L.D Trotsky: Προς το σοσιαλισμό ή προς τον καπιταλισμό;

 

 

Το «Προς τον Σοσιαλισμό ή προς τον Καπιταλισμό», του Λέον Τρότσκυ δημοσιεύτηκε σαν σειρά άρθρων στην «Πράβντα», το 1925. Κάνει έναν ισολογισμό των οκτώ πρώτων χρόνων της σοβιετικής οικονομίας και ιδιαίτερα της ΝΕΠ, και εκτιμά τις τάσεις εξέλιξης και τις προοπτικές. Εκδόθηκε από τις εκδόσεις Αλλαγή του 1988 σε μετάφραση-επιμέλεια των Θ.Θωμαδάκη και Τ.Μηταφίδη.

 

Προς το σοσιαλισμό ή προς τον καπιταλισμό;

1925

 

Στον Άγγλο Αναγνώστη

Αυτό το βιβλίο είναι μια προσπάθεια να υπολογίσω την αληθινή αξία των βάθρων της οικονομικής μας ανάπτυξης. Η δυσκολία μιας εκτίμησης αυτού του είδους βρίσκεται στην απότομη στροφή που έχει γίνει στην ανάπτυξή μας. Οταν έχουμε μια ευθύγραμμη κίνηση, δύο σημεία είναι αρκετά για να καθορίσουν την κατεύθυνσή της. Αντίθετα, αν η ανάπτυξη διαγράφει μια πολύπλοκη καμπύλη, η εκτίμηση κάθε χωριστού τμήματος γίνεται δύσκολη υπόθεση. Και τα οχτώ χρόνια του καινούργιου καθεστώτος δεν είναι παρά ένα μικρό τμήμα.

Οι αντίπαλοι μας, όμως, και οι εχθροί μας, έχουν επανειλημμένα απευθύνει σοβαρές κατηγορίες ενάντια στην οικονομική μας ανάπτυξη πολύ πριν από την όγδοη επέτειο της Οχτωβριανής Επανάστασης.Οι κατηγορίες τους ακολουθούν δύο γραμμές: από τη μια, μας λένε ότι χτίζοντας μια σοσιαλιστική οικονομία καταστρέφουμε τη χώρα, από την άλλη, λένε ότι αναπτύσσοντας τις παραγωγικές μας δυνάμεις, βαδίζουμε ουσιαστικά προς τον καπιταλισμό. Η πρώτη μέθοδος κρίσης χαρακτηρίζει την καθαρή αστική σκέψη. Η δεύτερη είναι εξίσου χαρακτηριστική της σοσιαλδημοκρατικής, δηλαδή της μεταμφιεσμένης αστικής ιδεολογίας. Δεν υπάρχει καθαρή διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στα δύο είδη κριτικής και συχνά ανταλλάσουν μεταξύ τους όπλα σαν δύο καλοί γείτονες -χωρίς να το πάρουν είδηση- στη μέθη της μάχης τους ενάντια στην κομμουνιστική βαρβαρότητα.

Πιστεύω πώς αυτό το έργο θα δείξει στον αμερόληπτο αναγνώστη ότι οι ειλικρινείς μεγαλοαστοί και οι μικροαστοί που παριστάνουν τους σοσιαλιστές, διαστρεβλώνουν σκόπιμα την αλήθεια. Και το κάνουν αυτό όταν λένε ότι οι Μπολσεβίκοι έχουν καταστρέψει τη Ρωσία. Τα πιο αδιάσειστα στοιχεία επιβεβαιώνουν το γεγονός ότι στη Ρωσία, που καταστράφηκε πρώτα από τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο και μετά από τον εμφύλιο πόλεμο, οι παραγωγικές δυνάμεις, το εμπόριο και η γεωργία πλησιάζουν στα προπολεμικά τους επίπεδα, τα οποία θα φτάσουν στη διάρκεια αυτού του χρόνου. Κάνουν επίσης λάθος όταν λένε ότι η ανάπτυξη των παραγωγικών μας δυνάμεων προχωρεί σύμφωνα με καπιταλιστικά πρότυπα. Σ’ όλους τους τομείς της οικονομικής ζωής -στη βιομηχανία, στις μεταφορές, στο εμπόριο, στο πιστωτικό σύστημα- η κυριαρχία της κρατικής διοίκησης, όχι μόνο δεν περιορίζεται με την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, αλλά και επεικτείνεται σταθερά. Αυτό αποδεικνύεται πλήρως με αριθμούς και γεγονότα.

Το πρόβλημα της γεωργίας είναι ένα πολύ πιο περίπλοκο πρόβλημα, και δεν υπάρχει τίποτα το εκπληκτικό σ’ αυτό για όποιον σκέφτεται μαρξιστικά. Η αλλαγή από το σύστημα των μικρών ατομικών αγροτικών νοικοκυριών στις σοσιαλιστικές μεθόδους καλλιέργειας της γης μπορεί να γίνει αφού πρώτα διανύσουμε διαδοχικά ορισμένα στάδια προόδου στην τεχνική, την επιστήμη, την οικονομία και τον πολιτισμό. Ο πιο σπουδαίος όρος της αλλαγής είναι ότι η εξουσία θα πρέπει να μείνει στα χέρια της τάξης εκείνης που έχει για στόχο να οδηγήσει την κοινότητα προς το σοσιαλισμό και που αποχτά ολοένα και πιο μεγάλη ικανότητα να επηρεάζει την αγροτιά διαμέσου της κρατικής βιομηχανίας και της επιστημονικά βελτιωμένης καλλιέργειας, δημιουργώντας έτσι τους όρους για τη μετάβαση στις συλλογικές μεθόδους καλλιέργειας.

Είναι ολοφάνερο ότι δεν έχουμε λύσει ακόμα αυτό το πρόβλημα. Δημιουργούμε μονάχα τους όρους για μια διαδοχική και βαθμιαία λύση του. Ομως αυτοί ακριβώς οι όροι, δημιουργούν καινούργιες ανισότητες και παγίδες. Ποιες είναι αυτές;

Τα τέσσερα πέμπτα της βιομηχανικής παραγωγής τα στέλνει το κράτος στην αγορά, ενώ το ένα πέμπτο περίπου προέρχεται από τις ιδιωτικές επιχειρήσεις, σχεδόν εξολοκλήρου από τις μικρές οικιακές βιοτεχνίες. Οι σιδηροδρομικές και οι θαλάσσιες μεταφορές βρίσκονται όλες στα χέρια του κράτους. Το κρατικό εμπόριο και το εμπόριο των συνεταιρισμών καλύπτει σήμερα σχεδόν τα τρία τέταρτα του συνολικού τζίρου του εμπορίου. Το 95% του εξωτερικού εμπορίου βρίσκεται στα χέρια του κράτους. Τα πιστωτικά ιδρύματα αποτελούν ένα συγκεντρωτικό κρατικό μονοπώλιο. Αυτή η πανίσχυρη κρατική συνένωση, όμως, βρίσκεται αντιμέτωπη με όχι λιγότερες από 22.000.000 αγροτικά νοικοκυριά. Ένας συνδυασμός της κρατικής και της αγροτικής οικονομίας που υποβάλλεται σε μια γενική ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, αποτελεί σήμερα το θεμελιώδες κοινωνικό πρόβλημα της σοσιαλιστικής προόδου στη χώρα μας. Η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων είναι ο απαραίτητος όρος για την επίτευξη του σοσιαλισμού. Στο σημερινό επίπεδο της οικονομικής ανάπτυξης και του πολιτισμού, η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων γίνεται δυνατή, μονάχα αν το ατομικό συμφέρον των παραγωγών ενσωματωθεί στο πλαίσιο της κοινής οικονομίας.

Όσον αφορά τους βιομηχανικούς εργάτες αυτό επιτυγχάνεται αν εξαρτήσουμε τα μεροκάματα από την παραγωγή. Ήδη έχουν σημειωθεί πολλές επιτυχίες προς αυτή την κατεύθυνση.

Όσον αφορά τους αγρότες, το ατομικό συμφέρον εξασφαλίζεται με την ίδια την ύπαρξη των ατομικών νοικοκυριών και τη συμμετοχή τους στην αγορά. Αλλά απ’ αυτό το ίδιο το γεγονός προκύπτουν επίσης και δυσκολίες. Οι διαφορές στην κλίμακα των μεροκαμάτων, όσο σημαντικές κι αν είναι, δεν οδηγούν σε μια διαφοροποίηση του προλεταριάτου. Οι εργάτες, όποια και να είναι τα μεροκάματά τους, παραμένουν εργάτες που απασχολούνται στα κρατικά εργοστάσια και έργα.

Η κατάσταση είναι διαφορετική όσον αφορά τους αγρότες. Με τα 22 εκατομμύρια νοικοκυριά που δουλεύουν για την αγορά, με τα κρατικά αγροκτήματα, τις αγροτικές κολλεκτίβες και κομμούνες να είναι μόνο μια ασήμαντη μειοψηφία ανάμεσά τους, οδηγούμαστε αναπόφευχτα στη θέση, όπου στο ένα άκρο των αγροτικών μαζών έχουμε αγροκτήματα που όχι μόνο ευημερούν αλλά και εκμεταλλεύονται, ενώ, στο άλλο άκρο, μια μερίδα των λιγότερο ευημερούντων πέφτει στη φτώχεια κι οι άποροι γίνονται μισθωτοί εργάτες. Οταν η σοβιετική κυβέρνηση, με τη συμβουλή του Κόμματος μας, εισήγαγε τη Νέα Οικονομική Πολιτική και άνοιξε τους ορίζοντες της σε σχέση με τη γη, είχε πληρη επίγνωση των αναπόφευκτων κοινωνικών συνεπειών πάνω στο οικονομικό σύστημα, όπως και των πολιτικών κινδύνων που εμπεριείχε. Δεν θεωρούμε, όμως, αυτούς τους κινδύνους σαν συνέπειες που πρέπει να γίνουν μοιρολατρικά αποδεκτές, αλλά σαν προβλήματα που πρέπει να αναλυθούν προσεκτικά και να λυθούν σε κάθε διαδοχικό στάδιο της ανάπτυξής μας.

Ο κίνδυνος θα μπορούσε να ήταν αξεπέραστος, αν το κράτος είχε παραιτηθεί από τη διεύθυνση της βιομηχανίας, του εμπορίου και της χρηματοδότησης, την ίδια στιγμή που κέρδιζε έδαφος η στρωματική διαφοροποίηση των αγροτικών μαζών. Σ’ αυτή την περίπτωση η επιρροή του ιδιωτικού κεφαλαίου στην αγορά θα είχε μεγαλώσει, πρώτα απ’ όλα στην αγροτική αγορά, επιταχύνοντας όμως το προτσές της στρωματικής διαφοροποίησης των αγροτών, θα μπορούσε να στρέψει το όλο της οικονομικής ανάπτυξης προς τον καπιταλισμό. Γι αυτόν το λόγο ήταν τόσο σημαντικό για μας να εξασφαλίσουμε, πρώτα απ’ όλα, προς ποια κατεύθυνση πήγαινε η αλλαγή σε σχέση με τις ταξικές δυνάμεις στη βιομηχανία, τις μεταφορές, τη χρηματοδότηση, το εσωτερικό και το εξωτερικό εμπόριο.

Η αυξανόμενη κυριαρχία του σοσιαλιστικού κράτους σε όλους αυτούς τους τομείς -η Επιτροπή Κρατικού Σχεδιασμού το αποδεικνύει αυτό πέρα από κάθε αμφιβολία- έχει δημιουργήσει μια εντελώς νέα σχέση ανάμεσα στην πόλη και τη γη. Στεκόμαστε σταθερά στα πόστα της διεύθυνσης, επικεφαλής της οικονομικής ανάπτυξης, και η αύξηση καπιταλιστικών ή μισοκαπιταλιστικών τάσεων στη γεωργία είναι αδύνατο να ξεφύγει από τον έλεγχό μας, σε οποιαδήποτε χρονική στιγμή θα μπορούσε κανείς να διανοηθεί στο άμεσο μέλλον.

Το να κερδίσουμε χρόνο σ’ αυτό το ζήτημα σημαίνει να κερδίσουμε τα πάντα. Στο βαθμό που υπάρχει πάλη ανάμεσα στις καπιταλιστικές και τις σοσιαλιστικές τάσεις στην οικονομική μας ζωή -είναι η συνεργασία και ο ανταγωνισμός ανάμεσά τους που αποτελεί στην πραγματικότητα την ουσία της Νέας Οικονομικής Πολιτικής- το ζήτημα της πάλης εξαρτάται από το ρυθμό ανάπτυξης των δύο τάσεων. Μ’ άλλα λόγια αν η κρατική βιομηχανία αναπτυσσόταν πιο αργά από τη γεωργία και αν η τελευταία παρήγαγε με αυξανόμενη ταχύτητα τους δύο αντίθετους πόλους για τους οποίους έχουμε μιλήσει – τους καπιταλιστές γαιοκτήμονες στην κορυφή και το προλεταριάτο στη βάση-, αυτό θα οδηγούσε οπωσδήποτε σε παλινόρθωση του καπιταλισμού. Αλλά ας επιχειρούν να αποδείξουν οι εχ-θροί μας ότι αυτό είναι αναπόφευκτο. Θα κάψουν τα δάχτυλα τους σ’ αυτή την προσπάθεια, ακόμα κι αν ασχοληθούν με το ζήτημα με μεγαλύτερη επιδεξιότητα από κείνη του φτωχού Κάουτσκι (ή του κ. Μακ Ντόναλντ).

Αλλά μήπως αποκλείεται μια τέτια δυνατότητα; Θεωρητικά δεν αποκλείεται. Αλλά αν το Κόμμα που είναι στην εξουσία έκανε το ένα λάθος μετά το άλλο στην πολιτική και την οικονομία, και έτσι εμπόδιζε την ανάπτυξη της βιομηχανίας, που τώρα είναι τόσο ελπιδοφόρα, αν έχανε από τα χέρια του τον έλεγχο των πολιτικών και οικονομικών προτσές που συντελούνται στις αγροτικές περιφέρειες σίγουρα θα χανόταν η υπόθεση του σοσιαλισμού στη χώρα μας. Ομως, στην πρόγνωσή μας, δεν επιθυμούμε να προβλέπουμε τέτιες δυνατότητες. Ο Κάουτσκι και οι φίλοι του μετά τις 9 Νοέμβρη 1918 μας δίδαξαν με θαυμάσιο τρόπο πώς να χάσουμε την εξουσία, πώς να παραιτηθούμε απ’ όλες τις κατακτήσεις του προλεταριάτου, πώς να βοηθήσουμε την υπόθεση του καπιταλισμού.

Δεν υπάρχει τίποτε παραπάνω να προσθέσουμε σ’ αυτά. Τα προβλήματά μας, οι σκοποί μας, οι μέθοδοι μας είναι διαφορετικά. Θέλουμε να δείξουμε πώς μπορεί να κρατηθεί και να σταθεροποιηθεί με την εξουσία που κατάχτησε το προλεταριάτο, και πώς να χυθεί σοσιαλιστική οικονομία στο καλούπι του προλεταριακού κράτους. Εχουμε κάθε λόγο να προβλέπουμε ότι, με την κατάλληλη καθοδήγηση, η επέκταση της βιομηχανίας θα προπορεύεται σε σχέση με το προτσές της στρωματιχής διαφοροποίησης που συντελείται στην αγροτιά, και θα Το εξουδετερώνει δημιουργώντας την τεχνική βάση και τις οικονομικές δυνατότητες για μια βαθμιαία μετάβαση στην κολλεκτιβοποιημένη αγροκαλλιέργεια.

Αυτό το έργο δεν δίνει στατιστικές λεπτομέρειες της στρωματικής διαφοροποίησης που συντελείται στην αγροτιά, επειδή δεν υπάρχουν εκείνες οι στατιστικές που χρειάζονται για μια γενική εκτίμηση του προτσές. Οχι τόσο λόγω των ελλείψεων στις δημόσιες στατιστικές μας, όσο λόγω του ιδιαίτερου χαρακτήρα ενός κοινωνικού προτσές που αγκαλιάζει τις μοριακές αλλαγές 22 εκατομμυρίων αγροτικών κτημάτων. Η Επιτροπή Κρατικού Ελέγχου, που οι εκτιμήσεις της αποτελούν τη βάση αυτού του έργου, ερευνά τώρα το προτσές της οικονομικής διαφοροποίησης που συντελείται μέσα στην αγροτιά. Τα συμπεράσματα στα οποία θα καταλήξει, θα δημοσιευθούν αργότερα, και σίγουρα θα έχουν τη μεγαλύτερη σημασία για τα μέσα που θα πρέπει να υιοθετήσει το κράτος σχετικά με τη φορολογία, τις αγροτικές πιστώσεις, τη συνεργασία, κλπ. Αυτές οι στατιστικές, όμως, με κανέναν τρόπο δεν θα αλλάξουν οτιδ-ήποτε από τις κύριες προβλέψεις αυτού του έργου.

Κισλοβόντσκ, 7 Νοέμβρη 1925

Ογδόη Επέτειος της Οχτωβριανής Επανάστασης

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

Η ΓΛΩΣΣΑ ΤΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ

 

Η Επιτροπή Κρατικού Σχεδιασμού δημοσίευσε τα στοι-χεία ελέγχου της σοβιετικής εθνικής οικονομίας για το οικονομικό έτος 1925 – 1926. Αυτό μπορεί να ηχεί ξερό και γραφειοκρατικό, αλλά στις ξερές στήλες των στοιχείων, και στις εξίσου ξερές επεξηγήσεις τους, μπορούμε να ακούσουμε τη θαυμάσια μουσική του σοσιαλισμού σε ανάπτυξη. Εδώ, δεν έχουμε πιά υποθέσεις, προτάσεις, ελπίδες, θεωρητικές εικασίες. Εδώ έχουμε τη βαρυσήμαντη γλώσσα των αριθμών, που είναι πειστική ακόμα και για το Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης. Θα σταθούμε σ’ αυτά τα στοιχεία, στα πιο σημαντικά από αυτά, γιατί το αξίζουν πραγματικά.

Πρώτα απ’ όλα, το ίδιο το γεγονός της δημοσίευσης τους είναι για μας ένα θαυμάσιο γεγονός. Η μέρα που εμ-φανίστηκαν (20 Αυγούστου) θα πρέπει να σημειωθεί στο σοβιετικό ημερολόγιο. Η γεωργία, η βιομηχανία, το εσωτερικό και το εξωτερικό εμπόριο, ο όγκος του χρήματος που κυκλοφορεί, οι τιμές των εμπορευμάτων, οι πιστωτικοί χειρισμοί, ο κρατικός προϋπολογισμός, όλα δείχνονται σ’ αυτά τα στοιχεία, στο προτσές της ανάπτυξης και συ- σχέτισής τους. Εχουμε εδώ μια καθαρή και κατανοητή σύγκριση όλων των σημαντικών στοιχείων για το 1913, για το 1924- 1925, και τις εκτιμήσεις για τη χρονιά 1925-1926. Οι επεξηγηματικές σημειώσεις δίνουν όλα τα αναγκαία στοιχεία για τις υπόλοιπες χρονιές της σοβιετικής οικονομίας. Ετσι, αποκτούμε μια γενική εικόνα του προτσές οικοδόμησης, όπως και μια εκτίμηση για το προσεχές οικονομικό έτος. Το ότι έγινε αυτό δυνατό, είναι ένα επίτευγμα πρώτου μεγέθους.

Ο σοσιαλισμός είναι ένας ισολογισμός. Μόνο που, με τη Νέα Οικονομική Πολιτική, οι μορφές του είναι διαφορετικές απ’ αυτές που προσπαθήσαμε να υιοθετήσουμε με τον Πολεμικό Κομμουνισμό. Ο τελευταίος μπορεί να βρεί πλήρη έκφραση στον ολοκληρωμένο σοσιαλισμό. Αλλά ο σοσιαλισμός είναι ζήτημα ισολογισμού ακόμα και τώρα, και με τη Νέα Οικονομική Πολιτική ακόμα περισσότερο από ότι με τον ολοκληρωμένο σοσιαλισμό, γιατί τότε το περιεχόμενο του ισολογισμού θα είναι καθαρά οικονομικό, ενώ τώρα είναι δεμένο με τα πιο πολύπλοκα πολιτικά προβλήματα. Και εδώ, σ’ αυτόν τον πίνακα των στοιχείων ελέγχου, το σοσιαλιστικό κράτος για πρώτη φορά κάνει απογραφή όλων των κλάδων του οικονομικού του συστήματος, στη συσχέτιση και την ανάπτυξή τους. Το ίδιο το γεγονός ότι έγινε αυτό δυνατό είναι ένα σίγουρο σημάδι μιας συγκεκριμένης οικονομικής επιτυχίας, όπως και μιας αυξανόμενης ικανότητας να υπολογίζουμε, να γενικεύουμε και να ηγούμαστε στην οικονομία. Τα στοιχεία ελέγχου μπορούν να θεωρηθούν σαν ένα είδος εισαγωγικών εξετάσεων. Πρέπει όμως να έχουμε στο νου μας ότι οι εισαγωγικές εξετάσεις δεν ισοδυναμούν με αποφοίτηση. Δεν είναι παρά το πέρασμα από τη δευτεροβάθμια στην ανώτερη εκπαίδευση.

Όταν κοιτάζουμε τα στοιχεία προκύπτει πρώτα-πρώτα το εξής ερώτημα: πόσο σωστά είναι; Από αυτή την άποψη υπάρχει ένα ευρύ πεδίο επιφυλάξεων, περιορισμών, ακόμα και σκεπτικισμού. Ξέρουμε ότι οι στατιστικές μας και τα στοιχεία μας συχνά είναι ανακριβή, όχι τόσο λόγω μικρότερης αποτελεσματικότητας από αυτήν που βρίσκουμε σε άλλους κλάδους των οικονομικών και πολιτιστικών μας δραστηριοτήτων, αλλά επειδή αντανακλούν όλες, ή τουλάχιστον, πολλές πλευρές της καθυστέρησής μας. Αυτό, όμως, δεν δικαιολογεί την ολοκληρωτική δυσπιστία γι αυτά, με την ελπίδα ότι σε ένα ή ίσως δύο χρόνια, θα μπορέσει κανείς να δείξει κάποιο λάθος στο ένα ή στο άλλο από τα στοιχεία και να παριστάνει το σοφό κατόπιν εορτής. Θα υπάρξουν πιθανόν πολλά λάθη, αλλά η σοφία κατόπιν εορτής είναι η πιο φτηνή απ’ όλες τις σοφίες. Αυτή τη στιγμή τα στοιχεία της Επιτροπής Κρατικού Σχεδιασμού δίνουν την πιο μεγάλη προσέγγιση στην αλήθεια. Γιατί; Για τρεις λόγους. Πρώτα απ’ όλα, θεμελιώνονται στο πιο ολοκληρωμένο υλικό που υπάρχει, και μάλιστα υλικό που δεν εχειαποκτηθεί από τα έξω, αλλά έχει κατακτηθεί μέρα με τη μέρα, από τους διάφορους τομείς της ίδιας της Επιτροπής. Δεύτερο, το υλικό έχει περάσει από τα χέρια των πιο αρμόδιων και πιο ειδικευμένων οικονομολόγων, στατιστικολόγων και μηχανικών. Και τρίτο, αυτό το έργο το έφερε σε πέρας ένας θεσμός που είναι απελευθερωμένος από κάθε μεροληπτική στάση απέναντι στα τμήματα και μπορεί πάντα να έρχεται αντιμέτωπος με τα διάφορα τμήματα όταν είναι αναγκαίο*.

[τα στοιχεία ελέγχου των ενεργών οικονομικών οργανισμών  «δεν είναι μόνο ανεπαρκή, αλλά μάλιστα είναι επίτηδες έτσι», λεει μια σημείωση στις επεξηγηματικές σελίδες της Επιτροπής κρατικού Σχεδιασμού. Αυτή η σκληρή κριτική θα πρέπει να σημειωθεί ιδιαίτερα. Με τη βοήθεια της Επιτροπή Κρατικού Σχεδιασμού και του τύπου οι ενεργοί οικονομικοί οργανισμοί πρέπει να διδαχτούν να δίνουν αμερόληπτα, δηλαδή σωστά στοιχεία.]

Επιπλέον, δεν υπάρχουν γενικά εμπορικά και οικονομικά μυστικά για την Επιτροπή Κρατικού Σχεδιασμού, γιατί έχει το δικαίωμα να επαληθεύει είτε άμεσα είτε μέσα από το Τμήμα Εργατικού και Αγροτικού Ελέγχου κάθε παραγωγική διαδικασία ή εμπορικό λογαριασμό. Όλοι οι ισολογισμοί είναι ανοιχτοί στον έλεγχο της, όπως και όλες οι εκτιμήσεις των τμημάτων, και όχι απλά η βιτρίνα τους, αλλά και τα πρόχειρα σχέδιά τους. Μερικά από τα στοιχεία, φυσικά δεν μπορεί παρά να αμφισβητούνται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο από τα διάφορα τμήματα. Οι αντιρρήσεις, είτε γίνονται αποδεκτές είτε απορρίπτονται, μπορεί να επηρεάζουν τη δουλιά που πρέπει να γίνει για τρέχοντες πρακτικούς σκοπούς, όπως οι επιχειρήσεις εισαγωγών και εξαγωγών ή ο καθορισμός εσόδων για οικονομικές ανάγκες, κλπ., αλλά τέτιες ρυθμίσεις δε θα επηρεάσουν στην ουσία τους τα στοιχεία. Αυτή τη στιγμή δεν μπορούν να υπάρξουν πιο αξιόπιστα στοιχεία, ή η προσεκτικά ζυγισμένα και επεξεργασμένα, από τα στοιχεία ελέγχου της Επιτροπής Κρατικού Σχεδιασμού. Σε κάθ περίπτωση, είναι άπειρα προτιμότερο να έχει κανείς ακόμα και προσωρινά στοιχεία, βασισμένα σ’ όλη την προηγούμενη δουλιά, από το να δουλεύει κανείς στο σκοτάδι. Στην πρώτη περίπτωση, κάνουμε τις ρυθμίσεις μας με βάση Την εμπειρία κι έτσι μαθαίνουμε κάτι, στη δεύτερη, ζούμε με έναν τυχάρπαστο τρόπο.

Τα στοιχεία ελέγχου μας πηγαίνουν μέχρι την 1η του Οκτώβρη 1926. Αυτό σημαίνει ότι σε δώδεκα περίπου μήνες, όταν θα έχουμε στην κατοχή μας τα πραγματικά στοιχεία για το οικονομικό έτος 1925-1926, θα είμαστε σε θέση να συγκρίνουμε τις αυριανές μας δραστηριότητες με τις προσωρινές εκτιμήσεις μας του σήμερα. Οσο πολύ κι αν διαφέρουν μεταξύ τους, η σύγκριση των στοιχείων θα είναι καθεαυτή ένα ανεκτίμητο μάθημα σχεδιασμένης οικονομίας.

Όταν μιλάμε για την ακρίβεια των προσωρινών εκτιμήσεων, πρέπει πρώτα απ’ όλα να καταλαβαίνουμε καθαρά τί είδους εκτιμήσεις είναι αυτές. Οταν οι στατιστικολόγοι, ας πούμε, του Ινστιτούτου Χάρβαρντ της Αμερικής προσπαθούν να προσδιορίσουν τις τάσεις του ρυθμού ανάπτυξης των διάφορων κλάδων της αμερικάνικης οικονομίας, προχωρούν ως ένα βαθμό σαν τους αστρονόμους – προσπαθούν να συλλάβουν τη δυναμική των προτσές που είναι εντελώς έξω από τον έλεγχο τους, με μόνη τη διαφορά, ότι οι στατιστικολόγοι δεν έχουν τίποτε που να πλησιάζει την ακρίβεια των μεθόδων των αστρονόμων.

Η θέση των στατιστικολόγων μας είναι καταρχήν διαφορετική. Ανήκουν στο προσωπικό οργανισμών, που παίρνουν ενεργό μέρος στην οικονομία. Μια εκτίμηση δεν είναι κάτι το παθητικό, αλλά ένας μοχλός θετικής οικονομικής πρόβλεψης. Κάθε στοιχείο δεν είναι μόνο μια φωτογραφία, αλλά και μια εντολή. Τα στοιχεία ελέγχου έχουν προετοιμαστεί από έναν κρατικό θεσμό που έχει το ανώτερο πρόσταγμα στην οικονομία (και τί πρόσταγμα!). Οταν τα στοιχεία λένε ότι οι εξαγωγές μας πρέπει να αυξηθούν από 462.000.000 ρούβλια σε 1.200.000.000 ρούβλια στο οικονομικό έτος 1925-26, δηλαδή κατά 160%, αυτό δεν είναι απλώς μια πρόβλεψη αλλά ένας καθορισμένος στόχος που πρέπει να επιτευχθεί. Πάνω στη βάση αυτού που υπάρχει, τα στοιχεία μας δείχνουν το τί πρέπει να γίνει. Οταν τα στοιχεία λένε ότι το ποσό του κεφαλαίου που πρέπει να το-ποθετηθεί στη βιομηχανία, δηλαδή το κόστος ανασύστασης και επέκτασης του σταθερού κεφαλαίου πρέπει να είναι 900.000.000 ρούβλια, και πάλι αυτό δεν είναι μια παθητι-κή εκτίμηση, αλλά ένα πρακτικό καθήκον που έχει τη μεγαλύτερη σημασία, και βασίζεται στη στατιστική.

Έτσι είναι ο πίνακας των στοιχείων ελέγχου από την αρχή μέχρι το τέλος. Είναι ένας διαλεκτικός συνδυασμός θεωρητικής πρόβλεψης και πρακτικής διορατικότητας, η εξέταση αντικειμενικών συνθηκών και τάσεων μαζί με την υποκειμενική αντίληψη των οικονομικών προβλημάτων από τη μεριά του Εργατοαγροτικού Κράτους. Εδώ βρίσκεται η μεγάλη διαφορά ανάμεσα στον πίνακα ελέγχου της Επιτροπής Κρατικού Σχεδιασμού και στα στοιχεία των κάθε είδους εκτιμήσεων οποιουδήποτε καπιταλιστικού κράτους. Εδώ, όπως θα δούμε αργότερα, βρίσκεται η τεράστια ανωτερότητα των δικών μας, δηλαδή των σοσιαλιστικών μεθόδων, σε σχέση με τις μεθόδους του καπιταλισμού.

Οι εκτιμήσεις της Επιτροπής Κρατικού Σχεδιασμού, προσφέρουν, εντούτοις, όχι τόσο μια στατιστική εικόνα των σοσιαλιστικών οικονομικών μεθόδων γενικά, όσο την προσαρμογή αυτών των μεθόδων στις ιδιαίτερες ανάγκες του σταδίου στο οποίο έχουμε φτάσει με τη Νέα Οικονομική Πολιτική. Τα μοριακά προτσές της οικονομίας ιδιαίτερα, επιδέχονται αντικειμενική στατιστική επεξεργασία. Με τη σειρά τους, τα οικονομικά προτσές που κατευθύνονται από το κράτος, αναδύονται στην αγορά στο ένα ή στο άλλο στάδιο και οι μέθοδοι της αγοράς τα φέρνουν σε επαφή με τα ανεξέλεγχτα προτσές που δημιουργεί η κατακερματισμένη μικρή αγροτική ιδιοχτησία. Ο κρατικός σχεδιασμός αυτή τη στιγμή έγκειται βασικά στο συνδυασμό των ελεγχόμενων και καθοδηγούμενων προτσές με τις ανεξέλεγκτες στοιχειακές δυνάμεις της αγοράς. Μ’ άλλα λόγια, στην οικονομία μας, οι σοσιαλιστικές τάσεις, σε διαφορετικά στάδια ανάπτυξης συνδυάζονται και διαπλέκονται με καπιταλιστικές τάσεις, που βρίσκονται επίσης σε διαφορετικά στάδια ωριμότητας και ανωριμότητας. Τα στοιχεία ελέγχου συνδέουν ορισμένα προτσές με άλλα και έτσι εγκαθιδρύουν την ισορροπία της ανάπτυξης. Αυτή είναι η κύρια σημασία ενός προσωρινού σχεδίου για το σοσιαλισμό.

Οτι τα οικονομικά προτσές που αναπτύσσονται στη χώρα μας έχουν βαθιά αντιφατικό χαρακτήρα, αντιπροσωπεύοντας την πάλη ανάμεσα σε δύο αλληλοαποκλειόμενα συστήματα -ανάμεσα στο σοσιαλισμό και τον καπιταλισμό- το ξέραμε πάντα και ποτέ δεν προσπαθήσαμε να το κρύψουμε. Αντίθετα, τη στιγμή ακριβώς που περάσαμε στη Νέα Οικονομική Πολιτική, ο Αένιν συμπυκνώνει την ουσία του ζητήματος στο ιστορικό του ερώτημα: «Ποιός θα νικήσει;». Οι Μενσεβίκοι θεωρητικοί, και πρώτος από όλους ο Οτο Μπάουερ, χαιρέτισαν με συγκατάβαση τη Νέα Οικονομική Πολιτική σαν μια σώφρονα συνθηκολόγηση των βιαστικών και βίαιων μπολσεβίκικων μεθόδων σοσιαλιστικής οικονομίας με το δοκιμασμένο και περπατημένο δρόμο του καπιταλισμού. Οι φόβοι μερικών και οι ελπίδες άλλων έχουν δοκιμαστεί στα σοβαρά, και το αποτέλεσμα έχει δοθεί στα στοιχεία ελέγχου των κοινωνικών και οικονομικών μας εκτιμήσεων. Η μεγάλη σημασία των εκτιμήσεων έγκειται στο ότι δεν χωρούν πια εικασίες για τα σοσιαλιστικά και καπιταλιστικά στοιχεία της οικονομίας μας, για τα σχέδια και τις συνθήκες γενικά. Εχουμε κάνει απογραφή των πόρων μας, ίσως κατά προσέγγιση και προσωρινά, αλλά έχουμε ποσοτικά προσδιορίσει τη σχέση ανάμεσα στον καπιταλισμό και το σοσιαλισμό στην οικονομία μας, τόσο για το σήμερα όσο και για το αύριο. Χάρη σ’ αυτό, έχουμε αποκτήσει αξιόλογο συγκεκριμένο υλικό για να δόσουμε απάντηση στο ιστορικό ερώτημα, «Ποιός θα νικήσει;».

II

Όλα όσα έχουν ειπωθεί μέχρι τώρα απλώς σχετίζονται με την αρχή των στοιχείων ελέγχου της Επιτροπής Κρατικού Σχεδιασμού. Εχουμε δείξει την τεράστια σημασία που έχει για μας το ότι αποκτήσαμε επιτέλους τη δυνατότητα να εκτιμάμε τα βασικά προτσές της οικονομίας μας στην αμοιβαία σχέση και ανάπτυξη τους, και έτσι έχουμε πετύχει ένα ευνοϊκό έδαφος για μια άπειρα πιο συνειδητή και διορατική πολιτική σχεδιασμού, κι αυτό όχι μονάχα στη σφαίρα της οικονομίας. Αλλά αυτό που έχει, φυσικά, τη μεγαλύτερη σημασία για μας, είναι το πραγματικό περιεχόμενο των εκτιμήσεων του ελέγχου, δηλαδή τα στοιχεία που μαρτυρούν την κοινωνική μας ανάπτυξη.

Για να πάρουμε μια κατάλληλη απάντηση στο ερώτημα, «Βαδίζουμε προς το σοσιαλισμό ή προς τον καπιταλισμό;», πρέπει, πρώτα από όλα να διατυπώσουμε κατάλληλα το ίδιο το ερώτημα. Φυσιολογικά διαιρείται σε τρία αλληλεξαρτώμενα ερωτήματα: (α) Αναπτύσσονται οι παραγωγικές μας δυνάμεις; (β) Ποιές είναι οι κοινωνικές μορφές αυτής της ανάπτυξης; (γ) Με ποιον ρυθμό προχωρεί αυτή η ανάπτυξη;

Το πρώτο ερώτημα είναι το απλούστερο και ταυτόχρονα το πιο ουσιαστικό. Ούτε ο καπιταλισμός ούτε ο σοσιαλισμός είναι νοητοί χωρίς την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Ο Πολεμικός Κομμουνισμός που γεννήθηκε από μια ιστορική αναγκαιότητα, γρήγορα εξαντλήθηκε, γιατί είχε φρενάρει την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Η πιο στοιχειώδης και πιο επιτακτική αρχή της Νέας Οικονομικής Πολιτικής ήταν να αναπτύξει τις παραγωγικές δυνάμεις σαν μια βάση για την κοινωνική ανάπτυξη γενικά.

Φυσικό ήταν η μπουρζουαζία και οι μενσεβίκοι να χαιρετίσουν τη Νέα Οικονομική Πολιτική σαν απαραίτητο, αλλά και «ανεπαρκές» βήμα για την απελευθέρωση των παραγωγικών δυνάμεων. Οι μενσεβίκοι θεωρητικοί του τύπου Κάουτσκι και Οτο Μπάουερ, ενέκριναν τη Νέα Οικονομική Πολιτική. Τήν θεώρησαν σαν την αυγή της καπιταλιστικής παλινόρθωσης στη Ρωσία. Πρόσθεσαν ότι είτε η Νέα Οικονομική Πολιτική θα κατέστρεφε την μπολσεβίκικη δικτατορία (η ευτυχής έκβαση), ή η μπολσεβίκικη δικτατορία θα κατέστρεφε τη Νέα Οικονομική Πολιτική (η δυσμενής έκβαση). Ατομα που προσχώρησαν στον Μπολσεβικισμό από τις γραμμές των αντιπάλων μας, αρχικά προσελκύστηκαν κυρίως από την υπόθεση ότι η Νέα Οικονομική Πολιτική θα εξασφάλιζε την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων σε καπιταλιστική βάση. Εδώ ακριβώς τα στοιχεία ελέγχου της Επιτροπής Κρατικού Σχεδιασμού μας προσφέρουν ουσιαστική βάση για να απαντήσουμε στο ερώτημα που αφορά όχι μόνο την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων γενικά, αλλά και τις γραμμές στις οποίες κινείται αυτή η ανάπτυξη.

Εχουμε πλήρη συνείδηση, βέβαια, ότι η κοινωνική μορφή της οικονομικής μας ανάπτυξης είναι διπλή, αφού είναι βασισμένη τόσο στη συνεργασία όσο και στην πάλη ανάμεσα σε καπιταλιστικές και σοσιαλιστικές μεθόδους, μορφές και σκοπούς. Η Νέα Οικονομική Πολιτική τοποθέτησε την ανάπτυξη μας σε τέτια πλαίσια. Στην πραγματικότητα αποτελούν την ίδια την ουσία της Νέας Οικονομικής Πολιτικής. Ομως, δεν μπορούμε πια να ικανοποιούμαστε με μια τέτια γενική αντίληψη των αντιφατικών δυνάμεων της ανάπτυξής μας. Χρειαζόμαστε και απαιτούμε τους πιο ακριβείς συντελεστές για τις οικονομικές μας αντιφάσεις, όχι μονάχα τους δυναμικούς συντελεστές της γενικής μας ανάπτυξης, αλλά και τους σχετικούς συντελεστές του βάρους της μιας ή της άλλης τάσης. Από την απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα εξαρτώνται πάρα πολλά, ίσως και τα πάντα, στην εσωτερική όπως και στην εξωτερική μας πολιτική.

Για να βάλουμε το ζήτημα με τον οξύτερο τρόπο θα πούμε ότι, χωρίς μια απάντηση στο ερώτημα που αφορά τη σχετική δύναμη των καπιταλιστικών και των σοσιαλιστικών τάσεων και την κατεύθυνση προς την οποία μεταβάλλεται η σχετική δύναμη και των δύο σύμφωνα με την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, δεν μπορούμε να φτάσουμε σε μια καθαρή και ακριβή εκτίμηση των ευκαιριών και των πιθανών κινδύνων της αγροτικής μας πολιτικής. Πραγματικά αν συνέβαινε οι καπιταλιστικές τάσεις να μεγαλώνουν σε βάρος των σοσιαλιστικών, στην ανάπτυξη των παραγωγικών μας δυνάμεων, η τελική επέκταση των ατομικιστικών τάσεων μέσα στους χωρικούς μπορεί να αποδεικνυόταν μοιραία και να έστρεφε οριστικά την ανάπτυξη μας προς την κατεύθυνση του καπιταλισμού. Αντίθετά αν το Κράτος, δηλαδή, η σοσιαλιστική οικονομία, κυριαρχεί στη γενική οικονομική ζωή της χώρας, τότε μια λίγο πολύ σημαντική «απελευθέρωση» ατομικιστικών τάσεων μέσα στην αγροτιά, θα έμπαινε στο κανάλι ενός οριστικού συσχετισμού δυνάμεων και θα ξεκαθάριζε εύκολα, αναλύοντάς το σε ερωτήματα, όπως: πώς, πότε, για πόσον καιρό;

Για να το θέσουμε διαφορετικά, αν οι παραγωγικές δυνάμεις που διαθέτει το σοσιαλιστικό κράτος και εξασφαλίζοντοις όλα τα ανώτερα διοικητικά πόστα, όχι μόνο αναπτύσσονται γρήγορα, αλλά πιο γρήγορα από τις ατομικιστικές, καπιταλιστικές, παραγωγικές δυνάμεις της πόλης και των αγροτικών περιφερειών, και αν αυτό το αποδεικνύει η εμπειρία της πιο δύσκολης περιόδου της ανασυγκρότησης, γίνεται καθαρό ότι μια ορισμένη επέκταση των ατομικιστικών εμπορικών τάσεων, που πηγάζει από τον ίδιο τον πυρήνα της αγροτικής γεωργίας, με κανέναν τρόπο δεν μας απειλεί, ούτε με κάποιες οικονομικές εκπλήξεις ούτε και με μια γοργή αλλαγή της ποιότητας και της ποσότητας, δηλαδή με μια απότομη στροφή προς τον καπιταλισμό.

Τελευταίο έρχεται το τρίτο ερώτημα, που αφορά το ρυθμό της ανάπτυξης μας από την άποψη της παγκόσμιας οικονομίας. Με μια πρώτη ματιά, θα φαινόταν ότι αυτό το ζήτημα, παρά τη σημασία του, είναι δευτερεύον. Φυσικά, θα μπορούσαμε να επιχειρηματολογήσουμε ότι είναι επιθυμητό να φτάσουμε στο σοσιαλισμό «όσο γίνεται γρήγορα», αλλά από τη στιγμή που η κίνηση αυτή εξασφαλίζεται με τη νικηφόρα ανάπτυξη των σοσιαλιστικών τάσεων στις συνθήκες της Νέας Οικονομικής Πολιτικής, το ζήτημα του ρυθμού ανάπτυξης αποκτά, κατά κάποιο τρόπο, δευτερεύουσα σημασία.

Αυτό όμως δεν είναι αλήθεια. Ενα τέτοιο συμπέρασμα θα ήταν σωστό (και πάλι όχι απόλυτα), αν είχαμε ένα ανεξάρτητο και αυτάρκες οικονομικό σύστημα. Αλλά αυτό δεν συμβαίνει. Ήταν ακριβώς χάρη στα επιτεύγματά μας, που μπήκαμε στην παγκόσμια αγορά, δηλαδή, γίναμε μέρος του παγκόσμιου συστήματος καταμερισμού της εργασίας, ενώ είμαστε περικυκλωμένοι από τον καπιταλισμό. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, ο ρυθμός της οικονομικής μας ανάπτυξης θα προσδιορίζει τη δύναμη της αντίθεσής μας στην οικονομική πίεση του παγκόσμιου κεφαλαίου και στη στρατιωτική και πολιτική πίεση του παγκόσμιου ιμπεριαλισμού. Και προς το παρόν δεν μπορούμε να μη λογαριάζουμε αυτούς τους παράγοντες.

Αν προσεγγίσουμε τα στοιχεία ελέγχου της Επιτροπής Κρατικού Σχεδιασμού και τις επεξηγηματικές σημειώσεις με τις τρεις «ελέγχουσες» ερωτήσεις μας, θα δούμε ότι δεν μας δίνουν απλώς μια καθαρή και εμπεριστατωμένη αλλά και μια εξαιρετικά ευνοϊκή απάντηση στα δύο πρώτα ερωτήματα, σχετικά με την ανάπτυξη των παραγωγικών μας δυνάμεων και τις κοινωνικές μορφές αυτής της ανάπτυξης. Σχετικά με το τρίτο ερώτημα, που αφορά το ρυθμό της ανάπτυξής μας στην πορεία της οικονομικής μας ανόδου, έχουμε φτάσει μονάχα στο σημείο να μπορεί να αυξάνεται σε εσωτερική κλίμακα. Αλλά εδώ, όπως θα δούμε, η ευνοϊκή απάντηση στα δύο πρώτα ερωτήματα, δημιουργεί επίσης τις συνθήκες για τη λύση του τρίτου. Η λύση του τρίτου είναι ο υψηλότερος στόχος της οικονομικής μας ανάπτυξης στο εγγύς μέλλον.

III

Τώρα, είναι πλέον αναμφισβήτητο γεγονός ότι οι παραγωγικές μας δυνάμεις ανορθώθηκαν γοργά. Δεν υπάρχει καλύτερη απόδειξη από τον πίνακα των στοιχείων ελέγχου. Το προϊόν της γεωργίας για το οικονομικό έτος 1924- 1925, συμπεριλαμβανομένης της κακής σοδειάς του 1924, υπολογισμένο σε προπολεμικές τιμές, ανερχόταν στο 71% της παραγωγής της ευνοϊκής για τη γεωργία χρονιάς του 1913. Το οικονομικό έτος 1925-1926 με τη θαυμάσια σοδειά του, σύμφωνα με τις τελευταίες εκτιμήσεις, υπόσχεται να ξεπεράσει τα στοιχεία του 1913 και να υπολείπεται ελαφρά των στοιχείων του 1911. Αν τα συνολικά αποθέματα σιτηρών που συγκεντρώθηκαν τα τελευταία λίγα χρόνια, δεν έφτασαν ποτέ τα 3 δισεκατομμύρια πούτια, εκτιμάται ότι αυτή τη χρονιά θα φτάσουν τα 4,1 δισεκατομμύρια*. [Αυτές είναι οι σημερινές εκτιμήσεις (28/8/1925). Τα στοιχεία μπορεί φυσικά να μεταβληθούν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο.]

Οι βιομηχανίες μας, τη χρονιά που κλείνει έχουν, σε σχέση με την αξία της παραγωγής τους, φθάσει στο 71% της ακμαίας χρονιάς του 1913. Για το επόμενο οικονομικό έτος εκτιμάται ότι η παραγωγή δε θα είναι μικρότερη του 95% της παραγωγής του 1913, δηλαδή, πρακτικά, θα έχει ολοκληρωθεί το προτσές της ανάκαμψης. Αν θυμηθούμε ότι το 1920 η παραγωγή μας είχε πέσει στο ένα πέμπτο ή στο ένα έκτο της παραγωγικής ικανότητας των εργοστασίων μας, θα συνειδητοποιήσουμε πιο καθαρά πόσο γοργό ήταν το προτσές της ανάκαμψής μας. Η απόδοση των κρατικών βιομηχανιών τριπλασιάστηκε από το 1921. Οι εξαγωγές μας, που φέτος δεν φτάνουν ούτε το μισό δισεκατομμύριο ρούβλια, υπόσχονται να ξεπεράσουν το ένα δισεκατομμύριο την επόμενη χρονιά. Οι εισαγωγές μας επίσης δείχνουν μια παρόμοια ανοδική τάση. Ο Κρατικός Προϋπολογισμός από 2,5 δισεκατομμύρια ρούβλια υπόσχεται να ξεπεράσει κατά πολύ τα 3,5 δισεκατομμύρια ρούβλια. Αυτά είναι τα κύρια στοιχεία ελέγχου. Η ποιότητα των βιομηχανικών μας προϊόντων, που είναι αλήθεια ακόμα πολύ χαμηλή, έχει δείξει παρόλα αυτά μεγάλη βελτίωση από την εποχή των πρώτων δύο χρόνων της Νέας Οικονομικής Πολιτικής. Ετσι, στο ερώτημα αν αναπτύσσονται οι παραγωγικές μας δυνάμεις, παίρνουμε την κατηγορηματική απάντηση -η «χειραφέτηση» της αγοράς έδοσε μια ισχυρότατη ώθηση στις παραγωγικές δυνάμεις.

Αλλά το γεγονός ότι η ώθηση ήρθε από την αγορά -από έναν παράγοντα καπιταλιστικού χαρακτήρα- έχει ερεθίσει και ερεθίζει ακόμα την κακεντρέχεια των θεωρητικών και πολιτικών της μπουρζουαζίας. Η εθνικοποίηση της βιομηχανίας και οι σχεδιασμένες μέθοδοι της οικονομίας φάνηκε να διακυβεύονται απελπιστικά από το γεγονός ότι καταφύγαμε στην Νέα Οικονομική Πολιτική και από την αναμφίβολη οικονομική της επιτυχία.

Και μονάχα η απάντηση στο δεύτερο ερώτημά μας, σχετικά με τις κοινωνικές μορφές της οικονομίας μας, μπορεί να δόσει μια σοσιαλιστική αξιολόγηση της ανάπτυξής μας. Οι παραγωγικές δυνάμεις του Καναδά αναπτύσσονται, για παράδειγμα, με την τονωτική εισροή κεφαλαίων από τις Ενωμένες Πολιτείες. Στην Ινδία οι παραγωγικές δυνάμεις αναπτύσσονται παρόλους τους βίαιους σπασμούς της αποικιακής καταπίεσης. Οι παραγωγικές δυνάμεις επίσης αναπτύσσονται με τη μορφή της ανασυγκρότησης στην Γερμανία της Επιτροπής Dawes. Αλλά όλες αυτές είναι περιπτώσεις καπιταλιστικής ανάπτυξης. Ιδιαίτερα στη Γερμανία, όλα τα σχέδια για την εθνικοποίηση και την κοινωνικοποίηση» που ήταν τόσο δημοφιλή -τουλάχιστον στα χοντρά βιβλία των ακαδημαϊκών σοσιαλιστών και στους κύκλους των οπαδών του Κάουτσκι. μπήκαν στην άκρη στη διάρκεια του 1919 και του 1920, όπως και τόσα άλλα σκουπίδια, ενώ κάτω από την σκληρή κηδεμονία της Αμερικής η αρχή της ιδιωτικής καπιταλιστικής επιχείρησης γιορτάζει τη δεύτερη νεότητά της παρόλο που της έχουν πέσει τα δόντια. Πώς είναι τα πράγματα με μας από αυτή την άποψη; Τι κοινωνική μορφή παίρνει η ανάπτυξη των παραγωγικών μας δυνάμεων; Πηγαίνουμε προς το σοσιαλισμό ή προς τον καπιταλισμό;

Η προϋπόθεση της σοσιαλιστικής οικονομίας είναι η εθνικοποίηση των μέσων παραγωγής. Εχει επιζήσει αυτή η προϋπόθεση στη δοκιμασία της Νέας Οικονομικής Πολιτικής; Η εμπορική μέθοδος διανομής των προϊόντων έχει οδηγήσει στο αδυνάτισμα ή στην ενίσχυση της εθνικοποίησης;

Τα στοιχεία ελέγχου της Επιτροπής Κρατικού Σχεδιασμού προσφέρουν μοναδικό υλικό για την εκτίμηση της αμοιβαίας δράσης και της πάλης ανάμεσα σε σοσιαλιστικές και καπιταλιστικές τάσεις στο οικονομικό μας σύστημα. Εδώ έχουμε αδιαμφισβήτητα στοιχεία «ελέγχου» που καλύπτουν το σταθερό κεφάλαιο, την παραγωγή, το εμπόριο, το κεφάλαιο και άλλα σημαντικά οικονομικά προτσές της χώρας.

Από τα στοιχεία υπό αίρεσιν είναι μάλλον όσα σχετίζονται με την κατανομή του σταθερού κεφαλαίου, αλλά αυτό έχει να κάνει πιο πολύ με την εγγενή (απόλυτη) αξία των στοιχείων, παρά με την αμοιβαία τους σχέση, και είναι η τελευταία που μας ενδιαφέρει περισσότερο. Σύμφωνα με την εκτίμηση της Επιτροπής Κρατικού Σχεδιασμού, στην αρχή της οικονομικής χρονιάς, «με τους πιο μετριόφρονες υπολογισμούς» το κράτος δεν είχε λιγότερα από 11,7 δισεκατομμύρια τσερβόντζι ρούβλια σε αποθέματα κεφαλαίου, οι κοπερατίβες 0,5 δισεκατομμύρια ρούβλια και διάφορα άτομα – κυρίως αγροτικά γεωργικά νοικοκυριά- 7,5 δισεκατομμύρια ρούβλια. Αυτό σημαίνει ότι το 62% των συνολικών μέσων παραγωγής έχει κοινωνιποιηθεί συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που έχουν τον καλύτερο τεχνικό εξοπλισμό. Μόνο το 38% παραμένει μη-κοινωνικοποιημένη ιδιοκτησία.

Όσον αφορά τη γεωργία, τα μέχρι τώρα στοιχεία δείχνουν αποτελέσματα όχι τόσο από την εθνικοποίηση της γης, όσο από την εξάλειψη των γαιοκτημόνων. Τα αποτελέσματα είναι και σοβαρά και διδακτικά. Η εξάλειψη των γαιοκτημόνων και όλης της γαιοκτησίας, με εξαίρεση εκείνη των αγροτών, έχει φέρει τη διάλυση των μεγάλων κτημάτων, μεταξύ των οποίων ήταν και μερικές από τις πιο σύγχρονες φάρμες. Αυτός ήταν ένας από τους λόγους, δευτερεύων είναι αλήθεια, της προσωρινής παρακμής της γεωργίας. Αλλά ξέρουμε τώρα ότι η σοδειά φέτος θα ανεβάσει τη γεωργία στο προπολεμικό επίπεδο χωρίς γαιοκτήμονες και χωρίς «επιστημονικά διοικούμενες» καπιταλιστικές φαρμες. Και είμαστε μονάχα στην αρχή της ανάπτυξης της πλήρως απελευθερωμένης από τους γαιοκτήμονες γεωργίας! Αυτό σημαίνει ότι η εξάλειψη της τάξης των γαιοκτημόνων με όλες τις «εστίες» της, ακόμα και ο «βάρβαρος, μαύρος κατατεμαχισμός» – που σημαίνει την μεταβίβαση όλης της γης στους αγρότες- που τόσο είχε θορυβήσει τους αξιοσέβαστους μενσεβίκους, έχουν ήδη δικαιωθεί από οικονομική άποψη σαν σύνολο. Αυτό είναι ένα πρώτο, και δε θα μπορούσε να πει κανείς ασήμαντο αποτέλεσμα.

Σχετικά με την εθνικοποίηση της γης, έχει σταθεί αδύνατο μέχρι τώρα να εκτιμηθούν τα αποτελέσματα της, λόγω του μεγάλου αριθμού των αγροτικών νοικοκυριών. Η πρώτη περίοδος της κοινωνικοποίησης αναπόφευκτα απόκτησε μια ρόδινη «για τον λαό» απόχρωση, που η επιχρυσωμένη της επιφάνεια το ίδιο αναπόφευκτα ξέφτισε μετά από λίγο. Ταυτόχρονα, η ιδέα της εθνικοποίησης ως σοσιαλιστικό μέτρο κάτω από τη διακυβέρνηση της εργατικής τάξης διατηρήθηκε αρκετά, ώστε να μας κάνει να καταλάβουμε τη μεγάλη σημασία της για τη μελλοντική ανάπτυξη της γεωργίας.

Με την εθνικοποίηση της γης εξασφαλίσαμε για την κυβέρνηση απεριόριστες ευκαιρίες για  μια πολιτική στο ζήτημα της γής. Καμία ατομική ή ομαδική ιδιοκτησία στη χώρα μας δε θα σταθεί εμπόδιο στο δρόμο να υιοθετήσουμε μορφές χρήσης της γης για τις ανάγκες της παραγωγής. Προς το παρόν, τα παραγωγικά μέσα της γεωργίας έχουν εθνικοποιηθεί σε ποσοστό 4% και τα υπόλοιπα 96% είναι ακόμα ατομική ιδιοκτησία των αγροτών. Πρέπει όμως να έχουμε στο νου μας ότι τα γεωργικά μέσα παραγωγής και των αγροτών και του κράτους, δεν αποτελούν παρά λίγο παρά πάνω από το ένα τρίτο όλων των μέσων παραγωγής της Σοβιετικής Ενωσης. Δεν είναι ανάγκη να πούμε ότι η τεράστια σημασία της εθνικοποίησης της γης θα γίνει αντιληπτή μονάχα όταν η γεωργία φτάσει σε υψηλό τεχνικό επίπεδο, με αποτέλεσμα τη συλλογική καλλιέργεια της γης, δηλαδή σε πολλά χρόνια από τώρα. Αλλά αυτή είναι η κατεύθυνση προς την οποία βαδίζουμε.

IV

Για μας τους μαρξιστές, ήταν, βέβαια, καθαρό ακόμα και πριν την Επανάσταση ότι η σοσιαλιστική ανασυγκρότηση της οικονομίας θα άρχιζε από την βιομηχανία και τις μεταφορές και στη συνέχεια θα προχωρούσε στη γεωργία. Γι’ αυτό το λόγο η στατιστική μελέτη των δραστηριοτήτων των εθνικοποιημένων βιομηχανιών γίνεται το θεμέλιο της σοσιαλιστικής αξιολόγησης της τωρινής μεταβατικής οικονομίας.

Στη βιομηχανία τα μέσα παραγωγής κοινωνικοποιήθρκαν κατά 89%, συμπεριλαμβανομένων των σιδηροδρόμων κατά 97%. Τα μέσα παραγωγής στις μεγάλες βιομηχανίες κοινωνικοποιήθηκαν κατά 99%. Αυτά τα στοιχεία δείχνουν ότι, όσον αφορα την ιδιοκτησία, τα αποτελέσματα της εθνικοποίησης στη διάρκεια αυτών των χρόνων δεν άλλαξαν σε βάρος της κυβέρνησης. Αυτό και μόνο το γεγονός έχει μεγάλη σημασία. Αλλά, κάτι άλλο είναι που μας απασχολεί κυρίως. Σε τί ποσοστό τα κοινωνικοποιημένα μέσα παραγωγής συνέβαλαν στην ετήσια παραγωγή; Δηλαδή, σε τι βαθμό αξιοποίησε η κυβέρνηση την παραγωγική ικανότητα των μέσων παραγωγής που απαλλοτρίωσε; Τα στοιχεία ελέγχου της Επιτροπής Κρατικού Σχεδιασμού μας δίνουν την εξής απάντηση στο ερώτημα αυτό: οι εθνικές και συνεταιριστικές βιομηχανίες έχουν αποδόαει, το οικονομικό έτος 1923- 1924 το 76,3% του συνολικού όγκου των προϊόντων. Φέτος το 79,3% και του χρόνου, συμφωνά με τις εκτιμήσεις ελέγχου της Επιτροπής Κρατικού Σχεδιασμού, προβλέπεται να αποδόσουν το 79,7%.

Οσον αφορά την ιδιωτική βιομηχανία, η παραγωγή της τη χρονιά 1923-1924 ισοδυναούσε με το 23,7%. Το 1924-1925 με το 20,7% και του χρόνου το ποσοστό εκτιμάται ότι θα είναι 20,3%. Πέρα από την προσωρινή και με επιφύλαξη εκτίμηση για τον ερχόμενο χρόνο, μια σύγκριση της αύξησης της εθνικής και της ιδιωτικής παραγωγής στο συνολικό όγκο των αγαθών της χώρας έχει τη μεγαλύτερη σημασία. Βλέπου-με ότι πέρυσι και φέτος, δηλαδή τα χρόνια της εντατικής οικονομικής ανάπτυξης, το ποσοστό των κρατικών βιομηχανιών αυξήθηκε κατά 3% και οι ιδιωτικές βιομηχανίες μειώθηκαν κατά το ίδιο ποσοστό. Αυτό το ποσοστό, για την σύντομη περίοδο που εξετάζουμε, σημαδεύει την αυξανόμενη ισχύ του σοσιαλισμού απέναντι στον καπιταλισμό. Το ποσοστό μπορεί να φαίνεται ασήμαντο, αλλά στην πραγματικότητα η ενδεικτική σημασία του είναι τεράστια.

Πού βρισκόταν ο κίνδυνος της μετάβασης στη Νέα Οικονομική Πολιτική, τα πρώτα χρόνια της εφαρμογής της; Βρισκόταν στο γεγονός ότι, λόγω της πλήρους εξάντλησης της χώρας, το κράτος ενδεχομένως να μην ήταν αρκετά ισχυρό για να σηκώσει στους ώμους του σε τόσο λίγο χρόνο τις μεγάλες υποχρεώσεις της βιομηχανίας. Η περιορισμένη τους δυναμικότητα (η δυναμικότητα των βιομηχανιών είχε πέσει στο 10 και 20% από ό,τι σε προηγούμενες εποχές) έδωσε στις μικρές, στις μεσαίες, ακόμα και στις οικοτεχνίες το τεράστιο πλεονέκτημα της μεγαλύτερης ευκινησίας. Το λεγόμενο «ξεπούλημα» της πρώτης επαναστατικής περιόδου, που ήταν η σοσιαλιστική πληρωμή στον καπιταλισμό, για να ξαναμπούν σε λειτουργία τα εργοστάσια και τα έργα που είχαν δημευτεί, απείλησε να παραδόσει ένα μεγάλο μέρος της εθνικής ιδιοκτησίας στα χέρια των εμπόρων, των μεσαζόντων και των κερδοσκόπων. Οι οικοτεχνίες και οι μικρές βιοτεχνίες της Νέας Οικονομικής Πολιτικής. Ενας συνδυασμός του ιδιωτικού εμπορικού κεφαλαίου με τις μικρές βιοτεχνίες και τις οικοτεχνίες θα μπορούσε να έχει σαν αποτέλεσμα ένα γοργό προτσές συσσώρευσης ιδιωτικού πλούτου ακολουθώντας χιλιοπερπατημένους δρόμους.

Αυτές οι συνθήκες θα απειλούσαν με τέτια επιβράδυνση τον ρυθμό ανάπτυξης, που η οικονομική ηγεσία θα μπορούσε να αποσπαστεί από τα χέρια του εργατικού κράτους. Φυσικά μ’ αυτό δε θέλουμε να πούμε ότι κάθε προσωρινή ή παρατε-ταμένη αύξηση της δύναμης της ιδιωτικής βιομηχανίας στον συνολικό κύκλο, απειλεί αναπόφευκτα με καταστροφικές ή ακόμα με οδυνηρές συνέπειες. Κι εδώ επίσης, η ποιότητα εξαρτάται από την ποσότητα. Αν τα στοιχεία ελέγχου μας είχαν δείξει ότι η δύναμη της ιδιωτικής καπιταλιστικής παραγωγής τα τελευταία δύο-τρία χρόνια είχε μεγαλώσει κατά ένα, δύο ή τρία τοις εκατό, αυτό δε θα σήμαινε ότι είχε δημιουργηθεί μια επικίνδυνη κατάσταση. Η κρατική παραγωγή θα αποτελούσε ακόμα τα τρία τέταρτα του συ-νολικού όγκου και η επανάκτηση της ταχύτητας που έχει τώρα χαθεί θα ήταν ένα πρόβλημα που θα μπορούσε εύκολα να λυθεί, όταν οι μεγάλες επιχειρήσεις δουλεύουν με αυξανόμενο ρυθμό απόδοσης. Αν βλέπαμε ότι η αναλογία της ιδιωτικής καπιταλιστικής παραγωγής είχε αυξηθεί κατά πέντε ή δέκα τοις εκατό, θα έπρεπε να το πάρουμε σοβαρά υπόψη μας, αλλά ακόμα και τότε, για την πρώτη περίοδο της ανασυγκρότησης, αυτό δε θα σήμαινε ότι οικονομικά η εθνικοποίηση είναι ένα μειονέκτημα. Θα βλέπαμε μονάχα ότι το κύριο μέρος των εθνικοποιημένων βιομηχανιών δεν έχει ακόμα μπει στο αναγκαίο προτσές ανάπτυξης.

Το γεγονός αποκτά μεγαλύτερη σημασία, επειδή στην διάρκεια της πρώτης περιόδου της Νέας Οικονομικής Πολιτικής, που ήταν περίοδος καθαρά ανόρθωσης της οικονομίας, μια δύσκολη και επικίνδυνη περίοδος για την κυβέρνηση -οι εθνικοποιημένες βιομηχανίες όχι μονάχα δεν είχαν παραχωρήσει καμία από τις λειτουργίες τους στις καπιταλιστικές βιομηχανίες, αλλά, αντίστροφα είχαν πετύχει να περιορίσουν ασφυκτικά τις τελευταίες στο επίπεδο του 3%. Αυτή είναι η ενδεικτική σημασία αυτού του μικρού στοιχείου.

Το ζήτημα γίνεται πιο καθαρό, αν εξετάσουμε τα στοιχεία που αφορούν όχι μονάχα την παραγωγή αλλά τον τζίρο του εμπορίου. Τους πρώτους έξι μήνες του 1923 η συμ-μετοχή του ιδιωτικού κεφαλαίου στο εμπόριο ήταν περί-που 50%. Τους τελευταίους έξι μήνες ήταν 34%. Το 1924- 1925 περίπου 26%. Με άλλα λόγια η σημασία του ιδιωτικού κεφαλαίου στο εμπόριο αυτά τα δύο χρόνια μειώθηκε κατά το μισό (από το μισό στο ένα τέταρτο). Το αποτέλεσμα δεν επιτεύχθηκε με την παρεμπόδιση του εμπορίου, γιατί στην διάρκεια της ίδιας περιόδου το κρατικό και συνεταιριστικό εμπόριο αυξήθηκε κατά το μισό του προηγούμενου όγκου του και παραπανω. Έτσι βλέπουμε την κάμψη όχι μόνο της ιδιωτικής βιομηχανίας, αλλά επίσης και του ιδιωτικού εμπορίου. Και το ένα και το άλλο έχουν προκύψει σαν αποτέλεσμα της εκ θεμελίων ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων και της αύξησης της απόδοσης του εμπορίου. Για την επομένη χρονιά τα στοιχεία ελέγχου εκτιμούν μια παραπέρα μείωση -ελαφρά είναι αλήθεια- του βάρους της ιδιωτικής βιομηχανίας και του εμπορίου.

Θα μπορούσαμε να περιμένουμε την επαλήθευση αυτής της πρόβλεψης χωρίς μεγάλη ανησυχία. Η νίκη της κρατικής βιομηχανίας πάνω στην ιδιωτική βιομηχανία δεν είναι απαραίτητο να νοηθεί σαν μια διαρκής ανοδική γραμμή. Μπορεί να υπάρξουν περίοδοι όπου το κράτος, σίγουρο για την οικονομική του δύναμη και επιθυμώντας να αυξήσει το ρυθμό ανάπτυξης, θα επιτρέψει σκόπιμα την προσωρινή αύξηση του βάρους των ιδιωτικών επιχειρήσεων -στη γεωργία με την μορφή καπιταλιστικών αγροκτημάτων. Στη βιομηχανία και στη γεωργία επίσης με τη μορφή παραχωρήσεων. Παίρνοντας υπόψη την κατάσταση διάσπασης του κύριου μέρους των ιδιωτικών βιομηχανιών μας, θα ήταν αφέλεια να φανταστούμε ότι κάθε αύξηση στο βάρος της ιδιωτικής παραγωγής πάνω από το σημερινό 20,7%, θα σήμαινε έναν αναπόφευκτο κίνδυνο για τη σοσιαλιστική οικοδόμηση. Από αυτή την άποψη θα ήταν πέρα για πέρα λάθος να επιχειρήσουμε να εγκαθιδρύσουμε μια άκαμπτη γραμμή ποσοστών. Το ζήτημα δεν προσδιορίζεται με μια τυπική γραμμή, αλλά με τη γενική δυναμική της ανάπτυξης.

Μια μελέτη της τελευταίας δείχνει ότι την πιο δύσκολη περίοδο, όταν οι μεγάλες επιχειοήσεις έδειχναν τις αρνητικές τους πλευρές μάλλον παρά τις θετικές, το κράτος άντεξε με πλήρη επιτυχία την πρώτη επίθεση του ιδιωτικού κεφαλαίου. Στη διάρκεια της γοργής ανάπτυξης των δύο τελευταίων χρόνων, ο συσχετισμός των οικονομικών δυνάμεων που δημιούργησε η επαναστατική έκρηξη, κλίνει συστηματικά υπερ της κυβέρνησης. Τώρα, που η κατάσταση έχει σταθεροποιηθεί από το ίδιο το γεγονός ότι οι μεγάλες βιομηχανίες έχουν αρχίσει να δουλεύουν στο 100% του δυναμικού τους, δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να υπάρχει έδαφος ώστε να φοβόμαστε απρόσμενα γεγονότα σχετικά με τους εσωτερικούς παράγοντες της οικονομίας μας.

V

Σε σχέση με το «συμβόλαιο», δηλαδή τη συνδυασμένη οικονομική δουλειά της πόλης και των αγροτικών περιοχών, οι αριθμοί ελέγχου δίνουν τις πιο σημαντικές και, επομένως, τις πιο πειστικές λεπτομέρειες. Οι αριθμοί ελέγχου μας δείχνουν ότι η αγροτιά στέλνει στην αγορά λιγότερο από ένα τρίτο του ολικού της προϊόντος, και ότι αυτός ο όγκος εμπορεύσιμου αγροτικού προϊόντος αποτελεί πάνω από το ένα τρίτο του συνόλου του εμπορικού τζίρου.

Η αξία των βιομηχανικών και των εμπορευματοποιημένων αγροτικών προϊόντων συνιστούν περίπου το 63% και το 37%. Αυτό σημαίνει ότι, αν τα αγαθά δε μετρηθούν με το κομμάτι, το πουντ, το αρσίν (28 ίντσες), αλλά σε ρούβλια, λίγο περισσότερο από το ένα τρίτο του τζίρου των αγαθών είναι τα εμπορεύματα των αγροτικών περιοχών, και λίγο κάτω από τα δύο τρίτα, τα εμπορεύματα της πόλης. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι αγροτικές περιοχές ικανοποιούν τις δικές τους ανάγκες σε μεγάλο βαθμό έξω από την αγορά, ενώ οι πόλεις στέλνουν σχεδόν όλο το προϊόν τους στην αγορά. Πάνω από τα δύο τρίτα της κατανάλωσης των διάσπαρτων αγροτικών νοικοκυριών εξαιρείται από την αγορά, και μόνο λιγότερο από ένα τρίτο έχει μιά επίδραση στην οικονομία της χώρας. Η βιομηχανία, αντίθετα, από την ίδια της τη φύση, συμμετέχει άμεσα με το σύνολο των προϊόντων της στον ολικό εθνικό τζίρο, γιατί ο «φυσικός» τζίρος μέσα στην ίδια τη βιομηχανία (μέσω των τραστ και των συνδικάτων), ενώ μειώνει το εμπορικό προϊόν κατά 11%, όχι μόνο δεν μειώνει, αλλά απλοποιώντας τον τζίρο, αυξάνει τη σημασία της βιομηχανίας στο γενικό οικονομικό προτσές.

Όμως, αν ο «φυσικά» καταναλωνόμενος όγκος αγροτικού προϊόντος δεν έχει επίδραση στην αγορά, αυτό δεν σημαίνει αναγκαστικά ότι δεν έχει επίδραση στην οικονομία. Κάτω από δοσμένες οικονομικές συνθήκες, σχηματίζει την αναγκαία βάση για το εμπορικό τρίτο της αγροτικής παραγωγής. Αυτό το τρίτο, με τη σειρά του, αποτελεί την αξία για την οποία οι αγροτικές περιοχές απαιτούν το ισοδύναμο από τις πόλεις. Επομένως, η γιγάντια οικονομική σημασία της αγροτικής παραγωγής σαν σύνολο, και του εμπορεύσιμου της τρίτου ιδιαίτερα, γίνεται καθαρή. Η πραγματοποίηση της σοδιάς, και ιδιαίτερα αγροτικών προϊόντων για εξαγωγές, υπεισέρχεται σαν σημαντικός παράγοντας στους ετήσιους οικονομικούς ισολογισμούς. Όσο πιο πολύ προχωρούμε, τόσο πιο σύνθετος γίνεται ο μηχανισμός της ανταλλαγής.

Το ζήτημα καθόλου δεν περιορίζεται στην ανταλλαγή ενός ορισμένου αριθμού από πουντ αγροτικών σιτηρών με έναν ορισμένο αριθμό αρσίν λινού. Το οικονομικό μας σύστημα έχει γίνει μέρος του παγκόσμιου συστήματος. Αυτό έχει δημιουργήσει νέους κρίκους στην αλυσίδα της ανταλλαγής. Αγροτικά σιτηρά ανταλλάσσονται με ξένο χρυσό. Ο χρυσός ανταλλάσσεται με μηχανήματα, εφόδια και άλλα απαραίτητα καταναλωτικά είδη για την πόλη και το χωριό. Τα υφαντουργικά μηχανήματα που αγοράζονται με χρυσό και πληρώνονται με την εξαγωγή σιτηρών, γίνονται νέος εξοπλισμός της κλωστοϋφαντουργίας και έτσι μειώνουν τις τιμές των υφασμάτων που στέλονται στις αγροτικές περιοχές. Ο κύκλος γίνεται πολύ σύνθετος, αλλά η βάση παραμένει η ίδια – μιά ορισμένη οικονομική σχέση ανάμεσα στην πόλη και το χωρίο.

Δεν πρέπει ούτε στιγμή να ξεχνάμε, όμως, ότι αυτή σχέση είναι δυναμική, και ότι σ’αυτό το σύνθετο δύναμη προτσές η κατευθύνουσα αρχή είναι τι βιομηχανία. Αυτό σημαίνει ότι, αν η αγροτική παραγωγή, και ιδιαίτερα ο εμπορεύσιμος όγκος της, χαράζει ορισμένα όρια για την ανάπτυξη της βιομηχανίας, αυτά τα όρια δεν είναι αναγκαστικά άκαμπτα. Σημαίνει ότι είναι δυνατό η βιομηχανία να επεκτείνεται, όχι απλά ανάλογα με την αύξηση της σοδιάς, αλλά και πέρα απ’ αυτήν. Βασιζόμενη κύρια με την ελαφριά της πλευρά στην αγροτική παραγωγή, και αναπτυσσόμενη με την αύξησή της, η βιομηχανία μεγαλώνει σε ισχύ σαν μιά αγορά για τις δικές της ανάγκες.

Αυτή τη στιγμή, που η γεωργία και η βιομηχανία ολοκληρώνουν το προτσές της ανάκαμψής τους, η κινητήρια δύναμη της προόδου θα ανήκει περισσότερο από ποτέ στη βιομηχανία. Το πρόβλημα της σοσιαλιστικής επίδρασης της πόλης πάνω στις αγροτικές περιοχές με την προμήθεια στα χωριά όχι μόνο φτηνών ειδών, αλλά και των πιο τελειοποιημένων αγροτικών εργαλείων που απαιτούν συλλογικές μεθόδους εργασίας, τώρα έρχεται αντιμέτωπο με τη βιομηχανία σ’όλη του τη συγκεκριμένη πραγματικότητα και έκταση. Η γεωργία θα ανασυγκροτηθεί σε σοσιαλιστικές γραμμές μέσα από τη συνεργασία όχι απλώς σαν ένα ξερό σύστημα οργάνωσης, αλλά μέσα από τη συνεργασία συν τις επιστημονικές μεθόδους καλλιέργειας, τον εξηλεκτρισμό και τις τεχνικές βελτιώσεις γενικά. Αυτό σημαίνει ότι η τεχνική και σοσιαλιστική πρόοδος της γεωργίας είναι αξεχώριστη από την αυξανόμενη κυριαρχία της βιομηχανίας στήν οικονομική ζωή της χώρας.

VI

Η βιομηχανική παραγωγή το 1924-25 ξεπέρασε την παραγωγή της προηγούμενης χρονιάς κατά 48%. Του χρόνου προβλέπεται μια αύξηση κατά 33% πάνω από την φετινή, δηλαδή αν δεν υπολογίσουμε μια πιθανή πτώση των τιμών. Οι μεγάλες επιχειρήσεις με κανένα τρόπο δεν αναπτύσσονται τον ίδιο ρυθμό.

Οι μεγάλες επιχειρήσεις έχουν αυξηθεί φέτος κατά 64%. Η δεύτερη ομάδα επιχειρήσεων, που θα μπορούσαμε υπό όρους να τις ονομάσουμε μεσαίες επιχειρήσεις, αυξήθηκε κατά 55%. Οι μικρές επιχειρήσεις αύξησαν την παραγωγή τους μόνο κατά 30%. Κατά συνέπεια έχουμε φτάσει σε συνθήκες όπου η υπεροχή των μεγάλων επιχειρήσεων πάνω στις μεσαίες και τις μικρές εκδηλώνεται πολύ έντονα.

Ομως, αυτό δε σημαίνει ότι έχουμε εξαντλήσει όλες τις δυνατότητες της σοσιαλιστικής οικονομίας. Σε σχέση με τη μεγαλύτερη παραγωγή των μεγάλων επιχειρήσεων, σε σύγκριση με τις μεσαίες και τις μικρές, δεν πετυχαίνουμε παρά την υπεροχή των μεγάλων των μεγάλων επιχειρήσεων που υπάρχει ακόμα και στον καπιταλισμό. Η τυποποίηση των προϊόντων σε πανεθνική κλίμακα, η ορθολογικοποίηση των παραγωγικών προτσές, η εξειδίκευση των επιχειρήσεων, η μετατροπή ολόκληρων εργοστασίων σε τεράστια μέρη ενός και μόνου συγκροτήματος ολόκληρης της Ένωσης, η δομική σύνδεση των παραγωγικών προτσές όλων των κλάδων της βιομηχανίας, τόσο στην παραγωγή πρώτων υλών όσο και στην κατασκευαστική βιομηχανία -αυτά είναι τα θεμελιακά βιομηχανικά προβλήματα του σοσιαλισμού που μόλις αρχίζουμε να προσεγγίζουμε. Εδώ, ανοίγονται αμέτρητες δυνατότητες, που στην πορεία λίγων χρόνων μπορεί να μας κάνουν ικανούς να προχωρήσουμε πολύ πιο πέρα από τα παλιά μας στάνταρ. Ομως αυτό είναι ένα πρόβλημα του μέλλοντος και θα το εξετάσουμε αργότερα.

Μέχρι τώρα δεν έχουμε χρησιμοποιήσει τα πλεονεκτήματα της κρατικής διαχείρισης της οικονομίας στην ίδια την παραγωγή, δηλαδή στην οργάνωση των υλικών της προτσές, αλλά στη βιομηχανική διανομή- στον εφοδιασμό των διάφορων βιομηχανιών με πρώτες ύλες, εξοπλισμό και τα λοιπά, ή, για να χρησιμοποιήσουμε εμπορική γλώσσα, στην προμήθεια κεφαλαίων κίνησης και εν μέρει του σταθερού κεφαλαίου. Το κράτος απελευθερωμένο από τους περιορισμούς της ατομικής ιδιοκτησίας μπόρεσε διαμέσου του κρατικού προϋπολογισμού, της Κρατικής Τράπεζας, της Βιομηχανικής Τράπεζας κλπ. να κατευθύνει τους διαθέσιμους πόρους εκεί που υπήρχε μεγαλύτερη ανάγκη για την ανόρθωση ή την ανάπτυξη της οικονομίας.

Αυτό το πλεονέκτημα της σοσιαλιστικής διαχείρισης στην πραγματικότητα μας έσωσε τα προηγούμενα χρόνια. Παρ’ όλους τους συχνά κακούς υπολογισμούς και τα λάθη στην κατανομή των πόρων, τους διαθέσαμε ασύγκριτα πιο ορθολογικά και οικονομικά από ό,τι θα γινόταν σε ένα ανεξέλεγκτο καπιταλιστικό προτσές ανάκαμψης των παραγωγικών δυνάμεων. Αυτό και μόνο μας έκανε ικανούς σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα να φτάσουμε στο σημερινό επίπεδο χωρίς ξένα δάνεια. Αλλά αυτό δεν εξαντλεί το ζήτημα. Η οικονομία και, κατά συνέπεια, η σκοπιμότητα του σοσιαλισμού εκδηλώθηκε στο γεγονός ότι απελευθέρωσε το προτσές της οικονομικής ανόρθωσης από το πρόσθετο βάρος της συντήρησης παρασιτικών τάξεων. Φτάσαμε στο σημείο να προσεγγίζουμε τα επίπεδα παραγωγής του 1913, ενώ η χώρα είναι σημαντικά φτωχότερη από ό,τι ήταν πρίν από τον πόλεμο.

Αυτό σημαίνει ότι καταφέρνουμε αντίστοιχα παραγωγικά αποτελέσματα χωρίς το βάρος της συντήρησης μιας μοναρχίας, μιας αριστοκρατίας, της μπουρζουαζίας, των υπερ-προνομιούχων διανοούμενων και τέλος, χωρίς τις κωλυσιεργίες και τις τριβές της ίδιας της καπιταλιστικής μηχανής*.Χάρη σ’ αυτή τη σοσιαλιστική μέθοδο ιδιαίτερα, μπορέσαμε, με τα περιορισμένα μέσα που έχουμε στη διάθεσή μας να κινητοποιήσουμε περισσότερα από αυτά για παραγωγικούς σκοπούς, προετοιμάζοντας έτσι μια πιο γρήγορη άνοδο του βιοτικού επίπεδου του λαού στο επόμενο στάδιο της ανάπτυξης μας.

*Το ύψος των καταθέσεων και οι τρέχουσες συναλλαγές το 1924 – 25 κατά μέσον όρο δεν ήταν πάνω από 11% των αντίστοιχων του 1913. Μέχρι το τέλος του επόμενου χρόνου εκτιμάται ότι θα αυξηθούν στο 36%. Αυτό είναι μια από τις χτυπητές ενδείξεις του μικρού όγκου των αποθεμάτων μας. Αλλά το γεγονός ακριβώς ότι, ενώ η αξία των καταθέσεων και τρεχουσών συναλλαγών μας αποτελεί μόνο το 11% της προπολεμικής, πετύχαμε να φέρουμε τις βιομηχανίες μας στα τρία τέταρτα περίπου των προπολεμικών στάνταρ. Αυτό δείχνει ότι το Κράτος των Εργατών και των Αγροτών χρησιμοποίησε τους δημόσιους πόρους πιό οικονομικά και πιό ορθολογικά από ότι ένα αστικό καθεστώς. Η π ιό αργή ανάπτυξη των μεταφορών σε σύγκριση με τη γεωργία και τη βιομηχανία οφείλεται στο γεγονός ότι πριν από τον πόλεμο το βάρος των εξαγωγών και των εισαγωγών ήταν σημαντικά μεγαλύτερο από 6,τι είναι τώρα. Αυτό και πάλι δείχνει ότι προσεγγίζουμε τα προπολεμικά στάνταρ στην βιομηχανία με πολύ λιγότερους εθνικούς πόρους και λιγότερες δημόσιες δαπάνες από ό,τι το 1913.

*  *  *

Ετσι, από την εθνικόποιημένη γή, καλλιεργημένη κατά μικρά νοικοκυριά από τους αγρότες, έχουμε ένα εμπορικό προϊόν που μόλις ξεπερνά το ένα τρίτο του τζίρου των εμπορικών συναλλαγών. Το κοινωνικοποιημένο κεφάλαιο της γεωργίας μόλις φτάνει 4%.

Εχουμε βιομηχανίες, που το κοινωνικοποιημένο πάγιο κεφάλαιο τους καλύπτει το 89% του συνόλου και παράγουν πάνω από το 79% των συνολικών βιομηχανικών προϊόντων. Κατά συνέπεια το 11% των μη κοινωνικοποιημένων μέσων παραγωγής αποδίδει πάνω από 20% των συνολικών προϊόντων* [Αυτή η δυσαναλογία ανάμεσα στα μέσα παραγωγής και την ίδια την παραγωγή, οφείλεται κυρίως στη διαφορετική οργανική σύνθεση του κεφαλαίου. Φυσικά, ο μηχανικός εξοπλισμός των μικρών βιομηχανιών και οικοτεχνιών είναι ασήμαντος σε σύγκριση με την εργατική δύναμη, η οποία δεν υπολογίζεται. Γι’ αυτό πρέπει να προστεθεί το γεγονός ότι οι μεγάλες επιχειρήσεις μας, όπως για παράδειγμα οι μεγάλες μεταλλουργικές βιομηχανίες, σε μεγάλο βαθμό δε λειτουργούν ακόμα στην πλήρη τους δυναμικότητα.]. Η αναλογία των κρατικών βιομηχανιών φαίνεται καθαρά ότι αυξάνει.

Οι σιδηρόδρομοι έχουν εθνικοποιηθεί κατά 100%. Συνεχώς γίνονται έργα για την επέκταση των μεταφορών. Το 1921-22 μόλις έφταναν το 25% των προπολεμικών. Το 1922-23 το 37%. Το 1923 – 24 το 44%. Και τέλος το 1924-25 θα ξεπεράσουν το 50%. Ο τζίρος από τη μεταφορά φορτίων για την επόμενη χρονιά προβλέπεται να είναι το 75 % του προπολεμικού.

Οσον αφορά το εμπόριο, οι κοινωνικοποιημένοι, δηλαδή οι κρατικοί και συνεταιριστικοί πόροι συγκεντρώνουν περίπου το 70% του συνολικού τζίρου, και αυτό το ποσοστό αυξάνει διαρκώς.

Το εξωτερικό εμπόριο έχει κοινωνικοποιηθεί πλήρως. Το κρατικό μονοπώλιο είναι το σταθερό θεμέλιο της οικονομικής μας πολιτικής, ο συνολικός τζίρος του εξωτερικού εμπορίου αναμένεται να αυξηθεί του χρόνου στα 2.200.000.000 ρούβλια. Η αναλογία του ιδιωτικού κεφαλαίου σ’ αυτόν τον τζίρο, μαζί και των αγαθών που διακινούνται με το λαθρεμπόριο που πρέπει και αυτά να συμπεριληφθούν, θα φτάσει μόλις το 5%.

Οι τράπεζες και ολόκληρο το πιστωτικό σύστημα έχουν στην πράξη κοινωνικοποιηθεί κατά 100%. Και αυτός ο αχανής και επεκτεινόμενος μηχανισμός γίνεται όλο και πιο ικανός να κινητοποιεί τις πηγές χρηματοδότησης για τις ανάγκες των παραγωγικών δυνάμεων.

Το ύψος του Κρατικού Προϋπολογισμού έφτασε τα 3,7 δισεκατομμύρια ρούβλια, αποτελώντας το 13% του συνολικού εθνικού εισοδήματος (29 δισεκατομμύρια ρούβλια), ή το 24% του όγκου των αγαθών (15.200.000.000 ρούβλια). Ο Προϋπολογισμός γίνεται ένας ολοένα και πιο ισχυρός μοχλός για την ανύψωση της οικονομικής και πολιτιστικής ζωής της χώρας.

Τέτοια είναι τα στοιχεία ελέγχου της Επιτροπής Κρατικού Σχεδιασμού.

*   *    *

Αυτά τα στοιχεία έχουν μια καθολική ιστορική σημασία. Πάνω από ένας αιώνας διαρκούς δραστηριότητας από μέρους των σοσιαλιστών, αρχίζοντας με τις ουτοπίες και περνώντας στην επιστημονική θεωρία, γέννησε επιτέλους ένα μεγάλο οικονομικό πείραμα, που συνεχίζεται εδώ και οχτώ περίπου χρόνια. Όλα όσα έχουν γραφτεί σχετικά με το σοσιαλισμό και τον καπιταλισμό, την ελευθερία και την καταπίεση, την δικτατορία και την δημοκρατία, πέρασαν μέσα από το καμίνι της Οχτωβριανής Επανάστασης και του σοβιετικού οικονομικού πειράματος, και εμφανίζονται τώρα μπροστά μας με μια νέα, ασύγκριτα πιο συγκεκριμένη μορφή. Τα στοιχεία της Επιτροπής Κρατικού Σχεδιασμού βγάζουν -κι ας είναι κατά προσέγγιση και προσωρινά- το πρώτο συνολικό άθροισμα του πρώτου κεφάλαιου του μεγάλου πειράματος της μετάβασης από την αστική στη σοσιαλιστική κοινότητα. Και αυτό το συνολικό, άθροισμα είναι υπέρ του σοσιαλισμού.

Καμιά χώρα δεν ερειπώθηκε και δεν εξαντλήθηκε τόσο από απανωτούς πολέμους, όσο η Σοβιετική Ενωση. Όλες οι καπιταλιστικές χώρες που υπέφεραν περισσότερο από τον Πόλεμο ανορθώθηκαν, χωρίς εξαίρεση, με την βοήθεια του ξένου κεφαλαίου. Μονάχα η χώρα των Σοβιέτ, η πιο καθυστερημένη στο παρελθόν, η πιο ερειπωμένη και κατεστραμμένη από τους πολέμους και την επαναστατική εξέγερση, ορθώθηκε με τις δικές της προσπάθειες από την απόλυτη φτώχεια, κυκλωμένη από την ενεργό αντίθεση του συνόλου του καπιταλιστικού κόσμου. Η Σοβιετική Ενωση υψώθηκε από το χάος χάρη στην πλήρη εξάλειψη της τάξης των γαιοκτημόνων και της αστικής ατομικής ιδιοκτησίας, χάρη στις κρατικές σοσιαλιστικές μεθόδους κινητοποίησης και κατανομής των αναγκαίων πόρων και σαν παράγοντας που διαρκώς αναπτύσσεται, διεισδύει στο παγκόσμιο οικονομικό σύστημα. Από τα στοιχεία ελέγχου της Επιτροπής Κρατικού Σχεδιασμού εκτείνονται άθραυστες κλωστές προς το παρελθόν, προς το Κομμουνιστικό Μανιφέστο του Μάρξ και του Εγκελς και επίσης προς το μέλλον -προς το σοσιαλιστικό μέλλον της ανθρωπότητας. Το πνεύμα του Λένιν διαπερνά αυτές τις στήλες των άψυχων στοιχείων.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

ΕΜΕΙΣ ΚΑΙ Ο ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΟΣ ΚΟΣΜΟΣ

 

Το να φτάσουμε τα προπολεμικά στάνταρ, και σε ποιότητα και σε ποσότητα, κάτω απο τις υπάρχουσες ιστορικές συνθήκες, θα είναι ένα γιγάντιο επίτευγμα. Σ’ αυτό το ζήτημα αφιερώθηκε το πρώτο μας κεφάλαιο. Αλλά αυτό το επίτευγμα μας φέρνει μόνο στην «αρχή» του σημερινού οικονομικού μας ανταγωνισμού με τον παγκόσμιο καπιταλισμό.

Οι τελευταίες γραμμές των επεξηγηματικών σημειώσεων της Επιτροπής Κρατικού Σχεδιασμού διατυπώνουν το παρακάτω γενικό πρόγραμμα:

«Να κρατάμε σταθερά τις καταχτημένες μας θέσεις και κάθε χρόνο να προχωρούμε με επιτυχίες προς το σοσιαλισμό ακόμα κι αν κάνουμε μονάχα ένα βήμα τη φορά, όταν οι οικονομικές συνθήκες το επιτρέπουν».

Αν πάρουμε κατά γράμμα αυτές τις γραμμές θα οδηγηθούμε σε λαθεμένα συμπεράσματα. Το να προχωρούμε προς το σοσιαλισμό κάθε χρόνο «ένα βήμα τη φορα», μπορεί να θεωρηθεί ότι σημαίνει: ο ρυθμός προοδου είναι ασήμαντος – απο τη στιγμή όμως που ο αέρας φύσηξε προς τη μεριά του σοσιαλισμού, θα φτάσουμε εκεί έτσι και αλλιώς. Ένα τέτιο συμπέρασμα είναι θεμελιακά λαθεμένο. Η Επιτροπή Κρατικού Σχεδιασμού ποτέ δεν εννοούσε οτι οι λέξεις πρέπει να κατανοηθούν έτσι. Στην πραγματικότητα το όλο ζήτημα έγκειται στο ρυθμό ανάπτυξης. Μόνο επειδή η κρατική βιομηχανία και το εμπόριο αναπτύχθηκαν πιο γρήγορα από ότι οι ιδιωτικές επιχειρήσεις, επιτεύχθηκε η σοσιαλιστική ισορροπία την περίοδο που μόλις έχουμε διανύσει.

Παρόμοια αναλογία πρέπει να διατηρηθεί στο μέλλον. Αλλά ακόμα πιο σημαντικό είναι ο ρυθμός της ανάπτυξης μας, συγκρινόμενος με την ανάπτυξη της παγκόσμιας οικονομίας. Οι επεξηγηματικές σημειώσεις της Επιτροπής Κρατικού Σχεδιασμού, μέχρι στιγμής δεν έχουν θίξει αυτό το ζήτημα. Κατά συνέπεια, είναι το πιο αναγκαίο πράγμα για μας να το εξετάσουμε, καθώς αυτό το νέο στάνταρ θα χρησιμεύσει σαν μέσο για να μετρήσουμε τις επιτυχίες και τις αποτυχίες μας στο εγγύς μέλλον, ακριβώς οπως «το προπολεμικό στάνταρ» χρησίμευσε στο παρελθόν, στη διάρκεια της περιόδου της ανοικοδόμησης.

Είναι φανερό ότι με τη συμμετοχή μας στην παγκόσμια αγορά δεν θα πολλαπλασιαστούν μονο οι ευκαιρίες αλλά και οι κίνδυνοι. Οι κίνδυνοι προκύπτουν όλοι απο την ίδια πηγή – τον κατακερματισμό των αγροτικών καλλιεργειών, την τεχνική καθυστέρηση των βιομηχανιών μας και τη μεγάλη ακόμα υπεροχή του παγκόσμιου κεφαλαίου. Η απλή παραδοχή αυτού του γεγονότος, δε σημαίνει οτι το σοσιαλιστικό καθεστώς με τις σοσιαλιστικές μέθοδες παραγωγής, τις τάσεις και τις δυνατότητες του, δεν είναι ισχυρότερο απο το καπιταλιστικό. Ένα λιοντάρι είναι πιο δυνατό απο έναν σκύλο, αλλά ενας γέρικος σκύλος μπορεί να είναι πιο δυνατός απο ένα λιονταράκι. Η καλύτερη εγγύηση για ένα λιονταράκι είναι να μεγαλώσει και να έχει γερά δόντια και δυνατές μασέλες. Αυτό, το μόνο που απαιτεί, είναι ο χρόνος.

Τι το ιδιαίτερο έχει ο γέρικος καπιταλισμός ώστε υπερέχει, για την ώρα, από τον νεαρό σοσιαλισμό; Δεν είναι τα πλούτη που κατέχει, το χρυσάφι που κρατάει στα κελλάρια του, ούτε ο όγκος του συσσωρευμένου και κλεμμ-ένου πλούτου. Η συσσώρευση πλούτου στο παρελθόν έχει ενδεχομένως τη σημασία της, αλλά δεν είναι ο καθοριστικός παράγοντας. Μα ζωντανή κοινωνία δεν μπορεί να υπάρξει βασισμένη στην παλιά συσσώρευση. Τρέφεται απο τα προϊόντα της ζωντανής εργασίας. Παρόλα τα πλούτη της, η αρχαία Ρώμη δεν μπόρεσε να αντέξει την επιδρομή των «βαρβάρων», οταν ανέπτυξαν υψηλότερη παραγωγική ικανότητα απο την αντίστοιχη του παρακμάζοντος δουλοκτητικού καθεστώτος. Η αστική κοινωνία της Γαλλίας που υπερίσχυσε με τη Μεγάλη Επανάσταση, απλώς λεηλάτησε τον πλούτο που είχαν συσσωρεύσει τον Μεσαίωνα οι αριστοκρατικές κοινότητες των πόλεων της Γαλλίας. Αν επρόκειτο η παραγωγή στην Αμερική να πέσει κάτω απο τα ευρωπαϊκά στάνταρ, τα εννέα δισεκατομμύρια χρυσού που κρατάει στα υπόγεια των τραπεζών της δε θα την βονθούσαν.

Η οικονομική ανωτερότητα των αστικών κρατών έγκειται στο γεγονός ότι μέχρι τώρα ο καπιταλισμός παράγει φτηνότερα και καλύτερης ποιότητας αγαθά από το σοσιαλισμό. Με άλλα λόγια, η παραγωγή, μέχρι στιγμής είναι ακόμα πολύ υψηλότερη σε χώρες που ζουν απο την αδράνεια του παλιού καπιταλιστικού πολιτισμού, παρά σε μια χώρα που μόλις έχει αρχίσει να υιοθετεί σοσιαλιστικές μέθοδες κάτω απο τις κληρονομημένες μη πολιτισμένες συνθήκες.

Ξέρουμε το θεμελιώδη νόμο της ιστορίας – στο τέλος θα νικήσει εκείνο το καθεστώς , που εξασφαλίζει στην ανθρώπινη κοινωνία υψηλότερο οικονομικό επίπεδο. Η ιστορική διαμάχη δεν μπορεί να κριθεί άμεσα, με μια μονοκοντυλιά, αλλα μόνο με τους συγκριτικούς συντελεστές παραγωγής.

Ο πυρήνας του προβλήματος είναι ο εξής: σε ποιά κατεύθυνση και σε ποιά έκταση θα αλλάξει η συγκριτική αξία της οικονομίας μας και της καπιταλιστικής οικονομίας τα επόμενα χρόνια; Μπορούμε να τις συγκρίνουμε με διάφορους τροπους. Οι καπιταλιστικές οικονομίες είναι από τη φύση τους πολύμορφες. Η σύγκριση μπορεί να είναι στατική, δηλαδή μπορεί να προχωράει από την οικονομική θέση της παρούσας στιγμής, και δυναμική, βασισμένη σε μιά σύγκριση των ρυθμών ανάπτυξης. Μπορούμε να συγκρίνουμε το Εθνικό Εισόδημα των καπιταλιστικών χωρών με το δικό μας. Και μπορούμε να συγκρίνουμε τους συντελεστές παραγωγικής ανάπτυξης. Η σημασία όλων αυτών των συγκρίσεων ποικίλλει, το μόνο που χρειαζόμαστε είναι να καταλάβουμε τη σχέση τους και την αλληλεξάρτηση τους. Πιο κάτω δίνουμε μερικά παραδείγματα – μόνο για να φωτίσουμε το τι εννοούμε, και τίποτε αλλο.

Στις Ενωμένες Πολιτείες της Αμερικής το καπιταλιστικό προτσές έχει φτάσει στο ανώτερό του σημείο. Για να εκτιμήσει κανείς τη σημερινή υλική υπεροχή του καπιταλισμού σε σύγκριση με το σοσιαλισμό, είναι διδακτικό να την αναλύσει.

Το συμβούλιο του Κογκρέσσου των Αμερικανικών Βιομηχανιών, πρόσφατα εξέδοσε έναν πίνακα απο τον οποίο θα παραθέσουμε μερικούς αριθμούς. Ο πληθυσμός των Ενωμένων Πολιτειών, που αποτελεί περίπου το 6% του πληθυσμού της υφηλίου, παράγει περίπου το 21% του σταριού, το 32% των άλλων σιτηρών, το 52% του βαμβακιού, το 53% των προϊόντων ξυλείας, το 62% του κατεργασμένου σίδηρου, το 60% του ατσαλιού, το 57% του χαρτιού, το 60% του μπρούντζου, το 46% του μολύβδου και το 72% του πετρελαίου όλου του κόσμου. Οι Ενωμένες Πολιτείες κατέχουν περίπου το 38% της υδραυλικής δύναμης του κόσμου, το 59% των τηλεγραφικών επικοινωνιών και τηλεφωνικών συρμάτων, το 40% όλων των σιδηροδρόμων και το 90% των αυτοκινήτων.

Η συνολική ισχύς των ηλεκτρικών μας σταθμών δημόσιας κατανάλωσης θα φτάσει τον επόμενο χρόνο τα 775.000 κιλοβάτ. Η ισχύς του περασμένου χρόνου στην Αμερική έφτασε τα 15.000.000 κιλοβάτ. Η συνολική ισχύς των ηλεκτρικών μας σταθμών βιομηχανικής κατανάλωσης, σύμφωνα με τα στοιχεία του 1920 ήταν 1.000.000. κιλοβάτ. Στις Ενωμένες Πολιτείες την ίδια χρονιά ήταν 10.500.000. κιλοβάτ.

Η συνολική παραγωγή εκφράζεται στο Εθνικό Εισόδημα, η εκτίμηση του οποίου, όπως ξέρουμε, παρουσιάζει μεγάλες δυσκολίες. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Κεντρικής Στα-τιστικής Υπηρεσίας μας, το κατά κεφαλήν Εθνικό Εισόδημα της Σοβιετικής Ενωσης το 1923-24, ήταν κατά μέσο όρο 100 ρούβλια. Στις Ενωμένες Πολιτείες της Αμερικής ο μέσος όρος είναι 550 ρούβλια κατά κεφαλήν. ‘Ομως οι ξένοι στατιστικολόγοι ανεβάζουν τον αριθμό, οχι στα 550 αλλά στα 1.000 ρούβλια. Αυτό σημαίνει ότι η παραγωγή  που προσδιορίζεται απο τον εξοπλισμό, την οργάνωση, τη συνήθεια, κλπ. είναι κατά μέσο όρο δέκα φορές ή τουλάχιστον έξι φορές υψηλότερη στις Ενωμένες Πολιτείες απο ό,τι σε μας.

Αυτά τα στοιχεία, όσο σημαντικά και αν είναι, με κανέναν τρόπο δεν προσδιορίζουν την ήττα μας στην ιστορική διαμάχη. Όχι μονάχα γιατί το καπιταλιστικό σύστημα δεν περιορίζεται στην Αμερική, όχι γιατί υπάρχουν δυνάμεις που έχουν γεννηθεί απο προηγούμενη οικονομική ανάπτυξη, αλλά γιατί πρώτα-πρώτα η μελλοντική καμπύλη οικονομικής ανάπτυξης στην ίδια την Αμερική είναι μια άγνωστη ποσότητα. Στις ΕΠΑ δεν αξιοποιείται στο έπακρο και μακρόπνοα ο δυναμισμός των παραγωγικών δυνάμεων. Και η μη χρησιμοποίηση της παραγωγικής ικανότητας σημαίνει μείωση της παραγωγικότητας της εργασίας. Οι Ενωμένες Πολιτείες δεν έχουν εξασφαλισμένες αγορές για το μέλλον. Το πρόβλημα των πωλήσεων το αντιμετωπίζουν με όλη του την οξύτητα. Στο εγγύς μέλλον είναι εντελώς μέσα στα όρια του δυνατού να εξισωθεί η παραγωγικότητα των δύο πλευρών με μιά αύξηση στη δική μας παραγω-γικότητα και με μιά μείωση, στην παραγωγικότητα της Αμερικής. Σε πολύ μεγαλύτερη έκταση αυτό ισχύει για την Ευρώπη, της οποίας το επίπεδο παραγωγικότητας είναι σημαντικά κατώτερο από της Αμερικής.

Ένα πράγμα είναι φανερό: η ανωτερότητα των τεχνικών επιστημών και της οικονομίας στον καπιταλιστικό κόσμο είναι ακόμα τεράστια. Ο δρόμος που έχουμε μπροστά μας είναι δύσκολος, τα προβλήματα και οι δυσκολίες είναι πραγματικά τεράστια. Το να βρούμε ένα τρόπο να τον βαδίσουμε είναι δυνατόν μονάχα αν έχουμε στα χέρια μας τα όργανα καταμέτρησης της παγκόσμιας οικονομίας .

ΟΙ ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΟΙ ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ ΤΗΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ

Η δυναμική ισορροπία της σοβιετικής οικονομίας δεν είναι με κανένα τρόπο η ισορροπία ενός αυτοδύναμου και αυτάρκους ολου. Αντίθετα, καθώς περνάει ο καιρός, η εσωτερική οικονομική ισορροπία θα εξαρτάται ολο και πιο πολύ απο τις εισαγωγές και τις εξαγωγές. Αυτή η κατάσταση πρέπει να εξεταστεί πλήρως και να βγουν όλα τα δυνατά συμπεράσματα. Όσο περισσότερο γινόμαστε μέρος του συστήματος του διεθνούς καταμερισμού εργασίας, τόσο πιο άμεσα εκείνα τα στοιχεία της εσωτερικής μας οικονομίας, όπως οι τιμές και η ποιότητα των αγαθών μας, θα εξαρτώνται από τα αντίστοιχα στοιχεία της παγκόσμιας αγοράς.

Μέχρι σήμερα, αναπτύσσαμε τις βιομηχανίες μας με το προπολεμικό στάνταρ πάντα μπροστά μας. Για ολες τις συγκρίσεις και για τον καθορισμό των αξιών της παραγωγής μας, χρησιμοποιούμε τις τιμές του 1913. Αλλά τωρα που τελειώνει η πρώιμη περίοδος ανασυγκρότησης, οπότε η παραπάνω σύγκριση, μολονότι ατελής ήταν επιτρεπτή, το όλο ζήτημα της μέτρησης της οικονομικής μας ανάπτυξης έχει κινηθεί σε ένα νέο επίπεδο. Έτσι, πρέπει να ξέρουμε οριστικά και σε κάθε δοσμένη στιγμή σε ποιά έκταση η παραγωγή μας βρίσκεται σε ποιότητα, ποσότητα και τιμές πίσω απο την παραγωγή της ευρωπαϊκής και της παγκόσμιας αγοράς. Το τέλος της περιόδου της ανοικοδόμησης θα μας επιτρέψει οριστικά να πετάξουμε στην άκρη τους καταλόγους μας του 1913 και να εξοπλιστούμε με τους σημερινούς καταλόγους, των γερμανικών, των αγγλικών, των αμερικάνικων και άλλων εταιριών. Θα πρέπει να ασχοληθούμε με νέους δείκτες που να εκφράζουν τη σύγκριση της παραγωγής μας, τόσο σε ποιότητα όσο και σε τιμές με την ποιότητα και τις τιμές της παγκόσμιας αγοράς. Αυτές οι νέες μετρήσεις, αυτοί οι νέοι συντελεστές, όχι σε εθνική αλλά σε παγκόσμια κλίμακα, θα είναι οι μόνοι κατάλληλοι να καταγράψουν τα διαφορετικά στάδια του προτσές που περιέγραψε ο Λένιν με την φόρμουλα του – «Ποιός πρόκειται να νικήσει;».

*   *   *

Στις ανταγωνιστικές συνθήκες της παγκόσμιας οικονομίας και της παγκόσμιας πολιτικής όλα εξαρτώνται από το ρυθμό της ανάπτυξής μας, δηλαδή, από το ρυθμό ποσοτικής και ποιοτικής αύξησης της παραγωγής μας. Σήμερα η καθυστέρηση μας και η φτώχεια μας είναι ένα αναμφίβολο γεγονός, που δεν το αρνούμαστε αλλά το τονίζουμε με κάθε τρόπο. Μια συστηματική σύγκριση με την παγκόσμια οικονομία το αποδεικνύει αυτό με απλούς αριθμούς. Δεν υπάρχει ο κίνδυνος στο εγγύς μέλλον, όταν θα έχουμε μόλις πατήσει σταθερά στα πόδια μας, να μας τσακίσει η παγκόσμια αγορά με την τεράστια ανωτερότητα των φυσικών της πόρων; Σε μια τέτοια ερώτηση δεν μπορεί να υπάρχει καθορισμένη, αδιαμφισβήτητη απάντηση, ιδιαίτερα με αριθμούς, όπως δεν μπορεί να υπάρχει και στην ερώτηση αν οι ατομικιστικές τάσεις στην γεωργία (των πλούσιων και άπληστων αγροτών) θα βάλουν σε πειρασμό τους μικρότερους ιδιοκτήτες γής, παραλύοντας έτσι την ανύψωση του προλεταριάτου πάνω από τους αγρότες και δημιουργώντας πολιτικά εμπόδια στη σοσιαλιστική ανάπτυξη.

Παρόμοια, είναι αδύνατο να δοθεί μια κατηγορηματική απάντηση στο ερώτημα αν ο καπιταλισμός θα νικήσει – εφόσον η πρόσκαιρη και πολύ σχετική επιμονή του συνεχίσει να κινητοποιεί εναντίον μας μεγάλες στρατιωτικές δυνάμεις και διαμέσου ενός νέου πολέμου φρενάρει την οικονομική μας πρόοδο. Αυτό είναι ένα ζήτημα πάλης, όπου η δημιουργικότητα, οι ελιγμοί, η ενεργητικότητα και άλλοι παρόμοιοι παράγοντες παίζουν τεράστιο και μερικές φορές αποφασιστικό ρόλο. Η εξέταση αυτών των ερωτήσεων δεν εμπίπτει στα πλαίσια αυτού του έργου, όπου επιχειρούμε να προσδιορίσουμε τις εσωτερικές τάσεις της οικονομικής ανάπτυξης, αποχωρίζοντάς τες όσο το δυνατόν από άλλους παράγοντες.

Οπως και να ‘χει, απαντώντας στο ερώτημα μήπως η παγκόσμια αγορά μας τσακίσει με το ανώτερο οικονομικό της βάρος, θα μπορούσαμε να πούμε ότι με κανέναν τρόπο δεν είμαστε ανυπεράσπιστοι. Η οικονομία μας διασφαλίζεται από ειδικούς εθνικούς θεσμούς, που υιοθετούν ένα ολόπλευρο σύστημα σοσιαλιστικού προστατευτισμού. Πόσο αποτελεσματικό είναι όμως αυτό το σύστημα; Μπορούμε να το βρούμε αυτό από την ιστορία της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Για μεγάλες χρονικές περιόδους, η Γερμανία και οι Ενωμένες Πολιτείες της Αμερικής, βιομηχανικά ήταν πίσω από την Αγγλία, και σε τέτια έκταση που φαινόταν ανυπέρβλητη. Οι φυσικές και ιστορικές συνθήκες επέτρεψαν αργότερα σ’ αυτές τις καθυστερημένες χώρες με την κάλυψη των προστατευτικών δασμών, να φτάσουν και μάλιστα να ξεπεράσουν τη χώρα που προπορευόταν. Τα εθνικά σύνορα, η εθνική δύναμη- και τα συστήματα δασμών, ήταν ισχυροί παράγοντες στην ιστορία της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Αυτό ισχύει σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό για μια σοσιαλιστική χώρα. Ενα προσεκτικά μελετημένο, επίμονο και προσαρμόσιμο σύστημα σοσιαλιστικού προστατευτισμού γίνεται πιο σημαντικό για  μας, καθώς οι σχέσεις μας με τις καπιταλιστικές αγορές επεκτείνονται και περιπλέκονται.

Παρόλα αυτά δεν χρειάζεται να πούμε ότι ο προστατευτισμός που εκφράζεται στο υψηλότερο σημείο με το μονοπώλιο του εξωτερικού μας εμπορίου δεν είναι παντοδύναμος. Ο προστατευτισμός καθιστά δυνατή την ανάσχεση της πίεσης του όγκου των αγαθών που προέρχονται από τις καπιταλιστικές χώρες, ρυθμίζοντας την ανάλογα με τις απαιτήσεις της εγχώριας παραγωγής και κατανάλωσης. Μ’ αυτό τον τρόπο ο προστατευτισμός μπορεί να εξασφα-λίσει στις σοσιαλιστικές βιομηχανίες την αναγκαία χρονική περίοδο για να αυξήσουν τα στάνταρ παραγωγικότητάς τους. Χωρίς το μονοπώλιο του εξωτερικού μας εμπορίου, το προτσές ανοικοδόμησης θα ήταν αδύνατο, αλλά, από την άλλη, μονάχα τα πραγματικά παραγωγικά μας επιτεύγματα επιτρέπουν να διατηρούμε το σύστημα του σοσιαλιστικού προστατευτισμού. Αργότερα και το μονοπώλιο του εξωτερικού εμπορίου, ενώ θα διασφαλίζει τις εγχώριες βιομηχανίες μας από εξωτερικές επιδράσεις, τις οποίες δεν είναι ακόμα αρκετά δυνατές να αντέξουν, δεν θα είναι ικανό, φυσικά, να υποκαταστήσει την πραγματική επέκτα-ση της ίδιας της βιομηχανίας, που από κει και πέρα θα μετριέται με τους συντελεστές της παγκόσμιας αγοράς.

Σήμερα, η σύγκρισή μας με το προπολεμικό στάνταρ γίνεται μόνο σε σχέση με την ποσότητα και τις τιμές. Ενα προϊόν αντιμετωπίζεται μόνο σαν όνομα κι όχι από την άποψη της υφής του. Αυτό φυσικά είναι λάθος. Οι συγκριτικοί βιομηχανικοί συντελεστές πρέπει να συμπεριλαμβάνουν και ζητήματα ποιότητας. Αν αυτό δεν γίνεται, μπορεί να καταντήσουν πηγή και όργανο εξαπάτησης. Ετσι είχαμε την εμπειρία της μείωσης τιμών που σε μερικές περιπτώσεις αντισταθμίστηκε με κατώτερη ποιότητα. Με δοσμένη την ομοιογένεια της ποιότητας σε ένα ιδιαίτερο εμπόρευμα της δικής μας και της ξένης παραγωγής, ο συγκριτικός συντελεστής προσδιορίζεται από τη διαφορά στην τιμή κόστους. Με δοσμένη την ίδια τιμή κόστους, ο συντελεστής προσδιορίζεται από την διαφορά στην ποιότητα. Τέλος, με δοσμένη τη διαφορά σε τιμή κόστους και σε ποιότητα, πρέπει να συνδυαστεί η εκτίμηση της μιας και της άλλης. Ο προσδιορισμός της τιμής κόστους είναι ζήτημα βιομηχανικού υπολογισμού. Η ποιότητα ενός εμπορεύματος προσδιορίζεται κατά κανόνα με τη βοήθεια διάφορων παραγόντων. Κλασικό παράδειγμα είναι η ηλεκτρική λάμπα, που η ποιότητά της προσδιορίζεται από τον χρόνο ζωής της, την ισχύ που καταναλώνει, και από την ομοιομορφία της κατανομής του φωτός.

Η επιβολή πάγιας τεχνικής νόρμας και παραγωγικών στάνταρ, συμπεριλαμβανομένων των στάνταρ «ποιότητας», απλουστεύει σημαντικά την επεξεργασία των συγκριτικών συντελεστών. Η σχέση ανάμεσα στα δικά μας στάνταρ και τα στάνταρ της παγκόσμιας αγοράς θα είναι μια σταθερή ποσότητα σε κάθε δοσμένη χρονική περίοδο. Αυτό που χρειάζεται να ξέρουμε είναι αν το προϊόν μας φτάνει τα επιβεβλημένα στάνταρ. Οσοναφορά τις συγκρίσεις αξίας, μόλις οι σχετικές ποιότητες έχουν προσδιοριστεί, το ζήτημα μπορεί να λυθεί εύκολα. Ενας συνδυασμένος συντελεστής υπολογίζεται με απλό πολλαπλασιασμό. Αν κάποιο δικό μας εμπόρευμα ήταν δυό φορές κατώτερο από ένα ξένο εμπόρευμα και μιάμιση φορά ακριβότερο, τότε ο συγκριτικός συντελεστής θα ήταν ένα τρίτο.

Το να πούμε ότι δεν γνωρίζουμε τις ξένες τιμές κόστους είναι αλήθεια, αλλά έχει δευτερεύουσα σημασία σε σχέση με το ζήτημα που εξετάζουμε. Είναι αρκετό να γνωρίζουμε την τιμή που δίνεται στον κατάλογο. Η διαφορά ανάμεσα στην τιμή κόστους και στην τιμή πώλησης συνιστά το κέρδος. Μια μείωση των δικών μας τιμών κόστους θα μας επιτρέψει να φέρουμε τις δικές μας τιμές πώλησης στο ίδιο επίπεδο με τις τιμές της παγκόσμιας αγοράς, ανεξάρτητα από τις ξένες τιμές κόστους. Αυτό θα είναι στην ουσία μια λύση του ζωτικού ζητήματος της ερχόμενης περιόδου. Μετά από αυτό, θα αρχίσει μια τρίτη περίοδος -όχι αμέσως, είναι αλήθεια- που το καθήκον της θα είναι να αντικατασταθούν τα καπιταλιστικά προϊόντα στην παγκόσμια αγορά με τα προϊόντα των σοσιαλιστικών οικονομιών.

Μας αντιλέγουν καμιά φορά ότι ο αριθμός των εμπορευμάτων είναι τόσο μεγάλος που ο υπολογισμός των συγκριτικών συντελεστών είναι ένα «άπιαστο» καθήκον. Σ αυτή την αντίρρηση μπορούμε να δόσουμε μια διπλή απάντηση. Πρώτο, όλα τα εμπορεύματα, οποιουδήποτε είδους, αποτελούν μέρος ενός υπολογισμού και καταγράφονται σε βιβλία και καταλόγους, και έτσι δεν υπάρχει τίποτε άπιαστο σ’ αυτό το καθήκον, παρά τον μεγάλο αριθμό των εμπορευμάτων που περιέχουν. Δεύτερο, είναι δυνατόν στην αρχή να περιοριστούμε στα πιο σημαντικά μαζικής κατανάλωσης, τα κομβικά είδη κάθε κλάδου βιομηχανίας, ας το πούμε έτσι, υποθέτοντας ότι τα υπόλοιπα είδη καταλαμβάνουν ενδιάμεση θέση στο σύστημα των συγκριτικών τιμών.

Μια άλλη αντίρρηση βασίζεται στις δυσκολίες του προσδιορισμού της ποιότητας. Πράγματι, τι προσδιορίζει την ποιότητα ενός βαμβακερού υφάσματος; Βναι η ανθεκτικότητα του, το βάρος του βαμβακιού σε κάθε τετραγωνικό μέτρο, η αντοχή του χρώματος, το πόσο ελκυστικό είναι στο μάτι; Δεν μπορούμε να αρνηθούμε τη δυσκολία προσδιορισμού της ποιότητας των περισσότερων ειδών. Παρ’ όλα αυτά, το πρόβλημα δεν είναι άλυτο. Είναι όμως αναγκαίο να μη το προσεγγίζουμε με προκαθορισμένα απόλυτα κριτήρια. Οσον αφορά τα βαμβακερά υφάσματα που προορίζονται για την αγορά των αγροτών και των εργατών, η ανθεκτικότητα καταλαμβάνει την πρώτη θέση και η α-ντοχή του χρώματος τη δεύτερη. Αν μετρήσουμε αυτές τις δύο στιγμές – και είναι δυνατόν να το κάνουμε με αυστηρά αντικειμενικές μεθόδους- έχουμε μια βασική περιγραφή της ποιότητας, εκφρασμένη σε ποσότητα. Είναι ακόμα πιο εύκολο και πιο απλό να δόσουμε μια ακριβή, δηλαδή μια ποσοτική έκφραση στους συγκριτικούς συντε-λεστές των αρότρων μας, των αλωνιστικών μηχανών μας, των τρακτέρ μας και παρόμοιων προϊόντων της αμερικάνικης βιομηχανίας.

Τα επόμενα λίγα χρόνια, αυτό το ζήτημα θα είναι τόσο σημαντικό για τη γεωργία μας, όπως και η ανανέωση του σταθερού κεφαλαίου για την βιομηχανία. Στην αγορά ενός αλόγου ή μιας αγελάδας, ο αγρότης προσδιορίζει ο ίδιος (με αξιοθαύμαστη ακρίβεια!) τους ουσιαστικούς «συντελεστές». Στην αγορά μιας μηχανής, είναι σχεδόν ανήμπορος. Αν έχει κάψει τα δάχτυλά του σε ένα κακό μηχανισμό, μεταδίδει τον τρόμο του και στους γείτονές του, σχετικά με την αγορά μιας μηχανής. Είναι ουσιαστικό ένας αγρότης να είναι σίγουρος τι είδους μηχανή αγοράζει. Μια σοβιετική αλωνιστική μηχανή πρέπει να έχει το διαβατήριο της για το εμπόριο, που πρέπει να αποτελεί τη βάση του συγκριτικού συντελεστή. Ο αγρότης θα ξέρει τότε τί αγοράζει και το κράτος θα ξέρει τη σχέση ανάμεσα στο δικό μας προϊόν και το αμερικάνικο* [Στο παραπάνω παράδειγμα, δεν εννοούσαμε ότι διάφορες ενδιαφερόμενες ομάδες είναι αντίθετες στην ιδέα των συγκριτικών συντελεστών. Αντίθετα, οι παραγωγοί μας, εργάτες που ασχολούνται με το εθνικό εμπόριο, τις κοπερατίβες και τα επιστημονικά ινστιτούτα, βλέπουν με πολύ συμπάθεια την ιδέα που ξεπηδάει από ολόκληρη την οικονομική μας ανάπτυξη. Η δουλειά προς αυτή την κατεύθυνση έχει ήδη αρχίσει στα επιστημονικά μας ινστιτούτα και με ένα Έκτακτο Συνέδριο που έγινε για την ποιότητα της παραγωγής.]

Η ιδέα των συγκριτικών συντελεστών, που με την πρώτη ματιά, μπορεί να φαίνεται αφηρημένη και ίσως σχολαστική, είναι στην πραγματικότητα πολύ ζωτική, και στην κυριολεξία προκύπτει με αναγκαιότητα από τις συνθήκες που κυριαρχούν στην οικονομία, και ακόμα από τις ελλείψεις και τα χάσματα της καθημερινής ζωής. Οι σημερινοί συγκριτικοί μας συντελεστές, επίσης, υπολογισμένοι σε σχέση με τα προπολεμικά στάνταρ, δεν έχουν μόνο θεωρητικά αλλά και πρακτικά θεμέλια.

Ο μέσος καταναλωτής μας, που δεν έχει στη διάθεσή του στατιστικούς πίνακες και καμπύλες τιμών, χρησιμοποιεί τη μνήμη του και αναφέρεται επίσης στη μνήμη της οικογένειάς του σε σχέση με την κατανάλωση. Ενας στατιστικός πίνακας αναφέρει καθορισμένα ποσοστά σε σχέση με το προπολεμικό στάνταρ, στα οποία έχουμε φτάσει σχεδόν αποκλειστικά από την ποσοτική πλευρά, ενώ η μνήμη του καταναλωτή προσθέτει: «Πριν τον πόλεμο» (δηλαδή τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο) «ένα ζευγάρι μπότες κόστιζε τόσα ρούβλια και κράταγε τόσους μήνες». Κάθε φορά που αγοράζει ένα ζευγάρι μπότες, ο συγκριτικός συντελεστής έρχεται στο μυαλό του. Κάθε αγοραστής κάνει αυτό τον υπολογισμό – είτε είναι το Τραστ Δέρματος που αγοράζει μηχανήματα από το εργοστάσιο του Βορονέζ ή του Κίεβου, είτε μια αγρότισσα που αγοράζει τρία μέτρα βαμβακερό ύφασμα στην αγορά, με τη μόνη διαφορά, ότι το Τραστ συμβουλεύεται τους καταλόγους και τα κατάστιχα, και η αγρότισσα τη μνήμη της. Και πρέπει να παραδεχτούμε ότι οι συγκριτικοί συντελεστές της αγρότισσας, βασισμένοι στη σημερινή εμπειρία της ζωής είναι πιο σωστοί από τους συντελεστές του Τραστ, που υπολογίζονται βιαστικά, σχεδόν πάντα χωρίς να παίρνεται υπόψη η ποιότητα και μερικές φορές με κάποια προκαθορισμένη ιδέα. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, η στατιστική, η οικονομική ανάλυση και η καθημερινή άσκηση της μνήμης του καταναλωτή έχουν όλες φτάσει στην αναγκαιότητα να βρούν μια αφετηρία στις συνθήκες της προπολεμικής οικονομίας.

Αυτός ο ιδιότυπος εθνικός περιορισμός -που με το ένα μάτι πάντα κοιτάζει προς το παρελθόν, φτάνει τώρα στο τέλος του. Η σύνδεσή μας με την παγκόσμια αγορά ακόμα και τώρα έχει αναπτυχτεί αρκετά, ώστε σε κάθε βήμα να γεννάει τη σύγκριση των αγαθών μας με τα ξένα αγαθά. Και στο βαθμό που οι συγκρίσεις με το παλιό θα σταματήσουν, καθώς η ανάμνηση των παλιών προϊόντων θα σβήσει από το μυαλό, ιδιαίτερα της νεότερης γενιάς, οι νέες συγκρίσεις θα γίνουν πιο ζωηρές, και δε θα βασίζονται στη μνήμη αλλά στα ζωτικά γεγονότα της καθημερινής ζωής.

Οι άνθρωποι των επιχειρήσεών μας που επιστρέφουν από το εξωτερικό, φέρνουν μαζί τους προτάσεις ορισμένων εταιριών για ορισμένα αγαθά, όπως και καταλόγους διαφόρων εταιριών, για να μην αναφέρουμε τη δική τους προσωπική εμπειρία, σαν καταναλωτών. Το ζήτημα, άγνωστο τα παλιά χρόνια, του πόσο πουλιέται ένα είδος στο εξωτερικό και πόσο διαφέρει η ποιότητά του από ένα παρόμοιο είδος της δικής μας βιομηχανίας, τίθεται τώρα από κάθε πλευρά. Οι επισκέψεις στο εξωτερικό πρόκειται να πυκνώσουν. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο πρέπει να στείλουμε στις ξένες βιομηχανίες τους διευθυντές των τραστ μας, τους διοικητές των εργοστασίων και των εργαστηρίων μας, τους καλυτέρους από τους φοιτητές των τεχνικών μας σχολών, τους επιστάτες, τους τεχνίτες και τους ειδικευμένους εργάτες, όχι όλους με μιάς, φυσικά, αλλά εκ περιτροπής. Ο σκοπός αυτού του είδους των επισκέψεων θα είναι, το κύριο σώμα των νέων ανθρώπων μας που ασχολούνται με την οικονομία και τη βιομηχανία να έχουν την ευκαιρία να διερευνήσουν από πρώτο χέρι κάθε δυσμενή «συγκριτικό συντελεστή», ώστε να τον αλλάξουν προς όφελος μας με τον καλύτερο τρόπο.

Θα ήταν γραφειοκρατική έλλειψη φαντασίας το να υποθέσει κανείς ότι το προτσές του προσανατολισμού προς τη Δύση περιορίζεται στους ηγέτες της οικονομικής ζωής. Αντίθετα το προτσές είναι προτσές μαζικής ψυχολογίας, και αγκαλιάζει με διάφορους τρόπους τον κύριο όγκο των καταναλωτών. Το λαθρεμπόριο δεν παίζει μικρό ρόλο από αυτή την άποψη και δεν πρέπει να παραγνωριστεί. Το λαθρεμπόριο μολονότι ασήμαντο, αποτελεί ακόμα ένα πραγματικό μέρος της οικονομικής ζωής που επιπλέον βασίζεται ολοκληρωτικά στους συγκριτικούς συντελεστές της παγκόσμιας οικονομίας. Ενας λαθρέμπορος φέρνει στη χώρα μονάχα εκείνα τα προϊόντα της ξένης βιομηχανίας που είναι φθηνότερα και καλύτερα από τα δικά μας. Η πάλη για τη βελτίωση της ποιότητας των προϊόντων μας, γίνεται έτσι ο πιο σίγουρος τρόπος για να καταπολεμηθεί το λαθρεμπόριο, που στέλνει τώρα εκατομμύρια χρυσών νομισμάτων έξω από τη χώρα. Το λαθρεμπόριο ανθεί τώρα στα μικρά είδη, αλλά είναι ακριβώς το μικρό τους μέγεθος που τα κάνει να μπαίνουν πιο εύκολα στους πόρους της καθημερινής ζωής

Υπάρχει ακόμα ένας κλάδος της βιομηχανίας που ποτέ δεν έπαψε να συγκρίνεται με την ξένη παραγωγή, και  αυτός είναι τα αγροτικά μηχανήματα και εξαρτήματα. Ο αγρότης ήταν εξοικειωμένος με το αυστριακό δρεπάνι και πάντα το σύγκρινε με το δικό μας. Ηξερε το αμερικάνικο Μακ Κόρμικ, το καναδέζικο Χάρις και το αυστριακό Χάιντ και άλλα. Τώρα που η γεωργία αναπτύσσεται και υπάρχει νέα ζήτηση αγροτικών μηχανημάτων και εξαρτημάτων, αυτές οι συγκρίσεις ξαναζωντανεύουν και επιπλελον υπάρχει η πρόσφατη σύγκριση της αμερικάνικης Φορντ, με τις δικές μας κατασκευές. Οταν ένας αγρότης αγοράζει μια αλωνιστική μηχανή και το κακής ποιότητας σιδερένιο γρανάζι της βλέπει να φθείρεται σε λίγες ώρες, καταγράφει το γεγονός στο μυαλό του, και μάλιστα με μεγάλο συντελεστή βλαστήμιας.

Οσο για το βιομηχανικό εργάτη, αυτός έρχεται αντιμέτωπος με το συγκριτικό συντελεστή όχι στα πράγματα που παράγει, αλλά στα μέσα που χρησιμοποιεί για την παραγωγή και εν μέρει για την κατανάλωση. Γνωρίζει την ποιότητα των αμερικάνικων και των ρωσικών τόρνων, εργαλείων, χυτοσιδήρων, εργαλείων μέτρησης, κλπ. Δε χρειάζεται να πούμε ότι ένας ειδικευμένος εργάτης κα-ταλαβαίνει πολύ καλά το ζήτημα της ποιότητας και ότι ένα από τα καθήκοντα της βιομηχανικής εκπαίδευσης είναι να τον κάνει να καταλαβαίνει όλο και περισσότερο.

Νομίζουμε ότι λέχτηκαν αρκετά που δείχνουν ότι οι συγκριτικοί συντελεστές της παγκόσμιας παραγωγής δεν είναι αποκυήματα της φαντασίας μας, αλλά ένα πρακτικό ζήτημα μέγιστης σημασίας, που αντανακλά τα νέα προβλήματα της οικονομικής μας ανάπτυξης.

Ενα τέτοιο σύστημα συγκριτικής οικονομίας σήμερα θα μας έδινε το τωρινό στίγμα της οικονομίας μας στο φως νέων επιτευγμάτων της παγκόσμιας οικονομίας. Φτάνοντας σ’ ένα μέσο συντελεστή όλων των προϊόντων θα σήμαινε ότι φτάνουμε στον ακριβή βαθμό της καθυστέρησής μας στην τεχνική και στην παραγωγή. Μία περιοδική μέ-τρηση των συντελεστών των αγαθών και των μέσων συντελεστών θα μας έδινε μια εικόνα των επιτευγμάτων μας και θα υπολόγιζε το ρυθμό με τον οποίο φτάσαμε σ’ αυτά, στους διάφορους κλάδους της βιομηχανίας μας και στη βιομηχανία σαν όλο.

Όταν οδηγούμε ένα χάρο, μετράμε τα χιλιόμετρα με το μάτι ή μ’ ότι έχουμε ακουστά. Ενα αυτοκίνητο έχει χιλιομετρητή. Στο μέλλον οι βιομηχανίες μας πρέπει να προχωρήσουν με διεθνή χιλιομέτρηοη και η ένδειξη του θα είναι ο οδηγός μας, όχι μονάχα στα σημαντικά οικονομικά μέτρα που παίρνουμε, αλλά επίσης σε πολλές από τις πολιτικές μας αποφάσεις. Αν είναι αλήθεια ότι η επιτυχία ενός καθεστώτος εξαρτάται από την αύξηση στην παραγωγή -και για μας τους μαρξιστές, αυτό είναι αξίωμα- τότε χρειάζεται μια ακριβής ποσοτική και ποιοτική μέτρηση της παραγωγής της σοβιετικής οικονομίας, όχι μόνο για τους σημερινούς σκοπούς της αγοράς, αλλά επίσης για να εκτιμήσουμε τα διαδοχικά στάδια του ιστορικού δρόμου που ακολουθούμε.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ

Ο ΡΥΘΜΟΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΚΑΙ ΟΙ ΥΛΙΚΟΙ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ ΚΑΙ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ ΤΟΥ

Στα χρόνια 1922 ως 1924 η γενική βιομηχανική μας αναζωογόνηση εξαρτήθηκε κυρίως απο την ελαφριά βιομηχανία. Στο τρέχον οικονομικό έτος υπερέχουν οι κλάδοι της βιομηχανίας που παράγουν εργαλεία παραγωγής. Όμως, ακόμα και οι τελευταίοι αναζωογονούνται μόνο στο βαθμό που χρησιμοποιούν παλιό κεφάλαιο. Στη διάρκεια του ερχόμενου οικονομικού έτους, όταν το σταθερό κεφάλαιο, που έχει κληρονομηθεί από την μπουρζουαζία, θα φτάσει στην πλήρη απόδοσή του, θα αρχίσουμε εκτεταμένες ενέργειες για την ανανέωση του σταθερού κεφαλαίου. Το συνολικά δαπανόμενο κεφάλαιο που προβλέπει η Επιτροπή Κρατικού Σχεδιασμού ανέρχεται σε 880.000.000 ρούβλια για την βιομηχανία (συμπεριλαμβανομένου του εξηλε-κτρισμού). 236.000.000 ρούβλια για τις μεταφορές, 365.000.000 ρούβλια για την κατοικία και άλλα κτίρια, 300.000.000 ρούβλια για την γεωργία, που κάνει ένα σύνολο πάνω απο 1.800.000.000 ρούβλια. Το νέο κεφάλαιο που περιλαμβάνεται σ’αυτό το ποσό, δηλαδή τα νέα αποθέματα του όλου οικονομικού συστήματος ανέρχονται σε 900.000.000 ρούβλια. Αυτές οι προσωρινές εκτιμήσεις, που δεν έχουν οριστικά αναθεωρηθεί, δείχνουν ένα μεγάλο προχώρημα στην κατανομή των υλικών πόρων της χώρας. Μέχρι σήμερα δουλεύαμε με το υπάρχον σταθερό κεφάλαιο με μικρές προσθήκες. Στο μέλλον θα πρέπει να δημιουργήσουμε νέο σταθερό κεφάλαιο. Αυτό συνιστά τη θεμελιώδη διαφορά ανάμεσα στην ερχόμενη οικονομική περίοδο και σ’αυτή που τελειώνει τώρα.

Κατά την άποψη ιδιωτών επιχειρηματιών, για παράδειγμα διευθυντών των τραστ, ο ρυθμός ανάπτυξης φαίνεται να εξαρτάται από το ποσό των πιστώσεων που μπορούν να αποκτήσουν από τις τράπεζες. «Δόστε μου τόσα εκατομμύρια και θα βάλω νέα στέγη, νέους τόρνους, θα αυξήσω την παραγωγή δέκα φορές, θα μειώσω στο μισό το κόστος και θα ανεβάσω την ποιότητα στα ευρωπαϊκά επίπεδα». Πόσες φορές δεν το έχουμε ακούσει αυτό! Αλλά το ζήτημα είναι ότι μακροπρόθεσμα η χρηματοδότηση δεν είναι ο πρωταρχικός παράγοντας. Ο ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης κα-θορίζεται απο τις υλικές συνθήκες του ίδιου του παραγωγικού προτσές. Αυτό τονίζεται πολύ σωστά στις επε-ξηγηματικές σημειώσεις της Επιτροπής Κρατικού Σχεδιασμού.

«Το καθολικό όριο του δυνατού ρυθμού οικονομικής ανάπτυξης», λένε οι σημειώσεις, «ένα όριο που ρυθμίζει όλους τους επιμέρους περιοριστικούς παράγοντες, είναι το ποσό εθνικού αποθέματος σε υλική μορφή, δηλαδή, ο συνολικός νεοδημιουργημένος πλούτος, ο οποίος παραμένει αφού καλυφτούν οι ανάγκες απλής αναπαραγωγής, έτσι που να αποτελεί τη βάση για τη διευρυμένη αναπαραγωγή και ανασυγκρότηση».

Τα χαρτονομίσματα, οι μετοχές, οι ομολογίες, οι συναλλαγματικές και άλλοι «τίτλοι αξιών»δεν μετράνε απο μόνα τους για την έκταση και τον ρυθμό της ανάπτυξής μας. Δεν είναι παρά βοηθητικά εργαλεία για τον υπολογισμό και τη διανομή υλικών αξιών. Φυσικά, απο την ατομικιστική, καπιταλιστική άποψη και την άποψη μιας ιδιωτικής οικονομίας γενικά, αυτοί οι τίτλοι αξιών έχουν μιά ανεξάρτητη δική τους σημασία, γιατί εξασφαλίζουν στον κάτοχό τους ένα ορισμένο ποσό υλικών αξιών. Αλλά απο εθνική οικονομική άποψη, που στις δικές μας συνθήκες προσεγγίζει στενά την άποψη του κράτους, οι τίτλοι αξιών καθεαυτοί δεν προσθέτουν τίποτα στον πραγματικό όγκο των αγαθών, που χρησιμεύει σαν βάση γιά την επέκταση της παραγωγής. Κατά συνέπεια, αυτή η πραγματική βάση πρέπει να είναι η αφετηρία μας. Οι χρηματικοί πόροι που κατευθύνονται μέσω του Προϋπολογισμού, οι τράπεζες, τα δάνεια για οικονομική ανασυγκρότηση, τα κονδύλια γιά τη βιομηχανία και λοιπά δεν είναι παρά μέσα για την κατανομή των αντίστοιχων υλικών προϊόντων στους διάφορους κλάδους της οικονομίας.

Πριν από τον πόλεμο η βιομηχανία μας αναπτύχτηκε κατά μέσο όρο με ετήσιο ρυθμό 6 ή 7%. Πρέπει να παραδε-χτούμε ότι ο συντελεστής είναι υψηλός. Αλλά φαίνεται αμελητέος, όταν τον συγκρίνουμε με τους συντελεστές σήμερα, που η βιομηχανία επεκτείνεται με ετήσιο ρυθμό 40 ή 50%. Παρόλα αυτά, το να συγκρίνουμε απλά αυτούς τους δύο συντελεστές ανάπτυξης θα ήταν ανόητο λάθος. Μέχρι τον Πόλεμο, η επέκταση της βιομηχανίας κυρίι»)ς συνίστατο στο χτίσιμο νέων εργοστασίων. Σήμερα, σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό η επέκταση συνίσταται στην χρησιμοποίηση παλιών έργων και παλιών μηχανημάτων. Έτσι έχουμε αυτόν τον τεράστιο ρυθμό αύξησης. Φυσικά, πρέπει να περιμένουμε ότι με την ολοκλήρωση του προτσές της ανόρθωσης ο συντελεστής αύξησης θα μειωθεί σημαντικά. Αυτές οι συνθήκες έχουν ιδιαίτερη σημασία, γιατί καθορίζουν, σε σημαντικό βαθμό, τη θέση μας στον καπιτα- λιοιικό κόσμο. Η πάλη γιά τη σοσιαλιστική «θέση μας στον ήλιο» πρέπει αναπόφευκτα να γίνει πάλη για τον υψηλότερο δυνατό συντελεστή αύξησης της παραγωγής. Η βάση και ταυτόχρονα το «όριο» αυτής της αύξησης είναι σε τελική ανάλυση ο όγκος των υλικών αξιών.

Αλλά, αν συμβαίνει αυτό, αν το προτσές της ανόρθωσης αναπαράγει στην πραγματικότητα την παλιά σχέση ανάμεσα στη γεωργία και τη βιομηχανία, ανάμεσα στην εσωτερική και την εξωτερική αγορά (εξαγωγή σιτηρών και πρώτων υλών, εισαγωγή μηχανημάτων και έτοιμων προϊόντων), δεν σημαίνει ότι θα αναπαράγει επίσης τον προπολεμικό συντελεστή ανάπτυξης και ότι το σημερινό 40 με 50% θα πέσει στο προπολεμικό 6%; Φυσικά είναι αδύνατο να δοθεί καθορισμένη απάντηση σ’αυτό το ερώτημα. Παρόλα αυτά, λέμε με εμπιστοσύνη ότι έχοντας ένα σοσιαλιστικό κράτος, εθνικοποιημένη βιομηχανία και αυξανόμενη ρύθμιση των βασικών οικονομικών προτσές, συμπεριλαμβανομένων των εξαγωγών και των εισαγωγών, μπορούμε ακόμα να διατηρήσουμε τους συντελεστές ανάπτυξης, ακόμα και αφού φτάσουμε το προπολεμικό επίπεδο προχωρώντας πολύ πέρα από το τελευταίο και από τον μέσο συντελεστή μιάς καπιταλιστικής χώρας.

Σε τι συνίστανται τα δυνατά μας σημεία; Τα έχουμε ήδη απαριθμίσει.

Κατά πρώτο λόγο, πρακτικά δεν έχουμε παρασιτικές τάξεις. Η πραγματική συσσώρευση προπολεμικά δεν έφτανε στο 6%, αλλά τουλάχιστον στο διπλάσιο το χρόνο. Αλλά μόνο το μισό από αυτό χρησιμοποιούνταν παραγωγικά, γιατί το άλλο μισό το σπαταλούσαν άπληστα οι παρασιτικές τάξεις. Έτσι, και μόνο η κατάργηση της μοναρχίας, της γραφειοκρατίας, της αριστοκρατίας και της μπουρζουαζίας, με δεδομένους του άλλους αναγκαίους όρους, μας εξασφαλίζει μιά αύξηση του συνταλεστή ανάπτυξης όχι 6% αλλά 12%, ή τουλάχιστον 9 με 10%.

Κατά δεύτερο λόγο, το γκρέμισμα των ατομικιστικών καπιταλιστικών φραγμών δίνει στο κράτος την δυνατότητα τη δεδομένη στιγμή να κινητοποιεί με απόλυτη ελευθερία τους αναγκαίους πόρους που χρειάζεται η οποιαδήποτε οικονομική μονάδα. Οι αντιπαραγωγικές επιβαρύνσεις των παράλληλων επιχειρήσεων, ο ανταγωνισμός κλπ., έχουν ευρύτατα καταργηθεί και θα καταργηθούν ακόμα παραπέρα καθώς περνάει ο καιρός. Μόνο χάρη σ’αυτές τις συνθήκες μπορέσαμε χωρίς ξένη βοήθεια να ορθοποδήσουμε τόσο γρήγορα μέσα σε λίγα χρόνια. Στο μέλλον, και μόνον η σχεδιασμένη κατανομή δυνάμεων και πόρων θα μας δόσει μεγαλύτερη δυνατότητα από ό,τι σε μιά καπιταλιστική κοινότητα, να πετύχουμε μεγαλύτερα παραγωγικά αποτελέσματα με την ίδια δαπάνη πόρων.

Κατά τρίτο λόγο, η αρχή του σχεδιασμού πού έχουμε μόλις αρχίσει να εισάγουμε στην τεχνική πλευρά της παραγωγής (τυποποίηση, εξειδίκευση εργοστασίων, συνδυασμός εργοστασίων σε ένα και μόνο βιομηχανικό συγκρότημα) υπόσχεται μιά σοβαρή και συνεχή άνοδο του συντελεστή παραγωγής μας στο άμεσο μέλλον.

Κατά τέταρτο λόγο, μια καπιταλιστική κοινότητα ζει και αναπτύσσεται, μέσα από εναλλασσόμενες περιόδους ευημερίας και κρίσεων, που τα ματαπολεμικά χρόνια έχουν αποκτήσει έναν πιο νοσηρό και σπασμωδιό χαρακτήρα. Είναι αλήθεια ότι ούτε και η δική μας οικονομία έχει απελευθερωθεί από τις κρίσεις. Επιπλέον, η αυξανόμενη επαφή μας με την παγκόσμια αγορά, όπως θα δούμε αργότερα, είναι μιά πιθανή πηγή κρίσεων στην δική μας οικονομία. Παρ’όλα αυτά, η αυξανόμενη πρόβλεψη και ρύθμιση στον σχεδιασμό της παραγωγής θα ανακουφίσει σημαντικά στις περιόδους κρίσεων στην ανάπτυξή μας, και έτσι θα εξασφαλίσει πρόσθετη συσσώρευση πλούτου.

Αυτά είναι τα τέσσερα δυνατά μας σημεία, που έχουν ήδη έντονα επηρεάσει την ανάπτυξή μας τα προηγούμενα χρόνια. Η σημασία τους δεν ελαττώνεται. Αντίθετα, θα μεγαλώσει με την ολοκλήρωση του προτσές της ανόρθωσης σαν όλου. Αν χρησιμοποιηθούν κατάλληλα, θα επιτρέψουν τα επόμενα λίγα χρόνια να αυξήσουμε τον συντελεστή της βιομηχανικής μας ανάπτυξης, όχι μονάχα διπλασιάζοντας αλλά τριπλασιάζοντας το προπολεμικό επίπεδο του 6% και ίσως ξεπερνώντας ακόμα και αυτό.

Όμως αυτό δεν εξαντλεί το ζήτημα. Τα πλεονεκτήματα της σοσιαλιστικής οικονομίας που απαριθμήσαμε θα κάνουν αισθητή την επίδραση τους όχι μόνο στα εσωτερικά οικονομικά προτσές. Θα ενισχυθούν πολύ από τις δυνατότητες που ανοίγει η παγκόσμια αγορά. Ήδη έχουμε εξετάσει τους κινδύνους που προέρχονται από την είσοδο μας στην παγκόσμια αγορά. Ομως, η καπιταλιστική αγορά δεν είναι μονάχα γεμάτη κινδύνους για μας. Μας ανοίγει επίσης τεράστιες ευκαιρίες. Μας προσφέρει μιά διευρυνόμενη πρόσβαση στα υψηλότερα επιτεύγματα της τεχνολογίας και στα πιο πολύπλοκα είδη της παραγωγής. Η παγκόσμια αγορά, τραβώντας στην τροχιά της τη σοσιαλιστική οικονομία, δημιουργεί νέους κινδύνους για τον σοσιαλισμό, αλλά δίνει ταυτόχρονα στο σοσιαλιστικό κράτος που ρυθμίζει σωστά τον οικονομικό του κύκλο, ισχυρά μέσα για να αντισταθμίσει αυτούς τους κινδύνους. Με μιά συνετή χρήση της παγκόσμιας αγοράς θα μπορέσουμε να επιταχύνουμε το εξελικτικό προτσές των συγκριτικών συντελεστών προς όφελος του σοσιαλισμού σε μεγαλύτερη έκταση.

Φυσικά, καθώς προχωράμε, πρέπει να βυθομετρούμε σχολαστικά τον ποταμό, ξέροντας καλά ότι είναι η πρώτη φορά που το σοσιαλιστικό κράτος περνάει αυτό το ποτάμι. Αλλά όλα τα γεγονότα δείχνουν ότι όσο πιο μακριά πάμε τόσο πιο βαθύ και πιο πλατύ θα γίνει το κανάλι.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ

Η ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΚΑΙ ΟΙ ΠΟΡΟΙ ΤΗΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑΣ ΑΓΟΡΑΣ

Από εθνική οικονομική άποψη, σε αντίθεση με την ατομική οικονομική άποψη, οι τίτλοι αξιών καθεαυτοί δεν μπορούν να επιταχύνουν την παραγωγική ανάπτυξη, ακριβώς όπως η σκιά ενός ανθρώπου δεν μπορεί να προσθέσει τίποτε στο ύψος του. Από διεθνή οικονομική άποψη, όμως, το ζήτημα εμφανίζεται τελείως διαφορετικό. Τα αμερικάνικα χαρτονομίσματα από μόνα τους δεν μπορούν να παράγουν ούτε ένα τρακτέρ, αλλά αν η σοβιετική κυβέρνηση είχε ένα μεγάλο ποσό από αυτά, θα ήταν ικανή να εισάγει τρακτέρ από τις Ενωμένες Πολιτείες.

Σε. σχέση με την παγκόσμια καπιταλιστική οικονομία, η σοβιετική κυβέρνηση δρα σαν ένας μεγάλος ατομικός ιδιοκτήτης. Εξάγει τα αγαθά της, εισάγει ξένα αγαθά, χρησιμοποιεί πιστώσεις, αγοράζει ξένη τεχνική υποστήριξη, και, τέλος, προσελκύει ιδιωτικό κεφάλαιο με τη δημιουργία μικτών εταιριών και κάνοντας εκχωρήσεις.

Το προτσές «ανάρρωσης» της οικονομίας μας έχει επίσης αποκαταστήσει τη θέση μας στην παγκόσμια αγορά. Έτσι, δεν πρέπει να ξεχνάμε ούτε για μιά στιγμή τη μεγάλη αμοιβαία εξάρτηση που υπήρχε ανάμεσα στην οικονομία της καπιταλιστικής Ρωσίας και στο παγκόσμιο κεφάλαιο. Πρέπει απλά να θυμηθούμε ότι περίπου τα δύο τρίτα του τεχνικού εξοπλισμού των έργων και των έργο στασίων εισάγονταν από το εξωτερικό. Αυτή η εξάρτηση δεν έχει μειωθεί σημαντικά στην εποχή μας, πράγμα που σημαίνει ότι θα είναι ελάχιστα επικερδές για μας χα επόμενα λίγα χρόνια να παράγουμε στη χώρα μας τα μηχανήματα που χρειαζόμαστε, ή έστω και τα δύο πέμπτα της ποσότητας ή στην καλύτερη περίπτωση τα μισά. Αν ξαφνικά μεταφέραμε τους πόρους και τις δυνάμεις μας στην κατασκευή νέων μηχανημάτων, είτε θα καταστρέφαμε την αναγκαία αναλογία ανάμεσα στους διάφορους κλάδους της οικονομίας και ανάμεσα στο πάγιο και το κυκλοφορούν κεφάλαιο σε ένα δοσμένο κλάδο, είτε, αν διατηρούσαμε την αναλογία, θα μειώναμε κατά πολύ τον συνολικό συντελεστή ανάπτυξης. Και για μας, μιά μείωση στον ρυθμό ανάπτυξης είναι άπειρα πιο επικίνδυνη από την εισαγωγή των ξένων μηχανημάτων ή των ξένων αγαθών που έχουμε γενικά ανάγκη.

Χρησιμοποιούμε ξένη τεχνολογία και ξένες φόρμουλες παραγωγής. Όλο και περισσότεροι μηχανικοί μας επισκέπτονται την Ευρώπη και την Αμερική, και όσοι από αυτούς είναι οξυδερκείς φέρνουν μαζί τους καθετί που είναι δυνατόν να επιταχύνει την οικονομική μας ανάπτυξη. Τώρα προχωράμε όλο και περισσότερο αγοράζοντας απλώς ξένο τεχνικό εξοπλισμό, δένοντας τα τραστ μας με μεγάλες ξένες εταιρίες, που αναλαμβάνουν να αναπτύξουν στην χώρα μας σε έναν καθορισμένο χρόνο την παραγωγή συγκεκριμένων εμπορευμάτων.

Η μεγάλη σημασία του εξωτερικού εμπορίου για την γεωργία μας είναι φανερή. Οι μηχανικές μέθοδοι, που απαιτούν συλλογική καλλιέργεια, θά πάνε χέρι με χέρι με την αύξηση των εξαγωγών. Σ’αντάλλαγμα για τα γεωργικά μας προϊόντα παίρνουμε γεωργικά μηχανήματα ή μηχανές για την παραγωγή γεωργικών μηχανημάτων.

Αλλά το ζήτημα δεν έγκειται μόνο στα μηχανήματα. Κάθε ξένο προϊόν που μπορεί να καλύψει ένα ορισμένο κενό στο σύστημα της οικονομίας μας, είτε είναι πρώτη ύλη, είτε μισοεπεξεργασμένο εμπόρευμα, είτε ένα είδος κατανάλωσης, μπορεί, κάτω από ορισμένες συνθήκες, να βοηθήσει το οικονομικό μας έργο αυξάνοντας τον ρυθμό

Της ανάπτυξης μας. Φυσικά, η εισαγωγή ειδών πολυτελείας, ειδών παρασιτικής κατανάλωσης, μονάχα να καθυστερήσει την ανάπτυξη μας μπορεί. Αλλά μιά έγκαιρη εισαγωγή του ενός ή του άλλου εμπορεύματος καταναλωτικού αγαθού, στο βαθμό που χρησιμεύει να εγκαθιδρύσει την αναγκαία ισορροπία στην αγορά και να καλύψει το κενό στον εργατικό ή αγροτικό προϋπολογισμό, δεν μπορεί παρά να επιταχύνει την οικονομική μας πρόοδο.

Το εξωτερικό μας εμπόριο, που διευθύνεται από το κράτος, προσαρμοζόμενο και συμπληρωματικό στο έργο των κρατικών βιομηχανιών και του εσωτερικού εμπορίου, είναι ένα ισχυρό μέσο επιτάχυνσης της οικονομικής μας ανάπτυξης. Φυσικά, το εξωτερικό μας εμπόριο θα έχει μεγαλύτερα αποτελέσματα όσο μεγαλύτερες πιστωτικές ευκολίες μπορεί να δημιουργήσει για λογαριασμό του στην παγκόσμια αγορά.

Τι προσφέρουν οι ξένες πιστώσεις στην οικονομική μας ανάπτυξη; Ο καπιταλισμός προκαταβάλει έναντι των αποθεμάτων μας, που δεν υπάρχουν ακόμα, αλλά που πρέπει να συσσωρεύσουμε σε ένα, δύο, ή πέντε χρόνια.

Το αποτέλεσμα είναι ότι τα θεμέλια της ανάπτυξης μας εκτείνονται πέρα από τα όρια των πραγματικών σημερινών αποθεμάτων μας. Αν με την βοήθεια των ευρωπαϊκών τεχνικών προτύπων, μπορούμε να επιταχύνουμε το προτσές της παραγωγής μας, μπορούμε να το επιταχύνουμε ακόμα παραπέρα με την βοήθεια ευρωπαϊκών ή αμερικάνικων μηχανημάτων που τα έχουμε αποκτήσει με πίστωση. Η διαλεκτική της ιστορικής ανάπτυξης έχει σαν αποτέλεσμα να γίνει ο καπιταλισμός για ένα διάστημα ο πιστωτής του σοσιαλισμού. Στο κάτω κάτω, ο καπιταλισμός δεν τράφηκε στην αγκαλιά της φεουδαρχίας; Η ιστορία έχει ξεπληρώσει το χρέος της.

Οι εκχωρήσεις ανήκουν στην ίδια κατηγορία. Συνδυάζουν την μεταφορά ξένων εργοστασίων στη χώρα μας, ξένων παραγωγικών προτύπων και την χρηματοδότηση της οικονομίας μας από τους πόρους των παγκόσμιων καπιταλιστικών αποθεμάτων. Για πολλούς κλάδους της βιομηχανίας, θα μπορούσαμε και θα έπρεπε να δόσουμε την μεγαλύτερη σημασία στις εκχωρήσεις. Δεν χρειάζεται να πούμε ότι τα όρια της πολιτικής των εκχωρήσεων είναι τα ίδια με αυτά που ισχύουν για όλες τις ατομικές καπιταλιστικές μορφές βιομηχανίας – το κράτος διατηρεί την ανώτατη διοίκηση και προσέχει να διατηρούν την κυριαρχία τους οι κρατικές βιομηχανίες πάνω σ’ όσες γίνονται εκχωρήσεις. Αλλά μέσα σ’αυτά τα όρια η πολιτική των εκχωρήσεων έχει μεγάλο εύρος.

Τέλος, στο ίδιο είδος ανήκουν και τα πιθανά κρατικά δάνεια, σαν το επιστέγασμα του όλου συστήματος. Ένα κρατικό δάνειο είναι η καθαρότερη μορφή προκαταβολής έναντι των μελλοντικών σοσιαλιστικών αποθεμάτων μας. Ένα δάνειο σε χρυσό -το εμπόρευμα των εμπορευμάτων- μας κάνει ικανούς να αγοράσουμε στο εξωτερικό βιομηχανικά είδη, πρώτες ύλες, μηχανές, ευρεσιτεχνίες και να προσλάβουμε τους καλύτερους εκπαιδευτές και μηχανικούς της Ευρώπης και της Αμερικής.

Σε όλα όσα λέχτηκαν, βλέπουμε την αναγκαιότητα να έχουμε έναν ακριβέστερο, δηλαδή, πιο συστηματικό και επιστημονικό προσανατολισμό σε όλα τα ζητήματα που συνδέονται με τον παγκόσμιο οικονομικό κύκλο εργασιών. Τι μηχανήματα να εισάγουμε; Για ποιά εργοστάσια; Πότε; Τι άλλα αγαθά να εισάγουμε και με ποιά σειρά προτεραιότητας; Πώς να διανείμοιμε ανάμεσα στους διάφορους κλάδους της οικονομίας τα κεφάλαια σε χρυσό; Τί ειδικούς να προσκαλέσουμε; Σε ποιούς κλάδους της οικονομίας να προσελκύσουμε κεφάλαιο κάνοντας εκχωρήσεις; Σε ποιά κλίμακα; Και για ποιά περίοδο;

Είναι ολοφάνερο ότι αυτά τα ζητήματα δεν μπορούν να αποφασιστούν από την μιά μέρα στην άλλη, με εικασίες, με το κέντρισμα κάποιας ιδιαίτερης οικονομικής ώθησης. Το μυαλό όσων ασχολούνται με τα οικονομικά θέματα καταγίνεται πεισματικά, επίμονα και με μεγάλη επιτυχία, με το να αναπτύσσει μεθόδους αντιμετώπισης των ζητημάτων που απαριθμήθηκαν παραπάνω και πολλών άλλων αξεχώριστα δεμένων με τα πρώτα, που αφορούν κυρίως στο ζήτημα των εξαγωγών.

Το πρόβλημα δεν είναι να διατηρηθεί η αναλογία της προόδου μεταξύ των κύριων κλάδων της βιομηχανίας και της οικονομίας σαν όλου, συνυπολογίζοντας στην αναλογία κατάλληλα εκείνα τα στοιχεία της παγκόσμιας οικονομίας που θα βοηθήσουν να επιταχυνθεί η ανάπτυξη ολόπλευρα. Για τον διακανονισμό διάφορων πρακτικών ζητημάτων που προκύπτουν στην επεξεργασία και τον σχεδιασμό προοπτικών για ένα χρόνο, πέντε χρόνια ή για μεγαλύτερες περιόδους, το σύστημα των συγκριτικών συντελεστών θα προσφέρει ανεκτίμητη βοήθεια. Αν ο συγκριτικός συντελεστής στους κύριους κλάδους της βιομηχανίας είναι ιδιαίτερα δυσμενής για μας, θα χρειαστεί να εισαχθούν από το εξωτερικό έτοιμα εμπορεύματα, ευρεσιτεχνίες, φόρμουλες, νέες εγκαταστάσεις. Ή μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε ξένους ειδικούς, ή να προσκαλέσουμε τη συμμετοχή ξένων επιχειρηματιών κάνοντας εκχωρήσεις. Η εξωτερική πολιτική και η πολιτική των εκχωρήσεων μπορεί να καθοδηγηθεί και να σχεδιαστεί σωστά, μόνο αν βασίζεται σε ένα εξαιρετικά επεξεργασμένο σύστημα των συγκριτικών συντελεστών της βιομηχανίας.

Οι ίδιες μέθοδοι θα εφαρμοστούν αργότερα για την λύση του ζητήματος της ανανέωσης του σταθερού κεφάλαιου και της επέκτασης της παραγωγής. Σε ποιούς κλάδους της βιομηχανίας να ανανεώσουμε πρώτα τις εγκαταστάσεις; Τι νέα εργοστάσια να χτίσουμε; Δεν χρειάζεται να πούμε ότι οι ελλείψεις και οι απαιτήσεις ξεπερνούν κατά πολύ τις δυνατότητες. Με ποιόν τρόπο λοιπόν πρέπει να προσεγγίσουμε το ζήτημα;

Πρώτα απ’όλα πρέπει να βρούμε το ακριβές ποσό των αποθεμάτων που είναι διαθέσιμο για τον επανεξοπλισμό και το χτίσιμο νέων εργοστασίων.

Οι πιο επείγουσες και ζωτικές ανάγκες μας θα καλυφθούν με τα δικά μας αποθέματα. Αν κλείσει για μας ο δρόμος προς άλλες πηγές, τότε τα εγχώρια αποθέματα θα καθορίσουν τον βαθμό επέκτασης της παραγωγής μας.

Πλάι πλάι μ’ αυτό, είναι ουσιαστικό να εγκαθιδρύσουμε μιά σωστή σειρά προτεραιότητας για να αντιμετωπίσουμε τις απαιτήσεις από την άποψη των αναγκών του οικονομικού προτσές σαν όλου. Από αυτή την άποψη οι συγκριτικοί συντελεστές θα μας υποδείξουν άμεσα τον κλάδο εκείνο της βιομηχανίας για τον οποίο πρέπει πρώτα να δα πανηβούν κεφάλαια.

Αυτή είναι σε αδρές γραμμές, αποφεύγοντας σκόπιμα μια ολόκληρη σειρά πολύπλοκων στιγμών, η μετάβαση μας στην αρχή του σχεδασμού για τη λύση προβλημάτων που συνδέονται με την ανανέωση και την επέκταση του σταθεροί κεφαλαίου της βιομηχανίας.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ

Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΟΥ ΠΡΟΤΣΕΣ

 

Ένα κράτος που έχει εθνικοποιημένες βιομηχανίες, το μονοπώλιο του εξωτερικού εμπορίου, το μονοπώλιο στην προσέλκυση ξένου κεφαλαίου για τους διάφορους κλάδους της οικονομίας του, έχει στη διάθεση του ένα μεγάλο οπλοστάσιο πόρων διαμέσου των οποίων μπορεί να επιταχύνει τον ρυθμό της οικονομικής ανάπτυξης. Όμως, όλοι αυτοί οι πόροι, παρόλο που προκύπτουν απο την ίδια τη φύση του σοσιαλιστικού κράτους, μέχρι στιγμής δεν μπαίνουν σαν τέτιοι στην παραγωγική διαδικασία. Με άλλα λόγια, αν είχαμε διατηρήσει όλα τα έργα και τα εργοστάσια στην κατάσταση που λειτουργούσαν το 1913, η εθνικοποίηση τους ακόμα και κάτω απο εκείνες τις συνθήκες θα μας είχε δόσει τεράστια πλεονεκτήματα λόγω της σχεδιασμένης οικονομικής διανομής των πόρων μας.

Τα οικονομικά επιτεύγματα της περιόδου της ανοικοδόμησης οφείλονται κατά πολύ στις παραγωγικού χαρακτήρα σοσιαλιστικές μεθόδους διανομής. Δηλαδή στις σχεδιασμένες η μισοσχεδιασμένες μεθόδους παροχής των αναγκαίων πόρων στους διαφόρους κλάδους της εθνικής οικονομίας. Οι δυνατότητες που προκύπτουν απο τις σχέσεις μας με την παγκόσμια αγορά έχουν εξεταστεί κυρίως απο την άποψη των μέσων παραγωγής και όχι απο την άποψη της εσωτερικής οργάνωσης της παραγωγής.

Δεν πρέπει όμως να ξεχνάμε ούτε λεπτό ότι τα θεμελιώδη πλεονεκτήματα του σοσιαλισμού βρίσκονται στην σφαίρα της παραγωγής καθεαυτής. Αυτά τα πλεονεκτήματα που τα έχουμε χρησιμοποιήσει, αλλά σε τελείως ασήμαντη έκταση, ανοίγουν άπειρες δυνατότητες για να επιταχυνθεί ο ρυθμός ανάπτυξής μας. Η πρώτη θέση ανήκει στην πραγματική εθνικοποίηση της επιστήμης και της τεχνικής καθώς και όλων των βιομηχανικών εφευρέσεων, στην συγκεντρωτική σχεδιασμένη λύση του προβλήματος της ενέργειας για την οικονομία σαν όλο και για κάθε τομέα ειδικά, στην τυποποίηση όλων των προϊόντων και τελικά στην διαδοχική εξειδίκευση των εργοστασίων.

Σε μας, το έργο της επιστήμης και της τεχνικής δεν εγκλωβίζεται από την ατομική ιδιοκτησία. Κάθε επίτευγμα στην οργάνωση και την τεχνολογία οποιασδήποτε επιχείρησης, κάθε βελτίωση σε έναν χημικό ή κάποιον άλλο τύπο, αμέσως γίνεται ιδιοκτησία όλων των έργων και των εργοστασίων που ενδιαφέρονται. Τα επιστημονικά και τεχνικά ινστιτούτα μπορούν να δοκιμάζουν τις ιδέες τους σε οποιοδήποτε κρατικό έργο, ενώ κάθε επιχείρηση είναι ελεύθερη, μέσα από τα ινστιτούτα, να χρησιμοποιεί κάθε στιγμή για τους σκοπούς της, την συλλογική πείρα της βιομηχανίας σαν όλο. Σε μας, η επιστήμη και η τεχνολογία είναι καταρχήν κοινωνικοποιημένες. Από αυτή την άποψη όμως, δεν έχουμε ακόμα απαλλαγεί απο τους συντηρητικούς διαχωρισμούς, ενμέρει θεωρητικούς, ενμέρει υλικούς, που έχουμε κληρονομήσει μαζί με την εθνικο ποιημένη ιδιοκτησία των καπιταλιστών. Απλώς, μόλις μαθαίνουμε να εκμεταλλευόμαστε καλύτερα τις δυνατότητες που προκύπτουν απο την εθνικοποίηση των επιστημονικών και τεχνικών ανακαλύψεων. Πάνω σ’αυτή τη γραμμή μπορεί να πετύχουμε ανυπολόγιστα πλεονεκτήματα τα προσεχή χρόνια, που θα συμπυκνώνονται σε ένα αποτέλεσμα μέγιστης αξίας για μας, δηλαδή στην επιτάχυνση του ρυθμού της ανάπτυξής μας.

Άλλη μια πηγή μεγάλης οικονομίας, και, κατά συνέπεια, αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας, είναι η σωστή διαχείριση της ενέργειας. Η ανάγκη για κινητήρια δύναμη είναι κοινή για όλους τους κλάδους της βιομηχανίας, για όλες τις επιχειρήσεις, για τις υλικές δραστηριότητες του ανθρώπου γενικά. Αυτό σημαίνει ότι η κινητήρια δύναμη, σαν ένας κοινός πολλαπλασιαστής μπορεί λίγο πολύ να τεθεί έξω απο τα πλαίσια όλων των κλάδων της βιομηχανίας. Είναι καθαρό ότι μπορούμε να πετύχουμε τεράστιες οικονομίες καταργώντας κάθε ατομική ιδιοκτησία στην ενέργεια, αποχωρίζοντάς την απο τα διάφορα έργα με τα οποία συνδέονταν πιο πριν, λόγω της ατομικής ιδιοκτησίας και όχι λόγω τεχνικής, εθνικής ή οικονομικής σκοπιμότητας.

Το σχέδιο εξηλεκτρισμού είναι μόνον ένα μέρος του προγράμματος για την εθνικοποίηση των καυσίμων και της ενέργειας. Χωρίς να υιοθετηθεί ένατέτιο πρόγραμμα, η εθνικοποίηση των μέσων παραγωγής δεν θα έδινε όλους τους καρπούς της. Η ατομική ιδιοκτησία έχει καταργηθεί σαν νομικός θεσμός, αλλά διατηρείται ακόμα στην οργάνωση αυτών των επιχειρήσεων, που αποτελούν μικρούς κόσμους κλεισμένους στον εαυτό τους. Το πρόβλημα είναι να διεισδύει η αρχή της εθνικοποίησης όλο και πιο βαθιά στο παραγωγικό προτσές και στις υλικές και τεχνικές συνθήκες του. Πρέπει να εθνικοποιήσουμε την ενέργεια στην πραγματικότητα. Αυτό αναφέρεται στα εργοστάσια παραγωγής ενέργειας και ακόμα περισσότερο σ’αυτά που πρόκειται να δημιουργήσουμε. Το συγκρότημα Ντνεπρστρόΐ που προτείνεται να δημιουργήσουμε σαν συγκρότημα που θα συνδυάζει έναν ισχυρό σταθμό παραγωγής ηλεκτρισμού και μια σειρά βιομηχανιών και μεταφορικών μονάδων που επιθυμούν φτηνή ενέργεια – ήδη, απο τεχνική άποψη, χτίζεται πάνω στις αρχές του σοσιαλισμού. Το μέλλον ανήκει σε επιχειρήσεις αυτού του τύπου.

Ο επόμενος μοχλός βιομηχανικής προόδου είναι η τυποποίηση όχι μόνο προϊόντων όπως τα σπίρτα, τα τούβλα, τα υφάσματα, αλλά και των πιο πολύπλοκων μηχανημάτων. Πρέπει να αγνοήσουμε τις αυθαίρετες επιθυμίες του πελάτη όταν δεν προκύπτουν απο τις ανάγκες του, αλλά από την απελπισία του. Κάθε πελάτης είναι αναγκασμένος να αυτοσχεδιάζει και να ψάχνει αντί να μπορεί να βρίσκει έτοιμα είδη, προσαρμοσμένα όσο καλύτερα γίνεται στις ανάγκες του και επιστημονικά δοκιμασμένα. Η τυποποίηση πρέπει να οδηγεί σε ένα μίνιμουμ τύπων για κάθε προϊόν, που να προσαρμόζεται στις βασικές συνθήκες των διαφόρων τομέων ή στην ιδιαίτερη φύση των απαιτήσεων της παραγωγής.

Η τυποποίηση είναι η κοινωνικοποίηση εφαρμοσμένη στην τεχνική πλευρά της παραγωγής. Βλέπουμε πώς σ’αυτή χην κατεύθυνση η τεχνολογία στις κύριες καπιταλιστικές χώρες σχίζει το κάλυμμα της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας και εισχωρεί σ’αυτό που στην ουσία είναι η άρνηση της αρχής του ανταγωνισμού, της «ελευθερίας της εργασίας» και όλων όσων συνδέονται με αυτά.

Οι Ενωμένες Πολιτείες έχουν καταφέρει τεράστιες επιτυχίες ρίχνοντας το κόστος παραγωγής με την τυποποίηση των ειδών και της ποιότητας και με την εκπόνηση ε πιστημοτεχνικών κανόνων παραγωγής. Το «Τμήμα Μεθόδων Απλοποίησης» σε συνδυασμό με τους βιομηχάνους και τους καταναλωτές, που ενδιαφέρονται γι αυτό, έχει πετύχει μεγάλο έργο καλύπτοντας πολλές δεκάδες βιομηχανοποιημένων ειδών, μεγάλων και μικρών. Το αποτέλεσμα είναι ότι ανέπτυξαν 500 διαφορετικά είδη φακέλλους αντί για 2.300, 70 είδη συρματόπλεγμα αντί για 650, 3 τύπους τούβλα αντί για 119, 76 τύπους άροτρα αντί για 800 περίπου και τέλος 45 τύπους ξύστρες μολυβιών αντί για 300. Η τυποποίηση χαιρετίζει και τα νεογέννητα. Ένα απλοποιημένο καροτσάκι για μωρά είχε σαν αποτέλεσμα την εξοικονόμηση 1.700 τόννων σίδερου και 35 τόννων κασσιτέρου. Η τυποποίηση δεν αφήνει απέξω ούτε και τους άρρωστους. Οι τύποι των κρεββατιών για νοσοκομειακή χρήση περιορίστηκαν απο 40 σε έναν. Ακόμα και τα φέρετρα τυποποιήθηκαν. Η χρήση χαλκού, ορειχάλκου, μπρούντζου, μαλλιού και μεταξιού αποκλείστηκε απο την κατασκευή των φερέτρων. Εξοικονομώντας από τους πεθαμένους με την τυποποίηση, σώζονται χιλιάδες τόννοι μετάλλου και άνθρακα, εκατοντάδες χιλιάδες μέτρα ξυλείας, κλπ.

Η τεχνική επιστήμη υποχρεώθηκε να καταφύγει στην τυποποίηση παρά τις συνθήκες του καπιταλισμού. Ο σοσιαλισμός απαιτεί επιτακτικά την τυποποίηση προσφέροντας άπειρα μεγαλύτερες δυνατότητες γι αυτήν. Αλλά μέχρι τώρα μόλις έχουμε αρχίσει να την προσεγγίζουμε. Η ανάπτυξη της βιομηχανίας έχει δημιουργήσει σήμερα τους αναγκαίους υλικούς όρους για την εισαγωγή της τυποποίησης. Όλα τα προτσές για την ανανέωση του σταθερού κεφαλαίου πρέπει να προχωρούν πάνω στη γραμμή της τυποποίησης. Σε σύγκριση με τους αμερικάνικους, ο αριθμός τύπων των προϊόντων μας πρέπει να μειωθεί σε μικρότερους αριθμούς.

Η τυποποίηση όχι μόνο καθιστά δυνατή, αλλά και έχει ανάγκη από μεγαλύτερη εξειδίκευση των εργαοστασίων. Τα εργοστάσια που παράγουν αδιάκριτα τα πάντα, πρέπει να εξελιχθούν σε εργοστάσια που παράγουν κάτι καλοφτιαγμένο.

Ωστόσο, πρέπει να πούμε, και είναι ντροπή μας, ότι ακόμη και σήμερα, παραμονή της όγδοης επετείου της σοσιαλιστικής μας διαχείρισης, συχνά ακούμε το παράπονο που εκφράζουν οι υπεύθυνοι των βιομηχανιών μας, ακόμα και οι μηχανικοί, ότι η εξειδίκευση της παραγωγής σκοτώνει «το πνεύμα», στενεύει το πεδίο της δημιουργικής εργασίας, κάνει τη δουλιά του εργοστασίου μονότονη, «βαρετή» και λοιπά. Αυτές οι κλαψιάρικες και πέρα για πέρα αντιδραστικές αντιρρήσεις φέρνουν έντονα στο μυαλό τα παλιά κηρύγματα του Τολστόι και των Ναρόντνικων για την ανωτερότητα των αγροτικών οικιακών βιοτεχνιών απέναντι στις μανιφακτούρες. Το πρόβλημα της μετατροπής του όλου της παραγωγής σε ένα και μόνο αυτοματοποιημένο μηχανισμό είναι ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα που μπορεί να φανταστεί κανείς. Ανοίγει ένα τεράστιο πεδίο για τεχνική, οργανωτική και οικονομική δημιουργική δουλιά. Το πρόβλημα μπορεί να λυθεί όμως μονάχα με μιά πιο τολ μηρή και πιο επίμονη εξειδίκευση των εργοστασίων, με την τυποποίηση της παραγωγής και την σύνδεση των μεγάλων εξειδικευμένων έργων σε μιά μεγάλη βιομηχανική αλυσίδα.

Τα σημερινά επιτεύγματα των ξένων εργαστηρίων, το τεράστιο μέγεθος των ξένων σταθμών ενέργειας και η επιτυχία των αμερικάνικων εργοστασίων σε σχέση με την εξειδίκευση είναι άπειρα πιο μεγάλα από τα σημερινά αντίστοιχα δικά μας επιτεύγματα. Αλλά το νομικό καθεστώς της εθνικής μας ιδιοκτησίας είναι άπειρα πιο ευνοϊκό γι’αυτόν τον σκοπό απο τις συνθήκες που επικρατούν στις καπιταλιστικές χώρες. Και από αυτήν άποψη τα πλεονεκτήματά μας θα μας φέρνουν όλο και περισσότερες νίκες όσο τερισσότερο προχωράμε. Στην πράξη το πρόβλημα λύνεται με την εκτίμηση όλων των δυνατοτήτων και την χρήση όλων των πόρων. Τα αποτελέσματα δε θα αργήσουν να έρθουν, και τότε θα μπορέσουμε να τα συνοψίσουμε.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ

ΟΙ ΚΡΙΣΕΙΣ ΚΑΙ ΟΙ ΑΛΛΟΙ ΚΙΝΔΥΝΟΙ ΤΗΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑΣ ΑΓΟΡΑΣ

Οταν οι σχέσεις μας με την παγκόσμια αγορά ήταν ελάχιστες, οι διακυμάνσεις του καπιταλισμού επενεργούσαν, σε μας, όχι τόσο άμεσα μέσα από τα κανάλια της ανταλλαγής των αγαθών, όσο πολιτικά, άλλοτε δυσχεραίνοντας και άλλοτε διευκολύνοντας τις σχέσεις μας με τον καπιταλιστικό κόσμο. Αποτέλεσμα: αποκτήσαμε τη συνήθεια να αντιμετωπίζουμε την εξέλιξη των οικονομικών μας συνθηκών σχεδόν σαν κάτι τελείως ξεχωριστό από το οικονομικό προτσές του καπιταλιστικού κόσμου. Ακόμα και μετά την αναζωογόνηση της αγοράς μας με τις συνακόλουθες εμπορικές διακυμάνσεις, τις κρίσεις στις πωλήσεις, κλπ., εξακολουθούσαμε να αντιμετωπίζουμε αυτά τα φαινόμενα ανεξάρτητα από την καπιταλιστική δυναμική στη Δύση και στην Αμερική. Και είχαμε δίκαιο στο βαθμό που η αναζ ωογόνησή μας πραγματοποιήθηκε μέσα στα όρια ενός σχεδόν αυτάρκους οικονομικού συστήματος.

Παρόλα αυτά, με τη ραγδαία αύξηση των εισαγωγών και των εξαγωγών, η κατάσταση άλλαξε ριζικά. Τείνουμε να γίνουμε ένα κομμάτι της παγκόσμιας αγοράς εξαιρετικά εξατομικευμένο, αλλά ωστόσο συστατικό της μέρος. Αυτό σημαίνει, ότι οι γενικοί της παράγοντες αν και έχουν αλλάξει, πρόκειται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο να επηρεάσουν τις οικονομικές μας συνθήκες. Οι διαδοχικές φάσεις των οικονομικών συνθηκών εκφράζονται κυρίως με τον τρόπο που η αγορά αγοράζει και πουλά. Εμφανιζόμαστε στη διεθνή αγορά σαν πωλητές και αγοραστές. Κατά συνέπεια, είμαστε σ’ ένα βαθμό υποταγμένοι στην εμπορική και βιομηχανική πλημμυρίδα και αμπώτιδα της παγκόσμιας αγοράς.

Το τι σημαίνει αυτό για μας μπορούμε να το καταλάβουμε πιο καθαρά, εάν μέσα από τη σύγκριση, ανακαλύψουμε ποιά καινούργια στοιχεία μας έφερε. Με κάθε μεγάλο οικονομικό κλονισμό (η περίοδος της «ψαλίδας», η κρίση «πωλήσεων», κ.ο.κ.) η κοινή μας γνώμη αρχίζει να αναρωτιέται κατά πόσο οι κρίσεις αυτές είναι αναπόφευκτες, σε ποιό βαθμό, κλπ. Ταυτόχρονα προσαρμοζόμενοι στις οικονομικές μας συνθήκες, δεν βγήκαμε έξω από τα όρια του σχεδόν «αυτάρκους» συστήματός μας. Συγκρίναμε την αρχή του σχεδιασμού -που η οικονομική του βάση είναι η εθνικοποιημένη βιομηχανία- με τη στοιχειακή αρχή της αγοράς που η οικονομική της βάση είναι η αγροτική τάξη. Ο συνδυασμός της σχεδιασμένης και της στοιχειακής οικονομίας παρουσιάζει τις περισσότερες δυσκολίες, στο βαθμό που το οικονομικό στοιχείο εξαρτάται · πάρα πολύ από το φυσικό στοιχείο. Έτσι, φτάσαμε στην ακόλουθη προοπτική: η ανάπτυξη της αρχής του σχεδιασμού θα προχωρήσει ανάλογα με τη μεγέθυνση της βιομηχανίας και την αυξανόμενη επιρροή της στη γεωργία και στις βιομηχανικές μεθόδους καλλιέργειας σε συνεταιριστική βάση, κλπ. Αυτό το προτσές, ότι και να σκεφτόμασταν για τους βαθμούς εξέλιξής του, μας φαινόταν ανοδικό. Αλλά η άνοδος γίνεται με ζιγκ ζαγκ και μόλις φθάσαμε σε μια καμπή της. Αυτό φαίνεται καλύτερα στις εξαγωγές των σιτηρών μας.

Το πρόβλημα τώρα δεν είναι μόνο οι σοδιές, αλλά η πώλησή τους κι αυτό όχι μόνο στο εσωτερικό αλλά και στις ευρωπαϊκές αγορές. Η εξαγωγή δημητριακών στην Ευρώπη εξαρτάται από την αγοραστική της δύναμη και η αγοραστική δύναμη των βιομηχανικών χωρών (φυσικά οι βιομηχανικές χώρες εισάγουν δημητριακά) εξαρτάται από τις συνθήκες που επικρατούν. Σε μια περίοδο εμπορικής και βιομηχανικής ύφεσης, η Ευρώπη θα εισάγει λιγότερα δημητριακά από μας και ακόμα λιγότερη ξυλεία, λινάρι, γούνες, πετρέλαιο και τα υπόλοιπα, απ’ ό,τι σε μια περίοδο βιομηχανικής άνθησης. Μια πτώση των εξαγωγών ακολουθείται αναπόφευκτα από μια πτώση των εισαγωγών.

Εάν δεν εξάγουμε μια επαρκή ποσότητα πρώτων υλών και τροφίμων, δεν μπορούμε να εισάγουμε την απαραίτητη ποσότητα μηχανημάτων, βαμβακιού, κλπ. Εάν η αγοραστική δύναμη του αγρότη είναι κατώτερη από αυτή που προεξοφλούσαμε, επειδή δεν διαθέσαμε το σύνολο των εξαγωγικών μας αποθεμάτων, αυτό θα οδηγούσε σε κρίση υπερπαραγωγής. Από την άλλη μεριά, στην περίπτωση που θα παρουσιαστεί ανεπάρκεια αγαθών, δεν θα είμαστε σε θέση εξαιτίας της περικοπής των εξαγωγών να αντισταθμίσουμε την έλλειψη εισάγοντας έτοιμα είδη, τα αντίστοιχα μηχανήματα και τις πρώτες ύλες, όπως για παράδειγμα το βαμβάκι. Μ’ άλλα λόγια, μια εμπορική και βιομηχανική, ύφεση στην Ευρώπη, και πολύ περισσότερο μια διεθνής ύφεση, θα έφερνε ένα κύμα ύφεσης στη δική μας χώρα. Και αντίστροφα, μια εμπορική και βιομηχανική άνθηση στην Ευρώπη θα την ακολουθούσε αμέσως μια ζήτηση των βασικών πρώτων υλών για τη βιομηχανία, όπως η ξυλεία, το λινάρι και επίσης τα δημητριακά, τα οποία θα καταναλώνονταν περισσότερο όσο θα μεγάλωνε η ευμάρεια των ευρωπαϊκών λαών.

Ετσι μια εμπορική και βιομηχανική άνθηση, διευκολύνοντας τη διάθεση των δικών μας εξαγωγικών αγαθών, αναπόφευκτα θα έδινε μια ώθηση στη δική μας εμπορική, βιομηχανική και αγροτική ευημερία. Ανήκει πια στο παρελθόν η ανεξαρτησία μας από τις διακυμάνσεις της διεθνούς αγοράς. Όλα τα θεμελιώδη προτσές της οικονομίας μας όχι μόνο βρίσκονται σε στενή σχέση με τα αντίστοιχα προτσές της διεθνούς αγοράς, αλλά και υποτάσσονται στους νόμους που διέπουν την καπιταλιστική ανάπτυξη, συμπεριλαμβανομένων και των μεταβαλλόμενων συνθηκών. Ετσι φθάνουμε σε μια θέση, όπου ως κράτος επιχειρηματίας, είναι προς το συμφέρον μας, σε κάποιο βαθμό τουλάχιστον να υπάρχουν βελτιωμένες συνθήκες στις καπιταλιστικές χώρες, γιατί διαφορετικά, εάν χειροτερέψουν οι συνθήκες σ’ αυτές τις χώρες, ενμέρει, αυτό θα απέβαινε σε βάρος μας.

Αυτή η περίπτωση, που προκαλεί μάλλον έκπληξη από πρώτη ματιά, αποκαλύπτει μόνο σε μεγαλύτερη κλίμακα τις ίδιες τις ανακολουθίες που είναι σύμφυτες με την αποκαλούμενη Νέα Οικονομική Πολιτική μας, ανακολουθίες που παρατηρούσαμε πριν, στα πιο στενά όρια της εθνικής μας «αυτάρκους «οικονομίας. Η σημερινή μας τάξη πραγμάτων δεν βασίζεται μόνο στην πάλη μεταξύ σοσιαλισμού και καπιταλισμού, αλλά -ως ένα ορισμένο σημείο- στη συνεργασία μεταξύ τους. Για χάρη της ανάπτυξης των παραγωγικών μας δυνάμεων, όχι μόνο ανεχόμαστε την ιδιωτική καπιταλιστική επιχείρηση, αλλά -ξανά ως ένα ορισμένο σημείο- και την «ενθαρρύνουμε» και την «εμφυτεύουμε», κάνοντας παραχωρήσεις και μισθώνοντας έργα και εργοστάσια. Μας απασχολεί ιδιαίτερα η ανάπτυξη της μικρής ιδιοκτησίας στη γεωργία χωρίς να παραγνωρίζουμε το γεγονός, ότι προς το παρόν έχει σχεδόν τελείως ατομικιστικό χαρακτήρα και ότι η επέκτασή της τροφοδοτεί εξίσου τις σοσιαλιστικές και καπιταλιστικές τάσεις της ανάπτυξης. Ο κίνδυνος της συνύπαρξης και της συνεργασίας των δύο οικονομικών συστημάτων -του καπιταλιστικού και του σοσιαλιστικού (όπου το δεύτερο υιοθετεί τις μεθόδους του πρώτου)- έγκειται στο γεγονός, ότι οι καπιταλιστικές δυνάμεις μπορεί να μας υπερκεράσουν.

Υπήρχε ένας παρόμοιος κίνδυνος μέσα στα όρια της «αυτάρκους»* [Φυσικά η οικονομία μας ποτέ δεν ήταν τελείως «αυτάρκης». Αντιπαραθέτουμε δυο καθαρούς και ορισμένους τύπους μονάχα χάρη ευκολίας] οικονομίας μας, μόνο που εμφανιζόταν σε μικρότερη κλίμακα. Η σπουδαιότητα των αριθμών ελέγχου της Κρατικής Επιτροπής Σχεδιασμού, όπως δείξαμε στο πρώτο κεφάλαιο, έγκειται στο γεγονός, ότι δείχνουν με βεβαιότητα την υπερίσχυση των σοσιαλιστικών τάσεων πάνω στις καπιταλιστικές στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Εάν ήταν μέσα στις προθέσεις μας (ή, πιο ειλικρινά, εάν είμασταν σε θέση) να παραμείνουμε οικονομικά μέχρι το τέλος μια «αυτάρκους» χώρα, το πρόβλημα ουσιαστικά θα μπορούσε να θεωρηθεί λυμένο. Σ’ αυτή την περίπτωση οι μόνοι κίνδυνοι που θα μας οιπειλούσαν, θα ήταν πολιτικοί ή ένα στρατιωτικό ρήγμα στο «αυτάρκες» σύστημά μας από εξωτερική επέμβαση. Αλλά στο βαθμό που έχουμε μπεί οικονομικά στο σύστημα του παγκόσμιου καταμερισμού της εργασίας και υπαγόμαστε επομένως στους νόμους που διέπουν την παγκόσμια αγορά, η συνεργασία και η πάλη μεταξύ των καπιταλιστικών και σοσιαλιστικών οικονομικών τάσεων αποκτούν απείρως μεγαλύτερες διαστάσεις, που προσφέρουν περισσότερες ευκαιρίες, όπως επίσης δημιουργούν και μεγαλύτερες δυσκολίες.

Υπάρχει επομένως μια βαθιά και τελείως φυσική αναλογία ανάμεσα στα προβλήματα που είχαμε να αντιμετωπίσουμε μέσα στα όρια των εσωτερικών οικονομικών σχέσεων με το θεσμό της Νέας Οικονομικής Πολιτικής, και στα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε τώρα, εξαιτίας της εισόδου μας στην παγκόσμια αγορά. Η αναλογία πάντως δεν είναι πλήρης.

Η συνεργασία και η πάλη ανάμεσα στις καπιταλιστικές και σοσιαλιστικές τάσεις μέσα στην ΕΣΣΔ προχωρεί κάτω από το άγρυπνο μάτι ενός προλεταριακού κράτους. Εάν σε οικονομικά ζητήματα η κυβέρνηση δεν είναι πανίσχυρη, τουλάχιστον οι οικονομικές δυνάμεις του κράτους, όταν το τελευταίο συνειδητά υποθάλπει την προοδευτική τάση της ιστορικής εξέλιξης, γίνονται τεράστιες. Ενώ ανέχεται την ύπαρξη καπιταλιστικών τάσεων, το εργατικό κράτος ώς ένα βαθμό είναι σε θέση να τις αναχαιτίζει καλλιεργώντας και ενθαρύνοντας σοσιαλιστικές τάσεις με κάθε δυνατό τρόπο. Τα μέσα με τα οποία το κάνει είναι: ένα γερό δημοσιονομικό σύστημα και μέτρα γενικής διοίκησης, ένα σύστημα εσωτερικού και εξωτερικού εμπορίου, κρατική βοήθεια στους συνεταιρισμούς, μιά ενδοτική πολιτική σε αυστηρή συμπόρευση με τις εθνικές οικονομικές ανάγκες  με μιά λέξη ένα ολόπλευρο σύστημα σοσιαλιστικού προστατευτισμού. Αυτά τα μέτρα προϋποθέτουν τη δικτατορία του προλεταριάτου και, κατά συνέπεια, η δύναμη τους περιορίζεται στο έδαφος της δικτατορίας. Στις χώρες με τις οποίες έχουμε εμπορικές σχέσεις ισχύει ένα αντίθετο σύστημα, αυτό του καπιταλιστικού προστατευτισμού με την πιο πλατιά έννοια της λέξης. Εδώ έγκειται η διαφορά. Στο σοβιετικό έδαφος, η σοσιαλιστική οικονομία παλεύει με την καπιταλιστική, υποστηριζόμενη απο το εργατικό κράτος. Στην επικράτεια της παγκόσμιας αγοράς, ο σοσιαλισμός αντιτίθεται στον καπιταλισμό, που προστατεύεται με τη σειρά του από τα ιμπεριαλιστικά κράτη.

Εδώ δεν έχουμε μόνο οικονομία ενάντια σε οικονομία, αλλά πολιτική ενάντια σε πολιτική. Τα πιο αποτελεσματικά  οικονομικά όπλα του εργατικού κράτους είναι το μονοπώλιο του εξωτερικού εμπορίου και η πολιτική εκχωρήσεων. Εάν οι νόμοι και οι μέθοδοι του σοσιαλιστικού κράτους δεν μπορούν να επιβληθούν στην παγκόσμια αγορά, η σχέση του πρώτου με τη δεύτερη θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό απο την βούληση του εργατικού κράτους. Επομένως ένα σωστά ρυθμισμένο σύστημα εξωτερικού εμπορίου, όπως ήδη έχουμε δείξει, αποκτά βαρύνουσα σημασία και η σπουδαιότητα της πολιτικής των εκχωρήσεων αυξάνεται ανάλογα με αυτό.

Δεν σκοπεύουμε να εξαντλήσουμε αυτό το θέμα στο παρόν δοκίμιο. Ο σκοπός μας ήταν κυρίως να το θέσουμε. Πάντως το ερώτημα καθεαυτό χωρίζεται στα δύο. Πρώτο: με ποιά μέσα και σε ποιό βαθμό μπορεί η σχεδιασμένη δραστηριότητα του εργατικού κράτους να περιφρουρήσει την οικονομία μας από την υποταγή της στις διακυμάνσεις της παγκόσμιας αγοράς; Δεύτερο: με ποιά μέσα και σε ποιό βαθμό μπορεί το εργατικό κράτος να περιφρουρήσει την περαιτέρω εξέλιξη των σοσιαλιστικών τάσεων στην οικονομία μας από την καπιταλιστική πίεση της παγκόσμιας αγοράς; Αντιμετωπίσαμε και τα δύο ζητήματα στα πλαίσια της «αυτάρκους» οικονομίας μας. Αυτά αποκτούν καινούριο βάρος και νόημα στην ευρύτερη κλίμακα της παγκόσμιας αγοράς. Και στις δυό περιπτώσεις η αρχή του σχεδιασμού στην οικονομία τώρα προσλαμβάνει μεγαλύτερη σπουδαιότητα απ’ό,τι στην περίοδο που διανύσαμε. Μοιραία θα είχαμε υποταχθεί στην αγορά, εάν μετρούσαμε τους εαυτούς μας μόνο με την αγορά, γιατί η παγκόσμια αγορά είναι δυνατότερη από μας. Θα μας αδυνάτιζε με τις διακυμάνσεις της και στη συνέχεια θα μας νικούσε με την ανώτερη ποσότητα και ποιότητα των αγαθών της.

Ξέρουμε ότι ένα συνηθισμένο καπιταλιστικό τραστ αγωνίζεται να διαφυλάξει τον εαυτό του απο τις απότομες διακυμάνσεις της ζήτησης και της προσφοράς. Ακόμα και ένα τραστ που πλησιάζει πολύ προς την κατάσταση του μονοπώλιου, δεν σκοπεύει ποτέ να καλύψει το σύνολο της αγοράς με την παραγωγή του σε κάθε δεδομένη στιγμή. Σε περιόδους άνθησης τα τραστ συχνά επιτρέπουν σε μη μονοπωλιακές επιχειρήσεις να συνυπάρχουν, τους επιτρέ μονοπωλιακές επιχειρήσεις να συνυπάρχουν, τους επιτρέπουν να καλύπτουν την επιπλέον ζητηση, γλυτώνοντας έτσι τον κίνδυνο μιας νέας κεφαλαιουχικής επένδυσης. Όταν έρχεται μιά νέα ύφεση, οι επιχειρήσεις, που δεν είναι τραστ, είναι οι πρώτες που υποφέρουν και συχνά περνούν στα χέρια των τραστ γιά ένα κομμάτι φωμί. Όταν έρχεται μιά νέα άνθηση, το τραστ είναι έτοιμο να την αντιμετωπίσει με την επέκταση των παραγωγικών δυνάμεων. Εάν η ζήτηση είναι ξανά μεγαλύτερη από την προσφορά, το τραστ ξαναπαίζει το ίδιο παιχνίδι.

Με άλλα λόγια, ένα καπιταλιστικό τραστ προσπαθεί να καλύψει μόνο τη συ γκεκριμμένη ζήτηση και επεκτείνεται ανάλογα με την αύξηση της, στο βαθμό που μπορεί να μεταθέτει τους κινδύνους που συνεπάγονται οι διακυμάνσεις στις πιο αδύνατες και ευκαιριακές επιχειρήσεις, οι οποίες πράγματι σχηματίζουν μια παραγωγική εφεδρεία. Φυσικά αυτό το σύστημα δεν ισχύει παντού και πάντα, αλλά είναι τυπικό και μας χρησιμεύει να εξηγήσουμε τί εννοούμε. Η σοσιαλιστική βιομηχανία είναι ένα τραστ των τραστ. Αυτό το τεράστιο παραγωγικό συγκρότημα είναι ακόμα λιγότερο σε θέση να ακολουθήσει όλες τις καμπύλες της ζήτησης της αγοράς απο ό,τι ένα καπιταλιστικό τραστ. Ένα κρατικό βιομηχανικό τραστ πρέπει να προσπαθεί να καλύπτει τη ζήτηση, που την εγγυάται όλη η προηγούμενη ανάπτυξη, αξιοποιώντας στο μάξιμουμ την ιδιωτική καπιταλιστική εφεδρεία, για να καλύψει την πλεονάζουσα ζήτηση που ενδέχεται να την ακολουθήσει μια νέα περίοδος ύφεσης. Η λειτουργία μιάς τέτοιας εφεδρείας επιτελείται από την ιδιωτική βιομηχανία, συμπεριλαμβανομένων των επιχειρήσεων, που συνδέονται με τις εκχωρήσεις και τον όγκο των αγαθών της παγκόσμιας αγοράς. Αυτό εννοούσαμε, όταν μιλούσαμε για τη σπουδαιότητα της ρύθμισης του συστήματος του εξωτερικού μας εμπορίου και της πολιτικής των εκχωρήσεων.

Το κράτος εισάγει εκείνα τα μέσα παραγωγής, όπως πρώτες ύλες και αγαθά για κατανάλωση που απαιτούνται για τη στήριξη, βελτίωση και συστηματική ανάπτυξη της παραγωγικής διαδικασίας. Η σύνθετη σχέση, εάν απλοποιηθεί σ’ένα σχηματικό διάγραμμα, θα μπορούσε να παρουσιαστεί ως εξής: σε περιόδους παγκόσμιας εμπορικής και  βιομηχανικής ευημερίας, οι εξαγωγές μας θα αυξηθούν επιπρόσθετα και θα προκαλέσουν μια αύξηση της αγοραστικής δύναμης του πληθυσμού. Είναι αρκετά καθαρό ότι, εάν οι βιομηχανίες μας επρόκειτο να ξοδέψουν αμέσως τα οικονομικούς τους πόρους γιά την εισαγωγή μηχανημάτων και υλικών, γιά την επέκταση των αντίστοιχων κλάδων της παραγωγής, η επόμενη παγκόσμια κρίση που θα ελάττωνε τα οικονομικούς πόρους μας, θα μας καταδίκαζε επίσης σε μια κρίση στους υπερανεπτυγμένους κλάδους της βιομηχανίας και ώς ένα βαθμό σόλες τις βιομηχανίες μας.

Φυσικά, ώς ένα βαθμό, τέτια συμβάντα είναι αναπόφευκτα. Η γεωργία στα χέρια των χωρικών από τη μιά μεριά, η παγκόσμια αγορά από την άλλη, αυτές είναι οι δυό πηγές των διακυμάνσεων και των κρίσεων. Ωστόσο, η τέχνη της οικονομικής πολιτικής θα συνίσταται στο να καλύψει την αναπτυσσόμενη εγχώρια ζήτηση απο το ασφαλές μέρος της κρατικής παραγωγής και την προσωρινή πλεονάζουσα ζήτηση με μιά προσωρινή εισαγωγή έτοιμων αγαθών και με την προσέλκυση του ιδιωτικού κεφάλαιου. Κάτω απ’αυτές τις συνθήκες, οι εναλλασσόμενες υφέσεις της παγκόσμιας οικονομίας θα επηρέαζαν ελάχιστα τις εθνικές βιομηχανίες μας.

Σ’όλη αυτή τη διαδικασία η ρύθμιση της αγροτικής παραγωγής των χωρικών αποβαίνει σημαντικό, και μερικές φορές καθοριστικό στοιχείο. Δείχνει πόσο αναγκαίοι γίνονται, εάν διατηρήσουμε τον κατακερματισμό της αγροτικής ιδιοχτησίας τέτιοι οργανισμοί όπως οι κοοπερατίβες, που είναι οι ευπροσάρμοστοι εμπορικοί φορείς του κράτους και επιτρέπουν έναν πολύ καλύτερο και ολοκληρωμένο υπολογισμό και εκτίμηση των πιθανών διακυμάνσεων στην αγροτική ζήτηση και προσφορά.

*   *   *

Αλλά το προτσές της «εγκόλπωσής μας» στην παγκόσμια άγορά δεν μας απειλεί με μεγαλύτερους κινδύνους; Σε περίπτωση πολέμου ή αποκλεισμού δεν απειλούμαστε με μιά αυτόματη διακοπή των αναρίθμητων νημάτων της ζωής;

Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο καπιταλιστικός κόσμος είναι απόλυτα εχθρικός σ’εμάς κλπ. Τέτιες σκέψεις στριφογυρίζουν σε πολλά κεφάλια. Ανάμεσα στους υπεύθυνους της βιομηχανίας μας μπορεί να βρούμε πολλούς συνειδητούς ή μισοσυνειδητούς υποστηριχτές της αρχής της «αυτάρκους» οικονομίας. Πρέπει να αφιερώσουμε λίγες λέξεις σ’ αυτό. Φυσικά, τα δάνεια, οι εκχωρήσεις, και η αυξανόμενη εξάρτηση των εξαγωγών και των εισαγωγών έχουν τους κινδύνους τους. Σε καμιά απ’αυτές τις κατευθύνσεις δεν πρέπει να χαλαρώσουμε τα χαλινάρια μας. Αλλά υπάρχει και ένας αντίθετος κίνδυνος, εξίσου μεγάλος. Αυτός συνίσταται σ’ ένα χαμηλότερο ρυθμό προόδου, απο εκείνον που θα ήταν δυνατό να πετύχουμε με τη δραστήρια αξιοποίηση όλων των παγκόσμιων δυνατοτήτων. Και δεν είμαστε ελεύθεροι να διαλέξουμε το βαθμό ανάπτυξης μας, εφόσον ζούμε και αναπτυσσόμαστε κάτω από την πίεση της παγκόσμιας αγοράς.

Το επιχείρημα που αφορά τον κίνδυνο του πολέμου, ή, του αποκλεισμού στην περίπτωση της «εγκόλπωσής μας μέσα στην παγκόσμια αγορά» είναι πολύ κοινότοπο και αφηρημένο. Στο βαθμό που οι διεθνείς συναλλαγές σε όλες τους τις μορφές, μας καθιστούν οικονομικά ισχυρότερους, θα ισχυροποιείται η θέση μας και σε περίπτωση αποκλεισμού ή πολέμου. Δεν αμφιβάλλουμε καθόλου ότι οι εχθροί μας θα προσπαθήσουν ξανά να μας υποβάλουν σ’αυτή τη δοκιμασία. Αλλά, πρώτον, όσο πιο πολύμορφες είναι οι διεθνείς μας σχέσεις, τόσο πιο δύσκολο θα είναι ακόμα και για τους πιθανούς εχθρούς μας να τις σπάσουν. Και δεύτερο, ακόμα κι αν συμβεί κάτι τέτιο, θα είμαστε ακόμα ισχυρότεροι παρά κάτω από μιά «αυτάρκη» και κατά συνέπεια καθυστερημένη ανάπτυξη. Απο αυτή την άποψη, μπορούμε να μάθουμε κάτι απο την ιστορική εμπειρία των αστικών χωρών. Στο τέλος του 19ου αιώνα και στις αρχές του παρόντος, η Γερμανία ανάπτυξε ένα πανίσχυρο βιομηχανικό σύστημα, με τη δύναμη του οποίου έγινε η πιο δραστήρια δύναμη στην παγκόσμια οικονομία. Ο τζίρος του εξωτερικού της εμπορίου και οι σχέσεις της με τις ξένες αγορές, συμπεριλαμβανομένων των υπερπόντιων, αναπτύχθηκαν τεράστια σε σύντομο χρονικό διάστημα. Ο πόλεμος έβαλε τέλος σ όλα αυτά. Εξαιτίας της γεωγραφικης της θέσης η Γερμανία από την πρώτη μέρα του πολέμου υποβλήθηκε σ ε να σχεδόν ολοκληρωτικό οικονομικό αποκλεισμό. Παρόλα αυτά, όλος ο κόσμος υπήρξε μάρτυρας της καταπληκτικής ζωτικότητας και αντοχής αυτής της εξαιρετικά εκβιομηχανισμένης χώρας. Η προηγούμενη πάλη της γιά αγορές ανέπτυξε μιά εξαιρετική προσαρμοστικότητα του παραγωγικού μηχανισμού, που τον αξιοποίησε στο έπακρο, αλλά σε περιορισμένη εθνική κλίμακα, κατά τη διάρκεια της πολεμικής περιόδου.

Ο παγκόσμιος καταμερισμός εργασίας δεν είναι ένας παράγοντας που μπορούμε να αγνοήσουμε. Μπορούμε να επισπεύσουμε την ανάπτυξη μας μόνο με μιά ευφυή χρήση των πόρων που προέρχονται απο το διεθνή καταμερισμό εργασίας.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒΔΟΜΟ

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ

 

Σε όλο μου το δοκίμιο περιορίστηκα αποκλειστικά στο οικονομικό προτσές και στη λογική του ανάπτυξη, για να το πούμε έτσι. Συνειδητά έχω αποκλείσει από το οπτικό πεδίο όλους τους άλλους παράγοντες, που όχι μόνο μπορούν να επηρεάσουν την οικονομική εξέλιξη, αλλά και να τη στρέψουν σε άλλη κατεύθυνση. Μιά τέτια μονόπλευρη οικονομική προσέγγιση είναι μεθοδολογικά σωστή και αναπόφευκτη, όταν το ζήτημα αφορά τη μελλοντική εκτίμηση μιας σύνθετης διαδικασίας, που αγκαλιάζει πολλά χρόνια. Μιά πρακτική λύση της στιγμής πρέπει να υιοθετείται κάθε φορά σε συνδυασμό με έναν υπολογισμό όλων των πιθανών παραγόντων σε κάθε δεδομένη στιγμή. Αλλά όταν το ζήτημα είναι οι προοπτικές της οικονομικής εξέλιξης γιά μιά ολόκληρη περίοδο, μοιραία, πρέπει να αποσπάσουμε την προσοχή μας απο το «εποικοδόμημα», δηλαδή από τον παράγοντα της πολιτικής, πρώτα απ’όλα.

Ένας πόλεμος, για παράδειγμα, μπορεί να έχει καθοριστική επίδραση στην ανάπτυξη μας προς μια κατεύθυνση, μιά επιτυχημένη ευρωπαϊκή επανάσταση προς μία άλλη. Και αυτό δεν ισχύει μόνο για εξωτερικά γεγονότα. Το εσωτερικό οικονομικό προτσές επεξεργάζεται τη δική του σύνθετη πολιτική πορεία που με τη σειρά της μπορεί να γίνει παράγοντας πολύ μεγάλης σπουδαιότητας. Η οικονομική αποσύνθεση των αγροτικών περιοχών σε διάφορα στοιχεία, η οποία, όπως δείξαμε, δεν μας απειλεί με κάποιους άμεσους «οικονομικούς» κινδύνους, δηλαδή με μιά ταχεία ανάπτυξη των καπιταλιστικών τάσεων σε βάρος του σοσιαλισμού, θα μπορούσε πάντως κάτω από ορισμένες συνθήκες να γεννήσει πολιτικές τάσεις εχθρικές στη σοσιαλιστική εξέλιξη.

Οι πολιτικές συν6τίκες, εσωτερικές και εξωτερικές, παρουσιάζουν ένα πολύπλοκο συνδυασμό ζητημάτων, που το καθένα απαιτεί ξεχωριστή ανάλυση, αλλά στενά συνδεδεμένων με την οικονομία. Αυτή η ανάλυση δεν μπαίνει μέσα στο θέμα της έρευνάς μας. Το να υπογραμμίσει κανείς τις θεμελιώδεις τάσεις της ανάπτυξης των οικονομικών θεμελίων, δεν σημαίνει, πάντως, να κατασκευάσει ένα έτοιμο κλειδί για όλες τις αλλαγές του πολιτικού εποικοδομήματος, που επίσης κατέχει τη δική του εσωτερική αλήθεια, τα προβλήματά του, τις δυσκολίες του. Ένας προσανατολισμός των οικονομικών προοπτικών δεν αποκλείει προκαταβολικά τον πολιτικό προσανατολισμό, τον κάνει ευκολότερο.

Ετσι στην πορεία της ανάλυσης μας, συνειδητά παρακάμψαμε το ερώτημα, πόσο θα διαρκέσει το καπιταλιστικό σύστημα. Πώς θα αλλάξει και σε ποιά διεύθυνση θ’αναπτυχθεί; Εδώ διάφορες παραλλαγές είναι επιτρεπτές. Δεν είμαστε διατεθειμένοι σ’αυτές τις συμπερασματικές γραμμές να τις διερευνήσουμε. Μας αρκεί να τις κατονομάσουμε. Ίσως πρέπει να γυρίσουμε σ’αυτές σε σύνδεση με κάποιο άλλο ζήτημα.

Το ζήτημα της επιτυχίας του σοσιαλισμού μπορεί να διευθετηθεί πολύ εύκολα εάν υποθέσουμε ότι θα γίνει προλεταριακή επανάσταση στην Ευρώπη τα επόμενα χρόνια. Αυτή «η παραλλαγή» δεν είναι με κανένα τρόπο η λιγότερο πιθανή. Από την άποψη της σοσιαλιστικής πρόγνωσης αυτό ρυθμίζει το θέμα. Είναι φανερό ότι εάν υπάρξει ένας συνδυασμός της οικονομίας της Σοβιετικής Ένωσης με την οικονομία της Σοβιετικής Ευρώπης, το ζήτημα των συγκριτικών συντελεστών της σοσιαλιστικής και καπιταλιστικής παραγωγής θα λυθεί με επιτυχία, όση αντίσταση κι αν προβάλει η Αμερική. Και είναι αμφίβολο εάν θα μπορούσε να κρατήσει για πολύ μιά τέτια αντίσταση.

Το ζήτημα περιπλέκεται ακόμα περισσότερο, εάν δεχθούμε υποθετικά, ότι το καπιταλιστικό σύστημα που μας περιτριγυρίζει, θα διαρκέσει γιά αρκετές δεκαετίες. Μια τέτια υπόθεση, όμως, θα ήταν χωρίς νόημα καθεαυτή, αν δεν γινόταν πιο πραγματική σε συνδυασμό με άλλες υποθέσεις. Στην περίπτωση αυτής της εκδοχής, τί θα γινόταν το ευρωπαϊκό προλεταριάτο και μετά το αμερικάνικο; Τι θα γίνονταν οι παραγωγικές δυνάμεις του καπιταλισμού; Εάν οι δεκαετίες που υποθέσαμε επρόκειτο να είναι δεκαετίες πλημμυρίδας και αμπώτιδας, σκληρού εμφύλιου πολέμου, οικονομικού αδιέξοδου και ακόμα τέλειας οικονομικής κατάρρευσης, δηλαδή, εάν η γέννηση του σοσιαλισμού μέλλει να είναι μια παρατεταμένη επώδυνη διαδικασία, είναι σαφές ότι στη μεταβατική περίοδο η οικονομία μας θα αποκτούσε μεγαλύτερο βάρος, χάρη στην ασύγκριτα μεγαλύτερη σταθερότητα των κοινωνικοποιημένων θεμελίων μας.

Εάν πάντως υποθέταμε, ότι στην πορεία της επόμενης δεκαετίας θα εγκαθιδρυόταν μια νέα οικονομική ισορροπία στην παγκόσμια αγορά, όπως αυτή που επικράτησε π.χ στην περίοδο 1871-1914, το όλο ζήτημα θα παρουσίαζε μια διαφορετική όψη. Προϋπόθεση για μιά τέτια ισορροπία θα ήταν η νέα ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, γιατί η σχετικά «ειρηνική διευθέτηση» της αστικής τάξης με το προλεταριάτο και η οπορτουνιστική μεταμόρφωση της σοσιαλδημοκρατίας και των εργατικών συνδικάτων στη δεκαετία πριν από τον πόλεμο, οφείλονταν αποκλειστικά στην τεράστια ανάπτυξη της βιομηχανίας. Εναι αρκετά εμφανές ότι, εάν το αδύνατο γινόταν δυνατό, εάν το απίθανο γινόταν πιθανό, εάν ο παγκόσμιος καπιταλισμός καθοδηγούμενος απο τον ευρωπαϊκό καπιταλισμό ανακάλυπτε μιά καινούρια δυναμική ισορροπία, όχι μόνο για τους ασταθείς κυβερνητικούς συνασπισμούς, αλλά για τις παραγωγικές δυνάμεις, εάν η καπιταλιστική παραγωγή επρόκειτο στα αμέσως επόμενα χρόνια και δεκαετίες να γνωρίσει μιά άλλη περίοδο ισχυρής ανάπτυξης, αυτό θα σήμαινε ότι εμείς, ένα σοσιαλιστικό κράτος, αν και ετοιμαζόμαστε να αλλάξουμε και ήδη μεταβαλλόμαστε από μιά βραδυκίνητη εμπορική αμαξοστοιχία σε ταχεία επιβατική, πρέπει ακόμα να προλάβουμε το εξπρές.

Για να το πούμε πιο απλά, αυτό σημαίνει ότι έχουμε κάνει λάθος στη θεμελιώδη εκτίμηση της ιστορίας. Θα σήμαινε ότι ο καπιταλισμός δεν έχει ακόμα εξαντλήσει την ιστορική του «αποστολή» και ότι η παρούσα ιμπεριαλιστική φάση δεν ήταν μιά φάση πτώσης του καπιταλισμού, οι τελευταίοι του σπασμοί, αλλά η αυγή μιάς νέας άνθησης του. Είναι αρκετά σαφές, ότι κάτω από συνθήκες μιας νέας και παρατεταμένης περιόδου αναζωογόνησης του καπιταλισμού, τόσο στην Ευρώπη όσο και στον υπόλοιπο κόσμο, ο σοσιαλισμός σε μια καθυστερημένη χώρα θα αντιμετώπιζε μεγάλους κινδύνους. Τι είδους; Ένας νέος πόλεμος, που πάλι δεν θα εμποδιζόταν από ένα «εξαπατημένο» ευρωπαϊκό προλεταριάτο – ένας πόλεμος στον οποίο ο εχθρός θα μας αντιμετώπιζε με την ανωτερότητα των τεχνικών του πόρων; ‘Η θα ήταν μια πλημμυρίδα καπιταλιστικών προϊόντων ασύγκριτα καλύτερων και φθηνότερων απο τα δικά μας, προϊόντων που θα έσπαζαν το μονοπώλιο του εξωτερικού μας εμπορίου και στη συνέχεια τα άλλα θεμέλια της σοσιαλιστικής μας οικονομίας; Κατά βάθος αυτό είναι τώρα ζήτημα δευτερεύουσας σημασίας. Είναι πάντως αρκετά σαφές στους μαρξιστές, ότι ο σοσιαλισμός σε μια καθυστερημένη χώρα θα πιεζόταν πολύ, εάν ο καπιταλισμός είχε την ευκαιρία όχι μόνο να φυτρώσει, αλλά και να αρχίσει μιά μακριά περίοδο ανάπτυξης των παραγωγικών του δυνάμεων στις προηγμένες χώρες.

Όμως, δεν υπάρχουν ασφαλείς λόγοι για να προεικάσουμε μιά τέτια εκδοχή και θα ήταν παράλογο να αναπτύξουμε πρώτα ένα φανταστικό υπεραισιόδοξο μέλλον για τον καπιταλιστικό κόσμο και μετά να σπάζουμε τα κεφάλια μας προσπαθώντας να βρούμε κάποια διέξοδο. Το ευρωπαϊκό και το παγκόσμιο σύστημα οικονομίας προς το παρόν εμφανίζει τόσο μεγάλη δυσαρμονία που όχι μόνο δεν υποβο ηθεί, αλλά υπονομεύει την ανάπτυξη του σε καθε βήμα: η ιστορία λοιπόν, τα επόμενα χρόνια θα μας δόσει αρκετές ευκαιρίες να κερδίσουμε την οικονομική κούρσα, εάν αξιοποιήσουμε σωστά όλους τους πόρους της δικής μας και της παγκόσμιας οικονομίας. Και είμαστε αποφασισμένοι να το κάνουμε. Μέχρι τότε η ευρωπαϊκή ανάπτυξη θα έχει ενισχύσει το «συντελεστή» της πολιτικής δύναμης στο πλευρό του επαναστατικού προλεταριάτου, παρόλες τις καθυστερήσεις και οπισθοχωρήσεις. Στο σύνολο, η πλάστιγγα της ιστορίας, μπορούμε να υποθέσουμε, θα κλίνει παραπάνω απο ευνοϊκά για μας.

Αναδημοσίευση απο: https://avantgarde2009.wordpress.com/2011/12/28/3206/

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *