Karl Marx: Για την εργάσιμη μέρα

 

 

Karl Marx: Για την εργάσιμη μέρα

 

 

 

 

 

………….. Η εργάσιμη ημέρα επομένως δεν είναι σταθερό, αλλά μεταβλητό μέγεθος. Το ένα από τα μέρη της καθορίζεται βέβαια από το χρόνο εργασίας που απαιτείται για τη συνεχή αναπαραγωγή του ίδιου του εργάτη, το συνολικό μέγεθός της όμως αλλάζει μαζί με το μάκρος ή τη διάρκεια της υπερεργασίας. Επομένως η εργάσιμη ημέρα μπορεί να καθοριστεί, είναι όμως αυτή καθεαυτή ένα ακαθόριστο μέγεθος.

Μόλο, λοιπόν, που η εργάσιμη ημέρα δεν είναι σταθερό αλλά ρευστό μέγεθος, δεν μπορεί ωστόσο παρά να κινείται μέσα σε ορισμένα όρια. Τα κατώτατα όριά της όμως δεν μπορούν να καθοριστούν. Βέβαια….. έχουμε ένα κατώτατο όριο και συγκεκριμένα το μέρος της ημέρας που ο εργάτης πρέπει υποχρεωτικά να εργάζεται για τη δική του συντήρηση. Στις συνθήκες, όμως, της κεφαλαιοκρατικής παραγωγικής η αναγκαία εργασία μπορεί πάντα ν’ αποτελεί μόνο ένα μέρος της εργάσιμης ημέρας του και γι’ αυτό η εργάσιμη ημέρα δεν μπορεί ποτέ να περιοριστεί ως αυτό το κατώτατο όριο. Αντίθετα, η εργάσιμη ημέρα έχει ένα ανώτατο όριο. Δεν μπορεί να παραταθεί πέρα από ένα ορισμένο όριο.

Το ανώτατο αυτό όριο καθορίζεται από δύο πράγματα. Τη μία φορά από τα φυσικά όρια της εργατικής δύναμης. Ο άνθρωπος μπορεί στο διάστημα της φυσικής ημέρας των 24 ωρών να ξοδεύει μόνο μια καθορισμένη ποσότητα ζωικής δύναμης. Ετσι και το άλογο μπορεί να δουλεύει κάθε μέρα μονάχα 8 ώρες. Στο διάστημα ενός μέρους της ημέρας πρέπει η δύναμη να ησυχάζει, να κοιμάται και στο διάστημα ενός άλλου μέρους της ημέρας πρέπει ο άνθρωπος να ικανοποιεί άλλες φυσικές ανάγκες, να τρέφεται, να καθαρίζεται, να ντύνεται κλ.π.

Εκτός απ’ αυτά τα καθαρά φυσικά όρια η παράταση της εργάσιμης ημέρας σκοντάφτει σε ηθικούς φραγμούς. Ο εργάτης χρειάζεται χρόνο για να ικανοποιεί πνευματικές και κοινωνικές ανάγκες, που η έκταση και ο αριθμός τους καθορίζονται από τη γενική κατάσταση του πολιτισμού. Γι’ αυτό, οι διακυμάνσεις της εργάσιμης ημέρας κινούνται μέσα σε φυσικά και κοινωνικά όρια. Και τα δύο όρια όμως είναι πολύ ελαστικά και επιτρέπουν τις μεγαλύτερες διακυμάνσεις. Ετσι βρίσκουμε εργάσιμες ημέρες 8,10,12,14,16 και 18 ωρών, δηλαδή των πιο διαφορετικών μεγεθών.

Ο κεφαλαιοκράτης αγόρασε την εργατική δύναμη στην ημερήσια αξία της. Του ανήκει η αξία της χρήσης για το διάστημα μιας εργάσιμης ημέρας. Απόχτησε έτσι το δικαίωμα να βάζει τον εργάτη να δουλεύει γι’ αυτόν στο διάστημα μιας ημέρας. Τι είναι όμως μια εργάσιμη ημέρα; Πάντως, λιγότερο από μια φυσική μέρα ζωής. Πόσο λιγότερο; Ο κεφαλαιοκράτης έχει τη δική του άποψη γι’ αυτό το ultima Thule (έσχατο όριο), για το αναγκαίο όριο της εργάσιμης ημέρας. Σαν κεφαλαιοκράτης είναι μονάχα προσωποποιημένο κεφάλαιο. Η ψυχή του είναι η ψυχή του κεφαλαίου. Το κεφάλαιο όμως έχει ένα μοναδικό κίνητρο ζωής, το κίνητρο να αξιοποιείται, να δημιουργεί υπεραξία, ν’ απορροφά με το σταθερό του μέρος, με τα μέσα παραγωγής, όσο το δυνατό μεγαλύτερη μάζα υπερεργασίας. Το κεφάλαιο είναι πεθαμένη εργασία που ζωντανεύει μονάχα σαν το βρικόλακα, ρουφώντας ζωντανή εργασία και ζει τόσο περισσότερο, όσο περισσότερη ζωντανή εργασία ρουφά. Ο χρόνος που εργάζεται ο εργάτης είναι ο χρόνος που στη διάρκειά του ο κεφαλαιοκράτης καταναλώνει την εργατική δύναμη που αγόρασε απ’ αυτόν. Αν ο εργάτης καταναλώνει το διαθέσιμο χρόνο του για τον εαυτό του, κλέβει έτσι τον κεφαλαιοκράτη.

Ετσι ο κεφαλαιοκράτης επικαλείται το νόμο της ανταλλαγής εμπορευμάτων. Προσπαθεί, όπως και κάθε άλλος αγοραστής, ν’ αποσπάσει όσο το δυνατό μεγαλύτερο όφελος από την αξία χρήσης του εμπορεύματός του. Ξαφνικά όμως ακούεται η φωνή του εργάτη που είχε βουβαθεί μέσα στη θύελλα και στην ορμή του προτσές της παραγωγής:

 

 

Το εμπόρευμα που σου πούλησα διακρίνεται από τον υπόλοιπο συρφετό των εμπορευμάτων κατά το ότι η χρήση του δημιουργεί αξία και μάλιστα αξία μεγαλύτερη απ’ ό,τι στοιχίζει το ίδιο. Αυτός ήταν ο λόγος που το αγόρασες. Αυτό που από την πλευρά σου εμφανίζεται σαν αξιοποίηση του κεφαλαίου, από τη δική μου πλευρά είναι παραπανίσιο ξόδεμα εργατικής δύναμης. Στην αγορά και εσύ και εγώ γνωρίζουμε μονάχα ένα νόμο, το νόμο της ανταλλαγής εμπορευμάτων. Και η κατανάλωση των εμπορευμάτων δεν ανήκει στον πουλητή που τα εκποιεί, αλλά στον αγοραστή που τα αποχτάει.

Σε σένα λοιπόν ανήκει η χρήση της καθημερινής μου εργατικής δύναμης. Ομως με την καθημερινή τιμή πούλησής της πρέπει να μπορώ να την αναπαράγω καθημερινά και έτσι να την ξαναπουλώ. Εκτός από τη φυσική φθορά λόγω ηλικίας κλπ., πρέπει να είμαι ικανός να εργάζομαι αύριο με την ίδια όπως και σήμερα φυσιολογική κατάσταση δύναμης, υγείας και φρεσκάδας. Μου κηρύχνεις διαρκώς το ευαγγέλιο της «οικονομίας» και της «εγκράτειας». Ωραία! Θα διαχειριστώ σαν λογικός οικονόμος νοικοκύρης τη μοναδική μου περιουσία, την εργατική δύναμη και θ’ απόσχω από κάθε ανόητη σπατάλη της. Θα ρευστοποιώ, θα βάζω σε κίνηση, θα μετατρέπω σε εργασία καθημερινά μόνο τόση εργατική δύναμη, όση συμβιβάζεται με την κανονική της διάρκεια και τη φυσιολογική της ανάπτυξη. Με την άμετρη παράταση της εργάσιμης ημέρας μπορείς μέσα σε μια μέρα να ρευστοποιήσεις μια ποσότητα εργατικής δύναμης μεγαλύτερη απ’ εκείνη που μπορώ να αναπληρώσω μέσα σε τρεις μέρες.

Αυτό που έτσι κερδίζεις εσύ σε εργασία, το χάνω εγώ σε ουσία εργασίας. Η χρησιμοποίηση της εργατικής μου δύναμης και η καταλήστεψή της είναι δύο τελείως διαφορετικά πράγματα. Αν η μέση διάρκεια που μπορεί να ζήσει ένας μέσος εργάτης με λογικό μέτρο εργασίας είναι 30 χρόνια, τότε η αξία της εργατικής μου δύναμης που μου πληρώνεις κάθε μέρα είναι 1/10950 της συνολικής αξίας. Οταν όμως την καταναλώνεις μέσα σε 10 χρόνια μου πληρώνεις καθημερινά το 1/10950 αντί το 1/3650 της συνολικής της αξίας, δηλ. μόνο το 1/3 της καθημερινής της αξίας και μου κλέβεις έτσι καθημερινά τα 2/3 της αξίας του εμπορεύματός μου. Μου πληρώνεις την εργατική δύναμη μιας ημέρας, τη στιγμή που καταναλώνεις τριών ημερών εργατική δύναμη.

Αυτό είναι αντίθετο με το συμβόλαιό μας και με το νόμο της ανταλλαγής εμπορευμάτων. Ζητώ λοιπόν μια εργάσιμη ημέρα κανονικής διάρκειας και δεν τη ζητώ κάνοντας έκκληση στην καρδιά σου, γιατί σε χρηματικά ζητήματα δεν έχουν πέραση τα αισθήματα. Μπορεί να είσαι υπόδειγμα πολίτη, ίσως να είσαι μέλος του συλλόγου προστασίας των ζώων και ακόμα να έχεις τη φήμη αγίου, μα το πράγμα που αντιπροσωπεύεις απέναντί μου δεν έχει καρδιά στα στήθια. Αυτό που φαίνεται να χτυπάει εκεί μέσα είναι ο χτύπος της δικής μου καρδιάς. Ζητώ την κανονική εργάσιμη ημέρα, γιατί όπως και κάθε άλλος πουλητής ζητώ την αξία του εμπορεύματός μου.

 

 

 

Βλέπουμε πως αν παραβλέψουμε τα τελείως ελαστικά όρια της εργάσιμης ημέρας, η ίδια η φύση της ανταλλαγής εμπορευμάτων δε βάζει καθόλου όρια στην εργάσιμη ημέρα, επομένως και στην υπερεργασία. Ο κεφαλαιοκράτης επωφελείται από το δικαίωμά του σαν αγοραστής, όταν προσπαθεί να μεγαλώσει όσο γίνεται την εργάσιμη ημέρα, και αν είναι δυνατό, να κάνει τη μιαν εργάσιμη ημέρα δύο. Από την άλλη μεριά η ειδική φύση του εμπορεύματος που πουλήθηκε περικλείνει ένα όριο στην κατανάλωσή του από τον αγοραστή και ο εργάτης επωφελείται από το δικαίωμά του σαν πουλητής όταν προσπαθεί να περιορίσει την εργάσιμη ημέρα σ’ ένα καθορισμένο κανονικό μέγεθος. Επομένως, έχουμε εδώ μιαν αντινομία, δίκαιο ενάντια σε δίκαιο, και τα δύο εξίσου κατοχυρωμένα από το νόμο της ανταλλαγής εμπορευμάτων. Και ανάμεσα σε δύο ίσα δίκαια αποφασίζει η βία.(υπογράμμιση δική μας). Γι’ αυτό, στην ιστορία της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής η ρύθμιση της εργάσιμης ημέρας παρουσιάζεται σαν πάλη για τα όρια της εργάσιμης ημέρας – πάλη ανάμεσα στο συνολικό κεφαλαιοκράτη, δηλαδή την τάξη των κεφαλαιοκρατών, και στο συνολικό εργάτη, δηλαδή την εργατική τάξη………………..

 

 

 

 

 

 

Καρλ Μαρξ: ΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ, τ. Α`, σελ. 243-246, εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή»

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *