Rosa Luxemburg: Οικονομική ανάπτυξη και σοσιαλισμός

Το κείμενο είναι το έκτο μέρος απο το έργο της R.Luxemburg «Μεταρρύθμιση η Επανάσταση» (Μέρος δεύτερο, κεφάλαιο πρώτο). Το πρώτο μέρος βρίσκεται εδώ τo δεύτερο εδώ, το τρίτο εδώ, το τέταρτο εδώ και το πέμπτο εδώ

 

 

Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΚΑΙ Ο ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΣ.

 

 

 

Η ανακάλυψη μέσα στις οικονομικές  συνθήκες της καπιταλιστικής   κ ο ι ν ω ν ί α ς των  β ά σ ε ω ν  για την π ρ α γ μ α τ ο π ο ί η σ η του σ ο σ ι α λ ι σ μ ο ύ αποτελεί τη μεγάλη κατάκτηση που σημείωσε μέσα στην εξέλιξή της η προλεταριακή ταξική πάλη.

Με την ανακάλυψη αυτή ο σοσιαλισμός από «ιδεώδες» που επί χιλιάδες χρόνια είχε μέσα στο μυαλό της η ανθρωπότητα, μεταβάλλεται σε ι σ τ ο ρ ι κ ή αν ά γ κ η . Ο Μπερνστάιν αμφισβητεί την ύπαρξη των οικονομικών αυτών προϋποθέσεων του σοσιαλισμού μέσα στη σημερινή κοινωνία. Αλλά στην αποδεικτική του προσπάθεια περνά και ο ίδιος από μια αξιοσημείωτη εξέλιξη. Στην αρχή, στη «Νέα Εποχή», αμφισβήτησε μόνο την ταχύτητα της συγκέντρωσης στη βιομηχανία στηριζόμενος στη σύγκριση των αποτελεσμάτων της βιομηχανικής στατιστικής του 1895 και 1882.

Αλλά για να χρησιμοποιήσει τα αποτελέσματα  αυτά  για τους σκοπούς του χρειάστηκε να καταφύγει σε μια πολύ συνοπτική και μηχανική μέθοδο. Αλλ’ ούτε και στην ευνοϊκότερη περίπτωση δε μπορούσε ο Μπερνστάιν να πλήξει, έστω και κατ’ ελάχιστο, τη μαρξική ανάλυση με τις ιδέες του για την αντοχή των μεσαίων επιχειρήσεων. Η μαρξική ανάλυση δε βάζει ως προϋπόθεση ούτε ένα ορισμένο ρυθμό συγκέντρωσης της βιομηχανίας, δηλαδή μια ορισμένη προθεσμία για την πραγματοποίηση του σοσιαλιστικού τελικού σκοπού, ούτε θεωρεί, καθώς δείξαμε παραπάνω, την απόλυτη εξαφάνιση των μικρών κεφαλαίων και του μικροαστισμού σαν όρο για την πραγματοποίηση του σοσιαλισμού.

Στο βιβλίο του ο Μπερνστάιν, αναπτύσσοντας ακόμη περισσότερο τις γνώμες του, μας δίνει καινούργιο αποδεικτικό υλικό, δηλαδή τη στατιστική των ανωνύμων εταιριών που αποδεικνύει, κατά το Μπερνστάιν, ότι αυξάνει διαρκώς ο αριθμός των μετόχων και ότι κατά συνέπεια η τάξη των καπιταλιστών δε στενεύει αλλά γίνεται διαρκώς πολυπληθέστερη. Είναι καταπληκτικό πόσο λίγο ο Μπερνστάιν  γνωρίζει το υπάρχον υλικό και πόσο λίγο ξέρει να το χρησιμοποιεί προς όφελός του!

Αν ήθελε με τις ανώνυμες εταιρείες να αποδείξει κάτι εναντίον του μαρξικού νόμου για τη βιομηχανική εξέλιξη, έπρεπε να μας φέρει εντελώς διαφορετικούς αριθμούς. Συγκεκριμένα, όποιος γνωρίζει την ιστορία των ανωνύμων εταιριών στη Γερμανία, ξέρει ότι το μέσο ιδρυτικό κεφάλαιο, που αναλογεί σε κάθε επιχείρηση, διαρκώς ελαττώνεται. Το κεφάλαιο αυτό ανήρχετο πριν απ’ το 1871 σε 10,8 εκατομμύρια μάρκα περίπου, το 1872 μόνο σε 4,01 εκατομμύρια μάρκα, το 1873 σε 3,8 εκατομμύρια, το 1803-87 σε λιγότερο παρά 1 εκατομμύριο μάρκα, το 1890 μόνο σε 0,56 εκατομμ., το 1892 σε 0,62 εκατομμύρια μάρκα. Από τότε τα ποσά κυμαίνονται γύρω στο 1 εκατομμύριο μάρκα και συγκεκριμένα από 1,78 εκατομμύρια μάρκα το 1895 έπεσαν σε 1,19 εκατομμύρια την 1η Σεπτεμβρίου 1897 (1).

Καταπληκτικοί αριθμοί! Με τους αριθμούς αυτούς ο Μπερνστάιν θα κατασκεύαζε πιθανότατα μια ολόκληρη αντιμαρξιστική τάση παλινδρόμησης απ’ τις μεγάλες στις μικρές επιχειρήσεις. Αλλά στην περίπτωση αυτή θα μπορούσε ο καθένας να του απαντήσει: αν με την στατιστική αυτή θέλετε να αποδείξετε κάτι, πρέπει πριν απ’ όλα να αποδείξετε ότι ανάγεται στους ίδιους βιομηχανικούς κλάδους, ότι οι μικρές επιχειρήσεις φυτρώνουν στη θέση των παλιών μεγάλων επιχειρήσεων και όχι εκεί όπου επικρατούσε ως τα τώρα το ατομικό κεφάλαιο ή ακόμη η χειροτεχνία και το μικρό εργαστήριο.

Την απόδειξη αυτή όμως δε θα κατορθώσετε να τη φέρετε, γιατί το πέρασμα από τις κολοσσιαίες ανώνυμες εταιρίες στις μεσαίες και στις μικρές δεν αποδεικνύει παρά μόνο ότι η ανώνυμη εταιρία κατακτά διαρκώς νέους κλάδους και αν στην αρχή ήταν κατάλληλη μόνο για μερικές τεράστιες επιχειρήσεις, τώρα προσαρμόστηκε και στις μεσαίες και ακόμη και σ* αυτές τις μικρές επιχειρήσεις (τώρα ιδρύονται ανώνυμες εταιρίες με κεφάλαιο κάτω των 1800 μάρκων!).

Αλλά τί σημαίνει από την άποψη της οικονομίας η διαρκής επέκταση της ανώνυμης εταιρείας; Τί άλλο, παρά τ η ν π ρ ο ϊ ο ύ σ α κοινωνικοποίηση τ η ς π α ρ α γ ω γ ή ς με καπιταλιστική μορφή, την κοινωνικοποίηση όχι μόνο της γιγαντιαίας, αλλά και της μέσης και αυτής της μικρής παραγωγής, δηλαδή κάτι που δεν αντιτίθεται στη μαρξική θεωρία αλλά την επιβεβαιώνει κατά τον πιό πανηγυρικό τρόπο.

Και πραγματικά, που έγκειται το οικονομικό φαινόμενο που περικλείει μέσα της η ανώνυμη εταιρία; Απ’ τη μια μεριά στη συνένωση πολλών μικρών χρηματικών περιουσιών σε έ ν α παραγωγικό κεφάλαιο, από την άλλη στο χωρισμό της παραγωγής απ’ την καπιταλιστική ιδιοκτησία, δηλαδή σε μια διπλή υπερνίκηση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, αλλά πάντα πάνω σε καπιταλιστική βάση. Τι σημαίνει σχετικά με όλα αυτά η στατιστική του Μπερνστάιν για το μεγάλο αριθμό των μετόχων που συμμετέχουν σε μια επιχείρηση; Τίποτε περισσότερο, παρ’ ότι τώρα μια καπιταλιστική επιχείρηση δεν αντιστοιχεί όπως πρώτα σ ‘ έναν κεφαλαιούχο ιδιοκτήτη, αλλά σ ‘ έναν ολόκληρο και διαρκώς αυξανόμενο αριθμό κεφαλαιούχων-ιδιοκτητών και ότι κατά συνέπεια η οικονομική έννοια “καπιταλιστής” δε συμπίπτει πια με το ένα, το χωριστό άτομο, ότι ο σημερινός βιομήχανος καπιταλιστής είναι ένα συλλογικό πρόσωπο, που αποτελείται από εκατοντάδες και μάλιστα από χιλιάδες προσώπων, ότι και μέσα σ* αυτά τα πλαίσια της καπιταλιστικής οικονομίας η κατηγορία «καπιταλιστής» έγινε κοινωνική, κ ο ι ν ω ν ι κ ο π ο ι ή θ η κ ε .

Πώς εξηγείται όμως το γεγονός, ότι ο Μπερνστάιν θεωρεί το φαινόμενο των ανωνύμων εταιριών όχι σαν συγκέντρωση αλλά αντίθετα σαν διασκόρπιση του κεφαλαίου, ότι βλέπει επέκταση της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας εκεί ακριβώς όπου ο Μαρξ διαπιστώνει «κατάργηση της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας;» Με μια πολύ απλή παραδρομή κατά το πρότυπο της αγοραίας οικονομίας: ο Μπερνστάιν με τη λέξη «καπιταλιστής» δεν εννοεί μια κατηγορία της παραγωγής, αλλά το δικαίωμα ιδιοκτησίας, όχι μια οικονομική αλλά μια φορολογικοπολιτική μονάδα και με τη λέξη κεφάλαιο όχι ένα παραγωγικό σύνολο, αλλά μόνο τη χρηματική περιουσία. Για αυτό στο αγγλικό τραστ των κλωστών ραπτικής δε βλέπει τη συγχώνευση 12.300 προσώπων σε ένα, αλλά 12.300 καπιταλιστές, γι’ αυτό και ο μηχανικός του Schulze που πήρε απ’ τον εισοδηματία (Rentier) Μύλλερ, σαν προίκα της συζύγου του, «ένα μεγάλο αριθμό μετοχών» είναι και αυτός κεφαλαιούχος για τον Μπερνστάιν (Σελ. 54).

Ό λ ο ς ο κόσμος λοιπόν είναι κατά τον Μπερνστάιν γεμάτος από «καπιταλιστές» (2). Αλλά και εδώ όπως και προηγούμενα η παρανόηση κατά τον τρόπο αυτό της αγοραίας οικονομίας δεν είναι για το Μπερνστάιν παρά η θεωρητική βάση εκχυδαϊσμού του σοσιαλισμού. Ο Μπερνστάιν, με το να μεταφέρει την έννοια καπιταλιστής από τις παραγωγικές σχέσεις στις σχέσεις ιδιοκτησίας και «με το να μιλά για επιχειρηματίες αντί να μιλά για ανθρώπους» (Σελ. 53), μεταφέρει συγχρόνως το πρόβλημα του σοσιαλισμού στο επίπεδο των περιουσιακών σχέσεων, δηλ. α π ‘ τ η  σ χ έ σ η μ ε τ α ξ ύ κ ε φ α λ α ί ο υ κ α ι ε ρ γ α σ ί α ς σ τ η σ χ έ σ η μεταξύ   π λ ο υ σ ί ω ν και  π τ ω χ ώ ν .

Έτσι απ’ το Μαρξ και τον Ενγκελς ξαναγυρίζουμε αισίως στο συγγραφέα του Ευαγγελίου του πτωχού αμαρτωλού, με τη μόνη διαφορά ότι οι Βάϊτλιγκ με το ορθό προλεταριακό του ένστικτο, διάγνωσε, έστω και πρωτόγονα, ότι μέσα στην αντίθεση αυτή μεταξύ πλουσίου και πτωχού κρύβονται οι ταξικές αντιθέσεις, τις οποίες θέλησε να μεταβάλει σε μοχλό του σοσιαλιστικού κινήματος. Ενώ αντίθετα ο Μπερνστάιν δε βλέπει τη δυνατότητα πραγματοποίησης του σοσιαλισμού παρά στη μεταβολή των πτωχών σε πλουσίους, δηλαδή στην εξάλειψη της ταξικής αντίθεσης, δηλαδή σ’ ένα μικροαστικό τρόπο ενεργείας.

Ο Μπερνστάιν βέβαια δεν περιορίζεται στη στατιστική του εισοδήματος, μας δίδει και στατιστική των επιχειρήσεων και μάλιστα από διάφορες χώρες: απ’ τη Γερμανία και τη Γαλλία, απ’ την Αγγλία και την Ελβετία, απ’ την Αυστρία και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Αλλά τί είδους στατιστική είναι  αυτή; Δεν πρόκειται για συγκριτικά στοιχεία από διάφορες εποχές σε κάθε χώρα, αλλά για συγκριτικά στοιχεία από μια εποχή για κάθε χώρα. Δε συγκρίνει λοιπόν — εξαιρέσει της Γερμανίας, για την οποία επαναλαμβάνει την παλιά του σύγκριση του 1895 με το 1882 — τη διάρθρωση των επιχειρήσεων μιας εκάστης χώρας στις διάφορες εποχές, αλλά μόνο τους ^απόλυτους αριθμούς των διαφόρων χωρών (για την Αγγλία του έτους 1891, για τη Γαλλία του έτους 1894, για τις Ηνωμένες Πολιτείες του έτους 1890 κλπ.) Στο συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει είναι «ότι, αν και η μεγάλη επιχείρηση υπερτερεί σήμερα πραγματικά στη βιομηχανία, δεν αντιπροσωπεύει εν τούτοις μαζί με τις επιχειρήσεις που εξαρτώνται από  αυτήν και σε μια χώρα μάλιστα τόσο προοδευτική όσο είναι η Πρωσία, παρά το πολύ-πολύ το ήμισυ του πληθυσμού που εργάζεται μέσα στην παραγωγή» και ότι το ίδιο συμβαίνει σε όλη τη Γερμανία, την Αγγλία, το Βέλγιο κλπ.». (Σελ.84).

Είναι φανερό ότι εκείνο που αποδεικνύει κατ’ αυτό τον τρόπο δεν είναι αυτή ή εκείνη η τάση της οικονομικής εξέλιξης, αλλά η απόλυτη αριθμητική σχέση μεταξύ των διαφόρων μορφών επιχείρησης και των διαφόρων επαγγελματικών κατηγοριών. Αν εκείνο που πρέπει να αποδειχτεί με τα δεδομένα αυτά είναι ότι ο σοσιαλισμός δεν έχει καμμιά ελπίδα επικράτησης, τότε η επιχειρηματολογία αυτή έχει σαν βάση της μια θεωρία, κατά την οποία η αριθμητική σχέση της φυσικής δύναμης των αγωνιζομένων, δηλαδή μόνη η βία είναι εκείνη που αποφασίζει για την έκβαση των κοινωνικών αγώνων. Εδώ ο Μπερνστάιν που παντού μυρίζεται μπλανκισμό περιπίπτει και ο ίδιος για ποικιλία σε μια χυδαιότατη  μπλανκιστική παρανόηση. Αλλά και πάλι με τη διαφορά ότι οι μπλανκιστές, σαν σοσιαλιστική και επαναστατική κατεύθυνση, προϋποθέσανε σαν κάτι το αυτονόητο την οικονομική δυνατότητα πραγματοποίησης του σοσιαλισμού και στήριζαν πάνω σ ‘ αυτή τη δυνατότητα τις ελπίδες επιτυχίας μιας  βίαιής επανάστασης έστω και από μέρους μιας βίαιής επανάστασης έστω και από μέρους μιας μικρής μειονοψηφίας, ενώ αντίθετα ο Μπερνστάιν απ’ την αριθμητική ανεπάρκεια της λαϊκής πλειονοψηφίας καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οικονομικά ο σοσιαλισμός δεν έχει ελπίδες επικράτησης.

Η σοσιαλδημοκρατία δεν παράγει τον τελικό της σκοπό ούτε απ’ τη νικήτρια βία της μειοψηφίας, ούτε απ’ την αριθμητική υπεροχή της πλειονοψηφίας, αλλά απ’ την οικονομική αναγκαιότητα και την κατανόηση της αναγκαιότητας αυτής, που ωθεί τη λαϊκή μάζα στην κατάργηση του καπιταλισμού και εκδηλώνεται προ πάντων μ ε  τ η ν  κ α π ι τ α λ ι σ τ ι κ ή αναρχία.

Ό σ ο ν αφορά το τελευταίο αυτό αποφασιστικό ζήτημα της αναρχίας μέσα στην καπιταλιστική οικονομία, ο Μπερνστάιν δεν αρνείται παρά μόνο τις μεγάλες και τις γενικές κρίσεις, όχι όμως και τις μερικές εθνικές κρίσεις. Έτσι αρνείται την ύπαρξη πάρα πολλής αναρχίας και παραδέχεται συγχρόνως ότι υπάρχει αναρχία, αλλά λίγη. Στην καπιταλιστική οικονομία συμβαίνει κατά το Μπερνστάιν — για να χρησιμοποιήσουμε Και μείς μια έκφραση του Μαρξ — ότι και στην τρελή παρθένο με το παιδί πού ήταν όμως «πάρα πολύ μικρό». Το δυσάρεστο είναι ότι σε τέτοια πράγματα όπως η αναρχία το λίγο και το πολύ είναι εξ ίσου κακά. Ο Μπερνστάιν παραδέχεται λίγη αναρχία, αλλ’ ο μηχανισμός της εμπορευματικής οικονομίας φροντίζει αφ’ εαυτού του για την αύξηση της αναρχίας αυτής στο ακρότατο βαθμό — ως την κατάρρευση. Αλλ’ αν ο Μπερνστάιν νομίζει ότι είναι δυνατό και αυτή η λίγη αναρχία να μεταβληθεί βαθμιαία σε τάξη και αρμονία εφ’ όσον θα διατηρείται η εμπορευματική παραγωγή, πέφτει και πάλι σ ‘ ένα απ’ τα πιο βασικά λάθη της αγοραίας οικονομίας, δεδομένου ότι θεωρεί τον τρόπο ανταλλαγής ανεξάρτητο από τον τρόπο παραγωγής.

Εδώ δεν είναι η κατάλληλη ευκαιρία να αναλύσουμε στο σύνολό της την καταπληκτική σύγχυση που παρουσιάζει ο Μπερνστάιν στο βιβλίο του σχετικά με τις πιο στοιχειώδεις αρχές της πολιτικής οικονομίας. Οφείλουμε όμως να διευκρινίσουμε συντόμως ένα σημείο στο οποίο μας φέρει η βασική αρχή της καπιταλιστικής αναρχίας.

Ο Μπερνστάιν δηλώνει ότι ο μαρξικός νόμος της αξίας — εργασίας δεν είναι παρά μια αφαίρεση. Ο Μπερνστάιν θεωρεί φαίνεται σαν ύβρη την αφαίρεση στην πολιτική οικονομία. Αλλ’ αν η αξία-εργασία δεν είναι παρά μια αφαίρεση, μια αφηρημένη εικόνα, τότε κάθε έντιμος πολίτης, που ξεπλήρωσε τις στρατιωτικές και τις φορολογικές του υποχρεώσεις, έχει εξ ίσου όπως και ο Κάρολος Μαρξ το δικαίωμα να παραστήσει οποιαδήποτε ανοησία του σα μια τέτοια αφηρημένη εικόνα, δηλαδή σαν νόμο της αξίας, «Ευθύς εξ αρχής είναι επιτετραμμένο στο Μαρξ να προχωρήσει στην αφαίρεση των ιδιοτήτων των εμπορευμάτων ως ότου τελικά δεν απομείνει απ’ τα εμπορεύματα παρά η ιδιότητα ότι είναι ενσαρκώσεις ποσοτήτων απλής ανθρώπινης εργασίας, όπως και η σχολή Böhm Jevons είναι εξ ίσου ελεύθερη να κάνει αφαίρεση όλων των ιδιοτήτων των εμπορευμάτων εκτός της χρησιμότητάς των». (Σελ. 42).

Ώστε η κοινωνική εργασία του Μαρξ και η αφηρημένη χρησιμότητα του Menger, είναι για το Μπερνστάιν μικροπράγματα, δεν είναι όλα παρά μια αφαίρεση. Έτσι όμως ο Μπερνστάιν ξέχασε όλος διόλου ότι η μαρξιστική αφαίρεση δεν είναι μια επινόηση αλλά μια ανακάλυψη, ότι δεν υπάρχει μέσα στο κεφάλι του Μαρξ αλλά μέσα στην εμπορευματική οικονομία, ότι έχει μια πραγματική, κοινωνική υπόσταση, τόσο πραγματική, ώστε να κόπτεται και να σφυρηλατείται, να ζυγίζεται και να νομισματοποιείται.

Η αφηρημένη ανθρώπινη εργασία που ανακάλυψε ο Μαρξ δεν είναι, με την ανεπτυγμένη μορφή της, παρά — το χ ρ ή μ α . Αυτό είναι μια απ’* τις πιο μεγαλοφυείς ανακαλύψεις του Μαρξ, ενώ για ολόκληρη την αστική πολιτική οικονομία, απ’ τον πρώτο μερκαντιλιστή ως τον τελευταίο κλασσικό, η μυστικιστική φύση του χρήματος υπήρξε ένα εφτασφράγιστο βιβλίο.

Αντίθετο η αφηρημένη χρησιμότητα των Böch Jevons δεν είναι πραγματικά παρά μια εικόνα της σκέψης ή μάλλον μια εικόνα της έλλειψης κάθε σκέψης, μια υποκειμενική ανοησία, για την οποία δεν είναι υπεύθυνη ούτε η καπιταλιστική, ούτε καμμιά άλλη ανθρώπινη κοινωνία, αλλά αποκλειστικά και μόνο η αστική αγοραία οικονομία. Ο Μπερνστάιν και ο Böch και ο Jevons μπορούν, με την αφηρημένη αυτή εικόνα στο μυαλό, και με όλη την υποκειμενική σχολή, να στέκονται άλλα είκοσι χρόνια μπρος στο μυστήριο του χρήματος, χωρίς να καταλήξουν σε λύση διαφορετική απ’ εκείνην που ξέρει ο κάθε σκιτζής: ότι και το χρήμα είναι ένα «χρήσιμο» πράγμα.

Έτσι ο Μπερνστάιν δεν καταλαβαίνει πια διόλου το μαρξικό νόμο της αξίας. Εκείνοι όμως  που κατέχον οπωσδήποτε το οικονομικό σύστημα του Μαρξ ξέρουν πολύ καλά, ότι χωρίς το νόμο της αξίας το όλο σύστημα μένει εντελώς ακατανόητο ή ότι, για να μαστε πιο συγκεκριμένοι, η όλη καπιταλιστική οικονομία με τις ποικίλες σχέσεις της παραμένει ένα μυστήριο για όποιον δεν κατανοεί τη φύση του εμπορεύματος και της ανταλλαγής του.

Αλλά ποιο είναι το μαγικό κλειδί του Μαρξ που του άνοιξε τα πιο βαθιά μυστικά όλων των καπιταλιστικών φαινομένων, που του επέτρεψε να λύσει με τη μεγαλύτερη ευκολία όλα εκείνα τα προβλήματα, για τα οποία τα μεγαλύτερα πνεύματα της αστικής κλασσικής οικονομίας, όπως ο Smith και ο Ricardo, δεν είχαν ούτε την παραμικρή προαίσθηση;

Το μαγικό αυτό κλειδί δεν είναι παρά η σύλληψη της όλης καπιταλιστικής οικονομίας σ α ν  ε ν ό ς  ι σ τ ο ρ ικ ο ύ φ α ι ν ο μ έ ν ο υ και μάλιστα όχι απλώς και μόνο προς τα οπίσω, πράγμα που στην καλύτερη περίσταση to καταλάβαινε και η αστική κλασσική οικονομία, αλλά και προς τα εμπρός, δηλαδή όχι μόνο σχετικά με το σοσιαλιστικό μέλλον. Το μυστικό της διδασκαλίας της αξίας του Μαρξ, της ανάλυσής του για το χρήμα, της θεωρίας του για το κεφάλαιο, της διδασκαλίας του για το ποσοστό του κέρδους και κατά συνέπεια για το όλο οικονομικό σύστημα είναι η παροδικότητα της καπιταλιστικής οικονομίας, η κατάρρευσή της, δηλαδή— αυτό δεν είναι παρά η άλλη όψη — ο σ όσ ι α λ ι σ τ ι κ ό ς  τ ε λ ι κ ό ς  σ κ ο π ό ς. Ο Μαρξ δε μπόρεσε να αποκρυπτογραφήσει τα ιερογλυφικά της καπιταλιστικής οικονομίας παρά ακριβώς μόνο γιατί εξέτασε την καπιταλιστική οικονομία, ευθύς εξ αρχής, σ α ν σ ο σ ι α λ ι σ τ ή ς , δηλ α δ ή κ ά τ ω απ’ το π ρ ί σ μ α τ η ς ι σ τ ο ρ ι κ ή ς ά π ο ψ η ς· απ’* την άλλη μεριά δε μπόρεσε να Θεμελιώσει επιστημονικά το σοσιαλισμό παρά μόνο γιατί έβαλε τη σοσιαλιστική άποψη σαν σ η μ ε ί ο α φ ε τ η ρ ί α ς για την επιστημονική ανάλυση της αστικής κοινωνίας.

Με αυτό το μέτρο πρέπει να κρίνει κανείς τις παρατηρήσεις του Μπερνστάιν στο τέλος του βιβλίου του, όπου παραπονείται για το «δυαδισμό» «που χαρακτηρίζει όλο το μνημειώδες έργο του Μαρξ», «ένα δυαδισμό, που έγκειται στο γεγονός, ότι το έργο θέλει να ναι μια επιστημονική έρευνα, ενώ συγχρόνως θέλει να αποδείξει μια θέση έτοιμη πολύ πριν απ’ τη σύλληψή του, ότι βασίζεται σ’ ένα σχήμα, στο οποίο το αποτέλεσμα της εξέλιξης υπήρχε έτοιμο ευθύς εξ αρχής. Η παλινδρόμηση στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο (δηλαδή στο σοσιαλιστικό τελικό σκοπό!) προδίδει ένα πραγματικό υπόλειμμα ουτοπισμού κατά την έννοια του Μαρξ». (Σελ. 117),

Αλλ’ ο «δυαδισμός» του Μαρξ δεν είναι τίποτε άλλο παρά ο δυαδισμός του σοσιαλιστικού μέλλοντος και του καπιταλιστικού παρόντος, του κεφαλαίου και της εργασίας, της μπουρζουαζίας και του προλεταριάτου, είναι η μνημειώδης επιστημονική αντικατόπτριση του δυαδασμού που υπάρχει μέσα σ τ η ν  α σ τ ι κ ή  κ ο ι ν ω ν ί α  των α σ τ ι κ ώ ν  τ α ξ ι κ ώ ν  α ν τ ι θ έ σ ε ω ν .

Ο Μπερνστάιν, όταν στο θεωρητικό αυτό δυαδισμό του Μαρξ δε βλέπει παρά «ένα υπόλειμμα του ουτοπισμού», ομολογεί αφελώς ότι αρνείται τον ιστορικό δυαδισμό, τις καπιταλιστικές ταξικές αντιθέσεις μέσα στην αστική κοινωνία, ότι γι’ αυτόν και ο ίδιος ο σοσιαλισμός μεταβλήθηκε σ ‘ ένα «υπόλειμμα του ουτοπισμού». Ο «μονισμός», δηλαδή η «ενότητα» του Μπερνστάιν, δεν είναι παρά η, ενότητα του διαιωνιζόμενου καπιταλιστικού καθεστώτος, η ενότητα του σοσιαλιστή που εγκατέλειψε τον τελικό του σκοπό για να βλέπει αντ’ αυτού στη μια και αναλλοίωτη καπιταλιστική κοινωνία το τέρμα της ανθρώπινης εξέλιξης.

Αλλ’ ο Μπερνστάιν, εφ’ όσον δε βλέπει μέσα στην οικονομική υφή του καπιταλισμού το δυαδισμό, την εξέλιξη προς το σοσιαλισμό, είναι υποχρεωμένος, για να σώσει τουλάχιστο κατά τύπους το σοσιαλιστικό πρόγραμμα, να καταφύγει σ ‘ ένα ιδεαλιστικό κατασκεύασμα που κείται εκτός της οικονομικής εξέλιξης, και να μεταβάλει το σοσιαλισμό από μια ορισμένη ιστορική φάση της κοινωνικής εξέλιξης σε μια αφηρημένη «αρχή».

Η μπερνσταϊνική «αρχή του συνεταιρίζεσθε» με την οποία οφείλει να διακοσμηθεί η καπιταλιστική οικονομία, το ασθενέστατο αυτό «απαύγασμα» του τελικού σοσιαλιστικού σκοπού, φαίνεται, ύστερα απ’ τα παραπάνω, όχι σαν μια παραχώρηση της αστικής θεωρίας του Μπερνστάιν στο σοσιαλιστικό μέλλον της κοινωνίας, αλλά σαν παραχώρηση στο σοσιαλιστικό παρελθόν του Μπερνστάιν.

 

 

Σημειώσεις:

 

 

 

1).Van der Borght, Λεξικό των Κρατικών Επιστημών, τόμ. I.

2) Προσέξτε! Είναι φανερό ότι ο Μπερνστάιν βλέπει στη μεγάλη διάδοση των μικρών μετοχών μια απόδειξη ότι και ο φτωχός κόσμος συμμετέχει με τις μετοχές στον κοινωνικό πλούτο. Πραγματικά, ποιος μικροαστός ή και εργάτης ακόμα δε θα δίνε το ασήμαντο ποσό της μιας λίρας ή των 20 μάρκων για να αγοράσει μετοχές; Δυστυχώς η υπόθεση αυτή βασίζεται σ’ ένα λογιστικό λάθος: πρόκειται για την ονομαστική αξία των μετοχών και όχι για την αγοραία αξία των.

Αλλά η ονομαστική και η αγοραία αξία των μετοχών είναι δυο διαφορετικά πράγματα. Ένα παράδειγμα: Στην αγορά, μεταξύ των άλλων αξιών μεταλλείων πωλούνται και τα Randmines της Δυτικής Αφρικής. Πρόκειται για μετοχές  πούχουν, όπως και οι περισσότερες των αξιών μεταλλείων, ονομαστική αξία 1 λίρας δηλαδή 20 μάρκων. Η τιμή των όμως ήταν το 1899 λίρες 43 (βλέπε δελτίο του χρηματιστηρίου τέλους Μαρτίου) δηλαδή όχι 20 αλλά 860 μάρκα! Το ίδιο συμβαίνει κατά μέσον όρο με όλες τις μετοχές. Οι «μικρές»» μετοχές, παρ’ όλον ότι ηχούν τόσο δημοκρατικά στ’ αυτί, είναι στην πραγματικότητα τις περισσότερες φορές μεγαλοαστικοί και όχι μικροαστικοί ή προλεταριακοί ^«τίτλοι επί του κοινωνικού πλούτου», δεδομένου ότι μόνο ένα πολύ μικρό μέρος των μετόχων τις αποκτά στην ονομαστική των τιμή.

 

 

Απόσπασμα απο το βιβλίο της R Luxemburg «Μεταρρύθμιση η Επανάσταση», σελ 71-85, εκδόσεις Κοροντζή, Μτφ Κώστας Βρεττός.

 

 

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *