John Reed: Η νίκη

Το κείμενο είναι το ένατο μέρος του έργου του Τ.Ρίντ «Δέκα μέρες που συγκλόνισαν τον κόσμο».  Τους προλόγους μπορείτε να τους βρείτε εδώ , το πρώτο μέρος εδώ ,το δεύτερο εδώ , το τρίτο εδώ,το τέταρτο εδώ ,το πέμπτο εδώ και το έκτο εδώ.

 

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΑΤΟ

 

 

Η νίκη

 

 

ΔΙΑΤΑΓΗ ΑΡ. 1

 

Προς τα τμήματα του αποσπάσματος του Πούλκοβο 31 Οχτώβρη 1917, ώρα 9 και 38 βραδινή.

Υστερα από σκληρή μάχη τα τμήματα του αποσπάσματος του Πούλκοβο, νίκησαν ολοκληρωτικά τις αντεπαναστατικέςδυνάμεις, που εγκατέλειψαν άταχτα τις θέσεις τους και κάτω από την προστασία του Τσάρσκογιε Σελό υποχωρούν προςτο Πάβλοφσκ ΙΙ και την Γκάτσινα.

Τα επιτιθέμενα τμήματά μας κατέλαβαν τη βορειοανατολική πλευρά του Τσάρσκογιε Σελό και το σταθμό Αλεξαντρόφσκ.

Στα δεξιά μας βρίσκεται το απόσπασμα του Κόλπινο και στα αριστερά μας το απόσπασμα του Κρασνοσέλσκι.

Διατάσσω το απόσπασμα του Πούλκοβο να καταλάβει το Τσάρσκογιε Σελό και να οχυρώσει τις προσβάσεις του, ιδιαίτερα προς την κατεύθυνση της Γκάτσινα.Κατόπιν, συνεχίζοντας την κίνησή του, να καταλάβει το Πάβλοφσκ, να το οχυρώσει από τη νότια πλευρά και να καταλάβει τη σιδηροδρομική γραμμή μέχρι το σταθμό Ντνο.

Το απόσπασμα να πάρει όλα τα μέτρα για να σταθεροποιήσει τις θέσεις που κατέλαβε ανοίγοντας χαρακώματα και άλλα αμυντικά έργα.

Το απόσπασμα διατηρεί στενή σύνδεση με τα αποσπάσματα του Κόλπινο και του Κρασνοσέλσκι, καθώς επίσης και με το επιτελείο του διοικητή της άμυνας της Πετρούπολης.

Ο ανώτατος διοικητής των στρατευμάτων που δρουν ενάντια στα αντεπαναστατικά τμήματα του Κερένσκι, αντισυνταγματάρχης Μουραβιόφ“.

Τρίτη πρωί. Τι συνέβηκε; Μόλις δύο μέρες πριν, στα προάστια της Πετρούπολης γύριζαν άσκοπα, άταχτα τμήματα, χωρίς διοικήσεις. Δεν είχαν ούτε τρόφιμα, ούτε πυροβολικό, ούτε κανένα οποιοδήποτε σχέδιο δράσης. Τι συνένωσε αυτές τις μάζες των κοκκινοφρουρών και των στρατιωτών, που δεν είχαν ούτε οργάνωση, ούτε συνήθεια στρατιωτικής πειθαρχίας, ούτε αξιωματικούς και τους μετέτρεψε σε στρατό, που πειθαρχούσε στη διοίκηση που ο ίδιος εξέλεξε, στρατό ικανό ν’ αντέξει και ν’ αποκρούσει το χτύπημα του πυροβολικού και του κοζάκικου ιππικού;

Ο εξεγερμένος λαός παραμερίζει με δικό του τρόπο τους στρατιωτικούς τύπους… Ποτέ δεν μπορούν να λησμονηθούν οι ντυμένες στα κουρέλια στρατιές της γαλλικής επανάστασης, οι νικητές του Βαλμί και του Βεϊσεμπούργκ (1). Ενάντια στα Σοβιέτ συνενώθηκαν οι ευέλπιδες, οι κοζάκοι, οι ευγενείς, οι τσιφλικάδες, οι μαυροεκατονταρχίτες και πίσω τους διαφαίνονταν ο τσάρος, η ασφάλεια, τα μεταλλεία της Σιβηρίας και, τέλος, η απέραντη και φοβερή απειλή των Γερμανών… Νίκη, για να εκφραστούμε με τα λόγια του Καρλάιλ, σημαίνει”θρίαμβος και χρυσός αιώνας χωρίς τέλος“.

Την Κυριακή το βράδυ οι κομισάριοι της Στρατιωτικής Επαναστατικής Επιτροπής γύρισαν από το μέτωπο γεμάτοι αποφασιστικότητα κι η φρουρά της Πετρούπολης εξέλεξε πενταμελή Επιτροπή, το μαχητικό της επιτελείο, από τρεις στρατιώτες και δύο αξιωματικούς, που ήταν καθαροί και αμόλυντοι από το αντεπαναστατικό μίασμα.

Η γενική διοίκηση ανατέθηκε στον πατριώτη συνταγματάρχη Μουραβιόφ, άνθρωπο ικανό, που όμως έπρεπε, οπωσδήποτε, να παρακολουθείται άγρυπνα (2). Στο Κόλπινο, στο Ομπουχοφ, στο Πούλκοβο, στο Κράσνογιε Σελό είχαν σχηματιστεί προσωρινά αποσπάσματα, που διαρκώς μεγάλωναν, επειδή προσχωρούσαν σ’ αυτά διάφορες σκόρπιες ομάδες που αποτελούνταν από στρατιώτες, ναύτες, κοκκινοφρουρούς, καθώς και τμήματα διαφόρων συνταγμάτων πεζικού, ιππικού, πυροβολικού και αρκετά θωρακισμένα.Τα ξημερώματα εμφανίστηκαν έφιππες ομάδες κοζάκων ανιχνευτών του Κερένσκι.

Αρχισαν ν’ ανταλλάσσονται άταχτοι πυροβολισμοί που συνοδεύονταν από προτάσεις για παράδοση. Απάνω από τον ψυχρό κάμπο, ο καθαρός παγωμένος αέρας γέμισε από τους ήχους της μάχης. Τους άκουσαν οι ξεκομμένες ομάδες που ήταν συγκεντρωμένες και περίμεναν γύρω από τις φωτιές… κι έτσι άρχισε! Οι ομάδες αυτές κινήθηκαν κατά κει που γινόταν η μάχη. Τα τμήματα των εργατών που βάδιζαν στις κεντρικές αρτηρίες, επιτάχυναν το βήμα τους…

Προς όλα τα σημεία που γινόταν η επίθεση, ξεχύνονταν αυθόρμητα τεράστιες μάζες ανθρώπων, που τους είχε συνεπάρει η οργή. Τους υποδέχονταν οι επίτροποι, που τους υπέδειχναν ποια θέση να πιάσουν και τι να κάνουν. Αυτή ήταν δική τους μάχη για το δικό τους κόσμο. Τους διοικητές τους είχαν εκλέξει αυτοί οι ίδιοι. Τη στιγμή αυτή οι πολύμορφες και διαφορετικές τάσεις της θέλησης των πολλών συγχωνεύτηκαν σε μια μόνο θέληση…

Πολεμιστές που πήραν μέρος σ’ αυτές τις μάχες, μου αφηγήθηκαν πως οι ναύτες, όταν τέλειωσαν τα πυρομαχικά τους, όρμησαν με τις λόγχες. Οι ανεκπαίδευτοι εργάτες χύθηκαν απάνω στην κοζάκικη λάβα και πέταξαν τους κοζάκους από τις σέλες. Μέσα από το σκοτάδι, κάποιες μάζες λαού, που παρουσιάστηκαν άγνωστο από πού, ρίχτηκαν σαν κύματα ξαφνικά απάνω στον εχθρό…

Τη Δευτέρα, πριν από τα μεσάνυχτα, οι κοζάκοι κλονίστηκαν και το ‘σκασαν, παρατώντας το πυροβολικό. Ο προλεταριακός στρατός κινήθηκε προς τα μπρος σε μακριά κομματιασμένη παράταξη και μπήκε στο Τσάρσκογιε Σελό, χωρίς να δώσει καιρό στον εχθρό να καταστρέψει τον κυβερνητικό σταθμό ασυρμάτου. Τώρα αυτός ο σταθμός μετέδιδε σ’ όλο τον κόσμο θριαμβευτικούς ύμνους νίκης…

Προς όλα τα Σοβιέτ των εργατών και στρατιωτών βουλευτών

Στις 30 του Οχτώβρη, σε σκληρή μάχη κοντά στο Τσάρσκογιε Σελό, ο επαναστατικός στρατός εξόντωσε τα αντεπαναστατικά στρατεύματα του Κερένσκι και του Κορνίλοφ.

Εξ ονόματος της επαναστατικής κυβέρνησης καλώ όλα τα έμπιστα συντάγματα ν’ αποκρούσουν τους εχθρούς της επαναστατικής δημοκρατίας και να πάρουν όλα τα μέτρα για τη σύλληψη του Κερένσκι, και να μην επιτρέψουν άλλους παρόμοιους τυχοδιωκτισμούς που απειλούν τις καταχτήσεις της επανάστασης και το θρίαμβο του προλεταριάτου.

Ζήτω ο επαναστατικός στρατός

Μουραβιόφ“.

Νέα από την επαρχία…

Στη Σεβαστούπολη η εξουσία καταλήφθηκε από το τοπικό Σοβιέτ. Η μεγαλειώδης συγκέντρωση των ναυτών των πολεμικών πλοίων, που ήταν αγκυροβολημένα στο λιμάνι της Σεβαστούπολης, ανάγκασε τους αξιωματικούς να ορκιστούν επίσημα πίστη στη νέα κυβέρνηση. Το Νίζνι Νόβγκοροντ διοικείται από το Σοβιέτ. Στο Καζάν διεξάγονται οδομαχίες. Οι ευέλπιδες κι η ταξιαρχία πυροβολικού μάχονται ενάντια στην μπολσεβίκικη φρουρά…

Στη Μόσχα άρχισαν ξανά άγριες μάχες. Οι ευέλπιδες κι οι λευκοφρουροί κρατούν το Κρεμλίνο και το κέντρο της πόλης, όμως απ’ όλες τις μεριές επιτίθενται ενάντιά τους τα στρατεύματα της Στρατιωτικής Επαναστατικής Επιτροπής. Το σοβιετικό πυροβολικό βομβαρδίζει από την πλατεία Σκόμπελεφ το Δημαρχείο, το διοικητήριο και το ξενοδοχείο “Μετροπόλ”. Στην οδό Τβερ και Νικίτιν καταστράφηκε η άσφαλτος κι η χαλικόπετρα χρησιμοποιήθηκε για την ανέγερση χαρακωμάτων και οδοφραγμάτων. Τα τετράγωνα, όπου βρίσκονταν οι μεγάλες τράπεζες και τα εμπορικά καταστήματα, βάζονται καταιγιστικά με πολυβόλα. Ηλεκτρικό φως δεν υπάρχει, τα τηλέφωνα δε δουλεύουν, οι αστοί κρύφτηκαν στα υπόγεια…

Το τελευταίο δελτίο ανέφερε ότι η Στρατιωτική Επαναστατική Επιτροπή ζήτησε με τελεσίγραφο από την επιτροπή της κοινωνικής ασφάλειας (3) την άμεση παράδοση του Κρεμλίνου, απειλώντας ότι σε αντίθετη περίπτωση, θα βομβαρδιστεί.

Να βομβαρδίσουν το Κρεμλίνο“! φώναζαν οι μικροαστοί… “Δε θα τολμήσουν!“.

Ο εμφύλιος πόλεμος άναψε από τη Βολογκντά ως την Τσιτά της μακρινής Σιβηρίας, κι από το Πσκοφ ως τη Σεβαστούπολη στη Μαύρη Θάλασσα, στις μεγαλουπόλεις και στα μικρά χωριουδάκια. Από χιλιάδες φάμπρικες και εργοστάσια, από αγροτικές ενώσεις, από συντάγματα και στρατιές, από καράβια που βρίσκονταν στην ανοιχτή θάλασσα έφταναν τα χαιρετιστήρια στην Πετρούπολη, χαιρετιστήρια προς την κυβέρνηση του λαού.

Η κοζάκικη κυβέρνηση του Νοβοτσερκάσκ τηλεγράφησε στον Κερένσκι: “Η στρατιωτική κυβέρνηση των τμημάτων του Ντον προσκαλεί την προσωρινή κυβέρνηση και τα μέλη του Συμβουλίου της Ρωσικής Δημοκρατίας, αν μπορούν, να ‘ρθουν στο Νοβοτσερκάσκ, όπου υπάρχει η δυνατότητα να οργανωθεί η πάλη ενάντια στους μπολσεβίκους…“.

Στη Φινλανδία γίνονταν επίσης ταραχές. Το Σοβιέτ του Χέλσινγκφορς και η Τσεντρομπάλτ (Κεντρική Επιτροπή του στόλου της Βαλτικής) κήρυξαν από κοινού την περιοχή σε κατάσταση πολιορκίας και δήλωσαν πως κάθε απόπειρα να εμποδιστεί η δράση των μπολσεβίκικων τμημάτων, καθώς και κάθε ένοπλη αντίσταση στις σοβιετικές αποφάσεις θα καταπνιγούν σκληρά. Ταυτόχρονα, η ένωση των φινλανδικών σιδηροδρόμων κήρυξε σ’ όλη τη Φινλανδία γενική απεργία, με αίτημα την εφαρμογή των νόμων που ψηφίστηκαν τον Ιούνη του 1917 από το σοσιαλιστικό σέιμ, το οποίο διαλύθηκε από τον Κερένσκι.

***

Νωρίς το πρωί ξεκίνησα για το Σμόλνι. Μπαίνοντας στην αυλόπορτα από τις μακρουλές ξύλινες γεφυρούλες, είδα να πέφτουν από τον γκρίζο και ήσυχο ουρανό οι πρώτες χιονονιφάδες. “Χιόνι”, φώναξε χαμογελώντας εύθυμα ο σκοπός, που φύλαγε στην πόρτα. “Ωραία!”. Στο εσωτερικό οι μακρινοί σκοτεινοί διάδρομοι κι οι ψυχρές αίθουσες φαίνονταν άδειες.

Το πελώριο κτίριο σαν να ‘χε νεκρωθεί. Ξαφνικά άκουσα κάτι παράξενους υπόκωφους ήχους. Κοίταξα τριγύρω. Κατά μήκος του τοίχου στο πάτωμα κοιμούνταν άνθρωποι. Εργάτες και στρατιώτες, αναμαλλιασμένοι, άπλυτοι, λερωμένοι και λασπωμένοι, κείτονταν ένας – ένας ή κατά ομάδες, βυθισμένοι σ’ ένα βαθύ ύπνο, αδιαφορώντας για όλα. Πολλοί είχαν σχισμένους και ματωμένους επιδέσμους. Εκεί δίπλα ήταν ακουμπισμένα τα τουφέκια και οι ταινίες με τα φυσίγγια… Ηταν ο νικηφόρος στρατός του προλεταριάτου.

Απάνω στον μπουφέ, κοιμούνταν τόσοι άνθρωποι, που με δυσκολία μπορούσες να περάσεις. Ο αέρας ήταν ανυπόφορα βρόμικος. Από τα ιδρωμένα τζάμια μόλις περνούσε το αδύνατο φως. Στον πάγκο ήταν το κρύο λερωμένο σαμοβάρι και γύρω του μια μάζα από άπλυτα ποτήρια. Εκεί ήταν ακόμα ένα αντίγραφο του τελευταίου δελτίου της Στρατιωτικής Επαναστατικής Επιτροπής, γυρισμένο ανάποδα και κάποιος στρατιώτης είχε γράψει με κακογραμμένα γράμματα μερικά λόγια και τα ονόματα των συντρόφων τους που έπεσαν στη μάχη ενάντια στον Κερένσκι. Τα ‘χε γράψει προτού να ξαπλώσει στο πάτωμα. Το φύλλο ήταν λερωμένο σαν να ‘χαν πέσει απάνω του δάκρυα…

Αλεξέι Βινογκράντοφ

Δ. Μοσκβίν

Α. Βοσκρεσένσκι

Δ. Λεόνσκι

Δ. Πρεομπραζένσκι

Β. Λαϊντάνσκι

Μ. Μπέρτσικοφ

Ολοι αυτοί είχαν καταταχτεί στο στρατό στις 15 του Νοέμβρη του 1916. Απ’ αυτούς έμειναν ζωντανοί τρεις:

Μιχαήλ Μπέρτσικοφ

Αλεξέι Βοσκρεσένσκι

Ντιμίτρι Λεόνσκι

……………

Κοιμηθείτε, περήφανοι αητοί,

Κοιμηθείτε με ήσυχη ψυχή!

Καταχτήσατε, αγαπημένοι,

Τη δόξα και την αιώνια ανάπαυση…

***

Μόνο η Στρατιωτική Επαναστατική Επιτροπή αγρυπνούσε και δούλευε ακόμα. Από ένα μακρινό δωμάτιο βγήκε ο Σκρίπνικ.

Μου είπε ότι ο Γκοτς πιάστηκε, μα δηλώνει κατηγορηματικά, ότι δεν υπόγραψε την προκήρυξη της Επιτροπής Σωτηρίας, όπως έκανε ο Αυξέντιεφ. Η ίδια η Επιτροπή Σωτηρίας απέσυρε την έκκλησή της προς τη φρουρά. Στα συντάγματα που βρίσκονται στην πόλη, συνέχισε ο Σκρίπνικ, παρατηρείται δυσαρέσκεια. Το σύνταγμα του Βολίνσκ αρνήθηκε να πολεμήσει ενάντια στον Κερένσκι.

Στην Γκάτσινα υπήρχαν μερικά “ουδέτερα” τμήματα, μ’ επικεφαλής τον Τσερνόφ, που προσπάθησε να πείσει τον Κερένσκι να σταματήσει την επίθεση ενάντια στην Πετρούπολη.

Ο Σκρίπνικ γέλασε. “Τώρα δεν μπορούν να υπάρχουν κανενός είδους “ουδέτεροι”“, είπε. “Εμείς νικήσαμε“. Το σκληρό αξύριστο πρόσωπό του φλογιζόταν σχεδόν από ένα θρησκευτικό ενθουσιασμό. “Από το μέτωπο ήρθαν πάνω από εξήντα αντιπρόσωποι, που έφεραν αποφάσεις υποστήριξης της σοβιετικής κυβέρνησης απ’ όλες τις στρατιές, εκτός από τα τμήματα του Ρουμάνικου Μετώπου, για τα οποία δεν έχουμε ακόμα πληροφορίες. Οι στρατιωτικές επιτροπές δεν επιτρέπουν να κυκλοφορούν οι εφημερίδες της Πετρούπολης. Εμείς όμως αποκαταστήσαμε κιόλας ταχτική σύνδεση με αγγελιοφόρους…“.

Στο χολ φάνηκε ο Κάμενεφ, κατακουρασμένος από τη συνεδρίαση της συνδιάσκεψης για το σχηματισμό καινούριας κυβέρνησης, που κράτησε όλη τη νύχτα. Ωστόσο ήταν ικανοποιημένος: “Οι εσέροι δέχονται να μπούμε στην καινούρια κυβέρνηση“, μου είπε. “Οι δεξιές ομάδες φοβήθηκαν από τα επαναστατικά δικαστήρια. Τις έχει πιάσει πανικός και ζητούν να διαλύσουμε πρώτ’ απ’ όλα τα δικαστήρια… Εμείς συμφωνήσαμε με την πρόταση της Βίκζελ να σχηματιστεί ομοιογενής σοσιαλιστική κυβέρνηση, και τώρα επεξεργάζονται το προσχέδιο… Και ξέρετε, όλα αυτά έγιναν επειδή νικήσαμε. Οταν οι δουλιές μας πήγαιναν άσχημα, με κανένα τρόπο δεν ήθελαν να μας αφήσουν να μπούμε στην κυβέρνηση, τώρα όμως όλοι προσπαθούν, έτσι είτε αλλιώς να ‘ρθουν σ’ επαφή με τα Σοβιέτ… Μας χρειάζεται πραγματικά η οριστική νίκη. Ο Κερένσκι ζητάει ανακωχή, μα εμείς θα τον υποχρεώσουμε να παραδοθεί…“.

Τέτοιο ήταν το ηθικό των μπολσεβίκων αρχηγών (4). Ενας ξένος ανταποκριτής ρώτησε τον Τρότσκι ποια δήλωση θα ‘θελενα κάνει στον κόσμο. Ο Τρότσκι απάντησε: “Αυτή τη στιγμή είναι δυνατή μόνο η δήλωση που κάνουμε κιόλας με τις κάννες των πυροβόλων“.

Μέσα όμως απ’ όλον αυτό τον ενθουσιασμό της νίκης, πρόβαλε καθαρά μια ανησυχία. Το οικονομικό πρόβλημα. Αντί ν’ ανοίξουν οι τράπεζες, όπως διέταξε η Στρατιωτική Επαναστατική Επιτροπή, το συνδικάτο των τραπεζικών υπαλλήλων κάλεσε συνέλευση των μελών του και κήρυξε και τυπικά απεργία. Το Σμόλνι ζητούσε από την Κρατική Τράπεζα τριάντα πέντε περίπου εκατομμύρια ρούβλια, ο ταμίας όμως κλείδωσε τα υπόγεια κι έδινε χρήματα μόνο στους εκπροσώπους της προσωρινής κυβέρνησης. Οι αντεπαναστάτες χρησιμοποιούσαν την Κρατική Τράπεζα σαν πολιτικό όπλο.

Ετσι λόγου χάρη, όταν η Βίκζελ ζήτησε χρήματα για τις αποδοχές των εργατών και υπαλλήλων των κρατικών σιδηροδρόμων, της απάντησαν:”Απευθυνθείτε στο Σμόλνι…”.

Πήγα στην Κρατική Τράπεζα για να δω τον καινούριο επίτροπο, έναν κοκκινομάλλη Ουκρανό μπολσεβίκο, που λεγόταν Πέτροβιτς. Προσπάθησε να βάλει κάποια τάξη στις υποθέσεις της τράπεζας, που βρισκόταν σε μια χαώδη κατάσταση από την απεργία των υπαλλήλων. Σ’ όλα τα τμήματα του τεράστιου ιδρύματος δούλευαν εθελοντές: εργάτες, στρατιώτες, ναύτες. Λαχανιάζοντας από την ένταση, προσπαθούσαν στα χαμένα να κατορθώσουν να διαβάσουν τα μεγάλα λογιστικά βιβλία…

Το κτίριο του Δημαρχείου ήταν γεμάτο ανθρώπους. Παρουσιάζονταν ακόμα περιπτώσεις προκλητικής στάσης απέναντι στην καινούρια κυβέρνηση, μα αυτές γίνονταν όλο και πιο σπάνιες. Η κεντρική αγροτική επιτροπή απευθύνθηκε προς τους αγρότες με έκκληση να μην αναγνωρίσουν το διάταγμα για τη γη, που ψήφισε το συνέδριο των Σοβιέτ, γιατί το διάταγμα αυτό οδηγεί σε ταραχή και εμφύλιο πόλεμο. Ο δήμαρχος Σρέιντερ δήλωσε ότι εξαιτίας της μπολσεβίκικης εξέγερσης οι εκλογές για Συνταγματική Συνέλευση πρέπει ν’ αναβληθούν επ’ αόριστο.

Στη συνείδηση της πλειοψηφίας των ανθρώπων, που συγκλονίζονταν από τη σκληρότητα του εμφύλιου πολέμου, έμπαιναν σε πρώτη γραμμή δύο ζητήματα: πρώτο, να σταματήσει η αιματοχυσία και, δεύτερο, να δημιουργηθεί καινούρια κυβέρνηση. Κανένας δε μιλούσε πια για “ξεπάστρεμα των μπολσεβίκων”, και ελάχιστοι ζητούσαν τον αποκλεισμό τους από την κυβέρνηση. Ισως μόνο οι λαϊκοί σοσιαλιστές και τα σοβιέτ των αγροτών βουλευτών είχαν αυτή τη γνώμη.

Ακόμα κι η κεντρική στρατιωτική επιτροπή που δούλευε στο επιτελείο και που δρούσε πάντα σαν άσπονδος εχθρός του Σμόλνι, τηλεφώνησε από το Μογκιλιόφ: “Αν για το σχηματισμό της καινούριας κυβέρνησης είναι αναγκαία η συμφωνία με τους μπολσεβίκους, τότε συμφωνούμε να αντιπροσωπευτούν σαν μειοψηφία στο υπουργικό συμβούλιο“.

Η “Πράβντα”, ειρωνευόμενη τις εκκλήσεις του Κερένσκι για “ανθρωπιστικά αισθήματα“, αναδημοσίευσε την έκκλησή του προς την Επιτροπή Σωτηρίας:

Σύμφωνα με πρόταση της Επιτροπής Σωτηρίας και όλων των δημοκρατικών οργανώσεων που ενώθηκαν τριγύρω της, σταμάτησα τις επιχειρήσεις ενάντια στα εξεγερμένα στρατεύματα και έστειλα σαν εκπρόσωπο – επίτροπο της Ανώτατης Διοίκησης τον Στάνκεβιτς, για την έναρξη διαπραγματεύσεων. Πάρτε μέτρα για το σταμάτημα της παραπέρα άσκοπης αιματοχυσίας…“.

Η Βίκζελ έστειλε σ’ όλη τη Ρωσία τηλεγράφημα:

Η σύσκεψη της πανρωσικής ένωσης των σιδηροδρομικών, με εκπροσώπους των εχθρικών πλευρών και οργανώσεων, που βρίσκονται στα πρόθυρα συμφωνίας, απορρίπτοντας κατηγορηματικά τη χρησιμοποίηση της πολιτικής τρομοκρατίας στον εμφύλιο πόλεμο, ιδιαίτερα ανάμεσα στα διάφορα τμήματα της επαναστατικής δημοκρατίας, δηλώνει πως η εφαρμογή από μέρους της μιας πλευράς ενάντια στην άλλη τέτοιας τρομοκρατίας, με οποιαδήποτε μορφή, βρίσκεται αυτή τη στιγμή σε αντίθεση με την ίδια την ουσία και τους σκοπούς των διαπραγματεύσεων…“.

Η συνδιάσκεψη (5) έστειλε αντιπροσωπείες στο μέτωπο, στην Γκάτσινα. Στην ίδια τη συνδιάσκεψη, όπως έδειχναν τα πράγματα, το ζήτημα τραβούσε για την τελική του λύση. Αποφασίστηκε, μάλιστα, να εκλεγεί προσωρινό Λαϊκό Συμβούλιο, στο οποίο θα έμπαιναν περίπου τετρακόσια μέλη: Εβδομήντα πέντε από το Σμόλνι, άλλοι τόσοι από την παλιά ΚΕΕ, κι οι υπόλοιποι από τις αυτοδιοικήσεις των πόλεων, τα συνδικάτα, τις αγροτικές επιτροπές και τα πολιτικά κόμματα. Για πρωθυπουργό προόριζαν τον Τσερνόφ. Κυκλοφορούσαν φήμες πως θ’ αποκλείσουν τον Λένιν και τον Τρότσκι…

***

Το απόγευμα ξαναπήγα στο Σμόλνι, κουβέντιασα με το σοφέρ του υγειονομικού αυτοκινήτου, που έπρεπε να φύγει για το επαναστατικό μέτωπο. “Δε θα μπορούσα άραγε, να ‘ρθω μαζί σας;”. “Και βέβαια μπορείτε!”. Ο σοφέρ ήταν εθελοντής, φοιτητής, και στο δρόμο, γυρίζοντας ελαφρά προς το μέρος μου, φώναξε πάνω από τον ώμο του σε απαίσια γερμανικά:

Also gut! Wir nach die Kasermen zu essen gehen” (6).

Ετσι κατάλαβα πως σε κάποιο στρατώνα μπορούμε να προγευματίσουμε. Στην οδό Κίροτσνα μπήκαμε σε μια μεγάλη αυλή τριγυρισμένη από στρατώνες κι ανεβήκαμε από μια σκοτεινή σκάλα σ’ ένα χαμηλό δωμάτιο, που φωτιζόταν από ένα παράθυρο. Σ’ ένα μακρύ ξύλινο τραπέζι κάθονταν καμιά εικοσαριά στρατιώτες. Ετρωγαν με ξύλινα κουτάλια λαχανόσουπα από ένα μεγάλο ντενεκεδένιο καζάνι, συζητούσαν δυνατά, αστειεύονταν και γελούσαν.

Χαιρετώ την επιτροπή του 6ου Τάγματος εφέδρων σκαπανέων!“, φώναξε ο συνοδός μου κι αμέσως με παρουσίασε σ’ αυτούς που κάθονταν, σαν Αμερικανό σοσιαλιστή. Ολοι σηκώθηκαν και μου ‘σφιξαν το χέρι. Ενας ηλικιωμένος στρατιώτης μ’ αγκάλιασε και με φίλησε εγκάρδια. Μου δώσαν ένα ξύλινο κουτάλι και με βάλαν να καθίσω στο τραπέζι. Στο δωμάτιο έφεραν και άλλο καζάνι γεμάτο κουρκούτι, ένα μεγάλο καρβέλι μαύρο ψωμί και, εννοείται, το απαραίτητο τσαγιερό.

Ολοι άρχισαν να με ρωτούν για την Αμερική: “Είναι αλήθεια ότι στην ελεύθερη χώρα σας πουλούν τους ψήφους για χρήματα; Αν είναι αλήθεια, τότε πώς πετυχαίνει ο λαός την πραγματοποίηση των αιτημάτων του; Και τι είναι αυτό το περιβόητο “Τάμανι”; (7). Είναι αλήθεια πως στην ελεύθερη χώρα σας μια ομαδούλα από μερικούς ανθρώπους μπορεί να κάνει ό,τι θέλει σε μια ολόκληρη πολιτεία, και να τη χρησιμοποιήσει για τα προσωπικά της συμφέροντα; Και πώς το ανέχεται αυτό ο λαός; Στη Ρωσία, τέτοια πράγματα δε γίνονταν ούτε τον καιρό του τσάρου. Η αλήθεια είναι πως πάντοτε υπάρχουν καταχρήσεις, όμως να αγοράζουν και να πουλούν ολόκληρες πόλεις, στις οποίες ζει μάζα λαού!.. Και μάλιστα σε ελεύθερη χώρα! Είναι δυνατόν ο λαός να μην έχει καθόλου επαναστατικά αισθήματα;..“.

Δοκίμασα να τους εξηγήσω πως ο λαός προσπαθεί ν’ αλλάξει την κατάσταση πραγμάτων με νόμιμα μέσα.

Σωστά“, μου έγνεψε ένας νεαρός υπαξιωματικός, που λεγόταν Μπακλάνοφ και μιλούσε γαλλικά. “Μα, αφού εκεί η αστική τάξη είναι γερή; Και φυσικά η αστική τάξη θα έχει του χεριού της και τη νομοθετική εξουσία και τη δικαιοσύνη; Πώς, λοιπόν, θα μπορέσει ο λαός ν’ αλλάξει αυτή την κατάσταση; Μπορεί να μου πείτε πως δεν έχω δίκιο, μια και δε γνωρίζω τη χώρα σας. Μα, μου φαίνεται ότι η αλλαγή με τέτοιον τρόπο είναι εντελώς απίθανη…“.

Είπα πως πηγαίνω στο Τσάρσκογιε Σελό. “Κι εγώ εκεί πάω“, είπε αναπάντεχα ο Μπακλάνοφ. “Κι εγώ… Κι εγώ…“. Ολοι όσοι ήταν στο δωμάτιο, αποφάσισαν αμέσως να πάνε στο Τσάρσκογιε Σελό.

Εκείνη τη στιγμή κάποιος χτύπησε την πόρτα. Ανοιξε και φάνηκε η σιλουέτα ενός συνταγματάρχη. Κανένας δε σηκώθηκε, μα τον χαιρέτισαν όλοι φωναχτά. “Μπορώ να μπω;“, ρώτησε ο συνταγματάρχης. “Παρακαλούμε, παρακαλούμε!“, απάντησαν χαρούμενα οι στρατιώτες.

Ο συνταγματάρχης μπήκε χαμογελώντας. Ηταν ψηλός και ευπαρουσίαστος, με καλπάκι από προβιά και χρυσά γαλόνια.

Μου φαίνεται πως λέγατε ότι θα πάτε στο Τσάρκογιε Σελό, σύντροφοι“, είπε. “Μπορώ να ‘ρθω κι εγώ μαζί σας;“.

Ο Μπακλάνοφ σκέφτηκε λιγάκι. “Δε νομίζω να υπάρχουν σήμερα τίποτα ιδιαίτερα σοβαρές υποθέσεις“, απάντησε. “Πάμε, σύντροφε. Ευχαρίστως, σας παίρνουμε στην παρέα μας“. Ο συνταγματάρχης τον ευχαρίστησε, κάθισε και γέμισε ένα ποτήρι τσάι.

Ο Μπακλάνοφ, χαμηλώνοντας τη φωνή, για να μη θίξει το συνταγματάρχη, μου εξήγησε: “Είμαι, ξέρετε, πρόεδρος της επιτροπής. Εμείς διοικούμε απόλυτα το τμήμα κι ο συνταγματάρχης παίρνει από μας το δικαίωμα του διοικητή μόνο σε ώρα μάχης, οπότε το τάγμα πειθαρχεί σ’ αυτόν και οι διαταγές του είναι υποχρεωτικές για όλους. Ωστόσο, είναι υπόλογος απέναντί μας για όλα. Οταν βρισκόμαστε στους στρατώνες, δεν μπορεί να κάνει τίποτα χωρίς την άδειά μας… Μπορούμε να πούμε πως είναι υπάλληλός μας…“.

Μας δώσαν πιστόλια και τουφέκια. “Ξέρετε, μπορεί να πέσουμε πάνω στους κοζάκους…“. μας είπαν. Σκαρφαλώσαμε στο υγειονομικό αυτοκίνητο, παίρνοντας μαζί μας τρία μεγάλα δέματα με εφημερίδες για το μέτωπο. Το αυτοκίνητο τράβηξε ίσια στην οδό Λιτέιναγια, ύστερα στη λεωφόρο Ζαγκόρντι. Δίπλα μου καθόταν ένας νεαρός υπολοχαγός, που, όπως φαίνεται, μιλούσε με την ίδια ευχέρεια όλες τις ευρωπαϊκές γλώσσες. Ηταν μέλος της επιτροπής του τάγματος.

Δεν είμαι μπολσεβίκος”, με διαβεβαίωσε ζωηρά. “Βλέπετε, προέρχομαι από την παλιά γενιά των ευγενών. Ουσιαστικά, μπορώ να πω, είμαι καντέ…“.

Μα πως…“, παραξενεύτηκα.

Μάλιστα, μάλιστα, είμαι μέλος της επιτροπής! Δεν κρύβω τις πολιτικές μου απόψεις, όμως κανένας δε δίνει σημασία σ’ αυτό, γιατί όλοι ξέρουν πως ποτέ δεν πρόκειται να ταχθώ ενάντια στη θέληση της πλειοψηφίας… Αρνήθηκα να πάρω οποιοδήποτε μέρος στον εμφύλιο πόλεμο, γιατί δεν το βρίσκω σωστό να σηκώσω το όπλο ενάντια στ’ αδέλφια μου τους Ρώσους…“.

Προβοκάτορα! Κορνιλοφικέ!“, φώναζαν αστειευόμενοι οι συνεπιβάτες μας, χτυπώντας τον ελαφρά στον ώμο.

Περάσαμε κάτω από την πελώρια γκρίζα πέτρινη αψίδα των πυλών της Μόσχας, που ήταν σκεπασμένη από ολόκληρες σειρές με χρυσές επιγραφές, βαριούς αυτοκρατορικούς αετούς και ονόματα τσάρων, και μπήκαμε σε μια φαρδιά ίσια δημοσιά, που είχε σκεπαστεί από το πρώτο χιόνι. Ηταν γεμάτη από κοκκινοφρουρούς, που με φωνές και τραγούδια πορεύονταν για το επαναστατικό μέτωπο. Αλλοι χλομοί, λασπωμένοι, γύριζαν από κει στην πόλη.

Η πλειοψηφία των κοκκινοφρουρών ήταν εντελώς νεαρά παιδιά. Περνούσαν ακόμα γυναίκες με φτυάρια και κάποτε με τουφέκια ή με το περιβραχιόνιο του Ερυθρού Σταυρού. Ηταν οι καμπουριασμένες και ταλαιπωρημένες από τη δουλιά γυναίκες των φτωχών συνοικιών. Ομάδες στρατιωτών που πήγαιναν χωρίς στρατιωτικό βήμα, πείραζαν φιλικά τους κοκκινοφρουρούς. Εβλεπες αυστηρούς ναύτες, παιδιά που πήγαιναν φαγητό στους πατεράδες και στις μητέρες τους κι όλοι αυτοί που κινιούνταν προς τα κει και αντίστροφα, τσαλαβουτούσαν μέσα στη βαθιά λάσπη, που σκέπαζε τη δημοσιά κάμποσους πόντους.

Προσπεράσαμε τα πυροβόλα και τα βληματοφόρα που κυλούσαν με θόρυβο προς το Νότο. Συναντήσαμε, φορτηγά αυτοκίνητα που ήταν σκεπασμένα από τις λόγχες των μαχητών. Από το μέτωπο έρχονταν υγειονομικά αυτοκίνητα και κάποια στιγμή συναντήσαμε ένα κάρο που κινιόταν αργά, τρίζοντας. Απάνω του ήταν κουλουριασμένος και βογκούσε συνέχεια ένας νεαρός, χλομός σαν το κερί. Είχε τραυματιστεί βαριά στην κοιλιά. Στα χωράφια, κι από τις δύο πλευρές της δημοσιάς, γυναίκες και γέροι έσκαβαν χαρακώματα και έστηναν συρματοπλέγματα.

Πίσω, προς το Βορρά, πρόβαλε ένας αδύναμος ήλιος από τα διάκενα που σχημάτιζαν τα σύννεφα. Στην ίσια και βαλτώδη πεδιάδα άστραφτε η Πετρούπολη. Δεξιά υψώνονταν οι άσπροι, επίχρυσοι και ποικιλόχρωμοι τρούλοι και οβελίσκοι. Αριστερά οι ψηλές καμινάδες που ξερνούσαν μαύρο καπνό και πίσω απ’ όλα αυτά χαμήλωνε ο ουρανός πάνω από τη Φιλανδία. Απ’ όλες τις μεριές διακρίνονταν εκκλησίες και μοναστήρια… Πότε – πότε φαινόταν και κανένας καλόγερος, που κοίταζε σιωπηλά τον προλεταριακό στρατό που ‘χε πλημμυρίσει τη δημοσιά.

Στο Πούλκοβο ο δρόμος χώριζε. Εδώ πέσαμε απάνω σ’ ένα τεράστιο πλήθος. Από τρεις κατευθύνσεις κατέβαιναν ανθρώπινοι χείμαρροι. Συναντιούνταν ζωηρά γνωστοί και φίλοι και αφηγούνταν εύθυμα μεταξύ τους τις περιπέτειές τους στις μάχες. Τα κτίρια που βρίσκονταν στο σταυροδρόμι ήταν κατατρυπημένα από σφαίρες και το έδαφος, μισό μίλι τριγύρω, ήταν πατημένο και λασπωμένο. Σ’ αυτή τη θέση είχε γίνει σκληρή μάχη…

Εκεί κοντά τριγύριζαν πεινασμένα τα άλογα των κοζάκων, χωρίς ιππείς, γυρεύοντας άδικα κάποια τροφή. Το χορτάρι όμως είχε εξαφανιστεί από τον κάμπο πριν από πολύν καιρό. Μπροστά μας ένας ατζαμής κοκκινοφρουρός προσπαθούσε να καβαλήσει ένα από τα άλογα μα πάντα έπεφτε, πράγμα που έκανε να γελάνε σαν παιδιά οι χιλιάδες των απλών ανθρώπων.

Ο δρόμος αριστερά, απ’ όπου υποχωρούσαν τα υπολείμματα των κοζάκων, οδηγούσε σ’ ένα χωριουδάκι στην κορυφή ενός χαμηλού λόφου, απ’ όπου ξανοιγόταν μεγαλόπρεπη η θέα του απέραντου γκρίζου, σαν την ήσυχη θάλασσα, κάμπου, με τα βαριά σύννεφα που κρέμονταν από πάνω του. Ολοι οι δρόμοι ήταν γεμάτοι από ανθρώπινα πλήθη, που έρχονταν από την πρωτεύουσα. Μακριά, αριστερά υψωνόταν ο χαμηλός λόφος του Κράσνογιε Σελό, όπου υπήρχαν οι εγκαταστάσεις για τη θερινή κατασκήνωση της φρουράς και βρισκόταν το αυτοκρατορικό αγρόκτημα.

Την ομοιομορφία του κάμπου τη χαλούσαν, εκεί κοντά, κάτι μοναστήρια περιφραγμένα με πέτρινους τοίχους, μερικές απομονωμένες φάμπρικες, καθώς και διάφορα άσυλα και καταφύγια, κάτι μεγάλες οικοδομές με εγκαταλειμμένους κήπους…

Να εδώ έπεσε η Βέρα Σλούτσκαγια“, είπε ο σοφέρ όταν ανεβήκαμε στο γυμνό λόφο. “Ναι, ναι, αυτή η μπολσεβίκα μέλος του Δημοτικού Συμβουλίου. Αυτό συνέβη σήμερα, νωρίς το πρωί. Βρισκόταν στο αυτοκίνητο με τον Ζάλκιντ και με έναν ακόμα σύντροφο. Είχε σταματήσει η μάχη και πήγαιναν για τα χαρακώματα της πρώτης γραμμής. Συζητούσαν και γελούσαν, όταν έξαφνα από τη θωρακισμένη αμαξοστοιχία με την οποία ταξίδευε ο ίδιος ο Κερένσκι, κάποιος είδε το αυτοκίνητο κι έριξε με το πυροβόλο. Το βλήμα πέτυχε τη Σλούτσκαγια και τη σκότωσε…“.

Ετσι φτάσαμε μέχρι το Τσάρσκογιε Σελό, όπου πηγαινοέρχονταν θορυβώδικα οι ήρωες των προλεταριακών τμημάτων.

Τώρα, στο μέγαρο που συνεδρίαζε το Σοβιέτ, δούλευαν πυρετώδικα. Στην αυλή συνωστίζονταν κοκκινοφρουροί και ναύτες, στις πόρτες ήταν σκοποί, έμπαιναν κι έβγαιναν αδιάκοπα σύνδεσμοι και κομισάριοι. Στο διαμέρισμα του Σοβιέτ έβραζε το σαμοβάρι και πάνω από πενήντα εργάτες, στρατιώτες, ναύτες κι αξιωματικοί στέκονταν γύρω απ’ αυτό, έπιναν τσάι και συζητούσαν ζωηρά.

Στη γωνιά δύο εργάτες, χωρίς να ξέρουν, φαίνεται, από τέτοια δουλιά, προσπαθούσαν να βάλουν μπρος έναν πολύγραφο. Στο τραπέζι που βρισκόταν στο κέντρο, ο πελώριος Ντιμπένκο έσκυβε απάνω στο χάρτη, σημειώνοντας με κόκκινο και μπλε μολύβι τη διάταξη των στρατευμάτων. Στο άλλο χέρι κρατούσε, όπως πάντα, την πιστόλα από μπλε ατσάλι. Υστερα κάθισε στη γραφομηχανή κι άρχισε να χτυπάει τα πλήκτρα με το ένα δάχτυλο. Μόλις σταματούσε τη δουλιά ακόμα και για ένα δευτερόλεπτο, έπιανε το πιστόλι και με αγάπη γύριζε το μύλο του.

Δίπλα στον τοίχο βρισκόταν ένα ντιβάνι όπου ήταν ξαπλωμένος ένας νεαρός εργάτης. Δύο κοκκινοφρουροί ήταν σκυμμένοι από πάνω του, μα οι υπόλοιποι δεν έδιναν καμιά σημασία. Ηταν τραυματισμένος στο στήθος και σε κάθε χτύπο της καρδιάς πεταγόταν μέσα από τα ρούχα του φρέσκο αίμα. Τα μάτια του ήταν κλειστά, το νεαρό και γεμάτο γένια πρόσωπό του είχε γίνει χαλκοπράσινο. Ανάπνεε αργά και δύσκολα και σε κάθε εκπνοή σιγοψιθύριζε: “Θα γίνει ειρήνη…θα γίνει ειρήνη…“.

Ο Ντιμπένκο κοίταξε προς το μέρος μας. “Α!” είπε, βλέποντας τον Μπακλάνοφ. “Δε θα θέλατε, σύντροφε, να πάτε στη διοίκηση και ν’ αναλάβετε εκεί δουλιά; Περιμένετε! Τώρα θα σας γράψω την εξουσιοδότηση“.

Πήγε στη μηχανή κι άρχισε να χτυπάει τα γράμματα ένα – ένα.

Μαζί με το νέο διοικητή του Τσάρσκογιε Σελό πήγα στα ανάκτορα της Αικατερίνης. Ο Μπακλάνοφ ήταν πολύ συγκινημένος κι είχε πλήρη συναίσθηση του ρόλου του. Στην ίδια εκείνη λευκή αίθουσα, όπου ήμουν στην προηγούμενη επίσκεψη, βρήκαμε μερικούς κοκκινοφρουρούς που κοιτούσαν γύρω με περιέργεια, ενώ ο παλιός μου γνώριμος συνταγματάρχης στεκόταν στο παράθυρο και δάγκανε νευρικά τα γένια του. Στο τραπέζι κοντά στην πόρτα, καθόταν ο Γάλλος από τη Βεσαραβία. Οι μπολσεβίκοι τον διέταξαν να μείνει εδώ και να συνεχίσει τη δουλιά του.

Τι να ‘κανα;” μου ψιθύρισε. “Σε τέτοιον πόλεμο, όπως αυτός, άνθρωποι σαν και μένα δεν μπορούν να πολεμήσουν, ούτε με τούτη, ούτε με την άλλη πλευρά, οποιαδήποτε ενστικτώδη αηδία κι αν νιώθουν προς τη δικτατορία του όχλου…Λυπούμαι μόνο γιατί βρίσκομαι τόσο μακριά από τη μανούλα μου, που έμεινε στη Βεσαραβία!“.

Ο Μπακλάνοφ παρέλαβε επίσημα τη δουλιά από τον παλιό διοικητή. “Να τα κλειδιά από το τραπέζι“, είπε νευρικά ο συνταγματάρχης.

Ενας από τους κοκκινοφρουρούς τον διέκοψε… “Πού είναι τα χρήματα;“. ρώτησε απότομα. Ο συνταγματάρχης έμεινε ξερός. “Χρήματα; Χρήματα; Αχ, θέλετε να πείτε για το χρηματοκιβώτιο!.. Να το, όπως ήταν όταν το παρέλαβα πριν τρεις μέρες. Τα κλειδιά;..“, ο συνταγματάρχης σήκωσε τους ώμους. “Κλειδιά δεν έχω“.

Ο κοκκινοφρουρός χαμογέλασε πονηρά. “Καπάτσος είναι“, είπε. “Θ’ ανοίξουμε το κιβώτιο!” είπε ο Μπακλάνοφ. “Φέρτε ένα τσεκούρι! Να εδώ είναι ο Αμερικανός σύντροφος. Ας σπάσει αυτός την κλειδαριά και ας καταγράψει ό,τι βρεθεί στο κιβώτιο“.

Χτύπησα με το τσεκούρι. Το ξύλινο κιβώτιο ήταν άδειο.

Να τον συλλάβουμε“, είπε άγρια ο κοκκινοφρουρός. “Είναι με τον Κερένσκι. Αυτός έκλεψε τα χρήματα και τα ‘δωσε στον Κερένσκι“.

Ο Μπακλάνοφ δε συμφώνησε. “Οχι“, απάντησε. “Αφού πριν απ’ αυτόν ήταν εδώ κορνιλοφικοί. Αυτός δε φταίει“.

Να τον πάρει ο διάβολος!” φώναξε ο κοκκινοφρουρός. “Σας λέω, είναι με τον Κερένσκι! Δεν τον πιάνετε εσείς, θα τον πιάσουμε εμείς! Θα τον μεταφέρουμε στην Πετρούπολη και θα τον κλείσουμε στο Πετροπάβλοφσκ. Εκεί είναι η θέση του!“.

Οι υπόλοιποι κοκκινοφρουροί τον υποστήριξαν. Ο συνταγματάρχης μας κοίταξε θλιμμένα, καθώς τον παίρνανε μαζί τους…

Μπροστά στο μέγαρο, όπου στεγαζόταν το Σοβιέτ, στεκόταν ένα φορτηγό αυτοκίνητο που πήγαινε για το μέτωπο. Μισή ντουζίνα κοκκινοφρουροί, κάμποσοι ναύτες κι ένας – δυο στρατιώτες, που τους διοικούσε ένας μεγαλόσωμος εργάτης, σκαρφάλωσαν στην καρότσα. Μου φώναξαν να πάω μαζί τους.

Από το Σοβιέτ έβγαιναν κοκκινοφρουροί, λυγίζοντας κάτω από το βάρος μικρών οβίδων από σφυρήλατο σίδερο, γεμάτες με τροτύλη, που όπως έλεγαν οι ίδιοι, είναι δέκα φορές πιο ισχυρή και πέντε φορές πιο ευαίσθητη από το δυναμίτη. Φόρτωσαν όλες αυτές τις οβίδες στο φορτηγό. Κατόπιν έσυραν ένα πυροβόλο των τριών δαχτύλων και το ‘δεσαν με σχοινιά και σύρμα πίσω από τ’ αυτοκίνητο.

Ξεκινήσαμε με πολλή φασαρία και μ’ όλη την ταχύτητα. Το βαρύ φορτηγό παλαντζάριζε δεξιά – ζερβά… Το πυροβόλο ακουμπούσε πότε στον ένα και πότε στον άλλο τροχό, κι οι οβίδες κυλιούνταν κάτω από τα πόδια μας, χτυπώντας δυνατά στα πλευρά του αυτοκινήτου.

Ενας μεγαλόσωμος κοκκινοφρουρός, που τον λέγανε Βλαντιμίρ Νικολάγιεβιτς, με γέμισε ερωτήματα για την Αμερική:

Γιατί η Αμερική μπήκε στον πόλεμο; Είναι άραγε έτοιμοι οι Αμερικανοί εργάτες να κανονίσουν τους καπιταλιστές; Πού βρίσκεται τώρα η υπόθεση του Μιούνι (8); Θα εκδοθεί ο Μπέρκμαν (9) στον Αγιο Φραγκίσκο;” κι άλλα παρόμοια. Δεν ήταν εύκολο ν’ απαντήσω σ’ όλα αυτά τα ερωτήματα, φωνάζοντας μέσα στο πανδαιμόνιο της μηχανής, ενώ πιανόμαστε ο ένας από τον άλλον και χοροπηδούσαμε ανάμεσα σε οβίδες που κυλιούνταν.

Από καιρό σε καιρό οι περιπολίες προσπαθούσαν να μας σταματήσουν. Οι στρατιώτες έτρεχαν στη δημοσιά και προτείνοντας τα όπλα φώναζαν: “Στάσου“. Μας εμείς δεν τους δίναμε καμιά σημασία. “Αει στο διάβολο και σεις!” φώναζαν οι κοκκινοφρουροί. “Θα σταματάμε για τον καθένα! Είμαστε η Κόκκινη Φρουρά!..“. Και περήφανα, με γιουχάισμα, τραβούσαμε παραπέρα. Και ο Βλαντιμίρ Νικολάγιεβιτς συνέχιζε να μου φωνάζει κάτι για τη διεθνοποίηση της διώρυγας του Παναμά και παρόμοια πράγματα….

Αφού διατρέξαμε περίπου πέντε μίλια, συναντήσαμε μια ομάδα από ναύτες, που έρχονταν από το Τσάρσκογιε Σελό.

Ελαττώσαμε την ταχύτητα.

Αδερφάκια, πού είναι το μέτωπο;“.

Ο μπροστινός ναύτης σταμάτησε κι έξυσε το σβέρκο. “Το πρωί ήταν εκεί πέρα, κάπου μισό βέρστι από τη δημοσιά. Και τώρα ο διάβολος ξέρει πού. Βαδίσαμε μα δεν το βρήκαμε“.

Σκαρφάλωσαν κι αυτοί στο αυτοκίνητο μαζί μας και τραβήξαμε πιο πέρα. Θα ‘χαμε διατρέξει ακόμα ένα μίλι όταν ο Βλαντίμιρ Νικολάγιεβιτς αφουγκράστηκε και φώναξε ξαφνικά στο σοφέρ να σταματήσει το αυτοκίνητο.

Πυροβολούν!” είπε. “Ακούτε;” Απότομα έγινε βαθιά σιωπή κι ύστερα μπροστά κι αριστερά μας ακούστηκαν ο ένας ύστερα από τον άλλο τρεις σύντομοι πυροβολισμοί. Η δημοσιά κι απ’ τις δύο πλευρές καλυπτόταν από πυκνό δάσος.

Εξαιρετικά συγκινημένοι τραβήξαμε προσεχτικά πιο πέρα, μιλώντας ψιθυριστά και σταματήσαμε τότε μόνο όταν το αυτοκίνητο έφτασε ακριβώς απέναντι στη θέση, απ’ όπου πυροβολούσαν. Πηδώντας κάτω, σχηματίσαμε αλυσίδα και σκύβοντας, μπήκαμε στο δάσος, σφίγγοντας τα όπλα.

Ταυτόχρονα δύο σύντροφοι έλυσαν το πυροβόλο και γύρισαν ώσπου ο σωλήνας στράφηκε κατευθείαν πάνω από τις πλάτες μας.

Στο δάσος ήταν βαθιά ησυχία. Τα φύλλα είχαν πέσει πια, κι οι κορμοί των δέντρων γυάλιζαν θαμπά κάτω από τις αχτίνες του αδύναμου κι ανήμπορου φθινοπωρινού ήλιου. Ολα ήταν ακίνητα. Ακουγόταν μόνο πώς έτριζε κάτω από τα πόδια μας, ο πάγος που σκέπαζε τις μικρές λακκούβες του δάσους. Ηταν, άραγε, ενέδρα;..

Προχωρήσαμε χωρίς κανένα εμπόδιο, ώσπου τα δέντρα άρχισαν να αραιώνουν και μπροστά μας φάνηκε λάμψη.

Σταματήσαμε. Σ’ ένα μικρό ξέφωτο, τρεις στρατιώτες φλυαρούσαν ξέγνοιαστα κοντά σε μια μικρή φωτιά:

Ο Βλαντίμιρ Νικολάγιεβιτς προχώρησε. “Γεια σας, σύντροφοι!” είπε. Το πυροβόλο μας, είκοσι όπλα κι ολόκληρο το αυτοκίνητο με τις οβίδες κρέμονταν τώρα από μια τρίχα. Οι στρατιώτες πήδησαν ορθοί.

Τι πυροβολισμοί ήταν αυτοί εδώ;“.

Ενας από τους στρατιώτες αναστενάζοντας μ’ ανακούφιση, απάντησε: “Εμείς πυροβολήσαμε, σύντροφε! Ρίξαμε σε δύο λαγούς…“.

***

Το αυτοκίνητό μας έτρεχε προς το Ρομάνοφ, σχίζοντας το διάφανο και καθαρό αέρα. Στο πρώτο ακριβώς σταυροδρόμι, πετάχτηκαν μπροστά μας, κουνώντας τα όπλα, δύο στρατιώτες. Κόψαμε ταχύτητα και σταθήκαμε.

Αδειες, σύντροφοι!“.

Οι κοκκινοφρουροί έμπηξαν τις φωνές. “Εδώ Κόκκινη Φρουρά. Δε μας χρειάζονται κανενός είδους άδειες… Βάλε μπρος! Δε χρειάζονται συζητήσεις!..“.

Εκείνη τη στιγμή όμως επέμβηκε ένας ναύτης. “Δεν κάνει έτσι, σύντροφοι. Πρέπει να κρατούμε την επαναστατική πειθαρχία. Διαφορετικά ο κάθε αντεπαναστάτης θα μπαίνει στο αυτοκίνητο και θα λέει: Δε μου χρειάζονται κανενός είδους άδειες!.. Αφού αυτοί οι σύντροφοι δε μας ξέρουν…“.

Αρχισε λογομαχία. Ωστόσο σε λίγο όλοι συμφώνησαν με τη γνώμη του ναύτη. Οι κοκκινοφρουροί, με μουρμούρες, έβγαλαν τα λερωμένα χαρτιά τους. Ολα τα πιστοποιητικά ήταν ίδια και μόνο το δικό μου, που είχε εκδοθεί από το επαναστατικό επιτελείο στο Σμόλνι, ήταν εντελώς διαφορετικό. Οι σκοποί δήλωσαν πως πρέπει να τους ακολουθήσω. Οι κοκκινοφρουροί διαμαρτυρήθηκαν οργισμένα, μα ο ίδιος εκείνος ο ναύτης, που μίλησε νωρίτερα για πειθαρχία, πήρε το μέρος των σκοπών. “Εμείς ξέρουμε ότι αυτός ο σύντροφος είναι άνθρωπος πιστός”, είπε. “Αφού όμως υπάρχουν διαταγές της επιτροπής, πρέπει να υποταχθούμε. Τέτοια είναι η επαναστατική πειθαρχία…“.

Για να μην προκαλέσω παραπέρα συζητήσεις, πήδηξα απ’ το αυτοκίνητο που ‘βαλε μπρος, ενώ στο μεταξύ όλη η παρέα μου κουνούσε τα χέρια, αποχαιρετώντας με. Οι στρατιώτες ψιθύρισαν κάτι για ένα λεπτό, μετά με τράβηξαν στον τοίχο και με σταμάτησαν. Αμέσως κατάλαβα: Ηθελαν να με εκτελέσουν.

Κοίταξα: γύρω δεν υπήρχε ψυχή. Μόνο ένα σημάδι ζωής, ένας καπνός, που έβγαινε από το τζάκι μιας ξύλινης βίλας, περίπου ένα μίλι από τη δημοσιά. Οι στρατιώτες απομακρύνθηκαν από μένα και βγήκαν στο δρόμο. Ετρεξα με απελπισία ξοπίσω τους.

Προσέξτε καλύτερα σύντροφοι! Αφού αυτή η σφραγίδα είναι της Στρατιωτικής Επαναστατικής Επιτροπής!“.

Εκείνοι περιεργάστηκαν ηλίθια την άδειά μου, κι ύστερα κοιτάχτηκαν στα μάτια.

Αυτή δεν είναι τέτοια, όπως των άλλων”, είπε ένας απ’ αυτούς σκυθρωπά. “Εμείς, αδερφέ, δεν ξέρουμε να διαβάσουμε“.

Τον άρπαξα από το χέρι. “Πάμε!” του είπα. “Πάμε σε κείνο το σπίτι. Εκεί, ασφαλώς θα ‘ναι κανένας εγγράμματος“. Οι στρατιώτες ταλαντεύτηκαν. “Οχι“, είπε ένας. Ο άλλος όμως με κοίταξε ακόμα μια φορά. “Γιατί όχι;” είπε. “Να σκοτώσουμε έναν αθώο δεν είναι αστείο;..“.

Πλησιάσαμε στην πόρτα της βίλας και χτυπήσαμε. Μια κοντή χοντρή γυναίκα άνοιξε την πόρτα και τινάχτηκε προς τα πίσω φωνάζοντας: “Εγώ δεν ξέρω τίποτα γι’ αυτούς…“.

Ενας από τους συνοδούς μου της έδωσε την άδεια. “Να, διαβάστε αυτό μονάχα, συντρόφισσα“, είπε ο στρατιώτης. Εκείνη πήρε αναποφάσιστα το χαρτί και το διάβασε φωναχτά και γρήγορα:

Το πιστοποιητικό αυτό χορηγήθηκε στον εκπρόσωπο της αμερικάνικης σοσιαλδημοκρατίας, το διεθνιστή σύντροφο Τζον Ριντ...”.

Γυρίζοντας πίσω στη δημοσιά, οι στρατιώτες άρχισαν να συνεννοούνται μεταξύ τους. “Πρέπει να σας πάμε στην επιτροπή του συντάγματος“, είπαν. Βαδίζαμε από ένα λασπωμένο δρόμο μέσα στο πυκνό σούρουπο. Από καιρό σε καιρό συναντούσαμε ομάδες στρατιωτών. Εκείνοι κοντοστέκονταν, με κοιτούσαν ύποπτα, περνούσαν από χέρι σε χέρι την άδειά μου και λογομαχούσαν δαιμονισμένα για το αν πρέπει να με εκτελέσουν ή όχι.

Ηταν πια εντελώς σκοτάδι, όταν φτάσαμε στο στρατώνα του 2ου Συντάγματος πεζικού του Τσάρσκογιε Σελό, ένα χαμηλό μακρύ κτίριο, που απλωνόταν κατά μήκος της δημοσιάς. Κάμποσοι στρατιώτες, που φλυαρούσαν στην αυλόπορτα, γέμισαν τους συνοδούς μου με ανυπόμονες ερωτήσεις: “Πράχτορας; Προβοκάτορας;“. Ανεβήκαμε την καγκελωτή σκάλα και μπήκαμε σ’ ένα μεγάλο δωμάτιο με γυμνούς τοίχους. Στη μέση ακριβώς ήταν μια σόμπα και στους τοίχους απλώνονταν πατάρια όπου έπαιζαν χαρτιά, συζητούσαν, τραγουδούσαν ή απλώς κοιμούνταν στρατιώτες. Ηταν περίπου χίλια άτομα. Στο ταβάνι έχασκε μια τρύπα που είχε ανοίξει από τα πυροβόλα του Κερένσκι.

Οταν εμφανίστηκα στο κατώφλι, αμέσως έγινε σιωπή. Ολοι στράφηκαν σε μένα. Μετά άρχισε κίνηση, στην αρχή, αργή, ύστερα πιο ορμητική. Ακούγονταν θυμωμένες φωνές.

Σύντροφοι! Σύντροφοι!” φώναξε ένας από τους συνοδούς μου. “Η επιτροπή! Η επιτροπή!“. Το πλήθος σταμάτησε και με μουρμούρες μαζεύτηκε γύρω μου. Μέσα από το πλήθος βγήκε ένας ξερακιανός νεαρός με κόκκινο περιβραχιόνιο.

Ποιος είναι αυτός;” ρώτησε απότομα. Οι συνοδοί μου ανάφεραν: “Δώστε τα χαρτιά του!“. Εκείνος τα διάβασε προσεχτικά και μου ‘ριξε ένα διαπεραστικό βλέμμα. Υστερα χαμογέλασε και μου επέστρεψε την άδεια.

Σύντροφοι, αυτός είναι Αμερικανός σύντροφος. Εγώ είμαι ο πρόεδρος της επιτροπής. Καλώς ήρθατε στο σύνταγμά μας…“. Το οργισμένο μουρμούρισμα μετατράπηκε απότομα σε οχλοβοή χαρούμενων χαιρετισμών. Ολοι ρίχτηκαν απάνω μου κι άρχισαν να μου σφίγγουν το χέρι.

Ασφαλώς δε θα φάγατε ακόμα; Το φαγητό μας όμως τέλειωσε. Πηγαίνετε στη λέσχη αξιωματικών. Εκεί θα είναι και κανένας να μιλήσει μαζί σας στη γλώσσα σας…“.

Ο πρόεδρος της επιτροπής με οδήγησε μέσα από την αυλή στην είσοδο του άλλου κτιρίου. Τη στιγμή ακριβώς αυτή πήγαινε κατά κει ένας νεαρός, με αριστοκρατική εμφάνιση και με επωμίδες υπολοχαγού. Ο πρόεδρος με σύστησε σ’ αυτόν, μου ‘σφιξε το χέρι κι έφυγε.

Στεπάν Γκεόργκιεβιτς Μορόφσκι, στις διαταγές σας“, είπε ο υπολοχαγός σε υπέροχα γαλλικά.

Από το πολυτελές χολ οδηγούσε στο απάνω πάτωμα μια κεντρική σκάλα, που φωτιζόταν από αστραφτερούς πολυελαίους.

Στο δεύτερο πάτωμα, στο κεφαλόσκαλο ήταν η αίθουσα του μπιλιάρδου, του χαρτοπαίγνιου και η βιβλιοθήκη. Μπήκαμε στην τραπεζαρία, όπου στη μέση, σ’ ένα μακρύ τραπέζι, κάθονταν είκοσι αξιωματικοί με πλήρη εξάρτυση, με σπαθιά στολισμένα με χρυσό κι ασήμι, με σταυρούς και κορδέλες των αυτοκρατορικών παράσημων. Οταν μπήκα, σηκώθηκαν όλοι ευγενικά και μ’ έβαλαν να καθίσω δίπλα στο συνταγματάρχη. Ηταν ένας άντρας με απλό παρουσιαστικό, με φαρδείς ώμους και μ’ άσπρο γένι. Οι στρατιώτες σέρβιραν αθόρυβα το φαγητό. Η ατμόσφαιρα ήταν ακριβώς η ίδια όπως σ’ οποιαδήποτε ευρωπαϊκή συγκέντρωση αξιωματικών. Πού είναι, λοιπόν εδώ η επανάσταση;..

Δεν είστε μπολσεβίκος;” ρώτησα τον Μορόφσκι.

Γύρω στο τραπέζι χαμογέλασαν. Πρόσεξα όμως πως δύο ή τρεις κοίταξαν φοβισμένα τους στρατιώτες.

Οχι“, απάντησε ο καινούριος φίλος μου. “Στο σύνταγμά μας μόνο ένας αξιωματικός είναι μπολσεβίκος. Μα τώρα βρίσκεται στην Πετρούπολη. Ο συνταγματάρχης είναι μενσεβίκος. Ο λοχαγός Χερλόφ είναι καντέ. Κι εγώ είμαι δεξιός εσέρος. Πρέπει να σας πω, πως η πλειοψηφία των αξιωματικών του στρατού μας δεν είναι μπολσεβίκοι. Ομως όλοι τους, όπως κι εγώ, πιστεύουν στη δημοκρατία και θεωρούν υποχρέωσή τους να ακολουθήσουν τη μάζα των στρατιωτών…“.

Οταν τέλειωσε το φαγητό, οι στρατιώτες έφεραν το χάρτη κι ο συνταγματάρχης τον άπλωσε στο τραπέζι. Οι υπόλοιποι μαζεύτηκαν γύρω του.

Να εδώ”, είπε ο συνταγματάρχης, δείχνοντας τα σημάδια του μολυβιού στο χάρτη, “βρίσκονταν το πρωί οι θέσεις μας, Βλαντίμιρ Κιρίλοβιτς, που είναι τώρα το τμήμα μας;“.

Ο λοχαγός Χερλόφ έδειξε. “Σύμφωνα με τη διαταγή πιάσαμε θέσεις κατά μήκος αυτής της δημοσιάς. Ο Καρσάβιν με αντικατέστησε στις πέντε η ώρα…“.Τη στιγμή εκείνη άνοιξε η πόρτα, και μπήκε στην τραπεζαρία ο πρόεδρος της επιτροπής του συντάγματος, με κάποιο στρατιώτη. Ενώθηκαν με την ομάδα, που ήταν γύρω από το συνταγματάρχη κι έσκυψαν απάνω στο χάρτη.

Θαυμάσια“, είπε ο συνταγματάρχης. “Οι κοζάκοι απομακρύνθηκαν στον τομέα μας κατά δέκα χιλιόμετρα. Δε θεωρώ αναγκαίο να καταλάβουμε θέσεις πιο μπροστά. Κύριοι, σήμερα τη νύχτα θα κρατήσετε αυτήν εδώ τη γραμμή, ενισχύοντας τις θέσεις με…

Συγνώμη“, τον διέκοψε ο πρόεδρος της επιτροπής του συντάγματος. “Υπάρχει διαταγή να κινηθούμε προς τα μπρος όσο μπορούμε γρηγορότερα και να ετοιμαστούμε το πρωί να δώσουμε μάχη με τους κοζάκους βόρεια της Γκάτσινα. Είναι ανάγκη να τους συντρίψουμε τελειωτικά. Εχετε την καλοσύνη να δώσετε τις ανάλογες διαταγές…“.

Επικράτησε σύντομη σιωπή. Ο συνταγματάρχης γύρισε ξανά το χάρτη: “Καλά“, είπε με αλλαγμένη φωνή. “Στεπάν Γκεόργκιεβιτς, θα σας ήταν εύκολο…“. Και τραβώντας γρήγορα στο χάρτη γραμμή με μπλε μολύβι, έδωσε μερικές διαταγές, που ένας υπαξιωματικός, ο οποίος στεκόταν εκεί, τις στενογράφησε. Κατόπιν ο υπαξιωματικός έφυγε και μέσα σε δέκα λεπτά γύρισε με έτοιμη τη διαταγή, γραμμένη στη γραφομηχανή σε δύο αντίτυπα. Ο πρόεδρος της επιτροπής πήρε το ένα αντίγραφο της διαταγής και το αντιπαράβαλε με το χάρτη.

Εντάξει“, είπε και σηκώθηκε. Δίπλωσε το αντίγραφο και το ‘χωσε στην τσέπη. Υστερα υπέγραψε το πρωτότυπο, το σφράγισε με μια στρογγυλή σφραγίδα, που την έβγαλε από την τσέπη, κι έδωσε την υπογραμμένη διαταγή στο συνταγματάρχη…

Να, λοιπόν, πού ήταν η επανάσταση!

***

Γύρισα στο μέγαρο του Σοβιέτ του Τσάρσκογιε Σελό με το αυτοκίνητο του επιτελείου του συντάγματος. Εδώ όλα ήταν όπως και πριν: Μάζες εργατών, στρατιωτών και ναυτών έρχονταν κι έφευγαν, ολόγυρα ήταν γεμάτο από φορτηγά αυτοκίνητα, θωρακισμένα και πυροβόλα, ακούγονταν ακόμα φωνές και γέλια, ο θρίαμβος της ασυνήθιστης νίκης. Μέσα από το πλήθος έσπρωχναν για να περάσουν μισή ντουζίνα κοκκινοφρουροί, που είχαν ανάμεσά τους έναν παπά. Ηταν ο πάτερ Ιβάν, έλεγαν, εκείνος που ευλογούσε τους κοζάκους, όταν μπήκαν στην πόλη. Αργότερα άκουσα πως ο παπάς αυτός εκτελέστηκε.

Από την πόρτα του Σοβιέτ, πετώντας δεξιά κι αριστερά γρήγορες διαταγές, βγήκε ο Ντιμπένκο. Στα χέρια του κρατούσε την ίδια εκείνη πιστόλα. Στην αυλή περίμενε έτοιμο ένα αυτοκίνητο. Ο Ντιμπένκο κάθισε στο πίσω κάθισμα κι έφυγε ολοταχώς για την Γκάτσινα για να κανονίσει τους λογαριασμούς του με τον Κερένσκι.

Τη νύχτα έφτασε ως τις προσβάσεις της Γκάτσινα, βγήκε από το αυτοκίνητο και προχώρησε πιο πέρα πεζός. Κανένας δεν έμαθε τι είπε ο Ντιμπένκο στους κοζάκους. Ομως ένα είναι εξακριβωμένο, ότι ο στρατηγός Κρασνόφ παραδόθηκε μ’ όλο το επιτελείο του και μερικές χιλιάδες κοζάκους και συμβούλεψε και τον Κερένσκι να κάνει το ίδιο.

Οσον αφορά τον Κερένσκι, αναφέρω εδώ απόσπασμα από την κατάθεση του στρατηγού Κρασνόφ στις 14 του Νοέμβρη

(1η Νοέμβρη):

“1η Νοέμβρη 1917, στην πόλη Γκάτσινα.

Στις 15 η ώρα περίπου σήμερα με κάλεσε ο ανώτατος διοικητής. Ηταν πολύ ανήσυχος και νευρικός.

Στρατηγέ, είπε, με προδώσατε. Οι κοζάκοι σας λένε ανοιχτά, πως θα με πιάσουν και θα με παραδώσουν στους ναύτες“.

Μάλιστα, απάντησα, τέτοιες συζητήσεις γίνονται και ξέρω πως δε σας συμπαθεί κανένας“.

Μα και οι αξιωματικοί μιλούνε με τον ίδιο τρόπο“.

Μάλιστα, οι αξιωματικοί είναι ιδιαίτερα δυσαρεστημένοι μαζί σας“.

Τι να κάνω λοιπόν; Θ’ αυτοκτονήσω!“.

Αν είστε τίμιος άνθρωπος, να πάτε τώρα αμέσως στην Πετρούπολη με άσπρη σημαία και να παρουσιαστείτε στην Επαναστατική Επιτροπή, όπου θα διαπραγματευτείτε σαν επικεφαλής της κυβέρνησης“.

Μάλιστα, αυτό θα κάνω, στρατηγέ!“.

Θα σας δώσω φρουρά να σας συνοδεύσει και σας παρακαλώ να έρθει μαζί σας κι ένας ναύτης“.

Οχι! Μόνο ναύτης να μην έρθει. Ξέρετε ότι βρίσκεται εδώ ο Ντιμπένκο;“.

Δεν ξέρω ποιος είναι αυτός ο Ντιμπένκο“.

Είναι εχθρός μου“.

Λοιπόν! Τι θέλετε να γίνει; Αφού παίζετε ένα τόσο μεγάλο παιχνίδι, τότε πρέπει να ξέρετε να δώσετε και λόγο“.

Μάλιστα. Μόνο που θα φύγω τη νύχτα“.

Γιατί; Αυτό το πράγμα θα είναι φυγή. Να πάτε ήσυχα, ανοιχτά, για να δουν όλοι πως δε λιποταχτείτε“.

Σύμφωνοι. Μόνο να μου δώσετε ένα σίγουρο οδηγό“.

Σύμφωνοι“.

Πήγα, κάλεσα τον κοζάκο του 10ου κοζάκικου Συντάγματος του Ντον, Ρουσακόφ και τον διέταξα να ορίσει οχτώ κοζάκους για φρουρά του ανώτατου διοικητή. Μέσα σε μισή ώρα ήρθαν οι κοζάκοι κι είπαν πως ο Κερένσκι δεν είναι εκεί, πως το ‘σκασε. Εκανα συναγερμό και διέταξα να τον αναζητήσουν, όντας βέβαιος πως δεν μπορούσε να απομακρυνθεί από την Γκάτσινα κι ότι θα κρύφτηκε κάπου εδώ“.

Ετσι, το ‘σκασε ο Κερένσκι, μόνος, ντυμένος ναύτης. Λιποτάχτησε κι έχασε και τα τελευταία υπολείμματα της δημοφιλίας που είχε κάποτε ανάμεσα στις ρωσικές μάζες.

***

Γύρισα στην Πετρούπολη, καθισμένος, μαζί με έναν εργάτη – σοφέρ – στην καμπίνα του φορτηγού, που ήταν γεμάτο από κοκκινοφρουρούς. Πετρέλαιο δεν είχαμε και δεν ανάψαμε τα φανάρια. Η δημοσιά ήταν γεμάτη από προλεταριακό στρατό, που γύριζε πίσω, κι από φρέσκιες εφεδρείες, που κινούνταν για το μέτωπο, να τον αντικαταστήσουν. Στο σκοτάδι διακρίνονταν θαμπά τεράστια φορτηγά, όπως το δικό μας, φάλαγγες πυροβολικού, κάρα, κι όλα αυτά, όπως κι εμείς, χωρίς φώτα. Προχωρούσαμε στα τυφλά, στρίβοντας απότομα πότε δεξιά, πότε αριστερά για ν’ αποφύγουμε τις συγκρούσεις που ήταν αναπόφευχτες, κι αγγίζοντας σχεδόν τους ξένους τροχούς. Από πίσω μας ακούγονταν το βρισίδι των πεζών.

Στον ορίζοντα έλαμπαν τα φώτα της πρωτεύουσας, που τη νύχτα ήταν πιο μεγαλόπρεπη από την ημέρα. Φάνταζε σαν να ήταν σκορπισμένος, στη γυμνή πεδιάδα, ολόκληρος σωρός από διαμάντια.

Ο γερο-εργάτης που οδηγούσε το αυτοκίνητό μας, έδειξε με μια χαρούμενη χειρονομία προς την κατεύθυνση της πρωτεύουσας που έλαμπε στο βάθος.

Δική μου!” φώναξε και το πρόσωπό του λαμποκοπούσε. “Τώρα είναι ολότελα δική μου! Η Πετρούπολή μου!“.

 

 

 

 

(1) Ο συγγραφέας έχει υπόψη του την ιστορική μάχη στο Βαλμί, στις 20 του Σεπτέμβρη του 1792, όταν τα εθελοντικά τμήματα του γαλλικού επαναστατικού στρατού τσάκισαν τα πρωσικά στρατεύματα που επιτίθονταν ενάντια στο Παρίσι και τα υποχρέωσαν να υποχωρήσουν. Στη μάχη του Βεϊσεμπούργκ το 1794 τα γαλλικά επαναστατικά στρατεύματα, κάτω από την ουσιαστική διοίκηση του Σεντ – Ζιστ, τσάκισαν τον αυστριακό στρατό και τον πέταξαν έξω από τα σύνορα της Γαλλίας. Σύντ.

(2) Ο Μουραβιόφ δεν είχε σταθερές πολιτικές πεποιθήσεις. Πριν περάσει με το μέρος των Σοβιέτ ήταν οπαδός του συνθήματος “Πόλεμος ως την τελική νίκη”. Στις μέρες της κορνιλοφικής ανταρσίας πέρασε με τους αριστερούς εσέρους. Τελικά  πρόδωσε τη σοβιετική εξουσία. Σύντ.

(3) Η επιτροπή της κοινωνικής ασφάλειας ήταν το βασικό κέντρο της αντεπανάστασης στη Μόσχα στις μέρες του Οχτώβρη του 1917. Σύντ.

(4) Στις 29 του Οχτώβρη (11 του Νοέμβρη) από τη Βίκζελ (Πανρωσική εκτελεστική επιτροπή του συνδικάτου των σιδηροδρομικών), που ήταν μετά την Οχτωβριανή Επανάσταση ένα από τα κέντρα της αντισοβιετικής δράσης, πάρθηκε η απόφαση που απαιτούσε το σχηματισμό κυβέρνησης απ’ όλα τα “σοσιαλιστικά” κόμματα. Οι διαπραγματεύσεις με τη Βίκζελ, με εντολή του Λένιν και της ΚΕ, θα έπρεπε να είναι το “διπλωματικό προκάλυμμα των πολεμικών επιχειρήσεων”.

Ομως παρά τη γραμμή του Λένιν και της Κεντρικής Επιτροπής, ο Κάμενεφ και ο Σοκόλνικοφ, που πήραν μέρος σ’ αυτές τις διαπραγματεύσεις, συμφώνησαν με την απαίτηση της Βίκζελ. Να πάρουν, δηλαδή, μέρος στη νέα κυβέρνηση, μαζί με τους μπολσεβίκους, και εκπρόσωποι των αντεπαναστατικών κομμάτων των μενσεβίκων και των εσέρων.

Στις 2 (15) του Νοέμβρη η Κεντρική Επιτροπή του κόμματος, πήρε απόφαση ύστερα από πρόταση του Λένιν, που απόρριπτε τη συμφωνία με τα αντεπαναστατικά αυτά κόμματα. Στην απόφαση υπογραμμιζόταν πως “δεν είναι δυνατό να παραιτηθούμε από την αμιγή μπολσεβίκικη κυβέρνηση, χωρίς να προδώσουμε το σύνθημα για σοβιετική εξουσία”, αφού το Πανρωσικό συνέδριο των Σοβιέτ ανέθεσε την εξουσία σ’ αυτή την κυβέρνηση. Ετσι λοιπόν, οι παραπάνω απόψεις του Κάμενεφ δεν εκφράζουν τη διάθεση των μπολσεβίκων, αλλά της μικρής οπορτουνιστικής ομάδας μέσα στην ΚΕ, που θεωρούσε αδύνατη τη σοσιαλιστική επανάσταση στη Ρωσία. Σύντ.

(5).Εχει υπόψη του τη “Συνδιάσκεψη για ανακωχή”. Σύντ.

(6)Αυτή η φράση μπορεί να μεταφραστεί περίπου έτσι: “Λοιπόν, θαυμάσια! Θα πάμε να φάμε στο στρατώνα”. Σύντ.

(7)”Τάμανι” ή “Τάμονι” – έδρα της καθοδήγησης του Δημοκρατικού Κόμματος στη Νέα Υόρκη, έγινε συνώνυμο κάθε λογής καταχρήσεων και εγκλημάτων, καθώς αποκαλύφθηκαν εκείνη την περίοδο πολυάριθμες περιπτώσεις συμμετοχής σε τέτοια εγκλήματα, των αρχηγών των Δημοκρατικών στη Νέα Υόρκη. Σύντ.

(8). Τόμας Μιούνι – δραστήριος παράγοντας του εργατικού κινήματος των ΗΠΑ, χύτης, καταδικάστηκε σε θάνατο με την προβοκατόρικη κατηγορία ότι δήθεν έριξε μια βόμβα κατά την ώρα της παρέλασης στον Αγιο Φραγκίσκο στις 22 του Ιούλη του 1916. Κάτω από την πίεση και τη μεγάλη αγανάκτηση των εργαζομένων ο Πρόεδρος Ουίλσον υποχρεώθηκε να επέμβει κι η ποινή άλλαξε: η ποινή του θανάτου μετατράπηκε για τον Τόμας Μιούνι σε ισόβια δεσμά. Αν και αποδείχτηκε η αθωότητά του, ο Τόμας Μιούνι κάθισε στη φυλακή πάνω από είκοσι χρόνια και αφέθηκε ελεύθερος επί προεδρίας του Ρούζβελτ. Σύντ.

(9). Μπέρκμαν, ένας από τους συγκατηγορούμενους του Τόμας Μιούνι. Σύντ.

 

 

 

http://revmarx.blogspot.gr/2011/12/blog-post_8609.htm

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *