. Δεν αμφιβάλλω καθόλου πως εκείνο το βράδυ, εδώ κι εκεί, συναντιούνταν αδελφωμένοι οι σοβιετικοί μαχητές με τους κοζάκους.

Οσο πλησιάζαμε προς το πάρκο του παλατιού, τόσο έρημοι ήταν οι δρόμοι. Ενας τρομαγμένος παπάς μας έδειξε πού στεγάζεται το Σοβιέτ και κρύφτηκε βιαστικά. Το Σοβιέτ βρισκόταν στην πτέρυγα ενός από τα παλάτια των μεγάλων πριγκίπων, απέναντι από το πάρκο. Οι πόρτες ήταν κλειδωμένες, τα παράθυρα σκοτεινά. Ενας στρατιώτης που τριγύριζε εκεί κοντά μας κοίταξε με σκοτεινή περιφρόνηση και χωρίς να βγάλει τα χέρια από τις τσέπες του παντελονιού είπε: “Το Σοβιέτ έφυγε πριν δύο μέρες“. “Για πού;“. Σήκωσε τους ώμους. “Δεν ξέρω…“.

Πηγαίνοντας λίγο πιο πέρα, φτάσαμε σ’ ένα μεγάλο και ολόφωτο κτίριο. Από μέσα ακουγόταν χτύπος σφυριού. Μένανε αναποφάσιστοι, όμως εκείνη τη στιγμή μας πλησίασαν, με προτεταμένα τα όπλα, ένας στρατιώτης κι ένας ναύτης. Τους έδειξα το πληρεξούσιό μου από το Σμόλνι. “Είστε υπέρ των Σοβιέτ;” τους ρώτησα. Κοίταξαν φοβισμένα και δεν είπαν τίποτα. “Τι γίνεται εκεί;” ρώτησε ο ναύτης, δείχνοντας το κτίριο. “Δεν ξέρω…“.

Ο στρατιώτης άπλωσε φοβισμένα το χέρι κι άνοιξε την πόρτα. Πίσω απ’ αυτήν ήταν μια μεγάλη αίθουσα, στολισμένη με κόκκινο ύφασμα και κλαριά από έλατα. Στην αίθουσα ήταν σειρές από καρέκλες και μπροστά τους υψωνόταν η σκηνή.

Μας πλησίασε μια παχύσαρκη γυναίκα μ’ ένα σφυρί στα χέρια. Το στόμα της ήταν γεμάτο καρφιά. “Τι θέλετε;” Μας ρώτησε.

Θα δοθεί το βράδυ παράσταση;” ρώτησε νευρικά ο ναύτης.

Την Κυριακή το βράδυ θα παίξουν οι ερασιτέχνες“, απάντησε αυστηρά. “Φύγετε!“.

Προσπαθήσαμε να ανοίξουμε συζήτηση με το στρατιώτη και το ναύτη, μα φαίνονταν φοβισμένοι και κακόκεφοι. Γρήγορα κι οι δυο χάθηκαν στο σκοτάδι.Τραβήξαμε για το αυτοκρατορικό παλάτι, που απλωνόταν κατά μήκοςμεγάλων και σκοτεινών κήπων. Τα φανταχτερά περίπτερα και οι σκαλιστές γέφυρες μόλις διακρίνονταν στο νυχτερινό σκοτάδι.

Ακουγόταν μόνο το ελαφρό κελάρυσμα του σιντριβανιού. Αξαφνα, καθώς κοιτάζαμε έναν αστείο μεταλλικό κύκνο που έβγαινε από μια τεχνητή σπηλιά, προσέξαμε πως μας κοίταζαν ύποπτα κι ερευνητικά από το διπλανό παρτέρι. Τους πλησίασα και τους ρώτησα: “Ποιοι είστε σεις;”.

Τοπική φρουρά“, απάντησε ένας από τους στρατιώτες. Ολοι φαίνονταν πολύ εξαντλημένοι, και φυσικά, έτσι ήταν: ολόκληρες βδομάδες αδιάκοπα συλλαλητήρια τους κούρασαν.

Με τον Κερένσκι είστε ή με τα Σοβιέτ;“.

Επικράτησε σύντομη σιωπή! Οι στρατιώτες αλληλοκοιτάζονταν με αβεβαιότητα. “Είμαστε ουδέτεροι“, απάντησαν στο τέλος.

Περάσαμε κάτω από την αψίδα του μεγάλου ανακτόρου της Αικατερίνης, μπήκαμε μέσα στην αυλή και ρωτήσαμε πού είναι το επιτελείο. Ο σκοπός που στεκόταν στην πόρτα μιας γερτής άσπρης πτέρυγας του κτιρίου, μας είπε πως ο διοικητής βρίσκεται κάπου μέσα.

Σε μια άψογη λευκή αίθουσα, που χωριζόταν σε άνισα μέρη από ένα διπλό τζάμι, σιγοκουβέντιαζε ανήσυχα μια ομάδα αξιωματικών. Ολοι ήταν χλομοί κι αφηρημένοι και ήταν φανερό πως τη νύχτα δεν είχαν κοιμηθεί. Πλησιάσαμε έναν απ’ αυτούς, ένα γέρο με άσπρα γένια και με στολή γεμάτη παράσημα. Μας είπαν πως αυτός ήταν ο συνταγματάρχης. Του έδειξα τα μπολσεβίκικα πιστοποιητικά μας.

Εμεινε κατάπληχτος. “Πώς φτάσατε ως εδώ ζωντανοί;” ρώτησε ευγενικά. “Στο δρόμο τώρα είναι πολύ επικίνδυνο. Στο Τσάρσκογιε Σελό βράζουν τα πολιτικά πάθη. Σήμερα το πρωί έγινε μάχη κι αύριο το πρωί ξανά θα χτυπηθούν. Ο Κερένσκι θα μπει στην πόλη κατά τις 8 η ώρα“.

Και πού είναι οι κοζάκοι;“.

Κανένα μίλι από δω, να, προς αυτή την κατεύθυνση“, κι έδειξε με το χέρι.

Και θα υπερασπίσετε την πόλη απ’ αυτούς;“.

Ω, όχι αγαπητέ μου!” είπε γελώντας. “Εμείς κρατάμε την πόλη για τον Κερένσκι“. Μας έφυγε η καρδιά από τον τόπο, γιατί στα χαρτιά μας πιστοποιούνταν η βαθιά επαναστατικότητά μας. Ο συνταγματάρχης ξερόβηξε. “Με την ευκαιρία“, συνέχισε, “ήθελα να σας πω για τις άδειές σας. Αν σας πιάσουν θα βρεθείτε μπροστά σε μεγάλο κίνδυνο. Γι’ αυτό αν θέλετε να δείτε τη μάχη, θα διατάξω να σας διαθέσουν ένα δωμάτιο στο ξενοδοχείο των αξιωματικών. Περάστε από μένα αύριο στις 7 η ώρα, θα σας δώσω καινούριες άδειες“.

Επομένως είστε με τον Κερένσκι;” τον ρωτήσαμε.

Οχι, δεν είμαι πέρα για πέρα με τον Κερένσκι. (Ο συνταγματάρχης ήταν φανερό ότι ταλαντευόταν). Βλέπετε η πλειοψηφία των στρατιωτών της φρουράς μας είναι μπολσεβίκοι. Σήμερα, ύστερα από τη μάχη, πήγαν στην Πετρούπολη κι έφεραν πυροβολικό. Μπορούμε να πούμε, πως ούτε ένας από τους στρατιώτες δεν πρόκειται να πάει με τον Κερένσκι. Ομως πολλοί απ’ αυτούς δε θέλουν καθόλου να πολεμήσουν. Οσο για τους αξιωματικούς, όλοι σχεδόν πέρασαν πια με τον Κερένσκι ή απλώς έφυγαν. Και μεις… χμ…, εμείς, όπως βλέπετε, βρισκόμαστε σε πιο δύσκολη θέση…“.

Δεν πιστέψαμε πως θα γίνει εδώ έστω κάποια μάχη… Ο συνταγματάρχης έστειλε ευγενικά τον ιπποκόμο του να μας πάει ως το σταθμό. Ο ιπποκόμος ήταν Νότιος. Είχε γεννηθεί στη Βεσαραβία από οικογένεια γάλλων μεταναστών.”Αχ“, μας έλεγε. “Δε σκέπτομαι ούτε τον κίνδυνο, ούτε τις στερήσεις. Ομως έχω να δω αρκετόν καιρό τη φτωχή μου μανούλα… Τρία ολόκληρα χρόνια…“.

Γυρνώντας στην Πετρούπολη, μέσα στο κρύο και το σκοτάδι, είδα από το παράθυρο του βαγονιού ομάδες στρατιωτών που χειρονομούσαν γύρω από τις φωτιές.

Στο σταυροδρόμια στέκονταν μονάδες θωρακισμένων. Οι οδηγοί τους μιλούσαν μεταξύ τους, βγάζοντας τα κεφάλια από τους πυργίσκους.

Ολη αυτή την ανήσυχη νύχτα, μέσα στις ψυχρές πεδιάδες, περιπλανιούνταν χωρίς αρχηγούς ομάδες στρατιωτών και κοκκινοφρουρών. Σπρώχνονταν και μπερδεύονταν μεταξύ τους κι οι επίτροποι της Στρατιωτικής Επαναστατικής Επιτροπής έτρεχαν από τη μια ομάδα στην άλλη, προσπαθώντας να οργανώσουν την άμυνα…

* * *

Στη λεωφόρο Νέβσκι, κινούνται απάνω – κάτω ακριβώς σαν κύματα, τα ερεθισμένα πλήθη. Κάτι σαν απειλή πλανιόταν στον αέρα. Από το σιδηροδρομικό σταθμό της Βαρσοβίας μπορούσε ν’ ακούσει κανείς το μακρινό κανονίδι. Στις σχολές των ευελπίδων βασίλευε πυρετώδης κίνηση. Τα μέλη του Δημοτικού Συμβουλίου γύριζαν από στρατώνα σε στρατώνα, παροτρύνοντας, ικετεύοντας κι εξορκίζοντας τους στρατιώτες, διηγούμενοι φρικιαστικές ιστορίες για μπολσεβίκικες αγριότητες, για σφαγές ευελπίδων και βιασμούς γυναικών στα Χειμερινά Ανάκτορα, για τον τραυματισμό της κοπέλας μπροστά στο μέγαρο του Δημαρχείου, για τη δολοφονία του πρίγκιπα Τουμάνοφ… Στην αίθουσα Αλεξαντρόφ του Δημαρχείου, γινόταν έκτακτη συνεδρίαση της Επιτροπής Σωτηρίας, έμπαιναν κι έβγαιναν βιαστικοί οι κομισάριοι…

Εδώ βρίσκονταν όλοι οι δημοσιογράφοι, που είχαν διωχτεί από το Σμόλνι. Ηταν με ανεβασμένο το ηθικό και δεν πίστεψαν τα λεγόμενά μας για την κατάσταση στο Τσάρσκογιε Σελό. Ελεος! Ολοι ξέρουν πως το Τσάρσκογιε βρίσκεται στα χέρια του Κερένσκι, πως οι κοζάκοι βρίσκονταν κιόλας στο Πούλκοβο. Σχηματίστηκε ιδιαίτερη επιτροπή για την υποδοχή του Κερένσκι στο σιδηροδρομικό σταθμό. Τον περίμεναν κατά το πρωί…

Ενας δημοσιογράφος μού ανακοίνωσε, απόλυτα εμπιστευτικά, πως η αντεπαναστατική επίθεση θ’ αρχίσει τα μεσάνυχτα.

Μου έδωσε δύο εκκλήσεις, η μια ήταν υπογραμμένη από τον Γκοτς και τον Πολκόβνικοφ και διέταζε όλες τις σχολές των ευελπίδων, όλους τους νοσηλευόμενους στα νοσοκομεία στρατιώτες, που είχαν αναρρώσει, και τους ιππότες του τάγματος του Αγίου Γεωργίου να είναι έτοιμοι για πολεμική δράση και να περιμένουν διαταγή από την Επιτροπή Σωτηρίας. Η άλλη ήταν υπογραμμένη από την ίδια την Επιτροπή Σωτηρίας και έγραφε τα παρακάτω:

Προς τον πληθυσμό της Πετρούπολης!

Σύντροφοι εργάτες, στρατιώτες και πολίτες της επαναστατικής Πετρούπολης!Οι μπολσεβίκοι, μιλώντας για ειρήνη στο μέτωπο, ταυτόχρονα καλούν σε αδελφοκτόνο πόλεμο στα μετόπισθεν.

Μην υποτάσσεστε στην προβοκατόρικη έκκλησή τους!

Μην ανοίγετε χαρακώματα!

Κάτω τα όπλα!

Κάτω οι προδοτικές ενέδρες!

Στρατιώτες, γυρίστε στους στρατώνες!

Η σφαγή που άρχισε στην Πετρούπολη είναι ο πραγματικός θάνατος της επανάστασης.

Στο όνομα της ελευθερίας, της γης και της ειρήνης συσπειρωθείτε γύρω από την Επιτροπή Σωτηρίας της πατρίδας και της επανάστασης!“.

Οταν βγαίναμε από το Δημαρχείο συναντηθήκαμε με ένα τμήμα κοκκινοφρουρών. Οι μορφές τους ήταν αυστηρές και αποφασιστικές. Βάδιζαν μέσα στο σκοτεινό κι έρημο δρόμο, φέρνοντας μαζί τους μια δωδεκάδα αιχμαλώτους, μέλη του τοπικού Σοβιέτ των κοζάκικων στρατευμάτων, που πιάστηκαν στο διαμέρισμα αυτού του Σοβιέτ, τη στιγμή που ασχολούνταν με την προετοιμασία αντεπαναστατικής συνωμοσίας.

Ενας στρατιώτης, ακολουθούμενος από έναν μικρό με ένα κουβαδάκι με αλευρόκολλα, τοιχοκολλούσε μεγάλες ολόλευκες αφίσες:

Η Πετρούπολη και τα προάστιά της κηρύσσονται σε κατάσταση πολιορκίας. Κάθε λογής συνελεύσεις και συλλαλητήρια στους δρόμους και γενικά σε ανοιχτό χώρο απαγορεύονται…

Ο πρόεδρος

της Στρατιωτικής Επαναστατικής Επιτροπής

Ν. Ποντβόισκι“.

Πήγαμε στο σπίτι. Η ατμόσφαιρα ήταν γεμάτη από ανήσυχους θορύβους. Σειρήνες αυτοκινήτων, φωνές, μακρινό κανονίδι… Η πόλη αναταραζόταν νευρικά κι ανήσυχα…

Νωρίς το πρωί, πριν την αλλαγή της φρουράς, πήγε στο τηλεφωνικό κέντρο ένας λόχος ευελπίδων, που ήταν ντυμένοι με στολή του συντάγματος Σεμένοφ. Ηξεραν το μπολσεβίκικο παρασύνθημα και χωρίς καμιά δυσκολία αντικατέστησαν τη φρουρά. Υστερα από μερικά λεπτά πήγε ο Αντόνοφ να κάνει έφοδο. Οι ευέλπιδες τον έπιασαν και τον κλείδωσαν σ’ ένα μικρό δωμάτιο. Οταν ήρθε ενίσχυση την υποδέχτηκαν με καταιγιστικά πυρά. Κάμποσα άτομα σκοτώθηκαν.

Η αντεπανάσταση άρχισε…__

 

 

(1) 10 του Νοέμβρη με το νέο ημερολόγιο. Σύντ.

 

 

https://praxisreview.gr/john-reed-η-επιτροπή-σωτηρίας-στην-οκτωβριαν/

 

 

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *