Paul Sweezy: Μαρξισμός και επανάσταση

Μαρξισμός και επανάσταση

 

του ΠΩΛ Μ. ΣΟΥΗΖΥ

 

Τεύχος Νο 48

 

Αρχική Δημοσίευση: Monthly Review, Vol. 34, No 10, Μάρτιος 1983

Μετάφραση: Αναστασία Λαμπροπούλου

 

Έχει πολλές φορές επισημανθεί ότι ο μαρξισμός συνταίριαξε τρία μεγάλα πνευματικά ρεύματα – τη γερμανική φιλοσοφία, τον γαλλικό σοσιαλισμό και την αγγλική πολιτική οικονομία. Σε καθένα από αυτά έδωσε τη δική του ερμηνεία και επέφερε τις δικές του μετατροπές, αλλά η πρωτοτυπία του δεν συνίσταται τόσο σε αυτές τις καινοτομίες όσο στο σύνολο που δημιούργησε από αυτά τα στοιχεία. Αυτό ήταν κάτι καινούριο, κάτι που δεν είχε προηγούμενο, και οι συνέπειές του ήταν συνταρακτικές.

Το κλειδί για την κατανόηση αυτού του επιτεύγματος, θεωρώ, βρίσκεται στις «Θέσεις για τον Φόυερμπαχ» που γράφτηκαν το 1845, και ειδικά στην εξαιρετικά σύντομη Ενδέκατη (και τελευταία) Θέση: «Οι φιλόσοφοι έχουν ως τώρα ερμηνεύσει τον κόσμο, όμως το ζήτημα είναι να τον αλλάξουμε».Είναι περιττό να διευκρινίσουμε ότι ο μαρξισμός δεν αρνείται την ανάγκη για την ερμηνεία (κατανόηση) του κόσμου. Η παραπάνω πρόταση αποτελεί απλώς μια επιβεβαίωση ότι σκοπός της κατανόησης είναι να δημιουργήσει το θεμέλιο για την αλλαγή. Επομένως, ο μαρξισμός από την αρχή έχει διττό χαρακτήρα: είναι επιστήμη της κοινωνίας και της ιστορίας από τη μια μεριά και σχέδιο για την αλλαγή του κόσμου προς το καλύτερο από την άλλη.

Φαινομενικά, δεν υπάρχει καμιά ασυμβατότητα ή σύγκρουση ανάμεσα σε αυτά τα δύο στοιχεία, όμως η μακρά πείρα έχει δείξει ότι η σύζευξή τους σε μια συνεκτική και αποτελεσματική πρακτική είναι πολύ πιο δύσκολη από όσο είχαν φανταστεί ο Μαρξ και ο Ένγκελς, μέσα στον νεανικό ενθουσιασμό τους.Όταν πια ο Μαρξ έγραψε τις «Θέσεις για τον Φόυερμπαχ» την άνοιξη του 1845, αυτός και ο ισόβιος φίλος του είχαν ήδη αρχίσει την εργασία που είχαν αναθέσει στον εαυτό τους, δηλαδή να κατανοήσουν τον κόσμο και ταυτόχρονα να αναπτύξουν μια στρατηγική για να τον αλλάξουν.

Η μέθοδός τους περιλάμβανε την εξέταση και την κριτική της δικής τους πνευματικής μόρφωσης, αλλά και τη διεύρυνση παράλληλα της οπτικής τους λαμβάνοντας υπόψη την προχωρημένη σκέψη άλλων παραδόσεων, όπως ήταν η αγγλική πολιτική οικονομία και ο γαλλικός σοσιαλισμός. Είχαν ήδη ολοκληρώσει, ή σύντομα θα ολοκλήρωναν, δύο έργα με τα οποία, ενώ ασκούσαν σε μεγάλο βαθμό κριτική στους Γερμανούς συγχρόνους τους, έθεταν στοιχειωδώς τον τρόπο με τον οποίο κατανοούσαν τον κόσμο (ιστορικός υλισμός) και το μέσο με το οποίο θα μπορούσε να αλλάξει (προλεταριακή επανάσταση). Αυτά τα έργα, που τα έγραψαν από κοινού ο Μαρξ και ο Ένγκελς, ήταν Η Αγία Οικογένεια, ή Κριτική της κριτικής Κριτικής και Η γερμανική ιδεολογία. Τα επόμενα δύο χρόνια θα ολοκλήρωναν τρία ακόμα έργα – την Κατάσταση της εργατικής τάξης στην Αγγλία (Ένγκελς), την Αθλιότητα της φιλοσοφίας (Μαρξ) και το Κομμουνιστικό μανιφέστο (Μαρξ και Ένγκελς).

Αυτά τα πέντε έργα ήταν προϊόν μιας περιόδου έντονης πνευματικής δραστηριότητας των δύο νέων αντρών, που δεν είχαν συμπληρώσει τα τριάντα τους χρόνια και βρίσκονταν ακόμα στη διαδικασία διαμόρφωσης της κοσμοθεωρίας τους. Με την έκδοση του Μανιφέστου την παραμονή των επαναστάσεων του 1848, οι ιδέες τους διαδόθηκαν ευρέως και αποτέλεσαν την ιδεολογική και προγραμματική βάση του μαρξισμού, όπως τη γνωρίζουμε από τότε. Αυτό δεν σημαίνει ότι το μετέπειτα έργο τους δεν έδινε καμιά σημαντική συνεισφορά. Ασφαλώς και έδινε. Όμως πλέον είχαν τεθεί οι βάσεις του κατοπινού έργου τους, και τα βασικά συμπεράσματα που είχαν συναγάγει διατηρήθηκαν και ενισχύθηκαν.

Ο ιστορικός υλισμός, βελτιωμένος και επεξεργασμένος για την περίπτωση του καπιταλισμού, παρέμεινε το κλειδί για την κατανόηση του κόσμου, και η προλεταριακή επανάσταση, το μέσο για την αλλαγή του. Και ενώ εξαρχής ο Μαρξ και ο Ένγκελς πίστευαν ότι ο στόχος της επανάστασης ήταν ο κομμουνισμός, άρχισαν σιγά σιγά να αναγνωρίζουν την αναγκαιότητα ενός μεταβατικού σταδίου, το οποίο ο Μαρξ το 1875 ονόμασε την «πρώτη φάση» του κομμουνισμού και οι οπαδοί του ονόμασαν σοσιαλισμό. Ούτε ο Μαρξ ούτε ο Ένγκελς έδωσαν κάποιον ορισμό, ή έστω ένα σχέδιο αυτού του μεταβατικού σταδίου, αλλά διάσπαρτες αναφορές στα γραπτά τους μας επιτρέπουν να τους αποδώσουμε την άποψη ότι πρωταρχικά επρόκειτο για την αποκήρυξη του καπιταλισμού, η οποία θα ανέπτυσσε τη δική της θετική ταυτότητα (κομμουνισμός) μέσα από τον επαναστατικό αγώνα στον οποίο το προλεταριάτο θα ξανάχτιζε την κοινωνία και στη διαδικασία αυτή θα αναμόρφωνε και τον ίδιο του τον εαυτό .

Ένα κρίσιμο θέμα για το μαρξισμό ήταν και είναι η σχέση ανάμεσα στον ιστορικό υλισμό και στην προλεταριακή επανάσταση. Όπως θεωρούσαν ο Μαρξ και ο Ένγκελς στα πρώτα έργα τους, η απάντηση ήταν σαφής και αβασάνιστη. Πίστευαν ότι η βιομηχανική επανάσταση σάρωνε την Αγγλία και άλλες σχετικά ανεπτυγμένες περιοχές της Δυτικής Ευρώπης, επιφέροντας φαινομενικά αναπόδραστες συνέπειες σε ό,τι αφορά την εξάπλωση των μηχανών και του εργοστασιακού συστήματος και τα σχετικά, καθώς και την απόλυτη αύξηση του προλεταριάτου, δηλαδή της έμμισθης εργατικής τάξης δίχως ιδιοκτησία. Με αρκετή σαφήνεια ο Ένγκελς παρείχε το εμπειρικό μοντέλο αυτής της διαδικασίας στην Κατάσταση της εργατικής τάξης στην Αγγλία, όπου ασχολήθηκε με τους πρωτοπόρους στον τομέα της αγγλικής κλωστοϋφαντουργίας, ενώ η ανάλυση των δυνάμεων που της έδωσαν ώθηση εκτέθηκε συνοπτικά στο Μανιφέστο. Ο επαναστατικός χαρακτήρας του πλήρως ανεπτυγμένου προλεταριάτου συνάχθηκε από τις συνθήκες της ύπαρξής του και δηλώθηκε με σθένος από την εποχή που γράφτηκε η Αγία Οικογένεια:

Εφόσον η αφαίρεση της ανθρώπινης ιδιότητας, ακόμα και της επίφασης της ανθρώπινης ιδιότητας, έχει στην πράξη συντελεστεί στο πλήρως ανεπτυγμένο προλεταριάτο, εφόσον οι συνθήκες διαβίωσης του προλεταριάτου αποτελούν σημείο αναφοράς για όλες τις απάνθρωπες συνθήκες στη σύγχρονη κοινωνία, εφόσον το ανθρώπινο ον χάνεται στο προλεταριάτο, αλλά έχει κερδίσει τη θεωρητική συνείδηση της αφαίρεσης και αναγκάζεται από την αναπόφευκτη και απολύτως επιτακτική ανάγκη… να επαναστατήσει ενάντια σε αυτή την απάνθρωπη κατάσταση – για όλους αυτούς τους λόγους το προλεταριάτο μπορεί και πρέπει να χειραφετηθεί.

Αυτή η άποψη για τη σχέση ανάμεσα στην κατανόηση του κόσμου και την αλλαγή του δεν άλλαξε ποτέ ουσιαστικά ούτε από τον Μαρξ ούτε από τον Ένγκελς όσο ζούσαν. Θεωρητικά, ο Μαρξ την επεξεργάστηκε και την εμβάθυνε στο κολοσσιαίο έργο του Κεφάλαιο, και πρακτικά αποτέλεσε τη βασική τους αρχή στη Διεθνή Ένωση Εργατών (Πρώτη Διεθνή) και στο ρόλο τους ως συμβούλων των σοσιαλιστικών κομμάτων και κινημάτων μέχρι το θάνατο του Ένγκελς το 1895. Η επαναστατική αποστολή του προλεταριάτου ήταν επομένως το αξίωμα του μαρξισμού, το οποίο ο Μαρξ και ο Ένγκελς κληροδότησαν στους οπαδούς τους.

Κατά πόσο ισχύει αυτή η πεποίθηση, ότι δηλαδή το προλεταριάτο είναι φορέας και παράγοντας της επαναστατικής αλλαγής, υπό το φως των εξελίξεων οι οποίες διαδραματίστηκαν τα εκατό χρόνια που πέρασαν από το θάνατο του Μαρξ; Η απάντηση είναι ότι δεν ισχύει και τόσο.

Καταρχάς, στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες δεν ξέσπασαν επαναστάσεις παρά τις προσδοκίες που δημιούργησε η θεωρία της καπιταλιστικής ανάπτυξης όπως διατυπώθηκε στο Κεφάλαιο. Ο κύριος λόγος για αυτό είναι ότι, προφανώς μετά το 1850, δηλαδή την εποχή περίπου που ο Μαρξ και ο Ένγκελς ολοκλήρωναν τα πέντε έργα τους τα οποία αναφέραμε παραπάνω, η εξέλιξη του προλεταριάτου ακολούθησε διαφορετική πορεία από αυτή που είχαν προβλέψει στο απόσπασμα που παραθέσαμε από την Αγία Οικογένεια [2] . Ο πραγματικός μισθός (αξία της εργατικής δύναμης) αυξήθηκε σταδιακά, και ο ταξικός αγώνας, παρόλο που συνεχίστηκε, συχνά με πολύ μεγάλη ένταση, έθετε όλο και πιο συχνά ως στόχο του από την πλευρά των εργατών τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσής τους μέσα στο πλαίσιο του καπιταλισμού και όχι την επαναστατική ανατροπή του συστήματος. Επομένως, πριν από το τέλος ακόμα του 19ου αιώνα τα μαρξιστικά κόμματα και τα συνδικάτα που συνέχισαν να κηρύττουν την αφοσίωσή τους στον επαναστατικό στόχο μετατράπηκαν στην ουσία σε ρεφορμιστικές οργανώσεις.

Δεν πρέπει να θεωρηθεί ότι ο Μαρξ και ο Ένγκελς δεν αντιλαμβάνονταν το χάσμα που υπήρχε ανάμεσα στην αρχική τους εικόνα για το προλεταριάτο και στην πραγματικότητα που εξελισσόταν γύρω τους καθώς περνούσαν τα χρόνια και οι δεκαετίες. Σε ένα από τα πολλά παραδείγματα που θα μπορούσαμε να αναφέρουμε, ο Ένγκελς έγραψε σε μια επιστολή προς τον Μαρξ στις 8 Απριλίου του 1863: «Το αγγλικό προλεταριάτο έχει χάσει στην πράξη όλη του την επαναστατική ορμή, και ο Άγγλος προλετάριος διακηρύττει την απόλυτη συμφωνία του με την κυριαρχία της αστικής τάξης».

Επιπλέον, ο Μαρξ και ο Ένγκελς είχαν κηρύξει έναν σφοδρό και ανελέητο αγώνα ενάντια σε ό,τι θεωρούσαν έλλειψη επαναστατικής κατανόησης και αφοσίωσης στα κινήματα της εργατικής τάξης με τα οποία είχαν σχέση, και κυρίως στην Πρώτη Διεθνή και στο γερμανικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα. Η πιο διάσημη από όλες τις προγραμματικές προτάσεις του Μαρξ, η Κριτική στο πρόγραμμα της Γκότα, ήταν στην ουσία μια επίμονη –και όπως αποδείχτηκε ανεπιτυχής– πολεμική ενάντια στο ανούσιο, μη επαναστατικό προσχέδιο του προγράμματος που κατατέθηκε για την ενοποίηση των τότε δύο μεγάλων γερμανικών εργατικών κομμάτων το 1875.

Για λόγους που δεν μπορούμε να αναλύσουμε εδώ, ωστόσο, αυτές οι επαναλαμβανόμενες αρνητικές εκτιμήσεις και τα αισθήματα για τις εξελίξεις στην εργατική τάξη μετά το 1850 δεν άφησαν κανένα ίχνος στο μαρξισμό που κληροδότησαν οι θεμελιωτές στους οπαδούς του. Το Κομμουνιστικό μανιφέστο και το Κεφάλαιο παρέμειναν τα έγκυρα κείμενα του κινήματος, και οι κορυφαίες μορφές της Δεύτερης Διεθνούς (που ιδρύθηκε το 1888), με τον Κάουτσκυ στην κορυφή της λίστας, συνέχισαν να είναι υποκριτικά αφοσιωμένες στο δόγμα της προλεταριακής επανάστασης. Μόνο το 1914, όταν τα εθνικά κόμματα που συνιστούσαν τη Διεθνή διασπάστηκαν και διχάστηκαν για να υποστηρίξουν τη μια ή την άλλη πλευρά στον πόλεμο, η επαναστατική δυναμική του μαρξιστικού κινήματος στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες αποδείχτηκε μύθος.

Παραδόξως, χάρη σ’ αυτή τη συγκυρία ο μύθος έλαβε καινούρια τροπή. Ο Λένιν, ως αρχηγός και κύριος εκπρόσωπος των Ρώσων μπολσεβίκων και αφοσιωμένος ορθόδοξος μαρξιστής, αποκήρυξε τους αρχηγούς των οπισθοδρομικών σοσιαλιστικών κομμάτων και πτερύγων, με την κατηγορία ότι δεν ήταν νόμιμοι εκπρόσωποι των αντίστοιχων εργατικών τάξεων, αλλά προδότες ενός διεθνούς προλεταριάτου με τα χαρακτηριστικά που απέδιδαν σε αυτό ο Μαρξ και ο Ένγκελς εξαρχής. Αυτή η θέση σύντομα ενισχύθηκε από την επιτυχία των μπολσεβίκων στη Ρωσική Επανάσταση του 1917. Το κόμμα των μπολσεβίκων ήταν πράγματι ένα προλεταριακό κόμμα με την κλασική μαρξιστική έννοια. Την κρίσιμη στιγμή η αφοσιωμένη επαναστατική πτέρυγα στους κόλπους της ηγεσίας επικράτησε έναντι όσων αμφιταλαντεύονταν, και έτσι κατάφεραν να αποκτήσουν την εξουσία. Η εμπειρία αυτή επιβεβαίωνε την ανάλυση την οποία υποστήριζε ο Λένιν από τις διασπάσεις του 1914, ότι δηλαδή αυτό που εμπόδιζε το προλεταριάτο να πραγματοποιήσει την επαναστατική αποστολή του ήταν η ηγεσία που είχε αποκοπεί από τις προλεταριακές της ρίζες και είχε καταλήξει να εκπροσωπεί όχι την εργατική τάξη στο σύνολό της αλλά μια μικρή ανώτερη ομάδα (την «εργατική αριστοκρατία»), η οποία στην ουσία είχε μετατοπιστεί προς την πλευρά των καπιταλιστών.

Αυτή η ερμηνεία, και η θεωρία της εργατικής αριστοκρατίας πάνω στην οποία βασιζόταν, έγινε το δόγμα του κομμουνιστικού κινήματος που προέκυψε μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και τη Ρωσική Επανάσταση. Τα νέα κομμουνιστικά κόμματα στις ανεπτυγμένες χώρες θα αναλάμβαναν την ηγεσία των αντίστοιχων εργατικών τάξεων, και θα έσωζαν τους πολιορκημένους Ρώσους επαναστάτες, επαναφέροντας έτσι το τρένο της ιστορίας στη σωστή του τροχιά, από την οποία είχε προσωρινά εκτραπεί εξαιτίας των ηγετών της Δεύτερης Διεθνούς και των ρεφορμιστικών κομμάτων που την αποτελούσαν.

 

 

 

http://chrreppas.blogspot.gr/2010/06/blog-post_9253.html

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *