Paul Sweezy/Harry Magdoff: Τι Είναι Μαρξισμός;

Paul Baran, Paul Sweezy, Fidel Castro και Leo Huberman (1960)

 

 

Οι Paul Sweezy (1910-2004) και Harry Magdoff (1913-2006) μαζί με τον Leo Huberman (1903-1968) υπήρξαν ιδρυτές του ανεξάρτητου σοσιαλιστικού περιοδικού Monthly Review το οποίο κυκλοφόρησε για πρώτη φορά την 1η Μάη του 1949 και συνεχίζει να κυκλοφορεί μέχρι και τις μέρες μας.

 

 

Τι Είναι Μαρξισμός;

 

 

 

των Πωλ Μ. Σουήζυ & Χάρι Μάγκντοφ

Πως θ’ απαντούσατε στην ερώτηση «τι είναι μαρξισμός;». Μια νεαρή φίλη μας, στη θαυμαστή αυτή περίοδο της ζωής όπου η ανάγκη να καταλάβεις τι συμβαίνει στον κόσμο είναι άπληστη, μας έκανε τις προάλλες τούτη την ερώτηση. Είχε διαβάσει για τις πρόσφατες εξελίξεις στην Κίνα, κι όσο διάβαζε, τόσο περισσότερο της γεννιόνταν απορίες.

«Είναι αλήθεια», ρώταγε, «ότι οι Κινέζοι εγκατέλειψαν τον μαρξισμό, γιατί αναγνωρίζουν πια ότι οι λύσεις για όλα τα προβλήματα τους δεν βρίσκονται στα γραπτά του Μαρξ; Προσπάθησε πραγματικά ο Μαρξ να δώσει απαντήσεις σε όλα τα προβλήματα του κόσμου, όχι μόνο της δικής του εποχής αλλά κι όλων των μελλοντικών εποχών;». «Αν είναι έτσι», σκέφτηκε, «θα πρέπει να ήταν κάποιο είδος μυστικιστή, ή ίσως ακόμη και παλαβός. Και το κινέζικο σλόγκαν «να μαθαίνουμε την αλήθεια από τα γεγονότα»; Αυτό ήταν που δίδασκε ο Μαρξ για το πώς θα φτάσουμε στη γνώση;» (αλήθεια και γνώση, γι’ αυτήν, ήταν το ίδιο πράγμα.)

Αυτές οι ερωτήσεις ήταν σχετικά εύκολες. Φυσικά, ο Μαρξ ουδέποτε ισχυρίστηκε ότι κατέχει όλες τις απαντήσεις. Η αξίωση πως το ισχυρίστηκε ήταν απλά μια από τις χιλιάδες διαστρεβλώσεις που έγιναν από τους εχθρούς του, για να δυσφημήσουν το μαρξισμό. Το ότι οι Κινέζοι δεν το παραδέχονται δεν αποδεικνύει τίποτε, ούτε για την υποστήριξη ούτε για την εγκατάλειψη του μαρξισμού από μέρους τους.

Κι όσο για το «να μαθαίνουμε την αλήθεια από τα γεγονότα», αυτό ήταν άλλο ζήτημα. Οι Κινέζοι, προφανώς, το έβαλαν σαν προμετωπίδα της δικής τους κατανόησης για όσα δίδαξε ο Μαρξ (κι ο Μάο Τσε-Τουνγκ). Της εξηγήσαμε πως αυτός ο τρόπος κατανόησης δεν ήταν ο δικός μας, και ότι, κατά την άποψη μας, τα γεγονότα καθαυτά -ακόμη κι αν δεχτούμε πως είναι δυνατό να πούμε τι είναι «γεγονός»- δεν μεταφέρουν κανένα μήνυμα ανεξάρτητο από ένα σύνολο σειράς άλλων γεγονότων.

Ωστόσο, ο Μαρξ κι ο Μάο δίδαξαν κάτι που ακούγεται παρόμοιο, .συγκεκριμένα το «μάθε την αλήθεια από την πράξη», από την ιστορία, την οικονομία και την πολιτική, από την παιδεία στην πλατύτερη της έννοια – με μια λέξη, από τον πραγματικό κόσμο των κοινωνικών σχέσεων και της πάλης των τάξεων, που είναι διαφορετικός από τους φανταστικούς κόσμους της αποκάλυψης και της καθαρής σκέψης. Ίσως αυτό να είναι που εννοούσαν οι Κινέζοι με ό,τι εκφράζει το κινέζικο ρητό «να μαθαίνουμε την αλήθεια από τα γεγονότα». Αν δεν ήταν αυτό, μας φαίνεται πως το ίδιο αυτό σύνθημα είναι μια αρκετά καλή ένδειξη για το ότι η κρατούσα κινεζική ηγεσία απομακρύνθηκε από το μαρξισμό – τουλάχιστον σε σχέση με ένα πολύ σημαντικό θέμα.

Αλλά, αν και νομίσαμε ότι αυτά θα ικανοποιούσαν τη φίλη μας, γρήγορα χάσαμε τις ψευδαισθήσεις μας: «Νομίζετε, λοιπόν, ότι μπορεί να εγκατέλειψαν το μαρξισμό;» είπε- «μα τι είναι μαρξισμός; Ή, τέλος πάντων, τι νομίζετε εσείς πως είναι;». Μετά κι απ’ αυτό δεν υπήρχε τρόπος διαφυγής. Έπρεπε να πιάσουμε τον ταύρο απ’ τα κέρατα και να κάνουμε ότι καλύτερο μπορούσαμε, για να της δώσουμε μια τίμια απάντηση. Στα επόμενα παρουσιάζουμε μια συνοπτική περίληψη όσων της είπαμε, παραλείποντας δικαιολογημένα τις συχνές παρεμβολές της, με αποτέλεσμα να φαίνεται πως δεν μιλάμε σε κανέναν άλλο έξω απ’ τον εαυτό μας.

Ο μαρξισμός είναι πάνω απ’ όλα μια πλατιά κοσμοθεωρία, αυτό που οι Γερμανοί αποκαλούν Weltanschauung: ένα σώμα φιλοσοφικών, οικονομικών, πολιτικών, κοινωνιολογικών, επιστημονικών δογμάτων ή αρχών, αλληλεξαρτώμενων, που σχηματίζουν όλα μαζί μιαν ανεξάρτητη και ευρεία, διανοητικά αυτάρκη δομή. Μερικά από τα δόγματα ή τις αρχές είναι βασικά, άλλα δευτερεύοντα ή ελάσσονος σημασίας. Ενώ οι μαρξιστές συμμερίζονται έναν κοινό τρόπο θεώρησης του κόσμου και ανταπόκρισης προς αυτόν, διαφέρουν μεταξύ τους σε πολλά προβλήματα ερμηνείας και αξιολόγησης. Και, φυσικά, μια τέτοια πνευματική δομή υπόκειται -και πρέπει να υπόκειται- σε αλλαγές, σύμφωνες με την πρόοδο της γνώσης και της κατανόησης της.

Σημαντικότερο, ίσως, είναι πως ο μαρξισμός διαθέτει μια θεωρία της ιστορίας και του πεπρωμένου της ανθρωπότητας, που είναι απλή στις κυριότερες γραμμές της αλλά και ανυπολόγιστα σημαντική στις συνέπειες της. Είναι μια θεωρία ορθολογική, και όχι μυστικιστική∙ αλλά, όπως όλες οι τέτοιου είδους θεωρίες, ποτέ δεν μπορεί να επαληθευτεί με ακριβή ή επιστημονική μορφή. Αποτελεί οδηγό στη ζωή και την κοινωνική πρακτική, ενώ η ισχύς της μπορεί α αποδειχθεί μακροπρόθεσμα, απ’ τα αποτελέσματα της.

Η θεωρία αυτή λέει ότι όλος ο μέχρι τώρα πολιτισμός είναι σε θέση να στηρίζεται στην εκμετάλλευση των ανθρώπινων όντων, ενώ την ίδια στιγμή φθείρεται από αυτήν. Η «πτώση» επήλθε, όχι όταν ο Αδάμ και η Εύα διώχτηκαν από τον Κήπο της Εδέμ, αλλά όταν η εργασία έγινε αρκετά παραγωγική, ώστε ν’ αξίζει τον κόπο ένα ανθρώπινο ον να σκλαβώνει ένα άλλο. Με την πράξη αυτήν η κοινωνία χωρίστηκε σε εκμεταλλευτές και σε θύματα της εκμετάλλευσης, και το δηλητήριο εισχώρησε στις καρδιές και των δύο κατηγοριών. Ωστόσο, ο μαρξισμός δεν νοσταλγεί τον χαμένο παράδεισο του πρωτόγονου κομμουνισμού (αν υπήρξε ποτέ κάτι τέτοιο). Ο πολιτισμός έγινε ανέφικτος δίχως την εκμετάλλευση.

Χωρίς την ανύψωση των λίγων πάνω στις πλάτες των πολλών, δεν θα είχαμε ποτέ γνώση, τέχνη, παιδεία. Αλλά η αμαρτία βρισκόταν, πάντα το ίδιο, στην εργασία: ο πολιτισμός έγινε κατ’ ανάγκη μολυσμένος. Οι κοινωνίες αναπόφευκτα διχάστηκαν ενάντια στον ίδιο τον εαυτό τους. Τα άτομα αναπόφευκτα απανθρωπίστηκαν.

Όλα αυτά ήταν μοιραία -και τούτο πρέπει να το λέμε- όσο η παραγωγικότητα της ανθρώπινης εργασίας ήταν τόσο χαμηλή, ώστε ο πολιτισμός να μπορεί να ακμάζει μόνο αν το κοινωνικό πλεόνασμα συγκεντρωνόταν στα χέρια των λίγων, έτσι που η πολυτέλεια, ο πλούτος, ο πολιτισμός στον ένα πόλο να ζευγαρώνει με τη φτώχεια, τη μιζέρια και τον εξευτελισμό στον άλλον.

Μέσα σ’ αυτόν τον κόσμο γεννήθηκε ο καπιταλισμός∙ ο καπιταλισμός, που είναι η τελευταία και πιο αναπτυγμένη μορφή της εκμεταλλευτικής ταξικής κοινωνίας∙ μιας κοινωνίας που δεν βασίζεται στη δουλεία, αλλά στην ελεύθερη μισθωτή εργασία∙ μιας κοινωνίας όπου όσοι κατέχουν τα μέσα παραγωγής σφετερίζονται το κοινωνικό πλεόνασμα, με τη μορφή του κέρδους, των τόκων και της εκμίσθωσης. Αυτό  αποδεικνύει -για λόγους που, για να τους καταλάβει, ο Μαρξ ξόδεψε το μεγαλύτερο μέρος του έργου του- ότι αυτός ο καπιταλισμός ήταν αναμφισβήτητα η πιο παραγωγική και, μ’ αυτήν την έννοια, η πιο προοδευτική κοινωνία που αντίκρισε ποτέ ο κόσμος- και μάλιστα τόσο πολύ, ώστε να γίνει εφικτή, για πρώτη φορά, μια κοινωνία όπου η εκμετάλλευση και η συγκέντρωση του πλεονάσματος στα χέρια των λίγων δεν ήταν πια αναγκαία προϋπόθεση για τον πολιτισμό.

Τώρα η ανθρωπότητα αντιμετώπιζε ένα μεγάλο δίλημμα, μια προσδοκία δίχως προηγούμενο: θα βάδιζε προς μια νέα και υψηλότερη, χωρίς εκμετάλλευση, μορφή πολιτισμού; Ή θα αποτύγχανε ν’ αδράξει τις νέες ευκαιρίες που της ανοίγονταν; Και με μεταφορικούς όρους: θα εξιλεωνόταν για το προπατορικό αμάρτημα της υποδούλωσης, ή η εκμετάλλευση των πολλών απ’ τους λίγους θα εξακολουθούσε να είναι ο τρόπος με τον οποίο ξεδιπλώνεται η ανθρώπινη ζωή;

Ο ίδιος ο Μαρξ δεν αμφέβαλλε για τις απαντήσεις. Από τότε που έγραψε τα νεανικά του κείμενα (κι όσα έγραψε σε στενή συνεργασία με τον Φρειδερίκο Ένγκελς), πίστευε ότι, ενώ ο καπιταλισμός έκανε θαύματα με την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων της κοινωνίας, ποτέ δεν θα κατάφερνε να τις χρησιμοποιήσει προς όφελος των εργατών, που, όπως νόμιζε, θα γίνονταν η πλειοψηφία του πληθυσμού.

Υπήρχε μια ενδημική αντίφαση ανάμεσα στις παραγωγικές δυνάμεις, που αναπτύσσονταν γοργά, και στις κυρίαρχες κοινωνικές σχέσεις παραγωγής, που βασίζονταν στην ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής. Αυτή η αντίφαση παίρνει τη μορφή των οικονομικών κρίσεων, που γίνονται συνεχώς πιο βίαιες και που σπρώχνουν τους εργάτες ολοένα περισσότερο στην κατάσταση της ανασφάλειας και της μιζέριας. Αργά ή γρήγορα (κι όπως ο Μαρξ έτεινε να πιστεύει, γρήγορα) οι εργάτες θα αποκτούσαν συνείδηση των πραγματικών ταξικών συμφερόντων τους∙ θα αυτο-οργανώνονταν σε μιαν ισχυρή επαναστατική δύναμη και, παίρνοντας την εξουσία από τους καπιταλιστές, θα ξεκινούσαν τη μετάβαση σε μια κομμουνιστική κοινωνία, όπου θα καταργούνταν οριστικά η εκμετάλλευση κι οι τάξεις.

Δεν έγινε όμως έτσι. Οι εργάτες των αναπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών κατάφεραν να κερδίσουν αρκετά με την πάλη τους στα πλαίσια του συστήματος, με αποτέλεσμα να αποφευχθεί ο κίνδυνος μιας επαναστατικής συνειδητοποίησης. Σημαντικό μέρος αυτών των κερδών προερχόταν από τις χώρες του Τρίτου Κόσμου, που ήταν εξαρτημένες και θύματα εκμετάλλευσης και που εμποδίζονταν να χρησιμοποιήσουν τους πόρους τους για τη δική τους ανεξάρτητη ανάπτυξη. Αποτέλεσμα ήταν να μετατοπιστεί το κέντρο της επαναστατικής πάλης από τα αναπτυγμένα στα καθυστερημένα τμήματα του καπιταλιστικού κόσμου.

Αυτό εξηγεί τα πρωταρχικά αίτια και τον γενικό : χαρακτήρα που είχαν οι κυριότερες επαναστάσεις του 20ού αιώνα. Σε καμιάν από τις χώρες όπου πραγματοποιήθηκαν, το προλεταριάτο (με την έννοια που του έδινε ο Μαρξ) δεν ήταν ικανοποιητικά μεγάλο ή πολιτικά αναπτυγμένο, ώστε να καθοδηγήσει την επανάσταση ή να διαμορφώσει τη μετεπαναστατική κοινωνία. Τα καθήκοντα αυτά τα ανέλαβαν επαναστατικά κόμματα με σφιχτή οργάνωση, που τα αποτελούσαν ποικίλα τμήματα του πληθυσμού και δεν είχαν ξεκάθαρη ταξική βάση. Στην πορεία των κατοπινών εξελίξεων αναδείχθηκαν νέες κυρίαρχες ομάδες, με έντονα ταξικά χαρακτηριστικά.

Απαλλαγμένα πια από την κυριαρχία και τον προγραμματισμό της οικονομικής εξουσίας και από τα φυσικά ταξικά συμφέροντα των προηγούμενων εκμεταλλευτών, τα νέα αυτά καθεστώτα προσπάθησαν να νομιμοποιήσουν κυριαρχία τους προωθώντας κάποιες βασικές μεταρρυθμίσεις (που αφορούσαν τους ιδιοκτήτες της γης, τα εργατικά δικαιώματα, την κοινωνική ασφάλιση, την εκπαίδευση, την υγεία), ευνοϊκές για τα συμφέροντα των μαζών, χωρίς ωστόσο να αποκηρύξουν την προνομιούχο θέση τους ή να αποδυθούν σε πολιτικές προσπάθειες που θα είχαν τελικό στόχο την πραγματοποίηση μιας εξισωτικής, αταξικής κοινωνίας. Αν εξετάσουμε τις μετεπαναστατικές αυτές κοινωνίες στα πλαίσια της μαρξιστικής κοσμοθεωρίας όπως τη σκιαγραφήσαμε πιο πάνω, θα δούμε ότι παρουσιάζουν σαφέστατη πρόοδο, αλλά πλησιάζουν όλο και λιγότερο στην αποφασιστική εκείνη ρήξη με το παρελθόν που πολλοί μαρξιστές νόμιζαν κάποτε πως θα την έκανε η Ρωσική Επανάσταση.

Έτσι, το βασικό δίλημμα που έθεσε ο καπιταλισμός παραμένει άλυτο: η ανθρωπότητα έχει μεν τα μέσα να εξαλείψει τον απαρχαιωμένο διαχωρισμό ανάμεσα σε εκμεταλλευτές και θύματα της εκμετάλλευσης, αλλά βρίσκεται τόσο μακριά από την επιτυχία αυτού του στόχου, όσο βρισκόταν πάντα. Στις αναπτυγμένες χώρες δεν φαίνονται σημάδια πως θα εμφανιστεί μια ομοιογενής προλεταριακή πλειοψηφία∙ η στασιμότητα και η ηττοπάθεια βαθαίνουν χρειάζεται να εμφανιστούν νέα επαναστατικά ερεθίσματα.

Από την άλλη μεριά, στις υπανάπτυκτες χώρες μεγαλώνει η ανάγκη για επαναστατικές αλλαγές (γι’ αυτήν την ανάγκη δεν μιλά καλύτερα κανένα άλλο σύμπτωμα όσο η εμφάνιση, μεταξύ των μεγαλύτερων θρησκειών του κόσμου, θεολογιών με απελευθερωτικό χαρακτήρα), και παίρνουν μορφή κινήματα που δίνουν πρακτική έκφραση σ’ αυτήν την ανάγκη. Αν επιτραπεί σ’ αυτά τα κινήματα να αναπτυχθούν σύμφωνα με την εσωτερική λογική τους, σύντομα -αυτό το «σύντομα» καθορίζεται από ιστορικά δεδομένα- θα γεννήσουν μια σειρά επαναστάσεις, που θα συνδέονται και θα επιδρούν μεταξύ τους, για τον ριζοσπαστικό μετασχηματισμό της παγκόσμιας προοπτικής.

Αλλά το σημείο ακριβώς όπου τα επαναστατικά κινήματα μας απογοητεύουν, σε συμφωνία με την εσωτερική λογική τους, είναι η ελεύθερη ανάπτυξη. Και, φυσικά, σηκώνονται συνεχώς νέοι φραγμοί, που ισχυροποιούνται με την κατοχύρωση τους και από εξαιρετικά δυνατές τάξεις, ειδικά στις καπιταλιστικές χώρες του κέντρου, που επωφελούνται από τη συνέχιση των εκμεταλλευτικών σχέσεων στο καθεστώς που επικρατεί παγκόσμια.

Αυτή είναι η βασική κατάσταση που κυριαρχεί σήμερα στην παγκόσμια σκηνή. Αυτή η κατάσταση ανακατεύεται με όλα και με όλους, ακόμη και μ’ εκείνους που πιστεύουν πως μπορούν να μείνουν απ’ έξω: ο δικός τους τρόπος είναι απλά ο παθητικός τρόπος υποστήριξης του καθεστώτος. Πώς μπορούμε ν’ αντιδράσουμε εμείς, ως μαρξιστές; Εμείς, πιο πολύ κι απ’ τους Κινέζους, δεν θα βρούμε την απάντηση στον Μαρξ – αυτοί μπορούσαν τουλάχιστον να ελπίζουν πως θα βρουν σ’ εκείνον απαντήσεις για συγκεκριμένα προβλήματα. Πιστεύουμε, όμως, ότι είναι χρήσιμο (κι ίσως αυτό να είναι η ουσία του να είσαι μαρξιστής) ν’ αναρωτηθούμε πώς θα αντιδρούσε ο ίδιος ο Μαρξ, αν ήταν ζωντανός.

Η απάντηση, όπως εμείς την βλέπουμε, είναι: να κάνουμε ό,τι περνά απ’ το χέρι μας, για να δώσουμε βοήθεια στις επαναστατικές δυνάμεις που δουλεύουν για ν’ ανατρέψουν το παγκόσμιο σύστημα της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης και να τις ανακουφίσουμε.

Αφού, στην πράξη, αυτές οι δυνάμεις υπάρχουν (όπως έχουν σήμερα τα πράγματα) μόνο στις υπανάπτυκτες χώρες, κι αφού αυτό που εμποδίζει την πρόοδο τους- και σε πολλές περιπτώσεις απειλεί την ίδια την ύπαρξη τους- είναι ο αντεπαναστατικός έλεγχος από τις κυρίαρχες τάξεις των αναπτυγμένων χωρών (πάνω απ’ όλα των δικών μας κυρίαρχων τάξεων, εδώ, στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής), πρέπει να κάνουμε ό,τι μπορούμε, για ν’ ανατρέψουμε αυτήν την πολιτική βραχυπρόθεσμα και να την αλλάξουμε μακροπρόθεσμα. Κι αυτό σημαίνει: α) ολόψυχη θέληση για τακτικές συμμαχίες με τους πάντες και τα πάντα, παντού -στις ανεπτυγμένες χώρες, στις υπανάπτυκτες χώρες και στις μετεπαναστατικές κοινωνίες- όπου συμμερίζονται τους βραχυπρόθεσμους στόχους μας∙ και β) συγκεκριμένη προσπάθεια να μεταστρέψουμε όλους όσους μπορούν να ασπαστούν τους μακροπρόθεσμους στόχους μας.

Σ’ αυτό το σημείο σταματήσαμε και ρωτήσαμε τη νεαρή φίλη μας αν υπήρχαν ειδικότερα θέματα που είχε στο μυαλό της και τα παραλείψαμε. «Ναι», απάντησε∙ «γράφετε συχνά στο Monthly Review για όσα πάνε στραβά στην αμερικάνικη οικονομία, για την απανθρωπιά και την περιττή δυστυχία που είναι η συνέπεια τους. Ακόμη κι αν δεχτούμε πως αυτά τα προβλήματα θα συνεχίσουν να υπάρχουν όσο ζούμε σε καθεστώς καπιταλισμού, δεν μπορεί να γίνει κάτι για να βελτιωθεί η κατάσταση της πλειοψηφίας εκείνης που είναι τα θύματα του;». Ναι, μπορεί να γίνει κάτι, πραγματικά. Αλλά χρειάζεται να είμαστε ξεκάθαροι για το τι είδους πράξεις και στόχοι έχουν νόημα. Δεν μπορείς να κάνεις τον καπιταλισμό να δουλέψει ενάντια στην εκμετάλλευση. Αυτή, για να μεταχειριστούμε μια καπιταλιστική έκφραση, είναι ο βαθμός αντοχής του. Αλλά, αν τα θύματα της εκμετάλλευσης έχουν αποφασιστικότητα και καλή οργάνωση, μπορούν να επιβάλουν όρια στην εκμετάλλευση και να υποχρεώσουν τους εκμεταλλευτές να κάνουν παραχωρήσεις. Ισχυρές ενώσεις μπορούν ν’ αποφέρουν στους εργάτες πραγματικά οφέλη.

Η αστική δημοκρατία δεν είναι εντελώς για πέταμα. Υπάρχουν περίοδοι, όπως η δεκαετία του 1930, όπου μπορεί να χρησιμοποιηθεί, για να εξαναγκαστεί η κυβέρνηση να καλύψει τουλάχιστον μερικές από τις πιο επιτακτικές ανάγκες της πλειοψηφίας, για εργασία, στέγαση, υγειονομική περίθαλψη κ.ά. Δεν είναι καθόλου εύκολο αυτό, και μερικά κέρδη είναι εντελώς αβέβαια σε καθεστώς καπιταλισμού, όπως δείχνει με αρνητικό τρόπο η εμπειρία μας από τον Ρέηγκαν. Είναι όμως σημαντικά, και οι εργαζόμενοι πρέπει, φυσικά, να αγωνίζονται γι’ αυτά. Σίγουρα αυτό είναι ένα ουσιαστικό μέρος στη ζωή ενός μαρξιστή. Το υπόλοιπο είναι να αναγνωρίσει αυτές τις προσπάθειες ως αναπόσπαστο κομμάτι της παγκόσμιας πάλης που συνεχίζεται, για να λυτρωθεί η ανθρωπότητα από την κατάρα της εκμετάλλευσης.

 

 

Σημείωση: Το πρωτότυπο κείμενο εκδόθηκε με τον τίτλο «What is Marxism?», Monthly Review, No 47, June 1985. Η ελληνική επανέκδοσή του πραγματοποιήθηκε από την «Μηνιαία Επιθεώρηση», Νο 60, Δεκέμβριος 2009. Τη μετάφραση επιμελήθηκε ο Γιώργος Μερτίκας.

 

 

Αναδημοσίευση απο: https://parallhlografos.wordpress.com/2010/05/30/4355/

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *