Rosa Luxemburg: Πρακτικές συνέπειες και γενικός χαρακτήρας του ρεβιζιονισμού

 

Το κείμενο είναι το πέμπτο μέρος απο το έργο της R.Luxemburg «Μεταρρύθμιση η Επανάσταση». Το πρώτο μέρος βρίσκεται εδώ τo δεύτερο εδώ, το τρίτο εδώ και το τέταρτο εδώ

 

 

 

  1. ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΚΑΙ ΓΕΝΙΚΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΟΥ ΡΕΒΙΖΙΟΝΙΣΜΟΥ

 

 

 

Στο πρώτο κεφάλαιο προσπαθήσαμε να αποδείξουμε ότι η θεωρία του Μπερνστάϊν αποσπά το σοσιαλιστικό πρόγραμμα απ’ την υλική του βάση και το μεταθέτει στη σφαίρα του ιδεαλισμού. Αυτό όσον αφορά τα θεωρητικά επιχειρήματα. Αλλά ποιά όψη μας παρουσιάζει τώρα η θεωρία μεταφραζόμενη στην πράξη;

Στην αρχή και τυπικά δε διακρίνεται κατά τίποτε απ’ τη μέχρι τούδε συνηθισμένη πράξη της σοσιαλδημοκρατικής πάλης. Τα συνδικάτα, η πάλη για την κοινωνική μεταρρύθμιση και τη δημοκρατικοποίηση των πολιτικών θεσμών, αυτά τα ίδια πράγματα αποτελούν κατά τα άλλα και τό τυπικό περιεχόμενο της δραστηριότητας της σοσιαλδημοκρατίας. Η διαφορά λοιπόν δεν έγκειται στο τ ί, αλλά στο π ώ ς . Όπως έχουν σήμερα τα πράγματα μέσα στη σοσιαλδημοκρατία, η συνδικαλιστική και κοινοβουλευτική πάλη θεωρούνται σαν μέσα βαθμιαίας καθοδήγησης και διαπαιδαγώγησης του προλεταριάτου για την κατάληψη της πολιτικής εξουσίας.

Κατά τη ρεβιζιονιστική αντίληψη, που θεωρεί αδύνατη καί άσκοπη την κατάληψη της πολιτικής εξουσίας, η συνδικαλιστική και κοινοβουλευτική πάλη πρέπει να διεξάγονται μόνο για την επίτευξη αμέσων αποτελεσμάτων, δηλαδή για την εξύψωση της υλικής θέσης των εργατών, για τον βαθμιαίο περιορισμό της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης και τη διεύρυνση του κοινωνικού ελέγχου.

Αν αφήσουμε κατά μέρος την άμεση εξύψωση της θέσης των εργατών, που σαν σκοπός είναι κοινός και στις δυό αντιλήψεις, και στη συνηθισμένη του κόμματος καθώς και στη ρεβιζιονιστική, η όλη διαφορά συνοψίζεται στα εξής: σύμφωνα με την επικρατούσα αντίληψη η σοσιαλιστική σημασία της επαγγελματικής και πολιτικής πάλης έγκειται στο γεγονός ότι η πάλη αυτή προετοιμάζει το προλεταριάτο, δηλαδή τον υποκειμενικό παράγοντα της σοσιαλιστικής ανατροπής, για την κατάληψη της εξουσίας.

Κατά τον Μπερνστάϊν η επαγγελματική και πολιτική πάλη έχει σοσιαλιστική σημασία, διότι περιορίζει βαθμιαία την καπιταλιστική εκμετάλλευση, αφαιρεί όλο και περισσότερο απ’ την καπιταλιστική κοινωνία τον καπιταλιστικό της χαρακτήρα, της επιβάλλει το σοσιαλιστικό χαρακτήρα, με άλλες λέξεις επιφέρει α ν τ ι κ ε ι μ ε ν ι κ ά τη σοσιαλιστική ανατροπή. Ό τ α ν εξετάσει κανείς από πιό κοντά τα πράγματα, βλέπει ότι πρόκειται για δυό αντιλήψεις ριζικά αντίθετες. Κατά τη συνηθισμένη αντίληψη του κόμματος t o προλεταριάτο αποκτά με την επαγγελματική και πολιτική πάλη την πεποίθηση, ότι είναι αδύνατο με την πάλη αυτή να αλλάξει ριζικά τη θέση του και ότι είναι απαραίτητο να καταλάβει οριστικά την πολιτική εξουσία.

Η θεωρία του Μπερνστάϊν ξεκινά απ’ την προϋπόθεση ότι είναι αδύνατη η κατάληψη της πολιτικής εξουσίας και καταλήγει στο συμπέρασμα της εισαγωγής του σοσιαλισμού με απλή επαγγελματική πάλη. Ο σοσιαλιστικός χαρακτήρας της επαγγελματικής και κοινοβουλευτικής πάλης έγκειται λοιπόν, κατά τόν Μπερνστάϊν, στη βαθμιαία επίδρασή της επί της καπιταλιστικής οικονομίας, που την σοσιαλιστικοποιεί.

Αλλά η επίδραση αυτή δεν είναι, όπως προσπαθήσαμε να αποδείξουμε, παρά φανταστική. Οι καπιταλιστικοί θεσμοί της ιδιοκτησίας και του κράτους εξελίσσονται προς την αντίθετη κατεύθυνση. Με τη θεωρία λοιπόν του Μπερνστάϊν ο πρακτικός καθημερινός αγώνας της σοσιαλδημοκρατίας παύει γενικά νάχει οποιαδήποτε σχέση με το σοσιαλισμό. Η μεγάλη σοσιαλιστική σημασία της επαγγελματικής και πολιτικής πάλης έγκειται στο γεγονός ότι σοσιαλιστικοποιούν τη γνώση, τη συνείδηση του προλεταριάτου, το οργανώνουν σαν τάξη. Η επαγγελματική και πολιτική πάλη, όταν τη θεωρεί κανείς σα μέσο για την άμεση σοσιαλιστικοποίηση της καπιταλιστικής οικονομίας, όχι μόνο δεν ανταποκρίνεται στο φανταστικό αυτό προορισμό της, αλλά χάνει συγχρόνίως και την άλλη σημασία της: παύει νάναι ένα μέσο διαπαιδαγώγησης της εργατικής τάξης για την προλεταριακή κατάληψη της πολιτικής εξουσίας.

Γι’ αυτό ο Εδ. Μπερνστάϊν και ο Konrad Schmidt παρανοούν εντελώς το πράγμα όταν εφησυχάζουν με την ιδέα, ότι ο τελικός σκοπός δεν χάνεται για το εργατικό κίνημα αν η όλη πάλη περιοριστεί στις κοινωνικές μεταρρυθμίσεις και στα συνδικάτα, διότι κάθε πρόοδος στο δρόμο αυτόν υπερβάλλει τον εαυτό της και διότι έτσι ο σοσιαλιστικός τελικός σκοπός ενυπάρχει σαν τάση μέσα στο κίνημα. Αυτό είναι πραγματικά ολότελα ορθό όταν πρόκειται για τη σημερινή τακτική της σοσιαλδημοκρατίας, όταν δηλαδή της επαγγελματικής και κοινωνικομεταρρυθμιστικής πάλης προηγείται σαν οδηγητικό άστρο, σαν σταθερή και άκαμπτη επιδίωξη, ο σκοπός της κατάληψης της πολιτικής εξουσίας. Ό τ α ν όμως αποσπά κανείς την εκ των προτέρων δεδομένη επιδίωξη αυτή απ’ το κίνημα, όταν προβάλλει άμεσα σαν αυτοσκοπό την κοινωνική μεταρρύθμιση, τότε η κοινωνική μεταρρύθμιση όχι μόνο δεν οδηγεί προς την πραγματοποίηση του σοσιαλιστικού τελικού σκοπού, αλλά και μας βγάζει μάλλον σε έναν αντίθετο δρόμο.

Ο Konrad Schmidt επαφίεται, σαν να λέμε, στη μηχανική κίνηση, που αφού αρχίσει, δε μπορεί να σταματήσει μόνη της γιατί, σύμφωνα με την απλή πρόταση ότι η όρεξη έρχεται τρώγοντας, η εργατική τάξη δεν θα ικανοποιείται ποτέ με τις μεταρρυθμίσεις, εφ* όσον δεν ολοκληρώνεται η σοσιαλιστική μεταβολή. Η τελευταία αυτή προϋπόθεση είναι βέβαια ορθή· γι’ αυτό άλλωστε μας εγγυάται ο περιορισμένος χαρακτήρας της καπιταλιστικής κοινωνικής μεταρρύθμισης. Το τελικό όμως συμπέρασμα δε θα μπορούσε νάν^αι ορθό παρά μόνο στην περίπτωση που θάταν δυνατό να κατασκευαστεί μιά συνεχής αλυσίδα αδιάκοπων κάι διαρκώς διευρυνομένων κοινωνικών μεταρρυθμίσεων, που να οδηγεί άμεσα απο το σημερινό κοινωνικό καθεστώς στο σοσιαλιστικό. Αυτό όμως ανήκει στη φαντασία σύμφωνα με τη φύση των πραγμάτων η αλυσίδα θραύεται πολύ γρήγορα και οι δρόμοι που μπορεί απο το σημείο αυτό να ακολουθήσει το κίνημα είναι ποικίλρι. Θα επακολουθήσει τότε αμεσώτατα και πιθανώτατα μιά μεταβολή την τακτική με την έννοια ότι όλες οι προσπάθειες θα καταβάλλονται πιά αποκλειστικά για την επίτευξη των πρακτικών αποτελεσμάτων της πάλης, των κοινωνικών μεταρρυθμίσεων.

Η αδιάλλακτη, άκαμπτη ταξική άποψη που δεν έχει έννοια παρά μόνο προκειμένου για μιά προσπάθεια κατάληψης της πολιτικής εξουσίας, μεταβάλλεται όλο και περισσότερο σε εμπόδιο, εφ όσον οι άμεσες πρακτικές επιτυχίες αποτελούν τον κύριο σκοπό. Το επόμενο βήμα είναι λοιπόν μια «πολιτική ισοζυγίου» — σε καλά γερμανικά:  μιά «εμπορική πολιτική» — και μιά διαλλακτική και συνετή — σαν να επρόκειτο για αστούς πολιτικούς — στάση. Αλλ’ ούτε και στο σημείο αυτό είναι δυνατό να σταθεί το κίνημα επί μακρό χρονικό διάστημα.

Εφ’ όσον η κοινωνική μεταρρύθμιση είναι και θα είναι μέσα στον καπιταλιστικό κόσμο ένα κούφιο καρύδι, το επόμενο λογικό βήμα, οποιαδήποτε τακτική κι’ αν ακολουθήσει κανείς, δε μπορεί νάναι παρά η απογοήτευση και απ’ την κοινωνική μεταρρύθμιση, δηλαδή το ήσυχο λιμάνι, όπου έρριξαν την άγκυρά τους οι καθηγητές Schmoller και Σία, που κΓ αυτοί επίσης μελέτησαν μέσα στα κοινωνικορεφορμιστικά νερά το μεγαλόκοσμο και το μικρόκοσμο, για ν’ αφήσουν στο τέλος όλα να γίνουν όπως αρέσει στο Θεό (1).  Ο σοσιαλισμός λοιπόν δεν προκύπτει διόλου μόνος του και υπό όλες τις περιστάσεις απ’ τον καθημερινό αγώνα της εργατικής τάξης. Ο σοσιαλισμός βγαίνει μόνο απ’ τις διαρκώς οξυνόμενες αντιθέσεις της καπιταλιστικής οικονομίας και απ’ τη γνώση πούχει η εργατική ταξη για το απαραίτητο της κατάργησης της καπιταλιστικής οικονομίας από μιά κοινωνική ανατροπή.

Ό τ α ν αρνείται κανείς το ένα και αποκρούει το άλλο, όπως κάνει ο ρεβιζιονισμός, περιορίζει άμεσα το εργατικό κίνημα σε ένα κίνημα των συνδικάτων για τά συνδικάτα, σ ‘ ένα κίνημα μεταρρυθμιστικό για τις μεταρρυθμίσεις το εργατικό κίνημα τότε καταλήγει, σε τελευταία ανάλυση, δια της ιδίας του βαρύτητας, στην εγκατάλειψη της ταξικής άποψης.

Οι συνέπειες αυτές γίνονται φανερές και όταν εξετάσει κανείς τη ρεβιζιονιστική θεωρία και από μιά άλλη άποψη και θέσει το ερώτημα: ποιός είναι ο γενικός χαρακτήρας της ρεβιζιονιστικής θεωρίας; Είναι φανερό ότι ο ρεβιζιονισμός δε στηρίζεται στις καπιταλιστικές σχέσεις και δεν αρνείται μαζύ με τους αστούς οικονομολόγους, τις αντιθέσεις που περικλείουν οι σχέσεις αυτές. Αντίθετα, στη θεωρία του βάζει, όπως και η μαρξιστική θεωρία, σαν προϋπόθεση την ύπαρξη των αντιθέσεων αυτών.

Απ’ την άλλη μεριά όμως— και αυτός είναι ο κεντρικός πυρήνας της θεωρίας του γενικά και η βασική του διαφορά απ’ την καθιερωμένη ως τα σήμερα αντίληψη της σοσιαλδημοκρατίας — η θεωρία του δεν έχει ως βάση την άρση των αντιθέσεων αυτών δια της ιδίας των συνεπούς εξέλιξης. Η θεωρία του στέκεται στο μέσο μεταξύ των δύο άκρων δε θέλει να ωριμάσουν πλήρως οι καπιταλιστικές αντιθέσεις και να καταργηθούν ριζικά από μια επαναστατική μετατροπή· θέλει να τους θραύσει την αιχμή, ν α τ ι ς α μ β λ ύ ν ε ι . Έτσι η έκλειψη των κρίσεων και η οργάνωση των επιχειρηματιών μέλλει να αμβλύνει την αντίθεση μεταξύ της παραγωγής και της κατανάλωσης, η εξύψωση της θέσης του προλεταριάτου και η διατήρηση της μεσαίας τάξης, την αντίθεση μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας, η αύξουσα δημοκρατία και ο έλεγχος, την αντίθεση μεταξύ ταξικούκράτους και κοινωνίας.

Φυσικά και η καθιερωμένη σοσιαλδημοκρατική τακτική δεν είναι να περιμένουμε πρώτα την εξέλιξη των καπιταλιστικών αντιθέσεων στον ανώτατό των βαθμό και έπειτα τη μετατροπή των. Αντίθετα, στηριζόμαστε απλώς στην κατεύθυνση που διαγνώσαμε ότι ακολουθεί η εξέλιξη, αλλά στον πολιτικό αγώνα ακολουθούμε ως το τέλος τις συνέπειες που βγαίνουν απ’ την κατεύθυνση αυτή της εξέλιξης, σε αυτό έγκειται γενικά η φύση κάθε επαναστατικής τακτικής. Έτσι η σοσιαλδημοκρατία καταπολεμά λ.χ. πάντοτε τους δασμούς και το μιλιταρισμό και όχι μόνο όταν εκδηλωθή πλήρως ο αντιδραστικός των χαρακτήρας. Αλλ’ ο Μπερνστάϊν, στην τακτική του γενικά, δε στηρίζεται στην περαιτέρω εξέλιξη και όξυνση, αλλά στην άμβλυνση των καπιταλιστικών αντιθέσεων. Αυτό το διατύπωσε ο ίδιος κατά τον πιό επιτυχή τρόπο όταν μιλούσε για μιά «προσαρμογή» της καπιταλιστικής οικονομίας.

Πότε θάταν ορθή μιά τέτοια αντίληψη; Ό λ ε ς οι αντιθέσεις της σημερινής κοινωνίας δεν είναι παρά αποτελέσματα του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Αν θέσουμε ως προϋπόθεση, ότι ο τρόπος αυτός παραγωγής εξελίσσεται και στο μέλλον προς την ίδια ως τώρα κατεύθυνση, πρέπει συγχρόνως να παραδεχτούμε, ότι μαζί του εξελίσσονται αναπόσπαστα και όλες οι συνέπειες, ότι οι αντιθέσεις οξύνονται και εντείνονται, αντί να αμβλύνονται. Η άμβλυνση των καπιταλιστικών αντιθέσεων προϋποθέτει, ότι η καπιταλιστική παραγωγή βρίσκει προσκόμματα στην εξέλιξή της.

Η σ τ α σ ι μ ό τ η τ α της καπιταλιστικής ε ξ έ λ ι ξ η ς είναι, με μιά λέξη, η γενική .προϋπόθεση της μπερνσταϊνικής θεωρίας. Έτσι όμως η θεωρία αυτοκαταδικάζεται και μάλιστα αυτοκαταδικάζεται δυό φορές. Πρώτα ξεσκεπάζει τον ουτοπικό της χαρακτήρα σχετικά με το σοσιαλιστικό τελικό σκοπό — είναι ευθύς εξ αρχής φανερό ότι η καπιταλιστική εξέλιξη, έφ’ όσον αμβλύνονται οι αντιθέσεις της, δεν είναι ποτέ δυνατό να οδηγήσει στη σοσιαλιστική ανατροπή, — πράγμα που επιβεβαιώνει την ανάλυσή της για τις πρακτικές συνέπειες της θεωρίας. Δεύτερο, ξεσκεπάζει τον α ν τ ι δ ρ α σ τ ι κ ό της χαρακτήρα σχετικά με τη συντελούμενη γρήγορα καπιταλιστική εξέλιξη. Και τώρα τίθεται το ερώτημα: πώς είναι δυνατόν, έχοντας υπ’ όψη μας την πραγματική καπιταλιστική εξέλιξη, να εξηγήσουμε ή καλύτερα να χαρακτηρίσουμε την μπερνσταϊνική θεωρία;

Νομίζουμε ότι στο πρώτο αυτό μέρος απεδείξαμε πόσο αβάσιμες είναι οι οικονομικές προϋποθέσεις — η θεωρία της καπιταλιστικής «προσαρμογής», — απ’ τις οποίες ξεκινά ο Μπερνστάϊν για να αναλύσει τις σημερινές κοινωνικές συνθήκες. Είδαμε, ότι ούτε το πιστωτικό σύστημα ούτε τα κάρτελ μπορούν να θεωρηθούν σαν «μέσα προσαρμογής» της καπιταλιστικής οικονομίας· ότι ούτε η προσωρινή εξαφάνιση των κρίσεων ούτε η διατήρηση της μεσαίας τάξης μπορούν να θεωρηθούν σαν συμπτώματα της καπιταλιστικής προσαρμογής. Στη βάση όλων αυτών των λεπτομερειών της θεωρίας της προσαρμογής — εκτός απ’ τα άμεσα λάθη που περιέχει — υπάρχει ένα ακόμη κοινό, ενδεικτικό χαρακτηριστικό.

Η θεωρία αυτή συλλαμβάνει όλα τα παραπάνω φαινόμενα της οικονομικής ζωής όχι μέσα στην οργανική των σύνδεση με την όλη καπιταλιστική εξέλιξη, όχι μέσα στη συνάρτησή των με τον όλο μηχανισμό της οικονομίας, αλλά αποσπασμένα απ’ τη συνάρτηση αυτή, σαν αυθύπαρκτα φαινόμενα, σαν desjecta membra (διασκορπισμένα τμήματα) μιάς άψυχης μηχανής. Αυτό φαίνεται π.χ. στη μπερνσταϊνική αντίληψη για την προσαρμοστική επίδραση της πίστης. Ό τ α ν θεωρεί κανείς την πίστη σαν μιά ανώτερη φυσική βαθμίδα της ανταλλαγής με τις ενυπάρχουσες σ’ αυτήν αντιθέσεις, είναι αδύνατο να βλέπει συγχρόνως στην πίστη ένα οποιοδήποτε μηχανικό «μέσο προσαρμογής» που βρίσκεται, σαν να λέμε, έξω απ’ την ανταλλαγή. Κατά τον ίδιο τρόπο είναι αδύνατο να χαρακτηρίζουμε και τό χρήμα, το εμπόρευμα, το κεφάλαιο σαν «μέσα προσαρμογής» του καπιταλισμού.

Η πίστη είναι, όχι λιγώτερο απ’ το χρήμα, το εμπόρευμα και το κεφάλαιο, ένα οργανικό μέλος της καπιταλιστικής οικονομίας σε ένα ορισμένο στάδιο της εξέλιξής της και αποτελεί στο στάδιο αυτό, ακριβώς όπως και εκείνα, ένα επίσης απαραίτητο ενδιάμεσο κρίκο μέσα στον όλο μηχανισμό της, καθώς και ένα όργανο καταστροφής, δεδομένου ότι αυξάνει όλες τις εσωτερικές της αντιθέσεις.Τα παραπάνω ισχύουν εξ ίσου για τα κάρτελ και τα τελειοποιημένα μέσα συγκοινωνίας. Την ίδια μηχανική και μη διαλεκτική αντίληψη βρίσκουμε και στον τρόπο με τον οτΐοίο ο Μπερνστάϊν καταλήγει στο συμπέρασμα, ότι η εξαφάνιση των κρίσεων είναι ένα σύμπτωμα «προσαρμογής» του καπιταλισμού. Γι’ αυτόν οι κρίσεις δεν είναι παρά διαταραχές του οικονομικού μηχανισμού και γι’ αυτό η εξαφάνισή των θα αποδείκνυε ολοφάνερα ότι ο μηχανισμός είναι δυνατό να λειτουργήσει χωρίς διαταραχές.

Αλλά στην πραγματικότητα οι κρίσεις δεν είναι «διαταραχές» με την κυριολεκτική έννοια της λέξης, ή μάλλον είναι διαταραχές, χωρίς τις οποίες όμως δεν είναι δυνατό να υπάρξει γενικά η καπιταλιστική οικονομία. Οι κρίσεις, αν πραγματικά αποτελούν, για να εκφρασθούμε με συντομία, τη μόνη δυνατή και γι’ αυτό τη μόνη ομαλή μέθοδο για την περιοδική λύση μέσα στα πλαίσια του καπιταλισμού της αντίθεσης μεταξύ της απεριόριστης διασταλτικής ικανότητας της παραγωγής και των στενών ορίων της καταναλωτικής αγοράς, δεν είναι παρά αναπόσπαστα οργανικά φαινόμενα της όλης καπιταλιστικής οικονομίας.

Η «αδιατάρακτη» πορεία της καπιταλιστικής παραγωγής εμπερικλείει για την καπιταλιστική παραγωγή κινδύνους, πούναι ίσως μεγαλύτεροι παρ’ ότι και αυτές οι κρίσεις. Πρόκειται συγκεκριμένα για τη διαρκή πτώση του ποσοστού του κέρδους, πτώση που προκύπτει όχι απο την αντίθεση μεταξύ παραγωγής και ανταλλαγής, αλλ’ απ’ αυτή την εξέλιξη της παραγωγικότητας της εργασίας και που παρουσιάζει την επικίνδυνη για το κεφάλαιο τάση, να καταστήσει αδύνατη την παραγωγή για τα μικρά και μεσαία κεφάλαια και να βάλει έτσι όρια στην ανασυγκρότηση και κατά συνέπεια, στην πρόοδο των τοποθετήσεων του κεφαλαίου.

Οι κρίσεις, που προκύπτουν απ’ την ίδια αυτή εξέλιξη σαν περαιτέρω συνέπειά της, είναι εκείνες ακριβώς που ταυτόχρονα με την περιοδική ελάττωση της αξίας του κεφαλαίου, την πτώση των τιμών των μέσων παραγωγής και την παράλυση ενός μέρους του δρώντος κεφαλαίου, συντελούν στην ύψωση των κερδών και ανοίγουν έτσι τόπο για νέες τοποθετήσεις κεφαλαίων και για νέες προόδους μέσα στην παραγωγή. Έτσι οι κρίσεις παρουσιάζονται σαν ένα μέσο με το οποίο υποδαυλίζει κανείς διαρκώς και τρέφει τη φωτιά της καπιταλιστικής εξέλιξης · η έκλειψή των, όχι για ορισμένες στιγμές της διαμόρφωσης της παγκόσμιας αγοράς, όπως εμείς παραδεχόμαστε, αλλά απόλυτα, δε θα συντελούσε καθόλου στην πρόοδο της καπιταλιστικής οικονομίας, αλλά θα την γκρέμιζε πολύ γρήγορα στο βούρκο.

 Με το μηχανικό τρόπο σύλληψης των πραγμάτων που χαρακτηρίζει την όλη θεωρία της προσαρμογής, ο Μπερνστάϊν δεν παίρνει υπ* όψη του ούτε το γεγονός ότι οι κρίσεις είναι αναπόφευκτες, ούτε το γεγονός ότι η περιοδική επανεμφάνιση νέων τοποθετήσεων του μικρού και μεσαίου κεφαλαίου είναι ένα απαραίτητο φαινόμενο* για το λόγο αυτό και η διαρκής αναγέννηση του μικρού κεφαλαίου του φαίνεται, κοντά στα άλλα, σαν μια ένδειξη της καπιταλιστικής στασιμότητας, ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι παρά μιά ένδειξη της ομαλής καπιταλιστικής εξέλιξης.

Φυσικά υπάρχει μια σκοπιά, απ’ την οποία όλα τα φαινόμενα που παραπάνω εξετάσαμε φαίνονται πραγματικά έτσι όπως τα συνοψίζει η «θεωρία της προσαρμογής». Πρόκειται για τη σκοπιά του ατόμου-καπιταλιστή, που συλλαμβάνει τα γεγονότα της οικονομικής ζωής παραμορφωμένα απ’ τους νόμους του συναγωνισμού. Πραγματικά, το άτομο-καπιταλιστής θεωρεί κατ’ εξοχήν το κάθε οργανικό μέλος του οικονομικού συνόλου σαν μια καθ’ εαυτή ν, αυθύπαρκτη ολότητα, βλέπει ακόμη αυτά τα οργανικά μέλη απ’ την άποψη της επίδρασης πούχουν πάνω σ ‘ αυτόν, τον καπιταλιστή-άτομο, και γι’ αυτό τα θεωρεί σαν απλές «διαταραχές» ή σαν απλά «μέσα προσαρμογής».

Για το άτομο-καπιταλιστή οι κρίσεις δεν είναι πραγματικά παρά απλές διαταραχές, των οποίων η εξαφάνιση συντελεί στο να παραταθεί η ζωή του. Για το άτομο-καπιταλιστή η πίστη είναι επίσης ένα μέσο «προσαρμογής» των ανεπαρκών παραγωγικών του δυνάμεων στις απαιτήσεις της αγοράς, το καρτέλ, στο οποίο προσχωρεί, αίρει πραγματικά την αναρχία τηςπαραγωγής.

Με μια λέξη, η θεωρία προσαρμογής του Μπερνστάϊν δεν είναι παρά η θεωρητική γενίκευση του τρόπου του σκέπτεσθαι του ατόμου-καπιταλιστή. Αλλά τί άλλο είναι ο τρόπος αυτός του σκέπτεσθαι στη θεωρία, παρά εκείνο που χαρακτηρίζει ουσιαστικά την αστική αγοραία οικονομία; Ό λ ε ς οι οικονομικές πλάνες της σχολής αυτής οφείλονται κυρίως σε μια παρανόηση, δηλαδή στο γεγονός ότι φαινόμενα του συναγωνισμού, όπως τα βλέπει με τα μάτια του το άτομο-καπιταλιστής, χαρακτηρίζονται σαν φαινόμενα της καπιταλιστικής οικονομίας γενικά. Και όπως η πίστη κατά τον Μπερνστάϊν, έτσι και το χρήμα κατά την αγοραία οικονομία δεν είναι παρά ένα ευφυές «μέσο προσαρμογής» στις ανάγκες της ανταλλαγής.

Η αγοραία οικονομία προσπαθεί ακόμη να βρεί μέσα σ ‘ αυτά τα καπιταλιστικά φαινόμενα τα αντίδοτα εναντίον των δεινών του καπιταλισμού, πιστεύει, από κοινού με τον Μπερνστάϊν, στη δυνατότητα ρύθμισης της καπιταλιστικής οικονομίας, καταλήγει κΓ αυτή σε τελευταία ανάλυση, όπως και η μπερσταΐνική θεωρία, σε μια άμβλυνση των καπιταλιστικών αντιθέσεων, σε μια επίδεση των καπιταλιστικών πληγών, δηλαδή, με άλλες λέξεις, σε μια αντιδραστική μέθοδο αντί της επαναστατικής, και κατά συνέπεια σε μια ουτοπία.

Τη ρεβιζιονιστική θεωρία σαν σύνολο μπορούμε λοιπόν να τη χαρακτηρίσουμε ως εξής: Ε ί ν α ι  μια  θ ε ω ρ ί α  α π ο τ ε λ μ ά τ ω σ η ς του σ ο σ ι α λ ι σ μ ο ύ , α ι τ ι ο λ ο γ ο ύ μ ε ν η , κατά το π ν ε ύ μ α  της  α γ ο ρ α ί α ς οικ ο ν ο μ ί α ς , από μια θεωρία  αποτ ε λ μ ά τ ω σ η ς  τ ο υ κ α π ι τ α λ ι σ μ ο

 

 

Σημειώσεις

 

 

1 Το 1872 οι καθηγητές Βάγκνερ, Schmoller, Μπερντάνο και άλλοι συνήλθαν σ’ ένα συνέδριο, όπου διακήρυξαν με μεγάλο θόρυβο και επίδειξη ότι σκοπός των είναι η εισαγωγή κοινωνικών μεταρρυθμίσεως για την προστασία της εργατικής τάξης. Οι ίδιοι κύριοι, που ο φιλελεύθερος Οππενχάϊμερ ονόμαζε ειρωνικά «σοσιαλιστές από καθέδρας» ίδρυσαν ευθύς κατόπιν το «Σύνδεσμο Κοινωνικών Μεταρρυθμίσεων». Λίγα χρόνια αργότερα, όταν εντάθηκε η πάλη εναντίον της σοσιαλδημοκρατίας, οι Φωστήρες του από καθέδρας σοσιαλισμού» ψήφισαν σαν βουλευτές στο Ρίϊχσταγκ για την παράταση του Νόμου εναντίον των σοσιαλιστών. Κατά τα άλλα, η όλη δράση του συνδέσμου δεν είναι παρά οι ετήσιες γενικές συνελεύσεις του, όπου υποβάλλονται μερικές καθηγητικές εισηγήσεις για διάφορα θέματα* εκτός απ’ αυτό ο σύνδεσμος εξέδωσε πάνω από εκατό χονδρούς τόμους για οικονομικά ζητήματα. Οι κύριοι καθηγητές που άλλως τε συνηγόρησαν υπέρ των κατασκευαστικών δασμών, του μιλιταρισμού κ.τ.λ. δεν έκαμαν τίποτε για τις κοινωνικές μεταρρυθμίσεις. Τώρα τελευταίως ο σύνδεσμος εγκατέλειψε κ όλας τις κοινωνικές μεταρρυθμίσεις και ασχολείται με το θέμα των κρίσεων, των κάρτελ κ.τ.λ.

 

 

Απόσπασμα απο το βιβλίο της R Luxemburg «Μεταρρύθμιση η Επανάσταση», σελ 55-69, εκδόσεις Κοροντζή, Μτφ Κώστας Βρεττός.

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *