Rosa Luxemburg: Συνδικάτα, συνεταιρισμοί και πολιτική δημοκρατία

Το κείμενο είναι το έβδομο μέρος απο το έργο της R.Luxemburg «Μεταρρύθμιση η Επανάσταση» (Μέρος δεύτερο, κεφάλαιο δεύτερο). Το πρώτο μέρος βρίσκεται εδώ τo δεύτερο εδώ, το τρίτο εδώ, το τέταρτο εδώ, το πέμπτο εδώ και το έκτο εδώ

 

Είναι εντυπώσιακό πώς οι ιδέες της “αυτοδιαχείρησης”, των συνεταιρισμών σαν δρόμος προς τον.. σοσιαλισμό, της “δίκαιης διανομής” και της αόριστης “δημοκρατίας”, τις οποίες υποστήριζε ο Bernstein και στις οποίες κάνει συντριπτική κριτική η Luxemburg, συνεχίζουν να αναπαράγονται μέχρι τις μέρες μας με διάφορες ταμπέλες: Απο τις αναρχικές αυτοδιαχειριζόμενες επιχειρήσεις, μέχρι τα πολιτικά προγράμματα του “δημοκρατικού σοσιαλισμού” και της “δίκαιης διανομής” εντός του καπιταλισμού, με τους σοσιαλδημοκράτες κάθε απόχρωσης στις καρέκλες της εξουσίας.

 

 

ΣΥΝΔΙΚΑΤΑ, ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΜΟΙ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ.

 

 

Είδαμε ότι ο μπερνσταϊνικός σοσιαλισμός θέλει να συμμετάσχουν οι εργάτες στον κοινωνικό πλούτο, να μεταβάλει τους πτωχούς σε πλουσίους. Πώς μπορεί να πραγματοποιηθεί αυτό το σχέδιο; Στις πραγματείες του 4<Προβλήματα του σοσιαλισμού» που δημοσιεύτηκε στη «Νέα Εποχή» ο Μπερνστάιν δεν κάνει παρά μόνο μερικούς μόνο κατανοητούς υπαινιγμούς, ενώ στο βιβλίο του διευκρινίζει πλήρως το ζήτημα αυτό: ο σοσιαλισμός του μέλλει να πραγματοποιηθεί κατά δυο τρόπους: δια των συνδικάτων, ή όπως λέγει ο Μπερνστάιν δια της οικονομικής δημοκρατίας και δια των συνεταιρισμών. Με τα πρώτα θέλει να καταργήσει το βιομηχανικό κέρδος, με τους δεύτερους το εμπορικό κέρδος.

Ό σ ο ν αφορά τους συνεταιρισμούς και κυρίως τους παραγωγικούς συνεταιρισμούς, αποτελούν σύμφωνα με την εσώτερη φύση των κάτι το ερμαφρόδιτο μέσα στην καπιταλιστική οικονομία: μια εν σμικρώ κοινωνικοποιημένη παραγωγή μέσα σε συνθήκες καπιταλιστικής ανταλλαγής. Αλλά μέσα στην καπιταλιστική οικονομία η ανταλλαγή εξουσιάζει την παραγωγή και καθιστά, εξ αιτίας του συναγωνισμού, την αδυσώπητη εκμετάλλευση, δηλαδή την ολοσχερή υποδούλωση της παραγωγής στα συμφέροντα του κεφαλαίου, όρο απαραίτητο για την ύπαρξη της επιχείρησης.

Το γεγονός αυτό εκδηλώνεται πρακτικά με την ανάγκη κάθε δυνατής εντατικοποίησής της εργασίας, παράτασης ή συντόμευσής της ανάλογα με την κατάσταση της αγοράς, έλξης ή απώθησης και εγκατάλειψης στο πεζοδρόμιο της εργατικής δύναμης, ανάλογα με τις απαιτήσεις της καταναλωτικής αγοράς, με μια λέξη με όλες τις γνωστές μεθόδους που καθιστούν μια επιχείρηση ικανή για συναγωνισμό. Έτσι στον παραγωγικό συνεταιρισμό οι εργάτες αντιμετωπίζουν την αντιφατική ανάγκη να κυβερνούνται με όλο τον αναγκαίο απολυταρχισμό, να παίζουν απέναντι του εαυτού των τον ρόλο του καπιταλιστή επιχειρηματία. Η αντίθεση αυτή καταστρέφει τον παραγωγικό συνεταιρισμό, που ή μεταβάλλεται σε καπιταλιστική επιχείρηση ή διαλύεται, αν τα συμφέροντα των εργατών είναι ισχυρότερα. Αυτά είναι τα γεγονότα που και ο ίδιος ο Μπερνστάιν τα διαπιστώνει και τα παρεξηγεί συγχρόνως, εφ’ όσον, συμφωνώντας με την κυρία Potter-Webb, θεωρεί την έλλειψη «πειθαρχίας» σαν αιτία καταστροφής των παραγωγικών συνεταιρισμών στην Αγγλία.

Εκείνο που εδώ χαρακτηρίζεται εντελώς επιπόλαια και ρηχά σαν πειθαρχία δεν είναι παρά το φυσικό και το απόλυτο καθεστώς του κεφαλαίου, που οι εργάτες βέβαια δεν είναι δυνατό να ασκούν οι ίδιοι εις βάρος του ιδίου των εαυτού.(1)

Απόo τα παραπάνω προκύπτει το συμπέρασμα ότι ο παραγωγικός συνεταιρισμός δε μπορεί να εξασφαλίσει την ύπαρξή του μέσα στην καπιταλιστική οικονομία, παρά μόνο αν παρακάμψει την κρυμμένη μέσα σ’ αυτήν αντίθεση μεταξύ του τρόπου παραγωγής και του τρόπου ανταλλαγής, αν δηλαδή κατορθώσει να αποφύγει τεχνητά την επίδραση των νόμων του ελευθέρου συναγωνισμού. Αυτό δεν είναι δυνατό παρά μόνο αν ο συνεταιρισμός εξασφαλίσει ευθύς εξ αρχής μια αγορά κατανάλωσης, ένα σταθερό κύκλο καταναλωτών. Σαν τέτοιο βοηθητικό μέσο που χρησιμεύει ακριβώς ο σ ύ ν δ ε σ μ ο ς  τ ω ν  κ α τ α ν α λ ω τ ώ ν . Αυτού πάλι, και όχι στη διάκριση σε συνεταιρισμούς αγοράς και συνεταιρισμούς πώλησης, ή όπως αλλιώς ονομάζεται η ιδέα του Oppenheimer, έγκειται η εξήγηση του μυστηρίου που εξετάζει ο Μπερνστάιν: γιατί οι ανεξάρτητοι παραγωγικοί συνεταιρισμοί καταστρέφονται και μόνο οι καταναλωτικοί συνεταιρισμοί τους εξασφαλίζουν την ύπαρξή των;

Έτσι οι όροι ύπαρξης των παραγωγικών συνεταιρισμών είναι συνυφασμένοι, μέσα στην σημερινή κοινωνία, με τους όρους ύπαρξης των καταναλωτικών ενώσεων. Από τα παραπάνω προκύπτει σαν γενικότερο συμπέρασμα, ότι οι παραγωγικοί συνεταιρισμοί δε μπορούν να εξασφαλίσουν στην καλύτερη περίπτωση παρά μια μικρή τοπική κατανάλωση κυρίως μερικών προϊόντων αμέσου ανάγκης, κατά προτίμηση τροφίμων. Ό λ ο ι οι σοβαρότεροι κλάδοι της καπιταλιστικής παραγωγής, η υφαντουργική βιομηχανία, η βιομηχανία γαιανθράκων, η μεταλλουργία, η βιομηχανία πετρελαίων, καθώς και η κατασκευή μηχανών, ατμομηχανών και πλοίων αποκλείονται ευθύς εξ αρχής απ’ τον κύκλο δράσης των καταναλωτικών και κατά συνέπεια και των παραγωγικών συνεταιρισμών.

Αν λοιπόν αφήσουμε κατά μέρος τον ερμαφρόδιτο χαρακτήρα των, διαπιστώνουμε ότι οι παραγωγικοί συνεταιρισμοί προϋποθέτουν, για να πραγματοποιηθούν σε γενική κλίμακα, προ πάντων την κατάργηση της παγκοσμίου αγοράς και τη διάλυση της υφισταμένης παγκοσμίου οικονομίας σε μικρούς τοπικούς ομίλους παραγωγής και κατανάλωσης, δηλαδή στην ουσία μια παλινδρόμηση απ’ την μεγαλοκαπιταλιστική στη μεσαιωνική εμπορευματική οικονομία.

Αλλά και μέσα στα πλαίσια της δυνατής των πραγματοποίησης επί τη βάσει της σημερινής κοινωνίας, οι παραγωγικοί συνεταιρισμοί είναι αναγκαστικά απλά εξαρτήματα των καταναλωτικών ενώσεων, που έτσι έρχονται στο προσκήνιο σαν κύριοι φορείς της μπερνσταϊνικής σοσιαλιστικής μεταρρύθμισης. Έτσι όμως η όλη σοσιαλιστική μεταρρύθμιση δια των συνεταιρισμών, περιορίζεται από ένα αγώνα εναντίον του παραγωγικού κεφαλαίου, δηλαδή εναντίον του κυρίου σώματος της καπιταλιστικής οικονομίας, σ ‘ ένα αγώνα εναντίον του εμπορικού κεφαλαίου και μάλιστα εναντίον, του κεφαλαίου του μικροεμπορίου και του μεσιτικού κεφαλαίου, δηλαδή απλούστατα εναντίον μικρών διακλαδώσεων του καπιταλιστικού κορμού.

Ό σ ο ν αφορά τα συνδικάτα, που κατά το Μπερνστάιν αποτελούν με τη σειρά των ένα μέσο πάλης εναντίον της εκμετάλλευσης του παραγωγικού κεφαλαίου, έχουμε πια αποδείξει ότι δεν είναι ικανά να εξασφαλίσουν στους εργάτες μια επιρροή πάνω στην παραγωγή ούτε απ’ την άποψη του καθορισμού της ποσότητας των παραγομένων εμπορευμάτων, ούτε απ’ την άποψη των τεχνικών ζητημάτων.

Αλλά σχετικά με την καθαρά οικονομική πλευρά, «την πάλη του ποσοστού του ημερομισθίου εναντίον του ποσοστού του κέρδους», κατά την έκφραση του Μπερνστάιν, δείξαμε επίσης ότι η πάλη αυτή δε διεξάγεται στον αέρα αλλά εντός των καθορισμένων ορίων του νόμου του ημερομισθίου, τον οποίο τα συνδικάτα δε μπορούν να υπερνικήσουν, αλλά μόνο να πραγματοποιήσουν. Αυτό γίνεται επίσης καταφανές όταν εξετάσει κανείς το ζήτημα και από μια άλλη πλευρά και διερωτηθεί ποιες είναι οι κύριες λειτουργίες των συνδικάτων.

Τα συνδικάτα, που κατά το ρόλο τους αναγνωρίζει ο Μπερνστάιν, διεξάγουν μέσα στον αγώνα χειραφέτησης της εργατικής τάξης την κυρία επίθεση εναντίον του βιομηχανικού ποσοστού του κέρδους, το οποίο διαλύουν βαθμιαία μέσα στο ποσοστό του ημερομισθίου, δεν είναι καθόλου σε θέση να ακολουθήσουν μια επιθετική οικονομική πολιτική εναντίον του κέρδους, γιατί δεν είναι παρά η οργανωμένη άμυνα της εργατικής δύναμης εναντίον των επιθέσεων του κέρδους, γιατί δεν είναι παρά η άμυνα της εργατικής τάξης εναντίον της υποβιβαστικής τάσης της καπιταλιστικής οικονομίας.

Αυτό για δυο λόγους. Πρώτο, τα συνδικάτα οφείλουν να επηρεάζουν την αγορά του εμπορεύματος εργασία με την οργάνωσή των η οποία όμως υφίσταται διαρκώς ρήγματα απ’ την προλεταριοποίηση των μεσαίων στρωμάτων, προλεταριοποίηση που ρίχνει ακατάπαυστα καινούργιο εμπόρευμα στην αγορά της εργασίας. Δεύτερο, τα συνδικάτα αποβλέπουν στην βελτίωση του επιπέδου ζωής των εργατών, στην αύξηση του μεριδίου της εργατικής τάξης απ’ τον κοινωνικό πλούτο* το μερίδιο όμως αυτό ελαττώνεται διαρκώς με την αναγκαιότητα ενός φυσικού νόμου γιατί αυξάνει η παραγωγικότητα της εργασίας. Για να καταλάβει κανείς το τελευταίο αυτό γεγονός δε χρειάζεται νάναι μαρξιστής, αλλά νάχει απλώς διαβάσει το βιβλίο: «Για τη διευκρίνιση του κοινωνικού ζητήματος» του Rodbertus.

Και στις δύο αυτές κύριες οικονομικές λειτουργίες η πάλη των συνδικάτων μεταβάλλεται, συνεπεία αντικειμενικών φαινομένων μέσα στην καπιταλιστική κοινωνία, σ ‘ ένα είδος εργασίας Σισύφου. Η σισύφειος αυτή εργασία είναι πάντως απαραίτητη για να επιτυγχάνουν οι εργάτες το ποσοστό του ημερομισθίου που τους αναλογεί σύμφωνα με την κάθε δεδομένη κατάσταση της αγοράς, για να πραγματοποιείται ο καπιταλιστικός νόμος του ημερομισθίου, για να παραλύει ή ορθότερα για να εξασθενίζει η υποβιβαστική τάση της οικονομικής εξέλιξης. Το να σκέπτεται όμως κανείς να μεταβάλει τα συνδικάτα σ ‘ ένα μέσο βαθμιαίας ελάττωσης του κέρδους προς όφελος του εργατικού ημερομισθίου, αυτό προϋποθέτει σαν κοινωνικό όρο πρώτο, μια στασιμότητα στην προλεταριοποίηση των

μεσαίων στρωμάτων και στην αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας, δηλαδή και στις δύο περιπτώσεις, ακριβώς όπως και στην περίπτωση της πραγματοποίησης της καταναλωτικής συνεταιριστικής οικονομίας, μ ι α   π α λ ι ν δ ρ ό μ η σ η    σ ε   π ρ ο μ ε γ α λ ο κ α π ι τ α λ ι σ τ ι κ έ ς συνθήκες.

Και τα δύο μπερσταϊνικά μέσα της σοσιαλιστικής μεταρρύθμισης, τα συνδικάτα και οι συνεταιρισμοί, αποδεικνύονται έτσι εντελώς ανίκανα να μεταβάλουν τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Αυτό, αν και αόριστα, το καταλαβαίνει κατά βάση ο Μπερνστάϊν και γι’ αυτό θεωρεί τα συνδικάτα και τους συνεταιρισμούς σαν μέσα μόνο μείωσης του κέρδους και πλουτισμού κατ’ αυτόν τον τρόπο των εργατών. Έτσι όμως παραιτείται απ’ τον αγώνα κατά του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και προσανατολίζει το σοσιαλδημοκρατικό κίνημα στον αγώνα ε ν α ν τ ί ο ν  της  κ α π ι τ α λ ι σ τ ι κ ή ς διανομής. Ο Μπερνστάϊν διατυπώνει μάλιστα το σοσιαλισμό του σαν τάση για μια «δίκαιη», «δικαιότερη» (Σελ. 31 του βιβλίου του) και μάλιστα «ακόμη δικαιότερη» (στο Vorwärts της 26ης Μαρτίου 1899) διανομή.

Η αμέσως επόμενη παρόρμηση συμμετοχής στο σοσιαλδημοκρατικό κίνημα τουλάχιστο για τις λαϊκές μάζες είναι βέβαια και η «άδικη» διανομή μέσα στο καπιταλιστικό καθεστώς. Και η σοσιαλδημοκρατία βέβαια, ενώ αγωνίζεται για την κοινωνικοποίηση της όλης οικονομίας, αποβλέπει συγχρόνως και σε μια «δίκαιη» διανομή του κοινωνικού πλούτου. Αλλά, χάρις στη διδαχθείσα απ’ το Μαρξ αντίληψη, ότι η εκάστοτε διανομή δεν είναι παρά μια συνέπεια που προκύπτει με φυσική νομοτέλεια από τον εκάστοτε τρόπο παραγωγής, προσανατολίζει τον αγώνα της όχι προς τη διανομή μέσα στα πλαίσια της καπιταλιστικής παραγωγής, αλλά προς την άρση της εμπορευματικής παραγωγής. Με άλλα λόγια η σοσιαλδημοκρατία θέλει να πραγματοποιήσει τη σ ο σ ι α λ ι σ τ ι κή δ ι α ν ο μ ή καταργώντας τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, ενώ η μπερνσταϊνική μέθοδος είναι ακριβώς αντίστροφη: ο Μπερνστάιν θέλει να καταπολεμήσει την καπιταλιστική διανομή, ελπίζοντας ότι έτσι θα πραγματοποιήσει βαθμιαία το σοσιαλιστικό τρόπο παραγωγής.

Αλλά πώς είναι δυνατό στην περίπτωση αυτή να αιτιολογήσει κανείς την μπερνσταϊνική σοσιαλιστική μεταρρύθμιση; Με ορισμένες τάσεις της καπιταλιστικής κοινωνίας; Καθόλου, γιατί, πρώτο, ο Μπερνστάιν αρνείται τις τάσεις αυτές και δεύτερο, γιατί, σύμφωνα με τα παραπάνω, η επιδιωκόμενη μεταβολή της παραγωγής είναι κατά το Μπερνστάιν αποτέλεσμα και όχι αίτιο της διανομής. Η αιτιολόγηση του σοσιαλισμού του δε μπορεί λοιπόν νάναι οικονομική. Αφού αναποδογύρισε και το σκοπό και τα μέσα του σοσιαλισμού και κατά συνέπεια και τις οικονομικές σχέσεις, δε μπορεί να μας δώσει μια υλιστική αιτιολόγηση του προγράμματος του, ε ί ν α ι   υ π ο χ ρ ε ω μ έ ν ο ς   ν α   κ α τ α φ ύ γ ε ι   σ ε   μ ι α   ι δ ε α λ ι σ τ ι κ ή αιτιολόγηση .

Τότε τον ακούμε να λέγει:

«Γιατί να παράγουμε το σοσιαλισμό απ’ τον οικονομικό εξαναγκασμό;» «Σε τί χρειάζεται ο υποβιβασμός της διορατικότητας, της συναίσθησης δικαίου, της θέλησης των ανθρώπων;» (Vowärts της 26ης Μαρτίου 1899). Κατά συνέπεια η δικαιότερη διανομή θα πραγματοποιηθεί κατά το Μπερνστάιν απ’ την ελεύθερη θέληση των ανθρώπων και όχι απ’ τη θέληση που δρα σύμφωνα με την οικονομική αναγκαιότητα, ή, για να είμεθα πιο ακριβείς, θα πραγματοποιηθεί χάρις στην κατανόηση της δικαιοσύνης, της οποίας η ανθρώπινη θέληση είναι όργανο, χάρις στην

ιδέα της δικαιοσύνης.

Έτσι φθάσαμε αισίως στην αρχή της δικαιοσύνης, σ’ αυτό το παλιό άλογο που από χιλιάδες χρόνια ιππεύουν όλοι οι αναμορφωτές του κόσμου ελλείψει άλλων ασφαλών ιστορικών μέσων, στη σαραβαλιασμένη αυτή Ροσσινάντη, με την οποία ξεκίνησαν όλοι οι Δον Κιχώτες της μεγάλης παγκόσμιας μεταρρύθμισης για να μη κατορθώσουν τελικά τίποτε.

Η σχέση μεταξύ πλουσίου και πτωχού σαν κοινωνική βάση του σοσιαλισμού, η «αρχή» του συνεταιρίζεσθε σαν περιεχόμενό του, η «δικαιότερη διανομή» σαν σκοπός του και η ιδέα της δικαιοσύνης σαν μοναδική ιστορική του αιτιολόγηση! Με πόσο μεγαλύτερη δύναμη, με πόσο περισσότερο πνεύμα, με πόσο περισσότερη λαμπρότητα εκπροσώπησε ο Βάϊτλιγκ, πριν από πενήντα χρόνια και περισσότερο, το είδος αυτό του σοσιαλισμού! Πάντως ο μεγαλοφυής ράφτης δεν γνώριζε ακόμη τον επιστημονικό σοσιαλισμό. Και αν σήμερα, ύστερα από μισό αιώνα, βλέπουμε την καταρρακωμένη απ’ το Μαρξ και τον Ενγκελς θεωρία του, να τή συρράπτουν και να την προσφέρουν στο γερμανικό προλεταριάτο σαν τελευταία λέξη της επιστήμης, καταλαβαίνουμε ότι πάλι για κάποιον ράφτη πρόκειται, που αυτή τη φορά όμως… δεν είναι μεγαλοφυής.

Η σοβαρότερη πολιτική προϋπόθεση της ρεβιζιονιστικής θεωρίας, δεδομένου ότι τα συνδικάτα και οι συνεταιρισμοί αποτελούν την οικονομική βάση της, είναι μια προϊούσα εξέλιξη της δημοκρατίας. Οι σημερινές αντιδραστικές εκρήξεις δεν είναι για το ρεβιζιονισμό παρά «σπασμοί», που τους θεωρεί τυχαίους και παροδικούς και που δεν πρέπει να τους λογαριάζει κανείς προκειμένου να καταστρώσει τη γενική προοπτική της πάλης των εργατών.

Κατά το Μπερνστάιν π.χ. η δημοκρατία παρουσιάζεται σαν μια αναπόφευκτη βαθμίδα στην εξέλιξη της σύγχρονης κοινωνίας, η δημοκρατία είναι ακόμη για το Μπερνστάιν, ό,τι είναι ακριβώς για τον αστό θεωρητικά ο λιμπεραλισμός, δηλαδή ο μεγάλος βασικός νόμος της ιστορικής εξέλιξης γενικά, για την πραγματοποίηση του οποίου πρέπει να εργαστούν όλες οι δυνάμεις που δρουν μέσα στην πολιτική ζωή. Αυτό όμως εκφραζόμενο με μια τέτοια απόλυτη μορφή είναι βασικά εσφαλμένο και δεν αποτελεί παρά μια μικροαστική και επιπόλαιη σχηματοποίηση των πορισμάτων μιας μικρής περιόδου της καπιταλιστικής εξέλιξης, δηλαδή των τελευταίων περίπου 25-30 ετών. Αν εξετάσει κανείς καλύτερα την εξέλιξη της δημοκρατίας στην ιστορία και συγχρόνως και την πολιτική ιστορία του καπιταλισμού, θα καταλήξει σ’ ένα ουσιαστικά διαφορετικό συμπέρασμα.

Ό σ ο ν αφορά τη δημοκρατία, αυτή τη βρίσκουμε στις πιο διαφορετικές κοινωνίες: στις πρωτόγονες κομμουνιστικές κοινωνίες, στα αρχαία κράτη της δουλείας, στις μεσαιωνικές κοινότητες των πόλεων. Επίσης και την απολυταρχία και τη συνταγματική μοναρχία τις συναντούμε στα πιο διαφορετικά οικονομικά καθεστώτα. Απ’ την άλλη μεριά ο καπιταλισμός στις απαρχές του — σαν εμπορευματική παραγωγή — φέρει στη ζωή μέσα στις κοινότητες των πόλεων ένα δημοκρατικό πολίτευμα* αργότερα, υπό την πιο εξελιγμένη μορφή της βιοτεχνίας, βρίσκει την απόλυτη μοναρχία την αντίστοιχη πολιτική μορφή του. Τέλος, σαν ανεπτυγμένη βιομηχανική οικονομία δημιουργεί στη Γαλλία εναλλάξ τη λαϊκή δημοκρατία (1793), την απόλυτη μοναρχία του Ναπολέοντος I, την αριστοκρατική μοναρχία της παλινόρθωσης (1815-1830), την αστική συνταγματική μοναρχία του Λουδοβίκου Φιλίππου, έπειτα πάλι τη λαϊκή δημοκρατία και τη μοναρχία του Ναπολέοντος III, και τέλος για Τρίτη φορά τη δημοκρατία.

 Στη Γερμανία, ο μοναδικός πραγματικά δημοκρατικός θεσμός, το δικαίωμα της γενικής ψηφοφορίας, δεν είναι μια κατάκτηση του αστικού λιμπεραλισμού, αλλά ένα όργανο πολιτικής συγχώνευσης των μικρών κρατών και μόνο απ’ την άποψη αυτή έχει κάποια σημασία μέσα στην εξέλιξη της γερμανικής μπουρζουαζίας, που κατά τα άλλα είναι ευχαριστημένη σε μια ημιφεουδαρχική συνταγματική μοναρχία. Στη Ρωσία η μπουρζουαζία αναπτυσσότανε επί μακρό χρονικό διάστημα κάτω απ’ τον ανατολικό δεσποτισμό, χωρίς ποτέ να αφήσει να υπονοηθεί ότι επιθυμεί τη δημοκρατία. Στην Αυστρία το δικαίωμα της γενικής ψηφοφορίας εμφανίστηκε κυρίως σαν άγκυρα σωτηρίας της αποσυντιθέμενης μοναρχίας. Στο Βέλγιο, τέλος, η δημοκρατική κατάκτηση του εργατικού κινήματος — το δικαίωμα της γενικής ψηφοφορίας — έχει αναμφισβήτητα σχέση με την αδυναμία του μιλιταρισμού, δηλαδή με την ιδιαίτερη γεωγραφική και πολιτική θέση του Βελγίου και είναι κυρίως ένα «κομμάτι δημοκρατίας» που κατακτήθηκε όχι απ’ τη μπουρζουαζία, αλλά εναντίον της μπουρζουαζίας.

Ό τ α ν εξετάσει κανείς καλύτερα τα πράγματα, βλέπει λοιπόν, ότι η αδιάκοπη άνοδος της δημοκρατίας, που αποτελεί κατά το ρεβιζιονισμό και τους αστούς φιλελεύθερους το μεγάλο βασικό νόμο της ανθρώπινης ή τουλάχιστο της σύγχρονης κοινωνίας, δεν είναι παρά σαπουνόφουσκα. Μεταξύ της καπιταλιστικής εξέλιξης και της δημοκρατίας δεν υπάρχει καμμιά γενική, απόλυτη συνάρτηση. Η πολιτική μορφή είναι κάθε φορά το προϊόν του γενικού αθροίσματος πολιτικών, εσωτερικών και εξωτερικών παραγόντων και περιλαμβάνει μέσα στα πλαίσιά της όλη την κλίμακα, από  την απόλυτη μοναρχία ως τη λαϊκή δημοκρατία.

Έτσι είμαστε υποχρεωμένοι να εγκαταλείψουμε την ιδέα ενός γενικού ιστορικού νόμου για την εξέλιξη της δημοκρατίας και μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια της σύγχρονης κοινωνίας. Αν τώρα εξετάσουμε τη σημερινή απλώς φάση της αστικής ιστορίας, θα βρούμε και εδώ μέσα στην πολιτική κατάσταση παράγοντες που οδηγούν όχι στην πραγματοποίηση του μπερνσταϊνικού σχήματος αλλά, όλως αντίθετα, στην εγκατάλειψη από μέρους της αστικής κοινωνίας των μέχρι τούδε κατακτήσεων.

Οι δημοκρατικοί θεσμοί εξάντλησαν πια εν πολλοίς το ρόλο των απ’ την άποψη της αστικής εξέλιξης, πράγμα πούχει μεγάλη σημασία. Επίσης εξαντλήθηκε και ο ρόλος των σαν μέσου συνένωσης των μικρών κρατών και δημιουργίας συγχρόνων μεγάλων κρατών (Γερμανία, Ιταλία) εφ’ όσον η οικονομική εξέλιξη δημιούργησε εν τω μεταξύ εσωτερικούς οργανικούς δεσμούς.

Το ίδιο ισχύει και σχετικά με τη μεταβολή της όλης πολιτικής και διοικητικής κρατικής μηχανής από ένα ημιφεουδαρχικό ή ολότελα φεουδαρχικό σ’ ένα καπιταλιστικό μηχανισμό. Η μεταβολή αυτή, που ιστορικά ήταν αναπόσπαστη απ’ τη δημοκρατία, έχει επίσης συμπληρωθεί πια τόσο πολύ, ώστε και αν λείψουν τα δημοκρατικά συστατικά του κράτους, (το δικαίωμα της γενικής ψηφοφορίας, η δημοκρατική μορφή του κράτους), η διοίκηση, τα δημόσια οικονομικά, η οργάνωση των πολεμικών δυνάμεων, δεν θα ξαναγυρίσουν στις προ του Μαρτίου μορφές.

Αλλά ο λιμπεραλισμός σαν τέτοιος δεν είναι πια μόνο περιττός για την αστική κοινωνία, αλλά της γίνεται και εμπόδια σε πολλά σοβαρά σημεία. Εδώ πρέπει να ληφθούν υπ’ όψη δύο παράγοντες που κυριαρχούν κυριολεκτικά μέσα στην όλη πολιτική ζωή των σημερινών κρατών: η παγκόσμια πολιτική και το εργατικό κίνημα — δυο διαφορετικές μόνο πλευρές της σημερινής φύσης της καπιταλιστικής εξέλιξης.

Η διαμόρφωση της παγκοσμίου οικονομίας καθώς και η όξυνση και η γενίκευση του συναγωνισμού στην παγκόσμια αγορά κατέστησαν το μιλιταρισμό και το μαρινισμό όργανα της παγκοσμίου πολιτικής, αποφασιστικό παράγοντα τόσο της εξωτερικής όσο και της εσωτερικής ζωής των μεγάλων κρατών. Αλλ’ αν η παγκόσμια πολιτική αποτελεί μέσα στη σημερινή φάση μια ανιούσα τάση, η αστική δημοκρατία δεν είναι δυνατό παρά να ακολουθεί αντίθετα μιά κατιούσα γραμμή.

 Στη Γερμανία η αστική δημοκρατία εκπλήρωσε αμέσως με δυο θύματα την εποχή των μεγάλων εξοπλισμών που αρχίζει από το 1893 και την παγκόσμια πολιτική που Εγκαινιάστηκε με το Κιάου-τσου: με την αποσύνθεση του λιμπεραλισμού και τη μετάπτωση του κόμματος του κέντρου από την αντιπολίτευση στη συμπολίτευση. Οι πρόσφατες εκλογές του 1907 που διεξήχθησαν υπό το έμβλημα της αποικιακής πολιτικής αποτελούν συγχρόνως ιστορικά tov τάφο του γερμανικού λιμπεραλισμού.

Και όχι μόνο η εξωτερική, αλλά και η εσωτερική πολιτική — η τείνουσα στην άνοδο εργατική τάξη — εξωθεί εξ’ ίσου τη μπουρζουαζία στις αγκάλες της αντίδρασης. Αυτό το παραδέχεται κι’ ο ίδιος ο Μπερνστάιν, εφ’ όσον καθιστά υπεύθυνο για τη λιποταξία της φιλελεύθερης μπουρζουαζίας το σοσιαλδημοκρατικό «μύθο της ανθρωποφαγίας», δηλαδή τις σοσιαλιστικές τάσεις της εργατικής τάξης.

Ο Μπερνστάιν συμβουλεύει εν συνεχεία στο προλεταριάτο να εγκαταλείψει το σοσιαλιστικό τελικό σκοπό του για να τραβήξει και πάλι έξω απ’ την ποντικότρυπα της αντίδρασης τον πεθαμένο απ’ το φόβο του λιμπεραλισμό. Με όλα αυτά όμως αποδεικνύει μόνος του κατά τον πιο κτυπητό τρόπο, ότι εφ’ όσον θεωρεί σήμερα την έκλειψη του σοσιαλιστικού εργατικού κινήματος σαν όρο ζωής και κοινωνική προϋπόθεση της αστικής δημοκρατίας, η δημοκρατία αυτή είναι τόσο αντίθετη με τις εσωτερικές εξελικτικές τάσεις της σημερινής κοινωνίας όσο το σοσιαλιστικό εργατικό κίνημα είναι ένα άμεσο προϊόν των τάσεων αυτών.

Αλλά και κάτι ακόμα αποδεικνύει με όλα αυτά. Με το να καθιστά την απάρνηση του σοσιαλιστικού τελικού σκοπού από μέρους της εργατικής τάξης προϋπόθεση και όρο της αναγέννησης της αστικής δημοκρατίας, δείχνει μόνος του, αντίθετα, πόσο απέχει η δημοκρατία από του νάναι μια αναγκαία προϋπόθεση και όρος για το σοσιαλιστικό κίνημα και τη νίκη του σοσιαλισμού. Εδώ οι συλλογισμοί του Μπερνστάιν καταλήγουν σ” ένα φαύλο κύκλο, στον οποίο το τελευταίο του συμπέρασμα «καταβροχθίζει» την πρώτη του προϋπόθεση.

Η διέξοδος απ’ τον κύκλο αυτό είναι πολύ απλή: απ’ το γεγονός ότι ο αστικός λιμπεραλισμός, φοβούμενος το ανερχόμενο εργατικό κίνημα και τους τελικούς σκοπούς του, παρέδωσε το πνεύμα, δε βγαίνει παρά μόνο ένα συμπέρασμα: ότι ακριβώς σήμερα το σοσιαλιστικό εργατικό κίνημα είναι το μοναδικό στήριγμα της δημοκρατίας και ότι οι τύχες του σοσιαλιστικού κινήματος δεν εξαρτώνται απ’ τις τύχες της αστικής δημοκρατίας, αλλ’ οι τύχες της δημοκρατικής εξέλιξης εξαρτώνται αντίθετα απ’ την εξέλιξη του σοσιαλιστικού κινήματος* ότι η δημοκρατία δε γίνεται ζωτικότερη όταν η εργατική τάξη εγκαταλείπει τον απολυτρωτικό της αγώνα, αλλ’ όταν αντίθετα το σοσιαλιστικό κίνημα είναι αρκετά ισχυρό να αγωνιστεί εναντίον των αντιδραστικών συνεπειών της παγκοσμίου πολιτικής και της αστικής λιποταξίας* ότι όποιος επιθυμεί την ενίσχυση και όχι την εξασθένιση του σοσιαλιστικού κινήματος και ότι η εγκατάλειψη των σοσιαλιστικών τάσεων είναι συγχρόνως εξ ίσου εγκατάλειψη του εργατικού κινήματος και της δημοκρατίας.

 

 

Σημειώσεις:

 

 

1 «Και αυτά τα συνεταιριστικά εργοστάσια των εργατών είναι, μέσα στην παλιά μορφή, το πρώτο ρήγμα στην παλιά μορφή, αν και παντού φυσικά αναπαράγουν κατ’ ανάγκη, μέσα στην πραγματική των οργάνωση, όλες τις ελλείψεις του υπάρχοντος συστήματος… Μαρξ, Κεφάλαιο, τόμ. ΙΙΙ/Ι, σελ. 427.

 

 

Απόσπασμα απο το βιβλίο της R Luxemburg «Μεταρρύθμιση η Επανάσταση», σελ 85-102, εκδόσεις Κοροντζή, Μτφ Κώστας Βρεττός.

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *