Paul Mattick:Για τη Μαρξική Θεωρία Συσσώρρευσης και Κατάρρευσης

Αναδημοσιεύουμε την ενδιαφέρουσα αντί -κριτική του Paul Mattick στην κριτική του Antonie Pannekoek για τις θεωρίες της κατάρρευσης, κυρίως για την θεωρία του H.Grossman. Η κριτική του Pannekoek έχει επίσης (ανα)δημοσιευτεί στο ιστολόγιο και βρίσκεται εδώ.

Για τη Μαρξική Θεωρία Συσσώρρευσης και Κατάρρευσης – Πάουλ Μάττικ

 

 

Aπάντηση στο άρθρο του Α. Πάνεκουκ “Η Θεωρία Κατάρρευσης του Καπιταλισμού” που δημοσιεύτηκε στο 1ο Τεύχος του περιοδικού Rätekorrespondenz.

Τίτλος πρωτότυπου: Zur Marxschen Akkumulations- und Zusammenbruchstheorie.

Πρώτη Δημοσίευση: Rätekorrespondenz, Nr.4, 1934

 

 

“Από καθαρά οικονομική σκοπιά”

 

 

 

Η κριτική στο βιβλίο του Χένρικ Γκρόσμαν “Ο Νόμος της Συσσώρευσης και Κατάρρευσης του Καπιταλιστικού Συστήματος“, η οποία ταυτόχρονα στρέφεται και ενάντια στις θέσεις του Ενωτικού Εργατικού Κόμματος Αμερικής [United Workers’ Party of America, UWP], που σε ένα πρόσφατα δημοσιευμένο μανιφέστο του[1] υιοθετεί την οπτική του Γκρόσμαν, βασίζεται είτε σε μια αυθαίρετη διαστρέβλωση των αντιλήψεων του Γκρόσμαν, αντιλήψεων που συμμερίζεται και το UWP, είτε μάλλον σε μια ελλιπή κατανόηση του ίδιου του μαρξισμού. Είναι λοιπόν αναγκαία μια απάντηση, η οποία, πρώτον, θα διορθώνει τις διαστρεβλώσεις, και έπειτα θα εκθέτει εκ νέου την πραγματική μαρξιστική θέση στο εν λόγω ζήτημα. Καθώς το UWP –δίχως βέβαια να γνωρίζει επαρκώς τις πολιτικές θέσεις του Γκρόσμαν, ή ακόμα και δίχως να θέλει να τις λάβει υπόψη του– έχει υιοθετήσει τον τρόπο που ο τελευταίος ερμηνεύει το μαρξικό νόμο της συσσώρευσης, η παρούσα αντι-κριτική, παρότι περιορίζεται στην υπεράσπιση του βιβλίου του Γκρόσμαν, μπορεί να ιδωθεί και ως έκθεση των βασικών θέσεων του UWP. Συνεπώς η αστήριχτη κατηγορία προς τον Γκρόσμαν ότι πρόκειται για “αστό οικονομολόγο”, περιττεύει.

Ο Γκρόσμαν δεν ισχυρίζεται, όπως θέλει να πιστεύει ο κριτικός, ότι ο καπιταλισμός θα καταρρεύσει από “καθαρά οικονομικά” αίτια, ότι αυτή η κατάρρευση θα ολοκληρωθεί “ανεξάρτητα από την ανθρώπινη παρέμβαση”. Παρακάτω ο κριτικός παίρνει πίσω αυτόν τον αποδιδόμενο στον Γκρόσμαν ισχυρισμό, και παραθέτει ο ίδιος αποσπάσματα, από τα οποία προκύπτει ότι για τον Γκρόσμαν η κατάρρευση δεν είναι αυτόματη διαδικασία, αλλά επαναστατική πράξη του προλεταριάτου.

Ακόμη, για τον Γκρόσμαν δεν υπάρχει κανένα “καθαρά οικονομικό” πρόβλημα. Αυτό όμως σε καμία περίπτωση δεν τον αποτρέπει από το να περιορίσει, για μεθοδολογικούς λόγους, την έρευνά του για τη νομοτελειακότητα της συσσώρευσης στις καθαρά οικονομικές προϋποθέσεις της, φτάνοντας έτσι, θεωρητικά, στο αντικειμενικό τέλος του συστήματος. Αυτή η θεωρητική ανακάλυψη, σύμφωνα με την οποία το καπιταλιστικό σύστημα, στη βάση της αντίφασης που το κινεί, δε μπορεί παρά να οδηγηθεί στην κατάρρευση, δεν μας αναγκάζει επουδενί να δεχτούμε τη θέση σύμφωνα με την οποία η πραγματική κατάρρευση θα είναι μια αυτόματη, και ανεξάρτητη από τους ανθρώπους διαδικασία. Δίχως τον άνθρωπο δε θα υπήρχε οικονομία, ο παράγοντας άνθρωπος δε γίνεται να αγνοηθεί. Οι εργάτες θα έχουν ήδη κάνει την επανάστασή τους προτού αυτό το θεωρητικό, το βασιζόμενο σε μια σειρά από αφαιρέσεις τέλος να βρει το αντίστοιχό του στην πραγματικότητα. Όταν λέει ο Γκρόσμαν ότι η κατάρρευση είναι αναπόφευκτη, αυτό πρακτικά δε σημαίνει παρά ότι η επανάσταση είναι αναπόφευκτη. Δεν προτάσσει καμιά “καθαρά οικονομική” οπτική, αλλά μια διαλεκτική, σύμφωνα με την οποία κάθε αφαίρεση δεν αποτελεί παρά μέσο για τη γνώση της πραγματικότητας.

 

 

Η συσσώρευση υπό το φως της μαρξικής διαλεκτικής

 

 

 

Στη μαρξική διαλεκτική η σκοπιά της ολότητας σημαίνει ότι στη μεταβολική διαδικασία ανθρώπου-φύσης ο κοινωνικός άνθρωπος αποτελεί ενεργό παράγοντα, ότι η κοινωνική εξέλιξη καθορίζεται όχι μόνο από αντικειμενικές, δεδομένες από τη φύση συνθήκες, αλλά και από υποκειμενικούς, κοινωνικούς παράγοντες. Σε όλους τους κοινωνικούς σχηματισμούς ανά την ιστορία, οι παραγωγικές δυνάμεις αναπτύσσονται ως έκφραση της αντίφασης ανάμεσα σε άνθρωπο και φύση, είναι και συνείδηση, αντίφασης που έχει τη ρίζα της στην εργασία.

 Μέσα σε αυτή τη διαδικασία αναπτύσσονται νέες αντιφάσεις, οι οποίες επιδρούν αναδραστικά στη συνολική διαδικασία. Οι συνειδητοί παράγοντες αναπτύσσονται με τρόπο που παύει να έχει νόημα η διάκριση ανάμεσα σε αιτία και αποτέλεσμα, καθώς κάθε διαχωρισμός ανάμεσα σε είναι και συνείδηση είναι αδύνατος, επειδή οι δυο στιγμές αναμειγνύονται ακατάπαυστα. Αυτό που αποτελούσε τη βάση μιας διαδικασίας, δεν έχει πλέον σχέση με το τελικό αποτέλεσμα, το οποίο σχηματίζει με τη σειρά του νέες αφετηρίες, κάνοντας έτσι εκ νέου αδύνατη τη διάκριση ανάμεσα σε αιτία και αποτέλεσμα. Βέβαια σε αυτή τη διαλεκτική διαδικασία, έσχατη βάση σε υλικό, πραγματικό επίπεδο παραμένει πάντα η ανάγκη διαβίωσης του ανθρώπου. Ο μαρξισμός απορρίπτει κάθε διάκριση ανάμεσα σε αντικειμενικούς και υποκειμενικούς ιστορικούς παράγοντες, επειδή αυτοί ακατάπαυστα αλληλεπιδρούν, και μεταλλάσσονται. Η μια όψη [της διαδικασίας] δε γίνεται να κατανοηθεί δίχως την άλλη. Συνεπώς για τον μαρξισμό δεν υπάρχουν καθαρά οικονομικά προβλήματα. Η διαλεκτική μάς οδηγεί σε μια σύλληψη της ολότητας, η οποία αποκλείει τον καθαρό οικονομισμό.

Σε περίπτωση όμως που θέλουμε να προχωρήσουμε σε μια θεωρητική έκθεσητης μαρξικής διαλεκτικής, μπορούμε να διαχωρίσουμε ανάμεσα σε αντικειμενικούς και υποκειμενικούς ιστορικούς παράγοντες· όμως στη βάση της διαλεκτικής δε γίνεται να συνεχίζουμε να αναφερόμαστε σε αυτό το διαχωρισμό, ακριβώς γιατί αυτή η διαλεκτική τον απορρίπτει. Για να κατανοήσουμε τη νομοτελειακότητα της κατάρρευσης του καπιταλισμού, αρκεί να περιοριστούμε σε μια καθαρά οικονομική διερεύνηση. Για να κατανοήσουμε όμως την ίδια την κατάρρευση, πρέπει να λάβουμε υπόψη μας όλους τους παράγοντες της ιστορικής διαδικασίας.

Αυτό που διακρίνει την εκάστοτε μορφή οικονομίας είναι ο ρυθμός με τον οποία αναπτύσσονται οι παραγωγικές δυνάμεις. Ο καπιταλισμός  αναπτύσσει αυτό το ρυθμό στο μη περαιτέρω –σε αυτό συνίσταται η “ιστορική του αποστολή”. Ο Μαρξ παρατηρεί την παραγωγική διαδικασία από δυο μεριές. Πρώτα ως διιστορική “μεταβολική διαδικασία ανθρώπου-φύσης” , και έπειτα ως την ιστορικά ορισμένη καπιταλιστική μορφή της παραπάνω διαδικασίας.  Η πρώτη οδηγεί στην ανάπτυξη των κοινωνικών παραγωγικών δυνάμεων, η δεύτερη είναι το ιστορικά μεταβαλλόμενο αποτέλεσμα της παραπάνω ανάπτυξης, το οποίο δρώντας αναδραστικά συγκαθορίζει τις παραγωγικές δυνάμεις.  Οι παραγωγικές δυνάμεις αποτελούν το σημείο εκκίνησης της μαρξικήςοικονομικής ανάλυσης, η οποία συνεχίζει παρακολουθώντας τις παραγωγικές σχέσεις, και άρα την παραγωγή αξίας [Wertproduktion], και φτάνει στο συμπέρασμα πως σε ένα ανώτερο στάδιο ανάπτυξης [των παραγωγικών δυνάμεων], η τελευταία θα καταρρεύσει δυνάμει του μεγέθους των παραγωγικών δυνάμεων. Η κίνηση του κεφαλαίου στη βάση της αξίας δεν είναι παρά η διαλεκτική κίνηση της ίδιας της κοινωνίας σε αυτό το ιστορικό στάδιο.

 Η παραγνώριση του διαλεκτικού μαρξισμού από το ψευδο-μαρξισμό δεν είναι πουθενά πιο εμφανής από την εγκατάλειψη της μαρξικής θεωρίας της συσσώρευσης και κατάρρευσης, με την απόρριψη της οποίας καγχάζουν οι ρεβιζιονιστές, και την οποία δεν τολμούν να υπερασπιστούν οι υπέρμαχοι της “ορθοδοξίας”. Όποιος εγκαταλείπει τη μαρξική θεωρία της κατάρρευσης, δε μπορεί να συλλάβει τη διαλεκτική μέθοδο· όποιος αποδέχεται το διαλεκτικό υλισμό “φιλοσοφικά”, δεν έχει επιλογή, οφείλει να συλλάβει τη διαλεκτική κίνηση της τωρινής κοινωνίας ως κίνηση κατάρρευσης. Κίνηση δε συμβαίνει μονάχα, όπως υποθέτει η μηχανιστική κοσμοαντίληψη, όταν υπάρχει ώθηση από τα έξω· κάθε πράγμα κινείται από μόνο του, από τις αντιφάσεις που ενυπάρχουν ήδη μέσα του. Η ανεξάρτητη κίνηση των παραγωγικών δυνάμεων, θεωρούμενη ως η αντίφαση ανάμεσα σε άνθρωπο και φύση που προκαλείται από την αναγκαιότητα της εργασίας, παράγει ακατάπαυστα νέους παράγοντες, που επιδρούν με τη σειρά τους αναδραστικά στην όλη διαδικασία συγκαθορίζοντάς την, όμως παραταύτα παραμένει μια αυτοτελής κίνηση. Αυτή δε η ανάπτυξη των κοινωνικών παραγωγικών δυνάμεων, υπόκειται, εντός του πλαισίου των καπιταλιστικών παραγωγικών σχέσεων, σε απόλυτα όρια.

Η έσχατη αιτία κάθε πραγματικής κρίσης, λέει ο Μαρξ, παρόλη τη θεωρητική του ανάλυση της νομοτελειακότητας της κατάρρευσης, η οποία εξαρτάται αυστηρά από το νόμο της αξίας, και δε γνωρίζει την συχνά αναφερόμενη “δυσαναλογία ανάμεσα στην παραγωγή και την κατανάλωση” και παραταύτα οδηγεί στην κατάρρευση, η έσχατη λοιπόν αίτια παραμένει πάντα “η εξαθλίωση και ο περιορισμός της κατανάλωσης των μαζών, ενάντια στην τάση της καπιταλιστικής παραγωγής, να αναπτύσσει της παραγωγικές δυνάμεις, μέχρι τα όρια που σχηματίζει η απόλυτη καταναλωτική ικανότητα της κοινωνίας”.

 Όσο κι αν προσβάλλει τη “λογική”, το κεφάλαιο πράγματι συσσωρεύεται για χάρη της συσσώρευσης. Η υλική παραγωγή, όπως και η κατανάλωση, αποτελούν στον καπιταλισμό ευθύνη των ατόμων. Ο κοινωνικός χαρακτήρας της εργασίας και της κατανάλωσής τους δε ρυθμίζεται άμεσα κοινωνικά, αλλά απεναντίας ρυθμίζεται δια της πλαγίας οδού της αγοράς. Το κεφάλαιο δεν παράγει πράγματα, αλλά (ανταλλακτικές) αξίες. Όμως παρότι δεν είναι σε θέση, στη βάση αυτού του τρόπου παραγωγής, να προσαρμόζει την παραγωγή και την κατανάλωσή του στις κοινωνικές, πραγματικές ανάγκες, πρέπει αυτές οι πραγματικές ανάγκες να λαμβάνονται υπόψη, επί ποινή καταστροφής των ανθρώπων. Αν η αγορά δεν είναι πλέον σε θέση να ικανοποιήσει επαρκώς αυτές τις ανάγκες, πρέπει η παραγωγή για την αγορά, η παραγωγή αξίας, να δώσει τη θέση της, μέσω μιας επαναστατικής ανατροπής, σε μια παραγωγική σχέση που θα ανταποκρίνεται στις αναπτυγμένες παραγωγικές δυνάμεις, που δε θα είναι κοινωνική δια της πλαγίας οδού της αγοράς αλλά θα έχει έναν άμεσα κοινωνικό χαρακτήρα, και θα μπορεί να λειτουργεί σύμφωνα με τις ανάγκες των ανθρώπων.

Από τη σκοπιά της αξίας χρήσης είναι προφανής η αντίφαση ανάμεσα σε παραγωγή και κατανάλωση στην καπιταλιστική κοινωνία, όμως αυτή η σκοπιά δεν υφίσταται για την καπιταλιστική παραγωγή. Για την καπιταλιστική παραγωγή δεν υπάρχει η πραγματικότητα· πραγματικότητα είναι η αγορά. Από τη σκοπιά της αξίας αυτή η αντίφαση είναι το μυστικό της καπιταλιστικής προόδου· όσο εντείνεται η αντίφαση, τόσο αναπτύσσεται και το κεφάλαιο.

 Όμως ακριβώς γι’ αυτό, πρέπει να υπάρχει ένα σημείο στη συσσώρευση αυτής της αντίφασης που να οδηγεί στην κατάργησή της, ένα σημείο στο οποίο οι πραγματικές συνθήκες διαβίωσης και παραγωγής να γίνονται περισσότερο ισχυρές από τις ιστορικά καθορισμένες, πραγμοποιημένες κοινωνικές σχέσεις. Έτσι, έσχατη αιτία κάθε πραγματικής κρίσης παραμένει ο περιορισμός της κατανάλωσης των μαζών ενάντια στην τάση του κεφαλαίου να αναπτύσσει τις παραγωγικές δυνάμεις λες και η κοινωνική ικανότητα κατανάλωσης να μην είχε όριο, δίχως όμως έτσι να εξηγούνται οι νόμοι της καπιταλιστικής κίνησης. 

Αυτό που ξεκαθαρίζει έτσι είναι η αναγκαιότητα της επαναστατικής λύσης. Γίνεται αυτονόητο πως όταν μιλάμε για κατάρρευση, μιλάμε για εργατική επανάσταση. Η αφηρημένη, θεωρητική ανάλυση της παραγωγής αξίας δείχνει απλά γιατί η επανάσταση αναπότρεπτα κάνει την εμφάνισή της στη συγκεκριμένη πραγματικότητα. Ακριβώς επειδή θεωρητικά, από τη διερεύνηση της νομετελειακότητας της καπιταλιστικής συσσώρευσης προκύπτει  η ύπαρξη ενός απόλυτου τέλους, ταυτίζονται στο επίπεδο της πραγματικότητας εξαθλίωση των μαζών και συσσώρευση πλούτου. Οι εργάτες δεν έχουν κανέναν άλλο τρόπο να ξεφύγουν από την εξαθλίωση, πλην της επαναστατικής ανατροπής του συστήματος.

Η καπιταλιστική παραγωγή αξίας βρίσκει τα όρια της οικειοποίησης υπεραξίας στα όρια της δυνατότητας εκμετάλλευσης. Παρότι η κατανάλωση των εργατών δε γίνεται να μειωθεί στο μηδέν, η παραγωγή αξίας έχει την τάση να προσπαθεί να πλησιάζει αυτό το μηδέν όλο και περισσότερο. Οι καπιταλιστικές αντιφάσεις προκύπτουν από την αντίφαση ανάμεσα σε αξία χρήσης και ανταλλακτική αξία. Αυτή η αντίφαση μετατρέπει τη συσσώρευση κεφαλαίου σε συσσώρευση αθλιότητας. Όσο αναπτύσσεται το κεφάλαιο ως προς την πλευρά της αξίας, τόσο καταστρέφει την ίδια του τη βάση, στο βαθμό που μειώνει διαρκώς το μερίδιο των εργατών στην παραγωγή.

Αυτό το μερίδιο δε γίνεται να καταργηθεί απόλυτα, καθώς το φυσικό ένστικτο αυτοσυντήρησης των μαζών είναι ισχυρότερο από μια κοινωνική σχέση, η οποία προέκυψε και εξαρτάται από την ανωριμότητα των παραγωγικών δυνάμεων. Έτσι γίνεται “η αστική τάξη ανίκανη να κυριαρχεί, επειδή είναι ανίκανη να εξασφαλίσει στους σκλάβους της την ύπαρξή τους, ακόμα και μέσα στην ίδια τους τη σκλαβιά· είναι υποχρεωμένη να τους αφήσει να βουλιάξουν σε μια κατάσταση, όπου θα πρέπει εκείνη να τους τρέφει, αντί να τρέφεται από αυτούς”[2]. Έτσι, η ανάλυση της καπιταλιστικής συσσώρευσης καταλήγει “στην ταξική πάλη ως το αποτέλεσμα, όπου ολοκληρώνεται η κίνηση και η διάλυση όλου αυτού του σκουπιδαριού”.

 

 

 

Το σχήμα αναπαραγωγής του Γκρόσμαν

 

 

 

Ο Γκρόσμαν σε καμία περίπτωση δεν αποδεικνύει το μαρξικό νόμο της συσσώρευσης και κατάρρευσης, όπως θέλει να μας κάνει να πιστέψουμε ο κριτικός, παίρνοντας απλά το σχήμα του Μπάουερ, και επιμηκύνοντάς το από τα 4 στα 35 έτη. Ο Γκρόσμαν δεν πιστεύει επουδενί, όπως νομίζει ο κριτικός, ότι το σχήμα αποδίδει “τον πραγματικό καπιταλισμό”. Αντίθετα πριν να προχωρήσει στην εξέταση του θέματός του, ο Γκρόσμαν γράφει:

“Τα λάθη της ανάλυσης του Μπάουερ δεν προέρχονται από την κατάστρωση του σχήματός του αυτή καθαυτή, αλλά μάλλον από την ασάφεια γύρω από τις μεθοδολογικές εργασίες και προϋποθέσεις κάθε σχηματικής, δηλ. απλοποιημένης έκθεσης μιας περίπλοκης πραγματικότητας. Ακριβώς για αυτό πρέπει να διαχωρίσουμε το ίδιο το σχήμα, και τη χρησιμότητά του στην ανάλυση του καπιταλισμού υπό πλασματικές, απλοποιημένες υποθέσεις, από τη λανθασμένη ανάλυση του Ο. Μπάουερ, ο οποίος συγχέει την πλασματική πορεία της συσσώρευσης του κεφαλαίου στο σχήμα με την πραγματική πορεία.” (Ο Νόμος της Συσσώρευσης και Κατάρρευσης του Καπιταλιστικού Συστήματος. σ.100.)

Αν θεωρούμε ότι ο Γκρόσμαν πιστεύει πως το σχήμα αποδίδει την καπιταλιστική πραγματικότητα, τον διαστρεβλώνουμε· το ίδιο λαθεμένος είναι και ο ισχυρισμός ότι ο Γκρόσμαν συνάγει την κατάρρευση μονάχα από αυτό το σχήμα. Ο Ο. Μπάουερ επιχείρησε να δείξει με το σχήμα του ότι η καπιταλιστική συσσώρευση μπορεί να συνεχίζεται χωρίς προβλήματα. Ο Γκρόσμαν έδειξε ότι  ακόμα και με αυτό το σχήμα, προκύπτει κατάρρευση, και όχι μια ισορροπία, όπως συμπέρανε ο Μπάουερ. Ο Γκρόσμαν ξεκίνησε από “τη βάση των προϋποθέσεων που θέτει ο Μπάουερ, διότι μια γόνιμη κριτική εκ των έσω είναι εφικτή μόνο όταν ο αντίπαλος αναιρείται από το ίδιο του το σημείο εκκίνησης” (Ο Νόμος της Συσσώρευσης και Κατάρρευσης του Καπιταλιστικού Συστήματος, σ.104)

Σε καμία περίπτωση το σχήμα δεν εκφράζει την πραγματική διαδικασία κατάρρευσης. Η ίδια η θεωρία της κατάρρευσης δεν εξαρτάται από αυτό το σχήμα. Μόνο στη βάση μιας σειράς από αφαιρέσεις προκύπτει από αυτό το σχήμα  η κατάρρευση της αξιοποίησης του κεφαλαίου. Ο μαρξισμός δε γίνεται να περιοριστεί σε μια σχηματική σύλληψη του καπιταλισμού, η οικονομική του μεθοδολογία δεν εξυπηρετεί παρά την κατανόηση των πραγματικών γεγονότων. Το σχήμα πρέπει να θεωρηθεί ως έκθεση μιας ορισμένης τάσης, και από τον ίδιο τον Γκρόσμαν θεωρείται ως ένα περιγραφικό μέσο. Η επιλογή του σχήματος ως μέσου για την περιγραφή μιας ανεξάρτητης από αυτό σκέψης ήταν κατάλληλη (αν όχι αναγκαία), γιατί έθιγε και την πρωτύτερη συζήτηση του προβλήματος. Ο Γκρόσμαν οδήγησε το ίδιο το σχήμα του Μπάουερ ad absurdum, και έτσι τσάκισε έναν από τους ισχυρότερους θεωρητικούς πυλώνες του ρεφορμισμού, ο οποίος αντλεί τη δύναμή του από την ιδέα της δυνατότητας της απεριόριστης ανάπτυξης του κεφαλαίου.

Παρόλο που ο Γκρόσμαν αναγκάστηκε να στραφεί και εναντίον της Ρόζας Λούξεμπουργκ, ολοκληρώνει ταυτόχρονα το έργο που είχε θέσει η ίδια στον εαυτό της. Η έκθεση της τάσης κατάρρευσης στο σχήμα δεν παρασύρει τον Γκρόσμαν, όπως έχει καρφωθεί στο μυαλό του κριτικού, στην ιδέα πως “θα έρθει το μεγάλο κραχ χωρίς να υπάρχει μια επαναστατική τάξη, η οποία να νικά και να απαλλοτριώνει τους αστούς”[3]. Αυτή η τάξη και η απαλλοτρίωση για τον Γκρόσμαν θα είναι αυτονόητα παρούσες στη βάση της αντικειμενικής κατάστασης, επειδή για αυτόν δεν υπάρχουν καθαρά οικονομικά προβλήματα. Ναι, οι υποκειμενικοί παράγοντες θα είναι παρόντες, όπως είναι σε κάθε περίπτωση αυτονόητο, διότι η αντικειμενική κατάσταση θα είναι ώριμη να οδηγηθεί στην κατάρρευση.

Ο Γκρόσμαν γράφει το βιβλίο του κάνοντας την (“προφανώς λανθασμένη”) υπόθεση, ότι στις επιστημονικού χαρακτήρα εργασίες δε χρειάζεται να γίνεται αναφορά στα αυτονόητα. Παρόμοια με τον Μαρξ δεν έγραψε καμία ειδικήθεωρία κατάρρευσης· για τον διαλεκτικό είναι αυτονόητο πως η συσσώρευση του κεφαλαίου στη βάση της αξίας μόνο στην κατάρρευση μπορεί να οδηγήσει. Ας διορθώσουμε αυτή την “παράλειψη”: Αν είναι παρούσες οι αντικειμενικές συνθήκες της επανάστασης, τότε για τους μαρξιστές είναι αυτονόητα παρούσες και οι υποκειμενικές. Εντέλει οι αντικειμενικές αναγκαιότητες εκπληρώνονται –με όση καθυστέρηση κι αν συμβεί αυτό– από τους ανθρώπους. Η απόδειξη της οικονομικής κατάρρευσης δεν είναι παρά η απόδειξη του αναπόφευκτου της επανάστασης.

Ο κριτικός αστειεύεται λέγοντας ότι ο Γκρόσμαν όταν θέλει να μιλήσει ευθέως για την ταξική πάλη, μιλά για ζητήματα μισθού ή χρόνου εργασίας. Όμως ο Γκρόσμαν αποδεικνύει ότι ο αγώνας για τους μισθούς ή το χρόνο εργασίας έχει αντικειμενικά όρια, και συνεχίζει λέγοντας πως ακόμη κι όταν ένας αγώνας διεξάγεται για τέτοια πράγματα, είναι επαναστατικός, πολιτικός αγώνας, όχι μόνο επειδή απειλεί την καπιταλιστική κοινωνία, αλλά επειδή στα όρια της συσσώρευσης, μονάχα ως επαναστατικός αγώνας για την ανατροπή του κεφαλαίου μπορεί να εκδηλωθεί. Ας συγκρίνει ο αναγνώστης τις σχετικές παρατηρήσεις του κριτικού με το κεφάλαιο του βιβλίου του Γκρόσμαν που φέρει τον τίτλο “Η τάση κατάρρευσης και η ταξική πάλη”, και αμέσως θα φανεί ότι  πίσω από τους αστεϊσμούς του κριτικού κρύβεται η αμηχανία του.

 

 

Συσσώρευση για χάρη της συσσώρευσης

 

 

Μπορεί η Ρόζα Λούξεμπουργκ να ερμηνεύει λαθεμένα στη “Συσσώρευση για χάρη της Συσσώρευσης” τη “λογική”, όμως ο Μαρξ ουδέποτε διερωτάται για αυτήν. Ακόμα και για τον κριτικό μας φαίνεται χωρίς νόημα η παραδοχή ότι η κίνηση του κεφαλαίου έχει τους δικούς νόμους –δηλ. νόμους αξιοποίησης–, και άρα δεν ακολουθεί τις δυνατότητες των καπιταλιστών. Ενάντια στη διαρκή τεχνική πρόοδο που υπάρχει στο σχήμα του Γκρόσμαν, [ο Πάνεκουκ] υποστηρίζει ότι “[η] αναγκαιότητα της τεχνικής προόδου δεν επενεργεί ως μια εξωτερική δύναμη· δρα διαμέσου των ανθρώπων, και για αυτούς η αναγκαιότητα δεν έχει μεγαλύτερη ισχύ από τη δυνατότητα”.

Όμως ακριβώς επειδή οι άνθρωποι πρέπει, αλλά δε γίνεται, να ακολουθήσουν τους νόμους του κεφαλαίου, καταρρέει η καπιταλιστική παραγωγική σχέση.  Στον καπιταλισμό εξουσιάζουν οι πραγμοποιημένες σχέσεις τους ανθρώπους, και όχι οι άνθρωποι τα πράγματα. Οι άνθρωποι υπόκεινται σε μια πραγμοποιημένη ανταλλακτική σχέση, που αποκλείει οποιουδήποτε είδους εξουσία πάνω στην παραγωγή. Είναι αναγκασμένοι είτε να την ακολουθούν, είτε να την κάνουν κομμάτια. Τα όρια της καπιταλιστικής “δυνατότητας” δε λαμβάνονται υπόψη από τις αναπτυσσόμενες παραγωγικές δυνάμεις (οι οποίες δεν εξουσιάζονται από τους ανθρώπους), και ακριβώς γι’ αυτό η επανάσταση έρχεται και θέτει ένα τέλος σε αυτή την κατάσταση, υποτάσσοντας τα πράγματα στην εξουσία των ανθρώπων. Ό,τι αναπτύσσει ο κριτικός ως επιχειρηματολογία, ότι δηλαδή το ίδιο το κεφάλαιο εμποδίζει τις παραγωγικές δυνάμεις, ότι περιορίζει την ανάπτυξη της τεχνικής καθώς δε μπορεί να κάνει αλλιώς, δε γίνεται να χρησιμοποιηθεί ενάντια στον Γκρόσμαν, γιατί ούτε εκείνος θα είχε σχετική αντίρρηση.

Ακριβώς επειδή το κεφάλαιο εμποδίζει την περαιτέρω ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, ακριβώς επειδή τις καταστρέφει, ακριβώς γι’ αυτό πρέπει το ίδιο να καταστραφεί· γιατί μπορεί να συνεχίσει να προχωρά μπροστά μόνο στο βαθμό που συσσωρεύεται, επεκτείνεται, αναπτύσσει τις παραγωγικές δυνάμεις. Δίχως να αναπτύσσεται και να προοδεύει, η καπιταλιστική οικονομία μόνο σε κατάσταση κρίσης μπορεί να περιέλθει/υπάρξει. Επειδή δεν είναι εφικτή η “στατικότητα”, η μόνιμη κατάσταση κρίσης δε μπορεί παρά να οδηγήσει στην κατάρρευση. Η αναφορά στα όρια των καπιταλιστικών “δυνατοτήτων” δε έχει τίποτα να πει ενάντια στις αντιλήψεις του Γκρόσμαν.

Παρολαυτά, ενώ από τη μια μεριά η επιβράδυνση της συσσώρευσης καθυστερεί την κατάρρευση, από την άλλη ισχυροποιεί τις τάσεις κατάρρευσης. Κάθε επιμήκυνση της ζωής του κεφαλαίου αγοράζεται με αντάλλαγμα χρόνο ζωής του κεφαλαίου, ένα “παράδοξο” που δεν είναι παρά η αντίφαση ανάμεσα σε αξία χρήσης και ανταλλακτική αξία. Αν εμποδίζει το κεφάλαιο –κατ’ ανάγκη ή οικιοθελώς– τη συσσώρευση, τότε ωθεί τα πράγματα προς την κατάσταση κρίσης, επιταχύνοντας τον ερχομό της επανάστασης. Για να ξεφύγει από την κατάσταση κρίσης, πρέπει να αρχίσει ξανά να συσσωρεύεται, κι έτσι φτάνει εκ νέου σε ένα επίπεδο συσσώρευσης, το οποίο θέτει εμπόδια στη συσσώρευση, ή μάλλον την αποκλείει.

Η εκάστοτε περίοδος συσσώρευσης, η αύξηση της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου, της παραγωγικότητας της εργασίας, της εκμετάλλευσης των εργατών μέσω της απαξίωσης της εργατικής δύναμης, κατ’ ανάγκη μειώνει όλες τις αξίες. Ολόκληρη η καπιταλιστική ανάπτυξη συνοδεύεται από την πτώση των αξιών, κάτι που εκδηλώνεται καπιταλιστικά ως πτώση των τιμών. Όσο το κεφάλαιο είναι σε θέση να αναδιοργανώνεται σε νέα, πιο χαμηλά επιπέδα αξιών και τιμών, καταφέρνει και απαγκιστρώνεται από την αυξημένη υπερσυσσώρευση του κεφαλαίου που υπήρχε στη βάση του παλιού επίπεδου αξιών, και συσσωρεύεται κερδοφόρα για μια νέα περίοδο στο νέο, πιο χαμηλό επίπεδο αξιών, μέχρις ότου, στη βάση του νέου επιπέδου, να προκύψει η αδυνατότητα της περαιτέρω αξιοποίησης του κεφαλαίου, και να σταματήσει εκ νέου η συσσώρευση.

Η αξία της εργατικής δύναμης δε γίνεται να φτάσει το μηδέν· τόσο η απόλυτη όσο και η σχετική υπεραξία υπόκεινται σε αντικειμενικά όρια· έτσι, πρέπει και η συσσώρευση να προσκρούει στα δικά της αντικειμενικά όρια. Η περιοδικότητα της κρίσης πρακτικά δεν είναι τίποτα άλλο από την περιοδικά επανεμφανιζόμενη αναδιοργάνωση της διαδικασίας συσσώρευσης, σε ένα νέο, χαμηλότερο επίπεδο αξιών και τιμών, το οποίο διασφαλίζει εκ νέου την αξιοποίηση του κεφαλαίου. Αν αυτή η αναδιοργάνωση δεν είναι εφικτή, τότε είναι αδύνατη και η περαιτέρω συσσώρευση, και η ίδια κρίση, που μέχρι τότε ήταν κυκλική και μπορούσε να ξεπεραστεί, μετατρέπεται σε μόνιμη κρίση. Αυτός είναι ο λόγος που ο Μαρξ ούτε μπορεί ούτε χρειάζεται να αναπτύξει επί τούτου μια θεωρία κατάρρευσης· η κυκλική κρίση μετατρέπεται κατ’ ανάγκη σε μόνιμη, η οποία μετατρέπει τη σχετική εξαθλίωση του προλεταριάτου σε απόλυτη, και καθιστά μη υπερασπίσιμες τις καπιταλιστικές θέσεις. Αυτή η διαδικασία δε μπορεί παρά να καταλήξει στην κατάρρευση, δηλαδή στην επανάσταση.

Η καπιταλιστική διαδικασία επέκτασης είναι ταυτόχρονα διαδικασία συσσώρευσης, το ένα δεν υπάρχει χωρίς το άλλο. Δε γίνεται να αντιπαραθέσουμε τον παράγοντα της καπιταλιστικής επέκτασης στην, εξαρτημένη από τη συσσώρευση, διαδικασία κατάρρευσης. Τέλος της καπιταλιστικής επέκτασης και τέλος της συσσώρευσης ταυτίζονται κατ’ ανάγκη. Δεν υπάρχουν απόλυτες γεωγραφικές δυνατότητες για το κεφάλαιο, μόνο οι αναγκαιότητες της συσσώρευσης και τα όριά της. Με την ισχυροποίηση των ιμπεριαλιστικών αναγκαιοτήτων χάνονται ταυτόχρονα τα αποτελέσματα του ιμπεριαλισμού που δρούσαν κόντρα στην κατάρρευση. Τόσο η συσσώρευση, όσο και το σταμάτημά της, είναι θανάσιμες προοπτικές για το κεφάλαιο. Κάθε συσσώρευση δεν είναι παρά μια προσωρινή λύση, οποία φέρνει πιο κοντά τη μόνιμη κρίση. Τόσο ο περιορισμός όσο και η ανάπτυξη της καπιταλιστικής παραγωγής είναι διαδικασίες ανεξάρτητες από τη βούληση ή τις δυνατότητες των καπιταλιστών. Η καπιταλιστική παραγωγή υπόκειται μόνο στη νομοτελειακότητα της αξιοποίησης.

Αυτή η νομοτελειακότητα, η παραγωγή (ανταλλακτικών) αξιών ωθείται στην δίχως όρια ανάπτυξη της παραγωγής· ωθείται στην ίδια της την καταστροφή. Η καπιταλιστική διαδικασία αναπαραγωγής μπορεί να εκπληρώνεται μονάχα ως συσσώρευση κεφαλαίου, καθώς στον καπιταλισμό δεν υπάρχει υποκειμενική βούληση· μονάχα η αγορά εκπληρώνει τις κοινωνικές λειτουργίες. Η συσσώρευση οδηγείται νομοτελειακά στο ξεπέρασμα της κλίμακας του υφιστάμενου επιπέδου της.

 

 

Η “γκάφα” του Γκρόσμαν

 

 

Παρότι το σχήμα το Γκρόσμαν δεν πρέπει να συγχέεται με την πραγματικότητα, μπορεί εντούτοις να χρησιμοποιηθεί (λαμβάνοντας υπόψη την περιορισμένη του ισχύ) ως ένα περιγραφικό παράδειγμα της πραγματικής κίνησης του κεφαλαίου στη βάση της αξίας. Δείχνει για παράδειγμα πώς ο βιομηχανικός εφεδρικός στρατός αυξάνεται κατ’ ανάγκη από τη διαδικασία συσσώρευσης, δίχως να λέει όμως, ότι ο βιομηχανικός εφεδρικός στρατός, τόσο στο ίδιο το σχήμα,ή καν τα αίτια από τα οποία αυτό απορρέει, όσο στα σημεία που αναφέρονται στο σχήμα, πρέπει να δημιουργηθεί.

Το σχήμα προσπαθεί να δείξει με ποιον τρόπο προκύπτει ο εφεδρικός στρατός, κρατώντας δεδομένες κάποιες υποθέσεις. Στο σχήμα η ελλιπής αξιοποίηση οδηγεί στη δημιουργία του εφεδρικού στρατού, σε ένα πλεόνασμα κεφαλαίου, στον περιορισμό και το σταμάτημα της συσσώρευσης. Η τάση που υποθέτει το σχήμα της ετήσιας ανόδου του σταθερού κεφαλαίου κατά 10% δεν επιτρέπει πια, σε μια ανώτερη βαθμίδα συσσώρευσης, την άνοδο κατά 15% του σταθερού κεφαλαίου που επίσης έχει υποτεθεί· κάτι που επιπλέον αποκλείει το μερίδιο κατανάλωσης των καπιταλιστών. Έτσι, το επιπλέον σταθερό κεφάλαιο δεν επενδύεται πλήρως, ένα μέρος μένει δίχως δυνατότητα επένδυσης· ως αποτέλεσμα της συσσώρευσης προκύπτει από τη μια μεριά ένας πλεονάζων πληθυσμός, και από την άλλη ένα πλεόνασμα κεφαλαίου. Ο κριτικός γράφει σε αυτό το σημείο:

” Προφανώς ο Γκρόσμαν δεν έχει παρατηρήσει ότι αυτοί οι 11.000 εργάτες μένουν άνεργοι μόνο και μόνο επειδή αυτός εντελώς αυθαίρετα και χωρίς να αναφέρει καμιά αιτία, φορτώνει το έλλειμμα στο μεταβλητό κεφάλαιο αφήνοντας το σταθερό κεφάλαιο να αυξάνεται κατά 10%, λες και δε συμβαίνει τίποτα. Και μόλις συνειδητοποιεί ότι για όλες τις μηχανές που κάθονται δεν υπάρχουν εργάτες, ή ορθότερα, δεν υπάρχουν χρήματα για μισθούς εργατών, προτιμά να μη γίνει επένδυση σε μηχανές, και έτσι να μείνει  αχρησιμοποίητο το κεφάλαιο.

Μόνο με αυτή τη γκάφα καταλήγει σε μια “κλασική περίπτωση” ενός φαινομένου που εμφανίζεται στις συνηθισμένες καπιταλιστικές κρίσεις. Στην πραγματικότητα οι επιχειρηματίες θα επεκτείνουν την παραγωγή τους όσο επαρκούν τα κεφάλαιά τους τόσο για μηχανές όσο και για εργάτες. Αν υπάρχει συνολικά πολύ λίγη υπεραξία, τότε θα διαμοιραστεί (σύμφωνα με τους δεδομένους τεχνικούς περιορισμούς) αναλογικά στα μέρη του κεφαλαίου· από τους υπολογισμούς προκύπτει ότι για να διατηρηθεί η αναλογία που αντιστοιχεί στην τεχνική πρόοδο, πρέπει από τη συνολική υπεραξία ύψους 524.319 οι 500.409 να πάνε στο σταθερό κεφάλαιο, και οι 24.910 στο μεταβλητό. Δεν απολύονται 11.000 αλλά 1.356 εργάτες, και φυσικά δεν υπάρχει πλεόνασμα κεφαλαίου. Αν κανείς συνεχίσει με το σωστό τρόπο το σχήμα, θα δει ότι αντί για μια καταστροφική κατάρρευση υπάρχει μια αργή αύξηση στον αριθμό των απολύσεων.”

Ας υποθέσουμε (κάτι που δεν ισχύει) ότι σε αυτό το σημείο ο κριτικός έχει δίκιο. Όμως και πάλι αυτό δε λέει κάτι ενάντια στη θεωρία κατάρρευσης. Ακόμα και αν αλλάξουμε τις υποθέσεις (προκείμενες) όπως τις θέλει ο κριτικός, πάλι η συνέχιση της συσσώρευσης όλο και δυσκολεύει, μέχρις ότου στο τέλος πάλι να διακοπεί. Δεν προκύπτει πλεόνασμα κεφαλαίου, αλλά η ελλιπής αξιοποίηση σταματά, αν και με βραδύτερο ρυθμό, τη διαδικασία της συσσώρευσης, ακόμα και από την άποψη, ότι η μείωση και τελική κατάργηση του μερίδιου κατανάλωσης των καπιταλιστών καθιστά τη συσσώρευση “χωρίς νόημα”. Και εδώ είναι αναπόφευκτη μια κατάσταση κρίσης, μόνο που δεν υπάρχει πλεόνασμα κεφαλαίου, κάτι που μπορεί να ξεπεραστεί μονάχα με τη συνέχιση της διαδικασίας συσσώρευσης, κάτι που ξεπερνά τις “δυνατότητες” των καπιταλιστών, και αποκλείει την αναλογική αξιοποίηση της μειωμένης υπεραξίας.

Είναι στον καθένα μας προφανές ότι κάθε κρίση χαρακτηρίζεται από ανεργία και πλεόνασμα κεφαλαίου. Παρόμοια, είναι προφανές ότι κάθε κρίση ξεπερνιέται με την όξυνση και εντατικοποίηση της εκμετάλλευσης, καθώς αυτά είναι ταυτόσημα με τη συνέχιση της συσσώρευσης. Ότι τα πράγματα είναι έτσι το παραδέχεται και ο κριτικός, στο βαθμό που λέει πως ό,τι παραθέτει ο Γκρόσμαν από Μαρξ για να στηρίξει τις θέσεις του είναι σωστό, όμως όχι για την κατάρρευση, αλλά μονάχα “για τις οικονομικές κρίσεις, για τις αλλαγές φάσεων ανόδου και πτώσης”.

Πράγματι, σύμφωνα και με τον Γκρόσμαν, ο Μαρξ δεν αναπτύσσει μια ειδική θεωρία κατάρρευσης, αλλά κάθε κρίση είναι μια εμφάνιση της κατάρρευσης, και η οριστική κατάρρευση δεν είναι παρά μια κρίση που μένει χωρίς επίλυση. Η συχνά αναφερόμενη αρχή της μετατροπής της ποσότητας σε ποιότητα, η οποία κατ’ ανάγκη είναι μια διαδικασία, εξηγεί και την έννοια της κατάρρευσης, η οποία δεν είναι παρά η στιγμή της μετατροπής. Μια μετατροπή, η οποία επαναλαμβάνεται κάθε φορά σε διευρυμένη κλίμακα. Πώς, αν κάθε κρίση είναι μια κατάρρευση σε σμίκρυνση, μπορεί το σύστημα να την ξεπεράσει; Την ξεπερνά επειδή επανενεργοποιείται σε μια διευρυμένη βάση. Αν αυτό είναι αδύνατο, τότε η κρίση δε μπορεί να ξεπεραστεί. Ακριβώς επειδή για τον Γκρόσμαν η θεωρία της κρίσης είναι ταυτόχρονα θεωρία της κατάρρευσης μπορεί και την αναλύει με τον μαρξισμό –με κανέναν άλλο τρόπο δε θα μπορούσε να συμβαδίσει με το νόμο της αξίας.

Το πόσο πολύ έχει παρανοήσει ο κριτικός  το νόημα του σχήματος φαίνεται και από την “αντίφαση” που αποδεικνύει ανάμεσα στην κατάρρευση που διαδραματίζεται στο σχήμα και την έκθεση του Γκρόσμαν της κυκλικής κρίσης. Εδώ θα έπρεπε να είχε δει ο κριτικός, ότι δεν υπάρχει η αξίωση το σχήμα να αντανακλά την πραγματικότητα, ενώ η έκθεση της κρίσης έχει την αξίωση να την πλησιάσει. Δεν αναφέρεται όμως στην πραγματικότητα, καθώς “μόνο αργότερα, όταν ληφθούν υπόψη οι πτώσεις των αξιών και των τιμών που συνδέονται με τη συσσώρευση, θα αποκτήσει  [η έκθεση] μεγαλύτερη σύνδεση με την πραγματικότητα”.

Για παράδειγμα το πρόβλημα της συσσώρευσης και των κρίσεων, θα διερευνηθεί πρώτα με την προϋπόθεση των σταθερών τιμών, για να δειχθεί “ότι οι κυκλικές περίοδοι άνθησης και ύφεσης είναι ανεξάρτητες από τις αλλαγές στις τιμές των εμπορευμάτων και της εργατικής δύναμης· ότι απεναντίας, αποτελούν λειτουργίες της συσσώρευσης κεφαλαίου.” Σταθερές τιμές και συσσώρευση είναι αδύνατο να συνυπάρξουν ταυτόχρονα, όμως η θεωρητική υπόθεση της σταθερότητας των τιμών δείχνει ότι ακόμη και με μια τέτοια προϋπόθεση, η έλλειψη κερδοφορίας του κεφαλαίου πρέπει να επιβληθεί, ότι τα επίπεδα των τιμών δεν εξηγούνται από την κρίση, αλλά από τους νόμους της ίδιας της συσσώρευσης, από τη “σχέση ανάμεσα στο μέγεθος που αυξάνεται το κέρδος και το κεφάλαιο”.

Η “γκάφα”, όπως και οι υπόλοιπες παρατηρήσεις του κριτικού, βασίζονται στη λανθασμένη υπόθεση ότι το σχήμα πρέπει να αντανακλά την πραγματικότητα, κι έτσι δεν μας δίνουν καμία ανασκευή. Όμως και χωρίς αυτή τη “γκάφα”, το σχήμα φαίνεται στον κριτικό θεμελιωδώς λανθασμένο, καθώς γι’ αυτόν η υπερσυσσώρευση δεν προκύπτει λόγω ελλειπούς αξιοποίησης, αλλά λόγω ενός “πλεονάσματος συσσωρευμένης υπεραξίας”, αξίας που δε βρίσκει πού να επενδυθεί. Γιατί συμβαίνει αυτό, δε φαίνεται να ενδιαφέρει τον κριτικό. Δεν ασχολείται με την απόδειξη της θέσης του. Όμως δε μας δίνει και μια στέρεη επιχειρηματολογία ενάντια στη θέση του Γκρόσμαν. Καθώς σε αυτό το ζήτημα συμφωνούμε πλήρως με τον Γκρόσμαν, και ο κριτικός δεν έχει κλονίσει τη θέση του Γκρόσμαν, μπορούμε απλά να παραθέσουμε ξανά τη θέση του:

“Αν προχωρά η συσσώρευση, πρέπει να μεγαλώνει και η οργανική σύνθεση του κεφαλαίου, και άρα αντλείται ένα σχετικά μεγαλύτερο κομμάτι από την υπεραξία για τους σκοπούς της πρόσθετης συσσώρευσης. Όσο η απόλυτη μάζα του κοινωνικού συνολικού κεφαλαίου –σε χαμηλότερη οργανική σύνθεση– είναι μικρή, η υπεραξία είναι σχετικά μεγάλη και οδηγεί σε μια ραγδαία αύξηση της συσσώρευσης.

Για παράδειγμα όταν έχουμε μια σύνθεση 200 c, 100 v, 1000 m, το σταθερό κεφάλαιο c (προϋποθέτουμε ότι όλη η υπεραξία χρησιμοποιείται για τους σκοπούς της συσσώρευσης) μπορεί να αυξηθεί κατά 33 1/3% σε σχέση με το αρχικό του μέγεθος. Σε μια υψηλότερη βαθμίδα της συσσώρευσης κεφαλαίου, με μια σημαντικά υψηλότερη οργανική σύνθεση κεφαλαίου, πχ. 14.900 c, 100 v, 150 m, το μέγεθος της υπεραξίας, αν χρησιμοποιηθεί ως πρόσθετο κεφάλαιο, αρκεί μόνο για μια αύξηση του 1%. Όταν  συνεχίζεται η συσσώρευση στη βάση μιας σταθερά υψηλότερης οργανικής σύνθεσης θα πρέπει να φτάσουμε σε ένα σημείο όπου κάθε συσσώρευση σταματά.

Αυτό συμβαίνει ήδη επειδή για τη συνέχιση της παραγωγής δε μπορεί να χρησιμοποιηθεί ένα τυχαίο τμήμα του κεφαλαίου, αλλά απαιτείται μια ορισμένη ελάχιστη ποσότητα, της οποίας το μέγεθος αυξάνεται συνεχώς με τη συνεχιζόμενη συσσώρευση. Καθώς στην πορεία της συσσώρευσης του κεφαλαίου πρέπει να χρησιμοποιείται ένα όλο και μεγαλύτερο τμήμα της μάζας της υπεραξίας όχι μόνο απόλυτα, αλλά και σχετικά, θα πρέπει στις υψηλότερες βαθμίδες της συσσώρευσης, όπου το συνολικό κοινωνικό κεφάλαιο είναι μεγάλο, το τμήμα της υπεραξίας που θα απαιτείται για την πρόσθετη συσσώρευση θα είναι τόσο μεγάλο, που αυτή η υπεραξία θα απορροφάται πλήρως από εκείνο.

Έρχεται ένα σημείο στο οποίο τα τμήματα της υπεραξίας που προορίζονται για την κατανάλωση των εργατών και των καπιταλιστών πρέπει να μειωθούν απόλυτα. Αυτό θα ήταν το σημείο καμπής, στο οποίο η μέχρι πρότινος λανθάνουσα τάση κατάρρευσης ενεργοποιείται. Αν μειωθεί το τμήμα που προορίζεται για την πρόσθετη συσσώρευση, ο ρυθμός της συσσώρευσης θα επιβραδυνθεί, και αυτό θα σημαίνει ότι ο παραγωγικός μηχανισμός δε θα ανανεωθεί και μεγεθυνθεί στο βαθμό που απαιτείται από την πρόοδο της τεχνικής, και θα συμβεί μια σχετική τεχνική οπισθοδρόμηση του παραγωγικού μηχανισμού. Κάθε περαιτέρω συσσώρευση σε αυτό το πλαίσιο πολλαπλασιάζει τις δυσκολίες,  καθώς θεωρώντας δεδομένο τον πληθυσμό η μάζα της υπεραξίας μόνο ασήμαντα μπορεί να αυξηθεί. Η υπεραξία που προκύπτει από τις υπάρχουσες επενδύσεις κεφαλαίου μένει αχρησιμοποίητη, και προκύπτει ένα πλεόνασμα κεφαλαίου που δε χρησιμοποιείται, και ψάχνει μάταια για επενδυτικές ευκαιρίες.” (Χ. Γκρόσμαν, “50 χρόνια αγώνας για τον Μαρξισμό”)

 

 

Γκρόσμαν εναντίον Μαρξ

 

 

Ο κριτικός προσπαθεί από διάφορους δρόμους, να κατασκευάσει μια αντίφαση ανάμεσα στον Μαρξ και τον Γκρόσμαν. Λέει για παράδειγμα, ότι ο Γκρόσμαν (στο ζήτημα των απολύσεων) διακρίνει ανάμεσα στην ανεργία που προκύπτει λόγω της τεχνικής ανάπτυξης και σε εκείνη που προκύπτει από τη σχέση C:V. Ορθά λέει ο κριτικός, ότι για τον Μαρξ Pm:A (μέσα παραγωγής και εργατική δύναμη) και C:V (σταθερό και μεταβλητό κεφάλαιο) ταυτίζονται. Μόνο που περιττεύει αυτή η παρατήρηση, καθώς το ίδιο ισχύει και για τον Γκρόσμαν. Το ζήτημα είναι ότι, παρόλο που το Pm:A δε μπορεί να διαχωριστεί από το C:V, καθοριστικό για τους καπιταλιστικούς νόμους κίνησης είναι το C:V. Η σχέση Pm:A  δεν είναι παρά η υλική όψη του C:V· C:V –η πραγμοποιημένη σχέση είναι η καθοριστική. Έτσι, ακόμη και η κομμουνιστική επανάσταση δεν έχει να αντιτεθεί στο Pm:A· ελευθερώνει απεναντίας αυτή τη σχέση από το καπιταλιστικό της κέλυφος C:V, καθώς αυτό το κέλυφος –και όχι το Pm:A– είναι υπεύθυνο για όλα τα βάσανα.

Ο κριτικός  προσπαθεί επιπλέον να ανασκευάσει τη θέση ότι από την ελλιπή αξιοποίηση προκύπτει ένα πλεόνασμα κεφαλαίου, που με τη σειρά του οδηγείται να εξαχθεί από τη χώρα, παραθέτοντας Μαρξ: “Αν στέλνεται κεφάλαιο στο εξωτερικό, αυτό γίνεται, όχι γιατί δεν θα μπορούσε απολύτως καθόλου να χρησιμοποιηθεί στο εξωτερικό. Αυτό γίνεται γιατί μπορεί να απασχοληθεί στο εξωτερικό με μεγαλύτερο ποσοστό κέρδους.”

Γιατί έτσι; Επειδή η οργανική σύνθεση του στο εξωτερικό είναι χαμηλή, κι έτσι το ποσοστό κέρδους είναι υψηλό. Ο Γκρόσμαν δεν έχει τίποτα να αντιπαραθέσει στο απόσπασμα του κριτικού, όμως κι αυτό το απόσπασμα δε λέει τίποτα ενάντια στον Γκρόσμαν. Η καλύτερη αξιοποίηση στο εξωτερικό δείχνει ότι στη χώρα υπάρχει χειρότερη αξιοποίηση. Ο Γκρόσμαν λέει βέβαια, ότι η ελλιπής αξιοποίηση οδηγεί το κεφάλαιο στο εξωτερικό με σκοπό την καλύτερη αξιοποίηση. Αν όμως παραθέσουμε ολόκληρο το απόσπασμα, θα γίνει ακόμα λιγότερο κατανοητό αυτό που σκοπεύει να πει ο κριτικός αναφερόμενος σε αυτό:

“Αν στέλνεται κεφάλαιο στο εξωτερικό, αυτό γίνεται, όχι γιατί δεν θα μπορούσε απολύτως καθόλου να χρησιμοποιηθεί στο εξωτερικό. Αυτό γίνεται γιατί μπορεί να απασχοληθεί στο εξωτερικό με μεγαλύτερο ποσοστό κέρδους. Το κεφάλαιο αυτό όμως, είναι απολύτως πλεονάζον κεφάλαιο για τον απασχολημένο εργατικό πληθυσμό και γενικά για τη δοσμένη χώρα. Υπάρχει σαν τέτοια δίπλα στον σχετικά πλεονάζονται πληθυσμό, και αυτό αποτελεί ένα παράδειγμα για το πώς συνυπάρχουν το πλεονάζον κεφάλαιο και ο πλεονάζων πληθυσμός και πώς αλληλοκαθορίζονται” (Κεφάλαιο 3ος τόμος, σ.324)

Όμως το ζήτημα των εξαγωγών κεφαλαίου ανήκει στις τάσεις που αντιτάσσονται στην κατάρρευση· αφήνει άθικτη τη θεωρία συσσώρευσης, και απλά τροποποιεί το γενικό νόμο.

Απεναντίας, ορθά ο κριτικός αναφέρεται στη αβάσιμη πεποίθηση του Γκρόσμαν, ότι ο Μαρξ ή ο Ένγκελς γράψαν κάτι λάθος στο Κεφάλαιο· πρόκειται για μια παρατήρηση του Γκρόσμαν που μας φαίνεται ολωσδιόλου περιττή· γιατί όταν ο Μαρξ λέει ότι ” [ε]πομένως, οι ίδιοι νόμοι δημιουργούν για το κοινωνικό κεφάλαιο μια μάζα κέρδους που αυξάνει απόλυτα και ένα ποσοστό κέρδους που πέφτει.”[4], ακριβώς σε αυτή τη φράση βρίσκεται το ζήτημα της σχετικής πτώσης της μάζας του κέρδους, καθώς η πτώση του ποσοστού του κέρδους εκφράζει ακριβώς αυτό. Όταν ο Γκρόσμαν λέει στη σχετική υποσημείωση ότι “[τ]ο ποσοστό του κέρδους δεν πέφτει σχετικά, αλλά απόλυτα” για να καταστήσει εμφανή την απροσεξία του Μαρξ, αυτό δεν έχει να κάνει με κάτι άλλο από μια ασάφεια του Γκρόσμαν, που δεν επηρεάζει καθόλου την ορθότητα της θέσης του, ότι και η μάζα του κέρδους πρέπει να μειωθεί.

 Ο Μαρξ δε λέει ότι το ποσοστό του κέρδους πέφτει σχετικά· πέφτει απόλυτα, εκφράζοντας ταυτόχρονα ότι η σχετική πτώση της μάζας του κέρδους ανήκει στις αναγκαιότητες της συνεχιζόμενης συσσώρευσης. Μόνον όσο το κεφάλαιο συσσωρεύεται γρηγορότερα από ό,τι πέφτει το ποσοστό του κέρδους συνοδεύεται η συσσώρευση από μια αυξανόμενη μάζα κέρδους, η οποία ταυτόχρονα υστερεί σχετικά ως προς τις αυξανόμενες απαιτήσεις της συσσώρευσης, που προκύπτουν από την ίδια διαδικασία. Γι’ αυτό πρέπει κατ’ ανάγκη, σε μια υψηλότερη βαθμίδα συσσώρευσης, να προκύψει από τη σχετική η απόλυτη μείωση της μάζας του κέρδους. Πτώση του ποσοστού του κέρδους και επιταχυνόμενη συσσώρευση αποτελούν δυο όψεις της ίδιας διαδικασίας· σε αυτή την πρόταση ενυπάρχει ήδη το γεγονός ότι η πτώση του ποσοστού του κέρδους δεν είναι παρά μια άλλη έκφραση για τη σχετική πτώση της μάζας του κέρδους. Ο κριτικός πιστεύει ακόμη, ότι όχι μόνο η προαναφερόμενη πρόταση του Μαρξ, αλλά και ολόκληρο το 13ο κεφάλαιο [του 3ου τόμου του Κεφαλαίου] δεν αποτελούν παρά μια έκθεση του νόμου σύμφωνα με τον οποίον η πτώση του ποσοστού του κέρδους που προκαλείται από την “ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων συνοδεύεται από μια αύξηση της μάζας του κέρδους” –πότε;– αυτό δε μας το λέει ο κριτικός.

Ακριβώς το 13ο κεφάλαιο αποτελεί μια μοναδική επιβεβαίωση της σύλληψης του Γκρόσμαν –ακόμη κι αν δε διορθωθεί από τη απροσεξία στη θέση που προαναφέρθηκε. Ο Μαρξ δεν ήθελε να πει, και δεν απέδειξε κάτι άλλο από αυτό που πράγματι έγραψε: ότι η ανάπτυξη της καπιταλιστικής παραγωγής χαρακτηρίζεται από την πτώση του ποσοστού του κέρδους μαζί με μια ταυτόχρονη αύξηση της μάζας του κέρδους.

 Όμως ο Μαρξ έγραψε σε χίλια δυο άλλα σημεία ότι οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής (C, V, M) μετατρέπονται σε εμπόδιο για τις παραγωγικές δυνάμεις. Αν υπάρχει τέλος στην ανάπτυξη των καπιταλιστικών παραγωγικών δυνάμεων, θα υπάρχει τέλος και στην κατάσταση κατά την οποία η πτώση του ποσοστού του κέρδους μπορεί να αντισταθμίζεται από μια αυξανόμενη μάζα κέρδους. Η παρεμπόδιση της περαιτέρω ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων δε μπορεί να είναι κάτι άλλο από την κατάσταση κατά την οποία η πτώση του ποσοστού του κέρδους προαναγγέλει την πτώση της μάζας του κέρδους. Αν μέχρι εκείνο το σημείο η ανάπτυξη χαρακτηρίζεται από την αύξηση της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου, τότε πρέπει ήδη η πτώση του ποσοστού του κέρδους να προαναγγέλλει τη σχετική πτώση της μάζας του κέρδους, –δίχως την οποία δε θα υπήρχε καμία κατάρρευση της αξιοποίησης, και καμία επανάσταση. Μόνο για ένα χρονικό διάστημα αντισταθμίζεται η πτώση του ποσοστού του κέρδους από μια αυξανόμενη μάζα κέρδους, το δε πρώτο μέγεθος εκφράζει την ταυτόχρονη σχετική πτώση του δεύτερου. Το ερώτημα είναι το πότε μετατρέπεται η σχετική πτώση της μάζας του κέρδους σε απόλυτη. Ο Μαρξ δεν παρέλειψε να δείξει πότε γίνεται αυτό. Λέει:

“Αρκεί να αναφέρουμε απλώς εδώ ότι, με δοσμένο τον εργατικό πληθυσμό, όταν αυξάνει το ποσοστό της υπεραξίας, είτε με την παράταση της εργάσιμης ημέρας, είτε με την εντατικοποίηση της δουλειάς, είτε με την ελάττωση της αξίας του μισθού εργασίας, εξαιτίας της ανάπτυξης της παραγωγικής δύναμης της εργασίας, πρέπει να αυξάνει η μάζα της υπεραξίας, επομένως και η απόλυτη μάζα του κέρδους, παρά τη σχετική μείωση του μεταβλητού κεφαλαίου σε σχέση με το σταθερό.” (Κεφάλαιο, 3ος τόμος, σ.277)

Είναι ξεκάθαρο ότι η μείωση της αξίας του μισθού έχει απόλυτα όρια, ότι η εργασία δε μπορεί να γίνει πλήρως υπεραξία, ότι ακόμη η εντατικοποίηση της εργασίας έχει απόλυτα όρια πλάι στο ηθικό στοιχείο, που δεν επιτρέπει την έλευση αυτών των ορίων. Πρέπει να έρθει ένα σημείο, όπου η μάζα του κέρδους να μη μπορεί πια να αυξάνεται. Σε αυτή την περίπτωση η πτώση του ποσοστού του κέρδους δε συνοδεύεται πια από μια αυξανόμενη μάζα κέρδους, αλλά από μια μειούμενη. Αυτό το σημείο έρχεται μόνο επειδή η μάζα του κέρδους ήδη μειώνεται σχετικά, καθώς συσσώρευση και πτώση του ποσοστού του κέρδους είναι ένα και το αυτό. “Η μάζα του κέρδους που αυξάνεται και ποσοστό του κέρδους που πέφτει” για την οποία μιλά ο Μαρξ είναι μια άλλη ονομασία για το ίδιο πράγμα: σχετική πτώση της μάζας του κέρδους, απόλυτη πτώση της μάζας του κέρδους, καθώς ο Μαρξ διακρίνει ανάμεσα σε σχετική και απόλυτη εξαθλίωση των εργατών.

Πώς μπορεί η πτώση του ποσοστού του κέρδους να αντισταθμίζεται από μια αύξηση της μάζας του κέρδους; Ο Μαρξ λέει:

“Όταν το ποσοστό του κέρδους πέφτει κατά 50%, τότε πέφτει στο μισό. Αν λοιπόν πρόκειται να μείνει ίδια η μάζα του κέρδους, πρέπει να διπλασιαστεί το κεφάλαιο. Για να μείνει ίδια η μάζα του κέρδους, όταν πέφτει το ποσοστό του κέρδους, πρέπει ο πολλαπλασιαστής που δείχνει την αύξηση του συνολικού κεφαλαίου να είναι ίσος με τον διαιρέτη, που δείχνει την πτώση του ποσοστού του κέρδους. Αν το ποσοστό του κέρδους πέσει, πρέπει αντίστροφα να αυξηθεί το συνολικό κεφάλαιο, αν πέσει από 40% σε 8%, τότε θα ‘πρεπε το κεφάλαιο να αυξηθεί ανάλογα από 8 σε 40, δηλαδή στο πενταπλάσιο. Ένα κεφάλαιο 1.000.000 με ποσοστό κέρδους 40% παράγει 400.000 κέρδος, και ένα κεφάλαιο 5.000.000 με ποσοστό κέρδους παράγει επίσης 400.000 κέρδος.

Αυτή η αύξηση του κεφαλαίου επιβάλλεται για να μείνει ίδιο το αποτέλεσμα, το κέρδος. Αν, αντίθετα, πρόκειται να αυξηθεί το κέρδος, τότε πρέπει το κεφάλαιο να αυξηθεί σε μεγαλύτερη αναλογία από ό,τι πέφτει το κέρδος. Μ’ άλλα λόγια: Για να μη μείνει μόνο ίδιο το απόλυτο μέγεθος του μεταβλητού συστατικού μέρους του συνολικού κεφαλαίου, αλλά για να αυξηθεί απόλυτα, παρόλο που πέφτει το ποσοστό του σαν μέρος του συνολικού κεφαλαίου, πρέπει το συνολικό κεφάλαιο να αυξηθεί σε μεγαλύτερη αναλογία από ό,τι πέφτει το ποσοστό του μεταβλητού κεφαλαίου. Πρέπει να αυξηθεί τόσο πολύ, ώστε στη νέα του σύνθεση να μη χρειάζεται μόνο το παλιό μεταβλητό μέρος του κεφαλαίου, αλλά κάτι περισσότερο από αυτό για την αγορά εργατικής δύναμης.” (Κεφάλαιο, 3οςτόμος, σ.281)

Μόνον όσο το κεφάλαιο αυξάνεται με αυξανόμενη ταχύτητα, μπορεί η πτώση του ποσοστού του κέρδους να αντισταθμίζεται μέσω της μάζας του. Όταν τα πράγματα αλλάζουν, η μάζα του κέρδους πέφτει απόλυτα μαζί με το πτωτικό ποσοστό του κέρδους. Καθώς το κεφάλαιο πρέπει να μεγαλώνει όλο και γρηγορότερα, έρχεται ένα σημείο, όπου αυτή η αύξηση δε μπορεί πια να ικανοποιηθεί από την ποσότητα της υπεραξίας. Έτσι πρέπει η ίδια η αύξηση, η συσσώρευση να εκφράζει τη σχετική πτώση της μάζας του κέρδους –κάτι που είναι ταυτόσημο με την έννοια του πτωτικού ποσοστού του κέρδους.

Στην αμερικανική βιομηχανία ανάμεσα στο 1849 και το 1914 αυξήθηκαν οι μισθοί κατά 1720%, οι πρώτες ύλες κατά 2578% και το πάγιο κεφάλαιο 4000%. Ο λόγος C:V ήταν 100/61. Το 1919, μετά από 70 χρόνια αύξησης της οργανικής σύνθεσης, κάθε εργάτης έθετε σε κίνηση εννιαπλάσια ποσότητα μέσων παραγωγής και επταπλάσια ποσότητα πρώτων υλών. Στο ίδιο διάστημα μειώθηκε η σχέση ανάμεσα σε παραγωγή και πάγιο κεφάλαιο. Στον πίνακα που ακολουθεί φαίνεται ότι και την περίοδο 1923-29 το σταθερό κεφάλαιο αυξήθηκε γρηγορότερα από ότι η παραγωγή και το μεταβλητό κεφάλαιο. Επιπλέον, φαίνεται ότι στο ίδιο διάστημα η μεταβολή της οργανικής σύνθεσης επιτελέστηκε γρηγορότερα από ότι στο διάστημα 1849-1914 (Lewis Corey“The Decline of American Capitalism” — τα στοιχεία αντλήθηκαν από επίσημο υλικό).

Αύξηση της οργανικής σύνθεσης στην αμερικανική βιομηχανία το διάστημα 1923-29 (σε εκατομμύρια δολάρια)

Σταθερό κεφάλαιο
         
  πάγιο δείκτης Πρώτες ύλες δείκτης
1923 21 410 100,0 13 200 100,0
1925 25 457 118,9 13 600 103,0
1927 26 007 121,5 13 450 101,9
1929 28 235 131,9 15 450 117″0
Μεταβλητό κεφάλαιο
           
  Μισθοί  Δείκτης      
1923 11 009 100,0      
1925 10 730   97,4      
1927 10 849   98,4      
1929 11 621 105,7      
  Αξία των προϊόντων Δείκτης    
1923 39 050 100,0    
1925 40 378 103,4    
1927 41 035 105,1    
1929 47 335 121,2    

Ας παρατηρήσουμε τώρα την πτώση του ποσοστού του κέρδους.

Αμερικανική Βιομηχανία 1923-29, σε εκατομμύρια δολάρια

  Καθαρό κέρδος Πάγιο Κεφάλαιο Ποσοστό κέρδους Συνολικό Κεφάλαιο Ποσοστό κέρδους
1923 3 174 21 410 14,8 33 491 9,8
1924 2 418 22 410 10,7 36 491 6,1
1925 3 245 25 457 12,7 42 366 7,7
1926 3 213 26 618 12,1 45 273 7,1
1927 2 662 26 007 10,2 48 049 5,5
1928 3 461 27 025 12,8 50 017 6,9
1929 3 951 28 235 13,9 52 694 7,5
1930 878 28 987 3,0 52 121 1,7

Η μάζα του κέρδους υστέρησε σε σχέση με την αύξηση του κεφαλαίου. Η πτώση του ποσοστού του κέρδους δεν εκφράζει κάτι άλλο από τη σχετική πτώση της μάζας του κέρδους σε σχέση με την αναγκαιότητα της συσσώρευσης.

“[Α]υτό το διπλό αποτέλεσμα”  (μάζα του κέρδους που αυξάνεται, ποσοστό κέρδους που πέφτει) λέει ο Μαρξ, “μπορεί να παρασταθεί μόνο με μια αύξηση του συνολικού κεφαλαίου με ταχύτερη πρόοδο από την πρόοδο με την οποία πέφτει το ποσοστό του κέρδους” (Κεφάλαιο, 3ος τόμος, σ.282)

Αυτή η αύξηση αποτελεί ταυτόχρονα αυξανόμενη παρεμπόδιση της δυνατότητας περαιτέρω αύξησης και άρα σχετική μείωση της μάζας του κέρδους, ακόμη κι όταν αυξάνεται απόλυτα. Από τη σκοπιά του νόμου της αξίας τίποτα άλλο δεν είναι εφικτό. Ο Μαρξ λέει:

“Η συσσώρευση του κεφαλαίου, εξεταζόμενη από την πλευρά της αξίας, επιβραδύνεται από το μειωνόμενο ποσοστό του κέρδους, και επιταχύνει έτσι τη συσσώρευση των αξιών χρήσης, η οποία με τη σειρά της επιταχύνει την πορεία της συσσώρευσης από άποξη αξίας.

Η κεφαλαιοκρατική παραγωγή τείνει πάντα να ξεπεράσει αυτά τα εσωτερικά της όρια, τα ξεπερνάει, όμως, μόνο με μέσα, που της αντιτάσσουν εκ νέου και σε πιο τεράστια κλίμακα αυτά τα όρια” (Κεφάλαιο, 3ος τόμος, σ.316)

Έτσι πρέπει να φτάσει το σημείο στο οποίο έχει αναφερθεί ο Γκρόσμαν, όπου οι απαιτήσεις της συσσώρευσης θα είναι τόσο μεγάλες, που δε θα μπορούν να καλυφθούν από την υπάρχουσα ποσότητα υπεραξίας. Είναι αυτονόητο ότι για να φτάσουμε αυτό σημείο, η τάση θα πρέπει να περιέχει ήδη τη σχετική πτώση της μάζας του κέρδους, που εκδηλώνεται στην πτώση του ποσοστού του κέρδους.

 

 

Ο ιστορικός υλισμός

 

 

Σχεδόν καθετί που έχει να αντιτάξει ο κριτικός ενάντια στον Γκρόσμαν από μια ιστορική-υλιστική σκοπιά δεν αποτελεί παρά πλαστή επινόηση μιας αντίθεσης ανάμεσα στον Γκρόσμαν και τον μαρξισμό· γιατί και ο Γκρόσμαν δε θα είχε κάτι να πει ενάντια σε αυτή την επιχειρηματολογία.

  Όλα όσα υποθέτει λαθεμένα ο κριτικός σχετικά με τον Γκρόσμαν είναι αυτονόητα και δε χρειάζεται να αναφερθούν σε ένα βιβλίο που απευθύνεται σε γνώστες του ιστορικού υλισμού. Έχουμε ήδη επισημάνει ότι για τον Γκρόσμαν δεν υπάρχει καθαρός οικονομισμός, και έτσι ο κριτικός μπορεί να αφήσει στην άκρη την κατηγορία του μηχανιστικού τρόπου σκέψης. Ο μισθός, ο οποίος για τον Γκρόσμαν δεν είναι “μεταβλητό, αλλά σταθερό μέγεθος” (και τι άλλο θα μπορούσε να είναι υπό το νόμο της αξίας;) εμπεριέχει για τον κριτικό, τον Μαρξ, αλλά και τον Γκρόσμαν, –σε αντίθεση με τα άλλα εμπορεύματα– ένα ιστορικό και ηθικό στοιχείο. Σίγουρα η νομή της υπεραξίας δεν είναι μια αυτόματη διαδικασία, σίγουρα στη διαλεκτική συνολική διαδικασία το μερίδιο των εργατών συγκαθορίζεται και από την ταξική πάλη, όμως αυτός ο αγώνας για τη νομή της υπεραξίας είναι ένας αγώνας ολωσδιόλου περιορισμένος.

 Αν θέλουμε να κατανοήσουμε το επαναστατικό κίνημα των εργατών, αν θέλουμε να κατανοήσουμε τον τρόπο που από την πάλη για τη νομή της υπεραξίας προκύπτει κατ’ ανάγκη η πάλη για την κατάργηση της αξίας, είναι απαραίτητο να κάνουμε αναφορά σε αυτούς τους περιορισμούς. Ο Μαρξ αποδεικνύει πώς ο μισθός των εργατών δε μπορεί μακροπρόθεσμα να υπερβεί ένα ορισμένο ύψος, ούτε να πέσει κάτω από ένα ορισμένο [κατώτατο] επίπεδο. Αυτό που καθορίζει εντέλει τα πράγματα είναι ο νόμος της αξίας. Δεν καθορίζει σε τελευταία ανάλυση η ταξική πάλη τους μισθούς των εργατών· αντίθετα, οι μισθοί καθορίζουν την ταξική πάλη. Η κίνηση του κεφαλαίου είναι ισχυρότερη από το κίνημα των μισθών. Γι’ αυτό το λόγο πρέπει εκείνο να μετατραπεί σε επαναστατικό κίνημα.

 

 

Το νέο εργατικό κίνημα

 

 

Ο κριτικός κάνει αναφορά στην –γι’ αυτόν– επίπλαστη στενή συγγένεια που έχουν οι πολιτικές θέσεις του νέου εργατικού κινήματος με τα συμπεράσματα που προκύπτουν από τις θεωρήσεις του Γκρόσμαν. Αναφέρει για παράδειγμα ότι καθώς το νέο εργατικό κίνημα τάσσεται ενάντια στα συνδικάτα, του μοιάζει χρήσιμο να αναφέρεται στον Γκρόσμαν, ο οποίος μιλά για τα “αντικειμενικά όρια” του συνδικαλιστικού κινήματος. Παρολαταύτα, ο κριτικός υποστηρίζει ότι “οι θεωρητικές βάσεις των δυο αντιλήψεων διαφέρουν. Η από καιρό προφανής ανίσχυρη φύση της συνδικαλιστικής δράσης δεν πρέπει να αποδοθεί στην οικονομική κατάρρευση, αλλά σε μια μεταβολή του συσχετισμού δυνάμεων”. Για τον κριτικό είναι η συγκέντρωση του κεφαλαίου που περιορίζει και καταργεί τη δύναμη των συνδικάτων.

Όμως αυτή η μεταβολή του συσχετισμού δυνάμεων, η διαδικασία συσσώρευσης είναι ταυτόχρονα διαδικασία κατάρρευσης. Είναι σκέτη ταυτολογία να αντιδιαστέλλουμε την αλλαγή συσχετισμού δυνάμεων στην κατάρρευση. Όπως και νά ‘χει, η μεταβολή του συσχετισμού δυνάμεων, όπως την εννοεί ο κριτικός, δεν ορίζει ένα “αντικειμενικό” όριο, καθώς γι’ αυτόν από ό,τι φαίνεται επιδρά μόνο πολιτικά –όχι οικονομικά. Όμως, μόνον όταν περνάμε από τη σχετική στην απόλυτη εξαθλίωση της εργατικής τάξης, μπορούμε να μιλάμε για αντικειμενικά όρια· η αλλαγή του συσχετισμού δυνάμεων δε θέτει κανένα όριο, καθώς η διαδικασία συσσώρευσης αρχικά επιτρέπει τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης στη βάση της σχετικής εξαθλίωσης.

Οι ταξικοί αγώνες εξαρτώνται από την ταξική κατάσταση του προλεταριάτου, και έτσι έχουν κατ’ ανάγκη έναν οικονομικό χαρακτήρα. Όταν ξεκινά η κατάρρευση, δηλ. όταν το κεφάλαιο δε μπορεί να συνεχίσει να υπάρχει παρά στη βάση της απόλυτης και διαρκούς εξαθλίωσης των μαζών, η οικονομική πάλη μετατρέπεται, είτε έχουν συνείδηση αυτής της αλλαγής οι μάζες είτε όχι, σε πολιτική πάλη, στην οποία τίθεται το ζήτημα της εξουσίας. Η οικονομική κατάσταση παραμένει το ουσιώδες· η επανάσταση θα επιβληθεί στους ανθρώπους μέσω της οικονομικής κατάστασης.

Δε γίνεται να αντιπαραθέτουμε οικονομική κατάρρευση και επανάσταση που προκύπτει από τη βούληση των μαζών, γιατί είναι διαδικασίες που ταυτίζονται. Όμως αυτή η ταυτότητα μας οδηγεί ακόμη στο να καταλάβουμε αφενός τι είναι η πραγματική ταξική συνείδηση, αφετέρου τον άστοχο χαρακτήρα της επιχειρηματολογίας του κριτικού ενάντια στον Γκρόσμαν. Όπως οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής εμποδίζουν σε ένα προχωρημένο σημείο την περαιτέρω ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, έτσι εμποδίζουν και την πλέρια εφαρμογή του συνειδητού παράγοντα στην κοινωνική διαδικασία της ζωής. Κι όμως, εντέλει αυτή η συνείδηση πρέπει να επιβληθεί, και μπορεί να επιβληθεί μόνο υπό ορισμένες συνθήκες, στις οποίες αποκτά συγκεκριμένη υπόσταση.

 Οι άνθρωποι πράττουν εξαιτίας της αναγκαιότητας, ό,τι θα έπρατταν εξαιτίας της βούλησής τους αν ζούσαν σε συνθήκες ελευθερίας. Όπως η ανταλλακτική σχέση στον καπιταλισμό, αν και δεν είναι παρά μια σχέση ανάμεσα σε ανθρώπους και όχι ένα απτό πράγμα, εκπληρώνει λειτουργίες ολωσδιόλου συγκεκριμένες, πραγμοποιείται, έτσι και σε μια επαναστατική κατάσταση, η για τις μάζες ολωσδιόλου ρεαλιστική εναλλακτική: Κομμουνισμός ή Βαρβαρότητα, μετατρέπεται σε πρακτική δραστηριότητα, λες και να ξεπήδησε άμεσα από τη συνείδηση. Η πραγματική κατάσταση μετατρέπεται σε επαναστατική σχέση, η οποία ως τέτοια ωθεί και κατακλύζει τις μάζες, δίχως όμως να γίνεται κατανοητή στην ολότητά της από αυτές.

Η μαζική εξέγερση δε μπορεί να προκύψει από μια “διανοητική-συνείδηση”· οι καπιταλιστικές συνθήκες διαβίωσης αποκλείουν την δυνατότητα μιας τέτοιας συνείδησης, καθώς εντέλει η συνείδηση είναι πάντα συνείδηση της υπάρχουσας πρακτικής. Κι όμως, η υλική αναγκαιότητα ωθεί τις μάζες σε πράξεις, σαν να είχαν πράγματι επαναστατική παιδεία· αποκτούν “πρακτική-συνείδηση”.  Οι αναγκαιότητες της ζωής δεν έχουν τρόπο να εκδηλωθούν πλην της επανάστασης. Η επαναστατική πράξη του προλεταριάτου μπορεί να κατανοηθεί μονάχα ως αποτέλεσμα των υλικών αναγκαιοτήτων της ζωής. Αυτές εξαρτώνται από την οικονομική κατάσταση της κοινωνίας. Αν το κεφάλαιο δεν υπόκειται σε οικονομικά όρια, δεν έχουμε να προσδοκούμε καμιά επανάσταση. Όμως, για τους μαρξιστές και τον Γκρόσμαν, οικονομικά όρια και επανάσταση είναι ένα και το αυτό.

 

 

[1] Ο Μάτικ αναφέρεται στο μανιφέστο του UWP που φέρει τον τίτλο World-wide Fascism or World Revolution? (1934).

[2] Εδώ ο Μάτικ παραθέτει ελαφρώς αλλαγμένη μια γνωστή φράση από το Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος.

[3] Ο Μάτικ παραθέτει ελαφρώς αλλαγμένο το κείμενο του Πάνεκουκ.

[4] Κεφάλαιο, 3ος τόμος, σ.276-277.

 

 

 

Για τη Μαρξική Θεωρία Συσσώρρευσης και Κατάρρευσης – Πάουλ Μάττικ

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *