John Reed: Η “επιτροπή σωτηρίας” στην Οκτωβριανή Επανάσταση

Το κείμενο είναι το έκτο μέρος του έργου του Τ.Ρίντ «Δέκα μέρες που συγκλόνισαν τον κόσμο».  Τους προλόγους μπορείτε να τους βρείτε εδώ , το πρώτο μέρος εδώ ,το δεύτερο εδώ , το τρίτο εδώ,το τέταρτο εδώ και το πέμπτο εδώ.

 

Η επιτροπή σωτηρίας

 

 

 

Παρασκευή, 9 του Νοέμβρη (27 του Οχτώβρη)…

Νοβοτσερκάσκ, 8 του Νοέμβρη (26 Οχτώβρη).

Η στρατιωτική κυβέρνηση έχοντας υπόψη την ενέργεια των μπολσεβίκων, που αποπειράθηκαν ν’ ανατρέψουν την προσωρινή κυβέρνηση και να πάρουν την εξουσία στην Πετρούπολη και σ’ άλλα μέρη, θεωρεί την ενέργεια αυτή των μπολσεβίκων εγκληματική και ολότελα απαράδεχτη, και υποστηρίζει ολόπλευρα, σε στενή συμμαχία με τις διοικήσεις και των άλλων κοζάκικων στρατευμάτων, την υπάρχουσα προσωρινή κυβέρνηση συνασπισμού.

Η στρατιωτική κυβέρνηση, έχοντας υπόψη τις εξαιρετικές περιστάσεις που δημιουργήθηκαν και τη διακοπή της επικοινωνίας με την κεντρική εξουσία, και μέχρι που ν’ αποκατασταθεί η εξουσία της προσωρινής κυβέρνησης και η τάξη στη Ρωσία, αναλαβαίνει από σήμερα, 25 του Οχτώβρη, όλη την εκτελεστική κρατική εξουσία στην περιοχή του Ντόνετς.

Ο πρόεδρος της στρατιωτικής κυβέρνησης

Στρατιωτικός αταμάνος Καλέντιν“.

Διαταγή του πρωθυπουργού Κερένσκι, σταλμένη από την Γκάτσινα:

Εγώ, ο πρόεδρος της προσωρινής κυβέρνησης και Ανώτατος Διοικητής των ενόπλων δυνάμεων της Ρωσικής Δημοκρατίας, ανακοινώνω ότι έφτασα σήμερα εδώ, επικεφαλής τμημάτων από το μέτωπο, που είναι αφοσιωμένα στην πατρίδα.

Διατάσσω όλα τα τμήματα της περιοχής της Πετρούπολης, που από απερισκεψία και πλάνη προσχώρησαν στη συμμορία των προδοτών της πατρίδας και της επανάστασης, να επανέλθουν αμέσως στα καθήκοντά τους.

Η διαταγή αυτή να διαβαστεί σ’ όλους τους λόχους, τις διοικήσεις και τις ιλαρχίες.

Ο πρόεδρος της προσωρινής κυβέρνησης

και Ανώτατος Στρατιωτικός Διοικητής,

Α. Κερένσκι“.

Τηλεγράφημα του Κερένσκι στο διοικητή του Βορείου Μετώπου:

Η πόλη Γκάτσινα κατέχεται από στρατεύματα που είναι αφοσιωμένα στην κυβέρνηση και πάρθηκε χωρίς αιματοχυσία.

Λόχοι των τμημάτων της Κροστάνδης, του Σεμιόνοφ και του Ισμαϊλοφ και ναύτες κατέθεσαν χωρίς αντίσταση τα όπλα και προσχώρησαν στα στρατεύματα της κυβέρνησης.

Διατάσσω όλα τα τμήματα που πήραν διαταγή να κινηθούν, να την εκτελέσουν αμέσως…“.

Από τη Στρατιωτική Επαναστατική Επιτροπή δόθηκε διαταγή στα στρατεύματα να υποχωρήσουν…

Η Γκάτσινα, που βρίσκεται τριάντα χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της Πετρούπολης, είχε καταληφθεί τη νύχτα. Τμήματα των δύο παραπάνω συνταγμάτων – (όχι ναύτες), που παραπλανήθηκαν στα περίχωρα χωρίς διοικητές, κυκλώθηκαν πραγματικά από κοζάκους και κατέθεσαν τα όπλα. Μα δεν προσχώρησαν στα κυβερνητικά στρατεύματα.

Ακριβώς τη στιγμή αυτή,ολόκληρες μάζες απ’ αυτούς τους παραπλανημένους και ντροπιασμένους στρατιώτες βρίσκονταν κιόλας στο Σμόλνι και προσπαθούσαν να δώσουν εξηγήσεις. Δεν ήξεραν ότι οι κοζάκοι ήταν τόσο κοντά… Προσπάθησαν να ‘ρθουν σε διαπραγματεύσεις με τους κοζάκους…

Ηταν ολοφάνερο ότι στο επαναστατικό στρατόπεδο επικρατούσε ακαταστασία. Οι φρουρές όλων των μικρών πόλεων, που βρίσκονταν νότια της Πετρούπολης, διασπάστηκαν μονομιάς και οριστικά σε δύο ή καλύτερα σε τρία μέρη: στην ανώτατη διοίκηση, που επειδή δεν είχε τίποτε άλλο καλύτερο να κάνει τάχθηκε με το μέρος του Κερένσκι, στην πλειοψηφία των στρατιωτών που ήταν με το Σοβιέτ, και στους υπόλοιπους που βασανίζονταν από αμφιβολίες και ταλαντεύονταν.

Η Στρατιωτική Επαναστατική Επιτροπή διόρισε βιαστικά διοικητή άμυνας της Πετρούπολης το φιλόδοξο μόνιμο λοχαγό Μουραβιόφ (1), τον ίδιο εκείνο Μουραβιόφ, που το περασμένο καλοκαίρι δημιούργησε τα “τάγματα θανάτου” και που λεγάν ότι κάποτε δήλωσε στην κυβέρνηση πως “κάνει πολλές αβρότητες με τους μπολσεβίκους, ενώ θα ‘πρεπε να τους είχε κάνει σκόνη“. Ηταν επαγγελματίας στρατιωτικός και υποκλινόταν με θαυμασμό μπροστά στη δύναμη και την τόλμη.

Μπορεί ο θαυμασμός αυτός να ήταν εντελώς ειλικρινής.

Βγαίνοντας το πρωί στο δρόμο, είδα στον τοίχο, κι απ’ τις δυο πλευρές της πόρτας μας, δύο νέες διαταγές της Στρατιωτικής Επαναστατικής Επιτροπής, που έγραφαν πως όλα τα μαγαζιά και τα καταστήματα πρέπει να είναι ανοιχτά όπως πάντα κι όλα τα ακατοίκητα διαμερίσματα μπαίνουν στη διάθεση της επιτροπής.

Οι μπολσεβίκοι, τριάντα έξι ολόκληρες ώρες, ήταν αποκομμένοι από τη ρωσική επαρχία κι απ’ όλο τον έξω κόσμο. Οι σιδηροδρομικοί κι οι τηλεγραφητές αρνιούνταν να μεταδώσουν τα τηλεγραφήματά τους, οι υπάλληλοι του ταχυδρομείου δεν παραλάβαιναν την αλληλογραφία τους. Μόνο ο κρατικός ασύρματος του Τσάρσκογιε Σελό έστελνε κάθε μισή ώρα, στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, δελτία ειδήσεων και ανακοινώσεις. Οι κομισάριοι της Στρατιωτικής Επαναστατικής Επιτροπής έτρεχαν με τα τρένα σ’ όλη τη χώρα, σε άμιλλα με τους κομισάριους του Δημοτικού Συμβουλίου. Στο μέτωπο πέταξαν δύο αεροπλάνα με διαφωτιστικό υλικό.

Μα το κύμα της εξέγερσης αγκάλιασε τη Ρωσία με τόση ταχύτητα, που ξεπέρασε τα ανθρώπινα μέσα επικοινωνίας. ΤοΣοβιέτ του Χέλσινγκφορς πήρε απόφαση να υποστηρίξει τους μπολσεβίκους. Στο Κίεβο οι μπολσεβίκοι κατέλαβαν το οπλοστάσιο και το τηλεγραφείο, απ’ όπου εκτόπισαν τους αντιπροσώπους του συνεδρίου των κοζάκων, που συνεδρίαζε στην ίδια πόλη. Στο Καζάν η Στρατιωτική Επαναστατική Επιτροπή συνέλαβε το επιτελείο της τοπικής φρουράς και τον κομισάριο της προσωρινής κυβέρνησης. Από το Κρασνογιάρσκ της Σιβηρίας έφτασε η είδηση ότι τα Σοβιέτ κατέλαβαν τα όργανα αυτοδιοίκησης της πόλης.

Στη Μόσχα, όπου η κατάσταση περιπλέχτηκε με την απειλή γενικού λοκάουτ από την άλλη, το Σοβιέτ με συντριπτική πλειοψηφία τάχθηκε υπέρ της υποστήριξης των μπολσεβίκων της Πετρούπολης…  Εδώ δρούσε κιόλας η Στρατιωτική Επαναστατική Επιτροπή.

Παντού γινόταν το ίδιο. Οι απλοί στρατιώτες κι οι βιομηχανικοί εργάτες, σχεδόν ως τον τελευταίο, υποστήριζαν τα Σοβιέτ. Οι αξιωματικοί, οι ευέλπιδες κι οι μικροαστοί, όπως κι οι εκπρόσωποι της αστικής τάξης – οι καντέ κι οι μετριοπαθείς σοσιαλιστές – ήταν υπέρ της προσωρινής κυβέρνησης. Σ’ όλες τις πόλεις οργανώθηκαν κι ετοιμάστηκαν για εμφύλιο πόλεμο οι επιτροπές σωτηρίας της πατρίδας και της επανάστασης…

Η απέραντη ρωσική αυτοκρατορία γκρεμιζόταν. Αυτό το προτσές άρχισε ακόμα από το 1905. Η επανάσταση του Μάρτη το επιτάχυνε. Δημιούργησε στην αρχή μια ψεύτικη ελπίδα για αλλαγή, αλλά ξόφλησε γρήγορα επειδή διατήρησε για πολύ διάστημα τις ξεπερασμένες μορφές του παλιού καθεστώτος. Τώρα οι μπολσεβίκοι, για μια νύχτα, σάρωσαν όλες τις παλιές μορφές, που χάθηκαν σαν καπνός. Η παλιά Ρωσία έπαψε να υπάρχει.

Η όμορφη κοινωνία έλιωσε, χύθηκε σαν κοσμογονική λάβα κι από την τρικυμισμένη αυτή θάλασσα βγήκε στην επιφάνεια η ισχυρή και ανελέητη ταξική πάλη, και μαζί της άρχιζαν να πήζουν αργά οι αδύνατοι ακόμα πυρήνες των νέων μορφών.

Στην Πετρούπολη απεργούσαν δεκάξι υπουργεία, με την καθοδήγηση δύο υπουργείων, που είχαν δημιουργηθεί από την αυγουστιανή μονογενή σοσιαλιστική (2) κυβέρνηση, – των υπουργείων Εργασίας και Επισιτισμού.

Σ’ αυτό το γκρίζο, ψυχρό πρωινό, “η φούχτα των μπολσεβίκων” φαινόταν τόσο απομονωμένη, σαν να ήταν ολομόναχη στον κόσμο. Μια θάλασσα από εχθρούς μαινόταν γύρω τους. Στριμωγμένη στον τοίχο, η Στρατιωτική Επαναστατική Επιτροπή, κατάφερνε αντιχτυπήματα υπερασπίζοντας απεγνωσμένα την ύπαρξή της. “De l’ audace, encore de l’ audace, et toujours de l’ audace” (3).

 Στις πέντε το πρωί, στο τυπογραφείο της αυτοδιοίκησης της πόλης πήγαν κοκκινοφρουροί, κατάσχεσαν χιλιάδες τεύχη της έκκλησης – διαμαρτυρίας του Δημοτικού Συμβουλίου κι έκλεισαν το όργανο του Δημοτικού Συμβουλίου “Εφημερίδα της Αυτοδιοίκησης της Πόλης”. Ολες οι αστικές εφημερίδες πετάχτηκαν από τα πιεστήρια μαζί κι η εφημερίδα της παλιάς ΚΕΕ “Φωνή του Στρατιώτη” που, αλλάζοντας τον τίτλο με τον τίτλο “Στρατιωτική Φωνή”, βγήκε σε εκατό χιλιάδες φύλλα προκαλώντας οργή και αγανάχτηση:

Οι άνθρωποι που κατάφεραν το προδοτικό τους χτύπημα τη νύχτα, οι άνθρωποι που έκλεισαν τις εφημερίδες, δε θα κρατήσουν πολύν καιρό τη χώρα στο σκοτάδι. Η χώρα θα μάθει την αλήθεια! Θα το δούμε αυτό!“.

Στη μία το μεσημέρι κατεβήκαμε στη λεωφόρο Νέβσκι. Μπροστά στο Δημαρχείο ο δρόμος ήταν γεμάτος από κόσμο. Πότε δω, πότε κει φαινόταν κάποιος κοκκινοφρουρός ή ναύτης με εφ’ όπλου λόγχη. Γύρω τους μαζεύονταν εκατοντάδες άτομα, άντρες και γυναίκες, γραφιάδες, φοιτητές, μπακάληδες, υπάλληλοι. Ολοι αυτοί κουνούσαν τις γροθιές και ξεστόμιζαν κατάρες και απειλές.

Στα σκαλοπάτια στέκονταν πρόσκοποι και αξιωματικοί και μοίραζαν φύλλα της “Στρατιωτικής Φωνής”. Ενας εργάτης με κόκκινο περιβραχιόνιο και με το πιστόλι στο χέρι στεκόταν, τρέμοντας από θυμό, ανάμεσα στο εχθρικό πλήθος και ζητούσε να του παραδώσουν τις εφημερίδες. Νομίζω πως η ιστορία δεν είδε ποτέ κάτι παρόμοιο. Από τη μια μεριά μια φούχτα πολύ άσχημα εξοπλισμένων εργατών και στρατιωτών, που εκπροσωπούσαν τη νικηφόρα εξέγερση, και από την άλλη μεριά το αφηνιασμένο πλήθος, που αποτελούνταν από τους ίδιους ακριβώς ανθρώπους που τα μεσημέρια πλημμυρίζουν τα πεζοδρόμια της Πέμπτης Λεωφόρου (4), πλήθος που χλεύαζε, καταριόταν και τσίριζε:

“Προδότες! Προβοκάτορες! Δήμιοι!“.

Στις πόρτες φύλαγαν φοιτητές και αξιωματικοί. Είχαν άσπρα περιβραχιόνια με κόκκινη επιγραφή: “Πολιτοφυλακή της επιτροπής κοινωνικής ασφάλειας”. Μισή ντουζίνα πρόσκοποι πήγαιναν πέρα – δώθε. Μέσα το κτίριο έβραζε από λαό. Από τη σκάλα κατέβηκε ο λοχαγός Χόμπεργκ. “Θέλουν να διαλύσουν το Δημοτικό Συμβούλιο!” μου είπε. “Αυτή τη φορά βρίσκεται επικεφαλής μπολσεβίκος κομισάριος…“. Οταν ανεβήκαμε επάνω, είδα τον Ριαζάνοφ που έβγαινε τρεχάτος.

Ηρθε ν’ απαιτήσει από το Δημοτικό Συμβούλιο ν’ αναγνωρίσει το Σοβιέτ των Επιτρόπων του Λαού κι ο δήμαρχος αρνήθηκε κατηγορηματικά.

Σ’ όλα τα διαμερίσματα του Δημαρχείου τσίριζε, θορυβούσε και χειρονομούσε ένα τεράστιο πλήθος από υπαλλήλους, διανοούμενους, δημοσιογράφους, ξένους ανταποκριτές, Γάλλους και Αγγλους αξιωματικούς… Ο αρχιμηχανικός της πόλης έλεγε θριαμβευτικά. “Ολες οι πρεσβείες αναγνωρίζουν το Δημοτικό Συμβούλιο σαν τη μοναδική νόμιμη εξουσία. Οσο για τους μπολσεβίκους, αυτοί είναι μόνο ληστές και άρπαγες και ζύγωσε το τέλος τους. Είναι ζήτημα μερικών ωρών! Ολη η Ρωσία είναι μαζί μας…“.

Στην αίθουσα Αλεξαντρόφ γινόταν πλατιά συνεδρίαση της επιτροπής σωτηρίας με τη συμμετοχή μεγάλου πλήθους.

Προϊστάμενος ήταν ο Φιλιπόφσκι και στο βήμα ρητόρευε συνέχεια ο Σκόμπελεφ. Μέσα στο θόρυβο των χειροκροτημάτων απαριθμούσε τις οργανώσεις που προσχώρησαν στην επιτροπή σωτηρίας: η εκτελεστική επιτροπή των αγροτικών Σοβιέτ, η παλιά ΚΕΕ, η κεντρική επιτροπή του Στρατού, η κεντρική επιτροπή του στόλου, οι ομάδες των μενσεβίκων και των εσέρων του μετώπου, του συνεδρίου των Σοβιέτ, οι κεντρικές επιτροπές των κομμάτων των μενσεβίκων, των εσέρων και των λαϊκών σοσιαλιστών, η ομάδα “Ενότητα”, η αγροτική ένωση, οι συνεταιρισμοί, τα ζέμστβο, οι αυτοδιοικήσεις της πόλης, η ένωση των ταχυδρομείων – τηλεγραφείων, η Βίκζελ, το Συμβούλιο της Ρωσικής Δημοκρατίας, η Ενωση των Ενώσεων, η εμποροβιομηχανική ένωση…

“...Η εξουσία των Σοβιέτ, έλεγε, δεν είναι εξουσία της δημοκρατίας, αλλά δικτατορία και μάλιστα όχι δικτατορία του προλεταριάτου, μα δικτατορία ενάντια στο προλεταριάτο. Καθένας που ένιωσε και νιώθει επαναστατικό ενθουσιασμό, πρέπει να ‘ρθει τώρα μαζί μας για την υπεράσπιση της επανάστασης…

Το άμεσο καθήκον δεν είναι μόνο να κάνουμε ακίνδυνους τους ανεύθυνους δημαγωγούς, μα και η πάλη με την αντεπανάσταση… Αν είναι σωστές οι φήμες που λένε πως τάχα στις επαρχίες βρίσκονται στρατηγοί που θέλουν να εκμεταλλευτούν τα γεγονότα που διαδραματίζονται και να κινηθούν ενάντια στην Πετρούπολη με αντεπαναστατικούς σκοπούς, τότε αυτό μαρτυρεί για μια ακόμα φορά πως είμαστε υποχρεωμένοι να δημιουργήσουμε ισχυρή δημοκρατική κυβέρνηση. Διαφορετικά μαζί με την αναρχία από τα αριστερά, θα επακολουθήσει αναρχία από τα δεξιά…

Η φρουρά της Πετρούπολης δεν μπορεί να παραμένει αδιάφορη όταν στους δρόμους πιάνονται οι πολίτες που αγοράζουν τη “Φωνή του Στρατιώτη” και οι μικροί εφημεριδοπώλες που πουλούν την “Εργατική Εφημερίδα”…

Η εποχή των αποφάσεων πέρασε… Εκείνοι που έχασαν την πίστη τους στην επανάσταση ας τραβηχτούν στην άκρη… Για ν’ αναστηλώσουμε μια ενιαία δημοκρατική εξουσία, είναι απαραίτητο ν’ ανεβάσουμε ξανά το κύρος της επανάστασης…

Ορκιζόμαστε, λοιπόν, σύντροφοι, πως ή θα σώσουμε την επανάσταση ή θα πεθάνουμε μαζί της…“.

Ολοι σηκώθηκαν ορθοί και σκέπασαν τα τελευταία λόγια με θυελλώδη χειροκροτήματα. Τα μάτια τους άστραφταν. Στην αίθουσα δε φαινόταν ούτε ένας προλετάριος…

 Το λόγο πήρε ο Βαϊνστάιν:

“Πρέπει να διατηρήσουμε την ψυχραιμία μας και ν’ αποφύγουμε κάθε είδους ενέργειες, ώσπου η κοινή γνώμη νασυσπειρωθεί αποφασιστικά γύρω από την επιτροπή σωτηρίας. Μόνο τότε θα μπορέσουμε να περάσουμε από την άμυναστην επίθεση…”.

Ο εκπρόσωπος της Βίκζελ δηλώνει πως η οργάνωση που τον έστειλε παίρνει την πρωτοβουλία σχηματισμού νέαςκυβέρνησης. Οι αντιπρόσωποί της πήγαν κιόλας στο Σμόλνι για σχετικές διαπραγματεύσεις… Αρχισε ζωηρή συζήτηση: Θαπρέπει να μπουν άραγε οι μπολσεβίκοι στη νέα κυβέρνηση;… Ο Μάρτοφ τάχθηκε υπέρ. Σε τελευταία ανάλυση, είπε, οι μπολσεβίκοι εκπροσωπούν ένα πολύ σημαντικό πολιτικό κόμμα. Οι γνώμες μοιράστηκαν: η δεξιά πτέρυγα των μενσεβίκων και των εσέρων, καθώς κι οι λαϊκοί σοσιαλιστές, οι συνεταιριστές κι οι εκπρόσωποι της αστικής τάξης αντιδρούσαν αποφασιστικά.

Αυτοί πρόδωσαν τη Ρωσία!” είπε ένας ομιλητής.

Αρχισαν τον εμφύλιο πόλεμο κι άφησαν ανοιχτό το μέτωπο στους Γερμανούς! Οι μπολσεβίκοι πρέπει να συντριβούν αμείλιχτα…“.

Ο Σκόμπελεφ ήταν υπέρ του αποκλεισμού τόσο των μπολσεβίκων όσο και των καντέ.

Μιλήσαμε μ’ ένα νεαρό εσέρο, που κάποτε είχε φύγει μαζί με τους μπολσεβίκους από τη δημοκρατική σύσκεψη. Αυτό συνέβη εκείνη τη νύχτα, που ο Τσερετέλι και οι άλλοι συμβιβαστές επέβαλαν στη Ρωσική Δημοκρατία την πολιτική του συνασπισμού.

Εσείς εδώ;” τον ρώτησα.

Τα μάτια του πέταξαν φωτιές! “Μάλιστα!” φώναξε.

Τη νύχτα της Τετάρτης έφυγα από το συνέδριο μαζί με τους κομματικούς μου συντρόφους. Δε διακινδύνεψα τη ζωή μου είκοσι χρόνια για να υποταχθώ τώρα στην τυραννία των σκοτεινών ανθρώπων. Οι μέθοδές τους είναι ανυπόφορες. Μα δεν υπολόγισαν τους αγρότες… Κι όταν ξεσηκωθεί η αγροτιά, το τέλος τους είναι ζήτημα λεπτών!

Θα ξεσηκωθούν άραγε οι αγρότες; Μήπως το διάταγμα για τη γη δεν ικανοποίησε τους αγρότες; Τι θέλουν ακόμα;

Αχ, αυτό το διάταγμα για τη γη!” φώναξε με λύσσα. “Και ξέρετε τι είναι αυτό το διάταγμα για τη γη; Είναι δικό μας διάταγμα, ολοκληρωτικά πρόγραμμα των εσέρων! Το κόμμα που επεξεργάστηκε τις βάσεις αυτής της πολιτικής ύστερα από προσεχτική έρευνα των απαιτήσεων των αγροτών! Αυτό είναι πρωτάκουστο…“.

Αφού αυτή είναι η πολιτική σας, τότε για ποιο πράγμα έχετε αντιρρήσεις; Κι αφού οι επιθυμίες της αγροτιάς είναι αυτές, τότε για ποιο λόγο να ξεσηκωθεί;

Πώς δε με νιώθετε! Μήπως δεν είναι φανερό πως οι αγρότες θα καταλάβουν αμέσως ότι αυτό είναι μόνο απάτη, ότι αυτοί οι σφετεριστές έκλεψαν το δικό μας πρόγραμμα, το πρόγραμμα των εσέρων;“.

Είναι σωστό πως ο Καλέντιν κινείται προς Βορρά;” τον ρώτησα.

Κούνησε το κεφάλι κι άρχισε να τρίβει τα χέρια με σαδιστική ικανοποίηση. “Πέρα για πέρα σωστό!… Τώρα θα δείτε τι έφτιαξαν αυτοί οι μπολσεβίκοι. Ξεσήκωσαν ενάντιά μας την αντεπανάσταση. Η επανάσταση χάθηκε. Χάθηκε η επανάσταση“.

Μα αφού θα την υπερασπίσετε εσείς την επανάσταση;“.

Φυσικά, θα την υπερασπίσουμε μέχρι την τελευταία ρανίδα του αίματός μας! Ομως με τους μπολσεβίκους δε θα συνεργαστούμε σε καμιά περίπτωση…“. “Αν, λοιπόν, ο Καλέντιν πλησιάσει την Πετρούπολη κι οι μπολσεβίκοι ξεσηκωθούν για να υπερασπίσουν την πόλη, εσείς δε θα ενωθείτε μ’ αυτούς;“. “Και βέβαια όχι! Θα υπερασπίσουμε κι εμείς την πόλη, όμως όχι μαζί με τους μπολσεβίκους! Ο Καλέντιν είναι εχθρός της επανάστασης, μα κι οι μπολσεβίκοι είναι το ίδιο εχθροί της“.

Ποιον προτιμάτε εσείς, τον Καλέντιν ή τους μπολσεβίκους;“.

Η υπόθεση δε βρίσκεται σ’ αυτό!” απάντησε βιαστικά. “Σας λέω, ότι η επανάσταση χάθηκε. Και φταίχτες γι’ αυτό είναι οι μπολσεβίκοι. Μα, ακούστε, γιατί να χάνουμε τον καιρό μας μ’ αυτά; Ο Κερένσκι έρχεται. Μεθαύριο περνάμε στην επίθεση… Το Σμόλνι μας έστειλε κιόλας αντιπροσώπους με πρόταση να σχηματίσουμε νέα κυβέρνηση. Τώρα όμως τους έχουμε στο χέρι μας. Οι μπολσεβίκοι είναι πέρα για πέρα αδύναμοι… Εμείς δεν πρόκειται να συνεργαστούμε…“.

Στο δρόμο ακούστηκε ένας πυροβολισμός. Τρέξαμε στα παράθυρα. Ενας  κοκκινοφρουρός, που έχασε την υπομονή του από τις επιθέσεις του πλήθους, πυροβόλησε και τραυμάτισε στο χέρι κάποια κοπέλα. Είδαμε που την ανέβασαν σ’ ένα αμάξι κυκλωμένο από το ταραγμένο πλήθος και έφτασαν στ’ αυτιά μας οι φωνές της.

Εξαφνα από τη γωνιά της λεωφόρου Μιχαϊλοφσκι, πρόβαλε ένα θωρακισμένο. Τα πολυβόλα γύριζαν δεξιά – αριστερά. Το πλήθος το ‘βαλε αμέσως στα πόδια. Οπως συμβαίνει συνήθως σε τέτοιες περιπτώσεις στην Πετρούπολη, οι άνθρωποι ξάπλωσαν καταγής, κρύφτηκαν στα χαντάκια και πίσω από τους τηλεφωνικούς στύλους. Το θωρακισμένο πλησίασε τις πόρτες του Δημαρχείου. Από τον πυργίσκο του βγήκε κάποιος και ζήτησε να του δώσουν τη Στρατιωτική Φωνή. Οι πρόσκοποι απάντησαν κοροϊδευτικά και τρύπωσαν μέσα. Το αυτοκίνητο έκανε στροφή κοντά στο κτίριο και τράβηξε προς τη λεωφόρο Νέβσκι. Οι άνθρωποι, που ήταν πεσμένοι στη γέφυρα, σηκώθηκαν κι άρχισαν να τινάζονται…

Μέσα στο κτίριο άρχισαν απίστευτες τρεχάλες. Ανθρωποι με δέματα της Στρατιωτικής Φωνής έτρεχαν προς όλες τις κατευθύνσεις, γυρεύοντας μέρος για να κρύψουν την εφημερίδα.

Στο δωμάτιο έτρεχε ένας δημοσιογράφος, κουνώντας στον αέρα κάποιο χαρτί.”Προκήρυξη του Κρασνόφ!”, φώναξε. Ολοι ρίχτηκαν απάνω του. “Δώστε τη για τύπωμα, γρήγορα για τύπωμα κι αμέσως στους στρατώνες!“.

Με εντολή του ανώτατου διοικητή, διορίστηκα διοικητής των στρατευμάτων που είναι συγκεντρωμένα γύρω από την Πετρούπολη. Πολίτες, στρατιώτες, ανδρείοι κοζάκοι του Ντον, του Κουμπάν, της Ανω Βαϊκάλης, της Ουσουρίας, του Αμούρ, του Γενισέι, εσείς που παραμείνατε πιστοί στο στρατιωτικό σας όρκο, εσείς που υποσχεθήκατε να κρατήσετε πιστά και απαραβίαστα τον κοζάκικο όρκο, σ’ εσάς απευθύνομαι και σας καλώ να σπεύσετε και να λυτρώσετε την Πετρούπολη από την αναρχία, από τη βία και την πείνα και τη Ρωσία από την ανεξίτηλη κηλίδα του αίσχους που της κόλλησε μια σκοτεινή κλίκα αμόρφωτων ανθρώπων, οι οποίοι καθοδηγούνται από τη θέληση και τα χρήματα του αυτοκράτορα Γουλιέλμου.  Η προσωρινή κυβέρνηση, στην οποία ορκιστήκαμε στις μεγάλες μέρες του Μάρτη, δεν ανατράπηκε, αλλά απομακρύνθηκε με τη βία από τη θέση της και τώρα ετοιμάζεται με πολύ στρατό από το μέτωπο, να εκπληρώσει το καθήκον της.

Το Σοβιέτ της ένωσης των κοζάκικων στρατευμάτων συνένωσε όλους τους κοζάκους κι αυτοί, με το ατρόμητο κοζάκικο πνεύμα, στηριζόμενοι στη θέληση του ρωσικού λαού, ορκίστηκαν να υπηρετήσουν την πατρίδα, έτσι όπως την υπηρέτησαν οι παππούδες τους στην τρομερή και ταραγμένη εποχή του 1612, όταν οι κοζάκοι του Ντον έσωσαν τη Μόσχα που απειλούνταν από τους Σουηδούς, τους Πολωνούς – Λιθουανούς και σπαραζόταν από εσωτερικές ταραχές. (Ηκυβέρνησή σας ακόμα υπάρχει…) (5).

Το πολεμικό μέτωπο παρακολουθεί με ανείπωτη φρίκη και αηδία τους εχθρούς και τους προδότες. Οι αρπαγές, οι σκοτωμοί και οι βιαιότητές τους, η καθαρά γερμανική συμπεριφορά τους απέναντι στους ηττημένους που δεν παραδίνονται, απομάκρυναν απ’ αυτούς όλη τη Ρωσία. Πολίτες, στρατιώτες και γενναίοι κοζάκοι της φρουράς της Πετρούπολης, στείλτε αμέσως τους αντιπροσώπους σας σε μένα, για να μάθω ποιοι είναι οι προδότες της ελευθερίας και της πατρίδας και ποιοι δεν είναι, ώστε να μη χυθεί άδικα αθώο αίμα…“.

Σχεδόν την ίδια στιγμή, διαδόθηκε η φήμη πως το κτίριο κυκλώθηκε από κοκκινοφρουρούς. Μπήκε ένας αξιωματικός με κόκκινο περιβραχιόνιο και κάλεσε το δήμαρχο. Υστερα από λίγα λεπτά ξαναβγήκε. Πίσω του φάνηκε αμέσως ο γερο -Σρέιντερ.

Εκτακτη συνεδρίαση του Δημοτικού Συμβουλίου!“, φώναξε πότε κοκκινίζοντας, πότε χλομιάζοντας. “Αμέσως!“.

Η συνεδρίαση που γινόταν στη μεγάλη αίθουσα διακόπηκε. “Ολα τα μέλη του Δημοτικού Συμβουλίου σε έκτακτη συνεδρίαση!“.

Τι τρέχει;“.

Δεν ξέρω… Θέλουν να μας συλλάβουν!.. Θέλουν να διαλύσουν το Δημοτικό Συμβούλιο… Πιάνουν όλα τα μέλη τουΔημοτικού Συμβουλίου στην πόρτα…“,τέτοια ήταν τα ανησυχαστικά σχόλια.

Στην αίθουσα Νικολάγιεφσκι δεν είχε τόπο να σταθεί κανείς. Ο δήμαρχος δήλωσε ότι όλες οι πόρτες έχουν πιαστεί από στρατό, που δεν επιτρέπει σε κανέναν ούτε να μπει ούτε να βγει από το κτίριο κι ότι ο κομισάριος απειλεί να συλλάβει και να διαλύσει το Δημοτικό Συμβούλιο.

Αρχισαν  φοβερές ομιλίες, όχι μόνο από το βήμα, μα και από το κοινό: Η ελεύθερα εκλεγμένη αυτοδιοίκηση της πόλης δεν μπορεί να διαλυθεί από καμιά εξουσία… Η προσωπικότητα του δημάρχου και όλων των μελών του Δημοτικού Συμβουλίου είναι απαραβίαστη: Δεν πρόκειται ποτέ ν’ αναγνωρίσουμε τους εκβιαστές, τους προβοκάτορες και τους πράκτορες των Γερμανών. Απειλούν να μας διαλύσουν… Ας δοκιμάσουν… Μόνο πατώντας στα πτώματά μας θα μπουν σ’ αυτή την αίθουσα, όπου με αξιοπρέπεια, σαν τους γερουσιαστές της αρχαίας Ρώμης, περιμένουμε τον ερχομό των βανδάλων…

Απόφαση: Αμέσως με τον τηλέγραφο να γίνουν γνωστά στα δημοτικά συμβούλια και στις τοπικές αυτοδιοικήσεις όλης της Ρωσίας όσα διαδραματίστηκαν… Απόφαση: Ούτε ο δήμαρχος, ούτε ο πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου μπορούν να ‘ρθουν σε οποιαδήποτε επαφή με τους εκπροσώπους της Στρατιωτικής Επαναστατικής Επιτροπής ή με το λεγόμενο Σοβιέτ των Επιτρόπων του Λαού. Απόφαση: Να απευθυνθούμε άμεσα στον πληθυσμό της Πετρούπολης με καινούρια έκκληση, καλώντας τον να ξεσηκωθεί για να υπερασπίσει την εκλεγμένη απ’ αυτόν αυτοδιοίκηση… Απόφαση: Η συνεδρίαση του Δημοτικού Συμβουλίου να συνεχίζεται αδιάκοπα…

Στην αίθουσα μπήκε ένα από τα μέλη του Δημοτικού Συμβουλίου και ανακοίνωσε στη συνέλευση πως τηλεφώνησε στο Σμόλνι και η Στρατιωτική Επαναστατική Επιτροπή δήλωσε ότι δεν έδωσε διαταγή να κυκλωθεί το Δημαρχείο κι ότι τα στρατιωτικά τμήματα θα αποσυρθούν.

Οταν κατεβαίναμε τη σκάλα, στην είσοδο έμπαινε πολύ ανήσυχος ο Ριαζάνοφ.”Αποφασίσατε να διαλύσετε το Δημοτικό Συμβούλιο;”, τον ρώτησα.

Οχι δα, για όνομα του Θεού!“, απάντησε. “Κάποια παρεξήγηση έγινε… Το πρωί κιόλας δήλωσα στο δήμαρχο πως το Δημοτικό Συμβούλιο δε θα ενοχληθεί…“.

Κατά το σούρουπο στη λεωφόρο Νέβσκι έτρεχε μια διπλή φάλαγγα από ποδηλατιστές με τα όπλα περασμένα χιαστί. Οι ποδηλατιστές σταμάτησαν. Το πλήθος τούς κύκλωσε και τους γέμισε με ερωτήσεις:

Ποιοι είστε; Από πού έρχεστε;“, ρώτησε ένας χοντρός γέρος, με το τσιγάρο στα χείλη.

Από τη 12η Στρατιά, από το μέτωπο. Ηρθαμε να υπερασπίσουμε τα Σοβιέτ από την καταραμένη αστική τάξη“.

Ξέσπασαν κραυγές μίσους:

Α! Α! Μπολσεβίκοι χωροφύλακες! Μπολσεβίκοι κοζάκοι!“.

Στα σκαλοπάτια έτρεχε ένας κοντός αξιωματικός μ’ ένα πέτσινο χιτώνιο.

Η φρουρά ταλαντεύεται!“, μου ψιθύρισε στ’ αυτί. “Για τους μπολσεβίκους αυτό σημαίνει την αρχή του τέλους. Θέλετε να δείτε πώς αλλάζουν οι διαθέσεις; Πάμε!”. Σχεδόν τρέχοντας τραβούσε για τη λεωφόρο Μιχαϊλοφσκι, κι εμείς πίσω του.

Και ποιο είναι αυτό το σύνταγμα;“.

Των θωρακισμένων“… Ηταν πραγματικά μια σοβαρή περιπλοκή. “Τα θωρακισμένα κρατούνε στα χέρια τους το κλειδί της κατάστασης.Οποιος έχει τα θωρακισμένα, μπορεί να ελέγχει όλη την πόλη. Προς αυτούς πήγαν για διαπραγματεύσεις κομισάριοι από την επιτροπή σωτηρίας και από το Δημοτικό Συμβούλιο. Εχουν συγκέντρωση που πρέπει να αποφασίσει…”. “Τι να αποφασίσει; Με ποια πλευρά θα πολεμήσουν;”, “Ω, όχι! Οι δουλιές δε γίνονται έτσι. Αυτοί ποτέ δεν πρόκειται να πολεμήσουν ενάντια στους μπολσεβίκους. Μόνο να αποφασίσουν να παραμείνουν ουδέτεροι και τότε οι ευέλπιδες και οι κοζάκοι…“.

Η πόρτα του τεράστιου κλειστού ιπποδρομίου του Μιχαΐλοφσκι έχασκε σαν μαύρο στόμα. Δύο σκοποί προσπάθησαν να μας σταματήσουν μα περάσαμε γρήγορα δίπλα τους, μη δίνοντας σημασία στις οργισμένες φωνές τους. Το ιπποδρόμιο ήταν θαμπά φωτισμένο με το μοναδικό φανάρι που κρεμόταν στο ταβάνι του τεράστιου χώρου. Στο σκοτάδι μόλις διακρίνονταν θολά οι ψηλές κολόνες και τα παράθυρα. Τριγύρω φαίνονταν οι ακαθόριστες τερατώδεις μορφές των θωρακισμένων αυτοκινήτων.

Ενα απ’ αυτά βρισκόταν στο κέντρο του χώρου κάτω από το φανάρι. Γύρω του, ντυμένοι με την γκρίζα-καφετιά στολή, ήταν συγκεντρωμένοι ίσαμε δύο χιλιάδες στρατιώτες, που σχεδόν χάνονταν στον τεράστιο χώρο του μεγαλόπρεπου κτιρίου. Πάνω σ’ ένα θωρακισμένο βρίσκονταν καμιά δωδεκα-ριά άνθρωποι: αξιωματικοί, ο πρόεδρος της επιτροπής των στρατιωτών, ομιλητές.

Κάποιος στρατιωτικός, ανεβασμένος στον κεντρικό πύργο του θωρακισμένου, έβγαζε λόγο. Ήταν ο Χανζόνοφ, πρόεδρος του Πανρωσικού συνεδρίου των θωρακισμένων μονάδων, που είχε γίνει το καλοκαίρι. Είχε μια ευλύγιστη και κομψή κορμοστασιά, με πέτσινο χιτώνιο και επωμίδες υπολοχαγού. Μιλούσε πειστικά και με ευφράδεια για ουδετερότητα.

«Είναι τρομερό, έλεγε, ο Ρώσος να σκοτώνει τους ίδιους τους αδελφούς του, τους Ρώσους. Δεν πρέπει να ξεσπάσει εμφύλιος πόλεμος ανάμεσα στους στρατιώτες που μαζί εξεγέρθηκαν ενάντια στον τσάρο και μαζί αντιμετώπισαν τον εξωτερικό εχθρό στα πεδία των μαχών. Τι δουλειά έχουμε μεις οι στρατιώτες μ’ όλους αυτούς τους καβγάδες των πολιτικών κομμάτων; Δεν θέλω να πω, ότι η προσωρινή κυβέρνηση ήταν κυβέρνηση δημοκρατική. Δεν θέλουμε συνασπισμό με την αστική τάξη, όχι δεν θέλουμε. Μας χρειάζεται όμως μια κυβέρνηση της ενωμένης δημοκρατίας. Διαφορετικά η Ρωσία θα χαθεί. Με τέτοια κυβέρνηση δεν πρόκειται να ξεσπάσει εμφύλιος πόλεμος και αδελφοκτονία.»

Όλα αυτά ειπώθηκαν πολύ πειστικά. Η τεράστια αίθουσα ξέσπασε σε χειροκροτήματα και επευφημίες επιδοκιμασίας.

Στον πυργίσκο πήδησε ένας χλομός κι ευκίνητος στρατιώτης.

«Σύντροφοι!» φώναξε. «Ήρθα από το μέτωπο της Ρουμανίας για να πω σ’ όλους σας: πρέπει να κλειστεί ειρήνη! Άμεση ειρήνη!Όποιος μας δώσει την ειρήνη, μ’ εκείνον θα πάμε, είτε είναι μπολσεβίκοι αυτοί, είτε η νέα κυβέρνηση. Δώστε μας ειρήνη! Στο μέτωπο δεν μπορούμε πια να πολεμήσουμε, δεν μπορούμε να πολεμήσουμε ούτε με τους Γερμανούς, ούτε με τους Ρώσους…»

Λέγοντας αυτά πήδηξε κάτω. Η τεράστια μάζα των ακροατών θορυβήθηκε ανήσυχα. Η οχλοβοή μετατράπηκε σε κάτι που έμοιαζε με οργή, όταν ο επόμενος ομιλητής μενσεβίκος-αμυνίτης, δοκίμασε να πει, ότι ο πόλεμος πρέπει νασυνεχιστεί ως τη νίκη των συμμάχων.

«Εσείς μιλάτε σαν τον Κερένσκι!» φώναξε κάποια αυστηρή φωνή.

Κατόπιν μίλησε ο αντιπρόσωπος του Δημοτικού Συμβουλίου, που συμβούλεψε τους στρατιώτες να παραμείνουν ουδέτεροι.

Τον άκουαν κάπως δύσπιστα, σιγοκου-βεντιάζοντας, νιώθοντας πως δεν ήταν δικός τους. Δεν μου έτυχε να συναντήσω άλλη φορά ανθρώπους που να προσπαθούν τόσο επίμονα να ακούσουν τους ομιλητές κι ύστερα ν’ αποφασίσουν. Στέκονταν κι άκουγαν τους ομιλητές ολότελα ακίνητοι, με τρομερή, αδιάκοπα εντατική προσοχή, συνοφρυωμένοι από τη διανοητική προσπάθεια. Στα μέτωπα τους έτρεχε ιδρώτας. Ήταν γίγαντες με αθώα παιδικά μάτια, με πρόσωπα επικών πολεμιστών…

Τώρα μιλούσε ένας μπολσεβίκος, ένας από τους στρατιώτες του ίδιου του τμήματος. Ο λόγος του ήταν γεμάτος οργή και μίσος. Η συνέλευση δεν τον άκουγε με περισσότερο ενδιαφέρον από ό,τι τους άλλους. Δεν ανταποκρίνονταν στην ψυχική τους διάθεση τα λόγια του. Όλοι αυτοί, τούτη τη στιγμή, είχαν χάσει τον μπούσουλα τους από τις καθημερινές αδιάκοπες συσκέψεις.

Έπρεπε να σκεφτούν για τη Ρωσία, για το σοσιαλισμό, για όλο τον κόσμο, σαν να εξαρτιόταν από τα θωρακισμένα τους η ζωή και ο θάνατος της επανάστασης.

Μέσα σε εκνευριστική ησυχία μιλούσαν ο ένας ύστερα από τον άλλο. Οι κραυγές επιδοκιμασίας εναλλάσσονταν με φωνές αγανάχτησης. Θα πάρουν μέρος ή όχι; Μίλησε ξανά ο πειστικός και συμπαθητικός Χανζόνοφ. Όμως όσο και να μιλούσε για ειρήνη, μήπως δεν ήταν αξιωματικός, δεν ήταν αμυνίτης; Μίλησε ένας εργάτης από τη νήσο Βασιλέφσκι. Τον υποδέχτηκαν με φωνές: «Λοιπόν, εσείς οι εργάτες θα μας δώσετε ειρήνη;» Δίπλα μας είχαν συγκεντρωθεί κάμποσοι άνθρωποι, κυρίως αξιωματικοί. Είχαν οργανώσει μια κλάκα και ζητωκραύγαζαν θορυβώδικα όλους τους οπαδούς της ουδετερότητας.

«Χανζόνοφ!Χανζόνοφ», φώναζαν και σφύριζαν όλους τους ομιλητές των μπολσεβίκων.

Ξαφνικά ανάμεσα στα μέλη των επιτροπών και τους αξιωματικούς που στέκονταν στο θωρακισμένο, άρχισε φοβερή συζήτηση.

Χειρονομούσαν ζωηρά και, όπως φαίνεται, δεν μπορούσαν με κανέναν τρόπο να συμφωνήσουν. Οι συγκεντρωμένοι πρόσεξαν αυτή τη συζήτηση. Το τεράστιο πλήθος θορύβησε κι ανησύχησε, θέλοντας να μάθει τι τρέχει. Ένας στρατιώτης, που τον κρατούσε ένας αξιωματικός, ξέφυγε και σήκωσε ψηλά το χέρι:

«Σύντροφοι!» φώναξε. «Εδώ είναι ο σύντροφος Κριλένκο και θέλει να μιλήσει!» Ξέσπασε θύελλα κραυγών, χειροκροτημάτων και σφυριγμάτων. «Παρακαλούμε! Κάτω!» Μέσα σε αφάνταστο θόρυβο και ουρλιαχτά ο Λαϊκός Επίτροπος των στρατιωτικών υποθέσεων, σπρωχνόμενος και βοηθούμενος απ’ όλες τις πλευρές πήδηξε στο θωρακισμένο. Έβαλε τα χέρια στα πλευρά και κοίταξε χαμογελώντας. Ήταν χοντρός, με κοντά πόδια, με στρατιωτική στολή, χωρίς επωμίδες και ξεσκούφωτος.

Οι κλακαδόροι που βρίσκονταν κοντά μου, φώναζαν λυσσασμένα. «Χανζόνοφ! Παρακαλούμε τον Χανζόνοφ! Κάτω αυτός. Βούλωσ’ το! Κάτω ο προδότης!» Το πλήθος αναστατώθηκε και θορύβησε. Άξαφνα έγινε κάποια κίνηση. Μας πλησίασε σαν τη χιονοστιβάδα, μια ομάδα από γεροδεμένους στρατιώτες με μαύρα φρύδια. Άνοιξαν δρόμο, σπρώχνοντας το πλήθος.

«Ποιος σαμποτάρει εδώ τη συνέλευση;» φώναξαν. «Ποιος κάνει φασαρία;» Όλοι οι κλακαδόροι σκόρπισαν στα πλάγια και δεν ξανασυγκεντρώθηκαν.

Σύντροφοι στρατιώτες!“, άρχισε ο Κριλένκο με βραχνή από την κούραση φωνή. “Δεν μπορώ να μιλήσω όπως ταιριάζει και σας παρακαλώ να με συγχωρέσετε, μα δεν κοιμήθηκα τέσσερις ολόκληρες νύχτες…Δεν υπάρχει λόγος να σας πω ότι είμαι στρατιώτης. Δεν υπάρχει λόγος να σας πω ότι θέλω ειρήνη. Πρέπει να σας πω ότι το μπολσεβίκικο κόμμα, που εσείς κι όλοι οι υπόλοιποι γενναίοι σύντροφοι, οι οποίοι αποτίναξαν μια για πάντα την εξουσία της αιμοβόρας αστικής τάξης, βοηθήσατε να πραγματοποιήσει την επανάσταση των εργατών και στρατιωτών, πως αυτό το κόμμα υποσχέθηκε να προτείνει σ’ όλους τους λαούς ειρήνη. Σήμερα αυτή η υπόσχεση ήδη εκπληρώθηκε“.

Θύελλα χειροκροτημάτων…

Σας λένε να μείνετε ουδέτεροι, να μείνετε ουδέτεροι τη στιγμή που οι ευέλπιδες και τα τάγματα κρούσης, που δε γνώρισαν ποτέ ουδετερότητα, μας πυροβολούν στους δρόμους και οδηγούν στην Πετρούπολη τον Κερένσκι ή ακόμα κάποιον άλλον από την ίδια συμμορία. Από τον Ντον επιτίθεται ο Καλέντιν. Από το μέτωπο κινείται ο Κερένσκι. Ο Κορνίλοφ ξεσήκωσε τους Τεκίντσι (6) και θέλει να επαναλάβει τον τυχοδιωκτισμό του του Αυγούστου. Οι μενσεβίκοι και οι εσέροι σας παρακαλούν να μην επιτρέψετε ν’ ανάψει ο εμφύλιος πόλεμος. Τι ήταν όμως εκείνο που τους έδωσε τη δυνατότητα να παραμείνουν στην εξουσία, αν όχι ο εμφύλιος πόλεμος, ο εμφύλιος πόλεμος που άρχισε ακόμα από τον Ιούλη και κατά τον οποίο έμειναν σταθερά στο πλευρό της αστικής τάξης, όπως μένουν και τώρα;

Πώς μπορώ όμως να σας πείσω, αν η απόφασή σας πια πάρθηκε; Το ζήτημα είναι ολοκάθαρο. Στη μια πλευρά είναι ο Κερένσκι, ο Καλέντιν, ο Κορνίλοφ, οι μενσεβίκοι, οι εσέροι, οι καντέ, τα δημοτικά συμβούλια, το σώμα των αξιωματικών…

Αυτοί σας λένε πως οι σκοποί τους είναι πολύ καλοί. Στην άλλη πλευρά είναι οι εργάτες, οι στρατιώτες, οι ναύτες, οι φτωχοί αγρότες. Η κυβέρνηση είναι στα χέρια σας. Εσείς είστε οι κύριοι της κατάστασης. Η μεγάλη Ρωσία ανήκει σ’ εσάς. Θα τη δώσετε ξανά πίσω;“.

Ο Κριλένκο μόλις κρατιόταν στα πόδια από την κούραση. Οσο όμως συνέχιζε να μιλάει, τόσο καθαρότερα αντηχούσε στη φωνή του η βαθιά ειλικρίνεια, που κρυβόταν στα λόγια του. Τελειώνοντας το λόγο του κλονίστηκε και παρά λίγο να πέσει.

Εκατοντάδες χέρια τον κράτησαν και το ψηλό σκοτεινό ιπποδρόμιο τραντάχτηκε από τον πάταγο των χειροκροτημάτων και των ενθουσιωδών κραυγών. Ο Χανζόνοφ προσπάθησε ακόμα μια φορά να πάρει το λόγο, μα η συνέλευση δεν ήθελε ν’ ακούσει τίποτα και φώναξε: “Να ψηφίσουμε! Να ψηφίσουμε!”. Τελικά, υποχώρησε και διάβασε μια απόφαση: “Το τμήμα των θωρακισμένων ανακαλεί τους αντιπροσώπους του από τη Στρατιωτική Επαναστατική Επιτροπή και κηρύσσεται ουδέτερο στον εμφύλιο πόλεμο που ξέσπασε“.

Οσοι ήταν υπέρ αυτής της απόφασης, έπρεπε να περάσουν δεξιά, όσοι ήταν κατά, αριστερά. Στην αρχή επικράτησε κάποια ταλάντευση και αναμονή, μα κατόπιν το πλήθος άρχισε γρήγορα – γρήγορα να περνάει αριστερά. Εκατοντάδες γεροδεμένοι φαντάροι κινούνταν θορυβώδικα στο λερωμένο πάτωμα, που μόλις φωτιζόταν, πέφτοντας ο ένας πάνω στον άλλο… Δίπλα μας δεν έμειναν παραπάνω από 50 άνθρωποι. Αυτοί μονάχα τάχτηκαν υπέρ της πρότασης. Κι όταν από τους υψηλούς θόλους του ιπποδρομίου αντήχησε η ενθουσιώδης κραυγή της νίκης, γύρισαν και βγήκαν γρήγορα από το κτίριο.

Πολλοί απ’ αυτούς έφυγαν κι από την επανάσταση…

Σκεφτείτε πως τέτοια ακριβώς πάλη γινόταν σε κάθε στρατώνα, σ’ όλες τις πόλεις, σ’ όλες τις περιοχές, σ’ όλο το μέτωπο, σ’ όλη τη Ρωσία! Φανταστείτε αυτούς τους άυπνους Κριλένκο που αγρυπνούσαν πάνω από κάθε σύνταγμα, που έτρεχαν από τόπο σε τόπο, που ενθάρρυναν, μάλωναν και απειλούσαν! Και φανταστείτε ότι το ίδιο ακριβώς γινόταν στα διαμερίσματα όλων των επαγγελματικών ενώσεων, στις φάμπρικες και στα εργοστάσια, στα χωριά, στα πολεμικά πλοία του ρωσικού στόλου, που ήταν διασκορπισμένα μακριά: σκεφθείτε τις εκατοντάδες χιλιάδες των Ρώσων, που καταβρόχθιζαν με τα μάτια τους ομιλητές σ’ όλη την απέραντη Ρωσία, τους εργάτες, τους αγρότες, τους στρατιώτες, τους ναύτες, που τόσο βασανιστικά προσπαθούσαν να καταλάβουν και ν’ αποφασίσουν, που τόσο εντατικά σκέφτονταν και που στο τέλος αποφάσιζαν με τέτοια απαράμιλλη ομοφωνία. Αυτή ήταν η ρωσική επανάσταση!…

***

Κι εκεί, στο Σμόλνι, το νέο Σοβιέτ των Επιτρόπων του Λαού δεν κοιμόταν. Το πρώτο διάταγμα βρισκόταν πια στα πιεστήρια και έπρεπε να σκορπιστεί την ίδια νύχτα σε χιλιάδες αντίτυπα σ’ όλους τους δρόμους της πόλης και να μεταφερθεί με τα τρένα σ’ όλη τη χώρα, στο Νότο και στην Ανατολή:

Εξ ονόματος της κυβέρνησης της δημοκρατίας, που εκλέχτηκε από το Πανρωσικό Συνέδριο των εργατών και στρατιωτών βουλευτών, με τη συμμετοχή αγροτών βουλευτών, το Σοβιέτ των Επιτρόπων του Λαού αποφασίζει:

1.Οι εκλογές για τη Συντακτική Συνέλευση θα γίνουν στην καθορισμένη προθεσμία, 12 του Νοέμβρη.

2.Ολες οι εφορευτικές επιτροπές, τα ιδρύματα της τοπικής αυτοδιοίκησης, τα Σοβιέτ των Εργατών, των στρατιωτών και των αγροτών βουλευτών και οι οργανώσεις των στρατιωτών στο μέτωπο πρέπει να εντείνουν όλες τις προσπάθειες για να εξασφαλίσουν την ελεύθερη και σωστή διεξαγωγή των εκλογών για τη Συντακτική Συνέλευση στην καθορισμένη προθεσμία.

Εξ ονόματος της κυβέρνησης

της Ρωσικής Δημοκρατίας

Ο πρόεδρος του Σοβιέτ των Επιτροπών του Λαού

Βλαντίμιρ Ουλιάνοφ – Λένιν

Στο κτίριο του Δημαρχείου ήταν όλοι σε αδιάκοπη κίνηση και αναβρασμό. Οταν μπήκαμε στην αίθουσα των συνεδριάσεων μιλούσε ένα από τα μέλη του Συμβουλίου της Δημοκρατίας. Το Συμβούλιο, έλεγε, δε θεωρεί ότι είναι διαλυμένο, αλλά μόνο προσωρινά, ώσπου να βρεθεί καινούρια αίθουσα, δεν έχει τη δυνατότητα να συνεχίσει τη δουλιά του. Το προεδρείο του αποφάσισε in corpore (7) να προσχωρήσει στην επιτροπή σωτηρίας… (Σημειώνω σε παρένθεση πως αυτή είναι η τελευταία φορά στην ιστορία που αναφέρεται το Συμβούλιο της Ρωσικής Δημοκρατίας).

Υστερα ακολούθησε η συνηθισμένη σειρά των αντιπροσώπων: από τα υπουργεία, από τη Βίκζελ, από την Ενωση των ταχυδρομικών και τηλεγραφικών υπαλλήλων. Ολοι αυτοί, για εκατοστή φορά, μιλούσαν για την ακλόνητη απόφασή τους να μη δουλέψουν για τους μπολσεβίκους σφετεριστές. Ενας από τους ευέλπιδες, που υπεράσπισαν τα Χειμερινά

Ανάκτορα, διηγιόταν μια αρκετά παραφουσκωμένη ιστορία για τον ηρωισμό το δικό του και των συντρόφων του, καθώς και για την άτιμη συμπεριφορά των κοκκινοφρουρών. Η συνέλευση πίστευε απόλυτα την κάθε λέξη του. Κάποιος διάβασε τον απολογισμό της εφημερίδας των εσέρων “Λαός”, που ανέφερε λεπτομερειακά τις καταστροφές και τις λεηλασίες των Χειμερινών Ανακτόρων κι ακόμα πως η ζημιά που προξενήθηκε υπολογίζεται σε 500 εκατομμύρια ρούβλια.

Κατά διαστήματα έφθαναν σύνδεσμοι κι έφερναν νέα που είχαν πάρει τηλεφωνικά. Οι μπολσεβίκοι απόλυσαν από τη φυλακή τέσσερις υπουργούς – σοσιαλιστές. Ο Κριλένκο πήγε στο φρούριο του Πετροπάβλοφσκ κι είπε στο ναύαρχο Βερντερέφσκι, πως ο υπουργός των Ναυτικών το ‘σκασε και πως αυτός, ο Κριλένκο, είναι εξουσιοδοτημένος από το Σοβιέτ των Επιτρόπων του Λαού, να τον παρακαλέσει για χάρη της σωτηρίας της Ρωσίας, να αναλάβει τη διεύθυνση του υπουργείου. Ο παλιός ναυτικός συμφώνησε… Ο Κερένσκι επιτίθεται βόρεια της Γκάτσινα κι οι μπολσεβίκικες φρουρές υποχωρούν. Το Σμόλνι εξέδωσε καινούριο διάταγμα που ευρύνει τις αρμοδιότητες των δημοτικών συμβουλίων στον επισιτιστικό τομέα.

Η τελευταία είδηση χαρακτηρίστηκε σαν θρασύτητα και προκάλεσε ασυνήθιστη έκρηξη αγανάχτησης. Ο Λένιν, αυτός ο σφετεριστής, ο εκβιαστής, που οι κομισάριοί του κατέλαβαν το γκαράζ του Δημαρχείου, που μπήκαν στις αποθήκες της πόλης κι ανακατεύτηκαν στις υποθέσεις της επιτροπής ανεφοδιασμού και στη διανομή των τροφίμων, τολμάει να καθορίσει τις αρμοδιότητες της ελεύθερης, της ανεξάρτητης και αυτόνομης αυτοδιοίκησης της πόλης.

Ενα από τα μέλη του Δημοτικού Συμβουλίου, κουνώντας τις γροθιές, έκανε πρόταση να σταματήσει εντελώς η διανομή τροφίμων στην πόλη, αν οι μπολσεβίκοι τολμήσουν ν’ ανακατευτούν στις υποθέσεις των επιτροπών ανεφοδιασμού… Αλλος εκπρόσωπος, κάποιας άλλης επιτροπής εφοδιασμού, ανακοίνωσε ότι η επισιτιστική κατάσταση είναι πάρα πολύ δύσκολη και παρακάλεσε να ξαποστείλουν κομισάριους για να επιταχύνουν τον ανεφοδιασμό.

Ο Ντεντονένκο δήλωσε θριαμβευτικά πως η φρουρά ταλαντεύεται. Το σύνταγμα Σεμιγόνοφ αποφάσισε κιόλας να υποταχθεί σ’ όλες τις διαταγές του κόμματος των εσέρων, οι ναύτες των αντιτορπιλικών που σταθμεύουν στο Νέβα δεν καθόρισαν ακόμα τη στάση τους. Αμέσως εφτά μέλη της επιτροπής διορίστηκαν για τη συνέχιση της προπαγάνδας…

Στο βήμα ανέβηκε ο γηραλέος δήμαρχος.

Σύντροφοι και πολίτες! Μόλις τώρα έμαθα ότι όλοι οι κρατούμενοι στο φρούριο Πετροπάβλοφσκ βρίσκονται σε μεγάλο κίνδυνο. Η μπολσεβίκικη φρουρά έγδυσε και υπέβαλε σε βασανιστήρια δεκατέσσερις ευέλπιδες της σχολής Πάβλοφ. Ενας απ’ αυτούς τρελάθηκε. Η φρουρά απειλεί να λιντσάρει τους υπουργούς“. Ξέσπασαν ουρλιαχτά φρίκης και αγανάχτησης, που δυνάμωσαν ακόμα περισσότερο, όταν πήρε το λόγο μια κοντόχοντρη γυναίκα με γκρίζα ρούχα. Ηταν η Βέρα Σλούτσκαγια, παλιά επαναστάτρια και μέλος του Δημοτικού Συμβουλίου από μέρους των μπολσεβίκων.

Αυτό είναι ψέμα και προβοκάτσια!“, είπε με κοφτή μεταλλική φωνή, χωρίς να δίνει σημασία στο χείμαρρο από βρισιές.

Η εργατοαγροτική κυβέρνηση, που κατάργησε τη θανατική ποινή, δεν μπορεί να επιτρέψει παρόμοιες ενέργειες. Απαιτούμε να εξακριβωθεί αμέσως η πληροφορία αυτή κι αν υπάρχει κι η παραμικρή δόση αλήθειας, η κυβέρνηση θα πάρει τα πιο αποφασιστικά μέτρα!“. Την ίδια στιγμή ορίστηκε ιδιαίτερη επιτροπή από αντιπροσώπους όλων των κομμάτων, μ’ επικεφαλής το δήμαρχο και τράβηξε για το φρούριο του Πετροπάβλοφσκ. Ακολουθήσαμε την επιτροπή, ενώ ταυτόχρονα το Δημοτικό Συμβούλιο έβγαλε κι άλλη επιτροπή, για να συναντηθεί με τον Κερένσκι. Η επιτροπή αυτή έπρεπε να προσπαθήσει να εμποδίσει την αιματοχυσία, όταν ο Κερένσκι θα ‘μπαινε στην πρωτεύουσα…

Ηταν μεσάνυχτα πια όταν περάσαμε δίπλα από τους σκοπούς που φύλαγαν τις εξωτερικές πύλες του φρουρίου Πετροπάβλοφσκ και μπήκαμε στη μεγάλη αυλή, που μόλις φωτιζόταν από αραιά ηλεκτρικά φανάρια. Περάσαμε δίπλα από την εκκλησία, όπου, κάτω από τους συμμετρικούς χρυσούς τρούλους και τα ρολόγια που ακόμα κάθε μεσημέρι έπαιζαν το “Θεέ, φύλαγε τον τσάρο”, βρίσκονταν οι τάφοι των Ρώσων αυτοκρατόρων…

Γύρω ήταν ερημιά, στα περισσότερα παράθυρα δεν υπήρχε φως. Πότε – πότε συναντούσαμε κάποιο γεροδεμένο στρατιώτη που κινιόταν αργά στο σκοτάδι και που απαντούσε σε όλα τα ερωτήματα με το συνηθισμένο: “Δεν ξέρω“. Αριστερά αναβόσβηνε η χαμηλή σκοτεινή σιλουέτα του φρουρίου Τρουμπετσκόι, του τάφου αυτού των ζωντανών ανθρώπων. Στο τσαρικό καθεστώς πέθαναν ή τρελάθηκαν εκεί μέσα πολλοί αφοσιωμένοι αγωνιστές της επανάστασης.

Στις μέρες του Μάρτη η προσωρινή κυβέρνηση έκλεισε εδώ τους τσαρικούς υπουργούς. Και τώρα οι μπολσεβίκοι έκλεισαν εδώ τους υπουργούς της προσωρινής κυβέρνησης.

Κάποιος ναύτης μας οδήγησε πρόθυμα στη διοίκηση, που βρισκόταν σ’ ένα μικρό σπιτάκι κοντά στο νομισματοκοπείο. Στο ζεστό και γεμάτο καπνό δωμάτιο, γύρω σ’ ένα σαμοβάρι, που χόχλαζε χαρούμενα, κάθονταν δώδεκα κοκκινοφρουροί, ναύτες και στρατιώτες. Μας υποδέχτηκαν πολύ εγκάρδια, μας πρόσφεραν τσάι. Ο διοικητής δεν ήταν εκεί. Συνόδευσε την επιτροπή του Δημοτικού Συμβουλίου, που υποστήριζε ότι οι ευέλπιδες δάρθηκαν. Φαινόταν πως η υπόθεση αυτή διασκέδασε πολύ τους στρατιώτες και τους ναύτες. Στη γωνία του δωματίου καθόταν ένας κοντός φαλακρός άνθρωπος με κοντογούνι. Δάγκανε τα μουστάκια και κοιτούσε κατσουφιασμένος σαν κυνηγημένο θηρίο. Μόλις τον είχαν πιάσει.

Κάποιος κοιτώντας τον αδιάφορα, είπε ότι είναι κάποιος υπουργός ή κάτι παρόμοιο… Ο ανθρωπάκος φαίνεται δεν άκουσε τα λόγια. Ηταν πολύ φοβισμένος, παρόλο που κανένας δεν του έδειχνε καμιά εχθρότητα.

Τον πλησίασα και του μίλησα στα γαλλικά. “Κόμης Τολστόι“, μου απάντησε υποκλινόμενος αλαζονικά. “Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί με συνέλαβαν. Γύριζα ήσυχα στο σπίτι από τη γέφυρα της Αγίας Τριάδας και δύο από αυτά… τα… τα… μούτρα με κράτησαν. Ημουνα κομισάριος της προσωρινής κυβέρνησης στο Γενικό Επιτελείο, μα υπουργός δεν ήμουνα ποτέ…“.

Να τον αφήσουμε“, είπε ένας από τους ναύτες. “Τι να φοβηθεί κανείς απ’ αυτόν;..“.

Οχι“, απάντησε ο στρατιώτης, που τον είχε φέρει. “Πρέπει να ρωτήσουμε το διοικητή“.

Το διοικητή;” χαμογέλασε ειρωνικά ο ναύτης. “Γιατί, λοιπόν, κάναμε την επανάσταση; Για να υπακούμε πάλι στους αξιωματικούς;“.

Ενας δεκανέας του συντάγματος Παβλόφ, μας αφηγήθηκε πώς άρχισε η εξέγερση: “Τη νύχτα της 6ης του Νοέμβρη (24 του Οχτώβρη) το σύνταγμα ήταν της υπηρεσίας στο Γενικό Επιτελείο. Εγώ ήμουνα σκοπός μαζί με μερικούς άλλους συντρόφους. Ο Ιβάν Πάβλοβιτς κι ένας ακόμα σύντροφος, δε θυμούμαι τ’ όνομά του, κρύφτηκαν στις κουρτίνες τωνπαραθυριών του δωματίου, όπου συνεδρίαζε το επιτελείο, και άκουσαν κρυφά εκεί πάρα πολύ σοβαρά πράγματα.

Ακουσαν, λόγου χάρη, τη διαταγή να μεταφερθούν την ίδια νύχτα στην Πετρούπολη οι ευέλπιδες της Γκάτσινα και τη διαταγή προς τους κοζάκους να είναι το πρωί έτοιμοι για δράση… Ολα τα κύρια σημεία της πόλης έπρεπε να καταληφθούν πριν ξημερώσει ακόμα. Μετά απ’ αυτό οι επιτελικοί ετοιμάστηκαν να σηκώσουν τις γέφυρες. Οταν όμως άρχισαν να λένε ότι πρέπει να κυκλώσουν το Σμόλνι, τότε ο Ιβάν Πάβλοβιτς δεν κρατήθηκε. Την ώρα εκείνη έμπαινε κι έβγαινε πολύς κόσμος και μπόρεσε να γλιστρήσει από το δωμάτιο και να ‘ρθει στο δωμάτιο υπηρεσίας. Εκεί έμεινε να κρυφακούει ο άλλος σύντροφος.

Εγώ υποπτευόμουνα ότι κάτι μαγειρεύεται. Στο επιτελείο όλη την ώρα έρχονταν αυτοκίνητα με αξιωματικούς. Βρίσκονταν ακόμα κι όλοι οι υπουργοί. Ο Ιβάν Πάβλοβιτς μου είπε όλα όσα άκουσε. Η ώρα ήταν δύο και μισή το πρωί… Μαζί μας βρισκόταν ο γραμματέας της επιτροπής του συντάγματος. Του τα είπαμε όλα και τον ρωτήσαμε τι να κάνουμε.

“Να συλλάβετε όλους όσοι μπαίνουν και βγαίνουν”, μας απάντησε. Ετσι και κάναμε. Υστερα από μια ώρα, είχαμε συλλάβει κάμποσους αξιωματικούς και δύο υπουργούς και τους στείλαμε στο Σμόλνι. Η Στρατιωτική Επαναστατική Επιτροπή όμως δεν ήταν ακόμα έτοιμη: Δεν ήξερε τι να κάνει κι από κει ήρθε γρήγορα διαταγή να τους απολύσουμε όλους και να μην κρατούμε πια κανέναν. Ορμήσαμε προς το Σμόλνι, τρέχοντας σ’ όλο το δρόμο. Ωσπου να τους δώσουμε να καταλάβουν πως ο πόλεμος άρχισε κιόλας, πέρασε, νομίζω, όχι λιγότερο από μια ώρα. Γυρίσαμε στο επιτελείο μόλις κατά τις πέντε το πρωί και στο διάστημα αυτό όλοι οι συλληφθέντες το είχαν σκάσει. Μερικούς ωστόσο τους ξαναπιάσαμε, κι όλη η φρουρά βρισκόταν πια σε κίνηση…“.

Ενας  κοκκινοφρουρός από το νησί Βασιλέφσκι μου διηγήθηκε πολύ αναλυτικά, πώς πέρασε η μεγάλη μέρα της εξέγερσης στον τομέα του. “Δεν έχουμε ούτε ένα πολυβόλο“, έλεγε χαμογελώντας. “Κι από το Σμόλνι με κανέναν τρόπο δεν μπορούσαμε να πάρουμε. Ο σύντροφος Ζάλκιντ, μέλος της διοίκησης του τομέα, θυμήθηκε πως στα γραφεία της διοίκησης, στην αίθουσα των συνεδριάσεων, είναι ένα πολυβόλο, λάφυρο από τους Γερμανούς. Πήραμε ακόμα ένα σύντροφο και πήγαμε. Εκεί συνεδρίαζαν οι μενσεβίκοι κι οι εσέροι. Ανοίξαμε την πόρτα και τραβήξαμε καταπάνω τους.

Εκείνοι κάθονταν στο τραπέζι, δώδεκα – δεκαπέντε άνθρωποι, κι εμείς ήμασταν τρεις. Μόλις μας είδαν, αμέσως σώπασαν και μας κοιτούσαν. Τραβήξαμε μέσα από το δωμάτιο και λύσαμε το πολυβόλο. Ο σύντροφος Ζάλκιντ έριξε στον ώμο το ένα κομμάτι, το άλλο εγώ και φύγαμε… Και κανένας δε μας είπε ούτε λέξη!..“.

Ξέρετε πώς πάρθηκαν τα Χειμερινά Ανάκτορα;“, ρώτησε κάποιος ναύτης. “Στις έντεκα η ώρα είδαμε ότι από την πλευρά του Νέβα δεν έμεινε ούτε ένας εύελπις. Τότε ορμήσαμε στην πόρτα κι ανεβήκαμε τη σκάλα, άλλοι ένας – ένας κι άλλοι σε μικρές ομάδες. Στο πάνω κεφαλόσκαλο, οι ευέλπιδες τους έπιαναν όλους και τους αφόπλιζαν. Ομως τα δικά μας τα παιδιά όλο και πλησίαζαν, μέχρι που μπήκαμε όλοι. Τότε κινηθήκαμε ενάντια στους ευέλπιδες και τους αφοπλίσαμε…“.

Εκείνη τη στιγμή, μπήκε ο διοικητής, ένας εύθυμος νεαρός υπαξιωματικός με το χέρι περασμένο στον αορτήρα. Κάτω από τα μάτια του, ήταν βαθιοί κύκλοι από την αϋπνία. Κοίταξε τον κρατούμενο που άρχισε αμέσως να του εξηγεί.

Μάλιστα, μάλιστα“, τον διέκοψε. “Είστε μέλος της επιτροπής, που την Τετάρτη αρνήθηκε να παραδώσει το επιτελείο. Ωστόσο δε σας χρειαζόμαστε, πολίτη. Σας ζητούμε συγνώμη…“. Ανοιξε την πόρτα και με μια κίνηση του χεριού έδειξε στον κόμητα Τολστόι πως είναι ελεύθερος. Ορισμένοι απ’ αυτούς που βρίσκονταν εκεί, ιδιαίτερα οι κοκκινοφρουροί, εναντιώθηκαν κάπως, μα ο ναύτης είπε θριαμβευτικά. “Να!.. Τι σας έλεγα εγώ;“.

Δύο στρατιώτες απευθύνθηκαν στο διοικητή. Διαμαρτύρονταν από μέρους της φρουράς του φρουρίου. “Οι κρατούμενοι“, έλεγαν, “παίρνουν την ίδια μερίδα, όπως κι η φρουρά, και στο μεταξύ η μερίδα δε φτάνει σε κανέναν. Για ποιο λόγο να φερνόμαστε με τέτοια λεπτότητα στους αντεπαναστάτες;“.

Σύντροφοι, εμείς είμαστε επαναστάτες, κι όχι ληστές“, τους απάντησε ο διοικητής. Υστερα στράφηκε σε μας. Του είπαμε πως στην πόλη κυκλοφορούν φήμες, ότι δήθεν οι κρατούμενοι ευέλπιδες υποβάλλονται σε βασανιστήρια κι ότι οι υπουργοί βρίσκονται σε θανάσιμο κίνδυνο. “Δε θα μας επιτραπεί να επισκεφθούμε τους κρατούμενους για να ‘χουμε τη δυνατότητα μετά να το διακηρύξουμε σ’ όλο τον κόσμο;..“.

Οχι!“, απάντησε στενοχωρημένα ο νεαρός στρατιωτικός. “Δεν μπορώ ν’ ανησυχήσω περισσότερο τους κρατούμενους. Μόλις τους ξύπνησα κι αυτοί νόμισαν πως τώρα θα τους ξεκάνουμε όλους… Αλλωστε οι πιο πολλοί από τους ευέλπιδες αφέθηκαν κιόλας ελεύθεροι κι οι υπόλοιποι θα αφεθούν αύριο“. Κι απότομα μας γύρισε τις πλάτες.

Αφού είναι έτσι, δεν μπορούμε να μιλήσουμε με την επιτροπή του Δημοτικού Συμβουλίου;“.

Ο διοικητής που γέμιζε αυτή τη στιγμή ένα ποτήρι τσάι, κούνησε το κεφάλι.”Είναι ακόμα εκεί, στην αίθουσα“, είπε αδιάφορα.

Και πραγματικά, τα μέλη της επιτροπής στέκονταν ακριβώς πίσω από την πόρτα σ’ ένα αδύνατο φως λάμπας πετρελαίου και μιλούσαν νευριασμένα για κάτι, έχοντας περικυκλώσει το δήμαρχο.

Κύριε δήμαρχε“, του είπαμε. “Είμαστε Αμερικανοί ανταποκριτές. Δε θα είχατε την καλοσύνη να μας ανακοινώσετε επίσημα τα αποτελέσματα της έρευνά σας;..“.

Στράφηκε γεμάτος ευγένεια:

Σ’ όλες αυτές τις διαδόσεις δεν υπάρχει ούτε η ελάχιστη δόση αλήθειας”, είπε αργά. “Με εξαίρεση εκείνα τα επεισόδια που έγιναν την ημέρα της μεταγωγής των υπουργών εδώ, συμπεριφέρονται πάντα σ’ όλους όσο δε γίνεται καλύτερα.

Οσον αφορά τους ευέλπιδες, κανένας τους δεν έπαθε το παραμικρό…“.

Στη λεωφόρο Νέβσκι, μέσα στην ήσυχη και σκοτεινή νύχτα, βάδιζαν οι ατέλειωτες και σιωπηλές φάλαγγες των στρατιωτών που πήγαιναν στη μάχη ενάντια στον Κερένσκι. Στους σκοτεινούς παράλληλους δρόμους κινούνταν προς όλες τις κατευθύνσεις αυτοκίνητα με σβησμένα τα φώτα. Στην οδό Φοντάνκα 6, όπου ήταν η έδρα του Σοβιέτ των αγροτών – βουλευτών, σε μερικά διαμερίσματα ενός πελώριου κτιρίου στη λεωφόρο Νέβσκι και στον πύργο των Μηχανικών, γινόταν δραστήρια μυστική δουλιά. Το Δημαρχείο ήταν φωτισμένο ολόκληρο…

Και στο ινστιτούτο Σμόλνι δούλευε η Στρατιωτική Επαναστατική Επιτροπή κι οι σπίθες πετιούνταν απ’ αυτό, όπως πετιούνταν από ένα παραφορτωμένο με ρεύμα δυναμό…__

 

 

 

 

1.Ο Μουραβιόφ ήταν αντισυνταγματάρχης. Σύντ.

2.( Μενσεβικο-εσερική. Σύντ.

3.(“Τόλμη, ακόμα μια φορά τόλμη και πάντα τόλμη!” (Γαλλικά), το περίφημο επιφώνημα του Δαντόν στο λόγο του της 2ης του Σεπτέμβρη 1792 στη Νομοθετική Συνέλευση της Γαλλίας, για τον πολεμικό κίνδυνο και την υπεράσπιση της επανάστασης από την επιδρομή του αντεπαναστατικού συνασπισμού της Πρωσίας και της Αυστρίας. Σύντ.

4.Δρόμος στη συνοικία των πλουσίων στη Νέα Υόρκη. Σύντ.

5.Οι λέξεις που είναι μέσα σε παρένθεση δεν υπάρχουν στις εφημερίδες. Σύντ.

6.Τεκίντσι. Η πιο πολυάριθμη φυλή του Τουρκμενιστάν. Σύντ.

7.Σε απαρτία (Λατινικά). Σύντ.

 

 

http://revmarx.blogspot.gr/2011/12/blog-post_8609.htm

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *