L.D Trotsky: Ζητήματα Στρατιωτικής Θεωρίας

 

 

Ζητήματα Στρατιωτικής Θεωρίας

 

Λεόν Τρότσκι

Ζητήματα Στρατιωτικής Θεωρίας

Το στρατιωτικό δόγμα ή ο ψευτοστρατιωτικός δογματισμός

 

 

 

«Όπως ακριβώς μερικά φυτά καρποφορούν μόνο αν δεν ψηλώσουν πάρα πολύ, έτσι και στις πρακτικές τέχνες, τα φύλλα και τα άνθη της θεωρίας πρέπει να κλαδευτούν και το φυτό να μείνει κοντά στο δικό του έδαφος- την εμπειρία.»

Κλάουζεβιτς, Για τον πόλεμο (Η θεωρία της Στρατηγικής)1

 

 

 

1.Η Μέθοδος του Προσανατολισμού μας

 

 

 

Αναντίρρητα, παρατηρείται στον Κόκκινο Στρατό μια εγρήγορση της στρατιωτικής σκέψης και μια αύξηση του ενδιαφέροντος για τη θεωρία.

Πάνω από τρία χρόνια πολεμούσαμε και κτίζαμε μέσα στη φωτιά κι έπειτα αποστρατευτήκαμε και μοιράσαμε τα στρατεύματα στους στρατώνες. Αυτή η διαδικασία παραμένει και σήμερα ακόμα ανολοκλήρωτη, αλλά ο στρατός έχει ήδη φθάσει σε υψηλό βαθμό οργανωτικής τελειότητας και μιας ορισμένης σταθερότητας. Μέσα στις τάξεις του αναπτύσσεται και μεγαλώνει η ανάγκη να κοιταχθεί ο δρόμος, που ήδη διανύθηκε, να αξιολογηθούν τα αποτελέσματα και να συνταχθούν τα πλέον απαραίτητα θεωρητικά και πρακτικά συμπεράσματα, για να είμαστε καλύτερα προετοιμασμένοι για το αύριο.

Και τι θα φέρει το αύριο; Νέα ξεσπάσματα του εμφύλιου πολέμου που θα τροφοδοτούνται απ’ έξω; Ή μια ανοικτή επίθεση εναντίον μας από τα αστικά κράτη; Και ποια; Πώς θα έπρεπε να προετοιμαστούμε, για να αντισταθούμε; Όλα αυτά τα ζητήματα απαιτούν έναν προσανατολισμό στα σχέδια της διεθνούς πολιτικής, της εσωτερικής πολιτικής και της στρατιωτικής πολιτικής. Η κατάσταση διαρκώς αλλάζει και, ως εκ τούτου, αλλάζει και ο προσανατολισμός – όχι στις αρχές, αλλά στην πρακτική. Μέχρι στιγμής τα βγάλαμε πέρα με επιτυχία με τα στρατιωτικά καθήκοντα που μας επέβαλε η διεθνής και εσωτερική κατάσταση της Σοβιετικής Ρωσίας. Ο προσανατολισμός μας αποδείχθηκε πιο σωστός, πιο διορατικός και πιο εμβριθής, από εκείνον των πιο ισχυρών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, που προσπάθησαν η μία μετά την άλλη, να μας γονατίσουν, αλλά έκαψαν τα δάκτυλά τους σ΄ αυτή την προσπάθεια. Η ανωτερότητά μας βρίσκεται στο ότι κατέχουμε την πιο αναντικατάστατη επί επιστημονική μέθοδο προσανατολισμού – τον Μαρξισμό. Είναι ένα ισχυρό και ταυτόχρονα πολύ λεπτό εργαλείο – δεν είναι εύκολο να χρησιμοποιηθεί, θα πρέπει κανείς να μάθει πώς να το χρησιμοποιεί. Το παρελθόν του Κόμματός μας, μας έχει μάθει μέσα από μακριά και σκληρή εμπειρία, πώς να εφαρμόζουμε τις μεθόδους του Μαρξισμού στους πιο σύνθετους συνδυασμούς γεγονότων και δυνάμεων στη διάρκεια αυτής της ιστορικής εποχής των σκληρών συγκρούσεων. Χρησιμοποιούμε επίσης το όργανο του Μαρξισμού, για να καθορίσουμε τη βάση της δημιουργικής δουλειάς στη στρατιωτική σφαίρα.

Με τους εχθρούς μας είναι τελείως διαφορετικά. Ενώ στη σφαίρα της τεχνικής της παραγωγής, η προηγμένη μπουρζουαζία έχει εξαφανίσει τη στασιμότητα, τη ρουτίνα και τη δεισιδαιμονία και προσπάθησε να κτίσει κάθε επιχείρηση στα ακριβή θεμέλια της επιστημονικής μεθόδου, στη σφαίρα του κοινωνικού προσανατολισμού η μπουρζουαζία αποδείχθηκε ανίκανη να αρθεί στο ύψος της επιστημονικής μεθόδου εξαιτίας της ταξικής της θέσης.

Οι ταξικοί εχθροί μας είναι εμπειριστές, που σημαίνει, ότι λειτουργούν από τη μια περίπτωση στην επόμενη, καθοδηγούμενοι, όχι από την ανάλυση της ιστορικής περιόδου, αλλά από την πρακτική εμπειρία, τη ρουτίνα, της πεταχτές ματιές και τη διαίσθηση.

Σίγουρα, η βρετανική ιμπεριαλιστική κάστα έχει δώσει, βασιζόμενη στον εμπειρισμό, ένα παράδειγμα ενός άπληστου σφετερισμού που στοχεύει μακριά, μιας θριαμβευτικής διορατικότητας και ταξικής σταθερότητας. Δεν έχει λεχθεί μάταια για τους βρετανούς ιμπεριαλιστές, ότι «σκέφτονται με όρους αιώνων και ηπείρων». Αυτή η συνήθεια να ζυγίζει κανείς και να υπολογίζει πρακτικά τους πιο σημαντικούς παράγοντες έχει αποκτηθεί από τη βρετανική κυρίαρχη κάστα εξ αιτίας της ανωτερότητας της θέσης της, της πλεονεκτικής νησιωτικής θέσης της, και κάτω από τις συνθήκες μιας συγκριτικά αργής και σχεδιασμένης συσσώρευσης καπιταλιστικής δύναμης.

Οι κοινοβουλευτικές μέθοδοι των προσωπικών συνδυασμών, η δωροδοκία, η ρητορική και η απάτη και οι αποικιακές μέθοδοι της αιμοσταγούς καταστολής, η υποκρισία και κάθε μορφή ποταπότητας έχουν εισχωρήσει εξίσου στο πλούσιο οπλοστάσιο της κυρίαρχης κλίκας της μεγαλύτερης αυτοκρατορίας. Η εμπειρία της πάλης της βρετανικής αντίδρασης ενάντια στη Μεγάλη Γαλλική Επανάσταση εκλέπτυνε τις μεθόδους του βρετανικού ιμπεριαλισμού, τον έκανε πιο εύκαμπτο, τον όπλισε με μια ποικιλία τρόπων και συνακόλουθα τον θωράκισε με περισσότερη ασφάλεια απέναντι στις ιστορικές εκπλήξεις.

Παρ’ όλα αυτά η ικανή ταξική επιδεξιότητα της παντοκράτειρας βρετανικής μπουρζουαζίας αποδεικνύεται ανεπαρκής -και όσο περνά ο καιρός όλο και περισσότερο- στη σύγχρονη εποχή των ηφαιστειωδών εκρηκτικών αναστατώσεων στο αστικό καθεστώς. Ενώ πορεύονται με ζιγκ-ζαγκ και αλλαξοδρομούν με μεγάλη μαεστρία, οι Βρετανοί εμπειριστές της εποχής της παρακμής -της οποίας τελική έκφραση είναι ο Λόιδ Τζόρτζ- θα σπάσουν αναπόφευκτα το σβέρκο τους.

Ο γερμανικός ιμπεριαλισμός ανέτειλε σαν αντίποδας του βρετανικού ιμπεριαλισμού. Η πυρετώδης ανάπτυξη του γερμανικού καπιταλισμού έδωσε την ευκαιρία στις κυρίαρχες τάξεις της Γερμανίας να συσσωρεύσουν πολύ περισσότερες υλικές και τεχνικές αξίες παρά συνήθειες διεθνούς και στρατιωτικο-πολιτικού προσανατολισμού.

Ο γερμανικός ιμπεριαλισμός εμφανίσθηκε στην παγκόσμια αρένα σαν νεόπλουτος, προχώρησε πολύ μακριά, έκανε λάθη και θρυμματίστηκε. Κι όμως, πριν από λίγο καιρό, στο Μπρεστ-Λιτόφσκ, οι εκπρόσωποι του γερμανικού ιμπεριαλισμού μας κοίταζαν σαν οραματιστές, που τυχαία και προσωρινά βρέθηκαν στην κορυφή.

Το Κόμμα μας έμαθε βήμα προς βήμα την τέχνη του ολόπλευρου προσανατολισμού, από τους πρώτους παράνομους κύκλους μέχρι και όλη την επακόλουθη ανάπτυξή του, με τις ατέλειωτες θεωρητικές συζητήσεις, τις πρακτικές προσπάθειες και αποτυχίες, τα προχωρήματα και τα πισωγυρίσματα, τις διαφωνίες σε ζητήματα τακτικής και τις στροφές. Οι σοφίτες των Ρώσων εμιγκρέδων στο Λονδίνο, στο Παρίσι και στη Γενεύη αποδείχθηκαν σε τελευταία ανάλυση παρατηρητήρια τεράστιας ιστορικής σημασίας. Η επαναστατική ανυπομονησία πειθαρχήθηκε από την επιστημονική ανάλυση της ιστορικής διαδικασίας. Η θέληση για δράση συνδυάστηκε με αυτοέλεγχο. Το Κόμμα μας έμαθε να εφαρμόζει τη Μαρξιστική μέθοδο, δρώντας και σκεπτόμενο. Κι αυτή η μέθοδος φάνηκε πολύτιμη για το Κόμμα μας σήμερα.

Ενώ για τους πιο διορατικούς εμπειριστές του βρετανικού ιμπεριαλισμού μπορεί να λεχθεί ότι έχουν μια αρμαθιά από αξιόλογα κλειδιά, καλά για πολλές τυπικές ιστορικές καταστάσεις, εμείς κρατάμε στα χέρια μας ένα παγκόσμιο κλειδί, που μας διευκολύνει να προσανατολιστούμε σωστά σε όλες τις καταστάσεις. Κι ενώ ολόκληρο το απόθεμα των κλειδιών, που κληρονομήθηκαν από τον Λόιντ Τζόρτζ, τον Τσώρτσιλ και τους άλλους, προφανώς δεν μπορεί να βρει δρόμο διαφυγής από την επαναστατική περίοδο, το Μαρξιστικό μας κλειδί προορίζεται πάνω απ’ όλα να υπηρετήσει αυτόν το σκοπό. Δεν φοβόμαστε να πούμε δυνατά, ότι το μεγαλύτερο πλεονέκτημά μας απέναντι στους αντιπάλους μας, είναι, ότι είναι πέρα από τις δυνάμεις τους να αποκτήσουν το κλειδί του Μαρξισμού ή να φτιάξουν το αντικλείδι.

Προείδαμε ότι ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος ήταν αναπόφευκτος και ο πρόλογος μιας εποχής προλεταριακών επαναστάσεων. Από αυτή τη θέση παρακολουθήσαμε την πορεία του πολέμου, τις μεθόδους που χρησιμοποιήθηκαν σ’ αυτόν, τις αλλαγές στις ομαδοποιήσεις των ταξικών δυνάμεων, και με βάση αυτές τις παρατηρήσεις διαμορφώθηκε, πολύ πιο άμεσα το «δόγμα» -για να χρησιμοποιήσουμε ένα πιο ευγενικό στυλ- του σοβιετικού συστήματος και του Κόκκινου Στρατού. Από την επιστημονική πρόβλεψη της παραπέρα πορείας της εξέλιξης, κερδίσαμε μια ακαταμάχητη εμπιστοσύνη, ότι η ιστορία δουλεύει για μας. Αυτή η αισιόδοξη εμπιστοσύνη υπήρξε και παραμένει το θεμέλιο όλης της δραστηριότητάς μας.

Ο Μαρξισμός δεν παρέχει έτοιμες συνταγές. Πάνω απ’ όλα δεν θα μπορούσε να τις προμηθεύσει στη σφαίρα της στρατιωτικής οικοδόμησης. Αλλά κι εδώ μας έδωσε μια μέθοδο. Γιατί, εάν αληθεύει ότι ο πόλεμος είναι η συνέχιση της πολιτικής με άλλα, όμως, μέσα, τότε συνάγεται ότι ένας στρατός είναι η συνέχιση και η αποκορύφωση ολόκληρης της κοινωνικής και κρατικής οργάνωσης, αλλά με προτεταμένη τη λόγχη.

Προσεγγίζουμε τα στρατιωτικά ζητήματα όχι με αφετηρία κάποιο «στρατιωτικό δόγμα», που θα ήταν ένα άθροισμα δογματικών αξιωμάτων, αλλά με μια Μαρξιστική ανάλυση των αναγκών για αυτοάμυνα της εργατικής τάξης, η οποία, έχοντας καταλάβει την εξουσία, έπρεπε να οπλιστεί, να πολεμήσει για να κρατήσει την εξουσία, να οδηγήσει τους χωρικούς ενάντια στους τσιφλικάδες, να εμποδίσει τη δημοκρατία των κουλάκων, να οπλίσει τους χωρικούς ενάντια στο εργατικό κράτος, να δημιουργήσει ένα αξιόπιστο σώμα διοικητικών κλπ.

Κτίζοντας τον Κόκκινο Στρατό, χρησιμοποιήσαμε τα αποσπάσματα των Κόκκινων Φρουρών και τους παλιούς κανονισμούς, και αταμάνους χωρικούς, και πρώην τσαρικούς στρατηγούς και φυσικά αυτό μπορεί να χαρακτηριστεί σαν απουσία ενός «ενοποιητικού δόγματος» στη σφαίρα του σχηματισμού του στρατού και του διοικητικού προσωπικού του.

Αλλά μια τέτοια εκτίμηση θα ήταν κραυγαλέα κοινότοπη. Σίγουρα δεν χρησιμοποιήσαμε καμιά δογματική «αρχή» σαν σημείο αφετηρίας. Στην πραγματικότητα δημιουργήσαμε το στρατό από το ιστορικό υλικό που βρέθηκε έτοιμο στα χέρια μας, ενοποιώντας όλη αυτή τη δουλειά από τη σκοπιά ενός εργατικού κράτους, που αγωνίζεται να διατηρηθεί, να περιχαρακωθεί και να επεκταθεί. Αυτοί, που δεν μπορούν να κάνουν χωρίς τη μεταφυσικά χρωματισμένη λέξη «δόγμα», θα μπορούσαν να πουν, ότι δημιουργώντας τον Κόκκινο Στρατό, μια ένοπλη δύναμη πάνω σε μια νέα ταξική βάση, κατασκευάσαμε ένα νέο στρατιωτικό δόγμα, γιατί παρ’ όλη την ποικιλία των πρακτικών μέσων και των αλλαγών στην προσέγγιση, δεν μπορούσε να υπάρξει, κι ούτε υπήρξε θέση στη στρατιωτική δημιουργική δουλειά μας, είτε για εμπειρισμό, στερημένο ιδεών, είτε για υποκειμενική αυθαιρεσία. Από την αρχή μέχρι το τέλος, όλη η δουλειά στεριώθηκε στην ενότητα ενός επαναστατικού ταξικού στόχου, στην ενότητα της θέλησης, που κατευθυνόταν προς αυτόν τον στόχο και στην ενότητα της Μαρξιστικής μεθόδου προσανατολισμού.

 

 

2.Με ένα Δόγμα, ή Χωρίς Δόγμα;

 

 

 

Έχουν γίνει προσπάθειες και επαναλαμβάνονται συχνά, να δοθεί προτεραιότητα στο προλεταριακό «στρατιωτικό δόγμα» απέναντι στην πραγματική δουλειά της οικοδόμησης του Κόκκινου Στρατού. Μέχρι και τα τέλη του 1917 η απόλυτη αρχή του ελιγμού αντιπαρατέθηκε στην «ιμπεριαλιστική» αρχή του πολέμου θέσεων. Η οργανωτική μορφή του στρατού έπρεπε να υποταχθεί στην επαναστατική στρατηγική του ελιγμού: Σώματα, μεραρχίες ακόμα και ταξιαρχίες θεωρήθηκαν σχηματισμοί δυσκίνητοι. Οι κήρυκες του προλεταριακού «στρατιωτικού δόγματος» πρότειναν να περιοριστεί ολόκληρη η στρατιωτική δύναμη της Δημοκρατίας σε ξεχωριστά σύνθετα αποσπάσματα ή συντάγματα. Στην ουσία, αυτό ήταν η ιδεολογία του αντάρτικου, απλώς λίγο αμβλυμμένη. Η ακραία «αριστερή» πτέρυγα υπεράσπιζε την τακτική του αντάρτικου ανοικτά. Κηρύχθηκε ένας ιερός πόλεμος ενάντια στους παλιούς κανονισμούς και ενάντια στους καινούργιους, γιατί παρουσίαζαν μεγάλες ομοιότητες με τους παλιούς. Η αλήθεια όμως είναι, ότι ακόμα και εκείνη την εποχή, οι υποστηρικτές του νέου δόγματος, όχι μόνον απέτυχαν να φτιάξουν ένα σχέδιο νέων κανονισμών, αλλά δεν παρουσίασαν έστω κι ένα μόνο άρθρο, που να υποβάλλει τους κανονισμούς μας σ’ οποιοδήποτε είδος σοβαρής κριτικής αρχών ή πρακτικής. Η χρησιμοποίηση εκ μέρους των αξιωματικών του παλιού στρατού θεωρήθηκε ασυμβίβαστη με την εισαγωγή ενός επαναστατικού δόγματος και ούτω καθ’ εξής.

Στην πραγματικότητα, οι θορυβώδεις καινοτόμοι ήταν οι ίδιοι ολοκληρωτικά αιχμάλωτοι του παλιού στρατιωτικού δόγματος. Απλώς προσπαθούσαν να βάλουν ένα μείον εκεί που προηγούμενα υπήρχε ένα συν. Όλη η ανεξάρτητη σκέψη τους περιοριζόταν απλά σ’ αυτό. Πάντως, η πραγματική δουλειά της δημιουργίας της ένοπλης δύναμης του εργατικού κράτους ακολούθησε ένα διαφορετικό μονοπάτι. Προσπαθήσαμε, ιδιαίτερα στην αρχή, να χρησιμοποιήσουμε όσο το δυνατόν περισσότερο τα έθιμα, τις συνήθειες, τη γνώση και τα μέσα που διατηρήσαμε από το παρελθόν και δεν μας προβλημάτισε καθόλου η έκταση που ο καινούργιος στρατός θα διέφερε από τον παλιό από τυπικά… οργανωτική και τεχνική άποψη, ή θα του έμοιαζε.

Κτίσαμε το στρατό από ανθρώπινο και τεχνικό υλικό που ήταν διαθέσιμο, προσπαθώντας παντού και πάντοτε να διασφαλίσουμε την κυριαρχία της προλεταριακής πρωτοπορίας στην οργάνωση του στρατού, δηλαδή, στο προσωπικού του στρατού, στη διοίκησή του, στη συνείδηση και στα συναισθήματά του. Ο θεσμός των Κομμισάριων δεν είναι κάποιο δόγμα του Μαρξισμού, ούτε κάποιο αναγκαίο μέρος του προλεταριακού «στρατιωτικού δόγματος». Κάτω από ορισμένες συνθήκες ήταν το απαραίτητο εργαλείο της προλεταριακής επιτήρησης, αρχηγίας και πολιτικής μόρφωσης στο στρατό και γι’ αυτό το λόγο είχε μεγάλη σπουδαιότητα στη ζωή των ενόπλων δυνάμεων της Σοβιετικής Δημοκρατίας. Συνδυάσαμε το παλιό επιτελικό προσωπικό με το καινούργιο και μόνο μ’ αυτόν τον τρόπο πετύχαμε το αναγκαίο αποτέλεσμα: Ο στρατός αποδείχθηκε ικανός να πολεμά στην υπηρεσία της εργατικής τάξης. Όσον αφορά τους στόχους του, την κυρίαρχη ταξική σύνθεση του σώματος των διοικητών και των Κομμισαρίων, το πνεύμα του και όλο το πολιτικό ηθικό του, ο Κόκκινος Στρατός διαφέρει ριζικά απ’ όλους τους άλλους στρατούς του κόσμου και βρίσκεται σε εχθρική αντίθεση απέναντί τους. Καθώς εξακολουθεί να αναπτύσσεται, ο Κόκκινος Στρατός, έχει γίνει και γίνεται όλο και περισσότερο όμοιος με αυτούς από τυπικά οργανωτική και τεχνική άποψη. Δεν αρκούν απλές προσπάθειες να πούμε κάτι καινούργιο σ’ αυτό το πεδίο.

Ο Κόκκινος Στρατός είναι η στρατιωτική έκφραση της προλεταριακής δικτατορίας. Αυτοί που απαιτούν μια πιο επίσημη διατύπωση, θα μπορούσαν να πουν ότι, ο Κόκκινος Στρατός είναι η στρατιωτική ενσάρκωση του «δόγματος» της προλεταριακής δικτατορίας – πρώτον, γιατί η δικτατορία του προλεταριάτου διασφαλίζεται μέσα από τον ίδιο τον Κόκκινο Στρατό και δεύτερον, γιατί η δικτατορία του προλεταριάτου θα ήταν αδύνατη χωρίς τον Κόκκινο Στρατό.

Το πρόβλημα πάντως είναι, ότι η αφύπνιση του ενδιαφέροντος για τη στρατιωτική θεωρία προκάλεσε στο ξεκίνημά της μια αναζωογόνηση ορισμένων δογματικών προκαταλήψεων της πρώτης περιόδου – προκαταλήψεις οι οποίες σίγουρα διατυπώνονται με καινούργιο τρόπο, αλλά οι οποίες δεν έχουν καλυτερεύσει έτσι με κανέναν τρόπο. Ορισμένοι οξύνοες καινοτόμοι ανακάλυψαν ξαφνικά ότι ζούμε, ή μάλλον δεν ζούμε, αλλά φυτρώνουμε χωρίς ένα στρατιωτικό δόγμα, όπως ο βασιλιάς στην ιστορία του Άντερσεν, που κυκλοφορούσε γυμνός, χωρίς να το ξέρει. «Είναι απαραίτητο επιτέλους να δημιουργήσουμε ένα δόγμα του Κόκκινου Στρατού» λένε μερικοί. Άλλοι σιγοντάρουν λέγοντας «βαδίζουμε λάθος, όσον αφορά όλα τα πρακτικά ζητήματα της στρατιωτικής οικοδόμησης, γιατί δεν έχουμε ακόμα λύσει τα βασικά προβλήματα του στρατιωτικού δόγματος. Τι είναι ο Κόκκινος Στρατός; Ποια ιστορικά καθήκοντα έχει; Θα διεξάγει αμυντικούς ή επιθετικούς επαναστατικούς πολέμους;» και πάει λέγοντας.

Έτσι προκύπτει, ότι δημιουργήσαμε τον Κόκκινο Στρατό και πολύ περισσότερο ένα νικηφόρο Κόκκινο Στρατό, αλλά αποτύχαμε να του δώσουμε ένα στρατιωτικό δόγμα. Επομένως αυτός ο στρατός εξακολουθεί να ζει σε μια κατάσταση σύγχυσης. Στο άμεσο ερώτημα: Τι θα έπρεπε να είναι αυτό το δόγμα του Κόκκινου Στρατού; παίρνουμε μια απάντηση: Πρέπει να περιλαμβάνει το συνολικό άθροισμα των αρχών της δομής, εκπαίδευσης και αξιοποίησης των ενόπλων δυνάμεών μας.

Αλλά αυτή η απάντηση είναι καθαρά τυπική. Ο σημερινός Κόκκινος Στρατός έχει τις αρχές του της «δομής, εκπαίδευσης και αξιοποίησης». Αυτό που χρειαζόμαστε να ξέρουμε είναι τι είδους δόγμα μας λείπει; Δηλαδή ποιο είναι το περιεχόμενο αυτών των νέων αρχών, που πρέπει να μπουν στο πρόγραμμα για τη δημιουργία του στρατού; Και είναι ακριβώς εδώ που αρχίζουν τα πιο συγκεχυμένα μπερδέματα. Κάποιο άτομο κάνει την εκπληκτική ανακάλυψη ότι ο Κόκκινος Στρατός είναι ένας ταξικός στρατός, ο στρατός της προλεταριακής δικτατορίας. Κάποιος άλλος προσθέτει σ’ αυτό, ότι, εφόσον ο Κόκκινος Στρατός είναι ένας επαναστατικός και διεθνής στρατός, πρέπει να είναι ένας επιθετικός στρατός. Ένας τρίτος προτείνει, λαμβάνοντας υπόψη αυτή την επιθετικότητα, ότι πρέπει να δώσουμε ιδιαίτερη σημασία στο ιππικό και την αεροπορία. Τέλος κάποιος τέταρτος προτείνει, ότι δεν πρέπει να ξεχάσουμε τη χρήση του tachanki, του Μάχνο. Ο γύρος του κόσμου σε ένα tachanka – να ένα δόγμα τον Κόκκινο Στρατό. Πάντως πρέπει να λεχθεί, ότι σ’ αυτές τις ανακαλύψεις κάποιοι σπόροι λογικής σκέψης -όχι νέοι, αλλά σωστοί- πνίγονται κάτω από τις βραχνιασμένες απεραντολογίες.

 

 

3.Τι είναι ένα στρατιωτικό δόγμα;

 

 

 

Ας μην ψάξουμε για γενικούς λογικούς ορισμούς, γιατί από μόνοι τους πολύ δύσκολα μπορούν να βγάλουν από τη δυσκολία2. Ας προσεγγίσουμε μάλλον ιστορικά το ζήτημα. Σύμφωνα με την παλιά άποψη, τα θεμέλια της στρατιωτικής επιστήμης είναι αιώνια και κοινά για όλες τις εποχές και τους λαούς.

Αλλά στις συγκεκριμένες διαθλάσεις τους, αυτές οι αιώνιες αλήθειες προσλαμβάνουν ένα εθνικό χαρακτήρα. Έτσι έχουμε ένα γερμανικό στρατιωτικό δόγμα, ένα γαλλικό, ένα ρώσικο και ούτω καθ’ εξής. Εάν παρόλα αυτά ελέγξουμε τον κατάλογο των αιώνιων αληθειών της στρατιωτικής επιστήμης, δεν θα αποκομίσουμε τίποτα παραπάνω από μερικά λογικά αξιώματα και Ευκλείδεια πορίσματα. Τα πλευρά πρέπει να προστατευθούν, τα μέσα επικοινωνίας και υποχώρησης πρέπει να διασφαλισθούν, το κτύπημα πρέπει να δοθεί στο λιγότερο προστατευμένο σημείο του εχθρού κλπ. Όλες αυτές οι αλήθειες, μ’ αυτήν την καθολική διατύπωση, ξεπερνούν τα όρια της πολεμικής τέχνης. Ο γάιδαρος, που κλέβει βρώμη από ένα σκισμένο σακκί (το πιο ανυπεράσπιστο σημείο του εχθρού) και προσεκτικά στρέφει τα οπίσθια του μακριά από την πλευρά, από την οποία μπορεί να εμφανισθεί ο κίνδυνος, δρα έτσι σύμφωνα με τις αιώνιες αρχές της στρατιωτικής επιστήμης. Κι όμως είναι αναμφισβήτητο, ότι αυτός ο γάιδαρος που μασουλάει βρώμη, δεν έχει διαβάσει ποτέ Κλαούζεβιτς ή έστω Λήρ.

Ο πόλεμος, το αντικείμενο της συζήτησής μας, είναι ένα κοινωνικό και ιστορικό φαινόμενο, που εμφανίζεται, αναπτύσσεται, αλλάζει τη μορφή του και πρέπει μοιραία να εξαφανιστεί. Γι’ αυτό το λόγο και μόνο ο πόλεμος δεν μπορεί να έχει αιώνιους νόμους. Αλλά το υποκείμενο του πολέμου είναι ο άνθρωπος, που διαθέτει ορισμένα σταθερά ανατομικά και πνευματικά γνωρίσματα, από τα οποία πηγάζουν ορισμένες πρακτικές και συνήθειες.

Ο άνθρωπος λειτουργεί σ’ ένα ειδικό και συγκριτικά σταθερό γεωγραφικό περιβάλλον. Έτσι σε όλους τους πολέμους, σε όλες τις εποχές και ανάμεσα σε όλους τους λαούς έχουν προκύψει ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά, σχετικά σταθερά, αλλά με κανέναν τρόπο απόλυτα. Βασισμένη σ’ αυτά τα χαρακτηριστικά, έχει αναπτυχθεί ιστορικά μια τέχνη του πολέμου. Οι πρακτικές της και οι μέθοδοί της υφίστανται αλλαγές, μαζί με τις κοινωνικές συνθήκες, που την κυβερνούν (τεχνολογία, ταξική τομή, μορφές κρατικής εξουσίας).

Η έκφραση «εθνικό στρατιωτικό δόγμα» συνεπάγεται ένα συγκριτικά σταθερό, αλλά ωστόσο προσωρινό πλέγμα (συνδυασμός) στρατιωτικών υπολογισμών, μεθόδων, διαδικασιών, συνηθειών, συνθημάτων, αισθημάτων, που ανταποκρίνονται όλα στη δομή της δοσμένης κοινωνίας σαν σύνολο και, πρώτα και κύρια, στο χαρακτήρα της κυρίαρχης τάξης της.

Παραδείγματος χάρη, τι είναι το στρατιωτικό δόγμα της Βρετανίας; Στη σύνθεσή του εμφανώς υπεισέρχεται (ή συνήθιζε να υπεισέρχεται) η αναγνώριση της ανάγκης για ναυτική ηγεμονία, μαζί με μια αρνητική στάση για ένα σταθερό στρατό ξηράς και την υποχρεωτική θητεία – ή πιο συγκεκριμένα, αναγνώριση της ανάγκης της Βρετανίας να έχει ένα ναυτικό ισχυρότερο από το συνδυασμό των ναυτικών των δύο αμέσως επόμενων ισχυρών δυνάμεων και τη διατήρηση ενός μικρού στρατού εθελοντών, πράγμα που ήταν δυνατόν μέσα σ’ αυτήν την κατάσταση. Συνδυασμένη μ’ αυτήν την ανάγκη ήταν η υποστήριξη μια τέτοιας τάξης στην Ευρώπη, που δεν θα επέτρεπε σε καμιά χερσαία δύναμη να αποκτήσει αποφασιστική επικυριαρχία στην Ήπειρο.

Αναμφίβολα, αυτό το βρετανικό «δόγμα» ήταν το πιο σταθερό απ’ όλα τα τα στρατιωτικά δόγματα. Η σταθερότητα και η οριστικότητά του καθορίζονταν από την παρατεταμένη, σχεδιασμένη και αδιατάρακτη εξέλιξη της βρετανικής ισχύος, χωρίς γεγονότα και αναστατώσεις τέτοιες, που θα μπορούσαν να αλλάξουν ριζικά το συσχετισμό δυνάμεων στον κόσμο (ή στην Ευρώπη, που προηγούμενα αντιστοιχούσε στο ίδιο πράγμα). Τώρα πάντως αυτή η κατάσταση έχει διαταραχθεί τελείως. Η Βρετανία κατάφερε στο δικό της «δόγμα» το μεγαλύτερο κτύπημα, όταν υποχρεώθηκε στη διάρκεια του πολέμου να κτίσει το στρατό της στη βάση της υποχρεωτικής θητείας. Η «ισορροπία δυνάμεων» στην Ευρωπαϊκή Ήπειρο έχει ανατραπεί. Κανένας δεν έχει εμπιστοσύνη στη σταθερότητα του νέου συσχετισμού δυνάμεων.

Η ισχύς των Ηνωμένων Πολιτειών αποκλείει την πιθανότητα της αυτόματος διατήρησης πια της κυρίαρχης θέσης του βρετανικού ναυτικού. Προς το παρόν είναι πολύ νωρίς να πούμε εκ των προτέρων ποιο θα είναι το αποτέλεσμα της Διάσκεψης της Ουάσιγκτον. Αλλά είναι αρκετά εμφανές, ότι από την εποχή του ιμπεριαλιστικού πολέμου, το βρετανικό «στρατιωτικό δόγμα» έχει γίνει ανεπαρκές, χρεοκοπημένο και αρκετά ανάξιο. Δεν έχει αντικατασταθεί ακόμα από κάποιο καινούργιο.

Και είναι πολύ αμφίβολο, εάν θα υπάρξει κάποιο καινούργιο, γιατί η εποχή των στρατιωτικών και επαναστατικών αναστατώσεων και των ριζοσπαστικών ανακατατάξεων των παγκόσμιων δυνάμεων αφήνει πολύ στενά περιθώρια για ένα στρατιωτικό δόγμα, με την έννοια που το περιγράψαμε παραπάνω (αναφερόμενοι στη Βρετανία): Ένα στρατιωτικό «δόγμα» προϋποθέτει μια σχετικά σταθερή κατάσταση, εξωτερική και εσωτερική.

Εάν γυρίσουμε στις χώρες της ευρωπαϊκής ηπείρου, ακόμα και στο παρελθόν, βρίσκουμε, ότι εκεί το στρατιωτικό δόγμα παίρνει ένα σαφώς λιγότερο οριστικό και σταθερό χαρακτήρα. Τι αποτελούσε το περιεχόμενο του στρατιωτικού δόγματος στη Γαλλία ακόμα και στο μεσοδιάστημα μεταξύ του Γάλλο-Πρωσικού Πολέμου του 1870-71 και του ιμπεριαλιστικού πολέμου το 1914; Η αναγνώριση, ότι η Γερμανία ήταν ο κληρονομικός και ασυμφιλίωτος εχθρός, η ιδέα της ρεβάνς, η εκπαίδευση του στρατού και της νέας γενιάς στο πνεύμα αυτής της ιδέας, η καλλιέργεια μιας συμμαχίας με τη Ρωσία, η λατρεία της στρατιωτικής ισχύος του τσαρικού καθεστώς και τελικά η διατήρηση, αν και όχι με πολλή εμπιστοσύνη της βοναπαρτιστικής στρατιωτικής παράδοσης της τολμηρής επίθεσης. Η παρατεταμένη περίοδος της ένοπλης ειρήνης από το 1871 έως το 1914, επένδυσε ωστόσο το πολιτικό-στρατιωτικό προσανατολισμό της Γαλλία με σχετική σταθερότητα. Αλλά τα καθαρά στρατιωτικά στοιχεία του γαλλικού δόγματος ήταν πολύ αδύναμα.

Ο πόλεμος υπέβαλε το δόγμα του επιτιθέμενου σε μια αυστηρή δοκιμασία. Μετά τις πρώτες εβδομάδες, ο γαλλικός στρατός θάφτηκε στα χαρακώματα και παρόλο που οι αληθινοί γάλλοι στρατηγοί και αληθινές γαλλικές εφημερίδες δεν σταμάτησαν να επαναλαμβάνουν στην πρώτη περίοδο του πολέμου ότι ο πόλεμος των χαρακωμάτων ήταν κατά βάση μια γερμανική επινόηση, που δεν βρισκόταν σε καμιά αρμονία με το ηρωικό πνεύμα του Γάλλου μαχόμενου, ωστόσο όλος ο πόλεμος εξελίχθηκε σαν αγώνας ανακατάληψης θέσεων. Σήμερα, το δόγμα της καθαρής επίθεσης, αν και περιλήφθηκε στους νέους κανονισμούς, αμφισβητείται έντονα, όπως θα δούμε, μέσα στην ίδια τη Γαλλία.

Το στρατιωτικό δόγμα τής μετά το Μπίσμαρκ Γερμανίας ήταν ασύγκριτα πιο επιθετικό στην ουσία, ευθυγραμμισμένο με την πολιτική της χώρας, αλλά πολύ περισσότερο προσεκτικό στις στρατηγικές του διατυπώσεις. «Οι αρχές της στρατηγικής με κανέναν τρόπο δεν υπερβαίνουν την κοινή λογική» ήταν η οδηγία, που δινόταν στους νεώτερους αξιωματικούς της Γερμανίας. Πάντως η ραγδαία ανάπτυξη του καπιταλιστικού πλούτου και του πληθυσμού ανύψωσαν τους κυρίαρχους κύκλους και πάνω απ’ όλα την κάστα των ευγενών αξιωματικών της Γερμανίας σε ακόμη μεγαλύτερα ύψη.

Οι κυρίαρχες τάξεις της Γερμανίας δεν είχαν την εμπειρία τού να λειτουργούν σε παγκόσμια κλίμακα: απέτυχαν στο να υπολογίσουν ορθά τις δυνάμεις και τις εφεδρείες και προσέδωσαν στη διπλωματία τους και τη στρατηγική τους ένα υπερεπιθετικό χαρακτήρα, που απείχε κατά πολύ από την «κοινή λογική». Ο γερμανικός μιλιταρισμός έπεσε θύμα του δικού του αχαλίνωτου επιθετικού πνεύματος.

Τι συνάγεται απ’ αυτό; Ότι η έκφραση «εθνικό δόγμα» υποδήλωνε στο παρελθόν ένα πλέγμα σταθερών κατευθυντήριων ιδεών στις διπλωματικές και στρατιωτικό-πολιτικές σφαίρες και στρατηγικών οδηγιών, που λίγο ως πολύ συνδέονταν μ’ αυτές. Επιπρόσθετα, το λεγόμενο στρατιωτικό δόγμα -η διατύπωση δηλαδή του στρατιωτικού προσανατολισμού της κυρίαρχης τάξης μιας δεδομένης χώρας σε διεθνείς συνθήκες- αποδείχθηκε, ότι ήταν τόσο πιο καθοριστικό, όσο πιο σαφής, σταθερή και προγραμματισμένη ήταν η εσωτερική και διεθνής θέση αυτής της χώρας, στην πορεία της ανάπτυξής της.

Ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος και η εποχή της μέγιστης αστάθειας που ακολούθησε, έχουν στην κυριολεξία αφαιρέσει σε όλες τις σφαίρες, το έδαφος κάτω από τα πόδια του εθνικού στρατιωτικού δόγματος και έφεραν στην ημερήσια διάταξη την ανάγκη ενός ευέλικτου υπολογισμού μιας μεταβαλλόμενης κατάστασης, με τις νέες ομαδοποιήσεις της και τους συνδυασμούς και τις «άνευ αρχών» αλλαγές κατεύθυνσης και λοξοδρομήσεις της, κάτω από το σινιάλο των σημερινών αγωνιών και συναγερμών. Η Διάσκεψη της Ουάσιγκτον μας δίνει μια διδακτική εικόνα προς αυτήν την κατεύθυνση. Είναι μάλλον αναμφισβήτητο, ότι σήμερα, μετά τη δοκιμασία στην οποία υποβλήθηκαν τα παλιά στρατιωτικά δόγματα, ούτε μία χώρα δεν έχει αποκτήσει αρκετά σταθερές ιδέες και αρχές, έτσι ώστε να τις νομιμοποιήσει σαν εθνικό στρατιωτικό δόγμα.

Θα μπορούσε κανείς, είναι αλήθεια, να διακινδυνεύσει, να πάρει σαν δεδομένο, ότι τα εθνικά στρατιωτικά δόγματα, θα πάρουν για μια ακόμη φορά μορφή, αμέσως μόλις εγκαθιδρυθεί ένας νέος συσχετισμός δυνάμεων στον κόσμο, μαζί με τη θέση μέσα σ’ αυτόν κάθε ξεχωριστού κράτους.

Αυτό προϋποθέτει πάντως, ότι θα διαλυθεί η επαναστατική εποχή των κοινωνικών αναστατώσεων και θα την διαδεχθεί μια νέα εποχή οργανικής ανάπτυξης. Αλλά δεν υπάρχει καθόλου έδαφος για μια τέτοια προϋπόθεση.

 

 

4.Κοινοτοπίες και Ακατάσχετη φλυαρία

 

 

Θα υπέθετε κανένας, ότι η πάλη ενάντια στη Σοβιετική Ρωσία, έπρεπε να είναι ένα μάλλον σταθερό στοιχείο στο «στρατιωτικό δόγμα» όλων των καπιταλιστικών κρατών στην παρούσα εποχή Αλλά ακόμα κι αυτό δεν συμβαίνει. Η περιπλοκότητα της παγκόσμιας κατάστασης, η τερατώδης διασταύρωση των αντιφατικών συμφερόντων και κυρίως η ασταθής κοινωνική βάση των αστικών κυβερνήσεων, αποκλείουν την πιθανότητα να πραγματοποιηθεί με συνέπεια ακόμα κι ένα «στρατιωτικό δόγμα», δηλαδή η πάλη ενάντια στη Σοβιετική Ρωσία. Ή, για να είμαστε πιο ακριβείς, η πάλη ενάντια στη Σοβιετική Ρωσία αλλάζει μορφή τόσο συχνά και προχωρά με τέτοια ζιγκ-ζαγκ, που θα ήταν θανάσιμα επικίνδυνο για μας, να αμβλύνουμε την επαγρύπνησή μας με δογματικές φράσεις και φόρμουλες, που αφορούν τις διεθνείς σχέσεις. Το μόνο φυσικό και σωστό «δόγμα» για μας είναι: να είμαστε άγρυπνοι και να κρατάμε και τα δύο μας μάτια ανοικτά! Είναι αδύνατο να δώσουμε μια απάντηση άνευ όρων ακόμα και όταν το ζήτημα τίθεται στην πιο ωμή μορφή του: το κυρίως μέτωπο της στρατιωτικής μας δραστηριότητας τα επόμενα χρόνια θα είναι στην Ανατολή, ή στη Δύση; Η διεθνής κατάσταση είναι πολύ περίπλοκη.

Η γενική πορεία της ιστορικής ανάπτυξης είναι καθαρή, αλλά τα γεγονότα δεν ακολουθούν μια προκαθορισμένη τάξη, κι ούτε ωριμάζουν σύμφωνα μ’ ένα ορισμένο σχέδιο. Πρακτικά, θα πρέπει να αντιδρά κανείς όχι «στην πορεία», αλλά στην πραγματικότητα, στα γεγονότα. Δεν είναι δύσκολο να μαντέψει κανείς τις ιστορικές παραλλαγές, που θα μας υποχρέωναν να παρατάξουμε τις δυνάμεις μας κυρίως στην Ανατολή, ή, αντίστροφα στη Δύση, ερχόμενοι σε βοήθεια των επαναστάσεων, διεξάγοντας έναν αμυντικό πόλεμο, ή, από την άλλη πλευρά, να βρεθούμε στην ανάγκη να επιτεθούμε. Μόνο η Μαρξιστική μέθοδος του διεθνούς προσανατολισμού, του υπολογισμού των ταξικών δυνάμεων με τους συνδυασμούς και τις αλλαγές τους, μπορεί να μας διευκολύνει να βρούμε μια κατάλληλη λύση σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση. Δεν είναι δυνατόν να εφεύρουμε μια γενική φόρμουλα, που θα έκφραζε την ουσία των στρατιωτικών μας καθηκόντων στην ερχόμενη περίοδο.

Μπορεί ωστόσο κανείς, κι αυτό δε γίνεται σπάνια, να δώσει στην έννοια του στρατιωτικού δόγματος ένα πιο συγκεκριμένο και περιοριστικό περιεχόμενο, εννοώντας εκείνες τις θεμελιώδεις αρχές των καθαρά στρατιωτικών υποθέσεων, οι οποίες κανονίζουν όλες τις όψεις της στρατιωτικής οργάνωσης, της τακτικής και της στρατηγικής. Μ’ αυτήν την έννοια μπορεί να λεχθεί, ότι το περιεχόμενο των στρατιωτικών κανονισμών καθορίζεται άμεσα από το στρατιωτικό δόγμα. Αλλά, τι είδους αρχές είναι αυτές; Ορισμένοι δογματικοί απεικονίζουν το θέμα ως εξής: είναι αναγκαίο να θεμελιώσουμε την ουσία και το σκοπό του στρατού, τα καθήκοντά του, κι απ’ αυτόν τον ορισμό θα εξάγει κανείς μετά την οργάνωσή του, τη στρατηγική και την τακτική και θα ενσωματώσει αυτά τα συμπεράσματα στους κανονισμούς του.

Στην πραγματικότητα, μια τέτοια προσέγγιση του ζητήματος είναι σχολαστική και άψυχη. Πόσο κοινότοπες και χωρίς περιεχόμενο είναι αυτές που θεωρούνται σα βασικές αρχές της στρατιωτικής τέχνης, μπορεί να το δει κανείς από τον επίσημα αναφερόμενο ισχυρισμό του Φος3, ότι η ουσία του σύγχρονου πολέμου είναι: «να αναζητηθούν οι δυνάμεις του στρατού του εχθρού για να ηττηθούν και να καταστραφούν, να υιοθετηθούν, μόνο μ’ αυτό τον τελικό στόχο, η κατεύθυνση και η τακτική, που μπορούν να οδηγήσουν σ’ αυτόν με τον γρηγορότερο και ασφαλέστερο τρόπο». Εξαιρετική εμβρίθεια! Πόσο αξιοσημείωτα πλαταίνει τον ορίζοντά μας. Χρειάζεται μόνο να προσθέτει κανείς σ’ αυτό ότι η ουσία των σύγχρονων μεθόδων διατροφής έγκειται στο να εντοπίσει κανείς το άνοιγμα του στόματος, να βάλει μέσα την τροφή και αφού την έχει μασήσει με τη λιγότερη δυνατή καταβολή ενέργειας να τη καταπιεί! Γιατί να μη προσπαθήσουμε να εξάγουμε απ’ αυτή την αρχή η οποία με κανένα τρόπο δεν είναι κατώτερη από εκείνην που εισηγήθηκε ο Φος τι ακριβώς είδος τροφής θέλουμε και πώς να τη μαγειρέψουμε και πότε ακριβώς κάποιος θα την καταπιεί και πάνω απ’ όλα πώς θα προμηθευτούμε αυτή τη τροφή;

Τα στρατιωτικά θέματα είναι πολύ εμπειρικά πολύ πρακτικά θέματα. Είναι πολύ τολμηρό εγχείρημα, να προσπαθήσει κανείς να το αναγάγει σ’ ένα σύστημα στο οποίο οι κανονισμοί της μάχιμης υπηρεσίας, η ίδρυση μιας ύλης τεθωρακισμένων και τα κόψιμο μιας στολής εξάγονται από θεμελιώδεις αρχές. Αυτό το καταλαβαίνει καλά ο γέρος Κλαούζεβιτς:

«Δε θα ήταν ίσως αδύνατο, να γραφεί μια συστηματική θεωρία του πολέμου, γεμάτη ευφυΐα και ουσία αλλά οι θεωρίες που προς το παρόν διαθέτουμε είναι πολύ διαφορετικές. Πέρα από το αντιεπιστημονικό τους πνεύμα, προσπαθούν τόσο σκληρά να κάνουν τα συστήματά τους ολοκληρωμένα και με συνοχή, ώστε τα παραγεμίζουν με κοινοτοπίες, αληθοφάνειες και ανοησίες κάθε είδους.»4

 

 

5.Εμείς έχουμε, ή δεν έχουμε ένα Στρατιωτικό Δόγμα;

 

 

Λοιπόν χρειαζόμαστε ή δεν χρειαζόμαστε «ένα στρατιωτικό δόγμα»; Μερικοί με κατηγορούν, ότι «αποφεύγω» να δώσω μια απάντηση σ’ αυτήν την ερώτηση. Αλλά, τελικά, για να δώσει κανείς μια απάντηση θα πρέπει να ξέρει, γιατί τον ρωτούν, δηλαδή, τι εννοούν λέγοντας στρατιωτικό δόγμα. Μέχρις ότου τεθεί το ερώτημα καθαρά και κατανοητά, δεν μπορεί κανείς παρά να «αποφύγει» να απαντήσει. Για να μπορέσουμε να έρθουμε πιο κοντά στο σωστό τρόπο διατύπωσης του ζητήματος, ας χωρίσουμε την ίδια την ερώτηση, ακολουθώντας αυτά που λέγαμε προηγουμένως, στα συστατικά της στοιχεία: Αν κοιτάξουμε μ’ αυτό τον τρόπο το «στρατιωτικό δόγμα» μπορούμε να πούμε ότι αποτελείται από τα ακόλουθα στοιχεία:

  1. Τον θεμελιώδη (ταξικό) προσανατολισμό της χώρας μας, που εκφράζεται από την κυβέρνηση της στα ζητήματα της οικονομίας, της κουλτούρας και ούτω καθ’ εξής, δηλαδή, την εσωτερική πολιτική.
  2. Τον διεθνή προσανατολισμό του εργατικού κράτους. Τις πιο σημαντικές γραμμές της διεθνούς πολιτικής μας και σε συνάρτηση μ’ αυτό, τα πιθανά θέατρα των στρατιωτικών μας επιχειρήσεων.
  3. Τη σύνθεση και τη δομή του Κόκκινου Στρατού, σύμφωνα με τη φύση του εργατικού και αγροτικού κράτους και τα καθήκοντα των ενόπλων δυνάμεων του.
  4. Τη στρατηγική και τακτική διαπαιδαγώγηση του Κόκκινου Στρατού.

Η διδασκαλία σε θέματα οργάνωσης του στρατού (σημ. 3) μαζί με τη διδασκαλία σε θέματα στρατηγικής (σημ. 4), πρέπει προφανώς, να αποτελέσουν το στρατιωτικό δόγμα με την κανονική (η στενή) έννοια της λέξης.

Η ανάλυση θα μπορούσε να φθάσει πιο μακριά. Έτσι είναι δυνατό να διαχωρίσουμε από τα σημεία που αναφέραμε παραπάνω τα προβλήματα που αφορούν τη τεχνολογία του Κόκκινου Στρατού, ή τον τρόπο με τον οποίο γίνεται σ’ αυτόν η προπαγάνδα κλπ.

Πρέπει η Κυβέρνηση το Κόμμα που ηγείται και το Υπουργείο Πολέμου να έχουν ορισμένες απόψεις για όλα αυτά τα ζητήματα; Μα, φυσικά, πρέπει να έχουν. Πώς θα μπορούσαμε να χτίσουμε τον Κόκκινο Στρατό, εάν δεν είχαμε απόψεις για το ποια θα έπρεπε να είναι η κοινωνική του σύνθεση, η στρατολόγηση των αξιωματικών και κομισάριων, για το πώς θα έπρεπε να σχηματισθούν οι μονάδες του, να εκπαιδευτούν και να διαπαιδαγωγηθούν και λοιπά; Και τότε, δεν θα μπορούσε κανείς να απαντήσει σ’ αυτές τις ερωτήσεις χωρίς να εξετάσει τα θεμελιώδη καθήκοντα, εσωτερικά και διεθνή, του εργατικού κράτους. Με άλλα λόγια το Υπουργείο Πολέμου πρέπει να έχει κατευθυντήριες αρχές πάνω στις οποίες να κτίσει, να εκπαιδεύσει και να αναδιοργανώσει το στρατό.

Θα έπρεπε κανείς (και μπορεί) να ονομάσει το συνολικό άθροισμα αυτών των αρχών στρατιωτικό δόγμα;

Σ’ αυτό, η απάντησή μου υπήρξε και είναι ακόμα και τώρα: Αν θέλει κανείς να ονομάσει το συνολικό άθροισμα των αρχών του Κόκκινου Στρατού και των πρακτικών μεθόδων, στρατιωτικό δόγμα, τότε, αν και δεν συμμερίζομαι αυτή την αδυναμία για τα ξεβαμμένα γαλόνια της παλιάς γραφειοκρατίας, δεν πρόκειται να τσακωθώ γι αυτό (αυτή είναι η «αποφυγή» μου). Αλλά, αν είναι κανείς τόσο θρασύς, ώστε να ισχυρισθεί, ότι δεν έχουμε αυτές τις αρχές και τις πρακτικές μεθόδους,5 ότι η συλλογική μας σκέψη δεν έχει δουλέψει και δεν δουλεύει πάνω σ’ αυτές, η απάντησή μου είναι: Δεν λέτε αλήθεια, μεθάτε τον εαυτό σας και τους άλλους με ακατάσχετες φλυαρίες. Αντί να φωνάζετε για το στρατιωτικό δόγμα, δείξτε το, δείξτε μας, τουλάχιστον ένα μόριο που λείπει από τον Κόκκινο Στρατό.

Αλλά το όλο πρόβλημα είναι, ότι μόλις οι στρατιωτικοί μας «δογματικοί», από τους θρήνους για το πόσο χρήσιμο θα ήταν ένα δόγμα, αποπειρώνται να μας προμηθεύουν κι αυτοί επίσης επαναλαμβάνουν, όχι πολύ καλά, ότι έχει ήδη ειπωθεί πολύ πριν, ότι έχει γίνει συνείδησή μας, ότι έχει ενσωματωθεί στις αποφάσεις των συνεδρίων του κόμματος και των Σοβιέτ, στα ψηφίσματα, στα διατάγματα στους κανονισμούς και στις οδηγίες, πολύ καλύτερα και πολύ ακριβέστερα από ότι έχει γίνει από τους δήθεν νεωτεριστές μας, ή παθαίνουν σύγχυση σκοντάφτουν και προβάλλουν εντελώς απαράδεκτες επινοήσεις.

Θα το αποδείξουμε τώρα αυτό παίρνοντας υπ’ όψη κάθε συστατικό στοιχείο μέσα στο αποκαλούμενο στρατιωτικό δόγμα.

 

 

6.Τι Είδους Στρατό Ετοιμάζουμε και για ποια Καθήκοντα;

 

 

 

 

«Ο παλιός στρατός ήταν ένα εργαλείο ταξικής καταπίεσης του εργαζόμενου λαού, από την αστική τάξη. Με την μεταβίβαση της εξουσίας στις εργαζόμενες και καταπιεσμένες τάξεις, έχει προβάλει η ανάγκη για ένα στρατό, σαν κύριο στήριγμα της εξουσίας των Σοβιέτ προς το παρόν, και βάση για αντικατάσταση του τακτικού στρατού με τον εξοπλισμό όλου του λαού στο άμεσο μέλλον, και στήριγμα της επερχόμενης Σοσιαλιστικής Επανάστασης στην Ευρώπη».

Αυτό διαβάζει κανείς στο διάταγμα του σχηματισμού του Κόκκινου Στρατού, που εκδόθηκε από το Συμβούλιο των Κομισάριων του Λαού στις 12 Γενάρη του 1918.6

Λυπάμαι πολύ που δεν μπορώ να παραθέσω εδώ όλα όσα είχαν ειπωθεί αναφορικά με τον Κόκκινο Στρατό στο πρόγραμμα του Κόμματος μας και στις αποφάσεις των συνεδρίων μας. Θερμά συνιστώ στον αναγνώστη να τα ξαναδιαβάσει. Αυτά τα γραπτά είναι χρήσιμα και διδακτικά.

Σ’ αυτά διατυπώνεται πολύ καθαρά «τι είδους στρατό ετοιμάζουμε και για ποια καθήκοντα». Τι ετοιμάζονται οι νεοφερμένοι στρατιωτικοί δογματιστές να προσθέσουν σ’ αυτό; Αντί να χάνουν άσκοπα το χρόνο τους με το να συντάξουν με άλλα λόγια, τις ακριβείς και καθαρές διαπιστώσεις, θα έκαναν καλύτερα, να αφιερώσουν τον εαυτό τους στο να τις εξηγήσουν λεπτομερέστερα μέσα από την προπαγανδιστική δουλειά ανάμεσα στους νεαρούς άνδρες του Κόκκινου Στρατού. Αυτό θα ήταν πολύ πιο χρήσιμο.

Αλλά, θα μπορούσε να πει κανείς και έχει ειπωθεί, ότι οι αποφάσεις και τα διατάγματα δεν τονίζουν αρκετά τον ΔΙΕΘΝΗ ρόλο του Κόκκινου Στρατού, και ιδιαίτερα, την ανάγκη προετοιμασίας του για επιθετικούς επαναστατικούς πολέμους. Ο Σολόμιν δίνει ιδιαίτερη έμφαση σ’ αυτό το σημείο… «Εμείς ετοιμάζουμε τον ταξικό στρατό του προλεταριάτου» γράφει στην σελίδα 22 του άρθρου του, «έναν εργατο-αγροτικό στρατό, όχι μόνο για την άμυνα απέναντι στην αντεπανάσταση των αστών και των γαιοκτημόνων αλλά επίσης για επαναστατικούς πολέμους τόσο επιθετικούς, όσο και αμυντικούς ενάντια στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, για πολέμους μισο-εμφύλιου τύπου όπου η επιθετική στρατηγική μπορεί να παίξει σπουδαίο ρόλο». Αυτή είναι η αποκάλυψη, σχεδόν το επαναστατικό ευαγγέλιο του Σολόμιν. Αλλά, αλίμονο, όπως συχνά συμβαίνει με τους Αποστόλους, ο συγγραφέας μας απατάται οικτρά νομίζοντας ότι έχει ανακαλύψει κάτι καινούργιο.

Αυτός το μόνο που κάνει, είναι να διατυπώνει και μάλιστα πενιχρά κάτι παλιό.

Ακριβώς επειδή ο πόλεμος είναι μια συνέχεια της πολιτικής, με το όπλο στο χέρι, δεν υπήρξε ποτέ κι ούτε θα μπορούσε να υπάρχει στο Κόμμα μας, καμιά διαφωνία πάνω σε αρχές σχετικά με την θέση που οι επαναστατικοί πόλεμοι μπορούν και θα έπρεπε να καταλαμβάνουν στην ανάπτυξη της παγκόσμιας επανάστασης της εργατικής τάξης. Αυτό το θέμα βάλαμε και ξεκαθαρίσαμε στο ρώσικο Μαρξιστικό Τύπο εδώ και αρκετό καιρό. Θα μπορούσα να παραθέσω δεκάδες κύρια άρθρα από τον τύπο του Κόμματος, ειδικά στην περίοδο του ιμπεριαλιστικού πολέμου, που θεωρούν τον επαναστατικό πόλεμο από ένα εργατικό κράτος σαν κάτι που θεωρείται δεδομένο.

Αλλά θα πάω πίσω ακόμη πιο μακρυά και θα παραθέσω μερικές γραμμές που είχα την ευκαιρία να γράψω στα 1905-1906.

«Αυτή (η ανάπτυξη της Ρώσικης επανάστασης) δίνει άμεσα στα γεγονότα που διαδραματίζονται τώρα, ένα διεθνή χαρακτήρα και ανοίγει ένα πλατύ ορίζοντα. Η πολιτική χειραφέτηση της Ρωσίας κάτω από την ηγεσία της εργατικής τάξης, θα ανυψώσει αυτή την τάξη, σ’ ένα ύψος εντελώς άγνωστο μέχρι στιγμής στην ιστορία θα της μεταβιβάσει μια κολοσσιαία δύναμη και πόρους, και θα την κάνει τον πρωτεργάτη στην καταστροφή του παγκόσμιου καπιταλισμού, για την οποία ιστορία έχει δημιουργήσει όλες τις αντικειμενικές συνθήκες.

Εάν το Ρώσικο προλεταριάτο έχοντας συνεχώς αναπτυσσόμενη δύναμη, δεν πάρει την πρωτοβουλία να συνεχίσει την επανάσταση στο ευρωπαϊκό έδαφος θα αναγκαστεί να το κάνει από τις δυνάμεις της αστικο-φεουδαρχικής αντίδρασης.

Βέβαια θα ήταν πρόωρο αυτή τη στιγμή να καθορίσουμε τις μεθόδους με τις οποίες η Ρώσικη Επανάσταση θα εξαπλωθεί ενάντια στη γηραιά καπιταλιστική Ευρώπη. Αυτές οι μέθοδοι θα αποκαλυφθούν εντελώς απροσδόκητα. Ας πάρουμε το παράδειγμα της Πολωνίας σαν το κρίκο ανάμεσα στην επαναστατική Ανατολή και στην επαναστατική Δύση αν και παίρνουμε αυτό το παράδειγμα σαν μια σκιαγράφηση της ιδέας μας παρά σαν μια πραγματική πρόβλεψη.

Ο θρίαμβος της επανάστασης στη Ρωσία θα σημάνει την αναπόφευκτη νίκη της επανάστασης στην Πολωνία. Δεν είναι δύσκολο να φανταστείς ότι η ύπαρξη ενός επαναστατικού καθεστώτος στις εννέα (έτσι) επαρχίες7 της Ρώσικης Πολωνίας θα οδηγήσει στην εξέγερση της Γαλικίας και του Πόζναν8 Οι κυβερνήσεις των Χοεντσόλλερν και των Αψβούργων θα απαντήσουν σ’ αυτό στέλνοντας στρατιωτικές δυνάμεις στα πολωνικά σύνορα, με σκοπό να τα περάσουν για να μπορέσουν να χτυπήσουν τον εχθρό τους ακριβώς στο κέντρο του – τη Βαρσοβία. Είναι πολύ καθαρό ότι η Ρώσικη Επανάσταση δεν μπορεί να αφήσει τη Δυτική εμπροσθοφυλακή της στα χέρια των Πρώσσο-Αυστριακών στρατιωτικών. Ο πόλεμος ενάντια στις κυβερνήσεις του Γουλιέλμου του 1ου και του Φραγκίσκου Ιωσήφ κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες θα γινόταν μια πράξη αυτοάμυνας από την πλευρά της επαναστατικής κυβέρνησης της Ρωσίας. Ποια στάση λοιπόν θα κρατούσε το αυστριακό και το γερμανικό προλεταριάτο τότε; Είναι προφανές ότι δεν θα μπορούσαν να μείνουν ψυχροί παρατηρητές ενώ οι στρατοί των χωρών τους θα ξεκινούσαν μια αντεπαναστατική σταυροφορία. Ένας πόλεμος ανάμεσα στην αστικο-φεουδαρχική Γερμανία και την επαναστατική Ρωσία θα οδηγούσε αναπόφευκτα σε μια προλεταριακή επανάσταση στη Γερμανία. Θα μπορούσαμε να πούμε σ’ αυτούς που θεωρούν αυτό τον ισχυρισμό πολύ κατηγορηματικό να προσπαθήσουν και να σκεφτούν οποιοδήποτε άλλο ιστορικό γεγονός που θα μπορούσε να αναγκάσει τους Γερμανούς εργάτες και τους Γερμανούς αντιδραστικούς να έρθουν σε μια ανοιχτή αναμέτρηση». (Βλέπε Trotsky, Nasha Revolyutsiya» [Η Επανάστασή μας], σελ. 280)9

Φυσικά τα γεγονότα δεν διαδραματίστηκαν με την ιστορική σειρά που δηλώνεται εδώ – απλά σαν ένα παράδειγμα για να σκιαγραφηθεί μια ιδέα σ’ αυτές τις γραμμές που γράφτηκαν δεκαέξι χρόνια πριν. Αλλά η βασική πορεία της ανάπτυξης έχει επαληθεύσει και εξακολουθεί να επαληθεύει την πρόγνωση ότι η εποχή της προλεταριακής επανάστασης την φέρνει αναπόφευκτα στο πεδίο της μάχης ενάντια στις δυνάμεις της παγκόσμιας αντίδρασης. Έτσι από μιάμιση δεκαετία πριν, ήδη καταλάβαμε καλά στην ουσία «Τι είδους στρατό και για ποια καθήκοντα» έπρεπε να προετοιμαστούμε.

 

 

7.Επαναστατική Πολιτική και Μεθοδισμός

 

 

 

Έτσι λοιπόν, για μας δεν τίθεται θέμα αρχής όσο αφορά τον επαναστατικό επιθετικό πόλεμο. Αλλά σε σχέση με το «δόγμα», το προλεταριακό κράτος πρέπει να πει το ίδιο που είχε διατυπωθεί στο τελευταίο συνέδριο της Διεθνούς αναφορικά με την επαναστατική επίθεση των εργατικών μαζών σε ένα αστικό κράτος (το δόγμα της επίθεσης) μόνο ένα προδότης θα μπορούσε να αρνηθεί την επίθεση, αλλά μόνο ένας αφελής θα μπορούσε να υποβιβάσει την συνολική μας στρατηγική στην επίθεση.

Δυστυχώς δεν είναι λίγοι οι αφελείς της επίθεσης ανάμεσα στους νεοεμφανιζόμενους δογματιστές μας, που κάτω από τη σημαία του στρατιωτικού δόγματος προσπαθούν να παρουσιάσουν μέσα στους στρατιωτικούς μας κύκλους εκείνες τις μονόπλευρες «αριστερές»τάσεις, οι οποίες στο Τρίτο Κομμουνιστικό Συνέδριο έφθασαν στο απόγειό τους, ως η θεωρία της επίθεσης. Εφ’ όσον(!) ζούμε σε μια επαναστατική εποχή, γι αυτό(!) το Κομμουνιστικό Κόμμα πρέπει να ασκήσει μια επιθετική πολιτική. Το να μεταφράσεις τον «αριστερισμό» στην γλώσσα του στρατιωτικού δόγματος σημαίνει να πολλαπλασιάσεις το λάθος. Ενώ διατηρούν την αρχική διακήρυξη για μια αδιάλλακτη ταξική πάλη, οι μαρξιστικές τάσεις ταυτόχρονα χαρακτηρίζονται από εξαιρετική ευλυγισία και κινητικότητα, ή για να μιλήσουμε στην στρατιωτική γλώσσα, ικανότητα για ελιγμούς. Σ’ αυτήν την σταθερότητα αρχής μαζί με την ευκαμψία της μεθόδου και του σχήματος αντιπαρατίθεται ένας στυγνός μεθοδισμός που ανάγει σε μια απόλυτη μέθοδο τέτοια θέματα σαν την συμμετοχή μας ή τη μη συμμετοχή μας σε κοινοβουλευτική δουλειά, την αποδοχή ή την απόρριψη από μέρους μας συμφωνιών με μη Κομμουνιστικά Κόμματα και οργανισμούς – μια απόλυτη μέθοδος που ισχυρίζεται ότι αρμόζει σε κάθε συνδυασμό περιστάσεων.

Η πραγματική λέξη «μεθοδισμός» χρησιμοποιείται πιο συχνά σε γραπτά πάνω στην στρατιωτική στρατηγική. Χαρακτηριστικό των επιγόνων των μέτριων στρατιωτικών ηγετών και οπαδών της ρουτίνας, είναι ο αγώνας επιστροφής σ’ ένα σταθερό σύστημα, ένα ασφαλή συνδυασμό πράξεων που ανταποκρίνονται στις ειδικές συνθήκες.

Μια και οι άνθρωποι δεν διεξάγουν πολέμους συνέχεια, αλλά με μεγάλα διαλείμματα μεταξύ των πολέμων, είναι λογικό, οι μέθοδοι και οι διαδικασίες του προηγούμενου πολέμου να κυριαρχούν στο σκεπτικό των στρατιωτικών κατά τη διάρκεια της ειρήνης.

Αυτός είναι ο λόγος που ο μεθοδισμός, αποκαλύπτεται πια εντυπωσιακά στην στρατιωτική σφαίρα. Οι λαθεμένες τάσεις του μεθοδισμού βρίσκουν αναντίρρητα έκφραση στις προσπάθειες να κατασκευαστεί ένα δόγμα του «επιθετικού επαναστατικού πολέμου».

Αυτό το δόγμα περιέχει δυο στοιχεία: διεθνή-πολιτικά και επιχειρησιακά-στρατηγικά.

Υπάρχει ένα ζήτημα, από τη μια μεριά της ανάπτυξης στην γλώσσα του πολέμου μιας επιθετικής διεθνούς πολιτικής περιορισμένης στο να επισπεύσει την επαναστατική λύση και από την άλλη, της επένδυσης της στρατηγικής του Κόκκινου Στρατού με ένα επιθετικό χαρακτήρα. Αυτά τα δύο ζητήματα πρέπει να χωριστούν, έστω κι αν είναι αλληλένδετα από πολλές απόψεις.

Το ότι δεν αρνούμαστε τους επαναστατικούς πολέμους αποδεικνύεται όχι μόνο από άρθρα και αποφάσεις, αλλά επίσης από μεγάλα ιστορικά γεγονότα. Όταν η πολωνέζικη μπουρζουαζία την Άνοιξη του 1920, κινήθηκε ενάντιά μας προσπαθήσαμε να μετατρέψουμε την άμυνα μας σε μια επαναστατική επιθετικότητα.

Είναι αλήθεια ότι η προσπάθεια μας δεν στέφθηκε με επιτυχία. Αλλά ακριβώς απ’ αυτό, βγαίνει το καθόλου ασήμαντο συμπληρωματικό συμπέρασμα ότι ο επαναστατικός πόλεμος, ένα αδιαφιλονίκητο εργαλείο της πολιτικής μας σε δοσμένες συνθήκες, να οδηγήσει σε ένα αποτέλεσμα αντίθετο από το αναμενόμενο.

Κατά την περίοδο του Μπρεστ-Λιτόφσκ, είμαστε για πρώτη φορά αναγκασμένοι να εφαρμόσουμε σε ευρεία κλίμακα μια τακτική πολιτικοστρατηγικής υποχώρησης.

Φάνηκε σε πολλούς εκείνη την εποχή ότι αυτό θα αποδεικνύονταν μοιραίο για μας. Αλλά μόνο μέσα σε λίγους μήνες, φάνηκε ότι ο χρόνος είχε δουλέψει καλά για μας. Τον Φλεβάρη του 1918 ο Γερμανικός μιλιταρισμός, αν και ήδη υπονομευμένος, ήταν παρόλα αυτά αρκετά δυνατός για να μας συντρίψει, με τις στρατιωτικές μας δυνάμεις που ήταν ασήμαντες εκείνη την εποχή. Τον Νοέμβρη ο Γερμανικός μιλιταρισμός κονιορτοποιήθηκε. Η υποχώρηση μας στο πεδίο της διεθνούς πολιτικής στο Μπρεστ ήταν η σωτηρία μας.

Μετά το Μπρεστ αναγκαστήκαμε να διεξάγουμε έναν αδιάκοπο πόλεμο κατά των Λευκοφρουρών και των δυνάμεων της ξένης επέμβασης. Αυτός ο μικρής κλίμακας πόλεμος ήταν τόσο αμυντικός όσο και επιθετικός, τόσο πολιτικά όσο και στρατιωτικά. Συνολικά, πάντως, η διεθνής μας πολιτική, σαν κράτος εκείνη την περίοδο, ήταν κυρίως μια πολιτική άμυνας και υποχώρησης (άρνηση σοβιετικοποίησης των κρατών της Βαλτικής, οι συχνές προσφορές μας να διεξάγουμε ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις, μαζί με την προθυμία μας να κάνουμε πολύ μεγάλες υποχωρήσεις, η «Νέα Οικονομική Πολιτική», η αναγνώριση των χρεών κτλ).

Ιδιαίτερα είμαστε πολύ διαλλακτικοί σε σχέση με την Πολωνία, προσφέροντας όρους πολύ ευνοϊκότερους από εκείνους που της είχαν υποδειχθεί από τις χώρες της Αντάντ. Οι προσπάθειές μας δεν στέφθηκαν με επιτυχία. Ο Πιλσούδσκι μας επιτέθηκε. Αυτός ο πόλεμος πήρε ένα καθαρά αμυντκό χαρακτήρα για μας. Αυτό το γεγονός συνεισέφερε τεράστια συσπείρωση της κοινής γνώμης, όχι μόνο ανάμεσα στους εργάτες και τους αγρότες, αλλά ακόμη και ανάμεσα σε πολλά στοιχεία της αστικής διανόησης. Η επιτυχημένη άμυνα φυσικά μετατράπηκε σε μια θριαμβευτική επίθεση. Αλλά εμείς υπερεκτιμήσαμε την επαναστατική δυνατότητα στην εσωτερική κατάσταση της Πολωνίας εκείνη την περίοδο.

Αυτή η υπερεκτίμηση εκφράστηκε μέσα από τον υπερβολικά επιθετικό χαρακτήρα των ενεργειών μας, που εξάντλησε τους πόρους μας. Ξεκινήσαμε πολύ λίγο εφοδιασμένοι και το αποτέλεσμα είναι γνωστό, μας πέταξαν έξω.

Σχεδόν την ίδια εποχή, το ισχυρό επαναστατικό κύμα στην Ιταλία είχε αναχαιτιστεί – όχι τόσο από την αντίσταση των αστών, όσο από την χωρίς πίστη παθητικότητα των ηγετικών οργανώσεων των εργατών.

Η αποτυχία της πορείας μας τον Αύγουστο στην Βαρσοβία και η ήττα του κινήματος τον Σεπτέμβρη στην Ιταλία, άλλαξαν τον συσχετισμό των δυνάμεων υπέρ της μπουρζουαζίας σ’ ολόκληρη την Ευρώπη. Από τότε και μετά, μια μεγαλύτερη σταθερότητα έχει παρατηρηθεί στην πολιτική θέση της μπουρζουαζίας και μεγαλύτερη σιγουριά στη συμπεριφορά της. Η προσπάθεια από το Γερμανικό Κομμουνιστικό Κόμμα να επισπεύσει την τελική λύση με μια τεχνητή γενική επιθετικότητα, δεν έφερε και δεν μπορούσε να φέρει το επιθυμητό αποτέλεσμα. Το επαναστατικό κίνημα έδειξε ότι ο ρυθμός του είναι αργότερος απ’ ότι προσδοκούσαμε στα 1918-1919. Το κοινωνικό έδαφος συνεχίζει παρ’ όλα αυτά να είναι σπαρμένο με νάρκες. Η κρίση στο εμπόριο και στην βιομηχανία παίρνει τεράστιες διαστάσεις. Απότομες αλλαγές στην πολιτική ανάπτυξη με τη μορφή επαναστατικών εκρήξεων είναι πολύ πιθανές στο άμεσο μέλλον.

Αλλά γενικά η εξέλιξη έχει πάρει ένα πιο παρατεταμένο χαρακτήρα. Το 3ο Συνέδριο της Διεθνούς κάλεσε τα Κομμουνιστικά Κόμματα να προετοιμαστούν ολόπλευρα και πιο επίμονα.

Σε πολλές χώρες οι Κομμουνιστές έχουν υποχρεωθεί να κάνουν σημαντικές στρατηγικές υποχωρήσεις αρνούμενοι την άμεση εκπλήρωση εκείνων των καθηκόντων τα οποία πρόσφατα είχαν οι ίδιοι θέσει. Η πρωτοβουλία της επίθεσης έχει προσωρινά περάσει στην μπουρζουαζία.

Η δουλειά των Κομμουνιστικών Κομμάτων είναι τώρα κυρίως αμυντική και οργανωτικά προπαρασκευαστική. Η επαναστατική μας άμυνα παραμένει όπως πάντα ελαστική και εύπλαστη έτσι ώστε να μπορεί να μετατραπεί, δοσμένης μιας αντίστοιχης αλλαγής των συνθηκών, σε μια αντεπίθεση που μπορεί να κορυφωθεί σ’ ένα αποφασιστικό αγώνα.

Η αποτυχία της πορείας στη Βαρσοβία, η νίκη των αστών στην Ιταλία και η προσωρινή άμπωτις στη Γερμανία, μας ανάγκασε να κάνουμε μια απότομη υποχώρηση που άρχισε με τη συμφωνία της Ρίγας και τελείωσε με την υπό όρους αναγνώριση των χρεών του Τσάρου.

Κατά την ίδια περίοδο, κάναμε μια υποχώρηση όχι μικρότερης σημασίας στο επίπεδο της οικονομικής οικοδόμησης: η αποδοχή των παραχωρήσεων, η κατάργηση του μονοπωλίου των σιτηρών, η υπενοικίαση πολλών βιομηχανικών επιχειρήσεων και λοιπά.

Η βασική αιτία για αυτές τις συνεχείς υποχωρήσεις θα πρέπει να αναζητηθεί στην συνεχιζόμενη καπιταλιστική σταθερότητα του αστικού καθεστώτος.

Τι ακριβώς είναι αυτό που θέλουν οι υποστηριχτές αυτοί του στρατιωτικού δόγματος -χάριν συντομίας θα τους αποκαλούμε δογματικούς, έναν ορισμό που έχουν κερδίσει- όταν απαιτούν να προσανατολίσουμε τον Κόκκινο Στρατό προς τον επαναστατικό πόλεμο;

Θέλουν μια απλή αναγνώριση αρχής.

Εάν ναι, τότε παραβιάζουν ανοικτές πύλες. Ή μήπως θεωρούν ότι οι συνθήκες στη διεθνή ή στην εσωτερική μας κατάσταση έχουν τόσο ωριμάσει ώστε βάζουν ένα επαναστατικό επιθετικό πόλεμο στην ημερήσια διάταξη;

Αλλά, σ’ αυτή την περίπτωση, οι δογματικοί μας θα έπρεπε να έχουν στόχο των χτυπημάτων τους όχι το Υπουργείο Πολέμου, αλλά το Κόμμα μας και την Κομμουνιστική Διεθνή, το φετινό καλοκαίρι απέρριψε την επαναστατική στρατηγική της επίθεσης σαν ανεπίκαιρη, κάλεσε όλα τα Κόμματα να αναλάβουν προσεχτική προπαρασκευαστική δουλειά και υιοθέτησε την αμυντική πολιτική και την πολιτική ελιγμών της Σοβιετικής Ρωσίας, σαν πολιτική ανταποκρινόμενη στις περιστάσεις μας.

Ή μήπως μερικοί από τους δογματικούς μας θεωρούν ότι ενώ τα «ασθενικά» Κομμουνιστικά Κόμματα στα αστικά κράτη πρέπει να συνεχίζουν την προπαρασκευαστική δουλειά, ο «παντοδύναμος» Κόκκινος Στρατός θα έπρεπε να αναλάβει επιθετικό επαναστατικό πόλεμο. Υπάρχουν ίσως κάποιοι ανυπόμονοι στρατηγοί που σκοπεύουν να μεταβιβάσουν πάνω στους ώμους του Κόκκινου Στρατού το βάρος της «τελικής αποφασιστικής σύγκρουσης» σ’ ολόκληρο τον κόσμο ή τουλάχιστον στην Ευρώπη. Όποιος στα σοβαρά προπαγανδίζει τέτοια πολιτική θα έκανε το καλύτερο να κρεμάσει στο λαιμό του μια μυλόπετρα και μετά να πράξει σύμφωνα με τις ακόλουθες οδηγίες που δίνονται στο Ευαγγέλιο.10

 

 

8.Εκπαίδευση «Στο Πνεύμα» της Επίθεσης

 

 

 

Ζητώντας να απαλλάξει τον εαυτό του, από τις αντιφάσεις που εμπεριέχονται μέσα σ’ ένα δόγμα της επίθεσης που προβάλλεται στη διάρκεια μιας εποχής αμυντικής υποχώρησης, ο σύντροφος ο Σολόμιν ντύνει το «δόγμα» του επαναστατικού πολέμου με… εκπαιδευτική έννοια. Προς το παρόν παραδέχεται ότι πραγματικά ενδιαφερόμαστε για την ειρήνη και θα κάνουμε τα πάντα να την διαφυλάξουμε. Αλλά, παρά την αμυντική μας πολιτική, οι επαναστατικοί πόλεμοι είναι αναπόφευκτοι. Πρέπει να είμαστε έτοιμοι γι αυτούς και επομένως πρέπει να καλλιεργήσουμε ένα επιθετικό «πνεύμα» για τις απαιτήσεις του μέλλοντος. Η επίθεση πρέπει να γίνει κατανοητή ως εκ τούτου, όχι με μια σωματική έννοια, αλλά στο πνεύμα και στην αλήθεια.11 Μ’ άλλα λόγια, ο σύντροφος Σολόμιν θέλει να έχει έτοιμη για επιστράτευση μαζί με μια προμήθεια μπισκότων για το στρατό, επίσης και μια προμήθεια ενθουσιασμού για την επίθεση.

Τα πράγματα δεν βελτιώνονται όσο προχωρούμε. Ενώ είδαμε νωρίτερα ότι ο πιο σοβαρός μας κριτής υστερεί στην κατανόηση της επαναστατικής μας στρατηγικής, τώρα αντιλαμβανόμαστε ότι υστερεί επίσης στην κατανόηση των νόμων της επαναστατικής ψυχολογίας. Χρειαζόμαστε την ειρήνη όχι για δογματικούς λόγους, αλλά γιατί ο εργαζόμενος λαός πέρασε πολλά από πολέμους και στερήσεις. Οι προσπάθειές μας κατευθύνονται στο να διατηρήσουμε για τους εργάτες και τους αγρότες μια περίοδο ειρήνης, όσο περισσότερο γίνεται. Εξηγούμε στον ίδιο το στρατό ότι ο μόνος λόγος που δεν μπορούμε να τους αποστρατεύσουμε είναι οι νέες επιθέσεις που μας απειλούν. Απ’ αυτές τις συνθήκες ο Σολόμιν αντλεί το συμπέρασμα ότι πρέπει να «εκπαιδεύσουμε» τον Κόκκινο Στρατό στην ιδεολογία του επιθετικού επαναστατικού πολέμου. Τι ιδεαλιστική άποψη της«εκπαίδευσης»! «Δεν είμαστε αρκετά ισχυροί για να πάμε στον πόλεμο και δεν σκοπεύουμε να πάμε στον πόλεμο, αλλά πρέπει να είμαστε έτοιμοι» –ο σύντροφος ο Σολόμιν θλιμμένα φιλοσοφεί- «και γι’ αυτό πρέπει να ετοιμαζόμαστε για την επίθεση: Σ’ αυτήν την αντιφατική φόρμουλα φθάνουμε». Η φόρμουλα είναι πράγματι αντιφατική. Αλλά αν ο Σολόμιν νομίζει ότι αυτή είναι μια «καλή», μια διαλεκτική αντίφαση κάνει λάθος. Είναι σύγχυση απλή και καθαρή.

Ένα από τα πιο σημαντικά καθήκοντα της εσωτερικής μας πολιτικής τον τελευταίο καιρό ήταν το να πλησιάσουμε τον αγρότη.

Αντιμετωπίζουμε το αγροτικό ζήτημα με ιδιαίτερη οξύτητα στον στρατό. Πιστεύει στα σοβαρά ο Σολόμιν ότι σήμερα όταν ο άμεσος κίνδυνος επιστροφής των γαιοκτημόνων έχει εκλείψει και η Επανάσταση στην Ευρώπη ακόμη παραμένει μια δυνατότητα μπορούμε να συγκεντρώσουμε στο στρατό μας πάνω από ένα εκατομμύριο άντρες, από τους οποίους τα εννέα δέκατα είναι αγρότες, κάτω από το λάβαρο του επιθετικού πολέμου με στόχο να φέρουν σε πέρας τη λύση της προλεταριακής επανάστασης; Μια τέτοια προπαγάνδα είναι νεκρή από την ώρα που θα γεννηθεί. Δεν σκοπεύουμε βέβαια ούτε στιγμή να κρύψουμε από τον εργαζόμενο λαό, μαζί και τον Κόκκινο Στρατό, ότι είμαστε πάντα από θέση αρχής υπέρ του επιθετικού επαναστατικού πολέμου, στις συνθήκες εκείνες όπου ένα τέτοιος πόλεμος μπορεί να βοηθήσει να ελευθερωθούν οι εργαζόμενοι των άλλων χωρών. Αλλά να υποθέσουμε ότι μπορεί κανείς στη βάση αυτού του ζητήματος αρχής να δημιουργήσει ή να καλλιεργήσει μια αποτελεσματική ιδεολογία για τον Κόκκινο Στρατό υπό τις υπάρχουσες συνθήκες, αυτό σημαίνει ότι απέτυχε να καταλάβει τόσο τον Κόκκινο Στρατό, όσο και αυτές τις συνθήκες.

Πραγματικά, κανένας λογικός άνδρας του Κόκκινου Στρατού δεν αμφιβάλει, ότι, αν δεν δεχθούμε αυτό τον χειμώνα ή την άνοιξη μια επίθεση εμείς βέβαια δεν πρόκειται να ενοχλήσουμε την ειρήνη, αλλά θα εντείνουμε τις προσπάθειές μας να επουλώσουμε τις πληγές μας, εκμεταλλευόμενοι την ανακωχή. Στην εξουθενωμένη μας χώρα μαθαίνουμε την τέχνη του στρατιώτη, να εξοπλίζουμε και να χτίζουμε ένα μεγάλο στρατό με σκοπό να αμυνθούμε σε μια επίθεση. Εδώ έχεις ένα «δόγμα» καθαρό, απλό και σύμφωνο με την πραγματικότητα.

Ήταν ακριβώς επειδή θέσαμε το ζήτημα την άνοιξη του 1920 με αυτό τον τρόπο, που κάθε άντρας του Κόκκινου Στρατού ήταν σταθερά πεισμένος ότι η αστική Πολωνία μας είχε επιβάλει έναν πόλεμο που δεν τον θελήσαμε και από τον οποίο προσπαθήσαμε να προστατεύσουμε το λαό, κάνοντας πολύ μεγάλες παραχωρήσεις. Ήταν αυτή ακριβώς η βεβαιότητα που γέννησε την τρομερή αγανάκτηση και το μίσος που νιώσαμε για τον εχθρό. Οφειλόταν ακριβώς σ’ αυτό, το ότι εκείνος ο πόλεμος που άρχισε σαν αμυντικός, μπόρεσε στη συνέχεια να εξελιχθεί σ’ ένα επιθετικό πόλεμο. Η αντίφαση μεταξύ της αμυντικής προπαγάνδας και του επιθετικού (σε τελευταία ανάλυση) χαρακτήρα του πολέμου ήταν μια «καλή», ζωντανή, διαλεκτική αντίφαση. Και δεν είχαμε περιθώρια τέτοια ώστε να αλλάξουμε τον χαρακτήρα και την κατεύθυνση της εκπαιδευτικής μας δουλειάς στο στρατό μόνο και μόνο για να ευχαριστήσουμε αυτούς τους συγχυσμένους έστω και αν μιλούν στο όνομα του στρατιωτικού δόγματος.

Εκείνοι που μιλούν για επαναστατικούς πολέμους συνήθως αντλούν την έμπνευση τους από αναμνήσεις των πολέμων της Μεγάλης Γαλλικής Επανάστασης. Και στη Γαλλία, επίσης, ξεκίνησαν με άμυνα. Δημιούργησαν ένα στρατό για άμυνα και στη συνέχεια πέρασαν στην επίθεση. Στον ρυθμό της Μασσαλιώτιδας, οι οπλισμένοι «ξεβράκωτοι» επαναστάτες σάρωσαν με την επαναστατική τους σκούπα όλη την Ευρώπη. Οι ιστορικές αναλογίες είναι πολύ προκλητικές. Αλλά πρέπει να είναι κανείς προσεκτικός όταν ανατρέχει σ’ αυτές. Αλλιώς, τα τυπικά χαρακτηριστικά της ομοιότητας μπορεί να παρασύρουν κάποιον στο να παραβλέψει τα ουσιαστικά χαρακτηριστικά της διαφοράς. Η Γαλλία ήταν τα τέλη του 18ου αιώνα η πλουσιότερη και πιο πολιτισμένη χώρα της Ευρωπαϊκής η πείρου. Στον 20ο αιώνα η Ρωσία είναι η φτωχότερη και πιο υπανάπτυκτη χώρα της Ευρώπης. Συγκρίνοντας τα επαναστατικά καθήκοντα που αντιμετωπίζουμε εμείς σήμερα, το επαναστατικό καθήκον στον γαλλικό στρατό ήταν πολύ πιο επιπόλαιο στον χαρακτήρα.

Εκείνη την εποχή, υπήρχε ένα ζήτημα ανατροπής των «τυράννων» κατάργησης ή μείωσης της φεουδαρχικής δουλοπαροικίας. Σήμερα μπαίνει το ζήτημα της πλήρους καταστροφής της εκμετάλλευσης και της ταξικής καταπίεσης. Αλλά ο ρόλος των όπλων της Γαλλίας -δηλαδή μιας προοδευμένης χώρας σε σχέση με την υποανάπτυκτη Ευρώπη- αποδείχτηκε ότι είναι πολύ περιορισμένος και παροδικός. Με την πτώση του Βοναπαρτισμού ο οποίος προήλθε από τον επαναστατικό πόλεμο, η Ευρώπη ξαναγύρισε στους Βασιλιάδες της και στους φεουδάρχες άρχοντες της.

Μέσα στον γιγάντιο ταξικό αγώνα που διαδραματίζεται σήμερα, ο ρόλος της απ’ έξω ένοπλης επέμβασης δεν έχει παρά, υποστηρικτική, συμπληρωματική, βοηθητική σημασία. Η ένοπλη επέμβαση μπορεί να επιταχύνει την τελική λύση και να διευκολύνει τη νίκη. Αλλά γι αυτό είναι απαραίτητο η επανάσταση να είναι ώριμη, όχι μόνο όσον αφορά τις κοινωνικές σχέσεις -αυτό είναι ήδη το θέμα- αλλά επίσης και την πολιτική συνείδηση.

Η ένοπλη επέμβαση μοιάζει με τον εμβρυουλκό του μαιευτήρα, αν χρησιμοποιηθεί την κατάλληλη στιγμή μπορεί να απαλύνει τους πόνους του τοκετού, αλλά αν χρησιμοποιηθεί νωρίτερα από το κανονικό, τότε το μόνο που μπορεί είναι να προκαλέσει είναι μια έκτρωση.

 

 

9.Το στρατηγικό και Τεχνικό Περιεχόμενο του «Στρατιωτικού Δόγματος»(Ικανότητα για Ελιγμούς)

 

 

Ό,τι έχει ειπωθεί μέχρι τώρα αφορά όχι τόσο στον Κόκκινο Στρατό στην δομή του και στις μεθόδους της λειτουργίας του, όσο στα πολιτικά του καθήκοντα που έχουν ανατεθεί στον Κόκκινο Στρατό από το εργατικό κράτος.

Ας προσεγγίσουμε τώρα το στρατιωτικό δόγμα με μια στενότερη έννοια του όρου. Ακούσαμε από το σύντροφο Σολόμιν, ότι, εφόσον αποτυχαίνουμε να προκηρύξουμε το δόγμα του επιθετικού επαναστατικού πολέμου, θα παραμείνουμε σε σύγχυση και θα διαπράξουμε σοβαρά λάθη σε οργανωτικά, στρατιωτικά, εκπαιδευτικά και στρατηγικά και σε άλλα ζητήματα. Πάντως, μια τέτοια κοινοτοπία δεν μας πάει μακρυά. Αντί να επαναλαμβάνει ότι καλά πρακτικά συμπεράσματα πρέπει απαραίτητα να απορρέουν από ένα καλό δόγμα, γιατί δεν προσπαθεί να μας προσφέρει αυτά τα συμπεράσματα; Αλίμονο! Μόλις οι δογματιστές μας προσπαθήσουν να φθάσουν σε συμπεράσματα, μας προσφέρουν ή ένα καχεκτικό ξαναμαγείρεμα των μπαγιάτικων νέων, ή το πιο ολέθριο είδος «ανεξάρτητης σκέψης».

Οι νεωτεριστές αφιερώνουν όλη τους την ενεργητικότητα στο να προσπαθούν να ρίξουν την άγκυρα του στρατιωτικού δόγματος στην σφαίρα των επιχειρησιακών ζητημάτων.

Σύμφωνα μ’ αυτούς όσον αφορά τη στρατηγική, ο Κόκκινος Στρατός διαφέρει από Θέση αρχής απ’ όλους τους άλλους στρατούς, γιατί στην εποχή μας του πολέμου των θέσεων το κύριο χαρακτηριστικό των επιχειρήσεων του Κόκκινου Στρατού είναι η ικανότητα για ελιγμούς και επιθετικότητα. Οι επιχειρήσεις του εμφύλιου πολέμου αναμφισβήτητα διακρίνονται από ένα εξαιρετικό στοιχείο ικανότητας για ελιγμούς. Αλλά πρέπει να θέσουμε αυτό το ερώτημα με μεγάλη ακρίβεια: Απορρέει η ικανότητα του Κόκκινου Στρατού για ελιγμούς από τις εσωτερικές του επιλογές, από την ταξική του φύση, από το επαναστατικό του πνεύμα, από το μαχητικό του ζήλο – ή οφείλεται στις αντικειμενικές συνθήκες, στα αχανή πεδία του πολέμου και στον συγκριτικά μικρό αριθμό στρατευμάτων που συμμετέχουν; Αυτό το ζήτημα δεν είναι καθόλου μικρής σημασίας, αν αναγνωρίσουμε ότι οι επαναστατικοί πόλεμοι θα διεξαχθούν όχι μόνο στον Ντον και στο Βόλγα, αλλά επίσης και στον Σηκουάνα, τον Σελντ και τον Τάμεσι.

Αλλά εν τω μεταξύ, ας γυρίσουμε στα τοπικά μας ποτάμια. Διακρίθηκε μόνο ο Κόκκινος Στρατός από ικανότητα για ελιγμούς;

Όχι, η στρατηγική των Λευκών ήταν εξολοκλήρου μια στρατηγική ελιγμών. Τα στρατεύματα τους ήταν στις περισσότερες περιπτώσεις κατώτερα των δικών μας σε αριθμό και σε θέμα ηθικού, αλλά ανώτερα στην στρατιωτική ικανότητα. Γι αυτό η ανάγκη για μια στρατηγική ελιγμών πρόβαλε πρώτα μεταξύ των Λευκών. Στα πρώτα στάδια μάθαμε τους ελιγμούς από εκείνους. Στην τελική φάση του εμφύλιου πολέμου, εμείς κατά κανόνα είχαμε μια κατάσταση ελιγμών που αντιμετωπίζονταν με ελιγμό. Τελικά, η μεγαλύτερη ικανότητα για ελιγμούς ήταν το χαρακτηριστικό των επιχειρήσεων του Ούνγκερ και του Μάχνο, εκείνων των εκφυλισμένων ληστρικών αποφύσεων του εμφύλιου πολέμου. Τι συμπέρασμα βγαίνει από αυτό; Η ικανότητα για ελιγμούς είναι χαρακτηριστικό όχι μόνο ενός επαναστατικού στρατού, αλλά και του ίδιου του εμφύλιου πολέμου.

Στους εθνικούς πολέμους, οι επιχειρήσεις συνοδεύονται από τον φόβο της απόστασης. Μετακινούμενος από τα βάρη του, από τους δικούς του ανθρώπους, από την περιοχή όπου η δική του γλώσσα μιλιέται, ένας στρατός ή ένα απόσπασμα, βρίσκεται μέσα σ’ ένα εντελώς ξένο περιβάλλον, όπου δεν υπάρχει διαθέσιμη, ούτε υποστήριξη, ούτε κάλυψη, ούτε βοήθεια. Σ’ ένα εμφύλιο πόλεμο, η κάθε πλευρά βρίσκει συμπάθεια και υποστήριξη, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, στα μετόπισθεν του αντιπάλου. Οι εθνικοί πόλεμοι διεξάγονται (σε όλες τις περιπτώσεις συνήθιζαν να διεξάγονται) από μεγάλες μάζες, με όλους τους εθνικο-κρατικούς πόρους κι από τις δύο πλευρές να έρχονται στο προσκήνιο. Ο εμφύλιος πόλεμος σημαίνει, ότι οι δυνάμεις και οι πόροι της χώρας που έχει συγκλονιστεί από την επανάσταση, είναι χωρισμένοι στα δύο ότι ο πόλεμος που διεξάγεται ειδικά στο αρχικό στάδιο από μια δραστήρια μειοψηφία στην κάθε πλευρά και συνεπώς από περισσότερο ή λιγότερο ολιγάριθμες, γι’ αυτό και κινητικές μάζες και γι’ αυτό το λόγο, στηρίζεται πολύ περισσότερο στον αυτοσχεδιασμό και στην τύχη.

Ο εμφύλιος πόλεμος χαρακτηρίζεται από ικανότητα για ελιγμούς και από τις δύο πλευρές. Δεν μπορεί κανείς λοιπόν να θεωρήσει την ικανότητα για ελιγμούς μια ειδική εκδήλωση του επαναστατικού χαρακτήρα του Κόκκινου Στρατού. Είμαστε οι νικητές στον εμφύλιο πόλεμο. Δεν υπάρχουν περιθώρια για μας να αμφιβάλουμε ότι υπεροχή στην στρατιωτική ηγεσία ήταν με το μέρος μας. Σε τελευταία ανάλυση πάντως, η νίκη ήταν εξασφαλισμένη από τον ενθουσιασμό και την αυτοθυσία της εμπροσθοφυλακής της εργατικής τάξης και την υποστήριξη που δόθηκε από τις αγροτικές μάζες. Αλλά αυτές οι συνθήκες δεν δημιουργηθήκαν από τον Κόκκινο Στρατό – ήταν οι ιστορικές προϋποθέσεις για το ξεσήκωμα του, την ανάπτυξη και την επιτυχία του.

Ο σύντροφος Βάριν σημειώνει στην εφημερίδα Voyennaya Nayka i Revolytsiya, ότι η κινητικότητα των στρατευμάτων μας υπερβαίνει κάθε ιστορικό προηγούμενο. Αυτός είναι ένας πολύ ενδιαφέρον ισχυρισμός. Θα ήταν επιθυμητό γι αυτόν να επιβεβαιωθεί προσεχτικά. Αναντίρρητα η εξαιρετική ταχύτητα της κίνησης που απαιτεί αντοχή και αυτοθυσία, προσδιορίστηκε από το επαναστατικό πνεύμα του στρατού από την ορμή που συνεισέφεραν οι Κομμουνιστές.

Να μια ενδιαφέρουσα άσκηση για τους σπουδαστές της Στρατιωτικής Ακαδημίας. Να συγκρίνουν πορείες του Κόκκινου Στρατού από την άποψη των αποστάσεων που καλύφθηκαν, με άλλα παραδείγματα από την ιστορία, ιδιαίτερα, με τις μεγάλες πορείες του στρατού της Γαλλικής Επανάστασης. Από την άλλη πλευρά, μια σύγκριση θα έπρεπε να γίνει μεταξύ των ίδιων των παραγόντων που υπήρχαν ανάμεσα στους Κόκκινους και τους Λευκούς στον δικό μας εμφύλιο πόλεμο.

Όταν εμείς προχωρούσαμε αυτοί υποχωρούσαν και το αντίθετο. Δείξαμε πράγματι κατά μέσον όρο, μεγαλύτερη αντοχή στις πορείες και σε ποια έκταση ήταν αυτό ένας από τους παράγοντες της νίκη μας. Είναι αναμφισβήτητα ότι η μαγιά του Κομμουνιστή ήταν ικανή να παράγει μια υπεράνθρωπη εξάσκηση δύναμης σε ατομικές περιπτώσεις. Αλλά θα απαιτούσε μια ειδική έρευνα να αποφασιστεί αν το ίδιο αποτέλεσμα ισχύει για μια ολόκληρη εκστρατεία στην πορεία της οποίας τα όρια της φυσιολογικής ικανότητας του οργανισμού δεν θα μπορούσαν παρά να γίνουν αντιληπτά.

Μια τέτοια έρευνα δεν υπόσχεται να φέρει την στρατηγική πάνω-κάτω. Αλλά θα μπορούσε αναμφίβολα να εμπλουτίσει με μερικά αξιόλογα πραγματικά στοιχεία τη γνώση μας για τη φύση του εμφύλιου πολέμου και του επαναστατικού στρατού. Η προσπάθεια να οριστούν σαν νόμοι και να αναχθούν σε δόγματα εκείνα τα γνωρίσματα της στρατηγικής και της τακτικής του Κόκκινου Στρατού που ήταν χαρακτηριστικά του στην πρόσφατη περίοδο, θα μπορούσε να κάνει μεγάλο κακό, ίσως ακόμη και να αποβεί μοιραίο. Είναι δυνατόν να πεις εκ των προτέρων ότι οι επιχειρήσεις του Κόκκινου Στρατού στην Ήπειρο της Ασίας -αν επρόκειτο να λάβουν χώρα εκεί- θα είχαν αναγκαστικά ουσιαστικό χαρακτήρα ελιγμών. Το ιππικό θα είχε παίξει τον πιο σημαντικό και σε μερικές περιπτώσεις τον ένα και μοναδικό ρόλο. Από την άλλη πλευρά πάντως δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι οι στρατιωτικές επιχειρήσεις στο Δυτικό Μέτωπο, θα ήταν πολύ περισσότερο βεβιασμένες. Επιχειρήσεις που έγιναν σε περιοχή διαφορετικής εθνικής σύνθεσης και πιο πυκνοκατοικημένες με μια μεγαλύτερη αναλογία μεταξύ του αριθμού των στρατευμάτων και της δοσμένης περιοχής θα έκαναν αναμφίβολα τον πόλεμο πιο στατικό στον χαρακτήρα και εν πάση περιπτώσει θα περιόριζαν την ελευθερία για ελιγμούς μέσα σε ασύγκριτα στενότερα όρια.

Η αναγνώριση ότι ήταν πέρα από τη δυνατότητα του Κόκκινου Στρατού να υπερασπίσει τις οχυρωμένες θέσεις (Τουχατσέφσκι) συνοψίζει, σωστά συνολικά τα μαθήματα της τελευταίας περιόδου, αλλά βέβαια δεν μπορεί να παρθεί σαν απόλυτος κανόνας για το μέλλον. Η υπεράσπιση οχυρωμένων θέσεων απαιτεί στρατεύματα φρουρίων ή πιο σωστά στρατεύματα υψηλού επιπέδου, σφυρηλατημένα από την πείρα και με εμπιστοσύνη στον εαυτό τους. Στην περασμένη περίοδο, μόλις αρχίσαμε να συσσωρεύουμε αυτήν την πείρα. Κάθε ένα σύνταγμα και ο στρατός σαν σύνολο ζούσαν με αυτοσχεδιασμούς.

Ήταν δυνατό να εξασφαλίσουμε τον ενθουσιασμό και την ορμή και το κατορθώσαμε, αλλά δεν ήταν δυνατό να δημιουργήσεις τεχνητά την απαραίτητη συνέχεια, την αυτόματη αλληλεγγύη, την εμπιστοσύνη των γειτονικών μονάδων, για το ότι θα υπήρχε αμοιβαία υποστήριξη μεταξύ τους.

Είναι αδύνατο να δημιουργήσεις παράδοση με διατάγματα. Σε κάποια έκταση, αυτή υπάρχει τώρα και θα συγκεντρώσουμε όλο και περισσότερη όσο περνά ο καιρός. Με αυτόν τον τρόπο θα χτίσουμε τις προϋποθέσεις τόσο για να διευθύνουμε καλύτερα τις επιχειρήσεις ελιγμών, όσο και αν παραστεί ανάγκη τις επιχειρήσεις θέσεων.

Πρέπει να απορρίψουμε τις προσπάθειες για κτίσιμο μιας απόλυτης επαναστατικής στρατηγικής από τα στοιχεία της περιορισμένης μας εμπειρίας των τριών χρόνων εμφύλιου πόλεμου, στη διάρκεια των οποίων μονάδες μιας ιδιάζουσας ποιότητας πολέμησαν κάτω από ιδιάζουσες συνθήκες. Ο Κλαούζεβιτς προειδοποίησε πολύ καλά γι αυτό. «Τι θα ήταν πιο φυσικό»έγραψε, «από το γεγονός ότι ο πόλεμος της Γαλλικής Επανάστασης είχε δικό του χαρακτηριστικό στυλ και ποια θεωρία θα αναμενόταν να του ταιριάζει; Ο κίνδυνος είναι ότι αυτό το είδος του στυλ, που αναπτύχθηκε μέσα από μια μόνη περίπτωση μπορεί εύκολα να υπερβεί την κατάσταση που το δημιούργησε γιατί οι συνθήκες αλλάζουν ανεπαίσθητα. Εκείνος ο κίνδυνος ήταν το σοβαρότερο πράγμα που μια θεωρία θα έπρεπε να αποφύγει με διαυγή λογική κριτική. Στα 1806 οι Πρώσοι στρατηγοί είχαν τον παλμό αυτού του μεθοδισμού»,12 και λοιπά. Αλίμονο! Οι Πρώσοι στρατηγοί δεν είναι οι μόνοι με κλήση προς τον μεθοδισμό, κλίση δηλαδή προς τα στερεότυπα και συμβατικά σχέδια.

 

 

10.Επίθεση και Άμυνα στο φως του Ιμπεριαλιστικού Πολέμου

 

 

 

Έχει διακηρυχθεί ότι το δεύτερο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της επαναστατικής στρατηγικής είναι η επιθετικότητα της. Η απόπειρα να κτίσεις ένα δόγμα πάνω σ’ αυτό το θεμέλιο εμφανίζεται όλο και πιο μονόπλευρη εξ αιτίας του γεγονότος ότι κατά τη διάρκεια της εποχής προ του Παγκόσμιου Πόλεμου η στρατηγική της επίθεσης καλλιεργήθηκε στα κάθε άλλο παρά επαναστατικά στρατηγικά επιτελεία και στις στρατιωτικές Ακαδημίες σχεδόν στις μεγαλύτερες χώρες της Ευρώπης. Αντίθετα σ’ αυτό που ο σύντροφος Φρούντζε γράφει13, η επίθεση ήταν (και τυπικά παραμένει μέχρι σήμερα) το επίσημο δόγμα της Γαλλικής Δημοκρατίας. Ο Ζορές αγωνίστηκε ακούραστα κατά των δογματικών της καθαρής επίθεσης αντιπαραθέτοντας σ’ αυτήν τον ειρηνικό δογματισμό της καθαρής άμυνας. Μια οξεία αντίδραση κατά του παραδοσιακού επίσημου δόγματος του Γαλλικού Γενικού Επιτελείου ήταν το αποτέλεσμα του τελευταίου πολέμου.

Δεν θα είναι ανάξιο λόγου να αναφέρουμε εδώ και δυο χαρακτηριστικά τεκμήρια. Η Γαλλική στρατηγική επιθεώρηση η Revue militaire Francaise (1η Σεπτέμβρη 1921, σ. 336) παραθέτει την ακόλουθη πρόταση δανεισμένη από τους Γερμανούς και υιοθετημένη από το Γαλλικό Γενικό Επιτελείο στα 1913, στους κανονισμούς για την διεύθυνση επιχειρήσεων από μεγάλες μονάδες:

«Τα μαθήματα του παρελθόντος» διαβάζουμε, «έδωσαν τους καρπούς τους: ο γαλλικός στρατός επιστρέφοντας στις παραδόσεις του από δω και μπρος δεν επιτρέπει τη διεξαγωγή των επιχειρήσεων σύμφωνα με κανένα άλλο νόμο, παρά αυτόν της επίθεσης».

Η επιθεώρηση συνεχίζει: «Αυτός ο νόμος που ψηφίστηκε αμέσως μετά τους κανονισμούς που διέπουν την γενική μας τακτική και των τακτικών ιδιαίτερα κάθε όπλου, επρόκειτο να κυριαρχήσει στη διδασκαλία που γινόταν τόσο στους εκπαιδευόμενους-στρατάρχες, όσο και στους διοικητές μέσα από διασκέψεις πρακτικές ασκήσεις επί χάρτου ή επί εδάφους και τελικά μέσα από την διαδικασία που ονομάστηκε “Οι Μεγάλοι Ελιγμοί”».

«Το αποτέλεσμα ήταν» συνεχίζει η επιθεώρηση «μια αληθινή ερωτοτροπία με το γνωστό νόμο της επίθεσης και όποιος θα τολμούσε να προτείνει μια τροποποίηση για χάρη της άμυνας, θα γινόταν δεκτός με μια πάρα πολύ χλιαρή υποδοχή. Ήταν αναγκαίο, αν όχι και αρκετό, αν κανείς ήθελε να είναι ένας καλός στρατάρχης υπό εκπαίδευση, να μην σταματά να κλείνει το ρήμα επιτίθεμαι».

Η συντηρητική Journal des debat της 5ης Οκτώβρη 1921 υποβάλλει σε σκληρή κριτική απ’ αυτή την σκοπιά τους κανονισμούς των ελιγμών του ιππικού που εκδόθηκαν αυτό το καλοκαίρι.

«Στην αρχή αυτής της εξαίρετης μικρής εργασίας» γράφει η εφημερίδα, «κάποιες αρχές επιδεικνύονται… οι οποίες παρουσιάζονται σαν να είναι το επίσημο στρατιωτικό δόγμα για το 1921. Αυτές οι αρχές είναι τέλειες: αλλά γιατί οι εκδότες έχουν προσαρμοστεί στο παλιό έθιμο, γιατί έχουν δώσει την τιμή της πρώτης τους σελίδας σ’ ένα διθύραμβο της επίθεσης; Γιατί προτείνουν για μας σε μια εμφανή παράγραφο, το αξίωμα: “Αυτός που επιτίθεται πρώτος δημιουργεί μιαν εντύπωση στον αντίπαλό του, επιδεικνύοντας ότι η θέληση του είναι ισχυρότερη”».

Αφού αναλύει την εμπειρία από τις δύο εξέχουσες στιγμές του αγώνα στο γαλλικό μέτωπο η εφημερίδα λέει:

«Η επίθεση μπορεί να εντυπωσιάσει μόνο ένα αντίπαλο που έχει στερηθεί τους πόρους του ή κάποιον του οποίου η μετριότητα είναι τέτοια, που δεν έχεις το δικαίωμα να τον υπολογίσεις. Ένας αντίπαλος σίγουρος για τη δύναμή του, δεν αφήνει τον εαυτό του να εντυπωσιαστεί καθόλου από μιαν επίθεση. Καθόλου δεν παίρνει την επίθεση του αντιπάλου σαν διακήρυξη μιας θέλησης ισχυρότερης από την δική του. Εάν η άμυνα είναι επιθυμητή και προετοιμασμένη όπως τον Αύγουστο του 1914 (από τους Γερμανούς) ή τον Ιούλη του 1918 (από τους Γάλλους) τότε αντίθετα, είναι αμυνόμενος που θεωρεί ότι έχει την ανωτερότητα της θέλησης, γιατί ο άλλος πέφτει σε μια παγίδα».

Ο στρατιωτικός κριτικός συνεχίζει:

«Διαπράττεις ένα παράξενο ψυχολογικό λάθος φοβούμενος την παθητικότητα (του Γάλλου) και την επιλογή της άμυνας.

Ο Γάλλος δεν θέλει τίποτα περισσότερο, από το να κερδίσει την επίθεση, άσχετα αν επιτίθεται πρώτος ή δεύτερος – μια επίθεση, δηλαδή, που είναι κατάλληλα οργανωμένη. Αλλά μην του πεις περισσότερα παραμύθια για Αραβικές Νύχτες, για τον τζέτνλεμαν που επιτίθεται πρώτος με μια υπερέχουσα θέληση.

Η επίθεση δεν πετυχαίνει από μόνη της.

Πετυχαίνει όταν όλοι οι πόροι κάθε είδους έχουν διατεθεί γι αυτήν και όταν αυτοί είναι μεγαλύτεροι απ’ αυτούς που κατέχει ο αντίπαλος γιατί τελικά, είναι πάντα ο δυνατότερος στο σημείο της μάχης που χτυπάει εκείνον που είναι ασθενέστερος

Μπορεί κανείς βέβαια να προσπαθήσει να απορρίψει αυτό το συμπέρασμα στη βάση ότι απορρέει από την εμπειρία τοπικών εχθροπραξιών. Σαν γεγονός πάντως βγαίνει από τον πόλεμο των ελιγμών με ακόμη μεγαλύτερη αμεσότητα και πιο φανερά, αν και σε διαφορετική μορφή.

Ο πόλεμος των ελιγμών, είναι πόλεμος μεγάλων εκτάσεων. Στην προσπάθεια να καταστρέψει τη δύναμη σε άνδρες του εχθρού, διαθέτει μικρά αποθέματα σε μεγάλες αποστάσεις.

Η ευκινησία του εκφράζεται όχι μόνο με επιθέσεις αλλά με υποχωρήσεις που είναι απλά αλλαγές θέσης.

 

 

 

11.Επιθετικότητα, Πρωτοβουλία και Ενεργητικότητα

 

 

Κατά τη διάρκεια της πρώτης περιόδου της επανάστασης οι ομάδες των κόκκινων στρατευμάτων γενικά απόφευγαν την επίθεση προτιμώντας να αδελφωθούν και να συζητήσουν. Σε εκείνη την περίοδο όταν η επαναστατική ιδέα αυθόρμητα πλημμύριζε τη χώρα, αυτή η μέθοδος αποδείχτηκε πολύ αποτελεσματική.

Οι Λευκοί αντίθετα προσπάθησαν εκείνη την εποχή να δυναμώσουν τις επιθέσεις τους, με σκοπό να προφυλάξουν τις ομάδες τους από τον επαναστατικό διαμελισμό.

Ακόμη και αφού η συζήτηση έπαψε να είναι η πιο σπουδαία πηγή της επαναστατικής στρατηγικής, οι Λευκοί συνέχισαν να διακρίνονται από μεγαλύτερη επιθετικότητα απ’ αυτήν που δείξαμε εμείς. Μόνο βαθμιαία μπόρεσαν οι ομάδες των Κόκκινων στρατευμάτων να αναπτύξουν την ενέργεια και την εμπιστοσύνη που κάνουν τις αποφασιστικές πράξεις κατορθωτές. Οι επόμενες επιχειρήσεις του Κόκκινου Στρατού σφραγίστηκαν σ’ ένα μεγάλο βαθμό από την ικανότητα για ελιγμούς. Οι επιδρομές του Ιππικού ήταν η πιο εντυπωσιακή έκφραση αυτής της ικανότητας για ελιγμούς. Πάντως, αυτές τις επιδρομές, επίσης μας τις δίδαξε ο Μαμόνοφ. Από τους Λευκούς μάθαμε επίσης να κάνουμε κυκλωτικές κινήσεις και διεισδύσεις, μέχρι τα νώτα του εχθρού. Ας το θυμηθούμε!

Στην πρώτη περίοδο προσπαθήσαμε να υπερασπιστούμε την Σοβιετική Ρωσία, με την έννοια ενός κορδονιού, που το κρατούσαμε ο ένας με τον άλλον. Μόνο αργότερα, όταν είχαμε μάθει από τον εχθρό, συγκεντρώσαμε τις δυνάμεις μας σε γροθιές και προικίσαμε αυτές τις γροθιές με ευκινησία, μόνο αργότερα βάλαμε εργάτες στις σέλες των αλόγων και μάθαμε πώς να κάνουμε μεγάλης κλίμακας επιδρομές με το ιππικό. Αυτή η μικρή προσπάθεια της μνήμης είναι ήδη αρκετή για μας για να αναγνωρίσουμε πόσο αβασάνιστα και μονόπλευρα, πόσο θεωρητικά και πρακτικά λάθος, ακούγεται το «δόγμα», σύμφωνα με το οποίο μια επιθετική στρατηγική ελιγμών είναι χαρακτηριστική ενός επαναστατικού στρατού καθεαυτού. Σε αρκετές περιστάσεις αυτή η στρατηγική ανταποκρίνεται καλύτερα σ’ ένα αντεπαναστατικό στρατό, που είναι αναγκασμένος να καλύπτει τις αριθμητικές του ελλείψεις, με τη δραστηριότητα των εξασκημένων στελεχών.

Είναι ακριβώς σ’ ένα πόλεμο ελιγμών που η διάκριση μεταξύ άμυνας και επίθεσηςαπαλείφεται σ’ ένα μεγάλο βαθμό. Ο πόλεμος των ελιγμών είναι πόλεμος της κίνησης.

Ο σκοπός της κίνησης είναι η καταστροφή του ανθρώπινου δυναμικού του εχθρού σε απόσταση 100 βερστιών ή περίπου τόσο. Η ικανότητα για ελιγμούς υπόσχεται την νίκη αν η πρωτοβουλία κρατηθεί στα χέρια μας. Τα θεμελιακά χαρακτηριστικά της στρατηγικής των ελιγμών είναι όχι τυπική επιθετικότητα, αλλά πρωτοβουλία και ενέργεια.

Η ιδέα ότι, σε κάθε δοσμένη στιγμή, ο Κόκκινος Στρατός αποφασιστικά πέρασε στην επίθεση στο πιο σπουδαίο μέτωπο, ενώ προσωρινά εξασθενούσε τα άλλα μέτωπα και ότι αυτό ακριβώς χαρακτηρίζει πιο γλαφυρά την στρατηγική του Κόκκινου Στρατού στον εμφύλιο πόλεμο (βλέπε το άρθρο του συντρόφου Βάριν) είναι σωστό στην ουσία, αλλά εκφράζεται μονόπλευρα και γι’ αυτό δεν προσφέρει όλα τα απαραίτητα συμπεράσματα.

Ενώ περνούσαμε στην επίθεση στο ένα μέτωπο, θεωρώντας την δοσμένη στιγμή σαν την πιο αποφασιστική, για πολιτικούς και στρατιωτικούς λόγους, εξασθενούσαμε τον εαυτό μας, στα άλλα μέτωπα, θεωρώντας δυνατό να παραμείνουμε στην άμυνα εκεί και να υποχωρήσουμε. Αλλά βλέπεις αυτό που αποδείχνεται είναι ακριβώς το γεγονός -πόσο παράξενο ότι αυτό παραβλέπεται!- ότι εκείνη η υποχώρηση εντάσσονταν στα γενικά μας επιχειρησιακά σχέδια πλάι-πλάι με την επίθεση σαν απαραίτητος κρίκος.

Σ’ εκείνα τα μέτωπα στα οποία παραμείναμε στην άμυνα και υποχωρήσαμε, ήταν μόνο τομείς του γενικού κυκλικού μετώπου μας. Σ’ εκείνους τους τομείς πολέμησαν μονάδες του ίδιου Κόκκινου Στρατού, οι πολεμιστές του και οι αρχηγοί του και αν η όλη στρατηγική επρόκειτο να αναχθεί σε επίθεση, τότε είναι προφανές ότι οι ομάδες σ’ εκείνα τα μέτωπα όπου περιοριστήκαμε σε αμυντικές ενέργειες, ή υποχωρήσαμε, θα είχαν υποστεί κατάπτωση και αποθάρρυνση.

Η εκπαιδευτική δουλειά στο στράτευμα πρέπει προφανώς να περιέχει την ιδέα ότι η υποχώρηση δεν σημαίνει να το βάζεις στα πόδια, ότι υπάρχουν στρατηγικές υποχωρήσεις που οφείλονται σε μια προσπάθεια είτε να κρατήσεις το ανθρώπινο δυναμικό άθικτο, είτε να στενέψεις το μέτωπο, είτε να ξεγελάσεις περισσότερο τον εχθρό με σκοπό βέβαια να τον συντρίψεις. Και αν η στρατηγική υποχώρηση είναι νόμιμη, τότε είναι λάθος να υποβιβάσεις όλη την στρατηγική στην επίθεση.

Αυτό είναι πολύ καθαρό και αναμφισβήτητο, ας το επαναλάβουμε, σε σχέση ιδιαίτερα με τη στρατηγική των ελιγμών.

Ένας ελιγμός είναι προφανώς, ένας σύνθετος συνδυασμός από κινήσεις και χτυπήματα, μεταφορές δυνάμεων, πορείες και μάχες με απώτερο σκοπό να συντρίψεις τον εχθρό.

Αλλά αν η στρατηγική υποχώρηση αποκλεισθεί από την έννοια του ελιγμού, μετά προφανώς η στρατηγική θα αποκτήσει έναν εξαιρετικά ευθύγραμμο χαρακτήρα – αυτό σημαίνει θα πάψει να είναι στρατηγική ελιγμών.

 

 

12. Η Επιθυμία για Σταθερά Σχήματα

 

 

«Τι είδους στρατό χτίζουμε και για ποιο σκοπό;» ρωτά ο σύντροφος Σομόλιν.

«Με άλλα λόγια: ποιοι εχθροί μάς απειλούν και με ποιες στρατηγικές μεθόδους (επιθετικές ή αμυντικές) θα τους αντιμετωπίσουμε πιο γρήγορα και οικονομικά;» (Voyennaya Nauka: Revolytsiya, No 1, σελ. 19)

Αυτή η διατύπωση της ερώτησης μαρτυρά ολοζώντανα ότι το σκεπτικό του ίδιου του Σομόλιν, του κήρυκα του νέου στρατιωτικού δόγματος, είναι εξολοκλήρου αιχμαλωτισμένο στις μεθόδους και στις προκαταλήψεις του παλιομοδίτικου δογματισμού. Το Αυστρο-Ουγγρικό επιτελείο (όπως άλλοι) επεξεργάστηκε για δεκαετίες έναν αριθμό από παραλλαγές για ενδεχόμενα σχέδια πολέμου: παραλλαγή «Ι» (κατά της Ιταλίας), παραλλαγή «R», (κατά της Ρωσίας), με τους κατάλληλους συνδυασμούς αυτών των παραλλαγών.

Σ’ αυτά τα σχέδια, η αριθμητική δύναμη των ιταλικών και ρώσικων δυνάμεων, ο εξοπλισμός τους, οι όροι που καθορίζουν την κινητοποίησή τους, οι στρατηγικές συσπειρώσεις και αναπτύξεις, όλα αποτελούν μεγέθη, τα οποία, ήταν αν όχι σταθερά τουλάχιστον λίγο μεταβλητά. Μ’ αυτόν τον τρόπο, το Αυστρο-Ουγγρικό «στρατιωτικό δόγμα», βασισμένο πάνω σε ιδιαίτερες πολιτικές υποθέσεις, ήταν σταθερό στην γνώση του, τι εχθροί απειλούσαν την αυτοκρατορία των Αψβούργων και από τον ένα χρόνο στον άλλο, σκεφτόντουσαν σοβαρά το πώς να αντιμετωπίζουν αυτούς τους εχθρούς πιο «οικονομικά». Το σκεπτικό των μελών του Γενικού Επιτελείου σ’ όλες τις χώρες βρίσκονταν μέσα στα καθορισμένα κανάλια των «παραλλαγών». Η ανακάλυψη ενός βελτιωμένου εξοπλισμού από ένα μελλοντικό εχθρό αντισταθμίζονταν από την ενίσχυση του πυροβολικού και το αντίθετο. Οι οπαδοί της ρουτίνας, διαπαιδαγωγημένοι σ’ αυτή την παράδοση, θα ένιωθαν αναπόφευκτα εκτός τόπου κάτω από τις συνθήκες στις οποίες εμείς διεξάγουμε την στρατιωτική μας οικοδόμηση.

«Τι εχθροί μας απειλούν;» – δηλαδή, που είναι οι παραλλαγές του Γενικού Επιτελείου για τους μελλοντικούς πολέμους; Και με ποιες στρατηγικές μεθόδους (αμυντικές ή επιθετικές) σκοπεύουμε να πραγματοποιήσουμε αυτές τις παραλλαγές, σκιαγραφημένες εκ των προτέρων; Διαβάζοντας το άρθρο του Σομόλιν άθελά μου ξαναθυμήθηκα την κωμική φιγούρα εκείνου του δογματικού του στρατιωτικού δόγματος τον στρατηγό Μπορίσοφ του Γενικού Επιτελείου.

Όποιο πρόβλημα κι αν συζητιόταν ο Μπορίσοφ κατά κανόνα σήκωνε τα δύο δάκτυλά του με σκοπό να έχει την ευκαιρία να πει: «Αυτό το ζήτημα μπορεί να αποφασιστεί μόνο σε σχέση με άλλα ζητήματα του στρατιωτικού δόγματος και γι αυτό το λόγο είναι πρώτα απ’ όλα απαραίτητο να ορίσουμε το πόστο του Αρχηγού του Γενικού Επιτελείου». Από τη μήτρα αυτού του Αρχηγού του Γενικού Επιτελείου, θα ξεπηδούσε το δέντρο του στρατιωτικού δόγματος και θά ‘δινε όλους τους απαραίτητους καρπούς όπως συνέβηκε στην αρχαιότητα με την κόρη του Ανατολίτη Βασιλιά. Ο Σομόλιν, όπως ο Μπορίσοφ, ουσιαστικά, αναπολεί αυτόν το χαμένο παράδεισο των σταθερών προϋποθέσεων για το «στρατιωτικό δόγμα», όταν κάποιος ήξερε μετά από δέκα ή είκοσι χρόνια, ποιοι θα είναι οι εχθροί και από που και πώς αυτοί θα απειλούν. Ο Σομόλιν όπως και ο Μπορίσοφ χρειάζεται ένα παγκόσμιο Αρχηγό του Γενικού Επιτελείου που θα μπορέσει να συγκεντρώσει τα σπασμένα κομμάτια της πήλινης στάμνας, να τα βάλλει στο ράφι και να κολλήσει επάνω ετικέτες: παραλλαγή «Ι», παραλλαγή «R» και τα λοιπά.

Μήπως ο Σομόλιν μπορεί ταυτόχρονα να μας ονομάσει τον παγκόσμιο νου που έχει υπ’ όψη του; Σ’ ότι μας αφορά εμείς -αλίμονο- δεν ξέρουμε τέτοιον εγκέφαλο και είμαστε της γνώμης ότι δεν υπάρχει τέτοιος εγκέφαλος, γιατί τα καθήκοντα γι’ αυτόν είναι μη πραγματοποιήσιμα. Συζητώντας σε κάθε βήμα για επαναστατικούς πολέμους και επαναστατική στρατηγική ο Σομόλιν έχει παραβλέψει ακριβώς αυτό: τον επαναστατικό χαρακτήρα της σημερινής εποχής, που έφερε πλήρη διατάραξη της σταθερότητας τόσο στις διεθνείς όσο και στις εσωτερικές σχέσεις.

Η Γερμανία δεν υπάρχει πια σαν στρατιωτική δύναμη. Παρ’ όλα αυτά, ο γαλλικός μιλιταρισμός είναι υποχρεωμένος να παρακολουθεί με πυρετώδικα μάτια τα πιο ασήμαντα γεγονότα και τις αλλαγές στην εσωτερική ζωή της Γερμανίας και στα γερμανικά σύνορα.

Τι θα γίνει αν η Γερμανία ξαφνικά, σχηματίσει ένα στρατό αρκετών ανδρών; Ποια Γερμανία; Μήπως θα είναι η Γερμανία του Λούντερντοφ; Αλλά μήπως αυτή η Γερμανία θα δώσει μόνο την παρόρμηση που θα αποδειχθεί μοιραία για την παρούσα σάπια μισό-ισορροπία και θα ανοίξει το δρόμο για τη Γερμανία του Λίμπνεχτ και της Λουξεμπουργκ; Πόσες «παραλλαγές» πρέπει να διαθέτει το Γενικό Επιτελείο;

Πόσα πολεμικά σχέδια πρέπει να διαθέτει κανείς για να μπορεί να αντιμετωπίσει «οικονομικά» όλους τους κινδύνους;

Έχω στα αρχεία μου αρκετές αναφορές, ογκώδεις, ισχνές και μέτριες, των οποίων οι πολυμαθείς συγγραφείς μας εξήγησαν με ευγενική παιδαγωγική υπομονή ότι μια εξουσία που σέβεται τον εαυτό της πρέπει να εγκαθιδρύει καθορισμένες τακτικές σχέσεις να διευκρινίζει από την αρχή, ποιοι είναι οι πιθανοί της εχθροί, και να αποκτά τους κατάλληλους συμμάχους ή τουλάχιστον να ουδετεροποιεί όλους εκείνους που μπορούν να ουδετεροποιηθούν. Γιατί, όπως οι συγγραφείς αυτών των αναφορών εξηγούν, δεν είναι δυνατόν να ετοιμαστείς για τους μελλοντικούς πολέμους «στο σκοτάδι»: δεν είναι δυνατόν να καθορίσεις την δύναμη του στρατού ή τις εγκαταστάσεις του ή την διάταξή του. Δεν θυμάμαι να έχω δει την υπογραφή του Σομόλιν κάτω απ’ αυτές τις αναφορές, αλλά οι ιδέες του ήταν εκεί. Όλοι οι συγγραφείς λυπάμαι που το λέω ήταν της σχολής Μπορίσοφ.

Ο διεθνής προσανατολισμός συμπεριλαμβανομένου και του διεθνούς στρατιωτικού προσανατολισμού, είναι πιο δύσκολος στις μέρες μας απ’ ότι στην εποχή της τριπλής συμμαχίας και της Τριπλής Αντάντ. Αλλά δεν μπορεί κανείς να κάνει τίποτα γι αυτό: η εποχή των μεγαλύτερων αναταραχών στην ιστορία, τόσο στρατιωτικών όσο και επαναστατικών έχει κλονίσει αρκετές παραλλαγές και στερεότυπα. Δεν μπορεί να υπάρξει σταθερός παραδοσιακός, συντηρητικός προσανατολισμός.

Ο προσανατολισμός πρέπει να είναι άγρυπνος, δραστήριος και άμεσος – ή αν θέλετε ευέλικτος στον χαρακτήρα. Άμεσος δεν σημαίνει επιθετικός, αλλά σημαίνει αυστηρά σε συμφωνία με τους σημερινούς συνδυασμούς των διεθνών σχέσεων και να συγκεντρώνει το μάξιμουμ των δυνάμεων για το σημερινό καθήκον.

Κάτω από τις παρούσες διεθνείς συνθήκες ο προσανατολισμός απαιτεί πολύ μεγαλύτερη διανοητική επιδεξιότητα απ’ ότι απαιτούνταν για την επεξεργασία των συντηρητικών στοιχείων του στρατιωτικού δόγματος κατά την εποχή που αφήσαμε πίσω μας.

Αλλά συγχρόνως, αυτή η εργασία πραγματοποιείται σε μια πλατιά κλίμακα και με χρήση πολύ περισσότερων επιστημονικών μεθόδων.

Η βασική δουλειά για την εκτίμηση της διεθνούς κατάστασης και των καθηκόντων για την προλεταριακή επανάσταση και την Σοβιετική Δημοκρατία, που απορρέουν απ’ αυτήν, διεξάγεται από το Κόμμα, από την συλλογική σκέψη και οι κατευθυντήριες μορφές αυτής της δουλειάς παρέχονται στα συνέδρια του Κόμματος και την Κεντρική του Επιτροπή. Έχουμε υπ’ όψη μας όχι μόνο το Ρώσικο Κομμουνιστικό Κόμμα, αλλά επίσης το Παγκόσμιο Κόμμα μας.

Πόσο σχολαστικές φαίνονται οι απαιτήσεις του Σομόλιν να φτιάξουμε ένα κατάλογο των εχθρών μας και να αποφασίσουμε αν θα κάνουμε επίθεση και ακριβώς ποιόν θα χτυπήσουμε, όταν τις συγκρίνουμε με τη δουλειά της εκτίμησης όλων των δυνάμεων της επανάστασης και της αντεπανάστασης, όπως υπάρχουν τώρα και όπως αναπτύσσονται, που επιτεύχθηκε από το τελευταίο συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς! Τι άλλο δόγμα χρειάζεστε;

Ο σύντροφος Τουχατσέφσκι υπέβαλε στην Κομμουνιστική Διεθνή μια πρόταση, να ιδρυθεί ένα διεθνές στρατηγικό επιτελείο και να προσαρτηθεί σ’ αυτήν.

Αυτή η πρόταση ήταν, βέβαια, λαθεμένη: δεν ανταποκρινόταν στην κατάσταση και στα καθήκοντα που διατυπώθηκαν από το ίδιο το συνέδριο. Εάν η Κομμουνιστική Διεθνής μπόρεσε να δημιουργηθεί ντε φάκτο μόνο μετά των σχηματισμό ισχυρών Κομμουνιστικών Οργανώσεων στις πιο σημαντικές χώρες, αυτό ισχύει ακόμη περισσότερο για ένα διεθνές στρατηγικό επιτελείο, που θα μπορούσε να αναδυθεί μόνο στην βάση των εθνικών γενικών επιτελείων μερικώνπρολεταριακών κρατών. Εφόσον αυτή η βάση λείπει, ένα διεθνές γενικό επιτελείο αναπόφευκτα θα γινόταν καρικατούρα.

Ο Τουχατσέφσκι θεώρησε απαραίτητο να βαθύνει το λάθος του τυπώνοντας το γράμμα του στο τέλος του μικρού ενδιαφέροντος βιβλίου του «Ο πόλεμος των τάξεων». Αυτό το λάθος της ίδιας τάξης με την ορμητική θεωρητική επίθεση του συντρόφου Τουχατσέφσκι στην πολιτοφυλακή την οποία βλέπει να είναι σε αντίφαση με την Τρίτη Διεθνή.

Ας σημειώσουμε με την ευκαιρία ότι οι επιθέσεις που έγιναν χωρίς επαρκή προστασία αποτελούν γενικά την αδύνατη πλευρά του συντρόφου Τουχατσέφσκι, που είναι ένας από τους πιο προικισμένους νεαρούς στρατιωτικούς εργάτες μας.

Αλλά ακόμη και χωρίς ένα διεθνές στρατηγικό επιτελείο, που δεν ανταποκρίνεται στην κατάσταση και γι’ αυτό είναι ακατόρθωτο, το ίδιο το διεθνές συνέδριο, σαν αντιπρόσωπος των κομμάτων των επαναστατημένων εργατών, πράγματι πέτυχε και μέσα από την Εκτελεστική του Επιτροπή συνεχίζει να πετυχαίνει, την θεμελιακή ιδεολογική δουλειά του «Γενικού Επιτελείου» της παγκόσμιας επανάστασης, κρατώντας ένα κατάλογο φίλων και εχθρών, ουδετεροποιώντας τους αμφιταλαντευόμενους με την προοπτική να τους προσελκύσει αργότερα στο πλευρό της επανάστασης, εκτιμώντας την κατάσταση που αλλάζει, καθορίζοντας τα επείγοντα καθήκοντα και συγκεντρώνοντας τις προσπάθειες σε μια παγκόσμια κλίμακα, γι’ αυτά τα καθήκοντα.

Τα συμπεράσματα που βγαίνουν απ’ αυτόν τον προσανατολισμό είναι πολύ πολύπλοκα. Δεν μπορούν να προσαρμοστούν μέσα σε μερικές παραλλαγές του Γενικού Επιτελείου.

Αλλά αυτή είναι η φύση της εποχής μας.

Το πλεονέκτημα του προσανατολισμού μας είναι ότι ανταποκρίνεται στη φύση της εποχής και στις σχέσεις της.

Μ’ αυτόν τον προσανατολισμό ευθυγραμμίζουμε και την στρατιωτική μας πολιτική – πολιτική που για την ώρα είναι ενεργητικά αναβλητική, αμυντική και προπαρασκευαστική. Ενδιαφερόμαστε πρώτα απ’ όλα να εξασφαλίσουμε για την στρατιωτική μας ιδεολογία, τις μεθόδους και τον μηχανισμό μας, μια ευκινησία τόσο ελαστική, ώστε να μπορούμε, σε κάθε τροπή των γεγονότων, να συγκεντρώνουμε τις κύριες δυνάμεις μας στην πρωταρχική κατεύθυνση.

 

 

13.Το Πνεύμα της Άμυνας και το Πνεύμα της Επίθεσης

 

 

Αλλά τελικά λέει ο Σολόμιν (σ. 22) «είναι αδύνατον να εκπαιδεύσεις, την ίδια ώρα, στο πνεύμα της επίθεσης και στο πνεύμα της άμυνας.» Τώρα αυτό είναι καθαρός δογματισμός. Πού κι από ποιόν έχει αποδειχτεί αυτό; Από κανέναν και πουθενά, γιατί αυτό είναι λάθος πέρα για πέρα. Ολόκληρη η τέχνη της εποικοδομητικής δουλειάς στην Σοβιετική Ρωσία στην στρατιωτική σφαίρα (κι όχι μόνο σ’ αυτή την σφαίρα), συνίσταται στο να συνδυάζει τις διεθνείς επαναστατικές-επιθετικές τάσεις της προλεταριακής εμπροσθοφυλακής με τις επαναστατικές-αμυντικές τάσεις των αγροτικών μαζών και ακόμη των ευρύτερων κύκλων της ίδιας της εργατικής τάξης. Αυτός ο συνδυασμός αντιστοιχεί στην διεθνή κατάσταση σαν σύνολο. Εξηγώντας τη σημασία του στα προχωρημένα στοιχεία μέσα στο στρατό, τους διδάσκουμε εκεί να συνδυάζουν άμυνα και επίθεση σωστά, όχι μόνο με την στρατηγική, αλλά επίσης με την επαναστατική-ιστορική έννοια. Μήπως ο Σολόμιν νομίζει, ότι αυτό σβήνει «το πνεύμα»; Και αυτός και οι ομοϊδεάτες του, αυτό υπαινίσσονται. Αλλά αυτός είναι ο πιο καθαρός Αριστερός Σοσιαλεπαναστατισμός. Το ξεκαθάρισμα της ουσίας της διεθνούς και της εσωτερικής κατάστασης και η δραστήρια «ευέλικτη» προσαρμογή της σ’ αυτή την κατάσταση, δεν μπορεί να σβήσει το φρόνημα, μόνο να το ατσαλώσει.

Ή μήπως είναι αδύνατο με την καθαρά στρατιωτική έννοια να προετοιμάσεις το στρατό, τόσο για άμυνα, όσο και για επίθεση; Αλλά αυτό επίσης είναι ανοησία. Στο βιβλίο του ο Τουχατσέφσκι τονίζει την ιδέα ότι στον εμφύλιο πόλεμο ήταν αδύνατο ή σχεδόν αδύνατο, για την άμυνα να προσλάβει στατικότητα θέσεων. Απ’ αυτό, ο Τουχατσέφσκι αντλεί το σωστό συμπέρασμα ότι, κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες, η άμυνα, όπως και η επίθεση, πρέπει απαραίτητα να είναι δραστήρια και ευέλικτη. Εάν είμαστε πολύ αδύναμοι για να επιτεθούμε, προσπαθούμε να αποφύγουμε τη λαβή του εχθρού, ώστε αργότερα να συγκεντρώσουμε τις δυνάμεις μας σε μια γροθιά, στην πορεία της επακόλουθης προέλασης του, και να χτυπήσουμε στο πιο ευάλωτό του σημείο. Ο ισχυρισμός του Σολόμιν, ότι ένας στρατός πρέπει να εκπαιδευτεί αποκλειστικά για ένα ειδικό τύπο πολέμου ή αμυντικό ή επιθετικό- είναι λαθεμένος μέχρι παραλογισμού. Στην πραγματικότητα, ένας στρατός γυμνάζεται και εκπαιδεύεται για μάχη και νίκη. Οι αμυντικές και επιθετικές επιχειρήσεις μπαίνουν σαν μεταβλητοί παράγοντες μέσα στη μάχη, ιδιαίτερα, αν αυτή περιλαμβάνει ελιγμούς. Είναι νικητής αυτός που αμύνεται καλά όταν είναι απαραίτητο να επιτεθεί. Αυτή είναι η πιο σωστή εκπαίδευση που πρέπει να δώσουμε στο στρατό μας και ειδικά στους διοικητές του.

Ένα όπλο με ξιφολόγχη είναι καλό τόσο για άμυνα όσο και για επίθεση. Το ίδιο ισχύει και για τα χέρια του μαχητή. Ο ίδιος ο μαχητής και η μονάδα στην οποία ανήκει, πρέπει να είναι έτοιμοι για τη μάχη, για την αυτοάμυνα, για την αντίσταση στον εχθρό και για την κατατρόπωση του.

Το τάγμα που επιτίθεται καλύτερα, είναι αυτό που είναι ικανό να αμυνθεί. Η καλύτερη άμυνα μπορεί να επιτευχθεί μόνο από ένα τάγμα που έχει την επιθυμία και τη δυνατότητα να επιτίθεται. Οι κανονισμοί πρέπει να σε διδάσκουν πώς να μάχεσαι κι όχι μόνο να προγυμνάζουν για επιθετικές επιχειρήσεις.

Το να είσαι επαναστάτης είναι μια πνευματική κατάσταση κι όχι μια από τα πριν έτοιμη απάντηση για όλα τα ζητήματα. Μπορεί να ενθουσιάζει μπορεί να εξασφαλίζει την ορμή. Ο ενθουσιασμός και η ορμήείναι πιο πολύτιμοι όροι για την επιτυχία, αλλά δεν είναι οι μόνοι. Απαιτείται να υπάρχει προσανατολισμός και εκπαίδευση. Και μακριά από τις δογματικές παρωπίδες!

 

 

14.Τα πιο άμεσα καθήκοντα

 

 

 

’Όμως δεν υπάρχουν, μέσα στο πολύπλοκο δίχτυ των διεθνών σχέσεων, ορισμένοι καθαρότεροι και πιο ευκρινείς παράγοντες σύμφωνα με τους οποίους θα πρέπει να ευθυγραμμίσουμε τη στρατιωτική μας δραστηριότητα στους αμέσως επόμενους μήνες:

Υπάρχουν τέτοιοι παράγοντες, και μιλούν από μόνοι τους, πολύ δυνατά για να θεωρηθούν μυστικοί. Στη Δύση υπάρχει η Πολωνία και Ρουμανία, με τη Γαλλία πίσω τους. Στην Άπω Ανατολή υπάρχει η Ιαπωνία. Γύρω και κοντά στην Καυκασία υπάρχει η Βρετανία. Θα ασχοληθώ εδώ μόνο με το ζήτημα της Πολωνίας, καθώς είναι το πιο εντυπωσιακό και διδακτικό.

Ο πρωθυπουργός της Γαλλίας Μπριάν, δήλωσε στην Ουάσιγκτον, ότι ετοιμαζόμαστε να επιτεθούμε στην Πολωνία αυτήν την άνοιξη.

Όχι μόνο κάθε διοικητής και κάθε άνδρας του Κόκκινου Στρατού, αλλά και κάθε εργάτης και αγρότης στη χώρα μας, ξέρει ότι αυτό είναι απόλυτη βλακεία. Αυτό το γνωρίζει και ο ίδιος ο Μπριάν, φυσικά. Μέχρι σήμερα έχουμε πληρώσει τόσο μεγάλο τίμημα στους μεγάλους και μικρούς ληστές, για να τους κάνουμε να μας αφήσουν στην ησυχία μας, που είναι δυνατό να μιλάς για ένα «σχέδιο» από την πλευρά μας να κτυπήσουμε την Πολωνία, μόνο για να έχεις ένα πρόσχημα για κάποια διαβολική συνωμοσία εναντίον μας. Ποιος είναι ο πραγματικός προσανατολισμός μας, σ’ ό,τι αφορά την Πολωνία;

Αποδεικνύουμε στις μάζες της Πολωνίας, σταθερά και επίμονα, όχι με λόγια, αλλά με έργα -και κατ’ αρχήν με την πιο αυστηρή τήρηση της Συμφωνίας της Ρήγας- ότι θέλουμε την ειρήνη και προσπαθούμε να την διατηρήσουμε.

Παρόλα αυτά αν η πολωνέζικη στρατιωτική κλίκα, υποκινημένη από την γαλλική χρηματιστηριακή κλίκα, μας κτυπήσει την άνοιξη, ο πόλεμος θα είναι, από την πλευρά μας, γνήσια αμυντικός, τόσο στην ουσία, όσο και στον τρόπο με τον οποίο θα τον δει ο λαός. Ακριβώς αυτή η καθαρή και ευκρινής συνείδηση της αθωότητάς μας, σ’ έναν πόλεμο που εξαπολύεται εναντίον μας, θα εξυπηρετήσει στο να σφυρηλατηθούν περισσότερο όλα τα στοιχεία στο στρατό -ο προχωρημένος Κομμουνιστής προλετάριος, ο ειδικός εκείνος, που παρόλο που δεν ανήκει σε Κόμμα, είναι αφοσιωμένος στον Κόκκινο Στρατό και ο καθυστερημένος αγρότης στρατιώτης, κι έτσι θα προετοιμαστεί καλύτερα ο στρατός μας να δείξει πρωτοβουλία και να εξαπολύσει μια επίθεση αυτοθυσίας σ’ αυτόν τον αμυντικό πόλεμο.

Όποιος νομίζει ότι αυτή η πολιτική είναι αόριστη και υποθετική, όποιος δεν έχει ξεκαθαρίσει ότι αφορά «τι είδους στρατό ετοιμάζουμε και για ποια καθήκοντα», όποιος θεωρεί ότι «είναι αδύνατον ταυτόχρονα να εκπαιδεύσεις τόσο στο πνεύμα της άμυνας, όσο και στο πνεύμα της επίθεσης», δεν καταλαβαίνει τίποτα και ήταν καλύτερα να σωπάσει κι όχι να εμποδίσει τους άλλους!…

Αλλά αν ένας τέτοιος πολύπλοκος συνδυασμός παραγόντων παρατηρείται στην παγκόσμια κατάσταση πώς μπορούμε εμείς, παρ’ όλα αυτά, να προσανατολιστούμε στην πράξη στην σφαίρα του και να οικοδομήσουμε το στρατό; Ποια θα έπρεπε να είναι η αριθμητική δύναμη του στρατού; Από ποιους σχηματισμούς θα πρέπει να αποτελείται; Πώς αυτοί θα πρέπει να κατανεμηθούν;

Καμιά από αυτές τις ερωτήσεις δεν επιδέχεται μια απόλυτη απάντηση. Μπορείς να μιλήσεις μόνο για εμπειρικές προσεγγίσεις και για έγκαιρες επανορθώσεις που εξαρτώνται από τις αλλαγές στην κατάσταση. Μόνο οι αθεράπευτοι δογματικές, υποθέτουν ότι στα ερωτήματα κινητοποίησης, σχηματισμού, εκγύμνασης, εκπαίδευσης, στρατηγικής και τακτικής, οι απαντήσεις θα βγουν με επαγωγή μ’ ένα τυπικά λογικό τρόπο, από τους όρους του ιερότατου «στρατιωτικού δόγματος». Αυτό που μας λείπει, δεν είναι μαγικές, σωτήριες συνταγές, αλλά πιο προσεκτική, εντατική, ακριβής, άγρυπνη και συνειδητή δουλειά, βασισμένη πάνω στα θεμέλια, αυτά που έχουμε ήδη σταθερά τοποθετήσει. Οι κανονισμοί μας, τα προγράμματά μας, οι εγκαταστάσεις μας, είναι ατελείς. Αυτό είναι αναμφίβολο. Υπάρχουν πολλές παραλείψεις, ανακρίβειες πράγματα ξεπερασμένα ή μισοτελειωμένα. Πρέπει να διορθωθούν, να βελτιωθούν, να γίνουν πιο ακριβή. Αλλά πώς, και από ποια σκοπιά θα πρέπει να γίνει αυτό;

Μας λένε ότι θα πρέπει να πάρουμε το δόγμα του επιθετικού πολέμου, σαν βάση μας της δουλειάς της αναθεώρησης και της προώθησης.

«Αυτή η φόρμουλα», γράφει ο Σολόμιν, «σημαίνει μια πολύ αποφασιστική (!) στροφή (στην οικοδόμηση του Κόκκινου Στρατού) είναι απαραίτητο να αναθεωρήσουμε όλες (!) τις απόψεις που έχουμε σχηματίσει, να κάνουμε μια πλήρη (!) επανεκτίμηση των αξιών από την σκοπιά της μετάβασης από την καθαρά αμυντική στην επιθετική στρατηγική. Η εκπαίδευση των διοικητών, η προετοιμασία του εξοπλισμού του κάθε μαχητή… – όλο αυτό (!) πρέπει στο εξής να προχωρεί κάτω από το σήμα της επίθεσης.» (σ. 22)

«Μόνο με ένα τέτοιο ενοποιημένο σχέδιο», συνεχίζει, «η αναδιοργάνωση του Κόκκινου Στρατού, που έχει αρχίσει, θα βγει από μια κατάσταση ασάφειας, αταξίας, δυσαρμονίας, ταλάντευσης και απουσίας ενός καθαρού σωστού σκοπού». Οι εκφράσεις του Σολόμιν είναι, όπως βλέπουμε, αυστηρά επιθετικές, αλλά οι ισχυρισμοί του είναι παράλογοι. Η ασάφεια, η ταλάντευση και η αταξία υπάρχουν μόνο μέσα στο δικό του κεφάλι. Υπάρχουν αντικειμενικά δυσκολίες και πρακτικά λάθη στην εποικοδομητική μας δουλειά. Αλλά δεν υπάρχει αταξία, δεν υπάρχει ταλάντευση, δεν υπάρχει δυσαρμονία. Και ο στρατός δεν θα επιτρέψει στους Σολόμιν να επιβάλλουν τις οργανωτικές τους περιπλανήσεις και έτσι να εισάγουν την ταλάντευση και την αταξία.

Οι κανονισμοί μας και τα προγράμματά μας χρειάζονται αναθεώρηση όχι από τη σκοπιά της δογματικής φόρμουλας, της καθαρής επίθεσης, αλλά από τη σκοπιά της εμπειρίας των τεσσάρων τελευταίων χρόνων. Πρέπει να διαβάσουμε, να συζητήσουμε και να διορθώσουμε τους κανονισμούς σε συνδιασκέψεις των διοικητών.

Είναι απαραίτητο, όσο η μνήμη των επιχειρήσεων μάχης, μεγάλων ή μικρών, είναι ακόμη νωπή, να συγκρίνουμε αυτή την εμπειρία με τις φόρμουλες που δίνονται στους κανονισμούς και κάθε διοικητής θα πρέπει συνειδητά να αναρωτηθεί εάν εκείνα τα λόγια ανταποκρίνονται στην πράξη ή όχι και αν διαφέρουν, θα πρέπει να αποφασίσουν που έγκειται η διαφορά. Να συλλέξεις όλη αυτή τη συστηματοποιημένη εμπειρία να την αθροίσεις, να την εκτιμήσεις κεντρικά, με βάση το κριτήριο της υψηλότερης εμπειρίας στην στρατηγική τακτική, οργάνωση και πολιτική, να απαλλαγείς από τους κανονισμούς και τα προγράμματα για όλα όσα είναι εκτός εποχής, το περιττό υλικό, να τους φέρεις πιο κοντά στο στρατό και να κάνεις το στρατό, να νοιώσει σε ποια έκταση του είναι απαραίτητοι και σε ποια έκταση θα πρέπει να αντικαταστήσουν τον αυτοσχεδιασμό – αυτό είναι ένα σπουδαίο καθήκον.

Έχουμε έναν προσανατολισμό που είναι παγκόσμιος σε κλίμακα και έχει μεγάλη ιστορική έκταση. Ένα από τα τμήματα του έχει ήδη περάσει την δοκιμασία της εμπειρίας: ένα άλλο δοκιμάζεται τώρα και αντέχει στην δοκιμασία. Η κομμουνιστική εμπροσθοφυλακή είναι επαρκώς βέβαιη για την επαναστατική πρωτοβουλία και το επιθετικό πνεύμα. Δεν χρειαζόμαστε φλύαρο, θορυβώδη νεωτερισμό με τη μορφή των νέων στρατιωτικών δογμάτων, ούτε την στομφώδη προκήρυξη αυτών των δογμάτων, αυτό που χρειαζόμαστε, είναι να χρησιμοποιήσουμε την εμπειρία, να βελτιώσουμε την οργάνωση, να προσέξουμε τις λεπτομέρειες.

Τα ελαττώματα στην οργάνωση μας, η καθυστέρηση και η φτώχεια μας, ειδικά στο τεχνικό πεδίο, δεν πρέπει να αναχθούν από μας σε σύμβολο Πίστης, πρέπει να εξαλειφθούν με κάθε μέσο που έχουμε στη διάθεσή μας, σε μια προσπάθεια να πλησιάσουμε απ’ αυτή την άποψη, τους ιμπεριαλιστικούς στρατούς, που όλοι αξίζουν να καταστραφούν αλλά που από μερικές απόψεις είναι καλύτεροι από μας. Καλά ανεπτυγμένη αεροπορία, πλούσιες μορφές επικοινωνίας, καλά εκπαιδευμένοι και προσεκτικά διαλεγμένοι διοικητές, ακρίβεια στον υπολογισμό των πόρων, σωστές αμοιβαίες σχέσεις. Αυτό είναι βέβαια μόνο το οργανωτικό και τεχνικό κάλυμμα. Ηθικά και πολιτικά, οι αστικοί στρατοί είναι σε αποσύνθεση ή κατευθύνονται προς την αποσύνθεση.

Ο επαναστατικός χαρακτήρας του στρατού μας, η ταξική ομοιογένεια των διοικητών μας και του συνόλου των αγωνιζόμενων ανδρών, η κομμουνιστική ηγεσία – εδώ είναι που έγκειται η πιο ισχυρή και ακαταμάχητη δύναμή μας. Όλη μας η προσοχή τώρα πρέπει να κατευθυνθεί όχι προς μια επιδεικτική αναδόμηση αλλά προς την βελτίωση και τη μεγαλύτερη ακρίβεια. Να προμηθεύσουμε τις μονάδες κατάλληλα με τροφή να μην αφήνουμε τα τρόφιμα να χαλάνε. Να μαγειρεύουμε καλή λαχανόσουπα, να διδάξουμε πώς εξολοθρεύεται η ψείρα και πώς κρατιέται το σώμα καθαρό, να διευθύνουμε τις εκπαιδευτικές ασκήσεις κατάλληλα και να τις κάνουμε λιγότερο μέσα και περισσότερο έξω στην ύπαιθρο, να ετοιμάζουμε πολιτικές συζητήσεις λογικά και συγκεκριμένα, να εφοδιάσουμε κάθε άνδρα του Κόκκινου Στρατού με ένα βιβλίο υπηρεσίας και να ελέγχουμε αν οι καταγραφές σ’ αυτό είναι σωστές, να διδάξουμε πώς καθαρίζεται το όπλο και γρασάρονται τα άρβυλα, να διδάξουμε πώς να πυροβολείς, να βοηθήσουμε τους διοικητές να αφομοιώσουν καλύτερα τις διαταγές των κανονισμών που αφορούν τις επικοινωνίες, την κατόπτευση, τις αναφορές και την ασφάλεια, να μάθουμε και να διδάξουμε πώς προσαρμόζεται κανείς στις τοπικές συνθήκες, να τυλίγουμε τις κάλτσες κατάλληλα για να σώζουμε τα πόδια από τους ερεθισμούς και για μια ακόμα φορά να γρασάρουμε τα άρβυλα – τέτοια είναι το πρόγραμμα μας για το χειμώνα και την άνοιξη που βρίσκονται μπροστά μας.

Αν κάποιος με την ευκαιρία μιας γιορτής, αποκαλέσει αυτό στρατιωτικό δόγμα δεν θα τιμωρηθεί γι αυτό.

22 Νοέμβρη – 5 Δεκέμβρη 1921

Μόσχα

Δημοσιεύθηκε ως ξεχωριστό φυλλάδιο από το Ανώτατο Συμβούλιο Στρατιωτικών Εκδόσεων, Μόσχα, 1921.

Πηγή: Επαναστατική Μαρξιστική Επιθεώρηση, τεύχος 59, Μάρτιος, Απρίλιος 1988.

Επιμέλεια: Θοδωρής Μαράκης. Διορθώσεις: e la libertà (με βάση το αγγλικό κείμενο: Leon Trotsky, «Questions of Military Theory. Military Doctrine or Pseudo-Military Doctrinairism», Marxists Internet Archive, 22 Απριλίου 2007].

 

 

Σημειώσεις

 

 

 

 

1 Το κείμενο αυτό έχει παρθεί από την αγγλική μετάφραση των Μάικλ Χάουαρντ και Πίτερ Πάρε του βιβλίου του Κλαούζεβιτς, σελ. 61 [Στα ελληνικά: Karl Von Klausewitz, Περί πολέμου, Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1999, σελ. 25].

2 Ο σύντροφος Φρούντζε γράφει: «Θα μπορούσε κανείς να προτείνει τον εξής ορισμό για το “ενοποιημένο στρατιωτικό δόγμα”. Είναι το ενοποιημένο σύνολο διδαχών που υιοθετείται από το Στρατό ενός δεδομένου Κράτους, το οποίο κανονίζει τη μορφή δημιουργίας των ενόπλων δυνάμεων της χώρας και τις μεθόδους εκπαίδευσης και καθοδήγησης των δυνάμεων, στη βάση των απόψεων που επικρατούν στο δεδομένο κράτος, όσο αφορά το χαρακτήρα των στρατιωτικών στόχων, τους οποίους θέτει αυτό το κράτος και τις μεθόδους υλοποίησης αυτών των στόχων, οι οποίες απορρέουν από την ταξική ουσία αυτού του κράτους και τη κατάσταση των παραγωγικών του δυνάμεων.» (Krasnaya Nov. No 2, σελ.24 άρθρο του Μ. Φρούντζε, «Ενοποιημένο στρατιωτικό δόγμα και ο Κόκκινος Στρατός»).

Αυτός ο ορισμός να γίνει δεκτός με επιφυλάξεις. Αλλά όπως μαρτυρεί σαν σύνολο το άρθρο του σύντροφου Φρούντζε, τα συμπεράσματα που εξάγονται από τον ορισμό, στον οποίο αναφερθήκαμε, δεν μπορούν με κανέναν τρόπο να εμπλουτίσουν το ιδεολογικό οπλοστάσιο του Κόκκινου Στρατού. Πάντως, θα ασχοληθούμε μ’ αυτό αργότερα με περισσότερες λεπτομέρειες (Σημείωση του Τρότσκι).

3 Φος: «Οι αρχές του πολέμου», μεταφρασμένο από τον Χλέαρ Μπέλοκ σελ. 42 [Ferdinand Foch, Les Principes de la guerre, Berger-Levrault, 1903].

4 Κλαούζεβιτς, ό.π., σελ. 61 [Στα ελληνικά: Klausewitz, ό.π., σελ. 26].

5 Ο σύντροφος Σολόμιν μας κατηγορεί ότι (βλ το επιστημονικό-στρατιωτικό περιοδικό Voyennaya Nauka i Revoluyutsia) μέχρι στιγμής έχουμε αποτύχει να δώσουμε απάντηση στο ερώτημα: «Τι είδους στρατό προετοιμάζουμε και για ποιους στόχους» (Σημείωση του Τρότσκι)

6 Το διάταγμα εκδόθηκε στις 15 (με το νέο ημερολόγιο 28) Γενάρη 1918. Για το κείμενο βλέπε «Πρώτα διατάγματα της Εξουσίας των Σοβιέτ», έκδοση των Yu. Akhpkin Lawrence και Wishart, 1970 σελίδα 86.

7 Η Ρωσική Πολωνία ήταν χωρισμένη σε δέκα επαρχίες

8 Επιτρέψτε μου να θυμίσω ότι αυτό γράφτηκε στα 1905 (σημείωση του Τρότσκι). (Η Γαλικία ήταν στην Αυστριακή Πολωνία, το Πόζναν στην Γερμανική Πολωνία-Β. Ρ)

9 Το απόσπασμα αυτό είναι από τα «Αποτελέσματα και Προοπτικές» [Λέον Τρότσκι, «Αποτελέσματα και προοπτικές», στο Λέον Τρότσκι, Βίκτωρ Σερζ, Καρλ Ράντεκ, Η ρωσική επανάσταση του 1905, Λέων, Αθήνα 2005, σσ. 129-131]

10 «Ος σ’ αν σκανδαλίσει ένα των μικρών τούτων των πιστευόντων εις εμέ, συμφέρει αυτώ ίνα κρεμασθεί μύλος ονικός εις τον τράχηλον αυτού και καταποντιστεί εν τω πελάγει της θαλάσσης». (Ματθαίος 18.6)

11 «Πνεύμα ο Θεός και τους προσκυνούντας αυτόν εν πνεύματι και αλήθεια δει προσκυνείν» (Ιωάννης 4.24)

12 Μετάφραση των Χαουαρντ και Πάρετ σελίδες 154-155. Η τελευταία πρόταση είναι πάντως, μια περίληψη από τον Τρότσκι των ακόλουθων: «Όταν στο 1806 οι Πρώσοι στρατηγοί…βούτηξαν μέσα στα ανοιχτά σαγόνια της συμφοράς χρησιμοποιώντας την ανοιχτή εντολή μάχης του Φρειδερίκου του Μεγάλου, δεν ήταν μόνο η περίπτωση ενός στυλ που είχε επιζήσει της χρησιμότητας του, αλλά η πιο ακραία φτώχεια της φαντασίας όπου η ρουτίνα έχει ποτέ οδηγήσει. Το αποτέλεσμα ήταν ο Πρωσικός στρατός κάτω από τον Χοχενλόχε καταστράφηκε τόσο ολοκληρωτικά, όσο κανένας άλλος στρατός ποτέ άλλοτε στο πεδίο της μάχης». [Στα ελληνικά: Klausewitz, ό.π., σελ. 163]

13 Άρθρο στην Krasnaya Nov (σημείωση του Τρότσκι)

 

 

 

 

 

 

https://www.elaliberta.gr/ιστορία/3727-ζητήματα-στρατιωτικής-θεωρίας

 

 

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *