T.W Adorno: Παραίτηση

 

Μια απάντηση του T.W Adorno για τις κριτικές που δέχθηκε η Σχολή της Φρανκφούρτης για την στάση της απέναντι στην πολιτική και τα πρακτικά ζητήματα.

 

 

(Σ.τ.μ) Το παρακάτω άρθρο γράφτηκε από τον Theodor W. Adorno το 1968 και στην αυθεντική του μορφή εκφωνήθηκε στο γερμανικό ραδιόφωνο. Η μετάφραση γίνεται από το αγγλικό κείμενο όπως κυκλοφόρησε στο περιοδικό TELOS δέκα χρόνια αργότερα και παρατίθεται επίσης στο Critical Models: Interventions and Catchwords. Εδώ και λίγα χρόνια έχει μεταφραστεί στα ελληνικά από το ελληνικό τμήμα της Διεθνούς Πολιτικής Ομάδας Πλατύπους, όμως η μετάφραση εκείνη ήταν σε ορισμένα σημεία της είναι ιδιαίτερα προβληματική. Έτσι, η δουλειά που παρουσιάζεται εδώ δεν στηρίχτηκε στην προηγούμενη μεταφραστική προσπάθεια. Οι λέξεις που παρατίθενται στα αγγλικά εκφωνήθηκαν έτσι στο γερμανικό διάγγελμα.

 

 

 

Παραίτηση

 

T.W. Adorno

 

 

 

Εμείς, οι παλιότεροι εκπρόσωποι εκείνου που ονομάστηκε Σχολή της Φρανκφούρτης κατηγορηθήκαμε πρόσφατα και ανυπόμονα για παραίτηση. Η κατηγορία αναφέρει ότι είχαμε αναπτύξει στοιχεία μιας κριτικής θεωρίας αλλά δεν ήμασταν έτοιμοι να εξάγουμε τα πρακτικά συμπεράσματα που προέκυπταν εξ αυτής. Έτσι λοιπόν, δεν παρείχαμε προγράμματα δράσης, ούτε καν υποστηρίξαμε τη δράση όσων ένιωθαν πως εμπνέονται από την κριτική θεωρία. Δε θα συζητήσω σχετικά με το αν αυτό μπορεί να απαιτείται από θεωρητικούς στοχαστές, οι οποίοι είναι σχετικά ευαίσθητοι και κατά κανένα τρόπο απρόσβλητοι από κραδασμούς. Η αποστολή που τους έλαχε, μέσα σε μια κοινωνία βασισμένη στον καταμερισμό εργασίας είναι ίσως αμφιλεγόμενη· μπορεί αυτοί οι ίδιοι να παραμορφωθούν εξαιτίας της. Όμως άλλο τόσο διαμορφώνονται από αυτή· και φυσικά, δεν μπορούν να απαλείψουν κατά βούληση αυτό το οποίο έχουν γίνει.

Δεν θα ‘θελα να αρνηθώ το στοιχείο της υποκειμενικής αδυναμίας που ακολουθεί την αποκλειστική επικέντρωση στη θεωρία. Πιστεύω όμως πως η αντικειμενική πλευρά είναι περισσότερο σημαντική. H ένσταση που τόσο εύκολα ξεστομίζεται μπορεί να διατυπωθεί ως εξής: Το πρόσωπο που αυτή την ώρα αμφισβητεί τη δυνατότητα ριζοσπαστικής αλλαγής στην κοινωνία και το οποίο γι’ αυτό το λόγο ούτε συμμετέχει σε θεαματικές και βίαιες ενέργειες, ούτε τις προτείνει έχει παραιτηθεί. Νομίζει ότι αυτό που έχει στο μυαλό του δεν μπορεί να πραγματωθεί και βασικά ούτε καν θέλει να το πραγματώσει. Αφήνοντας τις συνθήκες ανέγγιχτες τις αποδέχεται δίχως να το παραδεχτεί.

 Η αποσταστασιοποίηση από την πράξη θεωρείται  αναίσχυντη απ’ όλους Όποιος δε θέλει να στρωθεί πραγματικά στη δουλειά και να λερώσει τα χέρια του είναι ύποπτος, λες και η απροθυμία δεν είναι αποδεκτή, αλλά έχει παραμορφωθεί σε προνόμιο. Η δυσπιστία προς αυτόν που δυσπιστεί απέναντι στην πράξη εκτείνεται από κείνους που βρίσκονται στην απέναντι πλευρά και επαναλαμβάνουν το παλιό σύνθημα “τα πολλά λόγια είναι φτώχεια”, μέχρι το αντικειμενικό πνεύμα της διαφήμισης που διαδίδει το παράδειγμα – το οποίο αποκαλούν “παράδειγμα προς μίμηση” – του δραστήριου, ενεργητικού ατόμου, είτε είναι διευθυντής εργοστασίου, είτε αθλητής. Καθένας θα πρέπει να συμμετέχει. Όποιος μονάχα σκέφτεται αυτο-αποσύρεται, θεωρείται αδύναμος, δειλός, σχεδόν προδότης. Το αρνητικό κλισέ του διανοούμενου διεισδύει βαθιά σ’ αυτή την αντιπολιτευτική ομάδα, δίχως να το ‘χουν προσέξει, και έτσι διασύρονται ως “διανοούμενοι”.

     Οι σκεπτόμενοι πρακτικιστές απαντούν: ανάμεσα στα πράγματα που πρέπει να αλλάξουν περιλαμβάνεται ακριβώς η παρούσα κατάσταση διαχωρισμού θεωρίας και πράξης. Λένε ότι η πράξη χρειάζεται ακριβώς για να απαλλαχτούμε από την κυριαρχία των πρακτικών ανθρώπων και του πρακτικού ιδεώδους. Μα έπειτα αυτό γρήγορα μετασχηματίζεται σε απαγόρευση ενάντια στην σκέψη. Το παραμικρό αρκεί ώστε η αντίσταση απέναντι στην καταπίεση να στραφεί καταπιεστικά απέναντι σε αυτούς οι οποίοι, όσο κι αν δε θέλουν να εκθειάσουν την ατομική τους ύπαρξή, δεν αποκηρύσσουν αυτό που έχουν γίνει. Η συχνά επικαλούμενη ενότητα μεταξύ θεωρίας και πράξης έχει την τάση να ολισθαίνει σε κυριαρχία της πράξης. Πολλά κινήματα δυσφήμισαν την ίδια τη θεωρία ως μορφή καταπίεσης.

Στον Μαρξ, η διδασκαλία αυτής της ενότητας εμπνεόταν από την πραγματική δυνατότητα δράσης, η οποία ακόμη και εκείνη την εποχή δεν πραγματώθηκε.1 Σήμερα, αυτό που αναδύεται περισσότερο είναι το ακριβώς αντίθετο. Γαντζώνεται κανείς στη δράση εξαιτίας της αδυνατότητάς της. Ομολογουμένως στον Μαρξ υπάρχει ήδη μια συγκαλυμμένη αερολογία. Ίσως και να παρουσίασε την ενδέκατη θέση για τον Φόιερμπαχ τόσο επιτακτικά, διότι ήξερε ότι δεν ήταν εντελώς βέβαιος γι’ αυτή. Στη νεότητά του είχε απαιτήσει την “αμείλικτη κριτική σε καθετί που υπάρχει”.2 Τώρα χλευάζει την κριτική. Αλλά η περίφημη σαρκαστική του διάθεση απέναντι στους νεο-εγελιανούς, η φράση “κριτική κριτική” [critical critique”] ήταν μια μούφα που έγινε καπνός καθώς δεν ήταν τίποτε άλλο παρά κοινή ταυτολογία.3

Η βεβιασμένη πρωτοκαθεδρία της πράξης ανέκοψε την κριτική που εφάρμοζε ο ίδιος ο Μαρξ. Στη Ρωσία και στην [μαρξιστική] ορθοδοξία άλλων χωρών, η χαιρέκακη χλεύη της κριτικής κριτικής χρησιμοποιήθηκε εργαλειακά ούτως ώστε να μπορούν οι υφιστάμενες συνθήκες να αυτο-επιβεβαιώνονται τόσο τρομακτικά. Το μόνο πράγμα που η πράξη σήμαινε ακόμη ήταν: αυξανόμενη παραγωγή των μέσων παραγωγής· καμία κριτική δεν ήταν πλέον ανεκτή εκτός από την κριτική ότι οι άνθρωποι συνεχίζουν να μη δουλεύουν αρκετά σκληρά. Τόσο εύκολα μετατρέπεται η υπαγωγή της θεωρίας στην πράξη σε προσφορά υπηρεσιών για την αναπαραγωγή της καταπίεσης.

     Η κατασταλτική αδιαλλαξία ενάντια στη σκέψη, η οποία δεν συνοδεύεται άμεσα από καθοδήγηση για δράση, θεμελιώνεται στο άγχος. Την ανεμπόδιστη σκέψη και τη στάση που δεν την αφήνει να ξεπουληθεί πρέπει κανείς να τις φοβάται για έναν λόγο που κατά βάθος γνωρίζει αν και δεν μπορεί να παραδεχτεί ανοιχτά: η σκέψη έχει δίκιο. Ένας χρονισμένος αστικός μηχανισμός, με τον οποίο ήταν αρκετά εξοικειωμένοι οι διαφωτιστές στοχαστές του 18ου αιώνα, μπαίνει για μία ακόμη φορά σε λειτουργία απαράλλακτος: ο πόνος που προκαλείται από μια αρνητική κατάσταση –αυτή τη φορά από την μπλοκαρισμένη πραγματικότητα– γίνεται οργή που απευθύνεται στο πρόσωπο που την εκφράζει. Η σκέψη, ο διαφωτισμός που συνειδητοποιεί τον εαυτού του, απειλεί να διαψεύσει την ψευδο-πραγματικότητα στην οποία κινείται ο πρακτικισμός, σύμφωνα με τα λόγια του Habermas.4 Ο πρακτικισμός είναι ανεκτός μόνο επειδή θεωρείται ψευδο-πραγματικότητα.

Η ψευδο-πραγματικότητα συνδέεται με την ψευδοδραστηριότητα ως υποκειμενική πρόσληψη που υιοθετείται μέσω αυτής. Ψευδοδραστηριότητα είναι η δράση που υπερβάλει και παροξύνει εαυτόν για χάρη της ίδιας της της publicity, δίχως να παραδέχεται στον εαυτό της σε ποιο βαθμό λειτουργεί ως υποκατάστατη ευχαρίστηση, ανυψώνοντας τον εαυτό της σε αυτοσκοπό. Οι εγκλωβισμένοι θέλουν απεγνωσμένα να αποδράσουν. Όταν κανείς βρίσκεται σε τέτοιες καταστάσεις δε σκέφτεται πια, ή το κάνει μόνο υπό πλασματικές προκείμενες. Στα πλαίσια της απολυτοποιημένης πράξης μόνο η αντίδραση είναι δυνατή, άρα και λανθασμένη. Μόνο ο στοχασμός θα μπορούσε να βρει μια διέξοδο και επιπλέον μόνο ένα στοχασμός τα αποτελέσματα του οποίου δεν προκαταβάλλονται, όπως τόσο συχνά συμβαίνει σε συζητήσεις όπου έχει ήδη διευθετηθεί ποιος θα ΄πρεπε να χει δίκιο, συζητήσεις που γι’ αυτό το λόγο δεν προωθούν τον σκοπό τους αλλά μάλλον αναπόφευκτα εκφυλίζονται σε τακτικισμούς.

Αν οι πόρτες είναι φραγμένες, τότε, περισσότερο από ποτέ, η σκέψη δεν πρέπει να παραλύσει. Θα πρέπει να αναλύσει τις αιτίες και στη συνέχεια να εξάγει συμπεράσματα. Εναπόκειται στη σκέψη να μην αποδεχτεί την κατάσταση ως τελειωτική. Αν υπάρχει μια περίπτωση η κατάσταση ν’ αλλάξει αυτό μπορεί να γίνει μόνο μέσα από αδιάκοπη διερεύνηση. Το άλμα προς την πράξη δε θεραπεύει τη σκέψη από την παραίτηση, από τη στιγμή που πληρώνεται με αντίτιμο την κρυφή γνώση ότι στην πραγματικότητα αυτό δεν είναι ο τρόπος με τον οποίο πρέπει να προχωρήσουμε.

     Η ψευδο-δραστηριότητα είναι γενικά η απόπειρα να διασωθούν νησίδες αμεσότητας εν μέσω μιας παντελώς διαμεσολαβημένης και άκαμπτης κοινωνίας. Αυτή η απόπειρα εκλογικεύεται με τον ισχυρισμό ότι μια μικρή αλλαγή εκλαμβάνεται ως ένα μικρό βήμα στο μακρύ δρόμο προς τον μετασχηματισμό του όλου. Η καταστροφική μεθοδολογία της ψευδο-δραστηριότητας είναι το “do-it-yourself”: δραστηριότητες που κάνουν ό,τι γινόταν ήδη -και καλύτερα- μέσω της βιομηχανικής παραγωγής, μόνο και μόνο για να εμπνεύσουν στα ανελεύθερα άτομα, τα παραλυμένα μέσα στον αυθορμητισμό τους, την επιβεβαίωση ότι όλα εξαρτώνται από τους εαυτούς τους.

Η ανοησία του καν’-το-μόνος-σου στην παραγωγή υλικών αγαθών, ακόμη στις διάφορες επιδιορθώσεις είναι παντελώς προφανής. Ομολογουμένως, η ανοησία αυτή δεν είναι απόλυτη.  Με την ελάττωση των λεγόμενων services, κάποιες φορές περιττά – σύμφωνα με την τεχνική ανάπτυξη – μέτρα, τα οποία διεκπεραιώνονται από ιδιώτες, εκπληρώνουν κάποιο μισο-έλλογο σκοπό. Η προσέγγιση του καν’-το-μόνος-σου στα πολιτικά πράγματα δεν έχει ακριβώς τον ίδιο χαρακτήρα. Η κοινωνία που αντίκειται απροσπέλαστα στους ανθρώπους είναι παρόλα αυτά αυτοί οι ίδιοι οι άνθρωποι. Η εμπιστοσύνη στην περιορισμένη δράση μικρών ομάδων ανακαλεί τον αυθορμητισμό, ο οποίος μαραζώνει κάτω από την συγκαλυμμένη ολότητα και χωρίς τον οποίο αυτή η ολότητα δεν μπορεί να γίνει κάτι διαφορετικό. Ο διοικούμενος κόσμος έχει την τάση να στραγγαλίζει κάθε αυθορμησία ή τουλάχιστον να τη διοχετεύει σε ψευδο-δραστηριότητες. Τουλάχιστον αυτό δε λειτουργεί τόσο ομαλά όσο θα ήλπιζαν οι παράγοντες του διοικούμενου κόσμου. 

Ωστόσο η αυθορμησία δε θα πρέπει να απολυτοποιηθεί, όπως δεν πρέπει να αποκόπτεται από την αντικειμενική κατάσταση και να ειδωλοποιείται ο ίδιος ο διοικούμενος κόσμος. Ειδάλλως, το τσεκούρι στο σπίτι, το οποίο ποτέ δεν υποκαθιστά τον μαραγκό, θα σπάσει την κοντινότερη πόρτα, ενώ οι ειδικές δυνάμεις καταστολής είναι σε επιφυλακή.5 Ακόμη και πολιτικές πρωτοβουλίες μπορούν να βυθιστούν μέσα στις ψευδο-δραστηριότητες και μέσα στη θεατρικότητα. Δεν αποτελεί σύμπτωση πως τα ιδεώδη της άμεσης δράσης, ακόμη και η προπαγάνδιση της δράσης, έχουν αναστηθεί κατόπιν της πρόθυμης ενσωμάτωση των πρώην προοδευτικών οργανώσεων που τώρα, σε όλες τις χώρες της γης, αναπτύσσουν τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα εκείνου απέναντι στο οποίο κάποτε αντιτάχθηκαν. Αυτό όμως δεν ακυρώνει την κριτική στον αναρχισμό. Η επιστροφή του είναι η επιστροφή ενός φαντάσματος. Η ανυπομονησία απέναντι στη θεωρία που αποκαλύπτεται μέσω αυτής της επιστροφής δεν ωθεί τη σκέψη πέρα από τον εαυτό της. Ξεχνώντας τη σκέψη η ανυπομονησία υποχωρεί και μένει πίσω της.

     Αυτό καθίσταται ευκολότερο για το άτομο μέσω της συνθηκολόγησης του με τη συλλογικότητα μέσω της οποίας ταυτοποιεί τον εαυτό του. Απαλλάσσεται από την αναγνώριση της ανημποριάς του· οι λίγοι φαντάζονται μεταξύ τους πως είναι πολλοί. Η ενέργεια αυτή, και όχι η αταλάντευτη σκέψη, είναι που αντιστοιχεί σε παραίτηση. Καμία διαφανής σχέση δεν υφίσταται ανάμεσα στο συμφέρον του εγώ και της συλλογικότητας στην οποία παραδίδει τον εαυτό του. Το εγώ πρέπει να εγκαταλείψει τον εαυτό του ούτως ώστε να ευλογηθεί με τη χάρη του ανήκειν στους εκλεκτούς της συλλογικότητας. Άρρητα εγείρεται κάτι που είναι σχεδόν καντιανή κατηγορική προσταγή: πρέπει να υπογράψεις. Το αίσθημα μιας νέας ασφάλειας εξαγοράζεται με τη θυσία της αυτόνομης σκέψης. Η παρηγοριά πως η σκέψη βελτιώνεται στο πλαίσιο της συλλογικής δράσης είναι παραπλανητική: η σκέψη, ως διακοσμητικό εργαλείο της ακτιβιστικής δράσης, ατροφεί όπως κάθε εργαλειακός λόγος.

Αυτή τη στιγμή καμία ανώτερη μορφή της κοινωνίας δεν είναι ορατή με συμπαγή τρόπο: γι’ αυτό το λόγο, οτιδήποτε δρα ως εάν αυτή να αποτελούσε εύκολο στόχο, ενέχει κάτι το παλινδρομικό. Όμως σύμφωνα με τον Φρόιντ, όποιος παλινδρομεί δεν έχει ακόμη ανακαλύψει τον ενορμητικό του στόχο. Αντικειμενικά, η παλινδρόμηση είναι ματαίωση, ακόμη και όταν θεωρεί τον εαυτό της το αντίθετο και προπαγανδίζει ανυποψίαστα  την αρχή της απόλαυσης.6

     Αντιθέτως, ο ασυμβίβαστος κριτικός στοχαστής, που ούτε παραδίδει τη συνείδησή του ούτε αφήνει τον εαυτό του να εξαναγκαστεί σε δράση, είναι στην πραγματικότητα εκείνος που δεν τα έχει παρατήσει. Ο στοχασμός δεν είναι η διανοητική αναπαραγωγή αυτού που ήδη υπάρχει ούτως ή άλλως. Στο βαθμό που δε διακόπτεται, η σκέψη διασφαλίζει τη διατήρηση της δυνατότητας. Η ακόρεστη πλευρά της, η απροθυμία της να ικανοποιηθεί εύκολα και γρήγορα, αρνείται την ανόητη σοφία της παραίτησης. Η ουτοπιστική στιγμή της σκέψης είναι τόσο ισχυρότερη όσο λιγότερο αυτή –επίσης μια μορφή υποτροπής– αντικειμενοποιεί τον εαυτό της σε μια ουτοπία και έτσι υπονομεύει την πραγμάτωσή της.

Η ανοιχτή σκέψη παραπέμπει πέρα από τον εαυτό της. Είναι από την πλευρά της μια συμπεριφορά, μια μορφή πράξης, που ομοιάζει περισσότερο με τη μετασχηματιστική πράξη παρά με μια συμπεριφορά που είναι υποχωρητική για χάρη της πράξης. Προτού αποκτήσει οποιοδήποτε συγκεκριμένο περιεχόμενο, η σκέψη είναι πραγματικά η δύναμη της αντίστασης από την οποία έχει αποκοπεί μόνο με μεγάλη προσπάθεια.

Μια τέτοια εμφατική έννοια της σκέψης ομολογουμένως δεν είναι εξασφαλισμένη ούτε από τις υπάρχουσες συνθήκες, ούτε από τους προς επίτευξη σκοπούς, ούτε από κάθε λογής τάγματα. Οτιδήποτε έχει αποτελέσει αντικείμενο της σκέψης μπορεί να ελεγχθεί, να ξεχαστεί, μπορεί να εξανεμιστεί. Αλλά δεν μπορεί να υποστηριχτεί ότι δεν επιζεί τίποτε από αυτό. Γιατί ο στοχασμός έχει το στοιχείο του καθολικού. Αυτό που μια φορά συνέλαβε η σκέψη πειστικά, πρόκειται να συλληφθεί και αλλού, από άλλους: αυτή η αυτοπεποίθηση συνοδεύει ακόμη και την πιο μοναχική και αδύναμη σκέψη.

Όποιος συλλογίζεται, δεν είναι εξοργισμένος, παρά την κριτική του: η σκέψη έχει εξαχνώσει την οργή. Καθώς το σκεπτόμενο άτομο δε χρειάζεται να προκαλέσει οργή στον εαυτό του δεν εύχεται να τη στρέψει σε άλλους. Η ευτυχία που ανατέλλει στα μάτια του σκεπτόμενου ανθρώπου είναι η ευτυχία της ανθρωπότητας. Η καθολική τάση της καταπίεσης αντιτίθεται στην σκέψη ως τέτοια. Η σκέψη είναι ευτυχία ακόμη και όταν εξηγεί τη δυστυχία: αρθρώνοντας την. Μόνο έτσι φτάνει η ευτυχία ως την καθολική δυστυχία. Όποιος δεν την αφήνει να ατροφήσει δεν έχει παραιτηθεί.

 

Theodor W. Adorno – 1968

 

 Σχόλια.

1 Ραδιοφωνική έκδοση: “Στον Μαρξ, η διδασκαλία της ενότητας θεωρίας και πράξης εμπνεόταν από τη δυνατότητα της δράσης, η οποία ακόμη και εκείνη την εποχή δεν είχε πραγματοποιηθεί κι όμως υπήρχε η αίσθηση ότι υπάρχει”.

2 Αναφορά σε γράμμα του Μαρξ στον Άρνολντ Ρούγκε, τμήμα της δημόσιας αλληλογραφίας ανάμεσα σ’ αυτούς, τον Μπακούνιν και τον Φόιερμπαχ, το οποίο δημοσιεύτηκε στο Deutsch-Französische Jahrbücher (1844): «Αν δεν έχουμε δουλειά με την κατασκευή του μέλλοντος ή με το να την οργανώνουμε όλη την ώρα και πάλι δεν υπάρχει αμφιβολία σχετικά με το καθήκον με το οποίο βρισκόμαστε αντιμέτωποι στο παρόν: Εννοώ την αμείλικτη κριτική καθετί υπάρχοντος, αμείλικτη ως προς το ότι δεν πρόκειται να υποχωρήσει ούτε από τις ίδιες της τις ανακαλύψεις ούτε από την σύγκρουση με τις υπάρχουσες δυνάμεις». (Marx, Early Writings, trans. R. Livingstone and G. Benton, London: Penguin Books, 1992, pg. 207)

3 Βλ. την πρώτη κοινή έκδοση των Μαρξ και Ένγκελς, μια σατιρική πολεμική στον Μπρούνο Μπάουερ και τους νεο-εγελιανούς: Die Heilige Familie, oder Kritik der kritischen Kritik (1845) Με δική σας ευθύνη μπορείτε να κατεβάσετε από εδώ το ελληνικό κείμενο.

4 Βλ. Habermas Jürgen, “Die Scheinrevolution und ihre Kinder: Sechs Thesen über Taktik, Ziele und Situationsanalyysen der oppositionellen Jegend”, Frankfurter Rundshau, June 5, 1968, p. 8.

 5 Αναφορά στην πράξη 3, σκηνή 1, του Γουλιέλμου Τέλλου του Schiller (1804):

 A man with eyesight clear and sence alert,

Who trusts in God and his own supple strength

Will find some way to slip the noose of danger.

Mountain-born was never scared of mountains.

(Having finished his work he puts the tools away.)

There now! That gate should serve another twelvemonth.

An axe in the house will save a joiner’s labor

(Reaches for his hat.)

[Johann Christoph Friedrich von Schiller, Wilhelm Tell, trans and ed William F. Mainland, Chicago: University of Chicago Press, 1972, pg. 64-65]

6 “Ενστικτώδης στόχος” [Triebziel]: Στον Φρόιντ αναφέρεται στη δραστηριότητα κατά την οποία μια σεξουαλική ενόρμηση εξωτερικεύεται προκειμένου να απελευθερώσει μια εσωτερική βιολογική ή ψυχολογική ένταση. Ενώ ο Φρόιντ στις Τρεις Μελέτες για τη Σεξουαλικότητα (1905) ανέπτυξε την ιδέα του με όρους πολλαπλών σταδίων της βρεφικής σεξουαλικότητας στενά συνδεδεμένων με συγκεκριμένες οργανικές πηγές ενστικτωδών στόχων,  αργότερα, στο Ορμές και Ορμικά Πεπρωμένα (1915), έκανε πιο χαλαρές υποθέσεις βάσει των οποίων ο στόχος μπορεί να μετουσιωθεί εξαιτίας της επιρροής του αντικειμένου-επιλογή, ανάκλησης, υποκατάστασης από τα ένστικτα της αυτό-συντήρησης κλπ. Στο Εισαγωγή στην Ψυχανάλυση o Φρόιντ κατέληξε ότι η παλινδρόμηση [Regression] εμφανίζεται όταν η λίμπιντο επιστρέφει σε ένα πρωιμότερο στάδιο της παιδικής ψυχοσεξουαλικής ανάπτυξης, ή όπως υπονοεί εδώ ο Αντόρνο, σε μια περισσότερο πρωτόγονη, λιγότερο διαφοροποιημένη μορφή ψυχοσεξουαλικής οργάνωσης, την οποία ο Φρόιντ αποκαλούσε επίσης εμμονή.

     Μία σχετικά σταθερή έννοια στο οικονομικό φροϊδικό μοντέλο της ψυχής, η “αρχή της απόλαυσης” [Lustprinzip] αφορά την στρατηγική της καθοδήγησης των ψυχολογικών δραστηριοτήτων προς την επιδίωξη της απόλαυσης και την αποτροπή του αντιθέτου της. Αρκετά προβλήματα ανακύπτουν εδώ, όπως η αντιδιαστολή της απόλαυσης που προέρχεται από τη διατήρηση μιας σταθερής έντασης ψυχικής ενέργειας (αρχή της αμεταβλησίας) με την τάση προς ολοκληρωτικό διασκορπισμό της ενέργειας (ενόρμηση του θανάτου) και εκείνη της εμπλοκής μεταξύ της αρχής της ευχαρίστησης και της αρχής της πραγματικότητας για χάρη της εξασφάλισης ικανοποίησης εις βάρος του θεμελιώδους ρόλου της αρχής της ευχαρίστησης στη φαντασία, το όνειρο, την εκπλήρωση ευχών κλπ, στην οποία προφανώς αναφέρεται ο Αντόρνο. βλ. Freud Sigmund, Jenseits des Lstprinzips (1920); English: Beyond the Pleasure Principle, in The Standard Edition of the Complete Psychological Works of Sigmund Freud, trans. James Strachey, London: Hogarth Press, 1973, 18:7-64

 

 

Αναδημοσίευση από: http://kainashmainonta.blogspot.gr/2015/11/blog-post_9.html. Η πηγή είναι επίσης η πηγή της μετάφρασης.

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *