Rosa Luxemburg: Δασμολογική πολιτική και μιλιταρισμός

Το κείμενο είναι το τέταρτο μέρος απο το έργο της R.Luxemburg «Μεταρρύθμιση η Επανάσταση». Το πρώτο μέρος βρίσκεται εδώ τo δεύτερο εδώ και το τρίτο εδώ

 

 

 

ΔΑΣΜΟΛΟΓΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΜΙΛΙΤΑΡΙΣΜΟΣ.

 

 

Η δεύτερη προϋπόθεση της βαθμιαίας εισαγωγής του σοσιαλισμού κατά τον Εδ. Μπερνστάιν είναι η προϊούσα συνταύτιση του κράτους με την κοινωνία. Έχει γίνει κοινοτοπία, ότι το σημερινό κράτος είναι ένα ταξικό κράτος. Αλλά κατά τη γνώμη μας και στην πρόταση αυτή, όπως και σε κάθε τι πούχει σχέση με την καπιταλιστική κοινωνία, δεν πρέπει κανείς να αποδίδει ένα άκαμπτο και απόλυτο κύρος, αλλά να την παίρνει μέσα στη ρέουσα εξέλιξη.

Με την πολιτική νίκη της μπουρζουαζίας το κράτος μεταβλήθηκε σε κράτος καπιταλιστικό. Βέβαια και η καπιταλιστική εξέλιξη μεταβάλλει σημαντικά τη φύση του κράτους, εφ’ όσο διευρύνει διαρκώς τη σφαίρα της δράσης του, το επιφορτίζει διαρκώς με νέες λειτουργίες κυρίως όσον αφορά την οικονομική ζωή, καθιστά όλο και περισσότερο αναγκαία την επέμβαση και τον έλεγχό του στην παραγωγή. Ό λ α αυτά παρασκευάζουν τη μελλοντική συγχώνευση του κράτους με την κοινωνία, τη μεταβίβαση σαν να λέμε των λειτουργιών του κράτους στην κοινωνία. Απ’ την άποψη αυτή μπορούμε να μιλάμε για τη συνταύτιση του κράτους, μέσα στην εξέλιξή του, με την κοινωνία και μ’ αυτήν αναμφιβόλως την έννοια ο Μαρξ λέγει, ότι η εργατική προστατευτική νομοθεσία είναι η πρώτη συνειδητή ανάμιξη της «κοινωνίας» στην κοινωνική της ζωή. Σ’ αυτή τη φράση του Μαρξ αναφέρεται ο Μπερνστάιν.

Αλλά απ’ την άλλη μεριά η ίδια καπιταλιστική εξέλιξη προκαλεί στη φύση του κράτους και μιά άλλη αλλαγή. Εν πρώτοις το σημερινό κράτος είναι μιά οργάνωση της κυρίαρχης καπιταλιστικής τάξης. Ό τ α ν το κράτος αναλαμβάνει προς το συμφέρον της κοινωνικής εξέλιξης διάφορες λειτουργίες γενικότερου ενδιαφέροντος, δεν το κάνει αυτό, παρά μόνο γιατί και εφ’ όσον τα γενικότερα αυτά συμφέροντα και η κοινωνική εξέλιξη συμπίπτουν γενικά με τα συμφέροντα της κυρίαρχης τάξης. Η προστατευτική νομοθεσία των εργατών π.χ. ανταποκρίνεται τόσο στο συμφέρον των καπιταλιστών, σαν τάξης, όσο και της κοινωνίας γενικά. Αλλά η αρμονία αυτή δε διαρκεί παρά ως ένα ορισμένο μόνο σημείο της καπιταλιστικής εξέλιξης.

Ό τ α ν η εξέλιξη φθάσει σ ‘ ένα ορισμένο ύψος, τότε τα συμφέροντα της μπουρζουαζίας σαν τάξης και το συμφέρον της οικονομικής προόδου, και με την καπιταλιστική τους ακόμη έννοια, αρχίζουν νά διίστανται. Νομίζομε ότι η φράση αυτή έχει πιά αρχίσει, πράγμα που εκδηλώνεται με τα δυο σημαντικότερα γεγονότα της σημερινής κοινωνικής ζωής: μ ε τ η δ α σ μ ο λ ο γ ι κ ή π ο λ ι τ ι κ ή και το μιλιταρισμό .

Και τα δυο — δασμολογική πολιτική και μιλιταρισμός — έπαιξαν στην ιστορία του καπιταλισμού τον απαραίτητο, και γι’ αυτό προοδευτικό, επαναστατικό ρόλο των. Χωρίς τα προστατευτικά δασμολόγια δε θάταν δυνατή η ανάπτυξη της μεγάλης βιομηχανίας στις διάφορες χώρες. Αλλά σήμερα το προστατευτικό δασμολόγιο δε χρησιμεύει για την τεχνητή διατήρηση παρωχημένων μορφών παραγωγής.

Απ’ την άποψη της καπιταλιστικής εξέλιξης, δηλαδή απ’ την άποψη της παγκοσμίου οικονομίας, είναι σήμερα ολότελα αδιάφορο αν η Γερμανία εξάγει στην Αγγλία, ή αν η Αγγλία στη Γερμανία τα περισσότερα εμπορεύματα. Απ’ την άποψη της ίδιας εξέλιξης τα προστατευτικά δασμολόγια ε ξεπλήρωσαν τον προορισμό των και θα μπορούσαν να καταργηθούν, θα πρεπε μάλιστα να καταργηθούν! Με τη σημερινή αμοιβαία εξάρτηση των διαφόρων βιομηχανικών κλάδων, οι προστατευτικοί δασμοί πάνω σε οποιαδήποτε εμπορεύματα δεν είναι δυνατό παρά να ακριβαίνουν την παραγωγή άλλων εμπορευμάτων στο εσωτερικό, δηλαδή να παρακωλύουν και πάλι την ανάπτυξη της βιομηχανίας.

Ό χ ι όμως τόσο απ’ την άποψη της τάξης των καπιταλιστών. Τους προστατευτικούς δασμούς δεν τους χρειάζεται η βιομηχανία για την ανάπτυξή της, αλλά οι επιχειρηματίες για την εξασφάλιση της διάθεσης των προϊόντων των. Δηλαδή οι δασμοί δε χρησιμεύουν πια σήμερα σαν μέσο προστασίας μιας ανερχομένης καπιταλιστικής παραγωγής εναντίον μιας άλλης περισσότερο ώριμης, αλλά σαν μέσο πάλης μιας εθνικής ομάδας καπιταλιστών εναντίον μιας άλλης. Οι δασμοί δεν είναι πιά μέσο προστασίας της βιομηχανίας που αποβλέπει στη δημιουργία και στην κατάκτηση της εσωτερικής αγοράς, αλλά μέσο απαραίτητο για την καρτελλοποίηση της βιομηχανίας, δηλαδή για τον αγώνα των καπιταλιστών παραγωγών εναντίον της καταναλώτριας κοινωνίας.

Τέλος, εκείνο που δείχνει καλύτερα τον ειδικό χαρακτήρα της σημερινής δασμολογικής πολιτικής είναι το γεγονός ότι τώρα σε όλες τις. χώρες τον αποφασιστικό ρόλο στη ρύθμιση της δασμολογικής πολιτικής δεν τον παίζει η βιομηχανία γενικά αλλά η γεωργία, δηλαδή η δασμολογική πολιτική έγινες κυρίως ένα μέσο μ ε τ α μ φ ί ε σ η ς  κ α ι  έ κ φ ρ α σ η ς  φ ε ο υ δ α ρ χ ι κ ώ ν συμφερόντων  με μ ο ρ φ ή καπιταλιστική.

Την ίδια μεταβολή υπέστη και ο μιλιταρισμός. Αν εξετάσουμε την ιστορία όχι όπως θα μπορούσε ή όπως θάπρεπε νάναι, αλλ’ όπως πραγματικά ήταν, θα διαπιστώσουμε ότι ο πόλεμος αποτελούσε ένα απαραίτητο παράγοντα  για την εξέλιξη της καπιταλιστικής οικονομίας. Οι Ηνωμένες Πολιτείες της Βορείου Αμερικής και η Γερμανία, η Ιταλία και τα Βαλκανικά κράτη, η Ρωσία και η Πολωνία, όλες αυτές οι χώρες οφείλουν τους όρους ή την ώθηση για την καπιταλιστική των εξέλιξη στους πολέμους, όποια κι’ αν ήτο η έκβασή των.

Εφ’ όσον υπήρχαν χώρες εσωτερικά διασπασμένες ή μ’ ένα κλειστό σύστημα φυσικής οικονομίας πού πρεπε να καταργηθεί, έπαιζε και ο μιλιταρισμός ένα επαναστατικό, με καπιταλιστική έννοια, ρόλο. Σήμερα όμως και στο σημείο αυτό τα πράγματα διαφέρουν. Το γεγονός ότι η παγκόσμια πολιτική απέβη θέατρο απειλητικών συρράξεων, δεν οφείλεται πια τόσο στην προσπάθεια κατάκτησης καινούργιων χωρών για τον καπιταλισμό, όσο στις έτοιμες ευρωπαϊκές αντιθέσεις που μεταφυτεύτηκαν στα άλλα μέρη του κόσμου και προκαλούν εκεί βίαιες εκρήξεις.

Εκείνοι που άλληλοαντιμετωπίζονται τώρα με τα όπλα στο χέρι, αδιάφορο αν στην Ευρώπη ή σε άλλα μέρη του κόσμου, δεν είναι απ’ τη μιά μέρα χώρες καπιταλιστικές κι’ απ’ την άλλη χώρες με κλειστή φυσική οικονομία, αλλά κράτη που ωθούνται στη σύρραξη ακριβώς λόγω της ομοιότητας της μεγάλης καπιταλιστικής των εξέλιξης. Η σύρραξη, υπό τους όρους αυτούς, δε μπορεί νάχει, απ’ την άποψη της καπιταλιστικής εξέλιξης, παρά μοιραίες συνέπειες, δεδομένου ότι προκαλεί σε όλες τις καπιταλιστικές χώρες ισχυρότατους συγκλονισμούς και ανατροπές στην οικονομική των ζωή.

Το πράγμα όμως φαίνεται διαφορετικό απ’ τη σκοπιά της τάξης των καπιταλιστών. Γι’ αυτήν ο μιλιταρισμός είναι σήμερα απαραίτητος για τρεις λόγους: Πρώτο, σαν μέσο πάλης ανταγωνιστικών «εθνικών» συμφερόντων εναντίον άλλων εθνικών ομίλων δεύτερο, σαν σπουδαιότατος τομέας τοποθέτησης κεφαλαίων τόσο για το χρηματιστικό, όσο και για το βιομηχανικό κεφάλαιο* και τρίτο, σαν όργανο της ταξικής κυριαρχίας στο εσωτερικό εναντίον του εργαζομένου λαού.

Ό λ α αυτά είναι συμφέροντα που δεν έχουν καθ’ εαυτά καμμιά σχέση με την πρόοδο του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Εκείνο που προδίδει και πάλι καλύτερα τον ειδικό χαρακτήρα του σημερινού μιλιταρισμού είναι πρώτο, η εξ αμίλλης γενική του ανάπτυξη σε όλες τις χώρες, που πραγματοποιείται σαν από μιά ιδία εσωτερική μηχανική κινητήρια δύναμη, φαινόμενο εντελώς άγνωστο ακόμη πριν από δυο δεκαετίες* δεύτερο, το μοιραίο, το αναπόφευκτο της επερχόμενης σύρραξης, ενώ συγχρόνως είναι εντελώς ακαθόριστο ποια είναι η αφορμή, ποια είναι τα αμέσως ενδιαφερόμενα κράτη, ποιο είναι το αντικείμενο και ποιες οι άμεσες περιστάσεις της έριδας. Και ο μιλιταρισμός από κινητήρια δύναμη του καπιταλισμού μεταβλήθηκε σε καπιταλιστική αρρώστια.

Στη διάσταση αυτή μεταξύ της κοινωνικής εξέλιξης και των συμφερόντων της κυρίαρχης τάξης, το κράτος παίρνει το μέρος της τελευταίας. Το κράτος με την πολιτική του έρχεται, ακριβώς όπως και η μπουρζουαζία, με αντίθεση με την κοινωνική εξέλιξη, χάνει έτσι διαρκώς το χαρακτήρα του εκπροσώπου του κοινωνικού συνόλου και μεταβάλλεται όλο και περισσότερο σε καθαρό τ α ξ ι κ ό κ ρ ά τ ο ς . Ή , για να εκφρασθούμε ορθότερα, οι δυο αυτές ιδιότητές του χωρίζονται η μιά απ’ την άλλη και αποκορυφώνονται σε μιά αντίθεση μέσα στο ίδιο το κράτος. Και πραγματικά η αντίθεση αυτή γίνεται καθημερινά πιο έντονη.

Γιατί απ’ τη μιά μεριά αυξάνουν οι γενικού χαρακτήρα λειτουργίες του κράτους, η επέμβασή του στην κοινωνική ζωή, ο «έλεγχος» της κοινωνικής ζωής απ’ τα όργανά του, απ’ την άλλη μεριά όμως ο ταξικός του χαρακτήρας εξαναγκάζει το κράτος να μεταθέτει το βάρος της δράσης του και της ισχύος του σε σφαίρες που δεν είναι ωφέλιμες παρά μόνο για το ταξικό συμφέρον της μπουρζουαζίας, ενώ έχουνε αρνητική σημασία για το κοινωνικό σύνολο, σε σφαίρες όπως ο μιλιταρισμός, η δασμολογική και αποικιακή πολιτική.

Έτσι όμως και ο «κοινωνικός έλεγχος» απ’ το κράτος υφίσταται όλο και περισσότερο την επίδραση του ταξικού χαρακτήρα του κράτους, (βλέπε πώς χειρίζεται το κράτος την προστατευτική εργατική νομοθεσία σε όλες τις χώρες).

Η ανάπτυξη της δημοκρατίας, στην οποία επίσης ο Μπερνστάιν βλέπει το μέσο της βαθμιαίας εισαγωγής του σοσιαλισμού, δεν αντιφάσκει, αλλά μάλλον ανταποκρίνεται πλήρως στη μεταβολή αυτή, όπως την περιγράψαμε, της φύσης του κράτους. Η κατάκτηση μιας σοσιαλδημοκρατικής πλειονοψηφίας στο κοινοβούλιο θα αποτελέσει, όπως επεξηγεί ο Konrad Schmidt, τον άμεσο δρόμο της βαθμιαίας αυτής σοσιαλιστικοποίησης, της κοινωνίας. Οι δημοκρατικές μορφές της πολιτικής ζωής είναι αναμφιβόλως ένα φαινόμενο που εκφράζει περισσότερο από κάθε άλλο προϊούσα συνταύτιση του κράτους με την κοινωνία και αποτελεί γι’ αυτό μιά βαθμίδα προς τη σοσιαλιστική ανατροπή. Αλλά γΓ αυτό η διάσπαση στο χαρακτήρα του καπιταλιστικού κράτους, διάσπαση που χαρακτηρίσαμε παραπάνω, εκδηλώνεται οξύτερα μέσα στο σύγχρονο κοινοβουλευτισμό. Βέβαια κατά τη μορφή ο κοινοβουλευτισμός χρησιμεύει για να εκφράζει μέσα στην κρατική οργάνωση τα συμφέροντα του συνόλου της κοινωνίας.

Απ’ την άλλη μεριά όμως ο κοινοβουλευτισμός αποτελεί την έκφραση της καπιταλιστικής· κοινωνίας, δηλαδή μιας κοινωνίας, μέσα στην οποία τα καπιταλιστικά συμφέροντα είναι τα πιο αποφασιστικά. Οι κατά τη μορφή δημοκρατικοί θεσμοί γίνονται κατά το περιεχόμενο όργανα των συμφερόντων της κυρίαρχης τάξης. Αυτό εκδηλώνεται χειροπιαστά με το γεγονός ότι μόλις η δημοκρατία παρουσιάσει την τάση να απαρνηθεί τον ταξικό της χαρακτήρα και να μεταβληθεί σε όργανο των πραγματικών λαϊκών συμφερόντων, οι δημοκρατικές μορφές θυσιάζονται απ’ την ίδια τη μπουρζουαζία και το κράτος της.

Η ιδέα της σοσιαλδημοκρατικής κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας φαίνεται ύστερα από όλα αυτά σαν ένας υπολογισμός που, εντελώς σύμφωνα με το πνεύμα του αστικού λιμπεραλισμού, βασίζεται μόνο σε μιά τυπική πλευρά της δημοκρατίας και αφήνει όλως διόλου κατά μέρος την άλλη πλευρά, το πραγματικό περιεχόμενο της δημοκρατίας. Και ο κοινοβουλευτισμός γενικά δεν είναι ένα άμεσα σοσιαλιστικό στοιχείο, που διαποτίζει βαθμιαία την καπιταλιστική κοινωνία, όπως παραδέχεται ο Μπερνστάιν, αλλ’ αντίθετα ένα ειδικό μέσο του αστικού ταξικού κράτους για την ωρίμανση και την ανάπτυξη των καπιταλιστικών αντιθέσεων.

Συγκριτικά με την αντικειμενική αυτή εξέλιξη του κράτους η πρόταση του Μπερνστάιν και του Konrad Schmidt για τον «κοινωνικό έλεγχο» που διαρκώς αυξάνει και επιφέρει άμεσα το σοσιαλισμό, μεταβάλλεται σε μιά φράση πούρχεται καθημερινά σε μεγαλύτερη αντίθεση με την πραγματικότητα. Η θεωρία της βαθμιαίας εισαγωγής του σοσιαλισμού ανάγεται σε μιά βαθμιαία μεταρρύθμιση της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας και του καπιταλιστικού κράτους κατά τη σοσιαλιστική έννοια.

Αλλά και η καπιταλιστική ιδιοκτησία και το καπιταλιστικό κράτος εξελίσσονται, συνεπεία αντικειμενικών φαινομένων της σημερινής κοινωνίας, προς μιά ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση. Η παραγωγή γίνεται όλο και περισσότερο κοινωνική, η ανάμιξη του κράτους στην παραγωγή, ο κρατικός έλεγχος γίνεται διαρκώς ευρύτερος. Αλλά συγχρόνως η ατομική ιδιοκτησία γίνεται όλο και περισσότερο η μορφή της γυμνής καπιταλιστικής εκμετάλλευσης ξένης εργασίας και ο κρατικός έλεγχος εμπνέεται όλο και περισσότερο από αποκλειστικά ταξικά συμφέροντα. Εφ’ όσον λοιπόν το κράτος, δηλαδή η πολιτική οργάνωση, και οι σχέσεις ιδιοκτησίας, δηλαδή η νομική οργάνωση του καπιταλισμού, γίνονται με την εξέλιξη όχι περισσότερο σοσιαλιστικά, αλλά περισσότερο καπιταλιστικά, βάζουν μπροστά στη θεωρία της βαθμιαίας εισαγωγής του σοσιαλισμού δυο ανυπέρβλητες δυσκολίες.

Η ιδέα του Φουριέ, να μεταβάλει με το σύνθημα των «φαλανστερίων» όλο το θαλάσσιο νερό της γης σε λεμονάδα, ήταν πολύ φανταστική. Αλλά η ιδέα του Μπερνστάιν να μεταβάλει τη θάλασσα της καπιταλιστικής πικρίας σε θάλασσα σοσιαλιστικής γλυκύτητας προσθέτοντας σ’ αυτήν κατά φιάλες τη σοσιαλρεφορμιστική λεμονάδα, είναι πιο ανούσια χωρίς νάναι και λιγότερο φανταστική.

Οί  παραγωγικές σχέσεις της καπιταλιστικής κοινωνίας πλησιάζουν όλο και περισσότερο στις σοσιαλιστικές, αλλά οι πολιτικές και νομικές της σχέσεις εγείρουν αντίθετα ένα διαρκώς υψηλότερο τείχος μεταξύ της καπιταλιστικής και της σοσιαλιστικής κοινωνίας. Η εξέλιξη των κοινωνικών μεταρρυθμίσεως και της δημοκρατίας δε διατρυπά το τείχος αυτό, αλλά το  κάνει στερεότερο και σκληρότερο. Το τείχος αυτό δεν είναι δυνατό να κατεδαφιστεί παρά μόνο με το σφυροκόπημα της επανάστασης, δηλαδή με την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας απ’ το προλεταριάτο.

 

 

 

Απόσπασμα απο το βιβλίο της R Luxemburg «Μεταρρύθμιση η Επανάσταση», σελ 45-55, εκδόσεις Κοροντζή, Μτφ Κώστας Βρεττός.

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *