V.I. Lenin: Πρόλογος στη ρωσική μετάφραση της μπροσούρας του Β.Λιμπκνέχτ “Κανένα συμβιβασμό, καμία συμφωνία”

 

 

ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΣΤΗ ΡΩΣΙΚΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΤΗΣ ΜΠΡΟΣΟΥΡΑΣ ΤΟΥ Β. ΛΙΜΠΚΝΕΧΤ «ΚΑΝΕΝΑ ΣΥΜΒΙΒΑΣΜΟ, ΚΑΜΙΑ ΕΚΛΟΓΙΚΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ!»

 

V.I. Lenin

 

 

Η μπροσούρα του Λίμπκνεχτ, που προσφέρεται σε μετάφραση στο Ρώσο αναγνώστη, έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον σήμερα, στις παραμονές των εκλογών για τη δεύτερη Δούμα, τώρα που το ζήτημα των εκλογικών συμφωνιών ενδιαφέρει ζωηρά και το εργατικό κόμμα και την κοινή γνώμη της φιλελεύθερης αστικής τάξης.

Δε θα σταθούμε εδώ στη σημασία από γενική άποψη της μπροσούρας του Λίμπκνεχτ. Ο αναγνώστης πρέπει να συμβουλευτεί το έργο του Φρ. Μέρινγκ για την ιστορία της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας και μια σειρά άλλα έργα των Γερμανών συντρόφων μας, για να καταλάβει καλά τη σημασία αυτή και να κατανοήσει σωστά ορισμένα σημεία της μπροσούρας, που σηκώνουν παρερμηνεία, αν παρθούν έξω από τις τοτινές συνθήκες, αν δεν παρθεί υπόψη το πότε και πώς ειπώθηκαν.

Σημασία έχει για μας να σημειώσουμε εδώ τον τρόπο σκέψης του Λίμπκνεχτ. Σημασία έχει να δείξουμε, με τι τρόπο ο Λίμπκνεχτ αντιμετώπιζε το ζήτημα των συμφωνιών, για να βοηθήσουμε το Ρώσο αναγνώστη να φτάσει μόνος του στη λύση του ζητήματος που μας ενδιαφέρει, του ζητήματος των συνασπισμών με τους καντέτους.

Ο Λίμπκνεχτ δεν αρνιέται καθόλου ότι οι συμφωνίες με τα αστικά – αντιπολιτευόμενα κόμματα είναι «ωφέλιμες» και από την άποψη των «κοινοβουλευτικών πληρεξουσίων» και από την άποψη της προσέλκυσης «συμμάχου» (δήθεν συμμάχου) ενάντια στον κοινό εχθρό, την αντίδραση. Μα εδώ ακριβώς φανερώνεται ο αληθινά πολιτικός νους και ο δοκιμασμένος σοσιαλδημοκρατισμός του παλαίμαχου των Γερμανών σοσιαλιστών, ότι δηλαδή δεν περιορίζεται στις σκέψεις αυτές. Εξετάζει και το εξής: Μήπως ο «σύμμαχος» είναι κρυφός εχθρός, οπότε είναι πολύ επικίνδυνο να τον αφήσουμε να μπει στις γραμμές μας; Παλεύει πραγματικά και πώς παλεύει ο σύμμαχος αυτός ενάντια στον κοινό εχθρό; Μήπως η ωφέλεια από τις συμφωνίες, από την άποψη της αύξησης του αριθμού των κοινοβουλευτικών πληρεξουσίων, φέρνει ζημιά στα μονιμότερα και σπουδαιότερα καθήκοντα του προλεταριακού κόμματος;

Ας πάρουμε έστω αυτά τα τρία ζητήματα που ανάφερα τώρα κι ας δούμε, αν καταλαβαίνει τη σημασία τους ένας τέτοιος, λόγου χάρη, υπερασπιστής των συμφωνιών των Ρώσων σοσιαλδημοκρατών με τους καντέτους σαν τον Πλεχάνοφ. Θα δούμε ότι ο Πλεχάνοφ βάζει το ζήτημα των συμφωνιών σε απίστευτα στενή βάση. Οι καντέτοι θέλουν να παλέψουν ενάντια στην αντίδραση, άρα… συμφωνία με τους καντέτους! Πέρα απ’ αυτό ο Πλεχάνοφ δεν πηγαίνει. Την παραπέρα εξέταση του ζητήματος τη θεωρεί δογματισμό. Δεν είναι παράξενο ότι ένας σοσιαλδημοκράτης, που τόσο ξέχασε τις απαιτήσεις της σοσιαλδημοκρατικής πολιτικής, βρέθηκε γείτονας και συνεργάτης με τους αποστάτες της σοσιαλδημοκρατίας όπως είναι οι κ.κ. Προκοπόβιτς και οι άλλοι δημοσιολόγοι της «Τοβάριστς». Δεν είναι παράξενο που ακόμη και οι ομοϊδεάτες αυτού του σοσιαλδημοκράτη σε ζητήματα αρχών, οι μενσεβίκοι, ή σιωπούν συγχυσμένοι, μη τολμώντας να βροντοφωνάξουν αυτό που σκέπτονται για τον Πλεχάνοφ, και αποδοκιμάζοντάς τον στις συγκεντρώσεις των εργατών, ή τον ειρωνεύονται ανοιχτά, όπως οι μπουντιστές στη «Volkszeitung» και στο «Νάσα Τριμπούνα».

Ο Λίμπκνεχτ μάς διδάσκει ότι ο σοσιαλδημοκράτης πρέπει να ξέρει να αποκαλύπτει και όχι να κρύβει τις επικίνδυνες πλευρές κάθε συμμάχου που προέρχεται από την αστική τάξη. Σ’ εμάς, όμως, οι μενσεβίκοι φωνάζουν ότι δεν πρέπει να παλεύουμε ενάντια στους καντέτους, αλλά ενάντια στο μαυροεκατονταρχίτικο κίνδυνο! Πόσο ωφέλιμο θα ήταν για τους ανθρώπους αυτούς, αν καλοσκέπτονταν τα λόγια του Λίμπκνεχτ: «Τα ανόητα και σκληρά μέτρα βίας των αστυνομικών πολιτικών, οι διώξεις που προβλέπει ο νόμος ενάντια στους σοσιαλιστές, ο δρακόντειος νόμος, ο νόμος που στρέφεται ενάντια στα κόμματα που κηρύσσουν την ανατροπή, μπορούν να προκαλούν μέσα μας ένα αίσθημα αποστροφής και οίκτου, τον εχθρό όμως, που μας άπλώνει το χέρι του για εκλογική συμφωνία και χώνεται ανάμεσά μας σαν φίλος και αδελφός, αυτόν τον εχθρό και μόνο αυτόν πρέπει να φοβόμαστε».

Οπως βλέπετε, και ο Λίμπκνεχτ έχει υπόψη του τα μέτρα βίας των αστυνομικών, τους μαυροεκατονταρχίτικους νόμους. Κι όμως λέει θαρρετά στους εργάτες: Οχι αυτόν τον εχθρό, αλλά την εκλογική συμφωνία με τον ψευτοφίλο πρέπει να φοβόμαστε. Γιατί ο Λίμπκνεχτ σκεπτόταν έτσι; Γιατί θεωρούσε πάντα ότι η δύναμη των αγωνιστών είναι πραγματική δύναμη, μόνο όταν είναι δύναμη συνειδητών εργατικών μαζών. Και τη συνείδηση των μαζών δεν τη διαφθείρουν η βία και οι δρακόντειοι νόμοι, τη διαφθείρουν οι ψευτοφίλοι των εργατών, οι φιλελεύθεροι αστοί που αποτραβούν τις μάζες από τον πραγματικό αγώνα με κούφιες φράσεις για αγώνα. Οι μενσεβίκοι μας και ο Πλεχάνοφ δεν καταλαβαίνουν ότι η πάλη ενάντια στους καντέτους είναι πάλη για την απαλλαγή της συνείδησης των εργατικών μαζών από τις απατηλές καντέτικες ιδέες και προλήψεις σχετικά με την ένωση της λαϊκής ελευθερίας με την παλιά εξουσία.

Ο Λίμπκνεχτ υπογράμμιζε τόσο έντονα το μεγάλο αυτό κίνδυνο από τους ψευτοφίλους σε σύγκριση με τους ανοιχτούς εχθρούς, ώστε έλεγε: «Η ψήφιση ενός νέου νόμου ενάντια στους σοσιαλιστές θα ήταν μικρότερο κακό, απ’ ό,τι η συγκάλυψη της ταξικής αντίθεσης και των κομματικών συνόρων, εξαιτίας των εκλογικών συμφωνιών».

Μεταφράστε τη φράση αυτή του Λίμπκνεχτ στη γλώσσα της ρωσικής πολιτικής στα τέλη του 1906: «Η μαυροεκατονταρχίτικη Δούμα θα ήταν μικρότερο κακό απ’ ό,τι η συγκάλυψη της ταξικής αντίθεσης και των κομματικών συνόρων, εξαιτίας των εκλογικών συμφωνιών με τους καντέτους». Τι άγριες κραυγές θα ξεσήκωναν ενάντια στον Λίμπκνεχτ για μια τέτοια φράση οι δημοσιολόγοι της «Τοβάριστς» και των παρόμοιων εφημερίδων, που μεταπήδησαν από το σοσιαλισμό στους φιλελεύθερους! Πόσες φορές ακούσαμε στις εργατικές συγκεντρώσεις και από τις σελίδες των μενσεβίκικων εκδόσεων τέτοιες ακριβώς «επικρίσεις» ενάντια στους μπολσεβίκους και παρόμοιες σκέψεις, σαν τις επικρίσεις που έτυχε να υποστεί και ο Λίμπκνεχτ! Αλλά οι μπολσεβίκοι φοβούνται τις κραυγές αυτές και τις επικρίσεις αυτές τόσο λίγο, όσο λίγο τις φοβόταν και ο Λίμπκνεχτ. Μόνο κακοί σοσιαλδημοκράτες μπορούν να μιλούν περιφρονητικά για τη ζημιά που προξενούν στις εργατικές μάζες οι φιλελεύθεροι προδότες της λαϊκής ελευθερίας, που με τις εκλογικές συμφωνίες θέλουν να πλευρίσουν τις μάζες αυτές.

Με την ευκαιρία, λίγα λόγια για την προδοσία αυτή του φιλελευθερισμού. Οι οπορτουνιστές μας, μαζί και ο Πλεχάνοφ, φωνάζουν: Είναι αδιακρισία να μιλά κανείς ακόμη και τώρα για προδοσία του φιλελευθερισμού. Ο Πλεχάνοφ έγραψε μάλιστα ολόκληρη μπροσούρα, για να διδάξει στους αδιάκριτους σοσιαλιστές – εργάτες ευγενική συμπεριφορά προς τους καντέτους. Ως ποιο βαθμό στερούνται πρωτοτυπίας οι σκέψεις του Πλεχάνοφ, ως ποιο βαθμό έχουν ξεφτίσει λόγω της πολυχρησίας από τους Γερμανούς ακόμη φιλελεύθερους αστούς οι πλεχανοφικές φράσεις, το δείχνει σαφέστερα από καθετί άλλο η μπροσούρα του Λίμπκνεχτ. Αποδείχνεται ότι ο Πλεχάνοφ «είχε σαν ατού» ενάντια στους επαναστάτες σοσιαλδημοκράτες το ίδιο εκείνο παιδικό παραμύθι για το λύκο και το βοσκό, με το οποίο οι Γερμανοί οπορτουνιστές δοκίμαζαν να τρομάξουν τον Λίμπκνεχτ: Εσείς, λέει, θα συνηθίσετε τους πάντες ν’ ακούνε τις φωνές σας, «λύκος! λύκος!», έτσι, που σαν έρθει ο λύκος, να μη σας πιστέψει κανείς. Ο Λίμπκνεχτ απάντησε εύστοχα στους πολυάριθμους Γερμανούς ομοϊδεάτες του τωρινού Πλεχάνοφ: «Οπως και να ‘χει το πράγμα, οι προσεκτικοί άνθρωποι περιφρουρούν τα συμφέροντα του κόμματος, όχι χειρότερα απ’ ό,τι οι είρωνες».

Ας πάρουμε το δεύτερο ζήτημα που σημειώσαμε: Παλεύει άραγε πραγματικά η φιλελεύθερη τάξη, δηλαδή οι καντέτοι, ενάντια στο μαυροεκατονταρχίτικο κίνδυνο και πώς παλεύει; Ο Πλεχάνοφ δεν ξέρει ούτε να τοποθετήσει το ζήτημα αυτό, ούτε να το λύσει με μια προσεκτική εξέταση της πολιτικής των καντέτων στην επαναστατική Ρωσία. Από τη «γενική έννοια» της αστικής επανάστασης ο Πλεχάνοφ, παραβιάζοντας την άλφα-βήτα του μαρξισμού, βγάζει τη συγκεκριμένη στάση των Ρώσων σοσιαλδημοκρατών απέναντι στους καντέτους, αντί να βγάζει τη γενική έννοια των αμοιβαίων σχέσεων της αστικής τάξης, του προλεταριάτου και της αγροτιάς στη σύγχρονη Ρωσία από τη μελέτη των πραγματικών ιδιομορφιών της ρωσικής επανάστασης.

Ο Λίμπκνεχτ μάς διδάσκει να κρίνουμε διαφορετικά. Οταν γινόταν λόγος για την πάλη της φιλελεύθερης αστικής τάξης ενάντια στην αντίδραση, απαντούσε, εξετάζοντας το πώς αυτή πάλευε. Και έδειχνε – στην μπροσούρα που παρουσιάζουμε και σε πολλά άλλα άρθρα – ότι οι Γερμανοί φιλελεύθεροι (ακριβώς όπως οι δικοί μας οι καντέτοι) «προδίδουν την ελευθερία», ότι προσεγγίζουν τους «γιούνκερ (τσιφλικάδες) και τον κλήρο», ότι δεν μπόρεσαν να σταθούν επαναστάτες σε μια επαναστατική εποχή.

«Από τη στιγμή – λέει ο Λίμπκνεχτ – που το προλεταριάτο αρχίζει να εμφανίζεται ως τάξη, η οποία έχει ξεχωρίσει από την αστική τάξη και είναι εχθρική προς αυτήν εξαιτίας των συμφερόντων της, από τότε η αστική τάξη παύει να είναι δημοκρατική».

Και όμως, οι οπορτουνιστές μας, χλευάζοντας την αλήθεια, αποκαλούν τους καντέτους (ακόμη και στις αποφάσεις των κομματικών σοσιαλδημοκρατικών συνδιασκέψεων) δημοκράτες, παρόλο που οι καντέτοι αρνούνται στο πρόγραμμά τους το δημοκρατισμό, αναγνωρίζουν την Ανω Βουλή κτλ., παρόλο που πρότειναν στην Κρατική Δούμα τους δρακόντειους νόμους κατά των συγκεντρώσεων και καταπολέμησαν το σχηματισμό, χωρίς την άδεια των αρχών, τοπικών επιτροπών γης με βάση την καθολική, άμεση, ίση και μυστική ψηφοφορία.

Ο Λίμπκνεχτ επέκρινε πολύ δικαιολογημένα τη χρησιμοποίηση της λέξης επανάσταση, χωρίς να δίνεται σ’ αυτή το αληθινό της περιεχόμενο. Οταν ο ίδιος μιλούσε για επανάσταση, πίστευε πραγματικά σ’ αυτήν, εξέταζε πραγματικά όλα τα ζητήματα και όλα τα μέτρα τακτικής όχι μόνο από την άποψη των συμφερόντων της στιγμής, μα και από την άποψη των θεμελιακών συμφερόντων όλης της επανάστασης. Ο Λίμπκνεχτ, όπως και οι Ρώσοι επαναστάτες σοσιαλδημοκράτες, έτυχε να δοκιμάσει τα δύσκολα περάσματα από την άμεση επαναστατική πάλη στο άθλιο, απαίσιο, αισχρό μαυροεκατονταρχίτικο σύνταγμα.

Ο Λίμπκνεχτ ήξερε να προσαρμόζεται στα δύσκολα αυτά περάσματα, ήξερε να δουλεύει για το προλεταριάτο σε κάθε λογής συνθήκες, ακόμη και στις χειρότερες. Μα στις περιπτώσεις αυτές δεν πανηγύριζε, επειδή περνούσε από την πάλη ενάντια στο αισχρό σύνταγμα στη δουλειά μέσα στις συνθήκες του συντάγματος αυτού, δεν ειρωνευόταν εκείνους που έκαναν το παν για να μην επιτρέψουν να δει το φως ένα τέτοιο «σύνταγμα». Ο Λίμπκνεχτ δε θεωρούσε «σύνεση» το να δώσει το γρηγορότερο μια κλοτσιά στην επανάσταση που πέφτει (έστω και αν πέφτει προσωρινά), για να προσαρμοστεί το συντομότερο σ’ ένα κουτσοσύνταγμα. Οχι, ο παλαίμαχος της επανάστασης θεωρούσε «σύνεση» ενός αρχηγού του προλεταριάτου το να περάσει τελευταίος απ’ όλους τους μικρόψυχους και δειλούς αστούς στην πολιτική της «προσαρμογής» σε εκείνο που γεννιέται από τις προσωρινές ήττες της επανάστασης. «Η πρακτική πολιτική – λέει ο Λίμπκνεχτ – μας υποχρέωνε να προσαρμοζόμαστε στους θεσμούς της κοινωνίας στην οποία ζούμε: Μα κάθε νέο βήμα στο δρόμο της προσαρμογής στο σημερινό κοινωνικό καθεστώς το κάναμε με κόπο και γινόταν μόνο με μεγάλη σύνεση. Αυτό προκαλούσε αρκετές ειρωνείες από διάφορες πλευρές. Εκείνος όμως που φοβάται να βαδίσει σ’ αυτήν την κατωφέρεια, είναι πάντως πιο σίγουρος σύντροφος από εκείνον που ειρωνεύεται τη σύνεσή μας».

Μην ξεχνάτε τα χρυσά αυτά λόγια, σύντροφοι εργάτες, που μποϊκοτάρατε τη Δούμα του Βίτε. Να θυμάστε πιο συχνά τα λόγια αυτά, όταν οι αξιοθρήνητοι σχολαστικοί θα ειρωνεύονται μπροστά σας την αποχή από τη Δούμα, ξεχνώντας ότι κάτω από τη σημαία της αποχής από τη Δούμα του Μπουλίγκιν άναψε το πρώτο (και μέχρι τώρα το μοναδικό, αλλά είμαστε βέβαιοι όχι και το τελευταίο) λαϊκό κίνημα ενάντια σε παρόμοιους θεσμούς. Ας υπερηφανεύονται οι προδότες καντέτοι ότι αυτοί νωρίτερα απ’ όλους συγκατατέθηκαν να συρθούν με την κοιλιά και να προσκυνήσουν τους νόμους της αντεπανάστασης. Το συνειδητό προλεταριάτο θα είναι υπερήφανο που περισσότερο απ’ όλους υπεράσπιζε τις θέσεις του, κρατώντας ψηλά τη σημαία και βάδιζε σε ανοιχτή μάχη, θα είναι υπερήφανο που έπεφτε μονάχα κάτω από τα βαριά χτυπήματα στη μάχη, που περισσότερο απ’ όλους προσπαθούσε και καλούσε το λαό να ξεσηκωθεί ακόμη μια φορά, να ριχτεί μαζικά και να πνίξει τον εχθρό!

* * *

Τέλος, ας περάσουμε στο τρίτο και τελευταίο από τα ζητήματα που σημειώσαμε. Δε ζημιώνουν άραγε οι εκλογικές συμφωνίες αυτό που μας είναι ιδιαίτερα πολύτιμο: Την «καθαρότητα των αρχών» του σοσιαλδημοκρατισμού; Αλίμονο! Στο ερώτημα αυτό η ρωσική πολιτική πραγματικότητα έδωσε ήδη την απάντησή της, απάντηση με γεγονότα, που κάνουν τους συνειδητούς εργάτες να κοκκινίζουν από ντροπή.

Οι μενσεβίκοι διαβεβαίωναν στις αποφάσεις τους, ορκίζονταν σε θεούς και δαίμονες στις συνελεύσεις, ότι κάνουν συμφωνίες μόνο σε τεχνικά ζητήματα, ότι συνεχίζουν την ιδεολογική πάλη ενάντια στους καντέτους, ότι με κανέναν τρόπο, σε καμιά περίπτωση δε θα υποχωρήσουν ούτε και στο ελάχιστο από τη σοσιαλδημοκρατική θέση τους, από τα καθαρά προλεταριακά συνθήματά τους.

Και τι έγινε; Δεν είναι κανείς άλλος παρά ο Πλεχάνοφ εκείνος που πήγε στον προθάλαμο των καντέτικων εφημερίδων, για να προσφέρει στο λαό το «μέσο» σύνθημα, ούτε καντέτικο, ούτε σοσιαλδημοκρατικό, που όλους ευχαριστεί και κανέναν δεν αδικεί: «Κυρίαρχη Δούμα». Δεν έχει σημασία ότι το σύνθημα αυτό εξαπατά ανοιχτά το λαό, του ρίχνει στάχτη στα μάτια, φτάνει μόνο να επιτευχθεί συμφωνία με τους φιλελεύθερους τσιφλικάδες! Οι καντέτοι όμως έδιωξαν περιφρονητικά τον Πλεχάνοφ, οι σοσιαλδημοκράτες του γύρισαν τις πλάτες, άλλοι σαστισμένοι και άλλοι με αγανάκτηση. Εμεινε τώρα μόνος και χύνει το δηλητήριό του, βρίζοντας τους μπολσεβίκους για «μπλανκισμό», τους δημοσιολόγους της «Τοβάριστς» για «έλλειψη σεμνότητας», τους μενσεβίκους για έλλειψη διπλωματικότητας, βρίζοντας τους πάντες εκτός από τον εαυτό του! Τον καημένο τον Πλεχάνοφ, πόσο σκληρά δικαιώθηκαν στο πρόσωπό του τα καθαρά και ξάστερα, τα περήφανα και κοφτά λόγια του Λίμπκνεχτ για τη ζημιά που προξενούν στα ζητήματα αρχών οι συμφωνίες!

Κι ο «σύντροφος» Βασίλιεφ (που αγνάντευε κι αυτός την επανάσταση από την ελβετική κουζίνα) πρότεινε στην «Τοβάριστς» (17 του Δεκέμβρη), επικαλούμενος απευθείας τον Πλεχάνοφ, να διαλυθεί απλούστατα το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα και προσωρινά – μόνο προσωρινά! – να συγχωνευθεί με τους φιλελεύθερους. Ναι, δεν τόνιζε άδικα ο Λίμπκνεχτ ότι και στο δικό τους κόμμα είναι ζήτημα αν ήθελε κανείς την παρέκκλιση «από τις κομματικές αρχές». Το ζήτημα δεν είναι τι θέλει κανείς, αλλά πού οδηγεί το κόμμα η δύναμη των πραγμάτων από μια λαθεμένη ενέργεια. Κι ο Πλεχάνοφ είχε τις πιο καλές προθέσεις: Μονιασμένοι και αγαπημένοι με τους καντέτους ενάντια στο μαυροεκατονταρχίτικο κίνδυνο, μα βγήκε μόνο αίσχος και ντροπή για τη σοσιαλδημοκρατία.

Σύντροφοι εργάτες, διαβάζετε πιο προσεκτικά την μπροσούρα του Βίλχελμ Λίμπκνεχτ και ελέγχετε αυστηρότερα εκείνους που σας συνιστούν τις καταστροφικές για το προλεταριάτο και για την υπόθεση της ελευθερίας συμφωνίες με τους καντέτους!

 

Δεκέμβρης του 1906

 

Ν. Λένιν

 

Δημοσιεύτηκε το 1907 στην μπροσούρα που εκδόθηκε στην Πετρούπολη από το εκδοτικό «Νόβαγια ντούμα»

Δημοσιεύεται σύμφωνα με το κείμενο της μπροσούρας

Πηγή: Ριζοσπάστης

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *