John Reed: Η αντεπανάσταση

Το κείμενο είναι το όγδοο μέρος του έργου του Τ.Ρίντ «Δέκα μέρες που συγκλόνισαν τον κόσμο».  Τους προλόγους μπορείτε να τους βρείτε εδώ , το πρώτο μέρος εδώ ,το δεύτερο εδώ , το τρίτο εδώ,το τέταρτο εδώ ,το πέμπτο εδώ,το έκτο εδώ και το έβδομο εδώ

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΟΓΔΟΟ

 

 

 

Η αντεπανάσταση

 

 

Το επόμενο πρωί, Κυριακή 11 του Νοέμβρη (29 του Οχτώβρη), οι κοζάκοι, κάτω από τις κωδωνοκρουσίες όλων των εκκλησιών μπήκαν στο Τσάρσκογιε Σελό. Ο ίδιος ο Κερένσκι πήγαινε καβάλα σ’ ένα άσπρο άλογο. Από την κορυφή ενός μικρού υψώματος μπορούσαν να δουν τους χρυσούς οβελίσκους και τους πολύχρωμους τρούλους, την τεράστια γκρίζα μάζα της πρωτεύουσας, που απλωνόταν στο μελαγχολικό κάμπο, και πίσω της τα γκριζόμαυρα νερά του ΦιλανδικούΚόλπου.

Μάχη δεν έγινε. Ο Κερένσκι, όμως, έκανε το μοιραίο λάθος. Στις 7 το πρωί, έστειλε στο 2ο Σύνταγμα Πεζικού του Τσάρσκογιε Σελό διαταγή να καταθέσει τα όπλα. Οι στρατιώτες απάντησαν πως παραμένουν ουδέτεροι, μα δε θέλουν να αφοπλιστούν. Ο Κερένσκι τους έδωσε δέκα λεπτά προθεσμία να σκεφτούν. Αυτό εξόργισε τους στρατιώτες. Είχαν περάσει κιόλας οχτώ μήνες που αυτοδιοικούνταν με τις στρατιωτικές τους επιτροπές και τώρα μύριζε πάλι το παλιό καθεστώς.

Υστερα από λίγα λεπτά το πυροβολικό των κοζάκων άνοιξε πυρ ενάντια στους στρατώνες και σκότωσε οχτώ στρατιώτες.

Απ’ αυτή τη στιγμή, στο Τσάρσκογιε Σελό δεν έμεινε ούτε ένας “ουδέτερος” στρατιώτης…

Η Πετρούπολη ξύπνησε από τον κρότο των κανονιοβολισμών και από το δυνατό θόρυβο ανθρώπινων βημάτων. Κάτω από τον γκρίζο ουρανό φυσούσε ένας κρύος αέρας που προμηνούσε χιόνι. Τα ξημερώματα, ισχυρά τμήματα ευελπίδων κατέλαβαν το στρατιωτικό ξενοδοχείο και το τηλεγραφείο, όμως, ύστερα από αιματηρή μάχη, εκτοπίστηκαν. Το τηλεφωνικό κέντρο κυκλώθηκε από ναύτες, που καλύπτονταν πίσω από οδοφράγματα φτιαγμένα με βαρέλια, κιβώτια και φύλλα τσίγκου καταμεσής στη λεωφόρο Μορσκόι, ή κρύβονταν στη γωνιά της πλατείας Γκόροχοβ και Ισαάκιεφ, πυροβολώντας ενάντια σ’ όλους τους περαστικούς. Από καιρό σε καιρό, περνούσε δίπλα τους ένα αυτοκίνητο με τησημαία του Ερυθρού Σταυρού. Οι ναύτες δεν το πείραζαν….

Οι Αλμπερτ Ρις Ουίλιαμς (1) ήταν στο τηλεφωνικό κέντρο. Εφυγε από κει με το αυτοκίνητο του Ερυθρού Σταυρού, που ήταν δήθεν γεμάτο τραυματίες. Κάνοντας τον κύκλο της πόλης, το αυτοκίνητο με μερικά τεχνάσματα έφτασε μέχρι το επιτελείο της αντεπανάστασης, που ήταν στη Σχολή Ευελπίδων του Μιχαϊλοφσκι. Στην αυλή της σχολής βρισκόταν ένας Γάλλος αξιωματικός, που, όπως φαίνεται, έδινε διαταγές για όλα όσα γίνονταν… Μ’ αυτό τον τρόπο, έστελναν στο τηλεφωνικό κέντρο πολεμοφόδια και τρόφιμα. Ολόκληρες δεκάδες τέτοιων αυτοκινήτων δήθεν του Ερυθρού Σταυρού, εξυπηρετούσαν τους ευέλπιδες για σύνδεση και ανεφοδιασμό…

Στα χέρια τους βρίσκονταν πέντε – έξι θωρακισμένα από τη διαλυμένη αγγλική θωρακισμένη μεραρχία. Καθώς η Λουίζα Μπράιαντ (2) περνούσε δίπλα από την πλατεία Ισαάκιεφ, έπεσε πάνω σ’ ένα απ’ αυτά τα θωρακισμένα που κατευθύνονταν από το Ναυαρχείο προς το τηλεφωνικό κέντρο. Στη γωνία της οδού Γκόγκολ, το αυτοκίνητο σταμάτησε, ακριβώς απέναντι από τη Λουίζα Μπράιαντ. Μερικοί ναύτες που καλύπτονταν πίσω από ένα σωρό ξύλων, άνοιξαν πυρά.

Το πολυβόλο του πυργίσκου του θωρακισμένου γύρισε προς όλες τις κατευθύνσεις, γαζώνοντας με χαλάζι από σφαίρες τους σωρούς των ξύλων και το πλήθος. Κάτω από την αψίδα, όπου στέκονταν η Λουίζα Μπράιαντ, ήταν σκοτωμένα εφτά άτομα, κι ανάμεσά τους δύο μικρά αγόρια. Αξαφνα οι ναύτες πήδηξαν με φωνές από τα προκαλύμματά τους και κινήθηκαν προς τα μπρος. Κύκλωσαν το μεγάλο αυτοκίνητο κι άρχισαν να το τρυπούν με τις λόγχες απ’ όλες τις χαραμάδες του, μη δίνοντας σημασία στα πυρά… Ο σοφέρ του αυτοκινήτου καμώθηκε ότι είναι τραυματίας και οι ναύτες τον άφησαν ελεύθερο. Εκείνος έτρεξε στο Δημαρχείο για να συμπληρώσει τους μύθους για τις μπολσεβίκικες θηριωδίες… Ανάμεσα στους σκοτωμένους ήταν κι ένας Αγγλος αξιωματικός…

Αργότερα, οι εφημερίδες ανακοίνωσαν πως στο θωρακισμένο των ευελπίδων πιάστηκε ένας Γάλλος αξιωματικός που τον έστειλαν στο φρούριο του Πετροπάβλοφσκ. Η γαλλική πρεσβεία διέψευσε αμέσως αυτή την είδηση. Ενα, όμως, από τα μέλη του Δημοτικού Συμβουλίου είπε πως αυτός προσωπικά πέτυχε την απελευθέρωση αυτού του αξιωματικού…

Οποιαδήποτε κι αν ήταν η επίσημη στάση των συμμαχικών πρεσβειών, ορισμένοι Αγγλοι και Γάλλοι αξιωματικοί εκείνες τις μέρες είχαν δραστηριοποιηθεί τόσο πολύ, ώστε να παίρνουν μέρος σαν εμπειρογνώμονες στις συνεδριάσεις της Επιτροπής Σωτηρίας…

Ολη την ημέρα σ’ όλα τα σημεία της πόλης γίνονταν συμπλοκές ανάμεσα στους ευέλπιδες και τους κοκκινοφρουρούς, συγκρούσεις ανάμεσα σε θωρακισμένα… Ομοβροντίες, αραιοί πυροβολισμοί, ριπές πολυβόλων ακούγονταν από μακριά κι από κοντά. Τα σιδερένια παντζούρια των καταστημάτων ήταν κατεβασμένα, όμως, οι εμπορικές δουλιές συνεχίζονταν.

Ακόμα κι οι κινηματογράφοι, με σβησμένα τα εξωτερικά φώτα, δούλευαν κι ήταν γεμάτοι θεατές. Τα τραμ κινούνταν όπως πάντα. Τα τηλέφωνα δούλευαν. Παίρνοντας το κέντρο, μπορούσες ν’ ακούσεις καθαρά τους πυροβολισμούς. Ολα τα τμήματα του Σμόλνι είχαν αποσυνδεθεί, όμως, το Δημαρχείο και η Επιτροπή Σωτηρίας βρίσκονταν σε διαρκή τηλεφωνική επικοινωνία μ’ όλες τις σχολές των ευελπίδων, ακόμα και με τον Κερένσκι στο Τσάρσκογιε Σελό.

Στις 7 το πρωί, στη Σχολή Ευελπίδων Βλαντίμιρ πήγε ένα τμήμα στρατιωτών και κοκκινοφρουρών. Το τμήμα ζήτησε από τους ευέλπιδες να καταθέσουν τα όπλα μέσα σε είκοσι λεπτά. Οι ευέλπιδες αρνήθηκαν. Μέσα σε μια ώρα ετοιμάστηκαν και προσπάθησαν να επιτεθούν, όμως αποκρούστηκαν με καταιγιστικά πυρά, από τη γωνιά της λεωφόρου Γκρεμπετσκάγια και της Μεγάλης Λεωφόρου. Τα σοβιετικά στρατεύματα κύκλωσαν τη σχολή κι άρχισαν να βάλλουν κατά μήκος του κτιρίου. Μπρος – πίσω κινούνταν δύο θωρακισμένα αυτοκίνητα, ξερνώντας φωτιά από τα πολυβόλα. Οι ευέλπιδες ζήτησαν τηλεφωνικά ενίσχυση. Οι κοζάκοι απάντησαν πως διστάζουν να κινηθούν γιατί μπροστά στο στρατώνα τους έχει πάρει διάταξη ένα ισχυρό τμήμα ναυτών με δύο πολυβόλα. Η σχολή του Πάβλοφ κυκλώθηκε. Η πλειοψηφία των ευελπίδων της σχολής Μιχαϊλοφσκι μάχονταν στους δρόμους…

Στις έντεκα και μισή, ήρθαν τρία πεδινά πυροβόλα. Πρότειναν ξανά στους ευέλπιδες να παραδοθούν, αυτοί όμως σε απάντηση άνοιξαν πυρά και σκότωσαν δύο Σοβιετικούς αντιπροσώπους, που πήγαιναν με άσπρη σημαία. Τότε άρχισε πραγματικός βομβαρδισμός. Στους τοίχους της σχολής άνοιξαν μεγάλες ρωγμές. Οι ευέλπιδες αμύνονταν απεγνωσμένα, τα θορυβώδικα κύματα των κοκκινοφρουρών που έκαναν έφοδο, τσακίστηκαν από τα καταιγιστικά πυρά… Ο Κερένσκι έδωσε με το τηλέφωνο διαταγή από το Τσάρσκογιε Σελό να μην κάνουν καμιά διαπραγμάτευση με τη Στρατιωτική Επαναστατική Επιτροπή.

Οι σοβιετικές δυνάμεις, εξαγριωμένες από τις αποτυχίες και τις απώλειες κατάκλυσαν το κατερειπωμένο κτίριο με θάλασσα από ατσάλι και φωτιά. Οι ίδιοι οι αρχηγοί τους δεν μπορούσαν να σταματήσουν τον τρομερό βομβαρδισμό. Ο επίτροπος του Σμόλνι, που λεγόταν Κιρίλοφ, προσπάθησε να το κάνει, μα τον απείλησαν με λιντσάρισμα. Τίποτα δεν μπορούσε να σταματήσει τους κοκκινοφρουρούς.

Στις δυόμισι η ώρα οι ευέλπιδες σήκωσαν άσπρη σημαία. Ηταν έτοιμοι να παραδοθούν, αν τους εγγυούνταν ασφάλεια. Τους δόθηκε η υπόσχεση. Χιλιάδες στρατιώτες και κοκκινοφρουροί με φωνές και κραυγές όρμησαν από τα παράθυρα, τις πόρτες και τις ρωγμές των τοίχων. Προτού προφτάσουν να τους σταματήσουν, μαχαίρωσαν θανάσιμα πέντε ευέλπιδες. Τους υπόλοιπους, περίπου διακόσιους, τους έστειλαν με συνοδεία στο φρούριο του Πετροπάβλοφσκ κατά μικρές ομάδες, για να μην τραβήξουν την προσοχή του πλήθους. Ωστόσο, στο δρόμο το πλήθος ρίχτηκε σε μια αυτές τις ομάδες και ξέσχισε ακόμα οχτώ ευέλπιδες… Στη μάχη έπεσαν πάνω από εκατό στρατιώτες και κοκκινοφρουροί…

Υστερα από δύο ώρες ανακοινώθηκε στο Δημαρχείο τηλεφωνικά, πως οι ναύτες κινήθηκαν προς τον πύργο των μηχανικών. Το Δημοτικό Συμβούλιο έστειλε αμέσως δώδεκα από τα μέλη του για να μοιράσουν την τελευταία έκκληση της Επιτροπής Σωτηρίας. Μερικοί από αυτούς που στάλθηκαν δεν ξαναγύρισαν πίσω… Ολες οι άλλες σχολές παραδόθηκαν χωρίς αντίσταση, κι οι ευέλπιδες χωρίς καμιά φασαρία μεταφέρθηκαν με απόλυτη ασφάλεια στο φρούριο τουΠετροπάβλοφσκ και στην Κροστάνδη…

Στο τηλεφωνικό κέντρο η αντίσταση συνεχιζόταν ως το βράδυ, όταν εμφανίστηκε ένα μπολσεβίκικο τεθωρακισμένο και οι ναύτες έκαναν έφοδο. Κατατρομαγμένες οι τηλεφωνήτριες έτρεχαν μέσα στο κτίριο. Οι ευέλπιδες πετούσαν από πάνω τους όλα τα διακριτικά κι ένας από αυτούς που είχε αποφασίσει να κρυφτεί, πρότεινε στον Ουίλιαμς να του παραχωρήσει το παλτό του και να του δώσει ό,τι θέλει.

Θα μας σκοτώσουν! Θα μας σκοτώσουν!” φώναζαν οι ευέλπιδες, επειδή πολλοί απ’ αυτούς είχαν υποσχεθεί ακόμα από τα Χειμερινά Ανάκτορα να μη σηκώσουν τα όπλα ενάντια στο λαό. Ο Ουίλιαμς τούς πρότεινε να μεσολαβήσει, εφόσον θ’ απελευθέρωναν τον Αντόνοφ. Αυτό έγινε αμέσως. Ο Αντόνοφ κι ο Ουίλιαμς έβγαλαν λόγο στους νικητές – ναύτες, που ήταν εξαγριωμένοι από τις μεγάλες απώλειες κι οι ευέλπιδες αφέθηκαν ξανά ελεύθεροι… Μερικοί απ’ αυτούς όμως καθώς είχαν τρομοκρατηθεί, προσπάθησαν να φύγουν από τη στέγη ή να κρυφτούν στη σοφίτα. Τους άρπαξαν και τους πέταξαν στο δρόμο.

Βασανισμένοι, ματωμένοι οι νικητές ναύτες κι εργάτες μπήκαν στην αίθουσα με τις τηλεφωνικές συσκευές και βλέποντας ξαφνικά τόσες ωραίες κοπέλες, ταράχτηκαν και στριφογύριζαν στη θέση τους αναποφάσιστοι. Ούτε μια κοπέλα δεν υπόφερε, ούτε μια δε θίχτηκε. Εκείνες είχαν μαζευτεί κατατρομαγμένες στη γωνιά κι όταν ένιωσαν πως βρίσκονταν σε ασφάλεια άφησαν την κακία τους να ξεσπάσει. “Ου!Να χαθείτε, βρόμικοι μουζίκοι! Αμόρφωτοι! Βλάκες…“.

Οι ναύτες και οι κοκκινοφρουροί τα είχαν χάσει ολότελα. “Θηρία! Γουρούνια!“, τσίριζαν οι κοπέλες με οργή, φορώντας τα παλτά και τα καπέλα. Πόσο ρομαντική τούς φαινόταν η περιπέτειά τους, όταν έδιναν φυσίγγια και επέδεναν τους θαρραλέους νεαρούς υπερασπιστές τους, τους ευέλπιδες, πολλοί απ’ τους οποίους ήταν από τις καλύτερες ρωσικές οικογένειες και πολεμούσαν για την επαναφορά του λατρευτού τσάρου! Ενώ εδώ ήταν όλοι εργάτες και αγρότες, “αγροίκος λαός”…

Ο επίτροπος της Στρατιωτικής Επαναστατικής Επιτροπής, ο μικρός Βισνιάκ, προσπάθησε να πείσει τις κοπέλες να παραμείνουν… Μιλούσε πολύ ευγενικά. “Σας συμπεριφέρονταν πολύ άσχημα“, έλεγε. “Το τηλεφωνικό δίχτυ βρισκόταν στα χέρια του Δημοτικού Συμβουλίου. Σας πλήρωναν από 60 ρούβλια το μήνα, σας υποχρέωναν να δουλεύετε δέκα και πάνω ώρες το εικοσιτετράωρο… Από σήμερα όλα θα γίνουν διαφορετικά. Η κυβέρνηση θα μεταβιβάσει το δίχτυ στο υπουργείο των ΤΤΤ. Αμέσως θα ανεβάσουν τις αποδοχές σας μέχρι 150 ρούβλια και θα μειώσουν την εργάσιμη ημέρα. Σαν μέλη της εργατικής τάξης πρέπει να ‘στε ευτυχισμένες…“.

Μέλη της εργατικής τάξης! Σκέφτηκε άραγε ο κύριος αυτός αν ανάμεσα σ’ αυτά… σ’ αυτά τα ζώα, και σ’ εμάς υπάρχει τίποτα το κοινό; Να παραμείνουμε; Ούτε λόγος να γίνεται. Ακόμα κι αν μας έδιναν χίλια ρούβλια!…“. Κι οι κοπέλες με μεγάλη περιφρόνηση εγκατέλειψαν το κτίριο.

Παρέμειναν μόνο οι κατώτεροι υπάλληλοι, οι εφαρμοστές κι οι εργάτες. Οι γραμμές όμως έπρεπε να δουλέψουν: το τηλέφωνο ήταν ζωτικό, απαραίτητο… Και υπήρχε μόνο μισή ντουζίνα έμπειρων τηλεφωνητριών. Κάλεσαν εθελοντές. Στην έκκληση απάντησαν ίσαμε εκατό ναύτες, στρατιώτες κι εργάτες. Οι έξι κοπέλες πήγαιναν πέρα – δώθε, δείχνοντας, βοηθώντας, μαλώνοντας…

Η δουλιά γινόταν όπως όπως, ωστόσο όμως γινόταν, κι οι αγωγοί βούιζαν ξανά. Πρώτ’ απ’ όλα αποκατάστησαν τη σύνδεση με το Σμόλνι, τους στρατώνες και τα εργοστάσια, ύστερα έκοψαν την επικοινωνία με το  Δημαρχείο και με τις σχολές ευελπίδων… Αργά το βράδυ το γεγονός αυτό διαδόθηκε σ’ όλη την πόλη, κι εκατοντάδες εκπρόσωποι της αστικής τάξης ωρύονταν στα ακουστικά των τηλεφώνων: “Βλάκες! Διάβολοι! Νομίζετε πως αυτό θα τραβήξει πολύ; Περιμένετε, θα ‘ρθουν οι κοζάκοι!“.

Νύχτωσε. Στη λεωφόρο Νέβσκι, που σφύριζε δαιμονισμένα ο αέρας, δεν υπήρχε σχεδόν ούτε ψυχή. Μόνο απέναντι από την εκκλησία του Καζάν ήταν μαζεμένο ένα πλήθος και συνέχιζε την ατέλειωτη συζήτηση. Μερικοί εργάτες, μερικοί στρατιώτες και οι άλλοι ήταν έμποροι, υπάλληλοι και άλλοι όμοιοι μ’ αυτούς.

Ο Λένιν δε θα εξαναγκάσει τους Γερμανούς να κλείσουν ειρήνη!“, φώναζε κάποιος.

Ενας νεαρός στρατιώτης απαντούσε ζωηρά: “Και ποιος φταίει; Για όλα φταίει ο δικός σας ο Κερένσκι, ο καταραμένος αστός! Στο διάβολο ο Κερένσκι! Δεν τον θέλουμε! Θέλουμε τον Λένιν!…“.

Δίπλα στο Δημαρχείο, ένας αξιωματικός με άσπρο περιβραχιόνιο, βρίζοντας δυνατά, ξέσχιζε από τον τοίχο τις αφίσες. Μια απ’ αυτές έγραφε:

Οι μπολσεβίκοι μέλη του Δημοτικού Συμβουλίου προς τον πληθυσμό της Πετρούπολης:

Σ’ αυτή την κρίσιμη στιγμή, που το Δημοτικό Συμβούλιο της πόλης έπρεπε να κατευθύνει όλες τις δυνάμεις του για να καθησυχάσει τον πληθυσμό, να του εξασφαλίσει ψωμί και κάθε αναγκαίο, οι δεξιοί σοσιαλεπαναστάτες και οι καντέ, ξεχνώντας το καθήκον τους μετέτρεψαν το Δημοτικό Συμβούλιο σε αντεπαναστατική σύναξη, προσπαθώντας να στρέψουν το ένα μέρος του πληθυσμού, ενάντια στο άλλο κι έτσι να διευκολύνουν τη νίκη των Κορνίλοφ – Κερένσκι. Αντί να εκπληρώσουν τις άμεσες υποχρεώσεις τους οι δεξιοί σοσιαλεπαναστάτες κι οι καντέ μετέτρεψαν το Δημοτικό Συμβούλιο

σε στίβο πολιτικού αγώνα ενάντια στα Σοβιέτ των εργατών, στρατιωτών και αγροτών βουλευτών, ενάντια στην επαναστατική κυβέρνηση της ειρήνης, του ψωμιού και της λευτεριάς.

Πολίτες της Πετρούπολης! Εμείς οι μπολσεβίκοι μέλη του Δημοτικού Συμβουλίου, που μας εκλέξατε, σας κάνουμε γνωστό πως οι δεξιοί σοσιαλεπαναστάτες κι οι καντέ, ανακατεύτηκαν στην αντεπαναστατική πάλη, ξέχασαν τα πραγματικά τους καθήκοντα και οδηγούν τον πληθυσμό, στην πείνα, στον εμφύλιο πόλεμο, στην αιματοχυσία. Εμείς οι αιρετοί των 183.000 κατοίκων, θεωρούμε καθήκον μας να γνωρίσουμε στους εκλογείς μας όλα όσα γίνονται στο Δημοτικό Συμβούλιο και δηλώνουμε ότι διαχωρίζουμε τις ευθύνες μας για όσα θλιβερά πρόκειται να επακολουθήσουν“.

Από μακριά ακούγονταν αραιοί πυροβολισμοί, όμως η πόλη ήταν ψυχρή και ήσυχη, σαν να ‘χε εξαντληθεί από τους σπασμούς, που την είχαν συνταράξει.

Στην αίθουσα Νικολάγιεφσκι, η συνεδρίαση του Δημοτικού Συμβουλίου κόντευε να τελειώσει. Φαινόταν πια πως και το λυσσασμένο Δημοτικό Συμβούλιο είχε κάπως ησυχάσει. Οι κομισάριοι, ο ένας ύστερ’ απ’ τον άλλο, ανακοίνωναν: καταλήφθηκε η σχολή Βλαντίμιρ… “Το Δημοτικό Συμβούλιο“, έλεγε ο Τρουπ, “είναι με το μέρος της Δημοκρατίας στην πάλη της ενάντια στη βία και την αυθαιρεσία, ωστόσο όποια πλευρά κι αν επικρατήσει, το Δημοτικό Συμβούλιο θα είναι πάντα ενάντια τις αυτοδικίες και τα βασανιστήρια…“.

Ο καντέ Κονόφσκι, ένας ψηλός γέρος, με σκληρό πρόσωπο, δήλωσε: “Οταν τα στρατεύματα της νόμιμης κυβέρνησης μπούνε στην Πετρούπολη, θα τουφεκίσουν τους κινηματίες, κι αυτό δε θα ‘ναι αυτοδικία“. Φωνές διαμαρτυρίας ακούστηκαν απ’ όλες τις γωνιές της αίθουσας, ακόμα κι από τους ίδιους τους καντέ.

Εδώ βασίλευε ολοφάνερα η αβεβαιότητα κι η κατάπτωση των δυνάμεων. Η αντεπανάσταση τραβούσε στο χαμό. Η Κεντρική Επιτροπή του κόμματος των σοσιαλιστών – επαναστατών εξέφρασε δυσπιστία στους αρχηγούς της, στους αντιπροσώπους της. Η αριστερή πτέρυγα συμμορφωνόταν με την κατάσταση. Ο Αυξέντιεφ παραιτήθηκε. Ο Κουριέρ ανακοίνωσε πως η επιτροπή που στάλθηκε στο σταθμό για να υποδεχτεί τον Κερένσκι πιάστηκε. Στους δρόμους ακουγόταν υπόκωφος κρότος μακρινού κανονιοβολισμού, που έφτανε από το Νότο και τα νοτιοανατολικά. Ο Κερένσκι ακόμα δε φαινόταν…

Τη μέρα αυτή κυκλοφόρησαν μόνο τρεις εφημερίδες: η “Πράβντα”, η “Υπόθεση του Λαού”, κι η “Νέα Ζωή”. Ολες αφιέρωναν μεγάλο μέρος στο ζήτημα της δημιουργίας μιας καινούριας κυβέρνησης, μιας κυβέρνησης “συνασπισμού”. Η εφημερίδα των εσέρων ζητούσε το σχηματισμό κυβέρνησης στην οποία να μην πάρουν μέρος ούτε οι καντέ, ούτε οι μπολσεβίκοι. Ο Γκόρκι ήταν γεμάτος ελπίδες ότι το Σμόλνι θα έκανε υποχωρήσεις. θα σχηματιζόταν καθαρή σοσιαλιστική κυβέρνηση, που θα εκπροσωπούσε όλα τα στοιχεία, εκτός από την αστική τάξη. Η “Πράβντα” όμως ειρωνευόταν:

… Αυτός είναι συνασπισμός με “κόμματα”, που στο μεγαλύτερο μέρος αποτελούνται από μερικές ομάδες δημοσιογράφων, που δεν έχουν τίποτα άλλο, εκτός από τη συμπάθεια των αστών και τα μισοξεφτισμένα ονόματα, που δεν τους ακολουθούν πια ούτε οι εργάτες, ούτε οι αγρότες. Συνασπισμός είναι αυτός που κάναμε εμείς, είναι ο συνασπισμός του επαναστατικού κόμματος του προλεταριάτου με τον επαναστατημένο στρατό και τη φτωχή αγροτιά…“.

Στους τοίχους ήταν κολλημένες οι αλαζονικές ανακοινώσεις της Βίκζελ, που απειλούσε, πως αν οι διάφορες πλευρές δεν έρθουν σε συμφωνία, θα κηρύξει απεργία:

Απ’ όλες αυτές τις εξεγέρσεις και τις φαγωμάρες που βασανίζουν την πατρίδα, νικητές δε θα βγουν ούτε οι μπολσεβίκοι, ούτε η Επιτροπή Σωτηρίας, ούτε και τα στρατεύματα του Κερένσκι. Νικητές θα βγούμε εμείς, η Ενωση των σιδηροδρομικών. Οι κοκκινοφρουροί δε θα μπορέσουν να τα βγάλουν πέρα με τέτοια σύνθετη δουλιά, όπως είναι οι σιδηροδρομικές γραμμές. Οσον αφορά την προσωρινή κυβέρνηση, αυτή αποδείχτηκε ήδη εντελώς ανίκανη να κρατήσει την  εξουσία…Εμείς αρνούμαστε να δουλέψουμε με οποιοδήποτε κόμμα που δεν έχει εξουσιοδότηση… από κυβέρνηση, που να στηρίζεται στην εμπιστοσύνη όλης της δημοκρατίας…“.

Ολόκληρο το Σμόλνι τρανταζόταν από την απεριόριστη δραστηριότητα των ανεξάντλητων ανθρώπινων δυνάμεων. Στα γραφεία των επαγγελματικών συνδικάτων ο Λοζόφσκι με γνώρισε με τον αντιπρόσωπο των εργατών της σιδηροδρομικής γραμμής του Νικολάγιεφ, που εξιστορούσε πώς οργάνωσαν μαζικά συλλαλητήρια στα οποία αποδοκίμασαν την ηγεσία τους:

Ολη η εξουσία στα Σοβιέτ!” φώναζε, χτυπώντας με τη γροθιά στο τραπέζι. “Οι αμυνίτες της Κεντρικής Επιτροπής παίζουν το παιχνίδι του Κορνίλοφ. Επιχείρησαν να στείλουν αντιπροσωπεία στο επιτελείο, όμως εμείς την πιάσαμε στο Μινσκ… Το τμήμα μας ζήτησε να γίνει Πανρωσικό συνέδριο, μα αυτοί αρνούνται να το συγκαλέσουν…“.

Και δω γινόταν το ίδιο, όπως και στα Σοβιέτ και στις στρατιωτικές επιτροπές. Η μια ύστερα απ’ την άλλη, οι διάφορες δημοκρατικές οργανώσεις σ’ όλη τη Ρωσία, πάθαιναν ριζική και απότομη διάλυση. Στους συνεταιρισμούς είχε αρχίσει η εσωτερική πάλη, οι συνελεύσεις της εκτελεστικής επιτροπής των αγροτών βουλευτών γίνονταν μέσα σε φοβερές λογομαχίες, ακόμα κι ανάμεσα στους κοζάκους άρχισαν ταραχές…

Και στο πάνω πάτωμα του Σμόλνι δούλευε χωρίς ανάπαυλα, με υπερένταση, καταφέροντας χτυπήματα, η Στρατιωτική Επαναστατική Επιτροπή. Οι άνθρωποι έμπαιναν εδώ φρέσκοι και γεμάτοι δυνάμεις, στροβιλίζονταν σ’ αυτή τη φοβερή μηχανή μέρα και νύχτα κι έβγαιναν χλομοί, τσακισμένοι, βραχνιασμένοι και λερωμένοι για να ξαπλώσουν και πάλι εδώ στο πάτωμα και να κοιμηθούν… Η Επιτροπή Σωτηρίας κηρύχτηκε εκτός νόμου. Τα πακέτα και τα δέματα των νέων προκηρύξεων γέμισαν όλο το πάτωμα:

“... Οι συνωμότες, μην έχοντας κανένα στήριγμα ούτε στη φρουρά, ούτε στον εργαζόμενο πληθυσμό, βασίζονταν αποκλειστικά στο κεραυνοβόλο χτύπημα. Το σχέδιό τους όμως αποκαλύφθηκε έγκαιρα από τον κομισάριο του φρουρίου Πετροπάβλοφσκ, τον ανθυπολοχαγό Μπλανκονράβοφ, χάρη στην επαναστατική επαγρύπνηση ενός κοκκινοφρουρού, που τ’ όνομά του θα γίνει γνωστό. Κέντρο της συνωμοσίας ήταν η λεγόμενη “Επιτροπή Σωτηρίας”. Η διοίκηση των στρατευμάτων είχε ανατεθεί στο συνταγματάρχη Πολκόβνικοφ. Την εντολή του την είχε υπογράψει ο Γκοτς, πρώην μέλος της ΚΕΕ που είχε αφεθεί ελεύθερος, δίνοντας το λόγο της τιμής του…

Η Στρατιωτική Επαναστατική Επιτροπή, ενημερώνοντας γι’ αυτά τον πληθυσμό της Πετρούπολης αποφασίζει:

Να συλληφθούν τα πρόσωπα που ανακατεύτηκαν στη συνωμοσία και να περάσουν από στρατιωτικό επαναστατικό δικαστήριο“.

Από τη Μόσχα ήρθε η είδηση πως οι ευέλπιδες κι οι κοζάκοι κύκλωσαν το Κρεμλίνο και ζήτησαν από τα σοβιετικά στρατεύματα να καταθέσουν τα όπλα. Τα σοβιετικά στρατεύματα συμφώνησαν, όταν όμως έβγαιναν από το Κρεμλίνο, οι εχθροί ρίχτηκαν πάνω τους και τους εκτελούσαν. Τα αδύνατα μπολσεβίκικα τμήματα εκτοπίστηκαν από το τηλεφωνικό και τηλεγραφικό κέντρο. Το κέντρο της πόλης βρίσκεται στα χέρια των ευελπίδων… Ομως γύρω τους συγκεντρώνονται ήδη καινούριες σοβιετικές δυνάμεις. Οι οδομαχίες συνεχώς δυναμώνουν. Ολες οι απόπειρες συμφωνίας απότυχαν… Με το μέρος των Σοβιέτ είναι η φρουρά που αριθμεί δέκα χιλιάδες στρατιώτες και αρκετούς κοκκινοφρουρούς. Με το μέρος της κυβέρνησης είναι έξι χιλιάδες ευέλπιδες, δυόμισι χιλιάδες κοζάκοι και δύο χιλιάδες λευκοφρουροί.

Συνεδρίαζε το Σοβιέτ της Πετρούπολης και στο διπλανό δωμάτιο δούλευε η νέα ΚΕΕ, εξέταζε τα διατάγματα και τις αποφάσεις που έφταναν αδιάκοπα από το Σοβιέτ των Επιτρόπων του Λαού, που συνεδρίαζε ένα πάτωμα πιο πάνω. Εδώ εξετάζονταν: η σειρά επικύρωσης και δημοσίευσης των νόμων, ο νόμος για την οχτάωρη εργάσιμη μέρα κι οι “βάσεις του συστήματος της λαϊκής παιδείας”, που προτάθηκαν από τον Λουνατσάρσκι. Και στις δύο συνεδριάσεις έπαιρναν μέρος συνολικά μερικές εκατοντάδες άνθρωποι, οι περισσότεροι οπλισμένοι. Το Σμόλνι ήταν σχεδόν άδειο. Μόνον η φρουρά αγρυπνούσε τοποθετώντας πολυβόλα στα παράθυρα, για να μπορεί να ελέγχει με τα πυρά τα πλευρά.

Στην ΚΕΕ μιλούσε ο αντιπρόσωπος της Βίκζελ:

Αρνούμαστε να μεταφέρουμε στρατεύματα τόσο της μιας, όσο και της άλλης πλευράς. Στείλαμε στον Κερένσκι αντιπροσωπεία με τη δήλωση, πως αν συνεχίσει την κίνησή του προς την Πετρούπολη, θα κόψουμε όλες τις γραμμές επικοινωνίας του…“.

Υστερα από συνήθεια, πρότεινε να συγκληθεί συνδιάσκεψη όλων των σοσιαλιστικών κομμάτων για σχηματισμό νέας κυβέρνησης…

Ο Κάμενεφ απαντούσε πολύ προσεχτικά. Οι μπολσεβίκοι θα ήταν ευτυχείς να πάρουν μέρος σε μια τέτοια συνδιάσκεψη.

Ωστόσο το κέντρο του βάρους του ζητήματος δε βρίσκεται στο σχηματισμό κυβέρνησης, μα στον αν θα δεχτεί αυτή η κυβέρνηση το πρόγραμμα του συνεδρίου των Σοβιέτ… Η ΚΕΕ συζήτησε τη διακήρυξη των αριστερών εσέρων και των σοσιαλδημοκρατών διεθνιστών και έκανε δεκτή την πρόταση για αναλογική αντιπροσώπευση στη συνδιάσκεψη, συμπεριλαμβάνοντας ακόμα τους αντιπροσώπους των στρατιωτικών επιτροπών και τα Σοβιέτ των αγροτών…

Στη μεγάλη αίθουσα ο Τρότσκι έκανε απολογισμό των γεγονότων της ημέρας.”Προτείναμε στους ευέλπιδες της σχολής Βλαντίμιρ να παραδοθούν”, έλεγε. “Θέλαμε ν’ αποφύγουμε την αιματοχυσία. Ομως τώρα που το αίμα χύθηκε, υπάρχει μόνο ένας δρόμος: ο αμείλιχτος αγώνας. Το να νομίζει κανείς πως μπορούμε να νικήσουμε με οποιαδήποτε άλλα μέσα, είναι παιδιάστικη αντίληψη. Εφτασε η αποφασιστική στιγμή. Ολοι πρέπει να βοηθήσουν τη Στρατιωτική Επαναστατική  Επιτροπή, να την πληροφορήσουν για όλα τα αποθέματα σύρματος, βενζίνας και όπλων… Καταχτήσαμε την εξουσία, τώρα πρέπει να την κρατήσουμε”.

Ο μενσεβίκος Γιόφε ήθελε να διαβάσει μια διακήρυξη από μέρους του κόμματός του, όμως ο Τρότσκι αρνήθηκε να επιτρέψει “συζήτηση αρχών”.

Οι διαφωνίες μας λύνονται τώρα στο πεζοδρόμιο“, φώναξε. “Το αποφασιστικό βήμα έγινε. Ολοι μας, και ιδιαίτερα εγώ προσωπικά, παίρνουμε πάνω μας την ευθύνη για όλα όσα θα γίνονται…“.

Μιλούσαν οι στρατιώτες που είχαν έρθει από το μέτωπο, από την Γκάτσινα. Ενας απ’ αυτούς ήταν από τους πρωτοπόρους της 481ης ταξιαρχίας πυροβολικού: “Οταν το μάθουν αυτό στα χαρακώματα θα πουν: να αυτή είναι η κυβέρνησή μας”.Ενας εύελπις, από τη Σχολή Ανθυπολοχαγών του Πέτεργκοφσκ, διηγούνταν, πως μαζί με δύο άλλους αρνήθηκαν να πολεμήσουν ενάντια στα Σοβιέτ και πως οι σύντροφοι, γυρνώντας από τη μάχη στα Χειμερινά Ανάκτορα, τον έβγαλαν επίτροπό τους και τον έστειλαν στο Σμόλνι να προσφέρει τις υπηρεσίες του στην πραγματική επανάσταση.

Και ξανά στο βήμα ο Τρότσκι, κάπως ξαναμμένος, δίνοντας διαταγές, απαντώντας σε ερωτήματα:

Η μικροαστική τάξη για να τσακίσει τους εργάτες, τους στρατιώτες και τους αγρότες, είναι έτοιμη να ‘ρθει σε συμφωνία και με τον ίδιο το διάβολο“, είπε. Τις δύο τελευταίες μέρες παρατηρήθηκαν πολλές περιπτώσεις μεθυσιού. “Να μην πίνετε, σύντροφοι! Υστερα από τις 8 η ώρα το βράδυ δεν πρέπει να βγαίνει κανένας έξω, εκτός από κείνους που είναι σκοπιά και πάντα με την εξάρτυση. Πρέπει να ερευνηθούν όλοι οι χώροι όπου υπάρχει η πιθανότητα να βρίσκονται αποθέματα δυνατών ποτών και να καταστραφούν όλα τα οινοπνευματώδη. Κανένα έλεος σ’ όποιον πουλάει κρασί…“.

Η Στρατιωτική Επαναστατική Επιτροπή έστειλε να ειδοποιήσει τους αντιπροσώπους της αχτίδας του Βίμποργκ και κατόπιν τους αντιπροσώπους του εργοστασίου Πουτίλοφ. Εκείνοι ήρθαν βιαστικά.

Για κάθε σκοτωμένο επαναστάτη, δήλωσε ο Τρότσκι, θα σκοτώνουμε πέντε αντεπαναστάτες“.

Τραβήξαμε ξανά για την πόλη. Το Δημαρχείο έλαμπε από τα φώτα και ολόκληρες μάζες ξεχύνονταν προς τα κει. Στο κάτω πάτωμα ακούγονταν λυγμοί και θλιμμένες φωνές, το πλήθος μαζεύτηκε γύρω από την ανακοίνωση με τον κατάλογο των ευέλπιδων που σκοτώθηκαν στη μάχη, ή, σωστότερα, που υπολόγιζαν ότι σκοτώθηκαν στη μάχη, γιατί πολύ σύντομα, πολλοί απ’ αυτούς τους νεκρούς, βρέθηκαν σώοι και αβλαβείς… Πάνω στην αίθουσα “Αλεξαντρόφ”, συνεδρίαζε η Επιτροπή Σωτηρίας.

Εδώ έβλεπε κανείς χρυσοκόκκινες επωμίδες αξιωματικών, γνωστά πρόσωπα μενσεβίκων και εσέρων διανοουμένων, τραπεζίτες και διπλωμάτες με σκληρά μάτια και με πολυτελή και χωρίς γούστο κοστούμια, παραβρίσκονταν ακόμα και υπάλληλοι του παλιού καθεστώτος και κομψά ντυμένες γυναίκες…

Εκαναν αποκαλύψεις οι τηλεφωνήτριες. Η μια μετά την άλλη ανέβαιναν στο βήμα οι φανταχτερά ντυμένες κοπέλες, που μιμούνταν τρόπους κοσμικής συμπεριφοράς, με εξαντλημένα πρόσωπα και με παλιά παπούτσια… Κοκκίνιζαν από ευχαρίστηση καθώς τις χειροκροτούσε το “εκλεκτό” κοινό της Πετρούπολης, οι αξιωματικοί, οι πλούσιοι, οι γνωστοί πολιτικοί παράγοντες. Η μια ύστερα από την άλλη μιλούσε για τα μαρτύριά της στα χέρια του προλεταριάτου και ορκιζόταν να μείνει πιστή στο παλιό που ήταν τόσο γερό και σίγουρο…

Στην αίθουσα “Νικολάεφσκι” συνεδρίαζε ξανά το Δημοτικό Συμβούλιο. Ο δήμαρχος αφηγούνταν με πειστικό τόνο πως τα συντάγματα της Πετρούπολης αρχίζουν να ντρέπονται για τις ενέργειές τους, η προπαγάνδα κάνει τη δουλιά της…

Εμπαιναν κι έβγαιναν οι απεσταλμένοι. Εφερναν νέα για τις μπολσεβίκικες θηριωδίες και τις δολοφονίες, προσπαθούσαν να σώσουν τους ευέλπιδες, ερευνούσαν… “Οι μπολσεβίκοι“, έλεγε ο Τρουπ, “θα νικηθούν με την ηθική δύναμη, κι όχι με τις λόγχες…“.

Στο μεταξύ στο επαναστατικό μέτωπο δεν ήταν όλα ρόδινα. Ο εχθρός κίνησε θωρακισμένες αμαξοστοιχίες εξοπλισμένες με πολυβόλα. Τα σοβιετικά τμήματα, που αποτελούνταν κυρίως από ανεκπαίδευτους κοκκινοφρουρούς, δεν είχαν ούτε αξιωματικούς, ούτε συγκεκριμένο σχέδιο δράσης. Σ’ αυτούς είχαν προσχωρήσει συνολικά πέντε χιλιάδες ταχτικός στρατός. Τα υπόλοιπα τμήματα της φρουράς είτε τηρούσαν την τάξη στην πόλη, είτε δεν μπορούσαν ακόμα ν’ αποφασίσουν με ποια πλευρά θα ταχθούν. Στις δέκα το βράδυ ο Λένιν μίλησε στη συνέλευση των εκπροσώπων των συνταγμάτων της φρουράς, κι αυτοί, με συντριπτική πλειοψηφία, αποφάσισαν να πάρουν μέρος στον αγώνα.

Σχηματίστηκε επιτροπή από πέντε στρατιώτες – κάτι σαν γενικό επιτελείο – και νωρίς το πρωί τα συντάγματα σε πλήρη τάξη μάχης βγήκαν από τους στρατώνες. Τα συνάντησα, όταν πήγαινα στο σπίτι. Με το ρυθμικό και σταθερό βήμα των παλαίμαχων μαχητών βάδιζαν, λόγχη με λόγχη, σε υπέροχη στοίχιση, στους έρημους δρόμους της καταχτημένης πόλης…

Το ίδιο διάστημα στη Σαντόβαγια, στο διαμέρισμα της Βίκζελ, γινόταν διάσκεψη όλων των σοσιαλιστικών κομμάτων, που είχε συγκληθεί για το σχηματισμό καινούριας κυβέρνησης. Ο Αμπράμοβιτς δήλωσε από μέρους των μενσεβίκων του κέντρου, πως δεν πρέπει να ξεχάσουμε το παρελθόν… Ολες οι αριστερές ομάδες και τα κόμματα συμφώνησαν μαζί του. Ο Νταν, από μέρους των δεξιών μενσεβίκων, πρότεινε στους μπολσεβίκους τους παρακάτω όρους ανακωχής: η Κόκκινη Φρουρά πρέπει να παραδώσει τα όπλα και η φρουρά της Πετρούπολης να μπει κάτω από τις διαταγές του Δημοτικού

Συμβουλίου, τα στρατεύματα του Κερένσκι να μη ρίξουν ούτε τουφεκιά και να μην πιάσουν κανέναν. Να σχηματιστεί κυβέρνηση από εκπροσώπους όλων των σοσιαλιστικών κομμάτων, εκτός από τους μπολσεβίκους. Ο Ριαζάνοφ και ο Κάμενεφ δήλωσαν από μέρους του Σμόλνι, πως κυβέρνηση συνασπισμού όλων των σοσιαλιστικών κομμάτων είναι παραδεχτή, όμως διαμαρτυρήθηκαν για την πρόταση του Νταν. Οι εσέροι διασπάστηκαν. Η εκτελεστική επιτροπή των  αγροτών βουλευτών και οι λαϊκοί σοσιαλιστές αρνήθηκαν κατηγορηματικά να συνεργαστούν με τους μπολσεβίκους…

Υστερα από πολλές φασαρίες σχηματίστηκε επιτροπή για την επεξεργασία παραδεχτού σχεδίου…

Στην επιτροπή διεξάχθηκε πάλη όλη τη νύχτα, την επομένη μέρα και την επομένη νύχτα. Μια παρόμοια προσπάθεια για συμφωνία είχε γίνει κιόλας στις 9 του Νοέμβρη (27 του Οχτώβρη), με πρωτοβουλία του Μάρτοφ και του Γκόρκι. Ωστόσο τότε αυτή η προσπάθεια απέτυχε. Ο Κερένσκι πλησίαζε, η Επιτροπή Σωτηρίας δραστηριοποιήθηκε πάρα πολύ, κι οι δεξιοί μενσεβίκοι, καθώς κι οι εσέροι και οι λαϊκοί σοσιαλιστές αναπάντεχα εγκατέλειψαν τις διαπραγματεύσεις. Τώρα είχαν τρομάξει με τη συντριβή της ανταρσίας των ευελπίδων…

Η Δευτέρα 12 του Νοέμβρη (30 του Οχτώβρη), δεν παρουσίασε τίποτα εξαιρετικό. Τα βλέμματα όλης της Ρωσίας ήταν στραμμένα προς τον γκρίζο κάμπο των προαστίων της Πετρούπολης, όπου όλες οι δυνάμεις της παλιάς τάξης πραγμάτων, που μπορούσαν να συγκεντρωθούν, στέκονταν αντιμέτωπες με την ανοργάνωτη ακόμα νέα, άγνωστη εξουσία.

Στη Μόσχα έγινε ανακωχή. Οι δύο πλευρές έκαναν διαπραγματεύσεις και περίμεναν πως θα τελείωσει η υπόθεση στην πρωτεύουσα.

Στο μεταξύ, οι αντιπρόσωποι του συνεδρίου των Σοβιέτ που έφυγαν βιαστικά προς όλες τις κατευθύνσεις, μέχρι και τα πιο απομακρυσμένα σημεία της Ασίας, έφταναν στα σπίτια τους κι έφεραν μαζί τους τον αναμμένο δαυλό της επανάστασης.

Οι ειδήσεις για τα εκπληκτικά γεγονότα διαδόθηκαν σ’ όλη τη χώρα, σαν τα κύματα που απλώνονται σ’ όλη την επιφάνεια του νερού κι όλες οι πόλεις και τα μακρινά χωριά κινούνταν και ξεσηκώνονταν. Τα Σοβιέτ και οι Στρατιωτικές Επαναστατικές Επιτροπές ενάντια στα Δημοτικά Συμβούλια, τα ζέμστβο και τους κυβερνητικούς κομισάριους… Οι κοκκινοφρουροί ενάντια στους λευκοφρουρούς… Οδομαχίες και γεμάτες πάθος ομιλίες… Η υπόθεση όμως θα κρινόταν απ’ αυτό που θα γινόταν στην Πετρούπολη.

Το Σμόλνι ήταν σχεδόν έρημο. Το Δημαρχείο όμως βούιζε από λαό. Ο γερο – δήμαρχος, με την ευγένεια που τον χαρακτήριζε, διαμαρτυρόταν ενάντια στην έκκληση των μπολσεβίκων μελών του Δημοτικού Συμβουλίου.

Το Δημοτικό Συμβούλιο δεν είναι κέντρο της αντεπανάστασης“, έλεγε ζωηρά. “Το Δημοτικό Συμβούλιο δεν παίρνει μέρος στην πάλη που γίνεται ανάμεσα στα κόμματα. Τη στιγμή όμως που δεν υπάρχει στη χώρα καμιά νόμιμη εξουσία, το μοναδικό κέντρο της τάξης είναι η αυτοδιοίκηση της πόλης. Αυτό το γεγονός αναγνωρίζεται από τον ειρηνικό πληθυσμό. Οι ξένες πρεσβείες αναγνωρίζουν για επίσημα ντοκουμέντα μόνο όσα είναι υπογραμμένα από το δήμαρχο. Ο Ευρωπαίος από τον ίδιο το χαρακτήρα του δεν μπορεί ν’ ανεχθεί άλλη κατάσταση παρά μόνο την αυτοδιοίκηση της πόλης, σαν το μοναδικό όργανο που είναι σε θέση να προστατεύσει τα συμφέροντα των πολιτών. Το Δημαρχείο είναι υποχρεωμένο να δεχτεί όλες τις οργανώσεις που επιθυμούν να στεγαστούν σ’ αυτό και γι’ αυτό το λόγο το Δημοτικό Συμβούλιο δεν μπορεί να εμποδίσει να κυκλοφορούν στο μέγαρό του κάθε είδους εφημερίδες. Η σφαίρα της δράσης μας είναι πλατιά. Πρέπει να ‘χουμε πλήρη ελευθερία κίνησης, τα δικαιώματά μας πρέπει να αναγνωριστούν και από τα δύο μέρη… Είμαστε εντελώς ουδέτεροι. Οταν το τηλεφωνικό κέντρο είχε καταληφθεί από τους ευέλπιδες, ο Πολκόβνικοφ διέταξε να κόψουν όλα τα τηλέφωνα του Σμόλνι, εγώ όμως εναντιώθηκα και τα τηλέφωνα συνέχιζαν να δουλεύουν…“.

Ακούστηκαν ειρωνικά γέλια από τις μπολσεβίκικες θέσεις και κραυγές αγανάχτησης από τα δεξιά.

Και παρ’ όλα αυτά“, συνέχισε ο Σρέιντερ, “οι μπολσεβίκοι μας θεωρούν αντεπαναστάτες και μας δυσφημούν στον πληθυσμό. Μας στερούν από τα μεταφορικά μέσα, μας πήραν και τα τελευταία αυτοκίνητα. Δε θα ‘ναι δικό μας το φταίξιμο, αν εξαιτίας αυτού αρχίσει στην πόλη η πείνα. Κανενός είδους διαμαρτυρίες δε βοηθάνε…“.

Ο μπολσεβίκος Κομπόζεφ, μέλος της διοίκησης της πόλης, δήλωσε, ότι αμφιβάλλει, αν η Στρατιωτική Επαναστατική Επιτροπή επίταξε τα αυτοκίνητα του Δήμου. Αν όμως δεχτούμε πως έγινε κάτι τέτοιο, τότε θα έγινε από ανεύθυνα πρόσωπα και λόγω εξαιρετικής ανάγκης.

Ο δήμαρχος“, συνέχισε ο Κομπόζεφ, “λέει πως εμείς δεν έχουμε το δικαίωμα να μετατρέψουμε το Δημοτικό Συμβούλιο σε πολιτική συνέλευση. Ομως καθετί που λέει κάθε μενσεβίκος και εσέρος δεν είναι τίποτα άλλο παρά κομματική προπαγάνδα και στις πόρτες μοιράζουν τις παράνομες εφημερίδες τους, την “Ισκρα”, τη “Στρατιωτική Φωνή” και την “Εργατική Εφημερίδα”, που παροτρύνουν σε εξέγερση. Τι θα γινόταν αν κι εμείς οι μπολσεβίκοι, αρχίζαμε να μοιράζουμε εδώ τις εφημερίδες μας; Εμείς όμως δεν το κάνουμε γιατί σεβόμαστε το Δήμο. Εμείς δεν επιτεθήκαμε και δε σκοπεύουμε να επιτεθούμε ενάντια στην αυτοδιοίκηση της πόλης. Ομως, μια που εσείς κάνατε έκκληση στον πληθυσμό, είχαμε το δικαίωμα να κάνουμε κι εμείς το ίδιο…“.

Υστερα από αυτό μίλησε ο καντέ Σίγκαρεφ. Δήλωσε πως δεν μπορεί να υπάρχει κοινή γλώσσα με ανθρώπους που πρέπει απλώς να σταλούν στον εισαγγελέα και να παραπεμφθούν στο δικαστήριο με την κατηγορία της προδοσίας της πατρίδας.

Πρότεινε ξανά να διαγράψουν από το Δημοτικό Συμβούλιο όλους τους μπολσεβίκους. Η πρόταση όμως απορρίφθηκε, γιατί ενάντια στους μπολσεβίκους, μέλη του Δημοτικού Συμβουλίου, δεν μπορούσαν να βρουν κανενός είδους προσωπικές κατηγορίες και στο μεταξύ όλοι αυτοί δούλευαν δραστήρια στα ιδρύματα της πόλης.

Τότε δύο μενσεβίκοι – διεθνιστές δήλωσαν πως η έκκληση των μπολσεβίκων μελών του Δημοτικού Συμβουλίου ήταν ανοιχτή έκκληση για πογκρόμ. “Αν ο καθένας που είναι ενάντια στους μπολσεβίκους είναι αντεπαναστάτης“, έλεγε ο Πινκέβιτς, “τότε δεν καταλαβαίνω πού βρίσκεται η διαφορά ανάμεσα στην επανάσταση και την αναρχία… Οι μπολσεβίκοι υποκύπτουν σ’ όλα τα πάθη των αποχαλινωμένων μαζών, κι εμείς δεν έχουμε τίποτα, εκτός από την ηθική δύναμη. Διαμαρτυρόμαστε ενάντια στη βία και τα πογκρόμ τόσο της μιας, όσο και της άλλης πλευράς. Σκοπός μας είναι να βρεθεί ειρηνική διέξοδος από την κατάσταση που δημιουργήθηκε…“.

Η προκήρυξη με τον τίτλο “Στον πάσσαλο της ατίμωσης”, που τοιχοκολλήθηκε στους δρόμους και καλούσε το λαό να εξοντώσει τους μενσεβίκους και τους εσέρους“, δήλωσε ο Ναζάρεφ, “είναι έγκλημα που εσείς, οι μπολσεβίκοι, δε θα μπορέσετε να το ξεπλύνετε ποτέ. Οι χτεσινές αηδίες είναι μόνο ο πρόλογος εκείνου που προετοιμάζετε μ’ αυτές τις προκηρύξεις… Προσπαθούσα πάντοτε να σας συμφιλιώσω με τ’ άλλα κόμματα, τώρα όμως αισθάνομαι για σας μόνο αποστροφή!“.

Οι μπολσεβίκοι πετάχτηκαν από τις θέσεις τους, φωνάζοντας οργισμένα. Τους απαντούσαν βραχνιασμένες φωνές γεμάτες μίσος και μανιασμένες χειρονομίες…

Βγαίνοντας από την αίθουσα συνάντησαν τον αρχιμηχανικό της πόλης, το μενσεβίκο Χόμπεργκ και τρεις – τέσσερις ανταποκριτές. Ολοι ήταν πολύ χαρούμενοι.

Ε, λοιπόν! έλεγαν. Αυτοί οι δειλοί μας φοβούνται. Δεν τολμούν να πιάσουν το Δημοτικό Συμβούλιο! Η Στρατιωτική Επαναστατική Επιτροπή τους δεν τολμάει να στείλει εδώ επίτροπο. Κι εκεί τι γίνεται! Σήμερα έβλεπα στη γωνιά της Σαντόβαγια, πώς ένας κοκκινοφρουρός προσπαθούσε να πιάσει έναν πιτσιρίκο, που πουλούσε τη “Στρατιωτική Φωνή”… Ο πιτσιρίκος τον κορόιδευε κατά πρόσωπο και το πλήθος παραλίγο να λιντσάρει το ληστή. Τώρα όλα θα κριθούν σε λίγες ώρες. Ακόμα κι αν δεν έρθει ο Κερένσκι το ίδιο κάνει, αυτοί δεν έχουν ανθρώπους που θα μπορούσαν να καθοδηγήσουν μια κυβέρνηση. Ανοησία!.. Ακουσα πως τσακώνονται μεταξύ τους στο Σμόλνι!“.

Ενας εσέρος γνωστός μου, με τράβηξε στην άκρη. “Ξέρω πού κρύβεται η Επιτροπή Σωτηρίας“, μου είπε. “Θέλετε να πάτε να μιλήσετε μαζί τους;..“.

Είχε πια σουρουπώσει. Στην πόλη συνεχιζόταν η συνηθισμένη ζωή: τα μαγαζιά εμπορεύονταν, στους δρόμους έκαιγαν οι φωτιές και στα πεζοδρόμια κινούνταν αργά πυκνά πλήθη λαού συνεχίζοντας τις αιώνιες συζητήσεις τους.

Φτάνοντας στη λεωφόρο Νέβσκι, στο σπίτι Νο 86, μπήκαμε σε μια αυλή, που ήταν τριγυρισμένη από ψηλά κτίρια. Ο φίλος μου χτύπησε συνθηματικά στην πόρτα του 229ου διαμερίσματος. Μέσα ακούστηκε θόρυβος, χτύπησε η εσωτερική πόρτα… Υστερα άνοιξε ελαφρά η εξωτερική πόρτα και είδαμε ένα γυναικείο πρόσωπο. Η γυναίκα, αφού κοίταξε γρήγορα, μας άφησε και μπήκαμε. Ηταν μια γυναίκα μεσόκοπη, με ήσυχη έκφραση στο πρόσωπο. “Κύριλλε!” φώναξε. “Ολα εντάξει!” Στην κουζίνα έβραζε ένα σαμοβάρι, στο τραπέζι ήταν πιάτα με ψωμί και ρέγκες. Πίσω από την κουρτίνα του παραθύρου βγήκε ένας άνθρωπος με στολή αξιωματικού, από το υπόγειο βγήκε ένας άλλος ντυμένος με εργατική φόρμα.

Κι οι δύο ήταν πολύ ευχαριστημένοι που βλέπανε έναν Αμερικανό ανταποκριτή και μου δήλωσαν με σιγουριά πως θα τους τουφεκίσουν ασφαλώς αν πέσουν στα χέρια των μπολσεβίκων. Δε μου είπαν τα ονόματά τους κι οι δύο όμως ήταν εσέροι.

Γιατί δημοσιεύτε στις εφημερίδες σας τέτοια απίθανα ψέματα;” τους ρώτησα.

Ο αξιωματικός, χωρίς να θιχτεί καθόλου, απάντησε: “Το ξέρω. Μα τι να κάνουμε; (σήκωσε τους ώμους). Πρέπει επιτέλους να καταλάβετε πως μας είναι απαραίτητο να δημιουργήσουμε στο λαό μια ορισμένη ψυχική διάθεση…“.

Ο δεύτερος τον διέκοψε: “Ολα αυτά που κάνουν οι μπολσεβίκοι είναι καθαρός τυχοδιωκτισμός! Δεν έχουν διανόηση. Τα υπουργεία δε θα δουλέψουν… Η Ρωσία δεν είναι μια πόλη, μα ολόκληρη χώρα… Καταλαβαίνουμε πως δε θα κρατηθούν περισσότερο από μερικές μέρες, γι’ αυτό κι αποφασίσαμε να υποστηρίξουμε την πιο μεγάλη από τις δυνάμεις που είναι ενάντιά τους: τον Κερένσκι, και να τον βοηθήσουμε να αποκαταστήσει την τάξη“.

Ολα αυτά είναι θαυμάσια“, παρατήρησα. “Ομως γιατί συμμαχείτε με τους καντέ;“.

Ο ψευτοεργάτης χαμογέλασε ανοιχτόκαρδα. “Αν θέλουμε να πούμε την αλήθεια, αυτή τη στιγμή οι λαϊκές μάζες ακολουθούν τους μπολσεβίκους. Εμείς, για την ώρα, δεν έχουμε οπαδούς. Δεν μπορούμε να επιστρατεύσουμε ούτε μια φούχτα στρατιώτες. Πραγματικά επιχειρήματα δεν έχουμε… Ως ένα βαθμό οι μπολσεβίκοι έχουν δίκιο. Αυτή τη στιγμή στη Ρωσία υπάρχουν συνολικά δύο κάπως ισχυρά κόμματα: οι μπολσεβίκοι κι οι αντιδραστικοί, που καλύπτονται κάτω από τη σκέπη των καντέ. Οι καντέ νομίζουν πως αυτοί ωφελούνται από μας, στην πραγματικότητα όμως εμείς ωφελούμαστε απ’ αυτούς. Οταν τσακίσουμε τους μπολσεβίκους, τότε θα στραφούμε ενάντια στους καντέ…“.

Θα επιτραπεί, άραγε, να μπουν οι μπολσεβίκοι στη νέα κυβέρνηση;”.

Εξυσε το σβέρκο. “Αυτό είναι σύνθετο πρόβλημα“, είπε. “Φυσικά, αν δεν τους επιτρέψουν, θ’ αναγκαστούν ν’ αρχίσουν πάλι από την αρχή. Ωστόσο, όμως, θα ‘χουν ελπίδες για να ρυθμίσουν την ισορροπία των δυνάμεων στη Συντακτική Συνέλευση“.

Και εκτός απ’ αυτό“, τον διέκοψε ο αξιωματικός, “αυτό δημιουργεί ζήτημα εισδοχής των καντέ στην κυβέρνηση. Οι λόγοι είναι ακριβώς οι ίδιοι. Αφού ξέρετε πως οι καντέ, στην ουσία, δε θέλουν να συγκληθεί Συντακτική Συνέλευση. Και δεν το θέλουν, αφού οι μπολσεβίκοι μπορούν να συντριβούν ακριβώς τώρα”. Κούνησε το κεφάλι. “Εμείς οι Ρώσοι δεν μπορούμε εύκολα να κάνουμε πολιτικό αγώνα! Εσείς οι Αμερικανοί, είστε γεννημένοι πολιτικοί, ασχολείστε σ’ όλη σας τη ζωή με την πολιτική, μα σ’ εμάς, το ξέρετε κι οι ίδιοι, όλη αυτή η υπόθεση δεν έχει ακόμα ούτε ένα χρόνο…“.

Τι γνώμη έχετε για τον Κερένσκι;” τους ρώτησα.

Ω, ο Κερένσκι είναι φταίχτης για όλες τις αμαρτίες της προσωρινής κυβέρνησης“, απάντησε ο άλλος συνομιλητής. “Αυτός μας υποχρέωσε να κάνουμε συνασπισμό με την αστική τάξη. Αν πραγματοποιούσε την απειλή του και υπέβαλε παραίτηση, θα δημιουργούνταν τότε κυβερνητική κρίση, δεκαέξι βδομάδες πριν τη Συντακτική Συνέλευση, κι εμείς θέλαμε να το αποφύγουμε αυτό“.

Μα μήπως τελικά δεν έγινε έτσι;“.

Ναι, αλλά πώς μπορούσαμε να το ξέρουμε αυτό; Ο Κερένσκι και ο Αυξέντιεφ μάς ξεγέλασαν. Αλλά κι ο Γκοτς δεν είναι πιο ριζοσπαστικός απ’ αυτούς. Εγώ είμαι με τον Τσερνόφ, γιατί αυτός είναι πραγματικός επαναστάτης… Ξέρετε πως ο Λένιν ανακοίνωσε μόλις σήμερα ότι δε θα είχε καμιά αντίρρηση για τη συμμετοχή του Τσερνόφ στην κυβέρνηση; Φυσικά και μεις θέλαμε να ξεκόψουμε από την κυβέρνηση του Κερένσκι, μα νομίσαμε πως θα ήταν καλύτερα να περιμένουμε τη Συντακτική Συνέλευση… Οταν άρχισαν όλα αυτά, εγώ ήμουν με τους μπολσεβίκους, όμως η ΚΕ του κόμματός μου ομόφωνα τάχτηκε ενάντια. Τι να ‘κανα; Κομματική πειθαρχία… Μέσα σε μια βδομάδα η μπολσεβίκικη κυβέρνηση θα γίνει κομμάτια. Αν οι εσέροι μπορούσαν να τραβηχτούν στην άκρη και να περιμένουν, τότε η εξουσία θα ‘πεφτε κατευθείαν στα χέρια τους. Αν όμως περιμένουμε μια ολόκληρη βδομάδα, τότε στη χώρα θα επικρατήσει τέτοιο χάος, που οι Γερμανοί ιμπεριαλιστές θα νικήσουν πέρα για πέρα. Να γιατί αρχίσαμε την εξέγερση, έχοντας με το μέρος μας μόνο δύο συντάγματα στρατιωτών, που υποσχέθηκαν να μας υποστηρίξουν, αλλά τελικά τάχθηκαν ενάντιά μας… Εμειναν μόνο οι ευέλπιδες…“.

Τι γίνεται με τους κοζάκους;“.

Ο αξιωματικός αναστέναξε. “Δεν το κούνησαν ρούπι. Στην αρχή είπαν πως θα δράσουν, αν τους υποστηρίξει το πεζικό. Εκτός απ’ αυτό έλεγαν κι ο Κερένσκι έχει μαζί του κοζάκους, και πιθανόν εκείνοι να κάνουν το καθήκον τους… Κατόπιν άρχισαν να λένε πως τους κοζάκους τους θεωρούν πάντα γεννημένους εχθρούς της δημοκρατίας… Και στο κάτω κάτω λένε “οι μπολσεβίκοι υποσχέθηκαν να μη μας πάρουν τη γη. Δεν έχουμε να φοβηθούμε τίποτα. Θα κρατήσουμε ουδετερότητα“”.

Ολη την ώρα που συζητούσαμε έμπαιναν κι έβγαιναν διάφοροι άνθρωποι, κυρίως αξιωματικοί, με ξηλωμένες τις επωμίδες. Μπορούσαμε να τους βλέπουμε όταν μπαίνανε και ν’ ακούμε τις σιγανές και γρήγορες φωνές τους. Μέσα από την αναδιπλωμένη κουρτίνα, είδα τυχαία μια ολάνοιχτη πόρτα στο μπάνιο όπου σ’ ένα καθισματάκι καθόταν ένας χοντρός αξιωματικός με στολή συνταγματάρχη κι έγραφε κάτι σ’ ένα μπλοκ που το στήριζε στα γόνατά του. Αναγνώρισα τον πρώην διοικητή της Πετρούπολης, συνταγματάρχη Πολκόβνικοφ, που για τη σύλληψή του, η Στρατιωτική Επαναστατική Επιτροπή θα έδινε ολόκληρη περιουσία.

Το πρόγραμμά μας;” έλεγε ο αξιωματικός. “Να ποιο είναι: Μεταβίβαση της γης στις αγροτικές επιτροπές. Να δοθεί στους εργάτες απόλυτη δυνατότητα συμμετοχής στη διεύθυνση της βιομηχανίας. Δραστήρια ειρηνική πολιτική, όμως χωρίς τέτοιο τελεσίγραφο, σαν αυτό που έστειλαν οι μπολσεβίκοι προς όλες τις χώρες. Οι μπολσεβίκοι δε θα μπορέσουν να εκπληρώσουν αυτές τις υποσχέσεις που έδωσαν στις μάζες, δε θα μπορέσουν ούτε και στο εσωτερικό της χώρας. Δε θα τους επιτρέψουμε… Κλέψαν από μας το πρόγραμμα για το αγροτικό ζήτημα, για να πετύχουν την υποστήριξη της αγροτιάς. Αυτό δεν είναι τίμιο. Αν περίμεναν μέχρι τη σύγκληση της Συντακτικής Συνέλευσης… “.

Η υπόθεση δε βρίσκεται στη Συντακτική Συνέλευση!” τον διέκοψε ο αξιωματικός. “Αν οι μπολσεβίκοι είναι έτοιμοι να φτιάξουν εδώ σοσιαλιστικό κράτος, εμείς σε καμιά περίπτωση δεν μπορούμε να δουλέψουμε μ’ αυτούς! Ο Κερένσκι έκανε χοντρό λάθος, όταν δήλωσε στο Συμβούλιο της Δημοκρατίας πως έδωσε ήδη διαταγή να συλληφθούν οι μπολσεβίκοι. Αποκάλυψε έτσι τα σχέδιά του…“.

Και τώρα τι σκοπεύετε να κάνετε;” τους ρώτησα.

Αλληλοκοιτάχτηκαν. “Θα δείτε ύστερα από λίγες μέρες… Αν έρθουν με το μέρος μας αρκετά στρατεύματα του μετώπου, τότε δε θα κάνουμε καμιά συμφωνία με τους μπολσεβίκους. Αν όχι, τότε μπορεί να κάνουμε…“.

Βγαίνοντας στη λεωφόρο Νέβσκι πήδησα στο σκαλοπάτι ενός παραφορτωμένου τραμ, που το πάτωμά του έτριζε από το βάρος των ανθρώπων και ακουμπούσε σχεδόν στο χώμα. Το τραμ σερνόταν αργά προς το Σμόλνι.

Στο διάδρομο βάδιζε ο μικρούλης, λεπτεπίλεπτος και κομψός Μεσκόφσκι. Είχε όψη πολυάσχολου ανθρώπου. “Η απεργία όλων των υπουργείων“, μας ανακοίνωσε,”έχει την επίδρασή της. Ετσι λόγου χάρη, ενώ το Σοβιέτ των επιτρόπων του λαού υποσχέθηκε να δημοσιεύσει τις μυστικές συμφωνίες, ο Νεράτοφ που διαχειρίζεται αυτές τις υποθέσεις εξαφανίστηκε και πήρε τα χαρτιά μαζί του. Υπάρχει η υποψία πως είναι κρυμμένα στην αγγλική πρεσβεία…“.

Το χειρότερο όμως απ’ όλα ήταν ότι απεργούσαν οι τράπεζες. “Χωρίς χρήματα“, μου είπε ο Μετζίνσκι, “είμαστε ολότελα ανίσχυροι. Πρέπει να πληρώσουμε τους μισθούς των σιδηροδρομικών, των ταχυδρομικών και τηλεγραφικών υπαλλήλων… Οι τράπεζες όμως είναι κλειστές, το βασικότερο κλειδί, η Κρατική Τράπεζα, δεν εργάζεται. Οι τραπεζικοί υπάλληλοι σ’ όλη τη Ρωσία εξαγοράστηκαν και παράτησαν τη δουλιά…Ο Λένιν όμως διέταξε ν’ ανατινάξουν τα υπόγεια της Κρατικής Τράπεζας με δυναμίτη. Σχετικά με τις ιδιωτικές τράπεζες, μόλις εκδόθηκε νόμος που διατάσσει ν’ ανοίξουν αύριο κιόλας, διαφορετικά θα τις ανοίξουμε μόνοι μας!“.

Το Σοβιέτ της Πετρούπολης, δούλευε χωρίς ανάπαυση. Η αίθουσα ήταν γεμάτη από ένοπλους ανθρώπους. Μιλούσε ο Τρότσκι.

Οι κοζάκοι υποχωρούν από το Τσάρκογιε Σελό (θυελλώδη θριαμβευτικά χειροκροτήματα). Η σύγκρουση όμως μόλις αρχίζει. Στο Πούλκοβο γίνονται σοβαρές μάχες. Εκεί πρέπει να ρίξουμε γρήγορα όσες δυνάμεις έχουμε… Οι πληροφορίες από τη Μόσχα δεν είναι καθόλου ευχάριστες. Το Κρεμλίνο βρίσκεται στα χέρια των ευελπίδων κι οι εργάτες έχουν ελάχιστα όπλα. Η έκβαση της πάλης εξαρτιέται από την Πετρούπολη. Στο μέτωπο τα διατάγματα για την ειρήνη και για τη γη προκάλεσαν τεράστιο ενθουσιασμό. Ο Κερένσκι γεμίζει τα χαρακώματα με παραμύθια πως η Πετρούπολη είναι μέσα στη φωτιά και το αίμα. Μιλάει για σφαγές γυναικών και παιδιών από τους μπολσεβίκους. Μα κανένας δεν τον πιστεύει… Τα καταδρομικά “Ολέγκ”, “Αβρόρα” και “Δημοκρατία” αγκυροβόλησαν στο Νέβα και γύρισαν τα πυροβόλα προς τις προσβάσεις της πόλης…“.

Γιατί δεν πάτε κι εσείς εκεί που μάχονται οι κοκκινοφρουροί;“, ακούστηκε κάποια απότομη φωνή.

Φεύγω τώρα κιόλας!” απάντησε ο Τρότσκι, κατεβαίνοντας από το βήμα. Το πρόσωπό του ήταν περισσότερο χλομό από το συνηθισμένο. Περιτριγυρισμένος από αφοσιωμένους φίλους, βγήκε από το δωμάτιο από την πλαϊνή έξοδο και κατευθύνθηκε στο αυτοκίνητο.

Τώρα μιλούσε ο Κάμενεφ. Εξιστόρησε την πορεία της συμφιλιωτικής συνδιάσκεψης. “Οι όροι της ανακωχής που προτάθηκαν από τους μενσεβίκους“, είπε, “απορρίφτηκαν με περιφρόνηση. Ακόμα κι ορισμένα τμήματα της Ενωσης των σιδηροδρομικών ψήφισαν ενάντια σ’ αυτές τις προτάσεις… Τώρα που πήραμε την εξουσία και ξεσηκώσαμε όλη τη Ρωσία, συνέχισε ο Κάμενεφ, οι μενσεβίκοι ζητούν από μας, ούτε λίγο ούτε πολύ, τα εξής εξωφρενικά πράγματα: πρώτο, να τους δώσουμε την εξουσία, δεύτερο, να υποχρεώσουμε τους στρατιώτες να συνεχίσουν τον πόλεμο και τρίτο, να υποχρεώσουμε τους αγρότες να εγκαταλείψουν την απαίτησή τους για γη“.

Κάποια στιγμή εμφανίστηκε ο Λένιν. Εδωσε απάντηση στις κατηγορίες των εσέρων:

Μας κατηγορούν“, είπε, “ότι τους κλέψαμε το αγροτικό πρόγραμμα… Λοιπόν, τι να κάνουμε; Αν είναι έτσι το πράγμα, δεν έχουμε παρά να τους ευχαριστήσουμε. Από την πλευρά μας αυτό είναι αρκετό…“.

Ετσι συνεχιζόταν η συνεδρίαση. Οι αρχηγοί ανέβαιναν με τη σειρά στο βήμα, εξηγούσαν, παρότρυναν και υπέδειχναν. Ο ένας στρατιώτης ύστερα απ’ τον άλλο, ο ένας εργάτης ύστερα απ’ τον άλλο, έπαιρναν το λόγο κι έλεγαν όλα όσα είχαν στο νου και στην καρδιά τους… Το ακροατήριο ήταν ρευστό: όλη την ώρα άλλαζε και ανανεωνόταν. Πότε πότε έμπαιναν στην αίθουσα άνθρωποι, που καλούσαν τους άνδρες του ενός ή του άλλου τμήματος να φύγουν για το μέτωπο. Ερχονταν άλλοι που είχαν τελειώσει τη σκοπιά τους, είτε τραυματίες, κι άλλοι για ν’ ανεφοδιαστούν με όπλα και πυρομαχικά…

Σχεδόν στις 3 η ώρα τη νύχτα, όταν φεύγαμε πια, στο προαύλιο του Σμόλνι κατέβηκε τρέχοντας τις σκάλες ο Χόλτσμαν, που ήταν στη Στρατιωτική Επαναστατική Επιτροπή. Το πρόσωπό του ακτινοβολούσε.

Ολα πάνε περίφημα!” φώναξε, σφίγγοντάς μου το χέρι. “Τηλεγράφημα από το μέτωπο! Ο Κερένσκι τσακίστηκε! Να,κοιτάξτε…“.

Και μου άπλωσε ένα κομματάκι χαρτί που ήταν γραμμένο βιαστικά με μολύβι. Βλέποντας πως δεν μπορούμε να βγάλουμετίποτα, διάβασε ο ίδιος φωναχτά:

Χωριό Πούλκοβο. Επιτελείο. Ωρα 2 και 10 τη νύχτα.

Η νύχτα της 30 προς 31 του Οχτώβρη θα μπει στην ιστορία. Η προσπάθεια του Κερένσκι να κινήσει τα αντεπαναστατικά στρατεύματα ενάντια στην πρωτεύουσα της επανάστασης αποκρούστηκε αποφασιστικά. Ο Κερένσκι υποχωρεί, εμείς προχωράμε. Οι στρατιώτες, οι ναύτες κι οι εργάτες της Πετρούπολης απέδειξαν ότι ξέρουν και μπορούν να υποστηρίξουν με το όπλο στο χέρι τη θέληση και την εξουσία της δημοκρατίας. Η αστική τάξη προσπάθησε να απομονώσει το στρατό της επανάστασης, ο Κερένσκι αποπειράθηκε να τον τσακίσει με τη δύναμη των κοζάκων. Και το ένα και το άλλο απέτυχαν οικτρά.

Η μεγάλη ιδέα της επικράτησης της εργατικής και της αγροτικής δημοκρατίας συσπείρωσε τις γραμμές του στρατού και ατσάλωσε τη θέλησή του. Ολη η χώρα από σήμερα θα πειστεί ότι η σοβιετική εξουσία δεν είναι ένα περαστικό φαινόμενο, μα το ακατάλυτο γεγονός της κυριαρχίας των εργατών, των στρατιωτών και των αγροτών. Η απόκρουση του Κερένσκι

είναι απόκρουση των τσιφλικάδων, της αστικής τάξης, των κορνιλοφικών. Η απόκρουση του Κερένσκι είναι η επιβεβαίωση του δικαιώματος του λαού για ειρηνική, ελεύθερη ζωή, γη, ψωμί και εξουσία. Το τμήμα του Πούλκοβο με το γενναίο του χτύπημα δυναμώνει την υπόθεση της εργατικής και της αγροτικής επανάστασης. Επιστροφή στο παλιό δεν υπάρχει.

Μπροστά βρίσκεται ακόμα αγώνας, εμπόδια και θυσίες. Ομως ο δρόμος ανοίχτηκε και η νίκη εξασφαλίστηκε.

Η επαναστατική Ρωσία και η σοβιετική εξουσία δικαιολογημένα περηφανεύονται για το τμήμα Πούλκοβο που έδρασε κάτω από τη διοίκηση του συνταγματάρχη Βάλντιν. Αιώνια η μνήμη σ’ αυτούς που πέσαν. Δόξα στους αγωνιστές της επανάστασης, στους στρατιώτες και τους αφοσιωμένους στο λαό αξιωματικούς!

Ζήτω η επαναστατική, λαϊκή, σοσιαλιστική Ρωσία!

Εξ ονόματος του Σοβιέτ

ο λαϊκός επίτροπος Λ. Τρότσκι”.

Γυρνώντας στο σπίτι από την πλατεία Ζναμιόνσκαγια, είδαμε ένα ασυνήθιστο πλήθος να συνωστίζεται στο σιδηροδρομικό σταθμό “Νικολάγιεφ”. Ηταν κάμποσες χιλιάδες ναύτες που πάνω από τα κεφάλια τους υψώνονταν σαν χαίτη οι ξιφολόγχες.

Ενα μέρος της Βίκζελ που στεκόταν στο σκαλοπάτι, παρακαλούσε:

Σύντροφοι, δεν μπορούμε να σας μεταφέρουμε στη Μόσχα. Εμείς είμαστε ουδέτεροι. Δε μεταφέρουμε κανενός τα στρατεύματα. Δεν μπορούμε να σας μεταφέρουμε στη Μόσχα όπου γίνεται φοβερός εμφύλιος πόλεμος…“.

Η πλατεία έβραζε και τρανταζόταν από αγανάχτηση. Οι ναύτες άρχισαν να κινούνται προς τα μπρος. Ξαφνικά άνοιξε φαρδιά μια άλλη πόρτα του σταθμού. Σ’ αυτήν στέκονταν δύο ή τρεις ελεγκτές, ο θερμαστής ή κάποιος άλλος.

Ελάτε δω, σύντροφοι!” φώναξαν. “Εμείς θα σας μεταφέρουμε στη Μόσχα, στο Βλαδιβοστόκ, όπου θέλετε! Ζήτω η επανάσταση!“.

 

 

 

1.Αλμπερτ Ρις Ουίλιαμς, φίλος του Τζον Ριντ, επιφανής Αμερικανός προοδευτικός παράγοντας και δημοσιογράφος,συγγραφέας μερικών βιβλίων για την πάλη των εργαζομένων της ΕΣΣΔ, για το σοσιαλισμό. Σύντ.

2.Λουίζα Μπράιαντ (1890 – 1936) – Αμερικανίδα συγγραφέας, γυναίκα και συνεργάτιδα του Τζον Ριντ. Σύντ.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *